Νόμος 479 ΦΕΚ Α΄318/30.11.1976
Περί αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως συνταξιοδοτικών τινων διατάξεων αφορωσών εις το εις σύνταξιν δικαίωμα των υπαλλήλων του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Ο.Σ.Ε.).

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμεν

Άρθρον 1
Η περίπτωσις α` της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 3395/1955 “περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού των εν Ελλάδι Ατμηλάτων Σιδηροδρόμων”, ως αύτη συνεπληρώθημεταγενεστέρως αντικαθίσταται ως ακολούθως: “α. Εάν αποχωρήσουν οπωσδήποτε της υπηρεσίας μετά την συμπλήρωσιν του 50ου έτους της ηλικίας των και έχουν 25ετή συντάξιμονυπηρεσίαν εν τοις δικτύοις ανεξαρτήτως δε ηλικίας προκειμένου περί θηλέος υπαλλήλου.

Επι θήλεος υπαλλήλου εγγάμου ή εν χηρεία μετ`ανηλίκων τέκνων ή εν διαζεύξει μετ`ανηλίκων τέκνων, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική υπηρεσία εν τοις δικτύοις μη απαιτουμένης της συμπληρώσεως ωρισμένου έτους ηλικίας”.

Άρθρον 2

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 4 του Ν.Δ. 3395/1955 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Ως μισθός, επί τη βάσει του οποίου κανονίζεται η σύνταξις λαμβάνεται ποσοστόν επί του μηνιαίου μισθού ενεργείας, του οριζομένου υπό των εκάστοτε οργανικών διατάξεων και ανήκοντος εις τον βαθμόν ον έφερεν, άμα δε και υφ` ον εμισθοδοτείτο ο σιδηροδρομικός κατά την έξοδον του εκ της υπηρεσίας”.

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 1342/1973 “περί συνταξιοδοτήσεως του μεταφερομένου εις τον ΟΣΕ προσωπικού των ΣΕΚ”, αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“1. Η σύνταξις του προσωπικού, περί ου αι παράγραφοι 1 και 2 περίπτωσις α` του άρθρου 1, υπολογίζεται συμφώνως προς τα εν άρθρω 4 του Ν.δ/τος 3395/1955 οριζόμενα βάσει του καθοριζομένου υπό των ισχυουσών διατάξεων συνταξίμου μισθού και ανήκοντος εις τον βαθμόν ον τούτο έφερε κατά την έξοδον του εκ της υπηρεσίας, αυξανομένου κατά τα ποσοστά αυξήσεως του μισθού των Δημοσίων υπαλλήλων από της ως ανω χρονολογίας και εφεξής”.

Άρθρον 3

1 .Το δεύτερον εδάφιον της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 4295/1963 “περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν.Δ. 3395/1955 “περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού των εν Ελλάδι Ατμηλάτων Σιδηροδρόμων”, αντικαθίσταται ως εξής:
“Της ως άνω υποχρεώσεως εις καταβολήν εξαγοράς απαλλάσσονται οι μη υποβληθέντες εις ασφαλιστικήνεισφοράν βάσει ειδικής διατάξεως ως και αι καταβάλοντες τοιαύτην υπέρ του Δημοσίου ή του ΙΚΑ”.

2. Βεβαιωθέντα ήδη παρά του δημοσίου ποσά, λόγω αναγνωρίσεως ως συνταξίμων υπηρεσιών δι`αςείχονκαταβληθήασφαλιστικαίεισφοραίυπερ του δημοσίου ή του ΙΚΑ καθ`ο μεν έχουν παρακρατηθή ή καταβληθή μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1976 δεν επιστρέφονται τα δε οφειλόμεναι διαγράφονται και δεν αναζητούνται.

3. Η κατόπιν της προηγουμένης παραγράφου διαγραφή των οφειλομένων ποσών ως και η επιστροφή των, μετά την ως είρηταιχρονολογίαν, τυχόν παρακρατηθησομένων ή καταβληθησομένων ενεργούνται τη αιτήσει των ενδιαφερομένων συνοδευομένη δια των απαραιτήτων αποδεικτικών στοιχείων και υποβληθησομένη εις την Υπηρεσίαν Συντάξεως εντός ανατρεπτικής προθεσμίας εξ μηνών απο της δημοσιεύσεως του παρόντος.

Άρθρον 4
Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της 1ης Ιανουαρίου 1977.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 22 Νοεμβρίου 1976

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ