ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 3938 ΦΕΚ Α΄ 61/31.03.2011

Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΥΣΤΑΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑΣ – ΘΕΜΑΤΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Άρθρο 1
Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας

Σχετικό: ΠΔ 78/2011,ΦΕΚ Α 187 “Οργάνωση – αρμοδιότητες Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας”.

1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται και λειτουργεί Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, υπαγόμενο απευθείας στον Υπουργό. Το Γραφείο είναι αρμόδιο για τη συλλογή, την καταγραφή, την αξιολόγηση και την περαιτέρω προώθηση προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες ή Αρχές καταγγελιών για πράξεις του ένστολου προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, οι οποίες εκδηλώθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή κατά κατάχρηση της ιδιότητάς του και αφορούν:

α. βασανιστήρια και άλλες προσβολές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας κατά την έννοια του άρθρου 137Α του Ποινικού Κώδικα,

β. παράνομες εκ προθέσεως προσβολές κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ή υγείας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας,

γ. παράνομη χρήση πυροβόλου όπλου και

δ. παράνομη συμπεριφορά που υπάρχουν ενδείξεις ότι διενεργήθηκε με ρατσιστικό κίνητρο ή ενέχει άλλου είδους διακριτική μεταχείριση για λόγους εθνοτικής ή φυλετικής καταγωγής ή θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού ή της ταυτότητα φύλου και

ε. κάθε άλλη προσβλητική της προσωπικότητας συμπεριφορά σε βάρος ατόμου που βρίσκεται στην Ελληνική Επικράτεια, καθώς και τις συναφείς πράξεις, εφόσον αυτές εκδηλώθηκαν από το ίδιο πρόσωπο στον ίδιο τόπο και χρόνο.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 Άρθρο 10 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

2. Οι καταγγελίες πρέπει να είναι επώνυμες και γραπτές και να υποβάλλονται στο Γραφείο ή στα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών, αυτοπροσώπως ή μέσω πληρεξούσιου δικηγόρου. Το όνομα και τα άλλα στοιχεία ταυτότητας του καταγγέλλοντος μπορεί να μην ανακοινώνονται κατά το στάδιο της διερεύνησης αν το ζητήσει εγγράφως ο ενδιαφερόμενος. Αν κατά την κρίση της Επιτροπής η διερεύνηση δεν είναι δυνατή χωρίς ανακοίνωση του ονόματος, ο ενδιαφερόμενος ενημερώνεται ότι η καταγγελία του θα τεθεί στο αρχείο, εφόσον ο ίδιος δεν συναινέσει εγγράφως στην ανακοίνωση του ονόματός του. Αν ο καταγγέλλων αγνοεί την ελληνική γλώσσα, μπορεί να παραστεί με διερμηνέα. Αν ο καταγγέλλων αδυνατεί να γράψει, η καταγγελία γίνεται προφορικώς, καταγράφεται από υπάλληλο του Γραφείου και συντάσσεται έκθεση στην οποία γίνεται ειδική μνεία της αδυναμίας του καταγγέλλοντος να γράψει. Η έκθεση υπογράφεται από τον καταγγέλλοντα και τον υπάλληλο του Γραφείου που τη συνέταξε. Όταν η καταγγελία είναι ανώνυμη διερευνάται μόνο εφόσον περιέχει συγκεκριμένα στοιχεία που παρέχουν βάση για τη διερεύνησή της, άλλως τίθεται στο αρχείο με πράξη της Επιτροπής της επόμενης παραγράφου. Το Γραφείο επιλαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως, παραγγέλλοντας σχετική έρευνα, μετά από πληροφορίες με συγκεκριμένα στοιχεία για περιστατικά της παραγράφου 1 και ιδίως όσων προέρχονται από δημοσιεύματα ή εκπομπές Μ.Μ.Ε.. Το Γραφείο επιλαμβάνεται επίσης περιστατικών αρμοδιότητάς του μετά από εντολή του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

3.Στο Γραφείο συνιστάται Τριμελής Επιτροπή, η οποία συγκροτείται από έναν επίτιμο δικαστικό λειτουργό ή συνταξιούχο του Συμβουλίου της Επικρατείας-Νομικού Συμβουλίου του Κράτους-Ελεγκτικού Συνεδρίου ή διατελέσαντα στη θέση του Συνηγόρου ή βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη ή Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ή Πρέσβη επί τιμή, ως πρόεδρο, ένα μέλος του Γραφείου του Νομικού Συμβούλου του Κράτους στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και έναν επίτιμο εισαγγελικό λειτουργό, ως μέλη. Η Επιτροπή αξιολογεί κάθε καταγγελία ή περιστατικό για το αν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Γραφείου και αποφασίζει με πράξη της είτε για την υποβολή πρότασης διερεύνησης σύμφωνα με την παράγραφο 4 είτε για την προώθηση προς διερεύνηση στις αρμόδιες Υπηρεσίες είτε για τη θέση τους στο αρχείο ως αβάσιμα ή ανεπίδεκτα εκτίμησης. Αν η καταγγελία ή το περιστατικό αφορά και αξιόποινη πράξη αυτεπαγγέλτως διωκόμενη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 37 του Κ.Π.Δ.. Η Επιτροπή υποχρεούται να γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές κάθε καταγγελία που περιέρχεται σε αυτή και δεν ανάγεται στις αρμοδιότητες του Γραφείου.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 Άρθρο 10 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

4. Σε περιπτώσεις σοβαρών καταγγελιών ή περιστατικών της παραγράφου 1 ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη μπορεί, ύστερα από πρόταση της Επιτροπής, να αναθέτει τη διερεύνηση σε ένα από τα μέλη της Επιτροπής. Η διερεύνηση της πειθαρχικής υπόθεσης γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου πειθαρχικού δικαίου. Στην περίπτωση αυτή το Γραφείο ενημερώνει αμέσως τον Αρχηγό του οικείου Σώματος, για την αναστολή της τυχόν ασκηθείσας πειθαρχικής δίωξης και τη διαβίβαση αμέσως στο Γραφείο των συλλεχθέντων στοιχείων για συσχέτιση. Διοικητικά μέτρα που προβλέπονται από το πειθαρχικό δίκαιο του οικείου Σώματος και έχουν ληφθεί σε βάρος του πειθαρχικά ελεγχόμενου δεν θίγονται. Μετά το πέρας της πειθαρχικής έρευνας, το πόρισμα αυτής με το φάκελο της πειθαρχικής δικογραφίας υποβάλλεται στον Αρχηγό του οικείου Σώματος για την άσκηση του πειθαρχικού ελέγχου, χωρίς τη διενέργεια άλλης έρευνας.

5. Η Επιτροπή της παραγράφου 3 επιλαμβάνεται επίσης υποθέσεων για τις οποίες έχει εκδοθεί καταδικαστική απόφαση από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε βάρος της Ελλάδας για παράβαση των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ν.δ. 53/1974), με την οποία διαπιστώνονται ελλείψεις της πειθαρχικής διαδικασίας ή νέα στοιχεία που δεν αξιολογήθηκαν στην πειθαρχική έρευνα ή την εκδίκαση της υπόθεσης. Στις περιπτώσεις αυτές η Διεύθυνση Αστυνομικού Προσωπικού του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας και οι αντίστοιχες Υπηρεσίες προσωπικού των άλλων Σωμάτων διαβιβάζουν την ως άνω απόφαση και το σχετικό πειθαρχικό φάκελο στην Επιτροπή, η οποία επανεξετάζει την υπόθεση λαμβάνοντας υπόψη της ιδίως όσα έκανε δεκτά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αποφασίζει την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης.

6. Η Επιτροπή διαβιβάζει την απόφαση για την εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης με όλα τα στοιχεία του φακέλου στον Αρχηγό του οικείου Σώματος, ο οποίος δεσμεύεται από την απόφαση και διατάσσει νέα έρευνα, σύμφωνα και με όσα γίνονται δεκτά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στο πλαίσιο της επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας είναι δυνατόν να ασκηθεί ή να συμπληρωθεί η πειθαρχική δίωξη και να επιβληθεί η προσήκουσα πειθαρχική ποινή ανεξάρτητα από την αρχική εκδίκαση της υπόθεσης. Για τον υπολογισμό του χρόνου παραγραφής που προβλέπεται από τις πειθαρχικές διατάξεις κάθε Σώματος δεν υπολογίζεται το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την έκδοση της απόφασης του αρμόδιου, κατά περίπτωση, πειθαρχικού οργάνου, σύμφωνα με το άρθρο 39 του π.δ. 120/2008 (ΦΕΚ 182 Α΄), το άρθρο 5 του π.δ. 187/2004 (ΦΕΚ 187 Α΄), το άρθρο 25 παρ. 9 του ν.δ. 343/1969 (ΦΕΚ 238 Α΄) και το άρθρο 18 παραγράφοι 9 και 10 του ν.δ. 935/1971 (ΦΕΚ 149 Α΄) μέχρι την περιέλευση στην Επιτροπή της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατά τα λοιπά ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από το πειθαρχικό δίκαιο του Σώματος στο οποίο ανήκει το προσωπικό. Αν η Επιτροπή κρίνει ότι δεν απαιτείται η εκ νέου διερεύνηση της υπόθεσης διαβιβάζει την απόφασή της στη Διεύθυνση Προσωπικού του οικείου Αρχηγείου προκειμένου να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο.

7. Το Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας μπορεί να ζητεί στοιχεία από οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή Υπηρεσία του ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι οποίες υποχρεούνται να τα γνωστοποιούν ή να διαβιβάζουν αντίγραφα εγγράφων που αφορούν την υπόθεση, εκτός αν προστατεύονται από απόρρητο. Δεν ισχύει το ιατρικό απόρρητο για τα στοιχεία που ζητούνται με αιτιολογημένο έγγραφο του Γραφείου και είναι αναγκαία για τη διερεύνηση των υποθέσεων της παραγράφου 1. Τα στοιχεία της παρούσας παραγράφου χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση της αποστολής του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας.

8. Τα πειθαρχικά όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος υποχρεούνται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα κάθε πειθαρχική υπόθεση που τους ανατίθεται από την Επιτροπή και αφορά σε πράξεις της παραγράφου 1 και να ενημερώνουν το Γραφείο Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας για το αποτέλεσμα της εξέτασης κάθε υπόθεσης που τους ανατέθηκε από την Επιτροπή. Τα ίδια πειθαρχικά όργανα υποχρεούνται να συμμορφώνονται προς τυχόν παρατηρήσεις της Επιτροπής που αφορούν την πειθαρχική έρευνα. Αυτός που υποβάλλει καταγγελία σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δικαιούται να πληροφορείται, ύστερα από αίτησή του, το αποτέλεσμα της καταγγελίας του, ενώ πρόσβαση επί των στοιχείων του φακέλου μπορεί να αποκτήσει οποιοσδήποτε υπό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς του άρθρου 5 του ν. 2690/1999 (ΦΕΚ 45 Α΄).

9. Η Επιτροπή υποβάλλει κατ` έτος έκθεση στον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη για τις δραστηριότητες του Γραφείου και τα προτεινόμενα μέτρα βελτίωσης της λειτουργίας του, την οποία κοινοποιεί και στο Συνήγορο του Πολίτη. Στην έκθεση επισημαίνονται οι διαπιστώσεις της Επιτροπής, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, για τα αίτια της παραβατικής συμπεριφοράς του ένστολου προσωπικού των Σωμάτων, αξιολογούνται τα πορίσματα των πειθαρχικών οργάνων και προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπιση της παραβατικής συμπεριφοράς του προσωπικού και τη βελτίωση του πειθαρχικού ελέγχου. Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη στην αρμόδια Διαρκή Επιτροπή της Βουλής, προς ενημέρωση των μελών της. Στον ιστότοπο του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη αναρτώνται κατ` έτος στατιστικά στοιχεία των υποθέσεων που επελήφθη η Επιτροπή.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 Άρθρο 10 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

10. Οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος –Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, καθώς και κάθε άλλη δημόσια αρχή ή Υπηρεσία, υποχρεούνται να παρέχουν άμεση και ουσιαστική συνδρομή στο προσωπικό του Γραφείου για την εκπλήρωση της αποστολής του.

11. Το Γραφείο εδρεύει στο Νομό Αττικής και διαθέτει πρόσβαση σε άτομα με αναπηρία. Οι απαιτούμενες πιστώσεις για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τις δαπάνες λειτουργίας του εγγράφονται στον προϋπολογισμό του ειδικού φορέα «Ελληνική Αστυνομία».

12. Η λειτουργία του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας δεν υποκαθιστά τις υφιστάμενες δομές υποβολής και εξέτασης καταγγελιών αυθαιρεσίας σε άλλα όργανα ή αρχές.

13. Το Γραφείο στελεχώνεται με το αναγκαίο και κατάλληλο για τη λειτουργία του προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος, το οποίο αποσπάται σε αυτό, με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ετών που μπορεί να ανανεώνεται μία φορά. Το προσωπικό αυτό πρέπει να διακρίνεται για την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητά του, το ήθος και τη διαγωγή του, την υπευθυνότητα και αποφασιστικότητά του. Το ένστολο προσωπικό των ως άνω Σωμάτων απαιτείται επιπλέον να έχει αξιολογηθεί, κατά τη διάρκεια των πέντε τελευταίων ετών, με το γενικό χαρακτηρισμό «εξαίρετος» και να έχει κριθεί ευμενώς από τα αρμόδια συμβούλια κρίσεων.

14. Τα μέλη της τριμελούς Επιτροπής διορίζονται με τους αναπληρωτές τους, με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Το μέλος του Νομικού Συμβούλου του Κράτους και ο αναπληρωτής του προτείνονται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ύστερα από σχετικό έγγραφο του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη.

Ομοίως, ο εκπρόσωπος της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη» και ο νόμιμος αναπληρωτής αυτού, προτείνονται από τον επικεφαλής του, ύστερα από σχετικό έγγραφο του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής ασκεί και τη διοίκηση του Γραφείου. Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής στις εν λόγω θέσεις ορίζεται τριετής και μπορεί να ανανεωθεί μία φορά για τρία ακόμη έτη.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 Άρθρο 10 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

15. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, καθορίζονται οι οργανικές θέσεις του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας, ρυθμίζονται τα θέματα οργάνωσης και λειτουργίας αυτού, καθορισμού των επί μέρους αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των οργάνων και του προσωπικού του, διαδικασιών υποδοχής και ενημέρωσης των πολιτών, συνεργασίας με τα Σώματα, τις Υπηρεσίες και τους φορείς και κάθε άλλο σχετικό με αυτά θέμα.

16. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται οι αποδοχές του Προέδρου και η αποζημίωση των μελών που μετέχουν στην Επιτροπή της παραγράφου 3.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 Άρθρο 10 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
Άρθρο 2
Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας

Το άρθρο 6 του ν. 2800/2000 (ΦΕΚ 41 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 6

Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας

1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται και λειτουργεί Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας, το οποίο συγκροτείται από τους:

α. Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Τάξης, ως πρόεδρο.

β. Γενικό Γραμματέα Ασφάλειας Ναυσιπλοΐας.

γ. Γενικό Γραμματέα Πολιτικής Προστασίας.

δ. Αρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας.

ε. Αρχηγό Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.

στ. Αρχηγό Πυροσβεστικού Σώματος.

ζ. Προϊστάμενο Διεύθυνσης Π.Α.Μ. – Π.Σ.Ε.Α. του Υπουργείου.

η. Υπαρχηγό Ελληνικής Αστυνομίας.

θ. Υπαρχηγό Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.

ι. Υπαρχηγό του Πυροσβεστικού Σώματος,

ια. Γενικό Διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας, ως μέλη.

2. Τα μέλη του ανωτέρω Συμβουλίου δεν αναπληρώνονται σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματος, πλην των αναφερομένων στα εδάφια ζ` και ια` της προηγούμενης παραγράφου. Η συμμετοχή του προέδρου σε κάθε συνεδρίαση είναι υποχρεωτική.

3. Το Συμβούλιο Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας έχει τις εξής αρμοδιότητες:

α. καθορίζει τρόπους αποτελεσματικότερης συνεργασίας των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη,

β. εισηγείται στον Υπουργό τα ενδεικνυόμενα μέτρα για την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της δημόσιας τάξης,

γ. εισηγείται στον Υπουργό τα προγράμματα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου,

δ. διαχειρίζεται κρίσιμα θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου και αποφασίζει για την ακολουθητέα στρατηγική προς αντιμετώπιση τους και

ε. παρέχει κατευθύνσεις για την εφαρμογή των αποφάσεων του προς τα Σώματα και τις Υπηρεσίες του Υπουργείου.

4. Το Συμβούλιο συγκαλείται από τον πρόεδρο του, ο οποίος ορίζει και την ημερήσια διάταξη.

5. Στο Συμβούλιο δύνανται να προσκληθούν υπηρεσιακοί παράγοντες των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, εκπρόσωποι άλλων Υπουργείων και δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων, καθώς και εμπειρογνώμονες και ειδικοί επιστήμονες.

6. Καθήκοντα Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Πυροσβεστικού Σώματος ή πολιτικός υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού από τους υπηρετούντες στο Γραφείο του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Τάξης.

7. Το Συμβούλιο συνεδριάζει με την παρουσία τουλάχιστον τριών μελών, στα οποία περιλαμβάνεται και ο πρόεδρος του και εφόσον εξασφαλίζεται για τα συζητούμενα θέματα η ακόλουθη, κατά περίπτωση, σύνθεση:

α. όταν συζητούνται θέματα που αφορούν όλα τα Σώματα και Υπηρεσίες του Υπουργείου ή θέματα πολιτικής προστασίας ή πολιτικής άμυνας της Χώρας, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον ενός μέλους από κάθε Σώμα και Υπηρεσία,

β. όταν συζητούνται θέματα που αφορούν μόνο τα τρία Σώματα, απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον ενός μέλους από κάθε Σώμα και

γ. όταν συζητούνται θέματα που αφορούν μόνο ένα Σώμα, απαιτείται η παρουσία και των δύο μελών από το Σώμα αυτό.

8. Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά, τα οποία καταχωρούνται στο οικείο βιβλίο. Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου είναι απόρρητα. Αντίγραφο των πρακτικών υποβάλλεται στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη. Στις Υπηρεσίες κοινοποιούνται μόνο οι αποφάσεις του Συμβουλίου, προκειμένου να εκτελεστούν. Η διαφύλαξη του απορρήτου των πρακτικών αποτελεί υπηρεσιακή υποχρέωση του Γραμματέα του Συμβουλίου.”
Άρθρο 3
Υπηρεσία Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων

1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται αυτοτελής Υπηρεσία Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων, που υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη, με αρμοδιότητα το χειρισμό και την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων που αφορούν χρηματοδοτούμενες επιχειρησιακές και αναπτυξιακές δράσεις του Υπουργείου και το συντονισμό των συναρμόδιων Υπηρεσιών για την υλοποίηση των δράσεων αυτών. Οι παραπάνω δράσεις μπορεί να υλοποιούνται είτε αυτοτελώς από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη είτε από άλλο ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα, κατόπιν προγραμματικής σύμβασης, εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι ή προβλέπεται αποκλειστική αρμοδιότητα των ως άνω φορέων.

2. Η Υπηρεσία Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων αποτελεί και την υπεύθυνη εθνική αρχή για την εφαρμογή των αποφάσεων 574/2007/ΕΚ και 575/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Μαΐου 2007, σχετικά με τη σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Εξωτερικών Συνόρων και του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επιστροφής στο πλαίσιο του Γενικού Προγράμματος «Αλληλεγγύη και Διαχείριση Μεταναστευτικών Ροών».
Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 9 ΝΟΜΟΣ 4332/2015 και ισχύει από 9/7/2015
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

3. Η Υπηρεσία της παραγράφου 1 στελεχώνεται από το αναγκαίο για τη λειτουργία της προσωπικό των Υπηρεσιών του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που αποσπάται σε αυτή για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ετών που μπορεί να ανανεώνεται μία φορά.

Επίσης στην ίδια Υπηρεσία μπορεί να αποσπάται και προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, καθώς και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής με κοινή απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού.

Ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας τοποθετείται ανώτατος ή ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Πυροσβεστικού Σώματος ή πολιτικός υπάλληλος με βαθμό τουλάχιστον Β.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 Άρθρο 9 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

4. Με τον Οργανισμό που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α΄) μπορεί να συνιστώνται και νέες οργανικές θέσεις για τις ανάγκες της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων. Η έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

5. Η Υπηρεσία Διαχείρισης Ευρωπαϊκών και Αναπτυξιακών Προγραμμάτων (Υ.Δ.Ε.Α.Π.) του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ορίζεται ως Εντεταλμένη Αρχή των ειδικότερων Κανονισμών 516/ 2014, 515/2014, 513/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, ως μέρος του ευρύτερου προγράμματος του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας για την περίοδο 2014-2020. Αναλαμβάνει την άσκηση μέρους των καθηκόντων της Υπεύθυνης Αρχής στον τομέα των επιστροφών, των εξωτερικών συνόρων και της εσωτερικής ασφάλειας στο πλαίσιο του Ταμείου Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης και του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 1 γ του άρθρου 25 του Οριζόντιου Κανονισμού 514/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014, όπως αυτά εξειδικεύονται στο άρθρο 5 του κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1042/2014. Για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων της, η Υπηρεσία υπάγεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίας Τάξεως.
Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.11 Άρθρο 9 ΝΟΜΟΣ 4332/2015 και ισχύει από 9/7/2015
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
Άρθρο 4
Ρύθμιση θεμάτων Κέντρου Μελετών Ασφάλειας

1. Η περίπτωση θ` της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3387/2005 (ΦΕΚ 224 Α`) αντικαθίσταται ως εξής: “θ. οργανώνει και διεξάγει συνέδρια, δημοσιεύει ερευνητικά και γενικότερα επιστημονικά πορίσματα και συναφή έργα, πραγματοποιεί εκπαιδευτικά σεμινάρια και παρέχει πιστοποιημένες εκπαιδεύσεις σε θέματα ασφάλειας και εκπονεί πιστοποιημένες μελέτες σε τέτοια θέματα”.

2. Στην παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3387/2005 προστίθεται περίπτωση ια` ως εξής: “ια. αποτελεί φορέα πιστοποίησης διαδικασιών, μελετών, σχεδίων για την ασφάλεια φορέων, οργανισμών και επιχειρήσεων του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα”.

3. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3387/2005 αντικαθίσταται ως εξής: “4. Ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη δύναται να αναθέτει στο ΚΕ.ΜΕ.Α. ερευνητικά προγράμματα, εκπαιδεύσεις, μελέτες, γνωμοδοτήσεις και έργα ασφάλειας.”

4. Στο άρθρο 7 του ν. 3387/2005 προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής: “5. Ως Διευθυντής και Αναπληρωτής Διευθυντής ΚΕ.ΜΕ. Α. δύναται να ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και εν ενεργεία στελέχη των Υπηρεσιών και Φορέων που εποπτεύει, που έχουν τα προσόντα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 για χρονικό διάστημα μέχρι τριών ετών που μπορεί να ανανεώνεται μία φορά.”

5. Η περίπτωση δ` της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 3387/2005 αντικαθίσταται ως εξής: “δ. Εσοδα από την παροχή υπηρεσιών και τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων χρήσης αποτελεσμάτων ερευνητικών έργων και μελετών, καθώς επίσης και από την εκτέλεση έργων ή δράσεων, συμπεριλαμβανομένων ενεργειών τεχνικής βοήθειας, στο πλαίσιο των Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του Ε.Σ.Π.Α. ως δικαιούχος έργων ευθύνης του οικείου Υπουργείου ανεξάρτητα από την πηγή χρηματοδότησης.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 5
Συμπλήρωση και τροποποίηση διατάξεων για την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας

1. Η περίπτωση β` της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “β. των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των λοιπών εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο του ν. 3666/2008 (ΦΕΚ 105 Α`), που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά υπάλληλοι και λειτουργοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`) και επαναοριοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), καθώς και υπάλληλοι ή αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή Διεθνών Οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια”.

2. Η παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 44 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “1. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, με την επιφύλαξη της παραγράφου 7, στελεχώνεται από μόνιμο αστυνομικό προσωπικό, το οποίο επιλέγεται και μετατίθεται σε αυτή για τέσσερα έτη. Η θητεία αυτή μπορεί να παραταθεί μια φορά για χρονικό διάστημα τριών ετών. Το ως άνω προσωπικό, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων ετών από την αποχώρηση του από την Υπηρεσία αυτή, μπορεί να επανεπιλέγεται για τη στελέχωση της. Ως προϊστάμενος των Υπηρεσιών Εσωτερικών Υποθέσεων ορίζεται ανώτατος ή ανώτερος αξιωματικός της Ελληνικής Αστυνομίας.”

3. Στο άρθρο 2 του ν. 2713/1999 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής: “7. Στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων μπορεί, ύστερα από πρόταση του προϊσταμένου της Υπηρεσίας και σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού του άρθρου 3, να αποσπάται προσωπικό από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 3861/2010, ΦΕΚ 112 Α`) με εξειδικευμένες γνώσεις σε αντικείμενα της Υπηρεσίας, για χρονικό διάστημα μέχρι ένα έτος, με κοινή απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και του αρμόδιου Υπουργού ή διοικητή ή προϊσταμένου της Υπηρεσίας προέλευσης του υπαλλήλου, χωρίς να απαιτείται απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου.”

4. Στην παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2713/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών είναι το δικαστήριο της έδρας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων που υπηρετούν.”

5. Η παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3α του άρθρου 14 του ν. 3686/2008 (ΦΕΚ 158 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “6. Οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας μετά τη λήξη της αρχικής θητείας τους μετατίθενται στην Υπηρεσία από την οποία προέρχονται, εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση, ή σε οποιαδήποτε άλλη Υπηρεσία της ίδιας περιοχής μετάθεσης. Μετά τη λήξη της παράτασης της θητείας τους οι αστυνομικοί της Υπηρεσίας μετατίθενται, εφόσον επιθυμούν, σε Υπηρεσίες του τόπου συμφερόντων τους (άρθρο 2 του π.δ. 100/2003, ΦΕΚ 94 Α`), έστω και αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση.”

6. Η παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 2713/1999 αντικαθίσταται ως εξής: “5. Στα πρόσωπα του παρόντος άρθρου παρέχεται από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη η αναγκαία προστασία. Ανάλογη προστασία παρέχεται και στους ουσιώδεις μάρτυρες των υποθέσεων αυτών, τους πραγματογνώμονες, τα θύματα ή τους συγγενείς τους ή άλλα πρόσωπα που συνδέονται στενά με αυτούς, όπου τούτο είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφοι 2 έως και 4 του ν. 2928/2001 (ΦΕΚ 141 Α`). Ως αρμόδιος εισαγγελέας πλημμελειοδικών για την εφαρμογή των ως άνω μέτρων προστασίας του παρόντος άρθρου νοείται ο εισαγγελικός λειτουργός του άρθρου 3.”

7. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “2. Στις περιπτώσεις που ενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για εγκλήματα του παρόντος νόμου δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο, το δε τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο αίρεται με σχετική διάταξη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού του άρθρου 3, αν κριθεί ότι η άρση επιβάλλεται από τις ανάγκες της έρευνας.”

8. Η παρ. 2 του άρθρου 49 του ν. 2935/2001 (ΦΕΚ 162 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Το Γραφείο Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής έχει ως αποστολή τη διερεύνηση, εξιχνίαση και δίωξη στην περιοχή ευθύνης του: α) των εγκλημάτων που διαπράττει ή συμμετέχει σε αυτά προσωπικό του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής όλων των βαθμών και προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 134-137Δ, 216-222, 235-246, 252-263Α, 322-324, 336-353, 372-400 και 402-406 του Ποινικού Κώδικα και της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα παίγνια, τα όπλα, τις αρχαιότητες, τη λαθρεμπορία και τους αλλοδαπούς και β) των εγκλημάτων των άρθρων 216 έως και 222, 235 έως και 246, 252 έως και 263Α, 323Α, 323Β, 324, 385 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και των λοιπών εγκλημάτων που προβλέπονται στο άρθρο δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο του ν. 3666/2008 (ΦΕΚ 105 Α`), που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά υπάλληλοι και λειτουργοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίστηκε με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`) και επαναοριοθετήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`), καθώς και υπάλληλοι ή αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή Διεθνών Οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην Ελληνική Επικράτεια.”
Άρθρο 6
Διάθεση κατασχεμένων οχημάτων
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 Άρθρο 13 ΝΟΜΟΣ 4138/2013 και ισχύει από 19/3/2013
Δες την εξέλιξη του άρθρου

1. Χερσαία, πλωτά και εναέρια μεταφορικά μέσα που έχουν κατασχεθεί οποτεδήποτε από αστυνομικές ή λιμενικές αρχές ως αντικείμενα λαθρεμπορίας, ως μέσα μεταφοράς ναρκωτικών ουσιών, λαθρεμπορευμάτων ή μεταναστών χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα ή ως μέσα παράνομης διακίνησης όπλων ή αρχαιοτήτων, μπορεί να διατίθενται στις Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας ή του Λιμενικού Σώματος Ελληνικής Ακτοφυλακής ή του Πυροσβεστικού Σώματος που ενήργησαν την κατάσχεση ή σε άλλες Υπηρεσίες του ίδιου Σώματος ή στις υπηρεσίες των Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για κάλυψη των αναγκών τους, εφόσον παρέλθουν για τα πλωτά μέσα τρεις (3) μήνες και για τα χερσαία και εναέρια μέσα έξι (6) μήνες από την ημερομηνία κατάσχεσής τους και στο διάστημα αυτό δεν έχει εκδοθεί ή δεν έχει καταστεί αμετάκλητο βούλευμα ή απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου για την άρση της κατάσχεσης και την απόδοση των μέσων αυτών στους ιδιοκτήτες τους. Για τη διάθεση των μέσων του προηγούμενου εδαφίου εκδίδεται αντίστοιχα απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών ή του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής ή του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση του Αρχηγού του Σώματος, στο οποίο ανήκει η υπηρεσία που έχει προβεί στην κατάσχεση ή του Γενικού Γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατά περίπτωση.
Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 38 ΝΟΜΟΣ 4509/2017 και ισχύει από 22/12/2017
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

2. Αν μετά τη διάθεση του μέσου που κατασχέθηκε διαπιστωθεί ότι αυτό δεν είναι κατάλληλο για τις ανάγκες της Υπηρεσίας, παραδίδεται στην αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών. Αν μετά τη διάθεση του μέσου που κατασχέθηκε, διατάχθηκε αμετακλήτως με βούλευμα ή δικαστική απόφαση η απόδοσή του στον ιδιοκτήτη, καταβάλλεται σε αυτόν ως πλήρης αποζημίωση ποσό ίσο με την αξία του μέσου, όπως αυτή ορίζεται σε Έκθεση Κοστολόγησης, στην οποία υπολογίζονται ή όχι, κατά περίπτωση, οι δασμοί, οι φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που έχουν καταβληθεί και που συντάσσεται αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 για τη διάθεση του μέσου που κατασχέθηκε. Εφόσον ο δικαιούχος δεν αποδέχεται το ποσό της αποζημίωσης, δύναται να προσφύγει, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της Έκθεσης Κοστολόγησης, στα Διοικητικά Δικαστήρια για τον καθορισμό της αξίας του ως άνω μεταφορικού μέσου. Η Έκθεση Κοστολόγησης συντάσσεται από επιτροπή που απαρτίζεται από έναν ανώτερο αξιωματικό αρμόδιο για θέματα τεχνικών και έναν ανώτερο αξιωματικό αρμόδιο για θέματα οικονομικών από τις αντίστοιχες Υπηρεσίες του κάθε Σώματος και έναν μηχανολόγο – μηχανικό της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Οι αποφάσεις που αφορούν τη διάθεση των μέσων κοινοποιούνται στην αρμόδια για τη σχετική παράβαση Εισαγγελική Αρχή.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 Άρθρο 13 ΝΟΜΟΣ 4138/2013 και ισχύει από 19/3/2013
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη ρυθμίζονται οι λοιπές προϋποθέσεις, η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα για τη διάθεση των κατασχεμένων οχημάτων στις πιο πάνω αρχές.
Όπως καταργήθηκε με την παρ.1 Άρθρο 13 ΝΟΜΟΣ 4138/2013 και ισχύει από 19/3/2013
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
Άρθρο 7
Σύσταση θέσεων ειδικού επιστημονικού προσωπικού

Στην Ελληνική Αστυνομία συνιστώνται πέντε οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, διαφόρων ειδικοτήτων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, που έχουν τα γενικά προσόντα διορισμού των δημοσίων υπαλλήλων και τα ειδικότερα προσόντα του άρθρου 2 του π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α`). Η πρόσληψη του προσωπικού αυτού γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`), με σύμβαση διάρκειας μέχρι τριών ετών, η οποία μπορεί να ανανεώνεται μία φορά για το ίδιο χρονικό διάστημα με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Το γνωστικό αντικείμενο εξειδίκευσης του προσωπικού αυτού καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και οι αποδοχές του καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη. Οι πιο πάνω θέσεις κατανέμονται σε μεγάλες οργανικές μονάδες της Ελληνικής Αστυνομίας, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Άρθρο 8
Ιθαγένεια κατατασσόμενων στην Ελληνική Αστυνομία

1. Στο άρθρο 27 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152 Α`) προστίθεται παράγραφος 6 ως ακολούθως: “6. Οι ομογενείς που κατατάσσονται στην Ελληνική Αστυνομία αποκτούν αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια από την εισαγωγή τους στις Αστυνομικές Σχολές ή από την κατάταξη τους.”

2. Οι ομογενείς που υπηρετούν στην Ελληνική Αστυνομία αποκτούν αυτοδικαίως την ελληνική ιθαγένεια από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 9
Κριτήρια πρόσληψης Ειδικών Φρουρών

Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2734/1999 (ΦΕΚ 161 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του δεύτερου άρθρου του ν. 3547/2007 (ΦΕΚ 67 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “Κριτήρια πρόσληψης αποτελούν ο γενικός βαθμός απολυτηρίου Λυκείου, η γνώση ξένης γλώσσας, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων, κατά προτίμηση ως εφέδρων αξιωματικών ή σε ειδικές δυνάμεις των Ενόπλων Δυνάμεων ή στην Προεδρική Φρουρά ή ως εθελοντών πενταετούς υποχρέωσης ή επαγγελματιών οπλιτών, η κατοχή άδειας ικανότητας οδηγού μοτοποδηλάτου ή μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, η κατοχή πτυχίου δημοσίου Ι.Ε.Κ., ειδικότητας “Στέλεχος Υπηρεσιών Ασφαλείας” και η υπαγωγή στις διατάξεις των εδαφίων α` και ε` της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152 Α`)”.
Άρθρο 10
Μόνιμη διαθεσιμότητα

Το άρθρο 4 του ν.δ. 330/1947 (ΦΕΚ 84 Α`) αντικαθίσταται ως εξής: “Αρθρο 4 Στην κατάσταση της μόνιμης διαθεσιμότητας τίθενται οι αστυνομικοί που κατέστησαν ανίκανοι για εκτέλεση υπηρεσίας, συνεπεία τραυμάτων ή παθήσεων από τραύματα, ένεκα της υπηρεσίας ή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή ένεκα ταύτης, ύστερα από γνωμάτευση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής.”
Άρθρο 11
Ειδικός Λογαριασμός Αρωγής

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 31 του ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 147 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 11 του ν. 3103/2003 (ΦΕΚ 23 Α`) και συμπληρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3181/2003 (ΦΕΚ 218 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “Μέτοχοι του Λογαριασμού είναι υποχρεωτικά όλοι οι εν ενεργεία αστυνομικοί και πολιτικοί υπάλληλοι της Ελληνικής Αστυνομίας, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί, οι οποίοι, εφόσον επιθυμούν, παραμένουν μέτοχοι και μετά την έξοδο τους από την υπηρεσία, λόγω συνταξιοδότησης, για δέκα έτη, μετά τη συμπλήρωση των οποίων διαγράφονται υποχρεωτικώς.”

2. Στην παρ. 4 του άρθρου 31 του ν. 2168/1993 προστίθεται εδάφιο ε` ως εξής: “ε. Σε θάνατο συζύγου ή τέκνου μετόχου.”
Άρθρο 12
Ομάδες Αναγνώρισης θυμάτων Καταστροφών

Το άρθρο 23 του ν. 3448/2006 (ΦΕΚ 57 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 23

Ομάδες Αναγνώρισης θυμάτων Καταστροφών

1. Στην Ελληνική Αστυνομία συνιστώνται εθνικές ομάδες με διακριτικό τίτλο “Ομάδες Αναγνώρισης θυμάτων Καταστροφών”, οι οποίες έχουν ως αποστολή την αναγνώριση και ταυτοποίηση των θυμάτων από ατυχήματα, καταστροφές, καθώς και εγκληματικές και τρομοκρατικές ενέργειες.

2. Οι Ομάδες της προηγούμενης παραγράφου αποτελούνται από ειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, εμπειρογνώμονες και αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας. Η συγκρότηση τους γίνεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη και τίθενται σε λειτουργία όταν συντρέξουν περιστατικά της παραγράφου 1. Η διοίκηση των πιο πάνω Ομάδων ανατίθεται σε ανώτερο αξιωματικό της Ελληνικής Αστυνομίας, με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας. Οι Ομάδες Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών μπορεί, με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, να αποστέλλονται στην αλλοδαπή, ύστερα από σχετικό αίτημα.

3. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Προστασίας του Πολίτη ορίζεται ο αριθμός των Ομάδων Αναγνώρισης Θυμάτων Καταστροφών, τα προσόντα των μελών τους, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας τους, οι δημόσιες υπηρεσίες που παρέχουν συνδρομή και διοικητική υποστήριξη στο έργο τους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό ζήτημα. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται η αποζημίωση του Αρχηγού και των μελών των Ομάδων, καθώς και ο τρόπος καταβολής της.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΘΕΜΑΤΑ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Άρθρο 13
Συμπλήρωση διατάξεων των άρθρων 7 του ν. 1339/1983 και 3 του ν. 3812/2009

1. Το εδάφιο η` του άρθρου 3 του ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234 Α`) αντικαθίσταται, από την έναρξη ισχύος του, ως εξής: “η) Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 1339/1983 (ΦΕΚ 35 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2452/1996 (ΦΕΚ 283 Α`) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2713/1999 (ΦΕΚ 89 Α`).”

2. Στην έννοια του πυροσβεστικού υπαλλήλου, που αναφέρεται στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 1339/1983, όπως ισχύει, περιλαμβάνεται και ο πυροσβεστικός υπάλληλος εποχιακής απασχόλησης, που προσλαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 124/2003 (ΦΕΚ 108 Α`), όπως τροποποιήθηκε με το π.δ. 121/2007 (ΦΕΚ 155 Α`), καθώς και οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης. Η προβλεπόμενη διετής προθεσμία για την υποβολή αίτησης πρόσληψης από τα δικαιούμενα πρόσωπα που εμπίπτουν στην παρούσα διάταξη αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Άρθρο 14
Ταυτότητα εποχικών πυροσβεστών

Στο άρθρο 3 του ν. 2612/1998 (ΦΕΚ 112 Α`) προστίθεται παράγραφος 7Α ως εξής: “7Α. Οι πυροσβέστες εποχικής απασχόλησης εφοδιάζονται κατά τον χρόνο ισχύος της σύμβασης τους με ειδικό δελτίο ταυτότητας, το οποίο χρησιμοποιείται μόνο για την απόδειξη της ιδιότητας τους και δεν υποκαθιστά το αστυνομικό δελτίο ταυτότητας. Ο τύπος του ειδικού δελτίου ταυτότητας, τα διαλαμβανόμενα σε αυτό στοιχεία, τα απαιτούμενα για την έκδοση του δικαιολογητικά, το εκδίδον όργανο, και κάθε σχετικό θέμα καθορίζονται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος.”
Άρθρο 15
Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης

1. Στο Πυροσβεστικό Σώμα συνιστάται ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού, με την ονομασία «Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης», οι οποίοι καταλαμβάνουν επί θητεία οργανικές θέσεις. Συνιστώνται 4.000 οργανικές επί θητεία θέσεις πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης με αντίστοιχη μείωση οργανικών θέσεων μονίμων πυροσβεστών. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται με προεδρικό διάταγμα που προτείνεται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη.

2. Ως Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης προσλαμβάνονται με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου για πενταετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, Έλληνες πολίτες, με σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια), οι οποίοι έχουν τουλάχιστον απολυτήριο Λυκείου και δεν έχουν υπερβεί το 29ο έτος της ηλικίας τους. Το 60% των θέσεων που προκηρύσσονται για την κατηγορία αυτή καλύπτεται από υποψήφιους οι οποίοι κατέχουν επαγγελματική άδεια οδήγησης αυτοκινήτου Γ΄ Κατηγορίας και άνω και αν οι θέσεις δεν καλυφθούν από τους υποψήφιους αυτούς καλύπτονται από τους λοιπούς υποψήφιους της παρούσας παραγράφου.

3. Ως Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης με την ίδια ως άνω σχέση, μπορούν επίσης να προσλαμβάνονται εφόσον δεν έχουν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους και κατέχουν τουλάχιστον απολυτήριο τίτλο υποχρεωτικής εκπαίδευσης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25 του π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α΄): α) εποχικοί πυροσβέστες που είχαν την ιδιότητα αυτή κατά τις αντιπυρικές περιόδους 2008 έως και 2010 και β) εποχικοί πυροσβέστες που είχαν την ιδιότητα αυτή σε μία από τις αντιπυρικές περιόδους 2008 έως και 2010 και επιπλέον την ίδια ιδιότητα σε πέντε αντιπυρικές περιόδους κατά τα έτη 2000 έως και 2007. Το ανώτατο όριο ηλικίας των ως άνω εποχικών πυροσβεστών αυξάνεται μέχρι και το 56ο έτος, εφόσον για κάθε δύο επιπλέον έτη ηλικίας έχουν εργασθεί σε μία αντιπυρική περίοδο, πέραν των προαναφερομένων. Η πρόσληψη αυτών γίνεται με σύστημα αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια), ενώ δεν απαιτείται όριο αναστήματος, ούτε η υποβολή τους σε αθλητικές δοκιμασίες. Για τη διαπίστωση της σωματικής ικανότητας και ψυχικής υγείας τους εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για το μόνιμο εν ενεργεία πυροσβεστικό προσωπικό.

4. Κριτήρια πρόσληψης για τους υποψηφίους της παραγράφου 2 αποτελούν ο βαθμός του απαιτούμενου τίτλου σπουδών, η κατοχή άδειας ικανότητας μοτοσικλέτας, η επαγγελματική άδεια οδήγησης αυτοκινήτου Γ΄ κατηγορίας και άνω, η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων κατά προτίμηση ως έφεδροι αξιωματικοί ή σε ειδικές δυνάμεις ή στην προεδρική φρουρά ή ως εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης, ο χρόνος προϋπηρεσίας ως εποχικού πυροσβέστη ή εποχιακού εργατοτεχνικού προσωπικού (άρθρο 30 παρ. 20 ν. 2538/1997, ΦΕΚ 242 Α΄) ή εθελοντή πυροσβέστη του Πυροσβεστικού Σώματος (ν. 1951/1991, ΦΕΚ 84 Α΄) και η υπαγωγή στις διατάξεις των εδαφίων α΄ και ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152 Α΄). Για τους υποψηφίους της παραγράφου 3 ισχύουν τα ίδια ως άνω κριτήρια πλην του βαθμού του τίτλου σπουδών. Για τον υπολογισμό της ηλικίας, ως ημερομηνία γέννησης θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης.

5. Επιπλέον των ανωτέρω οι υποψήφιοι της παραγράφου 2 απαιτείται να έχουν τα προσόντα που ορίζονται στις παραγράφους 1, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 1 του π.δ. 19/2006 (ΦΕΚ 16 Α΄) ενώ οι υποψήφιοι της παραγράφου 3 απαιτείται να έχουν τα προσόντα των παραγράφων 1, 4 και 7 του άρθρου 1 του ιδίου ως άνω προεδρικού διατάγματος. Πρόσθετα προσόντα για όλους τους υποψηφίους αποτελούν η γνώση ξένης γλώσσας και η κατοχή πτυχίου ΙΕΚ ειδικότητας «Ειδικός δασικής προστασίας». Μοριοδότηση δικαιούνται επίσης οι υποψήφιοι που είναι γονείς τριών τέκνων και τα τέκνα τους, καθώς και τα τέκνα προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος που τραυματίστηκε θανάσιμα κατά την εκτέλεση υπηρεσίας και ένεκα ταύτης. Όλοι οι υποψήφιοι απαιτείται να μην εμπίπτουν στα κωλύματα του άρθρου 2 του π.δ. 19/2006. Το ποσοστό των προσλαμβανομένων για καθεμία, από τις κατηγορίες των υποψηφίων των παραγράφων 2 και 3 καθορίζεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Το ποσοστό αυτό κατά τον πρώτο διαγωνισμό για την πρόσληψη πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης ορίζεται σε 15% για τους υποψηφίους της παραγράφου 2 και 85% για τους υποψηφίους της παραγράφου 3. Το σύνολο των μορίων κάθε υποψηφίου προκύπτει από το γενικό βαθμό του απολυτηρίου Λυκείου στον οποίο προστίθενται μόρια, για κάθε προβλεπόμενο προσόν του υποψηφίου, ως εξής:

α) ένα (1) μόριο στον υποψήφιο που έχει υπηρετήσει ως εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης (Ε.Π.Υ.) στις Ένοπλες Δυνάμεις, τέσσερα (4) μόρια στον υποψήφιο που εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ως έφεδρος αξιωματικός και τέσσερα (4) μόρια στον υποψήφιο που εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στις Ειδικές Δυνάμεις των Ενόπλων Δυνάμεων ή στην Προεδρική Φρουρά,

β) τρία (3) μόρια στους έχοντες άριστη γνώση, δύο (2) μόρια στους έχοντες πολύ καλή γνώση και ένα (1) μόριο στους έχοντες καλή γνώση της αγγλικής ή γαλλικής ή γερμανικής ή ιταλικής γλώσσας. Η γνώση αυτή αποδεικνύεται κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 28 του π.δ. 50/2001 (ΦΕΚ 39 Α΄),

γ) δύο (2) μόρια στον υποψήφιο που κατέχει πτυχίο ΙΕΚ ειδικότητας «Ειδικός δασικής προστασίας»,

δ) δύο (2) μόρια στον υποψήφιο που κατέχει άδεια οδήγησης μοτοσυκλέτας,

ε) τρία (3) μόρια στον υποψήφιο που κατέχει επαγγελματική άδεια οδήγησης αυτοκινήτου κατηγορίας Γ΄ και πέντε (5) μόρια στον υποψήφιο που κατέχει επαγγελματική άδεια οδήγησης αυτοκινήτου κατηγορίας Δ΄ ή Ε΄,

στ) δέκα (10) μόρια στον υποψήφιο που είναι τέκνο προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος που τραυματίστηκε θανάσιμα κατά την εκτέλεση υπηρεσίας και ένεκα ταύτης ή εμπίπτει στο εδάφιο ε΄της παρ. 1 του άρθρου 42 του ν. 1481/1984,

ζ) έξι (6) μόρια στον υποψήφιο που είναι γονέας πολύτεκνης οικογένειας, τέσσερα (4) μόρια στον υποψήφιο που είναι γονέας τριών τέκνων, τρία (3) μόρια στον υποψήφιο που είναι τέκνο πολύτεκνης οικογένειας και δύο (2) μόρια στον υποψήφιο που είναι τέκνο τρίτεκνης οικογένειας,

η) είκοσι πέντε (25) μόρια στον υποψήφιο που είχε την ιδιότητα του εποχικού πυροσβέστη κατά τις αντιπυρικές περιόδους των ετών 2008 έως και 2010 και εφόσον δε συντρέχει η περίπτωση αυτή, έξι (6) μόρια για καθεμία από τις ως άνω αντιπυρικές περιόδους στον υποψήφιο που είχε κατά τις περιόδους αυτές την ιδιότητα του εποχικού πυροσβέστη,

θ) δύο (2) μόρια στον υποψήφιο που είχε την ιδιότητα του εποχικού πυροσβέστη για καθεμία αντιπυρική περίοδο των ετών 1998 έως και 2007 και δύο (2) μόρια για κάθε περίοδο που είχε την ιδιότητα του εποχιακού εργατοτεχνικού προσωπικού,

ι) ένα (1) μόριο στον υποψήφιο που είχε την ιδιότητα του εθελοντή πυροσβέστη για κάθε ένα πλήρες έτος υπηρεσίας και μέχρι πέντε έτη. Για καθεμία από τις περιπτώσεις α΄, ε΄και ζ΄του προηγούμενου εδαφίου που στο πρόσωπο του υποψηφίου συντρέχουν περισσότερα του ενός από τα κατά περίπτωση κριτήρια προστίθεται μόνο ο μεγαλύτερος αριθμός μορίων ανά περίπτωση. Για τους υποψηφίους της παραγράφου 3 δεν προσμετράται ο βαθμός του απολυτηρίου τίτλου σπουδών, αλλά στα μόρια που συγκεντρώνει ο υποψήφιος κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω περιπτώσεων α΄έως και ι΄προστίθενται πέντε (5) μόρια αν ο υποψήφιος είναι απόφοιτος Λυκείου ή τέσσερα (4) μόρια αν είναι απόφοιτος Γυμνασίου ή δύο (2) μόρια αν είναι απόφοιτος κατώτερης βαθμίδας εκπαίδευσης. Το είδος του απολυτηρίου Λυκείου που απαιτείται για τους υποψηφίους της παραγράφου 2, ο τρόπος διαπίστωσης των προσόντων, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά για κάθε κατηγορία, η προκήρυξη των θέσεων, η διαδικασία πρόσληψης, τα θέματα κατάρτισης των πινάκων κατά κατηγορία και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

6. Για την πρόσληψη του προσωπικού αυτού συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη τριμελής επιτροπή, που αποτελείται από ένα αντιπρόεδρο ή νομικό σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που ορίζεται από τον πρόεδρο αυτού, έναν εκπρόσωπο του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού, που κληρώνεται μεταξύ των Συμβούλων αυτού και έναν Διευθυντή Διεύθυνσης των Κλάδων του Αρχηγείου του Πυροσβεστικού Σώματος, που κληρώνεται μεταξύ των Διευθυντών των εν λόγω Διευθύνσεων. Οι συνεδριάσεις της επιτροπής γίνονται στο Αρχηγείο του Πυροσβεστικού Σώματος και ως γραμματέας ορίζεται αξιωματικός του εν λόγω Σώματος. Η Επιτροπή καταρτίζει τους πίνακες επιτυχόντων ανά κατηγορία υποψηφίων με βάση τον αριθμό των μορίων κάθε υποψηφίου.

Οι πίνακες επιτυχόντων της παραγράφου 3 του παρόντος ισχύουν για επτά (7) έτη. Όσοι προσλαμβάνονται κατά το χρονικό διάστημα της επταετίας αυτής απαιτείται να έχουν κατά το χρόνο πρόσληψής τους τα προσόντα που προβλέπονται από την προκήρυξη, εκτός της ηλικίας την οποία απαιτείται να έχουν κατά το χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής της αίτησης.

Με εξαίρεση τον αριθμό των προσλαμβανομένων κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, ο αριθμός των ως άνω προσλαμβανομένων κατ’ έτος δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να υπερβαίνει το 50% του αριθμού των οργανικών θέσεων των μόνιμων πυροσβεστών που κενώθηκαν το προηγούμενο από την πρόσληψή τους έτος. Ο ακριβής αριθμός των προσλαμβανομένων αυτών καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη. Οι κενούμενες θέσεις εποχικών πυροσβεστών μεταφέρονται στο Πυροσβεστικό Σώμα ως θέσεις Πυροσβεστών με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.
Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 161 ΝΟΜΟΣ 4483/2017 και ισχύει από 31/7/2017
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

7. Η ανανέωση της θητείας των Πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης, στην οποία περιλαμβάνεται και ο χρόνος εκπαίδευσης, γίνεται, μετά από αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται έξι τουλάχιστον μήνες πριν τη συμπλήρωση της 5ετίας, εφόσον κριθούν ικανοί από το αρμόδιο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πυροσβεστών. Η κρίση του Συμβουλίου βασίζεται στις εκθέσεις ικανότητας που συντάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 11. Κατά την αξιολόγηση λαμβάνεται ιδίως υπόψη η βαθμολογία της εργατικότητας και υπηρεσιακής απόδοσης, της πειθαρχικότητας και της υγείας των υποψηφίων. Δεν επιτρέπεται η ανανέωση της θητείας Πυροσβέστη πενταετούς υποχρέωσης, ο οποίος δεν έχει αξιολογηθεί έστω και σε μία από τις εκθέσεις ικανότητας με το γενικό χαρακτηρισμό τουλάχιστον «καλώς». Κατά των αρνητικών αποφάσεων επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του οικείου Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου Πυροσβεστών. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται η διαδικασία υποβολής της αίτησης ανανέωσης της θητείας και τα όργανα στα οποία υποβάλλεται, η προθεσμία άσκησης προσφυγής, τα όργανα και η διαδικασία ανανέωσης της θητείας ή της απόλυσης και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται και τα αντίστοιχα θέματα που αναφέρονται στην κατά την επόμενη παράγραφο ένταξη των Πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό.

8. Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης, τουλάχιστον απόφοιτοι Λυκείου, οι οποίοι κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης πρόσληψης τους δεν είχαν υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας τους, μπορούν να ζητήσουν, αντί της ανανέωσης της θητείας τους, να ενταχθούν στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό με το βαθμό του Πυροσβέστη, εφόσον κριθούν ικανοί από το αρμόδιο Πρωτοβάθμιο Συμβούλιο Πυροσβεστών.Για την κρίση του Συμβουλίου αυτού εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στην παράγραφο 7.

Η ένταξη των Πυροσβεστών Πενταετούς Υποχρέωσης των προηγούμενων εδαφίων στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό δύναται να γίνει και πριν από τη συμπλήρωση της πενταετίας υπό τους όρους του παρόντος, εφόσον τούτο επιβάλλεται από τις υπηρεσιακές ανάγκες του Πυροσβεστικού Σώματος και σύμφωνα με το επικαιροποιημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 (ν. 4093/2012, Α` 222, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 4127/2013, Α` 50).

Υποβολή αιτήσεων ένταξης κατά τα ανωτέρω είναι δυνατή κατόπιν έκδοσης απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, μετά από σχετική γνώμη του Συμβουλίου Επιτελικού Σχεδιασμού του Πυροσβεστικού Σώματος.

Δεν επιτρέπεται η ένταξη στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό πυροσβέστη πενταετούς υποχρέωσης, ο οποίος δεν έχει αξιολογηθεί έστω και σε μία από τις εκθέσεις ικανότητας με το γενικό χαρακτηρισμό τουλάχιστον «καλώς». Κατά των αρνητικών αποφάσεων επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του οικείου Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου Πυροσβεστών. Οι εντασσόμενοι καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις Πυροσβεστών και τίθενται στο τέλος της επετηρίδας του βαθμού αυτού κατά το χρόνο ένταξης. Η μεταξύ τους αρχαιότητα καθορίζεται με βάση την ημερομηνία και τη σειρά αποφοίτησής τους από το οικείο κέντρο βασικής τους εκπαίδευσης. Οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για το πυροσβεστικό προσωπικό εφαρμόζονται και για τους εντασσόμενους. Όπου στις διατάξεις αυτές προβλέπεται προαγωγή με βάση το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας από την κατάταξη, ο χρόνος αυτός υπολογίζεται από την ημερομηνία πρόσληψής τους ως Πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 Άρθρο 98 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

9. α) Οι Πυροσβέστες Πενταετούς Υποχρέωσης ασκούν κυρίως καθήκοντα δασοπυρόσβεσης,δασοπροστασίας και πυρασφάλειας. Επίσης, δύνανται να διατίθενται επικουρικά και στην άσκηση των λοιπών καθηκόντων του πυροσβεστικού προσωπικού, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες.Κατ` εξαίρεση, όταν συντρέχουν ειδικοί ή έκτακτοι υπηρεσιακοί λόγοι που δυσχεραίνουν ουσιωδώς την άσκηση του επιχειρησιακού έργου και την αποτελεσματικότητα του πυροσβεστικού μηχανισμού, επιτρέπεται, μόνο για την αντιμετώπιση αυτών, να διατίθενται και σε κύριες πυροσβεστικές δράσεις.

Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους φέρουν στολή και κατάλληλο εξοπλισμό. Το ύφασμα της στολής και τα λοιπά είδη ιματισμού και υπόδησης χορηγούνται από το Δημόσιο.

Με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται ο τύπος, το χρώμα και η σύνθεση της στολής, καθώς και τα αναγκαία ατομικά εφόδια που χορηγούνται στους Πυροσβέστες Πενταετούς Υποχρέωσης για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Για το χρόνο εργασίας και τις άδειες των Πυροσβεστών Πενταετούς Υποχρέωσης εφαρμόζονται κατ` αντιστοιχία οι διατάξεις που ισχύουν για το πυροσβεστικό προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος σύμφωνα με τους περιορισμούς που ορίζει η σχέση εργασίας τους με το Πυροσβεστικό Σώμα.

β) Ειδικά για την αντιμετώπιση έκτακτων και εξαιρετικών επιχειρησιακών αναγκών του Πυροσβεστικού Σώματος εφαρμόζονται ανάλογα και για τους Πυροσβέστες Πενταετούς Υποχρέωσης οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 15, των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 23,καθώς και των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 24 του π.δ. 210/1992 (Α` 99). Για τον επιπλέον του προβλεπόμενου χρόνο απασχόλησης που αντιστοιχεί στην αντιμετώπιση των παραπάνω καταστάσεων χορηγείται στους Πυροσβέστες Πενταετούς Υποχρέωσης ανάλογος χρόνος ανάπαυσης.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 Άρθρο 98 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

10. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης υφίστανται κατάλληλη εκπαίδευση και μετεκπαίδευση ανάλογη εκείνων των μονίμων πυροσβεστών. Ο τόπος, ο χρόνος, το είδος της εκπαίδευσης, τα κριτήρια και η διαδικασία αξιολόγησης των εκπαιδευομένων καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Οι πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης τοποθετούνται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Ειδικά οι πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης που προέρχονται από τους υποψηφίους της παραγράφου 3 τοποθετούνται στις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες και τα Πυροσβεστικά Κλιμάκια του νομού όπου υπηρετούσαν ως εποχικοί πυροσβέστες. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, μπορεί και κατά τροποποίηση των ως άνω διατάξεων να ρυθμίζονται θέματα μεταθέσεων για τους πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης. Μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος αυτού, οι Πυροσβέστες Πενταετούς Υποχρέωσης μετατίθενται και αποσπώνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Μεταθέσεων που ισχύει για το μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό. Στην περίπτωση αυτή στα αρμόδια Υπηρεσιακά Συμβούλια Μεταθέσεων συμμετέχουν, αντί των δύο αιρετών εκπροσώπων των πυροσβεστικών υπαλλήλων,δύο αιρετοί εκπρόσωποι των Πυροσβεστών Πενταετούς Υποχρέωσης.
Όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 Άρθρο 98 ΝΟΜΟΣ 4249/2014 και ισχύει από 24/3/2014
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

11. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης δεν προάγονται βαθμολογικά. Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αξιολογούνται για τα ουσιαστικά τους προσόντα και συντάσσονται εκθέσεις ικανότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αξιολόγηση των προσόντων των Πυροσβεστών.

12. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης εφοδιάζονται με ειδικό δελτίο ταυτότητας, ο τύπος του οποίου καθορίζεται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος.

13. Στους Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης εφαρμόζονται οι πειθαρχικές διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες, με τη διαφορά ότι αντί της απόταξης επιβάλλεται σε αυτούς η ποινή της απόλυσης, η οποία εκτελείται από το όργανο που είναι αρμόδιο για την πρόσληψή τους.

14. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης απολύονται επίσης από την υπηρεσία στις εξής περιπτώσεις:

α. αν αποτύχουν στη βασική τους εκπαίδευση,

β. ύστερα από αίτησή τους, εφόσον έχουν συμπληρώσει ένα έτος υπηρεσίας από την πρόσληψή τους,

γ. με τη λήξη της πενταετούς θητείας, εφόσον δεν υποβάλουν αίτηση ανανέωσής της ή ένταξή τους στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό ή δεν κρίνονται ικανοί προς τούτο και

δ. για λόγους υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες.

15. Οι μηνιαίες αποδοχές των Πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης είναι αυτές που λαμβάνουν ως εποχικοί πυροσβέστες ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους και την οικογενειακή τους κατάσταση.

16. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης ασφαλίζονται για σύνταξη και υγειονομική περίθαλψη στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το προσωπικό αυτό μπορεί προαιρετικά να ασφαλίζεται και στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας του πυροσβεστικού προσωπικού, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για το προσωπικό αυτό.

17. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης τίθενται σε κατάσταση υπηρεσίας γραφείου, εφόσον κρίνονται σωματικά ανίκανοι για την εκτέλεση άλλης υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 772/1978 (ΦΕΚ 57 Α΄), σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 1339/1983 (ΦΕΚ 35 Α΄).

18. Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης τίθενται σε κατάσταση μόνιμης διαθεσιμότητας, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που καθορίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για το πυροσβεστικό προσωπικό. Όσοι τίθενται στην κατάσταση αυτή, εξελίσσονται μισθολογικά μέχρι την εξάντληση της μισθολογικής κλίμακας.

19. Για τα θέματα που δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις του παρόντος και των κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού εκδιδομένων κανονιστικών πράξεων, εφαρμόζονται ανάλογα οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες.

20. Μεταβατική διάταξη. Παρατείνεται, υπό τους όρους και προϋποθέσεις των επόμενων εδαφίων, για τρία (3) έτη, εκτός εάν ορισθεί μικρότερο χρονικό διάστημα με την κοινή απόφαση του πέμπτου εδαφίου, η θητεία των προσληφθέντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, πυροσβεστών πενταετούς θητείας, οι οποίοι κρίθηκαν επιτυχώς από τα αρμόδια Συμβούλια προκειμένου να ενταχθούν στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό δυνάμει της παραγράφου 8 του παρόντος. Μετά το πέρας της παράτασης του προηγούμενου εδαφίου ολοκληρώνεται αυτοδικαίως η διαδικασία ένταξης στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό, χωρίς να απαιτείται νέα κρίση. Οι εντασσόμενοι καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις, οι οποίες συνιστώνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών, με ταυτόχρονη κατάργηση ισάριθμων οργανικών θέσεων της ειδικής κατηγορίας πυροσβεστών πενταετούς θητείας. Με όμοιο διάταγμα απονέμεται ο βαθμός του πυροσβέστη, για όλες τις συνέπειες σε σχέση με την επετηρίδα και τις βαθμολογικές προαγωγές, με αναδρομική ισχύ από την 9η Φεβρουάριου 2017.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης είναι δυνατή η κατά τα ανωτέρω ένταξη και πριν την παρέλευση τριετίας.

Με όμοια απόφαση μπορεί να ρυθμίζεται και κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των προηγούμενων εδαφίων.

Οι υπαγόμενοι στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου αποκτούν το δικαίωμα συμμετοχής στις πανελλήνιες εξετάσεις των παραγωγικών σχολών του Σώματος, εφόσον διαθέτουν τα προσόντα που απαιτεί ο νόμος για τους πυροσβέστες.

Μέχρι την ένταξή τους στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό, οι υπαγόμενοι στη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου που αποτελούν ιδιαίτερης κατηγορίας προσωπικό, μπορούν να απασχολούνται με υπερωρίες, κατά τις νυχτερινές ώρες, καθώς και τις Κυριακές και εξαιρέσιμες ημέρες, με πλήρη καθήκοντα για την κάλυψη των υπηρεσιακών αναγκών του Σώματος, με τις αποζημιώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους Α΄ και Β΄ του άρθρου 20 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176). Με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, κατά τις ανάγκες της υπηρεσίας, μπορεί να διενεργούνται μεταθέσεις και αποσπάσεις και γι’ αυτήν την κατηγορία προσωπικού, σύμφωνα με τον κανονισμό μεταθέσεων, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης ειδικής διάταξης.
Όπως προστέθηκε με το Άρθρο 13 ΝΟΜΟΣ 4455/2017 και ισχύει από 23/2/2017
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 16
Ενίσχυση παθόντων κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας

1. Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3554/2007 (ΦΕΚ 80 Α`) αντικαθίστανται ως εξής: “Στους αστυνομικούς, συνοριακούς φύλακες και ειδικούς φρουρούς, στο λιμενικό και πυροσβεστικό προσωπικό που μετατάσσονται σε υπηρεσία γραφείου, λόγω παθήματος κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, χορηγείται μηνιαίο επίδομα τριακοσίων (300) ευρώ. Το ίδιο επίδομα χορηγείται στο προαναφερόμενο προσωπικό κατά το χρόνο αποχής από τα καθήκοντα του, συνεπεία τραυματισμού του, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, από την ημέρα του παθήματος”.

2. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 30 του ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α`) προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Αν ο τραυματισμός κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης απαιτεί μακροχρόνια νοσηλεία, σύμφωνα με αιτιολογημένη γνωμάτευση της οικείας Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής, ή προκάλεσε αναπηρία τουλάχιστον 80% στον παθόντα, το Δημόσιο καλύπτει τα ως άνω έξοδα ταξιδιού και διαμονής σε ένα μέλος της οικογένειας του για όσο χρόνο ο παθών νοσηλεύεται σε νοσηλευτικό ίδρυμα στην ημεδαπή ή την αλλοδαπή”.
Άρθρο 17
Ρύθμιση θεμάτων καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος και θεμάτων υπηκόων τρίτων χωρών

1. Η παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 1481/1984 (ΦΕΚ 152 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με τη παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2452/1996 (ΦΕΚ 283 Α`), αντικαθίσταται ως εξής: “2. Για την εργασία με οποιαδήποτε ιδιότητα στα καταστήματα των κέντρων διασκεδάσεως, μπαρ, καφετεριών, αμιγών αιθουσών διενέργειας τεχνικών παιγνίων, καθώς και στα λοιπά καταστήματα, στα οποία διενεργούνται τεχνικά παίγνια απαιτείται άδεια της αστυνομικής αρχής. Οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης και ανάκλησης της αστυνομικής άδειας καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Οσοι απασχολούν προσωπικό χωρίς την προαναφερόμενη άδεια εργασίας, καθώς και οι εργαζόμενοι χωρίς την άδεια αυτή τιμωρούνται σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 31 του ν. 3904/2010 (ΦΕΚ 218 Α`).”

2. Αρμόδια πρόσωπα για τη διενέργεια προσωπικής συνέντευξης του αιτούντος διεθνή προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του π.δ. 114/2010 (ΦΕΚ 195 Α`), είναι, πέραν των οριζομένων από τις διατάξεις αυτού, και οι υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ οι οποίοι υπηρετούν σε Σώματα και Υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, καθώς και οι βαθμοφόροι του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής.

3. Στο άρθρο 44 του ν. 3907/2011 (ΦΕΚ 7 Α`) η παράγραφος 2 αντικαθίσταται και προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής: “2. Στις επιτροπές προσφυγών των άρθρων 26 και 32 του π.δ. 114/2010 μπορεί να ορίζονται ως πρόεδροι υπάλληλοι Υπουργείων και νομικών προσώπων που εποπτεύονται από αυτά περιλαμβανομένων των Ο.Τ.Α., κατηγορίας ΠΕ πτυχιούχοι ανθρωπιστικών, νομικών και κοινωνικών επιστημών, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον οικείο Υπουργό. Οι υπάλληλοι του προηγουμένου εδαφίου μπορείνα ορίζονται και ως μέλη των ιδίων ως άνω επιτροπών αντί του εκπροσώπου της Υπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες και αντί του νομικού με εξειδίκευση στο προσφυγικό δίκαιο ή το δίκαιο των δικαιωμάτων του ανθρώπου εφόσον ηΎπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες ή η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αντιστοίχως δεν ορίζουν για οποιοδήποτε λόγο τα μέλη των επιτροπών που καθορίζονται από τις διατάξεις των προαναφερόμενων άρθρων του π.δ. 114/2010. Θεωρείται ότι δεν ορίζονται τα μέλη των εν λόγω επιτροπών αν αυτά δεν υποδειχτούν από τους ως άνω φορείς μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την έγγραφη ειδοποίηση – πρόσκληση της αρμόδιας Υπηρεσίας. 3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και για τις επιτροπές του άρθρου 32 του π.δ. 114/2010.”

4. Στο άρθρο 37 του ν. 3907/2011 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής: “6. Οταν σε βάρος υπηκόου τρίτης χώρας του οποίου έχει απορριφθεί αίτημα διεθνούς προστασίας συντρέχουν λόγοι δημόσιας τάξης ή δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας, δεν χορηγείται προθεσμία προς αναχώρηση αλλά εκδίδεται απόφαση επιστροφής και κράτησης μέχρι την πραγματοποίηση της απομάκρυνσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 21 και 30 του ν. 3907/2011. Σε περίπτωση υποβολής μεταγενέστερης αίτησης η οποία χαρακτηρίζεται ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 18 του π.δ. 114/2010 ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να προσφύγει στην αρμόδια Επιτροπή Προσφυγών εντός τριών (3) ημερών από την επίδοση της απόφασης. Η υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης και ο χρόνος εξέτασης της δεν κωλύουν την έκδοση απόφασης επιστροφής και κράτησης σε βάρος του αιτούντος, χωρίς όμως να επιτρέπεται η απομάκρυνση του από τη χώρα πριν ληφθεί τελική απόφαση επί του αιτήματος του από την αρμόδια Υπηρεσία.”

5. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν. 3907/2011 προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Οταν σε βάρος του υπηκόου τρίτης χώρας συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας, η κράτηση μπορεί να διατάσσεται αμέσως και πριν την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων.”
Άρθρο 18
Ρυθμίσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων

1. Η παρ. 1 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α`), όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994 (ΦΕΚ 209 Α`) αντικαθίσταται ως εξής: “1. Ο νόμος αυτός, όπως ισχύει σήμερα, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 7 παρ. 1 και 3, 14 παρ. 3-10, 15, 16 παρ. 5 και 7-9, 17, 18 παρ. 1, 19-22, 23 παρ. 1 και 2, 24, 26, 27 και 30, εφαρμόζεται ανάλογα, με τις Ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού και στους εν ενεργεία αστυνομικούς υπαλλήλους κάθε βαθμού της Ελληνικής Αστυνομίας.”

2. Η περίπτωση α` της παρ. 4 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982 το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994 αντικαθίσταται ως εξής: “α. Μία πρωτοβάθμια ένωση αξιωματικών σε κάθε περιφέρεια (Ο.Τ.Α.) και μία πρωτοβάθμια ένωση αστυνομικών υπαλλήλων μέχρι και το βαθμό του ανθυπαστυνόμου σε κάθε μία από τις Διευθύνσεις Αστυνομίας Αθηνών, Πειραιώς, Βορειοανατολικής Αττικής, Νοτιοανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής και Θεσσαλονίκης, καθώς και σε κάθε Αστυνομική Διεύθυνση νομού. Μέλη των οργανώσεων αυτών μπορούν να είναι μόνο οι αστυνομικοί που υπηρετούν σε Υπηρεσίες που εδρεύουν μέσα στα γεωγραφικά όρια της πιο πάνω περιφέρειας ή των πιο πάνω Διευθύνσεων Αστυνομίας ή Αστυνομικών Διευθύνσεων, αντιστοίχως. Οι αξιωματικοί δύνανται, αντί της ένωσης αξιωματικών, να γίνονται μέλη της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων. Οι ανθυπαστυνόμοι δύνανται αντί της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων να γίνονται μέλη της ένωσης αξιωματικών.”

3. Η παρ. 5 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982 το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994 αντικαθίσταται ως εξής: “5. Κάθε αστυνομικός δικαιούται να είναι μέλος μόνο της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αστυνομίας ή της περιφέρειας της παραγράφου 4 όπου υπηρετεί. Ο αστυνομικός που υπηρετεί σε Υπηρεσία της οποίας η τοπική αρμοδιότητα εκτείνεται σε περισσότερες Αστυνομικές Διευθύνσεις ή Διευθύνσεις Αστυνομίας ή περιφέρειες, μπορεί να εγγράφεται ως μέλος στην ένωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνσης Αστυνομίας ή της περιφέρειας, όπου έχει την έδρα της η Υπηρεσία του χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιεραρχική υπαγωγή της Υπηρεσίας του. Αν αστυνομικός εγγραφεί και σε δεύτερη συνδικαλιστική οργάνωση διαγράφεται υποχρεωτικά από την πρώτη. Σε περίπτωση μετάθεσης σε άλλη Αστυνομική Διεύθυνση ή Διεύθυνση Αστυνομίας ή σε άλλη περιφέρεια ο αστυνομικός διαγράφεται υποχρεωτικά από τη συνδικαλιστική οργάνωση, της οποίας ήταν μέλος και δικαιούται να εγγραφεί στη συνδικαλιστική οργάνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης ή Διεύθυνση Αστυνομίας ή περιφέρειας στην οποία μετατίθεται. Η υποχρέωση διαγραφής δεν ισχύει αν η μετάθεση έγινε για λόγους εκπαίδευσης ή μετεκπαίδευσης και για όσο χρόνο διαρκεί αυτή.”

4. Στο τέλος του άρθρου 30α του ν. 1264/1982, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994 και τροποποιήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 3554/2007 (ΦΕΚ 80 Α`), προστίθεται παράγραφος 14 ως εξής: “14. Οι συνοριακοί φύλακες και ειδικοί φρουροί που εντάχθηκαν στο αστυνομικό προσωπικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 3686/2008 (ΦΕΚ 158 Α`) επιτρέπεται να μετέχουν είτε στις πρωτοβάθμιες ενώσεις συνοριακών φυλάκων ή ειδικών φρουρών, αντιστοίχως είτε στις οικείες ενώσεις αστυνομικών υπαλλήλων. Οι πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές ενώσεις συνοριακών φυλάκων και ειδικών φρουρών επιτρέπεται να είναι μέλη είτε της ομοσπονδίας των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών ενώσεων συνοριακών φυλάκων ή ειδικών φρουρών αντιστοίχως είτε της ομοσπονδίας των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών ενώσεων αστυνομικών υπαλλήλων.”

5. Οργανώσεις αστυνομικών υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας που έχουν ήδη συσταθεί οφείλουν να προσαρμόσουν τα καταστατικά τους στις ανωτέρω διατάξεις και να ζητήσουν την έγκριση αυτών από τα αρμόδια δικαστήρια μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι οργανώσεις αυτές, καθώς και όσες ιδρυθούν με βάση την περίπτωση α` της παρ. 4 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982 όπως τροποποιείται με το παρόν άρθρο οφείλουν να προκηρύξουν εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων τους όχι νωρίτερα από τέσσερις (4) μήνες και όχι αργότερα από έξι (6) μήνες από την έγκριση του καταστατικού τους. Μόνο οι ενώσεις αστυνομικών που λειτουργούν σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις εκπροσωπούν τα συμφέροντα των αστυνομικών.

6. Η παρ. 9 του άρθρου 30α του ν. 1264/1982, όπως το άρθρο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2265/1994, καταργείται.
Άρθρο 19
Μεταθέσεις αστυνομικού προσωπικού

1. Το άρθρο 4 του ν. 3686/2008 αντικαθίσταται ως εξής: “Αρθρο 4 Μεταθέσεις Οι αστυνομικοί που προάγονται κατά τις διατάξεις του παρόντος και κατέχουν οργανική θέση αστυφύλακα ή ανθυπαστυνόμου – αρχιφύλακα, μετατίθενται ανεξάρτητα από τον κατεχόμενο βαθμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του π.δ. 100/2003.”

2. Η παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3686/2008 αντικαθίσταται ως εξής: “3. Οι διατάξεις που διέπουν το αστυνομικό προσωπικό, όπως ισχύουν κάθε φορά εφαρμόζονται και για τους εντασσόμενους, κατά τα ανωτέρω, ως αστυφύλακες. Οπου στις κείμενες διατάξεις προβλέπεται προαγωγή με βάση το χρόνο πραγματικής υπηρεσίας από την κατάταξη, ο χρόνος αυτός για τους εντασσόμενους υπολογίζεται από τη χρονολογία κατάταξης τους, ως ειδικών φρουρών ή συνοριακών φυλάκων, στο οικείο κέντρο εκπαίδευσης. Κατά τις μεταθέσεις, για τον υπολογισμό των αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια) του άρθρου 3 του π.δ. 100/2003, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας υπολογίζεται από την ημερομηνία μονιμοποίησης τους. Οι αστυφύλακες που προέρχονται από ειδικούς φρουρούς έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης μετάθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12 του π.δ. 100/2003, εφόσον, εντός του έτους έκδοσης της προκήρυξης των θέσεων, συμπληρώνουν τουλάχιστον έντεκα (11) έτη πραγματικής υπηρεσίας από την κατάταξη τους. Για τους αστυφύλακες που προέρχονται από συνοριακούς φύλακες, ο ελάχιστος χρόνος για υποβολή αίτησης μετάθεσης ορίζεται σε πέντε (5) έτη από την ημερομηνία ένταξης τους.”

3. Στην παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 3686/2008 προστίθεται εδάφιο, ως εξής: “Δεν υπόκεινται στους ανωτέρω περιορισμούς οι αστυφύλακες που προέρχονται από συνοριακούς φύλακες όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις συνυπηρέτησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του π.δ. 100/2003, ανεξαρτήτως αν υπάρχει κενή οργανική θέση στην Υπηρεσία μετάθεσης.”
Άρθρο 20
Τροποποίηση – συμπλήρωση διατάξεων του ν. 3169/2003 (ΦΕΚ 189 Α`) και του ν. 3649/2008 (ΦΕΚ 39 Α`)

1. Στην παρ. 5 του άρθρου 2 του ν. 3169/2003 προστίθεται εδάφιο ως εξής: “Αν ο αστυνομικός άσκησε την προσφυγή της παραγράφου 3 του άρθρου 4 οι παραπάνω συνέπειες επέρχονται μετά την έκδοση της απόφασης για την απόρριψη της προσφυγής.”

2. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3169/2003 αντικαθίσταται ως εξής: “Η Επιτροπή διερευνά, με ψυχοτεχνικές δοκιμασίες και συνέντευξη των εξεταζομένων, την εν γένει προσωπικότητα αυτών και κυρίως την αυτοκυριαρχία, τη συναισθηματική σταθερότητα, την κρίση και αντίληψη και την ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και απαιτήσεις και αποφαίνεται για το αν η προσωπικότητα τους παρέχει τα εχέγγυα για ορθή χρήση του όπλου.”

3. Το δεύτερο και το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3169/2003, αντικαθίστανται με εδάφια ως εξής: “Οι αστυνομικοί που χαρακτηρίζονται ως μη κατάλληλοι να οπλοφορούν μπορούν, μετά την παρέλευση έξι (6) μηνών από την έκδοση της σχετικής πράξης, να ζητήσουν την επανεξέταση τους από την Επιτροπή. Την επανεξέταση μπορεί να διατάσσει και ο Αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, μετά τη συμπλήρωση έξι (6) μηνών από την αρχική εξέταση ή κάθε επανεξέταση. Οι αστυνομικοί σε κάθε περίπτωση που χαρακτηρίζονται ως μη κατάλληλοι να οπλοφορούν δύνανται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την επίδοση της σχετικής απόφασης να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής Προσφυγών που συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, σύμφωνα με την παράγραφο 4.”

4. Η περίπτωση γ` της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3649/2008 (ΦΕΚ 39 Α`) αντικαθίσταται ως εξής: “γ. Δύο αιρετούς εκπροσώπους των πολιτικών υπαλλήλων με βαθμό Α` οι οποίοι θα εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία του συνόλου του πολιτικού προσωπικού της Ε.Υ.Π. Με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη καθορίζεται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία εκλογής των ως άνω εκπροσώπων. Η εκλογή των εκπροσώπων αυτών διενεργείται εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Μέχρι την εκλογή των εκπροσώπων κατά τα ανωτέρω, εξακολουθεί το Υπηρεσιακό Συμβούλιο να λειτουργεί με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των πολιτικών υπαλλήλων οι οποίοι ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού τους οργάνου.”
Άρθρο 21
Ενσωμάτωση της Ελληνικής Αγροφυλακής στη Δασική Υπηρεσία

1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται η ιδρυθείσα με το ν. 3585/2007 (ΦΕΚ 148 Α`) Ελληνική Αγροφυλακή με τις Υπηρεσίες της σε όλη τη Χώρα. Οι οργανικές θέσεις όλων των κατηγοριών του προσωπικού της καταργούνται με την ολοκλήρωση των διαδικασιών μετάταξης που καθορίζονται στις επόμενες παραγράφους. Το προσωπικό εξακολουθεί να εκτελεί τα καθήκοντα του βάσει των διατάξεων του ν. 3585/2007, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών μετάταξης και τη μεταφορά των πιστώσεων σύμφωνα με την παράγραφο 8.

2. Οι αρμοδιότητες των παραγράφων 1 και 2γ του άρθρου 3 του ν. 3585/2007 μεταφέρονται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και ασκούνται από τις δασικές υπηρεσίες των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθορίζονται ο τρόπος και τα επί μέρους θέματα μεταφοράς των αρμοδιοτήτων στις δασικές υπηρεσίες και κάθε άλλο θέμα σχετικό με τα αντικείμενα αυτά.

3. Το προσωπικό της Ελληνικής Αγροφυλακής, που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στις περιφερειακές Υπηρεσίες και στην Αγρονομική Ακαδημία της Ελληνικής Αγροφυλακής, μετατάσσεται στις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις της Χώρας για τη στελέχωση των Δασικών Υπηρεσιών τους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Προστασίας του Πολίτη, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, και τοποθετείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ανάλογα με τα προσόντα και τις υπηρεσιακές ανάγκες, στην εγγύτερη, στον τόπο διαμονής του, Δασική Υπηρεσία.

Το προσωπικό που υπηρετεί στο Αρχηγείο Ελληνικής Αγροφυλακής, πλην των Αγροφυλάκων και Αρχιφυλάκων οι οποίοι μετατάσσονται στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, μετατάσσεται στην Ειδική Γραμματεία Δασών του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Προστασίας του Πολίτη, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, και τοποθετείται με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ανάλογα με τα προσόντα και τις υπηρεσιακές ανάγκες. Το προσωπικό της Ελληνικής Αγροφυλακής που υπηρετεί σε νησιά όπου δεν υπάρχουν δασικές υπηρεσίες, μετατάσσεται σε άλλες υπηρεσίες της Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή του οικείου Δήμου και τοποθετείται στην εγγύτερη στον τόπο διαμονής του Υπηρεσία, κατά τη διαδικασία του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου.

Κατ` εξαίρεση, το προσωπικό που είχε μεταταχθεί στην Ελληνική Αγροφυλακή από το πολιτικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας ή είχε μεταφερθεί σε αυτήν από την πρώην Διεύθυνση Αγροφυλακής του πρώην Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μπορεί να ζητήσει τη μετάταξη του στις Υπηρεσίες από τις οποίες προέρχονταν και αν δεν υπάρχουν οι Υπηρεσίες αυτές, σε κενές οργανικές θέσεις του πολιτικού προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, ανάλογα με τα προσόντα του.

Η μετάταξη γίνεται, εφόσον, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ζητήσει με αίτηση του τη μετάταξη του. Οσοι από το προαναφερόμενο προσωπικό δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν τη μετάταξη τους, καθώς και όσοι, εντός της ανωτέρω προθεσμίας, δεν υποβάλουν σχετική αίτηση μετάταξης, λογίζεται ότι έχουν υποβάλει αίτηση παραίτησης.

Οι μετατασσόμενοι εκπαιδεύονται για την άσκηση των νέων καθηκόντων τους, με ευθύνη των υπηρεσιών στις οποίες μετατάσσονται, εντός διαστήματος δύο (2) μηνών από τη μετάταξη τους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής είναι δυνατή η απόσπαση των μετατασσόμενων υπαλλήλων στους φορείς διαχείρισης του άρθρου 15 του ν. 2742/1999, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 3044/2002 με σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται στα δύο (2) έτη με δυνατότητα παράτασης, μία ή περισσότερες φορές.

4. Οι μετατασσόμενοι καταλαμβάνουν κενές οργανικές θέσεις της Υπηρεσίας στην οποία μετατάσσονται, και σε περίπτωση που δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις μετατάσσονται σε συνιστώμενες με την απόφαση μετάταξης, προσωποπαγείς θέσεις αντίστοιχης κατηγορίας κλάδου ή ειδικότητας. Η τοποθέτηση του ανωτέρω προσωπικού γίνεται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ολοκλήρωση της μετάταξης.

5. Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 47 του ν. 3585/2007 καθήκοντα ειδικού ανακριτικού υπαλλήλου, καθώς και τα προβλεπόμενα από το άρθρο 293 του π.δ. 86/1969 (ΦΕΚ 7 Α`), ασκούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου από το προσωπικό των Περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών μετά από απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, που ορίζει ποιο από το προσωπικό των δασικών υπηρεσιών τα ασκεί σύμφωνα με τα τυπικά του προσόντα. Οσοι από το μετατασσόμενο προσωπικό ασκούσαν τα παραπάνω καθήκοντα συνεχίζουν να τα ασκούν για τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις ανεξάρτητα από το εάν έχουν εκδοθεί οι αποφάσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο εδάφιο.

6. Οι ως άνω μετατασσόμενοι υποχρεούνται να επιλέξουν, με την αίτηση μετάταξης τους είτε να διατηρήσουν την ασφάλιση τους στους επικουρικούς ασφαλιστικούς τους φορείς είτε να ασφαλισθούν στους αντίστοιχους φορείς ασφάλισης του προσωπικού της νέας τους Υπηρεσίας.

7. Η θητεία του Αρχηγού και των Αγρονομικών Διευθυντών της Ελληνικής Αγροφυλακής, που διορίσθηκαν με διετή θητεία, λήγει αυτοδικαίως με την πάροδο σαράντα (40) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη μεταφέρονται οι προβλεπόμενες από τον εκτελούμενο, μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, προϋπολογισμό του Ειδικού Φορέα “Ελληνική Αγροφυλακή” πιστώσεις για το προσωπικό, τις προμήθειες και λοιπές δαπάνες για τη λειτουργία των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αγροφυλακής στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (Ε.Φ. 31-130), και κατ` αντιστοιχία στους προϋπολογισμούς των οικείων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των οικείων φορέων στους οποίους μετατάσσεται το προσωπικό της Ελληνικής Αγροφυλακής.

9. Κάθε μορφής υλικό και εξοπλισμός της Ελληνικής Αγροφυλακής περιέρχονται στις οικείες Διευθύνσεις Δασών των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων. Ο τρόπος διάθεσης και κατανομής τους γίνεται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή Δασών και Αγροτικών Υποθέσεων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η ακίνητη περιουσία της Αγροφυλακής περιέρχεται στο Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής γίνεται ατελώς η μεταγραφή στα οικεία υποθηκοφυλακεία.

Ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός του καταργούμενου Αρχηγείου Ελληνικής Αγροφυλακής περιέρχεται στην Ειδική Γραμματεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Τα αρχεία των υπηρεσιών της Αγροφυλακής που δεν αφορούν το προσωπικό ή τις μεταφερόμενες αρμοδιότητες παραμένουν στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Ο οπλισμός περιέρχεται στα οικεία Αστυνομικά Τμήματα.
Άρθρο 22
Παροχή υπηρεσιών προς τρίτους

1. Η Ελληνική Αστυνομία μπορεί να παρέχει, κατόπιν αιτήματος, υπηρεσίες και μέσα προς Ν.Π.Δ.Δ., Ν.Π.Ι.Δ. και τρίτους, όπως συνοδεία χρηματαποστολών, καλλιτεχνικών έργων, ιδιωτικών αγαθών μεγάλης αξίας και υπηρεσίες εκπαίδευσης σε ιδιώτες, με καταβολή ανταλλάγματος.

2. Τα έσοδα από την κατά τα ανωτέρω παροχή υπηρεσιών και τη διάθεση μέσων, εισπράττονται, μετά την αφαίρεση του ποσοστού της παραγράφου 3, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. και περιέρχονται στον Κρατικό Προϋπολογισμό ως δημόσιο έσοδο, προσαυξανόμενων ισόποσα των οικείων πιστώσεων του προϋπολογισμού της Ελληνικής Αστυνομίας.

3. Ποσοστό 4% των εισπρακτέων από τρίτους ή φορείς μη επιχορηγούμενους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, εισπράττονται μέσω Δ.Ο.Υ. και αποδίδονται απευθείας στα ασφαλιστικά ταμεία του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας, επιμεριζόμενα κατά ποσοστό εξήντα οκτώ τοις εκατό (68%) στον Τομέα Πρόνοιας Αστυνομικών του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας και κατά ποσοστό τριάντα δύο (32%) στον Τομέα Πρόνοιας Υπαλλήλων Αστυνομίας Πόλεων του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας. Η διαδικασία απόδοσης και επιμερισμού των ποσών στα παραπάνω ασφαλιστικά ταμεία και κάθε σχετικό θέμα καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη.

4. Στον προϋπολογισμό της Ελληνικής Αστυνομίας μεταφέρονται, επίσης, σύμφωνα με τις κείμενες περί δημοσίου λογιστικού διατάξεις σχετικές πιστώσεις από τους προϋπολογισμούς των οικείων Δημοσίων Υπηρεσιών, σε περίπτωση παροχής υπηρεσιών και διάθεσης μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας προς τις Υπηρεσίες αυτές. Οι μεταφερόμενες πιστώσεις είναι ισόποσες με τα ποσά που δαπανήθηκαν προς όφελος των εξυπηρετούμενων Υπηρεσιών.

5. Οι περιπτώσεις και οι προϋποθέσεις παροχής υπηρεσιών και διάθεσης μέσων με καταβολή ανταλλάγματος, ο καθορισμός του τιμολογίου για κάθε ώρα χρήσης ή παροχής υπηρεσιών, τα αρμόδια όργανα, η διαδικασία είσπραξης των οφειλόμενων ποσών και κάθε σχετικό θέμα καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Προστασίας του Πολίτη. Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται κατά περίπτωση το κόστος των παρεχόμενων υπηρεσιών και μέσων προς τις άλλες Δημόσιες Υπηρεσίες.
Άρθρο 23
Σύσταση Γενικής Διεύθυνσης Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη

1. Στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη συνιστάται Γενική Διεύθυνση Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού η οποία εποπτεύεται και ελέγχεται από τον Υπουργό.

2. Η Γενική Διεύθυνση Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού έχει ως αποστολή την παρακολούθηση και το χειρισμό θεμάτων σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση, την εκπαίδευση και επιμόρφωση, τη μισθοδοσία, την ασφαλιστική κάλυψη και γενικά κάθε άλλου συναφούς θέματος που αφορά το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου πολιτικό προσωπικό των υπαγόμενων στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Σωμάτων και Υπηρεσιών και διαρθρώνεται στις εξής Διευθύνσεις:

α) Οργανωτικής Ανάπτυξης και Μεταρρυθμίσεων.

β) Ανθρώπινου Δυναμικού.

γ) Οικονομικών και Ηλεκτρονικής Επεξεργασίας Στοιχείων.

δ) Προγραμμάτων Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.

3. Στη Γενική Διεύθυνση Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού κατανέμονται, με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, οι αναγκαίες για τη λειτουργία της οργανικές θέσεις πολιτικού προσωπικού, οι οποίες λαμβάνονται από Υπηρεσίες των Σωμάτων και Υπηρεσιών του Υπουργείου με αντίστοιχη μείωση των οργανικών θέσεων πολιτικού προσωπικού των Υπηρεσιών αυτών.

4. Η Γενική Διεύθυνση Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού στελεχώνεται από πολιτικό προσωπικό των υπαγόμενων στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη Σωμάτων και Υπηρεσιών, το οποίο τοποθετείται σε αντίστοιχες της κατηγορίας, του κλάδου και του βαθμού του οργανικές θέσεις με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Το προσωπικό αυτό αποτελεί εφεξής προσωπικό του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. Για την επιλογή του Γενικού Διευθυντή της Διεύθυνσης και των προϊσταμένων των επί μέρους μονάδων της εσωτερικής της διάρθρωσης εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 3839/2010.

5. Με αποφάσεις του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη επιτρέπεται η μεταφορά πολιτικών υπαλλήλων από Σώματα και Υπηρεσίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σε αντίστοιχες της κατηγορίας, του κλάδου και του βαθμού τους κενές οργανικές θέσεις άλλου Σώματος ή Υπηρεσίας. Επίσης, με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα θέματα συγκρότησης των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του ν. 3528/2007, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ν. 3839/2010, υπηρεσιακών συμβουλίων για το πολιτικό προσωπικό της Γενικής Διεύθυνσης Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού.

6. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη, δύναται και κατά τροποποίηση των διατάξεων του άρθρου αυτού, να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την οργάνωση, τη διάρθρωση, τη λειτουργία, τις αρμοδιότητες και κάθε άλλο συναφές με αυτά της Γενικής Διεύθυνσης Κατάστασης Πολιτικού Προσωπικού του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη ζήτημα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Άρθρο 24
Μεταβατικές διατάξεις

1. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 2713/1999, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3α του άρθρου 14 του ν. 3686/2008 (ΦΕΚ 158 Α`) και με την παρ. 5 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, εφαρμόζονται και για το αστυνομικό προσωπικό που μετατίθεται από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Ειδικά για το έτος 2011 οι αστυφύλακες που προέρχονται από ειδικούς φρουρούς έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης μετάθεσης, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 3686/2008, όπως αντικαθίσταται με την παρ. 2 του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, εντός είκοσι (20) ημερών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
Άρθρο 25
Καταργούμενες διατάξεις

1. Από την έναρξη λειτουργίας της Υπηρεσίας του άρθρου 3, καταργούνται τα εδάφια γ` και δ` της παρ. 10 του άρθρου 28 του ν. 3613/2007 (ΦΕΚ 263 Α`), καθώς και οι αποφάσεις υπ΄ αριθμ. 4000/1/45-ια/6.10.2008 (ΦΕΚ 2129 Β`) των Υπουργών Εσωτερικών, Οικονομίας και Οικονομικών, Εξωτερικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής και 4000/1/45-κβ/17.7.2009 (ΦΕΚ 1467 Β`) του Αναπληρωτή Υπουργού Εσωτερικών και Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

2. Από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργείται: α. το άρθρο 3 του ν.δ. 330/1947 και β. το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ` της παρ. 1 του άρθρου 76 του ν. 3386/2005 (ΦΕΚ 212 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 48 του ν. 3772/2009 (ΦΕΚ 112 Α`).

3. Τρεις μήνες μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καταργείται ο ν. 3585/2007 εκτός των παραγράφων 1 και 2γ του άρθρου 3 και των άρθρων 29, 37-45, 47, 49-51, 52 παράγραφος 1, 55 και 56. Τα καθήκοντα του άρθρου 46 του ν. 3585/2007 συνεχίζουν να ασκούνται για τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις.
Άρθρο 26
Ειδικές ρυθμίσεις

1. Παρατείνεται η θητεία των Επιτροπών Πολιτογράφησης που προβλέπονται στο άρθρο 12 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως ισχύει, ως οργάνων των οικείων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων του ν. 3852/2010 με την ίδια σύνθεση και με αντίστοιχη τοπική αρμοδιότητα, όπως αυτή ορίζεται στις επί μέρους αποφάσεις συγκρότησης των Γενικών Γραμματέων των οικείων Περιφερειών, που έχουν εκδοθεί με βάση την παράγραφο 2 του ανωτέρω άρθρου, μέχρι την εκ νέου συγκρότηση των οικείων επιτροπών στο πλαίσιο των νέων Αποκεντρωμένων Διοικήσεων του Κράτους του ν. 3852/2010. Η παράταση της θητείας ισχύει αναδρομικά από 1.1.2011.

2. To άρθρο 12 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 του ν. 3838/2010, αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 12

Επιτροπή Πολιτογράφησης

1.α. Συνιστάται Επιτροπή Πολιτογράφησης σε καθεμία από τις Αποκεντρωμένες Διοικήσεις: i) Θεσσαλίας Στερεάς Ελλάδας, ii) Ηπείρου Δυτικής Μακεδονίας, iii) Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου και iν) Κρήτης.

β. Στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής συνιστώνται: i) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στο Δήμο Αθηναίων, ii) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφερειακή Ενότητα του Κεντρικού Τομέα πλην του Δήμου Αθηναίων και στις Περιφερειακές Ενότητες Νοτίου, Βορείου και Δυτικού Τομέα, iii) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφερειακή Ενότητα Ανατολικής Αττικής και iv) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στις Περιφερειακές Ενότητες Δυτικής Αττικής, Πειραιά και Νήσων.

γ. Στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Μακεδονίας Θράκης συνιστώνται: i) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης, ii) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας πλην της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης και iii) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης.

δ. Στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αιγαίου συνιστώνται: i) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου και ii) Επιτροπή Πολιτογράφησης με τοπική αρμοδιότητα στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.

2. Οι Επιτροπές Πολιτογράφησης της προηγούμενης παραγράφου αποτελούνται από:

α. Τον προϊστάμενο της οικείας αρμόδιας για θέματα Αστικής Κατάστασης Διεύθυνσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ως Πρόεδρο.

β. Ένα μέλος Δ.Ε.Π. Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, που εδρεύει εντός των ορίων της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ή πλησιέστερα στην έδρα αυτής, στο γνωστικό αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, της Ψυχολογίας ή συγγενών κλάδων κοινωνικών ή ανθρωπιστικών επιστημών. Το μέλος και τον αναπληρωτή του υποδεικνύει το αρμόδιο όργανο διοίκησης του οικείου Α.Ε.Ι..

γ. Τον προϊστάμενο του Τμήματος Πολιτογράφησης της οικείας αρμόδιας για θέματα Αστικής Κατάστασης Διεύθυνσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

δ. Εκπρόσωπο του Συμβουλίου της παρ. IX του άρθρου 280 του ν. 3852/2010 της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο οποίος ορίζεται μαζί με τον αναπληρωτή του με πλειοψηφία δύο τρίτων. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο παραλείψει να ορίσει εκπρόσωπό του μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία αποστολής της σχετικής πρόσκλησης για ορισμό εκπροσώπου, αντ’ αυτού ορίζεται ως μέλος της Επιτροπής, με πλήρη θητεία, ο προϊστάμενος του Τμήματος Ιθαγένειας της οικείας αρμόδιας για θέματα Αστικής Κατάστασης Διεύθυνσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

ε. Μέλος που υποδεικνύει μαζί με τον αναπληρωτή του σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της η Εθνική Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

3. Οι Επιτροπές του παρόντος άρθρου συγκροτούνται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης και λειτουργούν στην έδρα της οικείας αρμόδιας για θέματα Αστικής Κατάστασης Διεύθυνσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής, που υποδεικνύονται με τον ίδιο τρόπο, καθώς και υπάλληλος της οικείας κάθε φορά αρμόδιας για θέματα Αστικής Κατάστασης Διεύθυνσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ο οποίος θα ασκεί χρέη γραμματέα της Επιτροπής, μαζί με τον αναπληρωτή του.

4. Η θητεία των μελών της Επιτροπής Πολιτογράφησης είναι διετής.

5. Με απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών καθορίζεται η αμοιβή του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα της Επιτροπής.»

3.α. Το εδάφιο β΄ της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 3838/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τη διατύπωση της εισήγησης της Επιτροπής Πολιτογράφησης εκτιμώνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις των άρθρων 5Α και 5Β του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, η δε απόφαση πολιτογράφησης λαμβάνεται εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων των εδαφίων β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 και αιτιολογείται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο.»

β. Το εδάφιο β΄της παραγράφου 4 του άρθρου 23 του ν. 3838/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι διατάξεις του άρθρου 5Α, των εδαφίων β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 7 και του άρθρου 8 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται αναλογικά, στις εν λόγω εκκρεμείς αιτήσεις.»

4. Η παρ. 5 του άρθρου 24 του ν. 3386/2005, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 3536/ 2007, αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Σε κάθε Αποκεντρωμένη Διοίκηση συνιστώνται επταμελείς Επιτροπές, ισάριθμες με τις περιφέρειες που περιλαμβάνονται στα διοικητικά όρια αυτών και με αντίστοιχη τοπική αρμοδιότητα. Έδρα των Επιτροπών ορίζεται η έδρα των περιφερειών με εξαίρεση την Επιτροπή της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, έδρα της οποίας ορίζεται η έδρα της Διεύθυνσης Αστικής Κατάστασης, Μετανάστευσης και Κοινωνικών Υποθέσεων Νοτίου Αιγαίου. Οι Επιτροπές συγκροτούνται με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα και αποτελούνται από:

α) Τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, ως πρόεδρο.

β) Έναν υπάλληλο της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος και Χωρικού Σχεδιασμού της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.

γ) Έναν υπάλληλο της υπηρεσίας της περιφέρειας, της αρμόδιας για το σχεδιασμό και την ανάπτυξη.

δ) Έναν υπάλληλο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) της έδρας της Επιτροπής.

ε) Έναν αιρετό εκπρόσωπο της οικείας περιφέρειας. στ) Έναν εκπρόσωπο της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων (Π.Ε.Δ.) με επιφύλαξη των ρυθμίσεων της παρ. 10 του άρθρου 282 του ν. 3852/2010 και

ζ) Έναν εκπρόσωπο Επιμελητηρίου της έδρας της Επιτροπής ως τακτικά μέλη, μαζί με τα υποδεικνυόμενα αντίστοιχα αναπληρωματικά τους.

Η ανωτέρω Επιτροπή γνωμοδοτεί, μέσα σε ένα μήνα αφότου υποβληθεί το σχετικό αίτημα, αναφορικά με τη σκοπιμότητα άσκησης της δραστηριότητας. Ειδικότερα, εξετάζει την αρτιότητα και δυνατότητα εφαρμογής της οικονομοτεχνικής μελέτης, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τις επιχειρηματικές εμπειρίες του υπηκόου

τρίτης χώρας, το ύψος του διαθέσιμου κεφαλαίου και τις επιπτώσεις στην απασχόληση, καθώς και τους ειδικούς περιορισμούς που επιβάλλονται από την ισχύουσα νομοθεσία. Με την ίδια απόφαση ορίζονται ο εισηγητής και ο γραμματέας της Επιτροπής, οι οποίοι είναι υπάλληλοι της οικείας Διεύθυνσης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ειδικότερα για την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Αττικής, καθώς και την Επιτροπή της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, ο εισηγητής ορίζεται από την αρμόδια Διεύθυνση Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ανάλογα με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης.»
1

5. α) Έως τη συγκρότηση των συμβουλίων των άρθρων 248 και 249 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄), καθώς και των νέων υπηρεσιακών συμβουλίων των υπαλλήλων των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων των άρθρων 158 και 159 του ν. 3528/2007 (ΦΕΚ 26 Α΄), όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του ν. 3839/2010 (ΦΕΚ 51 Α΄), η οποία δεν μπορεί να υπερβεί την 31η Δεκεμβρίου 2011, συνιστάται στην έδρα κάθε περιφέρειας, καθώς και στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης, πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο με απόφαση του οικείου Περιφερειάρχη και του οικείου Γενικού Γραμματέα αντίστοιχα, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Τα ανωτέρω υπηρεσιακά συμβούλια είναι αρμόδια για την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων της περιφέρειας και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, αντίστοιχα, εκτός από την επιλογή προϊσταμένων. Τα ανωτέρω υπηρεσιακά συμβούλια αποτελούνται από:

i) Τρεις (3) μόνιμους υπαλλήλους στους οποίους έχουν ανατεθεί καθήκοντα προϊσταμένων Διεύθυνσης από τον οικείο Περιφερειάρχη και από τον οικείο Γενικό Γραμματέα αντίστοιχα, οι οποίοι λαμβάνονται μεταξύ των δέκα (10) υπαλλήλων που έχουν τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης. Τα μέλη αυτά ορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές.

ii) Τους δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων, οι οποίοι είχαν εκλεγεί για το υπηρεσιακό συμβούλιο της καταργούμενης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της έδρας της Περιφέρειας και στο υπηρεσιακό συμβούλιο της καταργούμενης Περιφέρειας του ν. 2503/1997 που αντιστοιχεί στην έδρα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντίστοιχα, των οποίων η θητεία παρατείνεται μέχρι την ανάδειξη των νέων αιρετών μελών. Η αναπλήρωση των ανωτέρω αιρετών μελών γίνεται από τα μέλη που είχαν οριστεί ως αναπληρωτές τους στο υπηρεσιακό συμβούλιο της καταργούμενης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης της έδρας της Περιφέρειας και στο υπηρεσιακό συμβούλιο της καταργούμενης Περιφέρειας που αντιστοιχεί στην έδρα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντίστοιχα.

Εάν τα ανωτέρω αιρετά μέλη έχουν αποβάλλει την ιδιότητα υπαλλήλου της περιφέρειας και του υπαλλήλου της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντίστοιχα, τακτικά και αναπληρωματικά μέλη ορίζονται οι αιρετοί εκπρόσωποι που είχαν εκλεγεί στο υπηρεσιακό συμβούλιο της καταργούμενης Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης του πολυπληθέστερου κατά σειρά νομού της οικείας περιφέρειας και στο υπηρεσιακό συμβούλιο της πολυπληθέστερης καταργούμενης Περιφέρειας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντίστοιχα.

iii) Χρέη γραμματέα ασκεί υπάλληλος της περιφέρειας και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης αντίστοιχα, κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση ορισμού των μελών.

β) Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, που εκδίδεται εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, καθορίζεται ο χρόνος εκλογής των αιρετών μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων και των Συμβουλίων Επιλογής Προϊσταμένων (Σ.Ε.Π.) των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων και των Περιφερειών, καθώς και τυχόν λεπτομέρειες για τη διαδικασία της εκλογής.

6. Μετά την παρ. 6 του άρθρου 109 του ν. 3852/2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) προστίθεται παράγραφος 7, ως εξής:

«7. Σε περίπτωση λύσης κοινωφελούς επιχείρησης ή Δ.Ε.Υ.Α. και ανάληψης των δραστηριοτήτων της από τον οικείο δήμο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου αυτού, το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου και ορισμένου χρόνου μεταφέρεται στον αντίστοιχο φορέα με την ίδια σχέση εργασίας, ύστερα από απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Συμβάσεις έργου που έχουν συναφθεί από τις επιχειρήσεις που λύονται εκτελούνται από τον αντίστοιχο φορέα άσκησης των σχετικών αρμοδιοτήτων.»

7. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 267 του ν. 3852/ 2010 (ΦΕΚ 87 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Μέχρι την κατάρτιση και ψήφιση του προϋπολογισμού, είναι επιτρεπτή η πραγματοποίηση δαπανών, χωρίς τους περιορισμούς των δωδεκατημορίων ή των διατάξεων της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 160 του ν. 3463/2006 (ΦΕΚ 114 Α΄), από συνενούμενους ή μη δήμους, οι οποίες αφορούν τη μισθοδοσία προσωπικού που μετατάσσεται ή μεταφέρεται σε αυτούς, που προκύπτουν από την άσκηση νέων αρμοδιοτήτων που τους μεταβιβάζονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 του παρόντος, περιλαμβανομένης και της καταβολής των προνοιακών επιδομάτων, καθώς και όσες αφορούν την εκπλήρωση ανειλημμένων συμβατικών υποχρεώσεων που απορρέουν από την εν γένει εκτέλεση έργων.»
Άρθρο 27

1. Το άρθρο 16 του ν. 3920/2011 (ΦΕΚ 33 Α`) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής: “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18, καταργούνται: 1. Τα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 5 του ν. 2669/1998 (ΦΕΚ 283 Α`). 2. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη νόμου που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή κατά το μέρος που ρυθμίζει κατά διάφορο τρόπο θέματα που διέπονται από τον παρόντα νόμο.”

2. Το άρθρο 18 του ν. 3920/2011 (ΦΕΚ 33 Α`) αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής: “Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων των άρθρων 4, 5, 6 και 7 και της παραγράφου 1 του άρθρου 16 που αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της περίπτωσης δ` της παραγράφου 6 του άρθρου 1.”
Άρθρο 28
Εναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 28 Μαρτίου 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΡΑΓΚΟΥΣΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΔΡΟΥΤΣΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΚΑΙ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ

ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ

ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΡΕΠΠΑΣ ΛΟΥΚΙΑ – ΤΑΡΣΙΤΣΑ ΚΑΤΣΕΛΗ

ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΟΒΕΡΔΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 29 Μαρτίου 2011

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ