NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 4937 ΦΕΚ Α 106/2.6.2022

Ψηφιοποίηση των διαδικασιών επιδόσεων εγγράφων και αποδέσμευση της Ελληνικής Αστυνομίας από τη διενέργεια επιδόσεων εγγράφων της ποινικής και πολιτικής δίκης και λοιπές επείγουσες διατάξεις.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΜΕΡΟΣ Α΄ ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Άρθρο 1 Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 138 ΚΠΔ

Άρθρο 2 Επίδοση Αντικατάσταση άρθρου 155 ΚΠΔ Άρθρο 3 Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά

μέσα ή φυσικό τρόπο Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 4 άρθρου 156 ΚΠΔ

Άρθρο 4 Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 157 ΚΠΔ

Άρθρο 5 Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς Τροποποίηση άρθρου 158 ΚΠΔ

Άρθρο 6 Επίδοση σε όσους κρατούνται Τροποποίηση άρθρου 159 ΚΠΔ

Άρθρο 7 Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται Τροποποίηση άρθρου 161 ΚΠΔ

Άρθρο 8 Το αποδεικτικό της επίδοσης Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 162 ΚΠΔ

Άρθρο 9 Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα Γνωστοποίηση διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα Τροποποίηση άρθρου 217 ΚΠΔ

Άρθρο 10 Εξέταση κατηγορουμένου Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 273 ΚΠΔ

Άρθρο 11 Περάτωση της κύριας ανάκρισης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 308 ΚΠΔ

Άρθρο 12 Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 309 ΚΠΔ

Άρθρο 13 Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία Τροποποίηση περ. ε΄ παρ. 1 άρθρου 321 ΚΠΔ

Άρθρο 14 Όργανα επίδοσης Τροποποίηση άρθρου 122 ΚΠολΔ

ΜΕΡΟΣ Β΄ ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄: ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 15 Κάλυψη δαπανών Υπηρεσίας Εναερίων Μέσων Σωμάτων Ασφαλείας

Άρθρο 16 Κάλυψη λειτουργικών και επιχειρησιακών αναγκών των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος, καθώς και των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αρωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος από τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 54 ν. 4662/2020

Άρθρο 17 Ποσοστά εισαγομένων στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 7 ν. 3686/2008

Άρθρο 18 Τροποποίηση ελάχιστου ύψους για την κατάταξη προσωπικού της πρώην δημοτικής αστυνομίας που έχει ενταχθεί στην κατηγορία των ειδικών φρουρών της Ελληνικής Αστυνομίας Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 26 ν. 4456/2017

Άρθρο 19 Εξάμηνο κατάταξης στη Σχολή Αξιωματικών και εισαγωγή στη Σχολή Αστυφυλάκων υιοθετηθέντων από τη Βουλή των Ελλήνων τέκνων μελών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των υπαλλήλων που υπηρετούν στα καταστήματα κράτησης και στο Ίδρυμα Αρωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου που έχασαν τη ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 1 ν. 2226/1994

Άρθρο 20 Προσθήκη ορισμού έννοιας «εμπρηστικός μηχανισμός» Προσθήκη περ. κδ΄ στην παρ. 1 του άρθρου 1 ν. 2168/1993

Άρθρο 21 Προϋποθέσεις κατ’ εξαίρεση οπλοφορίας Αστυνομικών Τροποποίηση περ. α΄ παρ. 4 άρθρου 2 ν. 3169/2003

Άρθρο 22 Αποδέσμευση υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας από τη βεβαίωση γνησίου υπογραφής και από την επικύρωση αντιγράφων Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 11 ν. 2690/1999

Άρθρο 23 Δυνατότητα μετατροπής αδειών οδήγησης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 16 ν. 3710/2008

Άρθρο 24 Εξαίρεση από την εφαρμογή του άρθρου 38 ν. 1884/1990 Εφαρμογή της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας

Άρθρο 25 Υποχρέωση τήρησης μέτρων ασφαλείας από τους φορείς άσκησης οικονομικής δραστηριότητας Αντικατάσταση παρ. 9 και 11 άρθρου 12 ν. 1481/1984

Άρθρο 26 Επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της υπ’ αριθμ. 5Α/2011 Αστυνομικής Διάταξης

Άρθρο 27 Παράταση ισχύος συμβάσεων καθαριότητας Υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας

Άρθρο 28 Καθήκοντα ειδικών φρουρών Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 18 ν. 4777/2021

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Άρθρο 29 Μεταγωγή καταδίκων κρατουμένων στα αγροτικά καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 41 ν. 4356/2015

Άρθρο 30 Ρύθμιση θεμάτων του Σώματος Επιθεώρησης και Ελέγχου των καταστημάτων κράτησης Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 2 και τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 3 ν. 3090/2002

Άρθρο 31 Ανανέωση των επαγγελματικών αδειών οδήγησης των υπαλλήλων της εξωτερικής φρούρησης των καταστημάτων κράτησης

Άρθρο 32 Μετάταξη ή απόσπαση υπαλλήλων καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αρωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου

Άρθρο 33 Κατ’ εξαίρεση τοποθέτηση προϊσταμένων σε θέσεις ευθύνης των καταστημάτων κράτησης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄: ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Άρθρο 34 Έξοδα διημέρευσης αστυνομικού προσωπικού Τροποποίηση περ. 1 και περ. 16 στο άρθρο 1 υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015

Άρθρο 35 Έξοδα διανυκτέρευσης αστυνομικού προσωπικού Τροποποίηση περ. α΄ παρ. 1 άρθρου 10 υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015

Άρθρο 36 Δαπάνες μετακίνησης αστυνομικού προσωπικού Τροποποίηση περ. Α παρ. 2 άρθρου 11 υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015

Άρθρο 37 Έξοδα διημέρευσης αστυνομικού προσωπικού Προσθήκη άρθρου 15 Α΄ στην υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015 (Α΄ 94)

Άρθρο 38 Εποπτεία και παρακολούθηση της λειτουργίας του συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κατάδικων και κρατουμένων σε άδεια

Άρθρο 39 Εκκαθάριση, τακτοποίηση και ενταλματοποίηση δαπανών της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη

ΜΕΡΟΣ Γ΄: ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΛΟΙΠΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ

Άρθρο 40 Παράταση θητείας Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας

Άρθρο 41 Παράταση ισχύος των ρυθμίσεων για την αποζημίωση ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων για μετακίνηση σε νοσοκομεία της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας, την κάλυψη κενών ενεργού (εικοσιτετράωρης) εφημερίας σε νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και την αποζημίωση των πρόσθετων ενεργών εφημεριών

Άρθρο 42 Εξουσιοδοτική διάταξη για την εφαρμογή των άρθρων 88, 89 και 90 ν. 4850/2021 Τροποποίηση άρθρου 91 ν. 4850/2021

Άρθρο 43 Συμβάσεις υπηρεσιών φύλαξης των κτιρίων των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων

Άρθρο 44 Δυνατότητα παράτασης ατομικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την καθαριότητα του Πανεπιστημίου Πατρών

Άρθρο 45 Μεταφορά μαθητών προτύπων και πειραματικών σχολείων Τροποποίηση άρθρου 186 ν. 3852/2010

Άρθρο 46 Πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών των Κέντρων Διά Βίου Μάθησης Τροποποίηση περ. β) παρ. 17 άρθρου 169 ν. 4763/2020

ΜΕΡΟΣ Δ΄: ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 47 Καταργούμενη διάταξη

ΜΕΡΟΣ Ε΄: ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 48 Έναρξη ισχύος

ΜΕΡΟΣ Α΄
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ ΕΠΙΔΟΣΕΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ

Άρθρο 1
Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 138 ΚΠΔ
Η παρ. 3 του άρθρου 138 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄96, ΚΠΔ) τροποποιείται με την προσθήκη του ηλεκτρονικού τρόπου ειδοποίησης των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους επί της εισαγγελικής προτάσεως σε παρεμπίπτοντα ζητήματα, προστίθενται στην ίδια παράγραφο δεύτερο και τρίτο εδάφιο και το άρθρο 138 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 138 Διαδικασία έκδοσης απόφασης, βουλεύματος και διάταξης

1. Πριν από κάθε απόφαση ή διάταξη του δικαστή που εκδίδεται κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο παίρνουν τον λόγο σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου ο εισαγγελέας, καθώς και οι παρόντες διάδικοι. Τα βουλεύματα του δικαστικού συμβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά, όταν η εμφάνισή του στο συμβούλιο προβλέπεται από τον νόμο. Ο νόμος ορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να ακουστούν οι διάδικοι πριν εκδοθεί το βούλευμα ή η διάταξη του ανακριτή.

2. Η παράβαση της προηγούμενης παραγράφου συνεπάγεται την ακυρότητα της απόφασης, του βουλεύματος και της διάταξης.

3. Αντίγραφο της πρότασης επί παρεμπιπτόντων ζητημάτων μπορούν να λάβουν οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους μετά από αίτησή τους, αφού ειδοποιηθούν, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω και τηλεφωνικά, μόνο όταν αυτή αφορά τα δικονομικά μέτρα του άρθρου 282 ή διαφωνία κατ’ άρθρο 307 ή αίτημα διαδίκου, οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον ανακριτή ή στο συμβούλιο, μετά παρέλευση είκοσι τεσσάρων (24) ωρών. Η ειδοποίηση αποδεικνύεται από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εκτύπωση του οποίου επισυνάπτεται στη δικογραφία. To αντίγραφο του μηνύματος αποστέλλεται στην ως άνω διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. »

Άρθρο 2
Επίδοση Αντικατάσταση άρθρου 155 ΚΠΔ
Το άρθρο 155 ΚΠΔ αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 155 Επίδοση

1. H επίδοση στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα, διενεργείται με ηλεκτρονικά μέσα. Το προς επίδοση έγγραφο εκδίδεται μέσω της Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης της Δημόσιας Διοίκησης (gov.grΕΨΠ) και φέρει τα χαρακτηριστικά της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184), καθώς και τα στοιχεία του αρμόδιου για την έκδοσή του οργάνου. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα συντελείται με ηλεκτρονική αποστολή του εγγράφου από επιμελητή ποινικών πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών ή δικαστικό υπάλληλο στην ψηφιακή θυρίδα του πολίτη στην Eνιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.grΕΨΠ) ή σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι καταχωρημένη σε φορείς του δημόσιου τομέα, ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 273. Αν ο ενδιαφερόμενος διάδικος έχει διορίσει συνήγορο ή αντίκλητο, η επίδοση γίνεται παράλληλα και στον διορισμένο συνήγορο ή αντίκλητο.

Η ανωτέρω επίδοση στον ενδιαφερόμενο διάδικο ή μάρτυρα γνωστοποιείται ταυτόχρονα με μήνυμα που αποστέλλεται σε αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που έχει καταχωρηθεί στην ανωτέρω ψηφιακή θυρίδα ή σε αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας που έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του διαδίκου ή μάρτυρα σύμφωνα με τα άρθρα 217 και 273. Το μήνυμα αποστέλλεται εκ νέου αυτόματα μετά την πάροδο σαράντα οκτώ (48) ωρών από την πρώτη αποστολή.

2. Αν η επίδοση δεν είναι εφικτή σύμφωνα με την παρ. 1 ή συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του αρμόδιου εισαγγελέα που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, διενεργείται φυσική επίδοση με παράδοση του εγγράφου στα χέρια του ενδιαφερομένου διαδίκου ή μάρτυρα, από επιμελητή ποινικών πολιτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών ή δικαστικό επιμελητή. Με τη διαδικασία της φυσικής επίδοσης καλούνται ο κατηγορούμενος και ο υποστηρίζων την κατηγορία που έχουν υπερβεί το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους κατά τον χρόνο της επίδοσης, εκτός από την περίπτωση εκείνη, κατά την οποία ο κατηγορούμενος έχει ζητήσει να καλείται αποκλειστικά στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχει δηλώσει κατά την εξέτασή του, σύμφωνα με το άρθρο 273. Όταν υφίσταται αντικειμενική αδυναμία επίδοσης με τους ανωτέρω τρόπους ή συντρέχουν όλως εξαιρετικοί λόγοι κατά την κρίση του αρμοδίου εισαγγελέα, η επίδοση δύναται να διενεργείται από όργανο της δημόσιας δύναμης. Αν αυτός που κάνει την επίδοση δεν βρίσκει τον ενδιαφερόμενο στον τόπο της διαμονής ή της κατοικίας του ή του καταστήματος ή στον τόπο όπου εργάζεται τούτος, εγχειρίζει το έγγραφο σε κάποιον από εκείνους που, έστω και προσωρινά, διαμένουν μαζί του ή στους οικιακούς βοηθούς του ή στον θυρωρό της κατοικίας που μένει ή στον διευθυντή ή σε κάποιον από όσους εργάζονται στον ίδιο τόπο. Από όλους τους παραπάνω εξαιρούνται όσοι κατά την ανέλεγκτη αντίληψη αυτού που κάνει την επίδοση είναι νεότεροι των δεκαοκτώ (18) ετών ή ψυχικά ασθενείς ή τελούντες προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας. Εξαιρούνται επίσης οι παθόντες από το έγκλημα, όταν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο, και αντιστρόφως. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στα εδάφια τέταρτο και πέμπτο είναι υποχρεωμένα να παραδώσουν στον ενδιαφερόμενο το έγγραφο που τους επιδόθηκε χωρίς καμιά χρονοτριβή. Η επίδοση βουλευμάτων, αποφάσεων και ποινικών διαταγών μπορεί να γίνει και με παράδοση του σχετικού εγγράφου στον ενδιαφερόμενο σε ψηφιακή μορφή, η γνησιότητα του περιεχομένου του οποίου θα πιστοποιείται με προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η παράδοση του πιο πάνω εγγράφου συνοδεύεται με την παράδοση στα χέρια του ενδιαφερομένου έκθεσης, στην οποία θα αναφέρονται το είδος του επιδιδομένου εγγράφου και ο λόγος για τον οποίο αυτό επιδίδεται.

3. Αν ένα από τα πρόσωπα της παρ. 2 αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο, αυτός που κάνει την επίδοση το επικολλά, αφού πρώτα το εσωκλείει σε φάκελο τον οποίο σφραγίζει, στην πόρτα της κατοικίας ή του διαμερίσματος ή, προκειμένου για ξενοδοχείο ή οικοτροφείο, στην πόρτα του δωματίου, όπου διαμένει ο ενδιαφερόμενος ή στην πόρτα του τόπου εργασίας του. Αν δεν βρεθεί στην κατοικία του ο ενδιαφερόμενος ή ο σύνοικος ή ο οικιακός βοηθός ή θυρωρός, όποιος κάνει την επίδοση επικολλά τον ως άνω φάκελο στην πόρτα της κατοικίας. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος, ποινικής διαταγής ή απόφασης σε ψηφιακή μορφή, αυτός που κάνει την επίδοση επικολλά σφραγισμένο φάκελο, που περιέχει την προβλεπόμενη στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 έκθεση, μαζί με το έγγραφο σε ψηφιακή μορφή. Αν η θυροκόλληση έγινε επειδή τα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 2 αρνήθηκαν να πάρουν το επιδιδόμενο έγγραφο ή απουσίαζαν ή δεν υπήρχαν, επιδίδεται αντίγραφο του εγγράφου αυτού στον διορισμένο αντίκλητο του ενδιαφερομένου διαδίκου, ανεξάρτητα αν ο διορισμός του ήταν ή όχι υποχρεωτικός από τον νόμο. Σε αυτή την περίπτωση τα αποτελέσματα αρχίζουν από την τελευταία χρονικά επίδοση. Η πραγματική αναζήτηση της κατοικίας ή της διαμονής του κατηγορουμένου, εφόσον δεν έχει δηλωθεί κατά τα άρθρα 156 και 273, γίνεται με κάθε πρόσφορο μέτρο, τουλάχιστον με βάση τη διεύθυνση που έχει δηλώσει στην τελευταία φορολογική του δήλωση και τα σχετικά στοιχεία που είναι καταχωρισμένα στα πληροφοριακά συστήματα του Υπουργείου Οικονομικών.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης εξειδικεύονται οι όροι, η διαδικασία και ο τρόπος επίδοσης εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα, η δημιουργία ηλεκτρονικής υπηρεσίας, ο τρόπος εισόδου και αυθεντικοποίησης των χρηστών της ηλεκτρονικής υπηρεσίας, οι τεχνικές προδιαγραφές για τη διασφάλιση της λήψης του μηνύματος, ο τρόπος αποστολής των μηνυμάτων, οι φορείς του δημόσιου τομέα από τούς οποίους αντλούνται οι δηλωθείσες ηλεκτρονικές διευθύνσεις και καθορίζεται κάθε άλλη αναγκαία, τεχνική ή άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος.».

Άρθρο 3
Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα ή φυσικό τρόπο Τροποποίηση παρ. 1, 2 και 4 άρθρου 156 ΚΠΔ
Στο άρθρο 156 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται ο τίτλος, προκειμένου να συμπληρωθεί η περίπτωση επίδοσης σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα, β) τροποποιείται η παρ. 1 με την πρόβλεψη της διαδικασίας της ηλεκτρονικής επίδοσης, γ) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 με την προσθήκη της αναφοράς στη μεταβολή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας και δ) στην παρ. 4, δα) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο προς τον σκοπό εναρμόνισης με την παρ. 1, και δβ) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο για τις επιδόσεις με ηλεκτρονικό τρόπο στον διορισμένο συνήγορο στην περίπτωση κατοικίας ή διαμονής του διαδίκου στην αλλοδαπή και το άρθρο 156 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 156 Επίδοση σε κατηγορούμενο με ηλεκτρονικά μέσα ή φυσικό τρόπο

1. Ωσότου η απόφαση γίνει αμετάκλητη, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο αν η επίδοση γίνει α) στην ψηφιακή θυρίδα του πολίτη στην Eνιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.grΕΨΠ) ή σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι καταχωρημένη σε φορείς του δημόσιου τομέα, ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του σύμφωνα με το άρθρο 273 και η γνωστοποίηση με μήνυμα αποστέλλεται ταυτόχρονα με την επίδοση σε δηλωθέντα αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155, β) με φυσικό τρόπο στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε τελευταία από τον ίδιο ή τον συνήγορό του κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση ή την ανάκριση ή με προφορική δήλωση στη διαδικασία στο ακροατήριο ή που αναγράφεται στην έκθεση ή στο δικόγραφο άσκησης του ενδίκου ή οιονεί ενδίκου μέσου ή της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης ή στη δήλωση αναίρεσης της παρ. 2 του άρθρου 473, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας του πριν από την επίδοση, κατά την επόμενη παράγραφο. Η δήλωση αναίρεσης του κατηγορουμένου ή αντίγραφο αυτής επισυνάπτεται στην οικεία δικογραφία με μέριμνα του γραμματέα της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου.

2. Η μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας μπορεί να γίνει είτε με νεότερη δήλωση του ιδίου ή του συνηγόρου του, με κάποιον από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 τρόπους είτε με χωριστή δήλωση, που αναγράφει την τελευταία διεύθυνση, η οποία πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί, μετά δε την έκδοση της απόφασης στον εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Επάνω στη δήλωση μεταβολής της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής, συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή της, η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό αλφαβητικό ευρετήριο που τηρείται στο γραφείο του εισαγγελέα. Αντίγραφο της δήλωσης μαζί με τη σχετική έκθεση για την παράδοσή της εντάσσεται χωρίς χρονοτριβή στην οικεία δικογραφία.

3. Αν η διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που δηλώθηκε τελευταία από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής, οι επιδόσεις γίνονται στην τελευταία υπαρκτή και πλήρη διεύθυνση που δηλώθηκε από αυτόν. Αν ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε κατά τις προηγούμενες παραγράφους τη διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του ή αν καμία από τις σχετικές δηλώσεις του δεν αφορά σε υπαρκτή και πλήρη διεύθυνση και παράλληλα συντρέχει άρνηση του κατηγορουμένου να δηλώσει τη διεύθυνσή του κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση ή την ανάκριση ή στη διαδικασία στο ακροατήριο, οι επιδόσεις γίνονται στον γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν έχει διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνονται μόνο σε αυτόν.

4. Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή,οι επιδόσεις που αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 1, γίνονται μόνο στον συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρθρο 89 παρ. 2, και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Η επίδοση στον συνήγορο ή αντίκλητο μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 155. Αν ο κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η αυτεπάγγελτη προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο.».

Άρθρο 4
Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 157 ΚΠΔ
Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 157 ΚΠΔ τροποποιούνται με τη διεύρυνση του τρόπου έρευνας στα ψηφιακά δεδομένα και στα καταχωρημένα στοιχεία στα πληροφοριακά συστήματα του Ελληνικού Δημοσίου όταν ο καθ’ ου η επίδοση απουσιάζει από τον τόπο κατοικίας του και η διαμονή του είναι άγνωστη και το άρθρο 157 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 157 Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής

1. Αν το πρόσωπο στο οποίο πρόκειται να γίνει επίδοση απουσιάζει από τον τόπο της κατοικίας του και η διαμονή του φέρεται άγνωστη ή εξαρχής είναι άγνωστος ο τόπος κατοικίας ή διαμονής του, αυτός που κάνει την επίδοση ερευνά στον τηλεφωνικό κατάλογο, σε επαγγελματικούς καταλόγους, στα ψηφιακά ή φυσικά δεδομένα της ίδιας δικαστικής ή φορολογικής αρχής, η οποία υποχρεούται να τα γνωστοποιήσει, στο οικογενειακό και επαγγελματικό περιβάλλον του αποδέκτη της επίδοσης, για να διαπιστώσει τη διαμονή του. Αν από την έρευνα αυτή η διαμονή παραμένει άγνωστη και τα καταχωρημένα στοιχεία στα πληροφοριακά συστήματα του Ελληνικού Δημοσίου δεν επαρκούν για να γίνει επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα, η επίδοση του εγγράφου γίνεται στο σύζυγό του ή, αν δεν υπάρχει σύζυγος, σε έναν από τους γονείς τα τέκνα ή τους αδελφούς. Τα τρίτα αυτά πρόσωπα δεν πρέπει κατά την ανέλεγκτη αντίληψη εκείνου που ενεργεί την επίδοση να έχουν ηλικία κατώτερη των δεκαοκτώ (18) ετών, ούτε να είναι ψυχικά ασθενή ή να τελούν προφανώς υπό την επήρεια οινοπνεύματος ή ανάλογης ουσίας, ούτε να είναι παθόντες από το έγκλημα, αν η επίδοση πρόκειται να γίνει στον κατηγορούμενο και αντιστρόφως.

2. Αν δεν βρεθεί κανείς από τους παραπάνω συγγενείς στον τόπο της κατοικίας του αποδέκτη της επίδοσης, αυτή γίνεται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου στην περιφέρεια του οποίου διενεργείται ή έχει διενεργηθεί η ανάκριση ή προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του.».

Άρθρο 5
Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς Τροποποίηση άρθρου 158 ΚΠΔ
Στο άρθρο 158 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές α) η υφιστάμενη παράγραφος αριθμείται ως παρ. 1, β) στο τρίτο εδάφιο της παρ. 1 η λέξη «ατμοπλοϊκής» αντικαθίσταται από τη λέξη «ναυτιλιακής», γ) προστίθεται νέα παρ. 2 περί μη εφαρμογής των διατάξεων της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα στους στρατιωτικούς και στους υπηρετούντες στο εμπορικό ναυτικό ή στην πολιτική αεροπορία και το άρθρο 158 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 158 Επίδοση σε στρατιωτικούς και λοιπούς

1. Αν αυτός στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις ή στα σώματα ασφαλείας γενικά, η επίδοση γίνεται στον ίδιο προσωπικά και αν τούτο είναι ανέφικτο, διαμέσου του αμέσως προϊσταμένου του. Η επίδοση σε όσους ανήκουν στο εμπορικό ναυτικό ή στην πολιτική αεροπορία γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 155. Συγχρόνως όμως ανακοινώνεται στον διευθυντή της ναυτιλιακής ή της αεροπορικής εταιρίας του αποδέκτη της επίδοσης.

2. Οι διατάξεις περί επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις του παρόντος.».

Άρθρο 6
Επίδοση σε όσους κρατούνται Τροποποίηση άρθρου 159 ΚΠΔ
Στο άρθρο 159 ΚΠΔ προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο περί μη εφαρμογής των διατάξεων της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα στους κρατουμένους σε καταστήματα κράτησης και το άρθρο 159 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 159 Επίδοση σε όσους κρατούνται

Αν ο ενδιαφερόμενος κρατείται στη φυλακή ή σε άλλον καθορισμένο για την κράτηση τόπο, η επίδοση γίνεται στον τόπο αυτόν με κάποιον από τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης. Σε αυτήν την περίπτωση ως σύνοικοι του ενδιαφερομένου κατά την έννοια αυτού του άρθρου θεωρούνται ο διευθυντής της φυλακής ή του καταστήματος ή ο αναπληρωτής τους. Οι διατάξεις περί επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα δεν τυγχάνουν εφαρμογής.».

Άρθρο 7
Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται Τροποποίηση άρθρου 161 ΚΠΔ
Στο άρθρο 161 ΚΠΔ προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο στο οποίο προβλέπεται η ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται στην κεφαλίδα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στην περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα και το άρθρο 161 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 161 Ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου που επιδίδεται

Όποιος επιδίδει έγγραφο οφείλει να ανακοινώνει το περιεχόμενο του εγγράφου στον ενδιαφερόμενο και να αναγράφει το γεγονός στο επιδοτήριο. Η παράλειψη της υποχρέωσης αυτής συνεπάγεται την πειθαρχική τιμωρία του υπαιτίου. Σε περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, με την ανωτέρω ανακοίνωση ισοδυναμεί η αναγραφή του γεγονότος στην κεφαλίδα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.».

Άρθρο 8
Το αποδεικτικό της επίδοσης Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 162 ΚΠΔ
Στο άρθρο 162 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 και στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 διορθώνονται οι παραπομπές στο άρθρο 155, β) προστίθεται νέα παρ. 4 με την οποία ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το αποδεικτικό επίδοσης σε περίπτωση ψηφιακής επίδοσης και το άρθρο 162 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 162 Το αποδεικτικό της επίδοσης

1. Για την επίδοση που ενεργείται σύμφωνα με τα άρθρα 155 160, εκείνος που την ενεργεί οφείλει να συντάξει αποδεικτικό στον τόπο όπου αυτή γίνεται. Στο αποδεικτικό σημειώνεται, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και, αν πρόκειται για κλητήριο θέσπισμα ή κλήση του κατηγορουμένου, ο αριθμός αυτού, ο καλών εισαγγελέας, ως και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο. Το αποδεικτικό υπογράφεται από το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Αν το πρόσωπο αυτό δηλώσει ότι δεν ξέρει ή δεν μπορεί να υπογράψει, ή αν αρνηθεί, ή αν το έγγραφο που επιδίδεται επικολληθεί κατά την παρ. 3 του άρθρου 155, τα γεγονότα αυτά, καθώς και το ονοματεπώνυμο εκείνου που αρνήθηκε να το παραλάβει κατά την παρ. 3 του άρθρου 155, αναγράφονται στο αποδεικτικό. Στην περίπτωση αυτή προσλαμβάνεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση ένας μάρτυρας, του οποίου το ονοματεπώνυμο, η κατοικία και το επάγγελμα αναγράφονται στο αποδεικτικό. Ο μάρτυρας αυτός υπογράφει το αποδεικτικό, αν ξέρει γράμματα.

2. Αυτός που επιδίδει οφείλει επίσης σε κάθε περίπτωση να σημειώσει στο έγγραφο τη χρονολογία και τον τόπο της επίδοσης, καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε, και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη. Σε περίπτωση επίδοσης βουλεύματος ή απόφασης με παράδοση σε ψηφιακή μορφή, η σημείωση του προηγούμενου εδαφίου διενεργείται επί της εκθέσεως του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 155.

3. Η επίδοση μπορεί να αποδεικνύεται και με απόδειξη παραλαβής η οποία συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του εγγράφου που επιδίδεται και υπογράφεται από αυτόν προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή από σύνοικό του. Η απόδειξη συντάσσεται από τα όργανα της επίδοσης ή από τους υπαλλήλους της γραμματείας για τις επιδόσεις που γίνονται μέσα στα δικαστικά καταστήματα και περιέχει απαραιτήτως το ονοματεπώνυμο εκείνου που επιδίδει και εκείνου που παραλαμβάνει το έγγραφο, καθώς και τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης. Ο τόπος και η χρονολογία της επίδοσης σημειώνεται και στο έγγραφο που παραδίδεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 2, αλλιώς η επίδοση είναι άκυρη.

4. Σε περίπτωση επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, με αποδεικτικό επίδοσης ισοδυναμεί εκτύπωση του εγγράφου που έχει αποσταλεί σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155, η οποία περιλαμβάνει με ποινή ακυρότητας της επίδοσης α) τα στοιχεία του καλούντος εισαγγελέα, εκείνου που επιδίδει και του παραλήπτη, β) το είδος και τα χαρακτηριστικά του εγγράφου που επιδόθηκε, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020 (Α΄184) και γ) την ημεροχρονολογία και ακριβή ώρα των ψηφιακών αποστολών του εγγράφου και των αντίστοιχων τηλεφωνικών μηνυμάτων ειδοποίησης.».

Άρθρο 9
Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα Γνωστοποίηση διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα Τροποποίηση άρθρου 217 ΚΠΔ
Στο άρθρο 217 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται ο τίτλος, προκειμένου να προστεθεί η γνωστοποίηση της διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα, β) στο πρώτο εδάφιο προστίθενται νέα στοιχεία με τα οποία εξακριβώνεται η ταυτότητα του μάρτυρα, γ) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως προς τη γνωστοποίηση της διαδικασίας επίδοσης των εγγράφων της δίκης με ηλεκτρονικά μέσα και το άρθρο 217 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 217 Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα Γνωστοποίηση διαδικασίας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα

Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, την ηλικία του, τον τόπο της γέννησης και κατοικίας του, τα στοιχεία της ταυτότητάς του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριό του, τον αριθμό φορολογικού μητρώου, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τον αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας του. Επίσης, καλείται να δηλώσει αν τυχόν είναι συγγενής με τον κατηγορούμενο ή με όποιον αδικήθηκε και, αν υπάρχει ανάγκη, του υποβάλλονται ερωτήσεις για κάθε περιστατικό που θα μπορούσε να διαφωτίσει εκείνον που διεξάγει την εξέταση για τις σχέσεις του μάρτυρα με τα παραπάνω πρόσωπα και για τον βαθμό αξιοπιστίας της μαρτυρίας του. Παράλληλα ενημερώνεται ότι μπορεί να λαμβάνει εγκαίρως γνώση των εγγράφων της δίκης, τα οποία του επιδίδονται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 155.».

Άρθρο 10
Εξέταση κατηγορουμένου Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 273 ΚΠΔ
Στην παρ. 1 του άρθρου 273 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο της περ. α) προστίθενται νέα στοιχεία με τα οποία εξακριβώνεται η ταυτότητα του κατηγορουμένου ενώπιον των δικαστικών αρχών, β) στην περ. α) προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως προς τη γνωστοποίηση της δυνατότητας επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα των εγγράφων της δίκης και γ) στην περ. γ) προστίθεται η υποχρέωση του κατηγορουμένου να δηλώνει και τη μεταβολή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας και το άρθρο 273 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 273 Εξέταση κατηγορουμένου

1. α) Όταν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί ενώπιον του ανακριτή ή του εισαγγελέα ή του ειρηνοδίκη ή των ανακριτικών υπαλλήλων του άρθρου 31, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του από το δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας ή από το διαβατήριό του, προσκαλώντας τον ταυτόχρονα να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, την ηλικία του, τον τόπο της γέννησης και κατοικίας του (πόλη, χωριό, συνοικία, οδό, αριθμό), τον αριθμό φορολογικού του μητρώου (ΑΦΜ), τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τον αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας. Αν δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό.

Τα στοιχεία αυτά καταχωρίζονται στην έκθεση της απολογίας. Παράλληλα, ενημερώνεται ότι μπορεί να λαμβάνει εγκαίρως γνώση των εγγράφων της δίκης, τα οποία του επιδίδονται και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 155.

β) Αν ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι δεν έχει δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο και δεν αμφισβητεί την ταυτότητα που του αποδίδεται, όποιος ενεργεί την εξέταση καταχωρίζει στην έκθεση της απολογίας το γεγονός αυτό, καθώς και τα κατά τη δήλωση του κατηγορουμένου στοιχεία της ταυτότητάς του, αποστέλλοντας αμέσως απόσπασμα του μέρους αυτού της έκθεσης στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη. Ο εισαγγελέας ελέγχει την ακρίβεια των στοιχείων της ταυτότητας που δηλώθηκαν.

γ) Εκείνος που ενεργεί την ανάκριση υπενθυμίζει στον κατηγορούμενο ή στον ύποπτο την υποχρέωσή του, να δηλώσει κάθε μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 156 και τις συνέπειες σε περίπτωση παράλειψης, μνημονεύοντας ρητά το γεγονός αυτό στην έκθεση της απολογίας.

2. Αφού εξακριβωθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου και του εξηγηθούν τα δικαιώματά του, εκείνος που ενεργεί την εξέτασή του εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια την πράξη για την οποία κατηγορείται και τον προσκαλεί να απολογηθεί και να υποδείξει τα μέσα της υπεράσπισής του. Ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί να απαντήσει. Επίσης έχει δικαίωμα να παραδώσει την απολογία του γραπτή. Σε αυτήν την περίπτωση όποιος ενεργεί την ανάκριση απευθύνει στον κατηγορούμενο τις απαραίτητες ερωτήσεις για να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο της έγγραφης απολογίας. Οι ερωτήσεις πρέπει να αναγράφονται ρητά στην έκθεση.

3. Οι διατάξεις των άρθρων 223 παρ. 2, 3 και 5 και 225 εφαρμόζονται και για την εξέταση κατηγορουμένων.».

Άρθρο 11
Περάτωση της κύριας ανάκρισης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 308 ΚΠΔ
Στην παρ. 2 του άρθρου 308 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές α) το πρώτο εδάφιο τροποποιείται με την αναφορά στην ενημέρωση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους για το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των οποίων η κύρια ανάκριση περατώνεται με βούλευμα του συμβουλίου πλημμελειοδικών, β) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως προς την αποστολή αντιγράφου της πρότασης στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, γ) στο τρίτο εδάφιο προστίθεται η απόδειξη της διαβίβασης της δικογραφίας σε περίπτωση ηλεκτρονικής ειδοποίησης, δ) προστίθεται τέταρτο εδάφιο ως προς τη σύντμηση της δεκαήμερης προθεσμίας για την ανωτέρω ενημέρωση σε περίπτωση κινδύνου άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης και το άρθρο 308 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 308 Περάτωση της κύριας ανάκρισης

1. Το τέλος της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών με βούλευμα. Για τον σκοπό αυτόν, τα έγγραφα διαβιβάζονται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα, ο οποίος, αν κρίνει ότι δεν χρειάζεται να τα επιστρέψει στον ανακριτή για να συμπληρωθεί η ανάκριση, μέσα σε δύο (2) μήνες ή, αν η φύση της υπόθεσης το επιβάλλει, μέσα σε τρεις (3) μήνες υποβάλλει πρόταση στο συμβούλιο για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του. Ο εισαγγελέας, εφόσον στη δικογραφία που του διαβιβάστηκε από τον ανακριτή μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης υπάρχουν κατηγορούμενοι κατά των οποίων έχει εκδοθεί ένταλμα προσωρινής κράτησης, οφείλει εντός μηνός να υποβάλει πρόταση στο συμβούλιο, για να παύσει οριστικά ή προσωρινά η δίωξη ή για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο ή για να μην απαγγελθεί κατηγορία εναντίον του.

2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε κατά την ανάκριση, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφό της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους. To αντίγραφο της πρότασης αποστέλλεται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. Στην περίπτωση αυτή η δικογραφία διαβιβάζεται στο δικαστικό συμβούλιο, αφού παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίηση, η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία, και σε περίπτωση ηλεκτρονικής ειδοποίησης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με εκτύπωση του μηνύματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που επισυνάπτεται στη δικογραφία. H υποχρέωση για την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας δεν ισχύει αν συντρέχει, κατά την κρίση του εισαγγελέα, κίνδυνος άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης, οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στο συμβούλιο, μετά την παρέλευση σαράντα οκτώ (48) ωρών.

3. Η κύρια ανάκριση στα πλημμελήματα περατώνεται και με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου δικαστηρίου με διαταγή του εισαγγελέα, εφόσον υπάρχει η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζεται και η διάταξη του άρθρου 322. Ο εισαγγελέας εφετών έχει δικαίωμα, αν δεχτεί την προσφυγή, να διατάξει είτε να υποβληθεί η προσφυγή στο συμβούλιο είτε να συμπληρωθεί η ανάκριση, που περατώνεται με βούλευμα του συμβουλίου. Η παρ. 1 του άρθρου 245 εφαρμόζεται αναλόγως. Το συμβούλιο πλημμελειοδικών αποφαίνεται για την συνέχιση ή όχι της προσωρινής κράτησης, καθώς και για την διατήρηση ή όχι των περιοριστικών όρων.

4. Στην περίπτωση της παρ. 1 ο ανακριτής οφείλει, πριν διαβιβάσει τη δικογραφία στον εισαγγελέα, να γνωστοποιήσει στους διαδίκους ότι ολοκληρώθηκε η ανάκριση, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχονται με τα άρθρα 100, 107 και 108. Οι διάδικοι έχουν το δικαίωμα να διορίσουν αντίκλητο δικηγόρο από τους διορισμένους στην έδρα του ανακριτή, και σε αυτόν γίνεται η γνωστοποίηση. Αν όμως οι διάδικοι κατοικούν έξω από την έδρα του ανακριτή, η γνωστοποίηση γίνεται μόνο αν έχουν διορίσει αντίκλητο.

5. Αν από την ανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, εφαρμόζονται αναλόγως τα εδάφια πρώτο, τέταρτο και πέμπτο της παρ. 3 του άρθρου 245».

Άρθρο 12
Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 309 ΚΠΔ
Στην παρ. 2 του άρθρου 309 ΚΠΔ επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο με την αναφορά στην ενημέρωση των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους για το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των οποίων η κύρια ανάκριση περατώνεται με απευθείας παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο κατόπιν σύμφωνης γνώμης του προέδρου εφετών, β) προστίθεται νέο δεύτερο εδάφιο ως προς την αποστολή αντιγράφου της πρότασης στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, γ) το νέο τρίτο εδάφιο τροποποιείται με την προσθήκη αναφοράς στην απόδειξη της ειδοποίησης των διαδίκων, δ) προστίθεται νέο τέταρτο εδάφιο με τη σύντμηση της δεκαήμερης προθεσμίας για την ανωτέρω ενημέρωση σε περίπτωση κινδύνου άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης και το άρθρο 309 ΚΠΔ διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 309 Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση

1. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων: του ν.δ. 86/1969, των νόμων 998/1979, 2168/1993, 2960/2001, 4002/2011 (άρθρο 52), 4139/2013, 4174/2013 και 4251/2014, καθώς και των άρθρων 374 και 380 ΠΚ εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς ή τριμελούς εφετείου, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. Οι διατάξεις των άρθρων 128 και 129 εφαρμόζονται αναλόγως και σε τούτη την περίπτωση.

2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας καταρτίσει σχετική πρόταση, πριν την υποβάλλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως τους διάδικους ή τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους, με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε κατά την ανάκριση, και αν δεν έχει δηλωθεί, έστω τηλεφωνικά, προκειμένου να λάβουν αντίγραφο της και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης υποβάλλοντας υπόμνημα με τις απόψεις τους. To αντίγραφο της πρότασης αποστέλλεται στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που δηλώθηκε από τον ενδιαφερόμενο διάδικο. Στην περίπτωση αυτή, αφού παρέλθουν δέκα (10) ημέρες από την ειδοποίηση, η οποία αποδεικνύεται με βεβαίωση του αρμόδιου γραμματέα της εισαγγελίας, που επισυνάπτεται στη δικογραφία, και σε περίπτωση ηλεκτρονικής ειδοποίησης με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και με εκτύπωση του μηνύματος του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών. H υποχρέωση για την τήρηση της ανωτέρω προθεσμίας δεν ισχύει αν συντρέχει, κατά την κρίση του εισαγγελέα, κίνδυνος άμεσης παραγραφής ή συμπλήρωσης των ανωτάτων ορίων προσωρινής κράτησης οπότε η δικογραφία διαβιβάζεται στον πρόεδρο εφετών, μετά την παρέλευση σαράντα οκτώ (48) ωρών. Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη, για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή.

3. Σε περίπτωση διαφωνίας του προέδρου εφετών ή όταν από την αρχή ο εισαγγελέας φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών.

4. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του παρόντος άρθρου ο πρόεδρος εφετών αποφαίνεται με διάταξη του, κατά της οποίας δεν χωρεί προσφυγή, για την διατήρηση ή μη της προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων ή της ισχύος του εντάλματος σύλληψης και την προσωρινή του κράτηση σε περίπτωση που θα συλληφθεί. Η παρ. 4 του άρθρου 315 εφαρμόζεται αναλόγως.

5. Αν υπάρχουν περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι, το συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο να αποφανθεί για όσους από αυτούς δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ή ως προς τους οποίους θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, οπότε η υπόθεση χωρίζεται. Επίσης, το ίδιο συμβούλιο είναι σε κάθε περίπτωση αρμόδιο να αποφανθεί και για τα συναφή εγκλήματα είτε πρόκειται για έναν είτε πρόκειται για περισσότερους κατηγορουμένους.».

Άρθρο 13
Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία Τροποποίηση περ. ε΄ παρ. 1 άρθρου 321 ΚΠΔ
Στην παρ. 1 του άρθρου 321 ΚΠΔ τροποποιείται η περ. ε) με την προσθήκη στα απαιτούμενα στοιχεία του κλητηρίου θεσπίσματος και των στοιχείων της παρ. 3 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184) στην περίπτωση της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα και το άρθρο 321 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 321 Περιεχόμενο του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Παραμονή δικογραφιών στα γραφεία

1. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα που εξέδωσε το θέσπισμα, στην περίπτωση δε της επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα πρέπει επιπλέον να φέρει τα στοιχεία της παρ. 3 του άρθρου 27 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184).

2. Η κλήση για την εμφάνιση (άρθρο 320) ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. Η ερήμην εκδίκαση ως συνέπεια της μη εμφάνισης του κατηγορουμένου πρέπει να αναγράφεται τόσο στο κλητήριο θέσπισμα όσο και στην κλήση.

3. Αντίγραφο του κλητήριου θεσπίσματος ή της κλήσης πρέπει να επιδίδεται σε κάθε περίπτωση στον παριστάμενο προς υποστήριξη της κατηγορίας.

4. Η τήρηση των διατάξεων των παρ. 1 και 2 εδάφιο α΄ και β΄ επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας του κλητηρίου θεσπίσματος και της κλήσης. Η μη τήρηση του εδαφίου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου αυτού έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της συζήτησης.

5. Η έλλειψη στοιχείου του κύρους του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης αποδεικνύεται από το κλητήριο θέσπισμα ή την κλήση που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο ή από το υπάρχον στην δικογραφία αντίτυπό του και σε έλλειψή του από το αποδεικτικό επίδοσης.

6. Από τη στιγμή που θα επιδοθεί στον κατηγορούμενο το κλητήριο θέσπισμα ή η κλήση για την εμφάνιση οι δικογραφίες και τα πειστήρια πρέπει να παραμένουν κατά τις εργάσιμες ώρες στο οικείο δικαστικό γραφείο. Ο παραβάτης τιμωρείται πειθαρχικά.».

Άρθρο 14
Όργανα επίδοσης Τροποποίηση άρθρου 122 ΚΠολΔ
Στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 122 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α΄ 182) διαγράφεται η αναφορά στο όργανο της ελληνικής αστυνομίας ή της δασοφυλακής και το άρθρο 122 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Η επίδοση κάθε εγγράφου γίνεται με δικαστικό επιμελητή διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του, όταν γίνεται η επίδοση, εκείνος προς τον οποίο αυτή απευθύνεται.

2. Οι επιδόσεις που γίνονται με την επιμέλεια του δικαστηρίου μπορούν να γίνουν και από ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από τον γραμματέα του δήμου.

3. Αν δεν υπάρχει δικαστικός επιμελητής στον τόπο της επίδοσης ή αν κατά την κρίση του εισαγγελέα πρωτοδικών ή του ειρηνοδίκη της περιφέρειας όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση είναι δύσκολη η μετάβαση του δικαστικού επιμελητή στον τόπο αυτόν, η επίδοση μπορεί να γίνει και από ποινικό κλητήρα της περιφέρειας ή από τον γραμματέα του δήμου που ορίζεται από τον προαναφερόμενο εισαγγελέα η ειρηνοδίκη.

4. Με διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μπορεί να καθιερωθεί και η επίδοση με το ταχυδρομείο ή με τηλεγράφημα ή τηλέφωνο, όλων ή μερικών από τα προαναφερόμενα έγγραφα και παράλληλα να οριστεί ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται και θα αποδεικνύεται η επίδοση.».

ΜΕΡΟΣ Β΄
ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Άρθρο 15
Κάλυψη δαπανών Υπηρεσίας Εναερίων Μέσων Σωμάτων Ασφαλείας

1. Για τις δαπάνες που αφορούν στην προμήθεια ανταλλακτικών, την παροχή υπηρεσιών τεχνικής και εφοδιαστικής υποστήριξης, συντήρησης και εκπαίδευσης χειριστών και τεχνικών των ιδιόκτητων εναερίων μέσων της Υπηρεσίας Εναερίων Μέσων Σωμάτων Ασφαλείας (Ε.Μ.Σ.Α.) της παρ. 14 του άρθρου 25 του ν. 2800/2000 (Α΄ 41), καθώς και για τις δαπάνες που προκύπτουν από την παρ. 3 του άρθρου 7 της από 12.12.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α΄ 240), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 48 του ν. 4111/2013 (Α΄ 18), όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται απόφαση του αρμόδιου Υπουργού, νοείται κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας.

2. Οι δαπάνες της παρ. 1, κατά το μέρος που καλύπτουν επιχειρησιακές ανάγκες του Πυροσβεστικού Σώματος, βαρύνουν τις οικείες πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, οι οποίες μεταφέρονται στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, σύμφωνα με το άρθρο 71 του ν. 4270/2014 (Α΄ 143).

Άρθρο 16
Κάλυψη λειτουργικών και επιχειρησιακών αναγκών των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου από τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού Τροποποίηση παρ. 5 άρθρου 54 ν. 4662/2020
Στην παρ. 5 του άρθρου 54 του ν. 4662/2020 (Α΄ 27) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο αα) με την αντικατάσταση των περιφερειών από τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, αβ) την ένταξη του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής, καθώς και των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου στους αποδέκτες της επιχορήγησης, αγ) ως προς τον σκοπό της επιχορήγησης των υπηρεσιών, β) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο ως προς το αντικείμενο της επιχορήγησης σε είδος ή υπηρεσίες,γ) τροποποιείται το τέταρτο εδάφιο προς εναρμόνιση με τις αλλαγές στο πρώτο εδάφιο, δ) προστίθεται έκτο εδάφιο με το οποίο προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις για τη δωρεά από τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:

«5. Οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) α΄ και β΄ βαθμού και τα νομικά τους πρόσωπα, μετά από απόφαση του οικείου συμβουλίου, δύνανται να επιχορηγούν τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου οι οποίες βρίσκονται εντός των διοικητικών ορίων τους, για την κάλυψη των λειτουργικών και επιχειρησιακών αναγκών τους που συναρτώνται με την ασφάλεια των πολιτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποκλειστικά εντός της διοικητικής επικράτειας του επιχορηγούντος νομικού προσώπου. Η ανωτέρω επιχορήγηση σε είδος ή υπηρεσίες αφορά συντηρήσεις, επισκευές, μεταποιήσεις κτηρίων, οχημάτων, πλωτών μέσων, εγκαταστάσεων και εξοπλισμού, προμήθεια υλικών, αναλωσίμων, καυσίμων, καθώς και κάθε άλλου είδους ή παροχής υπηρεσιών, αναγκαίων για την κάλυψη των ως άνω λειτουργικών και επιχειρησιακών αναγκών. Για την κάλυψη των παραπάνω αναγκών, εφαρμόζονται αναλογικά και οι ρυθμίσεις του άρθρου 202 του ν. 3463/2006 (Α΄ 114). Το προβλεπόμενο στην υποπαρ. Β.1 του άρθρου 202 του ν. 3463/2006 ποσοστό δύναται να αυξάνεται, με απόφαση του οικείου συμβουλίου, για την κάλυψη των λειτουργικών και επιχειρησιακών αναγκών τους υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου του οικείου Ο.Τ.Α.. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 88 του ν. 4368/2016 (Α΄ 21).

Δωρεά οχημάτων και πλωτών μέσων από τους Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού στις υπηρεσίες του πρώτου εδαφίου δύναται να πραγματοποιείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 199 του ν. 3463/2006 και το άρθρο 11 του π.δ. 242/1996 (Α΄ 179) για την κάλυψη των επιχειρησιακών τους αναγκών και αποκλειστικά εντός των διοικητικών ορίων του δωρητή.».

Άρθρο 17
Ποσοστά εισαγομένων στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 7 ν. 3686/2008
Στην παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3686/2008 (Α΄ 158) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο ως προς το ποσοστό των εισαγομένων στο Τμήμα Επαγγελματικής Μετεκπαίδευσης Ανθυπαστυνόμων (Τ.Ε.Μ.Α.), β) προστίθεται τρίτο εδάφιο ως προς το ανώτατο όριο των θέσεων και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:

«3. Τον Ιανουάριο κάθε έτους με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας δύναται να καθορίζεται ο αριθμός των θέσεων των αξιωματικών, που θα πληρωθούν μέσα στο επόμενο έτος με προαγωγή αποφοίτων του Τ.Ε.Μ.Α.. Ο αριθμός των θέσεων αυτών δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 2% ούτε μεγαλύτερος του 5% του συνόλου των οργανικών θέσεων των αξιωματικών της κατηγορίας αυτής, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των καθοριζόμενων θέσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει τον αριθμό των συνολικών κενών οργανικών θέσεων της εν λόγω κατηγορίας αξιωματικών, ανεξαρτήτως της πλήρωσης ή μη του ποσοστού του 2%.».

Άρθρο 18
Τροποποίηση ελάχιστου ύψους για την κατάταξη προσωπικού της πρώην δημοτικής αστυνομίας που έχει ενταχθεί στην κατηγορία των ειδικών φρουρών της Ελληνικής Αστυνομίας Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 26 ν. 4456/2017
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 26 του ν. 4456/2017 (Α΄ 24) τροποποιείται ως προς το ελάχιστο απαιτούμενο ανάστημα των γυναικών, πρώην δημοτικών αστυνομικών της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 4456/2017, για την κατάταξή τους στην κατηγορία των Ειδικών Φρουρών Ελληνικής Αστυνομίας και ως προς την αντικατάσταση των «ψυχοτεχνικών δοκιμασιών» από τις «ψυχομετρικές δοκιμασίες» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η κατάταξη στην κατηγορία των ειδικών φρουρών πραγματοποιείται με διαπιστωτική πράξη του Προϊσταμένου του Κλάδου Διοικητικής Υποστήριξης και Ανθρώπινου Δυναμικού / Α.Ε.Α., εφόσον οι δηλούντες δεν έχουν υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας τους στις 31.12.2016, έχουν ανάστημα, χωρίς υποδήματα, τουλάχιστον ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά (1,70 μ.) οι άνδρες και ένα μέτρο και εξήντα τρία εκατοστά (1,63 μ.) οι γυναίκες, κριθούν ικανοί ότι παρέχουν τα εχέγγυα για την ορθή χρήση όπλου από τις αρμόδιες ειδικές επιτροπές ψυχομετρικών δοκιμασιών στις οποίες παραπέμπονται και ολοκληρώσουν επιτυχώς την εκπαίδευση που προβλέπεται στην υπ’ αρ. 7002/12/1-στ/ 27.9.1999 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης (Β΄ 1845), η οποία εφαρμόζεται αναλόγως. Κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στην προαναφερθείσα κοινή υπουργική απόφαση, η υλοποίηση της εκπαίδευσης ανατίθεται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης της Ελληνικής Αστυνομίας, η διάρκειά της ορίζεται σε τέσσερις (4) μήνες, εκ των οποίων οι δύο (2) πρώτοι μήνες αποτελούν στάδιο θεωρητικής και οι επόμενοι δύο (2) μήνες στάδιο πρακτικής εκπαίδευσης. Κατά τη διάρκεια της θεωρητικής εκπαίδευσης οι εκπαιδευόμενοι διαμένουν και σιτίζονται εκτός των κέντρων εκπαίδευσης. Για τον υπολογισμό της ηλικίας των ανωτέρω ως ημερομηνία γέννησης θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης. Με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ρυθμίζονται ειδικότερα τα θέματα που αφορούν στη διαδικασία κατάταξης στην κατηγορία των ειδικών φρουρών.».

Άρθρο 19
Εξάμηνο κατάταξης στη Σχολή Αξιωματικών και εισαγωγή στη Σχολή Αστυφυλάκων υιοθετηθέντων από τη Βουλή των Ελλήνων τέκνων μελών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των υπαλλήλων που υπηρετούν στα καταστήματα κράτησης και στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου που έχασαν τη ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 1 ν. 2226/1994
Στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2226/1994 (Α΄ 122) σχετικά με τις προϋποθέσεις εισαγωγής στις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας α) τροποποιούνται η περ. γ΄ και το πρώτο εδάφιο της περ. δ΄ προκειμένου να αποσαφηνισθεί το εξάμηνο στο οποίο εισάγονται οι αντίστοιχες κατηγορίες στη Σχολή Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, β) στο πρώτο και το τελευταίο εδάφιο της περ. ε΄ επικαιροποιούνται οι αναφορές στις παραπεμπόμενες διατάξεις, γ) προστίθεται περ. στ΄ που αφορά στην εισαγωγή στη Σχολή Αστυφυλάκων υιοθετηθέντων από τη Βουλή των Ελλήνων τέκνων μελών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των υπαλλήλων που υπηρετούν στα καταστήματα κράτησης και στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου που έχασαν τη ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2.α. Ο αριθμός των εισαγομένων σε υφιστάμενες κατά τον χρόνο αποφοίτησής τους κενές θέσεις σε καθεμιά από τις παραπάνω Σχολές καθορίζεται κατ’ έτος με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας και Παιδείας και Θρησκευμάτων, με βάση τις ανάγκες κάθε φορά της Ελληνικής Αστυνομίας. Στις εν λόγω Σχολές εισάγονται άνδρες και γυναίκες. Τα προσόντα των υποψηφίων και οι προκαταρκτικές εξετάσεις, στις οποίες υποβάλλονται, είναι κοινές και για τα δύο φύλα με εξαίρεση το ελάχιστο απαιτούμενο ανάστημα, το οποίο είναι τουλάχιστον ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά (1,70 μ.) για τους άνδρες και ένα μέτρο και εξήντα τρία εκατοστά (1,63 μ.) για τις γυναίκες. Από τον αριθμό των εισακτέων που καθορίζεται για τη Σχολή Αξιωματικών, ποσοστό 40% προέρχεται υποχρεωτικά από Ανθυπαστυνόμους, Αρχιφύλακες, Υπαρχιφύλακες και Αστυφύλακες, οι οποίοι εισάγονται στο Γ΄ εξάμηνο. Σε περίπτωση μη εισαγωγής ιδιωτών στη Σχολή Αξιωματικών, ο αριθμός των αστυνομικών που εισάγονται στη Σχολή αυτή καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Προστασίας του Πολίτη και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, αφού ληφθούν υπόψη τα κενά των οργανικών θέσεων Υπαστυνόμων Α΄ και Β΄.

β. Οι διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152) για την κατάταξη ειδικών κατηγοριών προσώπων στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας εξακολουθούν να ισχύουν.

γ. Στη Σχολή Αξιωματικών εισάγονται καθ’ υπέρβαση στο τρίτο (Γ΄) εξάμηνο και χωρίς εξετάσεις οι πέντε (5) πρώτοι κατά σειρά εξόδου από τη Σχολή Αστυφυλάκων,όπως καθορίζεται από τον οικείο κανονισμό, που εισάγονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και αποφοιτούν κατά το αμέσως προηγούμενο της εισαγωγής εκπαιδευτικό έτος.

δ. Στη Σχολή Αξιωματικών εισάγονται στο τρίτο (Γ΄) εξάμηνο κατ’ έτος και καθ’ υπέρβαση μέχρι δέκα (10) Αστυφύλακες, Αρχιφύλακες και Ανθυπαστυνόμοι, πτυχιούχοι Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ύστερα από κατατακτήριες εξετάσεις που διενεργούνται από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, εφόσον συγκεντρώνουν και τα λοιπά προβλεπόμενα από τον οικείο κανονισμό προσόντα. Τα μαθήματα στα οποία εξετάζονται και η διαδικασία των εξετάσεων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

ε. Στη Σχολή Αστυφυλάκων του παρόντος νόμου εισάγονται χωρίς εξετάσεις και καθ’ υπέρβαση του εκάστοτε οριζόμενου αριθμού μέχρι δέκα (10) αθλητές, οι οποίοι έχουν πετύχει διάκριση εκ των αναφερομένων στο άρθρο 34 του ν. 2725/1999 (Α΄ 121), εφόσον έχουν και τα προσόντα που απαιτούνται για τους λοιπούς υποψήφιους Αστυφύλακες. Σε περίπτωση που οι υποψήφιοι υπερβαίνουν τον ως άνω αριθμό, προηγούνται όσοι επιτυγχάνουν διάκριση κατά σειρά σε διοργανώσεις Ολυμπιακών, Παγκόσμιων ή Πανευρωπαϊκών αγώνων ή καταρρίπτουν ή ισοφαρίζουν παγκόσμια ή πανευρωπαϊκή επίδοση και ακολουθούν κατά σειρά όσοι επιτυγχάνουν διάκριση σε διοργάνωση Μεσογειακών ή Βαλκανικών αγώνων ή καταρρίπτουν ή ισοφαρίζουν πανελλήνια επίδοση. Εάν οι υποψήφιοι έχουν πετύχει διάκριση σε ίδια διοργάνωση, προηγούνται εκείνοι που καταλαμβάνουν την καλύτερη θέση και μεταξύ αυτών που έχουν την ίδια θέση, όσοι έχουν υψηλότερο βαθμό απολυτηρίου Λυκείου. Για την εφαρμογή των διατάξεων τού παρόντος εδαφίου ισχύουν ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 2725/1999.

στ. Στη Σχολή Αστυφυλάκων εισάγονται κατ’ έτος μέχρι δύο (2) υποψήφιοι, που είναι υιοθετηθέντα από τη Βουλή των Ελλήνων τέκνα μελών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των υπαλλήλων που υπηρετούν στα καταστήματα κράτησης και στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου που έχασαν τη ζωή τους κατά την εκτέλεση του καθήκοντός τους, χωρίς πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και καθ’ υπέρβαση του αριθμού εισαγομένων στη Σχολή Αστυφυλάκων. Οι υποψήφιοι πρέπει να κατέχουν τα προσόντα που απαιτούνται για τους λοιπούς υποψήφιους αστυφύλακες, και να ολοκληρώσουν με επιτυχία τις προκαταρκτικές εξετάσεις σύμφωνα με την περ. α΄ της παρούσας και το άρθρο 5 του π.δ. 4/1995 (Α΄ 1). Αν οι υποψήφιοι είναι περισσότεροι από δύο (2), προηγούνται οι υποψήφιοι με τον μεγαλύτερο βαθμό απολυτηρίου Λυκείου και σε περίπτωση ισοβαθμίας, διενεργείται κλήρωση με μέριμνα της Διεύθυνσης Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, παρουσία των ενδιαφερομένων. Οι επιτυχόντες τοποθετούνται κατά προτεραιότητα στο Τμήμα Δόκιμων Αστυφυλάκων που επιθυμούν. Με προκήρυξη του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας για την εισαγωγή υποψηφίων στις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες για την εφαρμογή της παρούσας.».

Άρθρο 20
Προσθήκη ορισμού έννοιας «εμπρηστικός μηχανισμός» Προσθήκη περ. κδ΄ στην παρ. 1 του άρθρου 1 ν. 2168/1993
Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 (Α΄ 147) προστίθεται περ. κδ΄, με την οποία προσδιορίζεται η έννοια «εμπρηστικός μηχανισμός», η οποία έχει ως εξής:

«κδ. «Εμπρηστικός μηχανισμός»: κάθε αυτοσχέδια ή τυποποιημένη κατασκευή, που με κατάλληλη ενεργοποίηση μπορεί να προκαλέσει ανάφλεξη και καύση εύφλεκτης ύλης, με αποτέλεσμα την πρόκληση πυρκαγιάς, από την οποία δύναται να προκύψει κίνδυνος σε άνθρωπο και πράγματα.

Στην έννοια του εμπρηστικού μηχανισμού δεν περιλαμβάνονται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ειδικότερες διατάξεις, μεμονωμένες τυποποιημένες συσκευές ή υλικά που διατίθενται ελεύθερα για χρήση στο ευρύ κοινό και έχουν κατασκευαστεί για να παράγουν φλόγα ή να προκαλούν ή να συντηρούν καύση σε υλικά για νόμιμους σκοπούς, όπως ιδίως σπίρτα, αναπτήρες, κεράκια και εμπορικές συσκευές με σκοπό την άσκηση οικιακών, επαγγελματικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων, όπως την παραγωγή φωτισμού, θέρμανσης, την παρασκευή φαγητού ή την αναψυχή.».

Άρθρο 21
Προϋποθέσεις κατ’ εξαίρεση οπλοφορίας αστυνομικών Τροποποίηση περ. α΄ παρ. 4 άρθρου 2 ν. 3169/2003
Στο τέλος της περ. α΄ της παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 3169/2003 (Α΄ 189) προστίθενται δύο εδάφια σχετικά με τις προϋποθέσεις που αφορούν τη σωματική και ψυχική ικανότητα και καταλληλότητα των αστυνομικών να φέρουν όπλα κατ’ εξαίρεση για ειδικούς λόγους που αφορούν την ασφάλειά τους και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:

«4. Ο αστυνομικός υποχρεούται να παραδίδει τον ατομικό του οπλισμό στην Υπηρεσία του:

α. Όταν τίθεται σε κατάσταση, κατά τη διάρκεια της οποίας απαγορεύεται να οπλοφορεί, εκτός αν, για ειδικούς λόγους που αφορούν την ασφάλειά του, ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας του επιτρέψει να οπλοφορεί. Τη συνδρομή των ως άνω ειδικών λόγων αποδεικνύει ο αστυνομικός με αίτηση που υποβάλλει. Πριν από τη λήψη απόφασης από το αρμόδιο όργανο, ο αιτών αστυνομικός οφείλει να συνυποβάλει σε σφραγισμένους φακέλους πιστοποιητικά υπηρεσιακών ιατρών ειδικότητας ψυχιάτρου για την ψυχική του υγεία και παθολόγου ή νευρολόγου για την εν γένει σωματική του ικανότητα και καταλληλότητα να φέρει όπλο για την προσωπική του ασφάλεια.

β. Όταν παραπέμπεται να δικαστεί για οποιοδήποτε έγκλημα του νόμου αυτού ή του ν. 2168/1993 ή καταδικασθεί, έστω και με οριστική απόφαση, σε οποιαδήποτε ποινή για παράβαση των προαναφερόμενων νόμων. Στην τελευταία περίπτωση ο αστυνομικός δεν επιτρέπεται να οπλοφορεί για δύο (2) χρόνια από την παράδοση του οπλισμού.

Αν πριν τη συμπλήρωση της διετίας ο αστυνομικός απαλλαγεί ή αθωωθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο οπλισμός επιστρέφεται σε αυτόν.

γ. Όταν διατάσσεται σχετικά από τον διοικητή του ή τους ιεραρχικά προϊσταμένους αυτού, επειδή υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις κακής χρήσης ή πλημμελούς φύλαξης του όπλου, ιδίως για λόγους υγείας ή παραβίασης των κανόνων και μέτρων ασφάλειας. Αν οι ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου οφείλονται σε λόγους ψυχικής υγείας, απαιτείται σύμφωνη γνώμη του ψυχολόγου της Υπηρεσίας, εφόσον αυτός υπάρχει. Κατά της ανωτέρω διαταγής ο αστυνομικός μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του ιεραρχικώς προϊσταμένου αυτού που την εξέδωσε εντός προθεσμίας δέκα ημερών. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διαταγής. Η διαταγή αυτή παύει να ισχύει μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών από την έκδοσή της. Ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας μπορεί να την παρατείνει για ένα ακόμη τρίμηνο. Ο Αρχηγός, σε περίπτωση που οι ενδείξεις κακής χρήσης του όπλου οφείλονται σε λόγους ψυχικής υγείας του αστυνομικού, παραπέμπει αυτόν στην Επιτροπή του άρθρου 4.

δ. Όταν δεν πιστοποιείται η ικανότητά του στο χειρισμό των όπλων κατά τη συντηρητική εκπαίδευση.

ε. Όταν χαρακτηρίζεται ως μη κατάλληλος να οπλοφορεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 5 του άρθρου 4.

στ. Όταν λήγει η υπηρεσιακή του σχέση.».

Άρθρο 22
Αποδέσμευση υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας από τη βεβαίωση γνησίου υπογραφής και από την επικύρωση αντιγράφων Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 11 ν. 2690/1999
Στο άρθρο 11 του ν. 2690/1999 (Α΄ 45) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και στα εδάφια πρώτο και τρίτο της περ. γ΄ της παρ. 2 μετά από τη φράση «τα Κ.Ε.Π.» προστίθεται η φράση «, εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας», β) στην παρ. 3 οι λέξεις «νόμου για την Ψηφιακή Διακυβέρνηση» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ν. 4727/2020 (Α΄ 184)» και το άρθρο 11 διαμορφώνεται ως ακολούθως:

«Άρθρο 11 Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής Επικύρωση των αντιγράφων

1. Η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου γίνεται, από οποιαδήποτε διοικητική αρχή ή από τα Κ.Ε.Π., εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, βάσει του δελτίου ταυτότητας ή των αντίστοιχων εγγράφων που προβλέπονται στο άρθρο 3. Δεν απαιτείται βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου, όταν προσέρχεται αυτοπροσώπως για υποθέσεις του στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα ή τα Κ.Ε.Π., προσκομίζοντας το δελτίο ταυτότητας ή τα αντίστοιχα πρωτότυπα έγγραφα. Στις περιπτώσεις που ο νόμος απαιτεί βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του ενδιαφερομένου, αρκεί η εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή ή η εγκεκριμένη ηλεκτρονική σφραγίδα του ενδιαφερομένου, εφόσον το έγγραφο διακινείται ηλεκτρονικά.

2.α. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται στο Δημόσιο, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα Δικαστήρια όλων των βαθμών, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), καθώς και στα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α..

β. Δεν υφίσταται πλέον η υποχρέωση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, με την επιφύλαξη της περ. δ΄ και των εγγράφων που προσκομίζονται για δικαστική χρήση, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α΄ ή επικυρωμένων αντιγράφων των εγγράφων αυτών από τους ενδιαφερόμενους για το σύνολο των συναλλαγών τους με τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α΄. Αντί πρωτοτύπων ή επικυρωμένων αντιγράφων, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α΄, ευκρινή φωτοαντίγραφα των πρωτοτύπων εγγράφων που εκδόθηκαν από τις υπηρεσίες και τους φορείς αυτούς ή των ακριβών αντιγράφων τους. Ομοίως, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, καθώς και ευκρινή φωτοαντίγραφα από τα πρωτότυπα όσων ιδιωτικών εγγράφων φέρουν θεώρηση από υπηρεσίες και φορείς της περ. α΄. Ομοίως, υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά ευκρινή φωτοαντίγραφα από αντίγραφα εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές και έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο. Οι υπηρεσίες και οι φορείς στους οποίους κατατίθενται φωτοαντίγραφα, κατά τα ανωτέρω, υποχρεούνται να διενεργούν δειγματοληπτικό έλεγχο προκειμένου να εξακριβώσουν την ακρίβεια των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτά, σε τουλάχιστον (5%) των φωτοαντιγράφων που υποβλήθηκαν κατά το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, ιδίως ζητώντας τη συνδρομή των υπηρεσιών ή των φορέων που εξέδωσαν τα πρωτότυπα. Τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου εν συνεχεία κοινοποιούνται στην καθ’ ύλην αρμόδια οργανική μονάδα του Υπουργείου Εσωτερικών. Εάν διαπιστωθεί κατά τον υποχρεωτικό ή άλλο έλεγχο ότι υποβλήθηκαν αλλοιωμένα φωτοαντίγραφα, εκτός από τις κυρώσεις που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α΄ 75) και που επιβάλλονται στον ενδιαφερόμενο, εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται αυστηρότερα από άλλη ποινική διάταξη, η διοικητική ή άλλη πράξη, για την έκδοση της οποίας υποβλήθηκαν τα φωτοαντίγραφα αυτά, ανακαλείται αμέσως.

γ. Οι διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π., εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από το πρωτότυπο ή από το ακριβές αντίγραφο της διοικητικής αρχής (όπως ορίζεται στο άρθρο 1 του ν. 2690/1999 (Α΄ 45), που το εξέδωσε, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος. Αντίγραφα των ανωτέρω επικυρώνονται και από δικηγόρους ή συμβολαιογράφους, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν την άσκηση των λειτουργημάτων τους. Ομοίως, οι διοικητικές αρχές και τα Κ.Ε.Π., εκτός από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, εξακολουθούν να επικυρώνουν αντίγραφα από αντίγραφα ιδιωτικών εγγράφων ή εγγράφων που έχουν εκδοθεί από αλλοδαπές αρχές, τα οποία έχουν επικυρωθεί από δικηγόρο, μόνο στην περίπτωση που αυτά υποβάλλονται σε φορείς που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.

δ. Η απαίτηση υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων, που έχουν εκδοθεί από τις υπηρεσίες και τους φορείς της περ. α΄, όταν προβλέπεται ρητά από την κείμενη νομοθεσία, καταργείται με την παρέλευση τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Εντός του προαναφερόμενου χρονικού διαστήματος, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και του κάθε φορά αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, η διατήρηση της απαίτησης υποβολής πρωτοτύπων εγγράφων σε διαδικασίες, εφόσον το επιβάλλουν εξαιρετικοί λόγοι, που αναφέρονται ρητώς σε αυτήν.

ε. Για τα αντίγραφα των Φύλλων Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) που έχουν προέλθει από πρωτότυπο ΦΕΚ σε έντυπη μορφή ή από ΦΕΚ σε ηλεκτρονική μορφή που έχει καταχωριστεί στην ιστοσελίδα του Εθνικού Τυπογραφείου, ισχύουν ανάλογα οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού. Η προθεσμία της παρ. δ΄ του άρθρου 1 του ν. 4250/2014, όσον αφορά τα ΦΕΚ, ισχύει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

στ. Με την επιφύλαξη της περ. δ΄, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται κάθε ειδική ή γενική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις αυτού.

3. Τα ηλεκτρονικά έγγραφα υποβάλλονται και γίνονται υποχρεωτικά αποδεκτά, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 13 έως 15 του ν. 4727/2020 (Α΄ 184).».

Άρθρο 23
Δυνατότητα μετατροπής αδειών οδήγησης Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 16 ν. 3710/2008
Στην παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 3710/2008 (Α΄ 216) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) τροποποιείται το πρώτο εδάφιο ως προς τη δυνατότητα μετατροπής των υπηρεσιακών αδειών ικανότητας οδήγησης σε άδειες αντίστοιχων κατηγοριών από το Πυροσβεστικό Σώμα, β) τροποποιείται το δεύτερο εδάφιο ως προς τα αρμόδια Υπουργεία για την έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης και ως προς τη σχετική νομοθεσία και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Είναι δυνατή η μετατροπή των αδειών ικανότητας οδήγησης υπηρεσιακού οχήματος που εκδίδονται από την Ελληνική Αστυνομία και το Πυροσβεστικό Σώμα σε αντίστοιχων κατηγοριών αδειών οδήγησης αυτοκινήτων, τρίτροχων οχημάτων και μοτοσικλετών, χωρίς θεωρητικές και πρακτικές εξετάσεις. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Υποδομών και Μεταφορών και Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη μετατροπή των παραπάνω αδειών οδήγησης, εφόσον οι άδειες αυτές έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία για τις άδειες οδήγησης.».

Άρθρο 24
Εξαίρεση από την εφαρμογή του άρθρου 38 ν. 1884/1990 Εφαρμογή της Συμφωνίας για την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας
Στην άδεια διαμονής που χορηγείται στους πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου και στα μέλη των οικογενειών τους, σύμφωνα με το άρθρο 1 της υπό στοιχεία 4000/1/ 113 α΄/14.10.2020 κοινής απόφασης των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη και Μετανάστευσης και Ασύλου (Β΄ 4610), δεν επικολλάται το ένσημο της Ελληνικής Αστυνομίας που προβλέπεται στην παρ. 7 του άρθρου 38 του ν. 1884/1990 (Α΄ 81).

Άρθρο 25
Υποχρέωση τήρησης μέτρων ασφαλείας από τους φορείς άσκησης οικονομικής δραστηριότητας Αντικατάσταση παρ. 9 και 11 άρθρου 12 ν. 1481/1984

1. Η παρ. 9 του άρθρου 12 του ν. 1481/1984 (Α΄ 152) αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα και οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4537/2018 (Α΄ 84), οι δημόσιες υπηρεσίες, οι υπηρεσίες νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του δημοσίου τομέα που λόγω της φύσης των δραστηριοτήτων που ασκούν μπορούν να αποτελέσουν στόχο εγκληματικής ενέργειας, τηρούν όρους ασφαλείας αναφορικά με τη λειτουργία των καταστημάτων, υποκαταστημάτων και Αυτόματων Ταμειολογιστικών Μηχανών (Α.Τ.Μ.) τους. Οι συγκεκριμένοι όροι ασφαλείας καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Το σχετικό πιστοποιητικό τήρησης των κατά περίπτωση προβλεπόμενων όρων ασφαλείας χορηγούν οι Διευθύνσεις Ασφαλείας Αττικής και Θεσσαλονίκης για την περιοχή ευθύνης τους και οι κατά τόπον Διευθύνσεις Αστυνομίας για τη λοιπή Επικράτεια.».

2. Η παρ. 11 του άρθρου 12 του ν. 1481/1984 αντικαθίσταται ως εξής:

«α. Οι παραβάσεις των όρων ασφαλείας του δεύτερου εδαφίου της παρ. 9, τιμωρούνται με πρόστιμο από τριάντα χιλιάδες (30.000) έως διακόσιες σαράντα χιλιάδες (240.000) ευρώ που επιβάλλεται σε βάρος της περιουσίας του νομικού προσώπου που διαχειρίζεται το κατάστημα, υποκατάστημα ή Α.Τ.Μ., στο οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση των μέτρων ασφαλείας και με προσωρινή, μέχρι έξι (6) μήνες, αφαίρεση του πιστοποιητικού ασφαλείας του παραπάνω καταστήματος ή με οριστική αφαίρεση του ίδιου πιστοποιητικού σε περίπτωση υποτροπής.

β. Οι παραπάνω κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Γενικού Αστυνομικού Διευθυντή Αττικής ή Θεσσαλονίκης για την περιοχή ευθύνης τους και για τη λοιπή Επικράτεια, του Διευθυντή Αστυνομίας στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το κατάστημα, υποκατάστημα ή Α.Τ.Μ., όπου διαπιστώθηκε η παράβαση.

γ. Κατά της απόφασης αυτής επιτρέπεται προσφυγή από τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου που διαχειρίζεται το κατάστημα, υποκατάστημα ή Α.Τ.Μ. όπου διαπιστώθηκε η παράβαση, επί ποινή απαραδέκτου εντός αποκλειστικής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλομένης απόφασης. Η παραπάνω προσφυγή κατατίθεται στη Διεύθυνση Δημόσιας Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και για αυτήν αποφαίνεται ο Προϊστάμενος του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας, εντός δύο (2) μηνών από την επόμενη της κατάθεσής της. Η άσκηση της προσφυγής αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλομένης απόφασης.».

Άρθρο 26
Επιβολή ποινικών κυρώσεων σε περίπτωση παραβίασης της υπ’ αριθμ. 5Α/2011 Αστυνομικής Διάταξης

1. Όλες οι παραβάσεις της υπ’ αριθμ. 5Α/2011 Αστυνομικής Διάταξης (Β΄ 1948), περί άσκησης του επαγγέλματος των αργυραμοιβών, παλαιοπωλών, ενεχυροδανειστών και ασχολουμένων με την αγοραπωλησία ή τήξη μεταχειρισμένων κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων από χρυσό και λοιπών τιμαλφών, τιμωρούνται με φυλάκιση έως πέντε (5) μηνών ή χρηματική ποινή έως εκατόν πενήντα (150) ημερήσιες μονάδες.

2. Με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας ορίζονται τα έγγραφα και τα στοιχεία για την πιστοποίηση και επαλήθευση από τους ενεχυροδανειστές και τους αργυραμοιβούς της ταυτότητας των πελατών και των πραγματικών δικαιούχων νομικών προσώπων κατά την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας της περ. α΄ της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139).

Άρθρο 27
Παράταση ισχύος συμβάσεων καθαριότητας Υπηρεσιών Ελληνικής Αστυνομίας
Η ισχύς του άρθρου 142 του ν. 4876/2021 (Α΄ 251), ως προς τις συμβάσεις καθαριότητας των υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας, παρατείνεται έως την 30ή.9.2022.

Άρθρο 28
Καθήκοντα ειδικών φρουρών Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 18 ν. 4777/2021
Στην παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 4777/2021 (Α΄ 25) προστίθεται δεύτερο εδάφιο, για τα καθήκοντα των ειδικών φρουρών που προσλαμβάνονται για τον σκοπό της συγκρότησης των Ομάδων Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.), για το χρονικό διάστημα που δεν διατίθενται σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Συστήνονται Ομάδες Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (Ο.Π.Π.Ι.), οι οποίες συγκροτούνται από αστυνομικό προσωπικό και ειδικούς φρουρούς που προσλαμβάνονται για τον σκοπό αυτό σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2734/1999 (Α΄ 161). Οι ως άνω ειδικοί φρουροί υπάγονται σε υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και, όταν δεν διατίθενται σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, εκτελούν τα καθήκοντα της παρ. 4 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999.».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Άρθρο 29
Μεταγωγή καταδίκων κρατουμένων στα αγροτικά καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 41 ν. 4356/2015
Η παρ. 1 του άρθρου 41 του ν. 4356/2015 (Α΄ 181), τροποποιείται ως προς τις προϋποθέσεις μεταγωγής καταδίκων κρατουμένων στα αγροτικά καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) και διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Στα αγροτικά καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) δύνανται να μετάγονται κατάδικοι κρατούμενοι, ικανοί για εργασία, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, μετά από πρόταση του Συμβουλίου Φυλακής, εφόσον α) εκτίουν ποινή φυλάκισης ή β) εκτίουν ποινή πρόσκαιρης ή ισοβίου καθείρξεως (μίας ή περισσοτέρων) και τους έχει χορηγηθεί τακτική άδεια τουλάχιστον μία (1) φορά, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999, Α΄291) και έχουν τηρήσει τους όρους της άδειας. Απαγορεύεται η μεταγωγή ή η παραμονή σε αγροτικές φυλακές και στην Κ.Α.Υ.Φ. σε όσους κρατούμενους έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα τρομοκρατίας ή εσχάτης προδοσίας ή εγκλήματα που συμπεριλαμβάνονται στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, σε όσους κρατούμενους εκτίουν ποινή ισόβιας κάθειρξης για ανθρωποκτονία που τελέστηκε στο πλαίσιο ένταξής τους σε εγκληματική οργάνωση, καθώς και σε κρατούμενους που έχουν υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα ή σε βάρος των οποίων εκκρεμεί ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος ή εκκρεμεί σε βάρος τους διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα, όπως επίσης σε κρατούμενους που έχει εκλείψει ο λόγος χορήγησης της άδειας. Κρατούμενος ο οποίος από τον χρόνο μετάβασής του σε αγροτικές φυλακές ή στην Κ.Α.Υ.Φ. απολέσει τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ή εκλείψει ο λόγος χορήγησής της ή κρατούμενος που υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα ή ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος ή εκκρεμεί σε βάρος του διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα, επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθη.».

Άρθρο 30
Ρύθμιση θεμάτων του Σώματος Επιθεώρησης και Ελέγχου των καταστημάτων κράτησης Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 2 και τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 3 ν. 3090/2002

1. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3090/2002 (Α΄ 329) αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Σε κάθε περίπτωση οι ασκούντες ελεγκτικά καθήκοντα, συντάσσουν σχετική έκθεση. Τον Δεκέμβριο κάθε έτους, ο Προϊστάμενος του Σώματος, συντάσσει ετήσια έκθεση απολογισμού του έργου του, σχετικά με την κατάσταση της λειτουργίας των Καταστημάτων Κράτησης, καθώς και προτάσεις που σχετίζονται με τη βελτίωση της οργάνωσης και εύρυθμης λειτουργίας τους. Η έκθεση υποβάλλεται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη και διαβιβάζεται από αυτόν, μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους, στην Ειδική Μόνιμη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με σκοπό την κοινοβουλευτική εποπτεία, τον έλεγχο και την διαφάνεια, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής.».

2. Κατ’ εξαίρεση, η ετήσια έκθεση της παρ. 1 για το έτος 2021, δύναται να διαβιβαστεί στη Βουλή έως την 30ή.6.2022.

3. Στην παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3090/2002 επέρχονται οι εξής αλλαγές α) στο τρίτο εδάφιο η λέξη «του» αντικαθίσταται από τη λέξη «τους» ώστε να καταλαμβάνει τον προϊστάμενο και τον αναπληρωτή του, β) στο τέταρτο εδάφιο διαγράφονται οι λέξεις «όποτε αυτό απαιτείται» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, μετά από γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, προϊστάμενος του Σώματος τοποθετείται συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, με την επιφύλαξη του άρθρου 27 του ν. 4670/2020 (Α΄ 43). Νόμιμος αναπληρωτής του προϊσταμένου του Σώματος τοποθετείται, με την ίδια απόφαση, πρόσωπο που φέρει την προαναφερόμενη ιδιότητα. Η θητεία τους είναι τριετής και μπορεί να ανανεωθεί μία (1) φορά για τρία (3) ακόμη έτη. Στον προϊστάμενο του Σώματος, καθώς και στον νόμιμο αναπληρωτή του, καταβάλλεται μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη.».

Άρθρο 31
Ανανέωση των επαγγελματικών αδειών οδήγησης των υπαλλήλων της εξωτερικής φρούρησης των καταστημάτων κράτησης
Η ανανέωση των επαγγελματικών αδειών οδήγησης των υπαλλήλων της Εξωτερικής Φρούρησης, για τις ανάγκες της παρ. 3 του άρθρου 10 του π.δ. 215/2006 (Α΄ 217), γίνεται με μέριμνα και δαπάνη της υπηρεσίας όπου υπηρετούν.

Άρθρο 32
Μετάταξη ή απόσπαση υπαλλήλων καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, για την έκδοση κάθε απόφασης μετάταξης ή απόσπασης υπαλλήλων των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου απαιτείται, κατά παρέκκλιση κάθε εθνικής γενικής ή ειδικής διάταξης, η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

2. Εκκρεμείς, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, διαδικασίες μετάταξης ή απόσπασης, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1, ολοκληρώνονται σύμφωνα με το παρόν.

Άρθρο 33
Κατ’ εξαίρεση τοποθέτηση προϊσταμένων σε θέσεις ευθύνης των καταστημάτων κράτησης
Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για λόγους που ανάγονται στην εύρυθμη λειτουργία, στη διασφάλιση της τάξης και της ασφάλειας των κρατούμενων και του προσωπικού των καταστημάτων κράτησης και του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Βόλου, ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη δύναται να τοποθετεί σε θέσεις ευθύνης αυτών, υπαλλήλους τους, κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων από τα αρμόδια υπηρεσιακά συμβούλια του άρθρου 86 του ν. 3528/2007 (Α΄ 26).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Άρθρο 34
Έξοδα διημέρευσης αστυνομικού προσωπικού Τροποποίηση περ. 1 και περ. 16 στο άρθρο 1 υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015
1. Στο άρθρο 1 της υποπαρ. Δ.9 της παρ. Δ΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94) επέρχονται οι εξής αλλαγές: α) προστίθεται δεύτερο εδάφιο στην περ. 1 ως προς τις δαπάνες μετακίνησης του αστυνομικού προσωπικού που εκτελεί αποκλειστικά και μόνο υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων, β) προστίθεται νέα περ. 16, με την οποία ορίζονται τα έξοδα διημέρευσης και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 1 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι πιο κάτω όροι έχουν την ακόλουθη έννοια:

1. Δαπάνες μετακίνησης: τα ποσά που αναγνωρίζει ο φορέας για: α. τα έξοδα κίνησης, β. τα έξοδα διανυκτέρευσης, γ. την ημερήσια αποζημίωση, δ. τα έξοδα εγκατάστασης και μεταφοράς οικοσκευής και ε. το επίδομα αλλοδαπής. Ειδικά για το αστυνομικό προσωπικό που εκτελεί αποκλειστικά και μόνο υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων αναγνωρίζονται από τον φορέα ως δαπάνες μετακίνησης και τα έξοδα διημέρευσης που καλύπτουν τις αναγκαίες δαπάνες.

2. Έξοδα κίνησης: το αντίτιμο των εισιτηρίων των μέσων μαζικής μεταφοράς (ή συγκοινωνιακών μέσων) ή της κάρτας απεριόριστων διαδρομών, η δαπάνη χιλιομετρικής αποζημίωσης λόγω χρησιμοποίησης ιδιωτικής χρήσης (Ι.Χ.) ή μισθωμένου μεταφορικού μέσου αν επιτρέπεται η χρήση του, η δαπάνη διοδίων, ο ναύλος οχήματος σε μετακινήσεις με θαλάσσιο μέσο μεταφοράς, η μίσθωση οχήματος αν επιτρέπεται η χρήση του, καθώς και το ποσό της παραγράφου 8 του άρθρου 6.

3. Έξοδα διανυκτέρευσης: το αναγνωριζόμενο ποσό για κάθε τύπο ξενοδοχειακής μονάδας ή ενοικιαζόμενου καταλύματος.

4. Ημερήσια αποζημίωση: το χρηματικό ποσό, το οποίο καταβάλλεται στον μετακινούμενο για την κάλυψη κυρίως των εξόδων διατροφής, κατά τη μετακίνηση και παραμονή του εκτός έδρας.

5. Έξοδα μεταφοράς οικοσκευής: το ποσό που αναγνωρίζεται για τη μεταφορά του οικιακού εξοπλισμού, της επίπλωσης, του ρουχισμού και των ατομικών ειδών, πλην του αυτοκινήτου.

6. Επίδομα υπηρεσίας αλλοδαπής: Το ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στον μετακινούμενο στο εξωτερικό, εφόσον η παραμονή του εκεί υπερβαίνει το διάστημα των τριάντα (30) ημερών.

7. Έδρα: το κατάστημα της Υπηρεσίας, όπου υπηρετεί ο μετακινούμενος, ή η κατοικία του αν αυτή βρίσκεται πλησιέστερα στον τόπο προορισμού ή αν ο μετακινούμενος είναι ιδιώτης.

8. Εντός έδρας μετακίνηση: η μετακίνηση μέχρι πενήντα (50) χιλιόμετρα από την έδρα του μετακινουμένου ή μέχρι είκοσι (20) ναυτικά μίλια για μετακινήσεις από την ηπειρωτική προς τη νησιωτική χώρα και αντίστροφα. Αν η μετακίνηση πραγματοποιείται και στην ηπειρωτική και στη νησιωτική χώρα, η συνολική απόσταση από την έδρα του μετακινουμένου μέχρι τον τόπο προορισμού υπολογίζεται σε χιλιόμετρα.

9. Εκτός έδρας μετακίνηση: η μετακίνηση πέραν των πενήντα (50) χιλιομέτρων από την έδρα του μετακινουμένου ή πέραν των είκοσι (20) ναυτικών μιλίων για μετακινήσεις από την ηπειρωτική προς τη νησιωτική χώρα και αντίστροφα ή ανεξάρτητα από απόσταση για μετακίνηση από νησί σε νησί. Αν η μετακίνηση πραγματοποιείται και στην ηπειρωτική και στη νησιωτική χώρα, η συνολική απόσταση από την έδρα του μετακινουμένου μέχρι τον τόπο προορισμού υπολογίζεται σε χιλιόμετρα.

10. Εκτός έδρας ημέρα: κάθε ημέρα μετακίνησης εκτός έδρας του μετακινουμένου, ανεξάρτητα εάν διανυκτερεύει ή επιστρέφει αυθημερόν. Στις ημέρες εκτός έδρας περιλαμβάνεται και η ημέρα επιστροφής, εφόσον αυτή συμπίπτει με την ημέρα λήξης εργασιών.

11. Διαδοχική μετακίνηση: η μετάβαση διαδοχικά σε περισσότερες από μία περιοχές για εκτέλεση υπηρεσίας σε καθεμιά από αυτές.

12. Διανυκτέρευση: η διαμονή του μετακινουμένου, κατά τις νυκτερινές ώρες στην εκτός έδρας μετακίνησή του.

13. Ημιδιατροφή: πρωινό και ένα γεύμα (μεσημεριανό ή βραδινό)

14. Κατοικία: ο τόπος όπου το πρόσωπο έχει την κύρια και μόνιμη εγκατάστασή του.

15. Μέλη οικογένειας: ο σύζυγος, τα άγαμα τέκνα του μέχρι του δέκατου όγδοου (18ου) έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένου ή μέχρι του εικοστού τέταρτου (24ου), εφόσον φοιτούν σε ανώτερα ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή σε Ι.Ε.Κ. δημόσια ή ιδιωτικά ή σε περίπτωση σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος με αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%).

16. Έξοδα διημέρευσης: Ως έξοδα διημέρευσης ορίζονται το ποσό που αναγνωρίζεται στο αστυνομικό προσωπικό που εκτελεί αποκλειστικά και μόνο υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15Α.».

Άρθρο 35
Έξοδα διανυκτέρευσης αστυνομικού προσωπικού Τροποποίηση περ. α΄ παρ. 1 άρθρου 10 υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015
Στην περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 10 της υποπαρ. Δ.9 της παρ. Δ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94) προστίθεται νέο τρίτο εδάφιο, ως προς την αναγνώριση των εξόδων διανυκτέρευσης του αστυνομικού προσωπικού και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:

«1. Έξοδα διανυκτέρευσης αναγνωρίζονται: α. Όταν η απόσταση από την έδρα του μετακινουμένου είναι μεγαλύτερη από εκατόν εξήντα (160) χιλιόμετρα, εφόσον αυτός κινείται με ιδιωτικής χρήσης ή υπηρεσιακό αυτοκίνητο και μεγαλύτερη από εκατόν είκοσι (120) χιλιόμετρα, όταν κινείται με συγκοινωνιακό μέσο. Για μετακινήσεις από την ηπειρωτική στη νησιωτική Χώρα και αντίστροφα ή από νησί σε νησί σε απόσταση μεγαλύτερη από είκοσι (20) ναυτικά μίλια. Για το αστυνομικό προσωπικό που εκτελεί αποκλειστικά και μόνο υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων, έξοδα διανυκτέρευσης αναγνωρίζονται για μετακινήσεις από την ηπειρωτική στη νησιωτική χώρα και αντίστροφα ή από νησί σε νησί σε απόσταση μεγαλύτερη από πέντε (5) ναυτικά μίλια. Αν η μετακίνηση λαμβάνει χώρα και στην ηπειρωτική και στη νησιωτική Χώρα, η συνολική απόσταση από την έδρα του μετακινούμενου μέχρι τον τόπο προορισμού υπολογίζεται σε χιλιόμετρα.

β. Όταν υπάρχει αντικειμενική αδυναμία επιστροφής, ανεξάρτητα από τις προϋποθέσεις της προηγούμενης περίπτωσης, η οποία βεβαιώνεται από την οικεία αστυνομική, λιμενική ή αερολιμενική Αρχή.».

Άρθρο 36
Δαπάνες μετακίνησης αστυνομικού προσωπικού Τροποποίηση περ. Α΄ παρ. 2 άρθρου 11 υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015
Στην περ. Α΄ της παρ. 2 του άρθρου 11 της υποπαρ. Δ.9 της παρ. Δ΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), προστίθεται νέα υποπερ. στ΄ για την ένταξη επιπλέον λόγου καταβολής ολόκληρης αποζημίωσης και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:

«2. Η ημερήσια αποζημίωση της προηγούμενης παραγράφου καταβάλλεται:

Α. Ολόκληρη: α. Όταν καταβάλλονται δαπάνες διανυκτέρευσης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 10.

β. Όταν η διανυκτέρευση πραγματοποιείται σε φιλικό σπίτι, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 10.

γ. Όταν οι μετακινούμενοι, κατά την επιστροφή τους, είναι υποχρεωμένοι, λόγω των συγκοινωνιακών συνθηκών, να διανυκτερεύσουν σε πλοίο ή σε τρένο.

δ. Όταν οι μετακινούμενοι διανυκτερεύουν στην ύπαιθρο.

ε. Για την ημέρα επιστροφής, όταν συμπίπτει με την ημέρα λήξης εργασιών.

στ. Στις περιπτώσεις μετακινήσεων του αστυνομικού προσωπικού που εκτελεί αποκλειστικά και μόνο υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 10.».

Άρθρο 37
Έξοδα διημέρευσης αστυνομικού προσωπικού Προσθήκη άρθρου 15 Α στην υποπαρ. Δ.9 παρ. Δ΄ άρθρου 2 ν. 4336/2015 (Α΄ 94)
Μετά το άρθρο 15 της υποπαρ. Δ.9 της παρ. Δ΄ του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94) προστίθεται νέο άρθρο 15Α ως εξής:

«Άρθρο 15Α Ειδικά έξοδα και δαπάνες αστυνομικού προσωπικού που εκτελεί υπηρεσία μεταγωγής

1. Έξοδα διημέρευσης αναγνωρίζονται όταν ο μετακινούμενος εκτελεί υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων από την ηπειρωτική στη νησιωτική χώρα και αντίστροφα ή από νησί σε νησί και κατά την ίδια ημέρα της άφιξης στον προορισμό, καλείται σε εκτέλεση όμοιας υπηρεσίας ή καλείται να επιστρέψει στην έδρα του. Για να αναγνωριστούν έξοδα διημέρευσης πρέπει κατά την ίδια ημέρα, που ο μετακινούμενος εκτελεί εκτός έδρας υπηρεσία, να μην αναγνωρίζονται έξοδα διανυκτέρευσης και να πληρούνται οι χιλιομετρικές αποστάσεις που προβλέπονται στο τρίτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 10. Το ύψος των εξόδων διημέρευσης καθορίζεται στο ήμισυ των εξόδων διανυκτέρευσης.

2. Για το αστυνομικό προσωπικό, το οποίο διατίθεται σε υπηρεσία μεταγωγής κρατουμένων με πλοίο, κατά τη διάρκεια της μεταγωγής αυτών δικαιολογείται καμπίνα ανεξαρτήτως βαθμού βάσει της οικονομικότερης θέσης. Σ’ αυτή την περίπτωση έξοδα διανυκτέρευσης αναγνωρίζονται, όταν η άφιξη ή η αναχώρηση από τον προορισμό πραγματοποιούνται κατά τη νύχτα ανεξάρτητα από την ώρα. Οι ημέρες από την αναχώρηση έως και την ημέρα επιστροφής υπολογίζονται ως ολόκληρες ημέρες εκτός έδρας απασχόλησης.».

Άρθρο 38
Εποπτεία και παρακολούθηση της λειτουργίας του συστήματος ηλεκτρονικής επιτήρησης υπόδικων, κατάδικων και κρατουμένων σε άδεια

1. Η Τριμελής Επιτροπή Εποπτείας (Επιτροπή) του άρθρου 4 του π.δ. 62/2014 (Α΄ 105) συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής, ανεξαρτήτως του ποσού του συμβατικού αντικειμένου. Η Επιτροπή αποτελείται από δύο (2) υπαλλήλους της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής κλάδου Π.Ε. Διοικητικού Οικονομικού και συγκεκριμένα από έναν (1) πτυχιούχο Νομικής και από έναν (1) υπάλληλο του κλάδου Π.Ε. Πληροφορικής, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους με την απόφαση του πρώτου εδαφίου και από έναν (1) υπάλληλο της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής που ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, με την ίδια απόφαση και εκτελεί χρέη γραμματέα. Από τους δύο (2) υπαλλήλους κλάδου Π.Ε. Διοικητικού Οικονομικού, Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο υπάλληλος ανώτερης ιεραρχικής βαθμίδας και σε περίπτωση ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος στην υπηρεσία.

2. Καταργείται το άρθρο 10 του ν. 4760/2020 (Α΄ 247) περί ρυθμίσεων θεμάτων ηλεκτρονικής επιτήρησης.

Άρθρο 39
Εκκαθάριση, τακτοποίηση και ενταλματοποίηση δαπανών της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη

1. Δαπάνες του Ειδικού Φορέα 1057.202.0000000 «Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής» που πραγματοποιήθηκαν και αφορούν στις υπηρεσίες που παρασχέθηκαν από 1ης.1.2022 έως και την έναρξη ισχύος του παρόντος, μετά τη λήξη της υπ’ αρ. 75547/11.12.2014 σύμβασης του έργου «Πιλοτική εφαρμογή της λειτουργίας του θεσμού της ηλεκτρονικής επιτήρησης υποδίκων, καταδίκων και κρατουμένων σε άδεια» (ΑΔΑ: Ω8Θ0ΩΒΓ8) θεωρούνται νόμιμες και κανονικές κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, γίνονται αυτοδίκαια αποδεκτές, εκκαθαρίζονται και εξοφλούνται ως αποζημιώσεις σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Αντεγκληματικής Πολιτικής, με την προϋπόθεση ότι καλύπτονται από τις εγκεκριμένες πιστώσεις των προϋπολογισμών του αντίστοιχου έτους.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται οι ειδικότερες λεπτομέρειες και οι αναγκαίες διαδικασίες για την ολοκλήρωση της εκκαθάρισης των δαπανών της παρ. 1.

ΜΕΡΟΣ Γ΄
ΕΠΕΙΓΟΥΣΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΛΟΙΠΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ

Άρθρο 40
Παράταση θητείας Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας
Η θητεία του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας, που συγκροτήθηκε με την υπό στοιχεία Α1β/Γ.Π.οικ.33401/ 13.5.2019 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Συγκρότηση και ορισμός μελών στο Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.)» (ΑΔΑ: 6ΒΗΛ465ΦΥΟ-ΧΜΦ), παρατείνεται από τη λήξη της έως την έκδοση απόφασης του Υπουργού Υγείας για την εκ νέου συγκρότησή του και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες.

Άρθρο 41
Παράταση ισχύος των ρυθμίσεων για την αποζημίωση ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων για μετακίνηση σε νοσοκομεία της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας, την κάλυψη κενών ενεργού (εικοσιτετράωρης) εφημερίας σε νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και την αποζημίωση των πρόσθετων ενεργών εφημεριών

1. Η ισχύς του άρθρου 29 του ν. 4816/2021 (Α΄ 118), περί της αποζημίωσης των ιατρών διαφόρων ειδικοτήτων για τη μετακίνηση σε νοσοκομεία της ίδιας ή άλλης Υγειονομικής Περιφέρειας (Υ.Πε.), παρατείνεται από τη λήξη της έως την 31η.8.2022.

2. Η ισχύς του άρθρου πεντηκοστού πρώτου του ν. 4839/2021 (Α΄ 181), περί της κάλυψης κενών ενεργού (εικοσιτετράωρης) εφημερίας στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας από ιδιώτες ιατρούς και της αποζημίωσής τους, παρατείνεται από τη λήξη της έως την 31η.8.2022.

3. Η ισχύς του άρθρου 90 του ν. 4850/2021 (Α΄ 208), περί της αποζημίωσης των ενεργών εφημεριών που πραγματοποιούνται καθ’ υπέρβαση του ανώτατου προβλεπόμενου ανά βαθμό και ζώνη αριθμού ενεργών εφημεριών, παρατείνεται από τη λήξη της έως την 31η.8.2022.

Άρθρο 42
Εξουσιοδοτική διάταξη για την εφαρμογή των άρθρων 88, 89 και 90 ν. 4850/2021 Τροποποίηση άρθρου 91 ν. 4850/2021
Το τρίτο εδάφιο του άρθρου 91 του ν. 4850/2021 (Α΄ 208), περί της δαπάνης που προκύπτει από την εφαρμογή των άρθρων 88, 89 και 90 του ιδίου νόμου, τροποποιείται ως προς την καταληκτική ημερομηνία, και το άρθρο 91 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 91 Εξουσιοδοτική διάταξη για την εφαρμογή των άρθρων 88, 89 και 90

Η δαπάνη που προκύπτει από την εφαρμογή των άρθρων 88, περί τροποποίησης των παρ. 1 και 4 του άρθρου 29 του ν. 4816/2021 (Α΄ 118), 89, περί τροποποίησης της παρ. 1 του άρθρου πεντηκοστού πρώτου του ν. 4839/2021 (Α΄ 181), και 90 του παρόντος, περί αποζημίωσης των πρόσθετων ενεργών εφημεριών για τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2021 δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ. Η κατανομή του ποσού του πρώτου εδαφίου για τις ανάγκες εφαρμογής των επιμέρους άρθρων κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο ειδικότερος προσδιορισμός των δικαιούχων, η διαδικασία και ο έλεγχος της διάθεσής του, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Οικονομικών. Με όμοια απόφαση προσδιορίζεται το ύψος της δαπάνης και ρυθμίζονται τα ζητήματα του προηγούμενου εδαφίου για το χρονικό διάστημα από 1ης.1.2022 έως 31.8.2022.».

Άρθρο 43
Συμβάσεις υπηρεσιών φύλαξης των κτιρίων των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων
Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών φύλαξης που έχουν συναφθεί για την κάλυψη των αναγκών φύλαξης των κτιρίων των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η ισχύς των οποίων λήγει στις 31.5.2022, παρατείνονται αυτοδικαίως από τη λήξη τους έως την ολοκλήρωση των διαγωνιστικών διαδικασιών για τη σύναψη νέων συμβάσεων, και σε κάθε περίπτωση όχι πέραν της 31ης.10.2022.

Άρθρο 44
Δυνατότητα παράτασης ατομικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου για την καθαριότητα του Πανεπιστημίου Πατρών
Ατομικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου του προσωπικού που απασχολείται για την καθαριότητα του Πανεπιστημίου Πατρών, η ισχύς των οποίων λήγει στις 31.5.2022 ή πρόκειται να λήξει έως και την 6η.6.2022, δύνανται να παρατείνονται με απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου, από τη λήξη τους, έως την ολοκλήρωση των διαγωνιστικών διαδικασιών ανάθεσης παροχής υπηρεσιών καθαριότητας που βρίσκονται σε εξέλιξη και πάντως για χρονικό διάστημα που δεν δύναται να υπερβαίνει την 31η.10.2022.

Άρθρο 45
Μεταφορά μαθητών προτύπων και πειραματικών σχολείων Τροποποίηση άρθρου 186 ν. 3852/2010

1. Η περ. 21 της υποπαρ. Η΄ της παρ. II του άρθρου 186 του ν. 3852/2010 (Α΄ 87) τροποποιείται, με την προσθήκη της αρμοδιότητας μεταφοράς μαθητών των προτύπων και πειραματικών σχολείων, και η περ. 21 διαμορφώνεται ως εξής:

«21. Η μεταφορά μαθητών από τον τόπο διαμονής στο σχολείο φοίτησης, συμπεριλαμβανομένης της μεταφοράς των μαθητών σχολείων ειδικής αγωγής, των μουσικών και καλλιτεχνικών σχολείων, των προτύπων και πειραματικών σχολείων, καθώς και των απαιτούμενων ενεργειών σε περίπτωση αδυναμίας πραγματοποίησης αυτής.».

2. Δαπάνες των Περιφερειών που έχουν διενεργηθεί για τη μεταφορά μαθητών προτύπων και πειραματικών σχολείων κατά τα σχολικά έτη 2020-2021 και 2021-2022 και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, θεωρούνται νόμιμες.

Άρθρο 46
Πιστοποίηση προγραμμάτων σπουδών των Κέντρων Διά Βίου Μάθησης Τροποποίηση περ. β) παρ. 17 άρθρου 169 ν. 4763/2020

1. Η περ. β) της παρ. 17 του άρθρου 169 του ν. 4763/2020 (Α΄ 254), περί των μεταβατικών διατάξεων του νόμου αυτού, τροποποιείται, ως προς την ημερομηνία από την οποία τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης (Κ.Δ.Β.Μ.) που υποχρεούνται να υποβάλουν προς πιστοποίηση τα προγράμματά τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 57 του ίδιου νόμου, υποχρεούνται να παρέχουν πιστοποιημένα προγράμματα, και η περ. β) διαμορφώνεται ως εξής:

«β) Από 31.12.2022, τα Κ.Δ.Β.Μ., που υποχρεούνται να υποβάλουν προς πιστοποίηση τα προγράμματά τους, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 57, υποχρεούνται να παρέχουν πιστοποιημένα προγράμματα.».

2. Η παρ. 1 ισχύει από την 31η.3.2022.

ΜΕΡΟΣ Δ΄
ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 47
Καταργούμενη διάταξη
Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργείται το άρθρο 24 του π.δ. 103/2021 (Α΄ 255), περί βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής και επικύρωσης αντιγράφων εγγράφων από τις υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας.

ΜΕΡΟΣ Ε΄
ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ

Άρθρο 48
Έναρξη ισχύος

1. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Η ισχύς των άρθρων 34 έως 37 που αφορούν στα έξοδα διημέρευσης και διανυκτέρευσης του αστυνομικού προσωπικού που εκτελεί υπηρεσία μεταγωγής και μόνο για τις τροποποιήσεις που επέρχονται με τις διατάξεις του παρόντος στον ν. 4336/2015 (Α΄ 94), αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου έκδοσης του προεδρικού διατάγματος που ορίζεται στο άρθρο 15 της υποπαρ. Δ.9 του ν. 4336/2015, και των λοιπών διαλαμβανομένων σε αυτό.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 1 Ιουνίου 2022

Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

Οι Υπουργοί

Οικονομικών ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΪΚΟΥΡΑΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΚΥΛΑΚΑΚΗΣ

Ανάπτυξης και Επενδύσεων ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΑΔΩΝΙΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ

Εθνικής Άμυνας ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Παιδείας και Θρησκευμάτων ΝΙΚΗ ΚΕΡΑΜΕΩΣ

Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ

Υγείας ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΛΕΥΡΗΣ

Αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας ΑΣΗΜΙΝΑ ΓΚΑΓΚΑ

Περιβάλλοντος και Ενέργειας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΚΡΕΚΑΣ

Προστασίας του Πολίτη ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕOΔΩΡΙΚΑΚΟΣ

Υφυπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΥΓΕΝΑΚΗΣ

Δικαιοσύνης ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ

Εσωτερικών ΜΑΥΡΟΥΔΗΣ ΒΟΡΙΔΗΣ

Αναπληρωτής Υπουργός Εσωτερικών ΣΤΥΛΙΑΝΟΣ ΠΕΤΣΑΣ

Μετανάστευσης και Ασύλου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΤΑΡΑΚΗΣ

Υποδομών και Μεταφορών ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΛΑΚΙΩΤΑΚΗΣ

Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ

Επικρατείας ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΙΕΡΡΑΚΑΚΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 1 Ιουνίου 2022

Ο επί της Δικαιοσύνης Υπουργός ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΙΑΡΑΣ