Νόμος 496 ΦΕΚ Α΄343/20.12.1976
Περί κυρώσεως της μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας συμφωνίας της 13ης Ιουνίου 1974, αφορώσης εις τον διακανονισμόν αποζημιώσεως Ελλήνων υπηκόων υποστάντων ζημίας κατά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον, καθ` ήν περίοδον η Ελλάς ήτο ουδετέρα και διανομής της καταβληθείσης αποζημιώσεως μεταξύ των δικαιούχων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η υπογραφείσα εν Αθήναις την 13ην Ιουνίου 1974 “Συνφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αφορώσα εις τον διακανονισμόν του συνόλου των απαιτήσεων των προερχομένων εξ αποφάσεων εκδοθεισών υπέρ Ελλήνων υπηκόων υπο του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, συσταθέντος δυνάμει του άρθρου 304 και της παραγράφου 4 του Παραρτήματος IV του Μέρους Χ της Συνθήκης των Βερσαλιών της 28ης Ιουνίου 1919”, κυρωθείσης δια του Νόμου 2084/20, ης το κείμενον εις τας γλώσσας ελληνικήν και γερμανικήν έπεται:
ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αφορώσα εις τον διακανονισμόν εξ αποφάσεων εκδοθεισών υπερ Ελλήνων υπηκόων υπο του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου συσταθέντος δυνάμει του άρθρου 304 και της παραγράφους 4 του Παραρτήματος του Τμήματος IV του Μέρους Χ της Συνθήκης των Βερσαλιών της 28ης Ιουνίου 1919.
Η Κυβέρνησις της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνησις της Ομοσπονδίας Δημοκρατίας της Γερμανίας Εχουσα υπ` όψει τα άρθρα 4 και 19 και την παράγραφον 11 του Παραρτήματος Ι της Συμφωνίας περί Γερμανικών Εξωτερικών Χρεών της 27 Φεβρουαρίου 1953. Εκτελούσαι την απο 26ης Ιανουαρίου 1972 απόφασιν του Διαιτητικού Δικαστηρίου του προβλεπομένουυπο της Συμφωνίας περί των Γερμανικών Εξωτερικών Χρεών.
Εν τη κοινή αυτών επιθυμία ρυθμίσεως εκκρεμών οικονομικών ζητημάτων, και περαιτέρω προωθήσεως των φιλικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.
Αποσκοπούσαι εις την ρύθμισιν των μεταξύ των δυο συμβαλλομένων Μερών διαφορών πηγαζουσών εκ των αποφάσεων των εκδοθεισών υπέρ Ελλήνων υπηκόων υπο του ως άνω αναφερομένου Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου.
Συνεφώνησαν ως ακολούθως:
Άρθρον 1
1. Προς διακανονισμόν απασών των απαιτήσεων ιδιωτών των πηγαζουσών εξ αποφάσεων εκδοθεισών επ` ονόματι Ελλήνων υπηκόων υπο του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, αίτινες απετέλεσαν διαφοράν μεταξύ των δυο Κυβερνήσεων, η Κυβέρνησις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θα καταβάλη δια λογαριασμόν της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας το καθαρόνσυνολικόν ποσόν των γερμανικών μάρκων 47.000.000.
2. Δια της καταβολής του καθοριζομένου ως άνω ποσού, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας απαλλάσσεται τελείως και οριστικώς των απαιτήσεων των προερχομένων εξ αποφάσεων εκδοθεισών υπέρ Ελλήνων υπηκόων υπο του προαναφερθέντος Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου.
Άρθρον 2
Εκ του συνολικού ποσού του οριζομένου εν τω άρθρω 1ω, η Κυβέρνησις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θα καταβάλη γερμανικά μάρκα 23.500.000 ουχί βραδύτερον των τριών μηνών και το απομένον ποσόν των γερμανικών μάρκων 23.500.000 ουχί βραδύτερον των εννέα μηνών απο της θέσεως εν ισχύι της παρούσης Συμφωνίας εις ειδικόνλογαριασμόν της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος.
Άρθρον 3
Η Κυβέρνησις της Ελληνικής Δημοκρατίας θα διαθέση τα καταβληθησόμενα δυνάμει της παρούσης Συμφωνίας ποσά δια την αποζημίωσιν ιδιωτών εχόντων απαιτήσεις προερχομένας εξ αποφάσεων εκδοθεισών υπέρ Ελλήνων υπηκόων υπο του Μικτού ΕΛληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου ή των κληρονόμων ή των εκδοχέων αυτών. Τα ως άνω ποσά θα διανεμηθούν μεταξύ των δικαιούχων βάσει των διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας.
Άρθρον 4
Η παρούσα Συμφωνία θέλει, επίσης, εφαρμοσθή δια το Βερολίνον (Land Berlin) εφ` όσον η Κυβέρνησις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν προβή εις αντίθετονδήλωσιν προς την Κυβέρνησιν της Ελληνικής Δημοκρατίας εντός τριμήνου απο της θέσεως εν ισχύι της παρούσης Συμφωνίας.
Άρθρον 5
Τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούν ότι η παρούσα Συμφωνία εις ουδέν θίγει έτερα νόμιμα δικαιώματα της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας εξ οιασδήποτε άλλης συνθήκης ή συμβάσεως.
Άρθρον 6
1. Αμα της υπογραφή της παρούσης Συμφωνίας, η Κυβέρνησις της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας αναλαμβάνει όπως υποβάλη την Συμφωνίαν ταύτην προς έγκρισιν των Κυβερνήσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 19 της Συμφωνίας του Λονδίνου περί των Γερμανικών Εξωτερικών Χρεών της 27ης Φεβρουαρίου 1953.
2. Η παρούσα Συμφωνία θα τεθή εν ισχύι 14 ημέρας μετά την ημέραν κατά την οποίαν η έγκρισις των Κυβερνήσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρεταννίας και Βορείου Ιρλανδίας, και των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ήτις απαιτείται συμφώνως προς το άρθρον 19 της Συμφωνίας περί των Γερμανικών Εξωτερικών Χρεών της 27ης Φεβρουαρίου 1953, ήθελε περιέλθει εις την Κυβέρνησιν της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θα γνωστοποιήση προς την Κυβέρνησιν της Ελληνικής Δημοκρατίας την ημέραν της θέσεως εν ισχύι της παρούσης Συμφωνίας.
Εγένετο εν ΑΘήναις τη 13η Ιουνίου 1974 εις δύο πρωτότυπα εις την ελληνικήν γερμανικήν γλώσσαν, αμφοτέρων των κειμένων τούτων εχόντων την αυτήν ισχύν.

Άρθρον δεύτερον
Το εις δραχμάς ισότιμον του υπο της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδίας Δημοκρατίας της Γερμανίας καταβληθέντος, εις εκτέλεσιν της κυρουμένης δια του παρόντος Συμφωνίας, ποσού 47 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων, μειωμένου κατά ποσόν της προβλεπομένηςυπο του άρθρου δωδεκάτου του παρόντος δικηγορικής αμοιβής εκ 4.700.000 γερμανικών μάρκων, κατατίθεται εις ειδικόνέντοκον τρέχοντα λογαριασμόν παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος ίνα διατεθή δια την πληρωμήν των δικαιούχων πιρί ων προβλέπει το άρθρον 3 της ως άνω συμφωνίας.

Άρθρον τρίτον

1. Εις τους οριζομένους υπο της κυρουμένης δια του παρόντος συμφωνίας δικαιούχους επιδικάζεται δι` αποφάσεως της προβλεπομένηςυπο του άρθρου πέμπτου του παρόντος Επιτροπής ποσοστόν 80 % του επιδικασθέντος δια της αποφάσεως του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου ποσού αποζημιώσεως, μετατρεπόμενον δια της αυτής αποφάσεως της Επιτροπής εις δολλάρια ΗΠΑ βάσει της κατά την 1ην Ιανουαρίου 1930, προκυπτούσης εκ στοιχείων της Τραπέζης Ελλάδος ισοτιμίας δολλαρίου ΗΠΑ προς το νόμισμα εις ο επιδικάζεται δια της αποφάσεως του Δικαστηρίου η αποζημίωσις και εν συνεχεία δραχμοποιούμενον βάσει της ισοτιμίας εν (1) δολλάριον ΗΠΑ=τριάκοντα (30) δραχμάς. Οι επιδικασθέντες δια της αποφάσεως του Δικαστηρίου τόκοι δεν λαμβάνεται υπ` όψιν κατά τον ανωτέρω υπολογισμόν. Το επιδικαζόμενον εις δραχμάς ποσόν δύναται να καταβληθή εις ξένον νόμισμα κατόπιν ητιολογημένης κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών.

2. Εις περίπτωσιν καθ` ήν δικαιούχος τις αποδεικνύει δια δημοσίων εγγράφων ή ιδιωτικών φερόντων βεβαίανχρονολογίανπρογεστέραν της 1ης Σεπτεμβρίου 1939, ότι δεν εισέπραξε το καταβληθέν, βάσει των Νόμων 4591/1930 και 5173/1973, ποσοστόν 20 % του επιδικασθέντος υπο του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου ποσού αποζημιώσεως, η Επιτροπή επιδικάζει ολόκληρον την επιδικασθείσανυπο του Δικαστηρίου τούτου αποζημίωσιν.

Άρθρον τέταρτον

1. Εφ` όσον μετά την έκδοσιν οριστικών αποφάσεων υπο της Επιτροπής της προβλεπομένηςυπο του άρθρου 5 του παρόντος επι πασών των υποβληθεισών εις αύτην εμπροθέσμως αιτήσεων ήθελε παραμεινειαδιάθετονυπόλοιππον εκ του κατατεθέντος παρά της Τραπέζη της Ελλάδος κατά το άρθρον 2 του παρόντος εις δραχμάςισότιμον των 42.300.000 μάρκων, το υπόλοιπον τούτο κατανέμεται μεταξύ των αναγνωρισθέντων υπο της ως άνω Επιτροπής δικαιούχων κατ` αναλογίαν του επιδικασθέντως υπ` αυτής εις έκαστον τούτων ποσού.

2. Εις μετά την έκδοσιν οριστικών αποφάσεων υπο της Επιτροπής επι μεγάλου αριθμού αιτήσεων προβλέπεται να υπάρξηαδιάθετονυπόλοιπον, δύναται, κατόπιν αποφάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, να κατανεμηθή μέρος του προβλεπομένου υπολοίπου, μεταξύ των υπέρ ων εξεδόθησανοριστικαί αποφάσεις δικαιούχων κατ` αναλογίαν του επιδικασθέντος υπο της Επιτροπής εις έκαστον τούτων ποσού.

Άρθρον πέμπτον

1. Εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 3 μηνών απο της ενάρξεως ισχύος του παρόντος οι, κατά το άρθρον 3 της κυρουμένης δια του παρόντος συμφωνίας δικαιούχοι, δέον όπως υποβάλλουν εις το ΓενικόνΛογιστήριον του Κράτους (Δ/νσιν 7ην) αίτησιν, συνοδευομένηνυπο νομίμως κεκυρωμένου αντιγράφου της εκδοθείσηςυπο του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου αποφάσεως μετ` επισήμου μεταφράσεως αυτής εις την Ελληνικήν, και των λοιπών εγγράφων νομιμοποιήσεως των ως δικαιούχων. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η ως άνω προθεσμία δύναται να παραταθήεπι εν εισέτι έτος, εφ` όσον διαπιστωθή ότι δικαιούχοι δεν ηδυνήθησαν να υποβάλουν εμπροθέσμως σχετικήν αίτησιν.

2. Συνιστάται τριμελής Επιτροπή εις ήν παραπέμπονται αι υποβαλλόμεναι κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου αιτήσεις. Η Επιτροπή αποτελείται εξ ενός Συμβούλου της Επικρατείας ή Νομικού Συμβούλου του Κράτους ή Συμβούλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Προέδρου, ενός ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών και ενός ανωτέρου υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών ως μελών.
Χρέη Γραμματέως εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών ή του Γενικού Λογιστηρίου του ΚράτουςεπιβαθμώΤμηματάρχου ή εισηγητού. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματεύς της Επιτροπής, ως και οι αναπληρωταί αυτών, υποδεικνυόμενοι κατά τας κειμένας διατάξεις, ορίζονται δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών.

3. Η Επιτροπή βάσει των αποφάσεων του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, δια των οποίων αναγνωρίζονται υπο του Δικαστηρίου τούτου δικαιούχοι και επιδικάζεται εις αυτούς ποσόν αποζημιώσεως επιδικάζει εις τούτους ή τους νομίμους δικαιούχους αυτών ποσοστόν 80 % του ως άνω ποσού αποζημιώσεως ή ολόκληρον το ποσόν τούτο, άνευ συνυπολογισμού, των τυχόν επιδικασθέντων υπο του Δικαστηρίου τόκων και μετατρέπει το υπ` αυτής επιδικαζόμενον ποσόν εις δραχμάς, κατά τα δια του άρθρου τρίτου του παρόντος ειδικώτερων οριζόμενα.
Η Επιτροπή κρίνει τα αφορώντα την νομιμοποίησιν των αιτούντων θέματα βάσει των προσκομιζομένων εγγράφων, δυναμένη να λάβη υπ` όψιν, εν ελλείψει εγγράφων ή συμπληρωματικώς προς ταύτα, και ενόρκους καταθέσεις τρίτων ενώπιον της αρμοδίας Αρχής.

4. Αι αποφάσεις της Επιτροπής δέον να είναι πλήρως ητιολογημέναι, είναι δε οριστικαί μη υποκείμεναι εις αναθεώρησιν ή προσφυγήν δια της διοικητικής οδού. Αι αποφάσεις εκδίδονται, δημοσιεύονται και αποστέλλονται εν αντιγράφω προς επίδοσιν εις τους ενδιαφερομένους, το βραδύτερον εντός δύο μηνών απο της ημερομηνίας εκδικάσεως της αιτήσεως. Ερμηνεία, διορθώσεις ελλείψεων ή ανακρίβειών του διατακτικού ή γραφικών ή λογιστικών λαθών παρεισφρησάντων κατά την σύνταξιν των αποφάσεων γίνονται υπο της Επιτροπής κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Επι ακυρώσεως αποφάσεως της Επιτροπής υπο του Συμβουλίου της Επικρατείας αύτη επιλαμβάνεται της εκδικάσεως της υποθέσεως εντός μηνός απο της κοινοποιήσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας υπο του ενδιαφερομένου εις το ΓενικόνΛογιστήριον του Κράτους (Δ/νσιν 7ην) και τον Γραμματέα της Επιτροπής.

5. Κατά την διάρκειαν της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων ακυρώσεως των αποφάσεων της Επιτροπής ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, αναστέλλλεται η καταβολής της αποζημιώσεως εις τον δικαιούχον εκτός αν ούτος παραιτηθή ρητώς του ως άνω ενδίκου μέσου. Ωσαύτως αναστέλλεται η καταβολή της αποζημιώσεως εις ας περιπτώσεις ήθελενυποβληθή αίτησις ακυρώσεως εκ μέρους του δικαιούχου.

6. Η εκτέλεσις των αποφάσεων της Επιτροπής ανατίθεται εις τον Υπουργόν Οικονομικών όστις, μετά την κοινοποίησιν της αποφάσεως της Επιτροπής εις το ΓενικόνΛογιστήριον του Κράτους, εκδίδει εντολήν πληρωμής εις τους αναγνωρισθησομένους δικαιούχους.

Άρθρον έκτον

1. Παν θέμα αφορών την εκπλήρωσιν του έργου της δια του άρθρου πέμπτου του παρόντος προβλεπομένης Επιτροπής, ως και πάσα λεπτομέρεια αφορώσα την εκτέλεσιν του παρόντος νόμου, ρυθμίζονται δια κοινών αποφάσεων των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών, δημοσιευομένων δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως. Δι` αποφάσεων των αυτών Υπουργών δύνανται να προσλαμβάνωνται ως βηθητικώνπροσωπικόν της Επιτροπής, λόγω του κατεπείγοντος, δυο το πολύ υπάλληλοι επισχέσει ιδιωτικού δικαίου, η διάρκεια υπηρεσίας των οποίων είναι προσωρινή μη δυναμένη να παραταθή πέραν της λήξεως των εργασιών της Επιτροπής, ως και ν` αποσπάται παρ` αυτή εις υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών. Δι` ομοίων αποφάσεων δύναται να επιτρέπεται, δια τον χρόνον καθ` ον θα διαρκέσουν αι εργασίαι της Επιτροπής, η υπερωριακή απασχόλησις των επισχέσει ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων και του απεσπασμένου δημοσίου υπαλλήλου, μετά γνώμην της Επιτροπής, επιφυλασσομένης της εφαρμογής κατά τα λοιπά των διατάξεων των περιπτώσεων β` και γ` της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4548/1966.

2. Δύναται δι` αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών να συνιστάται παρά τω ΓενικώΛογιστήριω του Κράτους, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 5 του Ν.Δ. 4548/1966, συνεργείον υπερωριακής εργασίας εκ δύο το πολύ υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών δια της εκτέλεσιν των εκδιδομένων υπο της Επιτροπής του άρθρου πέμπτου του παρόντος αποφάσεων.

Άρθρον έβδομον
Οι δαπάνες που απαιτούνται για τη λειτουργία της επιτροπής, που προβλέπεται από το άρθρο πέμπτο του παρόντος, την αμοιβή των μελών, του γραμματέα και του βοηθητικού προσωπικού της, την αμοιβή για υπερωριακή εργασία του βοηθητικού προσωπικού και των υπαλλήλων του συνεργείου υπερωριακής εργασίας, την εκτέλεση των αποφάσεων, που εκδίδονται από την Επιτροπή και γενικά την εφαρμογή του παρόντος νόμου, καταβάλλονται από τους τόκους του λογαριασμού του Άρθρου δεύτερου του παρόντος και δεν μπορούν στο σύνολό τους να υπερβούν το δέκα έξι τα εκατό (16 %) των τόκων του κεφαλαίου των σαράντα δύο εκατομμυρίων τριακοσίων χιλιάδων (42.300.000) μάρκων. Οι δαπάνες αυτές καθορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ. 1 του άρθρου 47 του Ν. 1473/1984 (Α 127)

Άρθρον όγδοον

1. Η διαδικασία του άρθρου πέμπτου του παρόντος νόμου διεξάγεται ατελώς.

2. Πάσαι αι κατά τον παρόντα νόμον υποβαλλόμεναι αιτήσεις αποζημιώσεως, ως και τας εις απόδειξιν αυτών αναγκαία πιστοποιητικά, βεβαιώσεις, ένορκοι καταθέσεις, πληρεξούσια και λοιπά έγραφα απαλλάσσονται του τέλους χαρτοσήμου και παντός ετέρου υπέρ του Δημοσίου Ενσήμου, Προξενικών Τελών, ως και εισφορών και ενσήμων υπέρ παντός ταμείου κυρίας και επικουρικής ασφαλίσεως. Το ποσόν της αποζημιώσεως και αι αποδείξεις εξοφλήσεως παρά των δικαιούχων των καταβαλλομένων αποζημιώσεων απαλλάσσονται πάσης κρατήσεως, τελών χαρτοσήμου και παντός φόρου συμπεριλαμβανομένου του φόρου κληρονομίας ως και της εκ 30 % εισφοράς του Α.Ν. 1023/1946.

Άρθρον ένατον
Εις περίπτωσιν καθ` ην δικαιούχος βάσει αποφάσεως του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου Παρισίων απεβίωσε χωρίς καταλίπηκληρονόμους, το δικαίωμα αποζημιώσεως βάσει του παρόντος νόμου δεν περιέρχεται εις το Δημόσιον ή έτερα Νομικά πρόσωπα.

Άρθρον δέκατον

1. Η δικηγορική αμοιβή δια παρασχεθείσας υπηρεσίας επι υποθέσεων του παρόντος νόμου καθ` όλα τα στάδια απο της αναλήψεως των μέχρι της οριστικής επιδικάσεως της αποζημιώσεως υπο της Επιτροπής δεν δύναται να υπερβαίνηποσοστόν 7 % της τελικώς καταβαλλομένης εις έκαστον δικαιούχον αποζημιώσεως. Εν περιπτώσει χρησιμοποιήσεως πλειόνων δικηγόρων επιμερίζονται μεταξύ η ως άνω αμοιβή κατά λόγον της σπουδαιότητος των παρ` εκάστου παρασχειθεισών υπηρεσιών.

2. Συμφωνίαι δι` ων συνομολογείται αμοιβή μεγαλυτέρα της κατά την προηγουμένηνπαράγραφονεπιτρεπομένης είναι άκυροι ως προς το επι πλέον και ουδεμίαν επάγονται νομικήνσυνέπειαν.

Άρθρον ενδέκατον
Οι τόκοι του εν άρθρω 2 του παρόντος αναφερομένου κεφαλαίου, οίτινεςήθελον απομείνει μετά την καταβολήν των υπο του άρθρου 7 του παρόντος αναφερομένων δαπανών, προστίθενται εις το κεφάλαιον εκ του οποίου εγεννήθησαν και διατίθενται υπέρ των δια του παρόντος οριζομένων δικαιούχων.

Άρθρον δωδέκατον
1. Κυρούνται αι υπ` αριθ. ΦΔΓ1- 199/19.1968 και ΦΔΓ1- 406/ 8.6.1970 κοιναί αποφάσεις των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών ων τα κείμενα έπονται:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ
Αριθ. Πρωτ. ΦΔΓ 1-199 Περί διορισμού Νομικού Συμβούλου του Ελληνικού Δημοσίου προς υποστήριξιν προσφυγής ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Συμφωνίας Λονδίνου 1953.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντες υπ` όψει: α) το άρθρον 28 παράγρ. 1 και 2 της απο 27 Φεβρουαρίου 1953 Συμφωνίας του Λονδίνου περί των εξωτερικών γερμανικών χρεών, κυρωθείσης παρ` ημίν δια του Νόμου 2480/1956,
β) το άρθρον 13 παράγρ. 7 του Β.Δ. 6/1961 “περί Οργανισμού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους”,
γ) το υπ` αριθ. 2360 απο 16 Σεπτεμβρίου Πρακτικόν του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
αποφασίζομεν:
ΔιορίζομενΝομικόνΣύμβουλον του Ελληνικού Δημοσίου εν τη υποθέσει των απαιτήσεων ελλήνων υπηκόων εξ αποφάσεων του λειτουργήσαντος μετά τον Α` ΠαγκόσμιονΠόλεμον Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, δια την ικανοποίησιν των οποίων η Ελληνική Κυβέρνησιςήσκησεν ήδη προσφυγήν κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ενώπιον του υπο του άρθρου 28 παραγρ. 1 και 2 της Συμφωνίας του Λονδίνου περί των εξωτερικών γερμανικών χρεών προβλεπομένου Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, τον αλλοδαπόνδικηγόρον κ. H. Plewnia του εν Γερμανία δικηγορικού γραφείου Fr. Mathern, υπο τους κάτωθι όρους:
1) Ο ως άνω αλλοδαπός δικηγόρος έχει το δικαίωμα όπως, ιδίαιςδαπάναις, συνεργάζηται μετ` άλλων αλλοδαπών δικηγόρων και πραγματογνωμόνων ειδικών επι του διεθνούς και οικονομικού δικαίου προς τον σκοπόν της κατά τον καλλίτερον δυνατόν τρόπον εκπληρώσεως της ανατεθείσης αυτώ εντολής.
2) Ο αυτός ως άνω δικηγόρος, εκπροσωπών εν τη ουσία τα συμφέροντα των καθ` έκαστον βάσει των αποφάσεων του Μικτού Ελληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου δικαιούχων ιδιωτών, ουδεμίαν έχει αξίωσιν έναντι του Ελληνικού Δημοσίου δι` οιανδήποτε αμοιβήν ή οιασδήποτε φύσεως. Τοιαύτη αξίωσις, υπο τους όρους της παραγράφου 3 της παρούσης εντολής, υφίσταται μόνον έναντι των Ελλήνων δικαιούχων υπέρ ων επεδικάσθησαν αποζημιώσεις υπο του προμνησθέντοςΕλληνογερμανικού Δικαστηρίου.
3) Η καταβλητέα εις τον αλλοδαπόνδικηγόρον H. Plewnia του δικηγορικού γραφείου Fr. Mathern αμοιβή δι` υπηρεσίας και πάσης φύσεως έξοδα κατ` ουδεμίαν περίπτωσιν δύναται να υπερβαίνη το 10 % του ποσού το οποίον πραγματικώς θέλει εισπραχθή παρά του Ελληνικού Δημοσίου εν τη ασκήσει του δικαιώματος του παροχής διπλωματικής προστασίας δι` έκαστον δικαιούχον. Η αμοιβή αύτη είναι καταβλητέα μόνον εφόσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα καταβάλη το παρ` αυτής οφειλόμενον ποσόν. Την εν λόγω αμοιβήν έχει το δικαίωμα ο ως άνω αλλοδαπός δικηγόρος όπως αξιώση απ` ευθείας απο την ΓερμανικήνΚυβέρνησιν, της τελευταίας ταύτης δικαιουμένης όπως παρακρατήση τα ποσά της αναλογούσης αμοιβής απο τα εις τους δικαιούχους επιδικασθησόμενα ή κατόπιν συμβιβασμού καθορίσθησομένατοιαύτα και καταβάλη ταύτα απ` ευθείας εις το ανώτερω εν Γερμανία δικηγορικόνγραφείον.
4) Ο ανωτέρω αλλοδαπός δικηγόρος υποχρεούται όπως απο κοινού μετά των λοιπών δια την περί ης πρόκειται υπόθεσινδιορισθησόμενων συμβούλων του Ελληνικού Δημοσίου και του δια την υπόθεσιν ταύτην πράκτορος της Ελληνικής Κυβερνήσεως διατυπώση πάντα τα σχετικά αιτήματα της προσφυγής, ως και πάντα τα υποβλητέα εις το Δικαστήριον υπομνήματα και λοιπά έγγραφα κατά την εύορκον κρίσιν του και υπερασπίση κατά την προφορικήν ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίαν ή κατά τας συζητήσεις μετά της Ομοσπονδιακής Γερμανικής Κυβερνήσεως τα συμφέροντα των δικαιούχων ελλήνων υπηκόων εξ ονόματος του Ελληνικού Δημοσίου. Ο αυτός άνω δικηγόρος έχει το δικαίωμα όπως, εν συνεννοήσει μετά των ως άνω εκπροσώπων του Ελληνικού Δημοσίου, τροποποιή και συμπληρώνη τα ήδη υποβληθέντα εις το Δικαστήριον δικόγραφα.
5) Η παρούσα εντολή μετά των εν αυτή όρων και συμφωνιών ισχύει δια χρονικόν διάστημα δύο ετών απο της ημερομηνίας της εντολής, εκτός εαν εντός της προθεσμίας τάυτηςγίνηέναρξις διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Δυτικής Γερμανίας προς καθορισμόν των σχετικών αποζημιώσεων, ότε η παρούσα εντολή θα ισχύση μέχρι του τέλους των διαπραγματεύσεων τούτων.
Εν Αθήναις τη 19 Σεπτεμβρίου 1968.
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ
Αριθ. Πρωτ. ΦΔΓ 1-406
Περί τροποποιήσεως της υπ` αριθ. ΦΔΓ 1-199/19.9.1968 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εξωτερικών και Οικονομικών.
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Εχοντες υπ` όψει:
1) Την υπ` αριθ. ΦΔΓ 1-199/19.9.1968 κοινήναπόφασιν ημών περί διορισμού Νομικού Συμβούλου του Ελληνικού Δημοσίου προς υποστήρηξιν της ενώπιον του υπο του άρθρου 28 της Συμφωνίας Λονδίνου περί εξωτερικών γερμανικών χρεών προβλεπομένου Διοικητικού Δικαστηρίου ασκηθείσης προσφυγής της Ελλάδος κατά της Γερμανίας εν σχέσει προς τας απαιτήσεις Ελλήνων δικαιούχων βάσει αποφάσεων του ΕΛληνογερμανικού Διαιτητικού Δικαστηρίου και
2) την υπ` αριθ. 1730/22.5.1970 γνωμοδότησιν της Ολομελείας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
αποφασίζομεν:
Α. Οι υπ` αριθ. 3 και 5 όροι της ανωτέρω αναφερομένης υπ` αριθ. ΦΔΓ 1-199/19.9.1968 αποφάσεως ημών αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“3. Η καταβλητέα εις τον αλλοδαπόνδικηγόρον H. Plewnia αμοιβή δι` υπηρεσίας και πάσης φύσεως έξοδα ορίζεται εις 10 % του ποσού το οποίον πραγματικώς θέλει εισπραχθή παρά του Ελληνικού Δημοσίου εν τη ασκήσει του δικαιώματος του παροχής διπλωματικής προστασίας δι` έκαστον δικαιούχον. Η αμοιβή αύτη είναι καταβλητέα μόνον εφ` όσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα καταβάλη το παρ` αυτής οφειλόμενον ποσόν. Την εν λόγω αμοιβήν έχει το δικαίωμα ο ως άνω αλλοδαπός δικηγόρος όπως αξιώση απ` ευθείας απο την ΓερμανικήνΚυβέρνησιν, της τελευταίας ταύτης δικαιουμένης όπως παρακρατήση τα ποσά της αναλογούσης αμοιβής απο τα εις δικαιούχος επιδικασθέντα ή κατόπιν συμβιβασμού καθορισθησόμενα τοιαύτη και καταβάλη ταύτα απ` ευθείας εις τον άνω δικηγόρον H. Plewnia.
“5. Η παρούσα εντολή μετά των εν αυτή όρων και συμφωνιών ισχύει μέχρι 19 Σεπτεμβρίου 1972 εκτός εαν εντός της προθεσμίας ταύτης ήθελεν γίνει έναρξις διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Κυβερνήσεως της Δυτικής Γερμανίας προς καθορισμόν των αποζημιώσεων ότε η παρούσα εντολή θα ισχύση μέχρι τέλους των διαπραγματεύσεων τούτων και εισπράξεως της δια της παρούσης οριζομένης αμοιβής”.
Β. Οι λοιποί όροι της ρηθείσης αποφάσεως ημών παραμένουν οι αυτοί.
Εν Αθήναις τη 8 Ιουνίου 1970.
2. Η συμφωνειθείσα μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του Γερμανού Δικηγόρου HansJeorgPlewnia, βάσει των εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου αναφερομένων κοινών υπουργικών αποφάσεων αμοιβή προς διεκδίκησιν των διακανονιζομένων υπο της κυρουμένης υπηρεσίας και πάσης δι` υπηρεσίας και πάσης δι` υπηρεσίας και πάσης δι` υπηρεσίας και πάσης μένης δια του παρόντος Συμφωνίας απαιτήσεως Ελλήνων υπηκόων ενώπιοντου εν Koblenz Γερμανίας Διαιτητικού Δικαστηρίου, ανερχομένη εις 4.700.000 μάρκα, βαρύνει το καταβληθέν υπο της Ομοσπόνδου Γερμανικής Δημοκρατίας ποσόν των 47 εκατομμυρίων μάρκων. 3. Δικηγόροι οίτινες, βάσει συμφωνιών των μετά του Γερμανού Δικηγόρου HansJeorgPlewnia, δικαιούνται ποσοστού επι της ως άνω αμοιβής αυτού δεν δικαιούται προσθέτως και της κατά το άρθρονδέκατον του παρόντος αμοιβής.

Άρθρον δέκατον τρίτον
Η ισχύς του παρόντος άρχεται απο της δημοσιεύσεως του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 17 Δεκεμβρίου 1976

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ