ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4195 ΦΕΚ Α 211/10.10.2013

Κύρωση του Πρωτοκόλλου του 2002 στη Διεθνή Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, του 1974.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο

Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το Πρωτόκολλο της 1ης Νοεμβρίου 2002, το οποίο τροποποιεί τη Σύμβαση των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974, σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 (ν. 1922/1991, Α` 15), του οποίου το κείμενο, σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής: ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 2002 ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΚΕΥΩΝ ΤΟΥΣ ΤΟΥ 1974

Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Πρωτόκολλο, ΘΕΩΡΩΝΤΑΣ ότι είναι επιθυμητή η αναθεώρηση της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους, η οποία υπεγράφη στην Αθήνα, στις 13 Δεκεμβρίου 1974, ώστε να προβλέπει μεγαλύτερη αποζημίωση, να θεσπίσει την αντικειμενική ευθύνη, να καθιερώσει μια απλουστευμένη διαδικασία για την αναπροσαρμογή των ποσών των ορίων, και να διασφαλίσει την υποχρεωτική ασφάλιση, προς όφελος των επιβατών,

ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΝΤΑΣ ότι το Πρωτόκολλο του 1976 στη Σύμβαση καθιερώνει τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, ως Λογιστική Μονάδα, στη θέση του χρυσού φράγκου, ΕΧΟΝΤΑΣ ΥΠΟΨΗ ότι το Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση, το οποίο προβλέπει μεγαλύτερη αποζημίωση και μια απλοποιημένη διαδικασία για την αναπροσαρμαγή των ποσών των ορίων, δεν έχει τεθεί σε ισχύ,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ στα ακόλουθα:
Άρθρο 1

Για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου:

1. Ο όρος «Σύμβαση» σημαίνει το κείμενο της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους του 1974.

2. Ο όρος «Οργανισμός» σημαίνει το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό.

3. Ο όρος «Γενικός Γραμματέας» σημαίνει το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού.
Άρθρο 2

Το Άρθρο 1, παράγραφος 1 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

1 (α) ο όρος «μεταφορέας» σημαίνει ένα πρόσωπο από ή για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί μια σύμβαση μεταφοράς, ανεξαρτήτως αν η μεταφορά εκτελείται πράγματι από το πρόσωπο αυτό ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του,

(β) ο όρος «πρόσωπο το οποίο ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα» σημαίνει ένα πρόσωπο διαφορετικό από το μεταφορέα, ήτοι τον πλοιοκτήτη, το ναυλωτή ή το διαχειριστή ενός πλοίου, ο οποίος εκτελεί, πραγματικά, ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς, και

(γ) ο όρος «μεταφορέας που εκτελχί, πραγματικά, ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς» σημαίνει το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ή, στο βαθμό που ο μεταφορέας εκτελεί όντως τη μεταφορά, το μεταφορέα.
Άρθρο 3

1. Το Αρθρο 1, παράγραφος 10 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: 10 Ο όρος «Οργανισμός» σημαίνει το Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό.

2. Το ακόλουθο κείμενο προστίθεται ως Άρθρο 1, παράγραφος 11, της Σύμβασης: 11 Ο όρος «Γενικός Γραμματέας)) σημαίνει το Γενικό Γραμματέα του Οργανισμού.
Άρθρο 4

Το Άρθρο 3 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Άρθρο 3

Ευθύνη του μεταφορέα

1. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη, λόγω ναυτικού συμβάντος, ο μεταφορέας θα ευθύνεται στο μέτρο που η εν λόγω ζημία σε σχέση με τον εν λόγω επιβάτη, σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση, δεν υπερβαίνει τις 250.000 λογιστικές μονάδες, εκτός εάν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν:

(α) υπήρξε αποτέλεσμα πολεμικής πράξης, εχθροπραξιών, εμφυλίου πολέμου, εξέγερσης ή φυσικού φαινομένου, έκτακτου, αναπόφευκτου και ακαταμάχητου χαρακτήρα, ή

(β) προκλήθηκε εξ ολοκλήρου από πράξη ή παράλειψη που έγινε από τρίτο με πρόθεση την πρόκληση του συμβάντος. Αν και στο βαθμό που η ζημία υπερβαίνει το ανωτέρω όριο, ο μεταφορέας ευθύνεται περαιτέρω, εκτός αν ο μεταφορέας αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα.

2. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα του θανάτου ή της σωματικής βλάβης επιβάτη που δεν οοκλήθηκε από ναυτικό συμβάν, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Το βάρος της απόδειξης του δόλου ή της αμέλειας φέρει ο ενάγων.

3. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών καμπίνας, ο μεταφορέας θα ευθύνεται εφόσον το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία οφειλόταν σε δόλο ή αμέλεια του μεταφορέα. Ο δόλος ή η αμέλεια του μεταφορέα θα τεκμαίρονται για τη ζημία που προκλήθηκε από ναυτικό συμβάν.

4. Για τη ζημία που επήλθε ως αποτέλεσμα της απώλειας ή φθοράς αποσκευών, πλην των αποσκευών καμπίνας, ο μεταφορέας θα ευθύνεται, εκτός αν αποδείξει ότι το συμβάν που προκάλεσε τη ζημία δεν οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του.

5. Για τους σκοπούς του παρόντος Άρθρου:

(α) ο όρος «ναυτικό συμβάν» σημαίνει το ναυάγιο, την ανατροπή, τη σύγκρουση ή την προσάραξη του πλοίου, την έκρηξη ή πυρκαγιά στο πλοίο, ή το ελάττωμα του πλοίου,

(β) ο όρος «δόλος ή αμέλεια του μεταφορέα» περιλαμβάνει και το δόλο ή την αμέλεια του προσωπικού του μεταφορέα, το οποίο ενεργεί στο πλαίσιο της σχέσης εργασίας του.

(γ) ο όρος «ελάττωμα του πλοίου» σημαίνει οποιαδήποτε δυσλειτουργία, αστοχία ή μη συμμόρφωση με τους ισχύοντες κανονισμούς ασφαλείας σε σχέση με οποιοδήποτε μέρος του πλοίου ή του εξοπλισμού του, όταν χρησιμοποιείται για τη διαφυγή, εκκένωση, επιβίβαση και αποβίβαση επιβατών, ή όταν χρησιμοποιείται για την ώθηση, πηδαλιούχηση, ασφαλή πλεύση, πρόσδεση, αγκυροβολιά, άφιξη ή αναχώρηση από προκυμαία ή αγκυροβόλιο, ή τον έλεγχο βλάβης μετά από πλημμύρα, ή όταν χρησιμοποιείται για την καθέλκυση σωστικών μέσων, και

(δ) ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει αποζημιώσεις ποινικού ή παραδειγματικού χαρακτήρα.

6. Η ευθύνη του μεταφορέα, βάσει του παρόντος Άρθρου, σχετίζεται μόνο με ζημία, η οποία προκύπτει από συμβάντα, τα οποία έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς. Το βάρος της απόδειξης ότι το συμβάν, το οποίο προκάλεσε τη ζημία, έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, καθώς και την έκταση της ζημίας, φέρει ο ενάγων.

7. Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν θίγει τα δικαιώματα αναγωγής του μεταφορέα κατά τρίτου, ή τη δυνατότητα, ενστάσεως συντρέχοντος πταίσματος, βάσει του Άρθρου 6 της παρούσας Σύμβασης. Καμία διάταξη του παρόντος Αρθρου δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα περιορισμού της, ευθύνης, βάσει των Άρθρων 7 ή 8 της παρούσας Σύμβασης.

8. Τα τεκμήρια σχετικά με το δόλο ή την αμέλεια ενός διαδίκου ή η κατανομή του βάρους της απόδειξης σε ένα διάδικο δεν εμποδίζουν την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων υπέρ του εν λόγω διαδίκου.
Άρθρο 5

Το ακόλουθο κείμενο προστίθεται ως Άρθρο 4α της Σύμβασης:

Αρθρο 4α

Υποχρεωτική ασφάλιση

1. Όταν μεταφέρονται επιβάτες με πλοίο νηολογημένο σε Συμβαλλόμενο Κράτος, το οποίο έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες, και εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση, κάθε μεταφορέας που εκτελεί στην πραγματικότητα ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς, πρέπει να διαθέτει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, όπως η ασφάλεια τράπεζας ή παρεμφερούς` χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, για την κάλυψη της ευθύνης βάσει της παρούσας Σύμβασης, έναντι θανάτου και σωματικής βλάβης των επιβατών. Το όριο της υποχρεωτικής ασφαλιστικής κάλυψης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας δεν πρέπει να είναι μικρότερο από τις 250.000 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη, για κάθε επιμέρους περίπτωση.

2. Ένα πιστοποιητικό, το οποίο βεβαιώνει ότι η ασφάλιση ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια βρίσκεται σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης, εκδίδεται για κάθε πλοίο, αφού η αρμόδια Αρχή ενός Συμβαλλόμενου Κράτους καταλήξει στο συμπέρασμα ότι έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις της παραγράφου 1. Όσον αφορά στα πλοία που είναι νηολογημένα σε Συμβαλλόμενο Κράτος, το πιστοποιητικό αυτό εκδίδεται ή επικυρούται από την αρμόδια Αρχή του Κράτους νηολόγησης του πλοίου. Σε σχέση με πλοίο μη νηολογημένο σε Συμβαλλόμενο Κράτος, το πιστοποιητικό εκδίδεται ή επικυρούται από την αρμόδια Αρχή οποιουδήποτε Συμβαλλόμενου Κράτους. Το πιστοποιητικό αυτό, θα έχει τη μορφή του υποδείγματος που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της παρούσας Σύμβασης και θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:

(α) όνομα του πλοίου, διακριτικό αριθμό ή γράμματα και λιμένα νηολόγησης,

(β) επωνυμία και τόπο της κύριας εγκατάστασης του μεταφορέα, ο οποίος στην πραγματικότητα εκτελεί ολόκληρη ή μέρος της μεταφοράς,

(γ) αριθμό αναγνώρισης πλοίου του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ),

(δ) τύπο και διάρκεια της ασφάλειας,

(ε) επωνυμία,και τόπο κύριας εγκατάστασης του ασφαλιστή ή του άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια και, όπου αρμόζει, τον τόπο εγκατάστασης όπου υπάρχει η ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια, και

(στ) διάρκεια ισχύος του πιστοποιητικού, η οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει τη διάρκεια ισχύος της ασφάλισης ή άλλου είδους χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

3 (α) Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να επιτρέπει σε ένα φορέα ή έναν οργανισμό αναγνωρισμένο από αυτό να εκδίδει το πιστοποιητικό. Ο εν λόγω φορέας ή οργανισμός θα ενημερώνουν το Κράτος αυτό για την έκδοση κάθε πιστοποιητικού. Σε κάθε περίπτωση, το Συμβαλλόμενο Κράτος θα εγγυάται πλήρως την πληρότητα και ακρίβεια του εκδοθέντος πιστοποιητικού και θα αναλαμβάνει να μεριμνήσει για τις αναγκαίες ρυθμίσεις για τη συμμόρφωση με την υποχρέωση αυτή.

(β ) Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος θα ενημερώνει το Γενικό Γραμματέα για:

(i) τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες και τους όρους της παραχωρηθείσας εξουσιοδότησης σε ένα φορέα ή οργανισμό αναγνωρισμένο από αυτό,

(ii) την ανάκληση της εξουσιοδότησης αυτής, και (iii) την ημερομηνία από την οποία η εν λόγω εξουσιοδότηση ή άρση της εξουσιοδότησης αυτής τίθεται σε ισχύ. Η παραχωρούμενη εξουσιοδότηση δεν θα τίθεται σε ισχύ πριν την παρέλευση τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε κοινοποίηση, για το σκοπό αυτό, προς το Γενικό Γραμματέα.

(γ) Ο φορέας ή ο οργανισμός που έχει εξουσιοδοτηθεί να εκδίδει πιστοποιητικά σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο πρέπει, τουλάχιστον, να είναι εξουσιοδοτημένος να ανακαλεί τα πιστοποιητικά αυτά, εφόσον δεν τηρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έχουν εκδοθεί. Σε κάθε περίπτωση, οι φορείς ή οι οργανισμοί θα γνωστοποιούν την ανάκληση στο Κράτος για λογαριασμό του οποίου έχει εκδοθεί το πιστοποιητικό. Το πιστοποιητικό πρέπει να είναι στην επίσημη γλώσσα ή τις γλώσσες του Κράτους έκδοσης. Εάν η ν χρησιμοποιούμενη γλώσσα δεν είναι η αγγλική, γαλλική ή η ισπανική, το κείμενο θα περιλαμβάνει μετάφραση σε μία από τις γλώσσες αυτές, και, εφόσον το Κράτος το αποφασίσει, είναι δυνατόν να παραλειφθεί η επίσημη γλώσσα του Κράτους.

5. Το πιστοποιητικό φέρεται επί του πλοίου και ένα αντίγραφο του κατατίθεται στις Αρχές που τηρούν το μητρώο του πλοίου, ή, εάν το πλοίο δεν είναι νηολογημένο σε Συμβαλλόμενο Κράτος, στην Αρχή του Κράτους έκδοσης ή επικύρωσης του πιστοποιητικού.

6. Μια ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια δεν πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Άρθρου, εφόσον είναι δυνατό να παύσει να ισχύει για λόγους άλλους από τη λήξη της διάρκειας ισχύος της ασφάλισης ή της χρηματοοικονομικής ασφάλειας που αναφέρεται στο πιστοποιητικό, πριν παρέλθουν τρεις μήνες από την ημερομηνία, κατά την οποία έχει κοινοποιηθεί η λήξη της ισχύος της στις Αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 5, εκτός εάν το πιστοποιητικό έχει παραδοθεί στις Αρχές αυτές ή ένα νέο πιστοποιητικό έχει εκδοθεί εντός της ανωτέρω προθεσμίας. Οι ανωτέρω διατάξεις θα εφαρμόζονται, ομοίως, σε οποιαδήποτε τροποποίηση, η οποία θα έχει ως αποτέλεσμα η ασφάλιση ή άλλου είδους χρηματοοικονομική ασφάλεια να μην ικανοποιεί πλέον τις απαιτήσεις του παρόντος Άρθρου.

7. Το Κράτος νηολόγησης του πλοίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Άρθρου, καθορίζει τους όρους έκδοσης και ισχύος του πιστοποιητικού.

8. Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν θεωρείται ότι εμποδίζει ένα Συμβαλλόμενο Κράτος να βασίζεται σε πληροφορίες που προέρχονται από άλλα Κράτη ή τον Οργανισμό ή από άλλους διεθνείς οργανισμούς, σχετικά με την οικονομική επιφάνεια των φορέων παροχής ασφάλισης ή τυχόν άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, το Συμβαλλόμενο Κράτος, που βασίζεται σε τέτοιου είδους πληροφορίες, δεν θα απαλλάσσεται από την ευθύνη του ως Κράτος το οποίο εκδίδει το πιστοποιητικό.

9. Τα πιστοποιητικά που εκδίδονται ή επικυρώνονται με εξουσιοδότηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, θα γίνονται δεκτά από άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης και θα θεωρούνται από άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη ότι έχουν την ίδια ισχύ με τα πιστοποιητικά που εκδίδονται ή επικυρώνουν τα ίδια, ακόμη και αν έχουν εκδοθεί ή επικυρωθεί σε σχέση με πλοίο που δεν είναι νηολογημένο σε ένα Συμβαλλόμεvο Κράτος. Ενα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να ( ζητήσει διαβούλευση με το Κράτος που εκδίδει ή επικυρώνει το πιστοποιητικό, αν θεωρεί ότι ο ασφαλιστής ή εγγυητής, που αναφέρεται στο πιστοποιητικό ασφάλισης, δεν είναι οικονομικά σε θέση να καλύψει τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την παρούσα Σύμβαση.

10. Οποιαδήποτε αξίωση αποζημίωσης, που καλύπτεται από ασφάλιση ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια, σύμφωνα με το παρόν Άρθρο, δύναται να προβληθεί ευθέως κατά του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια. Στην περίπτωση αυτή, το ποσό που ορίζεται στην παράγραφο 1 αποτελεί το όριο ευθύνης του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια, ακόμη και εάν ο μεταφορέας ή το πρόσωπο που λειτουργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δεν δικαιούνται περιορισμό της ευθύνης. Ο εναγόμενος δύναται να επικαλεστεί περαιτέρω επιχειρήματα υπεράσπισης (εκτός από την πτώχευση ή την εκκαθάριση), τα οποία ο μεταφορέας, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, θα είχε το δικαίωμα να προβάλει σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση. Περαιτέρω, ο εναγόμενος μπορεί να επικαλεστεί το επιχείρημα ότι η ζημία προκλήθηκε από εκούσια και παράνομη πράξη ή παράλειψη του ασφαλισμένου, πλην όμως ο εναγόμενος δεν δύναται να επικαλεστεί κανένα άλλο επιχείρημα υπεράσπισης, το οποίο θα είχε το δικαίωμα να επικαλεστεί σε περίπτωση αγωγής του ασφαλισμένου εναντίον του. Ο εναγόμενος, σε κάθε περίπτωση, ,-έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το μεταφορέα και το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα να συμμετάσχουν στη διαδικασία.

11. Οποιαδήποτε ποσά προβλέπονται από την ασφάλιση ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια, που τηρούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1, θα διατίθενται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των αξιώσεων στο πλαίσιο της παρούσας Σύμβασης, και τυχόν πληρωμές των ποσών αυτών θα απαλλάσσουν από οποιαδήποτε ευθύνη προκύπτει βάσει της παρούσας Σύμβασης, στην έκταση των καταβληθέντων ποσών.

12. Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος δεν θα επιτρέπει, σε καμία περίπτωση, σε πλοίο που φέρει τη σημαία του και στο οποίο εφαρμόζεται το παρόν Άρθρο να δραστηριοποιείται, εάν δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό βάσει των παραγράφων 2 ή 15.

13. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Άρθρου, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος θα διασφαλίζει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, ότι υφίσταται σε ισχύ ασφάλιση ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια, στην έκταση που προσδιορίζεται στην παράγραφο 1, για κάθε πλοίο, ανεξαρτήτως του λιμένα νηολόγησης, που έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από δώδεκα επιβάτες, κατά τον κατάπλου ή τον απόπλου από λιμένα στην επικράτεια του, στο βαθμό που εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση.

14. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 5, ένα Συμβαλλόμενο Κράτος δύναται να γνωστοποιεί στο Γενικό Γραμματέα ότι, για τους σκοπούς της παραγράφου 13, τα πλοία δεν υποχρεούνται να φέρουν ή να επιδεικνύουν το πιστοποιητικό που απαιτείται στην παράγραφο 2, κατά τον κατάπλου ή απόπλου από λιμένες στην επικράτεια του, υπό την προϋπόθεση ότι το Συμβαλλόμενο Κράτος, το οποίο εκδίδει το πιστοποιητικό, έχει γνωστοποιήσει στο Γενικό Γραμματέα ότι τηρεί μητρώα σε ηλεκτρονική μορφή, προσιτή σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη, τα οποία επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του πιστοποιητικού και επιτρέπουν στα Συμβαλλόμενα Κράτη να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους βάσει της παραγράφου 13.

15. Αν δεν τηρείται ασφάλιση ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια για πλοίο, το οποίο ανήκει σε Συμβαλλόμενο Κράτος, οι συναφείς διατάξεις του παρόντος Άρθρου δεν θα εφαρμόζονται στο πλοίο αυτό, αλλά το πλοίο θα φέρει πιστοποιητικό εκδοθέν από τις αρμόδιες Αρχές του Κράτους νηολόγησης του πλοίου, αναφέροντας ότι το πλοίο ανήκει στο εν λόγω Κράτος και ότι η ευθύνη καλύπτεται μέχρι του ποσού που προβλέπεται σύμφωνα.με.την παράγραφο 1. Το εν λόγω πιστοποιητικό πρέπει να ακολουθε, όσο το δυνατόν πιστότερα, το υπόδειγμα που αναφέρεται στην παράγραφο 2.
Άρθρο 6

Το Αρθρο 7 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Άρθρο 7

Όριο ευθύνης για θάνατο και σωματικές βλάβες

1. Η ευθύνη του μεταφορέα για θάνατο ή σωματικές βλάβες επιβάτη, βάσει του Άρθρου 3, δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να υπερβαίνει τις 400.000 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη, για κάθε επιμέρους περίπτωση. Όταν, σύμφωνα με το δίκαιο του δικαστηρίου, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης, επιδικάζονται αποζημιώσεις με τη μορφή περιοδικών προσόδων, το ισότιμο της αξίας του κεφαλαίου των λόγω καταβολών δεν θα υπερβαίνει το ανωτέρω όριο.

2. Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος δύναται να ρυθμίζει, με ειδικές διατάξεις εθνικού δικαίου, το όριο ευθύνης που ορίζεται στην παράγραφο 1, υπό τον όρο ότι το εθνικό όριο ευθύνης, εφόσον υπάρχει, δεν θα είναι μικρότερο από εκείνο που ορίζεται στην παράγραφο 1. Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος το οποίο κάνει χρήση της δυνατότητας που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο, θα ενημερώνει το Γενικό Γραμματέα για το εγκριθέν όριο ευθύνης ή για το γεγονός ότι αυτό δεν υφίσταται.
Άρθρο 7

Το Άρθρο 8 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αρθρο 8

Όριο ευθύνης για απώλεια ή φθορά αποσκευών και οχημάτων

1. Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή φθορά αποσκευών καμπίνας δεν θα υπερβαίνει, σε καμία περίπτωση, τις 2.250 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη και ανά μεταφορά.

2. Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή τη φθορά οχημάτων, συμπεριλαμβανόμενων και όλων των αποσκευών που μεταφέρονται εντός ή επί του οχήματος, σε καμία περίπτωση δεν θα υπερβαίνει τις 12.700 λογιστικές μονάδες, ανά όχημα και ανά μεταφορά.

3. Η ευθύνη του μεταφορέα για την απώλεια ή τη φθορά αποσκευών, πλην εκείνων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, δεν θα υπερβαίνει, σε καμία περίπτωση, τις 3.375 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη και ανά μεταφορά.

4. Ο μεταφορέας και ο επιβάτης δύνανται να συμφωνήσουν ότι η ευθύνη του μεταφορέα θα υπόκειται σε μείωση, η οποία δεν θα υπερβαίνει τις 330 λογιστικές μονάδες, σε περίπτωση ζημίας σε όχημα και δεν θα υπερβαίνει τις 149 λογιστικές μονάδες, ανά επιβάτη, στην περίπτωση απώλειας ή ζημίας σε άλλες αποσκευές. Το παραπάνω ποσό θα αφαιρείται από το ποσό της απώλειας ή της ζημίας .
Άρθρο 8

Το Άρθρο 9 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Άρθρο 9

Λογιστική μονάδα και μετατροπή

1. Η Λογιστική Μονάδα που αναφέρεται στην παρούσα Σύμβαση είναι τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, όπως αυτά ορίζονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τα ποσά που αναφέρονται στο Άρθρο 3 παράγραφος 1, Άρθρο 4α παράγραφος 1, Άρθρο 7 παράγραφος 1 και Άρθρο 8 θα μετατρέπονται στο εθνικό νόμισμα του Κράτους, το δικαστήριο του οποίου επελήφθη της υπόθεσης, με βάση την αξία του εν λόγω νομίσματος σε σχέση με τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα, κατά την ημερομηνία της απόφασης ή την ημερομηνία που συμφωνήθηκε από τους διαδίκους. Η αξία του εθνικού νομίσματος, σε όρους Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, το οποίο είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα υπολογίζεται σύμφωνα με τη μέθοδο αποτίμησης που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κατά την εν λόγω ημερομηνία, για τις δραστηριότητες και τις συναλλαγές ν του. Η αξία του εθνικού νομίσματος, σε όρους Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων, ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, το οποίο δεν είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, θα υπολογίζεται με τρόπο που θα καθορίζεται από το εν λόγω Συμβαλλόμενο Κράτος.

2. Ωστόσο, ένα Κράτος, το οποίο δεν είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του οποίου η νομοθεσία δεν επιτρέπει την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, δύναται, κατά τη στιγμή της επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση ή σε οποιαδήποτε άλλη μεταγενέστερη χρονική στιγμή, να δηλώσει ότι η Λογιστική Μονάδα, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ισούται με 15 χρυσά φράγκα. Το χρυσό φράγκο, που αναφέρεται στην παράγραφο αυτή, ισούται με εξήντα πέντε και μισό γραμμάρια χρυσού, καθαρότητας εννιακοσίων βαθμών. Η μετατροπή του χρυσού φράγκου στο εθνικό νόμισμα θα γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο του ενδιαφερόμενου Κράτους.

3. Ο υπολογισμός, που αναφέρεται στην τελευταία πρόταση της παραγράφου 1 και η μετατροπή, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, θα γίνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκφράζεται στο εθνικό νόμισμα των Συμβαλλόμενων Κρατών, στο μέτρο του δυνατού, η ίδια πραγματική αξία για τα ποσά του Άρθρου 3 παράγραφος 1, του Άρθρου 4α παράγραφος 1, του Άρθρου 7 παράγραφος 1 και του Άρθρου 8, η οποία θα προέκυπτε από την εφαρμογή των τριών πρώτων προτάσεων της παραγράφου 1. Τα Κράτη θα γνωστοποιούν στο Γενικό Γραμματέα τον τρόπο υπολογισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ή το αποτέλεσμα της μετατροπής της παραγράφου 2, ανάλογα με την περίπτωση, όταν καταθέτουν την πράξη επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στην παρούσα Σύμβαση και κάθε φορά που υπάρχει αλλαγή σε οποιοδήποτε από αυτά.
Άρθρο 9

Το Άρθρο 16, παράγραφος 3 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

3. Το δίκαιο του Δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της υπόθεσης θα διέπει τα θέματα αναστολής και διακοπής του χρόνου παραγραφής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέπεται η άσκηση αγωγής, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, μετά τη λήξη οποιασδήποτε από τις ακόλουθες χρονικές περιόδους:

(α) περιόδου πέντε ετών από την ημερομηνία αποβίβασης του επιβάτη ή από την ημερομηνία που η αποβίβαση θα έπρεπε να λάβει χώρα, ανάλογα με το ποια είναι μεταγενέστερη ? ή, εάν προηγείται χρονικά”

β) διαστήματος τριών ετών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ενάγων έλαβε γνώση ή όφειλε, ευλόγως, να έχει λάβει γνώση της σωματικής βλάβης, απώλειας ή φθοράς που προκλήθηκε από το συμβάν.
Άρθρο 10

Το Άρθρο 17 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αρθρο 17

Δικαιοδοσία

1. Η αγωγή, η οποία εγείρεται βάσει των Άρθρων 3 και 4 της παρούσας Σύμβασης, κατατίθεται, κατ` επιλογή του ενάγοντος, ενώπιον ενός από τα κατωτέρω δικαστήρια, υπό την προϋπόθεση ότι το δικαστήριο βρίσκεται σε Συμβαλλόμενο Κράτος της παρούσας Σύμβασης, και σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους που διέπει την αρμοδιότητα στα Κράτη με ολλαπλές δυνατές δικαιοδοσίες:

(α) το δικαστήριο του Κράτους μόνιμης διαμονής ή κύριας εγκατάστασης του εναγόμενου, ή

(β) το δικαστήριο του Κράτους αναχώρησης ή του Κράτους προορισμού, σύμφωνα με τη σύμβαση μεταφοράς, ή

(γ) το δικαστήριο του Κράτους κατοικίας ή μόνιμης διαμονής του ενάγοντος, εφόσον ο εναγόμενος έχει επαγγελματική εγκατάσταση και υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω Κράτους, ή

(δ) το δικαστήριο του Κράτους, στο οποίο συνήφθη η σύμβαση μεταφοράς, εφόσον ο εναγόμενος έχει επαγγελματική εγκατάσταση και υπόκειται στη δικαιοδοσία του εν λόγω Κράτους.

2. Οι αγωγές βάσει του Άρθρου 4α της παρούσας Σύμβασης κατατίθενται, κατ` επιλογή του ενάγοντος, ενώπιον ενός από τα δικαστήρια στα οποία είναι δυνατή η κατάθεση αγωγής κατά του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3. Μετά την επέλευση του συμβάντος, το οποίο προκάλεσε τη ζημία, οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι η αξίωση αποζημίωσης θα υποβληθεί σε οποιαδήποτε δικαιοδοσία ή σε διαιτησία.
Άρθρο 11

Το ακόλουθο κείμενο προστίθεται ως Άρθρο 17α της Σύμβασης:

Άρθρο 17α

Αναγνώριση και εκτέλεση

1. Κάθε απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία σύμφωνα με το Άρθρο 17, η οποία είναι εκτελεστή στο Κράτος προέλευσης, όταν δεν υπόκειται, πλέον, σε τακτικά ένδικα μέσα, αναγνωρίζεται σε κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός εάν (α) η απόφαση αποκτήθηκε με δόλιο και απατηλό τρόπο, ή (β)ο εναγόμενος δεν είχε ειδοποιηθεί εγκαίρως και δεν του δόθηκε δίκαιη ευκαιρία υπεράσπισης.

2. Η απόφαση, που αναγνωρίζεται βάσει της παραγράφου 1, είναι εκτελεστή σε κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, μόλις τηρηθούν οι τυπικές διαδικασίες που απαιτούνται στο Κράτος αυτό. Οι τυπικές διαδικασίες δεν θα επιτρέπουν την εκ νέου εξέταση της υπόθεσης.

3. Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος του παρόντος Πρωτοκόλλου δύναται να εφαρμόζει άλλους κανόνες για την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων, υπό την προϋπόθεση ότι το αποτέλεσμα τους διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις θα αναγνωρίζονται και θα εκτελούνται τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με εκείνον που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και 2.
Άρθρο 12

Το Άρθρο 18 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Άρθρο 18

Ακυρότητα συμβατικών όρων

Οποιοσδήποτε συμβατικός όρος έχει συνομολογηθεί πριν την επέλευση του συμβάντος, που προκάλεσε το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη ή την απώλεια ή φθορά αποσκευών επιβάτη, ο οποίος αποσκοπεί στην απαλλαγή οποιουδήποτε προσώπου ευθύνεται βάσει της παρούσας Σύμβασης έναντι του επιβάτη ή στον καθορισμό κατώτερου ορίου ευθύνης από το οριζόμενο στην παρούσα Σύμβαση, εκτός από όσα προβλέπονται στο Άρθρο δπαράγραφος 4, και κάθε τέτοιος όρος, ο οποίος αποσκοπεί στη μετακύλιση του βάρους της απόδειξης που φέρει ο μεταφορέας ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα, ή έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των επιλογών που ορίζονται στο Άρθρο 17 παράγραφοι 1 ή 2, θα είναι άκυρος, αλλά η ακυρότητα του όρου αυτού δεν θα επιφέρει ακυρότητα της σύμβασης μεταφοράς, η οποία θα εξακολουθεί να υπόκειται στις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 13

Το Άρθρο 20 της Σύμβασης αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

Αρθρο 20

Ζημίες από πυρηνική ενέργεια

Δεν υφίσταται ευθύνη, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, για ζημίες που προκαλούνται από ένα πυρηνικό ατύχημα:

(α) εάν ο φορέας εκμετάλλευσης μιας πυρηνικής εγκατάστασης ευθύνεται για την εν λόγω ζημία, είτε σύμφωνα με τη Σύμβαση των Παρισίων της 29ης Ιουλίου 1960 περί Αστικής Ευθύνης στον τομέα της Πυρηνικής Ενέργειας, όπως τροποποιήθηκε από το Πρόσθετο Πρωτόκολλο της 28ης Ιανουαρίου 1964, είτε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης της 21ης Μαίου 1963 περί Αστικής Ευθύνης για Ζημίες από Πυρηνική Ενέργεια, είτε σύμφωνα με οποιαδήποτε σχετική τροποποίηση ή Πρωτόκολλο τους είναι σε ισχύ, ή

(β) εάν ο φορέας εκμετάλλευσης μιας πυρηνικής εγκατάστασης ευθύνεται για την εν λόγω ζημία βάσει εθνικής νομοθεσίας που ρυθμίζει την ευθύνη για τέτοιου είδους ζημία, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω νομοθεσία είναι, από κάθε άποψη, εξίσου ευνοϊκή για τα ζημιωθέντα πρόσωπα με τις Συνθήκες είτε των Παρισίων είτε της Βιέννης είτε με οποιαδήποτε τροποποίηση ή Πρωτόκολλο τους είναι σε ισχύ.
Άρθρο 14
Υπόδειγμα-πιστοποιηιικού

1. Το υπόδειγμα πιστοποιητικού, που περιλαμβάνεται στο παράρτημα του παρόντος Πρωτοκόλλου, ενσωματώνεται ως παράρτημα της Σύμβασης.

2. Το ακόλουθο κείμενο προστίθεται ως Άρθρο Ια της Σύμβασης: «Άρθρο 1α» Παράρτημα Το παράρτημα της παρούσας Σύμβασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Σύμβασης.»
Άρθρο 15
Ερμηνεία και εφαρμογή

1. Η Σύμβαση και το παρόν Πρωτόκολλο θα διαβάζεται και ερμηνεύεται ως μια ενιαία πράξη μεταξύ των Συμβαλλόμενων Μερών του Πρωτοκόλλου αυτού.

2. Η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε από το παρόν Πρωτόκολλο, θα εφαρμόζεται μόνο σε αξιώσεις που απορρέουν από συμβάντα, τα οποία λαμβάνουν χώρα μετά την έναρξη ισχύος, για κάθε Κράτος, του παρόντος Πρωτοκόλλου.

3. Τα Άρθρα 1 έως 22 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκαν από το Πρωτόκολλο, σε συνδυασμό με τα Άρθρα 17 έως 25 του παρόντος Πρωτοκόλλου, καθώς και το παράρτημα του, θα αποτελούν και θα αποκαλούνται η Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους, 2002.
Άρθρο 16

Το ακόλουθο κείμενο προστίθεται ως Άρθρο 22α της Σύμβασης. Άρθρο 22α Τελικές διατάξεις της Σύμβασης Οι τελικές διατάξεις της παρούσας Σύμβασης είναι τα Άρθρα 17 έως 25 του Πρωτοκόλλου του 2002 της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους του 1974. Οι αναφορές στην παρούσα Σύμβαση σε Συμβαλλόμενα Κράτη θα θεωρούνται ότι αναφέρονται σε Συμβαλλόμενα Κράτη του Πρωτοκόλλου αυτού.
Άρθρο 17
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Υπογραφή, επικύρωση, αποδοχή, έγκριση και προσχώρηση

1. Το παρόν Πρωτόκολλο είναι ανοικτό για υπογραφή στην Έδρα του Οργανισμού, από την 1η Μαΐου 2003 έως τις 30 Απριλίου 2004, και, στη συνέχεια, θα παραμένει ανοικτό για προσχώρηση.

2. Τα Κράτη δύνανται να εκφράσουν τη συναίνεση τους να δεσμεύονται από το παρόν Πρωτόκολλο:

(α) με υπογραφή, χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ή

(β) με υπογραφή, η οποία υπόκειται σε επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ακολουθούμενη από επικώρωση, αποδοχή ή έγκριση, ή

(γ) με προσχώρηση,

3. Η επικύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση πραγματοποιούνται με την κατάθεση εγγράφου, προς το σκοπό αυτό, στο Γενικό Γραμματέα.

4. Οποιαδήποτε πράξη επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, η οποία κατατίθεται μετά την έναρξη ισχύος μιας τροποποίησης του παρόντος Πρωτοκόλλου, σε σχέση με όλα τα υφιστάμενα Συμβαλλόμενα Κράτη, ή μετά την ολοκλήρωση όλων των μέτρων που απαιτούνται για την έναρξη ισχύος της τροποποίησης σε σχέση με τα εν λόγω Συμβαλλόμενα Κράτη, θα θεωρείται ότι εφαρμόζεται στο παρόν Πρωτόκολλο, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση.

5. Ένα Κράτος δεν εκφράζει τη συναίνεση του να δεσμεύεται από το παρόν Πρωτόκολλο εκτός εάν, όντας Συμβαλλόμενο Μέρος τους, καταγγείλει:

(α) τη Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους, η οποία υπεγράφη στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 1974,

(β) το Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους, το οποίο υπεγράφη στο Λονδίνο στις 19 Νοεμβρίου 1976, και

(γ) το Πρωτόκολλο του 1990 για την τροποποίηση της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη Θαλάσσια Μεταφορά Επιβατών και των Αποσκευών τους, το οποίο υπεγράφη στο Λονδίνο στις 29 Μαρτίου 1990, με ισχύ από τη στιγμή που το παρόν Πρωτόκολλο θα τεθεί σε ισχύ για το εν λόγω Κράτος, σύμφωνα με το Αρθρο 20.
Άρθρο 18
Κράτη με περισσότερα από ένα συστήματα δικαίου

1. Εάν ένα Κράτος έχει δύο ή περισσότερες εδαφικές ενότητες, στις οποίες ισχύουν διαφορετικά νομικά συστήματα, σε σχέση με τα θέματα που ρυθμίζει το παρόν Πρωτόκολλο, δύναται, κατά τη στιγμή της υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, να δηλώσει ότι το παρόν Πρωτόκολλο εκτείνεται σε όλες τις εδαφικές του ενότητες ή μόνο σε μία ή σε περισσότερες από αυτές και να τροποποιήσει την παρούσα δήλωση, υποβάλλοντας άλλη δήλωση, ανά πάσα στιγμή.

2. Η δήλωση αυτή κοινοποιείται στο Γενικό Γραμματέα και αναφέρει ρητά τις εδαφικές ενότητες στις οποίες εφαρμόζεται το παρόν Πρωτόκολλο.

3. Όσον αφορά σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος το οποίο έχει υποβάλει τέτοια δήλωση:

(α) οι αναφορές στο Κράτος νηολογίου του πλοίου και, σε σχέση με το πιστοποιητικό υποχρεωτικής ασφάλισης, στο Κράτος έκδοσης ή πιστοποίησης της έκδοσης, θα εκλαμβάνονται ως αναφορά στην εδαφική ενότητα, στην οποία είναι νηολογημένο το πλοίο και η οποία εκδίδει ή πιστοποιεί την έκδοση του πιστοποιητικού,

(β) οι αναφορές στις διατάξεις του εθνικού δικαίου, στο εθνικό όριο ευθύνης και στο εθνικό νόμισμα θα εκλαμβάνονται, αντιστοίχως, ως αναφορές στις διατάξεις δικαίου, το όριο ευθύνης και το νόμισμα της αντίστοιχης εδαφικής ενότητας, και

(γ) οι αναφορές σε δικαστήρια και σε αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να αναγνωρίζονται στα Συμβαλλόμενα Κράτη, θα εκλαμβάνονται, αντιστοίχως, ως αναφορές σε δικαστήρια και σε αποφάσεις που πρέπει να αναγνωρίζονται στην αντίστοιχη εδαφική ενότητα.
Άρθρο 19
Περιφερειακοί Οργανισμοί Οικονομικής Ολοκλήρωσης

1. Ένας Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης, ο οποίος έχει συσταθεί από κυρίαρχα Κράτη που έχουν εκχωρήσει αρμοδιότητες για ορισμένα θέματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο στον εν λόγω Οργανισμό, μπορεί να υπογράψει, επικυρώσει, αποδεχθεί, εγκρίνει ή προσχωρήσει στο παρόν Πρωτόκολλο. Ένας Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης, ο οποίος είναι Συμβαλλόμενο Μέρος του παρόντος Πρωτοκόλλου, έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, στο βαθμό που ο Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης έχει αρμοδιότητα για τα θέματα που διέπονται από το παρόν Πρωτόκολλο.

2. Όταν ένας Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης ασκεί το δικαίωμα ψήφου του σε θέματα αρμοδιότητας του, θα διαθέτει αριθμό ψήφων ίσο με τον αριθμό των Κρατών-Μελών του που είναι Συμβαλλόμενα Μέρη του παρόντος Πρωτοκόλλου και τα οποία έχουν εκχωρήσει την αρμοδιότητα σε αυτόν για το εν λόγω θέμα. Ένας Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης δεν θα ασκεί το δικαίωμα ψήφου του εφόσον τα Κράτη-Μέλη του ασκούν το δικό τους δικαίωμα, και αντιστρόφως.

3. Στις περιπτώσεις που ο αριθμός των Συμβαλλομένων Κρατών έχει σημασία για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου, συμπεριλαμβανομένων, αλλά όχι περιοριστικά, και των Άρθρων 20 και 23 του παρόντος Πρωτοκόλλου, ο Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης δεν θα υπολογίζεται ως Συμβαλλόμενο Κράτος, επιπλέον των Κρατών-Μελών του τα οποία είναι Συμβαλλόμενα Κράτη.

4. Κατά τη στιγμή της υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, ο Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης θα υποβάλει δήλωση στο Γενικό Γραμματέα, καθορίζοντας τα θέματα που διέπονται από το Πρωτόκολλο, για τα οποία έχει μεταβιβαστεί αρμοδιότητα στον εν λόγω Οργανισμό από τα Κράτη-Μέλη του που έχουν υπογράψει ή είναι Συμβαλλόμενα Μέρη του παρόντος Πρωτοκόλλου και κάθε άλλο σχετικό περιορισμό ως προς το πεδίο της αρμοδιότητας αυτής. Ο Περιφερειακός Οργανισμός Οικονομικής Ολοκλήρωσης θα κοινοποιεί εγκαίρως στο Γενικό Γραμματέα κάθε μεταβολή, η οποία επέρχεται στην κατανομή αρμοδιοτήτων, συμπεριλαμβανόμενων και των νέων μεταβιβάσεων αρμοδιότητας που καθορίζονται στη δήλωση, βάσει της παρούσας παραγράφου. Οι δηλώσεις αυτές θα διατίθενται από το Γενικό Γραμματέα, σύμφωνα με το Άρθρο 24 του παρόντος Πρωτοκόλλου.

5. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη, τα οποία είναι Κράτη-Μέλη ενός Περιφερειακού Οργανισμού Οικονομικής Ολοκλήρωσης που είναι Συμβαλλόμενο Μέρος του παρόντος Πρωτοκόλλου, θα θεωρούνται ότι έχουν αρμοδιότητα για όλα τα θέματα που διέπονται από το παρόν Πρωτόκολλο, σε σχέση με τα οποία δεν έχουν ειδικά δηλωθεί ή κοινοποιηθεί εκχωρήσεις αρμοδιοτήτων στον Οργανισμό, σύμφωνα με την παράγραφο 4.
Άρθρο 20
Θέση σε ισχύ

1. Το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία 10 Κράτη είτε το έχουν υπογράψει χωρίς επιφύλαξη ως προς την επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση είτε έχουν καταθέσει έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα.

2. Για κάθε Κράτος, το οποίο επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρεί στο παρόν Πρωτόκολλο, μετά την εκπλήρωση των Όρων της παραγράφου 1 για την έναρξη της ισχύος του, το παρών Πρωτόκολλο, θα τίθεται σε ισχύ τρεις μήνες μετά την ημερομηνία κατάθεσης από το εν λόγω Κράτος του κατάλληλου` εγγράφου, αλλά όχι πριν το Πρωτόκολλο αυτό τεθεί σε ισχύ, σύμφωνα με την παράγραφο 1.
Άρθρο 21
Καταγγελία

1. Το παρόν Πρωτόκολλο μπορεί να καταγγελθεί από οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Κράτος, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, μετά την ημερομηνία κατά την οποία το παρόν Πρωτόκολλο τίθεται σε ισχύ για το εν λόγω Κράτος.

2. Η καταγγελία πραγματοποιείται με την κατάθεση εγγράφου, προς το σκοπό αυτό, στο Γενικό Γραμματέα.

3. Η καταγγελία τίθεται σε ισχύ δώδεκα μήνες μετά την κατάθεση του εγγράφου καταγγελίας στο Γενικό Γραμματέα, ή μετά από μεγαλύτερη περίοδο που τυχόν ορίζεται στο έγγραφο καταγγελίας.

4. Μεταξύ των Συμβαλλομένων Κρατών του παρόντος Πρωτοκόλλου, η καταγγελία από οποιοδήποτε εξ αυτών της Σύμβασης σύμφωνα με το Άρθρο 25 αυτής, δεν θα ερμηνεύεται σε καμία περίπτωση ως καταγγελία της Σύμβασης όπως τροποποιήθηκε από το παρόν Πρωτόκολλο.
Άρθρο 22
Αναθεώρηση και τροποποίηση

1. Διάσκεψη για την αναθεώρηση ή την τροποποίηση του παρόντος Πρωτοκόλλου δύναται να συγκληθεί από τον Οργανισμό.

2. Ο Οργανισμός θα συγκαλεί Διάσκεψη των Συμβαλλόμενων Κρατών του παρόντος Πρωτοκόλλου για την αναθεώρηση ή τροποποίηση του παρόντος Πρωτοκόλλου, ύστερα από αίτημα όχι λιγότερων από το ένα τρίτο των Συμβαλλόμενων Κρατών.
Άρθρο 23
Τροποποίηση των ορίων

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Άρθρου 22, η ειδική διαδικασία του παρόντος Αρθρου εφαρμόζεται αποκλειστικά για τους σκοπούς της τροποποίησης των ορίων που καθορίζονται στο Άρθρο 3 παράγραφος 1, στο Άρθρο 4α παράγραφος 1, στο Άρθρο 7 παράγραφος 1 και στο Άρθρο 8 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο.

2. Μετά από αίτημα τουλάχιστον των μισών, αλλά σε καμία περίπτωση λιγότερων από έξι, των Συμβαλλόμενων Κρατών του παρόντος Πρωτοκόλλου, κάθε πρόταση τροποποίησης των ορίων, συμπεριλαμβανομένων και των αφαιρετέων, τα οποία αναφέρονται στο Άρθρο 3 παράγραφος 1, στο Άρθρο 4α παράγραφος 1, στο Άρθρο 7 παράγραφος 1, και στο Άρθρο 8 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από το παρόν Πρωτόκολλο, θα διανέμεται από το Γενικό Γραμματέα σε όλα τα Μέλη του Οργανισμού και σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη.

3. Κάθε τροποποίηση η οποία προτείνεται και διανέμεται, όπως προαναφέρθηκε, θα υποβάλεται στη Νομική Επιτροπή του Οργανισμού (εφεξής αναφερόμενη ως «η Νομική Επιτροπή») προς εξέταση, σε ημερομηνία που θα απέχει τουλάχιστον έξι μήνες από την ημερομηνία διανομής της.

4. Όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο, Μέλη και μη Μέλη του Οργανισμού, δικαιούνται να συμμετέχουν στις εργασίες της Νομικής Επιτροπής για την εξέταση και έγκριση των τροποποιήσεων.

5. Οι τροποποιήσεις εγκρίνονται με πλειοψηφία δύο τρίτων των Συμβαλλόμενων Κρατών της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από το παρόν Πρωτόκολλο, τα οποία είναι παρόντα και ψηφίζουν στη διευρυμένη, κατά την παράγραφο 4, Νομική Επιτροπή, υπό την προϋπόθεση ότι τουλάχιστον το ήμισυ των Συμβαλλόμενων Κρατών της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο, θα είναι παρόντα κατά τη στιγμή της ψηφοφορίας.

6. Ενεργώντας για μια πρόταση τροποποίησης των ορίων, η Νομική Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την κτηθείσα εμπειρία για συμβάντα και ιδιαίτερα το ύψος της ζημίας που προκαλείται από αυτά, τις μεταβολές στις οικονομικές αξίες και τις επιπτώσεις της προτεινόμενης τροποποίησης στο κόστος της ασφάλισης.

7. (α) Καμία τροποποίηση των ορίων βάσει του παρόντος Άρθρου δεν εξετάζεται σε διάστημα μικρότερο των πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία το παρόν Πρωτόκολλο άνοιξε για υπογραφή, ούτε μικρότερο των πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος μιας προηγούμενης τροποποίησης βάσει του παρόντος Άρθρου.

(β) Κανένα όριο δεν δύναται να αυξηθεί, κατά τρόπο που να υπερβαίνει το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο όριο που προβλέπει η Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε από το παρόν Πρωτόκολλο, προσαυξημένο κατά έξι τοις εκατό ετησίως, σε βάση ανατοκισμού, από την ημερομηνία κατά την οποία το παρόν Πρωτόκολλο άνοιξε για υπογραφή.

(γ) Κανένα όριο δεν δύναται να αυξηθεί κατά τρόπο που να υπερβαίνει το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο όριο που καθορίζεται στη Σύμβαση, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο, πολλαπλασιαζόμενο επί τρία.

8. Κάθε τροποποίηση, η οποία εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 5, γνωστοποιείται από τον Οργανισμό σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Η τροποποίηση θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή στο τέλος μιας περιόδου δεκαοκτώ μηνών, μετά την ημερομηνία γνωστοποίησης, εκτός αν, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, τουλάχιστον το ένα τέταρτο των Κρατών, τα οποία ήταν Συμβαλλόμενα Κράτη κατά τη στιγμή της έγκρισης της τροποποίησης, ενημερώσουν το Γενικό Γραμματέα ότι δεν αποδέχονται την τροποποίηση, οπότε η τροποποίηση απορρίπτεται και δεν έχει καμία ισχύ.

9. Μια τροποποίηση η οποία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή, σύμφωνα με την παράγραφο 8, θα τίθεται σε ισχύ δεκαοκτώ μήνες μετά την αποδοχή της.

10. Όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα δεσμεύονται από την τροποποίηση, εκτός αν καταγγείλουν το παρόν Πρωτόκολλο σύμφωνα με το Άρθρο 21 παράγραφοι 1 και 2, τουλάχιστον έξι μήνες πριν από την έναρξη ισχύος της τροποποίησης. Μια τέτοια καταγγελία θα παράγει αποτελέσματα όταν η τροποποίηση τεθεί σε ισχύ.

11. Στην περίπτωση που μια τροποποίηση έχει εγκριθεί, αλλά η προθεσμία των δεκαοκτώ μηνών για την αποδοχή της δεν έχει εκπνεύσει ακόμη, ένα Κράτος, το οποίο καθίσταται Συμβαλλόμενο Κράτος κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, θα δεσμεύεται από την τροποποίηση, εφόσον αυτή τεθεί σε ισχύ. Ένα Κράτος, το οποίο καθίσταται Συμβαλλόμενο Κράτος μετά την περίοδο αυτή, θα δεσμεύεται από μια τροποποίηση, η οποία έχει γίνει δεκτή σύμφωνα με την παράγραφο 8. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή, ένα Κράτος θα δεσμεύεται από μια τροποποίηση οταν αυτή η τροποποίηση αυτή τεθεί σε ισχύ ή όταν το παρόν Πρωτόκολλο τεθεί σε ισχύ για το εν λόγω Κράτος, αν η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη.
Άρθρο 24
Θεματοφύλακας

1. Το παρόν Πρωτόκολλο και οι τροποποιήσεις που εγκρίνονται σύμφωνα με το Άρθρο 23 κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα.

2. Ο Γενικός Γραμματέας:

(α) ενημερώνει όλα τα Κράτη τα οποία έχουν υπογράψει ή προσχωρήσει στο παρόν Πρωτόκολλο σχετικά με: (ι) κάθε νέα υπογραφή ή κατάθεση εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, καθώς και τη σχετική ημερομηνία, (ii) κάθε δήλωση και κοινοποίηση βάσει του Άρθρου 9 παράγραφοι 2 και 3, του Άρθρου 18 παράγραφος 1 και του Άρθρου 19 παράγραφος 4 της Σύμβασης, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο, (iii) την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του παρόντος Πρωτοκόλλου, (iv) οποιαδήποτε πρόταση τροποποίησης των ορίων, η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 23 παράγραφος 2 του παρόντος Πρωτοκόλλου, (ν) οποιαδήποτε τροποποίηση έχει εγκριθεί σύμφωνα με το Άρθρο 23 παράγραφος 5 του παρόντος Πρωτοκόλλου, (vi) οποιαδήποτε τροποποίηση θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή, βάσει του Άρθρου 23 παράγραφος 8 του παρόντος Πρωτοκόλλου, καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία η τροποποίηση τίθεται σε ισχύ, σύμφωνα με τις παραγράφους 9 και 10 του εν λόγω Άρθρου, (vii) την κατάθεση οποιουδήποτε εγγράφου καταγγελίας του παρόντος Πρωτοκόλλου καθώς και την ημερομηνία κατάθεσης και την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα, (viii) οποιαδήποτε ανακοίνωση προβλέπεται από οποιοδήποτε Άρθρο του παρόντος Πρωτοκόλλου,

(β) διαβιβάζει επικυρωμένα γνήσια αντίγραφα του παρόντος Πρωτοκόλλου σε όλα τα Κράτη που έχουν υπογράψει ή προσχωρήσει στο παρόν Πρωτόκολλο.

3. Αμέσως μόλις το παρόν Πρωτόκολλο τεθεί σε ισχύ, το κείμενο θα διαβιβαστεί από το Γενικό Γραμματέα στη Γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών, προς καταχώρηση και δημοσίευση, σύμφωνα με το Άρθρο 102 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 25
Γλώσσες

Το παρόν Πρωτόκολλο συντάχθηκε σε ένα μόνο αντίτυπο, στην αραβική, κινεζική, αγγλική, γαλλική, ρωσική και ισπανική γλώσσα, καθένα δε από τα κείμενα αυτά είναι εξίσου αυθεντικό. ΕΓΙΝΕ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ, την πρώτη Νοεμβρίου του έτους δύο χιλιάδες δύο.

ΣΕ ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩ οι υπογράφοντες, έχοντας προσηκόντως εξουσιοδοτηθεί από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους για το σκοπό αυτό, υπέγραψαν το παρόν Πρωτόκολλο.
Άρθρο δεύτερο

Οι διατάξεις του ν. 1922/1991 (Α` 15) εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον αναπαράγουν διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών της 13ης Δεκεμβρίου 1974 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της 19ης Νοεμβρίου 1976 και στο βαθμό που δεν τροποποιούνται με το κυρούμενο δια του παρόντος νόμου Πρωτόκολλο του 2002 στη Σύμβαση των Αθηνών.
Άρθρο τρίτο

1. Κατ` εφαρμογή της υπ` αριθμ. Α. 988 (24) Απόφασης της Γενικής Συνέλευσης του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, το παρόν Πρωτόκολλο επικυρώνεται υπό την εξής επιφύλαξη:

«1.1 Επιφύλαξη σχετικά με την επικύρωση από την Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους του 2002 (εφεξής «η Σύμβαση»). Περιορισμός της ευθύνης των μεταφορέων κλπ..

1.2 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την ευθύνη δυνάμει της παραγράφου 1 ή 2 του άρθρου 3 της Σύμβασης, εάν υπάρχει, σε σχέση με το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους, στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των «Κατευθυντήριων Γραμμών του ΙΜΟ για την Εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών», στο μικρότερο από τα ακόλουθα ποσά: – 250.000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επιμέρους περίπτωση ή – 340 εκατομμύρια μονάδες υπολογισμού συνολικά ανά πλοίο για κάθε επιμέρους περίπτωση.

1.3 Επιπλέον, η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εφαρμόσει και αναλαμβάνει να εφαρμόζει τις παραγράφους 2.1.1 και 2.2.2 των «Κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την Εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών» αναλογικά σε ευθύνες αυτού του είδους.

1.4 Η ευθύνη του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δυνάμει του άρθρου 4 της Σύμβασης, η ευθύνη των υπαλλήλων και πρακτόρων του μεταφορέα ή του προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό του μεταφορέα δυνάμει του άρθρου 11 της Σύμβασης και το ανώτατο όριο του αθροίσματος των ποσών, που πρέπει να καταβληθούν ως αποζημίωση δυνάμει του άρθρου 12 της Σύμβασης, περιορίζονται με τον ίδιο τρόπο.

1.5 Η επιφύλαξη και η υποχρέωση στην παράγραφο 1.2 ισχύουν ανεξάρτητα από την ύπαρξη ευθύνης δυνάμει των παραγράφων 1 ή 2 του άρθρου 3 και ανεξάρτητα από τυχόν αντίθετες διατάξεις των άρθρων 4 ή 7 της Σύμβασης. Όμως, η εν λόγω επιφύλαξη και υποχρέωση δεν επηρεάζουν τη λειτουργία των άρθρων 10 και 13. Υποχρεωτική ασφάλιση και περιορισμός της ευθύνης των ασφαλιστών

1.6 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την απαίτηση βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 4α να υπάρχει ασφαλιστική κάλυψη ή άλλη χρηματοοικονομική ασφάλεια για το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη, που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους, στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, στο μικρότερο από τα εξής ποσά: – 250.000 μονάδες υπολογισμού ανά επιβάτη για κάθε επιμέρους περίπτωση ή – 340 εκατομμύρια μονάδες υπολογισμού συνολικά ανά πλοίο για κάθε επιμέρους περίπτωση.

1.7 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να περιορίσει και αναλαμβάνει να περιορίσει την ευθύνη του ασφαλιστή ή άλλου προσώπου που παρέχει χρηματοοικονομική ασφάλεια βάσει της παραγράφου 10 του άρθρου 4α για το θάνατο ή τη σωματική βλάβη επιβάτη, που προκλήθηκε από οποιονδήποτε από τους κινδύνους, στους οποίους αναφέρεται η παράγραφος 2.2 των κατευθυντήριων γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, στο μέγιστο ανώτατο όριο του ποσού της ασφάλισης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας, την οποία υποχρεούται να διαθέτει ο μεταφορέας βάσει της παραγράφου 1.6 της παρούσας επιφύλαξης.

1.8 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται επίσης του δικαιώματος να εφαρμόσει και αναλαμβάνει να εφαρμόσει τις κατευθυντήριες γραμμές του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, συμπεριλαμβανομένων των ρητρών στις οποίες αναφέρονται οι παράγραφοι 2.1 και 2.2 των Κατευθυντήριων Γραμμών σε κάθε υποχρεωτική ασφάλιση δυνάμει της Σύμβασης.

1.9 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εξαιρέσει και αναλαμβάνει να εξαιρέσει τον πάροχο ασφάλισης ή άλλης χρηματοοικονομικής ασφάλειας βάσει του άρθρου 4α παράγραφος 1 από κάθε ευθύνη την οποία δεν έχει αναλάβει. Έκδοση Πιστοποιητικών

1.10 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να εκδίδει και αναλαμβάνει να εκδίδει πιστοποιητικά ασφάλισης βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 4α της Σύμβασης, κατά τρόπο ώστε: – να αντικατοπτρίζονται οι περιορισμοί της ευθύνης και οι απαιτήσεις ασφαλιστικής κάλυψης κατά τις παραγράφους 1.2,1.6,1.7 και 1.9 και – να περιλαμβάνονται τυχόν άλλοι περιορισμοί, απαιτήσεις και εξαιρέσεις που πιστεύει ότι απαιτούν οι συνθήκες της ασφαλιστικής αγοράς κατά το χρόνο έκδοσης του πιστοποιητικού.

1.11 Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας επιφυλάσσεται του δικαιώματος να δέχεται και αναλαμβάνει να δέχεται πιστοποιητικά ασφάλισης, που έχουν εκδοθεί από άλλα Συμβαλλόμενα Μέρη της Σύμβασης σύμφωνα με παρόμοια επιφύλαξη.

1.12 Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, απαιτήσεις και εξαιρέσεις θα αντικατοπτρίζονται σαφώς στο πιστοποιητικό που έχει εκδοθεί ή επικυρωθεί βάσει του άρθρου 4α παράγραφος 2 της Σύμβασης. Σχέση μεταξύ της παρούσας Επιφύλαξης και των Κατευθυντήριων Γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών

1.13 Τα δικαιώματα που διατηρούνται από την παρούσα επιφύλαξη θα ασκούνται λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τις Κατευθυντήριες Γραμμές του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών ή κάθε τροποποίηση τους, με σκοπό τη διασφάλιση ομοιόμορφης εφαρμογής. Εάν η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού εγκρίνει πρόταση τροποποίησης των Κατευθυντήριων Γραμμών του ΙΜΟ για την εφαρμογή της Σύμβασης των Αθηνών, συμπεριλαμβανομένων των ορίων, οι τροποποιήσεις αυτές θα ισχύουν από την ημερομηνία που θα καθορίζει η Νομική Επιτροπή. Δεν θίγονται οι κανόνες του διεθνούς δικαίου όσον αφορά το δικαίωμα ενός κράτους να αποσύρει ή να τροποποιεί την επιφύλαξη του.» Κατευθυντήριες Γραμμές

2. Με δεδομένη την τρέχουσα κατάσταση της ασφαλιστικής αγοράς, τα Συμβαλλόμενα Μέρη της Σύμβασης θα πρέπει να εκδίδουν πιστοποιητικά ασφάλισης με βάση την αρχή ότι ένας ασφαλιστής καλύπτει κινδύνους κατά πολέμου και άλλος ασφαλιστής καλύπτει τους λοιπούς κινδύνους. Κάθε ασφαλιστής είναι υπεύθυνος μόνο για το μέρος της δικής του ασφάλειας. Εφαρμόζονται οι εξής κανόνες (οι ρήτρες στις οποίες παραπέμπουν παρατίθενται στο Προσάρτημα Α).

2.1. Αμφότερες οι ασφαλίσεις κατά πολέμου και κατά λοιπών κινδύνων δύνανται να υπόκεινται στις ακόλουθες ρήτρες:

2.1.1. Ρήτρα εξαίρεσης από ραδιενεργό μόλυνση, χημικά, βιολογικά, βιοχημικά και ηλεκτρομαγνητικά όπλα (ρήτρα αριθ. 370). 2.1.2. Ρήτρα εξαίρεσης από επίθεση στον κυβερνοχώρο (ρήτρα αριθ. 380).

2.1.3. Μέσα υπεράσπισης και περιορισμοί των προσώπων που παρέχουν υποχρεωτική χρηματοοικονομική ασφάλεια δυνάμει της Συμβάσεως, όπως τροποποιείται με τις παρούσες Κατευθυντήριες Γραμμές, ιδίως το όριο των 250.000 μονάδων υπολογισμού ανά επιβάτη, για κάθε επιμέρους περίπτωση.

2.1.4. Επιφύλαξη ότι η ασφάλιση καλύπτει μόνον υποχρεώσεις που υπόκεινται στη Σύμβαση, όπως τροποποιείται με τις παρούσες Κατευθυντήριες Γραμμές και

2.1.5. Επιφύλαξη ότι τυχόν ρυθμιζόμενα δυνάμει της Συμβάσεως ποσά χρησιμοποιούνται για τη μείωση του ποσού, για το οποίο υπέχει ευθύνη ο μεταφορέας ή/ και ο ασφαλιστής του, δυνάμει του άρθρου 4α της Συμβάσεως, ακόμη και εάν δεν εξοφλούνται ή απαιτούνται από τους οικείους ασφαλιστές κατά πολέμου ή κατά λοιπών κινδύνων.

2.2. Η ασφάλεια κατά πολέμου καλύπτει ευθύνη, εφόσον υπάρχει, για την απώλεια λόγω θανάτου ή σωματικής βλάβης επιβάτη εξαιτίας: – πολέμου, εμφυλίου πολέμου, επανάστασης, εξέγερσης, στάσης ή εμφύλιας σύγκρουσης ή οποιασδήποτε εχθρικής πράξης προερχόμενης από, ή στρεφόμενης κατά εμπόλεμης δύναμης, – αιχμαλωσίας, αρπαγής, σύλληψης, κράτησης ή φυλάκισης και των συνεπειών τους ή οποιασδήποτε απόπειρας τέτοιων ενεργειών, – εγκαταλελειμμένων ναρκών, τορπιλών, βομβών ή άλλων εγκαταλελειμμένων όπλων, – τρομοκρατικών ενεργειών ή ενεργειών οποιουδήποτε προσώπου ενεργούντος δολίως ή κινουμένου από πολιτικά κίνητρα και οποιασδήποτε ενέργειας που αναλαμβάνεται για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση κινδύνων αυτού του είδους κατάσχεσης και απαλλοτρίωσης και δύναται να υπόκειται στις ακόλουθες εξαιρέσεις, περιορισμούς και απαιτήσεις: 2.2.1. Ρήτρα αυτόματου τερματισμού και εξαίρεσης λόγω πολέμου.

2.2.2.Εάν οι απαιτήσεις μεμονωμένων επιβατών υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 340 εκατομμυρίων μονάδων υπολογισμού ανά πλοίο, για κάθε επιμέρους περίπτωση, ο μεταφορέας δικαιούται να επικαλεσθεί περιορισμό της ευθύνης του στο ποσό των 340 εκατομμυρίων μονάδων υπολογισμού, υπό τον όρο πάντοτε ότι:

– το ποσό αυτό καταμερίζεται μεταξύ των εναγόντων κατ` αναλογία των τεκμηριωμένων απαιτήσεων τους,

-ο καταμερισμός αυτού του ποσού μπορεί να γίνει άπαξ ή τμηματικά στους γνωστοποιημένους ενάγοντες κατά το χρόνο της διανομής και

– ο καταμερισμός αυτού του ποσού μπορεί να πραγματοποιηθεί από τον ασφαλιστή ή από το δικαστήριο ή από άλλη αρμόδια Αρχή στην οποία προσφεύγει ο ασφαλιστής σε οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Μέρος της Σύμβασης, στο οποίο έχουν κινηθεί διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων για απαιτήσεις, οι οποίες φέρονται ότι καλύπτονται από την ασφάλεια.

2.2.3. Ρήτρα γνωστοποίησης 30 ημερών σε περιπτώσεις που δεν υπάγονται στην περίπτωση 2.2.1.

2.3. Η ασφαλιστική κάλυψη κατά λοιπών κινδύνων, πλην του πολέμου, θα πρέπει να καλύπτει όλους τους κινδύνους που αποτελούν αντικείμενο της υποχρεωτικής ασφάλισης, εκτός των κινδύνων που παρατίθενται στην περίπτωση 2.2 και ανεξαρτήτως εάν υπόκεινται σε εξαιρέσεις, περιορισμούς ή απαιτήσεις των περιπτώσεων 2.1 και 2.2 των Κατευθυντήριων Γραμμών.

3. Στο Προσάρτημα Β περιλαμβάνεται σύνολο υποδειγμάτων ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Γαλάζιες Κάρτες) και πιστοποιητικού ασφάλισης, σύμφωνα με τις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές.

4.Ένα Συμβαλλόμενο Κράτος δεν δύναται να εκδίδει πιστοποιητικά σε βάση άλλη από αυτή της παραγράφου 2, εκτός αν το θέμα έχει ήδη εξετασθεί από τη Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού.

5. Η Νομική Επιτροπή παροτρύνει το θεματοφύλακα της Σύμβασης -αν είναι απαραίτητο- να γνωστοποιήσει τις παρούσες οδηγίες σε Κράτος, το οποίο πρόκειται να καταθέσει έγγραφο υπογραφής, επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Α

Ασφαλιστικές Ρήτρες κατά τις κατευθυντήριες γραμμές 2.1.1, 2.1.2 και 2.2.1 Ρήτρα Εξαίρεσης από Ραδιενεργό Μόλυνση, Χημικά, Βιολογικά, Βιοχημικά και Ηλεκτρομαγνητικά όπλα (ρήτρα αριθ. 370, 10/11/2003) Η ρήτρα αυτή υπερτερεί και προέχει οποιωνδήποτε στοιχείων τα οποία περιέχονται στην παρούσα ασφάλιση και δεν συνάδουν προς αυτήν

1. Η παρούσα ασφάλιση δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση απώλεια, ευθύνη για ζημία ή δαπάνη που, άμεσα ή έμμεσα, οφείλεται σε ή στην οποία έχουν συντελέσει ή η οποία απορρέει από:

1.1 .ιοντίζουσες ακτινοβολίες ή μόλυνση από ραδιενέργεια προερχόμενη από πυρηνικά καύσιμα ή από πυρηνικά απόβλητα ή από την καύση πυρηνικών καυσίμων,

1.2.τα ραδιενεργά, τοξικά, εκρηκτικά ή άλλα επικίνδυνα ή μολυσματικά χαρακτηριστικά πυρηνικών εγκαταστάσεων, αντιδραστήρων ή άλλων πυρηνικών συστημάτων ή πυρηνικών συστατικών τους,

1.3.όπλα ή συσκευές που χρησιμοποιούν ατομική ή πυρηνική σχάση ή/και σύντηξη ή άλλη παρεμφερή αντίδραση ή ραδιενεργή ισχύ ή ύλη,

1.4.τα ραδιενεργά, τοξικά, εκρηκτικά ή άλλα επικίνδυνα ή μολυσματικά χαρακτηριστικά πυρηνικών υλών. Η εξαίρεση αυτού του εδαφίου δεν εκτείνεται στα ραδιενεργά ισότοπα, πέραν των πυρηνικών καυσίμων, εφόσον τα ισότοπα αυτά προετοιμάζονται, μεταφέρονται, αποθηκεύονται ή χρησιμοποιούνται για εμπορικούς, γεωργικούς, ιατρικούς, επιστημονικούς ή άλλους συναφείς ειρηνικούς σκοπούς,

1.5.χημικά, βιολογικά, βιοχημικά ή ηλεκτρομαγνητικά όπλα. Ρήτρα Εξαίρεσης από Επίθεση στον Κυβερνοχώρο (ρήτρα αριθ. 380, 10/11/2003)

1. Με την επιφύλαξη της ρήτρας 10.2 που ακολουθεί, η παρούσα ασφάλιση δεν καλύπτει σε καμία περίπτωση απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη, η οποία οφείλεται, άμεσα ή έμμεσα, ή στην οποία έχει συντελέσει ή η οποία απορρέει από τη χρήση ή τη λειτουργία, με σκοπό την πρόκληση βλάβης, υπολογιστών, συστημάτων υπολογιστών, λογισμικού υπολογιστών, κακόβουλων κωδικών, ιών υπολογιστών ή από επεξεργασία ή από οιοδήποτε άλλο ηλεκτρονικό σύστημα.

2. Στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η παρούσα ρήτρα εγκρίνεται σε ασφαλιστήρια συμβόλαια που καλύπτουν τα ενδεχόμενα πολέμου, εμφυλίου πολέμου, επανάστασης, εξέγερσης, στάσης ή εμφύλιας σύγκρουσης ή οποιασδήποτε εχθρικής πράξης προερχόμενης από ή στρεφόμενης κατά εμπόλεμης δύναμης ή τρομοκρατίας ή προσώπων κινούμενων από πολιτικά κίνητρα, η ρήτρα 10.1 δεν χρησιμοποιείται για την εξαίρεση ζημιών (οι οποίες διαφορετικά θα καλύπτονταν) προερχομένων από τη χρήση υπολογιστών, συστημάτων υπολογιστών, λογισμικού υπολογιστών ή άλλων ηλεκτρονικών συστημάτων για συστήματα εκτόξευσης και/ή κατεύθυνσης και/ή μηχανισμούς πυροδότησης όπλων ή πυραύλων. Αυτόματος Τερματισμός και Εξαίρεση Λόγω πολέμου 1.1. Αυτόματος τερματισμός κάλυψης Ανεξαρτήτως εάν έχει επιδοθεί ειδοποίηση ακύρωσης, η κατωτέρω κάλυψη ΤΕΡΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΑΥΤΟΜΑΤΩΣ 1.1.1 .εφόσον ξεσπάσει πόλεμος (με ή χωρίς κήρυξη πολέμου) μεταξύ οιωνδήποτε των εξής Κρατών: Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γαλλία, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. 1.1.2.όσον αφορά οιοδήποτε πλοίο, για το οποίο χορηγείται κάλυψη κατωτέρω, εφόσον αυτό επιταχθεί είτε κατά κυριότητα είτε για χρήση. 1.2 Πόλεμος των Πέντε Δυνάμεων. Η ασφάλιση αυτή εξαιρεί: 1.2.1.απώλεια, ζημία, ευθύνη ή δαπάνη, η οποία απορρέει από πόλεμο (με ή χωρίς κήρυξη πολέμου) μεταξύ οιωνδήποτε των εξής Κρατών: Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Γαλλία, Ρωσική Ομοσπονδία, Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, 1.2.2.επίταξη, είτε κατά κυριότητα είτε για χρήση.

ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ Β

Υποδείγματα ασφαλιστικών επιχειρήσεων (Γαλάζιες Κάρτες) κατά την κατευθυντήρια γραμμή 3 Γαλάζια Κάρτα που εκδίδει ασφαλιστής κινδύνων κατά πολέμου Πιστοποιητικό, το οποίο παρέχεται ως αποδεικτικό ασφά)ασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλλασσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους. Όνομα πλοίου: Αριθμός αναγνώρισης ΙΜΟ πλοίου: Λιμένας νηολόγησης: Όνομα και διεύθυνση πλοιοκτήτη: Πιστοποιείται, δια του παρόντος, ότι το ανωτέρω πλοίο, το οποίο τελεί υπό την κυριότητα του ανωτέρω πλοιοκτήτη, διαθέτει σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, με την επιφύλαξη όλων των εξαιρέσεων και των περιορισμών που επιτρέπονται για την υποχρεωτική ασφάλιση κατά πολέμου δυνάμει της Συμβάσεως και των εκτελεστικών Κατευθυντήριων Γραμμών που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού τον Οκτώβριο του 2006, ιδίως δε των ακόλουθων ρητρών: [Στο σημείο αυτό μπορεί να προστεθεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, το κείμενο της Σύμβασης και των Κατευθυντήριων Γραμμών]. Περίοδος ασφάλισης από: 20 Φεβρουαρίου 2007 έως: 20 Φεβρουαρίου 2008 Με την επιφύλαξη πάντοτε του γεγονότος ότι ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει το παρόν πιστοποιητικό με έγγραφη κοινοποίηση 30 ημέρες πριν στην ανωτέρω Αρχή, όπου θα αναφέρεται ότι η ευθύνη του κατωτέρω ασφαλιστή παύει να υφίσταται από την ημερομηνία λήξεως της εν λόγω προθεσμίας κοινοποίησης, αλλά μόνον όσον αφορά συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα μετά την πάροδο της. Ημερομηνία: Το παρόν πιστοποιητικό εκδόθηκε από War Risks, Inc [Διεύθυνση] Πράκτορας μόνο της War Risks Inc. Υπογραφή του ασφαλιστή Γαλάζια Κάρτα, που εκδίδει ασφαλιστής κατά λοιπών κινδύνων, εκτός πολέμου Πιστοποιητικό, το οποίο παρέχεται ως αποδεικτικό ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη θα?Λσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους. Όνομα πλοίου: Αριθμός αναγνώρισης ΙΜΟ πλοίου: Λιμένας νηολόγησης: Όνομα και διεύθυνση πλοιοκτήτη: Πιστοποιείται, διά του παρόντος, ότι το ανωτέρω πλοίο, το οποίο τελεί υπό την κυριότητα του ανωτέρω πλοιοκτήτη, διαθέτει σε ισχύ ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 4α της Σύμβασης των Αθηνών του 2002 σχετικά με τη. θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, με την επιφύλαξη όλων των εξαιρέσεων και των περιορισμών που επιτρέπονται για τους ασφαλιστές κατά λοιπών κινδύνων (ενν. εκτός πολέμου) δυνάμει της Συμβάσεως και των εκτελεστικών Κατευθυντήριων Γραμμών που ενέκρινε η Νομική Επιτροπή του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού τον Οκτώβριο του 2006, ιδίως δε των εξής ρητρών: [Στο σημείο αυτό μπορεί να προστεθεί, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, το κείμενο της Σύμβασης και των κατευθυντήριων γραμμών]. Περίοδος ασφάλισης από: 20 Φεβρουαρίου 2007 έως: 20 Φεβρουαρίου 2008 Με την επιφύλαξη πάντοτε του γεγονότος ότι ο ασφαλιστής μπορεί να ακυρώσει το παρόν πιστοποιητικό με έγγραφη κοινοποίηση τρεις μήνες πριν στην ανωτέρω Αρχή, όπου θα αναφέρεται ότι η ευθύνη του κατωτέρω ασφαλιστή παύει να υφίσταται από την ημερομηνία λήξεως της εν λόγω προθεσμίας κοινοποίησης, αλλά μόνον όσον αφορά συμβάντα τα οποία έλαβαν χώρα μετά την πάροδο της. Ημερομηνία: Το παρόν πιστοποιητικό εκδόθηκε από …………..P&Ι [Διεύθυνση] Πράκτορας μόνο της …P&J Υπογραφή του ασφαλιστή
Άρθρο τέταρτο

Τα άρθρα 10 και 11 του Πρωτοκόλλου του 2002 στη Σύμβαση των Αθηνών κυρώνονται υπό την επιφύλαξη ισχύος του Κανονισμού No (ΕΚ) 44/2001 για τη δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές διαφορές ή άλλων διεθνών συμβάσεων που τυγχάνουν εφαρμοστέες και ρυθμίζουν όμοια ζητήματα.
Άρθρο πέμπτο

Αρμόδιες Αρχές για τον έλεγχο και την εφαρμογή του νόμου αυτού, την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των πλοίων προς τις απαιτήσεις της Διεθνούς Σύμβασης και του Πρωτοκόλλου που κυρώνεται με αυτόν, την επιβολή κυρώσεων και την έκδοση πιστοποιητικών είναι οι Λιμενικές Αρχές (Κεντρικά Λιμεναρχεία, Λιμεναρχεία και Υπολιμεναρχεία).
Άρθρο έκτο

1. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου δύναται να ρυθμισθεί ο χρόνος εφαρμογής των απαιτήσεων του παρόντος νόμου στις εσωτερικές δια θαλάσσης μεταφορές επιβατών και των αποσκευών τους, το αργότερο μέχρι τις ημερομηνίες που αναγράφονται στο άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 392/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με την ευθύνη των μεταφορέων που εκτελούν θαλάσσιες μεταφορές επιβατών σε περίπτωση ατυχήματος». Μέχρι την έκδοση της υπουργικής απόφασης της παραγράφου αυτής, οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στα πλοία που εκτελούν εσωτερικές δια θαλάσσης μεταφορές.

2. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου μπορούν να ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στην έκδοση, τήρηση και ισχύ του πιστοποιητικού ασφάλισης, καθώς και θέματα που αφορούν στην παροχή εξουσιοδότησης σε αναγνωρισμένο οργανισμό για την έκδοση του, σύμφωνα με το άρθρο 5 του παρόντος (άρθρο 4α του Πρωτοκόλλου του 2002 στη Σύμβαση των Αθηνών).

3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου και του Υπουργού Οικονομικών δύναται να καθορίζεται καταβολή τέλους υπέρ του Δημοσίου για την έκδοση του πιστοποιητικού ασφάλισης.

4. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου δύναται να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των Κατευθυντήριων Οδηγιών του Οργανισμού που σχετίζονται με τη Σύμβαση των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους (άρθρο τρίτο του παρόντος).
Άρθρο έβδομο

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, απαγορεύεται ο απόπλους από ή κατάπλους σε λιμένες της ελληνικής επικράτειας, σε κάθε πλοίο ανεξαρτήτως του λιμένα νηολόγησης, που έχει άδεια να μεταφέρει περισσότερους από 12 επιβάτες, το οποίο δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό που προβλέπεται στο άρθρο 5 του παρόντος (άρθρο 4α στο Πρωτόκολλο του 2002 στη Σύμβαση των Αθηνών). Για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος νόμου, καθώς και του άρθρου 7 του Κανονισμού 392/2009, ανεξάρτητα από κάθε άλλη ποινική ή πειθαρχική ευθύνη, εφαρμόζεται το άρθρο 45 του ν.δ. 187/1973 «Περί Κωδικός Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου» (Α` 261), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει.
Άρθρο όγδοο

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, του δε κυρουμένου Πρωτοκόλλου μετά την ολοκλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 20 του Πρωτοκόλλου.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2013

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 8 Οκτωβρίου 2013

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ