ΝΟΜΟΣ 4947/2022

ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4947 ΦΕΚ Α 124/23.6.2022

Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123) και λοιπές επείγουσες διατάξεις.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ Α’: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕΣΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Άρθρο 1: Σκοπός

Άρθρο 2: Αντικείμενο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Άρθρο 3: Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους Τροποποίηση περ. η’ άρθρου 8 ΠΚ

Άρθρο 4: Έννοια όρων του Κώδικα Προσθήκη περ. η’ στο άρθρο 13 ΠΚ (περ. α’ και β’ άρθρου 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 5: Παραχάραξη νομίσματος και άλλων υλικών μέσων πληρωμής Τροποποίηση άρθρου 207 ΠΚ (περ. β’, γ’και δ’ άρθρου 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 6: Παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής Προσθήκη άρθρου 209 ΠΚ (περ. β’, γ’ και δ’ άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 7: Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής Προσθήκη άρθρου 210 ΠΚ (περ. α’ άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 8: Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής Προσθήκη άρθρου 210Α ΠΚ (περ. γ’ και δ’ άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 9: Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Προσθήκη άρθρου 210Β ΠΚ (παρ. 6 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 10: Προπαρασκευαστικές πράξεις Αντικατάσταση άρθρου 211 ΠΚ (άρθρο 7 και παρ. 5 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 11: Έμπρακτη μετάνοια Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 212 ΠΚ (παρ. 1 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 12: Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας Τροποποίηση άρθρου 377 ΠΚ

Άρθρο 13: Φθορά ψηφιακών δεδομένων Προσθήκη άρθρου 379 ΠΚ (άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 και άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2013/40)

Άρθρα 14: Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Προσθήκη άρθρου 379Α ΠΚ (παρ. 6 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 15: Γενική διάταξη Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 381 ΠΚ (άρθρο 5 και παρ. 2 και 3 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 16: Απάτη με υπολογιστή Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 386Α ΠΚ (άρθρα 3, 6 και παρ. 4 και 5 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 17: Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 394 ΠΚ (περ. γ’ και δ’ άρθρου 4 και παρ. 3 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 18: Διακεκριμένη περίπτωση στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Προσθήκη άρθρου 394Α ΠΚ (παρ. 6 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 19: Γενική διάταξη Τροποποίηση άρθρου 405 ΠΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 20: Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 254 ΚΠΔ (παρ. 1 άρθρου 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕΣΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21: Άρση απορρήτου επικοινωνιών Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 4 ν. 2225/1994 (παρ. 1 άρθρου 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 22: Ευθύνη νομικών προσώπων και οντοτήτων Κυρώσεις (άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 23: Παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα (παρ. 1 άρθρου 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 24: Δικαίωμα λήψης πληροφοριών των νομικών προσώπων (παρ. 3 άρθρου 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

Άρθρο 25: Παρακολούθηση και στατιστικές (άρθρο 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

ΜΕΡΟΣ Β’: ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’: ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΡΟΥΣ Β’ Άρθρο 26: Σκοπός Άρθρο 27: Αντικείμενο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/48 ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 22ΑΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013 ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ 2002/584/ ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 13ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ν. 3251/2004

Άρθρο 28: Θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές που διέπουν την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 1 ν. 3251/2004

Άρθρο 29: Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 10 ν. 3251/2004

Άρθρο 30: Απαγόρευση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση άρθρου 11 ν. 3251/2004

Άρθρο 31: Δυνατότητα μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Εξαιρέσεις -Tροποποίηση παρ. 1 άρθρου 12 ν. 3251/2004

Άρθρο 32: Εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 13 ν. 3251/2004

Άρθρο 33: Σύλληψη και δικαιώματα του εκζητουμένου Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 15 ν. 3251/2004

Άρθρο 34: Προθεσμίες και διαδικασία της απόφασης για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 21 ν. 3251/2004

Άρθρο 35: Όροι διαμεταγωγής μέσω του ελληνικού εδάφους Τροποποίηση άρθρου 30 ν. 3251/2004

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2017/541 ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 15ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2017, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟΥ 2002/475/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2005/671/ ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Άρθρο 36: Τρομοκρατικές πράξεις Τρομοκρατική οργάνωση Τροποποίηση παρ. 4 και 6 άρθρου 187Α ΠΚ

Άρθρο 37: Δημόσια υποκίνηση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος μέσω διαδικτύου Προσθήκη άρθρου 36Α ν. 4689/2020

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’: ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΖΩΗΣ

Άρθρο 38: Εκδικητική πορνογραφία Προσθήκη άρθρου 346 ΠΚ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’: ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 39: Έγκληση του παθόντος Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 51 ΚΠΔ

Άρθρο 40: Λιπομαρτυρία στην ανάκριση ή στο ακροατήριο Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 231 ΚΠΔ

Άρθρο 41: Αναβολή της δίκης Τροποποίηση άρθρου 349 ΚΠΔ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’: ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΤΗΣ

Άρθρο 42: Μεταγλώττιση και θέση σε ενιαίο κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και των Πρωτοκόλλων της

ΜΕΡΟΣ Γ’: ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ Άρθρο 43: Δικαστήρια Ανηλίκων Τροποποίηση παρ. 1

και 2 άρθρου 6 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας Άρθρο 44: Άσκηση πειθαρχικής δίωξης Τροποποίηση

παρ. 1 άρθρου 117 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Άρθρο 45: Επείγουσες ρυθμίσεις για τη λειτουργία των δικαστηρίων Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 56 ν. 4871/2021

Άρθρο 46: Παράταση ισχύος της παρ. 6 του άρθρου 998 ΚΠολΔ Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 20 ν. 4912/2022

Άρθρο 47: Αρχή Προσφυγών Τροποποίηση άρθρου 5 ν. 4375/2016

Άρθρο 48: Παράταση αναστολής μέτρων διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κινητής και της ακίνητης περιουσίας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε» Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 126 ν. 4446/2016

Άρθρο 49: Παράταση χορήγησης αποδεικτικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας και Πιστοποιητικών Φόρου Ακίνητης Περιουσίας και Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» Τροποποίηση άρθρου 125 ν. 4446/2016

Άρθρο 50: Προσωρινή μεταφορά έδρας προξενικής Αρχής λόγω ένοπλης σύρραξης ή φυσικών καταστροφών Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 308 ν. 4781/2021

ΜΕΡΟΣ Δ’: ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ Άρθρο 51: Έναρξη ισχύος

ΜΕΡΟΣ Α’
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕΣΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΤΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ

Άρθρο 1
Σκοπός
Σκοπός του Μέρους Α’ είναι η αντιμετώπιση της απάτης, της πλαστογραφίας, της παραχάραξης και άλλων αξιόποινων πράξεων, που αφορούν στα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, προκειμένου να αναπτύσσεται ανεμπόδιστα η ψηφιακή οικονομία και να διευκολυνθεί η διάδοση της καινοτομίας στον τομέα των τεχνολογιών ή ψηφιακών πληρωμών.

Άρθρο 2
Αντικείμενο (άρθρο 1 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Αντικείμενο του Μέρους Α’ είναι η θέσπιση κανόνων σχετικά με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών, την πρόληψη των αδικημάτων αυτών και την παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα, καθώς και η πρόβλεψη δυνατότητας επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα και οντότητες για τα αδικήματα που διεπράχθησαν προς όφελός τους από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας, η αναγνώριση του δικαιώματος των νομικών προσώπων για λήψη πληροφοριών από την πρώτη τους επαφή με τις αστυνομικές ή άλλες αρμόδιες αρχές και η ρύθμιση των ζητημάτων που σχετίζονται με την παρακολούθηση και λήψη στατιστικών στοιχείων από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Άρθρο 3
Εγκλήματα στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους Τροποποίηση περ. η’ άρθρου 8 ΠΚ
Στην περ. η’ του άρθρου 8 του Ποινικού Κώδικα [ν. 4619/2019, (Α’ 95), ΠΚ], περί των εγκλημάτων στην αλλοδαπή που τιμωρούνται πάντοτε κατά τους ελληνικούς νόμους, μετά τις λέξεις «το νόμισμα» προστίθενται οι λέξεις «και τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών» και η περ. η’ του άρθρου 8 διαμορφώνεται ως εξής:

«η) εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα και τα μέσα πληρωμής πλην των μετρητών.»

Άρθρο 4
Έννοια όρων του Κώδικα Προσθήκη περ. η’ στο άρθρο 13 ΠΚ (περ. α’ και β’ άρθρου 2 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στο άρθρο 13 ΠΚ προστίθεται περ. η) ως εξής: «η) Μέσο πληρωμής πλην των μετρητών είναι άυλος ή υλικός προστατευμένος μηχανισμός, αντικείμενο ή αρχείο ή συνδυασμός τους, εκτός από το νόμιμο νόμισμα, ο οποίος επιτρέπει, μόνος του ή σε συνδυασμό με διαδικασία ή σειρά διαδικασιών, στον κάτοχο ή στον χρήστη του να μεταφέρει χρήματα ή νομισματική αξία, μεταξύ άλλων, μέσω ψηφιακών μέσων συναλλαγής. Ως «προστατευμένος μηχανισμός, αντικείμενο ή αρχείο» νοείται μηχανισμός, αντικείμενο ή αρχείο που προστατεύεται από την απομίμηση ή δόλια χρήση, για παράδειγμα μέσω σχεδιασμού, κωδικοποίησης ή υπογραφής.»

Άρθρο 5
Παραχάραξη νομίσματος και άλλων υλικών μέσων πληρωμής Τροποποίηση άρθρου 207 ΠΚ (περ. β’, γ’και δ’ άρθρου 4 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στο άρθρο 207 ΠΚ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στον τίτλο μετά από τη λέξη «άλλων» προστίθεται η λέξη «υλικών», β) η παρ. 2 τροποποιείται ως προς τα προβλεπόμενα μέσα πληρωμής, γ) προστίθεται νέα παρ. 2Α, δ) η παρ. 3 τροποποιείται με την προσθήκη ποινής για τις πράξεις της παρ. 2Α και το άρθρο 207 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 207 Παραχάραξη νομίσματος και άλλων υλικών μέσων πληρωμής

1. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, ή κατέχει πλαστό νόμισμα με τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και όποιος, με τον ίδιο σκοπό, παραποιεί ή νοθεύει κάθε άλλο υλικό μέσο πληρωμής, εκτός από το νόμισμα, όπως πιστωτικές κάρτες, χρεωστικές κάρτες και λοιπές κάρτες που εκδίδονται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ταξιδιωτικές επιταγές, λοιπές επιταγές και συναλλαγματικές.

2Α. Με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, με τον ίδιο σκοπό, προμηθεύεται ή κατέχει το παραποιημένο ή νοθευμένο υλικό μέσο της παρ. 2.

3. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις μικρού αριθμού πλαστών ή μικρής φερόμενης αξίας τους, οι πράξεις των παρ. 1 και 2 τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και οι πράξεις της παρ. 2Α με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος.»

Άρθρο 6
Παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής Προσθήκη άρθρου 209 ΠΚ (περ. β’, γ’ και δ’ άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 209 ως εξής:

«Άρθρο 209 Παραποίηση και νόθευση άυλων μέσων πληρωμής

1. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει άυλο μέσο πληρωμής με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία ως γνήσιο, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.

2. Με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, με τον ίδιο σκοπό, προμηθεύεται, κατέχει ή διαθέτει το παραποιημένο ή νοθευμένο άυλο μέσο πληρωμής της παρ. 1.

3. Σε ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις μικρής αξίας άυλων μέσων πληρωμής, οι πράξεις της παρ. 1 τιμωρούνται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και οι πράξεις της παρ. 2 τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως ένα (1) έτος.»

Άρθρο 7
Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής Προσθήκη άρθρου 210 ΠΚ (περ. α’ άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 210 ως εξής:

«Άρθρο 210 Παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής

Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος αποκτά παρανόμως, ιδίως μέσω παράνομης πρόσβασης σε συστήματα πληροφοριών, παράνομης παρεμβολής σε σύστημα, παράνομης παρεμβολής σε δεδομένα και παράνομης υποκλοπής, άυλα μέσα πληρωμής.»

Άρθρο 8
Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής Προσθήκη άρθρου 210Α ΠΚ (περ. γ’ και δ’ άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 210Α ως εξής:

«Άρθρο 210A Αποδοχή και διάθεση παρανόμως αποκτηθέντων άυλων μέσων πληρωμής

Όποιος προμηθεύεται, κατέχει ή διαθέτει παρανόμως αποκτηθέντα άυλα μέσα πληρωμής τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή.»

Άρθρο 9
Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Προσθήκη άρθρου 210Β ΠΚ (παρ. 6 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 210Β ως εξής:

«Άρθρο 210Β Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης

1. Η τέλεση των κακουργημάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 207, του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 208 και της παρ. 1 του άρθρου 209 στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης συνιστά επιβαρυντική περίσταση.

2. Τα πλημμελήματα της παρ. 2 του άρθρου 209, των άρθρων 210 και 210Α, όταν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.»

Άρθρο 10
Προπαρασκευαστικές πράξεις Αντικατάσταση άρθρου 211 ΠΚ (άρθρο 7 και παρ. 5 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Το άρθρο 211 ΠΚ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 211 Προπαρασκευαστικές πράξεις

Όποιος, προετοιμάζοντας τη διάπραξη κάποιου από τα εγκλήματα των άρθρων 207, 208, 208Α, 208Β, της παρ. 1 του άρθρου 209 και του άρθρου 210, κατασκευάζει, κατέχει ή διαθέτει εργαλείο, αντικείμενο, μηχανισμό ή ψηφιακά δεδομένα ή άλλα μέσα πρωτίστως σχεδιασμένα ή ειδικά προσαρμοσμένα για τον σκοπό αυτόν, καθώς και ολογραφήματα ή λοιπά συστατικά στοιχεία του νομίσματος ή μέσων πληρωμής πλην των μετρητών, τα οποία χρησιμεύουν για την προστασία από την παραχάραξη του νομίσματος ή την παραποίηση και τη νόθευση των μέσων πληρωμής πλην των μετρητών, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή.»

Άρθρο 11
Έμπρακτη μετάνοια Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 212 ΠΚ (παρ. 1 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Η παρ. 1 του άρθρου 212 ΠΚ τροποποιείται με την προσθήκη αναφοράς στο άρθρο 209 και το άρθρο 212 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 212 Έμπρακτη μετάνοια

1. Το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 207, 208, 208Α, 208Β και 209 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του και πριν από κάθε κυκλοφορία ακυρώσει ή καταστρέψει τα πλαστά ή καθ’ υπέρβαση κατασκευασθέντα πριν εξεταστεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρμόδιες αρχές.

2. Εξαλείφεται επίσης το αξιόποινο των πράξεων του άρθρου 211 αν ο υπαίτιος καταστρέψει με τη θέλησή του τα αντικείμενα που αναφέρονται σε αυτό πριν τα χρησιμοποιήσει.»

Άρθρο 12
Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας Τροποποίηση άρθρου 377 ΠΚ
Στο άρθρο 377 ΠΚ προστίθεται τρίτο εδάφιο και το άρθρο 377 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 377 Κλοπή και υπεξαίρεση μικρής αξίας

Αν τα εγκλήματα των άρθρων 372 και 375 παρ. 1 έχουν αντικείμενο πράγμα μικρής αξίας, επιβάλλεται χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. Αν, όμως, η πράξη τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Το πρώτο εδάφιο δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση κλοπής ή υπεξαίρεσης που έχει ως αντικείμενο υλικό μέσο πληρωμής πλην των μετρητών.»

Άρθρο 13
Φθορά ψηφιακών δεδομένων Προσθήκη άρθρου 379 ΠΚ (άρθρα 5 και 6 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 και άρθρα 5 και 7 της Οδηγίας (ΕΕ) 2013/40)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 379 ως εξής:

«Άρθρο 379 Φθορά ψηφιακών δεδομένων

1. Όποιος, χωρίς δικαίωμα, διαγράφει, καταστρέφει, αλλοιώνει ή αποκρύπτει ψηφιακά δεδομένα ενός συστήματος πληροφοριών, καθιστά ανέφικτη τη χρήση τους ή με οποιονδήποτε τρόπο αποκλείει την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας.

2. Η πράξη της παρ. 1 τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή, αν επλήγη μεγάλος αριθμός πληροφοριακών συστημάτων και η πράξη τελέστηκε με τη χρήση εργαλείου που έχει σχεδιαστεί κατά κύριο λόγο για τον σκοπό αυτόν, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή, αν προκάλεσε σοβαρές ζημίες και ιδίως μεγάλης έκτασης ή για μεγάλο χρονικό διάστημα διατάραξη των υπηρεσιών των συστημάτων πληροφοριών, οικονομική ζημία ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή σημαντική απώλεια δεδομένων, ή αν τελέστηκε κατά πληροφοριακών συστημάτων που αποτελούν μέρος υποδομής για την προμήθεια του πληθυσμού με ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες. Ως ζωτικής σημασίας αγαθά ή υπηρεσίες νοούνται ιδίως η εθνική άμυνα, η υγεία, οι συγκοινωνίες, οι μεταφορές και η ενέργεια.

3. Με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος χωρίς δικαίωμα και με σκοπό τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1 κατασκευάζει, κατέχει, εισάγει ή διαθέτει: α) συσκευές ή πληροφοριακά συστήματα, πρωτίστως σχεδιασμένα ή ειδικά προσαρμοσμένα για τον σκοπό της διάπραξης του εγκλήματος της παρ. 1 ή β) συνθηματικά ή κωδικούς πρόσβασης ή άλλα παρεμφερή δεδομένα με τη χρήση των οποίων είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός πληροφοριακού συστήματος. Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος καταστρέφει με δική του θέληση τις παραπάνω συσκευές ή προγράμματα υπολογιστή ή δεδομένα πριν τα χρησιμοποιήσει για τη διάπραξη του εγκλήματος του προηγούμενου εδαφίου.»

Άρθρο 14
Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Προσθήκη άρθρου 379Α ΠΚ (παρ. 6 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 379Α ως εξής:

«Άρθρο 379Α Διακεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης

Τα πλημμελήματα της παρ. 1 του άρθρου 372 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 375 που αφορούν σε υλικά μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, καθώς και των παρ. 1 και 2 του άρθρου 379, όταν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.»

Άρθρο 15
Γενική διάταξη Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 381 ΠΚ (άρθρο 5 και παρ. 2 και 3 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 381 ΠΚ τροποποιείται με την προσθήκη αναφοράς στο άρθρο 379 παρ. 1 και η παρ. 1 του άρθρου 381 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2, 377, 378 παρ. 1 εδάφιο β’ και 379 παρ. 1 απαιτείται έγκληση. Στην περίπτωση του εδάφιο α’ της παρ. 1 του άρθρου 378 η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως, ο εισαγγελέας, όμως, με διάταξή του απέχει από την ποινική δίωξη αν ο παθών δηλώσει ότι δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του δράστη. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την άσκηση ποινικής δίωξης, το δικαστήριο παύει οριστικά αυτήν.»

Άρθρο 16
Απάτη με υπολογιστή Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 386Α ΠΚ (άρθρα 3, 6 και παρ. 4 και 5 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στο άρθρο 386Α ΠΚ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην περ. β’ της παρ. 1 και στην παρ. 2 η αναφορά σε πρόγραμμα ή σύστημα υπολογιστή και στη λειτουργία αυτού αντικαθίσταται από την αναφορά στο πληροφοριακό σύστημα, β) στην παρ. 1: βα) στις περ. γ’ και δ’ η αναφορά σε δεδομένα υπολογιστή εξειδικεύεται ως αναφορά σε ψηφιακά δεδομένα, ββ) στην περ. δ’ προστίθεται η αναφορά στη μετάδοση ψηφιακών δεδομένων, βγ) στην περ. ε’ προστίθεται η αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση νομισματικής αξίας και το άρθρο 386Α ΠΚ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 386Α Απάτη με υπολογιστή

1. Όποιος, με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, επηρεάζοντας το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας επεξεργασίας δεδομένων υπολογιστή:

α) με τη μη ορθή διαμόρφωση προγράμματος υπολογιστή,

β) με τη χωρίς δικαίωμα παρέμβαση σε πληροφοριακό σύστημα,

γ) με τη χρησιμοποίηση μη ορθών ή ελλιπών ψηφιακών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας,

δ) με τη χωρίς δικαίωμα εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή, μετάδοση ή εξάλειψη ορθών ψηφιακών δεδομένων υπολογιστή, ιδίως ψηφιακών δεδομένων αναγνώρισης της ταυτότητας, ή

ε) με τη χωρίς δικαίωμα αξιοποίηση λογισμικού προορισμένου για τη μετακίνηση χρημάτων ή νομισματικής αξίας τιμωρείται με φυλάκιση, και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή.

Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.

2. Όποιος κατασκευάζει, διαθέτει ή κατέχει πρόγραμμα ή πληροφοριακό σύστημα που προορίζεται για τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1 τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο (2) έτη και χρηματική ποινή. Απαλλάσσεται από κάθε ποινή όποιος καταστρέφει με δική του θέληση το παραπάνω πρόγραμμα ή πληροφοριακό σύστημα πριν το χρησιμοποιήσει για τη διάπραξη του εγκλήματος της παρ. 1.

3. Αν η απάτη με υπολογιστή στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι (20) έτη.»

Άρθρο 17
Αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 394 ΠΚ (περ. γ’ και δ’ άρθρου 4 και παρ. 3 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στο άρθρο 394 ΠΚ προστίθεται παρ. 4 ως εξής: «4. Όποιος κατέχει κλεμμένο ή παρανόμως ιδιοποιημένο υλικό μέσο πληρωμής πλην των μετρητών, καθώς και όποιος προμηθεύεται ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ιδιοποιείται κλεμμένο υλικό μέσο πληρωμής πλην των μετρητών, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή.»

Άρθρο 18
Διακεκριμένη περίπτωση στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης Προσθήκη άρθρου 394Α ΠΚ (παρ. 6 άρθρου 9 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 394Α ως εξής:

«Άρθρο 394Α Διακεκριμένη περίπτωση στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης

Τα πλημμελήματα των περ. α’ έως ε’ της παρ. 1 του άρθρου 386Α που αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, καθώς και της παρ. 4 του άρθρου 394, όταν τελούνται στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή.»

Άρθρο 19
Γενική διάταξη Τροποποίηση άρθρου 405 ΠΚ
Στο άρθρο 405 ΠΚ, α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 διαγράφεται η αναφορά στην παρ. 2 του άρθρου 386Α και β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 οι λέξεις «στα άρθρα 386, 386Α, 386Β, 387, 389, 390, 394, 397 και 404» αντικαθίστανται από τις λέξεις «στο άρθρο 386, στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 386Α και στα άρθρα 386Β, 387, 389, 390, 394, 397 και 404» και το άρθρο 405 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 405 Γενική διάταξη

1. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 386, στην παρ. 1 του άρθρου 386Α, στα άρθρα 387 και 389, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390 και στα άρθρα 397 και 404 απαιτείται έγκληση. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παρ. 1 εδάφιο β’ αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα απαιτείται έγκληση. Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 394, απαιτείται έγκληση, αν το πράγμα προήλθε από πράξη, η οποία διώκεται κατ’ έγκληση.

2. Το αξιόποινο των εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο 386, στις παρ. 1 και 3 του άρθρου 386Α και στα άρθρα 386Β, 387, 389, 390, 394, 397 και 404 εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν από την πρώτη εξέτασή του ως υπόπτου ή κατηγορουμένου ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα χωρίς παράνομη βλάβη τρίτου. Η μερική μόνο ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.

3. Εάν ο υπαίτιος των εγκλημάτων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του στο ακροατήριο ικανοποιήσει εντελώς τον ζημιωθέντα, καταβάλλοντας αποδεδειγμένα το κεφάλαιο και τους τόκους υπερημερίας, από την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και για τα πλημμελήματα που προβλέπονται στα ίδια άρθρα μέχρι το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 20
Ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 254 ΚΠΔ (παρ. 1 άρθρου 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στην παρ. 1 του άρθρου 254 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [ν. 4620/2019 (Α’ 96), ΚΠΔ] επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο εισαγωγικό εδάφιο προστίθεται η αναφορά στην παρ. 1 του άρθρου 209 και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, β) στις περ. β’ και δ’ επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και το άρθρο 254 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Ειδικά για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 187, του άρθρου 187Α, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 207, του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 208, του άρθρου 208Α εκτός από τις ιδιαίτερα ελαφρές περιπτώσεις, της παρ. 1 του άρθρου 209, των άρθρων 323Α, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 σε βάρος ανηλίκου, των παρ. 1 και 3 του άρθρου 339, της παρ. 1 του άρθρου 342, των άρθρων 348Α, 348Β, 348Γ και 351Α του Ποινικού Κώδικα η έρευνα μπορεί να συμπεριλάβει και τη διενέργεια:

α) συγκαλυμμένης έρευνας, κατά την οποία ο ανακριτικός υπάλληλος ή ο ιδιώτης που ενεργεί υπό τις οδηγίες του, προσφέρεται να διευκολύνει την τέλεση κάποιου από τα εγκλήματα της παρ. 1, την οποία ο δράστης του εν λόγω εγκλήματος είχε προαποφασίσει. Η διενέργεια της συγκαλυμμένης έρευνας γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ή του ιδιώτη, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου,

β) ανακριτικής διείσδυσης, κατά την οποία ανακριτικός υπάλληλος με συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας αναλαμβάνει διεκπεραιωτικά καθήκοντα σε εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση με σκοπό την εξιχνίαση της δομής της, την αποκάλυψη των μελών της, καθώς και τη διακρίβωση των εγκλημάτων της παρ. 1, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει. Τα ίδια καθήκοντα μπορεί να αναλάβει και ιδιώτης υπό τους όρους των παρ. 2 έως 6 και εφόσον κατά τα λοιπά για τη δράση του είναι ενήμερος ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών. Ο ενεργών την ανακριτική διείσδυση μπορεί να φέρει συγκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας και φορολογικά ή άλλα στοιχεία και να συναλλάσσεται με αυτά για τις ανάγκες της έρευνας που διεξάγει. Οι λεπτομέρειες και η διαδικασία έκδοσης των εν λόγω στοιχείων συγκάλυψης ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Η διενέργεια της ανακριτικής διείσδυσης γίνεται υπό την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, για δε τις ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη συντάσσεται αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153. Αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν με ενέργειες του συγκαλυμμένα δρώντος ανακριτικού υπαλλήλου ή του ιδιώτη, οι οποίες δεν μνημονεύονται αναλυτικά στην έκθεση, δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταδίκη του κατηγορουμένου,

γ) ελεγχόμενων μεταφορών, όπως οι μεταφορές αυτές προβλέπονται στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 (Α’ 88),

δ) άρσης του απορρήτου του περιεχομένου των επικοινωνιών ή των δεδομένων θέσης και κίνησης αυτών, με την τήρηση των εγγυήσεων και τις διαδικασίες των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 (Α’ 121),

ε) καταγραφής της δραστηριότητας ή άλλων γεγονότων εκτός κατοικίας με συσκευές ήχου ή εικόνας ή με άλλα ειδικά τεχνικά μέσα,

στ) συσχέτισης ή συνδυασμού δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΣΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΜΕΣΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΠΛΗΝ ΤΩΝ ΜΕΤΡΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΑΦΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 21
Άρση απορρήτου επικοινωνιών Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 4 ν. 2225/1994 (παρ. 1 άρθρου 13 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στο άρθρο 4 του ν. 2225/1994 (Α’ 121), τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 ως προς τα λοιπά εγκλήματα για τα οποία είναι επιτρεπτή η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωσή τους και το άρθρο 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 4 Άρση του απορρήτου για διακρίβωση εγκλημάτων

1. Η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από:

α) τα άρθρα 134, 135 παρ. 1, 2, 135Α, 137Α, 137Β, 138, 139, 140, 143, 144, 146, 148 παρ. 2, 150, 151, 157 παρ. 1, 159, 159Α, 168 παρ. 1, 187 παρ. 1, 2, 187Α παρ. 1 και 4, 207, 208 παρ. 1, 235 παρ. 2, 236 παρ. 2, 237 παρ. 2 και 3β’, 264 περ. β’ και γ’, 265, 270, 272, 275 περ. β’, 291 παρ. 1 περ. β’ και γ’, 292Α παρ. 4 εδ. β’ και παρ. 5, 299, 310 παρ. 2 εδ. β’, 322, 323A παρ. 1, 2, 4, 5 και 6, 324 παρ. 2 και 3, 336 σε βάρος ανηλίκου, 338 παρ. 1 σε βάρος ανηλίκου, 339 παρ. 1 περ. α’ και β’, 342 παρ. 1 και 2, 348Α παρ. 4, 348Γ παρ. 1 περ. α’ και β’, 349 παρ. 1 και 2, 351 παρ. 1, 2, 4 και 5, 351Α παρ. 1 περ. α’ και β’ και 3, 370Α, 370Δ, 374, 380, 385 παρ. 1 περ. α’ και β’ του Ποινικού Κώδικα,

β) τα άρθρα 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 28, 29, 30, 46, 47, 59, 140 και 144 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα,

γ) το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 2168/1993,

δ) τα άρθρα 20, 22 και 23 του ν. 4139/2013,

ε) το άρθρο 157 παρ. 1γ του ν. 2960/2001,

στ) το άρθρο 3 περ. ιε’ του ν. 3691/2008, σε συνδυασμό με το άρθρο δεύτερο του ν. 2656/1998,

ζ) το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 2803/2000,

η) το άρθρο 45 παρ. 1 περ. α’, β’ και γ’ του ν. 3691/2008,

θ) το άρθρο 28 του ν. 1650/1986. Επίσης, επιτρέπεται η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των εγκλημάτων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 209 και των άρθρων 210, 210Α, 211 του Ποινικού Κώδικα, της παρ. 2 του άρθρου 265, καθώς επίσης και για τα εγκλήματα των παρ. 1, 2, 3, 4 εδάφιο α’ και 6 του άρθρου 292Α, του άρθρου 292Β, του άρθρου 292Γ, της παρ. 3 του άρθρου 339, της παρ. 2 του άρθρου 342, του άρθρου 346, του άρθρου 348, των παρ. 1, 2 και 5 του άρθρου 348Α, του άρθρου 348Β, της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 348Γ και της περ. γ’ της παρ. 1 του άρθρου 351Α, των άρθρων 370Γ και 370Ε, του άρθρου 372, του άρθρου 379, του άρθρου 386 και του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα.

Επιπλέον, η άρση του απορρήτου είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των εγκλημάτων που προβλέπονται από το άρθρο 11 του ν. 3917/2011, το άρθρο 15 του ν. 3471/2006 και το άρθρο 10 του ν. 3115/2003.

1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (Α’ 112).

1β. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τον ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Α’ 153), όπως ο νόμος αυτός εκάστοτε ισχύει.

1γ. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων του άρθρου 93α του ν. 4099/2012 (Α’ 250).

1δ. Επιτρέπεται, επίσης, η άρση του απορρήτου για τη διακρίβωση της προσβολής που τελείται στο διαδίκτυο σε βαθμό κακουργήματος δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων που προβλέπονται στον ν. 2121/1993 (Α’ 25).

2. Η άρση στις περιπτώσεις αυτές είναι επιτρεπτή μόνο αν αιτιολογημένα το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο διαπιστώσει ότι η διερεύνηση της υπόθεσης ή η εξακρίβωση του τόπου διαμονής του κατηγορουμένου είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς αυτήν.

3. Η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του.

4. Η άρση του απορρήτου στις περιπτώσεις του παρόντος άρθρου επιβάλλεται με διάταξη του Συμβουλίου Εφετών ή Πλημμελειοδικών στην καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η διακρίβωση του συγκεκριμένου εγκλήματος με το οποίο σχετίζεται η άρση.

5. Την αίτηση για την άρση υποβάλλει στο Συμβούλιο ο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος εποπτεύει ή ενεργεί προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής, ο οποίος ενεργεί τακτική ανάκριση για τα πιο πάνω εγκλήματα. Το Συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου, με διάταξή του, στην οποία περιέχονται τα κατά την παρ. 2 του άρθρου 5 στοιχεία.

Στις περιπτώσεις των παρ. 1α και 1γ την άρση μπορεί να ζητήσει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την υποβάλλουν στο Συμβούλιο Εφετών.

6. Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις την άρση μπορεί να διατάξει ο εισαγγελέας που ενεργεί την προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση και ο ανακριτής που ενεργεί την τακτική ανάκριση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο εισαγγελέας ή ο ανακριτής υποχρεούνται να εισαγάγουν το ζήτημα με σχετική αίτηση τους στο Συμβούλιο μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών. Η ισχύς της διάταξης του Εισαγγελέα ή του ανακριτή για την άρση παύει αυτοδικαίως με τη λήξη της τριήμερης αυτής προθεσμίας ή, αν το ζήτημα εισαχθεί εμπροθέσμως, από την έκδοση της σχετικής διάταξης του Συμβουλίου.

7. Στις περιπτώσεις εγκλημάτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων την άρση του απορρήτου επιβάλλει, με απόφασή του, το δικαστικό συμβούλιο του καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιου στρατιωτικού δικαστηρίου μετά από αίτηση του ασκούντος την ποινική δίωξη ή του ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση.»

Άρθρο 22
Ευθύνη νομικών προσώπων και οντοτήτων Κυρώσεις (άρθρα 10 και 11 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

1. Αν κάποια από τις πράξεις του άρθρου 207, της παρ. 1 του άρθρου 208, των άρθρων 209, 210, 210Α, 211, της παρ. 4 του άρθρου 394, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 372, της παρ. 1 του άρθρου 375, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 386Α του Ποινικού Κώδικα που αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών τελέστηκε, προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων, από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων και έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή στην ένωση προσώπων, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης,

β) διοικητικό πρόστιμο από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ,

γ) αναστολή της άδειας λειτουργίας τους για χρονικό διάστημα από έναν (1) μήνα έως δύο (2) έτη ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας για το ίδιο χρονικό διάστημα,

δ) αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα για το ίδιο διάστημα.

Σε περίπτωση υποτροπής οι κυρώσεις των περ. γ’ και δ’ μπορεί να έχουν οριστικό χαρακτήρα και εφόσον πρόκειται περί νομικών προσώπων ή ενώσεων προσώπων για τα οποία προκύπτει κερδοσκοπικός χαρακτήρας, η υποτροπή μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διάλυσή τους, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρ. 1, κατέστησε δυνατή την τέλεση από πρόσωπο που τελεί υπό την εξουσία του κάποιας από τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στην ίδια ως άνω παράγραφο, προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή ένωσης προσώπων, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:

α) σύσταση για συμμόρφωση μέσα στα χρονικά όρια τασσόμενης προθεσμίας με προειδοποίηση επιβολής προστίμου σε περίπτωση παράλειψης συμμόρφωσης,

β) διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ,

γ) οι κυρώσεις των περ. γ’ και δ’ της παρ. 1 για χρονικό διάστημα από δέκα (10) ημέρες έως έξι (6) μήνες.

3. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη, ιδίως, η βαρύτητα της παράβασης, ο βαθμός της υπαιτιότητας, η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων και η τυχόν υποτροπή τους.

4. Η εφαρμογή του παρόντος είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών προσώπων. Καμία κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νόμιμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45).

5. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του παραπεμφθέντος για τα ποινικά αδικήματα της παρ. 1, οι κατά τα ανωτέρω αποφάσεις επιβολής διοικητικών κυρώσεων ανακαλούνται.

6. Οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια κατά περίπτωση για την επιβολή των κυρώσεων αρχή για την άσκηση ποινικής δίωξης επί υποθέσεων στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου ή οντότητας, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 και τους αποστέλλουν αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας. Σε περίπτωση καταδίκης φυσικού προσώπου για τις αξιόποινες πράξεις των παρ. 1 και 2, το δικαστήριο μπορεί αντίστοιχα να διατάξει την αποστολή αντιγράφου της καταδικαστικής απόφασης και της σχετικής δικογραφίας στην αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή.

Άρθρο 23
Παροχή συνδρομής και στήριξης στα θύματα (παρ. 1 άρθρου 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Στα φυσικά και νομικά πρόσωπα που είναι θύματα των αδικημάτων του άρθρου 207, της παρ. 1 του άρθρου 208, των άρθρων 209, 210, 210Α, της παρ. 4 του άρθρου 394 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 372, της παρ. 1 του άρθρου 375, της παρ. 1 του άρθρου 386Α του ΠΚ που αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις τα εγκλήματα αυτά διαπράττονται με υφαρπαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα παρέχεται, από την πρώτη τους επαφή με την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, κατάλογος ειδικευμένων οργανώσεων, υπηρεσιών ή δομών που ασχολούνται με διάφορες πτυχές του συνδεόμενου με την υποκλοπή ταυτότητας εγκλήματος και τη στήριξη θυμάτων.

Άρθρο 24
Δικαίωμα λήψης πληροφοριών των νομικών προσώπων (παρ. 3 άρθρου 16 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)

1. Στα νομικά πρόσωπα που είναι θύματα των αδικημάτων του άρθρου 207, της παρ. 1 του άρθρου 208, των άρθρων 209, 210, 210Α, της παρ. 4 του άρθρου 394 ΠΚ, καθώς και της παρ. 1 του άρθρου 372, της παρ. 1 του άρθρου 375, της παρ. 1 του άρθρου 386Α του ΠΚ που αφορούν σε μέσα πληρωμής πλην των μετρητών, από την πρώτη τους επαφή με την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, παρέχονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, με κάθε δυνατό κάθε φορά μέσο οι ακόλουθες πληροφορίες:

α) για τους όρους και τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της υποβολής έγκλησης και του δικαιώματος υποβολής δήλωσης παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας,

β) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις παροχής μέτρων προστασίας,

γ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις διεκδίκησης αποζημίωσης και μέσω του συνηγόρου τους,

δ) για τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις λήψης πληροφοριών σχετικά με την υπόθεση,

ε) για τις υφιστάμενες διαδικασίες υποβολής καταγγελίας εάν τα δικαιώματά τους δεν γίνονται σεβαστά από την αρμόδια αρχή,

στ) για τα στοιχεία επαφής, για λόγους επικοινωνίας και πληροφόρησης, σχετικά με την υπόθεσή τους,

ζ) για τις υφιστάμενες διαδικασίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης και τις αρμόδιες προς τούτο αρχές.

2. Η έκταση και η εξειδίκευση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παρ. 1 διαφοροποιούνται ανάλογα με το είδος και τη φύση της αξιόποινης πράξης. Κάθε αρμόδια αρχή μπορεί να παρέχει πρόσθετες πληροφορίες σε μεταγενέστερα στάδια, ανάλογα με τις ανάγκες του θύματος και τη χρησιμότητα αυτών των πληροφοριών σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Άρθρο 25
Παρακολούθηση και στατιστικές (άρθρο 18 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713)
Οι αρμόδιες υπηρεσίες κάθε Εισαγγελίας Πρωτοδικών ανά την Επικράτεια τηρούν κατ’ έτος στατιστικά στοιχεία και δεδομένα ως προς:

α) τον αριθμό και το είδος των αξιόποινων πράξεων των άρθρων 209, 210, 210Α, 210Β, 379, 394 ΠΚ,

β) τον αριθμό των προσώπων κατά των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη για τα ως άνω εγκλήματα,

γ) τις ποινές που επιβλήθηκαν στα πρόσωπα που καταδικάστηκαν για τα ίδια εγκλήματα. Τα δεδομένα αυτά διαβιβάζονται από τις ανωτέρω εισαγγελικές υπηρεσίες κατ’ έτος στην αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία τα διαβιβάζει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

ΜΕΡΟΣ Β’
ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΜΕΡΟΥΣ Β’

Άρθρο 26
Σκοπός
Σκοπός του Μέρους Β’ είναι:

α) η λήψη συμπληρωματικών μέτρων για την ενσωμάτωση και την αποτελεσματική εφαρμογή της Οδηγίας 2013/48 (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 και της απόφασης πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 (L 190), καθώς και της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 88),

β) η τυποποίηση ως ποινικού αδικήματος της πράξης της εκδικητικής πορνογραφίας και

γ) η λήψη πρόσθετων μέτρων για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης.

Άρθρο 27
Αντικείμενο
Αντικείμενο του Μέρους Β’ είναι:

α) η άρση των ασαφειών και των πρακτικών δυσχερειών, που προκλήθηκαν από την ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/48 (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 και της απόφασης πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 (L 190), καθώς και της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 88),

β) οι τροποποιήσεις στον ν. 3251/2004 (Α’ 127), ο οποίος μετέφερε στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2013/48, στο άρθρο 187Α ΠΚ και στον ν. 4689/2020 (Α’ 103) με τα οποία ενσωματώθηκε η Οδηγία 2017/541,

γ) η αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της εκδικητικής πορνογραφίας, η οποία θεωρείται πράξη ιδιαίτερης ποινικής απαξίας,

δ) η αποτελεσματική παροχή δικαστικής προστασίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2013/48 ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 22ας ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2013 ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΛΑΙΣΙΟ 2002/584/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 13ης ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 (L 190) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ν. 3251/2004

Άρθρο 28
Θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές που διέπουν την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 1 ν. 3251/2004
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) μετά τη φράση «που διατυπώνονται» διαγράφονται οι λέξεις «στο ισχύον Σύνταγμα και» και η παρ. 2 του άρθρου 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών, που διατυπώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, ο εκζητούμενος δεν απομακρύνεται, ούτε απελαύνεται, ούτε εκδίδεται σε κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση.»

Άρθρο 29
Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 10 ν. 3251/2004
Στην περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) οι λέξεις «ως πλημμέλημα ή κακούργημα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ως τέτοια» και η παρ. 1 του άρθρου 10 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 έως 13 του παρόντος, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκτελείται εφόσον: α) Η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, συνιστά έγκλημα σύμφωνα και με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού, το οποίο τιμωρείται σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους έκδοσης του εντάλματος με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας, το ανώτατο όριο των οποίων είναι τουλάχιστον δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις που η αξιόποινη πράξη συνιστά έγκλημα σχετικά με φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα δεν αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης του εντάλματος η διαπίστωση ότι το Ελληνικό Κράτος δεν επιβάλλει ιδίου τύπου φόρους ή τέλη ή δεν προβλέπει ιδίου τύπου ρύθμιση για φόρους, τέλη, τελωνεία και συνάλλαγμα με εκείνη του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος.

β) Τα δικαστήρια του κράτους έκδοσης του εντάλματος καταδίκασαν τον εκζητούμενο σε ποινή ή μέτρο ασφαλείας, στερητικό της ελευθερίας τουλάχιστον τεσσάρων(4) μηνών για αξιόποινη πράξη, την οποία και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι χαρακτηρίζουν ως τέτοια.»

Άρθρο 30
Απαγόρευση εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση άρθρου 11 ν. 3251/2004
Στο άρθρο 11 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) διαγράφονται οι περ. δ’, ε’, στ’, ζ’ και η’ περί λόγων υποχρεωτικής άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και το άρθρο 11 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 11 Πότε απαγορεύεται η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) αν η αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, καλύπτεται από αμνηστία σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, εφόσον η Ελλάδα είχε την αρμοδιότητα για τη δίωξη αυτής της αξιόποινης πράξης,

β) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικασθεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις από κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,

γ) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την αξιόποινη πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους.

δ) [Καταργείται] ε) [Καταργείται] στ) [Καταργείται]

ζ) [Καταργείται] η) [Καταργείται].»

Άρθρο 31
Δυνατότητα μη εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Εξαιρέσεις Tροποποίηση παρ. 1 άρθρου 12 ν. 3251/2004
Στην παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην περ. ε’ μετά τη φράση «κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα» προστίθεται η φράση «ή είναι Έλληνας υπήκοος», β) προστίθενται περ. ζ’, η’, θ’, ι’ που αφορούν σε λόγους προαιρετικής άρνησης εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, και η παρ. 1 του άρθρου 12 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια αξιόποινη πράξη με εκείνη που αναφέρεται στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης,

β) αν οι ελληνικές αρχές αποφάσισαν είτε να μην ασκήσουν ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, είτε να παύσουν τη δίωξη,

γ) αν ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για την αξιόποινη πράξη, για την οποία έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να κωλύεται η μεταγενέστερη άσκηση δίωξης,

δ) αν από τις πληροφορίες που διαθέτει η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος προκύπτει ότι ο εκζητούμενος έχει δικαστεί αμετακλήτως για τις ίδιες πράξεις σε τρίτη χώρα, εφόσον, σε περίπτωση καταδίκης, η ποινή έχει εκτιθεί ή εκτίεται ή δεν μπορεί πλέον να εκτιθεί σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση,

ε) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, εφόσον ο εκζητούμενος κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα ή είναι Έλληνας υπήκοος και η Ελλάδα αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους,

στ) αν ο εκζητούμενος, με σκοπό την εκτέλεση ποινής στερητικής της ελευθερίας ή μέτρου ασφαλείας στερητικού της ελευθερίας, δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης,

ζ) αν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος ή της ποινής σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους και η αξιόποινη πράξη υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστικών αρχών σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους,

η) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί για αξιόποινη πράξη, η οποία είτε θεωρείται κατά τους ελληνικούς ποινικούς νόμους ότι τελέστηκε εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στο έδαφος της Ελλάδας ή σε εξομοιούμενο με αυτόν τόπο είτε για αξιόποινη πράξη η οποία τελέστηκε εκτός του εδάφους του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, απαγορεύεται η δίωξη για το έγκλημα που διαπράττεται εκτός του εδάφους της Ελλάδας,

θ) αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος Ελλάδας και διώκεται στην Ελλάδα για την ίδια πράξη,

ι) αν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς τον σκοπό της δίωξης ή τιμωρίας προσώπου λόγω του φύλου, της φυλής, της θρησκείας, της εθνοτικής καταγωγής, της ιθαγένειας, της γλώσσας, των πολιτικών φρονημάτων, του γενετήσιου προσανατολισμού του ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας.»

Άρθρο 32
Εγγυήσεις για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 13 ν. 3251/2004
Στην παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) μετά τη λέξη «κατοικεί» προστίθεται η φράση «ή διαμένει» και η παρ. 3 του άρθρου 13 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, και πάντως μετά από απόδοση σε αυτό το πρόσωπο συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, κατοικεί ή διαμένει στην Ελλάδα, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την αρμόδια δικαστική αρχή μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ότι ο εκζητούμενος, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει σε αυτό τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.»

Άρθρο 33
Σύλληψη και δικαιώματα του εκζητουμένου Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 15 ν. 3251/2004
Στην παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) προστίθενται νέα εδάφια πρώτο και δεύτερο και η παρ. 2 του άρθρου 15 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Αν ο συλληφθείς επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου στο κράτος μέλος έκδοσης και δεν έχει ήδη τέτοιον, ο εισαγγελέας εφετών στο κράτος μέλος εκτέλεσης ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους έκδοσης. Ο εισαγγελέας εφετών στο εν λόγω κράτος μέλος παρέχει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον εκζητούμενο πληροφορίες που τον διευκολύνουν να ορίσει δικηγόρο. Ο συλληφθείς δικαιούται ο ίδιος ή μέσω του συνηγόρου του να ζητήσει και να λάβει αντίγραφα όλων των εγγράφων με δική του δαπάνη.»

Άρθρο 34
Προθεσμίες και διαδικασία της απόφασης για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 21 ν. 3251/2004
Στην παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η λέξη «τελεσίδικη»αντικαθίσταται από τη λέξη «οριστική», β) η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών μεταβάλλεται σε σαράντα (40) ημέρες, γ) μετά τις λέξεις «σύλληψη του εκζητουμένου» προστίθεται η φράση «και σε κάθε περίπτωση η τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται εντός εξήντα (60) ημερών» και το άρθρο 21 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 21 Προθεσμίες και διαδικασία της απόφασης για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης

1. Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος έχει συγκατατεθεί στην προσαγωγή του, ο αρμόδιος πρόεδρος εφετών αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εντός δέκα (15) ημερών από τη δήλωση συγκατάθεσης του εκζητουμένου.

2. Στην περίπτωση που ο εκζητούμενος δεν συγκατατίθεται στην προσαγωγή του, η οριστική απόφαση για την εκτέλεση του εντάλματος λαμβάνεται εντός σαράντα (40) ημερών από τη σύλληψη του εκζητουμένου και σε κάθε περίπτωση η τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται εντός εξήντα (60) ημερών.

3. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν μπορεί να εκτελεσθεί εντός των προβλεπόμενων στις παρ. 1 και 2 προθεσμιών, ο αρμόδιος εισαγγελέας εφετών ενημερώνει αμέσως τη δικαστική αρχή έκδοσης αναφέροντας τους σχετικούς λόγους. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προθεσμίες μπορεί να παραταθούν μέχρι τριάντα (30) ημέρες.

4. Όταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος δεν μπορεί να τηρήσει τις προβλεπόμενες στο παρόν άρθρο προθεσμίες, ενημερώνει σχετικά την «Eurojust», αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης.»

Άρθρο 35
Όροι διαμεταγωγής μέσω του ελληνικού εδάφους Τροποποίηση άρθρου 30 ν. 3251/2004
Στο άρθρο 30 του ν. 3251/2004 (Α’ 127) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η στην παρ. 1 η φράση «μπορεί να επιτραπεί» αντικαθίσταται από τη λέξη «επιτρέπεται», β) στην παρ. 4 βα) η λέξη «ημεδαπός» αντικαθίσταται από τη λέξη «υπήκοος ή κάτοικος Ελλάδας», ββ) διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 30 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 30 Όροι διαμεταγωγής μέσω του ελληνικού εδάφους

1. Η διαμεταγωγή μέσω του ελληνικού εδάφους προσώπου εκζητουμένου που προσάγεται σε άλλο κράτος μέλος επιτρέπεται από την κατά το άρθρο 31 του παρόντος αρμόδια αρχή μετά από αίτηση της δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος.

2. Στην αίτηση για τη διαμεταγωγή του εκζητουμένου πρέπει να περιέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες: α) η ταυτότητα και η ιθαγένεια του εκζητουμένου, β) η ύπαρξη ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, γ) η φύση και ο νομικός χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης

και δ) η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της αξιόποινης πράξης, περιλαμβανομένων του χρόνου και του τόπου τέλεσης.

3. Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός, η αρμόδια αρχή αρνείται τη διαμεταγωγή του. Στην περίπτωση που το πρόσωπο αυτό κατοικεί στην Ελλάδα, η Αρμόδια αρχή μπορεί να αρνηθεί τη διαμεταγωγή του.

4. Αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι υπήκοος ή κάτοικος Ελλάδας, η αρμόδια αρχή αρνείται τη διαμεταγωγή του, εκτός εάν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στο Ελληνικό Κράτος, ώστε να εκτίσει εκεί τη στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά, όταν η διαμεταγωγή αφορά πρόσωπο, το οποίο μπορεί να εκδοθεί από τρίτη χώρα σε κράτος μέλος. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση εκδόσεως επέχει θέση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση αεροπορικής μεταφοράς χωρίς προβλεπόμενη ενδιάμεση στάση. Αν όμως συμβεί έκτακτη προσγείωση, το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος παρέχει στην αρμόδια ελληνική αρχή τις προβλεπόμενες στην παρ. 2 πληροφορίες.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2017/541 ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ, ΤΗΣ 15ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2017, ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣΠΛΑΙΣΙΟΥ 2002/475/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2005/671/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ (L 88)

Άρθρο 36
Τρομοκρατικές πράξεις Τρομοκρατική οργάνωση -Τροποποίηση παρ. 4 και 6 άρθρου 187Α ΠΚ

1. Η παρ. 4 του άρθρου 187Α ΠΚ τροποποιείται ως προς την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η παρ. 4 του άρθρου 187Α διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Όποιος υποκινεί άλλον σε τέλεση ή συμβολή στην τέλεση ορισμένης τρομοκρατικής πράξης, ή σε συμμετοχή σε συγκεκριμένη τρομοκρατική οργάνωση, παρέχοντας σε αυτόν οδηγίες, πληροφορίες ή κατευθύνσεις (στρατολόγηση), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών αν η προς εκτέλεση πράξη συνιστά κακούργημα και με φυλάκιση έως δύο (2) έτη, αν πρόκειται για πλημμέλημα.»

2. Στην παρ. 6 του άρθρου 187Α ΠΚ μετά τη λέξη «όποιος» διαγράφεται η λέξη «δημόσια» και η παρ. 6 του άρθρου 187Α διαμορφώνεται ως εξής:

«6. Όποιος με οποιονδήποτε τρόπον ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση.»

Άρθρο 37
Δημόσια υποκίνηση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος μέσω διαδικτύου Προσθήκη άρθρου 36Α στον ν. 4689/2020
Στον ν. 4689/2020 (Α’ 103) προστίθεται άρθρο 36Α ως εξής:

«Άρθρο 36Α Δημόσια υποκίνηση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος μέσω διαδικτύου

1. Διαδικτυακό περιεχόμενο που αποτελεί δημόσια υποκίνηση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, κατά την έννοια του άρθρου 5 της Οδηγίας (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 88), του άρθρου 187Α του ΠΚ και των άρθρων 30, 32, 33, 34 και 35 του παρόντος, απενεργοποιείται άμεσα με διάταξη του εισαγγελέα που εποπτεύει τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας του άρθρου 29 του π.δ. 178/2014 (Α’ 281): α) από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) με την απενεργοποίηση εκείνου που φιλοξενεί το περιεχόμενο ονόματος χώρου (domain name), εφόσον πρόκειται για όνομα χώρου που διαχειρίζεται κατά νόμον η Ε.Ε.Τ.Τ. ή β) σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs) με τη διακοπή της πρόσβασης στη διεύθυνση διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP address) ή όνομα χώρου (domain name) ή σε όλα τα παραπάνω. Η ανωτέρω διάταξη αναφέρει οπωσδήποτε τα διαχειριζόμενα από την Ε.Ε.Τ.Τ. ονόματα χώρου (domain names) που πρέπει να απενεργοποιηθούν, τα ονόματα χώρου (domain names) και τις διευθύνσεις διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP addresses) στα οποία πρέπει να διακοπεί η πρόσβαση, τη διεύθυνση του ενιαίου εντοπιστή πόρων (URL) που επιτρέπει τον προσδιορισμό και την εύρεση της ακριβούς τοποθεσίας του τρομοκρατικού περιεχομένου, καθώς και το μέτρο που διατάσσεται για την απενεργοποίηση.

2. Το παρόν απευθύνεται, ανάλογα με την περίπτωση, στην Ε.Ε.Τ.Τ. ή τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs), κοινοποιείται στην Ε.Ε.Τ.Τ., σύμφωνα με τον Κανονισμό για την «Καθιέρωση συστήματος επιφυλακής για το προσωπικό που απασχολείται στη Διεύθυνση Τηλεπικοινωνιών και τη Διεύθυνση Ψηφιακής Διακυβέρνησης της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.)» (Β’ 2167/2021) και εκτελείται άμεσα, σύμφωνα με τη διαδικασία των παρ. 3 έως 5.

3. Η Ε.Ε.Τ.Τ., μόλις παραλάβει τη διάταξη για λήψη των μέτρων της παρ. 1, ενημερώνει τον πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας (HSP), τον ιδιοκτήτη και τον διαχειριστή του ιστοτόπου ή του ονόματος χώρου (domain name), εφόσον γνωρίζει ή μπορεί να πληροφορηθεί τα στοιχεία τους, για την έκδοση της διάταξης, το μέτρο που διατάχθηκε και τη διαδικασία άρσης του μέτρου και προβαίνει: α) αμέσως και το αργότερο εντός τριών (3) ωρών στην απενεργοποίηση του ονόματος χώρου (domain name), που διαχειρίζεται, ή β) στην περαιτέρω άμεση κοινοποίηση της διάταξης, στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs), οι οποίοι προβαίνουν αμέσως και το αργότερο εντός μίας (1) ώρας από την παραλαβή της διάταξης, στη διακοπή της πρόσβασης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη. Εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την παραλαβή της διάταξης, οι ανωτέρω πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs) αποστέλλουν στην Ε.Ε.Τ.Τ. δηλώσεις συμμόρφωσης προς τη διάταξη, αναφέροντας την εκτέλεση του μέτρου και την ώρα διακοπής της πρόσβασης στο περιεχόμενο. Εντός μίας εργάσιμης (1) ημέρας από την ολοκλήρωση της διαδικασίας των παραπάνω περιπτώσεων, η Ε.Ε.Τ.Τ. αποστέλλει υπηρεσιακή αναφορά στον αρμόδιο εισαγγελέα, με την οποία βεβαιώνει την απενεργοποίηση του ονόματος χώρου (domain name) που διαχειρίζεται η ίδια ή διαβιβάζει το σύνολο των δηλώσεων συμμόρφωσης που παρέλαβε από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs).

4. Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs) προς τους οποίους απευθύνεται η διάταξη, υποχρεούνται να γνωστοποιούν αμέσως στην Ε.Ε.Τ.Τ. τα στοιχεία του παρόχου υπηρεσιών φιλοξενίας (HSP), του ιδιοκτήτη ή του διαχειριστή του ιστοτόπου ή του ονόματος χώρου (domain name) που αφορά η διαταχθείσα διακοπή πρόσβασης, οποτεδήποτε και με οποιονδήποτε τρόπο περιέλθουν σε γνώση τους, καθώς και να γνωστοποιήσουν στους παραπάνω, εφόσον τους γνωρίζουν, τα στοιχεία επικοινωνίας με την Ε.Ε.Τ.Τ..

5. Η Ε.Ε.Τ.Τ., εντός μίας (1) εργάσιμης ημέρας από τη στιγμή που πληροφορείται τα στοιχεία του παρόχου υπηρεσιών φιλοξενίας (HSP), του ιδιοκτήτη ή του διαχειριστή του ιστοτόπου ή του ονόματος χώρου (domain name) σύμφωνα με την παρ. 4, προβαίνει στην ενημέρωσή τους σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 3.

6. α) Ο αρμόδιος εισαγγελέας προβαίνει με νεότερη διάταξή του στην ολική ή μερική άρση των μέτρων που διατάχθηκαν, όταν διαπιστωθεί, μετά από έλεγχο της Ε.Ε.Τ.Τ., η αφαίρεση του περιεχομένου ή η διακοπή της πρόσβασης σε αυτό.

β) Ο έλεγχος πραγματοποιείται εντός σαράντα οκτώ (48) ωρών από τη λήψη της δήλωσης του παρόχου υπηρεσιών φιλοξενίας (HSP) ή του ιδιοκτήτη ή του διαχειριστή του ιστοτόπου ή του ονόματος χώρου (domain name), ότι έχει αφαιρέσει το περιεχόμενο για το οποίο διατάχθηκαν τα μέτρα ή έχει διακόψει την πρόσβαση σ’ αυτό με την ταυτόχρονη δέσμευση ότι δεν πρόκειται να το επαναφέρει στο μέλλον. Για τις ανάγκες του ελέγχου, η Ε.Ε.Τ.Τ. δεν εντάσσεται στο Εθνικό Δίκτυο Δημόσιας Διοίκησης «ΣΥΖΕΥΞΙΣ» και δύναται να ενεργοποιεί προσωρινά το απενεργοποιημένο από αυτήν, όνομα χώρου (domain name), ή να ζητά, από έναν (1) τουλάχιστον πάροχο υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs), την προσωρινή άρση της διαταχθείσας διακοπής πρόσβασης. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των εργασιών ελέγχου, η Ε.Ε.Τ.Τ. απενεργοποιεί εκ νέου το όνομα χώρου ή ζητά από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (ISPs) την εκ νέου απενεργοποίηση της πρόσβασης εντός μίας (1) ώρας.

γ) Για τον ανωτέρω έλεγχο συντάσσεται, εντός της προθεσμίας των σαράντα οκτώ (48) ωρών της περ. β’, πρακτικό ελέγχου στο οποίο αναφέρονται τα στοιχεία της διάταξης με την οποία επιβλήθηκαν τα μέτρα, ο ακριβής χρόνος και τρόπος παραλαβής των δηλώσεων της περ. β’, τα πλήρη στοιχεία των φυσικών ή νομικών προσώπων που προέβησαν στις ανωτέρω δηλώσεις και η ιδιότητα με την οποία ενήργησαν, ο χρόνος έναρξης και λήξης του ελέγχου, οι ενέργειες, οι δοκιμές και το αποτέλεσμα του ελέγχου. Το πρακτικό ελέγχου κοινοποιείται άμεσα, από την Ε.Ε.Τ.Τ. στον Εισαγγελέα που εξέδωσε τη διάταξη.

7. Ο πάροχος φιλοξενίας (HSP), ο ιδιοκτήτης και ο διαχειριστής ιστοσελίδας ή ονόματος χώρου (domain name), στους οποίους απενεργοποιήθηκε το όνομα χώρου (domain name) ή διακόπηκε η πρόσβαση στη διεύθυνση διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP address) ή στο όνομα χώρου (domain name), καθώς και ο πάροχος του περιεχομένου που απενεργοποιήθηκε με κάποιο από τα παραπάνω μέτρα, μπορούν να προσφύγουν κατά της διάταξης της παρ. 1, ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την απενεργοποίηση του ονόματος χώρου (domain name) ή τη διακοπή της πρόσβασης. Το Συμβούλιο Εφετών αποφασίζει αμετάκλητα για τη διατήρηση ή άρση των ανωτέρω μέτρων.

8. Αν δεν ασκήθηκε προσφυγή εντός της παραπάνω προθεσμίας ή αυτή που ασκήθηκε, απορρίφθηκε, η διάταξη της παρ. 1 καθίσταται οριστική. Το όνομα χώρου (domain name), που απενεργοποιήθηκε διαγράφεται μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την οριστικοποίηση της διάταξης, εκτός εάν προηγουμένως διαπιστωθεί η αφαίρεση ή η διακοπή της πρόσβασης στο τρομοκρατικό περιεχόμενο για το οποίο εκδόθηκε η διάταξη, οπότε εφαρμόζεται η διαδικασία της παρ. 6. Η διακοπή πρόσβασης σε διευθύνσεις διαδικτυακού πρωτοκόλλου (IP addresses) ή ονόματα χώρου (domain names) διατηρείται μέχρις ότου συντρέξουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ. 6.

9. Όλες οι κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις, ενημερώσεις και κάθε είδους επικοινωνία σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος, λαμβάνουν χώρα με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

10. Η Ε.Ε.Τ.Τ., με απόφασή της ορίζει τις αρμόδιες υπηρεσίες της, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια αρμοδιότητάς της για την υλοποίηση του παρόντος.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΕΤΗΣΙΑΣ ΖΩΗΣ

Άρθρο 38
Εκδικητική πορνογραφία Προσθήκη άρθρου 346 ΠΚ
Στον ΠΚ προστίθεται άρθρο 346 ως εξής:

«Άρθρο 346 Εκδικητική πορνογραφία

1. Όποιος χωρίς δικαίωμα κοινολογεί σε τρίτο πρόσωπο ή αναρτά σε κοινή θέα, πραγματική, αλλοιωμένη ή σχεδιασμένη εικόνα ή κάθε είδους οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό, στο οποίο αποτυπώνεται μη δημόσια πράξη άλλου που αφορά στη γενετήσια ζωή του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή.

2. Όποιος απειλεί άλλον ότι θα τελέσει τις πράξεις της παρ. 1 τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Αν ο υπαίτιος της πράξης του προηγούμενου εδαφίου εξαναγκάζει άλλον σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή για την οποία αυτός δεν έχει υποχρέωση, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών.

3. Με κάθειρξη έως οκτώ (8) έτη και χρηματική ποινή τιμωρείται η πράξη της παρ. 1 αν τελείται:

α) με ανάρτηση στο διαδίκτυο ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης με αόριστο αριθμό αποδεκτών,

β) από ενήλικο και αφορά σε ανήλικο, γ) σε βάρος νυν ή πρώην συζύγου ή συντρόφου του

υπαιτίου ή σε βάρος προσώπου που συνοικεί με αυτόν ή έχει μαζί του σχέση εργασίας ή υπηρεσίας ή βρίσκεται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του ή δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του,

δ) με σκοπό να προσπορίσει ο υπαίτιος στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος.

4. Αν κάποια από τις πράξεις των προηγούμενων παραγράφων οδήγησε το θύμα σε απόπειρα αυτοκτονίας επιβάλλεται κάθειρξη και χρηματική ποινή. Αν η πράξη του προηγούμενου εδαφίου οδήγησε στο θάνατο επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 39
Έγκληση του παθόντος Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 51 ΚΠΔ
Η παρ. 3 του άρθρου 51 ΚΠΔ τροποποιείται ως προς το είδος της απαιτούμενης αιτιολογίας για την απόρριψη της έγκλησης του παθόντος και η παρ. 3 του άρθρου 51 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Αν ενεργήθηκαν προκαταρκτική εξέταση ή αυτεπάγγελτη προανάκριση κατά το άρθρο 245 παρ. 2 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, απορρίπτει την έγκληση με διάταξή του, η οποία περιλαμβάνει συνοπτική αιτιολογία και επιδίδεται στον εγκαλούντα.»

Άρθρο 40
Λιπομαρτυρία στην ανάκριση ή στο ακροατήριο Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 231 ΚΠΔ
Το πρώτο εδάφιο των παρ. 1 και 2 του άρθρου 231 ΚΠΔ τροποποιούνται ως προς το ποσό των επαπειλούμενων προστίμων και οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 231 διαμορφώνονται ως εξής:

«1. Εκείνος που καλεί τον μάρτυρα, αν η κλήση είναι νόμιμη (άρθρο 213) και ο μάρτυρας δεν εμφανίζεται, εκδίδει εναντίον του ένταλμα βίαιης προσαγωγής. Αν αυτός που καλεί είναι εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει το μάρτυρα που δεν εμφανίστηκε από απείθεια την ορισμένη ημέρα σε πρόστιμο εκατό (100) έως τριακοσίων (300) ευρώ και στην πληρωμή των τελών. Στην ίδια ποινή υπόκειται και ο μάρτυρας που εμφανίστηκε, αρνείται όμως, χωρίς να υπάρχει νόμιμος λόγος, την μαρτυρία του ή τον όρκο της μαρτυρίας του, με την επιφύλαξη και της βαρύτερης ποινής κατά τον Ποινικό Κώδικα.

2. Αν κάποιος από τους μάρτυρες ή τους πραγματογνώμονες που κλητεύθηκε νόμιμα στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί, καταδικάζεται από το δικαστήριο με πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως σε πρόστιμο διακοσίων (200) έως πεντακοσίων (500) ευρώ, καθώς και στην πληρωμή των τελών της απόφασης, ανεξάρτητα από την αναβολή ή όχι της δίκης. Αν η απουσία του μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, που καταδικάσθηκε κατά τον τρόπο αυτόν αποτελέσει λόγο αναβολής της δίκης, καταδικάζεται επί πλέον στις δαπάνες που προκλήθηκαν από την αναβολή και οι οποίες εκκαθαρίζονται και ορίζονται σε αυτήν την απόφαση. Αν καταδικάστηκαν περισσότεροι, ο καθένας ενέχεται να πληρώσει εξ ολοκλήρου όλες τις δαπάνες.»

Άρθρο 41
Αναβολή της δίκης Τροποποίηση άρθρου 349 ΚΠΔ
Στο άρθρο 349 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) η παρ. 1 τροποποιείται στο τρίτο εδάφιο ως προς τον τρόπο απόδειξης και ελέγχου της συνδρομής σοβαρού λόγου υγείας και επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, β) στην παρ. 2 προστίθεται νέο πρώτο εδάφιο, γ) προστίθεται νέα παρ. 2Α, και το άρθρο 349 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 349 Αναβολή της δίκης

1. Το δικαστήριο μπορεί, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. Το σημαντικό αίτιο μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ακόμη και όταν αφορά το πρόσωπο του διορισμένου πληρεξουσίου δικηγόρου σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 340. Ο σοβαρός λόγος υγείας αποδεικνύεται αποκλειστικά με ιατρική πιστοποίηση νοσηλευτικού ιδρύματος ή ιατρού πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η ακρίβεια της οποίας ελέγχεται με οποιονδήποτε τρόπο κατά την κρίση του δικαστηρίου.

2. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να διερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης. Το δικαστήριο αναβάλλει στη συντομότερη δικάσιμο, η οποία δεν δύναται να υπερβεί τους οκτώ (8) μήνες. Η απόφαση που δέχεται τους λόγους αναβολής πρέπει

να έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία πρέπει να αναφέρει, ότι ο λόγος της αναβολής δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με διακοπή της δίκης.

2A. Για την υποβολή αιτήματος αναβολής που συνίσταται σε κώλυμα του συνηγόρου υπεράσπισης ή υποστήριξης της κατηγορίας λόγω συμμετοχής του σε άλλη δίκη ή διαδικασία, απαιτείται, αυτός που προβάλλει το κώλυμα να προσκομίζει υποχρεωτικά στο δικαστήριο κάθε νομιμοποιητικό, διαδικαστικό ή άλλο έγγραφο, με το οποίο αποδεικνύεται πλήρως ο λόγος της αναβολής. Το αίτημα υποβάλλεται μόνο μία (1) φορά. Κατ’ εξαίρεση, δύναται να υποβληθεί και δεύτερο αίτημα, αν το κώλυμα προέκυψε σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης αναβολής.

3. Η αναβολή γίνεται σε ρητή δικάσιμο, την οποία το δικαστήριο ανακοινώνει στους παρόντες διαδίκους, μάρτυρες και πραγματογνώμονες και σε αυτήν κλητεύονται μόνο οι απόντες. Αν ο λόγος αναβολής αναγγέλθηκε από συνήγορο ή άλλο πρόσωπο για λογαριασμό απόντος διαδίκου και η συζήτηση αναβλήθηκε σε ρητή δικάσιμο, η περί αναβολής απόφαση επέχει θέση κλητεύσεώς του.

4. Η αποχή των δικηγόρων αποτελεί λόγο ανώτερης βίας για την αναβολή.»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΜΕΤΑΓΛΩΤΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΩΝ ΤΗΣ

Άρθρο 42
Μεταγλώττιση και θέση σε ενιαίο κείμενο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και των Πρωτοκόλλων της
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εξωτερικών, μπορεί να μεταγλωττιστούν και να τεθούν σε ενιαίο κείμενο οι νόμοι, με τους οποίους κυρώθηκαν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τα Πρωτόκολλα αυτής. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, εφαρμόζονται αναλόγως το τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 36 του ν. 1406/1983 (Α’ 182).

ΜΕΡΟΣ Γ’
ΛΟΙΠΕΣ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 43
Δικαστήρια Ανηλίκων Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 6 Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Στο άρθρο 6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας [ν. 4620/2019 (Α’ 96)] επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στην παρ. 1 προστίθενται οι λέξεις «ή πρωτοδίκη» μετά από τη λέξη «πρωτοδικών», β) στην παρ. 2 προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 6 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 6 Δικαστήρια Ανηλίκων

1. Το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται ως δικαστής ανηλίκων και αναπληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.

2. Το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων συγκροτείται από τον δικαστή ανηλίκων που αναφέρεται στην παρ. 1 και από δύο πρωτοδίκες, που ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών. Στο δικαστήριο αυτό προεδρεύει, αν είναι δυνατό, ο δικαστής ανηλίκων.

3. Το εφετείο ανηλίκων συγκροτείται από τον εφέτη ανηλίκων και δύο άλλους εφέτες, που ορίζονται ως δικαστές ανηλίκων σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών.»

Άρθρο 44
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 117 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
H παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών [ν. 4938/2022 (Α’ 109)] τροποποιείται με την προσθήκη νέας περ. στα’ και διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι: α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς, β) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 97, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης αντιπροέδρους τακτικούς και αναπληρωματικούς, για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,

γ) ο αντιπρόεδρος που προεδρεύει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων,

δ) ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης, για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών ποινικών δικαστηρίων, εκτός από τα μέλη του Αρείου Πάγου,

ε) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά την παρ. 6 του άρθρου 96, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, αντιπροέδρους τακτικούς και αναπληρωματικούς, για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας,

στ) ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο πρόεδρος του εφετείου πολιτικού ή διοικητικού για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους, ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες,

στα) ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου για όλους τους εισαγγελείς, εκτός από τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,

ζ) ο εισαγγελέας εφετών ή ο προϊστάμενος της εισαγγελίας εφετών για τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς πρωτοδικών και παρέδρους της εισαγγελίας.»

Άρθρο 45
Επείγουσες ρυθμίσεις για τη λειτουργία των δικαστηρίων Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 56 ν. 4871/2021

1. Στην παρ. 4 του άρθρου 56 του ν. 4871/2021 (Α’ 246), περί επειγουσών ρυθμίσεων για τη λειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων, οι λέξεις «έως την 30ή Ιουνίου 2022» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έως την 31η Δεκεμβρίου 2022» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Το παρόν ισχύει από την 1η Απριλίου 2022 έως την 31η Δεκεμβρίου 2022.»

2. Για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνδέονται με την κατεπείγουσα ανάγκη διασφάλισης της υγιεινής και της καθαριότητας των κτιρίων όπου στεγάζονται τα δικαστήρια της Περιφέρειας Αττικής, δύνανται να συνάπτονται έως την ανάδειξη αναδόχου της σχετικής διαγωνιστικής διαδικασίας και το αργότερο έως τις 31.12.2022, δημόσιες συμβάσεις για την παροχή υπηρεσιών καθαριότητας στα δικαστήρια της Περιφέρειας Αττικής, σε εφαρμογή της διαδικασίας της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4412/2016 (Α’ 147), κατά παρέκκλιση των εθνικών διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων.

Άρθρο 46
Παράταση ισχύος της παρ. 6 του άρθρου 998 ΚΠολΔ Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 20 ν. 4912/2022
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 4912/2022 (Α’ 59) η ημερομηνία «30ή.6.2022» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «31η.12.2022» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Η παρ. 6 του άρθρου 998 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ως ίσχυε πριν την κατάργησή της δυνάμει της περ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 119 του ν. 4842/2021 (Α’ 190), επανέρχεται σε ισχύ έως την 31η.12.2022. Η κατάργηση της παρ. 6, κατά την ως άνω ημεροχρονολογία, δεν θίγει το κύρος εκκρεμών, κατά τον χρόνο της κατάργησής της, διαδικασιών.»

Άρθρο 47
Αρχή Προσφυγών Τροποποίηση άρθρου 5 ν. 4375/2016
Στο άρθρο 5 του ν. 4375/2016 (Α’ 51) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) όπου αναφέρεται ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη, αντικαθίσταται από τον Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, β) στις παρ. 1, 3, 6, 7 και 10 επέρχονται νομοτεχνικές βελτιώσεις, γ) στην παρ. 2 γα) το πρώτο εδάφιο χωρίζεται σε δύο εδάφια, γβ) στο νέο πρώτο εδάφιο προσδιορίζεται η διάρθρωση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών με την προσθήκη των λέξεων «μονομελείς και τριμελείς» και απαλείφεται ο αριθμητικός προσδιορισμός «τρεις (3)», γγ) τροποποιείται το νέο δεύτερο εδάφιο με τον ακριβή προσδιορισμό του απαιτούμενου κατώτατου βαθμού και των ελάχιστων ετών υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών που ορίζονται ως μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, γδ) διαγράφονται τα δύο τελευταία εδάφια, δ) στην παρ. 3 διαγράφεται το δεύτερο εδάφιο, ε) στην παρ. 5 εα) στο πρώτο εδάφιο προστίθεται η λέξη «άπαξ» για τον προσδιορισμό της δυνατότητας ανανέωσης της θητείας, εβ) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο, εγ) στο τελευταίο εδάφιο μετά από τη λέξη «Αρχής» προστίθεται η λέξη «Προσφυγών», στ) προστίθεται παρ. 5Α, ζ) στην παρ. 6 ζα) τροποποιούνται τα δύο πρώτα εδάφια και ενώνονται σε ένα, όπου τίθενται διαζευκτικά περ. α’ και β’, ζβ) στην περ. β’ αναπροσαρμόζονται οι διαδικασίες για την αντικατάσταση των μελών σε περίπτωση αδικαιολόγητων καθυστερήσεων, η) στις περ. α’, β’, γ’ και δ’ της παρ. 7 επικαιροποιούνται οι νομοθετικές παραπομπές, θ) στην περ. γ’ της παρ. 9 αντικαθίσταται η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο από τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, ι) τροποποιείται η παρ. 10 ως προς την παραπομπή σε νεότερο εφαρμοστέο νόμο, κ) οι παρ. 11, 12 και 13 καταργούνται και το άρθρο 5 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 5 Αρχή Προσφυγών Συγκρότηση Στελέχωση Λειτουργία

1. Στην Αρχή Προσφυγών συστήνεται θέση Διοικητικού Διευθυντή της Κεντρικής Διοικητικής Υπηρεσίας. Ο Διοικητικός Διευθυντής:

α) προΐσταται της Κεντρικής Διοικητικής Υπηρεσίας της Αρχής Προσφυγών και των διοικητικών υπηρεσιών των Παραρτημάτων,

β) είναι αρμόδιος για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία και υποστήριξη των Επιτροπών, την τήρηση και δημοσίευση των εκθέσεων και των στατιστικών στοιχείων σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής και την αποστολή στατιστικών δημοσίευσης των μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων κατά τα οριζόμενα στην περ. β’ της παρ. 6.

2. Οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών, μονομελείς και τριμελείς, συγκροτούνται με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου, Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Οι Επιτροπές αποτελούνται από Δικαστικούς Λειτουργούς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων με βαθμό τουλάχιστον πρωτοδίκη, ο οποίος έχει συμπληρώσει πενταετή υπηρεσία, και υποδεικνύονται κατόπιν σχετικής αίτησής τους από τον Γενικό Επίτροπο της Επικράτειας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Για τον ορισμό των Δικαστικών Λειτουργών λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται ιδίως η γνώση και η εμπειρία στο προσφυγικό δίκαιο και το δίκαιο των αλλοδαπών, στο δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή στο διεθνές δίκαιο, καθώς και η καλή γνώση ξένων γλωσσών, ιδίως της αγγλικής.

3. Αναπληρώσεις και συμπληρώσεις συνθέσεων Τριμελών και Μονομελών Επιτροπών δύνανται να πραγματοποιούνται από οποιονδήποτε Πρόεδρο ή μέλος των Επιτροπών, με πράξη του Διευθυντή της Αρχής Προσφυγών.

4. Ως Πρόεδροι των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών ορίζονται οι αρχαιότεροι των υποδεικνυομένων δικαστικών λειτουργών. Οι Αναπληρωτές Πρόεδροι προεδρεύουν ανεξαρτήτως της αρχαιότητας των Δικαστών ανά Επιτροπή.

5. Η θητεία των μελών των Επιτροπών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται άπαξ σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία. Δεν ορίζεται μέλος ούτε ανανεώνεται η θητεία μέλους το οποίο αποχωρεί υποχρεωτικά από την ενεργό δικαστική υπηρεσία λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας πριν από τη συμπλήρωση πλήρους θητείας. Τα μέλη των Επιτροπών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Κάθε άλλο ειδικότερο ζήτημα που αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων των μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών διέπεται από τον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών.

5Α. Η διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής και ανανέωσης της θητείας των Μελών δύναται να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου και Δικαιοσύνης.

6. Τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών αντικαθίστανται με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, με την ίδια διαδικασία του ορισμού τους είτε:

α. μετά από αίτησή τους, είτε β. σε περίπτωση σημαντικών και αδικαιολόγητων καθυστερήσεων κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεων αιτούντων διεθνή προστασία, μετά από πρόταση του Διοικητικού Διευθυντή και γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Προς τούτο ο Διοικητικός Διευθυντής της Αρχής Προσφυγών αποστέλλει την 15η ημέρα των μηνών Φεβρουαρίου, Ιουνίου, Οκτωβρίου στατιστικά δημοσίευσης των μελών των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών στον Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Μετανάστευσης και Ασύλου και Οικονομικών, μετά από πρόταση του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών μπορούν να επανασυγκροτούνται κάθε φορά που απαιτείται για την εφαρμογή των οριζομένων στις παρ. 3 και 4.

7. Κάθε Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσφυγών λειτουργεί υπό μονομελή και τριμελή σύνθεση. Κάθε Επιτροπή συνεδριάζει δύο (2) φορές τον μήνα υπό τριμελή σύνθεση και δύο (2) φορές υπό μονομελή σύνθεση, με την επιφύλαξη των ειδικότερα οριζόμενων στον Κανονισμό Λειτουργίας της Αρχής. Οι προσφυγές εκδικάζονται από την τριμελή σύνθεση. Κατ’ εξαίρεση στη μονομελή σύνθεση εκδικάζονται υποχρεωτικά:

α. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία της παρ. 9 του άρθρου 88 του ν. 4939/2022 (Α’ 111),

β. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως προδήλως αβάσιμη, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 93 του ν. 4939/2022,

γ. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν απορρίψει την αίτηση ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 89 του ν. 4939/2022,

δ. προσφυγές κατά των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία στα σύνορα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 95 του ν. 4939/2022, καθώς και όταν ο προσφεύγων βρίσκεται σε διαδικασία υποδοχής και ταυτοποίησης ή όταν κρατείται,

ε. προσφυγές του άρθρου 113 του ν. 4636/2019, στ. προσφυγές που έχουν κατατεθεί εκπρόθεσμα, ζ. προσφυγές των διαμενόντων στις νήσους Σάμο, Χίο,Λέσβο, Λέρο και Κω. 8. Ο Κανονισμός Λειτουργίας της Αρχής Προσφυγών ορίζει τον τρόπο διενέργειας κλήρωσης για τη σύνθεση των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών και τον ελάχιστο αριθμό υποθέσεων ανά συνεδρίαση.

9. Η οργάνωση της παροχής εκπαίδευσης και συνεχούς επιμόρφωσης στα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών ανατίθεται: α) στην Υπηρεσία Ασύλου και την Αρχή Προσφυγών, β) στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, γ) στον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA). Για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού οι ως άνω αρχές λειτουργούν αυτοτελώς ή και σε συνεργασία μεταξύ τους, δύνανται δε να συνεργάζονται και με την Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες, καθώς και με διεθνείς, ευρωπαϊκούς και εθνικούς φορείς.

10. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Μετανάστευσης και Ασύλου και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης ανά συνεδρίαση για τα μέλη των Ανεξάρτητων Επιτροπών Προσφυγών, σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 100 του ν. 4939/2022.

11. [Καταργείται]

12. [Καταργείται]

13. [Καταργείται].

Άρθρο 48
Παράταση αναστολής μέτρων διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κινητής και της ακίνητης περιουσίας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 126 ν. 4446/2016
Το εισαγωγικό εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 126 του ν. 4446/2016 (Α’ 240) τροποποιείται ως προς τον χρόνο ισχύος της αναστολής μέτρων διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κινητής και της ακίνητης περιουσίας της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Για χρονικό διάστημα εβδομήντα οκτώ (78) μηνών από την 22η Δεκεμβρίου του έτους 2016, αναστέλλονται:

α. οι πάσης φύσεως πράξεις διοικητικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων και κατά τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας,

β. οι πάσης φύσεως πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,

γ. η λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας,

δ. οι εγγραφές πάσης φύσεως εμπραγμάτων βαρών και εξασφαλίσεων, που επισπεύδονται ή ασκούνται από τους πάσης φύσεως πιστωτές σε βάρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας της ως άνω εταιρείας, για οποιαδήποτε αιτία, πλην της εγγραφής πάσης φύσεως εμπραγμάτων βαρών και εξασφαλίσεων υπέρ του προς όντα η μεταβίβαση των άνω ακινήτων ή του εκ προσυμφώνου αγοραστή, καθώς και

ε. οι πράξεις διασφαλιστικών μέτρων της παρ. 5 του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 (Α’ 170) και του άρθρου 14 του ν. 2523/1997 (Α’ 179).»

Άρθρο 49
Παράταση χορήγησης αποδεικτικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας και Πιστοποιητικών Φόρου Ακίνητης Περιουσίας και Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» Τροποποίηση άρθρου 125 ν. 4446/2016
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1, το πρώτο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 και η παρ. 3 του άρθρου 125 του ν. 4446/2016 (Α’ 240) τροποποιούνται ως προς το χρονικό εύρος που αφορά η χορήγηση αποδεικτικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας και το άρθρο 125 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 125 Χορήγηση αποδεικτικών φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας και Πιστοποιητικών Φόρου Ακίνητης Περιουσίας και Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» και άλλα συναφή θέματα

1. Χορηγούνται στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» αποδεικτικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για χρονικό διάστημα εβδομήντα οκτώ (78) μηνών από την 22η Δεκεμβρίου του έτους 2016 κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, ώστε να καταστεί δυνατή η λειτουργία και η δραστηριότητά της. Εφόσον τα ανωτέρω αποδεικτικά χορηγούνται για την είσπραξη χρημάτων, περιλαμβάνουν τον όρο της παρακράτησης ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%) επί του εισπραττόμενου ποσού.

2. Για τις ανάγκες σύνταξης συμβολαιογραφικής πράξης πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας ή προσυμφώνου των δύο (2) γηπέδων, που βρίσκονται στη θέση «Βλύχα» ή «Στενά» ή «Φαρδιά Βλύχα» του Δήμου Ελευσίνας της Περιφερειακής Ενότητας Δυτικής Αττικής της Περιφέρειας Αττικής, συνολικής έκτασης, κατά μεν τον τίτλο κτήσεως, μέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων ενενήντα οκτώ χιλιάδων τριακοσίων δύο (498.302,00), κατά δε το κτηματολόγιο, μέτρων τετραγωνικών τετρακοσίων πενήντα μίας χιλιάδων πεντακοσίων ογδόντα εννέα (451.589,00), τεμνόμενης, της συνολικής εκτάσεως, από την παλαιά Εθνική Οδό Αθηνών Κορίνθου, και ειδικότερα εκτάσεως, κατά τον άνω τίτλο κτήσης, του μεν Α γηπέδου μέτρων τετραγωνικών εκατόν σαράντα μίας χιλιάδων εκατόν ενενήντα έξι (141.196,00), κατά δε το κτηματολόγιο μέτρων τετραγωνικών εκατόν είκοσι τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (124.400,00), του δε Β γηπέδου, κατά τον άνω τίτλο κτήσης, μέτρων τριακοσίων πενήντα επτά χιλιάδων εκατόν έξι (357.106,00), κατά δε το κτηματολόγιο μέτρων τετραγωνικών τριακοσίων είκοσι επτά χιλιάδων εκατόν ογδόντα εννέα (327.189,00), ή της όποιας έκτασης αυτών προκύψει από τη νεώτερη καταμέτρησή τους, τα οποία ανήκουν κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.», χορηγούνται, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, αποδεικτικά φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας για χρονικό διάστημα εβδομήντα οκτώ (78) μηνών από την 22η Δεκεμβρίου του έτους 2016, υπό τον όρο παρακράτησης υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσοστού επτά τοις εκατό (7%) επί του συμφωνημένου τιμήματος κατά την καταβολή αυτού. Το ποσό της παρακράτησης αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο από τον συμβολαιογράφο εντός τριών (3) ημερών από την καταβολή του συμφωνημένου τιμήματος. Επίσης, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής και ειδικής διάταξης, χορηγούνται, για χρονικό διάστημα εβδομήντα οκτώ (78) μηνών από την 22η Δεκεμβρίου του έτους 2016, στην ως άνω εταιρεία, πιστοποιητικά της Φορολογικής Διοίκησης, με τα οποία βεβαιώνεται ότι η όλη ως άνω αναφερόμενη έκταση, ήτοι αμφότερα τα γήπεδα, περιλαμβάνονται στις δηλώσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας, καθώς και του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.). Τα δύο (2) ως άνω αναφερόμενα γήπεδα μπορούν να μεταβιβαστούν ή να επιβαρυνθούν με εμπράγματα βάρη και εξασφαλίσεις, αποκλειστικά υπέρ του προς όντα η μεταβίβαση των άνω ακινήτων ή υπέρ του εκ προσυμφώνου αγοραστή, σύμφωνα με την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 126, είτε ενιαίως ως ένα ακίνητο είτε τμηματικά ως πλείονα ακίνητα. Από το ποσοστό επτά τοις εκατό (7%) του συμφωνημένου τιμήματος, που παρακρατείται σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, εξοφλούνται κατά προτεραιότητα οι αναλογούντεςστα αναφερόμενα στο ίδιο εδάφιο ακίνητα, Φόρος Ακίνητης Περιουσίας και Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.).

3. Για χρονικό διάστημα εβδομήντα οκτώ (78) μηνών από την 22η Δεκεμβρίου του έτους 2016 πάσης φύσεως επιχορηγήσεις και καταβολές προς την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜΥΝΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ Α.Β.Ε.Ε.» δεν δύνανται να συμψηφιστούν αυτεπαγγέλτως με οφειλές αυτής προς το Δημόσιο, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε Ασφαλιστικούς Οργανισμούς και σε Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού.»

Άρθρο 50
Προσωρινή μεταφορά έδρας προξενικής Αρχής λόγω ένοπλης σύρραξης ή φυσικών καταστροφών Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 308 ν. 4781/2021
Στην παρ. 4 του άρθρου 308 του ν. 4781/2021 (Α’ 31) προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Με διάταγμα, το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εξωτερικών, μπορεί να μεταβληθεί η περιφέρεια αρμοδιότητας έμμισθης ή άμισθης προξενικής Αρχής ή η έδρα της στην ίδια χώρα. Σε περίπτωση ένοπλης σύρραξης ή απρόσμενων φυσικών καταστροφών, η έδρα της προξενικής Αρχής δύναται να μεταφέρεται προσωρινά εντός της ίδιας περιφέρειας αρμοδιότητας, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών.»

ΜΕΡΟΣ Δ’
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 51
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.