ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 3795 (ΦΕΚ Α 157/4.9.2009)
Κύρωση της Σύμβασης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και του Συμβουλίου Υπουργών της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης για την αποφυγή της Διπλής Φορολογίας σε σχέση προς τους φόρους επί του εισοδήματος και κεφαλαίου.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος,η Σύμβαση μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Βοσνίας και Ερζεγοβίνηςγια την αποφυγή της Διπλής Φορολογίας σε σχέση προς τους φόρους επί τουεισοδήματος και κεφαλαίου, που υπογράφηκε στο Σεράγεβο στις 23 Ιουλίου 2007,το κείμενο της οποίας σε πρωτότυπο στην ελληνική και αγγλική γλώσσα έχει ως ακολούθως:
ΣΥΜΒΑΣΗ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΟΣΝΙΑΣ ΚΑΙ ΕΡΖΕΓΟΒΙΝΗΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΟΡΟΥΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Η Ελληνική Δημοκρατία και η Βοσνία και Ερζεγοβίνη.
Επιθυμώντας να συνάψουν μία Σύμβαση για την αποφυγή της διπλής φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου, με σκοπό να δημιουργήσουν σταθερές συνθήκες για την ευρεία οικονομική ανάπτυξη και άλλης συνεργασίας και επένδυσης μεταξύ των δύο χωρών,
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I
ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε πρόσωπα που είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.
Άρθρο 2
Καλυπτόμενοι φόροι
1. Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται στους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου που επιβάλλονται για λογαριασμό ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη ή των πολιτικών υποδιαιρέσεων ή των τοπικών αρχών αυτού, ανεξάρτητα από τον τρόπο που επιβάλλονται.
2. Φόροι εισοδήματος και κεφαλαίου θεωρούνται όλοι οι φόροι που επιβάλλονται στο συνολικό εισόδημα, στο συνολικό κεφάλαιο, ή σε στοιχεία του εισοδήματος ή του κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων που επιβάλλονται στην ωφέλεια που προκύπτει από την εκποίηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας καθώς και των φόρων επί της υπεραξίας που προκύπτει από την ανατίμηση του κεφαλαίου.
3. Οι φόροι στους οποίους εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση είναι:
Στην Ελληνική Δημοκρατία:
1) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των φυσικών προσώπων,
2) ο φόρος εισοδήματος και κεφαλαίου των νομικών προσώπων, (στο εξής αναφερόμενοι ως “Ελληνικός φόρος”).
Στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη:
1. ο φόρος στα κέρδη,
2. ο φόρος στο εισόδημα,
3. ο φόρος στο κεφάλαιο (στο εξής αναφερόμενοι ως “φόρος της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης”)
4. Η Σύμβαση αυτή εφαρμόζεται επίσης σε οποιουσδήποτε ταυτόσημους ή ουσιωδώς παρόμοιους φόρους που επιβάλλονται από κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος
μετά την ημερομηνία υπογραφής της παρούσας Σύμβασης επιπρόσθετα ή αντί των υφιστάμενων φόρων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών θα
γνωστοποιούν η μία στην άλλη οποιαδήποτε ουσιώδη μεταβολή που έχει επέλθει στην αντίστοιχη φορολογική νομοθεσία τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ II
ΟΡΙΣΜΟΙ
Άρθρο 3
Γενικοί ορισμοί
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, εκτός εάν το κείμενο ορίζει διαφορετικά:
α) Οι όροι “ένα Συμβαλλόμενο Κράτος” και “το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος” σημαίνει τη Ελληνική Δημοκρατία ή την Βοσνία Ερζεγοβίνη, όπως το κείμενο
ορίζει;
β) Ο όρος “Ελληνική Δημοκρατία” αποτελεί τη επικράτεια της Ελληνικής Δημοκρατίας συμπεριλαμβανομένου των χωρικών της υδάτων καθώς και του πυθμένα
της θάλασσας και του υπεδάφους που βρίσκονται κάτω από τη θάλασσα της Μεσογείου, επί των οποίων η Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το Διεθνή
Δίκαιο, έχει κυριαρχικά δικαιώματα για το σκοπό της εξερεύνησης, εξόρυξης ή εκμετάλλευσης των φυσικών πηγών αυτών των περιοχών;
γ) ο όρος “Βοσνία και Ερζεγοβίνη” σημαίνει το Κράτος Βοσνία και Ερζεγοβίνη;
δ) ο όρος “πολιτική υποδιαίρεση” στη περίπτωση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης σημαίνει τις οντότητες: Ομοσπονδία της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης και Δημοκρατία της Srpska και η Περιφέρεια Brcko.
δ) Ο όρος “υπήκοος” σημαίνει:
i) όλα τα φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν την ιθαγένεια ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη
ii) και όλα τα νομικά πρόσωπα, τις προσωπικές εταιρείες ή τις ενώσεις που αποκτούν το νομικό τους καθεστώς από τους νόμους που ισχύουν σε ένα από τα
Συμβαλλόμενα Κράτη.
ε) Ο όρος “πρόσωπο” περιλαμβάνει το φυσικό πρόσωπο, την εταιρεία και οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων.
στ) Ο όρος “εταιρεία” σημαίνει οποιοδήποτε εταιρική μορφή ή άλλη οντότητα η οποία θεωρείται ως εταιρική μορφή για φορολογικούς σκοπούς.
ζ) Οι όροι “επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους” και “επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους” υποδηλούν αντίστοιχα επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και επιχείρηση που διεξάγεται από κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
η) ο όρος “διεθνείς μεταφορές” σημαίνει οποιαδήποτε μεταφορά με αεροσκάφος ή όχημα, το οποίο εκμεταλλεύεται επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενο Κράτους ή με σκάφος που έχει τον τόπο νηολόγησης του σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, εκτός αν το σκάφος, το αεροσκάφος ή το όχημα εκτελεί δρομολόγια αποκλειστικά μεταξύ σημείων του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
θ) ο όρος “αρμόδια αρχή” σημαίνει:
1) Στην περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας, τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του.
2) Στην περίπτωση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης τον Υπουργό Οικονομικών και θησαυροφυλακίου ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του.
2. Όσον αφορά την εφαρμογή της Σύμβασης αυτής από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, κάθε όρος που δεν καθορίζεται σε αυτήν θα έχει την έννοια που έχει σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού τους σχετικούς με τους φόρους επί των οποίων η Σύμβαση εφαρμόζεται. Κάθε έννοια υπό τους εφαρμοζόμενους
φορολογικούς νόμους αυτού του Κράτους θα υπερισχύει επί κάθε άλλης έννοιας που δίνεται στον όρο σε σχέση με άλλους νόμους αυτού του Κράτους.
Άρθρο 4
Φορολογική κατοικία
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος “κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους” σημαίνει το πρόσωπο που, σύμφωνα με τους νόμους αυτού του Κράτους, υπόκειται σε φορολογία σε αυτό λόγω κατοικίας ή διαμονής του ή τόπου διοίκησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ή άλλου παρόμοιας φύσης κριτηρίου. Εντούτοις, ο όρος αυτός δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που φορολογείται στο Κράτος αυτό, μόνον όσον αφορά εισόδημα που προέρχεται από πηγές μέσα σ` αυτό το Κράτος ή κεφάλαιο που βρίσκεται σε αυτό.
2. Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε η νομική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:
α) θεωρείται ότι είναι κάτοικος του Κρότους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Αν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων).
β) Αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί, ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα
από τα δύο κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους στο οποίο έχει την συνήθη διαμονή του.
γ) Αν έχει συνήθη διαμονή και στα δυο Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.
δ) Αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα διευθετούν το θέμα με αμοιβαία Σύμβαση.
3. Αν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου Ι του παρόντος άρθρου, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται κάτοικος του Κράτους, στο οποίο βρίσκεται ή έδρα της πραγματικής διοίκησης του.
Άρθρο 5
Μόνιμη εγκατάσταση
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος “μόνιμη εγκατάσταση” σημαίνει έναν καθορισμένο τόπο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων μέσω του
οποίου οι εργασίες της επιχείρησης διεξάγονται εν όλω ή εν μέρει.
2. Ο όρος “μόνιμη εγκατάσταση” περιλαμβάνει κυρίως:
α) έδρα διοίκησης
β) υποκατάστημα
γ) γραφείο
δ) εργοστάσιο
ε) εργαστήριο
στ) ορυχείο, πηγή πετρελαίου ή αερίου, λατομείο ή οποιοδήποτε άλλο τόπο εξόρυξης φυσικών πόρων.
3. Ένα εργοτάξιο ή ένα έργο κατασκευής, συναρμολόγησης ή εγκατάστασης ή δραστηριότητες επίβλεψης σε σχέση με αυτήν, συνιστά μόνιμη εγκατάσταση μόνον εάν αυτό το εργοτάξιο, έργο ή δραστηριότητες διαρκούν περισσότερο από δώδεκα μήνες.
4. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ο όρος “μόνιμη εγκατάσταση” δε θεωρείται ότι περιλαμβάνει:
α) τη χρήση εγκαταστάσεων αποκλειστικά για την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση,
β) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά για την αποθήκευση, έκθεση ή παράδοση,
γ) τη διατήρηση αποθέματος αγαθών ή εμπορευμάτων που ανήκουν στην επιχείρηση αποκλειστικά με σκοπό την επεξεργασία από άλλη επιχείρηση,
δ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά προς το σκοπό της αγοράς αγαθών, εμπορευμάτων, ή συγκέντρωσης
πληροφοριών, για την επιχείρηση,
ε) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά με σκοπό τη διαφήμιση παροχή πληροφοριών, επιστημονική έρευνα ή παρόμοιες δραστηριότητες οι οποίες έχουν προπαρασκευαστικό ή επιβοηθητικό χαρακτήρα για την επιχείρηση,
στ) τη διατήρηση καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποκλειστικά για τη διεξαγωγή οποιουδήποτε συνδυασμού δραστηριοτήτων που
μνημονεύονται στις υποπαραγράφους α` έως ε` υπό τον όρο ότι η όλη δραστηριότητα του καθορισμένου τόπου η απορρέουσα από αυτόν τον συνδυασμό
είναι προπαρασκευαστικού ή επιβοηθητικού χαρακτήρα.
5. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου οσάκις ένα πρόσωπο, πλην της περιπτώσεως του ανεξάρτητου πράκτορα για τον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος 6 του παρόντος άρθρου, ενεργεί για λογαριασμό μιας επιχείρησης και έχει την εξουσιοδότηση την οποία ενασκεί συστηματικά να συνάπτει συμβόλαια στο όνομα της επιχείρησης μέσα σε ένα από τα Κράτη, η επιχείρηση αυτή θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση στο Κράτος αυτό αναφορικά με τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει το πρόσωπο αυτό για την επιχείρηση, εκτός εάν οι δραστηριότητες του προσώπου αυτού περιορίζονται σε εκείνες που μνημονεύονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οι οποίες, έστω και εάν ασκούνται μέσω ενός καθορισμένου τόπου επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, δεν καθιστούν τον καθορισμένο αυτόν τόπο μόνιμη εγκατάσταση κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
6. Μία επιχείρηση δεν θεωρείται ότι έχει μόνιμη εγκατάσταση σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος απλά και μόνο επειδή διεξάγει εργασίες σε αυτό το Κράτος
μέσω μεσίτη, γενικού αντιπρόσωπου με προμήθεια ή οποιουδήποτε άλλου ανεξάρτητου πράκτορα, εφόσον τα πρόσωπα αυτά ενεργούν μέσα στα συνήθη
πλαίσια της δραστηριότητας τους.
7. Το γεγονός ότι εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους ελέγχει ή ελέγχεται από εταιρεία που είναι κάτοικος του άλλου
Συμβαλλόμενου Κράτους ή διεξάγει εργασίες σε αυτό το άλλο κράτος (είτε μέσω μόνιμης εγκατάστασης είτε με άλλο τρόπο) δεν μπορεί αυτό και μόνο να καθιστά την καθεμία από τις εταιρείες μόνιμη εγκατάστασης της άλλης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ III
ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 6
Εισόδημα από ακίνητη περιουσία
1. Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από ακίνητη περιουσία (συμπεριλαμβανομένου και του εισοδήματος από γεωργική ή δασική δραστηριότητα) που βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται σ` αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ο όρος “ακίνητη περιουσία” θα έχει την έννοια η οποία καθορίζεται με τη νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους στο οποίο βρίσκεται αυτή η περιουσία. Ο όρος οπωσδήποτε περιλαμβάνει περιουσία παρεπόμενη (Property Accesory) της ακίνητης περιουσίας, ζώα και εξοπλισμό που χρησιμοποιούνται στη γεωργία και στη δασοκομία, δικαιώματα στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις της γενικής νομοθεσίας για έγγειο ιδιοκτησία, την επικαρπία σε ακίνητη περιουσία και δικαιώματα σε μεταβλητές ή καθορισμένες πληρωμές ως αντάλλαγμα για εκμετάλλευση, ή για το δικαίωμα εκμετάλλευσης, μεταλλευτικών κοιτασμάτων, πηγών και άλλων φυσικών πόρων. Πλοία, πλοιάρια αεροπλάνα και οχήματα δε θεωρούνται ως ακίνητη περιουσία.
3. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στο εισόδημα που προέρχεται από την άμεση χρήση, εκμίσθωση ή οποιαδήποτε άλλη μορφή χρήσης της ακίνητης περιουσίας.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται επίσης στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία μιας επιχείρησης και στο εισόδημα από ακίνητη περιουσία που χρησιμοποιείται για την άσκηση μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών.
Άρθρο 7
Κέρδη επιχειρήσεων
1. Τα κέρδη επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό, εκτός αν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ` αυτό. Εάν η επιχείρηση διεξάγει εργασίες κατ` αυτόν τον τρόπο, τα κέρδη της επιχείρησης μπορεί να φορολογούνται στο άλλο Κράτος, αλλά μόνο ως προς το τμήμα αυτών το οποίο προέρχεται από τη μόνιμη αυτή εγκατάσταση.
2. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 3, του παρόντος άρθρου εάν μία επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μόνιμης εγκατάστασης σ` αυτό, τότε σε καθένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη αποδίδονται στη μόνιμη εγκατάσταση τα κέρδη που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιούσε, αν αυτή ήταν μια διαφορετική και ανεξάρτητη επιχείρηση που ασχολείται με την ίδια ή με παρόμοια δραστηριότητα κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και που ενεργεί τελείως ανεξάρτητα από την επιχείρηση της οποίας αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση.
3. Κατά τον καθορισμό των κερδών μιας μόνιμης εγκατάστασης αφαιρούνται τα έξοδα τα οποία πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της μόνιμης εγκατάστασης, συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών και γενικών διανοητικών εξόδων, είτε στο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση είτε αλλού.
4. Εφ` όσον συνηθίζεται d ένα Συμβαλλόμενο Κράτος τα κέρδη που προέρχονται από κάποια μόνιμη εγκατάσταση να καθορίζονται με βάση τον καταμερισμό των συνολικών κερδών της επιχείρησης στα διάφορα τμήματα της, οι διατάξεις της παραγράφου 2 δεν εμποδίζουν καθόλου το Κράτος αυτό να καθορίζει τα φορολογητέα κέρδη μ` αυτόν τον καταμερισμό όπως συνηθίζεται. Παρ` όλα αυτά όμως, η χρησιμοποιούμενη μέθοδος καταμερισμού πρέπει να είναι τέτοια, ώστε το αποτέλεσμα να συμφωνεί με τις αρχές που περιέχονται στο παρόν άρθρο.
5 . Κανένα κέρδος δεν θεωρείται ότι ανήκει σε μόνιμη εγκατάσταση για το λόγο ότι η μόνιμη εγκατάσταση έκανε απλή αγορά αγαθών ή εμπορευμάτων για την επιχείρηση.
6. Για τους σκοπούς των προηγούμενων παραγράφων, τα κέρδη που προέρχονται από τη μόνιμη εγκατάσταση καθορίζονται με την ίδια μέθοδο κάθε χρόνο, εκτός αν υπάρχουν βάσιμοι και επαρκείς λόγοι να καθορίζονται διαφορετικά.
7. Στις περιπτώσεις που στα κέρδη περιλαμβάνονται στοιχεία εισοδήματος για τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία σ` άλλα άρθρα της παρούσας Σύμβασης, τότε οι διατάξεις των άρθρων εκείνων δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8
Διεθνείς μεταφορές
1. Κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση αεροσκαφών ή οχημάτων σε διεθνείς μεταφορές θα φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησης της επιχείρησης.
2. Κέρδη που προέρχονται από την εκμετάλλευση ή πώληση σκάφους σε διεθνείς μεταφορές φορολογούνται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα πλοία έχουν νηολογηθεί ή από το οποίο έχουν εφοδιαστεί με προσωρινά ναυτιλιακά έγγραφα.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, και 2 εφαρμόζονται επίσης σε κέρδη από τη συμμετοχή σε “POOL”, σε κοινοπραξία ή σε πρακτορείο που λειτουργεί σε διεθνές επίπεδο.
5. Εισόδημα που προέρχεται από την εκμετάλλευση σκαφών περιλαμβάνει εισόδημα προερχόμενο από τη χρήση συντήρηση ή ενοικίαση εμπορευματοκιβωτίων (συμπεριλαμβανομένου ρυμούλκων και σχετικού εξοπλισμού για τη μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων) σε σχέση με τη μεταφορά αγαθών ή εμπορευμάτων σε διεθνείς μεταφορές.
Άρθρο 9
Συνδεόμενες επιχειρήσεις
1) Αν:
α) Επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους συμμετέχει άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, τον έλεγχο ή το κεφάλαιο μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, ή
β) τα ίδια πρόσωπα συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στη διοίκηση, στον έλεγχο ή στο κεφάλαιο επιχείρησης του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και μιας επιχείρησης του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους,και σε καθεμία από τις περιπτώσεις αυτές επικρατούν ή επιβάλλονται μεταξύ
των δύο επιχειρήσεων στις εμπορικές ή οικονομικές τους σχέσεις όροι διαφορετικοί από εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων
επιχειρήσεων, τότε οποιαδήποτε κέρδη τα οποία” αν δεν υπήρχαν οι όροι αυτοί, θα μπορούσαν να είχαν πραγματοποιηθεί από μία από τις επιχειρήσεις, αλλά λόγω αυτών των όρων, δεν πραγματοποιήθηκαν, μπορούν να περιλαμβάνονται στα κέρδη αυτής της επιχείρησης και να φορολογούνται ανάλογα.
2. Αν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος περιλαμβάνει στα κέρδη μιας επιχείρησης αυτού του Κράτους – και φορολογεί ανάλογα – κέρδη για τα οποία μια επιχείρηση του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους έχει φορολογηθεί σ` αυτό το άλλο Κράτος και τα περιληφθέντα κατ` αυτόν τον τρόπο κέρδη είναι κέρδη τα οποία θα είχαν πραγματοποιηθεί από την επιχείρηση του πρώτου -μνημονευθέντος Κράτους αν οι όροι που επικρατούν μεταξύ των δύο επιχειρήσεων ήταν οι ίδιοι με εκείνους που θα επικρατούσαν μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τότε αυτό το άλλο Κράτος προσαρμόζει ανάλογα το ποσό του φόρον που έχει επιβληθεί μέσα σ` αυτό το Κράτος επί εκείνων των κερδών. Κατά τον καθορισμό μιας τέτοιας προσαρμογής, πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι λοιπές διατάξεις αυτής της Σύμβασης και` οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών συμβουλεύονται η μια την άλλη αν κριθεί απαραίτητο.
Άρθρο 10
Μερίσματα
1. Μερίσματα που καταβάλλονται από μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογηθούν σε αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Εν τούτοις, τα μερίσματα αυτά μπορούν να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η καταβάλλουσα τα μερίσματα εταιρεία είναι κάτοικος και σύμφωνα με την νομοθεσία του Κράτους αυτού, αν όμως ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ` αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει:
α) το 5 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων αν ο δικαιούχος είναι εταιρεία (εκτός από προσωπική εταιρεία) η οποία κατέχει άμεσα τουλάχιστο το 25 τοις εκατό του κεφαλαίου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα
β) 15 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των μερισμάτων σε όλες τις άλλες περιπτώσεις.
Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής των περιορισμών αυτών.
Η παρούσα παράγραφος δεν επηρεάζει την φορολογία της εταιρείας όσον αφορά τα κέρδη της από τα οποία καταβάλλονται τα μερίσματα.
3. Ο όρος “μερίσματα”, όπως χρησιμοποιείται στο παρόν άρθρο, σημαίνει εισόδημα από μετοχές, άλλα δικαιώματα συμμετοχής σε κέρδη τα οποία δεν αποτελούν απαιτήσεις από χρέη, καθώς και το εισόδημα από άλλα εταιρικά δικαιώματα, το οποίο υπόκειται στην ίδια φορολογική μεταχείριση όπως και το εισόδημα από μετοχές σύμφωνα με την νομοθεσία του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου η εταιρεία που διενεργεί την διανομή είναι κάτοικος.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των μερισμάτων, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διενεργεί εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος του οποίου η εταιρεία που καταβάλλει τα μερίσματα, είναι κάτοικος, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ` αυτό ή αν παρέχει σ` αυτό το άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται d αυτό, και η συμμετοχή δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα συνδέεται ουσιαστικά μ` αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε αυτήν την περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.
5. Αν μια εταιρεία που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους πραγματοποιεί κέρδη ή αποκτά εισόδημα στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, το άλλο αυτό Κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει κανένα φόρο στα μερίσματα που καταβάλλονται από την εταιρεία, εκτός αν τα μερίσματα αυτά καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου αυτού Κράτους ή αν η συμμετοχή, δυνάμει της οποίας καταβάλλονται τα μερίσματα, συνδέεται ουσιαστικά με μια μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που βρίσκεται στο άλλο αυτό Κράτος, ούτε μπορεί να υπαγάγει τα αδιανέμητα κέρδη της εταιρείας σε φόρο επί αδιανέμητων κερδών, ακόμη και αν τα καταβαλλόμενα μερίσματα ή τα αδιανέμητα κέρδη αποτελούνται συνολικά ή εν μέρει από κέρδη ή εισοδήματα προκύπτουν σ` αυτό το άλλο Κράτος.
Άρθρο 11
Τόκοι
1. Τόκοι που προκύπτουν στο ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορεί να φορολογούν σ` αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
2. Μπορεί όμως αυτοί οι τόκοι να φορολογούνται επίσης στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με την νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά, αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των τόκων, ο φόρος που επιβάλλεται κατ` αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των τόκων.
Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία το τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. Ο όρος “τόκου”, όπως χρησιμοποιείται σ` αυτό το άρθρο, σημαίνει εισόδημα, από απαιτήσεις κάθε Είδους, είτε εξασφαλίζονται με υποθήκη είτε όχι και είτε παρέχουν δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη είτε όχι και ιδιαίτερα, εισόδημα από κρατικά χρεόγραφα και εισόδημα από ομόλογα ή ομολογίες συμπεριλαμβανομένων και των δώρων (PREMIUMS) και βραβείων που σχετίζονται με αυτά τα χρεόγραφα, ομόλογα ή ομολογίες. Επιπρόσθετες χρεώσεις για καθυστερημένες πληρωμές δεν θα θεωρούνται ως τόκος για τους σκοπούς
αυτού του άρθρου.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ` αυτό ή αν παρέχει σ` αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ` αυτό, και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14 της παρούσας Σύμβασης, ανάλογα με την περίπτωση.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των τόκων, που είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, στο οποίο προκύπτουν οι τόκοι, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ` αυτό ή αν παρέχει σ` αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ` αυτό, και η αξίωση χρέους σε σχέση με την οποία καταβάλλονται οι τόκοι συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν τη μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14 της παρούσας Σύμβασης, ανάλογα με την περίπτωση.
5. Τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος, μια πολιτική υποδιαίρεση, μία τοπική αρχή ή κάτοικος αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους. Αν, όμως, το πρόσωπο που καταβάλλει τους τόκους, είτε είναι ή όχι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, έχει σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μια μόνιμη εγκατάσταση ή μια καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η οφειλή για την οποία καταβάλλονται οι τόκοι, και οι τόκοι αυτοί βαρύνουν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε οι εν λόγω τόκοι θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Κράτος, στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση, που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των καταβαλλόμενων τόκων, λαμβανομένης υπόψη της αξίωσης από χρέος, για την οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό που θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του οφειλέτη και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις αυτού του Άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σε μια τέτοια περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα μα την νομοθεσία καθενός Συμβαλλόμενου λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 12
Δικαιώματα
1. Δικαιώματα που προκύπτουν σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος και καταβάλλονται σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, μπορεί να φορολογούνται σ` αυτό το άλλο Κράτος.
2. Όμως τα δικαιώματα αυτά μπορούν να φορολογούνται επίσης και στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν και σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, αλλά αν ο εισπράττων είναι ο δικαιούχος των δικαιωμάτων ο φόρος που επιβάλλεται κατ` αυτόν τον τρόπο δεν υπερβαίνει το 10 τοις εκατό του ακαθάριστου ποσού των δικαιωμάτων. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών καθορίζουν με αμοιβαία συμφωνία τον τρόπο εφαρμογής αυτού του περιορισμού.
3. Ο όρος “δικαιώματα” όπως χρησιμοποιείται στο Άρθρο αυτό, σημαίνει πληρωμές κάθε είδους που εισπράττονται ως αντάλλαγμα για τη χρήση, το δικαίωμα χρήσης οποιουδήποτε δικαιώματος αναπαραγωγής φιλολογικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής εργασίας (περιλαμβανομένων κινούμενων σχεδίων ή ταινιών / μαγνητοταινιών ή άλλων μέσων για ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές ή άλλα μέσα αναπαραγωγής ή εκπομπής), οποιασδήποτε, ευρεσιτεχνίας, εμπορικού σήματος, σχεδίου ή τύπου μηχανολογικού σχεδίου, μυστικού τύπου ή διαδικασία παραγωγής, ή για τη χρήση ή το δικαίωμα χρήσης, βιομηχανικού, εμπορικού ή επιστημονικού εξοπλισμού ή για πληροφορίες που αφορούν σε βιομηχανική, εμπορική ή επιστημονική εμπειρία.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται αν ο δικαιούχος των δικαιωμάτων, που είναι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει εργασίες στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο προκύπτουν τα δικαιώματα, μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης που βρίσκεται σ` αυτό, ή αν παρέχει σ` αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ` αυτό και το δικαίωμα ή περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλονται τα δικαιώματα συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 7 ή του Άρθρου 14, ανάλογα με την περίπτωση.
5. Δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν cf ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, όταν ο καταβάλλων είναι το ίδιο το Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού ή κάτοικος του Κράτους αυτού. Όταν όμως το πρόσωπο που καταβάλλει τα δικαιώματα, ανεξάρτητα αν είναι ή όχι κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διατηρεί σ` ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση σε σχέση με την οποία προέκυψε η υποχρέωση καταβολής των δικαιωμάτων, και τα δικαιώματα αυτά βαρύνουν την μόνιμη αυτή εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση, τότε τα δικαιώματα θεωρούνται ότι προκύπτουν στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο βρίσκεται η μόνιμη εγκατάσταση ή η καθορισμένη βάση.
6. Σε περίπτωση, που λόγω ειδικής σχέσης μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου αυτών των δικαιωμάτων ή μεταξύ αυτών των δύο και κάποιου άλλου προσώπου, το ποσό των δικαιωμάτων, λαμβάνοντας υπόψη τη χρήση, το δικαίωμα ή τις πληροφορίες για τα οποία καταβάλλονται, υπερβαίνει το ποσό, το οποίο θα είχε συμφωνηθεί μεταξύ του καταβάλλοντος και του δικαιούχου ελλείψει μιας τέτοιας σχέσης, οι διατάξεις του παρόντος Άρθρου εφαρμόζονται μόνο στο τελευταίο μνημονευόμενο ποσό. Σ` αυτήν την περίπτωση, το υπερβάλλον μέρος των πληρωμών φορολογείται σύμφωνα με την νομοθεσία του καθενός Συμβαλλόμενου Κράτους, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών διατάξεων της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 13
Ωφέλεια από Κεφάλαιο
1. Ωφέλεια που αποκτά κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από εκποίηση ακίνητης περιουσίας που αναφέρεται στο Άρθρο 6 και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
2. Ωφέλεια από την εκποίηση κινητής περιουσίας που αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης που διατηρεί μια επιχείρηση του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή κινητής περιουσίας που ανήκει σε καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους διατηρεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της άσκησης μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ωφέλειας από την εκποίηση μιας τέτοιας μόνιμης εγκατάστασης (μόνης ή μαζί με όλη την επιχείρηση) ή μιας τέτοιας καθορισμένης βάσης, μπορεί να φορολογείται σ αυτό το άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Ωφέλεια από την εκποίηση σκαφών, αεροσκαφών ή οχημάτων που εκτελούν διεθνείς μεταφορές ή κινητής περιουσίας που συνδέεται με την εκμετάλλευση αυτών των σκαφών, των αεροσκαφών ή οχημάτων θα φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο τα κέρδη από την εκμετάλλευση των εν λόγω σκαφών, αεροσκαφών ή οχημάτων φορολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8.
4. Ωφέλεια από την εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας εκτός από κείνη που αναφέρεται στις παραγράφους 1, 2, και 3 θα φορολογείται μόνο στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο είναι κάτοικος το πρόσωπο που εκποιεί την εν λόγω περιουσία.
Άρθρο 14
Μη Εξαρτημένες Προσωπικές Υπηρεσίες
1. Εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο επί Συμβαλλόμενο Κράτος για επαγγελματικές υπηρεσίες ή άλλες δραστηριότητες μη εξαρτημένου χαρακτήρα, φορολογείται μόνο σ` αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος εκτός:
α) αν ο κάτοικος αυτός έχει στη τακτική του διάθεση τον κατά συνήθη τρόπο καθορισμένη βάση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό άσκησης των δραστηριοτήτων του; σε αυτή τη περίπτωση, το εισόδημα μπορεί να φορολογείται στο άλλο Κράτος άλλο μόνο κατά το ποσό που θεωρείται ότι ανήκει στην καθορισμένη αυτή βάση ή
β) αν η παραμονή του στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος είναι για περίοδο ή περιόδους που αθροιστικά ξεπερνούν τις 183 ημέρες μέσα σε ένα δημοσιονομικό έτος σε αυτή τη περίπτωση μόνο τόσο από το εισόδημα του το οποίο προέρχεται από τις δραστηριότητες του στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να φορολογείται σε αυτό το άλλο Κράτος.
2. Ο όρος επαγγελματικές υπηρεσίες, περιλαμβάνει κυρίως, μη εξαρτημένες, επιστημονικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές, εκπαιδευτικές ή διδακτικές δραστηριότητες, όπως επίσης και τις μη εξαρτημένες δραστηριότητες των ιατρών, δικηγόρων, μηχανικών, αρχιτεκτόνων, οδοντιάτρων και λογιστών.
Άρθρο 15
Εξαρτημένες Προσωπικές Υπηρεσίες
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των Άρθρων 16, 18, 19, 20 και 21 αυτής της Σύμβασης, μισθοί, ημερομίσθια και άλλες αμοιβές παρόμοιας φύσης που αποκτώνται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για εξαρτημένη εργασία φορολογούνται μόνο σ` αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος εκτός αν η εξαρτημένη εργασία παρέχεται, στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος. Εάν η εξαρτημένη εργασία παρέχεται κατ` αυτόν τον τρόπο η αμοιβή που προέρχεται από αυτή μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
2. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου 1, η αμοιβή που αποκτάται από κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για εξαρτημένη εργασία που παρέχεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος φορολογείται μόνο στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος
εάν:
α) ο δικαιούχος της αμοιβής βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για χρονική περίοδο ή περιόδους που δεν υπερβαίνουν συνολικά τις 183 ημέρες μέσα σε μια δωδεκάμηνη περίοδο που αρχίζει ή τελέσει στο οικείο οικονομάω έτος, και
β) η αμοιβή καταβάλλεται από ή για λογαριασμό εργοδότη που δεν είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, και
γ) η αμοιβή δεν βαρύνει την μόνιμη εγκατάσταση ή καθορισμένη βάση που διατηρεί ο εργοδότης στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος.
3. Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, η αμοιβή που λαμβάνεται για παροχή εξαρτημένης εργασίας πάνω σε σκάφος, αεροσκάφος ή όχημα σε διεθνείς μεταφορές, μπορεί να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος
στο οποίο φορολογούνται τα κέρδη από την εκμετάλλευση αυτού του σκάφους ή του αεροσκάφους σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 8.
4. Ανεξάρτητα από τις προηγούμενες διατάξεις αυτού του άρθρου, η αμοιβή που λαμβάνεται από ένα κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους θα φορολογείται μόνο σε αυτό το Κράτος εάν η αμοιβή πληρώνεται σχετικά με:
α) εξαρτημένη εργασία η οποία παρέχεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σε σχέση με ένα εργοτάξιο, έργο κατασκευής, συναρμολόγησης, έργο εγκατάστασης ή δραστηριότητες επίβλεψης σε σχέση με αυτό, για περίοδο 12 μηνών κατά τη διάρκεια των οποίων το εργοτάξιο, έργο κατασκευής, ή οι δραστηριότητες δεν αποτελούν μία μόνιμη εγκατάσταση σε αυτό το άλλο Κράτος.
β) εξαρτημένη εργασία πάνω σε πλοίο, πλοιάριο, αεροσκάφος ή όχημα σε διεθνείς μεταφορές.
Άρθρο 16
Αμοιβές Διευθυντών
Αμοιβές διευθυντών και άλλες παρόμοιες πληρωμές που αποκτώνται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους με την ιδιότητα του ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου μιας εταιρείας που είναι κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους μπορούν να φορολογούνται στο άλλο αυτό Κράτος.
Άρθρο 17
Καλλιτέχνες και Αθλητές
1. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις, των Άρθρων 14 και 15, εισόδημα που αποκτάται από κάτοικο του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας, όπως καλλιτέχνης θεάτρου, κινηματογράφου, ραδιοφώνου ή τηλεόρασης, ή μουσικός ή αθλητής από τις προσωπικές του υπηρεσίες που παρέχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
2. Όταν το εισόδημα από παροχή προσωπικών υπηρεσιών ενός προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή ενός αθλητή με την ιδιότητα τον αυτή, δεν περιέρχεται στο ίδιο το πρόσωπο που παρέχει τις υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή στον ίδιο τον αθλητή αλλά σε άλλο πρόσωπο, αυτό το εισόδημα μπορεί, ανεξάρτητα από τις διατάξεις των Άρθρων 7, 14 και 15 της παρούσας Σύμβασης, να φορολογείται στο Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο παρέχονται οι υπηρεσίες του προσώπου που παρέχει υπηρεσίες ψυχαγωγίας ή του αθλητή.
3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 αυτού του άρθρου, εισόδημα που αποκτάται από ένα κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους από προσωπική παροχή υπηρεσιών ψυχαγωγίας ή του αθλητή θα φορολογούνται μόνο σε αυτό το Κράτος εάν οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσα στο πλαίσιο ενός πολιτισμικού ή αθλητικού προγράμματος ανταλλαγής εγκεκριμένου και από τα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη.
Άρθρο 18
1.Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του Άρθρου 19 της παρούσας Σύμβασης, συντάξεις και άλλες παρόμοιας φύσης αμοιβές που καταβάλλονται σε κάτοικο ενός Συμβαλλόμενου Κράτους για παρεχόμενη στο παρελθόν εξαρτημένη εργασία, φορολογούνται μόνο σ` αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
Άρθρο 19
Κυβερνητικές Υπηρεσίες
1. α) Οι αμοιβές, οι μισθοί και άλλες παρόμοιες αμοιβές, εκτός από συντάξεις, που καταβάλλονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού σε φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού, φορολογούνται μόνο σ` αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
β) Εντούτοις τέτοιες αμοιβές, μισθοί και άλλες παρόμοιες αμοιβές θα φορολογούνται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν οι υπηρεσίες παρέχονται μέσα στο Κράτος αυτό και το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος του Κράτους αυτού
ο οποίος:
i) είναι υπήκοος αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους, ή ii) δεν έγινε κάτοικος αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό παροχής των υπηρεσιών.
2. α) Οποιαδήποτε σύνταξη που καταβάλλεται από, ή από ταμεία που συστάθηκαν από, ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού σ` ένα φυσικό πρόσωπο για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν προς το Κράτος αυτό ή υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού θα φορολογείται μόνο α` αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος.
β) Εντούτοις, μια τέτοια σύνταξη φορολογείται μόνο στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος αν το φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και υπήκοος του Κράτους αυτού.
3. Οι διατάξεις των Άρθρων 15,16,17 και 18 αυτής της Σύμβασης θα εφαρμόζονται σε αμοιβές, μισθούς και άλλες παρόμοιες αμοιβές και συντάξεις για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν σε σχέση με επιχειρηματικές δραστηριότητες που διεξάγονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος ή πολιτική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού.
Άρθρο 20
Σπουδαστές
1. Χρηματικά ποσά τα οποία σπουδαστής ή μαθητευόμενος, ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν την μετάβαση του σ ένα Συμβαλλόμενο Κράτος κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους και ο οποίος βρίσκεται στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό αυτό της εκπαίδευσης ή εξάσκησης του, λαμβάνει για το σκοπό της συντήρησης, εκπαίδευσης ή εξάσκησης του δεν θα φορολογούνται σε αυτό το Κράτος, υπό την προϋπόθεση ότι τα καταβαλλόμενα ποσά προκύπτουν από πηγές που βρίσκονται εκτός αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους.
2. Όσον αφορά δωρεές, υποτροφίες και αμοιβές από εξαρτημένη απασχόληση που δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 αυτού του άρθρου, ένας μαθητής ή μαθητευόμενος που αναφέρεται στη παράγραφο 1 θα υπόκεινται επιπρόσθετα κατά τη διάρκεια αυτής της εκπαίδευσης ή πρακτικής άσκησης στις ίδιες εξαιρέσεις, ελαφρύνσεις ή μειώσεις όσον αφορά φόρους, που είναι διαθέσιμες σε κατοίκους του Συμβαλλόμενου Κράτους το οποίο επισκέπτονται.
Άρθρο 21
Καθηγητές και Ερευνητές
1. Κάθε φυσικό πρόσωπο ο οποίος επισκέπτεται ένα Συμβαλλόμενο Κράτος για το σκοπό της διδασκαλίας ή της διενέργειας έρευνας σε ένα πανεπιστήμιο, κολλέγιο, σχολείο ή άλλο αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό οργανισμό σε αυτό το Κράτος και ο οποίος είναι ή ήταν αμέσως πριν από αυτή την επίσκεψη κάτοικος του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, θα εξαιρείται από τη φορολόγηση στο πρώτο αναφερόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος επί αμοιβής για τέτοια διδασκαλία ή έρευνα για μια περίοδο που δεν θα ξεπερνά τα δύο χρόνια από την ημέρα της πρώτης επίσκεψης για αυτό το λόγο, υπό την προϋπόθεση ότι τέτοια αμοιβή προκύπτει για αυτόν από πηγές που βρίσκονται εκτός αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 αυτού του άρθρου δεν θα εφαρμόζονται σε εισόδημα από έρευνα εάν αυτή η έρευνα αναλαμβάνεται όχι για το δημόσιο όφελος αλλά κυρίως για προσωπικό όφελος ενός συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV
ΦΟΡΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Άρθρο 22
Αλλα Εισοδήματα
1. Εισοδήματα κάτοχου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, οπουδήποτε και αν προκύπτουν τα οποία δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των προηγουμένη Άρθρων της παρούσας Σύμβασης θα φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζονται σε εισόδημα, με εξαίρεση το εισόδημα από ακίνητη περιουσία όπως καθορίζεται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 6 της παρούσας Σύμβασης, εάν ο δικαιούχος αυτού του εισοδήματος, ο οποίος είναι κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, διεξάγει επιχείρηση στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σ` αυτό, ή ασκεί σ` αυτό το άλλο Κράτος μη εξαρτημένες προσωπικές υπηρεσίες από καθορισμένη βάση που βρίσκεται σ αυτό, και το δικαίωμα ή περιουσία σε σχέση με την οποία καταβάλλεται το εισόδημα, συνδέεται ουσιαστικά με αυτήν την μόνιμη εγκατάσταση ή την καθορισμένη βάση. Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις των Άρθρων 7 ή του άρθρου 14 της παρούσας Σύμβασης, ανάλογα με την περίπτωση.
Άρθρο 23
Κεφάλαιο
1. Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από ακίνητη περιουσία, όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 6 της παρούσας Σύμβασης, η οποία ανήκει σε κάτοικο του ενός
Συμβαλλόμενου Κράτους και βρίσκεται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, μπορεί να φορολογείται στο άλλο αυτό Κράτος.
2. Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από κινητή περιουσία η οποία αποτελεί μέρος της επαγγελματικής περιουσίας μιας μόνιμης εγκατάστασης, την οποία
επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος ή από κινητή περιουσία που συνδέεται με καθορισμένη βάση την οποία κάτοικος
του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος για τον σκοπό της παροχής μη εξαρτημένων προσωπικών υπηρεσιών” μπορεί να
φορολογείται σ` αυτό το άλλο Κράτος.
3. Κεφάλαιο που αντιπροσωπεύεται από σκάφη αεροσκάφη και οχήματα σε διεθνείς μεταφορές και από κινητή περιουσία που συνδέεται με την
εκμετάλλευση αυτών των σκαφών, αεροσκαφών και οχημάτων θα φορολογείται σύμφωνα με το άρθρο 8.
4. Όλα τα άλλα στοιχεία κεφαλαίου κατοίκου ενός Συμβαλλόμενου Κράτους φορολογούνται μόνο στο Κράτος αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V
ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΞΑΛΕΙΨΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Άρθρο 24
Αποφυγή της Διπλής Φορολογίας
1. Αν κάτοικος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους αποκτά εισόδημα ή κατέχει περιουσία το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτής της Σύμβασης, δύναται να
φορολογείται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, το πρώτο – μνημονευθέν Κράτος αναγνωρίζει:
– ως έκπτωση αχό το φόρο εισοδήματος αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο προς το φόρο εισοδήματος που καταβλήθηκε σε αυτό το άλλο Κράτος,
– ως έκπτωση αχό φόρο κεφαλαίου αυτού του κατοίκου, ποσό ίσο προς το φόρο κεφαλαίου που καταβλήθηκε σε αυτό το άλλο Κράτος.
μία τέτοια έκπτωση και στις δύο περιπτώσεις δεν υπερβαίνει, όμως, εκείνο το τμήμα του φόρου εισοδήματος ή του φόρου κεφαλαίου, όπως υπολογίσθηκε πριν να δοθεί η έκπτωση, το οποίο αντιστοιχεί, ανάλογα με την περίπτωση, στο εισόδημα ή στο κεφάλαιο το οποίο δύναται να φορολογείται σε αυτό το άλλο
Κράτος.
2. Για το σκοπό της έκπτωσης ως πίστωσης σε ένα Συμβαλλόμενο Κράτος του φόρου που πληρώθηκε στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος, θα θεωρείται ότι
περιλαμβάνει το φόρο ο οποίος σε διαφορετική περίπτωση είναι πληρωτέος στο άλλο Κράτος αλλά που έχει μειωθεί ή απαλειφθεί από αυτό το Κράτος υπό τις
νόμιμες διατάξεις για φορολογικά κίνητρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 25
Μη Διακριτική Μεταχείριση
1. Οι υπήκοοι του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους δεν υπόκεινται στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή οποιαδήποτε σχετική με αυτή διαδικασία, η οποία είναι διάφορη ή περισσότερο επαχθής από τη φορολογία και τις σχετικές διαδικασίες στις οποίες υπόκεινται ή μπορούν να υπαχθούν οι υπήκοοι του άλλου αυτού Συμβαλλόμενου Κράτους κάτω από τις ανάλογες συνθήκες. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επίσης ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 1 σε πρόσωπα τα οποία δεν είναι κάτοικοι του ενός ή και των δύο Συμβαλλόμενων Κρατών.
2. Η φορολογία μόνιμης εγκατάστασης την οποία μια επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους έχει στο άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος δεν είναι λιγότερη
ευνοϊκή σ` αυτό το άλλο Κράτος από την φορολογία που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις του άλλου αυτού Συμβαλλόμενου Κράτους που ασκούν τις ίδιες
δραστηριότητες. Αυτή η διάταξη δεν θα ερμηνευθεί ως υποχρέωση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους να παρέχει σε κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου
Κράτους οποιαδήποτε, προσωπικές απαλλαγές, ελαφρύνσεις και μειώσεις για φορολογικούς σκοπούς εξαιτίας αστικής κατάστασης ή οικογενειακών υποχρεώσεων οι οποίες παρέχονται στους δικούς του κατοίκους.
3. Εκτός των περιπτώσεων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 9, των παραγράφων 6 του Άρθρου 11, ή της παραγράφου 6 του Άρθρου 12 αυτής της Σύμβασης, τόκοι, δικαιώματα και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται από μια επιχείρηση ενός Συμβαλλόμενου Κράτους σε κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, αφαιρούνται για τον υπολογισμό των φορολογητέων κερδών της εν λόγω επιχείρησης, με τους ίδιους όρους, σαν να είχαν καταβληθεί σε κάτοικο του πρώτου αναφερόμενου Συμβαλλόμενου Κράτους. Παρομοίως, οποιαδήποτε χρέη μιας επιχείρησης ενός Συμβαλλόμενου Κράτους προς κάτοικο του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους αφαιρούνται για τον υπολογισμό τον φορολογητέου κεφαλαίου της εν λόγω επιχείρησης, με τους ίδιους όρους σαν να είχαν συναφθεί με κάτοικο του πρώτου αναφερόμενου Συμβαλλόμενου Κράτους.
4. Επιχειρήσεις ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, των οποίων το κεφάλαιο συνολικά ή εν μέρει ανήκει ή ελέγχεται, άμεσα ή έμμεσα, από έναν ή περισσότερους κατοίκους του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, δεν υποβάλλονται στο πρώτο αναφερόμενο Κράτος σε οποιαδήποτε φορολογία ή σχετική με αυτές απαίτηση διαφορετική ή περισσότερο επαχθής από την φορολογία και τη σχετική με αυτή απαιτήσεις στην οποία υποβάλλονται ή μπορούν να υποβληθούν άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις του πρώτου αναφερόμενου Κράτους.
Άρθρο 26
Διαδικασία Αμοιβαίας Συμφωνίας
1. Οποτεδήποτε ένα πρόσωπο θεωρεί ότι οι ενέργειες του ενός ή και των δυο Συμβαλλόμενων Κρατών έχουν ή θα έχουν ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με την παρούσα Σύμβαση, μπορεί, ανεξάρτητα από τα μέσα θεραπείας που προβλέπονται από την εθνική νομοθεσία αυτών των Συμβαλλομένων Κρατών, να θέσει την υπόθεση του υπόψη της Αρμόδιας Αρχής του Συμβαλλόμενου Κράτους, του οποίου είναι κάτοικος, ή, εάν η περίπτωση του εμπίπτει στις διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 24, στην αρχή του Συμβαλλόμενου Κράτους του οποίου είναι υπήκοος. Η υπόθεση πρέπει να τεθεί υπόψη εντός τριών ετών από την πρώτη κοινοποίηση της πράξης η οποία έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή φορολογίας η οποία δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της Σύμβασης.
2. Η αρμόδια αρχή προσπαθεί, εάν η ένσταση φαίνεται να είναι βάσιμη και αν η ίδια δεν είναι σε θέση να δώσει ικανοποιητική λύση, να επιλύσει την
διαφορά με αμοιβαία συμφωνία με την αρμόδια αρχή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους, με σκοπό την αποφυγή της φορολογίας που δεν είναι σύμφωνη με την Σύμβαση. Οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τους χρονικούς περιορισμούς στην εσωτερική νομοθεσία των Συμβαλλόμενων Κρατών.
3. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών θα προσπαθούν να επιλύσουν με αμοιβαία σύμβαση οποιεσδήποτε δυσχέρειες ή αμφιβολίες ανακύπτουν από την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης. Μπορούν επίσης να συννενοούνται μεταξύ τους για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περιπτώσεις που δεν προβλέπονται από τη Σύμβαση.
4. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους απευθείας με σκοπό να φθάσουν σε μια συμφωνία κατά την έννοια των προηγούμενων παραγράφων. Όταν κρίνεται σκόπιμο για την επίτευξη σύμβασης να λάβει χώρα προφορική ανταλλαγή απόψεων, αυτή η ανταλλαγή μπορεί να γίνει μέσω μιας Επιτροπής αποτελούμενης από αντιπροσώπους των αρμοδίων αρχών των Συμβαλλομένων Κρατών.
Άρθρο 27
Ανταλλαγή Πληροφοριών
1. Οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών ανταλλάσσουν πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης ή της εσωτερικής νομοθεσίας των Συμβαλλομένων Κρατών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση στο μέχρι που η φορολογία σύμφωνα με αυτές δεν είναι αντίθετη με τη Σύμβαση. Η ανταλλαγή πληροφοριών δεν περιορίζεται από τις διατάξεις του Άρθρου 1 και 2 αυτής της Σύμβασης. Όλες οι πληροφορίες που λαμβάνονται από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, θεωρούνται ως απόρρητες κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία αυτού του Συμβαλλόμενου Κράτους και αποκαλύπτονται μόνο σε πρόσωπα ή αρχές (συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων και των διοικητικών οργάνων) που σχετίζονται με την βεβαίωση ή είσπραξη, την αναγκαστική εκτέλεση ή δίωξη ή εκδίκαση προσφυγών σε σχέση με τους φόρους που καλύπτονται από την παρούσα Σύμβαση. Τα πρόσωπα αυτά ή οι αρχές χρησιμοποιούν τις πληροφορίες μόνο για αυτούς τους σκοπούς. Μπορούν να αποκαλύπτουν τις πληροφορίες στο δικαστήριο κατά την επ` ακροατηρίου διαδικασία ή σε δικαστικές αποφάσεις.
2. Σε καμία περίπτωση οι διατάξεις της παραγράφου 1 δεν ερμηνεύονται ότι επιβάλλουν σε κανένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη την υποχρέωση:
α) να λαμβάνει διοικητικά μέτρα αντίθετα με την νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
β) να παρέχει πληροφορίες που δεν μπορούν να αποκτηθούν σύμφωνα με την νομοθεσία ή την συνήθη διοικητική πρακτική αυτού ή του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους.
γ) να παρέχει πληροφορίες που αποκαλύπτουν οποιοδήποτε συναλλακτικό, επιχειρηματικό, βιομηχανικό, εμπορικό ή επαγγελματικό απόρρητο ή παραγωγική διαδικασία ή πληροφορία η αποκάλυψη των οποίων θα μπορούσε να είναι αντίθετη σε κανόνα δημόσιας τάξης (ordre public).
Άρθρο 28
Μέλη των Διπλωματικών και Προξενικών Αποστολών
Καμία διάταξη σ αυτή τη Σύμβαση δεν επηρεάζει τα φορολογικά προνόμια των μελών των διπλωματικών ή προξενικών αποστολών κατά τους γενικούς κανόνες του διεθνούς δικαίου ή κατά τις διατάξεις ειδικών συμφωνιών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI
ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 29
Θέση σε Ισχύ
1. Η Σύμβαση θα επικυρωθεί και τα έγγραφα της επικύρωσης θα ανταλλαχθούν.
2. Η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την ημερομηνία ανταλλαγής των εγγράφων επικύρωσης, και οι διατάξεις θα έχουν επίπτωση όσον αφορά τους φόρους επί του προκύπτοντος εισοδήματος και των φόρων επί του κατεχόμενου κεφαλαίου σε κάθε δημοσιονομικό έτος με έναρξη από την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου του ημερολογιακού έτους που ακολουθεί αυτού στο οποίο τα έγγραφα της επικύρωσης θα ανταλλαχθούν.
Άρθρο 30
Λήξη
Η παρούσα Σύμβαση παραμένει σε ισχύ μέχρι να καταγγελθεί αχό ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη. Το καθένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να καταγγείλει την Σύμβαση, δια της διπλωματικής οδού, επιδίδοντας γραπτή αναγγελία για την λήξη τουλάχιστον 6 μήνες πριν το τέλος οποιουδήποτε ημερολογιακού έτους που αρχίζει μετά την περίοδο πέντε ετών από την ημερομηνία κατά την οποία η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ. Σε αυτήν την περίπτωση η Σύμβαση παύει να έχει εφαρμογή αναφορικά με τους φόρους σε εισοδήματα που αποκτήθηκαν και φόρων επί του κατεχόμενου κεφαλαίου σε κάθε οικονομικό έτος κατά το οποίο επιδίδεται αυτή η αναγγελία.
Σε μαρτυρία των ανωτέρω, οι υπογεγραμμένοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι γι`αυτό, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Εγινε στο Σεράγεβο, την 23η Ιουλίου, 2007 σε δύο πρωτότυπα στην Ελληνική,Βοσνιακή/Κροατική/Σερβική και Αγγλική γλώσσα, όλα τα κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά. Σε κάθε περίπτωση διαφωνίας ερμηνείας, το Αγγλικό κείμενο υπερισχύει.
Για την Ελληνική Δημοκρατία Για το Συμβούλιο Υπουργών
της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ DRAGAN VRANKIC
Υφυπουργός Εξωτερικών Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών
της Ελληνικής Δημοκρατίας της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης
CONVENTION BETWEEN
HELLENIC REPUBLIC AND
THE BOSNIA AND HERZEGOVINA
FOR TIDE AVOIDANCE OF DOUBLE TAXATION
WITH RESPECT TO
TAXES ON INCOME AND ON CAPITAL
Hellenic Republic and the Bosnia and Herzegovina
Desiring to conclude a Convention for the avoidance of double taxation with
respect to taxes on income and on capital, with the view to establishing
stable conditions for comprehensive development of economic and other
cooperation and investment between the two countries,
Have agreed as follows:
CHAPTER I
SCOPE OF THE CONVENTION
Article 1
PERSONAL SCOPE
This Convention shall apply to persons who are residents of one or both of
the Contracting States.
Article 2
TAXES COVERED
This Convention shall apply to taxes on income and on capital imposed on
behalf of a Contracting State or. of its political subdivisions or local
authorities, irrespective of the manner in which they are levied.
There shall be regarded as taxes on income and on capital all taxes
imposed on total income, on total capital, or on elements of income or of
capital, including taxes on gains from the alienation of movable or
immovable property, taxes on the total amounts of wages or salaries paid by
enterprises, as well as taxes on capital appreciation.
The existing taxes to which the Convention shall apply are in
particular: in the Hellenic Republic:
the income and capital tax on natural persons;
the income and capital tax on legal persons;
(hereinafter referred to as “Hellenic tax”), in Bosnia and Herzegovina:
the tax on profit;
the tax on income;
the tax on capital;
(hereinafter referred to as” Bosnia and Herzegovina tax”);
The Convention shall apply also to any identical or substantially
similar taxes that are imposed after the date of signature of the Convention
in addition to, or in place of, the existing taxes. The competent
authorities of the Contracting States shall notify each other of any
substantial change made to their respective taxation laws.
CHAPTER II
DEFINITIONS
Article 3
GENERAL DEFINITIONS
For the purposes of this Convention, unless the context otherwise
requires:
a) the terms “a Contracting State” and “the other Contracting State” mean
Hellenic Republic or the Bosnia and Herzegovina, as the context requires;
b) the term “Hellenic Republic” comprises the territory of the Hellenic
Republic including its territorial sea as well as the part of the seabed and
its subsoil under the Mediterranean Sea, over which the Hellenic Republic,
in accordance with international law, has sovereign rights for the purpose
of exploration, extraction or exploitation of the natural resources of such
areas;
c) the term “Bosnia and Herzegovina” means State Bosnia and Herzegovina;
d) the term “political subdivision1` in case of Bosnia and Herzegovina
means entities: Federation of Bosnia and Herzegovina and Republic of Srpska
and Brcko District;
e) the term “national” means:
i) any individual possessing the nationality of a Contracting State;
ii) any legal person, partnership or association deriving its status as
such from the laws in force in a Contracting State;
f) the term “person” includes an individual, a company and any other body
of persons;
g) the term “company” means any body corporate or any entity that is
treated as a body corporate for tax purposes;
h) the terms “enterprise of a Contracting State” and “enterprise of the
other Contracting State” mean respectively an enterprise carried on by a
resident of a Contracting State and an enterprise carried on by a resident
of the other Contracting State;
i) the term “international traffic” means, any transport by an aircraft or
a road vehicle, operated by an enterprise of a Contracting State or by a
vessel registered in a Contracting State, except when a vessel, aircraft or
road vehicle is operated solely between places in the other Contracting
State;
j) the term “competent authority” means:
i) in the case of the Hellenic Republic, the Minister of Economy and
Finance or his authorized representative
ii) in the case of Bosnia and Herzegovina, the Ministry of Finance and
Treasury or its authorised representative;
As regards the application of the Convention by a Contracting State, any
term not defined therein shall have the meaning which it has at that time
under the law of that State concerning the taxes to which the Convention
applies. Any meaning under the applicable tax laws of that State will be
prevailing over a meaning given to the term under other laws of that State.
Article 4
RESIDENT
For the purposes of this Convention, the term “resident of a Contracting
State” means any person who, under the laws of that State, is liable to tax
therein by reason of his domicile, residence, place of incorporation, place
of management or any other criterion of a similar nature. However, this term
does not include any person who is liable to tax in that State in respect
only of income from sources in that State or capital situated therein.
Where by reason of the provisions of paragraph 1 an individual is a
resident of both Contracting States, then his status shall be determined as
follows:
a) he shall be deemed to be a resident only of the State in which he has a
permanent home available to him; if he has a permanent home available to him
in both States, he shall be deemed to be a resident only of the State with
which his personal and economic relations are closer (centre of vital
interests);
b) if the State in which he has his centre of vital interests cannot be
determined, or if he has not a permanent home available to him in either
State, he shall be deemed to be a resident only of the State in which he has
an habitual abode;
c) if he has an habitual abode in both States or in neither of them, he
shall be deemed to be a resident of the State in which he is a national;
d) if he is a national of both States or of neither of them, the competent
authorities of the Contracting States shall settle the question by mutual
Convention.
Where by reason of the provisions of paragraph 1, a person other than an
individual is a resident of both Contracting States, then it shall be deemed
to be a resident of the Contracting State in which its place of effective
management is situated.
Article 5
PERMANENT ESTABLISHMENT
For the purposes of this Convention, the term “permanent establishment”
means a fixed place of business through which the business of an enterprise
is wholly or partly carried on.
The term “permanent establishment” includes especially:
a) a place of management;
b) a branch;
c) an office;
d) a factory;
e) a workshop, and
f) a mine, aii oil or gas well, a quarry or any other place of extraction
of natural resources.
A building site, a construction, assembly or installation project or
supervisory activities in connection therewith, constitute a permanent
establishment, but only if such site, project or activities continue for a
period of more than twelve months.
Notwithstanding the preceding provisions of this Article, the term
“permanent establishment” shall be deemed not to include:
a) the use of facilities solely for the purpose of storage, display or
delivery of goods or merchandise belonging to the enterprise;
b) the maintenance of a stock of goods or merchandise belonging to the
enterprise solely for the purpose of storage, display or delivery;
c) the maintenance of a stock of goods or merchandise belonging to the
enterprise solely for the purpose of processing by another enterprise;
d) the maintenance of a fixed place of business solely for the purpose of
purchasing goods or merchandise or of collecting information, for the
enterprise;
e) the maintenance of a fixed place of business solely for the purpose of
advertising, supply of information, scientific research or similar
activities which have a preparatory or auxiliary character, for the
enterprise;
f) the maintenance of a fixed place of business solely for any combination
of activities mentioned in sub-paragraphs a) to e) of this paragraph,
provided that the overall activity of the fixed base of business resulting
from this combination is of a preparatory or auxiliary character.
Notwithstanding the provisions of paragraphs 1 and 2 of this Article,
where a person – other than an agent of an independent status to whom the
paragraph 6 of this Article applies – is acting on behalf of an enterprise
and has, and habitually exercises, in a Contracting State an authority to
conclude contracts in the name of the enterprise, that enterprise shall be
deemed to have a permanent establishment in that State in respect of any
activities which that person undertakes for the enterprise, unless the
activities of such person are limited to those mentioned in paragraph 4 of
this Article which, if exercised through a fixed place of business, would
not make this fixed place of business a permanent establishment under the
provisions of that paragraph.
An enterprise shall not be deemed to have a permanent establishment in a
Contracting State merely because it carries on business in that State
through a broker, general commission agent or any other agent of an
independent status, provided that such persons are acting in the ordinary
course of their business.
The fact that a company which is a resident of a Contracting State
controls or is controlled by a company which is a resident of the other
Contracting State, or which carries on business in that other State (whether
through a permanent establishment or otherwise), shall not of itself
constitute either company a permanent establishment of the other.
CHAPTER III
TAXATION OF INCOME
Article 6
INCOME FROM IMMOVABLE PROPERTY
Income derived by a resident of a Contracting State from immovable
property (including income from agriculture or forestry) situated in the
other Contracting State may be taxed in that other State.
The term “immovable property” shall have the meaning which it has under
the law of the Contracting State in which the property in question is
situated. The term shall in any case include property accessory to immovable
property, livestock and equipment used in agriculture and forestry, rights
to which the provisions of general law respecting landed property apply,
usufruct of immovable property and rights to variable or fixed payments as
consideration for the working of, or the right to work, mineral deposits,
sources and other natural resources. Ships, boats, aircraft and road
vehicles shall not be regarded as immovable property.
The provisions of paragraph 1 shall apply to income derived from the
direct use, letting, or use in any other form of immovable property.
The provisions of paragraphs 1 and 3 of this Article shall also apply to
the income from immovable property of an enterprise and to income from
immovable property used for the performance of independent personal
services.
Article 7
BUSINESS PROFITS
The profits of an enterprise of a Contracting State shall be taxable
only in that State unless the enterprise carries on business in the other
Contracting State through a permanent establishment situated therein, if the
enterprise carries on business as aforesaid, the profits of the enterprise
may be taxed in the other State but only so much of them as is attributable
to that permanent establishment.
Subject to the provisions of paragraph 3 of this Article, where an
enterprise of a Contracting State carries on business in the other
Contracting State through a permanent establishment situated `therein, there
shall in each Contracting State be attributed to that permanent
establishment the profits which it might be expected to make if it were a
distinct and separate enterprise engaged in the same or similar activities
under the same or similar conditions and dealing wholly independently with
the enterprise of which it is a permanent establishment.
In determining the profits of a permanent establishment, there shall be
allowed as deductions` expenses which are incurred for the purposes of the
permanent establishment, including executive and general administrative
expenses so incurred, whether in the State in which the permanent
establishment is situated or elsewhere.
Insofar as it has been customary in a Contracting State to determine the
profits to be attributed to a permanent establishment on the basis of an
apportionment of the total profits of the enterprise to its various parts,
nothing in paragraph 2 of this Article shall preclude that Contracting State
from determining the profits to be taxed by such an apportionment as may be
customary. The method of apportionment adopted shall, however, be such that
the result shall be in accordance with the principles contained in this
Article.
No profits shall be attributed to a permanent establishment because of
the mere purchase by that permanent establishment of goods or merchandise
for the enterprise.
For the purposes of the preceding paragraphs of this Article, the
profits to be attributed to the permanent establishment shall be determined
by the same method year by year unless there is good sufficient reason to
the contrary.
Where profits include items of income which are dealt with separately in
other Articles of this Convention, then the provisions of those Articles
shall not be affected by the provisions of this Article.
Article 8
INTERNATIONAL TRAFFIC
Profits from the operation of aircraft or road vehicles in international
traffic shall be taxable only in the Contracting State in which the place of
effective management of the enterprise is situated, ;:;
Profits derived from the operation or sale of vessels in international
traffic shall be taxable only in the Contracting State in which the vessels
are registered or by which they are documented.
The provisions of paragraph 1 and 2 shall also apply to profits from the
participation in a pool, a joint business or an international operating
agency.
Income from the operation of vessels includes income derived from the
use, maintenance or rental of containers (including trailers and related
equipment for the transport of containers) in connection with the transport
of goods or merchandise in international traffic.
Article 9
ASSOCIATED ENTERPRISES
Where:
a) an enterprise of a Contracting State participates directly or indirectly
in the management, control or capital of an enterprise of the other
Contracting
b) the same persons participate directly or indirectly in the management,
control or capital of an enterprise of a Contracting State and an enterprise
of the other Contracting State,
and in either case conditions are made or imposed between the two
enterprises in their commercial or financial relations which differ from
those which would be made between independent enterprises, then any profits
which would, but for those conditions, have accrued to one of the
enterprises, but, by reason of those conditions, have not so accrued, may be
included in the profits of that enterprise and taxed accordingly.
Where a Contracting State includes in the profits of an enterprise of
that State – and taxes accordingly – profits on which an enterprise of the
other Contracting State has been charged to tax in that other State and the
profits so included are profits which would have accrued to the enterprise
of the first-mentioned State if the conditions made between the two
enterprises had been those which would have been made between independent
enterprises, then that other State shall make an appropriate adjustment to
the amount of the tax charged therein on those profits. In determining such
adjustment, due regard shall be had to the other provisions of this
Convention and the competent authorities of the Contracting States shall, if
necessary, consult each other.
Article 10
DIVIDENDS
Dividends paid by a company which is a resident of a Contracting State
to a resident of the other Contracting State may be taxed in that other
State.
However, such dividends may also be taxed in the Contracting State of
which the company paying the dividends is a resident and according to the
laws of that State, but if the recipient is the beneficial owner of the
dividends, the tax so charged shall not exceed:
a) 5 per cent of the gross amount of the dividends if the beneficial owner
is a company (other than a partnership) which holds directly at least 25 per
cent of the capital of the company paying the dividends;
b) 15 per cent of the gross amount of the dividends in all other cases.
The competent authorities of the Contracting States shall by mutual
Convention settle the mode of application of these limitations.
This paragraph shall not affect the taxation of the company in respect of
the profits out of which the dividends are paid.
The term “dividends*` as used in this Article means income from shares,
other rights not being debt-claims, participating in profits, as well as
income from other corporate rights which is subjected to the same taxation
treatment as income from shares by the laws of the State of which the
company making the distribution is a resident.
The provisions of paragraphs 1 and 2 of this Article shall not apply if
the beneficial owner of the dividends, being a resident of a Contracting
State, carries on business in the other Contracting State of which the
company paying the dividends is a resident, through a permanent
establishment situated therein, or performs in that other State independent
personal services from a fixed base situated therein, and the holding in
respect of which the dividends are paid is effectively connected with such
permanent establishment or fixed base. In such case the provisions of
Article 7 or Article 14 of this Convention, as the case may be, shall apply.
Where a company which is a resident of a Contracting State derives
profits or income from the other Contracting State, that other State may not
impose any tax on the dividends paid by that company, except insofar as such
dividends are paid to a resident of that other State or insofar as the
holding in respect of which the dividends are paid is effectively connected
with a permanent establishment or a fixed base situated in that other
Stale,;nor subject the company`s undistributed profits to a tax on the
company`s undistributed profits, even if the dividends paid or the
undistributed profits consist wholly or partly of profits or income arising
in such other State.
Article 11
INTEREST
Interest arising in a Contracting State and paid to a resident of the
other Contracting State may be taxed in that other State.
However, such interest may also be taxed in the Contracting State in
which it arises and according to the laws of that State, but if the
recipient is the beneficial owner of the interest the tax so charged shall
not exceed 10 per cent of the gross amount of the interest
The competent authorities of the Contracting States shall by mutual
agreement settle the mode of application of this limitation.
The term “interest” as used in this Article means income from debt-
claims of every kind, whether or not secured by mortgage and whether or not
carrying a right to participate in the debtor`s profits, and in particular,
income from government securities and income from bonds or debentures,
including premiums and prizes attaching to such securities, bonds or
debentures. Penalty charges for late payment shall not be regarded as
interest for the purpose of this Article.
The provisions of paragraphs 1 and 2 of this Article shall not apply if
the beneficial owner of the interest, being a resident of a Contracting
State, carries on business in the other Contracting State in which the
interest arises, through a permanent establishment situated therein, or
performs in that other State independent personal services from a fixed base
situated therein, and the debt-claim in respect of which the interest is
paid is effectively connected with such permanent establishment or fixed
base. In such case the provisions of Article 7 or Article 14 of this
Convention, as the case may be, shall apply.
Interest shall be deemed to arise in a Contracting State when the payer
is that State itself, a political subdivision, local authority or a resident
of that State. Where, however, the person paying the interest, whether he is
a resident of a Contracting State or not, has in a Contracting State a
permanent establishment or a fixed base in connection with which the
indebtedness on which the interest is paid was incurred, and such interest
is borne by such permanent establishment or fixed base, then such interest
shall be deemed to arise in the State in which the permanent establishment
or fixed base is situated.
Where, by reason of a special relationship between the payer and the
beneficial owner of the interest or between both of them aha1 some other
person, the amount of the interest, having regard to the debt-claim for
which it is paid, exceeds the amount which would have been agreed upon by
the payer and the beneficial owner of the interest in the absence of such
relationship, the provisions of this Article shall apply only to the last-
mentioned amount. In such case, the excess part of the payments shall remain
taxable according to the laws of each Contracting State, due regard being
had to the other provisions of this Convention.
Article 12
ROYALTIES
Royalties arising in a Contracting State and paid to a resident of the
other Contracting State may be taxed in that other State.
However, such royalties may also be taxed in the Contracting State in
which they arise and according to the laws of that State, but if the
recipient is the beneficial owner of the royalties the tax so charged shall
not exceed 10 per cent of the gross amount of the royalties.
The competent authorities of the Contracting States shall by mutual
Convention settle the mode of application of this limitation.
The term “royalties” as used in this Article means payments of any kind
received as a consideration for the use of, or the right to use, any
copyright of literary, artistic or scientific work (including motion
pictures or films, recordings on tape or other media used for radio or
television broadcasting, or other means of reproduction or transmission),
any patent, trade mark, design or model, plan, secret formula or process, or
for the use of, or a right to use, industrial, commercial or scientific
equipment, or for information concerning industrial, commercial or
scientific experience.
The provisions of paragraphs 1 and 2 of this Article shall not apply if
the beneficial owner of the royalties, being a resident of a Contracting
State, carries on business in the other Contracting State in which the
royalties arise, through a permanent establishment situated therein, or
performs in that other State independent personal services from a fixed base
situated therein, and the right or property in respect of which the
royalties are paid is effectively connected with such permanent
establishment or fixed base. In such case the provisions of Article 7 or
Article 14 of this Convention, as the case may be, shall apply.
Royalties shall be deemed to arise in a Contracting State when the payer
is that State itself, a political subdivision, local authority or a resident
of that State. Where, however, the person paying the royalties, whether he
is a resident of a Contracting State or not, has in a Contracting State a
permanent establishment or a fixed base in connection with which the
liability to pay the royalties was incurred, and such royalties are borne by
such permanent establishment or fixed base, then such royalties shall be
deemed to arise in the State in which the permanent establishment or fixed
base is situated.
Where, by reason of a special relationship between the payer and the
beneficial owner of the royalties or between both of them and some other
person, the amount of the royalties, having regard to the use, right or
information for which they are paid, exceeds the amount which would have
been agreed upon by the payer and the beneficial owner in the absence of
such relationship, the provisions of this Article shall apply only to the
last-mentioned amount. In such case, the excess part of the payments shall
remain taxable according to the laws of each Contracting State, due regard
being had to the other provisions of this Convention.
Article 13
CAPITAL GAINS
Gains derived by a resident of a Contracting State from the alienation
of immovable property, referred to in Article 6, and situated in the other
Contracting State may be taxed in that other State.
Gains from the alienation of movable property forming part of the
business property of a permanent establishment which an enterprise of a
Contracting State has in the other Contracting State or of movable property
pertaining to a fixed base available to a resident of a Contracting State in
the other Contracting State for the purpose of performing independent
personal services, including such gains from the alienation of such a
permanent establishment (alone or with the whole enterprise) or of such
fixed base, may be taxed in that other State.
Gains from the alienation of vessels, aircraft or road vehicles operated
in international traffic, or movable property pertaining to the operation of
such vessels, aircraft or road vehicles shall be taxable in only in the
Contracting State in which profits of such vessels, aircraft or road
vehicles are taxable in accordance with Article 8.
Gains from the alienation of any property other than that referred to in
paragraphs 1,2 and 3 of this Article shall be taxable only in the
Contracting State of which the alienator is a resident.
Article 14
INDEPENDENT PERSONAL SERVICES
Income derived by a resident of a Contracting State in respect of
professional services or other activities of an independent character shall
be taxable only in that State, unless:
a) he has a fixed base regularly available to him in the other Contracting
State for the purpose of performing his activities; in that case, only so
much of the income as is attributable to that fixed base may be taxed in
that other Contracting State; or
b) his stay in the other Contracting State is for a period or periods
amounting to or exceeding in the aggregate 183 days in the fiscal year
concerned; in that case only so much as the income is derived from his
activities performed in that other Contracting State may be taxed in that
other State.
The term “professional services” includes especially independent
scientific, literary, artistic, educational or teaching activities as well
as the independent activities of physicians, lawyers, engineers, architects,
dentists and accountants.
Article 15
DEPENDENT PERSONAL SERVICES
Subject to the provisions of Articles 16, 18, 19, 20 and 21 of this
Convention, salaries, wages and other similar remuneration derived by a
resident of a Contracting State in respect of an employment shall be taxable
only in that State unless the employment is exercised in the other
Contracting State. If the employment is so exercised, such remuneration as
is derived therefrom may be taxed in that other State.
Notwithstanding the provisions of paragraph 1 of this Article,
remuneration derived by a resident of a Contracting State in respect of an
employment exercised in the other Contracting State shall be taxable only in
the first-mentioned State if:
a) the recipient is present in the other State for a period or periods not
exceeding in the aggregate 183 days in any twelve-month period commencing or
ending in the fiscal year concerned, and
b) the remuneration is paid by, or on behalf of, an employer who is not a
resident of the other State, and
c) the remuneration is not borne by a permanent establishment or a fixed
base which the employer has in the other State.
Notwithstanding the preceding provisions of this Article, the
remuneration derived in respect of an employment exercised aboard a vessel,
or aircraft or a road vehicle operated in international traffic may be taxed
in the Contracting State in which the profits of such vessel, or aircraft or
road vehicle are taxable according to the provisions of the Article 8.
Notwithstanding the preceding provisions of this Article, remuneration
derived by a resident of a Contracting State shall be taxable only in that
State if the remuneration is paid in respect of:
a) an employment exercised in the other Contracting State in connection
with a building site, a construction, assembly or installation project or
supervisory activities in connection therewith, for the period of twelve
months during which such site, project or activities do not constitute a
permanent establishment in that other State.
b) an employment exercised aboard a ship, boat, aircraft or road vehicle
operated in international traffic.
Article 16
DIRECTORS` FEES
Directors fees and other similar payments derived by a resident of a.
Contracting State in his capacity as a member of the board of directors of
company which is a resident of the other Contracting State may be taxed
in that other State.
Article 17
ARTISTES AND SPORTSMEN
Notwithstanding the provisions of Articles 14 and IS, income derived by
a resident of a Contracting State as an entertainer, such as a theatre,
motion picture, radio or television artist, or a musician, or as a
sportsman, from his personal activities as such exercised in the other
Contracting State, may be taxed in that other Contracting State.
Where income in respect of personal activities exercised by an
entertainer or a sportsman in his capacity as such accrues not to the
entertainer or sportsperson himself but to another person, that income may,
notwithstanding the provisions of Articles 7, 14 and 15 of this Convention,
be taxed in the Contracting State in which the activities of the entertainer
or sportsman are exercised.
Notwithstanding the provisions of paragraphs 1 and. 2 of this Article,
income derived by a resident of a Contracting State from his personal
activities as an entertainer or as a sportsman shall be taxable only in that
State if the activities are exercised in the other Contracting State within
the framework of a cultural or sports exchange program approved by both
Contracting States.
Article 18
PENSIONS
Subject to the provisions of paragraph 2 of Article 19 of this Convention,
pensions and other similar remuneration paid to a resident of a Contracting
State in consideration of past employment shall be taxable only in that
State.
Article 19
GOVERNMENT SERVICE
a) Salaries, wages and other similar remuneration, other than a pension,
paid by a Contracting State or a political subdivision or local authority
thereof to an individual in respect of services rendered to that State or
subdivision or authority shall be taxable only in that State.
b) However, such salaries, wages and other similar remuneration shall be
taxable only in the other Contracting State if the services are rendered in
that State and the individual is a resident of that State who:
– is a national of that State; or
– did not become a resident of that State solely for the purpose of
rendering the services.
a) Any pension paid by, or out of funds created by, a Contracting State,
or a political subdivision or a local authority thereof to an individual in
respect of services rendered to that State or subdivision or loccal
authority shall be taxabl only in that State.
b) However, such pension shall be taxable only in the other Contracting
State if the individual is a resident of, and a national of that State.
The provisions of Articles 15, 16, 17 and 18 of this Convention shall
apply to salaries, wages and other similar remuneration and pensions paid in
connection with a business carried on by a Contracting State, political
subdivision or a local authority thereof.
Article 20
STUDENTS
Payments which a student or business apprentice who is or was
immediately before visiting a Contracting State a resident of the other
Contracting State and who is present in the first-mentioned State solely for
the purpose of his education or training receives for the purpose of his
maintenance, education or training shall not be taxed in that State,
provided that such payments arise from sources outside that State.
In respect of grants, scholarships and remuneration from employment not
covered by paragraph 1 of this Article, a student or business apprentice
referred to in paragraph 1 shall, in addition, be entitled during such
education or training to the same exemptions, relieves or reductions in
respect of taxes available to residents of the Contracting State which he is
visiting.
Article 21
PROFESSORS AND RESEARCHERS
An individual who visits a Contracting State for the purpose of teaching
or carrying out research at a university, college, school or other
recognised educational institution in that State and who is or was
immediately before that visit a resident of the other Contracting State,
shall be exempt from taxation in the first-mentioned Contracting State on
remuneration for such teaching or research for a period not exceeding two
years from the date of his first visit for that purpose, provided that such
remuneration is derived by him from outside that State.
The provisions of paragraph 1 of this Article shall not apply to income
from research if such research is undertaken not in the public interest but
primarily for the private benefit of a specific person or persons.
CHAPTER IV
TAXATION OF CAPITAL
Article 22
OTHER INCOME
Items of income of a resident of a Contracting State, wherever arising,
not dealt with in the foregoing Articles of this Convention shall be taxable
only in that State.
The provisions of paragraph 1 of this Article shall not apply to income,
other than income from immovable property as defined in paragraph 2 of
Article 6 of this Convention, if the recipient of such income, being a
resident of a Contracting State, carries on business in the other
Contracting State through a permanent establishment situated therein, or
performs in that other State independent personal services from a fixed base
situated therein, and the right or property in respect of which the income
is paid is effectively connected with such permanent establishment or fixed
base. In such case the provisions of Article 7 or Article 14 of this
Convention, as the case may be, shall apply.
Article 23
CAPITAL
Capital represented by immovable property referred to in Article 6 of
this Convention, owned by a resident of a Contracting State and situated in
the other Contracting State, may be taxed in that other State.
Capital represented by movable property forming part of the business
property of a permanent establishment which an enterprise of a Contracting
State has in the other Contracting State or by movable property pertaining
to a fixed base available to a resident of a Contracting State in the other
Contracting State for the purpose of performing independent personal
services, may be taxed in that other State.
Capital represented by vessels, aircraft and road vehicles operated in
international traffic and by movable property pertaining to the operation of
such vessels, aircraft and road vehicles, shall be taxable in accordance
with Article 8.
All other elements of capital of a resident of a Contracting State shall
be taxable only in that State.
CHAPTER V
METHODS FOR ELIMINATION
OF DOUBLE TAXATION
Article 24
ELIMINATION OF DOUBLE TAXATION
Where a resident of Contracting State derives income or owns capital
which, in accordance with the provisions of this Convention may be taxed in
the other Contracting State, the first mentioned Contracting State shall
allow:
– as a deduction from the tax on the income of that resident, an amount
equal to the tax on income paid in that other State;
– as a deduction from the tax on the capital of that resident, an amount
equal to the tax on capital paid in that other State
such deduction in either case shall not, however, exceed that part of the
income tax or capital tax, as computed before the deduction is given, which
is attributable, as the case may be, to the income or the capital which may
be taxed in that other State.
For the purpose of allowance as a credit in a Contracting State the tax
paid in the other Contracting State shall be deemed to include the tax which
is otherwise payable in that other State but has been reduced or waived by
that State under its legal provisions for tax incentives.
CHAPTER VI
SPECIAL PROVISIONS
Article 25
NON-DISCRIMINATION
Nationals of a Contracting State shall not be subjected in the other
Contracting State to any taxation or any requirement connected therewith,
which is other or more burdensome than the taxation and connected
requirements to which nationals of mat other State in the same
circumstances, are or may be subjected. This provision shall,
notwithstanding the provisions of Article 1, also apply to persons who are
not residents of one or both of the Contacting States.
The taxation on a permanent establishment which an enterprise of a
Contracting State has in the other Contracting State shall not be less
favourably levied in that other State than the taxation levied on
enterprises of that other State carrying on the same activities. This
provision shall not be construed as obliging a Contracting State to grant to
residents of the other Contracting State any personal allowances, relieves
and reductions for taxation purposes on account of civil status or family
responsibilities which it grants to its own residents.
Except where the provisions of paragraph 1 of Article 9, paragraph 6 of
Article 11, or paragraph 6 of Article 12 of this Convention apply, interest,
royalties and other disbursements paid by an enterprise of a Contracting
State to a resident of the other Contracting State shall, for the purpose of
determining the taxable profits of such enterprise, be deductible under the
same conditions as if they had been paid to a resident of the first-
mentioned State. Similarly, any debts of an enterprise of a Contracting
State to a resident of the other Contracting State shall, for the purpose of
determining the taxable capital of such enterprise, be deductible under the
same conditions as if they had been contracted to a resident of the first-
mentioned State.
Enterprises of a Contracting State, the capital of which is wholly or
partly owned or controlled, directly or indirectly, by one or more residents
of the other Contracting State, shall not be subjected in the first-
mentioned State to any taxation or any requirement connected therewith which
is other or more burdensome than the taxation and connected requirements to
which other similar enterprises of the first-mentioned State are or may be
subjected.
Article 26
MUTUAL AGREEMENT PROCEDURE
Where a person considers that the actions of one or both of the
Contracting States result or will result for him in taxation not in
accordance with the provisions of this Convention, he may, irrespective of
the remedies provided by the domestic law of those States, present his case
to the competent authority of the Contracting State of which he is a
resident or, if his case comes under paragraph 1 of Article 24, to that of
the Contracting State of which he is a national. The case must be presented
within three years from the first notification of the action resulting in
taxation not in accordance with the provisions of this Convention
The competent authority shall endeavour, if the objection appears to it
to be justified and if it is not itself able to arrive at a satisfactory
solution, to resolve the case by mutual Convention with the competent
authority of the other Contracting State, with a view to the avoidance of
taxation which is not in accordance with the provisions of this Convention.
Any Convention reached shall be implemented notwithstanding any time limits
in the domestic law of the Contracting States.
The competent authorities of the Contracting States shall endeavour to
resolve by mutual Convention any difficulties or doubts arising as to the
interpretation or application of the Convention. They may also consult
together for the elimination of double taxation in cases not provided for in
the Convention.
The competent authorities of the Contracting States may communicate with
each other directly for the purpose of reaching an Convention in the sense
of the preceding paragraphs. When it seems advisable in order to reach
Convention to have an oral exchange of opinions, such exchange may take
place through a Commission consisting of representatives of the competent
authorities of the Contracting States.
Article 27
EXCHANGE OF INFORMATION
The competent authorities of the Contracting States shall exchange such
information as is necessary for carrying out the provisions of this
Convention or of the domestic laws concerning taxes covered by the
Convention insofar as the taxation thereunder is not contrary to the
Convention. The exchange of information is not restricted by Articles 1 and
2 of this Convention. Any information received by a Contracting State shall
be treated as secret in the same manner as information obtained under the
domestic laws of that State and shall be disclosed only to persons or
authorities (including courts and administrative bodies) involved in the
assessment or collection of, the enforcement or prosecution in respect of
the determination of appeals in relation to the taxes covered by the
Convention. Such persons or authorities shall use the information only for
such purposes. They may disclose the information in public court proceedings
or injudicial decisions.
In no case shall the provisions of paragraph 1 be construed so as to
impose on a Contracting State the obligation:
a) to carry out administrative measures at variance with the laws and
administrative practice of that or of the other Contracting State;
b) to supply information which is not obtainable under the laws or in the
normal course of the administration of that or of the other Contracting
State;
c) to supply information which would disclose any trade, business,
industrial, commercial or professional secret or trade process, or
information, the disclosure of which would be contrary to public policy
(order public).
Article 28
MEMBERS OF DIPLOMATIC
MISSIONS AND CONSULAR POSTS
Nothing in this Convention shall affect the fiscal privileges of members of
diplomatic missions or consular posts under the general rules of
international law or under the provisions of special Conventions.
CHAPTER VII
FINAL PROVISIONS
Article 29
ENTRY INTO FORCE
This convention shall be ratified and the instruments of ratification
shall be exchanged.
The Convention shall enter into force on the date of exchange of
instruments of ratification, and its provisions shall have effect in respect
of the taxes on income derived and of taxes on capital owned in each fiscal
year beginning on or after the first day of January in the calendar year
following that in which the instruments of ratification have been exchanged.
Article 30
TERMINATION
This Convention shall remain in force until terminated by a Contracting
State. Either Contracting State may terminate the Convention, through
diplomatic channels, by giving notice of termination at least six months
before the end of any calendar year after the fifth year from the date of
entry into force of the Convention. In such event, the Convention shall
cease to have effect in respect of the taxes on income derived and of taxes
on capital owned in each fiscal year beginning on or after the first day of
January in the calendar year following that in which the notice of
tenmriatiort has been given.
IN WITNESS whereof the undersigned, being duly authorised thereto, have
signed this Convention.
Done in Sarajevo on 23rd of July, 2007 in two originals, in Greek,
Bosnian/Croatian/Serbian and English, languages, all texts being equally
authentic. In case of any divergence of interpretation, the, English text
shall prevail.
For the Hellenic Republic For the Council of Ministers
of Bosnia and Herzegovina
Evripidis STYLIANIDIS Dragan VRANKIC
Deputy Minister of Foreign Affairs Minister of Finance and Treasury
Of the Hellenic Republic of Bosnia and Herzegovina
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Σύμβασης που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων Ι και του Άρθρου 29 παρ. 2 αυτής.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καιτην εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 3 Σεπτεμβρίου 2009
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Ι. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Θ. ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΝΗΣΙΩΤΙΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Κ. ΧΑΤΖΗΔΑΚΗΣ Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.
Αθήνα, 4 Σεπτεμβρίου 2009
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ν. Γ. ΔΕΝΔΙΑΣ