ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 4141 ΦΕΚ Α΄81/5.4.2013
Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Για την εκπλήρωση του σκοπού του το Α.Κ.Ε.Σ. μπορεί:
α. Να συμμετέχει, κατά την ίδρυση ή μεταγενέστερα, στο κεφάλαιο επιχειρήσεων με κινητές αξίες που δεν είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή διαπραγματεύσιμες σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης (Π.Μ.Δ.), καθώς και να επενδύει σε τίτλους επιλογής ή άλλες κινητές αξίες που παρέχουν δικαίωμα απόκτησης των ως άνω κινητών αξιών.
β. Να συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων με κινητές αξίες ήδη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή διαπραγματεύσιμες σε Π.Μ.Δ., καθώς και να επενδύει σε τίτλους επιλογής ή άλλες κινητές αξίες που παρέχουν δικαίωμα απόκτησης των ως άνω κινητών αξιών εφόσον, κατά το χρόνο απόκτησης της συμμετοχής, το ποσοστό του Α.Κ.Ε.Σ. θα ανέρχεται τουλάχιστον στο 15% του μετοχικού κεφαλαίου των εν λόγω επιχειρήσεων. Το ελάχιστο αυτό όριο του 15% δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που το Α.Κ.Ε.Σ. συμμετείχε ήδη στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών προ της εισαγωγής τους σε οργανωμένη αγορά ή έναρξης διαπραγμάτευσής τους σε Π.Μ.Δ..
γ. Να επενδύει σε κάθε είδους ομολογίες επιχειρήσεων με την επιφύλαξη του ορίου της περίπτωσης β΄ της παρούσας παραγράφου, εφόσον πρόκειται για εισηγμένες ομολογίες ή μετατρέψιμες ομολογίες εισηγμένων εταιρειών.
δ. Να τοποθετεί τα διαθέσιμά του σε καταθέσεις και σε μέσα χρηματαγοράς.»
Για τα Α.Κ.Ε.Σ. που εισάγουν ή εντάσσουν προς διαπραγμάτευση μερίδιά τους σε οργανωμένη αγορά ή Π.Μ.Δ. που λειτουργεί στην Ελλάδα, αρμόδια αρχή για την εποπτεία της τήρησης των υποχρεώσεών τους και την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του, είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για τα ανωτέρω Α.Κ.Ε.Σ. ισχύουν τα εξής:
α) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 7:
αα) Η συμμετοχή στο Α.Κ.Ε.Σ. αποδεικνύεται με την καταχώρηση των μεριδίων και των στοιχείων των δικαιούχων στο Σ.Α.Τ., σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας του,
ββ) δεν επιτρέπεται να τίθενται περιορισμοί, με τη σύμβαση σύστασης και διαχείρισης, στη μεταβίβαση, επιβάρυνση και γενικά στη διάθεση των δικαιωμάτων επί μεριδίων Α.Κ.Ε.Σ. και
γγ) η μεταβίβαση μεριδίων Α.Κ.Ε.Σ. εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά ή ενταγμένων προς διαπραγμάτευση σε Π.Μ.Δ. ισχύει έναντι πάντων με την καταχώρησή της στο Σ.Α.Τ.. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 21 του παρόντος άρθρου δεν ισχύει για τα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά ή διαπραγματεύσιμα σε Π.Μ.Δ. μερίδια Α.Κ.Ε.Σ..
β) Η σύσταση ενεχύρου επί των εισηγμένων μεριδίων Α.Κ.Ε.Σ. ισχύει έναντι πάντων με την καταχώρησή της στο Σ.Α.Τ., η δε ικανοποίηση του δικαιώματος του ενεχυρούχου δανειστή εκ των μεριδίων Α.Κ.Ε.Σ. που είναι εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά ή διαπραγματεύονται σε Π.Μ.Δ., γίνεται σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 3301/2004 (Α΄ 263), τις διατάξεις του άρθρου 24 του Ν. 3632/1928 , καθώς και τις εν γένει διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση επί μετοχών εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά.
γ) Η εισαγωγή ή ένταξη προς διαπραγμάτευση μεριδίων Α.Κ.Ε.Σ. προϋποθέτει την ολοσχερή κατάθεση των στοιχείων του ενεργητικού του Α.Κ.Ε.Σ. στον θεματοφύλακα.
δ) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 8, από την κατάθεση της αίτησης εισαγωγής ή ένταξης προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή Π.Μ.Δ. αντιστοίχως, αίρεται το όριο των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ για την ελάχιστη αξία συμμετοχής κάθε μεριδιούχου.
ε) Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 17, η ετήσια έκθεση για τα Α.Κ.Ε.Σ. δεν περιλαμβάνει τις μεταβολές στην ταυτότητα των μεριδιούχων.
στ) Για την εφαρμογή κάθε ειδικής διάταξης που προβλέπει τις επιτρεπόμενες επενδύσεις από ορισμένα πρόσωπα υπαγόμενα σε ειδικό καθεστώς, τα μερίδια των Α.Κ.Ε.Σ. που εισάγονται ή εντάσσονται προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε Π.Μ.Δ., αντιστοίχως, νοούνται ως κινητές αξίες κατά την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 3371/2005 .»
26. Αν παραβιασθούν οι διατάξεις των παραγράφων 7α και 25 ή οι αποφάσεις που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή τους, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλλει, στη διαχειρίστρια εταιρία ή και στο θεματοφύλακα επίπληξη ή πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του οφέλους που τυχόν απεκόμισε ο παραβάτης. Εάν το ποσό του οφέλους δεν μπορεί να προσδιορισθεί, πρόστιμο ύψους από χίλια (1.000) ευρώ μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της προκληθείσας ζημίας σε επενδυτές και της τυχόν αποκατάστασής της, η λήψη μέτρων από την εταιρία για την συμμόρφωσή της στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ΄ υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.»
(α) στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή
(β) σε τρίτη χώρα, εφόσον οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ή στην παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα. Η εταιρία ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 και από το καταστατικό της πρέπει να προκύπτει ο αποκλειστικός της σκοπός, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Η σχετική εγκριτική απόφαση γνωστοποιείται ταυτόχρονα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Ε.Κ.Ε.Σ. υποχρεούται να περιλαμβάνει στην επωνυμία της τη φράση «Εταιρία Κεφαλαίου Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) του Ν. 2367/1995. Από την εισαγωγή των μετοχών της Ε.Κ.Ε.Σ. σε οργανωμένη αγορά ή την ένταξή τους για διαπραγμάτευση σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης (Π.Μ.Δ.), σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 6, η Ε.Κ.Ε.Σ. εποπτεύεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τις εταιρίες που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή που έχουν ενταχθεί σε Π.Μ.Δ., αντίστοιχα.»
α) των μετοχών είτε με δικαίωμα ψήφου είτε χωρίς δικαίωμα ψήφου ενός εκδότη. Το ανωτέρω όριο δεν εφαρμόζεται όταν η τοποθέτηση της Α.Ε.Ε.Χ. δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της,
β) των ομολόγων ενός εκδότη. Το ανωτέρω όριο δεν εφαρμόζεται όταν η τοποθέτηση της Α.Ε.Ε.Χ. δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της,
γ) των μέσων χρηματαγοράς ενός εκδότη. Το ανωτέρω όριο δεν εφαρμόζεται όταν η τοποθέτηση της Α.Ε.Ε.Χ. δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της,
δ) των μεριδίων οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή άλλου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων.
Τα ως άνω όρια μπορεί να μεταβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»
β) «Οργανωμένη Αγορά»: οργανωμένη αγορά κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτου κράτους που διέπεται από ισοδύναμους κανόνες εποπτείας .
γ) «Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης»: Πολυμερής Μηχανισμός Διαπραγμάτευσης κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
δ) «Χαρτοφυλάκιο Ασφαλείας»: το σύνολο της παρεχόμενης από επενδυτή ασφαλείας, αποτελούμενης από κινητές αξίες ή και μετρητά προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παροχή πίστωσης από την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα για την εξόφληση του τιμήματος αγοράς κινητών αξιών.
ε) «Περιθώριο»: η διαφορά μεταξύ της τρέχουσας αξίας των κινητών αξιών που περιέχονται στο χαρτοφυλάκιο ασφάλειας και του χρεωστικού υπολοίπου.
στ) «Αρχικό περιθώριο»: το ελάχιστο περιθώριο ως ποσοστό επί του χαρτοφυλακίου ασφαλείας, το οποίο θα πρέπει να υφίσταται προκειμένου να πραγματοποιηθεί συγκεκριμένη αγορά κινητών αξιών με πίστωση, συμπεριλαμβανομένης της αξίας της εν λόγω αγοράς.
ζ) «Διατηρητέο περιθώριο»: το ελάχιστο περιθώριο ως ποσοστό επί του χαρτοφυλακίου ασφαλείας, το οποίο πρέπει να υφίσταται οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της πιστωτικής σύμβασης.
η) «Έλλειμμα Περιθωρίου»: το ποσό κατά το οποίο το περιθώριο υπολείπεται του ποσού που αντιστοιχεί στο Αρχικό ή Διατηρητέο περιθώριο.
(β) το ελάχιστο αρχικό περιθώριο που πρέπει να ισχύει σε κάθε περίπτωση,
(γ) οι περιορισμοί στη συμμετοχή των κατηγοριών κινητών αξιών που αποτελούν στο χαρτοφυλάκιο ασφαλείας,
(δ) ο τρόπος αποτίμησης του χαρτοφυλακίου ασφαλείας,
(ε) οι αποκλίσεις από τις περιπτώσεις α΄ έως δ΄ της παρούσας παραγράφου ανάλογα με τα χαρακτηριστικά, τον τύπο ή την κατηγορία των κινητών αξιών,
(στ) οι κατηγορίες κινητών αξιών που τυχόν δεν μπορεί να περιληφθούν στο χαρτοφυλάκιο ασφαλείας και
(ζ) κάθε άλλο θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια εν γένει που αφορά τη λειτουργία της παρεπόμενης υπηρεσίας της πίστωσης.
(β) μέχρι την πλήρη εξόφληση του τιμήματος, δεν θα προβαίνει για λογαριασμό του επενδυτή σε οποιαδήποτε άλλη αγορά.
Με τις ανωτέρω διατάξεις δεν θίγεται η δυνατότητα της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στην άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος προβλέπεται από τη νομοθεσία για την επιδίωξη είσπραξης των απαιτήσεών τους.
β. Οι παράγραφοι 2, 3, 4, 5 αναριθμούνται σε 3, 4, 5, 6 αντίστοιχα.
γ. Στις παραγράφους 1, 4, 5, 6, όπως αναριθμήθηκαν ανωτέρω οι ενδοπαραπομπές στις παραγράφους 2, 3, και 4 αντικαθίστανται με παραπομπή στις παραγράφους 3, 4 και 5 αντίστοιχα.
δ. Προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής: «2. Φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν υπαλληλική είτε οποιαδήποτε άλλη σχέση συνεργασίας με τις εταιρίες της παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 4099/2012 , και τα οποία διαθέτουν μερίδια ή μετοχές ΟΣΕΚΑ ή και άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση του πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η εξαίρεση από την υποχρέωση συμμετοχής σε εξετάσεις και η τυχόν ανάθεση της χορήγησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας και σε άλλους φορείς, καθορίζονται με τις αποφάσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.»
ε. Στο τελευταίο εδάφιο της αναριθμημένης παραγράφου 3 οι λέξεις «εξαίρεση από τη συμμετοχή» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εξαίρεση από την υποχρέωση συμμετοχής».
στ. Οι αναριθμημένες παράγραφοι 5 και 6 αντικαθίστανται ως εξής:
«5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα στοιχεία της παραγράφου 3 αναφορικά με το πιστοποιητικό καταλληλότητας που οφείλουν να διαθέτουν υπάλληλοι και στελέχη ΑΕΠΕΥ που είναι αρμόδιοι για την εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων.»
6. Με κοινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα στοιχεία της παραγράφου 3 αναφορικά με το πιστοποιητικό καταλληλότητας που οφείλουν να διαθέτουν υπάλληλοι και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αρμόδια για την εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων.»
«3. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ, η οποία παρέχει μόνο την επενδυτική υπηρεσία της λήψης και διαβίβασης εντολών, παροχής συμβουλών ή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, χωρίς να κατέχει σε κάθε περίπτωση κεφάλαια ή χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών, ανέρχεται σε διακόσιες είκοσι πέντε χιλιάδες (225.000) ευρώ.»
γ. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 10 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση αυτή για τις εταιρίες που λειτουργούν λαμβάνονται υπόψη τα ίδια κεφάλαιά τους».
Μεταφορά συμβάσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών
1. Πιστωτικό ίδρυμα ή ΑΕΠΕΥ που έχει αποφασίσει να παύσει να παρέχει συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς κάποια ή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, (μεταβιβάζουσα επιχείρηση) δύναται να μεταβιβάσει σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή ΑΕΠΕΥ (ανάδοχος επιχείρηση), τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών με πελάτες του, ως προς όλες ή κάποιες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες επί κάποιων ή όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων (μεταφορά υπηρεσιών). Με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου οι εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρέχονται πλέον από την ανάδοχο επιχείρηση ως προς τους πελάτες και για τις υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που αφορά η μεταβίβαση, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μεταφέρονται και τα χαρτοφυλάκια (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) που αντιστοιχούν στους πελάτες που αφορά η μεταφορά. Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μεταφορά τους διενεργείται με την αλλαγή του χειριστή λογαριασμού στο Σύστημα `Αυλων Τίτλων (ΣΑΤ), σύμφωνα με τον Κανονισμό λειτουργίας του ΣΑΤ. Από την ημέρα μεταφοράς, που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση ενώ στην ανάδοχο επιχείρηση προβάλλονται αξιώσεις για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την ημέρα μεταφοράς.
2. Για τη μεταφορά της παραγράφου 1 τηρείται η εξής διαδικασία:
α. Με ευθύνη της αναδόχου και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, ενημερώνεται ο πελάτης, τον οποίο αφορά η μεταφορά, με τα μέσα του άρθρου 3 της απόφασης 1/452/1.11.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τη διενεργούμενη μεταφορά, τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που μεταφέρονται και τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων η ανάδοχος επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες. Η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει κατ΄ ελάχιστο: αα) τις πληροφορίες της παραγράφου 3 του άρθρου 25 και της παραγράφου 3 του άρθρου 27, όπως εξειδικεύονται από την απόφαση 1/452/1.11.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον διαφοροποιούνται από την ανάδοχο επιχείρηση, πλην της περίπτωσης των οικονομικών όρων που δύναται να διαφοροποιηθούν μόνον εφόσον υπάρχει σχετική συμβατική πρόβλεψη στη μεταβιβαζόμενη σύμβαση, ββ) το δικαίωμα του πελάτη να αντιταχθεί στη μεταφορά, καθώς και τις συνέπειες της αντιρρήσεώς του, γγ) τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης αυτού, καθώς και δδ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία προκειμένου οι πελάτες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για τη μεταφορά. Στην ως άνω ενημέρωση αναφέρεται επίσης υποχρεωτικά και η ημερομηνία μεταφοράς, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αντιρρήσεων σύμφωνα με την περίπτωση β΄.
β. Εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της ενημέρωσης στους πελάτες κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α΄ κάθε πελάτης της μεταβιβάζουσας επιχείρησης μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της μεταφοράς. Η προβολή αντιρρήσεων συνεπάγεται τη μη μεταφορά της συμβατικής του σχέσης στην ανάδοχο επιχείρηση.
γ. Η μεταφορά ολοκληρώνεται με τη σύνταξη λεπτομερούς πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των χαρτοφυλακίων των πελατών (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) των οποίων οι συμβάσεις μεταβιβάζονται. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφεται αρμοδίως από τη μεταβιβάζουσα και την ανάδοχο επιχείρηση και κοινοποιείται, κατά περίπτωση, στον διαχειριστή του Συστήματος `Αυλων Τίτλων για αλλαγή χειριστή στους λογαριασμούς των πελατών ή στα πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς θεματοφύλακες για μεταφορά των λογαριασμών των εν λόγω πελατών.
3. Η μεταφορά της παραγράφου 1 διενεργείται εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α. Έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 2.
β. Η ανάδοχος επιχείρηση έχει την απαιτούμενη άδεια για την παροχή των μεταφερόμενων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά η μεταφορά.
γ. Ο πελάτης δεν έχει προβάλλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά.
4. Η μεταφορά ολοκληρώνεται αυτόματα από την ημερομηνία μεταφοράς, όπως αυτή αναφέρεται στην ενημέρωση του πελάτη, χωρίς πρόσθετη υποχρέωση αναγγελίας. Τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, λόγω επελεύσεως αποτελεσμάτων εταιρικού μετασχηματισμού, δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της μεταφοράς.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά σε ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 και στην περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 2166/1993 (Α΄137), το Ν.Δ.1297/1972 (Α΄ 217) και το Ν. 2992/2002 (Α΄54).
6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις ΑΕΔΑΚ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 2 του άρθρου 12 του Ν. 4099/2012 , καθώς και στις ΑΕΕΔ.
7. Κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»
(α) Για την τιμή κινητής αξίας της υπό εξαγορά εταιρίας λαμβάνεται υπόψη η υψηλότερη τιμή μεταξύ: (αα) της μέσης χρηματιστηριακής τιμής της κινητής αξίας που αποτελεί αντικείμενο της δημόσιας πρότασης κατά τους έξι (6) μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της δημόσιας πρότασης και, (ββ) της τιμής στην οποία ο προτείνων ή κάποιο από τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό του ή συντονισμένα με αυτόν, απέκτησε κινητές αξίες της υπό εξαγορά εταιρείας κατά τους δώδεκα (12) μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της δημόσιας πρότασης.
(β) Για την τιμή κινητής αξίας της εταιρείας, της οποίας οι κινητές αξίες προσφέρονται ως αντάλλαγμα λαμβάνεται υπόψη η μέση χρηματιστηριακή τιμή της κινητής αξίας που προσφέρεται ως αντάλλαγμα κατά τους έξι (6) μήνες που προηγούνται της ημερομηνίας υποβολής της δημόσιας πρότασης.»
ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Αρθρο 21
Σκοπός και σύσταση της εταιρίας
1. Η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕ-ΑΠ) είναι ανώνυμη εταιρία με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση και διαχείριση ακίνητης περιουσίας, δικαιώματος αγοράς ακινήτου δια προσυμφώνου και γενικώς τη διενέργεια επενδύσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22.
2. Το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕΕΑΠ έχει ελάχιστο ύψος είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ που εισφέρονται ολοσχερώς κατά τη σύστασή της. Το ύψος του ποσού αυτού μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας συγκροτείται από εισφορές μετρητών, μέσων χρηματαγοράς, κινητών αξιών των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 και ακινήτων, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, καθώς και άλλων κινητών ή ακινήτων, τα οποία εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας. Η εισφορά κατά τη σύσταση της εταιρίας άλλων από μετρητά στοιχείων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ως προς την αξία τους τα όρια που τίθενται από τον παρόντα νόμο για τις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ. Η αποτίμηση των εισφορών σε είδος διενεργείται κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920 , ενώ, ως προς τα μέσα χρηματαγοράς και τις κινητές αξίες της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν. 4099/2012 (Α΄250).
3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαιτείται να έχει χορηγηθεί προηγουμένως από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Αντίστοιχη άδεια απαιτείται και για τη μετατροπή υφιστάμενης εταιρίας σε ΑΕΕΑΠ. Η ΑΕΕΑΠ διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Για τη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της άδειας λειτουργίας εκτιμώνται η οργάνωση, τα τεχνικά και οικονομικά μέσα της εταιρίας, η αξιοπιστία και η πείρα των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, ιδίως στον τομέα των επενδύσεων σε ακίνητα, η καταλληλότητα των ιδρυτών για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της εταιρίας και η ύπαρξη κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 24. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφασή της να εξειδικεύει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία, καθώς και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΕΑΠ.
4. Η εταιρία υποβάλλει, με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λεπτομερή περιγραφή της επενδυτικής πολιτικής και των χρήσεων ακινήτων, στα οποία η εταιρία θα επενδύει τα διαθέσιμά της, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων της αγοράς, στα οποία βασίζεται η στρατηγική της και των μέσων που αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την επίτευξη των αναπτυξιακών της στόχων.
5. Για κάθε τροποποίηση του καταστατικού της, όπως και για κάθε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6. Πριν από την είσοδο των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά, πρόσωπο που επιθυμεί να αποκτήσει μετοχές ΑΕΕΑΠ ή δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με αυτές, έτσι ώστε η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου της εταιρίας, άμεσα ή έμμεσα, να υπερβαίνει τα όρια των 10%, 20%, 33,3%, 50% και 66,6%, υποχρεούται να ανακοινώσει, τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα, την πρόθεσή του αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει κάθε απαραίτητο στοιχείο για να κρίνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την καταλληλότητά του για τη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης και διαχείρισης της ΑΕΕΑΠ. Ως έμμεση συμμετοχή νοείται η απόκτηση ή η άσκηση δικαιωμάτων ψήφου κατά την έννοια του άρθρου 10 του Ν. 3556/2007 . Κτήση μετοχών ΑΕΕΑΠ ή δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με αυτές στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
7. Κάθε δημοσίευση, κατά την έννοια του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920 , που αφορά σε τροποποίηση του καταστατικού ή σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
8. Η εταιρία υποχρεούται να αναγράφει κάτω από την εταιρική επωνυμία τον αριθμό της άδειας λειτουργίας της.
9. Οι μετοχές των εταιριών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές.
10. Απαγορεύεται η εταιρία να εκδίδει ιδρυτικούς τίτλους.
Αρθρο 22
Επενδύσεις σε ακίνητη περιουσία
1. Τα διαθέσιμα της ΑΕΕΑΠ επενδύονται αποκλειστικά σε:
α) Ακίνητη περιουσία, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, σε ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού της.
β) Καταθέσεις και μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του Ν. 3606/2007 .
γ) Κινητές αξίες των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
δ) `Αλλα κινητά και ακίνητα που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της ΑΕΕΑΠ, τα οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν σωρευτικά, κατά την απόκτησή τους, το δέκα τοις εκατό (10%) του ενεργητικού της.
Η ΑΕΕΑΠ δύναται να τηρεί τα διαθέσιμά της σε καταθέσεις και μέσα χρηματαγοράς ως μορφή τοποθέτησης για εύλογο χρόνο έως τη διενέργεια των επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, τηρουμένης της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 23.
2. Ως ακίνητη περιουσία, στην οποία μπορεί να επενδύει η ΑΕΕΑΠ, νοούνται τα κάθε είδους ακίνητα που ευρίσκονται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτο κράτος σύμφωνα με την περίπτωση γ΄, αποκτώνται κατά πλήρη ή ψιλή κυριότητα ή επί των οποίων συστήνεται επικαρπία υπέρ της εταιρίας και τα οποία εμπίπτουν σε μία τουλάχιστον από τις παρακάτω περιπτώσεις:
α) Μπορούν να χρησιμοποιηθούν: αα) ως επαγγελματική στέγη, για εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικώς των ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων, της τουριστικής κατοικίας και των μαρίνων ελλιμενισμού ή και ββ) ως κατοικίες με σκοπό την εκμετάλλευσή τους, συμπεριλαμβανομένης της εξοχικής κατοικίας, μόνα τους ή από κοινού με άλλα ακίνητα. Το σύνολο των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα οικιστικού σκοπού, κατά το χρόνο κτήσεως, πρέπει να είναι κατώτερο του 25% του συνόλου των επενδύσεών της.
β) Είναι υπό ανέγερση, συμπεριλαμβανομένων των οικοπέδων επί των οποίων έχει εκδοθεί άδεια οικοδομής ακινήτου, αποπεράτωση, επισκευή, αναπαλαίωση, συντήρηση, μεταβολή χρήσης και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς που αναγράφονται ανωτέρω στην περίπτωση α΄, σύμφωνα με αναλυτικό πρόγραμμα που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, ειδικά προς αυτόν το σκοπό και που κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και, επιπλέον, οι ανωτέρω εργασίες είναι δυνατόν να ολοκληρωθούν εντός τριάντα έξι (36) μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της οικοδομικής άδειας, εφόσον η άδεια εκδοθεί από την ΑΕΕΑΠ μετά την απόκτηση του ακινήτου από αυτή. Αν η άδεια προϋπήρχε, το χρονικό διάστημα των τριάντα έξι μηνών ισχύει από την ημερομηνία απόκτησης του ακινήτου από την ΑΕΕΑΠ. Σε περίπτωση αναθεώρησης της άδειας, το ανωτέρω διάστημα παρατείνεται έως τη λήξη ισχύος της αναθεώρησης. Σε περίπτωση που το έργο προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε διαδοχικές φάσεις λόγω του μεγέθους του, το ανωτέρω διάστημα θα αφορά στην πρώτη φάση του έργου. Τα έξοδα των ανωτέρω εργασιών για τα ακίνητα της κατηγορίας αυτής δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν, στο σύνολό τους, το σαράντα τοις εκατό (40%) επί του συνόλου των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητη περιουσία, όπως αυτή θα έχει διαμορφωθεί μετά την ολοκλήρωση των εργασιών. Το πρόγραμμα του πρώτου εδαφίου αναφέρει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου προβλέπεται να ολοκληρωθούν οι ανωτέρω εργασίες και αναλυτική πρόβλεψη των εξόδων που συνδέονται με αυτές.
γ) Ευρίσκονται σε τρίτα, εκτός Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, κράτη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για κάποιον από τους σκοπούς που αναγράφονται στην περίπτωση α΄, εφόσον, στο σύνολό τους, δεν υπερβαίνουν σε αξία το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα.
3. Η ΑΕΕΑΠ δύναται, επίσης, να επενδύει σε:
α) δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 είτε με απευθείας κατάρτιση από την εταιρία σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων είτε με εκχώρηση σε αυτήν προϋφιστάμενης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων που έχει συνάψει τρίτος, ή και
β) δικαιώματα επιφανείας της παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν. 3986/2011 , όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και μακροχρόνιες παραχωρήσεις χρήσης ή εμπορικής εκμετάλλευσης ακινήτων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου όπως, ενδεικτικά, εκτάσεων για ανέγερση ξενοδοχειακών και εν γένει τουριστικού ενδιαφέροντος εγκαταστάσεων, μαρίνων ελλιμενισμού, εκτάσεων δυναμένων να υπαχθούν σε προνομιακό ή ιδιαίτερο καθεστώς δόμησης και οικιστικής ανάπτυξης, εκτάσεων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους των οποίων η αξιοποίηση είναι επιτρεπτή υπό ιδιαίτερους όρους, ή και
γ) απαιτήσεις προς απόκτηση ακίνητης περιουσίας κατά την έννοια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 βάσει προσυμφώνων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί το μέγιστο τίμημά τους, η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) του τιμήματος, η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της προκαταβολής, και αα) προκειμένου περί ακινήτων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2, ο χρόνος αποπεράτωσής τους και η χρησιμοποίησή τους για τους εκεί οριζόμενους σκοπούς το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την απόκτησή τους, ββ) προκειμένου δε περί ακινήτων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, ο χρόνος μεταβίβασής τους και ο χρόνος έναρξης των εργασιών, που δεν μπορεί να απέχει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξαμήνου από την κατάρτιση του προσυμφώνου, βάσει του αναλυτικού προγράμματος εργασιών, που ετοιμάζεται κατά το χρόνο συντάξεως του προσυμφώνου, ή και
δ) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ανώνυμης εταιρίας με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητα των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, ή εταιρίας χαρτοφυλακίου, ή και
ε) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών εταιρίας συμμετοχών, που επενδύει αποκλειστικώς σε εταιρίες της περίπτωσης δ΄, ή και
στ) τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των μετοχών εταιρίας με την οποία η ΑΕΕΑΠ συνδέεται με σχέση μητρικής και θυγατρικής κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 , εφόσον: αα) σκοπός της θυγατρικής εταιρίας είναι η απόκτηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων, περιλαμβανομένης της διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 22, και ββ) σκοπός της συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ στο κεφάλαιο της θυγατρικής της είναι η εφαρμογή κοινής επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών για την ανάπτυξη ακινήτου ή ενότητας ακινήτων ελάχιστης αξίας τουλάχιστον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με αναλυτικό πρόγραμμα που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της θυγατρικής εταιρίας, εγκρίνεται από το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΕΑΠ και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το εν λόγω αναλυτικό πρόγραμμα, μαζί με έκθεση προόδου αυτού, εγκρίνεται ετησίως από το διοικητικό συμβούλιο της θυγατρικής, και η σχετική έκθεση προόδου τίθεται υπόψη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, που τοποθετείται σχετικώς και αξιολογεί την πρόοδο του προγράμματος. Η σχετική έκθεση αξιολόγησης του ΔΣ της ΑΕΕΑΠ υποβάλλεται από την ΑΕΕΑΠ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
4. Με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου, η αξία του συνόλου των ακινήτων της ΑΕΕΑΠ, επί των οποίων αυτή δεν έχει πλήρη κυριότητα, πρέπει να είναι κατώτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), κατά το χρόνο κτήσεως, του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ. Σε περίπτωση απόκτησης από την ΑΕΕΑΠ δικαιωμάτων από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων, κατά την έννοια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3, η αξία του συνόλου αυτών των δικαιωμάτων πρέπει να είναι κατώτερη, κατά το χρόνο κτήσεως, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
5. Η αξία κάθε ακινήτου κατά την έννοια της παραγράφου 2 και των περιπτώσεων α΄ έως γ΄ της παραγράφου 3, το οποίο περιλαμβάνεται στις επενδύσεις της εταιρίας, πρέπει να είναι κατώτερη, κατά το χρόνο της απόκτησης ή της ολοκλήρωσης των εργασιών, βάσει του σχετικώς καταρτιζομένου προγράμματος, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της αξίας του συνόλου των επενδύσεών της. Προκειμένου για επενδύσεις σε μετοχές θυγατρικών εταιριών, κατά την έννοια της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3, ο ανωτέρω περιορισμός ισχύει ως προς την αξία του κάθε ακινήτου που αποκτά η θυγατρική. Η επένδυση της ΑΕΕΑΠ σε εταιρία της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 3 πρέπει να είναι κατώτερη σε αξία ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
6. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο τρόπος και τα μέσα αποτίμησης της αξίας των επενδύσεων σε ακίνητα και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων σε ακίνητα. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να διευκρινίζονται θέματα ένταξης ακινήτων στις κατηγορίες του παρόντος άρθρου.
7. Η αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων της ΑΕΕ-ΑΠ διενεργείται στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης, από νόμιμο ελεγκτή, ο οποίος δεσμεύεται από την ειδική τακτική έκθεση που συντάσσεται κάθε φορά για το σκοπό αυτό, από ανεξάρτητο εκτιμητή. Ο εκτιμητής του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται από τη γενική συνέλευση της ΑΕΕΑΠ, μαζί με το νόμιμο ελεγκτή της εταιρίας.
8. Η κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 και τις περιπτώσεις α΄ έως γ΄ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου επένδυση των διαθεσίμων της ΑΕΕΑΠ σε ακίνητα ή σε δικαίωμα επί ακινήτου, καθώς και η επένδυση σε ακίνητα από εταιρίες των περιπτώσεων δ΄ και στ΄ της παραγράφου 3, προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας τους από τον ανεξάρτητο εκτιμητή της προηγούμενης παραγράφου. Ο εκτιμητής διενεργεί εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών πριν από την απόκτησή τους από την εταιρία. Προκειμένου περί απαιτήσεων εκ προσυμφώνων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3, η αποτίμηση των ακινήτων, στα οποία αφορούν οι απαιτήσεις αυτές, πραγματοποιείται πριν από την οριστική μεταβίβασή τους στην ΑΕΕΑΠ. Κατά την αποτίμηση λαμβάνεται υπόψη κάθε γεγονός, το οποίο μέχρι την ημερομηνία ένταξής της, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ακίνητης περιουσίας στις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ μπορεί να επηρεάσει την αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας. Η αποτίμηση αυτή είναι δεσμευτική. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, τα οποία έχουν ενταχθεί στις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ. Το τίμημα που καταβάλλεται ή εισπράττεται από την ΑΕΕΑΠ για την απόκτηση ή την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας ή του δικαιώματος επί ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών επιτρέπεται να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο, αντιστοίχως, μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) από την αξία τους, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή.
9. Η αποτίμηση της αξίας των κινητών και ακινήτων που αποκτά η ΑΕΕΑΠ για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών της αναγκών, κάθε φορά που απαιτείται τέτοια αποτίμηση, γίνεται με βάση τις σχετικές διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
10. Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των μετοχών θυγατρικής εταιρίας που κατέχει η ΑΕΕΑΠ ή ακινήτου, στο οποίο αυτή έχει επενδύσει διαθέσιμά της, πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτησή τους, εξαιρουμένων των ακινήτων της υποπερίπτωσης ββ΄ της περίπτωσης α΄ και της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
11. Η μη τήρηση όρου του παρόντος άρθρου, σχετικά με την απόκτηση ή τη μεταβίβαση ακινήτου από ΑΕΕ-ΑΠ δεν συνεπάγεται την ακυρότητα των δικαιοπραξιών αυτών.
12. Τα ακίνητα στα οποία επενδύει η ΑΕΕΑΠ, άμεσα ή έμμεσα, μέσω θυγατρικών της, ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβολαίων.
13. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Αρθρο 23
Εισαγωγή των μετοχών της εταιρίας σε οργανωμένη αγορά
1. Η ΑΕΕΑΠ εισάγει υποχρεωτικά τις μετοχές της σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 του Ν. 3606/2007 εντός δύο (2) ετών από τη σύστασή της. Κατά το χρόνο της εισαγωγής, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας πρέπει να έχει επενδυθεί σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) σε ακίνητη περιουσία. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρίας σε ΑΕΕΑΠ, η υποχρεωτική εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να πραγματοποιείται μέσα σε διάστημα δύο (2) ετών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας μετατροπής.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ύστερα από αίτηση της εταιρίας, να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες από την ημερομηνία λήξης αυτής σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή αν κρίνει ότι οι συνθήκες της αγοράς θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη της εισαγωγής των μετοχών της εταιρίας στην οργανωμένη αγορά. Για ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου η προθεσμία της παραγράφου 1 ισχύει από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Παράταση που είχε χορηγηθεί κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθεί ισχύουσα για χρονικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
3. Εάν η εταιρία δεν έχει επιτύχει την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά εντός των προθεσμιών των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας της και η εταιρία τίθεται υπό εκκαθάριση.
4. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΑΠ ανακαλούνται τα προβλεπόμενα για αυτήν φορολογικά οφέλη, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες ευνοϊκές για αυτήν φορολογικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται σε άλλους νόμους. ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου εξαιρούνται της ανακλήσεως που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο για το μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου χρονικό διάστημα.
Αρθρο 24
Θεματοφύλακας – Κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης
1. Οι επενδύσεις της εταιρίας σε κινητές αξίες των περιπτώσεων δ΄, ε΄ και στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 κατατίθενται προς φύλαξη σε πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα.
2. Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει τη φύλαξη κινητών αξιών σε άλλα πρόσωπα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 33 του Ν. 3371/2005 .
3. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι της εταιρίας και των μετόχων της για κάθε πταίσμα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
4. Οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης που ισχύουν για τις εταιρίες, των οποίων κινητές αξίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά, εφαρμόζονται αναλόγως και στις ΑΕΕΑΠ από τη σύστασή τους.
5. Από τη σύστασή της, η ΑΕΕΑΠ καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις της με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ).
6. ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και των οποίων οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί ακόμη σε οργανωμένη αγορά, υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και με τις διατάξεις της παραγράφου 5 εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Αρθρο 25
Εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων
1. Η ΑΕΕΑΠ δημοσιεύει στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων των διαθεσίμων της, με χωριστή αναφορά στις κατηγορίες επενδύσεων. Η πρώτη κατάσταση επενδύσεων επιτρέπεται να καλύπτει περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, ώστε η ημερομηνία της να συμπέσει με το πέρας ημερολογιακού εξαμήνου, χωρίς όμως αυτή η περίοδος να μπορεί να υπερβεί το έτος. Η κατάσταση περιλαμβάνει την περιγραφή κάθε ακινήτου, το σκοπό για τον οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, την εμπορική του αξία, σε σχέση με την αντικειμενική, εφόσον έχει οριστεί αυτή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνεται χρήσιμο για να επιτρέψει την αξιολόγηση των επενδύσεων της εταιρίας. Ως προς τα δικαιώματα επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας ακινήτων, καθώς και δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου, η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων περιέχει υποχρεωτικά περιγραφή του δικαιώματος, την πραγματική αξία του, σε σχέση με την πραγματική και την αντικειμενική αξία του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται, καθώς και οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση των συγκεκριμένων επενδύσεων. Η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 έως και 9 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου.
2. Η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων βασίζεται σε έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή και ελέγχεται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο του Ν. 3693/2008. Υποβάλλεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αναρτάται στην ιστοσελίδα της εταιρίας και της αγοράς, στην οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι μετοχές της ή μόνο στην ιστοσελίδα της εταιρίας αν δεν έχει διενεργηθεί η εισαγωγή των μετοχών της σε αγορά.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ορίσει το ειδικότερο περιεχόμενο της εξαμηνιαίας κατάστασης επενδύσεων της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.
Αρθρο 26
Δάνεια, πιστώσεις και εγγυήσεις
1. Επιτρέπεται η σύναψη δανείων από την ΑΕΕΑΠ και η παροχή πιστώσεων σε αυτή, για ποσά τα οποία, στο σύνολό τους, δεν θα υπερβαίνουν το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ενεργητικού της. Τα δάνεια συνάπτονται και οι πιστώσεις παρέχονται από πιστωτικό ίδρυμα. Τα δάνεια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι πιστώσεις μπορούν να δοθούν τόσο για την απόκτηση όσο και για την αξιοποίηση ακινήτων στα οποία επενδύονται ή έχουν επενδυθεί τα διαθέσιμα της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22. Το σύνολο των δανείων που λαμβάνονται για την αποπεράτωση ακινήτων της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό που αναγράφεται στο πρόγραμμα της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 22. Στο ύψος του επιτρεπόμενου δανεισμού συμπεριλαμβάνονται και τα δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22.
2. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί των κινητών ή ακινήτων της εταιρίας.
3. Η ΑΕΕΑΠ μπορεί να συνάπτει δάνεια με πιστωτικό ίδρυμα για την απόκτηση ακινήτων που θα χρησιμοποιήσει για τις λειτουργικές της ανάγκες, εφόσον το ύψος των δανείων, στο σύνολό τους, δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της αξίας του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας μειουμένων κατά το συνολικό ποσό των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα. Τα ποσά των δανείων αυτών δεν συνυπολογίζονται στο ποσοστό της παραγράφου 1. Με τους ίδιους όρους και για τον ίδιο σκοπό μπορεί να παρασχεθεί πίστωση στην ΑΕΕΑΠ.
4. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων της παραγράφου 3 επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί του ακινήτου που αποκτά η εταιρία, για τους σκοπούς που ορίζονται στην ανωτέρω παράγραφο.
Αρθρο 27
Διανομή κερδών
1. Η ΑΕΕΑΠ υποχρεούται να διανέμει ετησίως στους μετόχους της τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) των ετήσιων καθαρών προς διανομή κερδών της. Τα κέρδη που σχετίζονται με την υπεραξία από την πώληση ακινήτων δεν συμπεριλαμβάνονται στη διανομή. Επιτρέπεται η διανομή χαμηλότερου ποσοστού, έως των ορίων του κ.ν. 2190/1920, ή η μη διανομή μερίσματος από την εταιρία με απόφαση της γενικής συνέλευσης εφόσον το καταστατικό της περιέχει σχετική πρόβλεψη είτε προς σχηματισμό έκτακτου αφορολόγητου αποθεματικού από λοιπά έσοδα εκτός από κέρδη κεφαλαίου είτε προς δωρεάν διανομή μετοχών προς τους μετόχους, με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
2. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης δύναται να σχηματιστεί τακτικό αποθεματικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
3. Εφόσον στο τέλος μίας εταιρικής χρήσης προκύψει ζημία από την αποτίμηση των κινητών αξιών της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22, για την κάλυψη της ζημίας, επιτρέπεται ο σχηματισμός πρόβλεψης μέχρι και το σύνολο της ζημίας.
Αρθρο 28
Απαγόρευση μεταβίβασης ακινήτων της ΑΕΕΑΠ σε συγκεκριμένα πρόσωπα
1. Απαγορεύεται η μεταβίβαση ακινήτων, τα οποία η ΑΕΕΑΠ κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω θυγατρικών της, σε μετόχους της ΑΕΕΑΠ που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω συνδεδεμένων προσώπων κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή μέσω προσώπων που ελέγχονται από αυτά, κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 3556/2007 , ποσοστό τουλάχιστον 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ, σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της, συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και σε ελεγχόμενα από αυτούς, κατά την ανωτέρω έννοια, νομικά πρόσωπα. Η μεταβίβαση ακινήτων από την ΑΕΕΑΠ σε μετόχους που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, κατά την ανωτέρω έννοια, ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ επιτρέπεται μετά από ειδική άδεια της Γενικής Συνέλευσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23Α του κ.ν. 2190/1920 .
2. Η απαγόρευση της προηγουμένης παραγράφου δεν ισχύει για τη μεταβίβαση ακινήτων στις εταιρίες των περιπτώσεων δ΄ και στ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22. Μεταβίβαση ακινήτων σε άλλες συνδεδεμένες με την ΑΕΕΑΠ εταιρίες επιτρέπεται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρέχεται εφόσον η μεταβίβαση γίνεται με όρους αγοράς και είναι επωφελής για την ΑΕΕΑΠ. Οι ειδικότεροι όροι εφαρμογής της παρούσας παραγράφου μπορεί να εξειδικεύονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Μετά την ολοκλήρωση της εισαγωγής προς διαπραγμάτευση των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, απαγορεύεται περαιτέρω η μεταβίβαση προς την ΑΕΕΑΠ ακινήτων που ανήκουν σε: α) μετόχους της ΑΕΕΑΠ που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω συνδεδεμένων προσώπων κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή μέσω προσώπων που ελέγχονται από αυτά, κατά την έννοια της περίπτωσης γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 3556/2007 , ποσοστό τουλάχιστον 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ, και β) σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου της, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της, συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και σε ελεγχόμενα από αυτούς, κατά την ανωτέρω έννοια, νομικά πρόσωπα. Η απαγόρευση δεν καταλαμβάνει την εισφορά ακινήτων στην ΑΕΑΑΠ κατά το στάδιο σύστασης ή μεταγενέστερης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Αρθρο 30
Εποπτεία – Κυρώσεις
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία και τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος νόμου και των κανονιστικών αποφάσεων λειτουργίας των ΑΕΕΑΠ που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του.
2. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της παραγράφου 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διενεργεί ελέγχους και να αναθέτει σε νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία τη διενέργεια εκτάκτων ελέγχων.
3. Οι ΑΕΕΑΠ και οι θυγατρικές τους υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των εντεταλμένων οργάνων της τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια του ελέγχου. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά περίπτωση μπορούν:
α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του και
β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να λαμβάνουν μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 9 έως 13 του άρθρου 22 του Ν. 3340/2005.
4. Αν παραβιαστούν οι διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε ΑΕΕΑΠ επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από χίλια (1.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικώς υπόψη το μέγεθος και η σημασία της παράβασης, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε σε επενδυτές και της τυχόν αποκατάστασής της, η λήψη μέτρων από την εταιρία για τη συμμόρφωσή της στο μέλλον, ο βαθμός υπαιτιότητας της εταιρίας, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης και η τυχόν καθ΄ υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε μετόχους και σε διευθυντικά στελέχη της ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών των περιπτώσεων δ΄ και ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6, το πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι του ποσού των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ σε πρόσωπα τα οποία, εν γνώσει τους, προβαίνουν σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και αποδόσεών της, με σκοπό να προσελκύσουν σε αυτήν επενδυτές.
7. Όποιος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και αποδόσεών της, με σκοπό να προσελκύσει σε αυτήν επενδυτές παραπλανώντας τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε δηλώσεις ή ανακοινώσεις που λαμβάνουν χώρα μέχρι την εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ σε όποιον δεν συνεργάζεται σε έλεγχο – έρευνα που διενεργείται στην ΑΕΕΑΠ.
10. Επιτρέπεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλει σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ΄ εξουσιοδότησή του, εκτός εάν η δημοσιοποίηση ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, να είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των επενδυτών ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.
11. Οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του Ν. 3371/2005 εφαρμόζονται και στις ΑΕΕΑΠ.
12. Οι κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδόθηκαν κατ΄ εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21, της παραγράφου 11 του άρθρου 22 και της παραγράφου 3 του άρθρου 25, εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους από νέες.»
i. Ο τόπος βραχυχρόνιας μίσθωσης μεταφορικού μέσου:
α) Είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον το μεταφορικό μέσο τίθεται πράγματι στη διάθεση του πελάτη στο εσωτερικό της χώρας.
β) Δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον το μεταφορικό μέσο τίθεται πράγματι στη διάθεση του πελάτη εκτός του εσωτερικού της χώρας.
ii. Ο τόπος μίσθωσης, εκτός από τη βραχυχρόνια μίσθωση, μεταφορικού μέσου σε μη υποκείμενο στο φόρο:
α) Είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον ο μη υποκείμενος στο φόρο λήπτης είναι εγκατεστημένος ή έχει τη μόνιμη κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στο εσωτερικό της χώρας.
β) Δεν είναι το εσωτερικό της χώρας, εφόσον ο μη υποκείμενος στο φόρο λήπτης δεν είναι εγκατεστημένος ή δεν έχει τη μόνιμη κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στο εσωτερικό της χώρας.
Κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, στην περίπτωση σκάφους αναψυχής που μισθώνεται σε μη υποκείμενο στο φόρο, εκτός από τη βραχυχρόνια μίσθωση, ο τόπος μίσθωσης:
α) Είναι το εσωτερικό της χώρας στην περίπτωση που το σκάφος τίθεται πράγματι στη διάθεση του λήπτη στο εσωτερικό της χώρας και η υπηρεσία παρέχεται πράγματι από την έδρα ή μια μόνιμη εγκατάσταση του παρέχοντος στο εσωτερικό της χώρας.
β) Δεν είναι το εσωτερικό της χώρας στην περίπτωση που το σκάφος τίθεται πράγματι στη διάθεση του λήπτη εκτός του εσωτερικού της χώρας και η υπηρεσία παρέχεται πράγματι από την έδρα ή μια μόνιμη εγκατάσταση του παρέχοντος στον ίδιο τόπο της διάθεσης του σκάφους.»
«β) «Τυχερά παίγνια»: Προκειμένου ένα παίγνιο να χαρακτηριστεί ως τυχερό πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
αα. Να υφίσταται, έστω και εν μέρει, επιρροή της τύχης στο αποτέλεσμα του παιγνίου.
ββ. Να υφίσταται οικονομική διακινδύνευση (wager ή bet), που ως τέτοια νοείται η επιλογή του παίκτη να αναλάβει τον κίνδυνο επένδυσης στο αποτέλεσμα του παιγνίου, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, ανεξάρτητα από το ύψος της αξίας του στοιχείου αυτού, προκειμένου να επιδιώξει άμεσα ή έμμεσα οικονομικό όφελος από το αποτέλεσμα διεξαγωγής του παιγνίου. Για την εφαρμογή του παρόντος ορισμού, στην έννοια της οικονομικής διακινδύνευσης περιλαμβάνεται και η συμμετοχή σε διεξαγωγή τυχερού παιγνίου που παρέχεται δωρεάν (bonus, free bets κ.λπ.) και συνδέεται με οικονομική διακινδύνευση χρηματικού ποσού ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, η οποία προηγήθηκε ή/και ακολουθεί. Στην κατηγορία των τυχερών παιγνίων εντάσσονται και όλα όσα έχουν χαρακτηριστεί ως «μικτά παίγνια» ή «τυχερά παίγνια», σύμφωνα με τις διατάξεις του β.δ. 29/1971, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Τυχερό παίγνιο είναι και το στοίχημα.»
β. Η περίπτωση γ΄ αντικαθίσταται ως εξής: «γ) «Στοίχημα»: το τυχερό παίγνιο που συνίσταται σε πρόβλεψη, από τους συμμετέχοντες, της εξέλιξης ή/και της τελικής έκβασης κάθε είδους γεγονότων. Με τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων καθορίζονται τα είδη του στοιχήματος».
γ. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 3 αναδιατυπώνεται ως εξής:
«β) Τη διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων στα πρόσωπα που αιτούνται άδειες διεξαγωγής παιγνίων ή/ και συμμετέχουν σε διαγωνισμούς χορήγησης τέτοιων αδειών ή παραχώρησης δικαιωμάτων διεξαγωγής παιγνίων, καθώς και στους κατόχους αδειών και πιστοποιήσεων, ώστε να διαπιστώνεται η εφαρμογή των κειμένων διατάξεων, των διατάξεων του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων και των όρων των αδειών και πιστοποιήσεων. Με τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων ορίζονται οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα πρόσωπα που αιτούνται άδειες διεξαγωγής παιγνίων ή/και συμμετέχουν σε διαγωνισμούς χορήγησης τέτοιων αδειών ή παραχώρησης δικαιωμάτων διεξαγωγής παιγνίων, οι κάτοχοι αδειών και πιστοποιήσεων, καθώς και η μορφή, ο τρόπος, η διαδικασία και τα όργανα διεξαγωγής των κάθε είδους ελέγχων».
δ. Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 28 προστίθενται περιπτώσεις δ΄ και ε΄ ως εξής:
«δ. Πόροι που προέρχονται από προγράμματα της Ε.Ε., διεθνών οργανισμών και από λοιπά προγράμματα χρηματοδότησης το αντικείμενο των οποίων είναι σχετικό με τις αρμοδιότητες, τις δραστηριότητες και τις υποδομές της Ε.Ε.Ε.Π..
ε. Κάθε άλλο νόμιμο έσοδο.
Η καταβολή των πόρων πραγματοποιείται απευθείας από τους υπόχρεους προς την Ε.Ε.Ε.Π.. H διαδικασία και ο χρόνος καταβολής και είσπραξης, οι προσαυξήσεις σε περίπτωση καθυστέρησης της καταβολής, η διαδικασία βεβαίωσης και αναγκαστικής είσπραξης, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), καθώς και κάθε συναφές θέμα, ορίζονται στον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων.»
«α) Οι προϋποθέσεις πιστοποίησης και εγγραφής στα οικεία μητρώα των κατασκευαστών και των εισαγωγέων τυχερών παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων, όπως και των τεχνικών όλων των παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων, καθώς και ο τρόπος τήρησης των μητρώων αυτών».
β. Η περίπτωση ιβ΄ της παραγράφου 3 αντικαθίσταται ως εξής:
«ιβ) Ο προσδιορισμός πανελλαδικά των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων, των ελαχίστων αποστάσεων μεταξύ των πιστοποιημένων καταστημάτων και αναλόγως του τύπου της πιστοποίησης, από την κύρια είσοδο σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και οικοτροφείων, η ελάχιστη επιφάνεια των χώρων διεξαγωγής τυχερών παιγνίων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»
β. Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Οι κάτοχοι της άδειας οφείλουν να διασφαλίζουν ανά πάσα στιγμή ότι κάθε παιγνιομηχάνημα ή διαδικτυακός τόπος βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με το Π.Σ.Ε.Ε., ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος και η εποπτεία του σε πραγματικό χρόνο. Με τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων της Ε.Ε.Ε.Π. καθορίζονται οι ελάχιστες απαιτούμενες λειτουργικές και επιχειρησιακές δυνατότητες των Κ.Π.Σ. και του δικτύου επικοινωνιών, οι διαδικασίες εγκατάστασης, παραμετροποίησης, λειτουργίας και αναβάθμισής τους, καθώς και το επίπεδο πρόσβασης των κατόχων αδειών στα δεδομένα που συλλέγονται.
Κάθε σύστημα παρακολούθησης και ελέγχου παιγνιο-μηχανημάτων πρέπει να διαθέτει πλήρη λογισμική και φυσική ασφάλεια, ώστε να εξασφαλίζονται πλήρως:
α) η πρόσβαση από την Ε.Ε.Ε.Π. σε όλα τα πληροφορικά προγράμματα, στα αποθηκευμένα αρχεία και στοιχεία και γενικότερα σε όλες τις λειτουργικότητες (functionalities) του συστήματος αυτού, και β) η ακεραιότητα, αξιοπιστία, ακρίβεια και πιστότητα των αποθηκευμένων στα αρχεία στοιχείων και όλων των αντλούμενων στοιχείων που αποστέλλονται στο Π.Σ.Ε.Ε.. Η πλήρης και ολοκληρωμένη τεχνική υποδομή διεξαγωγής τυχερών παιγνίων με παιγνιομηχανήματα ή μέσω του διαδικτύου, που συνδέονται μέσω Κεντρικών Πληροφορικών Συστημάτων με το Π.Σ.Ε.Ε., είναι συνεχής υποχρέωση, καθ΄ όλη τη διάρκεια ισχύος της άδειας, η οποία πραγματοποιείται με ευθύνη, δαπάνες και μέριμνα των κατόχων της άδειας, σύμφωνα με τις προβλέψεις του νόμου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης επιβάλλεται πρόστιμο ή/και ανάκληση της αδείας από την Ε.Ε.Ε.Π., σύμφωνα με το άρθρο 51 του παρόντος νόμου.
Μέχρι την εγκατάσταση και λειτουργία του Π.Σ.Ε.Ε. από την Ε.Ε.Ε.Π., οι κάτοχοι αδείας υποχρεούνται να παρέχουν στην Ε.Ε.Ε.Π. τη δυνατότητα απομακρυσμένης πλήρους πρόσβασης στα Κεντρικά Πληροφοριακά Συστήματά τους. Με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. προσδιορίζονται ειδικότερα οι λεπτομέρειες του τρόπου πρόσβασής της στα Κεντρικά Πληροφοριακά Συστήματα των κατόχων αδειών, έτσι ώστε να εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος νόμου.»
β. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2, μετά από τις λέξεις « ενώ των» προστίθεται η λέξη «τυχερών».
γ. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) «Μικτός χώρος» διεξαγωγής τεχνικών-ψυχαγωγικών παιγνίων με παιγνιομηχανήματα είναι κατάστημα ή χώρος, στον οποίο ασκείται νόμιμα άλλη εμπορική κύρια δραστηριότητα, και επιτρέπεται, κατ΄ εξαίρεση, η εγκατάσταση και λειτουργία παιγνιομηχανημάτων για τη διεξαγωγή αποκλειστικά τεχνικών – ψυχαγωγικών παιγνίων».
δ. Η περίπτωση δ΄ της παρ. 5 του άρθρου 42 του Ν. 4002/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«δ. Στις όψεις του καταστήματος διεξαγωγής τυχερών παιγνίων, καθώς και εντός αυτού, απαγορεύεται η εγκατάσταση μηχανών αυτόματης ανάληψης μετρητών (ΑΤΜ).»
β. Στις περιπτώσεις, που προστέθηκαν με τις διατάξεις της παρ.15 του άρθρου 54 του Ν. 4002/2011 στα άρθρα 232 ως περίπτωση 15, 233 ως περίπτωση 20 και 237 ως περίπτωση 20 του Κώδικα Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας (π.δ. 23.2/6.3.1987, Δ΄ 166), μετά τις λέξεις «και τεχνικών» και πριν τη λέξη «παιγνίων» προστίθενται οι λέξεις « ψυχαγωγικών ».
Ως παικτική συνεδρία νοείται το χρονικό διάστημα από τη στιγμή που ο παίκτης εισάγει την ατομική κάρτα παίκτη σε παιγνιομηχάνημα ή από τη στιγμή που συνδέεται με το κεντρικό πληροφοριακό σύστημα (ΚΠΣ) ενός παρόχου τυχερών παιγνίων στο διαδίκτυο (διαδικτυακός πάροχος), εισάγοντας τα στοιχεία της ατομικής κάρτας παίκτη, μέχρι που, κατά περίπτωση ως ανωτέρω, είτε εξάγει την ατομική κάρτα παίκτη από το παιγνιομηχάνημα είτε αποσυνδέεται από το ΚΠΣ του διαδικτυακού παρόχου. Σε κάθε περίπτωση, έκαστη παικτική συνεδρία λήγει με την πάροδο 24 ωρών από τη στιγμή που ο παίκτης εισάγει την ατομική κάρτα παίκτη σε παιγνιομηχάνημα ή από τη στιγμή που συνδέεται με το ΚΠΣ διαδικτυακού παρόχου, εισάγοντας τα στοιχεία της ατομικής κάρτας παίκτη.»
β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται μετά από πρόταση της Ε.Ε.Ε.Π. και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θεσπίζονται:
αα. Ο Κανονισμός Οικονομικής Λειτουργίας και Διαχείρισης, με τον οποίο ρυθμίζονται ενδεικτικά τα θέματα που αφορούν στην είσπραξη, τη διαχείριση και τη διάθεση των πόρων, τις κάθε είδους αποζημιώσεις, τη λογιστική καταγραφή και παρακολούθηση και κάθε άλλο συναφές θέμα.
ββ. Ο Κανονισμός Προμηθειών και Μισθώσεων, με τον οποίο ρυθμίζονται ενδεικτικά τα θέματα εκτέλεσης προμηθειών υπηρεσιών και αγαθών, τα θέματα που αφορούν κάθε είδους μισθώσεις κινητών και ακινήτων πραγμάτων και υπηρεσιών και κάθε άλλο συναφές θέμα.
γγ. Ο Κανονισμός Μελετών και Έργων, με τον οποίο ρυθμίζονται ενδεικτικά τα θέματα που αφορούν την εκπόνηση μελετών, την εκτέλεση έργων και κάθε άλλο συναφές θέμα.
δδ. Ο Κανονισμός Κίνησης, με τον οποίο ρυθμίζονται ενδεικτικά τα θέματα που αφορούν τις κάθε είδους μετακινήσεις των μελών της, του προσωπικού που υπηρετεί στην Ε.Ε.Ε.Π. και των ελεγκτικών οργάνων, τα μεταφορικά της μέσα, καθώς και κάθε άλλο συναφές θέμα.
Μέχρι την έκδοση των παραπάνω Κανονισμών τα σχετικά θέματα ρυθμίζονται με ανάλογη εφαρμογή των προβλεπομένων από τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 54 του νόμου αυτού.
γ) Στον Οργανισμό και στους Κανονισμούς της Ε.Ε.Ε.Π. μπορεί να περιλαμβάνονται και να ενσωματώνονται υφιστάμενες κάθε φορά ρυθμίσεις ή εξαιρέσεις, όμοιες ή ανάλογες εκείνων που ισχύουν για άλλους δημόσιους Φορείς, Αρχές και Υπηρεσίες διεξαγωγής ελέγχων και δίωξης, που έχουν ως σκοπό τη διαπίστωση και την πάταξη του εγκλήματος και την τήρηση της δημόσιας τάξης, καθώς και για δημόσιους Φορείς, Αρχές και Υπηρεσίες που ασκούν ελέγχους νόμιμης λειτουργίας σε διάφορους άλλους τομείς της αγοράς.»
β. Με τον Οργανισμό και τους Κανονισμούς της Ε.Ε.Ε.Π. μπορεί να ορίζονται τα όργανά της που είναι αρμόδια για τη λήψη των κατά περίπτωση προβλεπομένων από αυτούς αποφάσεων. Οι αρμοδιότητες αυτές μπορούν να μεταβιβάζονται κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου αυτού.
α. Τα θέματα που αφορούν τον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής αυτής ενδεικτικά είναι εκείνα που αφορούν:
αα. Την από 15 Δεκεμβρίου 2000 σύμβαση μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΠΑΠ για την παραχώρηση του αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας των σε αυτή αναφερομένων παιγνίων και των όρων της από 4.11.2011 σύμβασης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΠΑΠ Α.Ε. για την εγκατάσταση και εκμετάλλευση 35.000 παιγνιομηχανημάτων στην Ελληνική Επικράτεια, όπως εκάστοτε ισχύουν.
ββ. Την εισήγηση έκδοσης κανονιστικών πλαισίων όσον αφορά τη διεξαγωγή, διαχείριση, οργάνωση και λειτουργία των παιγνίων που περιλαμβάνονται στις παραπάνω συμβάσεις, καθώς και τα ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων.
γγ. Την εισαγωγή νέων ή την τροποποίηση υφισταμένων μέτρων για την εμπορία και τη διεξαγωγή των παραπάνω παιγνίων.
δδ. Την κάθε είδους εμπορική επικοινωνία της εταιρείας και των υπηρεσιών που με κάθε τρόπο παρέχει.
εε. Την ενιαία τιμολογιακή πολιτική, την οποία καθορίζει η ΟΠΑΠ σε σχέση με τους παραχωρησιούχους των παιγνιομηχανημάτων του άρθρου 39.
στστ. Τον αριθμό των σημείων πώλησης των υπηρεσιών και το χρονοδιάγραμμα λειτουργίας τους.
ζζ. Το περιεχόμενο των συμβάσεων της ΟΠΑΠ με τους πράκτορές της, τους παραχωρησιούχους της ή με τρίτους που διαθέτουν τις υπηρεσίες της στο καταναλωτικό κοινό.
ηη. `Αλλα ζητήματα, τα οποία σχετίζονται, συνδέονται ή επηρεάζουν τα αντικείμενα της παραγράφου 3.
β. Τα αντικείμενα, ως προς τα οποία θα ελέγχονται τα παραπάνω θέματα, είναι:
αα. Η τήρηση του νομοθετικού πλαισίου ρύθμισης της αγοράς των τυχερών παιγνίων, του Κανονισμού Διεξαγωγής Παιγνίων και των κανονιστικών αποφάσεων που εκδίδει η Ε.Ε.Ε.Π..
ββ. Η τήρηση των όρων της από 15 Δεκεμβρίου 2000 σύμβασης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΠΑΠ για την παραχώρηση του αποκλειστικού δικαιώματος διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας των σε αυτή αναφερομένων παιγνίων και των όρων της από 4.11.2011 σύμβασης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και ΟΠΑΠ Α.Ε. για την εγκατάσταση και εκμετάλλευση 35.000 παιγνιομηχανημάτων στην Ελληνική Επικράτεια, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39, όπως εκάστοτε ισχύουν.
γγ. Η προστασία του καταναλωτικού κοινού και των παικτών από τον εθισμό, την απάτη, το έγκλημα και τη σπατάλη χρημάτων στα τυχερά παίγνια, καθώς και την κατεύθυνση των παικτών στα νόμιμα δίκτυα παιγνίων.
δδ. Η προστασία των ανηλίκων και ο έλεγχος της ηλικίας.
εε. Η αναγνώριση των ευάλωτων ομάδων, η υποστήριξη και η προστασία τους.
στστ. Η διασφάλιση της φερεγγυότητας των παιγνίων.
ζζ. Η προβλεπόμενη απόδοση του κέρδους στους παίκτες.
ηη. Η προστασία των προσωπικών δεδομένων.
θθ. Η, κατά τα προβλεπόμενα, απόδοση των συμμετοχών και φόρων στο Ελληνικό Δημόσιο.
γ. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΠΑΠ Α.Ε. και τα πρόσωπα στα οποία το Διοικητικό Συμβούλιο αναθέτει αρμοδιότητες, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 22 του κ.ν. 2190/1920 , υποχρεούνται να θέτουν υπόψη της Επιτροπής Ελέγχου πριν τη λήψη απόφασης τα παρακάτω έγγραφα σε σχέση με τα ελεγχόμενα θέματα:
αα. Σχέδια εισηγήσεων, προσχέδια αποφάσεων ή άλλο υλικό που προσκομίζεται στο στάδιο πριν την απόφαση, προς τα εξουσιοδοτημένα, κατά περίπτωση, να αποφασίσουν όργανα της εταιρείας.
ββ. Αν δεν υφίστανται τα παραπάνω, σχέδια εγγράφων που θα εξωτερικεύσουν τη βούληση της εταιρείας και θα δημιουργήσουν ή θα μετατρέψουν υφιστάμενους συμβατικούς δεσμούς ή θα συνιστούν μονομερή δέσμευση της εταιρείας.
δ. Η Επιτροπή Ελέγχου, με αποφάσεις της, εξειδικεύει τον τρόπο ελέγχου, τη διαδικασία και τα σχετικά χρονοδιαγράμματα, με τρόπο ώστε ο έλεγχος να εκτελείται αποτελεσματικά.
Σε περίπτωση διαφωνίας της Επιτροπής Ελέγχου με τις προτεινόμενες εισηγήσεις, η ΟΠΑΠ Α.Ε. οφείλει να απόσχει από τη λήψη απόφασης ή/και τη σύναψη σύμβασης. Η διαφωνία της Επιτροπής διατυπώνεται και αιτιολογείται εγγράφως και απευθύνεται προς το Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΠΑΠ Α.Ε. κοινοποιούμενη στην Ε.Ε.Ε.Π..
Η Επιτροπή Ελέγχου εισηγείται στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΟΠΑΠ Α.Ε. μέτρα για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της ΟΠΑΠ Α.Ε. με τις εισηγήσεις αυτές η Επιτροπή Ελέγχου ενημερώνει την Ε.Ε.Ε.Π.. Γενικότερα, η Επιτροπή Ελέγχου ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την Ε.Ε.Ε.Π. σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της ΟΠΑΠ Α.Ε. με τις συμβατικές της υποχρεώσεις έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και με την κείμενη νομοθεσία και οφείλει να παρέχει στην Ε.Ε.Ε.Π. κάθε αναγκαίο στοιχείο και πληροφορία ως προς τις σχετικές παραβάσεις.
Η ΟΠΑΠ Α.Ε. μπορεί να προσφύγει κατά των αποφάσεων της Επιτροπής Ελέγχου στην Ε.Ε.Ε.Π. εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση των αποφάσεων αυτών. Η Ε.Ε.Ε.Π. μπορεί να αποδέχεται εν όλω ή εν μέρει τέτοιες προσφυγές, να τις απορρίπτει ή και να ρυθμίζει με διαφορετικό τρόπο το αντικείμενό τους.
Η Επιτροπή Ελέγχου υποβάλλει στην Ε.Ε.Ε.Π. στο τέλος Ιανουαρίου και στο τέλος Ιουλίου κάθε έτους τακτική έκθεση ελέγχου για το προηγούμενο των μηνών αυτών εξάμηνο. Εφόσον συντρέχει λόγος, μπορούν να υποβάλλονται και ενδιάμεσες έκτακτες εκθέσεις.
Η Επιτροπή Ελέγχου είναι όργανο ειδικού ελέγχου, δεν διέπεται από τις διατάξεις περί συλλογικών οργάνων του Δημοσίου, βρίσκεται εκτός του δημόσιου τομέα και λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου. Το κόστος λειτουργίας της Επιτροπής, καλύπτεται από την ΟΠΑΠ Α.Ε.. Η Επιτροπή Ελέγχου υποστηρίζεται διοικητικά και διαχειριστικά από τις αντίστοιχες υπηρεσίες της Ε.Ε.Ε.Π., μέσω των οποίων συντάσσει και διαβιβάζει τον ετήσιο προϋπολογισμό δαπανών της στην ΟΠΑΠ Α.Ε. η οποία και καταβάλει το προβλεπόμενο σε αυτόν ποσό, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην απόφαση σύνταξης. Ο προϋπολογισμός και οι δαπάνες εκτελούνται με απόφαση της Επιτροπής από τις υπηρεσίες της Ε.Ε.Ε.Π., οι οποίες τηρούν διακριτούς λογιστικούς και τραπεζικούς λογαριασμούς. Κάθε είδους συμβάσεις αποφασίζονται από την Επιτροπή και εκτελούνται για λογαριασμό της από την Ε.Ε.Ε.Π., εφόσον υφίσταται σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό της Επιτροπής. Η Επιτροπή Ελέγχου συντάσσει έως το τέλος Μαρτίου κάθε έτους απολογισμό, ο οποίος αφού ελεγχθεί από ορκωτό ελεγκτή, κατατίθεται στην Ε.Ε.Ε.Π.. Η Ε.Ε.Ε.Π. χορηγεί στην ΟΠΑΠ Α.Ε. για λογαριασμό της Επιτροπής βεβαίωση καταβολής του προβλεπόμενου στον προϋπολογισμό ποσού, ώστε αυτό να καταχωρηθεί στο λογαριασμό εξόδων. Με απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π.,
μετά από εισήγηση της Επιτροπής Ελέγχου, θεσπίζεται Κανονισμός Λειτουργίας της τελευταίας, με τον οποίο ρυθμίζονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες σε σχέση με τα παραπάνω θέματα, καθώς και κάθε άλλο θέμα οργάνωσης, λειτουργίας, και υποστήριξής της.
ε. Η θητεία της Επιτροπής Ελέγχου ορίζεται τριετής. Σε περίπτωση παραίτησης ή παύσης μέλους ή για όποιον άλλο λόγο πρόωρης λήξης της θητείας αυτού ορίζεται στον Κανονισμό Λειτουργίας της, ο αντικαταστάτης αυτού ορίζεται με τη διαδικασία του άρθρου αυτού μέχρι την ολοκλήρωση του υπολοίπου της θητείας του απερχόμενου μέλους.»
«Οι παραχωρησιούχοι επιλέγουν τα παιγνιομηχανήματα που θα χρησιμοποιήσουν, καθώς και τα παίγνια που θα προσφέρουν, από τον κατάλογο των εγκεκριμένων από την Ε.Ε.Ε.Π. παιγνίων και παιγνιομηχανημάτων, που θέτει στη διάθεσή τους η ΟΠΑΠ Α.Ε., οι τεχνικές προδιαγραφές των οποίων πρέπει να διασφαλίζουν, σε κάθε περίπτωση, την ηλεκτρονική παρακολούθησή τους από την ΟΠΑΠ Α.Ε., την Ε.Ε.Ε.Π. και το Υπουργείο Οικονομικών, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων.» β. Η παράγραφος 4 αντικαθίσταται ως εξής: «4. Η άδεια ισχύει για περίοδο δέκα ετών, που αρχίζει το νωρίτερο είτε: α) δώδεκα (12) μήνες μετά την έκδοση του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων του άρθρου 29 ή της απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. της παραγράφου 5 του άρθρου 54, σε σχέση με τους όρους λειτουργίας των παιγνιομηχανημάτων είτε β) από την έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του πρώτου παιγνιο-μηχανήματος, μετά την έκδοση του ως άνω Κανονισμού ή της ως άνω απόφασης, όπως αυτή θα διαπιστωθεί από την Ε.Ε.Ε.Π. με σχετική πράξη της, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»
«Η ΟΠΑΠ Α.Ε. υποχρεούται να θέσει σε λειτουργία τα παιγνιομηχανήματα που εκμεταλλεύεται μέσω των Πρακτορείων της, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 39, εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την έκδοση του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων του άρθρου 29 ή της απόφασης της Ε.Ε.Ε.Π. της παραγράφου 5 του άρθρου 54, όπως ισχύει. Μετά την παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο αριθμός των μη λειτουργούντων παιγνιομηχανημάτων αφαιρείται, αζημίως για το Δημόσιο, από τον αριθμό για τον οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια, εκτός αν η μη εμπρόθεσμη εγκατάσταση και λειτουργία των παιγνιομηχανημάτων από την ΟΠΑΠ Α.Ε. κατά τα ανωτέρω οφείλεται σε υπαιτιότητα της Ε.Ε.Ε.Π.. Εκείνοι στους οποίους έχει παραχωρηθεί το δικαίωμα εγκατάστασης και εκμετάλλευσης, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 39, λειτουργούν τα παιγνιομηχανήματα μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στη σύμβαση με την ΟΠΑΠ Α.Ε. για την παραχώρησή τους και σε κάθε περίπτωση, μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) μήνες από την παραχώρηση και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Κανονισμός Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων του άρθρου 29 ή η απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π. της παραγράφου 5 του άρθρου 54. Μετά την παρέλευση των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, ο αριθμός των παιγνιομηχανημάτων που παραχωρήθηκαν με τη διαδικασία της παραγράφου 6 του άρθρου 39, αλλά δεν λειτουργούν, αφαιρείται, αζημίως για την ΟΠΑΠ Α.Ε., από τον αριθμό των παιγνιομηχανημάτων που αντιστοιχούν στο δικαίωμα εγκατάστασης και εκμετάλλευσης. Η ΟΠΑΠ Α.Ε. μπορεί, το αργότερο εντός ενός (1) έτους από τη λήξη της προθεσμίας των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών, να προβαίνει στην εγκατάσταση και εκμετάλλευση των μη λειτουργούντων παιγνιομηχανημάτων του προηγούμενου εδαφίου μέσω των πρακτορείων της ή να παραχωρήσει το δικαίωμα εγκατάστασης και εκμετάλλευσής τους σε τρίτους ύστερα από προκήρυξη δημόσιου διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού, οι όροι του οποίου εγκρίνονται από την Ε.Ε.Ε.Π.. Μετά την παρέλευση της άνω ετήσιας προθεσμίας ο αριθμός των μη λειτουργούντων παιγνιομηχανημάτων αφαιρείται αζημίως για το Δημόσιο, από τον αριθμό για τον οποίο έχει χορηγηθεί άδεια.»
β. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 40 του Ν. 4002/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου έλεγχος εννοείται αυτός που ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή παρόμοια σχέση φυσικού προσώπου και μίας εταιρείας.»
α) Τη φήμη του υποψήφιου αγοραστή ή/και, σε περίπτωση νομικού προσώπου, των φυσικών προσώπων που ασκούν την εκπροσώπηση, τη διαχείριση και τη διοίκηση ή/και ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα το νομικό πρόσωπο.
β) Τη φήμη και την εμπειρία οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο θα διευθύνει δραστηριότητες της ΟΠΑΠ, κατόπιν της προτεινόμενης απόκτησης ελέγχου.
γ) Τη χρηματοοικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή, λαμβάνοντας υπόψη τις δραστηριότητες που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκούνται από την ΟΠΑΠ Α.Ε. και τα προσκόμματα που ενδέχεται να δημιουργήσει η απόκτηση ελέγχου στη δυνατότητα αποτελεσματικής εποπτείας εκ μέρους της ΕΕΕΠ.
δ) Το γεγονός ότι υφίστανται βάσιμες υπόνοιες πως, σε σχέση με την προτεινόμενη απόκτηση ελέγχου, διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του ν. 3691/2008 ή ότι η προτεινόμενη απόκτηση ελέγχου είναι δυνατόν να αυξήσει τον κίνδυνο αυτόν.
ε) Το γεγονός ότι υφίστανται δεδομένα, ιδίως προερχόμενα από άλλες, αρμόδιες για την εποπτεία, τον
έλεγχο και την αδειοδότηση των παιγνίων αρχές, σε σχέση με την παράβαση από τον υποψήφιο αγοραστή ή από συνδεδεμένη με αυτόν εταιρεία, της νομοθεσίας περί παιγνίων σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, και ιδίως σε οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
στ) Παραβάσεις της νομοθεσίας περί παιγνίων, που έχει διαπράξει ο υποψήφιος αγοραστής ή/και συνδεδεμένη με αυτόν εταιρεία ή/και οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους και οι οποίες έχουν διαπιστωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.»
Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 2Α του άρθρου 40 του Ν. 4002/2011 (Α΄ 180) τίθενται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2014.
Οι υφιστάμενοι κανονισμοί διεξαγωγής των παιγνίων της ΟΠΑΠ Α.Ε. οι οποίοι έχουν εγκριθεί με κοινές υπουργικές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού συνεχίζουν να ισχύουν μέχρι την έκδοση από την Ε.Ε.Ε.Π. του Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων ή των αντίστοιχων αποφάσεων της παρ. 5 του άρθρου 54 του Ν. 4002/2011 , με τη δημοσίευση των οποίων και καταργούνται.»
β. Με τον Κανονισμό Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων, μετά από πρόταση της ΟΠΑΠ Α.Ε., θεσπίζονται τα ειδικότερα κριτήρια, βάσει των οποίων η ΟΠΑΠ Α.Ε. συμβάλλεται με πράκτορες, ιδίως δε κριτήρια δημογραφικά, ώστε να υφίσταται εύλογη σχέση ανάμεσα στον αριθμό των πρακτορείων σε κάθε περιοχή προς τον πληθυσμό της περιοχής αυτής, προκειμένου να αποτρέπεται μεγάλη συγκέντρωση πρακτορείων στην ίδια εδαφική περιοχή, κριτήρια και προϋποθέσεις για τη διασφάλιση των βασικών σκοπών και των θεμελιωδών αρχών της πρακτόρευσης τυχερών παιγνίων, ιδίως δε την εμπέδωση της δημόσιας τάξης, την προστασία του κοινού από τον εθισμό στα τυχερά παίγνια, την πρόληψη της απάτης, την καταστολή του εγκλήματος και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, την προστασία των ανηλίκων και των καταναλωτών, την εξασφάλιση της διαφάνειας και του αδιάβλητου των τυχερών παιγνίων, την κανονική, απρόσκοπτη, ελεγχόμενη και ασφαλή διεξαγωγή των τυχερών παιγνίων, καθώς και τον αυστηρό έλεγχο των όρων και των προϋποθέσεων διεξαγωγής της στοιχηματικής δραστηριότητας και της συμμετοχής του κοινού σε αυτή, ώστε με τον τρόπο αυτόν να εξασφαλίζεται η ακεραιότητα των γεγονότων τα οποία αποτελούν το αντικείμενο της στοιχηματικής δραστηριότητας, οι βασικοί κανόνες, οι όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας της επιχείρησης του πράκτορα.»
α. η διαπίστωση ότι συντρέχουν τα κριτήρια που θέτει η Ε.Ε.Ε.Π. σύμφωνα με την παράγραφο 11,
β. η υποχρέωση τήρησης εκ μέρους των πρακτόρων των κανονισμών διεξαγωγής των παιγνίων της ΟΠΑΠ Α.Ε.,
γ. η υποχρέωση των πρακτόρων να παρέχουν άμεσα κάθε πληροφορία ή έγγραφο που θα ζητηθεί από την Ε.Ε.Ε.Π. σε σχέση με τα παίγνια τα οποία διεξάγουν και λειτουργούν,
δ. οι λόγοι καταγγελίας των συμβάσεων, ανάμεσα στους οποίους πρέπει να περιλαμβάνεται και η διαπιστωμένη παραβίαση των κανονισμών διεξαγωγής των παιγνίων της ΟΠΑΠ Α.Ε., όπως έχουν εγκριθεί από την Ε.Ε.Ε.Π., καθώς και τις συνέπειες, σε περίπτωση καταγγελίας.»
Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ρυθμίζεται η ανάθεση σε τρίτο του έργου της πιστοποίησης, το σύστημα εξετάσεων και ιδίως ο τόπος και ο χρόνος της διεξαγωγής τους, όπως και κάθε άλλη λεπτομέρεια διαδικαστικής ή διαχειριστικής φύσεως που συνδέεται με τη διεξαγωγή τους, το σύστημα των εξετάσεων, οι τυχόν επιμέρους κατηγορίες πιστοποίησης, οι γνωστικές περιοχές της εξέτασης, η διάρκεια ισχύος της πιστοποίησης και τυχόν πρόσθετες προϋποθέσεις διατήρησής της σε ισχύ, όπως η επανεκπαίδευση των κατόχων της, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την τυχόν αναγνώριση άλλων εγγράφων ως ισοδύναμων με την παρούσα πιστοποίηση γνώσεων και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.»
β. Η θητεία της τριμελούς επιτροπής που ορίστηκε με την με αριθ. πρωτ. 1000/Β.2299/13.1.2010 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών παρατείνεται από τις 12.1.2013 έως τον ορισμό νέας επιτροπής και σε κάθε περίπτωση μέχρι τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και καλύπτει τις πράξεις που έγιναν στο διάστημα αυτό.
α) Αφαίρεση της άδειας ικανότητας οδηγού και της άδειας κυκλοφορίας μετά των κρατικών πινακίδων του οχήματος για δέκα (10) ημέρες με πράξη της Αστυνομικής Αρχής. Επί εμπλοκής οχήματος σε ατύχημα επί τόπου αφαίρεση πινακίδων και άδειας κυκλοφορίας για δύο (2) χρόνια και επί υποτροπής για τρία (3) χρόνια. Για την επιστροφή των πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας μετά την παρέλευση των ανωτέρω περιόδων απαιτείται η προσκόμιση από τον ενδιαφερόμενο του σχετικού σήματος ασφάλισης.
β) Χρηματικό πρόστιμο, το οποίο βεβαιώνεται με πράξη της Αστυνομικής Αρχής, υπέρ του κατά το άρθρο 16 του κ.ν. 489/1976 Επικουρικού Κεφαλαίου ίσο με χίλια (1.000) ευρώ για τα λεωφορεία και τα φορτηγά δημόσιας χρήσης, πεντακόσια (500) ευρώ για τα επιβατηγά και άλλα οχήματα κάθε φύσης και διακόσια πενήντα (250) ευρώ για τα δίκυκλα. Το παραπάνω χρηματικό πρόστιμο εισπράττεται κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε..
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»
1. Ο εντοπισμός των τυχόν ανασφάλιστων αυτοκινήτων οχημάτων και η επιδίωξη συμμόρφωσης των ιδιοκτητών αυτών και μέσω της επίσπευσης της διαδικασίας επιβολής των διοικητικών κυρώσεων και ποινών της παραγράφου 4 του άρθρου 5 και των ποινικών κυρώσεων του άρθρου 12, διενεργείται: 1. Από τις αρμόδιες Αστυνομικές Αρχές με επιτόπιους ελέγχους και 2. ηλεκτρονικά με επιμέλεια της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία ορίζεται ως η αρμόδια για το σκοπό αυτόν υπηρεσία, με την κάτωθι διαδικασία:
α) Η Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών αναλαμβάνει τη με ηλεκτρονικό τρόπο διασταύρωση και επεξεργασία των στοιχείων που προκύπτουν από τη ζεύξη των κάτωθι αρχείων (ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων):
αα) του αρχείου του Κέντρου Πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 27β του παρόντος, στο οποίο τηρούνται ηλεκτρονικά τα στοιχεία των αυτοκίνητων οχημάτων που είναι ασφαλισμένα και των αυτοκίνητων οχημάτων που εξαιρούνται από την υποχρέωση ασφάλισης αστικής ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος,
ββ) του αρχείου της Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο τηρούνται ηλεκτρονικά τα στοιχεία των αυτοκίνητων οχημάτων που η άδεια κυκλοφορίας τους εκδίδεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων,
γγ) των αρχείων οποιασδήποτε άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή Υπουργείου που νομιμοποιείται σύμφωνα με την νομοθεσία να εκδίδει άδεια κυκλοφορίας οχημάτων, στα οποία τηρούνται ηλεκτρονικά τα στοιχεία των οχημάτων αυτών.
Για το σκοπό αυτόν, το Κέντρο Πληροφοριών και οι παραπάνω δημόσιες υπηρεσίες ή Υπουργεία υποχρεούνται να θέτουν, σε διαρκή βάση, στη διάθεση της Γ.Γ.Π.Σ. τα παραπάνω αρχεία και στοιχεία τους.
β) Σε περίπτωση που από τη ζεύξη και την επεξεργασία των αναφερόμενων στην προηγούμενη περίπτωση α΄ αρχείων και στοιχείων εντοπίζεται αυτοκίνητο όχημα, για το οποίο προκύπτει ότι δεν υφίσταται η υποχρεωτική κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 ασφαλιστική κάλυψη (δηλαδή προκύπτει ανασφάλιστο αυτοκίνητο όχημα), η Γ.Γ.Π.Σ. συντάσσει περί αυτού πράξη, που αποστέλλεται με σχετική ειδοποιητήρια επιστολή προς τον ιδιοκτήτη του οχήματος αυτού, με την οποία τον καλεί να προβεί άμεσα και το αργότερο εντός οκτώ (8) ημερών από την παραλαβή αυτής στην κατά το άρθρο 2 ασφάλιση της αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία του οχήματος ιδιοκτησίας του. Με την ίδια επιστολή η Γ.Γ.Π.Σ. ενημερώνει τον ιδιοκτήτη του οχήματος ως προς τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την παροχή τυχόν περαιτέρω εξηγήσεών του, σχετικά με την εκ μέρους του τήρηση ή μη της κατά το άρθρο το 2 υποχρέωσης προς ασφάλιση. Για την έκδοση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην περίπτωση αυτή απαιτείται η προσκόμιση στην ασφαλιστική επιχείρηση της ειδοποιητήριας επιστολής και παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
γ) Σε περίπτωση μη εμφάνισης, μη παροχής ικανοποιητικών εξηγήσεων και μη συμμόρφωσης ιδιοκτήτη οχήματος με τα οριζόμενα στην προηγούμενη περίπτωση β΄, η Γ.Γ.Π.Σ. αποστέλλει τα στοιχεία αυτού και του οχήματός του, για το όποιο δεν υφίσταται η κατά το άρθρο 2 ασφαλιστική κάλυψη, στην Αστυνομική Αρχή του τόπου διαμονής του ιδιοκτήτη του οχήματος, η οποία επισπεύδει την σε βάρος του επιβολή των κυρώσεων και ποινών που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 5 και στο άρθρο 12.
2. Η Γ.Γ.Π.Σ. εκτελεί την προβλεπόμενη στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 1 διαδικασία ετησίως, σε τακτά χρονικά διαστήματα, και τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, μετά και από αίτηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 16 Επικουρικού Κεφαλαίου.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μπορεί να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»
β. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά στον συνεταίρο που αποχωρεί ή αποκλείεται από πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 3601/2007 ή σε κάθε περίπτωση που εξοφλείται από το συνεταιρισμό συνεταιριστική μερίδα αποδίδεται η αξία της, που αναλογεί στην καθαρή περιουσία του πιστωτικού συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ελεγμένο από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν. 3693/2008 (Α΄ 174), ισολογισμό της τελευταίας χρήσης. Η αξία αυτή μπορεί να αναπροσαρμόζεται με μέθοδο αποτίμησης, η οποία αναφέρεται στο καταστατικό, στο οποίο προβλέπεται επίσης ότι ο υπολογισμός της πιστοποιείται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο. Η σύμφωνα με τα ανωτέρω απόδοση της αξίας της συνεταιριστικής μερίδας τελεί υπό την προϋπόθεση ότι δεν θίγονται οι υποχρεώσεις του πιστωτικού συνεταιρισμού που συναρτώνται με το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του βάσει των εκάστοτε ισχυόντων κανόνων εποπτείας και επιφυλασσομένης της εφαρμογής του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 2.»
β. Το πέμπτο και έκτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Ν. 1667/1986 , τα οποία προστέθηκαν με την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του Ν. 3156/2003 (Α΄ 157) και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 7 του Ν. 3483/2006 (Α΄ 169), αντικαθίστανται ως εξής:
«Προκειμένου για πιστωτικούς συνεταιρισμούς του παρόντος νόμου, που έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Ν. 3601/2007, κάθε νέος συνεταίρος υποχρεούται κατά την είσοδό του να καταβάλει, εκτός από το ποσό της μερίδας του, και εισφορά ανάλογη προς την καθαρή περιουσία του συνεταιρισμού, όπως αυτή προκύπτει από τον ισολογισμό της τελευταίας, ελεγμένης από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο χρήσης και με μέθοδο αποτίμησης η οποία αναφέρεται στο καταστατικό, στο οποίο προβλέπεται επίσης ότι ο υπολογισμός της τυχόν υπεραξίας πιστοποιείται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο.»
β) η συχνότητα αυτής,
γ) η διάρκειά της,
δ) οι ειδικές συνθήκες τέλεσής της,
ε) ο βαθμός υπαιτιότητας και
στ) ο κύκλος εργασιών του παραβάτη. Τα ποσά των προστίμων που επιβάλλονται αποτελούν δημόσιο έσοδο και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (Ν.Δ. 356/1974, Α΄ 90) και μπορεί να αναπροσαρμόζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων.
β. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 5Α του Ν. 3049/2002 , η λέξη «Ε.Γ.Α.Α.» αντικαθίσταται από τη λέξη «Δ.Ε.Α.Α.».
γ. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 5Α του Ν. 3049/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Για κάθε σύμβαση που ανατίθεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συνιστάται τριμελής Επιτροπή παρακολούθησης της εκτέλεσης και παραλαβής της σύμβασης. Η Επιτροπή συγκροτείται από έναν υπάλληλο της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου που εποπτεύει την εκάστοτε αποκρατικοποιούμενη εταιρεία ή περιουσιακό στοιχείο, έναν υπάλληλο της Διεύθυνσης ΔΕΚΟ του Υπουργείου Οικονομικών και έναν δημόσιο υπάλληλο ή ιδιώτη με εξειδικευμένες γνώσεις στο αντικείμενο της σύμβασης που πρόκειται να ανατεθεί. Τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται με τους αναπληρωτές τους με απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών.»
α) Παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στη Διυπουργική Επιτροπή Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (Δ.Ε.Α.Α.), που συστάθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 3049/2002 (Α΄212), όπως μετονομάσθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 48 του Ν. 3871/2010 (Α΄171).
β) Εισηγείται στον Υπουργό Οικονομικών για τα θέματα που αυτός εισάγει προς συζήτηση στη Δ.Ε.Ε.Α..
γ) Ασκεί τις αρμοδιότητες των τμημάτων Α΄ και Β΄ της Διεύθυνσης Υποστήριξης της καταργηθείσας με την παρ. 2α του άρθρου έκτου του Ν. 4079/2012 (Α΄180) Ειδικής Γραμματείας Αποκρατικοποιήσεων και Αναδιαρθρώσεων, όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 3 παρ. 4 του Ν. 3049/2002 , μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 23 του Ν. 3965/2011 (Α΄113).»
β. Στο άρθρο 12 του Π.Δ. 178/2000 , προστίθεται παράγραφος 8, ως εξής:
«8. Οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1Α ασκούνται από το Τμήμα το οποίο είναι αρμόδιο για την εκάστοτε αποκρατικοποιούμενη εταιρεία ή περιουσιακό στοιχείο και σε περίπτωση που δεν έχει αρμοδιότητα κάποιο τμήμα, οι αρμοδιότητες ασκούνται από το Τμήμα που η καθ΄ ύλην αρμοδιότητά του είναι η πιο συναφής, κατά την κρίση του προϊσταμένου της Διεύθυνσης. Χρέη γραμματέα της Δ.Ε.Α.Α. εκτελεί υπάλληλος του εκάστοτε αρμόδιου τμήματος. Η Διεύθυνση ΔΕΚΟ μπορεί να συνεργάζεται για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της με την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου Α.Ε.».»
γ. Η αναστολή των προηγούμενων περιπτώσεων α΄ και β΄ διαρκεί μέχρι την ολοκλήρωση είτε της αποκρατικοποίησης της εταιρείας για οφειλές της οποίας διώκεται ο νόμιμος εκπρόσωπός της ή έχουν επισπευσθεί μέτρα εκτέλεσης είτε μέχρι την αξιοποίηση επιμέρους περιουσιακών στοιχείων αυτής είτε μέσω της μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων τους στο ΤΑΙΠΕΔ είτε με τη θέση τους σε λύση και εκκαθάριση, οπότε αίρεται το αξιόποινο των πράξεων και παύουν οριστικά τόσο οι ποινικές διώξεις όσο και κάθε πράξη ή μέτρο εκτέλεσης κατά των φυσικών προσώπων των περιπτώσεων α΄ και β΄ του παρόντος, ενώ η ευθύνη εξόφλησης των οφειλών αυτών παραμένει στα νομικά πρόσωπα και βαρύνει τα περιουσιακά τους στοιχεία.
ββ) το Δημόσιο ή το ΤΑΙΠΕΔ ή άλλα νομικά πρόσωπα των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 3429/2005 , μόνοι ή από κοινού, έχουν την πλειοψηφία των μετοχών.»
β. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 3986/2011, προστίθεται, από τότε που ίσχυσε ο Ν. 3986/2011, εδάφιο ως εξής:
«Ως προς το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς του πάσης φύσεως προσωπικού των εταιριών αυτών εφαρμόζονται, για όσο χρόνο οι μετοχές ή τα δικαιώματα ψήφου επ΄ αυτών ανήκουν στο Ταμείο, οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για το προσωπικό των Ν.Π.Ι.Δ. που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ ή Β΄ του Ν. 3429/2005, εφόσον οι εταιρίες αυτές, πριν τη μεταβίβαση των μετοχών ή των δικαιωμάτων ψήφου από αυτές στο Ταμείο, υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ ή Β΄ του Ν. 3429/2005, κατά περίπτωση.»
γ. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται η παράγραφος 9 του άρθρου 7 του Ν. 4038/2012 , όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 13 του άρθρου 321 του Ν. 4072/2012 , καθώς και τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 3986/2011 που προστέθηκαν με την υποπαράγραφο Δ.1. περίπτωση 6 του Ν. 4093/2012.
«10. Επιτρέπεται στην ΚΑΕ Α.Ε. να αποσχίσει και να εισφέρει τον κλάδο του ταξιδιωτικού εμπορίου, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης των καταστημάτων αφορολογήτων ειδών, σε εταιρεία που ιδρύει ή έχει ιδρύσει. Με την ολοκλήρωση της απόσχισης αυτής, η οποία εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή, η αποκτώσα εταιρεία υπεισέρχεται αυτοδικαίως και χωρίς οποιαδήποτε άλλη διατύπωση ή διαδικασία σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της εισφέρουσας εταιρείας που αφορούν στον εισφερόμενο κλάδο και ιδίως σε όσα απορρέουν από την από 30.12.1997 σύμβαση παραχώρησης με το Ελληνικό Δημόσιο, τις κείμενες διατάξεις, τις κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών εκδοθείσες διοικητικές πράξεις, καθώς και τις σχετικές συμβάσεις παραχώρησης-μίσθωσης. Όπου στην οικεία νομοθεσία, στις κατ΄ εξουσιοδότηση εκδοθείσες διοικητικές πράξεις, στις συμβάσεις παραχώρησης – μίσθωσης και στις πάσης φύσεως άδειες και εγκρίσεις γίνεται αναφορά στην εισφέρουσα εταιρεία, η αναφορά αυτή νοείται μετά την ολοκλήρωση της απόσχισης ως αναφορά στην αποκτώσα τον κλάδο εταιρεία.»
Ρυθμίσεις για τη στέγαση των Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.)
1. Οι Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) του Υπουργείου Οικονομικών στεγάζονται σε κτίρια που βρίσκονται εντός της χωρικής τους αρμοδιότητας, σύμφωνα με τους παρακάτω ειδικότερους χωροταξικούς όρους:
α. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για τις Περιφερειακές Ενότητες Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Νότιου Τομέα Αθηνών, Βόρειου Τομέα Αθηνών, Δυτικού Τομέα Αθηνών, Περιφερειακής Ενότητας Πειραιά και Δήμου Θεσσαλονίκης στεγάζονται σε κτίρια οπουδήποτε εντός των ορίων της χωρικής τους αρμοδιότητας.
β. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για τις Περιφερειακές Ενότητες Ανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής και λοιπών Δήμων Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης πλην Δήμου Θεσσαλονίκης, στεγάζονται ως κάτωθι:
αα) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα το Κορωπί Αττικής, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Κρωπίας.
ββ) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα την Ελευσίνα Αττικής, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων της Δημοτικής Κοινότητας Ελευσίνας.
γγ) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα τις Αχαρνές Αττικής, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων της Δημοτικής Κοινότητας Αχαρνών.
δδ) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα την Ιωνία Θεσσαλονίκης, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων των Δημοτικών Κοινοτήτων Νέας Μαγνησίας και Διαβατών της Δημοτικής Ενότητας Εχεδώρου του Δήμου Δέλτα.
εε) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα την Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Καλαμαριάς.
στ στ) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα τον Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων της Δημοτικής Κοινότητας Λαγκαδά.
ζζ) Η Δ.Ο.Υ., που έχει έδρα τους Αμπελοκήπους Θεσσαλονίκης, στεγάζεται σε κτίριο που βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Αμπελοκήπων – Μενεμένης.
γ. Οι αρμόδιες Δ.Ο.Υ. για τις υπόλοιπες περιφερειακές ενότητες της χώρας στεγάζονται σε κτίρια που βρίσκονται εντός των ορίων των δημοτικών κοινοτήτων όπου βρίσκεται η έδρα του δήμου στον οποίο βρίσκεται η έδρα της Δ.Ο.Υ..
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, οι Δ.Ο.Υ. μπορούν να στεγάζονται και εκτός ορίων χωρικής τους αρμοδιότητας, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στην προηγούμενη παράγραφο, εφόσον τα κτήρια στέγασης ανήκουν, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης μίσθωσης, κατά κυριότητα στο Δημόσιο ή στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ Α.Ε.) ή παραχωρούνται κατά χρήση στο Δημόσιο δωρεάν ή έναντι συμβολικού τιμήματος.»
γ. Στα ένδικα μέσα που ασκήθηκαν από 9.11.2012 και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δυνάμει της παραγράφου 23 του άρθρου τρίτου του Ν. 4092/2012, θεωρείται ότι η προϋπόθεση παραδεκτής άσκησης αυτών, η οποία τίθεται με την εν λόγω παράγραφο, πληρούται εφόσον το προβλεπόμενο ποσό καταβληθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. εντός 15 ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και υπό την προϋπόθεση ότι η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί.
α) τα προς επίδοση έγγραφα φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 3979/2011 ,
β) το προς ο η επίδοση πρόσωπο έχει γνωστοποιήσει συγκεκριμένο μέσο ως προτιμώμενο, ανεξάρτητα αν έχει συγκατατεθεί ρητά στη χρήση του. Η επίδοση θεωρείται ότι συντελέστηκε κατά την ημερομηνία και ώρα παράδοσης του εγγράφου στο ηλεκτρονικό μέσο που δηλώθηκε ως προτιμώμενο. Απόδειξη, που θα φέρει προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την ως άνω έννοια ισχύει ως έκθεση επίδοσης. Τα προηγούμενα εδάφια ισχύουν αναλόγως και για την υποβολή της δήλωσης του άρθρου 32. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.»
Η κατά τη διάταξη του προηγούμενου εδαφίου κατάταξη του Δημοσίου ισχύει, ανεξάρτητα από την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου, και σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του Δημοσίου, σε σχέση με απαιτήσεις του Δημοσίου για φόρο προστιθέμενης αξίας με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως βεβαίωσής τους
Στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου μεταφέρονται οι κατωτέρω αρμοδιότητες για τους φορολογουμένους μεγάλου πλούτου όλης της Επικράτειας:
αα) Οι αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 2343/1995 (Α΄ 211), όπως ισχύει, και της παρ. 4 του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/1997 (Α΄203), όπως ισχύουν. Κατά την έναρξη λειτουργίας του το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. είναι αρμόδιο για τον έλεγχο των υποθέσεων που προβλέπονται από την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών 1039/2012 (Β΄342), όπως ισχύει μετά από την τροποποίησή της με την όμοια απόφαση 1202/2012 (Β΄3007), των υποθέσεων που έχουν ανατεθεί στο ΔΕΚ Αθηνών με την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών αριθ. ΔΕΛΑ 1139975 ΕΞ 2012/10.10.2012 (Β΄ 2756), καθώς και των αλλοδαπών εταιρειών εκμετάλλευσης ακινήτων, για τις οποίες δεν προκύπτει το φυσικό πρόσωπο ή των ημεδαπών εταιρειών εκμετάλλευσης ακινήτων, στις οποίες συμμετέχει αλλοδαπή εταιρεία χωρίς να εμφανίζεται το φυσικό πρόσωπο.
ββ) Οι αρμοδιότητες που αφορούν στη βεβαίωση και στην αναγκαστική είσπραξη για τα έσοδα που προέρχονται από ενέργειες του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., για τους φορολογουμένους μεγάλου πλούτου.
Οι φορολογούμενοι μεγάλου πλούτου καθορίζονται ή ανακαθορίζονται, με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
β.1. Το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου διαρθρώνεται σε δύο (2) Υποδιευθύνσεις, δώδεκα (12) Τμήματα, από τα οποία δύο αυτοτελή και ένα Γραφείο, ως εξής:
αα) Υποδιεύθυνση Ελέγχων Α΄
Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ε΄
ββ) Υποδιεύθυνση Ελέγχων Β΄ Τμήματα Ελέγχου ΣΤ΄ έως και Ι΄
γγ) Στον Προϊστάμενο του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π υπάγονται, απευθείας:
i. Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης, στο οποίο λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων.
ii. Αυτοτελές Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
β.2. Οι αρμοδιότητες του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου κατανέμονται στις οργανικές του μονάδες, ως ακολούθως:
αα) Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ι΄
Κάθε Τμήμα Ελέγχου ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/1997 επί των υποθέσεων που ανατίθενται σε αυτό με πράξη του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π..
ββ) Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης
Το Τμήμα έχει τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του Τμήματος Δικαστικού των Δ.Ο.Υ. Α΄ τάξεως, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όπως επίσης τις αρμοδιότητες των εδαφίων α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Π.Δ. 280/1997 και τη νομική υποστήριξη του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.. Επίσης, έχει τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του Τμήματος Εσόδων των Δ.Ο.Υ. Α΄ τάξεως, μετά από τη μεταφορά σε αυτό των αρμοδιοτήτων του Τμήματος «Λογιστικό» των ιδίων Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για τα έσοδα που προέρχονται από τους ελέγχους του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., που διενεργούνται από την έναρξη της λειτουργίας του και εξής.
Στο Τμήμα λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων, στο οποίο περιέρχονται οι αρμοδιότητες, που περιγράφονται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο της παρούσας περίπτωσης.
γγ) Αυτοτελές Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
Το Τμήμα έχει την αρμοδιότητα της διοικητικής και μηχανογραφικής υποστήριξης του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.
γ. Οι υφιστάμενες, κατά την έναρξη λειτουργίας του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., εκκρεμείς υποθέσεις φορολογουμένων μεγάλου πλούτου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών ολοκληρώνονται από το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., στο οποίο μεταφέρονται οι αρμοδιότητες της υποπαραγράφου α΄ της παρούσας παραγράφου γι΄ αυτές, μαζί με το σχετικό αρχείο.
Ο έλεγχος των υποθέσεων αυτών θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί, χωρίς να απαιτείται η έκδοση νέας εντολής, από τον ίδιο ή τους ίδιους ελεγκτές, στους οποίους έχει ανατεθεί, οι οποίοι μετακινούνται για αυτόν το σκοπό στο Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π..
Το ΚΕ.ΦΟ.ΜΕ.Π. είναι αρμόδιο για την έκδοση των φύλλων ελέγχου των πράξεων προσδιορισμού του φόρου και των λοιπών καταλογιστικών πράξεων που αφορούν τις εν λόγω εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και για την περαιτέρω διαδικασία επίλυσης των φορολογικών διαφορών και βεβαίωσης των καταλογιζόμενων διαφορών φόρων, πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων, τελών, εισφορών και προστίμων κατά τις ισχύουσες διατάξεις.
Από το Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. ασκείται επίσης η εκπροσώπηση της φορολογικής αρχής στα δικαστήρια για τις υποθέσεις αυτές.
Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται περαιτέρω οι αρμοδιότητες, η διαδικασία και ο τρόπος μεταφοράς των υποθέσεων και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας.
Ως προς τον έλεγχο, το Κ.Ε. ΜΕ.ΕΠ. έχει αρμοδιότητα τακτικού (οριστικού) φορολογικού ελέγχου, σε:
αα) Φορολογούμενους, γενικά, με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε εντός του έτους 2009. Ειδικά για τραπεζικές και ασφαλιστικές εταιρείες ανεξάρτητα από τη νομική μορφή με την οποία λειτουργούν, καθώς και όλες τις ανώνυμες εταιρείες με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, το όριο του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται σε δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ.
ββ) Συνδεδεμένες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42ε του Κώδικα Ανωνύμων Εταιρειών που υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του ως άνω Κώδικα ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα έστω μιας των ως άνω επιχειρήσεων υπερβαίνουν τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε εντός του έτους 2009.
γγ) Υποθέσεις επιχειρήσεων που αφορούν ανέλεγκτες χρήσεις πριν από οποιασδήποτε μορφής μετασχηματισμό που έγινε μέχρι το έτος 2011 ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους και την κατά τόπο αρμοδιότητα ΔΟΥ για τη φορολογία του εισοδήματός τους, εφόσον η επιχείρηση ή κάποια από τις επιχειρήσεις που προήλθαν από το μετασχηματισμό υπάγονται στην ελεγκτική αρμοδιότητα του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων σύμφωνα με τα όρια της περίπτωσης αα΄.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις καθορίζονται ή ανακαθορίζονται, με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
β.1. Το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων διαρθρώνεται σε δύο (2) Υποδιευθύνσεις, δεκατρία (13) Τμήματα, από τα οποία τρία αυτοτελή και ένα Γραφείο, ως εξής:
αα) Υποδιεύθυνση Ελέγχων Α΄ Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ε΄
ββ) Υποδιεύθυνση Ελέγχων Β΄ Τμήματα Ελέγχου ΣΤ΄ έως και Ι΄
γγ) Στον Προϊστάμενο του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ., υπάγονται, απευθείας:
i. Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης, στο οποίο λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων.
ii. Αυτοτελές Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
iii. Αυτοτελές Τμήμα Φορολογικών Διαδικασιών.
β.2. Οι αρμοδιότητες του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων κατανέμονται στις οργανικές του μονάδες, ως ακολούθως:
αα) Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ι΄.
Κάθε Τμήμα Ελέγχου ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/1997 επί των υποθέσεων που ανατίθενται σε αυτό με πράξη του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ..
ββ) Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης.
Το Τμήμα ασκεί τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του Τμήματος Δικαστικού των Δ.Ο.Υ. Α΄ τάξεως, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τις αρμοδιότητες των εδαφίων α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Π.Δ. 280/1997 και τη νομική υποστήριξη του Κ.Ε. ΜΕ.ΕΠ.. Επίσης, έχει τις ίδιες αρμοδιότητες με το Τμήμα Εσόδων των Δ.Ο.Υ. Α΄ τάξεως, μετά από τη μεταφορά σε αυτό των αρμοδιοτήτων του Τμήματος «Λογιστικό» των ίδιων Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για τα έσοδα που προέρχονται από τους ελέγχους του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. και, επίσης, παρακολουθεί τα βεβαιωθέντα στη Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων έσοδα.
Στο Τμήμα λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων, στο οποίο περιέρχονται οι αρμοδιότητες του Τμήματος, που περιγράφονται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο της παρούσας περίπτωσης.
γγ) Αυτοτελές Τμήμα Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
Το Τμήμα αναλαμβάνει τη διοικητική και μηχανογραφική υποστήριξη του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ..
δδ) Αυτοτελές Τμήμα Φορολογικών Διαδικασιών Το Τμήμα παραλαμβάνει όλες τις τροποποιητικές – συμπληρωματικές δηλώσεις για την περίοδο που λειτουργούσε η Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων και η Δ.Ο.Υ. ΦΑΒΕ Αθηνών, καθώς και συναφή θέματα που θα καθορισθούν με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοια απόφαση ορίζεται η ημερομηνία παύσης λειτουργίας του Τμήματος.
γ. Υποθέσεις για τις οποίες έχει αρχίσει ο έλεγχος από τις αρμόδιες υπηρεσίες, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ΑΥΟ ΠΟΛ. 1039/2012 όπως ισχύει, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος, ελέγχονται από αυτές, εκτός των υποθέσεων που μεταφέρονται στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου. Εξαιρετικά για τις υποθέσεις ελεγκτικής αρμοδιότητας της Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων, σύμφωνα με την εν λόγω ΑΥΟ, ο έλεγχος θα συνεχιστεί και θα ολοκληρωθεί από τον ίδιο ή τους ίδιους ελεγκτές χωρίς να απαιτείται έκδοση νέας εντολής από το ΚΕ.ΜΕ.Π.. Το ΚΕ.ΜΕ.Π. είναι αρμόδιο για τις ως άνω υποθέσεις και για τη μετ΄ έλεγχο διαδικασία.
Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται περαιτέρω οι αρμοδιότητες, η διαδικασία και ο τρόπος μεταφοράς των υποθέσεων και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσας.
δ. Από την έναρξη λειτουργίας του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. μεταφέρονται όλες οι αρμοδιότητες, που αφορούν στις μεγάλες επιχειρήσεις, εφόσον δεν περιλαμβάνονται στις υποπαραγράφους α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, από τη Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων στις κατά τόπον αρμόδιες Δ.Ο.Υ. και στις Φ.Α.Ε. Ανωνύμων Εταιρειών.
αα) Φορολογούμενους με ετήσια ακαθάριστα έσοδα άνω των τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ και μέχρι είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) ευρώ για τη διαχειριστική περίοδο που έκλεισε εντός του έτους 2009, χωρικής αρμοδιότητάς τους.
ββ) Συνδεδεμένες επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 42ε του Κώδικα Ανωνύμων Εταιρειών που υποχρεούνται να καταρτίζουν ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 90 του ως άνω Κώδικα ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα έστω μιας των ως άνω επιχειρήσεων εμπίπτουν στα όρια της ως άνω περίπτωσης αα΄.
γγ) Υποθέσεις επιχειρήσεων που αφορούν ανέλεγκτες χρήσεις πριν από οποιασδήποτε μορφής μετασχηματισμό που έγινε μέχρι το έτος 2011 ανεξάρτητα από το ύψος των ακαθάριστων εσόδων τους και την κατά τόπο αρμοδιότητα ΔΟΥ για τη φορολογία του εισοδήματός τους, εφόσον η επιχείρηση ή κάποια από τις επιχειρήσεις που προήλθαν από το μετασχηματισμό υπάγονται στη ελεγκτική αρμοδιότητα των ΔΕΚ σύμφωνα με τα όρια της περίπτωσης αα΄ .
Α.i. Το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) Αθηνών ανασυγκροτείται και διαρθρώνεται σε δύο (2) Υποδιευθύνσεις και έντεκα (11) Τμήματα, από τα οποία ένα αυτοτελές και δύο Γραφεία, ως εξής:
α) Υποδιεύθυνση Ελέγχων Α΄ Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ε΄
β) Υποδιεύθυνση Ελέγχων Β΄ Τμήματα Ελέγχου ΣΤ΄ έως και Ι΄
γ) Στον Προϊστάμενο του Δ.Ε.Κ. Αθηνών υπάγονται, απευθείας:
αα) Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης, στο οποίο λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων.
ββ) Γραφείο Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
ii. Οι αρμοδιότητες του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού Κέντρου Αθηνών κατανέμονται στις οργανικές του μονάδες, ως ακολούθως:
α) Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ι΄
Κάθε Τμήμα Ελέγχου ασκεί όλες τις αρμοδιότητες που ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 του Π.Δ. 280/1997 επί των υποθέσεων που ανατίθενται σε αυτό με πράξη του Προϊσταμένου του Δ.Ε.Κ..
β) Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης
Το Τμήμα έχει τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του Τμήματος Δικαστικού των Δ.Ο.Υ. Α΄ τάξεως, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τις αρμοδιότητες των εδαφίων α΄ έως και ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Π.Δ. 280/1997 και τη νομική υποστήριξη του ΔΕΚ. Επίσης, έχει τις ίδιες αρμοδιότητες με αυτές του Τμήματος Εσόδων των Δ.Ο.Υ. Α΄ τάξεως, μετά από τη μεταφορά σε αυτό των αρμοδιοτήτων του Τμήματος «Λογιστικό» των ίδιων Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για τα έσοδα που προέρχονται από τους ελέγχους του Δ.Ε.Κ., που λαμβάνουν χώρα από την έναρξη λειτουργίας του Τμήματος.
Στο Τμήμα λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων, στο οποίο περιέρχονται οι αρμοδιότητες του Τμήματος, που περιγράφονται στο αμέσως προηγούμενο εδάφιο της παρούσας περίπτωσης.
γ) Γραφείο Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης
Το Γραφείο αναλαμβάνει τη διοικητική και μηχανογραφική υποστήριξη του ΔΕΚ.
Βi. Το Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο (Δ.Ε.Κ.) Θεσσαλονίκης ανασυγκροτείται και διαρθρώνεται σε μία (1) Υποδιεύθυνση, πέντε (5) Τμήματα, από τα οποία ένα αυτοτελές και δύο Γραφεία, ως εξής:
α) Υποδιεύθυνση Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Δ΄
β) Στον Προϊστάμενο του ΔΕΚ Θεσσαλονίκης υπάγονται απευθείας :
αα) Αυτοτελές Τμήμα Δικαστικού και Νομικής Υποστήριξης, στο οποίο λειτουργεί Γραφείο Βεβαίωσης και Είσπραξης Εσόδων.
ββ) Γραφείο Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης.
Βiii. Η παρ. 5 του άρθρου 23 του Ν. 3259/2004 (Α΄ 149) παύει να ισχύει δύο μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
β. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύονται περαιτέρω οι αρμοδιότητες των ΔΕΚ Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ορίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για τις εκκρεμείς υποθέσεις αυτών, καθώς και για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
γ. Υποθέσεις για τις οποίες έχει αρχίσει ο έλεγχος από τις αρμόδιες υπηρεσίες, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην απόφαση με αριθμό 1039/2012 όπως ισχύει, μέχρι την έναρξη λειτουργίας των ΔΕΚ Αθηνών και Θεσσαλονίκης με τη νέα τους συγκρότηση, ελέγχονται από αυτές, εκτός των υποθέσεων που μεταφέρονται στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου.
Οι υφιστάμενες, κατά την έναρξη λειτουργίας των ΔΕΚ Αθηνών και Θεσσαλονίκης με τη νέα τους συγκρότηση, εκκρεμείς υποθέσεις, που έχουν ανατεθεί: ί. στις υφιστάμενες Εποπτείες Ελέγχου του ΔΕΚ Αθηνών και ίί. στα υφιστάμενα Τμήματα Ελέγχου του ΔΕΚ Θεσσαλονίκης, ανατίθενται με πράξη του Προϊσταμένου εκάστου ανασυγκροτημένου ΔΕΚ, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του Π.Δ. 280/1997 , στα Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Ι΄ του ΔΕΚ Αθηνών και στα Τμήματα Ελέγχου Α΄ έως και Γ΄ του ΔΕΚ Θεσσαλονίκης, αντίστοιχα, πλην όσων μεταφέρονται στο Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου. Σε περίπτωση που δεν έχει ολοκληρωθεί ο έλεγχος, αυτός μπορεί να συνεχιστεί από τους ίδιους υπαλλήλους, στους οποίους έχει ανατεθεί με την αρχική εντολή ελέγχου, ανεξάρτητα αν οι υπάλληλοι αυτοί έχουν τοποθετηθεί σε άλλο Τμήμα ελέγχου χωρίς να απαιτείται έκδοση νέας εντολής. Κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την ολοκλήρωση του ελέγχου, ο υπάλληλος θεωρείται ότι υπηρετεί στο Τμήμα ελέγχου που είναι αρμόδιο για τη διενέργεια του ελέγχου αυτού.
γ. Των Τμημάτων Διοικητικής και Μηχανογραφικής Υποστήριξης των Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. και ΜΕ.ΕΠ. προΐστανται υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ του κλάδου Εφοριακών και των αντίστοιχων προσωρινών.
β. Η κατά τόπον και καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των ανωτέρω Υπηρεσιών, η περαιτέρω εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων και η κατανομή τους στις οργανικές μονάδες των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και κάθε άλλο θέμα, που προκαλείται από τη μεταφορά αρμοδιοτήτων ή αφορά στην εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και στη λειτουργία των παραπάνω υπηρεσιών.
γ. Ο κανονισμός λειτουργίας των Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, ο κανονισμός καθηκόντων του προσωπικού τους και η περιγραφή των θέσεων εργασίας αυτών.
δ. Η καθ΄ ύλην και κατά τόπον αρμοδιότητα, καθώς και η έδρα και ο τίτλος των Υπηρεσιών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.
ε. Η ημερομηνία έναρξης λειτουργίας συνιστώμενων οργανικών μονάδων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, καθώς και η ημερομηνία παύσης λειτουργίας καταργούμενων οργανικών μονάδων αυτής.
γ)Οι οργανικές θέσεις προσωπικού, ανά κατηγορία, κλάδο και ειδικότητα, καθορίζονται και ανακαθορίζονται μεταξύ των Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται και ανακαθορίζεται ο αριθμός των θέσεων των Ελεγκτών Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους και οι οργανικές μονάδες, στις οποίες κατανέμονται και ανακατανέμονται αυτές, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 4 του Ν. 3943/2011 . Τα προηγούμενα εδάφια ισχύουν με την επιφύλαξη των οριζομένων της παραγράφου 7 του παρόντος άρθρου.
γ. Όπου για τη νόμιμη συγκρότηση συλλογικού οργάνου προβλέπεται η συμμετοχή Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών, ως προέδρου, συντονιστή ή μέλους, σε περίπτωση που δεν υφίσταται ή ελλείπει αυτός, με απόφαση του οργάνου το οποίο είναι αρμόδιο για τη συγκρότηση αυτού, ορίζεται στη θέση του Προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης στο συλλογικό όργανο και μέχρι την πλήρωση της θέσης αυτού στη Γενική Διεύθυνση, ένας προϊστάμενος Διεύθυνσης ή υπηρεσίας επιπέδου Διεύθυνσης της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Οικονομικών.
β. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης 6.α της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε΄ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση μέχρι 30.12.2013 και χωρίς αμοιβή η παράλληλη άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων.»
γ. Στο τέλος της υποπαραγράφου Ε.2 της παραγράφου Ε΄ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 προστίθεται περίπτωση 7, ως εξής:
«7. Όπου στις κείμενες διατάξεις αναφέρεται ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων, νοείται ο Γενικός Γραμματέας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων.»
(α) βεβαίωση της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., με την οποία βεβαιώνεται ότι έχει καταβληθεί το Ενιαίο Τέλος Ακινήτων (Ε.Τ.ΑΚ.) έτους 2009 που αναλογεί επιμεριστικά για το ακίνητο αυτό, επί του επικυρωμένου αντιγράφου του εκκαθαριστικού σημειώματος Ε.Τ.ΑΚ. 2009, είτε
(β) θεωρημένο αντίγραφο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. της υποβαλλόμενης σε δύο (2) αντίτυπα υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 (Α΄ 70) του φυσικού προσώπου, με την οποία δηλώνει το χρόνο απόκτησης του ακινήτου, και στην οποία επισυνάπτεται αντίγραφο του τίτλου κτήσης του ακινήτου στις περιπτώσεις που το ακίνητο αποκτήθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2009. Ειδικά για το έτος 2013 οι φύλακες μεταγραφών και οι προϊστάμενοι των κτηματολογικών γραφείων υποχρεούνται να αρνηθούν τη μεταγραφή ή την καταχώριση στα κτηματολογικά βιβλία συμβολαιογραφικού εγγράφου σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, εάν δεν επισυνάπτονται τα αναφερόμενα στο προηγούμενο εδάφιο, κατά περίπτωση, έγγραφα.»
γ. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2628/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του Ν.3965/2011 (Α΄ 113), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν ανατεθούν καθήκοντα Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος, ο χρόνος άσκησης τέτοιων καθηκόντων θεωρείται ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση και καθήκοντα Προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος στο φορέα από τον οποίο αποσπάστηκε ο υπάλληλος για κάθε έννομη συνέπεια.»
α) τα στοιχεία του φακέλου,
β) τα δελτία πληροφοριών,
γ) τις εκθέσεις ελέγχου του Σ.Δ.Ο.Ε. και άλλων υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών,
δ) τα βιβλία και στοιχεία που θα κληθεί να προσκομίσει ο φορολογούμενος,
ε) τα στοιχεία και τις πληροφορίες των προσώπων που ορίζονται στο άρθρο 17 του Ν. 3842/2010 και
στ) τα στοιχεία που προκύπτουν από τη μηχανογραφική επεξεργασία δεδομένων της Γ.Γ.Π.Σ.. »
α) Σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, όπως τη νομική μορφή, την κατηγορία των τηρουμένων βιβλίων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Π.Δ.186/1992, Α΄ 84) και του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Ν.4093/2012, Α΄ 222), τον κλάδο ή τομέα δραστηριότητας, ανάλογα με την επικινδυνότητα και παραβατικότητα αυτού, την ύπαρξη παραβάσεων και παραλείψεων των διατάξεων της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας, ανάλογα με το είδος, τη βαρύτητα και τη συχνότητα εμφάνισής τους, την ύπαρξη στοιχείων από διασταυρώσεις του πληροφοριακού συστήματος ή από ελέγχους σε τρίτους υπόχρεους ή από τρίτες πηγές για απόκρυψη φορολογητέας ύλης ή διάπραξη φορολογικών αδικημάτων και την εν γένει φορολογική εικόνα και συμπεριφορά των υπόχρεων.
β) Σε οικονομικά δεδομένα, όπως ακαθάριστα έσοδα, δαπάνες, καθαρά κέρδη ή ζημιές, συντελεστές μικτού και καθαρού κέρδους, δεδομένα από δηλώσεις άμεσης και έμμεσης φορολογίας, καθώς και διαθέσιμα στοιχεία από βάσεις δεδομένων, στατιστική ανάλυση, εφαρμογή τεχνικών εξόρυξης δεδομένων και άλλες πηγές πληροφοριών.
γ) Σε χωροταξικά και χρονικά δεδομένα, όπως τόπος παραγωγής και διακίνησης, εποχιακές δραστηριότητες και τοπικές ιδιαιτερότητες.
Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται οι παραβάσεις ή παραλείψεις, τα στοιχεία και γενικά τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό των προς έλεγχο δηλώσεων, τα μόρια που αντιστοιχούν, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να ορίζεται και τυχαίο δείγμα υπαγόμενων σε έλεγχο δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, χωρίς τη χρησιμοποίηση μεθόδων ανάλυσης κινδύνου.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν ανάλογα και για τις λοιπές φορολογίες.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 2166/1993 (Α΄137), του άρθρου 9 του Κεφαλαίου Β΄ του μέρους Α΄ του Ν. 2324/1995 (Α΄ 146), του άρθρου 2 του Ν. 2733/1999 (Α΄ 155) και του άρθρου 20 του Ν. 3371/2005 που προβλέπουν τον κατά προτεραιότητα φορολογικό έλεγχο κατηγοριών υπόχρεων εξακολουθούν να ισχύουν.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν από το χρόνο έκδοσης των οικείων αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων και κατά τα τυχόν ειδικότερα οριζόμενα από αυτές.
5. Η επιλογή των προς έλεγχο υποθέσεων και ετών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ανεξάρτητα από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 66 έως 67Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994, Α΄151) και του άρθρου 48 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Ν.2859/2000, Α΄ 248).»
γ. Στην περίπτωση ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Ν. 4110/2013 οι λέξεις «για πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται» αντικαθίστανται με τις λέξεις «για δαπάνες που πραγματοποιούνται από διαχειριστικές περιόδους που αρχίζουν.»
Στα μέλη ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., που καταλογίζονται κατά τα ανωτέρω πρόστιμα για εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώριση συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό Σύστημα Παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης, επιβάλλεται ανά μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., ανά ημερολογιακό έτος, έναντι όλων των τελωνειακών αρχών, πρόστιμο έως χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ, όταν το πλήθος των εκπροθέσμως ή ανακριβώς καταχωρημένων συναλλαγών ανά μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., είναι μέχρι πενήντα (50) φορολογικά στοιχεία, πρόστιμο τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ όταν το πλήθος των εκπροθέσμως ή ανακριβώς καταχωρημένων συναλλαγών, ανά μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. είναι από πενήντα ένα (51) έως εκατό (100) φορολογικά στοιχεία πρόστιμο έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ από εκατόν ένα (101) και μέχρι 150 φορολογικά στοιχεία και περαιτέρω 50 ευρώ ανά 50 φορολογικά στοιχεία πέραν των 150 εφόσον το μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. υποβάλλει σχετική αίτηση στο αρμόδιο Τελωνείο και καταβάλλει το καταλογιζόμενο πρόστιμο με ταυτόχρονη παραίτηση από τα κατά το άρθρο 152 του Ν. 2960/2001 καθοριζόμενα ένδικα μέσα εντός δύο μηνών από την έκδοση των καταλογιστικών Πράξεων.
Σε περίπτωση που μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., έχει προβεί σε μη καταχώριση συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης ανεξαρτήτως αριθμού ή σε εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώριση άνω των εκατόν πενήντα (150) φορολογικών στοιχείων ανά ημερολογιακό έτος ή σε εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώριση κάτω των εκατόν πενήντα (150) φορολογικών στοιχείων αλλά διαπιστώνεται από τις αρμόδιες αρχές τέλεση λαθρεμπορίας, επιβάλλεται και ποινή διαγραφής του μέλους από το μητρώο ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ..
Δεν συνιστά παράβαση, κατά τα ανωτέρω, ανακριβής δήλωση η οποία επανεισήχθη διορθωμένη στο ως άνω σύστημα από μέλος ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 73 παράγραφος 2 περίπτωση α΄ του παρόντος νόμου προθεσμίας δεκατεσσάρων (14) ημερών.»
β. Για τις περιπτώσεις μελών ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ για τα οποία εκκρεμεί η έκδοση καταλογιστικής πράξης για τη μη καταχώριση, εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώριση συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό σύστημα παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης κατά το έτος 2011, αυτή πρέπει να εκδοθεί το αργότερο εντός τριών (3) μηνών από την ψήφιση του νόμου «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις».
γ. Για τις περιπτώσεις μελών ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. για τα οποία εκκρεμεί η έκδοση καταλογιστικής πράξης για τη μη καταχώριση, εκπρόθεσμη ή ανακριβή καταχώριση συναλλαγών πετρελαίου θέρμανσης στο Πληροφοριακό σύστημα παρακολούθησης Πετρελαίου Θέρμανσης κατά το έτος 2012, αυτή πρέπει να εκδοθεί το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από την ψήφιση του νόμου «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις.»
δ. Αίτηση υπαγωγής και καταβολής του καταλογιζόμενου προστίμου με ταυτόχρονη παραίτηση από τα κατά το άρθρο 152 του Ν. 2960/2001 καθοριζόμενα ένδικα μέσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να υποβληθεί εντός προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου «Επενδυτικά εργαλεία ανάπτυξης, παροχή πιστώσεων και άλλες διατάξεις» και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
αα. Όταν έχει ήδη εκδοθεί και επιδοθεί καταλογιστική πράξη και δεν έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αυτής ή έχει ασκηθεί αλλά δεν έχει εκδοθεί επ΄ αυτής τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου, με υποχρέωση δήλωσης παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων ή από το ήδη ασκηθέν ένδικο μέσο.
ββ. Όταν έχει ήδη καταβληθεί ποσό καταλογισθέντος προστίμου μεγαλύτερο των ανώτατων ορίων που ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο, με την οποία αιτούνται την επιστροφή της διαφοράς μεταξύ των καταβληθέντων προστίμων και των προβλεπόμενων ανώτατων ορίων του προηγούμενου εδαφίου.
Επιπλέον, ως εξαρτώμενα τέκνα για θεμελίωση του δικαιώματος λήψης του επιδόματος, λαμβάνονται υπόψη τα τέκνα με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, καθώς και το απορφανισθέν τέκνο ή τα απορφανισθέντα τέκνα που αποτελούν ιδία οικογένεια και επήλθε θάνατος και των δύο γονέων.
β) από την 1η του επόμενου μήνα της γέννησής τους για τέκνα γεννημένα εντός του 2013.
β) ομογενείς αλλοδαπούς που διαθέτουν δελτίο ομογενούς,
γ) πολίτες κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
δ) πολίτες των χωρών που ανήκουν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Νορβηγία, Ισλανδία και Λιχτενστάιν) και Ελβετούς πολίτες,
ε) αναγνωρισμένους πρόσφυγες των οποίων το καθεστώς παραμονής στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων (Ν.Δ. 3989/1959, Α΄201), όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων (α.ν. 389/1968, Α΄125),
στ) ανιθαγενείς, των οποίων το καθεστώς παραμονής στην Ελλάδα διέπεται από τις διατάξεις της Σύμβασης του 1954 για το Καθεστώς των Ανιθαγενών (Ν. 139/1975, Α΄176),
ζ) δικαιούχους του ανθρωπιστικού καθεστώτος,
η) πολίτες άλλων κρατών που διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα και είναι γονείς τέκνων ελληνικής υπηκοότητας.
α) τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλιστικών Υπηρεσιών ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Αναπηρίας και Ιατρικής της Εργασίας ΙΚΑ-ΕΤΑΜ,
β) τον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Σχεδιασμού και Ανάπτυξης Υπηρεσιών Υγείας Ε.Ο.Π.Υ.Υ., με αναπληρωτή του τον προϊστάμενο της Διεύθυνσης Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού Ε.Ο.Π.Υ.Υ.,
γ) έναν εκπρόσωπο του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ.), που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του,
δ) έναν εκπρόσωπο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρών Ε.Ο.Π.Υ.Υ., που υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Επιστημονικού Υγειονομικού Προσωπικού (ΠΟΣΕΥΠ-ΕΟΠΥΥ),
ε) έναν εκπρόσωπο που υποδεικνύεται από την Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία (ΕΣΑΜεΑ), με τον αναπληρωτή του,
στ) τον προϊστάμενο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με τον αναπληρωτή του από την ίδια Υπηρεσία,
ζ) έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Υγείας, ο οποίος προτείνεται από τον Υπουργό Υγείας, με τον αναπληρωτή του.»
(β) Στην περίπτωση που το μέρισμα καταβάλλεται από αλλοδαπή πλοιοκτήτρια πλοίου με ξένη σημαία αντίγραφο της σχετικής άδειας εγκατάστασης στην Ελλάδα της διαχειρίστριας εταιρείας που, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 , ασχολείται αποκλειστικά με τη διαχείριση, εκμετάλλευση ή ναύλωση πλοίων και βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου ότι έχει δηλωθεί και αναληφθεί από αυτήν η διαχείριση του συγκεκριμένου πλοίου.
(γ) Αντίγραφο της μοναδικής βεβαίωσης εισαγωγής συναλλάγματος (ΒΑΣ) των αντιστοίχων ποσών ή βεβαίωση εκχώρησης συναλλάγματος. Τα σχετικά πρωτότυπα αναζητούνται από την αρμόδια αρχή.
Εισφορά σε εταιρίες του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (Α΄77)
1. Στα γραφεία ή υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων οποιουδήποτε τύπου ή μορφής, ασχολούμενα αποκλειστικά με τη ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία, πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, εξαιρούμενων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιριών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις παραπάνω αναφερόμενες δραστηριότητες, επιβάλλεται ετήσια εισφορά για τέσσερα (4) έτη επί του ετήσιου ποσού του συνολικού εισαγομένου και μετατρεπομένου σε ευρώ συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (Α΄ 77), η οποία υπολογίζεται με την παρακάτω κλίμακα:
Η παραπάνω εισφορά αφορά τα ετήσια ποσά συνολικού εισαγομένου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος της τετραετίας 2012 – 2015.Στην περίπτωση που το συνολικό ετήσιο εισαγόμενο και μετατρεπόμενο σε ευρώ συνάλλαγμα μιας επιχείρησης είναι μικρότερο από το προβλεπόμενο ελάχιστο όριο των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων Η.Π.Α., η εισφορά θα πρέπει να υπολογιστεί για πενήντα χιλιάδες και μετατρεπόμενου σε ευρώ και μετατρεπόμενου σε ευρώ (50.000) δολάρια Η.Π.Α..
2. Οι παραπάνω επιχειρήσεις μέχρι το τέλος Μαρτίου κάθε έτους της τετραετίας 2012-2015 υποβάλλουν ειδική δήλωση υπολογισμού της εισφοράς επί του συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος του προηγούμενου έτους, με την οποία συνυποβάλλονται επικυρωμένα αντίγραφα των βεβαιώσεων εισαγωγής συναλλάγματος, καθώς και σχετική υπεύθυνη δήλωση των νομίμων εκπροσώπων της εταιρίας στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) για τη φορολογία των παραπάνω υπόχρεων.Η εισφορά του παρόντος άρθρου βεβαιώνεται από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. με βάση την ειδική δήλωση υπολογισμού της ετήσιας εισφοράς.Για την καταβολή της εισφοράς ευθύνονται αλληλέγγυα και αδιαίρετα, βάσει του τίτλου που έχει αποκτηθεί έστω για έναν από τους υπόχρεους, ο οποίος ισχύει και ως προς τους άλλους υπόχρεους για τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την είσπραξη του φόρου: οι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά οι εκπρόσωποι των κάθε είδους επιχειρήσεων ή εταιριών της παραγράφου1 του παρόντος άρθρου, ο καθένας χωριστά για ολόκληρο το ποσό της εισφοράς.
3. Η εισφορά υπολογίζεται σε δολάρια Η.Π.Α. και μαζί με την ειδική ετήσια δήλωση καταβάλλεται και το ένα τέταρτο (1/4) της οφειλόμενης εισφοράς σε ευρώ με βάση την επίσημη ισοτιμία μεταξύ των νομισμάτων αυτών κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης. Τα άλλα τρία τέταρτα (3/4) της εισφοράς καταβάλλονται σε τρεις (3) ισόποσες δόσεις στους μήνες Ιούνιο, Σεπτέμβριο και Δεκέμβριο του έτους υποβολής της δήλωσης. Σε περίπτωση παράλειψης επίδοσης από τον υπόχρεο της δήλωσης που προβλέπεται από το νόμο ή υποβολής από αυτόν εκπρόθεσμης ή ανακριβούς δήλωσης επιβάλλεται πρόσθετη εισφορά και πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του N. 2523/1997 όπως ισχύουν.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για την υποβολή της εισφοράς, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που υποβάλλονται και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
5. Στα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο φορολογικός κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή επιχείρηση οποιουδήποτε τύπου ή μορφής, που διατηρεί γραφεία ή υποκαταστήματα εγκατεστημένα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του N. 27/1975 (Α΄ 77) και ασχολούμενα αποκλειστικά με τη ναύλωση, ασφάλιση, διακανονισμό αβαριών, μεσιτεία αγοραπωλησιών ή ναυπηγήσεων ή ναυλώσεων ή ασφαλίσεων πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία πάνω από πεντακόσιους (500) κόρους ολικής χωρητικότητας, εξαιρούμενων των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων και των εμπορικών πλοίων που εκτελούν εσωτερικούς πλόες, καθώς και με την αντιπροσώπευση πλοιοκτητριών εταιριών, ως και επιχειρήσεων που έχουν σαν αντικείμενο εργασιών τις ίδιες με τις παραπάνω αναφερόμενες δραστηριότητες, επιβάλλεται φόρος με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), ο οποίος καταβάλλεται από το δικαιούχο του μερίσματος. Ο δικαιούχος του εισοδήματος αυτού αποδίδει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο της παρούσας παραγράφου εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή η καταβολή ή η πίστωση. Η διάταξη αυτή δεν ισχύει για τις επιχειρήσεις που σύμφωνα με την εγκριτική πράξη εγκατάστασής τους, ασχολούνται και με τη διαχείριση πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία. Ο φόρος αυτός επιβάλλεται στα μερίσματα που καταβάλλονται ή πιστώνονται από τη διαχειριστική χρήση 2012 και μετά (οικονομικό έτος 2013).
Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου, μετόχου ή εταίρου των ως άνω επιχειρήσεων, φυσικού προσώπου, για το εισόδημα που αποκτά με τη μορφή διανομής καθαρών κερδών ή μερισμάτων, εξαιρουμένου από οποιονδήποτε άλλο φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση, είτε απευθείας είτε από εταιρίες χαρτοφυλακίου, ανεξαρτήτως του αριθμού των εταιριών χαρτοφυλακίου που παρεμβάλλονται μεταξύ της επιχείρησης και του τελικού μετόχου ή εταίρου.
Τα οριζόμενα στα προηγούμενα εδάφια της παραγράφου αυτής, ισχύουν και για τα κέρδη που διανέμουν οι ως άνω εταιρίες, με τη μορφή εκτάκτων αμοιβών και ποσοστών (bonus) σε μέλη του Δ.Σ., σε διευθυντές και σε στελέχη, επιπλέον των μισθών. Με την ανωτέρω παρακράτηση εξαντλείται η όποια φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η ειδικότερη διαδικασία για την καταβολή του φόρου, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που υποβάλλονται και κάθε άλλο αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»
Κλιμάκιο υπολογισμού της εισφοράς | ||||
Κλιμάκιο ετήσιου συνολικού εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος (σε δολάρια Η.Π.Α.) | Συντελεστής % | Φόρος κλιμακίου | Σύνολο Εισαγόμενου και μετατρεπόμενου σε ευρώ συναλλάγματος (σε δολάρια Η.Π.Α.) | Σύνολο φόρου (σε δολάρια Η.Π.Α.) |
200.000 | 5 | 10.000 | 200.000 | 10.000 |
200.000 | 4 | 8.000 | 400.000 | 18.000 |
Υπερβάλλον | 3 |
Σε περίπτωση που ήδη καταβληθείσες δαπάνες έχουν διαμορφωθεί σε ύψος υψηλότερο από αυτό που προσδιορίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, η επιπλέον καταβολή συμψηφίζεται με οφειλόμενες καταβολές προς τους ίδιους δικαιούχους.
γ. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 της από 4.9.2012 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του N. 4089/2012 (Α΄206), η τελευταία φράση « …σε σχέση με το αντίστοιχο που είχε διαμορφωθεί κατά τον Ιούνιο του 2012» διαγράφεται.
Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών διατίθεται από τους πόρους του άρθρου 259 του N. 3852/2010 , έτους 2013 ποσό μέχρι τρία εκατομμύρια ευρώ για την καταβολή της μισθοδοσίας του ανωτέρω προσωπικού και για το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 31.7.2013.
γ. Έναν τεχνικό υπάλληλο κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄ ή Β΄, που ορίζεται με τον αναπληρωτή του από την τεχνική υπηρεσία του δήμου της έδρας του νομού που εδρεύει το Τεχνικό Συμβούλιο και ο οποίος υποδεικνύεται από τον Δήμαρχο και σε περίπτωση μη ύπαρξης από τεχνικό υπάλληλο κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Α΄ ή Β΄. Ελλείψει τεχνικού υπαλλήλου με Β΄ βαθμό είναι δυνατή η συμμετοχή τεχνικού υπαλλήλου με Γ΄ βαθμό κατηγορίας ΠΕ και σε περίπτωση, μη ύπαρξης, τεχνικού υπαλλήλου με Γ΄ βαθμό κατηγορίας ΤΕ.»
Η ανωτέρω ρύθμιση έχει αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσης του Π.Δ. 7/2013 (Α΄ 26).
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Απριλίου 2013
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΡΟΥΠΑΚΙΩΤΗΣ