Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις.ΝΟΜΟΣ 3746/2009

ΦΕΚ 27/Α’/16.2.2009

Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ), ενσωμάτωση των Οδηγιών 2005/14/ΕΚ για την υποχρεωτική ασφάλιση οχημάτων και 2005/68/ΕΚ σχετικά με τις αντασφαλίσεις και λοιπές διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Αρθρο 1

Σκοπός

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΤΑΜΕΙΟ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ (ΤΕΚΕ)

Με τις διατάξεις του κεφαλαίου αυτού αντικαθίστα­νται τα άρθρα 1 έως 17 του ν. 2832/2000 (ΦΕΚ 141 Α’), με τα οποία κωδικοποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν οι διατάξεις του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α’) που είχαν εν­σωματώσει την Οδηγία 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοι­νοβουλίου και Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1994 «περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων» και κω­δικοποιούνται οι ρυθμίσεις σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης καταθετών και επενδυτών-πελατών πι­στωτικών ιδρυμάτων.

Αρθρο 2

Ίδρυση «Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων» (ΤΕΚΕ)

1. Ιδρύεται Ταμείο με την επωνυμία «Ταμείο Εγγύη­σης Καταθέσεων και Επενδύσεων», εφεξής «ΤΕΚΕ», το οποίο είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και είναι καθολικός διάδοχος του προβλεπόμενου στο άρθρο 2 του ν. 2832/2000 Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚ).

Το ΤΕΚΕ εδρεύει στην Αθήνα και εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Το ΤΕΚΕ δεν απο­τελεί δημόσιο οργανισμό ή δημόσιο νομικό πρόσωπο και ευρίσκεται εκτός δημόσιου τομέα, όπως αυτός εκά­στοτε ορίζεται.

Για τις σχέσεις του με την αλλοδαπή το ΤΕΚΕ θα χρη­σιμοποιεί την επωνυμία «Hellenic Deposit and Investment Guarantee Fund-HDIGF».

2. Σκοποί του ΤΕΚΕ είναι:

α) η καταβολή αποζημίωσης στους καταθέτες των πι­στωτικών ιδρυμάτων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος νόμου και ευρίσκονται σε αδυναμία να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους και

β) η καταβολή αποζημίωσης στους επενδυτές-πελάτες των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 3 του παρόντος νόμου και ευρίσκονται σε αδυ­ναμία να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους, για απαιτήσεις που απορρέουν από την παροχή «καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών», ως τέτοιων νοουμένων, για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, των επενδυτικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 4 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α’) παράγραφοι 1 (α) – (δ), (στ), (ζ) και της παρεπόμενης υπηρεσίας της παραγρά­φου 2 (α) του ίδιου άρθρου, με στόχο τη συμβολή στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

3. Αν πελάτης έχει απαίτηση κατά πιστωτικού ιδρύ­ματος και δεν είναι ευχερής η κατάταξή της στην κα­τηγορία της περίπτωσης α’ ή της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, το Διοικητικό Συμ­βούλιο του ΤΕΚΕ την εντάσσει στην κατά την κρίση του καταλληλότερη κατηγορία, χωρίς να επιτρέπεται η καταβολή διπλής αποζημίωσης για την ίδια απαίτηση.

4. Ειδικά προκειμένου περί των πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την καταστατική έδρα τους στην Ελλάδα, το ΤΕΚΕ καλύπτει επίσης τις καταθέσεις και τις απαιτήσεις των επενδυτών-πελατών από καλυπτόμενες επενδυτι­κές υπηρεσίες των υποκαταστημάτων τους σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των υποκαταστημάτων τους σε τρίτες χώρες, εφόσον οι ως άνω καταθέσεις και απαιτήσεις δεν καλύπτονται από ισοδύναμο σύστημα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίω­σης επενδυτών στις χώρες υποδοχής. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν εισηγήσεως του Διοικη­τικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, είτε κρίνεται η ύπαρξη του ισοδυνάμου της κάλυψης είτε, στην αντίθετη περίπτωση, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις της κάλυψης.

5. Το ιδρυτικό κεφάλαιο του ΤΕΚΕ, ως καθολικού δια­δόχου του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚ) κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 27, ανέρχεται στο ποσό των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσί­ων τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εννέα (8.804.109) ευρώ (εκ μετατροπής ποσού τριών δισεκατομμυρίων δραχμών) και έχει καλυφθεί ως εξής:

α) κατά έξι δέκατα (6/10) από την Τράπεζα της Ελ­λάδος,

β) κατά τέσσερα δέκατα (4/10) από τα πιστωτικά ιδρύ­ματα μέλη της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

6. Το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέ­τηση του σκοπού της περίπτωσης α’ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου («Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων» του ΤΕΚΕ) είναι σαφώς διακριτό από το ενεργητικό του που τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της περί­πτωσης β’ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου («Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων» του ΤΕΚΕ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον παρόντα νόμο.

Αρθρο 3

Υποχρέωση συμμετοχής των πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΤΕΚΕ

1. Στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ συμ­μετέχουν υποχρεωτικά όλα τα κατά την έννοια της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ως άνω νόμου. Πιστωτικά ιδρύματα δεν επιτρέπεται να απο­δέχονται καταθέσεις εάν δεν συμμετέχουν στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 27, στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα κατά την έννοια της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, εκτός του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, εφόσον παρέ­χουν μία τουλάχιστον από τις καλυπτόμενες επενδυτι­κές υπηρεσίες, κατά την έννοια της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου.

3. Στο αντίστοιχο, κατά περίπτωση, Σκέλος του ΤΕΚΕ συμμετέχουν προαιρετικά, ύστερα από αίτησή τους για κάλυψη συμπληρωματική του αντίστοιχου συστήματος του κράτους της καταστατικής έδρας τους, ως προς το ποσό ή και ως προς τις κατηγορίες των καλυπτόμε­νων καταθέσεων ή/και των καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 9 και 10 του παρόντος νόμου, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων, των οποίων η καταστατική έδρα βρίσκεται σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

4. Στο αντίστοιχο, κατά περίπτωση, Σκέλος του ΤΕΚΕ συμμετέχουν, επίσης, υποχρεωτικά, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε τρίτες χώρες, εφόσον αυτά δεν καλύπτονται από ισοδύναμο με το παρόν σύστημα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης επενδυτών που λειτουργεί στη χώρα της καταστατικής έδρας των πι­στωτικών ιδρυμάτων στα οποία ανήκουν. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν εισηγήσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, είτε κρίνεται η ύπαρ­ξη του ισοδυνάμου της κάλυψης είτε, στην αντίθετη περίπτωση, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις της κάλυψης.

5. Το ύψος και η έκταση της παρεχόμενης από το ΤΕΚΕ κάλυψης στους καταθέτες και στους επενδυτές-πελάτες των ως άνω υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ύψος και την έκταση της κάλυψης που παρέχεται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 10 του παρόντος.

6. Ως υποκατάστημα για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου νοείται η μονάδα εκμετάλλευσης πιστωτι­κού ιδρύματος που δεν έχει ιδία νομική προσωπικότη­τα και παρέχει μερικές ή όλες από τις υπηρεσίες που θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών. Περισσότερες της μιας μονάδες εκμετάλλευσης που λειτουργούν στο ίδιο κράτος – μέλος θεωρούνται ως ένα μόνο υποκα­τάστημα.

Αρθρο 4

Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ

1. Το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπη­ρέτηση του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων προορίζε­ται αποκλειστικά για την ικανοποίηση απαιτήσεων των καταθετών των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: το «Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων»). Όλο το κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ενεργητικό του Ταμείου Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚ) περιέρχεται στο Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Κα­ταθέσεων.

2. Οι πόροι του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ προέρχονται από:

α) Ετήσιες τακτικές εισφορές που καταβάλλουν τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία συμμετέχουν στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου. Οι ετήσιες εισφορές υπολογίζο­νται επί του μέσου υπολοίπου του μηνός Ιουνίου κάθε έτους του συνόλου των καταθέσεών τους σε ευρώ και συνάλλαγμα, με εξαίρεση:

i) το ποσό του προς παρακράτηση αναλογούντος φόρου,

ii) τα υπόλοιπα κατηγοριών καταθέσεων που αναφέ­ρονται στο άρθρο 11 του παρόντος νόμου πλην των περιπτώσεων 3 και 10 έως και 13 αυτού,

iii) τα υπόλοιπα καταθέσεων των υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε τρίτες χώρες, εφόσον οι κατα­θέσεις αυτές κριθεί ότι καλύπτονται από ισοδύναμο σύ­στημα εγγύησης καταθέσεων στις χώρες υποδοχής και

iv) τις καταθέσεις του ΤΕΚΕ.

Για την εξεύρεση του μέσου υπολοίπου καταθέσεων σε συνάλλαγμα, τα ημερήσια υπόλοιπα θα μετατρέπο­νται σε ευρώ κάθε ημέρα του Ιουνίου με την αντίστοι­χη μέση τιμή (fixing). Εφόσον δεν υπάρχει μέση τιμή (fixing), λαμβάνεται υπόψη η εκάστοτε ισχύουσα τιμή αναφοράς.

Πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εντάσσεται στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ οφείλει τακτική εισφο­ρά για το ημερολογιακό έτος ένταξης κατ’ αναλογία του χρόνου συμμετοχής του σε αυτό. Πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εντάσσεται στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ μετά το μήνα Ιούνιο οφείλει τακτική εισφορά για το έτος εισόδου η οποία υπολογίζεται επί του μέσου υπολοίπου των καταθέσεων του μηνός Δεκεμβρίου και προσαυξάνει την εισφορά του επόμενου έτους.

Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λει­τουργία του ή τεθεί υπό εκκαθάριση οφείλει εισφορά για το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο διέκοψε τη λει­τουργία του κατ’ αναλογία του χρόνου που λειτούργησε μέσα σε αυτό. Εάν διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό εκκαθάριση προ του τέλους του μηνός Ιουνίου, ως βάση υπολογισμού της εισφοράς λαμβάνεται το μέσο υπόλοιπο των καταθέσεων των τελευταίων τριάντα (30) ημερών πριν από την ημερομηνία διακοπής της λειτουργίας του, το οποίο και γνωστοποιείται άμεσα στο ΤΕΚΕ. Ως διακοπή λειτουργίας, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, νοείται και η περίπτωση κατά την οποία το πιστωτικό ίδρυμα παύει να υπάγεται στην υποχρεωτική συμμετοχή στο Σκέλος Κάλυψης Κατα­θέσεων του ΤΕΚΕ και οι καταθέσεις σε αυτό τίθενται εκτός εγγύησης ΤΕΚΕ.

β) Συμπληρωματική εισφορά, πέραν της ετήσιας τακτι­κής, εφόσον οι πόροι του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ δεν επαρκούν για την αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος νόμου. Η εισφορά αυτή κα­θορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ μέχρι το τριπλάσιο της ετήσιας τακτικής εισφοράς του τελευταίου πριν από τη λήψη της απόφασης έτους, καταβάλλεται υποχρεωτικά από τα συμμετέχοντα στο εν λόγω Σκέλος του ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα και συμ­ψηφίζεται με τις τακτικές εισφορές των επόμενων ετών, όπως καθορίζεται στην εν λόγω απόφαση.

γ) Δωρεές.

δ) Έσοδα από ρευστοποίηση απαιτήσεων, καθώς και έσοδα που προκύπτουν από τη διαχείριση του Ενεργη­τικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ.

3. α) Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του Ενεργη­τικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ, που προκύπτουν από τους πόρους της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων καταθετών, με απόφαση του Διοικητι­κού Συμβουλίου του, το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια από τα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα ή/και από άλλες πηγές. Για τα ποσά των δανείων αυτών εγγυώνται τα συμμετέχοντα στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα. Οι όροι των εν λόγω δανείων και εγγυήσεων καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία συμμετοχής κάθε πιστωτικού ιδρύματος στην τακτική εισφορά του προηγούμενου έτους.

β) Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τα πιστωτικά ιδρύματα από τις παραγράφους 2β και 3α του παρόντος άρθρου δύνανται να υπαχθούν με απόφαση του Διοικη­τικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ για συμπληρωματική κάλυψη με βάση τις κατευ­θυντήριες αρχές του άρθρου 26 του παρόντος.

4. α) Το ύψος της ετήσιας τακτικής εισφοράς καθορίζεται στα ακόλουθα, κατά κλιμάκιο καταθέσεων, ποσοστά σύμ­φωνα και με το άρθρο 6 του ν. 3714/2008 (ΦΕΚ 231 Α’):

Κλιμάκιο καταθέσεων Ποσοστιαία εισφορά

(σε εκατ. ευρώ) (επί τοις χιλίοις)

0 – 600 6,25

600,01 – 2.990 6

2.990,01 – 8.843 5,875

8.843,01 – 20.940 1,025

20.940,01 και άνω 0,125

Η αναλογία της συνολικής ετήσιας τακτικής εισφοράς προς τις καταθέσεις που αποτελούν τη βάση υπολογι­σμού κατά το έτος 2008 διατηρείται σταθερή.

β) Τα κλιμάκια καταθέσεων αναπροσαρμόζονται ετησίως από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ με ειδική πλειο­ψηφία, ώστε να διατηρείται σταθερή η ανωτέρω αναλο­γία. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί η ως άνω ειδική πλειοψηφία, η αναπροσαρμογή των κλιμακίων θα γίνεται αναλογικά ώστε να διασφαλίζεται η ανωτέρω αναλογία.

i) Η κατά τα ανωτέρω προκύπτουσα εισφορά ανά πι­στωτικό ίδρυμα προσαρμόζεται, από 1.1.2009 και εφεξής, με συντελεστή που κυμαίνεται στο εύρος από 0,90 έως 1,10 με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, αναλόγως της βαθμίδας στην οποία αυτό κατατάσσεται, σύμφωνα με τα αμέσως κατωτέρω, χωρίς να ανατρέ­πεται η αναλογία που καθορίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (α).

ii) Για την κατάταξη των πιστωτικών ιδρυμάτων σε μία από τρεις τουλάχιστον βαθμίδες, η οποία πραγματοποι­είται, αποκλειστικά για την εφαρμογή του παρόντος, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος εκδιδομένη μέχρι τέλους Ιουνίου εκάστου έτους, λαμβάνονται υπό­ψη εποπτικής φύσεως κριτήρια, όπως ιδίως τα κριτήρια της κεφαλαιακής επάρκειας, της ρευστότητας και της επάρκειας των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου.

γ) Όταν επιτευχθεί εύλογη σχέση μεταξύ των διαθε­σίμων του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ και του συνόλου των καλυπτόμενων καταθέσεων, οι εισφορές αναπροσαρμόζονται, ώστε να αντιστοιχούν μόνο στη μεταβολή των υπολοίπων των καταθέσεων. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την ως άνω εύλογη σχέση, την αύξηση ή μείωση της μέσης εισφοράς, τη διακοπή και εκ νέου καταβολή της ετήσιας εισφοράς, καθώς και την τυχόν επιστροφή εισφορών που προκύπτουν από λάθος υπο­λογισμό των εισφορών αυτών, στα πιστωτικά ιδρύματα που τις έχουν καταβάλει.

δ) Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να καταβάλλουν την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Οκτωβρίου εκάστου ημερολογιακού έτους το μισό (1/2) της ετή­σιας τακτικής εισφοράς που τους αναλογεί μετά από προηγούμενη έγγραφη γνωστοποίηση προς το ΤΕΚΕ της καταθετικής βάσης της εισφοράς τους σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Το υπόλοιπο μισό (1/2) της ετήσιας τακτικής εισφοράς καταβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Απριλίου του αμέσως επόμενου ημερολογι­ακού έτους. Η διαδικασία και το περιεχόμενο της γνω­στοποίησης καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

ε) Αν το πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό εκκαθάριση προ του μηνός Ιουνίου καταβάλλει την οφειλόμενη εισφορά του αμέσως μετά τον καθορισμό των κλιμακίων και εισφορών από το ΤΕΚΕ κατά το παρόν άρθρο. Αν το πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό εκκαθάριση μετά τον καθορισμό των κλιμακίων και εισφορών από το ΤΕΚΕ καταβάλλει την οφειλόμενη εισφορά την ημέρα διακοπής της λειτουργίας του. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των υποβαλλόμενων στοιχείων για τον υπολογισμό της βάσης των εισφορών είτε αυτό­βουλα στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

στ) Η καταβολή των αναλογουσών κατά πιστωτικό ίδρυμα εισφορών πραγματοποιείται με πίστωση των αναφερόμενων κατωτέρω λογαριασμών του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ, ως εξής:

i) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εισφοράς κα­ταβάλλεται στο ΤΕΚΕ με πίστωση του ειδικού λογαρι­ασμού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το ποσό που αντιστοιχεί στο ποσοστό αυτό, κατά την κρίση του Δι­οικητικού Συμβουλίου, επενδύεται εν όλω ή εν μέρει σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου σε ευρώ ή συνάλλαγ­μα, καθώς και σε ισοδύναμους τίτλους της αλλοδαπής, εναπομένουσας διάρκειας μέχρι και δώδεκα (12) μηνών ή παραμένει στο λογαριασμό του εν όλω ή εν μέρει για κάλυψη άμεσων και λειτουργικών αναγκών του που βαρύνουν το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 24.

ii) Το υπολειπόμενο ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) της ως άνω εισφοράς κατατίθεται σε λογαριασμό τρίμηνης προθεσμιακής κατάθεσης του Σκέλους Κάλυ­ψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ που τηρείται στο πιστω­τικό ίδρυμα που καταβάλλει την αντίστοιχη εισφορά, με επιτόκιο ίσο με αυτό που ισχύει για τοποθετήσεις κεφαλαίων σε Έντοκα Γραμμάτια Ελληνικού Δημοσίου, εφεξής Ε.Γ.Ε.Δ., τρίμηνης διάρκειας της τελευταίας πριν την ως άνω ημερομηνία έκδοσης. Το επιτόκιο των κατα­θέσεων αυτών αναπροσαρμόζεται ανά τρίμηνο με βάση το ισχύον κατά την αναπροσαρμογή επιτόκιο Ε.Γ.Ε.Δ. τρίμηνης διάρκειας, οι δε προκύπτοντες τόκοι κεφαλαι­οποιούνται. Αν δεν εκδίδονται πλέον Ε.Γ.Ε.Δ. τρίμηνης διάρκειας ή δεν ανακοινώνεται αρμοδίως επιτόκιο για τους τίτλους αυτούς, εφαρμόζεται το ισχύον επιτόκιο αναφοράς τρίμηνης διάρκειας της διατραπεζικής αγο­ράς σε ευρώ.

Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ τμήμα του ως άνω ποσού μπορεί να τηρείται σε κα­τάθεση στα ίδια πιστωτικά ιδρύματα σε συνάλλαγμα με επιτόκιο που ισχύει για τοποθετήσεις αντίστοιχης διάρκειας και ισοδύναμης ρευστότητας και ασφάλειας με τις ανωτέρω.

iii) Κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζημί­ωσης καταθετών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος νόμου, τα κεφάλαια του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ που είναι κατατεθει­μένα στο περιελθόν σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα, οι προκύπτοντες δεδουλευμένοι τόκοι, καθώς και κάθε τυχόν οφειλόμενη εισφορά προς το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ αποδίδονται αμέσως στο τε­λευταίο από τους ασκούντες τη διοίκηση του πιστωτι­κού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, και πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης.

iv) Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ με αιτιολογημένη απόφασή του που λαμβάνεται με την ειδική πλειοψηφία της παραγράφου 8 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου δύναται να αποφασίζει την τοποθέτηση των διαθεσίμων που προορίζονται για την ασφάλιση των καταθέσεων σε τίτλους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων της περί­πτωσης στ’ υπό στοιχείο (i) της παρούσας παραγράφου, εφόσον, κατά την εύλογη κρίση του:

– οι τοποθετήσεις αυτές παρέχουν ισοδύναμη ασφά­λεια και

– μπορούν να ρευστοποιηθούν άμεσα.

ζ) Την τοποθέτηση των διαθεσίμων της περίπτωσης στ’ υπό στοιχείο (i) της παρούσας παραγράφου το ΤΕΚΕ είναι δυνατόν να αναθέτει με σύμβαση διαχείρισης σε διαχειριστή. Κατά το χρονικό διάστημα που είναι απα­ραίτητο να μεσολαβεί μεταξύ των τοποθετήσεων που πραγματοποιούνται από το ΤΕΚΕ ή τον διαχειριστή για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, είναι δυνατόν τα ως άνω διαθέσιμα να παραμένουν για εύλογο, κατά την κρίση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, χρονικό δι­άστημα σε λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος εφόσον εξασφαλίζονται οι δύο προϋποθέσεις της περίπτωσης στ’ υπό στοιχείο (iv).

5. α) Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστή­ματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την καταστατική έδρα τους σε χώρα εκτός της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης και συμμετέχουν υποχρεωτικά στο ΤΕΚΕ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3 καταβάλλουν, πέραν της εκάστοτε αναλογούσας σε αυτά τακτικής εισφοράς, εντός μηνός από την έναρξη λειτουργίας τους ή υπαγωγής τους στο Σκέλος Κάλυ­ψης Καταθέσεων, αρχική εισφορά ίση με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ύψους των συσσωρευ­μένων πόρων του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ επί το λόγο των ιδίων κεφαλαίων τους προς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν ήδη στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέ­σεων του ΤΕΚΕ. Ως ημερομηνία βάσης υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των πόρων του ΤΕΚΕ λαμβάνεται η 31η Δεκεμβρίου του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την καταστατική έδρα τους στην Ελλάδα, καθώς και για τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρες, ως ίδια κεφάλαια νοούνται τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια των Πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2461/2000 (ΦΕΚ 123 Α’) και 2587/2007 (ΦΕΚ 1738 Β’), όπως εκάστοτε ισχύουν.

β) Με απόφαση του ΤΕΚΕ η καταβολή της αναλο­γούσας κατά πιστωτικό ίδρυμα αρχικής εισφοράς που προβλέπεται στην περίπτωση (α) ανωτέρω, μπορεί να πραγματοποιηθεί τμηματικά με ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις εντός χρονικού διαστήματος τριών (3) ετών κατά ανώτατο όριο.

Η καταβολή και η επένδυση των αρχικών εισφορών διενεργείται σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην περί­πτωση στ’ της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

6. Σε περίπτωση εξαγοράς υποκαταστήματος το οποίο συμμετείχε αυτοτελώς στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέ­σεων του ΤΕΚΕ από άλλο μη συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα, δεν υφίσταται υποχρέωση εκ νέου καταβολής αρχικής εισφοράς για το εν λόγω υποκατάστημα, εφό­σον εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος η διατή­ρηση της αρχικής άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του υφιστάμενου υποκαταστήματος υπό το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς.

7. Ειδικώς, τα πιστωτικά ιδρύματα με τη μορφή πι­στωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 καταβάλλουν αρχική εισφορά ίση με ποσοστό 50% επί του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή της διάταξης της περί­πτωσης (α) της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου. Η αρχική εισφορά καταβάλλεται από την έναρξη της λειτουργίας τους. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, η καταβολή της αρχικής εισφοράς πιστωτι­κού ιδρύματος της παρούσας παραγράφου μπορεί να πραγματοποιείται τμηματικά σε ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις εντός χρονικού διαστήματος τεσσάρων (4) ετών, κατ’ ανώτατο όριο.

8. Τυχόν έσοδα από ρευστοποίηση απαιτήσεων του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ διατίθενται με την ακόλουθη σειρά:

α) αποπληρωμή δανείων του,

β) κατάθεση στους ειδικούς λογαριασμούς του Σκέ­λους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και στα συμμετέχοντα στο εν λόγω Σκέλος πιστωτικά ιδρύματα ογδόντα τοις εκατό (80%), αναλογικά προς τις κατα­βαλλόμενες από αυτά ετήσιες εισφορές στο σύνολο των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων πιστωτικών ιδρυμάτων.

9. Στην περίπτωση υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι καταθέσεις των οποίων κα­λύπτονται συμπληρωματικά από το ΤΕΚΕ, τα σχετικά με το ύψος των τακτικών και των αρχικών εισφορών, καθώς και τα της καταβολής των αποζημιώσεων καθο­ρίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ και το αντίστοιχο σύστημα της χώρας καταστατικής έδρας του πιστωτικού ιδρύματος κατά περίπτωση, με βάση το ύψος και την έκταση της συμπληρωματικής κάλυψης και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 26 του παρόντος νόμου. Οι κατά την παρούσα παρά­γραφο συμφωνίες γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών και στην Ένωση Συνε­ταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος.

10. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 11-16 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 4α, η συμμε­τοχή στο ιδρυτικό κεφάλαιο, καθώς και η κάθε μορφής εισφορά πιστωτικού ιδρύματος στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ δεν αποτελούν στοιχεία του ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος και δεν επιστρέ­φονται σε αυτό για οποιονδήποτε λόγο.

11. Το ποσό της διαφοράς της ετήσιας τακτικής ει­σφοράς των πιστωτικών ιδρυμάτων που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 3714/2008 (ΦΕΚ 231 Α’) περιέρχεται σε ειδική ομάδα περιουσίας που προορίζεται αποκλειστικά για την ικα­νοποίηση απαιτήσεων των καταθετών των συμμετε­χόντων στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων (το «Πρόσθετο Κεφάλαιο Κά­λυψης Καταθέσεων») κατά τους ειδικότερους όρους του παρόντος νόμου. Το ενεργητικό του Πρόσθετου Κεφαλαίου Κάλυψης Καταθέσεων δεν αποτελεί μέρος του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων της παραγράφου 1 κατά τα θέματα που ορίζονται στις επόμενες παραγράφους και στο άρθρο 4α.

12. Το Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων είναι ομάδα περιουσίας, της οποίας τα επί μέρους στοιχεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου στα συμμετέχοντα σε αυτό πι­στωτικά ιδρύματα, κατά το λόγο συμμετοχής τους σε αυτό και αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από το ΤΕΚΕ κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Συνιστάται και διαμορφώνεται με βάση τις, κατά την παράγραφο 11, εισφορές σε αυτό των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κά­λυψης Καταθέσεων πιστωτικών ιδρυμάτων, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4, που εφαρμόζονται καταλλήλως.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ αποφασίζει για την καταβολή των εισφορών, την τοποθέτηση των διαθεσί­μων της παραγράφου 11 και, εν γένει, για τη διαχείριση του εκάστοτε ενεργητικού του Πρόσθετου Κεφαλαίου Κάλυψης Καταθέσεων. Τυχόν πρόσοδοι του ενεργη­τικού του αυξάνουν το Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων.

13. Οι κατά την παράγραφο 11 εισφορές των πιστωτι­κών ιδρυμάτων στο Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Κα­ταθέσεων, πλέον των τυχόν προσόδων που αναλογούν σε αυτές, συνιστούν τις ατομικές τους μερίδες σε αυτό. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων έχει μία ατομική μερίδα σε αυτό. Οι ατομικές μερίδες αντιστοιχούν στο ποσοστό συμμετοχής του κάθε συμμετέχοντος στο Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων. Για λόγους διευκό­λυνσης του λογιστικού προσδιορισμού της αξίας των ατομικών μερίδων, το ενεργητικό του Πρόσθετου Κεφα­λαίου Κάλυψης Καταθέσεων δύναται να υποδιαιρείται σε ισάξια μερίδια ή κλάσματα μεριδίου, από τα οποία συγκροτούνται οι ατομικές μερίδες των συμμετεχόντων σε αυτό πιστωτικών ιδρυμάτων.

14. Οι ατομικές μερίδες των πιστωτικών ιδρυμάτων που απαρτίζουν το Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Κα­ταθέσεων είναι ακατάσχετες έναντι του ΤΕΚΕ. Τυχόν κατάσχεση επιτρέπεται μόνον εις βάρος της τυχόν επι­στρεφόμενης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 4α, στο πιστωτικό ίδρυμα ατομικής του μερίδας και μέχρι της αξίας αυτής, σε περίπτωση αποχώρησης αυτού από το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ.

15. Σε περίπτωση καταβολής αποζημίωσης σε κατα­θέτες κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου χρησιμο­ποιείται αρχικώς, μέχρι την εξάντλησή της, η ατομική μερίδα του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος στο Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων. Αν η μερίδα αυτή δεν επαρκεί, για το υπόλοιπο καταβλητέο ποσό, χρήση των κεφαλαίων του Πρόσθετου Κεφαλαίου Κάλυ­ψης Καταθέσεων θα γίνεται κατά τα οριζόμενα από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ και αφού έχουν διατεθεί ποσά ίσα με ποσοστό τουλάχιστον 5% του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ, όπως αυτό προέκυψε την ημέρα του τελευταίου εγκριθέντος ισολογισμού του.

16. Το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ αποκτά αυτοδικαίως απαιτήσεις κατά του περιελθόντος σε αδυ­ναμία πιστωτικού ιδρύματος για ποσά που καταβάλλονται σε καταθέτες-πελάτες του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος από το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ, καθώς και από το Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Κα­ταθέσεων πέραν της ατομικής μερίδας του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και για κάθε άλλη δαπάνη ή ποσό, που βαρύνουν το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ και συνδέονται με τη διαδικασία καταβολής αποζημιώσεων. Τυχόν εισπραττόμενα από το ΤΕΚΕ κατά τα ανωτέρω ποσά κατανέμονται μεταξύ του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ και του ενεργητικού του Πρόσθετου Κεφαλαίου Κάλυ­ψης Καταθέσεων αναλόγως της τάξης, καθώς και του ποσοστού κατά το οποίο τα καταβληθέντα ποσά είχαν βαρύνει το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων και το ενεργητικό του Πρόσθετου Κεφαλαίου Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ.

Αρθρο 4α

Αποχώρηση πιστωτικού ιδρύματος από το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ

1. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ παύσει, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, να συμμετέχει σε αυτό, καταβάλλεται σε αυτό, σε μετρητά, η αξία της ατομικής του μερίδας στο Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέ­σεων, με την αποτίμηση που ισχύει κατά το χρόνο της αποχώρησής του, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

2. Για τον υπολογισμό του ενεργητικού του Πρόσθετου Κεφαλαίου Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ και, αντιστοί­χως, της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος, λαμβάνο­νται υπόψη και οι απαιτήσεις καταθετών συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων που τυχόν έχουν περιέλθει σε αδυναμία, εφό­σον, αθροιστικώς, α) η αδυναμία επήλθε μέχρι και τρεις μήνες μετά την αποχώρηση και β) οι απαιτήσεις των πελατών βασίζονται σε καλυπτόμενες καταθέσεις που υφίσταντο μέχρι το χρόνο αποχώρησης. Υπό την αναβλη­τική αίρεση της καταβολής των σχετικών ποσών στους καταθέτες, αυτά αφαιρούνται από την αξία του Πρόσθε­του Κεφαλαίου Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ.

3. Η καταβολή της αξίας της μερίδας του αποχωρού­ντος γίνεται τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο ενός έτους από την αποχώρησή του από το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ.

4. Συμψηφίζονται με την απαίτηση του αποχωρούντος προς καταβολή της επιστρεπτέας αξίας της μερίδας του οποιεσδήποτε απαιτήσεις έχει το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ κατά του αποχωρούντος, συμπε­ριλαμβανομένων οφειλόμενων εισφορών του αποχωρού­ντος προς το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ ή άλλων χρηματικών ποσών που έχει καταβάλει ή θα καταβάλει το ΤΕΚΕ προς εκπλήρωση υποχρεώσεων του αποχωρούντος από καλυπτόμενες καταθέσεις.

5. Το ΤΕΚΕ παρακρατεί από την επιστρεφόμενη στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα αξία της ατομικής του μερίδας τα ποσά που αντιστοιχούν στο ύψος πιθανών απαιτήσεων καταθετών κατά του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ σε σχέση με καλυπτόμενες κα­ταθέσεις του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος.

6. Τα παρακρατούμενα κατά την παράγραφο 5 ποσά δεν αποδίδονται στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα μέ­χρις ότου κριθεί αμετακλήτως η υπόθεση και, ανάλογα με την έκβαση, το ΤΕΚΕ τα αποδίδει είτε στους καταθέτες – πελάτες είτε στο αποχωρήσαν πιστωτικό ίδρυμα.

7. Τα παρακρατούμενα ποσά θεωρείται ότι συμψηφίζο­νται με την απαίτηση του συμμετέχοντος προς απόδοση της αξίας της ατομικής του μερίδας, υπό την αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση του αποχωρήσαντος έναντι των καταθετών.

Αρθρο 5

Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ

1. Το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέ­τηση του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων, διακεκριμένο από εκείνο του άρθρου 4, προορίζεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση απαιτήσεων των επενδυτών-πελατών των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων (στο εξής: το «Ενερ­γητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων»).

2. Το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων είναι ομάδα περιουσίας, της οποίας τα επί μέρους στοι­χεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου στα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα, κατά το λόγο συμμετοχής τους σε αυτό και αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από το ΤΕΚΕ κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

3. Το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων συνιστάται και διαμορφώνεται με βάση τις εισφορές των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων πιστωτικών ιδρυμάτων και τους λοιπούς πόρους αυτού, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 6.

4. Οι εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέ­χουν στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ, πλέον των προσόδων που αναλογούν σε αυτές και λοιπών τυχόν πόρων του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων, συνιστούν τις ατομικές τους μερίδες σε αυτό. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ έχει μία ατομική μερίδα σε αυτό. Οι ατομικές μερίδες αντι­στοιχούν στο ποσοστό συμμετοχής του κάθε συμμετέχο­ντος στο Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων πιστωτικού ιδρύματος. Για λόγους διευκόλυνσης του λο­γιστικού προσδιορισμού της αξίας των ατομικών μερίδων, το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων δύναται να υποδιαιρείται σε ισάξια μερίδια ή κλάσματα μεριδίου, από τα οποία συγκροτούνται οι ατομικές μερίδες των συμμετεχόντων σε αυτό πιστωτικών ιδρυμάτων.

5. Οι ατομικές μερίδες των πιστωτικών ιδρυμάτων που απαρτίζουν το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ είναι ακατάσχετες έναντι του ΤΕΚΕ. Τυχόν κατάσχεση νοείται μόνον ως προς την τυχόν επιστρεφόμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 8, στο πιστωτικό ίδρυμα αξία της ατομικής του μερίδας, σε περίπτωση αποχώρησης αυτού από το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ.

Αρθρο 6

Πόροι του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ

1. Οι πόροι του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ προορίζονται αποκλειστικά για την ικανοποίηση απαιτήσεων των επενδυτών-πελατών κατά των συμμετεχόντων σε αυτό πιστωτικών ιδρυμά­των, οι οποίες προκύπτουν από την παροχή από μέ­ρους τους καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και προέρχονται από:

α) την αρχική εισφορά των συμμετεχόντων πιστωτι­κών ιδρυμάτων,

β) την τακτική εισφορά των συμμετεχόντων πιστω­τικών ιδρυμάτων,

γ) τη συμπληρωματική εισφορά, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7,

δ) τις προσόδους και τα έσοδα που προκύπτουν από τη διαχείριση της περιουσίας του Ενεργητικού του Σκέ­λους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ και

ε) τα έσοδα από τη ρευστοποίηση απαιτήσεων του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ.

2. Το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων βαρύνουν τα πάσης φύσεως λειτουργικά έξοδα του Σκέ­λους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ, όπως καθορίζεται ειδικότερα με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 24.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία παρέχουν καλυ­πτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες κατά τη συμμετοχή τους για πρώτη φορά στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ καταβάλλουν εφάπαξ αρχική εισφορά ύψους πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.

4. Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λει­τουργίας στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την κα­ταστατική έδρα τους σε χώρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμμετέχουν υποχρεωτικά στο ΤΕΚΕ σύμ­φωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3, τα οποία θα συμμετάσχουν στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ μετά την πρώτη δημοσίευση ισολογισμού του ΤΕΚΕ που θα περιλαμβάνει τα στοιχεία Ενεργητικού και Παθητικού που αφορούν το Ενεργητικό του Σκέ­λους Κάλυψης Επενδύσεων, καταβάλλουν, πέραν της εκάστοτε αναλογούσας σε αυτά τακτικής εισφοράς, αρχική εισφορά ίση με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ύψους των συσσωρευμένων πόρων του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ επί το λόγο των ιδίων κεφαλαίων τους προς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν ήδη στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσε­ων του ΤΕΚΕ. Ως ημερομηνία βάσης υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των συσσωρευμένων πόρων του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ λαμβάνεται η 31η Δε­κεμβρίου του αμέσως προηγούμενου της ένταξης του πιστωτικού ιδρύματος στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων ημερολογιακού έτους. Ως ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα και των υποκα­ταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρες, νοούνται τα ίδια κεφάλαια κατά την έννοια των Πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 2461/2000 (ΦΕΚ 123 Α’) και 2587/2007 (ΦΕΚ 1738 Β’), όπως εκάστοτε ισχύουν. Η κατά την παρούσα παράγραφο αρχική εισφορά δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού των πεντακο­σίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.

5. Πιστωτικά ιδρύματα με τη μορφή πιστωτικού συνε­ταιρισμού του ν. 1667/1986 καταβάλλουν αρχική εισφορά ίση με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου.

6. Αν πιστωτικό ίδρυμα πρόκειται να συμμετάσχει για πρώτη φορά στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ και εξαγοράσει υποκατάστημα, το οποίο συμμετείχε αυτο­τελώς στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ, κατά τον υπολογισμό του ύψους της αρχικής εισφοράς του νεοεισερχόμενου πιστωτικού ιδρύματος συνυπολογίζεται και το ύψος της ατομικής μερίδας του συμμετέχοντος υποκαταστήματος στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων.

7. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ καθορίζεται το χρονικό σημείο και η διαδικασία κατα­βολής των αρχικών εισφορών που προβλέπονται στις παραγράφους 3, 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου.

8. Τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ καταβάλλουν επίσης ετήσια τακτική εισφορά, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, η οποία εκδίδεται εντός του μηνός Ιουνίου. Τα κριτήρια προσδιορισμού του τρόπου υπολο­γισμού και επιμερισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς, καθώς και, εν γένει, του ύψους αυτής, καθορίζονται με από­φαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία εκδίδεται κατόπιν εισήγησης της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με την απόφαση αυτή μπορεί επίσης να ρυθμίζεται οποιοδήποτε άλλο ειδικό θέμα ή τεχνική λεπτομέρεια ως προς τον προσδιορισμό και επιμερισμό της ετήσιας τακτικής εισφοράς. Κριτήρια προσδιορισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς αποτε­λούν, ιδίως, ο αριθμός των επενδυτών-πελατών κάθε συμ­μετέχοντος στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων πιστωτικού ιδρύματος, η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία κατέχει αυτό κατά το αμέσως προηγούμενο έτος στις καθορισθησόμενες ημερομηνίες αναφοράς για λογαριασμό των επενδυτών-πελατών του στο πλαίσιο παροχής καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και άλλα, που δύναται να καθορίσει η απόφαση. Εφόσον η αξία των περιουσιακών στοιχείων που κατέχει το πιστωτικό ίδρυμα για λογαριασμό ενός πελάτη στο πλαίσιο παροχής σε αυτόν καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ, ως αξία των περιου­σιακών στοιχείων του πελάτη αυτού κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ. Ως προς τα υποκαταστή­ματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε τρίτες εκτός Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης χώρες, λαμ­βάνονται υπόψη ιδίως τα προαναφερθέντα κριτήρια σε σχέση με τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχονται από αυτά στην Ελλάδα.

9. Πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εισέρχεται στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων μετά την έναρξη του οικονομικού έτους ή παύει, για οποιονδήποτε λόγο, να συμμετέχει σε αυτό οφείλει τακτική εισφορά για το ημερολογιακό έτος ένταξης ή αποχώρησης, αντίστοιχα, κατ’ αναλογία του χρόνου συμμετοχής του σε αυτό.

10. Το ακριβές χρονικό σημείο και η διαδικασία κατα­βολής των ετήσιων εισφορών καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

11. Αν το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ κρίνει ότι έχει επιτευχθεί εύλογη σχέση μεταξύ των διαθεσίμων του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ και του συνόλου των εκτιμώμενων συνολικών υποχρεώσεων από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, δύναται να εισηγηθεί στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών την αναπροσαρμογή του ύψους και του τρόπου υπο­λογισμού της τακτικής εισφοράς της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου. Η απόφαση για την εισήγηση του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται με την ειδική πλειοψηφία της παραγράφου 8 του άρθρου 23.

12. H καταβολή των αναλογουσών σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα αρχικών και ετήσιων εισφορών στο Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων πραγματοποιείται με πίστωση ειδικών λογαριασμών του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος και στα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίοι είναι απολύτως διακριτοί από τους αντίστοιχους λογαρια­σμούς του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων, ως εξής:

α) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) των εισφορών κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος.

β) Το υπολειπόμενο ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%) των εισφορών κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό τρίμηνης προθεσμιακής κατάθεσης του Σκέλους Κάλυ­ψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που καταβάλλει την αντίστοιχη εισφορά. Οι προ­θεσμιακές καταθέσεις υπολογίζονται ανά ημερολογιακό τρίμηνο. Σε περίπτωση κατάθεσης χρηματικών ποσών κατά τη διάρκεια ημερολογιακού τριμήνου, τα ποσά εκτοκίζονται, αρχικά, με επιτόκιο περιόδου μέχρι τη λήξη του τρέχοντος ημερολογιακού τριμήνου.

Οι λογαριασμοί αυτοί εκτοκίζονται με το αναφερόμε­νο στο εδάφιο (ii) της περίπτωσης (στ) της παραγράφου 4 του άρθρου 4 επιτόκιο.

13. Τυχόν έσοδα από ρευστοποίηση απαιτήσεων του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ διατίθενται με την ακόλουθη σειρά:

α) αποπληρωμή δανείων του,

β) κατάθεση στους ειδικούς λογαριασμούς του Σκέ­λους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος σε ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) και στα συμμετέχοντα στο Σκέλος πιστωτικά ιδρύματα ογδόντα τοις εκατό (80%), αναλογικά προς τις καταβαλλόμενες από αυτά ετήσιες τακτικές εισφορές στο σύνολο των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων πι­στωτικών ιδρυμάτων.

14. Επί νέων εισφορών, αρχικών ή και τακτικών, για τον υπολογισμό της αξίας της ατομικής μερίδας του κάθε πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ λαμβάνεται ως βάση το καθαρό Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων κατά την 31η Δεκεμβρίου του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού έτους ή κατά την αμέσως προηγούμενη, σε σχέση με το χρονικό σημείο κατά το οποίο είναι καταβλητέα η εισφορά, επίσημη, εγκεκριμένη από το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτίμησή του.

15. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των στοιχείων που υποβάλλουν στο ΤΕΚΕ τα πιστωτικά ιδρύματα και αποτελούν τη βάση υπολογισμού των εισφορών τους είτε αυτόβουλα στο πλαίσιο της επο­πτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

Αρθρο 7

Έκτακτες συμπληρωματικές εισφορές στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων

1. Σε περίπτωση κατά την οποία το ΤΕΚΕ υποχρε­ωθεί να καταβάλει αποζημίωση για την ικανοποίηση απαιτήσεων επενδυτών-πελατών που προκύπτουν από την παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών από συμμετέχον στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα, χρησιμοποιεί αρχικά, μέχρι την εξάντλησή της, την ατομική μερίδα του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος. Αν αυτή δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των επενδυτών, χρησι­μοποιείται και το υπόλοιπο του Ενεργητικού του Σκέ­λους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ, που ανήκει στους λοιπούς συμμετέχοντες στο Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, ανάλογα με την αξία της ατομικής μερίδας εκά­στου σε σχέση με το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων. Το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ 0αποκτά αυτοδικαίως απαιτήσεις κατά του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος για ποσά που καταβάλλονται σε επενδυτές-πελάτες του εν λόγω πι­στωτικού ιδρύματος από το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πέραν της ατομικής μερίδας του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και για κάθε άλλη δαπάνη ή ποσό, που βαρύνουν το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ και συνδέονται με τη διαδικασία καταβολής αποζημιώ­σεων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 20, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών ορισμού εμπειρογνωμόνων και εν γένει συμβούλων για την αξιολόγηση των αιτήσεων των επενδυτών και την εξακρίβωση του καταβλητέου στον καθέναν από αυτούς χρηματικού ποσού, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 24.

2. Εφόσον οι καταβλητέες αποζημιώσεις υπερβαίνουν ποσοστό της αξίας του Ενεργητικού του Σκέλους Κά­λυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ, που καθορίζεται με από­φαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο Σκέλος Κάλυψης Επεν­δύσεων του ΤΕΚΕ καλούνται να καταβάλλουν έκτακτες συμπληρωματικές εισφορές.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ καθορίζεται το ποσό από το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ που θα χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση των επενδυτών-πελατών, καθώς και το ύψος και η προθεσμία καταβολής των έκτακτων συμπληρωματικών εισφορών. Οι εισφορές αυτές δεν είναι δυνατόν, σε κάθε περίπτωση, να υπερβαίνουν το τριπλάσιο της τακτικής εισφοράς του τελευταίου πριν από τη λήψη της απόφασης έτους.

4. Τα ποσά των έκτακτων συμπληρωματικών εισφο­ρών καταβάλλονται σε ειδικό λογαριασμό αποζημίωσης επενδυτών, ο οποίος ανοίγεται για το σκοπό αυτόν στην Τράπεζα της Ελλάδος, επιτρεπομένης και της χρηματο­δότησης του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ από πιστωτικά ιδρύματα ή και από άλλες πηγές, με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, ιδίως προς διασφάλιση της ρευστότητας που απαιτείται για την καταβολή οφειλόμενων αποζημιώσεων. Για τα ποσά των δανείων αυτών ισχύει εκ του νόμου εγγύηση των συμμε­τεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων, ανάλογα με την αξία της ατο­μικής μερίδας εκάστου σε σχέση με το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων κατά το χρόνο παροχής της εγγύησης, μη λαμβανομένης υπόψη της ατομικής μερίδας του πιστωτικού ιδρύματος που περιήλθε σε αδυναμία. Οι όροι των εν λόγω δανείων και εγγυήσεων καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, που καθορίζει τις αναλογούσες σε κάθε συμ­μετέχον πιστωτικό ίδρυμα καταβλητέες εισφορές και το ακριβές ποσό της εγγύησης εκάστου.

5. Η αναλογούσα σε κάθε συμμετέχον πιστωτικό ίδρυ­μα έκτακτη συμπληρωματική εισφορά επί του ποσού αποζημίωσης που υποχρεούται να καταβάλει το ΤΕΚΕ και καλύπτεται από συμπληρωματικές έκτακτες εισφο­ρές προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία συμμετοχής κάθε πιστωτικού ιδρύματος στην τακτική εισφορά του προηγούμενου έτους, όπως αυτή προσ­διορίζεται με την υπουργική απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 6.

6. Μέχρι τον οριστικό καθορισμό του ακριβούς ύψους της καταβλητέας έκτακτης συμπληρωματικής εισφο­ράς, το ΤΕΚΕ δύναται να ζητεί από τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα που θα κληθούν να καταβάλλουν έκτακτες συμπληρωματικές εισφορές, να διενεργήσουν ανάλογες προκαταβολές στον ειδικό λογαριασμό απο­ζημίωσης επενδυτών του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να καταβάλλονται εγκαίρως στους δικαιούχους οι οφει­λόμενες σε αυτούς αποζημιώσεις, ιδίως εφόσον δεν επαρκούν τα κεφάλαια του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ.

7. Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τα πιστωτικά ιδρύματα από τις παραγράφους 2 και 6 του παρόντος άρθρου δύνανται να υπαχθούν με απόφαση του Διοικη­τικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ και τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ για συμπληρωματική κάλυψη με βάση τις κατευ­θυντήριες αρχές του άρθρου 26 του παρόντος.

8. Εντός ευλόγου χρόνου μετά την οριστικοποίηση των καταβλητέων στους επενδυτές αποζημιώσεων, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ αποφασίζει οριστικά περί της αναλογίας κάθε πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων στις κα­ταβληθείσες αποζημιώσεις, καθώς και του ύψους της έκτακτης συμπληρωματικής εισφοράς εκάστου, τηρου­μένων των διατάξεων της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

9. Τυχόν προκαταβληθέν από πιστωτικό ίδρυμα ποσό έναντι έκτακτης συμπληρωματικής εισφοράς που υπερ­βαίνει το ύψος της αναλογούσας σε αυτό έκτακτης συμπληρωματικής εισφοράς επιστρέφεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τον οριστικό καθορισμό της συμ­μετοχής κάθε πιστωτικού ιδρύματος. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ μέρος των έκτακτων συμπληρωματικών εισφορών μπορεί να χρησιμοποιεί­ται προς συμπλήρωση ή και ενίσχυση του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων, προσαυξάνον την ατομική μερίδα του πιστωτικού ιδρύματος.

10. Κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζη­μίωσης επενδυτών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 13, τα κεφάλαια του Σκέλους Κάλυψης Επενδύ­σεων του ΤΕΚΕ που είναι κατατεθειμένα στο περιελ-θόν σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα, οι προκύπτοντες δεδουλευμένοι τόκοι, καθώς και κάθε τυχόν οφειλόμενη εισφορά προς το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ αποδίδονται αμέσως στο τελευταίο από τους ασκούντες τη διοίκηση του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης δι­άταξης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου και πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης.

11. Προκειμένου περί υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία καλύπτο­νται συμπληρωματικά από το Σκέλος Κάλυψης Επενδύ­σεων του ΤΕΚΕ, τα σχετικά με το ύψος των τακτικών και των αρχικών εισφορών, καθώς και τα της καταβολής των αποζημιώσεων καθορίζονται από το Διοικητικό Συμ­βούλιο του ΤΕΚΕ και το αντίστοιχο σύστημα της χώρας έδρας του πιστωτικού ιδρύματος κατά περίπτωση, με βάση το ύψος και την έκταση της συμπληρωματικής κάλυψης και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 26 του παρόντος. Οι κατά την παρούσα παρά­γραφο συμφωνίες γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών και στην Ένωση Συνε­ταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος.

Αρθρο 8

Αποχώρηση πιστωτικού ιδρύματος από το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ

1. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ παύσει, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, να συμμετέχει σε αυτό, καταβάλλεται σε αυτό, σε μετρητά, η αξία της ατομι­κής του μερίδας, με την αποτίμηση που ισχύει κατά το χρόνο της αποχώρησής του, όπως ορίζεται ειδικότερα με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

2. Για τον υπολογισμό του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ και, αντιστοίχως, της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος, λαμβάνονται υπόψη και οι απαιτήσεις επενδυτών-πελατών συμμε­τεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων που τυχόν έχουν περιέλθει σε αδυναμία, εφόσον, αθροιστικώς: α) η αδυναμία επήλθε μέχρι και τρεις μήνες μετά την αποχώρηση και β) οι απαιτήσεις των πελατών βασίζονται σε καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που είχαν παρασχεθεί μέχρι το χρόνο αποχώρησης και εφόσον αυτές προβληθούν το αργότερο έξι μήνες μετά την αποχώρηση. Υπό την αναβλητική αίρεση της καταβολής των σχετικών πο­σών στους πελάτες, αυτά αφαιρούνται από την αξία του Ενεργητικού του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ.

3. Η καταβολή της αξίας της μερίδας του αποχωρού­ντος γίνεται τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο ενός έτους από την αποχώρησή του από το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ.

4. Συμψηφίζονται με την απαίτηση του αποχωρούντος προς καταβολή της επιστρεπτέας αξίας της μερίδας του οποιεσδήποτε απαιτήσεις έχει το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ κατά του αποχωρούντος, συ­μπεριλαμβανομένων οφειλόμενων εισφορών του απο­χωρούντος προς το Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ ή άλλων χρηματικών ποσών που έχει καταβάλει ή θα καταβάλει το ΤΕΚΕ προς εκπλήρωση υποχρεώ­σεων του αποχωρούντος από παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών.

5. Το ΤΕΚΕ παρακρατεί από την επιστρεφόμενη στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα αξία της ατομικής του μερίδας τα ποσά που αντιστοιχούν στο ύψος πιθανών απαιτήσεων επενδυτών-πελατών κατά του Σκέλους Κά­λυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ σε σχέση με την παροχή από το αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες απαιτήσεις δύναται να προκύψουν από:

(i) αίτηση αποζημίωσης που υποβλήθηκε κατά τη δι­άρκεια του έτους μετά την αποχώρηση του συμμετέ­χοντος, εφόσον η απαίτηση αυτή κατά του αποχωρού­ντος είχε γεννηθεί κατά το χρόνο συμμετοχής του στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ ή,

(ii) αίτηση αποζημίωσης που υποβλήθηκε πριν από την απο­χώρηση του συμμετέχοντος και εκκρεμεί η εξέτασή της.

6. Τα παρακρατούμενα κατά την παράγραφο 5 ποσά δεν αποδίδονται στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα μέ­χρις ότου κριθεί αμετακλήτως η υπόθεση και, ανάλογα με την έκβαση, το ΤΕΚΕ τα αποδίδει είτε στους επενδυτές – πελάτες είτε στο αποχωρήσαν πιστωτικό ίδρυμα.

7. Τα παρακρατούμενα ποσά θεωρείται ότι συμψηφίζο­νται με την απαίτηση του συμμετέχοντος προς απόδοση της αξίας της ατομικής του μερίδας, υπό την αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση του αποχωρήσαντος έναντι των επενδυτών-πελατών.

Αρθρο 9

Καλυπτόμενες καταθέσεις – Όριο κάλυψης

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ως κα­ταθέσεις ορίζονται τα πιστωτικά υπόλοιπα των κατα­τεθειμένων σε λογαριασμούς κεφαλαίων ή τα πιστωτι­κά υπόλοιπα προσωρινού χαρακτήρα που προκύπτουν κατά τις συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των εφαρμοζόμενων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και οι υποχρεώσεις για τις οποίες το πιστωτικό ίδρυ­μα έχει εκδώσει παραστατικούς τίτλους. Στην έννοια των καταθέσεων δεν εμπίπτουν οι συμφωνίες πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς (repos), οι απαιτήσεις εκ των οποίων καλύπτονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος νόμου.

2.α) Η αποζημίωση για το σύνολο των καλυπτόμενων καταθέσεων του ίδιου καταθέτη σε πιστωτικό ίδρυμα που καλύπτεται από το ΤΕΚΕ ανέρχεται κατ’ ανώτατο όριο σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 3714/2008 (ΦΕΚ 231 Α’).

β) Η αποζημίωση καταβάλλεται σε ευρώ και ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων κάθε καταθέτη που τηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των λογαριασμών, το νόμισμα ή τη χώρα λειτουργίας του υποκαταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο τηρείται η κατάθεση. Για τη με­τατροπή από τους καταθέτες των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων που αφορούν τις καταθέσεις σε ξένα νομίσματα που τηρούνται στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό στα αντίστοιχα νομίσματα, εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί συναλλάγματος και κίνησης κεφαλαίων. Στο ως άνω όριο συμπεριλαμβάνονται και οι δεδουλευμένοι τόκοι μέχρι την ημέρα που η κατάθεση κατέστη μη διαθέσιμη.

γ) Αν το ποσό της κάλυψης αυξηθεί συνεπεία διάταξης νόμου, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ αποφασίζει με την ειδική πλειοψηφία της παραγράφου 8 του άρθρου 23 για τον τρόπο αναπροσαρμογής των τακτικών ετήσιων εισφορών.

3. Για τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών καταθέσεων συμψηφίζονται με τις πάσης φύσεως ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος κατά του δικαιούχου καταθέτη, κατά τους όρους των άρθρων 440 επ. του Αστικού Κώ­δικα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχει στο ΤΕΚΕ ο εκκαθαριστής του πιστωτικού ιδρύματος. Στην περί­πτωση καταβολής συμπληρωματικής αποζημίωσης σε καταθέτες υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ισχύουν οι κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 26 του παρόντος νόμου.

4. α) Στις περιπτώσεις λογαριασμών που έχουν ανοι­χθεί στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων από κοινού, κατά την έννοια του ν. 5638/1932 (ΦΕΚ 307 Α’), το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη του κοινού λογαριασμού θεωρείται ως χωριστή κατάθεση του κάθε δικαιούχου του λογαριασμού και, συνυπολογιζομένων και των λοιπών καταθέσεών του, καλύπτεται μέχρι το όριο της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Εάν δεν προκύπτει το τμήμα κατάθεσης που αναλογεί σε κάθε δικαιούχο, θεωρείται για τους σκοπούς της αποζημί­ωσης ότι η κατάθεση ανήκει στους δικαιούχους κατά ίσα μέρη.

β) Η κατάθεση ένωσης προσώπων χωρίς νομική προ­σωπικότητα θεωρείται ως κατάθεση ενός δικαιούχου για τον υπολογισμό του ορίου που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

5. Από την εγγύηση καλύπτεται ο πραγματικός δικαι­ούχος, εφόσον το πρόσωπο αυτό ορίζεται ή δύναται να οριστεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία μια κατάθεση καθίσταται μη διαθέσιμη, κατά την έννοια του άρθρου 13 του παρόντος νόμου. Εάν υπάρχουν πολλοί πραγματικοί δικαιούχοι, για την εφαρμογή του ορίου που προβλέπει η παράγραφος 2 ανωτέρω λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα με βάση τις νόμιμες ή συμβατικές ρυθμίσεις που διέπουν τη δι­αχείριση των κατατεθέντων ποσών.

Αρθρο 10

Καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες Όριο κάλυψης

1.α) Το ΤΕΚΕ καλύπτει επίσης όλους τους επενδυτές – πελάτες των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων, πλην των απαριθμούμενων στο άρθρο 12 του παρόντος νόμου, για τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, έως ποσού τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, για το σύνολο των απαιτήσεων επενδυτή-πελάτη έναντι ορισμένου συμμε­τέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, ανεξαρτήτως καλυπτό­μενων επενδυτικών υπηρεσιών, αριθμού λογαριασμών, νομίσματος και τόπου παροχής της υπηρεσίας.

β) Αν το ποσό της κάλυψης αυξηθεί συνεπεία διάταξης νόμου, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ αποφασίζει με την ειδική πλειοψηφία της παραγράφου 8 του άρθρου 23 για ανάλογη αναπροσαρμογή των τακτικών εισφο­ρών σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 8 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου.

2. Προκειμένου περί επενδυτών-πελατών των συμμε­τεχόντων στο ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδικαιούχοι της ίδιας απαίτησης από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, το τμήμα της απαίτησης που αναλογεί σε κάθε επενδυτή-πελάτη νοείται ως χωριστή απαίτηση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, και, συνυ­πολογιζομένων των λοιπών απαιτήσεών του έναντι του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος από καλυπτόμενες επενδυ­τικές υπηρεσίες, αποζημιώνεται μέχρι του ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Εάν το τμήμα της απαίτησης που αναλογεί σε κάθε συνδικαιούχο δεν προκύπτει από τη μεταξύ των συνδικαιούχων και του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος σύμβαση, για τους σκοπούς της αποζημίωσης η απαίτηση νοείται ότι ανήκει στους συνδικαιούχους κατά ίσα μέρη. Απαίτηση ένωσης προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται, για τους σκοπούς της αποζημίωσης, ως απαίτηση απορρέουσα από επένδυση ενός και του αυτού επενδυτή.

3. Η αποζημίωση καταβάλλεται στον πραγματικό δι­καιούχο των κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον η ταυτότητά του διαπιστώνεται ή δύναται να διαπιστωθεί πριν από την ημερομηνία κατά την οποία διαπιστώνεται αδυναμία του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση περισσότερων πραγ­ματικών δικαιούχων, για τον υπολογισμό του ορίου της κάλυψης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω, λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον κα­θένα, σύμφωνα με τις νόμιμες ή συμβατικές ρυθμίσεις που διέπουν τη διαχείριση των ως άνω κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτικών μέσων.

Αρθρο 11

Εξαιρούμενες απαιτήσεις από τις καλυπτόμενες καταθέσεις

Εξαιρούνται από την κάλυψη του ΤΕΚΕ οι ακόλουθες κατηγορίες:

1. Οι καταθέσεις άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3601/2007, που τηρούνται στο όνομά τους και για ίδιο λογαριασμό.

2. Οι τίτλοι που αποτελούν στοιχεία των «ιδίων κε­φαλαίων» των πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια της ΠΔ/ΤΕ 2587/2007.

3. Οι καταθέσεις που προέρχονται από συναλλαγές πελατών, για τις οποίες εξεδόθη τελεσίδικη καταδι­καστική δικαστική απόφαση για ποινικό αδίκημα σχε­τικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίη­σης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά τις εκάστοτε διατάξεις της νομοθεσίας ή την αντίστοιχη νομοθεσία άλλων κρατών.

4. Οι καταθέσεις για ίδιο λογαριασμό των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2 περίπτωση 1 του ν. 3606/2007.

5. Οι καταθέσεις των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 περίπτωση 11 του ν. 3601/2007.

6. Οι καταθέσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, κατά την έννοια του ν.δ. 400/1970, όπως εκάστοτε ισχύει.

7. Οι καταθέσεις των οργανισμών συλλογικών επενδύ­σεων σε κινητές αξίες κατά την έννοια του ν. 3283/2004, όπως εκάστοτε ισχύει, συμπεριλαμβανομένων των εται­ρειών διαχείρισής τους.

8. Οι καταθέσεις των νομικών προσώπων που είναι συνδεδεμένα, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρά­γραφος 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως εκάστοτε ισχύει, με το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα που περι­έρχεται σε αδυναμία.

9. Οι καταθέσεις της Κεντρικής Διοίκησης (ως τέτοι­ες νοούνται οι καταθέσεις των Υπουργείων και των αποκεντρωμένων Υπηρεσιών των Υπουργείων) και των υπερεθνικών οργανισμών, των ομοσπονδιακών, ομό­σπονδων, επαρχιακών και τοπικών διοικητικών αρχών, καθώς και των ΟΤΑ.

10. Οι καταθέσεις των μελών του Διοικητικού Συμβου­λίου (περιλαμβανομένων των κατά νόμο δύο τουλάχι­στον υπεύθυνων για τον προσανατολισμό δράσης του προσώπων) του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος που περιέρχεται σε αδυναμία και των ανώ­τατων διευθυντικών στελεχών του.

11. Οι καταθέσεις των μετόχων του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος που περιέρχεται σε αδυνα­μία, των οποίων η συμμετοχή άμεσα ή έμμεσα στο κε-φάλαιό του ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με πέντε τοις εκατό (5%) του μετοχικού του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, καθώς και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διενέργεια του προβλεπόμενου στη νομοθεσία ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.

12. Οι καταθέσεις των προσώπων που κατέχουν σε εταιρείες συνδεδεμένες, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως εκάστοτε ισχύει, με το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυ­μα που περιέρχεται σε αδυναμία, θέσεις ή ιδιότητες αντίστοιχες με τις απαριθμούμενες στις περιπτώσεις 10 και 11.

13. Οι καταθέσεις των συγγενών μέχρι δευτέρου βαθ­μού και των συζύγων των προσώπων που απαριθμούνται στις περιπτώσεις 10, 11 και 12, καθώς και των τρίτων που τυχόν ενεργούν για λογαριασμό των προσώπων αυτών.

14. Ομολογίες και ομόλογα εκδοθέντα από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα και υποχρεώσεις από αποδοχές συ­ναλλαγματικών και από υποσχετικές επιστολές ή γραμ­μάτια έκδοσής του.

15. Τα διαπραγματεύσιμα πιστοποιητικά καταθέσε­ων.

Αρθρο 12

Εξαιρούμενες απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες

Εξαιρούνται επίσης από την κάλυψη του ΤΕΚΕ οι απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που αντιστοιχούν στις περιπτώσεις 1 και 3 έως 13 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.

Αρθρο 13

Ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζημίωσης καταθετών και επενδυτών-πελατών

1. Το ΤΕΚΕ αποζημιώνει τους καταθέτες εφόσον μια κατάθεση καταστεί μη διαθέσιμη. Μια κατάθεση καθί­σταται μη διαθέσιμη όταν οφείλεται, είναι ληξιπρόθεσμη και δεν έχει καταβληθεί από συμμετέχον στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα σύμ­φωνα με τους νόμιμους και συμβατικούς της όρους και συντρέχει μία από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

2. Το ΤΕΚΕ αποζημιώνει τους επενδυτές-πελάτες για απαιτήσεις τους που απορρέουν από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδυναμία συμμετέχοντος στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύμα­τος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, να εκπληρώσει τις ακόλουθες υπο­χρεώσεις του:

α) είτε να αποδώσει στους επενδυτές-πελάτες του κεφάλαια που τους οφείλει ή κεφάλαιά τους που βρί­σκονται στην κατοχή του, άμεσα ή έμμεσα, στο πλαίσιο της εκ μέρους του παροχής καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών,

β) είτε να παραδώσει στους επενδυτές-πελάτες του χρηματοπιστωτικά μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 3606/2007, που τους ανήκουν και τα οποία το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα κατέχει, δια­χειρίζεται ή φυλάσσει για λογαριασμό τους παρά το γεγονός ότι υφίσταται σχετική υποχρέωση του συμμε­τέχοντος σύμφωνα με το δίκαιο και τους όρους που διέπουν τη σύμβασή του με τον καλυπτόμενο πελάτη και ανεξάρτητα από το αν η υποχρέωση αυτή του συμ­μετέχοντος θεμελιώνεται στη σύμβαση ή στο νόμο.

3. Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης των ληξιπρό­θεσμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 63 παράγραφος 1 του ν. 3601/2007 δεν συνιστά καθ’ εαυτή περίπτωση αδυναμίας συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύ­ματος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του κατά την έννοια του παρόντος άρθρου.

4. Το ΤΕΚΕ ενεργοποιεί τη διαδικασία καταβολής απο­ζημιώσεων εφόσον:

α) Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κοινοποιήσει στο ΤΕΚΕ απόφασή της, την οποία εκδίδει εφόσον διαπιστώσει ότι το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να εκ­πληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των καταθετών ή επενδυτών-πελατών του, κατά περίπτωση, για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική του κατά­σταση και η αδυναμία αυτή προβλέπεται ότι δεν είναι αναστρέψιμη στο προσεχές μέλλον ή

β) Δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του συμμε­τέχοντος πιστωτικού ιδρύματος έχει εκδώσει απόφαση για την αναστολή της δυνατότητας, κατά περίπτωση, των καταθετών ή των επενδυτών-πελατών και εν γένει δανειστών του πιστωτικού ιδρύματος να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους κατά του εν λόγω πιστωτικού ιδρύ­ματος, στην περίπτωση που το γεγονός αυτό συμβεί πριν δημοσιευτεί η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος που αναφέρεται υπό (α) ανωτέρω.

Ειδικώς προκειμένου περί της ενεργοποίησης της διαδικασίας αποζημίωσης καταθετών, η κατά την πε­ρίπτωση (α) ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος λαμβάνεται το αργότερο μέσα σε είκοσι μία ημερολογιακές ημέρες από τη στιγμή που αποδειχθεί, για πρώτη φορά, ότι το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις.

Η κατά τα ανωτέρω απόφαση της Τράπεζας της Ελλά­δος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Αρθρο 14

Προθεσμίες αποζημίωσης καταθετών και επενδυτών-πελατών Διαδικασία καταβολής αποζημίωσης καταθετών

1. α. Το ΤΕΚΕ αμέσως μόλις του κοινοποιηθεί η από­φαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της δικαστικής αρ­χής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 13, ή της αρμόδιας εποπτικής αρχής του κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την πε­ρίπτωση β’του άρθρου 26 του παρόντος, όπου έχει την καταστατική έδρα του το πιστωτικό ίδρυμα του οποίου υποκατάστημα λειτουργεί στην Ελλάδα που καλύπτεται συμπληρωματικά από το ΤΕΚΕ σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος, καταρτίζει κατάλογο καταθετών με βάση τα στοιχεία που του υποβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο αφορούν οι ως άνω αποφάσεις, και μετά τους, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, συμψηφισμούς καταβάλλει τις σχετικές αποζημιώσεις που αφορούν μη διαθέσιμες κα­ταθέσεις, εντός τριμήνου από την ημέρα κατά την οποία οι καταθέσεις κατέστησαν μη διαθέσιμες.

β. Το ΤΕΚΕ αποζημιώνει τους επενδυτές-πελάτες το αργότερο μετά από τρεις μήνες από την αποστολή από το ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος του πρακτικού των δικαιούχων αποζημίωσης, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 18 του παρόντος.

γ. Οι καταβαλλόμενες αποζημιώσεις σε καταθέτες και επενδυτές-πελάτες απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή εισφοράς.

2. Σε έκτακτες περιπτώσεις και κατόπιν αιτήσεως του ΤΕΚΕ, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εγκρίνει:

α) δύο το πολύ παρατάσεις της προβλεπόμενης στην περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίας, προκειμένου για την καταβολή αποζημίω­σης σε καταθέτες, εκάστη των οποίων δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες,

β) μία τρίμηνη παράταση της προβλεπόμενης στην περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου προθεσμίας για την καταβολή αποζημιώσεων από το ΤΕΚΕ σε επενδυτές-πελάτες.

3. Το ΤΕΚΕ δεν υποχρεούται στην καταβολή τόκου επί του ποσού αποζημίωσης για το διάστημα μέχρι την καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους καταθέτες και επενδυτές-πελάτες, εφόσον η καταβολή πραγμα­τοποιηθεί εντός των προθεσμιών των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

4. Το ΤΕΚΕ δεν μπορεί να επικαλεστεί τις προθεσμίες των παραγράφων 1 (α) και 2 (α) του παρόντος άρθρου για να αρνηθεί την καταβολή της αποζημίωσης σε κα­ταθέτη ο οποίος, αποδεδειγμένα, δεν ήταν σε θέση να απαιτήσει εγκαίρως την αποζημίωσή του δυνάμει του παρόντος.

5. Το ΤΕΚΕ ανακοινώνει δια του τύπου τη διαδικασία καταβολής των αποζημιώσεων, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 15.

Αρθρο 15

Διαδικασία πρόσκλησης επενδυτών-πελατών προς υποβολή αιτήσεων αποζημίωσης

1. Εντός ευλόγου χρόνου μετά την έκδοση απόφασης κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου, το ΤΕΚΕ δημοσιεύει πρόσκληση προς τους επενδυτές-πελάτες για να προβάλουν γρα­πτώς τις απαιτήσεις τους έναντι του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος από τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, ορίζοντας τη διαδικασία υποβο­λής των σχετικών αιτήσεων, την προθεσμία υποβολής τους και το περιεχόμενό τους.

2. Η δημοσίευση της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και σε δύο (2) τουλά­χιστον οικονομικές εφημερίδες, σε δύο (2) τουλάχιστον φύλλα κάθε εφημερίδας, που απέχουν χρονικά μεταξύ τους από πέντε μέχρι και δέκα ημέρες.

3. Η δημοσιευόμενη πρόσκληση περιέχει τουλάχι­στον:

α) το όνομα και τη διεύθυνση του κεντρικού κατα­στήματος της καταστατικής έδρας του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, ως προς το οποίο έχει ενεργο­ποιηθεί η διαδικασία αποζημίωσης μέσω του ΤΕΚΕ,

β) την προθεσμία υποβολής αιτήσεων αποζημίωσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη του εξαμήνου αλλά ούτε και μεγαλύτερη του εννεαμήνου από την τελευταία των δημοσιεύσεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου,

γ) τη διεύθυνση υποβολής των αιτήσεων, τον τρόπο υποβολής και το ακριβές περιεχόμενο αυτών, παρα­λαμβάνοντας σχετικό έντυπο που θέτει στη διάθεσή τους το ΤΕΚΕ.

4. Το ΤΕΚΕ δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με ανακοίνωσή του που υπόκειται στους όρους δημοσι­ότητας της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, να παρατείνει την προθεσμία υποβολής αιτήσεων αποζη­μίωσης επενδυτών-πελατών μέχρι τρεις μήνες.

5. Το ΤΕΚΕ δεν δύναται να επικαλεσθεί την τυχόν λήξη των προθεσμιών που αναφέρονται στην περίπτωση β’ της παραγράφου 3 και στην παράγραφο 4 του παρό­ντος άρθρου προκειμένου να αρνηθεί την καταβολή αποζημίωσης σε επενδυτή-πελάτη ο οποίος, αποδε­δειγμένα, δεν ήταν σε θέση να υποβάλει εγκαίρως την αίτηση αποζημίωσης.

Αρθρο 16

Διαδικασία καταγραφής και αξιολόγησης προβαλλόμενων απαιτήσεων αποζημίωσης επενδυτών-πελατών

1. Το ΤΕΚΕ δύναται να ορίζει εμπειρογνώμονες με γνώση επί θεμάτων κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες του σε ειδικά θέματα υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης επενδυτών-πελατών.

2. Οι αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες του ΤΕΚΕ και της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τυχόν οριζόμενοι εμπειρογνώμονες, προκειμένου να αξιολογήσουν τις αιτήσεις:

α) μπορούν να ζητούν από το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα:

(i) να εκφέρει άποψη ως προς το βάσιμο των προβαλ­λόμενων από τους αιτούντες αξιώσεων και,

(ii) σε περίπτωση αμφισβήτησης, να προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά και

β) εξετάζουν τη βασιμότητα των αιτήσεων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, καθορίζοντας και το αναλογούν στον κάθε αιτούντα ποσό της αποζημίωσης.

3. Εκτός των εντεταλμένων υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του ΤΕΚΕ και οι τυ­χόν οριζόμενοι εμπειρογνώμονες έχουν την απαιτούμενη για την επιτέλεση του έργου τους εξουσία πρόσβασης στα βιβλία που τηρούνται από το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα, υποχρεούμενοι σε απόλυτη εχεμύθεια έναντι τρίτων ως προς τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 4 του άρθρου 24, οι δαπάνες που συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων των κατά το παρόν άρθρο ορι­ζόμενων εμπειρογνωμόνων βαρύνουν τα συμμετέχοντα στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτι­κά ιδρύματα που παρέχουν καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, κατά την αναλογία συμμετοχής καθενός από αυτά στις, σύμφωνα με το άρθρο 6 του παρόντος νόμου, ετήσιες τακτικές εισφορές.

Αρθρο 17

Καθορισμός ύψους καταβλητέας αποζημίωσης σε επενδυτές-πελάτες

1. Για την εξακρίβωση των απαιτήσεων επενδυτή – πελάτη που έχει υποβάλει στο ΤΕΚΕ αίτηση για αποζημίωσή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 15, καθώς και τυχόν ανταπαιτήσεων του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος κατά του αιτούντος, λαμβάνονται υπόψη τα βιβλία που τηρεί και τα στοιχεία που εκδίδει το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και τα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα δικαιολογητι­κά, εκτιμώνται δε αυτά τα αποδεικτικά μέσα ελεύθερα από το ΤΕΚΕ.

2. Το ύψος της καταβλητέας σε κάθε επενδυτή-πελάτη αποζημίωσης υπολογίζεται σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και τους όρους που διέπουν τη συμβατική σχέ­ση του πελάτη με το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα, τηρουμένων των διατάξεων για το συμψηφισμό ομοειδών απαιτήσεων μεταξύ του επενδυτή-πελάτη και του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος.

3. Εφόσον ο επενδυτής-πελάτης έχει ουσιαστικώς επιβεβαιωθείσα νόμιμη αξίωση για να του παραδοθούν χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να του παραδώσει ή να του επιστρέψει, η αποτίμηση των εν λόγω χρημα­τοπιστωτικών μέσων γίνεται με βάση την αξία τους κατά την ημέρα:

α) δημοσίευσης της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος της περίπτωσης α’ της παραγράφου 4 του άρθρου 13 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ή

β) δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης της περί­πτωσης β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 13, σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την έκδοσή της.

4. Για τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης σε κάθε επενδυτή-πελάτη που έχει υποβάλει στο ΤΕΚΕ αίτηση αποζημίωσής του για απαιτήσεις του κατά του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, αθροίζεται το σύνολο των εξακριβωμένων απαιτήσεων του αιτούντος κατά του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, από όλες τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που του παρείχε το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα και ανεξαρτή­τως του αριθμού λογαριασμών των οποίων αυτός είναι δικαιούχος, του νομίσματος και του τόπου παροχής των υπηρεσιών.

Αρθρο 18

Ανακοίνωση της απόφασης του ΤΕΚΕ περί αποζημίωσης των επενδυτών-πελατών

Μετά την ολοκλήρωση της αποτίμησης, το ΤΕΚΕ:

α) εκδίδει πρακτικό στο οποίο αναγράφονται οι δικαι­ούχοι αποζημίωσης αιτούντες επενδυτές-πελάτες του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, με προσδιορι­σμό του χρηματικού ποσού που δικαιούται ο καθένας, και το οποίο κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος και στο συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα εντός προθεσμίας πέντε εργάσιμων ημερών από την έκδοσή του και

β) ανακοινώνει σε κάθε αιτούντα χωριστά το πόρι-σμά του ως προς αυτόν το αργότερο εντός δεκαπέντε ημερών από την έκδοση του πρακτικού της υποπαρα­γράφου (α) του παρόντος άρθρου, με προσδιορισμό του συνολικού ποσού της αποζημίωσης που δικαιούται.

Αρθρο 19

Αναζήτηση αδικαιολογήτως καταβληθείσας αποζημίωσης σε καταθέτες και επενδυτές-πελάτες

Το ΤΕΚΕ δύναται να απαιτήσει από καταθέτη ή επενδυτή – πελάτη επιστροφή της καταβληθείσας σε αυτόν αποζημίωσης, εφόσον διαπιστώσει εκ των υστέρων ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό του οποιοσδήποτε λόγος απόρριψης της αιτήσεώς του σύμφωνα με τον παρό­ντα νόμο, εντός πενταετίας από της καταβολής της αποζημίωσης.

Αρθρο 20

Παραγραφή αξιώσεων – Αναστολή καταβολής αποζημιώσεων -Υποκατάσταση στα δικαιώματα των καταθετών και επενδυτών-πελατών

1. Οι αξιώσεις των καταθετών και επενδυτών-πελατών έναντι του ΤΕΚΕ παραγράφονται μετά την πάροδο πε­νταετίας από τη λήξη της τελευταίας εκ των παρατά­σεων που προβλέπονται στο άρθρο 14 του παρόντος.

2. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δρα­στηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά τις εκάστοτε διατάξεις της νομοθεσίας, εναντίον καταθέτη, επενδυτή-πελάτη, πραγματικού δικαιούχου ή άλλου προσώπου έχοντος συμφέρον σε ποσά που βρίσκονται κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή προκύπτουν από την παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, το ΤΕΚΕ αναστέλλει οποιαδήποτε καταβολή, μέχρι να κριθεί τελεσίδικα η υπόθεση, ανεξάρτητα από τις προθε­σμίες που προβλέπονται στο άρθρο 14 του παρόντος.

3. Με την επιφύλαξη του στοιχείου iii της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 4 και της παραγρά­φου 10 του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, το ΤΕΚΕ υποκαθίσταται στα δικαιώματα των αποζημιωθέντων καταθετών και επενδυτών-πελατών και για ποσό ίσο προς τις πληρωμές του προς αυτούς και κατατάσσεται στην ίδια τάξη με τους καταθέτες κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων. Σε περίπτω­ση αναγκαστικής εκτέλεσης, το ΤΕΚΕ κατατάσσεται στη σειρά που προβλέπεται από την εκάστοτε ισχύ­ουσα νομοθεσία για τις απαιτήσεις του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 κατά οφειλέτη-ΕΠΕΥ, όπως ισχύει.

Αρθρο 21

Πληροφόρηση καταθετών και επενδυτών-πελατών από τα συμμετέχοντα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα

1. Τα συμμετέχοντα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα οφεί­λουν να ενημερώνουν τους καταθέτες και επενδυτές – πελάτες για την παρεχόμενη από το ΤΕΚΕ κάλυψη, για την έκταση και το ύψος της κάλυψης, καθώς και για τις προϋ­ποθέσεις και διατυπώσεις καταβολής της αποζημίωσης.

2. Η πληροφόρηση των πελατών γίνεται κατ’ αρχήν με την ελεύθερη διάθεση στα κεντρικά γραφεία και τα υποκαταστήματα του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύ­ματος σχετικών αναλυτικών ενημερωτικών φυλλαδίων τα οποία είναι διατυπωμένα με τρόπο εύληπτο και σαφή στην ελληνική γλώσσα ή, προκειμένου για υποκαταστή­ματα ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένα στην αλλοδαπή, στην επίσημη γλώσσα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα.

3. Στο ενημερωτικό φυλλάδιο περιλαμβάνονται, του­λάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:

i) ανώτατα όρια κάλυψης,

ii) καλυπτόμενα νομίσματα,

iii) εξαιρούμενες κατηγορίες,

iv) συμψηφιζόμενες ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος,

ν) τα περί προθεσμίας καταβολής των αποζημιώσεων και περί παραγραφής των σχετικών αξιώσεων.

4. Κατόπιν σχετικού αιτήματος καταθετών και επενδυτών – πελατών, το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να παρέχει πρόσθετες πληροφο­ρίες σχετικά με τις διατυπώσεις και προϋποθέσεις κα­ταβολής αποζημίωσης.

5. Απαγορεύεται στα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύμα­τα η προβολή για διαφημιστικό σκοπό της συμμετοχής τους στο ΤΕΚΕ μέσω εντύπων ή άλλων μηνυμάτων που διαδίδονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, επιτρεπομένης μό­νον της απλής μνείας της συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος στο ΤΕΚΕ για ενημερωτικούς σκοπούς.

6. Η υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού φυλλαδίου εκπληρώνεται από μεν τα πιστωτικά ιδρύματα που συμ­μετέχουν στο ΤΕΚΕ εντός τριών μηνών από της συμ­μετοχής τους στο ΤΕΚΕ, από δε τα λοιπά εντός τριών μηνών από της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.

Αρθρο 22

Μη τήρηση υποχρεώσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων έναντι του ΤΕΚΕ

1. α) Εάν πιστωτικό ίδρυμα που έχει την καταστατική έδρα του στην Ελλάδα ή υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στην Ελλάδα με καταστατική έδρα σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμμε­τέχει υποχρεωτικά στο ΤΕΚΕ δεν τηρεί τις υποχρεώ­σεις του ως μέλους του ΤΕΚΕ, το ΤΕΚΕ ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένων και των κυρώσεων που προ­βλέπονται από το άρθρο 55Α του Καταστατικού της (ν. 3424/1927, ΦΕΚ 298 Α’).

β) Εάν με τα μέτρα αυτά δεν εξασφαλιστεί η τήρη­ση των υποχρεώσεων του ως άνω πιστωτικού ιδρύμα­τος ή υποκαταστήματος, το ΤΕΚΕ μπορεί, ύστερα από έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος, να αποφασίσει την ενεργοποίηση διαδικασίας αποκλεισμού του από το ΤΕΚΕ, αφού τάξει στο πιστωτικό ίδρυμα ή το υπο­κατάστημα προθεσμία δώδεκα μηνών τουλάχιστον για την εκπλήρωσή τους. Απαιτήσεις των καταθετών και επενδυτών-πελατών του πιστωτικού ιδρύματος ή του υποκαταστήματος, που υφίστανται μέχρι και τη λήξη της προθεσμίας και απορρέουν από τα υπόλοιπα των καταθέσεων και την παροχή καλυπτόμενων επενδυ­τικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, εξακολουθούν να καλύπτονται πλήρως από το ΤΕΚΕ. Εάν, μετά την πά­ροδο της προθεσμίας αυτής, το πιστωτικό ίδρυμα ή το υποκατάστημα συνεχίζει να μην τηρεί τις υποχρεώσεις του, το ΤΕΚΕ μπορεί, με την έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος, να λάβει απόφαση για αποκλεισμό του. Στην περίπτωση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να λάβει τα μέτρα που προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων 2 έως 7 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου και των άρθρων 8 και 63 του ν. 3601/2007, κατ’ ανάλογο εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

2. Εάν υποκατάστημα στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύ­ματος που εδρεύει σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καλύπτεται συμπληρωματικά από το ΤΕΚΕ δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως συμμετέχοντος, το ΤΕΚΕ ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία γνωστοποιεί τούτο στην εποπτική αρχή του κράτους-μέλους, στο οποίο εδρεύει το πιστωτικό ίδρυμα και σε συνεργασία με αυτήν λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων του υποκαταστήματος. Εάν, παρά τα μέτρα αυτά, το υποκατάστημα δεν συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του και παρέλθει, μετά τη σχετική ειδοποίηση, χρονικό διάστημα τουλάχιστον δώδεκα μηνών, το ΤΕΚΕ μπορεί, με τη συγκατάθεση και της εποπτικής αρχής του εν­διαφερόμενου κράτους-μέλους και μετά σχετική γνω­στοποίηση προς την Τράπεζα της Ελλάδος, να αποκλεί­σει το υποκατάστημα. Οι υφιστάμενες κατά το χρόνο αποκλεισμού καταθέσεις καλύπτονται συμπληρωματικά από το ΤΕΚΕ μέχρι την ημερομηνία που καθίστανται απαιτητές. Επίσης, καλύπτονται συμπληρωματικά από το ΤΕΚΕ οι υφιστάμενες κατά τον ίδιο χρόνο απαιτήσεις πελατών του υποκαταστήματος που απορρέουν από την παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών. Το ΤΕΚΕ ενημερώνει τους καταθέτες και τους επενδυτές-πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος για την παύση της συμπληρωματικής κάλυψης και για την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα.

3. Η προβλεπόμενη κάλυψη καταθετών και επενδυτών-πελατών παρέχεται για καταθέσεις που ελήφθησαν και καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που παρασχέθη­καν μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος.

Αρθρο 23

Διοίκηση ΤΕΚΕ – Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου ΤΕΚΕ

1. Το ΤΕΚΕ διοικείται από εννεαμελές Διοικητικό Συμ­βούλιο (Δ.Σ.). Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου δι­ορίζεται ένας εκ των Υποδιοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος. Από τα υπόλοιπα οκτώ (8) μέλη, ένα (1) προ­έρχεται από το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, τρία (3) από την Τράπεζα της Ελλάδος, τρία (3) από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και ένα (1) από την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από τα μέλη που προτείνονται από τους φορείς της παραγράφου 1, διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και έχει πενταετή θητεία.

3. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 φορείς οφεί­λουν, μέσα σε ένα μήνα αφότου λάβουν το σχετικό έγγραφο του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, να ορίσουν τα προβλεπόμενα τακτικά μέλη. Σε περίπτωση μη τήρησης της προθεσμίας ή διαφωνίας των οικείων φορέων, ο διορισμός των μελών από τους αντίστοιχους φορείς γίνεται από τον Υπουργό.

4. Ο αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου εκλέ­γεται από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δύναται να παρίσταται, στην περίπτωση που δεν έχει ορισθεί ως μέλος, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστω­τικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους και διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα του τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα το ένα προερχόμενο από την Τρά­πεζα της Ελλάδος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι νομικός, ένα δε μέλος που προέρχεται από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών είναι ειδικευμένο σε θέματα τραπεζικής λογιστικής.

5. Η θητεία δύναται να ανανεώνεται για αντίστοιχο χρονικό διάστημα και παρατείνεται μέχρι το διορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου και πάντως όχι πέραν του τριμήνου από τη λήξη της.

6. Η θητεία των μελών διακόπτεται, πλην της παραί­τησης, μόνο με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, εάν κατά τη διάρκεια αυτής προκύψουν πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν υπό αμ­φισβήτηση την αξιοπιστία που συνάδει με την άσκηση του λειτουργήματός τους ή αδυνατούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους για λόγους υγείας. Σε περίπτωση χη-ρεύσεως, με οποιονδήποτε τρόπο και πέραν του προα­ναφερομένου, θέσης μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζεται νέο μέλος για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.

7. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματός του τον πρό­εδρο του Διοικητικού Συμβουλίου αναπληρώνει ως προς όλες τις αρμοδιότητές του ο αντιπρόεδρος.

8. Το Διοικητικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν είναι παρόντα έξι (6) του­λάχιστον μέλη. Μεταξύ των μελών αυτών πρέπει απα­ραιτήτως να είναι ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπε­ρισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος, κατά περίπτωση.

9. Η ειδική πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ επιτυγχάνεται με τη σύμφωνη ψήφο επτά (7) τουλάχιστον μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

10. Η αποζημίωση του προέδρου, του αντιπροέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ και βαρύνει τον προϋπολογισμό του ΤΕΚΕ.

11. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ είναι αρμόδιο για κάθε θέμα που αφορά στη διοίκηση και εκπροσώπηση του ΤΕΚΕ στο εσωτερικό ή εξωτερικό, στην είσπραξη των πόρων, στη διαχείριση της περιουσίας του και γε­νικά για κάθε θέμα που σχετίζεται με την εκπλήρωση του σκοπού του.

12. Ο πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ εκπροσωπεί το ΤΕΚΕ ενώπιον κάθε αρχής και τρίτου, παρίσταται και εκπροσωπεί το ΤΕΚΕ δικαστικώς και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, την ορθή εκτέλεση του προ­γράμματος και του προϋπολογισμού του ΤΕΚΕ, στο πλαίσιο της επίτευξης του σκοπού του, την τήρηση του κανονισμού οργάνωσης και λειτουργίας των υπη­ρεσιών του ΤΕΚΕ και του κανονισμού λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου. Συγκαλεί σε συνεδριάσεις το Διοικητικό Συμβούλιο, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του και ορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Με την έγκριση του Διοικητικού Συμβουλίου ο πρόεδρος μπορεί να αναθέτει την εκπροσώπηση του ΤΕΚΕ ενώπι­ον κάθε αρχής και τρίτων και τη δικαστική και εξώδικη παράσταση και εκπροσώπησή του σε άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή στον Διευθυντή του ΤΕΚΕ, που διορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ ή σε άλλο στέλεχος του ΤΕΚΕ.

13. α) Το ΤΕΚΕ δύναται να ζητεί από τα πιστωτικά ιδρύματα και τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλλουν στο ΤΕΚΕ τα στοιχεία και τις πληροφορί­ες που αφορούν στην εκπλήρωση του σκοπού του και ειδικότερα:

(i) τα στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρή­σεως, (ii) τα στοιχεία που αφορούν τη βάση υπολογισμού των εισφορών, τις καλυπτόμενες και μη καταθέσεις και επενδυτικές υπηρεσίες, καθώς και (iii) στοιχεία σχετικά με τη διαθεσιμότητα των, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του παρόντος, πόρων του.

β) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπτύξουν συστήματα που θα διασφαλίζουν την παρακολούθηση των λογαριασμών ανά πελάτη για την υποβολή των απαιτούμενων στοιχείων προς το ΤΕΚΕ.

14. α) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το προ­σωπικό του ΤΕΚΕ, οι τυχόν οριζόμενοι εμπειρογνώμονες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 16, καθώς και οι ελε­γκτές των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του ΤΕΚΕ υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρή­του και του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων.

β) Η απαγόρευση γνωστοποίησης σε πρόσωπα ή αρχές πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ισχύει έναντι:

(i) Της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ευχέρεια της Τρά­πεζας της Ελλάδος, να γνωστοποιεί τις σχετικές πλη­ροφορίες που προβλέπονται στην περίπτωση (γ) της παραγράφου 5 του άρθρου 60 του ν. 3601/2007, επε­κτείνεται και στο ΤΕΚΕ.

(ii) Του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.

(iii) Του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

(iv) Των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής κατά την, σύμφωνα με τον Κανονισμό της Βουλής, ενά­σκηση των καθηκόντων τους.

γ) Επιτρέπεται και δεν αποτελεί παράβαση του επαγ­γελματικού απορρήτου και του απορρήτου των τραπε­ζικών καταθέσεων η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του ΤΕΚΕ και των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων στα λοιπά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των συστη­μάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης επεν­δυτών-πελατών που λειτουργούν σε αυτά, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που συνδέονται με την εγγύηση καταθέσεων και αποζημίωση επενδυτών-πελατών.

Το ΤΕΚΕ μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με τις αντί­στοιχες αρχές τρίτων χωρών υπό τους αυτούς ως άνω όρους και προϋποθέσεις.

δ) Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της παρού­σας παραγράφου εφαρμόζονται οι κυρώσεις του άρθρου 371 του Π.Κ. και αναλογικά του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 (ΦΕΚ 270 Α’). Αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση των δια­τάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 συνεπάγεται αυτοδικαίως την άμεση απόλυση του κατα-δικασθέντος από τη θέση που κατέχει στο ΤΕΚΕ.

15. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων του ΤΕΚΕ, οι αρμοδιότητές τους, καθώς και λοιπά θέματα που αφο­ρούν την εσωτερική οργάνωση των εργασιών και της λειτουργίας του ΤΕΚΕ.

Αρθρο 24

Προσωπικό ΤΕΚΕ

1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών, ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμ­βουλίου του ΤΕΚΕ καθορίζεται η οργανική διάρθρωση του ΤΕΚΕ.

2. Το προσωπικό αποτελείται από εξειδικευμένους υπαλλήλους και βοηθητικό προσωπικό και απασχολείται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Η απασχόληση του προσωπικού διέπεται από τις διατάξεις περί βαθμολογίου και μισθολογίου των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, εφαρμοζόμενες αναλόγως. Η απασχόληση υπαλλήλων που προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλά­δος ή τα συμμετέχοντα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα εξακολουθεί να διέπεται από το καθεστώς απασχόλη­σης, ασφαλιστικό και υπηρεσιακής εξέλιξης, που ισχύει στο φορέα προέλευσής τους, με εξαίρεση την ιεραρχική ένταξη των υπαλλήλων, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τον κανονισμό της υπηρεσιακής κατάστασης του προσωπικού του ΤΕΚΕ.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ εκδίδονται Κανονισμός πρόσληψης, υπηρεσιακής κατά­στασης και εξέλιξης προσωπικού και Κανονισμός οργά­νωσης και λειτουργίας του ΤΕΚΕ.

4. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ καθορίζεται ετησίως το κόστος λειτουργίας για το Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων και το Σκέλος Κάλυ­ψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ. Το κόστος που βαρύνει το Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων επιμερί­ζεται σε κάθε συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα ανάλογα με την αξία της συμμετοχής του σε αυτό. Οι σχετικές αναλήψεις, ελλείψει αντίθετης απόφασης του Διοικη­τικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, γίνονται από το σχετικό λογαριασμό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος. Στο κατά την πα­ρούσα παράγραφο κόστος λειτουργίας του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων δεν εμπίπτουν οι δαπάνες του άρθρου 16 παράγραφος 4 που προκύπτουν σε σχέση με κάλυψη απαιτήσεων επενδυτών-πελατών συγκεκρι­μένου πιστωτικού ιδρύματος, οι οποίες και βαρύνουν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, προσαυξάνουν δε τα λειτουργικά έξοδα του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ μόνον συνεπεία αδυναμίας κάλυψης αυτών από το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα, εξακολουθούσες πάντως να αποτελούν απαιτήσεις του Σκέλους Κάλυ­ψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ κατ’ αυτού.

Αρθρο 25

Τακτικός έλεγχος – Ισολογισμός – Δημοσιεύσεις

1. Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης του ΤΕΚΕ και του ισολογισμού του ανατίθεται από το Διοικητικό Συμβούλιο σε ορκωτούς ελεγκτές ή αναγνωρισμένη ελε­γκτική εταιρεία, που υποβάλλουν σχετική έκθεση προς την Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος και το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ.

2. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Το αργότερο μέχρι τέλος Οκτωβρίου συντάσσεται ο προϋπολογι­σμός του επόμενου οικονομικού έτους, εντός δε τριών μηνών από την έναρξή του συντάσσεται ο απολογισμός του προηγούμενου οικονομικού έτους, που υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μαζί με τον ισολογισμό και την έκθεση του ελεγκτή για έγκριση και κοινοποιείται στα πρόσωπα και τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων ή υποκαταστημάτων που συμμετέχουν στο ΤΕΚΕ. Τροποποιήσεις του καταλόγου ανακοινώνονται στα πρόσωπα και τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, το αργότερο εντός μηνός από την ημερομηνία πραγματοποίησης της με­ταβολής.

Αρθρο 26

Κατευθυντήριες αρχές

Στην περίπτωση συμπληρωματικής κάλυψης υποκα­ταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων με καταστατική έδρα σε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ΤΕΚΕ θεσπίζει διμερώς με το σύστημα του κράτους – μέλους καταγωγής κατάλληλους κανόνες και διαδικα­σίες για την καταβολή αποζημίωσης στους καταθέτες και επενδυτές πελάτες του υποκαταστήματος αυτού. Κατά τη θέσπιση των διαδικασιών, καθώς και για τον προσδιορισμό των όρων συμμετοχής του υποκαταστή­ματος, ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:

α) Το ΤΕΚΕ διατηρεί πλήρως το δικαίωμα:

(i) να επιβάλλει τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συμμετοχή των λοιπών πιστωτικών ιδρυ­μάτων και

(ii) να απαιτεί την παροχή ισοδύναμων πληροφοριών και να τις επαληθεύει με τις αρχές του κράτους-μέλους καταγωγής που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του υποκαταστήματος.

β) Το ΤΕΚΕ ικανοποιεί τις αξιώσεις για συμπληρωμα­τική αποζημίωση, εφόσον λάβει δήλωση των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους καταγωγής για την έκδοση της αντίστοιχης με την αναφερόμενη στην παράγρα­φο 4 του άρθρου 13 του παρόντος νόμου απόφασης. Το ΤΕΚΕ διατηρεί πλήρως το δικαίωμα να εξακριβώνει κατά πόσο ο καταθέτης ή/και ο επενδυτής – πελάτης νομιμοποιείται σύμφωνα με τους δικούς του βασικούς κανόνες και διαδικασίες, προτού καταβάλει συμπληρω­ματική αποζημίωση.

γ) Ο φορέας που προβλέπεται από το σύστημα του κράτους-μέλους καταγωγής και το ΤΕΚΕ συνεργάζονται πλήρως μεταξύ τους προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι καταθέτες ή/και οι επενδυτές πελάτες αποζημιώνο­νται αμέσως και κατά το ενδεδειγμένο ποσό. Ιδιαίτερα συμφωνούν όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ύπαρξη ανταπαίτησης, η οποία μπορεί να προταθεί για συμψηφισμό στο πλαίσιο ενός από τα δύο συστήματα, επηρεάζει την αποζημίωση που καταβάλλεται από κάθε σύστημα στον καταθέτη ή και επενδυτή-πελάτη.

δ) Το ΤΕΚΕ δικαιούται να χρεώνει το υποκατάστημα για τη συμπληρωματική κάλυψη κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο που λαμβάνει υπόψη την εγγύηση τη χρηματο­δοτούμενη από το σύστημα του κράτους-μέλους κα­ταγωγής. Προκειμένου να διευκολυνθεί η χρέωση, το ΤΕΚΕ θεωρεί ότι η ευθύνη του περιορίζεται πάντοτε στη διαφορά μεταξύ της εγγύησης που προσφέρει αυτό και της εγγύησης που παρέχει το κράτος-μέλος καταγωγής, ανεξαρτήτως του κατά πόσο το κράτος-μέλος καταγω­γής καταβάλλει όντως αποζημίωση για τις καταθέσεις ή/ και τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που υφίστανται και παρέχονται στην Ελλάδα.

Αρθρο 27

Μεταβατικές διατάξεις

1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, η κάλυψη των επενδυτών-πελατών πιστωτικών ιδρυμάτων για τις παρεχόμενες από αυτά καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες διέ­πεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν επενδυτι­κές υπηρεσίες και υποχρεούνται να συμμετάσχουν στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ βάσει των δι­ατάξεων του παρόντος κεφαλαίου οφείλουν να έχουν ολοκληρώσει τη διαδικασία συμμετοχής τους στο ΤΕΚΕ εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρό­ντος νόμου, τηρώντας τη διαδικασία που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ.

3. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, πιστωτικά ιδρύματα που πα­ρέχουν καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και πιστωτικά ιδρύ­ματα που παρέχουν καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρε­σίες και ιδρύονται ή εγκαθίστανται στην Ελλάδα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συμμετέχουν υποχρεωτικά και αποκλειστικά στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ κατά τις διατάξεις του άρθρου 3, δεν υπέχουν δε οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997, όπως ισχύει.

4. Πιστωτικά ιδρύματα τα οποία κατά την έναρξη ισχύ­ος του παρόντος νόμου συμμετέχουν στο Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997, όπως ισχύει, εξακολουθούν να συμμετέχουν στο τελευταίο και δεν υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ.

5. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμ­μετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ απορροφήσει μέλος του Συνεγγυητικού, το πιστωτικό ίδρυμα συμμετέχει εφεξής μόνο στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ. Αν μέλος του Συνεγγυητικού απορροφήσει πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ, η απορροφού­σα εταιρεία συμμετέχει αποκλειστικά στο Συνεγγυητικό. Οι απαιτήσεις του μέλους του Συνεγγυητικού έναντι του τελευταίου, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεών του από την καταβολή εισφορών σύμφωνα με το ν. 2533/1997, όπως ισχύει, δεν θίγονται από την απορρόφηση του μέλους τούτου από πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ. Αντίστοιχα, οι απαιτήσεις του συμμετέχοντος στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ έναντι του τελευταίου από την ατομική του μερίδα δεν θίγονται από την απορρόφησή του από μέλος του Συνεγγυητικού. Η διαδικασία των καταβολών αυτών από το Συνεγγυητικό ή το ΤΕΚΕ και κάθε άλλο σχετικό θέμα, όπως ο ακριβής προσδιορισμός του καταβλητέου ποσού, η προθεσμία καταβολής κ.λπ., καθορίζονται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεγγυητικού ή του ΤΕΚΕ, αντίστοιχα.

6. Τα άρθρα 1 έως και 17 του ν. 2832/2000, όπως ισχύ­ουν, καταργούνται και εφεξής κάθε υφιστάμενη στη νομοθεσία αναφορά στα εν λόγω άρθρα ή στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων (ΤΕΚ) θα νοείται αντίστοιχα ως αναφορά στον παρόντα νόμο ή στο ΤΕΚΕ, το οποίο, καθιστάμενο καθολικός διάδοχος του ΤΕΚ, υποκαθίσταται στα δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού έναντι παντός τρίτου, περιλαμβανομένου και του προσωπικού του.

Αρθρο 28

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Π.Δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2005/14/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΟΧΗΜΑΤΩΝ

Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης (ε) του άρθρου 1 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«ε) Τόπος συνήθους στάθμευσης αυτοκινήτου οχή­ματος είναι:

Το έδαφος του κράτους του οποίου το όχημα φέρει πινακίδα κυκλοφορίας, ανεξάρτητα από το αν η πινα­κίδα είναι μόνιμη ή προσωρινή, ή στις περιπτώσεις που το αυτοκίνητο όχημα δεν φέρει πινακίδες κυκλοφορίας ή φέρει πινακίδες που δεν αντιστοιχούν ή δεν αντιστοι­χούν πλέον στο αυτοκίνητο όχημα και αυτό εμπλέκεται σε ατύχημα, το έδαφος του κράτους στο οποίο συνέβη το ατύχημα.»

Αρθρο 29

Στο άρθρο 1 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση (ια) ως εξής:

«ια) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο ε) του παρόντος, όταν το αυτοκίνητο όχημα αποστέλλεται από άλλο κράτος – μέλος στην Ελλάδα ως τελικό τόπο προορισμού, τόπος συνήθους στάθμευσης του οχήματος θεωρείται η Ελλάδα, αμέσως μετά την αποδοχή της παράδοσης από τον αγοραστή για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών, ακόμη και αν το όχημα δεν έχει ταξινομηθεί επί­σημα. Εάν κατά το χρονικό διάστημα των τριάντα (30) ημερών το όχημα εμπλακεί σε ατύχημα χωρίς να έχει ασφαλισθεί, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει την κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του παρόντος διατάγματος αποζημίωση.»

Αρθρο 30

Στην παράγραφο 2 του άρθρου 2 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Η παρούσα παράγραφος παύει να ισχύει, εφόσον ο τύπος της βεβαίωσης και του ειδικού σήματος που προ­βλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 2 του παρόντος διατάγματος περιλαμβάνει υποχρεωτική και τη με λατι­νικά γράμματα αποτύπωση των σχετικών στοιχείων.»

Αρθρο 31

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«1. Εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης τα αυ­τοκίνητα του Δημοσίου, υπό τον όρο της αμοιβαιότητας τα αυτοκίνητα ιδιοκτησίας ξένων κρατών, όπως και αυτά που ανήκουν σε διακυβερνητικούς οργανισμούς, ενώ δύναται να παρεκκλίνουν των διατάξεων περί υποχρεω­τικής ασφάλισης ορισμένοι τύποι οχημάτων ή ορισμένα οχήματα με ειδική πινακίδα κυκλοφορίας, όπως ειδικό­τερα ορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

2. Στο άρθρο 3 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’) προ­στίθεται παράγραφος 2 ως εξής, και οι υφιστάμενες παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 αναριθμούνται σε 3, 4, 5 και 6 αντίστοιχα:

«2. Το Δημόσιο και τα λοιπά πρόσωπα που εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλισης έχουν έναντι αυτού που ζημιώθηκε τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρ­θρο 6 του παρόντος για ζημίες που προκλήθηκαν από αυτοκίνητα οχήματα στην Ελλάδα ή στο έδαφος των άλλων κρατών – μελών της Ε.Ε..

Στην περίπτωση ατυχημάτων που συνέβησαν στο έδαφος άλλων κρατών – μελών της Ε.Ε. αρμόδιο για το διακανονισμό αυτών των ζημιών είναι το κατά το άρθρο 27 του παρόντος διατάγματος Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης.»

3. Η αναριθμηθείσα παράγραφος 5 του άρθρου 3 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Κατάλογος των προσώπων των οποίων τα αυτοκί­νητα οχήματα εξαιρούνται της υποχρεωτικής ασφάλι­σης, των ορισμένων τύπων οχημάτων και των οχημάτων με ειδική πινακίδα κυκλοφορίας, καθώς και οι Αρχές και οι Οργανισμοί που ευθύνονται προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο αυτό, κοινοποιούνται από την Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης στα λοιπά κράτη – μέλη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

4. Η αναριθμηθείσα παράγραφος 6 του άρθρου 3 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Σε περίπτωση που το κατά το άρθρο 27 του παρό­ντος διατάγματος Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης καταβάλει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος αποζη­μίωση στο αντίστοιχο Γραφείο άλλου κράτους εξαιτίας ατυχήματος που προκλήθηκε στο έδαφος του Κράτους τούτου από αυτοκίνητο που έχει τη συνήθη στάθμευσή του στην Ελλάδα, εξαιρείται της υποχρεωτικής ασφά­λισης και δεν είναι εφοδιασμένο με πιστοποιητικό δι­εθνούς ασφάλισης, έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του προσώπου στο οποίο ανήκει το αυτοκίνητο αυτό.»

Αρθρο 32

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, διαγράφεται η φράση «ή το μη ευρωπαϊκό έδαφος κράτους – μέλους της ΕΟΚ», η δε φράση «το κατά το άρθρο 25 Γραφείο» αντικαθίσταται με τη φράση «το κατά το άρθρο 27 του παρόντος δια­τάγματος Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης».

Αρθρο 33

1. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α) της παραγρά­φου 3 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Ο ασφαλιστής ευθύνεται βάσει ενιαίου ασφαλίστρου και καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, έναντι των τρί­των που ζημιώθηκαν από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων που έχουν τον τόπο συνήθους στάθμευσής τους στην Ελλάδα, στα εδάφη των κρατών – μελών της Ε.Ε., περιλαμβανομένου και του χρονικού διαστήματος τυχόν παραμονής του οχήματος σε άλλα κράτη – μέλη κατά τη διάρκεια της σύμβασης, σύμφωνα με τη νο­μοθεσία και τις υποχρεωτικές καλύψεις του κράτους του ατυχήματος ή την κάλυψη που προβλέπεται από το ασφαλιστήριο ή την ελληνική νομοθεσία, όταν αυτή είναι υψηλότερη.»

2. Η παράγραφος 5 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Το ποσό ασφαλιστικής κάλυψης είναι τουλάχιστον ίσο με αυτό που καθορίζει κάθε φορά με αποφάσεις της η ΕΠ.Ε.Ι.Α., για κάθε είδος κινδύνου που υπάγεται στην υποχρεωτική ασφάλιση.

Από 1ης Ιουνίου 2009 τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης δεν μπορεί να ορίζονται κατώτερα από αυτά που προβλέπονται ακολούθως:

α) Σε περίπτωση σωματικής βλάβης 500.000 ευρώ, ανά θύμα.

β) Σε περίπτωση υλικής ζημιάς 500.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων.

Από 1ης Ιανουαρίου 2011 τα ελάχιστα ποσά ασφαλι­στικής κάλυψης δεν μπορεί να ορίζονται κατώτερα από αυτά που προβλέπονται ακολούθως:

α) Σε περίπτωση σωματικής βλάβης 750.000 ευρώ, ανά θύμα.

β) Σε περίπτωση υλικής ζημιάς 750.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων.

Από 1ης Ιουνίου 2012 τα ελάχιστα ποσά ασφαλιστικής κάλυψης δεν μπορεί να ορίζονται κατώτερα από αυτά που προβλέπονται ακολούθως:

α) Σε περίπτωση σωματικής βλάβης 1.000.000 ευρώ, ανά θύμα.

β) Σε περίπτωση υλικής ζημιάς 1.000.000 ευρώ, ανά ατύχημα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των θυμάτων.

Τα ποσά της παρούσας παραγράφου αναθεωρούνται, με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕΔΤΚ), όπως προβλέπεται στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2494/95 του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 1995, για τη θέσπιση εναρμονισμένων δεικτών τιμών του καταναλωτή.»

3. Η παράγραφος 6 του άρθρου 6 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Ο ασφαλιστής υποχρεούται, το αργότερο, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο ζημιωθείς κοινοποίησε την αίτηση αποζημίωσης είτε απευθείας στην ασφαλιστική επιχείρηση του υπαιτίου του ατυχήματος είτε στον αντιπρόσωπο για το διακα­νονισμό των ζημιών:

α. Να υποβάλει αιτιολογημένη προσφορά αποζημίω­σης σε περίπτωση που η ευθύνη δεν αμφισβητείται και η ζημιά έχει αποτιμηθεί.

β. Να υποβάλει αιτιολογημένη απάντηση επί των ση­μείων που περιέχονται στην αίτηση, στην περίπτωση που η ευθύνη αμφισβητείται ή δεν έχει ακόμη διαπι­στωθεί σαφώς ή σε περίπτωση που η ζημιά δεν έχει αποτιμηθεί πλήρως.

Σε περίπτωση παράβασης της περίπτωσης του εδαφί­ου α’ της παρούσας παραγράφου, οφείλεται ο εκάστο­τε προβλεπόμενος τόκος υπερημερίας επί του ποσού της αποζημίωσης την οποία προσφέρει η ασφαλιστική επιχείρηση στον ζημιωθέντα, μετά τη λήξη του διμήνου και μέχρι την ημέρα της προσφοράς. Η μη συμμόρφωση του ασφαλιστή προς τις ανωτέρω υποχρεώσεις επι­σύρει τις κυρώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του παρόντος διατάγματος, ενώ η επανειλημμένη μη συμμόρφωση επισύρει, κατ’ επιλογή της ΕΠ.Ε.Ι.Α., τις κυρώσεις, είτε του άρθρου 120 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, είτε του άρθρου 38 παράγραφος 1 του παρόντος διατάγματος. Η ρύθμιση αυτή ισχύει και για το διακανονισμό των ζημιών που γίνεται μέσω του Γραφείου Διεθνούς Ασφάλισης.»

Αρθρο 34

Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6β του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:

«Ο ασφαλιστής δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του και έναντι των ζημιωθέντων επιβατών, προβάλλοντας την εξαίρεση της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λόγω του ότι αυτοί γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, ότι ο οδηγός του οχήματος βρισκόταν υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών κατά το χρόνο του ατυχήματος, κάθε δε αντί­θετη συμβατική ρήτρα ασφαλιστηρίου συμβολαίου θα θεωρείται ανίσχυρη ως προς τις αξιώσεις που προβάλει ο επιβάτης αυτός.»

Αρθρο 35

Μετά το άρθρο 6β του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται νέο άρθρο 6γ, ως εξής:

«Αρθρο 6γ

Ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος έχει το δικαίωμα να ζητεί από την ασφαλιστική επιχείρηση ή από τα όργανα εκκαθάρισης σε περίπτωση λύσης της, ανά πάσα στιγμή, βεβαίωση σχετικά με τις αξιώ­σεις αποζημίωσης τρίτων που αφορούν το όχημα ή τα οχήματα που καλύπτονταν από αυτή την ασφαλιστική σύμβαση, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της τελευταί­ας πενταετίας της συμβατικής σχέσης ή την ανυπαρ­ξία τέτοιων αξιώσεων. Η ασφαλιστική επιχείρηση ή τα όργανα εκκαθάρισης έχουν υποχρέωση να χορηγούν τη βεβαίωση αυτή εντός δεκαπέντε ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, άλλως επιβάλλονται οι κυρώσεις του άρθρου 120 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.»

Αρθρο 36

Η παράγραφος 2 του άρθρου 8 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Αν μεταβιβαστεί η κυριότητα ή η κατοχή του αυ­τοκινήτου οχήματος με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο, η ασφαλιστική σύμβαση λύεται αυτοδικαίως μετά την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της μεταβίβασης, ο δε ασφαλιστής υποχρεούται σε επι­στροφή των τυχόν μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων.

Η λύση της σύμβασης ισχύει έναντι πάντων, χωρίς να απαιτείται εκ μέρους του ασφαλιστή οποιαδήποτε ενέργεια.»

Αρθρο 37

Στο άρθρο 11 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται νέα παράγραφος 4, ως εξής:

«4. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν αντιτάσσουν ιδία συμμετοχή του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμέ­νου κατά του ζημιωθέντος προσώπου που δικαιούται αποζημίωσης ένεκα ζημίας που προξενήθηκε από αυ­τοκίνητο όχημα.»

Αρθρο 38

Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 12 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 103 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α’).»

Αρθρο 39

Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Δεν ενεργείται έλεγχος ασφαλιστικής κάλυψης της αστικής ευθύνης, που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων, τα οποία έχουν τόπο συνήθους στάθμευσης στο έδαφος άλλου κράτους – μέλους της Ε.Ε. και αυτοκινήτων οχημάτων τα οποία έχουν τόπο συνήθους στάθμευσης το έδαφος τρίτης χώρας και εισέρχονται στην Ελλάδα προερχόμενα από το έδαφος άλλου κράτους – μέλους της Ε.Ε..

Ωστόσο μπορούν να διενεργούνται μη συστηματικοί έλεγχοι της ασφάλισης αυτής εφόσον αυτοί δεν ενέ­χουν διακρίσεις και πραγματοποιούνται στο πλαίσιο ελέγχων που δεν έχουν αποκλειστικό σκοπό τη διαπί­στωση της ύπαρξης ασφαλιστικής κάλυψης.»

Αρθρο 40

1. Η περίπτωση α) της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«α) Αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης λόγω υλικών ζημιών, εκτός αν προκλή­θηκαν συγχρόνως και σωματικές βλάβες που απαιτούν νοσοκομειακή περίθαλψη, εφόσον έχει επιληφθεί αστυ­νομική αρχή και η περίθαλψη αυτή διήρκησε τουλάχι­στον για χρονικό διάστημα πέντε ημερών σε δημόσιο νοσοκομείο ή ιδιωτικό θεραπευτήριο.»

2. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ε) ως εξής:

«ε) Το ατύχημα προήλθε από ορισμένους τύπων οχη­μάτων ή ορισμένα οχήματα με ειδική πινακίδα κυκλο­φορίας και των οποίων η ευθύνη δεν είχε καλυφθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή το Επικουρικό Κεφάλαιο, το οποίο αποζημίωσε ζημία που προκλήθηκε από όχημα ειδικού τύπου ή με ειδική πινακίδα κυκλοφορίας άλλου κράτους – μέλους, έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του αντίστοιχου Επικου­ρικού Κεφαλαίου του τόπου συνήθους στάθμευσης του οχήματος.»

Αρθρο 41

Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης (α) της παραγρά­φου 4 του άρθρου 27 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, οι λέξεις «εδάφια βύ, γύ και δύ του κ.ν. 489/1976» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εδάφια β’, γ’, δ’ και ε’ του παρόντος διατάγματος».

Αρθρο 42

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 27β του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Σκοπός του κέντρου πληροφοριών είναι να παρέχει πληροφόρηση σε οποιοδήποτε εμπλεκόμενο μέρος σε τροχαίο ατύχημα: α) που προκλήθηκε από όχημα με ελληνικές πινακίδες ή β) εφόσον το τροχαίο ατύχημα συνέβη σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. και ΕΟΧ ή συνέβη σε τρίτη χώρα της οποίας το εθνικό γραφείο ασφαλίσεως έχει προσχωρήσει στο σύστημα πράσινης κάρτας από την κυκλοφορία οχημάτων ασφαλισμένων και συνήθως σταθμευόντων σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. και ΕΟΧ.»

2. Στην περίπτωση (α) της παραγράφου 3 του άρθρου 27β του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, διαγρά­φεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Αριθμό πράσινης κάρτας ή πιστοποιητικού συνορια­κής ασφάλισης του Ελληνικού Γραφείου Διεθνούς Ασφά­λισης για ορισμένου τύπου οχήματα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 4 στοιχείο β’ της Οδηγίας 72/166 ΕΟΚ.»

3. Στο άρθρο 27β του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:

«8. Στο Κέντρο Πληροφοριών λειτουργεί «κεντρική μονάδα αποθήκευσης» η οποία θα διαθέτει εγκαίρως στα θύματα τροχαίων ατυχημάτων, στους ασφαλιστές ή στους νομίμους εκπροσώπους τους τα βασικά στοιχεία που απαιτούνται για τη διευθέτηση των αξιώσεων. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας.»

Αρθρο 43

Η παράγραφος 3 του άρθρου 31 του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Το Γραφείο δέχεται και λαμβάνει κάθε δήλωση ατυχήματος που προκλήθηκε στην Ελλάδα από αυτο­κίνητο που έχει τόπο συνήθους στάθμευσης εκτός της Ελληνικής Επικράτειας, εφόσον υποχρεούται σύμφωνα προς το άρθρο 27 του διατάγματος αυτού να προβεί σε διακανονισμό της ζημίας και καταβολή αποζημίωσης συνεπεία ατυχήματος.»

Αρθρο 44

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν.Δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) ΓΙΑ ΤΗ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2005/68/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ

Στο άρθρο 2 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, μετά την παράγραφο 1, προστίθεται παράγραφος 1α, ως εξής:

«1α. Ασφαλιστικές επιχειρήσεις δύνανται να ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) μόνο στους κλάδους για τους οποίους διαθέτουν διοικητι­κή άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Σε ασφαλιστικές επιχειρήσεις, που ασκούν αντασφάλιση κλάδου για τον οποίον δεν έχουν διοικητική άδεια άσκη­σης πρωτασφάλισης ή εν γένει δεν προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των αναφερομένων στο παρόν διάταγ­μα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α., δύναται, πέραν της επιβολής διοικητικών κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 120 του παρόντος διατάγματος, να τους απαγορεύσει την άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα και σε όλο το έδαφος της Κοι­νότητας και να τους ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας τους ως ασφαλιστικών επιχειρήσεων.»

Αρθρο 45

1. Το σημείο (γ) στο άρθρο 2α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«γ) «Αντασφαλιστική επιχείρηση»: θεωρείται η επιχεί­ρηση η οποία έχει λάβει διοικητική άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 12 του παρόντος διατάγ­ματος.»

2. Τα σημεία (κ) και (κα) στο άρθρο 2α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:

«κ) «Ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου»: θεω­ρείται η μητρική επιχείρηση, η κύρια δραστηριότητα της οποίας είναι η κτήση και η κατοχή συμμετοχών σε θυγατρικές επιχειρήσεις όπου οι εν λόγω θυγατρικές είναι αποκλειστικά ή κυρίως ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ή ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις τρίτης χώρας, εκ των οποίων θυγατρικών επιχειρήσεων η μία τουλάχιστον είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση και η οποία δεν είναι Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών (Μ.Χ.Ε.Σ.) που αναφέρεται στη νομοθε­σία για τη συμπληρωματική εποπτεία των Ομίλων Ετερογενών Χρηματοοικονομικών Δραστηριοτήτων (Ο.Ε.Χ.Δ.). Στο πλαίσιο εφαρμογής της συμπληρωμα­τικής εποπτείας ενός ασφαλιστικού ομίλου, τα πρό­σωπα, που ουσιαστικά διευθύνουν τις δραστηριότητες μιας τέτοιας εταιρείας, οφείλουν να έχουν την απαι­τούμενη εντιμότητα και την αναγκαία ικανότητα για την άσκηση των καθηκόντων τους.

κα) «Ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μικτής δρα­στηριότητας»: θεωρείται η μητρική επιχείρηση, η οποία δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επι­χείρηση τρίτης χώρας ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή ασφαλιστι­κή εταιρεία χαρτοφυλακίου ή Μ.Χ.Ε.Σ. που αναφέρεται στη νομοθεσία για τη συμπληρωματική εποπτεία των Ο.Ε.Χ.Δ., όταν η μία τουλάχιστον από τις θυγατρικές της είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.»

3. Στο άρθρο 2α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται νέο σημείο (λζ) ως εξής:

«λζ) Ως «αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας»: νοείται η επιχείρηση η οποία, εάν είχε την έδρα της εντός Ε.Ε., θα χρειαζόταν διοικητική άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου 12 του παρόντος δια­τάγματος.»

Αρθρο 46

Η παράγραφος 2α του άρθρου 3 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«2.α. Πριν από τη χορήγηση της αναφερομένης ανω­τέρω άδειας λειτουργίας η ΕΠ.Ε.Ι.Α. υποχρεούται να διεξάγει διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές του άλλου εμπλεκόμενου κράτους – μέλους, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων ή εταιρειών επεν­δύσεων, εφόσον η επιχείρηση που ζητά την άδεια:

α) είναι θυγατρική ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λειτουργίας στο άλλο κράτος – μέλος ή

β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με άδεια λει­τουργίας στο άλλο κράτος – μέλος ή

γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ελέγχει ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρη­ση με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος ή

δ) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή εταιρεί­ας επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ή

ε) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστω­τικού ιδρύματος ή εταιρείας επενδύσεων με άδεια λει­τουργίας στην Ε.Ε. ή

στ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρεία επενδύσεων με άδεια λειτουργίας στην Ε.Ε..

Οι ανωτέρω διαβουλεύσεις που πραγματοποιεί η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αφορούν ιδίως την καταλληλότητα και το ποιόν των μετόχων και την εντιμότητα, ικανότητα και εμπειρία των διευθυντικών στελεχών, οι οποίες είναι αναγκαίες τόσο για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, όσο και για τον έλεγχο της εφαρμογής των όρων λειτουργίας της επιχείρησης.»

Αρθρο 47

1. Το άρθρο 4α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, καταργείται.

2. Αν για την έκδοση ατομικής, γενικής ή κανονιστικής διοικητικής πράξης απαιτείται σύμφωνα με διάταξη του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) προηγούμενη γνώμη, πρόταση ή εισήγηση της επιτροπής του καταργηθέντος άρθρου 4α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), η απόφαση αυτή εκδί­δεται από μόνο το Δ.Σ. της ΕΠ.Ε.Ι.Α. χωρίς προηγούμενη γνώμη, εισήγηση ή πρόταση.

Αρθρο 48

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις διαθέτουν καλή δι­οικητική και λογιστική οργάνωση και κατάλληλες διαδι­κασίες εσωτερικού ελέγχου, θεσπίζουν δε με απόφαση του διοικητικού τους συμβουλίου εσωτερικό κανονι­σμό λειτουργίας. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια, που αφορά ενδεικτικά το περιεχόμενο, τις διαδικασίες παρακολούθησης και τις πολιτικές, που μπορούν να πε­ριλαμβάνονται, στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.»

2. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται πα­ράγραφος 3α ως εξής:

«3.α. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να θεσπίζει κανονισμό δεοντολογίας, ο οποίος πρέπει να τηρείται από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και το εν γένει προ­σωπικό τους, όπως αυτό εξειδικεύεται στην εν λόγω απόφαση. Κατ’ ελάχιστον, ο κανονισμός δεοντολογίας περιέχει κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα παρα­πάνω νομικά και φυσικά πρόσωπα, ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστη­ριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων.»

3. Μετά την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται πα­ράγραφος 7 ως εξής:

«7. Αντασφαλιστική σύμβαση που συνάπτεται από ασφαλιστική επιχείρηση με αντασφαλιστική επιχείρη­ση η οποία έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την Οδηγία 2005/68/ΕΚ ή με άλλη ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σύμφωνα με την Οδηγία 73/239 ή την Οδη­γία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου δεν δύναται να απορριφθεί από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης αντασφαλιστικής επι­χείρησης ή της ασφαλιστικής επιχείρησης.»

Αρθρο 49

Το άρθρο 6α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 6α

Συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο πλαίσιο ενός ασφαλιστικού ή αντασφαλιστικού ομίλου

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ασκεί συμπληρωματική χρηματοοικονομι­κή εποπτεία, με τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, στις κάτωθι περιπτώσεις:

α) Σε κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρη­ση με έδρα στην Ελλάδα, η οποία είναι συμμετέχουσα επιχείρηση σε τουλάχιστον μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

β) Σε κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση της οποίας είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή ασφαλι­στική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας.

γ) Σε κάθε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα, η μητρική επιχείρηση της οποί­ας είναι ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας.

2. Κατά την άσκηση της συμπληρωματικής χρηματο­οικονομικής εποπτείας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν μπορεί να εποπτεύει δια του παρόντος ατομικώς την ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας, την ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου ή την ασφαλι­στική εταιρία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των διατάξεων του 11ου Κεφαλαίου.

3. Κατά την άσκηση της συμπληρωματικής χρηματο­οικονομικής εποπτείας λαμβάνονται υπόψη:

– συνδεδεμένες επιχειρήσεις με την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,

– συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση,

– συνδεδεμένες επιχειρήσεις συμμετέχουσας επιχείρη­σης στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ασκώντας τη συμπληρωματική χρημα­τοοικονομική εποπτεία, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, μπορεί να μην συνυπολογίζει δεδομένα και στοιχεία των επιχειρήσεων που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, όταν υπάρχουν νομικά εμπόδια, με την επιφύ­λαξη των άρθρων 6β (παρ. 5) και 6γ (παρ. 3).

5. Όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα μαζί με άλλη ή άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ., έχουν σαν μητρική τους επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστική ή ασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας ή ασφαλι­στική εταιρεία χαρτοφυλακίου μεικτής δραστηριότητας, οι αρμόδιες εποπτικές αρχές των εν λόγω κρατών- με­λών μπορούν να συμφωνήσουν ποια εξ αυτών θα ασκεί τη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία.

6. Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, που υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία, πρέπει να έχουν αποτελεσματικές διαδικασί­ες διαχείρισης των κινδύνων και συστήματα εσωτερικού ελέγχου, συμπεριλαμβανομένων των ορθών διαδικασιών λογιστικής και αναφορών, και να εφαρμόζουν με συνέπεια τις διατάξεις του 11ου Κεφαλαίου, ώστε αφ’ ενός να εντο­πίζουν, να υπολογίζουν, να παρακολουθούν και να ελέγ­χουν κατάλληλα τις συναλλαγές που προβλέπονται στην παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου και αφ’ ετέρου να παράγουν και να παρουσιάζουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα στοιχεία και τις πληροφορίες που είναι σχετικές με τους στόχους της συμπληρωματικής αυτής εποπτείας. Οι ανωτέρω δια­δικασίες και συστήματα ελέγχονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

7. Επιτρέπεται οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών, αναγκαίων για τους σκοπούς της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας, μεταξύ των ασφαλι­στικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα που υπόκεινται στη συμπληρωματική αυτή επο­πτεία και των συνδεδεμένων και των συμμετεχουσών επιχειρήσεών τους.

8. Σχετικά με την πρόσβαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. στις αναγκαί­ες πληροφορίες για την άσκηση της συμπληρωματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας ισχύουν τα εξής:

α) Έχει πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία σχε­τική με την εποπτεία ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα που υπόκειται σε συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία. Προς τούτο, μπορεί να απευθύνεται απευθείας στις ενδιαφε­ρόμενες επιχειρήσεις, που αναφέρονται στην παράγρα­φο 3 ανωτέρω, για να εξασφαλίσει την κοινοποίηση των απαιτούμενων πληροφοριών, μόνο όταν η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση δεν δίδει πληροφορίες που της ζητούνται.

β) Επίσης, μπορεί να διενεργεί στην Ελλάδα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 9 (παρ. 4), επι­τόπια εξακρίβωση των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο α’ ανωτέρω, με την επιφύλαξη του εδαφίου β’ της παραγράφου 9 του παρόντος άρθρου:

– στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται στη συμπληρωματική χρηματοοικονο­μική εποπτεία,

– στις θυγατρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστι­κής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

– στις μητρικές επιχειρήσεις αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

– στις θυγατρικές επιχειρήσεις μιας μητρικής επι­χείρησης αυτής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

γ) Όταν η ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, επιθυμεί, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, να επαληθεύσει πληροφορίες σχετικά με επιχείρηση που έχει έδρα σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., η οποία είναι συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, θυγατρική επιχείρηση, μη­τρική επιχείρηση ή θυγατρική επιχείρηση μιας μητρικής επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επι­χείρησης που έχει έδρα στην Ελλάδα και υπόκειται στη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία, ζητά με αίτησή της από την αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους – μέλους τη διενέργεια αυτής της επαλήθευ­σης. Επίσης, όταν λαμβάνει αντίστροφα μία παρόμοια αίτηση, οφείλει στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της να δώσει συνέχεια σε αυτήν, είτε διενεργώντας η ίδια την επαλήθευση είτε επιτρέποντας στην άλλη εποπτική αρχή να πραγματοποιήσει την επαλήθευση.

δ) Κατά την εφαρμογή του σημείου γ’ ανωτέρω, η Αρμόδια Αρχή που έχει υποβάλλει το αίτημα, μπορεί, εφόσον το επιθυμεί, να συμμετάσχει στον έλεγχο, όταν δεν τον πραγματοποιεί η ίδια.

9. Σχετικά με τη συνεργασία και την ανταλλαγή πλη­ροφοριών της ΕΠ.Ε.Ι.Α. με τις αρμόδιες εποπτικές αρχές των κρατών – μελών της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ισχύουν τα εξής:

α) Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., στην περίπτωση ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα στην Ελλάδα και οι οποίες συνδέονται απευθείας ή εμμέσως ή έχουν κοινή συμμε­τέχουσα επιχείρηση με έδρα στα άλλα κράτη κοινοποιεί στις αρχές των άλλων κρατών – μελών, εφόσον ζητηθούν με αίτησή τους, όλες τις πληροφορίες που θα επιτρέπουν ή που θα διευκολύνουν την άσκηση της εποπτείας βά­σει του παρόντος άρθρου, κοινοποιεί αυτοβούλως κάθε πληροφορία που κρίνει απαραίτητη στις άλλες αρμόδιες εποπτικές αρχές και συνεργάζεται στενά με αυτές.

β) Όταν μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα την Ελλάδα και είτε ένα πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ ή μια επιχείρηση επεν­δύσεων, κατά την έννοια της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, ή και τα δύο, συνδέονται απευθείας ή εμμέσως ή έχουν κοινή συμ­μετέχουσα επιχείρηση, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και οι αρχές που έχουν δημόσια εξουσία εποπτείας των άλλων αυτών επιχειρήσε­ων συνεργάζονται στενά. Οι εν λόγω αρχές ανταλλάσσουν πληροφορίες, που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εποπτικών και ελεγκτικών, οι οποίες μπορούν να διευκολύνουν την αποστολή τους, ειδικότερα στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

γ) Οι πληροφορίες που συλλέγονται βάσει του παρό­ντος άρθρου, και ειδικότερα οποιαδήποτε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρμοδίων εποπτικών αρχών που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, υπόκεινται στο επαγ­γελματικό απόρρητο και στις διαδικασίες που προβλέ­πονται στο άρθρο 115 του παρόντος διατάγματος.

10. Α) Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, ασκεί γενική εποπτεία στις πράξεις (συναλ­λαγές) μεταξύ:

α. Μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα και:

i. μιας συνδεδεμένης επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

11. μιας συμμετέχουσας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

iii. μιας συνδεδεμένης επιχείρησης μιας συμμετέχου­σας επιχείρησης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

β. Μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα και ενός φυσικού προσώπου που διαθέτει συμμετοχή:

i. στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε μια από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της,

ii. σε συμμετέχουσα επιχείρηση της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

iii. σε συνδεδεμένη επιχείρηση συμμετέχουσας επιχείρη­σης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

Β) Οι ανωτέρω πράξεις (συναλλαγές) αφορούν ιδιαιτέρως:

– δάνεια,

– εγγυήσεις και πράξεις εκτός ισολογισμού,

– στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας,

– επενδύσεις,

– αντασφαλίσεις και αντεκχωρήσεις,

– συμφωνίες περί επιμερισμού εξόδων.

Γ) Οι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα, που υπάγονται στη συμπληρωματική χρηματοοικονομική εποπτεία του παρόντος άρθρου, υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. εκθέσεις, υπογεγραμμένες από τον Υπεύθυνο Διοίκησης και Διαχείρισης της ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 55 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, όσον αφο­ρά στις πράξεις (συναλλαγές) που προβλέπονται στις υποπαραγράφους Α και Β ανωτέρω. Η απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 17α παρ. 10 του παρόντος νο­μοθετικού διατάγματος αφορά και στις ανωτέρω εκθέ­σεις. Εάν με βάση τις ανωτέρω εκθέσεις φαίνεται ότι υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί το περιθώριο φερεγγυότητας και η εν γένει φερεγγυότητα της ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμ­βάνει τα ανάλογα μέτρα, που αναφέρονται στο άρθρο 17γ παράγραφοι 4, 5 και 6 του παρόντος διατάγματος και ειδοποιεί τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών – μελών.

11. α) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παρ. 1α ανωτέρω στο παρόν άρθρο, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί τη δι­εξαγωγή υπολογισμού της προσαρμοσμένης φερεγ­γυότητας από τη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 6β. Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας υποβάλλεται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. υπογεγραμ­μένος από τον Υπεύθυνο Διοίκησης και Διαχείρισης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης του άρθρου 55 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος. Η απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 17α παρ. 10 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος αφορά και στον ανωτέρω υπολογισμό.

β) Οποιαδήποτε συνδεδεμένη επιχείρηση, συμμετέχου­σα επιχείρηση ή συνδεδεμένη επιχείρηση μιας συμμετέ­χουσας επιχείρησης περιλαμβάνεται στον υπολογισμό που αναφέρεται στο εδάφιο (α) ανωτέρω.

γ) Εάν ο υπολογισμός του εδαφίου (α) ανωτέρω κα­ταδείξει ότι η προσαρμοσμένη φερεγγυότητα είναι αρνητική, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει τα ανάλογα μέτρα, που αναφέρονται στο άρθρο 17γ παράγραφοι 4, 5 και 6 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και ειδοποιεί τις ενδιαφερόμενες εποπτικές αρχές των άλλων κρατών – μελών.

12. α) Στην περίπτωση που αναφέρεται στην παρ. 1β ανωτέρω στο παρόν άρθρο, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. πραγματοποιεί συμπληρωματική μέθοδο εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 6γ του παρόντος νομοθετικού διατάγματος.

β) Στην ίδια ανωτέρω περίπτωση, στο σχετικό υπολο­γισμό συμπεριλαμβάνονται όλες οι συνδεδεμένες επιχει­ρήσεις της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής ή ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, σύμφωνα με τη μέθοδο που προβλέπεται στο άρθρο 6γ του παρόντος νομοθετικού διατάγματος.

γ) Εάν, με βάση τον ανωτέρω υπολογισμό, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κρίνει ότι υπονομεύεται ή ενδέχεται να υπονομευθεί το περιθώριο φερεγγυότητας και η εν γένει φερεγγυότη­τα μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ελλάδα θυγατρικής της ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, της αντασφαλιστικής ή της ασφαλιστικής επιχείρησης τρίτης χώρας, λαμβάνει τα ανάλογα μέτρα, που αναφέρονται στο άρθρο 17γ πα­ράγραφοι 4, 5 και 6 του παρόντος νομοθετικού δια­τάγματος.

13. α) Κατά τη διαδικασία ελέγχου για την έκδοση άδειας λειτουργίας μιας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης εφαρμόζονται οι αρχές και οι μέθοδοι, που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 6β και 6γ, σε συμμετέχουσες επιχειρήσεις στην εν λόγω ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

β) Όταν ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμετέχει σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών, τότε εφαρμόζονται οι αρχές του παρόντος άρθρου και στον υπολογισμό της προσαρμο­σμένης φερεγγυότητας λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι κανόνες του άρθρου 6β και επιπλέον τα κάτωθι:

i. Στο αλγεβρικό άθροισμα της παραγράφου 1 (α, β, γ) του άρθρου 6β του παρόντος:

Δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν αναγκαία περιθώρια φερεγγυότητας (επάρκεια ιδίων κεφαλαίων) για τις επιχειρήσεις αυτές, εκτός εάν πρόκειται για: πιστω­τικά ιδρύματα της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α’) και της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ (L.126/26.5.2000), επι­χειρήσεις παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών του άρθρου 2 του π.δ. 267/1995 (ΦΕΚ 149 Α’) και της παραγράφου 23 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2000/12/ ΕΚ, επιχειρήσεις επενδύσεων των παραγράφων 3 και 17 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α’) και της παραγράφου 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ (L.145/30.4.2004) και παράγραφος 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 93/6/ΕΟΚ (L. 141/11.6.1993), χρηματοδοτικά ιδρύ­ματα της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992, της παραγράφου 22 του άρθρου 2 του ν. 2396/1996, της παραγράφου 5 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ και της παραγράφου 7 του άρθρου 2 της Οδηγίας 93/6/ ΕΟΚ, εταιρείες διαχείρισης των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α’) και της παραγράφου 2 του άρθρου 1α της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ (L.375/31.12.1975) και με την επιφύλαξη της νομοθεσίας για τη συμπληρωματική εποπτεία των Ο.Ε.Χ.Δ.. Τα ανα­γκαία περιθώρια φερεγγυότητας των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, των επιχειρήσεων παροχής επικουρικών τραπεζικών υπηρεσιών και των εταιρειών διαχείρισης υπολογίζονται σύμφωνα με το σημείο ii) της παραγρά­φου 2 του μέρους Ι του προσαρτήματος Ι, της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ (L.35/11.2.2003) και με τη συνεργασία των Σχετικών Αρμόδιων Αρχών.

Λαμβάνονται υπόψη τα ίδια κεφάλαια (η εσωτερική λογιστική αξία) των επιχειρήσεων αυτών ή η χρηματι­στηριακή τους αξία εφόσον είναι εισηγμένες σε χρη­ματιστήριο.

ii. Η εξακρίβωση των ιδίων κεφαλαίων ή η χρηματι­στηριακή αξία των επιχειρήσεων αυτών γίνεται με τις προϋποθέσεις που περιγράφονται στο άρθρο 17α του παρόντος διατάγματος.

iii. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να γίνει η εξακρί­βωση του σημείου ii ανωτέρω, για τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας λαμβάνεται υπόψη η παράγραφος 5 του άρθρου 6β.

γ) Όταν πρόκειται για υποκαταστήματα ή πρακτορεία ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με έδρα σε τρίτη χώρα, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα και χρησιμοποιούν τα στοιχεία που μπορούν να επιλέγουν για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας και των τεχνικών αποθεμάτων για την απόκτηση συμμετοχών, εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2, του παρόντος άρθρου, καθώς και του άρθρου 6β.

14. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, με αίτησή της προς την Ευρω­παϊκή Επιτροπή, να ζητήσει την έναρξη διαδικασιών για τη διαπραγμάτευση συμφωνιών με μία ή περισσότερες τρίτες χώρες σχετικά με τα μέσα άσκησης της συ­μπληρωματικής εποπτείας, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπει το άρθρο 10α της Οδηγίας 98/78/ΕΚ (L.330/5.12.1998).»

Αρθρο 50

Το άρθρο 6β του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 6β

1. Ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότη­τας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του άρθρου 6α γίνεται ως εξής:

α) Υπολογίζεται το εξής άθροισμα:

i. των στοιχείων που μπορούν να επιλεγούν, σύμφω­να με το άρθρο 17α, για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και

ii. του αναλογικού μεριδίου της συμμετέχουσας ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης στα στοιχεία που μπορούν να επιλεγούν, σύμφωνα με το άρθρο 17α, για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επι­χείρησης.

β) Υπολογίζεται το εξής άθροισμα:

i. της λογιστικής αξίας, που περιλαμβάνεται στα βι­βλία και τις οικονομικές καταστάσεις της συμμετέχου­σας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

ii. του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας, σύμφω­να με το άρθρο 17α, της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και

iii. του αναλογικού μεριδίου του αναγκαίου περιθω­ρίου φερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 17α, της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επι­χείρησης.

γ) Η διαφορά του αθροίσματος, που υπολογίζε­ται σύμφωνα με την περίπτωση β’ ανωτέρω, από το άθροισμα, που υπολογίζεται σύμφωνα με την περίπτωση α’ ανωτέρω, αποτελεί το ποσό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

δ) Όταν η συμμετοχή στη συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συνιστά, εν όλω ή εν μέρει, μία έμμεση κυριότητα (ιδιοκτησία), τότε το στοιχείο i της περίπτωσης β’ ανωτέρω περιλαμβάνει την αξία της έμμεσης κυριότητας, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά διαδοχικά συμφέροντα. Τα στοιχεία ii της περίπτωσης α’ ανωτέρω και iii της περίπτωσης β’ ανωτέρω περιλαμ­βάνουν τα αντίστοιχα αναλογικά μερίδια των στοιχείων που μπορούν να επιλεγούν για την κάλυψη του περιθω­ρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και του αναγκαίου περι­θωρίου φερεγγυότητας της συνδεδεμένης ασφαλιστι­κής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης αντιστοίχως.

2. Για τον υπολογισμό, που αναφέρεται στην παρά­γραφο 1, ισχύουν τα εξής:

α) Αναλογικό μερίδιο σημαίνει την αναλογία του εγ­γεγραμμένου κεφαλαίου των οικείων συνδεδεμένων επιχειρήσεων, το οποίο ανήκει, απευθείας ή εμμέσως, στη συμμετέχουσα ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επι­χείρηση.

β) Όταν πρόκειται για συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που είναι θυγατρική και έχει έλλειμμα φερεγγυότητας, λαμβάνεται υπόψη το συνολικό έλλειμμα φερεγγυότητας της θυγατρικής, ήτοι λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας της θυγατρικής. Στην περίπτωση όμως, που η ανωτέρω θυγατρική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει και αυτή θυγατρική μία άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, τότε μεταξύ των δύο τελευταίων θυγατρικών επιχειρήσεων ισχύει η αρχή της αναλογικότητας.

γ) Δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά, εφόσον δεν έχουν ήδη αφαιρεθεί:

i. Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων της συμμε­τέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέξιμων για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

ii. Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τα οποία αντιπροσωπεύουν τη χρηματοδότηση στοιχείων επιλέ­ξιμων για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

iii. Η αξία τυχόν περιουσιακών στοιχείων μίας ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία αντιπροσωπεύει τη χρηματοδό­τηση στοιχείων επιλέξιμων για την κάλυψη του περι­θωρίου φερεγγυότητας οποιασδήποτε άλλης ασφαλι­στικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης συνδεδεμένης της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

iv. Τυχόν εγγεγραμμένα άλλα μη καταβεβλημένα κε­φάλαια της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

v. Τυχόν εγγεγραμμένα άλλα μη καταβεβλημένα κε­φάλαια της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που συνιστούν δυνάμει υποχρέωση εκ μέρους μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

vi. Τυχόν εγγεγραμμένα άλλα μη καταβεβλημένα κε­φάλαια μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που συνιστούν δυνάμει υποχρέ­ωση εκ μέρους άλλης συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης της ίδιας συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

δ) Όταν δεν υπάρχουν κεφαλαιακοί δεσμοί μεταξύ ορισμένων επιχειρήσεων σε έναν ασφαλιστικό ή αντασφαλιστικό όμιλο, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζει ποιο αναλογικό μερίδιο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

3. α) Κατά τον υπολογισμό, που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθω­ρίου φερεγγυότητας τα οποία προκύπτουν από την αμοιβαία χρηματοδότηση μεταξύ της (συμμετέχουσας) ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και:

– μίας συνδεδεμένης επιχείρησης,

– μίας συμμετέχουσας επιχείρησης,

– άλλης συνδεδεμένης επιχείρησης οποιασδήποτε των συμμετεχουσών επιχειρήσεων.

β) Επιπλέον, δεν λαμβάνονται υπόψη στοιχεία επιλέ­ξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας μίας συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, όταν τα στοιχεία αυτά έχουν προκύψει από αμοιβαία χρηματοδότηση με άλλη επιχείρηση συν­δεδεμένη με την πρώτη (συνδεδεμένη) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

γ) Ειδικότερα, αμοιβαία χρηματοδότηση υπάρχει όταν μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή οποι­αδήποτε από τις συνδεδεμένες επιχειρήσεις της, κα­τέχει μετοχές (συμμετοχή) σε ή χορηγεί δάνεια προς άλλη επιχείρηση, η οποία απευθείας ή εμμέσως κατέχει στοιχείο επιλέξιμο για την κάλυψη του περιθωρίου φε­ρεγγυότητας των πρώτων επιχειρήσεων.

4. Σχετικά με τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις και τις ενδιάμεσες ασφαλιστικές εταιρίες χαρτοφυλακίου, που είναι συνδεδεμένες επιχειρήσεις και λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της προσαρ­μοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, ισχύουν τα εξής:

α) Όταν η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει περισσότερες από μια συνδε­δεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, ο υπολογισμός της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται με την ενσωμάτωση καθεμίας από αυτές τις συνδεδεμένες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

β) Σε περίπτωση διαδοχικών συμμετοχών, όπως όταν μία ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συμμετέ­χει σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία επίσης συμμετέχει σε άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ο υπολογισμός της προσαρμο­σμένης φερεγγυότητας πραγματοποιείται στο επίπεδο κάθε συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, η οποία έχει τουλάχιστον μία συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.

γ) i. Μπορεί να μην πραγματοποιηθεί υπολογισμός προσαρμοσμένης φερεγγυότητας μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα:

– εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα την Ελλάδα και εφόσον αυτή η συνδεδεμένη επιχείρηση έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης,

– εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση μιας ασφαλιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου με έδρα στην Ελλάδα και εφόσον αυτή η ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου και αυτή η συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό που πραγματοποιείται,

– εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλι­στικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστι­κής εταιρίας χαρτοφυλακίου με έδρα σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ., εφόσον η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και η αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους – μέλους συμφωνήσουν να ανατεθεί στην αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους – μέλους η άσκηση της συμπληρω­ματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας.

ii. Σε καθεμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, η απαλ­λαγή μπορεί να δοθεί μόνον εφόσον προσκομισθούν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ικανές αποδείξεις ότι τα στοιχεία που είναι επιλέξιμα για την κάλυψη των περιθωρίων φε­ρεγγυότητας των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που περιλαμβάνονται στον υπολογισμό είναι καταλλήλως κατανεμημένα μεταξύ των επιχειρή­σεων αυτών.

δ) Στην περίπτωση που η (συμμετέχουσα) ασφαλιστι­κή ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει μία συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε. και του Ε.Ο.Χ. στον υπολο­γισμό μπορεί να ληφθεί υπόψη η κατάσταση φερεγγυό­τητας της συνδεδεμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης όπως έχει εκτιμηθεί από την αρμόδια εποπτική αρχή του άλλου κράτους – μέλους.

ε) Όταν η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει συμμετοχή σε ασφαλιστική ή σε αντασφαλιστική επιχείρηση ή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας μέσω ασφαλιστι­κής εταιρείας χαρτοφυλακίου, λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό η κατάσταση της ενδιάμεσης ασφαλιστικής εταιρίας χαρτοφυλακίου. Για τις ανάγκες αποκλειστικά αυτού του υπολογισμού, ο οποίος πραγματοποιείται σύμφωνα με τις γενικές αρχές και μεθόδους που περι­γράφονται στο παρόν άρθρο, η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου αντιμετωπίζεται σαν να επρό­κειτο για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας μηδέν και με στοιχεία επιλέξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φε­ρεγγυότητας αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 17α.

στ) i. Όταν η (συμμετέχουσα) ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει μια συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα, η τελευταία αυτή επιχείρηση αντιμετωπίζεται, για τον αποκλειστικό σκοπό του υπολογισμού, κατά τρόπο ανά­λογο με συνδεδεμένη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ..

ii. Ωστόσο, όταν η τρίτη χώρα, στην οποία η συνδεδε­μένη ασφαλιστκή ή αντασφαλιστική επιχείρηση έχει την έδρα της, της επιβάλλει υποχρέωση άδειας, καθώς και υποχρέωση κατάστασης φερεγγυότητας τουλάχιστον συγκρίσιμης προς εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 17α, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψη η εν λόγω επιχείρηση στον υπολογισμό με βάση το αναγκαίο περιθώριο φε­ρεγγυότητας και τα επιλέξιμα στοιχεία για την κάλυψη αυτού, όπως καθορίζονται από την τρίτη χώρα.

5. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όταν κατά τον υπολογισμό της προσαρμοσμένης φερεγγυότητας της συμμετέχουσας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης δεν υπάρχουν για οποιονδήποτε λόγο πληροφορίες σχετικά με μια συνδεδεμένη επιχείρηση με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. ή σε τρίτη χώρα, αφαιρείται η λογιστική αξία της συνδεδεμένης επιχεί­ρησης, που είναι καταχωρημένη στα βιβλία και στις οικονομικές καταστάσεις της συμμετέχουσας ασφα­λιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, από τα επι­λέξιμα στοιχεία για την κάλυψη του προσαρμοσμένου περιθωρίου φερεγγυότητας. Στην περίπτωση αυτή τα μη πραγματοποιηθέντα (ρευστοποιηθέντα) κέρδη που συνδέονται με τη συμμετοχή αυτή δεν επιτρέπονται ως επιλέξιμο στοιχείο κατά την κάλυψη του περιθωρίου προσαρμοσμένης φερεγγυότητας.»

Αρθρο 51

1. Η περίπτωση γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:

«γ. Για τον αποκλειστικό σκοπό του ανωτέρω υπο­λογισμού, η μητρική επιχείρηση, που αναφέρεται στα εδάφια α’ και β’ ανωτέρω, θεωρείται ως ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που υπόκειται:

– Σε μηδέν αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, όταν πρόκειται για ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου.

– Σε αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, όπως προ­βλέπεται στο άρθρο 6β (παρ. 4 εδάφιο στ’), όταν πρό­κειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα.

– Στις ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες, που ορίζονται στο άρθρο 17α, όσον αφορά τα στοιχεία που είναι επιλέ­ξιμα για την κάλυψη του περιθωρίου φερεγγυότητας.»

2. Τα σημεία α’ και β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 6γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­στανται ως εξής:

«α) Στην περίπτωση που μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα μαζί με άλλη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση ή άλλες με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. είναι θυγατρικές ασφα­λιστικής εταιρείας χαρτοφυλακίου, αντασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα σε τρίτη χώρα, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μαζί με τις άλλες αρμόδιες επο­πτικές αρχές εξασφαλίζουν τη συνεπή εφαρμογή της μεθόδου που περιγράφεται στο παρόν άρθρο.

β) Για μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση με έδρα στην Ελλάδα μπορεί να μην πραγματοποιηθεί ο υπολογισμός που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω:

– Εάν είναι συνδεδεμένη επιχείρηση άλλης ασφαλιστι­κής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. και έχει συμπεριληφθεί στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω για την άλλη επιχείρηση.

– Εάν αυτή και μια ή περισσότερες άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλάδα έχουν ως μητρική τους επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρία χαρτοφυλακίου αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα σε τρίτη χώρα και αυτή έχει ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ανωτέρω για μία από αυτές τις άλλες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

– Εάν αυτή και μία ή περισσότερες άλλες ασφαλιστι­κές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ε.Ε. και στον Ε.Ο.Χ. έχουν ως μητρική τους επιχείρηση την ίδια ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου, αντασφα-λιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική επιχείρηση με έδρα τρίτη χώρα και έχει συναφθεί συμφωνία κατά το άρθρο 6α παράγραφος 5, με την οποία η άσκηση συμπληρω­ματικής χρηματοοικονομικής εποπτείας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο ανατίθεται στην αρμόδια εποπτική αρχή άλλου κράτους – μέλους.»

Αρθρο 52

Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6δ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικα­θίσταται ως εξής:

«Αντίστοιχα τα, κατά το άρθρο 2α εδάφιο λ’ του πα­ρόντος, μέτρα εξυγίανσης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης και των υποκαταστημάτων της σε άλλα κράτη – μέλη, τα οποία λαμβάνονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, παράγουν πλή­ρη αποτελέσματα στα άλλα κράτη – μέλη.»

Αρθρο 53

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 του ν.δ.400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα, υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συ­νεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα για το σύνολο των ασφαλίσεων που συνάπτουν και των αντασφαλίσεων που αναλαμβάνουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη – μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Για τις ασφα­λίσεις που συνάπτουν σε τρίτες χώρες οι ανωτέρω ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν τεχνικά αποθέ­ματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον δεν υπόκεινται σε αντίστοιχη υποχρέωση σχηματισμού στην τρίτη χώρα.»

2. Η φράση «κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ισολογισμού», όπου αυτή αναφέρεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύ­ει, αντικαθίσταται με τη φράση «κατά την ημερομηνία υπολογισμού του αποθέματος».

3. Οι λέξεις «του στοιχ. ιζ» στην παράγραφο 2.Α(α) του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίστανται με τις λέξεις «του στοιχ. κβ».

4. Μετά το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της πα­ραγράφου 2Α του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«To απόθεμα εκκρεμών ζημιών καταχωρείται υποχρε­ωτικά ξεχωριστά για κάθε περίπτωση επί τη βάσει των εξόδων που αναμένεται να προκύψουν, η δε επάρκειά του πιστοποιείται με τη χρήση αναλογιστικών – στατι­στικών μεθόδων.»

5. Στην παράγραφο 2Β του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αμφότερα τα τελευταία εδάφια των περιπτώσεων (δίϋ) και (στ) καταργούνται.

6. Η παράγραφος 5 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«5. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να εισάγεται υπο­χρέωση σχηματισμού επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων, όπως ενδεικτικά καταστροφικών κινδύνων, εξισορρό­πησης του τεχνικού αποτελέσματος, εγγυήσεων και διαχειριστικών εξόδων.»

7. Η παράγραφος 6 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά οι τεχνικές βάσεις ως και οι αρχές της μεθοδολογίας υπο­λογισμού επαρκών τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων κατά ζημιών και ασφαλίσεων ζωής.»

8. Η παράγραφος 7 του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Μετά από αίτηση της ασφαλιστικής επιχείρησης και με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιτρέπονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο σχηματισμός επιπλέον των προβλεπομένων στο παρόν άρθρο, τεχνικών απο­θεμάτων.»

Αρθρο 54

1. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:

«Σε ασφαλιστική τοποθέτηση διατίθενται τα περιου­σιακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα, συμπεριλαμβανομένου του αποθέματος εξισορρόπησης, του άρθρου 7 του παρόντος, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν το τέταρτο του ελαχίστου ορί­ου που αναφέρεται στην περίπτωση ε’ του εδαφίου Α της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του παρόντος.»

2. Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται πα­ράγραφος 2α ως εξής:

«2.α. Η ασφαλιστική τοποθέτηση των αντασφαλιστικών αναλήψεων, των ασφαλιστικών εταιριών που πληρούν μία εκ των προϋποθέσεων της παρ. 10 του άρθρου 17α ή της παρ. 2 του άρθρου 17β, διακρίνεται περαιτέρω σε:

α) ασφαλιστική τοποθέτηση αντασφαλιστικών ανα­λήψεων ζωής,

β) ασφαλιστική τοποθέτηση αντασφαλιστικών αναλή­ψεων κατά ζημιών.»

3. Η περίπτωση (Ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«Ε. Δάνεια (προκαταβολές) επί ασφαλιστηρίων, που χορηγήθηκαν σε ασφαλισμένους με ασφαλιστήρια ζωής, μέχρι του ποσού της αποζημίωσης σε περίπτωση θανά­του του ασφαλιζομένου και μέχρι του ύψους της εκά­στοτε αξίας εξαγοράς.»

4. Η περίπτωση (Ζ) της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«Ζ. Η συμμετοχή των αντασφαλιστών και φορέων ει­δικού σκοπού στα τεχνικά αποθέματα.»

5. Η περίπτωση (ΙΑ) της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«ΙΑ. Επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν των προβλεπομένων στις περιπτώσεις α’ έως γ’ του άρθρου 5 του ν. 3606/2007 επιτρέπονται, μόνο με τις προϋποθέσεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει επί τη βάσει των εξής αρχών:

– οι επενδύσεις αυτές διενεργούνται αποκλειστικά είτε για αντιστάθμιση κινδύνου είτε για διευκόλυνση της αποτελεσματικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου,

– οι επενδύσεις αυτές αποτιμώνται από τις επιχειρή­σεις συντηρητικά και πάντοτε επί τη βάσει της τρέχου­σας αξίας των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων και

– απαγορεύεται η υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει είτε από έναν και μόνο αντισυμβαλλό­μενο είτε από μεγάλη έκθεση σε εν γένει παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.»

6. Η περίπτωση β’ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«β) Τα περιουσιακά στοιχεία της ασφαλιστικής επιχεί­ρησης, που προσδιορίζονται στις περιπτώσεις γ’ έως και θ’ του στοιχείου (Α) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να αποκτηθούν από αυτήν κατά το χρόνο έκδοσης ή δημόσιας εγγραφής τους, όταν αυτή γίνεται από τη μητρική της ή άλλη ελέγχουσα την ασφαλιστική επιχείρηση εταιρεία, καταχωρούνται δε υποχρεωτικά και φυλάσσονται με κοινή ευθύνη της ασφαλιστικής επιχείρησης και της τράπεζας θεματο­φύλακα στο Σύστημα Αυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.), που προ­βλέπεται από τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α’), όπως ισχύουν.».

7. Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«δ) Όσον αφορά στους κινδύνους και στις δραστηρι­ότητες που ασκούνται εντός της Ε.Ε., τα περιουσιακά στοιχεία του που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα πρέπει να βρίσκονται εντός της Ε.Ε.. »

8. Η περίπτωση ια’ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«ια. Η συμμετοχή των αντασφαλιστών και των φορέων ειδικού σκοπού της περίπτωσης Ζ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αποτιμάται με βάση τα χρεωστι­κά υπόλοιπα, περιλαμβανομένης της συμμετοχής τους στα τεχνικά αποθέματα του πρωτασφαλιστή στο βαθ­μό που δεν περιλαμβάνονται στα ανωτέρω χρεωστικά υπόλοιπα. Οι προϋποθέσεις αποδοχής της ανωτέρω συμμετοχής των αντασφαλιστών και των φορέων ει­δικού σκοπού δύνανται να καθορίζονται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

9. Η περίπτωση ιγ’ της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«ιγ. Για την αποτίμηση των μεταφερόμενων (αναπόσβεστων) εξόδων προσκτήσεως της περίπτωσης Θ της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου ισχύουν τα κά­τωθι:

– Στις ασφαλίσεις κατά ζημιών τα έξοδα αυτά πε­ριλαμβάνουν τα ποσά των εξόδων πρόσκτησης που αντιστοιχούν στο απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφα­λίστρων, καθώς και τα ποσά που έχουν υπολογιστεί με αναλογιστική μέθοδο όταν σχηματίζονται μαθηματικά αποθέματα γήρατος στους κλάδους 1 ή 2 της παραγρά­φου 1 «ασφαλίσεις κατά ζημιών» του άρθρου 13.

– Στις ασφαλίσεις ζωής τα έξοδα αυτά περιλαμβάνουν τα ποσά των εξόδων πρόσκτησης στις περιπτώσεις που σχηματίζεται απόθεμα μη δεδουλευμένων ασφα­λίστρων, καθώς και τα ποσά που έχουν υπολογιστεί με αναλογιστική μέθοδο.»

10. Μετά την περίπτωση ιβ’ της παραγράφου 6.Α του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση ιγ’ ως εξής:

«ιγ) Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται το ποσο­στό επί των αντίστοιχων αποθεμάτων μέχρι του οποί­ου γίνεται δεκτή η συμμετοχή των αντασφαλιστών και φορέων ειδικού σκοπού.»

11. Η περίπτωση ε’ της παραγράφου 6.Β του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«ε) Η συμμετοχή των αντασφαλιστών και φορέων ει­δικού σκοπού γίνεται δεκτή μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό (10%) των αντίστοιχων αποθεμάτων πλην των κλάδων 5, 6, 11 και 12 της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος όπου γίνεται δεκτή στο σύνολό της. Ειδικά στις περιπτώσεις των κλάδων:

i. 17 «Νομική προστασία», η οποία ασκείται σύμφωνα με την περίπτωση β’ της παραγράφου 5 του άρθρου 13β του παρόντος, η συμμετοχή του αντασφαλιστή γίνεται δεκτή στο σύνολό της.

ii. 18 «Βοήθεια», η οποία ασκείται από την ασφαλιστική επιχείρηση με μέσα που δεν είναι δικά της, η συμμετοχή των αντασφαλιστών γίνεται δεκτή στο σύνολό της εφό­σον οι αντασφαλιστές είναι επιχειρήσεις με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας.

iii. Για τις δύο παραπάνω περιπτώσεις i και ii απαιτού­νται οι αντασφαλιστικές συμβάσεις και οι οικονομικές καταστάσεις των αντασφαλιστών με την επιφύλαξη του στοιχείου ια’ της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.

Το ανωτέρω ποσοστό της συμμετοχής των αντασφαλιστών και φορέων ειδικού σκοπού δύναται να αναπρο­σαρμόζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

12. Η παράγραφος 12 του άρθρου 8 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«12. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ρυθμίζεται: α) ο ενιαί­ος τρόπος υποβολής των καταστάσεων τοποθέτησης του ενεργητικού της ασφαλιστικής επιχείρησης και τα απαραίτητα δικαιολογητικά, β) τα τακτά χρονικά δια­στήματα σχηματισμού των τεχνικών αποθεμάτων και υποβολής των σχετικών καταστάσεων προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α., γ) ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α. των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την ασφα­λιστική τοποθέτηση των τεχνικών αποθεμάτων, που έχουν σχηματισθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα υπό (β) ανωτέρω, ως και οι πολιτικές, που πρέπει να τηρούν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, για την ασφάλεια, την από­δοση, τη ρευστότητα και τη διασπορά των επενδύσεών τους, δ) η υποχρέωση σύνταξης και υποβολής προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α. καταστάσεων ταμειακών ροών (ρευστότητας), ε) κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.»

Αρθρο 55

Μετά την περίπτωση κα’ του κεφαλαίου Α του άρθρου 13γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστί­θεται περίπτωση κβ’, ως εξής:

«κβ) Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθο­ρίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.»

Αρθρο 56

Μετά την περίπτωση ζ’ της παραγράφου 2.Α του άρθρου 15 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, τίθεται νέα περίπτωση η’ ως εξής, και η υφιστάμενη περίπτωση η’ μετονομάζεται σε περίπτωση θ’:

«η) Την πιθανή ταμειακή κατάσταση».

Αρθρο 57

Η παράγραφος 1α του άρθρου 15α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«1.α. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1, εάν ο αγοραστής συμμετοχής είναι ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, πιστωτικό ίδρυμα ή επιχεί­ρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος ή μητρική επιχείρηση τέτοιας επιχείρησης ή το νομικό ή φυσικό πρόσωπο που ελέγχει την επιχείρηση αυτή και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, η επιχείρηση, στην οποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμ­μετοχή, καθίσταται θυγατρική του εν λόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η αξιολόγηση της εξαγοράς υπόκειται στη διαδικασία της διαβούλευσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2α του άρθρου 3.»

Αρθρο 58

1. Οι περιπτώσεις β’ και γ’ της παραγράφου 3.(i) του άρ­θρου 17α του ν.δ. 400/1970 αντικαθίστανται ως εξής:

«β) Τα αποθεματικά (νόμιμα και ελεύθερα) που δεν αντιστοιχούν σε ασφαλιστικές υποχρεώσεις, ούτε κα­τατάσσονται στα αποθεματικά εξισορρόπησης.

γ) Τα κέρδη ή ζημιές που μεταφέρονται στη νέα εταιρική χρήση, μετά την αφαίρεση των πληρωτέων μερισμάτων.

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας μειώνεται κατά το ποσό των ιδίων μετοχών που κατέχει άμεσα η ασφαλιστική επιχείρηση, καθώς επίσης και κατά τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία:

1) συμμετοχές που διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση σε:

– ασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 6 της Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, του άρθρου 4 της Οδηγίας 2002/83/ΕΚ, ή του άρθρου 1 στοιχείο β’ της Οδηγίας 98/78/ΕΚ,

– αντασφαλιστική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 3 της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ, ή αντασφαλιστική επιχείρηση τρίτης χώρας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 της Οδηγίας 98/78/ΕΚ,

– ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έν­νοια του άρθρου 1 στοιχείο θ’ της Οδηγίας 98/78/ΕΚ,

– πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφοι 1 και 5 της Οδη­γίας 2000/12/ΕΚ,

– εταιρεία επενδύσεων και χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 2 της Οδη­γίας 93/22/ΕΟΚ και του άρθρου 2 παράγραφοι 4 και 7 της Οδηγίας 93/6/ΕΟΚ.

2) καθένα από τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά στοι­χεία, τα οποία διαθέτει η ασφαλιστική επιχείρηση στις οντότητες που ορίζονται στο ανωτέρω σημείο 1 και στις οποίες διαθέτει συμμετοχή:

– τα χρηματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέ­ρεται το στοιχείο ii) της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου,

– τις απαιτήσεις μειωμένης διασφάλισης και τα χρη­ματοοικονομικά στοιχεία στα οποία αναφέρεται το άρ­θρο 35 και το άρθρο 36 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ.»

2. Μετά την παράγραφο 9 του άρθρου 17α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, τίθεται νέα παρά­γραφος 10 ως εξής και οι υφιστάμενες παράγραφοι 10 και 11 αναριθμούνται σε 11 και 12 αντίστοιχα:

«10. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα στην Ελλά­δα υποχρεούνται σε ξεχωριστό υπολογισμό περιθωρίου φερεγγυότητας για τις αναλήψεις αντασφαλίσεων ζωής όταν συντρέχει μια από τις κατωτέρω προϋποθέσεις:

– τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα ζωής υπερβαίνουν το 10% των συνολικών ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων ζωής,

– τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα ζωής υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 ευρώ,

– τα τεχνικά αποθεματικά που αφορούν στις αντασφαλιστικές αναλήψεις ζωής υπερβαίνουν το 10% των συνολικών τεχνικών αποθεματικών ζωής.

Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, καθώς και το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, όσον αφορά στις αναλήψεις αντασφαλίσεων ζωής, υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 97 και 98 του παρόντος.

Στην περίπτωση που οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν ξεχωριστό περιθώριο φερεγγυότητας για τις αντασφαλίσεις, τότε δεν λαμβάνουν υπόψη τα ποσά αυτά στον υπολογισμό του περιθωρίου φερεγγυότητας για τις πρωτασφαλιστικές δραστηριότητες.»

3. Η παράγραφος 10 του άρθρου 17α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, η οποία, σύμφωνα με τα οριζό­μενα στο προηγούμενο εδάφιο του παρόντος άρθρου αναριθμήθηκε σε παράγραφο 11, αντικαθίσταται περαι­τέρω ως εξής:

«11. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται το περιε­χόμενο των εκθέσεων περιθωρίου φερεγγυότητας που υποβάλλουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.»

Αρθρο 59

Η περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 17β του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:

«α) Όταν πρόκειται για δραστηριότητες ασφαλίσεων κατά ζημιών, το εγγυητικό κεφάλαιο αποτελείται από τα στοιχεία που απαριθμούνται στο άρθρο 17α παρά­γραφος 3 σημεία i και ii και εδάφιο γ’ του σημείου iii, και σε καμία περίπτωση το κεφάλαιο αυτό, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το ποσό που αντιστοιχεί σε:

– 3.000.000 ευρώ προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν ένα ή περισσότερους από τους κλάδους 10 μέχρι και 15, 4.500.000 ευρώ από 1.1.2006 και 6.000.000 ευρώ από 1.1.2008.

– 2.000.000 ευρώ προκειμένου για επιχειρήσεις που ασκούν έναν ή περισσότερους από τους κλάδους 1 μέ­χρι και 9, 16, 17 και 18. Το ποσό αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται των 3.000.000 ευρώ εφόσον ασκούν αντασφαλιστικές δραστηριότητες (αναλήψεις) και εφόσον πληρούται μία εκ των κάτωθι προϋποθέσεων:

i) τα εισπραττόμενα αντασφάλιστρα κατά ζημιών υπερβαίνουν το 10% των συνολικών ακαθάριστων εγ­γεγραμμένων ασφαλίστρων κατά ζημιών,

ii) τα εισπρατόμμενα αντασφάλιστρα κατά ζημιών υπερβαίνουν το ποσό των 50.000.000 ευρώ,

iii) τα τεχνικά αποθεματικά που αφορούν στις αντασφα­λιστικές αναλήψεις κατά ζημιών υπερβαίνουν το 10% των συνολικών τεχνικών αποθεματικών κατά ζημιών.»

Αρθρο 60

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«1. α) Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαπιστώνει την εκ μέρους των ασφα­λιστικών επιχειρήσεων τήρηση των διατάξεων του πα­ρόντος που αφορούν το περιθώριο φερεγγυότητας και το εγγυητικό κεφάλαιο, προβαίνοντας σε, τουλάχιστον ετήσιους επιτόπιους, ως και εξ αποστάσεως ελέγχους της οικονομικής τους κατάστασης. Προς το σκοπό αυ­τόν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαιτεί οποιοδήποτε στοιχείο ή να διεξάγει ελέγχους στην ασφαλιστική επιχείρηση.

β) Προκειμένου για τον κλάδο 18 (Βοήθειας) ο έλεγχος αφορά και τα προσόντα του προσωπικού, συμπεριλαμ­βανομένου και του ιατρικού, καθώς και την ποιότητα του εξοπλισμού που διαθέτουν οι επιχειρήσεις για να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο κλά­δος αυτός. Ο ανωτέρω έλεγχος διενεργείται σε στενή συνεργασία με τις αρμόδιες Υπηρεσίες των οικείων Υπουργείων.

γ) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να δη­μοσιεύει και να υποβάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. συνοπτικές οι­κονομικές καταστάσεις. Ειδικά κατά τη διάρκεια των 3 (τριών) πρώτων εταιρικών χρήσεων μίας ασφαλιστικής επιχείρησης ο έλεγχος της οικονομικής κατάστασης γίνεται σε συνδυασμό με το υποβληθέν πρόγραμμα δραστηριότητάς της. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., καθορίζεται το περιεχόμενο, ο τρόπος και ο χρόνος δημοσιοποίησης των συνοπτικών οικονομικών καταστάσεων.

δ) Κάθε ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να υπο­βάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. εκθέσεις περιθωρίου φερεγγυότητας και προσαρμοσμένης φερεγγυότητας. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος υποβολής των εκθέσεων αυτών.

ε) Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υποχρεούνται μέχρι την 31η Ιανουαρίου εκάστου έτους να υποβάλουν:

– την πραγματοποιηθείσα παραγωγή των ακαθάριστων εγγεγραμμένων ασφαλίστρων (ασφάλιστρα από πρωτασφαλίσεις, αναλήψεις και δικαιώματα συμβολαίου) του προηγούμενου έτους κατά κλάδο ασφάλισης, και

– το ποσό των πληρωθεισών αποζημιώσεων, συμπε­ριλαμβανομένων των άμεσων εξόδων διακανονισμού, αναλυτικά κατά περίπτωση.

στ) Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια μπο­ρεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 17γ του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Κάθε ειδικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος, όπως ενδεικτικά ο χρόνος και τρόπος υπολογισμού και ελέγχου του περιθωρίου φερεγγυότητας, τα μέτρα που μπορούν να λαμβάνονται σε περιπτώσεις ανασυγκρότη­σης ή βραχυχρονίου χρηματοδότησης, ζητήματα υπο­βολής και έγκρισης των σχετικών προγραμμάτων, ως και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Στα προγράμματα ανασυ­γκρότησης και βραχυχρονίου χρηματοδότησης τίθενται υποχρεωτικά από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. προθεσμίες πραγματοποίησής τους που δεν μπορούν να ξεπερνούν τους δύο (2) μήνες.»

Αρθρο 61

Στην παράγραφο 1(α) του άρθρου 19 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, η φράση «μέχρι την 30ή Ιουνίου εκάστου έτους» αντικαθίσταται με τη φράση «μέχρι 31η Μαρτίου εκάστου έτους».

Αρθρο 62

Στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παραγράφου Α1) του άρθρου 42β του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, δια­γράφεται η φράση «ιδίως απαγορεύεται να αναλαμβάνει δραστηριότητες πρωτασφάλισης».

Αρθρο 63

Η παράγραφος 2 του άρθρου 43 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) καταργείται.

Αρθρο 64

Το άρθρο 50 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) αντικαθί­σταται ως εξής:

«Αρθρο 50

Στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. δημιουργούνται και τηρούνται προσβάσιμα στο κοινό μητρώα των ελληνικών ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ως και των Φορέων Ει­δικού Σκοπού, που έχουν αδειοδοτηθεί από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. ως και των αλλοδαπών ασφαλιστικών και αντασφαλιστι­κών επιχειρήσεων που παρέχουν ασφάλιση ή αντασφάλιση είτε με εγκατάσταση είτε με καθεστώς ελεύθερης παροχής. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη δημιουργία και τήρηση των ως άνω μητρώων μπορεί να ρυθμίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

Αρθρο 65

Το άρθρο 50α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) καταρ­γείται.

Αρθρο 66

1. Η παράγραφος Β του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, καταργείται και η παράγραφος Α του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) απαλεί­φεται ως αρίθμηση.

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Το διοικητικό συμβούλιο κάθε ασφαλιστικής επι­χείρησης, καθώς και ο νόμιμος αντιπρόσωπος αλλοδα­πής ασφαλιστικής επιχείρησης είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό αστυνομικής ταυτότητας και ΑΦΜ) των κάτωθι προσώπων: α) του προσώπου που ασκεί διοίκηση και διαχείριση στην ασφαλιστική επιχείρηση και είναι υπεύθυνο για όλα τα θέματα που πηγάζουν από το παρόν νομοθετικό διάταγμα, πλην των ζητημάτων των παραγράφων 2 έως και 7 του παρόντος άρθρου και της περίπτωσης (Ι) του στοιχείου Α του άρθρου 13γ του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, β) του Υπεύθυνου Αναλογιστή, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στις παραγράφους 2 έως και 7 του παρόντος άρθρου, γ) του Υπεύθυνου Εσωτερικού Μεταβλητού Κεφαλαίου, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 13.Γ. περ. Ι του παρόντος νο­μοθετικού διατάγματος, δ) του Υπεύθυνου Διαχείρισης Κινδύνων, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 6α παρ. 6 του παρόντος νομοθετικού διατάγ­ματος, ε) του Υπεύθυνου Εσωτερικού Ελέγχου, αρμόδιου για την τήρηση των προβλεπομένων στο άρθρο 6 παρ. 3 του παρόντος νομοθετικού διατάγματος και του Υπεύ­θυνου Συμμόρφωσης για την Αποφυγή Νομιμοποίησης εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες. Τα πρόσωπα αυτά καταχωρούνται σε μητρώο που τηρεί η ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Για την αλλαγή των ανωτέρω προσώπων, καθώς και για κάθε άλλη αλλαγή στα στοιχεία αυτών, η ασφαλιστική επιχείρηση ενημερώνει αμελλητί και το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία της αλλαγής την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διατάξεως, όπως ενδει­κτικά ζητήματα αξιολόγησης της καταλληλότητας των προσώπων αυτών, εξειδίκευσης των σχετικών αρμοδι­οτήτων τους, περιεχομένου και μορφής των σχετικών ενημερώσεων, μπορεί να ρυθμίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Ο Υπεύθυνος Αναλογιστής πρέπει να κατέχει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος αναλογιστή.»

3. Η περίπτωση (i) της παραγράφου 2(α) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«i) Έχει ευθύνη έναντι οποιασδήποτε εποπτικής αρχής για πράξεις αναλογιστικής φύσεως της ασφαλιστικής επιχείρησης, όπως ενδεικτικά για:

1. τον υπολογισμό των μεταφερόμενων (αναποσβέστων) εξόδων πρόσκτησης και

2. των τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεως ζωής πλην των εκκρεμών ζημιών που καταχωρούνται ξεχωριστά ανά περίπτωση, όταν αυτές δεν υπολογίζονται με ανα­λογιστική ή στατιστική μέθοδο.»

4. Η περίπτωση (iv) της παραγράφου 2(α) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«iv. Για τη μεθοδολογία υπολογισμού της επάρκειας των τεχνικών αποθεμάτων, όπως και του ύψους των μεταφερόμενων εξόδων πρόσκτησης, ο Υπεύθυνος Ανα-λογιστής συντάσσει σχετική έκθεση και χορηγεί βεβαίω­ση. Κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας διατάξεως, όπως ενδεικτικά ο τύπος και το περιεχόμενο της ως άνω έκθεσης και της βεβαίωσης, μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

5. Η περίπτωση (vii) της παραγράφου 2(α) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«vii) Τηρεί το «βιβλίο των τεχνικών σημειωμάτων και γενικών και ειδικών όρων», στο οποίο καταχωρούνται η μεθοδολογία υπολογισμού των τεχνικών αποθεμά­των και οι γενικοί και ειδικοί όροι πριν τη διάθεση των ασφαλιστικών προϊόντων.»

6. Η περίπτωση (v) της παραγράφου 2(β) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«v) Υπογράφει τον ισολογισμό, καθώς και τις συνο­πτικές οικονομικές καταστάσεις αυτής και έχει ευθύ­νη μόνο για τα ποσά που έχει υπολογίσει για όλα τα τεχνικά αποθέματα, σύμφωνα με τις αποφάσεις περί τεχνικών αποθεμάτων, πλην των εκκρεμών ζημιών που καταχωρούνται ξεχωριστά ανά περίπτωση, όταν αυ­τές δεν υπολογίζονται με αναλογιστική ή στατιστική μέθοδο.»

7. Μετά την περίπτωση (v) της παραγράφου 2(β) του άρθρου 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση (vi) ως εξής:

«vi) Για τη μεθοδολογία υπολογισμού της επάρκειας των τεχνικών αποθεμάτων όπως και το ύψος των μεταφερό­μενων εξόδων πρόσκτησης, ο Υπεύθυνος Αναλογιστής συντάσσει σχετική έκθεση και χορηγεί βεβαίωση. Κάθε ειδικό θέμα και λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας διατάξεως, όπως ενδεικτικά ο τύπος και το περιεχόμενο της ως άνω έκθεσης και της βεβαίωσης, μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

8. Στο άρθρο 55 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’) προστί­θεται παράγραφος 8 ως εξής:

«8. Τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου δικαιούνται να λαμβάνουν γνώση οποιουδήποτε εγγράφου, αρχείου, στοιχείου, βιβλίου της ασφαλιστικής επιχείρησης και να έχουν πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία της. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφεί­λουν να συνεργάζονται και να παρέχουν πληροφορίες στα πρόσωπα αυτά και γενικά να διευκολύνουν με κάθε τρόπο το έργο τους. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. »

Αρθρο 67

Μετά το Ενδέκατο Κεφάλαιο του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται Κεφάλαιο Δωδέκατο ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ

ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ

ΤΙΤΛΟΣ Ι: ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Αρθρο 79

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 (ΕΕ L 323 της 9.12.2005) σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των Οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ και η ρύθμιση της ανάληψης και άσκησης δραστηριοτήτων αντασφάλισης στην Ελλάδα.

Αρθρο 80

Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος δι­ατάγματος και ειδικότερα του παρόντος κεφαλαίου νοούνται ως:

α) «αντασφάλιση», η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλι­στική επιχείρηση ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχεί­ρηση. Στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, η οποία είναι γνωστή ως Lloyd’s, ως αντασφάλιση θεωρείται και η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων εκ μέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης άλλης από την ένωση ασφαλιστών, η οποία είναι γνωστή ως Lloyd’s, τους οποίους εκχωρεί οποιο­δήποτε μέλος της Lloyd’s. Η αντασφάλιση διακρίνεται σε αντασφάλιση ζωής, αντασφάλισης ζημιών και μικτή αντασφάλιση, η οποία περιλαμβάνει τόσο αντασφάλιση ζωής όσο και ζημιών

β) «εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση», αντασφαλιστική επιχείρηση που ανήκει είτε σε χρηματοπι­στωτική επιχείρηση εκτός των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ομίλων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά την έννοια του παρόντος νόμου είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχεί­ρηση με σκοπό την παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου η εξαρτημένη επιχείρηση είναι μέλος·

γ) ως «αντασφαλιστική επιχείρηση», κάθε επιχείρηση που ασκεί αποκλειστικά δραστηριότητες αντασφάλισης και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα οριζό­μενα στο άρθρο 83 του παρόντος διατάγματος·

δ) «υποκατάστημα», κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα κοινοτικής αντασφαλιστικής επιχείρησης. Με υποκα­τάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία κοινο­τικής αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα και ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος κράτους – μέλους, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει τη μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου αλλά υλοποιείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης ή από ανε­ξάρτητο πρόσωπο εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο1

ε) «εγκατάσταση», η εταιρική έδρα ή κάθε υποκα­τάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένης υπόψη της περίπτωσης δ’ ανωτέρω1

στ) «κράτος – μέλος καταγωγής», το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης1

ζ) «κράτος – μέλος του υποκαταστήματος», το κρά­τος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα της αντασφαλιστικής επιχείρησης1

η) «κράτος – μέλος υποδοχής», το κράτος – μέλος στο οποίο μια αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστη­μα ή παρέχει υπηρεσίες1

θ) «έλεγχος», μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋ­ποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42Ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ1

ι) «ειδική συμμετοχή», η κατοχή, άμεσα ή έμμεσα σύμ­φωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ν. 3556/2007, όπως ισχύει, ποσοστού τουλάχιστον 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ως και κάθε άλλη εν τοις πράγμασι υφιστάμενη δυνατό­τητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης στην οποία υπάρχει συμμετοχή1

ια) «μητρική», η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει1

ιβ) «θυγατρική», η θυγατρική επιχείρηση κατά την έν­νοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει1

ιγ) «στενοί δεσμοί», κατάσταση στην οποία δύο ή πε­ρισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

– «σχέση συμμετοχής», δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψή­φου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

– «σχέση ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης κατά την έννοια της πα­ραγράφου 5 του άρθρου 42Ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.

Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνι­στά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων.

ιδ) «αρμόδιες αρχές», οι εθνικές αρχές που είναι εξουσι­οδοτημένες, δυνάμει νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσε­ων, να εποπτεύουν τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις1

ιε) «χρηματοπιστωτική επιχείρηση», ένας των κάτωθι οργανισμών:

i) πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά την έννοια των οικείων διατάξεων του ν. 3601/2007, όπως ισχύει,

ii) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια των οικείων διατάξεων του παρόντος διατάγματος,

iii) εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρεία διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, εται­ρεία επενδύσεων και κάθε συναφής χρηματοοικονομικός οργανισμός σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των νόμων 3606/2007 και 3283/2004, όπως ισχύουν,

iv) Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 15 του ν. 3455/2006.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση (α) του παρόντος άρθρου, η παροχή κάλυψης από αντασφα­λιστική επιχείρηση σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξι­οδοτικών παροχών του ν. 3029/2002, όπως ισχύει ή της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ, στις περιπτώσεις που το κράτος – μέλος καταγωγής του ιδρύματος έχει επιτρέψει τέτοια κάλυψη, θεωρείται επίσης δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου.

Αρθρο 81

Πεδίο εφαρμογής

1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στις ελληνικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρ­μόζονται στις εργασίες αντασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση του Κρά­τους ή όταν το Κράτος είναι αντασφαλιστής. Επίσης δεν εφαρμόζονται στην αντασφάλιση που ασκείται ή για την οποία εγγυάται πλήρως, κυβέρνηση κράτους – μέλους, όταν αυτή ενεργεί για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμ­φέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού περιλαμβανομένων των περιπτώσεων, όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η απόκτηση επαρ­κούς κάλυψης από επιχειρήσεις της αγοράς.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ: ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΣΕ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ,

ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ

Αρθρο 82

Ασκηση αντασφάλισης

1. Με εξαίρεση τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους – μέλους, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται, μόνο εφόσον διενεργείται από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μόνο όμως για τον κλά­δο για τον οποίον αυτές έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.

2. Όποιος με πρόθεση ασκεί αντασφάλιση κατά παρά­βαση των προβλέψεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στο παρόν διά­ταγμα διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Σε περίπτωση που η αντασφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.

Αρθρο 83

Αδεια λειτουργίας και μητρώο αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον αυτή έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική διοίκησή της στην Ελλάδα. Στην άδεια λειτουργίας της μπορεί να γίνεται διάκριση των αντασφαλιστικών υπηρεσιών, που αυτή μπορεί να παρέχει σε αντασφαλίσεις ζωής, αντασφαλίσεις ζημιών και μικτές αντασφαλίσεις. Αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει αδειοδοτηθεί για αντασφαλίσεις ζωής ή ζημιών, μπορεί να υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειάς της για μικτές αντασφαλίσεις τηρώντας τις προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου.

2. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λειτουργούν είτε με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας είτε με τη μορφή αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού του άρθρου 35 παρ. 4 του παρόντος διατάγματος, έχουν δε αμφότεροι ως αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών αντασφάλισης. Ειδικά οι ανώνυμες αντασφαλιστικές εταιρείες δύνανται να σωρεύουν στο σκοπό τους και τη δρα­στηριότητα της Μικτής Χρηματοοικονομικής Εταιρείας Συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 15 του ν. 3455/2006.

3. Στην επωνυμία τους, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προσδιορίζονται, οι μεν ανώνυμες εταιρείες ως «Ανώνυμη Αντασφαλιστική Εταιρεία», οι δε συνεταιρισμοί ως «Αλ-ληλασφαλιστικοί Αντασφαλιστικοί Συνεταιρισμοί».

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 50 του πα­ρόντος διατάγματος μητρώο αντασφαλιστικών επιχει­ρήσεων στο οποίο καταχωρεί τις εταιρείες και τους συνεταιρισμούς στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

5. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να συμ­μορφώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους με τους όρους που τίθενται στο παρόν διάταγμα και τις αφορούν.

6. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να ανα­γράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση ή διαφήμιση ότι εποπτεύονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α., καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.

7. Χορηγηθείσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο άδεια λειτουργίας ισχύει για το σύνολο της Κοινότητας, όπου η αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται να παράσχει υπη­ρεσίες με εγκατάσταση ή με ελεύθερη παροχή υπηρε­σιών κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον Τίτλο IV του παρόντος κεφαλαίου.

Αρθρο 84

Αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Το αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης, προκειμένου για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της, ανέρχεται τουλάχιστον σε τρία εκα­τομμύρια (3.000.000) ευρώ.

2. Οι μετοχές των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι ονομαστικές.

3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης σε αντασφαλιστική επιχείρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών ή τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 35 του παρόντος διατάγματος, απαιτείται να κατατε­θεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουρ­γίας από την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

4. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή του αποκλείεται.

Αρθρο 85

Προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου και ειδικότερα εφόσον:

α) έχει καταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 84 του πα­ρόντος διατάγματος το αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο,

β) έχει κριθεί η καταλληλότητα των ιδιοκτητών (μετό­χων) και διοικητών της ασφαλιστικής επιχείρησης,

γ) έχει κριθεί βιώσιμο το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης δεδομένης και της οργανωτικής της επάρκειας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 86 του παρόντος διατάγματος,

δ) η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει ως αποκλειστι­κούς σκοπούς τους αναφερόμενους στο άρθρο 83 παρ. 2 του παρόντος διατάγματος.

2. Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της αντασφαλιστικής επιχεί­ρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η ΕΠ.Ε.Ι.Α. να αξιολογήσει ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋπο­θέσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης άδει­ας λειτουργίας, για τη χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας.

4. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να εξειδικεύο­νται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λει­τουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους – μέλους καταγωγής, όταν η αιτούσα:

(α) είναι θυγατρική χρηματοπιστωτικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος -μέλος ή

(β) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν χρηματοπιστωτική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος.

6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λει­τουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγο­ράς, όταν η αιτούσα:

(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα, ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα.

Αρθρο 86

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτικές προϋποθέσεις

1. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας και κάθε άδειας επέκτασής της σε μικτές αντασφαλίσεις, η αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων και Περίληψη Οργανω­τικών Προϋποθέσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

2. Το Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναλύουν διεξοδικά:

α) τη φύση των κινδύνων, τους οποίους η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει1

β) τα είδη των αντασφαλιστικών ρυθμίσεων τις οποίες η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να πραγματοποιήσει με τις εκχωρούσες επιχειρήσεις1

γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντεκχώρηση1

δ) τα οικονομικά στοιχεία που συγκροτούν το ελάχι­στο εγγυητικό κεφάλαιο1

ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, κα­θώς και τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους.

3. Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 2 ανω­τέρω, για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις το Πρό­γραμμα Δραστηριοτήτων περιλαμβάνει:

α) προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες1

β) προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφο­ρές και τις αξιώσεις αποζημίωσης1

γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό1

δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις αναλήψεις υπο­χρεώσεων και το περιθώριο φερεγγυότητας.

4. Η Περίληψη Οργανωτικών Προϋποθέσεων περιλαμ­βάνει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση σε συνεχή βάση:

α) εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις, αυτή και τα στελέχη της που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος,

β) καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργα­νωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων,

γ) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή διαχείριση των αναλαμβανόμενων κινδύνων και τη δια­τήρηση της φερεγγυότητάς της,

δ) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών ή ελεγκτικών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου και να μην παραβλάπτεται ουσιωδώς η ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης ούτε η δυνατό­τητα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. να εποπτεύει τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της,

ε) έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασί­ες, μηχανισμούς διαχείρισης κινδύνου και εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργα­σίας δεδομένων.

5. Κατ’ ελάχιστον γνωστοποιούνται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα πρόσωπα του άρθρου 55 του παρόντος διατάγματος, ήτοι ο Υπεύθυνος Διοίκησης και Διαχείρισης, ο Υπεύθυ­νος Αναλογιστής, ο Υπεύθυνος Διαχείρισης Κινδύνων, ο Υπεύθυνος Εσωτερικού Ελέγχου και ο Υπεύθυνος Συμ­μόρφωσης για την Αποφυγή Νομιμοποίησης εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ως και κάθε αλλαγή που επέρχεται στα πρόσωπα εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία επέλευσή της.

6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. εξειδικεύονται για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι υποχρεώσεις που προ­βλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

Αρθρο 87

Μέτοχοι ασφαλιστικής επιχείρησης με ειδικές συμμετοχές

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια σε αντασφαλιστική επιχεί­ρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλι­στεί η ορθή και συνετή διαχείριση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί άδεια, εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στε­νούς δεσμούς ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εγκρίνει εκ των προτέρων την απόκτηση ή διάθεση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με την παρά­γραφο αυτή. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, προ­τίθεται:

(α) να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη σκο­πούμενη συναλλαγή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου,

(β) να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμ­μετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. το ύψος της συμμετοχής και την πρόθεσή του να μειώσει τη συμμε­τοχή του έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50%, έτσι ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του.

4. Η εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής υπόκειται στην προηγούμενη διαβούλευση που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 85 του παρόντος διατάγματος, εάν το πρόσωπο που αποκτά τη συμμετοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου είναι:

α) χρηματοπιστωτική επιχείρηση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος,

β) μητρική χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος,

γ) πρόσωπο που ελέγχει χρηματοπιστωτική επιχείρη­ση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος.

Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αναφέρει στην απόφασή της για την έγκρι­ση ειδικής συμμετοχής τις απόψεις ή επιφυλάξεις, που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης της πα­ρούσας παραγράφου.

5. Αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερ­βαίνουν ή κατέρχονται κάτω από τα όρια του πρώτου εδα­φίου της παραγράφου 3, ενημερώνει άμεσα την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, τα ονόματα των με­τόχων που κατείχαν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών, κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και, προκειμένου περί αντασφαλιστικών επιχειρή­σεων, των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά τις δημοσιοποιή­σεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.

6. Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως την αίτηση λήψης δικαστι­κών μέτρων, την επιβολή κυρώσεων κατά διοικητικών στελεχών και μελών του διοικητικού συμβουλίου ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι. Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθετη απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

7. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η περίοδος και η διαδικασία αξιολόγησης των γνω­στοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρ­θρου αυτού, καθώς και οι σχετικές πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλονται από τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση.

Αρθρο 88

Πρόσωπα που διευθύνουν αντασφαλιστική επιχείρηση

1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αντασφαλιστικής επιχείρησης οφείλουν να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης αντασφαλιστικής επιχείρησης, εάν διατηρεί επιφυλάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προ­σώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ασφα­λιστικής επιχείρησης αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της.

3. Η αντασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. κάθε μεταβολή στη διοίκησή της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της επιχείρη­σης παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση αντασφαλιστικής επιχείρησης, εάν δεν αντιταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνω­στοποίηση της μεταβολής.

4. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και των λοιπών προσώπων που διευθύνουν τη δραστηριότητά της.

Αρθρο 89

Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Οι διατάξεις του εντέκατου κεφαλαίου του παρό­ντος διατάγματος εφαρμόζονται στις αντασφαλιστικές αναλήψεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, διέπουν δε αναλογικά εφαρμοζόμενες και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2. Ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διενεργείται υποχρε­ωτικά από ορκωτούς ελεγκτές.

Αρθρο 90

Οικονομικές απαιτήσεις της αγοράς

Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν εξετάζει τη σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

Αρθρο 91

Ανάκληση άδειας λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης:

(α) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή παύσει να ασκεί αντασφάλιση για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών,

(β) εάν απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο,

(γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,

(δ) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων,

(ε) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των δια­τάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας.

2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λει­τουργίας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. γνωστοποιεί στην αντασφαλιστική επιχείρηση τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκλη­ση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτό­χρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της αντασφαλιστικής επιχείρησης και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αποφασίζει οριστικώς.

Αρθρο 92

Μεταβίβαση Χαρτοφυλακίου

Αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται, με απόφαση του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. και ύστερα από έγκριση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάσει σε μία ή περισσότερες κοινοτικές και εποπτευόμενες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επι­χειρήσεις το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου της, που έχει συναφθεί με εγκατάσταση ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η μεταβίβαση εγκρίνεται, εφόσον η επιχεί­ρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση κατέχει το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, μετά τη γενόμενη μεταβίβαση. Για την έγκριση της μεταβίβασης, εφαρ­μόζεται αναλογικά η διαδικασία του άρθρου 59 του παρόντος διατάγματος.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Αρθρο 93

Τεχνικά αποθέματα

1. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλά­δα, υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του παρόντος διατάγματος ανα­λογικά εφαρμοζομένου, για το σύνολο των αντασφαλίσεων που συνάπτουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη – μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Για τις ασφαλίσεις που συνάπτουν σε τρίτες χώρες οι ανωτέρω ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν τεχνικά αποθέματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον δεν υπόκεινται σε αντίστοιχη υποχρέωση σχηματισμού στην τρίτη χώρα.

2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να εισάγεται υπο­χρέωση σχηματισμού επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων, όπως ενδεικτικά καταστροφικών κινδύνων, εξισορρό­πησης του τεχνικού αποτελέσματος, εγγυήσεων και διαχειριστικών εξόδων και να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά οι τεχνικές βάσεις ως και οι αρχές της μεθοδολογίας υπολογισμού επαρ­κών τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων κατά ζημιών και ασφαλίσεων ζωής.

Αρθρο 94

Απόθεμα εξισορρόπησης

1. Κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση που αντασφαλίζει κινδύνους του Κλάδου 14 του Κεφαλαίου Α’ της παρ. 1 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος («Πι­στώσεις») υποχρεούται σε σχηματισμό, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο του παρόντος διατάγματος, και κάλυψη, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο του παρόντος διατάγματος, αποθέματος εξισορρόπησης, με σκοπό την αντιστάθμιση τυχόν τεχνικής ζημίας ή τυχόν ανώτερου του μέσου όρου ποσοστού αξιώσεων αποζημίωσης σε αυτόν τον κλάδο κατά τη διάρκεια μιας οποιασδήποτε εταιρικής χρήσης.

2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης υπολογίζεται σύμ­φωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 7 παρ. 2Α(δ) του παρόντος διατάγματος αναλογικώς εφαρμοζομένου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να επεκτείνει την υποχρέωση σχηματισμού αποθέματος εξισορρό­πησης για αντασφαλίσεις κλάδων κινδύνων πέραν των αντασφαλίσεων πιστώσεων ρυθμίζοντας σχετικά κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια τόσο για την επέκταση αυτή όσο και για την εν γένει εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Αρθρο 95

Επένδυση περιουσιακών στοιχείων τεχνικών αποθεμάτων και αποθέματος εξισορρόπησης

1. Η αντασφαλιστική επιχείρηση επενδύει τα περιουσι­ακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα και το απόθεμα εξισορρόπησης του προηγούμενου άρθρου επί τη βάσει των παρακάτω αρχών:

α) Τα περιουσιακά στοιχεία αντιστοιχούν υποχρεω­τικά στο είδος της αντασφαλιστικής δραστηριότητας. Λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, για τη λήψη των επενδυ­τικών αποφάσεων, το είδος, το ύψος και η διάρκεια των αναμενόμενων πληρωμών έναντι αποζημιώσεων, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, ποιότητα, κερδοφορία και ανταπόδοση των επενδύσεων.

β) Εξασφαλίζεται με ευθύνη της αντασφαλιστικής επι­χείρησης ότι τα περιουσιακά στοιχεία, που επιλέγονται προς επένδυση, είναι διαφοροποιημένα και αρκούντως διασπαρμένα, καθιστώντας έτσι την επιχείρηση ικανή να ανταποκρίνεται δεόντως στις μεταβολές των οικονομι­κών συνθηκών, ιδίως στις εξελίξεις των χρηματοπιστω­τικών αγορών και των αγορών ακινήτων, ή σε ευρείας κλίμακας καταστροφές. Η αντασφαλιστική επιχείρηση εκτιμά και υπολογίζει τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν ανώμαλες συνθήκες αγοράς στα περιουσιακά της στοιχεία και διαφοροποιεί τα στοιχεία αυτά κατά τρόπον ο οποίος να μειώνει τον ως άνω αντίκτυπο.

γ) Η επένδυση σε περιουσιακά στοιχεία που δεν απο­τελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια του ν. 3606/2007 και της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και δεν αποτελούν μερίδια ΟΣΕΚΑ αδειοδοτημένου από αρμόδια αρχή κράτους – μέλους επί τη βάσει του ν. 3283/2004 και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, όπως ισχύουν, επιτρέπεται μόνο με τις προϋποθέσεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει.

δ) Επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν των προβλεπομένων στις περιπτώσεις α’ έως γ’ του άρθρου 5 του ν. 3606/2007 επιτρέπονται, μόνο με τις προϋποθέ­σεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει επί τη βάσει των εξής αρχών:

δα) οι επενδύσεις αυτές διενεργούνται αποκλειστικά, είτε για αντιστάθμιση κινδύνου είτε για διευκόλυνση της αποτελεσματικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου,

δβ) οι επενδύσεις αυτές αποτιμώνται από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συντηρητικά και πάντοτε επί τη βάσει της τρέχουσας αξίας των υποκείμενων περι­ουσιακών στοιχείων και

δγ) απαγορεύεται η υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει είτε από έναν και μόνο αντισυμβαλλό­μενο είτε από μεγάλη έκθεση σε εν γένει παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.

ε) Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται δεό­ντως ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη επένδυση σε ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, η οποία αυξάνει τον πιστωτικό κίνδυνο1 επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία του ίδιου εκδότη ή εκδοτών του ίδιου ομίλου δεν εκθέτουν την επιχεί­ρηση σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνου. Το παρόν στοιχείο ε’ δεν εφαρμόζεται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά ζητήματα αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, επι­βολής ποσοτικών περιορισμών και περιορισμών ελέγχου και επένδυσης διαθεσίμων του Φορέα Ειδικού Σκοπού ρυθμίζονται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Αρθρο 96

Υποχρέωση διατήρησης φερεγγυότητας

Κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να συ­γκροτεί και να διατηρεί συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της, το οποίο αντιστοιχεί στην περιουσία της την ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτή τα άϋλα περιουσιακά στοιχεία της.

Αρθρο 97

Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης συγκροτείται και διατηρείται σύμ­φωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

Αρθρο 98

Αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας

1. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης για τις κατά ζημιών αντασφαλίσεις της προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 6, 7 και 8 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

2. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης για τις αντασφαλίσεις ζωής αυτής προσδιορίζεται ως εξής:

α) Για τους Κλάδους Ι.1 με συμμετοχή στα αποθέματα και Ι.2 της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγ­ματος, σύμφωνα με την περίπτωση α’ της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

β) Για τους Κλάδους ΙΙΙ, VII και VIII της παρ. 2 του άρ­θρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση γ’ της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

γ) Για τον Κλάδο VI της παρ. 2 του άρθρου 13 του πα­ρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση δ’ της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

δ) Για τους Κλάδους και κινδύνους Ι.1 χωρίς συμμετοχή στα αποθέματα, Ι.3, IV και V της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

3. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης μικτών αντασφαλίσεων υπολο­γίζεται ξεχωριστά για τις αντασφαλίσεις ζωής και τις αντασφαλίσεις κατά ζημιών.

4. Αντασφαλιστική επιχείρηση, που δεν συμμορφώνε­ται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, θεωρείται επιχείρηση σε δυσπραγία, υπόκειται δε στις διαδικασίες του Τίτλου V του παρόντος κεφαλαίου.

Αρθρο 99

Ύψος κεφαλαίου εγγυήσεων

1. Το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης ανέρχεται σε τουλάχιστον 3.000.000 ευρώ ή στο τυχόν υψηλότερο ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητάς της, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί επί τη βάσει των προβλέ­ψεων του άρθρου 98 του παρόντος διατάγματος.

2. Το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης συγκροτείται υποχρεωτικά από τα στοι­χεία του άρθρου 17α παράγραφος 3 (i), (ii) και (iii.Y) του παρόντος διατάγματος.

3. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζονται τα αναπρο­σαρμοσμένα ποσά των ελάχιστων εγγυητικών κεφαλαί­ων, τα οποία διαμορφώνονται με βάση τις μεταβολές του Ευρωπαϊκού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

Αρθρο 100

Λογιστικά, εποπτικά και στατιστικά στοιχεία

Στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 19 του παρόντος δια­τάγματος.

ΤΙΤΛΟΣ Ιν: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ

ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Αρθρο 101

Ελεύθερη παροχή αντασφάλισης από ελληνική και κοινοτική επιχείρηση

1. Ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μπορεί να παρέχει ελεύθερα αντασφάλιση στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση. Κατά την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, η επιχείρηση οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 112 του παρόντος διατάγματος.

2. Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που επιθυμούν να παράσχουν για πρώτη φορά αντασφάλιση στο έδαφος άλλου κράτους – μέλους χωρίς εγκατάσταση, ανακοινώνουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.:

(α) το κράτος – μέλος στο οποίο προτίθενται να πα­ράσχουν υπηρεσίες αντασφάλισης,

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο αναφέρει συνοπτικά το επιχειρηματικό πλάνο και αναλυτικά στοι­χεία για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση του εγχει­ρήματος (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη, φερεγγυότητα). Μνεία θα γίνεται και στο δίκτυο των συνδεδεμένων και μη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που τυχόν θα χρησιμοποιήσει στο άλλο κράτος – μέλος.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εντός μηνός από τη λήψη των πληρο­φοριών της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τη δραστηριότητα της αντασφάλισης μετά τη διαβίβαση στην αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής των πληροφοριών αυ­τών.

4. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοι­χεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 2, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

5. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Αρθρο 102

Εγκατάσταση υποκαταστήματος για άσκηση αντασφάλισης σε άλλο κράτος – μέλος

1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα για αντασφαλιστικές δραστηριότητες σε άλλο κράτος – μέλος γνωστοποιεί προηγουμένως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.:

(α) τα κράτη – μέλη στο έδαφος των οποίων προτί­θεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα,

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρε­ται λεπτομερώς το επιχειρηματικό πλάνο, αναλυτικά στοιχεία για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση του εγχειρήματος (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη, φερεγγυ­ότητα), περιγραφή της οργανωτικής διάρθρωσης του υποκαταστήματος και του δικτύου των συνδεδεμένων και μη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που τυχόν η επι­χείρηση θα χρησιμοποιήσει στο άλλο κράτος – μέλος,

(γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτος

– μέλος υποδοχής από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα,

(δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρημα­τοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής ή αντα-σφαλιστικής επιχείρησης γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής τις πληροφορίες της παραγράφου 1 εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη τους και ενημερώνει σχετικά την επιχείρηση.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοι­κονομικής κατάστασης της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκή­σει στο κράτος – μέλος υποδοχής, μπορεί να αρνηθεί να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στην αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής, αιτιολογώ­ντας τους λόγους της άρνησής της στην επιχείρηση εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

4. Μόλις η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λάβει σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής, ή ελλείψει παρόμοιας γνωστοποίησης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της παραγράφου 1 από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος – μέλος υποδοχής.

5. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοι­χεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 1, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Αρθρο 103

Παροχή υπηρεσιών και εγκατάσταση υποκαταστήματος για άσκηση αντασφάλισης σε τρίτο κράτος

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την άσκηση αντασφάλισης σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ε.Ο.Χ., κράτος, εάν, με βάση τα στοιχεία που υποβάλλει σχετικά η επιχείρηση και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργά­νωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονο­μική υποδομή αυτής, κρίνει ότι η ίδρυση υποκαστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του ελληνικού κοινού ή τη συστημική σταθερότητα.

2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζονται ειδικότερες προϋποθέσεις και διαδικασίες για την εγκα­τάσταση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ε.Ο.Χ., κράτος.

Αρθρο 104

Εγκατάσταση υποκαταστήματος προς άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα από κοινοτική επιχείρηση

1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κρά­τους – μέλους, μπορεί να παρέχει αντασφάλιση στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος, μετά τη σχετική γνωστοποίηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. προς την επιχεί­ρηση και το αργότερο εντός δύο μηνών από τη γνω­στοποίηση της αρμόδιας αρχής του κράτους – μέλους καταγωγής της προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

2. Η παροχή αντασφαλιστικών υπηρεσιών από υποκα­τάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα, υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 112 του παρόντος διατάγ­ματος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και μπορεί να ζητεί τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για τη συμ­μόρφωση του υποκαταστήματος προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά τις στην Ελλάδα δραστηριότητες αντασφάλισης.

3. Η αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την ΕΠ.Ε.Ι.Α., να προβεί σε επιτόπιους ελέγ­χους στο υποκατάστημα της επιχείρησης το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα.

4. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται, για στατιστικούς λόγους, να υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα.

5. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται να παρέχουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τις πληροφο­ρίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της συμμόρφω-σής τους με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτές.

6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία για την εγκατάσταση υποκατα­στήματος αντασφαλιστικής επιχείρησης, που έχει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος – μέλος και την έναρξη δραστηριότητας αντασφάλισης στην Ελλάδα.

7. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή τρίτου κράτους για την παροχή υπηρεσιών αντασφάλισης μπορούν να ασκούν αντασφάλιση στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ύστερα από άδεια λειτουργίας της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των Τίτλων ΙΙ, ΙΙΙ, V και VI του παρόντος κεφαλαίου. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να εξειδικεύονται η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, καθώς και οι ειδικό­τεροι όροι για τη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παρούσα παράγραφο άδειας και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

ΤΙΤΛΟΣ V: ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΠΡΑΓΙΑ

Αρθρο 105

Διαπίστωση δυσπραγίας

1. Σε κάθε περίπτωση, που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαγορεύει σε ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση την ελεύθερη δι­άθεση των στοιχείων του ενεργητικού της, οφείλει να ενημερώσει τα τυχόν κράτη υποδοχής της επιχείρησης για το μέτρο αυτό, οι δε αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών υποχρεωτικά λαμβάνουν το ίδιο μέτρο, εφόσον η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητήσει τούτο. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαγορεύει σε υποκαστάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων, εφόσον λάβει ενημέρωση ότι η αρχή του κράτους κα­ταγωγής της επιχείρησης έχει προβεί στη λήψη τέτοι­ου μέτρου. Η απαγόρευση διάθεσης είναι υποχρεωτική για την ΕΠ.Ε.Ι.Α., όταν λάβει σχετικό αίτημα επιβολής του εν λόγω μέτρου από την αρμόδια αρχή καταγωγής της αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο μπορεί να προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων ζητείται η απαγόρευση ή να απαιτεί τη γενικότερη δέ­σμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων.

2. Εάν μια ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 93 έως και 95 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, άμεσα, να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των πε­ριουσιακών της στοιχείων.

3. Για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας μιας ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό κα­θορίζεται στο άρθρο 98 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί να της υποβληθεί προς έγκριση σχέδιο επανόδου της στη χρηστή οικονομική διαχείριση. Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. πιθανολογεί ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, μπορεί επίσης να περιορί­σει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιου­σιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Εάν το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του ελάχιστου εγγυητικού κεφαλαίου του άρ­θρου 99 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί από την αντασφαλιστική επιχείρηση να της υποβάλει προς έγκριση βραχυπρόθεσμο σχέδιο χρηματοδότη­σης. Μπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που εί­ναι αναγκαία και αποτελεσματικά για την απαγόρευ­ση, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην Ελλάδα, τόσο για τις ελληνικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και για τα υποκαταστήματα αλλοδα­πών μετά από αίτημα της αρμόδια αρχής του κράτους καταγωγής. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Αρθρο 106

Σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαιτεί την κατάρτιση σχεδίου χρηματοοικονομικής ανάκαμψης από αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία πιθανολογεί ότι υπάρχει κίν­δυνος μη εκπλήρωσης των δια των αντασφαλιστικών συμβάσεων αναληφθεισών υποχρεώσεών της.

2. Το σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης περιλαμ­βάνει, για τις τρεις επόμενες εταιρικές χρήσεις, του­λάχιστον τα ακόλουθα λεπτομερειακά ή αποδεικτικά στοιχεία:

α) εκτιμήσεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

β) διάγραμμα στο οποίο να εμφαίνονται λεπτομερώς οι εκτιμήσεις εσόδων και εξόδων για τις αποδοχές αντασφάλισης και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

δ) εκτιμήσεις σχετικά με τους χρηματοδοτικούς πό­ρους που προορίζονται να καλύψουν τις αναλήψεις υποχρεώσεων και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγ­γυότητας·

ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα των αντεκχωρήσεων.

3. Οσάκις η χρηματοοικονομική θέση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά την εκτίμηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., επιδεινώνεται, με συνέπεια να επαπειλείται αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να υποχρεώσει την επιχείρηση αυτή να διατηρεί υψηλό­τερο απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτή θα είναι σε θέση να ανταπο­κρίνεται στις απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά το εγγύς μέλλον. Το ύψος αυτού του υψηλότερου απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας προκύπτει από το σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης που έχει καταρτισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, κατά την κρίση της, να αναθεω­ρεί προς τα κάτω την αποτίμηση όλων των στοιχείων τα οποία είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του δια­θέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ιδίως οσάκις έχει επέλθει ουσιώδης μεταβολή στην τρέχουσα αξία των στοιχείων αυτών μετά τη λήξη της τελευταίας εταιρι­κής χρήσης.

5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, κατά την κρίση της, να μειώνει την περικοπή, λόγω αντεκχώρησης, του περιθωρίου φε­ρεγγυότητας που καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 98 του παρόντος διατάγματος, οσάκις:

α) έχει μεταβληθεί ουσιωδώς, μετά την τελευταία εταιρική χρήση, η φύση ή η ποιότητα των συμβάσεων αντεκχώρησης·

β) στο πλαίσιο των συμβάσεων αντεκχώρησης, δεν έχει λάβει καθόλου χώρα ή έχει γίνει περιορισμένη με­ταβίβαση του κινδύνου.

6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί σε αντασφαλιστική επιχεί­ρηση από την οποία έχει ζητηθεί σχέδιο χρηματοοι­κονομικής ανάκαμψης σύμφωνα με το παρόν άρθρο άδεια για μεταβίβαση χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος, εκτός εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρεί ότι δεν επαπειλείται αθέτηση από την αντασφαλιστική επιχείρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

7. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Αρθρο 106Α

Διορισμός εκκαθαριστή

1. Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης αντασφαλιστικής επιχείρησης, ανακαλείται η άδεια λει­τουργίας της και εισέρχεται είτε σε καθεστώς εκούσιας ή αναγκαστικής εκκαθάρισης είτε σε καθεστώς πτώ­χευσης, ως ακολούθως:

α. Η αντασφαλιστική επιχείρηση τίθεται σε καθεστώς αναγκαστικής εκκαθάρισης, με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας σύστασης και λει­τουργίας της για παράβαση νόμου και σε κάθε περί­πτωση λύσης του νομικού προσώπου αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών της στοιχείων. Κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περά­τωση αυτής, η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αν τυχόν η πτωχευτική διαδικασία είχε αρχίσει, αυτή αναστέλλεται.

β. Η αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία έχει λυθεί σύμφωνα με το άρθρο 47α του ν. 2190/1920 όπως ισχύει, και τελεί σε εκούσια εκκαθάριση (κοινή), μπορεί να τεθεί σε καθεστώς αναγκαστικής εκκαθάρισης με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες, εφό­σον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις που αναφέ­ρονται στην περίπτωση α) ανωτέρω.

Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε διάθεση περιου­σιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση του νομικού προσώπου έως και τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.

γ. Η αντασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε πτώ­χευση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Πτωχευτικό Κώδικα. Η αίτηση πτώ­χευσης αντασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησης να έχει κοινοποιηθεί προ δέκα ημερών στην ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου που κηρύσσει την πτώχευση κοινοποιεί απόσπασμα της απόφασης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., μέσα σε πέντε ημέρες από την κήρυξή της. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διορίζει αμέσως επόπτη πτώχευσης, για τον οποίο εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για τον επό­πτη αναγκαστικής εκκαθάρισης.

2. Η απόφαση για τη θέση της αντασφαλιστικής επιχεί­ρησης σε αναγκαστική εκκαθάριση ορίζει τον επόπτη και καταχωρείται στο μητρώο αντασφαλιστικών εταιρειών του άρθρου 50 του παρόντος διατάγματος και στο μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών. Περίληψη αυτής δημο­σιεύεται στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ορίζει ως επόπτη της αναγκαστικής εκ­καθάρισης πρόσωπο με ειδικές γνώσεις και πείρα σε θέματα λειτουργίας αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του επόπτη. Ο επόπτης υποβάλλει μέσα σε τρεις ημέρες από το διορισμό του, αίτηση διορισμού εκ­καθαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό του εκκαθαριστή, ο επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή. Ο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739επ. ΚΠολΔ. ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις και πείρα σε θέματα αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων από κατάλογο τριάντα (30) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται και τηρείται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Αντίθετες διατάξεις των κα­ταστατικών δεν ισχύουν.

Το δικαστήριο οφείλει να δικάσει την αίτηση μέσα σε πέντε ημέρες και να εκδώσει την απόφασή του το αργό­τερο μέσα σε πέντε ημέρες. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν χωρεί. Με την ίδια δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή.

3. Κατά το χρονικό διάστημα που η αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε αναγκαστική εκκαθάριση ανα­στέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος της, ιδίως δε απαγορεύεται η έναρξη ή η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών των δικαιούχων από αντασφαλιστικές συμβάσεις κατά της αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι εκκρεμείς δίκες διακόπτονται και συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιού­χων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του συνδίκου της πτώχευσης.

4. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουρ­γίας της αντασφαλιστικής επιχείρησης, ο επόπτης εκ­καθάρισης προβαίνει σε σφράγιση και εν συνεχεία σε αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκα­ταστημάτων της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ.

5. Η ως άνω ανάκληση δεν εμποδίζει τον εκκαθαριστή ή τον σύνδικο και κάθε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτη­μένο προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της αντασφαλιστικής επιχεί­ρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με τη συναίνεση και υπό τον έλεγχο της εποπτικής αρχής.

6. Ο επόπτης εκκαθάρισης ή ο σύνδικος της πτώχευ­σης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον ορισμό τους δικαιούχους αντασφαλιστικών απαιτήσεων, με ανακοί­νωση που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλά­χιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαι­ούχοι αντασφαλίσεων ζωής για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερα μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο δυνατό διάστημα.

Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσί­δικη απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή σύνδικος υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατάσταση των δικαιούχων αντασφαλιστικών απαιτήσεων μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών.

Στην κατάσταση αυτή περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις των:

α) δικαιούχων απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ζημιών και ζωής, εφόσον έχει επέλθει η ασφα­λιστική περίπτωση,

β) των δικαιούχων αντασφαλιστικών απαιτήσεων που προέρχονται από οφειλές από μη δεδουλευμένα ασφά­λιστρα και

γ) όσων πιστωτών αναγγέλθηκαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία.

Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκα­θαριστής ή ο σύνδικος της πτώχευσης και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος. Στην κατάσταση καταχωρούνται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου.

Η κατάσταση καταχωρείται αμέσως στο μητρώο αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρησής της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της ως άνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της αντασφαλιστικής επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικά­ζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.

7. Με αίτηση του εκκαθαριστή ή του συνδίκου, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί σε ασφα­λιστική τοποθέτηση. Ο εκκαθαριστής ή ο σύνδικος ικα­νοποιεί από το προϊόν της εκποίησης τους δικαιούχους αντασφαλιστικών απαιτήσεων συμμέτρως.

Η εκποίηση ακινήτων γίνεται ύστερα από εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2190/1920 όπως ισχύει. Η μεταβίβαση ολόκληρου ή μέρους χαρτοφυ­λακίου γίνεται ύστερα από άδεια της ΕΠ.Ε.Ι.Α., στην οποία καθορίζονται και οι όροι της, κατά παρέκκλιση του άρθρου 59 του παρόντος διατάγματος.

Σε περίπτωση άρνησης για οποιονδήποτε λόγο του εκκαθαριστή ή του συνδίκου να προβεί χωρίς καθυ­στέρηση στις ενέργειες που εκτελεί από κοινού με τον αντίστοιχο επόπτη, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οι ενέργειες αυτές εκτελούνται έγκυρα από μόνον τον επόπτη, ο οποίος προβαίνει στη σχετική μνεία της άρνησης.

Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διακήρυξη διενέργειας του πλειοδοτικού διαγωνισμού, σύμφωνα με όσα ορίζονται για τις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις.

8. Προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προ­ηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου έχουν: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ζημιών και ζωής και β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις λόγω μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων. Το προνόμιο αυτό ασκεί­ται αποκλειστικά από τους δικαιούχους αντασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους των αντασφαλίσεων ζημι­ών, στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από τις ασφαλίσεις αυτές.

Το ως άνω προνόμιο ισχύει τόσο κατά τη λειτουργία της επιχείρησης όσο και μετά τη λύση της αντασφαλιστικής επιχείρησης εκούσια, αναγκαστικά ή μετά από πτώχευση.

Κατάσχεση ασφαλιστικής τοποθέτησης στα χέρια της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή τρίτου επιτρέπεται μό­νον υπέρ των ως άνω δικαιούχων, με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρί­ου. Αντίγραφο του κατασχετηρίου επιδίδεται με ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α..

9. Οι αμοιβές και τα έξοδα του επόπτη εκκαθάρισης, του εκκαθαριστή αναγκαστικής εκκαθάρισης και του συνδίκου της πτώχευσης έχουν προνόμιο που προη­γείται από κάθε άλλο γενικής ή ειδικής κατηγορίας σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Οι αμοιβές και τα έξοδα του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου έχουν το ίδιο προνόμιο.

10. Ύστερα από αίτηση των μετόχων που αντιπροσω­πεύουν περισσότερα από 50% του κεφαλαίου αντασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον έχει περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της αναγκαστικής εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση δοσολη­ψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της εταιρείας (κοινή εκκαθάριση).

Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της αναγκαστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης.

11. Το στάδιο της αναγκαστικής εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία, από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης. Για τη συνέχιση της αναγκα­στικής εκκαθάρισης απαιτείται αιτιολογημένη έκθεση του εκκαθαριστή και άδεια της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Το συνολικό όμως στάδιο εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει την εξαετία.

12. Ο εκκαθαριστής και ο επόπτης δεν υπέχουν ποι­νική ευθύνη ούτε υπέχουν οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για χρέη της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς το Δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, που δη­μιουργήθηκαν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους.

Αρθρο 107

Διασυνοριακά ζητήματα εκκαθάρισης -Αρχή της καθολικότητας

Συμβατικές υποχρεώσεις αντασφαλιστικής επιχείρη­σης τεθείσας υπό εκκαθάριση, εκπληρώνονται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως του εάν αφορούν τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα ή τη δραστηριότητά της οπουδήποτε αλλού στην Κοινότητα και στον Ε.Ο.Χ. είτε με εγκατάσταση είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (αρχή της καθολικότητας).

ΤΙΤΛΟΣ VI: ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ

Αρθρο 108

Αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου

1. Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση, της οποίας η ρητή μέγιστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προ­καθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:

i) λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή/και μέλλουσα αξία του χρήματος,

ii) περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο τη διαχρο­νική αποκατάσταση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, με στόχο να μεταβιβάζεται πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται.

2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά:

α) υποχρεωτικούς συμβατικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αντασφάλισης πεπε­ρασμένου κινδύνου,

β) ειδικότερες απαιτήσεις οργάνωσης, λογιστικής πα­ρακολούθησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου για τις συμβάσεις αυτές,

γ) ειδικότερες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση επιπλέον λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων,

δ) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για το σχηματισμό επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια, η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητα,

ε) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για την κάλυψη (επένδυση) των εν γένει τεχνικών αποθεμάτων, που αφορούν στις δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερα­σμένου κινδύνου αλλά και στις λοιπές δραστηριότη­τες των επιχειρήσεων αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται η επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, κερδοφορία και απόδοση των επενδύσεών της,

στ) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων σχετικά με το δι­αθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας και το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο, που καλείται να διατηρεί η αντασφαλιστική επιχείρηση όσον αφορά τις δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επι­τροπή το κείμενο όλων των μέτρων που θεσπίζει στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Αρθρο 109

Φορέας Ειδικού Σκοπού

1. Ως Φορέας Ειδικού Σκοπού νοείται οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε έχει μορφή ανώνυμης εταιρίας ή όχι, η οποία, χωρίς να είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, χρηματοδοτεί δε πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με τα έσοδα από ομολογια­κές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στα πλαίσια των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, υπόκειται χρονικά στις υποχρεώσεις αντασφάλισης, που φέρει ο Φορέας Ειδικού Σκοπού.

2. Επιτρέπεται η ίδρυση Φορέων Ειδικού Σκοπού, οι οποίοι έχουν, εφόσον εδρεύουν στην Ελλάδα, υποχρεω­τικά την μορφή ανώνυμης εταιρείας και, προκειμένου για τη σύστασή τους, λαμβάνουν υποχρεωτικά προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

3. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου απαιτείται η έκδοση απόφασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., η οποία θα καθορίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια, κατ’ ελά­χιστον δε τα κάτωθι:

α) το πεδίο ισχύος της αδείας λειτουργίας του Φορέα Ειδικού Σκοπού,

β) υποχρεωτικούς συμβατικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις, που θα συνάπτει ο Φορέας Ειδικού Σκοπού ή των συμβάσεων που απαι­τούνται για τη σύσταση και λειτουργία του,

γ) τα κριτήρια ήθους, αξιοπιστίας και καταλληλότη­τας των μετόχων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή, ως και των προσώπων, που διοικούν, τον Φορέα Ειδικού Σκοπού,

δ) τις οργανωτικές προϋποθέσεις του Φορέα Ειδικού Σκοπού, ιδία δε τον προσδιορισμό των ορθολογικών και κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασι­ών, μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων,

ε) τις απαιτήσεις για δημοσιοποίηση λογιστικών, επο­πτικών και στατιστικών στοιχείων,

στ) την πρόβλεψη των κανόνων φερεγγυότητας του Φορέα Ειδικού Σκοπού.

ΤΙΤΛΟΣ VII: ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Αρθρο 110

Ακυρωτικός έλεγχος

Οι ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδίδει η ΕΠ.Ε.Ι.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπό­κεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.»

Αρθρο 68

Μετά το Δωδέκατο Κεφάλαιο του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), όπως ισχύει, προστίθεται Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ

ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ, ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕ ΕΛΕΓΚΤΕΣ, ΑΠΟΡΡΗΤΟ, ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Αρθρο 111

Αρμόδια αρχή

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ρυθμίζει με ειδικότερες αποφάσεις της και εποπτεύει το σύνολο των εργασιών μίας ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τόσο εντός Ελλάδος όσο και εκτός αυτής οπουδήποτε στην Κοινότητα ή στον ΕΟΧ. Η ρύθμιση και εποπτεία είναι προληπτική και αφο­ρά στη χρηματοοικονομική κατάσταση της επιχείρησης (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη και επένδυση αυτών, διαθέ­σιμο, αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας και εγγυητικό κεφάλαιο, πλέον των απαιτούμενων προς υποβολή λο­γιστικών, οικονομικών και στατιστικών στοιχείων) στην πλήρωση των οργανωτικών προϋποθέσεων λειτουργίας της επιχείρησης για όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων της εντός και εκτός Ελλάδος και στην καταλληλότητα των μετόχων και διοικητών αυτής. Στην έννοια της χρηματοοικονομικής εποπτείας εντάσσεται ο έλεγχος του περιθωρίου φερεγγυότητας και ο σχηματισμός και η κάλυψη (επένδυση) των τεχνικών αποθεμάτων, ως και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ρυθμίζει με ειδικότερες αποφάσεις της και εποπτεύει την τήρηση κανόνων δεοντολογίας κατά την παροχή υπηρεσιών ασφάλισης και αντασφάλισης στην Ελλάδα, είτε αυτή διενεργείται από τις ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις είτε από τις αλλοδαπές τρίτων χωρών είτε και από τις με υποκατάστημα εγκαθιστάμενες ή διασυνοριακώς παρέ­χουσες κοινοτικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

3. Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί στους επο­πτευόμενους φορείς, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να διενεργεί γε­νικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους σε ασφαλι­στικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί.

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. και τα εντεταλμένα όργανα αυτής, στο πλαίσιο των παραπάνω ελέγχων, μπορούν:

(α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του,

(β) να απαιτούν τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το παρόν διάταγμα ή τις αποφάσεις του που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του,

(γ) να λαμβάνουν πληροφορίες από τους ελεγκτές εποπτευόμενων φορέων που έχουν λάβει άδεια λει­τουργίας,

(δ) να αναθέτουν εξακριβώσεις ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες.

5. Με την επιφύλαξη της εφαρμογής ειδικότερων δι­ατάξεων του παρόντος διατάγματος, με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να καθορίζονται τα στοιχεία που πρέ­πει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Αρθρο 112

Λόγοι δημοσίου συμφέροντος

1. Οι ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις που εδρεύουν σε άλλα κράτη – μέλη, είτε μέσω υπο­καταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση στην Ελλάδα, επιτρέπεται να παρέχουν ασφαλίσεις και αντασφαλίσεις στην Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις, οι οποίες, στο πλαίσιο της ασφαλιστικής, τραπεζικής, χρηματιστηρι­ακής και περί καταναλωτή νομοθεσίας, αποβλέπουν στην προστασία των αντισυμβαλλομένων, ιδιαίτερα δε των καταναλωτών ή άλλες διατάξεις δημοσίου συμ­φέροντος.

2. Οι ανωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις επιτρέ­πεται να διαφημίζουν τις παρεχόμενες από αυτά υπη­ρεσίες ασφάλισης και αντασφάλισης, υπόκεινται όμως στις ισχύουσες στην Ελλάδα διατάξεις, που διέπουν τον τύπο και το περιεχόμενο της εν λόγω διαφήμισης με σκοπό την επαρκή και ορθή πληροφόρηση του κοινού, περιλαμβανομένης της διάταξης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς της για τον έλεγχο της διαφάνειας των διαδικασιών και των όρων συναλλαγών των εποπτευόμενων από αυτήν προ­σώπων μπορεί να απαιτεί την προσαρμογή του περι­εχομένου, τόσο των διαφημίσεών τους όσο και των διάφορων συναλλακτικών πρακτικών τους.

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν απορρίπτει σύμβαση αντεκχώρησης η οποία συνάπτεται μεταξύ ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης και ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επι­χείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύ­εται από αρμόδια αρχή κράτους – μέλους, για λόγους αποκλειστικά συνδεόμενους με την οικονομική ευρωστία της αντισυμβαλλόμενης ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης.

5. Η διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του παρόντος διατάγματος εφαρμόζεται αναλογικά και για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Αρθρο 113

Αρμοδιότητες της ΕΠ.Ε.Ι.Α. για τη λήψη προληπτικών μέτρων σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών από κοινοτική ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση

1. Εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διαπιστώσει ότι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση κράτους – μέλους, που διατη­ρεί υποκατάστημα ή παρέχει διασυνοριακά υπηρεσίες ασφάλισης ή αντασφάλισης στην Ελλάδα, παραβαίνει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους – μέλους καταγωγής της επιχείρησης. Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρ­μόδια αρχή του κράτους – μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα του ελληνικού κοινού ή της συστημικής σταθερότητας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κρά­τους – μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλλη­λα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει το ελληνικό κοινό και να διασφαλίσει τη συστημική σταθερότητα. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η δυνα­τότητα να απαγορεύει στην επιχείρηση την άσκηση ασφαλίσεων ή αντασφαλίσεων στην Ελλάδα.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Επιτροπή Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλί­σεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (Committee of European Insurance and Occupational Pensions Supervi­sors CEIOPS) αμέσως για τα μέτρα που λαμβάνει σύμ­φωνα με το άρθρο αυτό. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί και στην ενδιαφερόμενη ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση τα μέτρα τα οποία λαμβάνει σύμφωνα με αυτό το άρθρο και αφορούν σε κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων της.

Αρθρο 114

Σχέσεις με ελεγκτές

1. Οι ορκωτοί ελεγκτές οι οποίοι διενεργούν βάσει του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α’), όπως ισχύει, έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, συντάσσουν ειδική έκθεση, με την οποία βεβαιώνουν την επάρκεια των τεχνικών αποθεμάτων, και υποχρε­ούνται να γνωστοποιούν χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., αναφορικά με την ασφαλιστική ή την αντασφαλιστική επιχείρηση που ελέγχουν, κάθε από­φαση ή γεγονός που περιήλθε εις γνώση τους κατά την άσκηση της αποστολής τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατόν:

(α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους,

(β) να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας των ελεγχόμενων από αυτούς επιχειρήσεων,

(γ) να οδηγήσει σε άρνηση πιστοποίησης των λογαρι­ασμών ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών.

Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, όπως ενδεικτικά ο χρό­νος υποβολής της ανωτέρω έκθεσης, μπορεί να ρυθμί­ζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελε­γκτές και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την οποία ελέγχουν.

3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. γεγο­νότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγού­μενες παραγράφους από τα πρόσωπα που αναφέρονται παραπάνω δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομι­κού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

Αρθρο 115

Επαγγελματικό απόρρητο

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκή­σει δραστηριότητα για λογαριασμό της, καθώς και οι εντεταλμένοι σε αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορ­ρήτου.

Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοού­νται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος δια­τάγματος, καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελμα­τικού απορρήτου αίρεται όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοι­νοποίησε τη σχετική πληροφορία αυτή στην ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Το απόρρητο αυτό συνεπάγεται ότι οι εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνουν κατά την άσκηση των κα­θηκόντων τους δεν επιτρέπεται να γνωστοποιούνται σε κανένα άλλο πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο σε συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή, ώστε να μην προκύπτει η ταυ­τότητα της συγκεκριμένης ασφαλιστικής ή αντασφαλι-στικής επιχείρησης, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο.

2. Η απαγόρευση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αίρεται:

α. Όταν τα παραπάνω στοιχεία αναφέρονται στη διοικητική πράξη και σε κάθε άλλο έγγραφο της δια­δικασίας επιβολής διοικητικών κυρώσεων από το διοι­κητικό συμβούλιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.). Οι διοικητικές αυτές πράξεις είναι ελεύθερα ανακοινώσιμες.

β. Για την υποβολή, υποστήριξη ή αντίκρουση ενώπιον των δικαστηρίων αιτήσεων, ένδικων μέσων και ένδικων βοηθημάτων υπέρ ή κατά διοικητικών πράξεων του δι­οικητικού συμβουλίου της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

γ. Για την αναφορά από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές τυχόν αξιόποινων πράξεων.

δ. Για την ανακοίνωση με συγκεντρωτική μορφή των πιο πάνω στοιχείων και πληροφοριών, εφόσον δεν προκύπτει η ταυτότητα των προσώπων στα οποία αναφέρονται.

ε. Για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές και γενικά αρμόδιες, ανεξάρτητες και μη, αρχές στην Ελλάδα, όπως ενδεικτικά με την Τράπεζα της Ελλά­δος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, σε άλλα κράτη – μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, καθώς επίσης και σε τρίτα κράτη, εφόσον έχει ληφθεί επαρκής μέριμνα για την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τις αρχές αυτές.

στ. Για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ μελών των νόμιμων διοικητικών οργάνων και του λοιπού προσωπι­κού της ΕΠ.Ε.Ι.Α. στα πλαίσια των καθηκόντων τους.

ζ. Μετά από ειδικά αιτιολογημένο βούλευμα του αρ­μόδιου δικαστικού συμβουλίου κατά τη διάρκεια ανάκρι­σης, προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης, ύστερα από σχετικό αίτημα του Εισαγγελέα ή του Ανακριτή ή μετά από απόφαση του δικαστηρίου ενώπιον του οποί­ου εκκρεμεί η υπόθεση, εφόσον η παροχή αυτών είναι απολύτως αναγκαία για τη διαπίστωση και την τιμωρία πλημμελήματος ή κακουργήματος.

η. Για τη χρήση υπηρεσιών προσώπων, που δεν ανή­κουν στο δημόσιο τομέα αλλά η συνδρομή τους κρίνεται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαραίτητη λόγω των ειδικών τους προσόντων για τον εντοπισμό ή τη διερεύνηση παρα­βάσεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας.

3. Όταν πρόκειται για ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμο­ποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

Αρθρο 116

Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και ανταλλαγή πληροφοριών

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ανταλλάσσει αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών – μελών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρ­μόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δώσει τη συγκατάθεσή της.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δικαιούται να χρησιμοποιεί τις πληρο­φορίες που λαμβάνει από άλλες αρμόδιες αρχές για την εκπλήρωση των καθηκόντων της και ειδικότερα προκειμένου:

α) για τον έλεγχο της τήρησης των όρων ανάληψης ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής δραστηριότητας και τη διευκόλυνση της παρακολούθησης της άσκησης της δραστηριότητας αυτής, ιδίως όσον αφορά την παρα­κολούθηση των τεχνικών προβλέψεων, του περιθωρίου φερεγγυότητας, των διοικητικών και λογιστικών διαδι­κασιών και των μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου1

β) για την επιβολή κυρώσεων

γ) για την κατάθεση διοικητικής προσφυγής κατά αποφάσεων των αρμόδιων αρχών

δ) σε δικαστικές διαδικασίες που κινούνται δυνάμει του άρθρου 115 παρ. 2(γ) ή άλλων ειδικότερων σχετικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος και της εν γένει ασφαλιστικής νομοθεσίας.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., όταν λαμβάνει από αρμόδια αρχή άλλου κράτους – μέλους αίτημα για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα:

(α) προβαίνει η ίδια στην έρευνα, ή

(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα, ή

(γ) αναθέτει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα τη διενέργεια της εν λόγω εξακρίβωσης ή έρευνας.

Αρθρο 117

Ανταλλαγή πληροφοριών με άλλες αρχές στην Ελλάδα

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, επί τη βάσει μνημονίων συνερ­γασίας, να ανταλλάσσει πληροφορίες με το Επικουρι­κό Κεφάλαιο, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την ΕΛΤΕ, την Επιτροπή Παρακολού­θησης των Διαδικασιών για την Αποφυγή Νομιμοποίη­σης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, τη Γε­νική Γραμματεία Καταναλωτή και τον Συνήγορο του Καταναλωτή, την Επιτροπή Ανταγωνισμού, την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και άλλες τυχόν αρμόδιες αρχές του Υπουργείου Ανάπτυξης, ως αρχής εποπτείας του εταιρικού δικαίου και του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ως εποπτεύοντος την ΕΠ.Ε.Ι.Α. Υπουργεί­ου συμπεριλαμβανομένων, εφόσον η ανταλλαγή αυτή είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των εποπτικών καθηκόντων, είτε της ΕΠ.Ε.Ι.Α. είτε των αρχών αυτών. Ακόμη η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με ανεξάρτητους αναλογιστές που πραγματοποιούν ελέγχους επί ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχει­ρήσεων εφαρμοζομένου αναλόγως του προηγουμένου εδαφίου. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από τις εν λόγω αρχές, όργανα και πρόσωπα υπάγονται στο επαγ­γελματικό απόρρητο που αναφέρεται στο άρθρο 115 του παρόντος διατάγματος.

2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος – μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κράτος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αυτές στις αρχές της πα­ραγράφου 1 του παρόντος άρθρου μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε ή που εκτέλεσε τον επιτόπιο έλεγχο και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε

η αρχή αυτή.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. γνωστοποιεί στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη – μέλη την ταυτότητα των αρχών, προσώπων ή οργάνων που μπορούν να δέχονται πληροφορίες δυ­νάμει της παρούσας παραγράφου.

4. Τίποτα στο παρόν διάταγμα δεν εμποδίζει την Επι­τροπή να διαβιβάζει στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν η τελευταία ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, κατά πε­ρίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονι­σμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που προβλέπει το παρόν διάταγμα. Και οι πληροφορίες αυτές υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο του άρθρου 115 του πα­ρόντος διατάγματος.

Αρθρο 118

Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να συνάπτει μνημόνια συνεργα­σίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με εποπτικές αρχές τρίτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κρατών της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελ­ματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 115 του παρόντος δια­τάγματος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’).

2. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος – μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή ΕΟΧ κράτος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

3. Οι αρχές αυτές είναι οι εποπτικές αρχές του χρηματοοικονομικού τομέα, οι αρχές εποπτείας διαδικασιών εκκαθάρισης, πτώχευσης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι αρχές εποπτείας συστημάτων εγγυήσεως ως και τα ίδια τα συστήματα εγγυήσεως, ως και αρχές εποπτείας διατάξεων του εταιρικού δικαίου. Ακόμη η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανταλλάσσει πληροφορίες με ανεξάρτητους αναλογιστές που πραγματοποιούν ελέγχους επί ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων εφαρμοζομένου αναλόγως του προηγουμένου εδαφίου.

Αρθρο 119

Αρνηση συνεργασίας

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, παρά την υποβολή αίτησης αρχής άλλου κράτους – μέλους ή τρίτου, για συνεργασία σε έρευνα, σε επιτόπια εξακρίβωση ή σε άλλη δραστηριό­τητα εποπτείας ή σε ανταλλαγή πληροφοριών σύμφωνα με τα άρθρα 116 και 118 του παρόντος νόμου, να αρνηθεί την ανταλλαγή πληροφοριών και κάθε ενέργεια εάν:

(α) η έρευνα ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Ελλάδας,

(β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων,

(γ) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικα­στηρίου για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

2. Στις περιπτώσεις άρνησης η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει λεπτομερώς την αιτούσα αρμόδια αρχή για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.

Αρθρο 120

Διοικητικές κυρώσεις

1. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπο­ρεί να επιβάλλει στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της, ως και σε οποι­οδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος νομοθετικού διατάγματος, καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξου-σιοδότησή του, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι δύο εκατομμυρίων (2.000.000) ευρώ.

2. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιβάλει πρόστιμο μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, αναλόγως της βαρύτητας της παράβασης, στην ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, στα μέλη της διοίκησής της, ως και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αρνείται τη συνεργασία ή παρακωλύ­ει έρευνα ή έλεγχο, που αυτή διενεργεί σύμφωνα με το παρόν νομοθετικό διάταγμα ή την κείμενη ασφαλιστική νομοθεσία.

3. Ανεξαρτήτως της εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων του παρόντος διατάγματος και με την επιφύ­λαξη της εφαρμογής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που παραβαίνει τις δι­ατάξεις της κείμενης ασφαλιστικής νομοθεσίας, της περί υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων συμπεριλαμ­βανομένης.

4. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύ­ρυθμη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς, ο κίνδυνος διατάραξης της συστημικής σταθερότητας, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των ασφαλιζομέ­νων και το ύψος της πραγματικά προκληθείσας ζημί­ας σε αυτούς, ως και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπή τέλεση παραβάσεων του παρόντος νομοθετικού διατάγματος ή της λοιπής νομοθεσίας για τις ασφαλίσεις.

Αρθρο 121

Ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει, στα πλαίσια των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του­λάχιστον στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε επιχείρηση άμεσα ή έμμεσα θυγατρική μίας ή περισ­σότερων μητρικών επιχειρήσεων που διέπονται από το δίκαιο τρίτης χώρας. Στην ενημέρωση πρέπει να προσδιορίζεται και η δομή του αντίστοιχου ομίλου.

β) Οσάκις μία μητρική τρίτης χώρας επιχείρηση απο­κτά συμμετοχή σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επι­χείρηση της Κοινότητας, η οποία με τον τρόπο αυτόν καθίσταται θυγατρική της.

γ) Για τις κάθε φύσης δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις για την εγκατάσταση και λειτουργία τους ή την άσκηση δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

δ) Σε κάθε περίπτωση που απαιτείται από το παρόν διάταγμα.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. συνεργάζεται στενά, για τις ανάγκες της εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος διατάγμα­τος, με τις αρμόδιες αρχές ασφαλιστικής εποπτείας των λοιπών κρατών – μελών, με την Επιτροπή Ευρωπα­ϊκών Εποπτικών Αρχών Ασφαλίσεων και Επαγγελματι­κών Συντάξεων (Committee of European Insurance and Occupa-tional Pensions Supervisors CEIOPS) και με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

Αρθρο 69

Καλυμμένες ομολογίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’

ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα καθήκοντα εκπροσώπου των ομολογιούχων ασκεί θεματοφύλακας (trustee) που δύναται να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή συνδεδεμένη εταιρεία πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920 ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/394/ΕΟΚ, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες στον Ευρωπαϊκό Οι­κονομικό Χώρο.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 προστίθενται εδάφια ως εξής:

«Με το πρόγραμμα δύναται να ορίζεται η εξασφάλιση από το ίδιο νόμιμο ενέχυρο ομολογιούχων ή και άλλων δανειστών οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με ομολογίες διαφορετικής έκδοσης ή σειράς, καθώς και κάθε σχετικό ζήτημα όπως ενδεικτικώς η μεταξύ τους σχέση, ο τρόπος και η προτεραιότητα ικανοποίησης και ο τρόπος οργάνωσής τους σε ομάδα και εκπροσώπησής τους κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 3 και 4 του ν. 3156/2003, εφόσον δεν επιλεγεί σχετικώς η εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου. Ο διορισμός περισσό­τερων θεματοφυλάκων κοινών ή ανά σειρά ή έκδοση δεν αποκλείεται.»

3. Η παράγραφος 9 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«9. Με το πρόγραμμα του ομολογιακού δανείου μπορεί να ορίζεται ότι είτε εξ αρχής είτε αν επέλθουν ορισμένα γεγονότα, όπως ενδεικτικά έναρξη διαδικασιών αφερεγ­γυότητας σε σχέση με τον εκδότη, ο θεματοφύλακας θα δύναται να αναθέτει ή να αναλαμβάνει την είσπραξη και εν γένει διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα των ομολογιών κατ’ ανάλογη εφαρμογή των παραγράφων 14 έως και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α’).

Ο θεματοφύλακας θα δύναται επίσης, κατά τους όρους του προγράμματος και τους όρους της σχέσης που τον συνδέει με τους ομολογιούχους, να πωλεί και μεταβιβάζει τα περιουσιακά στοιχεία του καλύμματος είτε κατ’ ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 περί τιτλοποίησης απαιτήσεων είτε κατά τις γενικές διατάξεις και να χρησιμοποιεί το καθαρό προϊόν της πώλησης σε εξόφληση των εξασφαλισμένων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 1239 και 1254 του Αστικού Κώδικα και κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου και κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 δεν απαιτείται ο μεταβιβάζων να έχει μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα.

Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εκδότη η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ορίσει διαχειριστή, ανεξάρτη­τα από τις εξουσίες που τυχόν αναθέτει σε Επίτροπο ή Εκκαθαριστή με βάση τα ανωτέρω άρθρα 63 και 68 του παρόντος, αν δεν το πράξει ο θεματοφύλακας. Τα ποσά που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτή­σεων που συγκαταλέγονται στο νόμιμο ενέχυρο και τη ρευστοποίηση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων που υπόκεινται σε αυτό διατίθενται για την εξόφληση των ομολογιών και των λοιπών εξασφαλιζόμενων με το νόμιμο ενέχυρο απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του ομολογιακού δανείου.

Οι διατάξεις των παραγράφων 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 εφαρμόζονται αναλόγως για την πώληση, τη μεταβίβαση, την είσπραξη και εν γένει δι­αχείριση των περιουσιακών στοιχείων που συνιστούν το κάλυμμα.»

4. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«Με καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εξομοιούνται οι ομολογίες που εκδίδονται από νομικό πρόσωπο ειδι­κού σκοπού, που εδρεύει είτε στην Ελλάδα είτε σε άλλο κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, και που αποκτά απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις κάθε φύσεως από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α’) περί τιτλοποίησης, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα εγγυάται ευθυνόμενο ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολο­γιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών.»

5. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρ­θρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι λοιπές παράγραφοι του παρόντος άρθρου ισχύουν αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.»

6. Η παράγραφος 11 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«11. Οι καλυμμένες ομολογίες δύνανται να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παραγρά­φου 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 (ΦΕΚ 195 Α’) και της παραγράφου 14 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2004/39/ ΕΚ, καθώς και να διατίθενται με δημόσια προσφορά, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.»

7. Στο άρθρο 91 του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’) η υφιστά­μενη παράγραφος 13 αναριθμείται σε 14 και προστίθεται νέα παράγραφος 13 ως εξής:

«13. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να εκδίδουν κα­λυμμένες ομολογίες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου, του άρθρου 14 του ν. 3156/2003 και με ανάλογη εφαρμογή των λοιπών διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Οι καλυμμένες ομολογίες της παρούσας παραγράφου εξασφαλίζονται με εγγύηση που παρέχεται από νομι­κό πρόσωπο ειδικού σκοπού με έδρα στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, το οποίο ευθύνεται ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για το σύνολο των απαιτήσεων των ομολογιούχων και άλλων δανειστών, οι απαιτήσεις των οποίων συνδέονται με την έκδοση των ομολογιών.

Ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών έχει ως απο­κλειστικό σκοπό την απόκτηση απαιτήσεων και κινητών αξιών που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρό­ντος άρθρου, καθώς και την παροχή της εγγύησης προς εξασφάλιση των πάσης φύσεως απαιτήσεων σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος των καλυμμένων ομολογιών.

Η απόκτηση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών, η οποία γίνεται λόγω πωλήσεως, η εν γένει διαχείριση των πάσης φύσεως απαιτήσεων και των κινητών αξιών και η είσπραξη των απαιτήσεων του νομικού προσώπου ειδικού σκοπού διέπεται από τις δι­ατάξεις των παραγράφων 2 εδάφια α’ και β’ και 6 έως 17 και 20 έως 22 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α’), οι οποίες εφαρμόζονται αναλογικά.

Αν το νομικό πρόσωπο ειδικού σκοπού του προηγού­μενου εδαφίου εδρεύει στην Ελλάδα πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία διεπόμενη από τις διατάξεις των πα­ραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α’).

Οι πάσης φύσεως απαιτήσεις, που απορρέουν από την εγγύηση των καλυμμένων ομολογιών, εξασφαλίζο­νται με νόμιμο ενέχυρο, το οποίο συνιστάται επί του συνόλου των απαιτήσεων που αποκτά ο εγγυητής των καλυμμένων ομολογιών. Οι απαιτήσεις επί των οποίων υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο αποτελούν το κάλυμμα των καλυμμένων ομολογιών. Η σύσταση και η λειτουργία του νομίμου ενεχύρου διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 18 και 19 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 (ΦΕΚ 157 Α’). Στο κάλυμμα δύνανται να περιλαμβάνονται επίσης και περιουσιακά στοιχεία διεπόμενα από ξένο δίκαιο κατά τους όρους του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του παρόντος.»

8. Η παράγραφος 13 του άρθρου 91 του ν. 3601/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«13. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλά­δος δύνανται να εξομοιούνται με καλυμμένες ομολογίες και άλλες κατηγορίες ομολογιών, εφόσον διασφαλίζεται η εποπτεία των εκδοτών τους, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος δύναται να ορίζονται επίσης τα καθήκοντα του θεμα­τοφύλακα, τα καλύμματα των ομολογιών του παρόντος άρθρου και οι λοιπές εξασφαλίσεις κατά παρέκκλιση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και οι λεπτομέρειες εφαρμογής του άρθρου αυτού.»

9. Α. Οι τόκοι, οι οποίοι προκύπτουν από καλυμμένες ομολογίες που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 91 του ν.3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α’), έχουν την ίδια φορολογι­κή αντιμετώπιση με τους τόκους που προκύπτουν από ομολογίες τις οποίες εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για παρακράτηση φόρου είναι ο φορέας πληρωμής, όπως αυτός ορίζεται από την περίπτωση α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 3312/ 2005 (ΦΕΚ 35 Α’) που τους καταβάλλει. Για τους τόκους που προκύπτουν από τις ομολογίες αυτές δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 11 και 12 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ, ν. 2238/1994, ΦΕΚ 151 Α’, όπως ισχύει). Όταν οι τόκοι αυ­τοί καταβάλλονται σε μονίμους κατοίκους εξωτερικού απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.

Β. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύ­ουν για τόκους που προκύπτουν από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά.

10. Η τοποθέτηση διαθεσίμων του Ελληνικού Δημοσί­ου, μετά από εξατομικευμένη πρόσκληση, σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νομίμως στην Ελλάδα επιτρέπε­ται μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) το συμφωνούμενο επιτόκιο είναι ανώτερο του μεσοσταθμικού επιτοκίου που διαμορφώνεται εκάστοτε από το Ευρωσύστημα,

β) το κατατιθέμενο ποσό δεν υπερβαίνει ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των διαθεσίμων κατά την ημέρα της συναλλαγής,

γ) το συμβατικό διάστημα τοποθέτησης δεν υπερβαί­νει τους δύο μήνες.

Οι ανωτέρω ρυθμίσεις ισχύουν από 15.9.2008.

Αρθρο 70

Αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς

Το άρθρο 40 του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α’) αντικαθί­σταται ως ακολούθως:

« Αρθρο 40

Αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς

1. Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα για τις αντιστοίχως αναφερόμενες περιπτώσεις, υπό την προϋπόθεση ότι έχει εξοφληθεί η οφειλή στο σύνολό της και έχει παρέλθει το προβλε­πόμενο χρονικό διάστημα για το σύνολο των καταχω­ρημένων στο αρχείο δεδομένων, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως α’, για την οποία αρκεί η πάροδος του χρόνου της συγκεκριμένης κατηγορίας:

α) Απλήρωτες επιταγές, επί του σώματος των οποίων έχει βεβαιωθεί εμπρόθεσμα από την πληρώτρια τράπεζα η αδυναμία πληρωμής, απλήρωτες κατά τη λήξη τους συναλλαγματικές και γραμμάτια εις διαταγήν και καταγ­γελίες συμβάσεων δανείων και πιστώσεων τρία (3) έτη. Επιταγές, που αποδεδειγμένα εξοφλούνται εντός οκτώ (8) ημερών από τη σφράγισή τους, δεν εμφανίζονται στα ανωτέρω αρχεία και οι καταχωρημένες διαγράφονται.

β) Διαταγές πληρωμής, τέσσερα (4) έτη.

γ) Κατασχέσεις και επιταγές προς πληρωμή του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «Περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εται­ρειών», περιλήψεις εκθέσεων κατάσχεσης, προγράμματα πλειστηριασμών και διοικητικές κυρώσεις του Υπουργεί­ου Οικονομίας και Οικονομικών, πέντε (5) έτη.

2. Επιτρέπεται στα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα η διαβίβαση προς καταχώριση δεδομένων επί των εκάστοτε ανεξόφλητων υπολοίπων δανείων ή και πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των υφιστάμενων, που χορηγούν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, σε αρχείο δεδομένων οικονομικής συμπε­ριφοράς που λειτουργεί νόμιμα, χάριν αυτών, χωρίς την προϋπόθεση του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α’).

Η πρόσβαση των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων στα ως άνω δεδομένα επιτρέπεται μόνο κατά τους όρους και προϋποθέσεις του ν. 2472/1997, όπως εκάστοτε ισχύει και εφαρμόζεται.

Ο χρόνος τήρησης και χρήσης από τα πιστωτικά ιδρύ­ματα ή από αρχεία δεδομένων οικονομικής συμπεριφο­ράς που λειτουργούν νόμιμα χάριν αυτών των δεδομέ­νων δεν μπορεί να υπερβαίνει την πενταετία.

3. Δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς της παρα­γράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν υπερβαίνουν στο σύνολό τους το ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ, δεν εμφανίζονται στα αρχεία μεταδιδομένων πληρο­φοριών.»

Αρθρο 71

Τροποποιήσεις του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’) και λοιπών διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας

1. Η περίπτωση (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«(β) Εποπτεύει την τήρηση της ασφαλιστικής νομοθε­σίας κατά τη λειτουργία των ασφαλιστικών εταιρειών έως και την εκκαθάρισή τους, κατά την παροχή υπηρε­σιών από αυτές και τους διαμεσολαβούντες και κατά την εφαρμογή της περί υποχρεωτικής ασφάλισης και της περί ασφάλισης οχημάτων νομοθεσίας. Ασκεί εν γένει όλες τις διοικητικές, ρυθμιστικές και εποπτικές αρμοδιότητες, του καθορισμού της ύλης των σχετικών εξετάσεων πιστοποίησης συμπεριλαμβανομένων, που ο Υπουργός Ανάπτυξης, μόνος του ή από κοινού με άλ­λους Υπουργούς, είχε για τη ρύθμιση και εποπτεία της ασφαλιστικής αγοράς, όπως ενδεικτικά τις διοικητικές αρμοδιότητες που προκύπτουν από τις διατάξεις του ν. 1569/ 1985 (ΦΕΚ 183 Α’), του ν. 2496/1997 (ΦΕΚ 87 Α’), του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α’), του π.δ. 190/2006 (ΦΕΚ 196 Α’) και του π.δ. 237/1986 (ΦΕΚ 110 Α’), όπως ισχύουν. Η αρ­μοδιότητα της πρότασης για την έκδοση διαταγμάτων ανήκει στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών.»

2. Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης (γ) της παραγρά­φου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

«Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις της Επιτρο­πής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ισχύουν από τη δημοσίευσή τους, εκτός εάν ορίζεται άλλως σε αυτές.»

3. H περίπτωση (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«δ) Επεξεργάζεται και εισηγείται προς τον εποπτεύο­ντα Υπουργό και γνωμοδοτεί προς αυτόν, εφόσον της ζητηθεί, για την τροποποίηση και συμπλήρωση του θε­σμικού πλαισίου ιδιωτικής ασφάλισης.»

4. Η περίπτωση (κ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’), όπως ισχύει, μετονομά­ζεται σε περίπτωση (ια) και αμέσως μετά από αυτήν προστίθεται περίπτωση (ιβ) ως εξής:

«(ιβ) Καταρτίζει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, την Τράπεζα της Ελ­λάδος και με κάθε εν γένει αρμόδια αρχή, είτε αυτή βρίσκεται στην Ελλάδα είτε στο εξωτερικό, μνημόνια συνεργασίας αφορώντα ενδεικτικά στην ανάπτυξη και εδραίωση εθνικών και διασυνοριακών συνεργασιών και στην ανταλλαγή πληροφοριών.»

5. Στο άρθρο 5 του ν. 3229/2004, όπως αυτό τροπο­ποιήθηκε με το άρθρο 15 του ν. 3470/2006, επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:

Α) Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Η Επιτροπή διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) που είναι το ανώτατο όργανό της κι απαρτίζεται από:

α) Τον Πρόεδρο.

β) Έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Ανάπτυξης, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.

γ) Έναν εκπρόσωπο των καταναλωτών, που υποδεικνύεται από το Εθνικό Συμβούλιο Καταναλωτών και Αγοράς.

δ) Τέσσερα μέλη με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα ιδιωτικής ασφάλισης και χρηματοοικονομικής εποπτείας, που ορίζονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Ένα από τα μέλη αυτά ορίζεται Αντιπρόεδρος του Δ.Σ., ο οποίος είναι ο νόμιμος αναπληρωτής του Προέδρου.»

Β) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Δ.Σ. πρέπει να είναι πρόσωπα καταξιωμένα και αναγνωρισμένα στην οικο­νομική και επιστημονική ζωή του τόπου ή της δημόσιας διοίκησης. Τα μέλη του πρέπει να είναι πρόσωπα ανα­γνωρισμένου κύρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας και να διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα της ιδιωτικής ασφάλισης και των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών γενικότερα, ώστε να συμβάλλουν με αυτές αποτελεσματικά στην επίτευξη των σκοπών της Επιτροπής.»

Γ) Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται ως εξής:

«7. Ο Πρόεδρος είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και δεν επιτρέπεται να ασκεί, κατά τη διάρκεια της θητείας του, οποιοδήποτε επάγγελμα ή οποιαδήποτε αμειβόμενη δραστηριότητα. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος δεν επιτρέπεται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους και κατά τα τρία επόμενα έτη από την καθ’ οιονδήποτε τρόπο λήξη αυτής, να συμμετέχουν στην ίδρυση, στη διοίκηση ή στο κεφάλαιο επιχείρησης που τελεί υπό την κατά νόμο εποπτεία της Επιτροπής ή συνδεδεμένης με αυτήν εταιρείας κατά την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει, καθώς επίσης και να παρέχουν στις ανωτέρω αναφερόμενες επιχειρήσεις, κατά το αυτό ως άνω χρο­νικό διάστημα, υπηρεσίες με οποιαδήποτε ιδιότητα. Σε περίπτωση παράβασης της παρούσας παραγράφου, ανεξαρτήτως πειθαρχικής ή ποινικής ευθύνης, ο πα­ραβάτης εκπίπτει αυτοδικαίως από μέλος του Δ.Σ. της Επιτροπής.»

Δ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 αντικαθί­σταται ως εξής:

«Τα μέλη του Δ.Σ. δεν συμμετέχουν στη συζήτηση και τη λήψη αποφάσεων από το Δ.Σ. για θέματα που αφορούν φυσικά πρόσωπα με τα οποία είναι σύζυγοι ή συγγενείς μέχρι και τον τρίτο βαθμό ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία τα ανωτέρω αυτά πρόσωπα συνδέονται με οποιαδήποτε έννομη σχέση ή στων οποίων τη διοίκηση ή το κεφάλαιο συμμετέχουν.»

6. Στο άρθρο 8 του ν. 3229/2004, όπως αυτό τροπο­ποιήθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3427/2005, επέρχεται η εξής τροποποίηση:

Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 αντικαθί­σταται ως εξής:

«Οι παράγραφοι 7 και 11 του άρθρου 5 του παρόντος εφαρμόζονται αναλόγως και για τον Γενικό Διευθυ­ντή.»

7. Η περίπτωση (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’), όπως ισχύει, αντικαθί­σταται ως εξής:

«δ) Επιλέγει και τοποθετεί το προσωπικό σε συγκε­κριμένες θέσεις.»

8. Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α’), όπως ισχύει, αντικαθίστα­ται ως εξής:

«δ) Καθορίζει ποιες θέσεις θα καλυφθούν από ειδικό επιστημονικό και ποιες από μόνιμο προσωπικό, επιλέγει και τοποθετεί το ειδικό επιστημονικό προσωπικό στις θέσεις αυτές, ενώ για την τοποθέτηση του μόνιμου προ­σωπικού από το Δ.Σ. της Επιτροπής απαιτείται επιλογή, που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για το δημόσιο τομέα.»

9. Η παράγραφος 3 του άρθρου 21 του ν. 1569/1985 (ΦΕΚ 183 Α’), όπως ισχύει, καταργείται, ενώ η παράγρα­φος 1 αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Με απόφαση της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) μπορεί: α) να καταρτίζεται κανονι­σμός συμπεριφοράς των προσώπων που ασκούν ασφα­λιστική διαμεσολάβηση, όπως αυτά περιγράφονται στο άρθρο 2 του π.δ. 190/2006, όπως ισχύει. Από την έναρξη ισχύος του κανονισμού αυτού καταργείται το π.δ. 298/1986 (ΦΕΚ 183 Α’), β) να ορίζονται οι διοικητικές κυρώσεις για την παράβαση των διατάξεων του ως άνω κανονισμού συμπεριφοράς, και γ) γενικότερα να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Κατ’ ελάχιστο, ο κανονισμός συμπερι­φοράς περιέχει κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν ότι τα παραπάνω νομικά και φυσικά πρόσωπα ενεργούν εντίμως, νομίμως και με την απαιτούμενη προσοχή και επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των επαγγελματικών τους δραστη­ριοτήτων, διαθέτουν και χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους και τις διαδικασίες που απαιτούνται προς το συμφέρον των ασφαλισμένων και λαμβάνουν μέτρα ώστε να αποτρέπουν τις συγκρούσεις συμφερόντων.»

10. α) Από την 1η Ιανουαρίου 2009 καταργείται το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται: i) στις αποδείξεις πληρωμής ασφαλίστρων για τους κλάδους ασφαλίσε­ων ζωής, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 παρ. 2 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει, ii) στις αποδείξεις πληρωμής εξαγορών ασφαλιστηρίων ζωής και iii) στους τυχόν απορρέοντες από ασφαλιστικές αποζημιώσεις τόκους.

β) Από την 1η Ιανουαρίου 2009 καταργείται το τέλος χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στις αποδείξεις πλη­ρωμής ασφαλίστρων για τους κλάδους ασφαλίσεων κατά ζημιών, όπως ορίζονται στο άρθρο 13 παρ. 1 του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύει.

Αρθρο 72

1. Οι διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α’), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαλλήλους της Εθνικής Στα­τιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (ΕΣΥΕ), του Οικονομι­κού Επιμελητηρίου της Ελλάδος (ΟΕΕ) και του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Τα ποσά των δικαιούχων ορίζονται στο ίδιο ύψος με εκείνα των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομίας και Οικο­νομικών (πρώην Εθνικής Οικονομίας).

2. Οι δαπάνες που προκύπτουν από τις διατάξεις του άρθρου 57 του ν. 2324/1995, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών και οι δαπάνες του άρθρου 18 παρ. 6 περ. α’ του ν. 3614/2007 (ΦΕΚ 267 Α’) βαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό του φορέα στον οποίο υπάγεται η ειδική υπηρεσία.

Η αντίστοιχη δαπάνη για τους υπαλλήλους του ΟΕΕ και του ΚΕΠΕ βαρύνει τους προϋπολογισμούς τους. Για το σκοπό αυτόν, είναι δυνατή η επιχορήγησή τους από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

3. Για τις ανωτέρω δαπάνες που είναι καταβλητέες το έτος 2009, μεταφέρονται οι απαιτούμενες πιστώσεις από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων στον τακτικό προϋπολογισμό.

Αρθρο 73

Μέτρα ενίσχυσης για πληγείσες επιχειρήσεις και πληγέντες επαγγελματίες κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Δεκεμβρίου 2008

1. Παρέχεται οικονομική ενίσχυση ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ σε επαγγελματίες και επιχειρήσεις που απασχολούν έως και 50 εργαζομένους για την αντιμε­τώπιση των ζημιών που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων από την 6η Δεκεμβρίου 2008 και έως την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή των Ελλήνων. Η καταβολή των ενισχύσεων αυτών γίνεται βάσει υπευθύνων δηλώσεων του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α’), όπως ισχύει, των δικαιούχων και βεβαιώσεων της Πυροσβεστικής ή της Τοπικής Αστυνομικής Αρχής ή του οικείου Δήμου, ύστερα από σχετική αίτησή τους. Η ως άνω καταβολή γίνεται κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω των καταστημάτων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος.

Σε επιχειρήσεις και επαγγελματίες του πρώτου εδαφί­ου παρέχεται επιπλέον οικονομική ενίσχυση σε ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί της πιστοποιούμενης από την Επιτροπή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου ζημίας ύψους από δέκα χιλιάδες (10.000) έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ.

Η καταβολή των ενισχύσεων γίνεται στους δικαιού­χους ύστερα από αίτησή τους, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, μέσω των πι­στωτικών ιδρυμάτων. Τα ποσά μεταφέρονται στους λογαριασμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων με εντολή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ή του εξου­σιοδοτημένου προς τούτο Διευθυντή της Διεύθυνσης Λογαριασμών του Δημοσίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Μετά την καταβολή των ανωτέρω οικονομικών ενι­σχύσεων, τα πιστωτικά ιδρύματα αποστέλλουν ανά εβδομάδα στην αρμόδια Διεύθυνση Λογαριασμών του Δημοσίου του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομι­κών καταστάσεις πληρωμών, στις οποίες αναφέρονται συνολικά και αναλυτικά οι πληρωμές κατά δικαιούχο, επισυνάπτοντας τις υπεύθυνες δηλώσεις, τις βεβαιώσεις και την πιστοποίηση της Επιτροπής της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

2. Για το υπόλοιπο πενήντα τοις εκατό (50%) της πιστοποιούμενης ζημίας των επιχειρήσεων της παραγρά­φου 1, καθώς και για τις επιχειρήσεις που δεν υπάγονται στην παράγραφο 1, εγκρίνεται η δανειοδότηση από τα πιστωτικά ιδρύματα για την αποκατάσταση ζημιών στο μηχανολογικό και λοιπό εξοπλισμό, πρώτες και βοηθη­τικές ύλες και εμπορεύματα, ως ακολούθως:

α) Τα ανωτέρω δάνεια είναι διάρκειας δεκαπέντε (15) ετών συμπεριλαμβανομένης περιόδου χάριτος δύο (2) ετών.

β) Το επιτόκιο επιδοτείται κατά εκατό τοις εκατό (100%) καθ’ όλη τη διάρκεια των δανείων και βαρύνει το λογαριασμό του ν. 128/1975 (ΦΕΚ 178 Α’), όπως ισχύει. Τα ανωτέρω δάνεια εξοφλούνται με ισόποσες ετήσιες χρεολυτικές δόσεις.

Το ύψος των δανείων των επιχειρήσεων ανέρχεται στο ποσό της ζημίας, το οποίο πιστοποιείται από την Επιτροπή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

3. Επιτρέπεται η χορήγηση κεφαλαίων κίνησης από τα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατά­ξεις για ανάγκες και κεφάλαιο κίνησης της Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) 1955/1991, όπως ισχύει. Τα δάνεια αυτά επιδοτούνται από το λο­γαριασμό του ν.128/1975 κατά εκατό τοις εκατό (100%) για τα δύο (2) πρώτα έτη και πενήντα τοις εκατό (50%) για την υπόλοιπη διάρκεια των δανείων.

Τα ανωτέρω δάνεια χορηγούνται κατ’ ανώτατο ύψος μέχρι τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) του κύκλου εργα­σιών της επιχείρησης κατά το έτος 2007, όπως προκύ­πτει από τα δηλωθέντα στοιχεία στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., και είναι διάρκειας πέντε (5) ετών συμπεριλαμβανομένης περιόδου χάριτος δύο (2) ετών.

Για τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες που έκαναν έναρξη εργασιών κατά το έτος 2008, ο κύκλος εργασιών τους προκύπτει από τα επίσημα φορολογικά στοιχεία αναγόμενα σε ετήσια βάση.

Τα ανωτέρω δάνεια εξοφλούνται με ισόποσες ετήσιες χρεολυτικές δόσεις ή τοκοχρεωλυτικές δόσεις.

4. Εγκρίνεται η δανειοδότηση από τα πιστωτικά ιδρύ­ματα σε ιδιοκτήτες κτηρίων ή στις επιχειρήσεις ή επαγ­γελματίες για την αποκατάσταση ζημιών σε κτήρια που επλήγησαν από τα επεισόδια, που έλαβαν χώρα εντός του χρονικού διαστήματος της παραγράφου 1 του πα­ρόντος άρθρου.

Τα ανωτέρω δάνεια είναι διάρκειας δεκαπέντε (15) ετών συμπεριλαμβανομένης της περιόδου χάριτος δύο (2) ετών.

Το επιτόκιο επιδοτείται κατά εκατό τοις εκατό (100%) καθ’ όλη τη διάρκεια του δανείου και βαρύνει το λογα­ριασμό του ν. 128/1975. Τα ανωτέρω δάνεια εξοφλούνται με ισόποσες ετήσιες χρεολυτικές δόσεις.

Το ύψος των δανείων των επιχειρήσεων και επαγ­γελματιών ανέρχεται στο ποσό της ζημιάς, το οποίο πιστοποιείται από την Επιτροπή της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου.

5. Αναστέλλονται για ένα τρίμηνο οι πληρωμές δόσε­ων ληξιπρόθεσμων και μη, προς τα πιστωτικά ιδρύματα, των επιχειρήσεων και επαγγελματιών που επλήγησαν από τα επεισόδια, που έλαβαν χώρα εντός του χρο­νικού διαστήματος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

Οι τόκοι της τριμηνιαίας περιόδου επιδοτούνται κατά εκατό τοις εκατό (100%) από το λογαριασμό του ν. 128/1975.

6. Ως επιτόκιο όλων των ανωτέρω δανείων ορίζεται το εκάστοτε επιτόκιο των εντόκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου (Ε.Γ.Ε.Δ.) δωδεκάμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν από την έναρξη της πε­ριόδου εκτοκισμού, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%) πλέον εισφοράς του ν. 128/1975.

Για τους τόκους και το κεφάλαιο όλων των ανωτέρω δανείων παρέχεται εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2322/1995 (ΦΕΚ 143 Α’), όπως ισχύει.

Η χορήγηση των δανείων γίνεται χωρίς να λαμβά­νονται υπόψη τα οποιαδήποτε υφιστάμενα δυσμενή στοιχεία των δικαιούχων επιχειρήσεων και επαγγελ­ματιών.

Τριμελής Επιτροπή, που συγκροτείται από εκπρόσωπο του τοπικού Επιμελητηρίου, εκπρόσωπο του οικείου Συλλόγου και εκπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, είναι αρμόδια και υπεύθυνη για τη χορήγηση βεβαιώσεων, με τις οποίες πιστοποιείται ότι οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες έχουν πληγεί απο­δεδειγμένα από πυρκαγιές ή επεισόδια στη διάρκεια των άνω επεισοδίων, το ύψος των σχετικών ζημιών σε κτήρια, σε μηχανολογικό και λοιπό εξοπλισμό, πρώτες βοηθητικές ύλες και εμπορεύματα, καθώς επίσης και πιθανή ασφαλιστική αποζημίωση που δικαιούνται να λάβουν οι πληγέντες για οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ζημίες. Επικουρικά η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί στοιχεία από την Πυροσβεστική Υπηρεσία ή από τους οικείους Δήμους για την εκτέλεση του έργου της.

Η δαπάνη που προκαλείται για την οικονομική ενίσχυση των επιχειρήσεων και επαγγελματιών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου βαρύνει τον Κρατικό Προϋπολο­γισμό και ειδικότερα τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

Η δαπάνη που προκαλείται για την επιδότηση του επιτοκίου των δανείων βαρύνει το λογαριασμό του ν. 128/1975.

Ως προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων των επιχειρήσεων και επαγγελματιών για την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ρυθμίσεις ορίζεται η 27η Φεβρουαρίου 2009.

7. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οι­κονομικών καθορίζονται οι όροι και οι λεπτομέρειες εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από την κατάθεσή του στη Βουλή των Ελλήνων.

Αρθρο 74

1.α. Το άρθρο 1 του ν. 3227/2004 (ΦΕΚ 31 Α’) εφαρ­μόζεται αναλόγως και όταν επιδοτούμενος άνεργος προσλαμβάνεται ή τοποθετείται σε θέση εργασίας του δημόσιου τομέα, σύμφωνα με την οριοθέτηση αυτού από το άρθρο 51 παράγραφος 1 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α’), όπως ισχύει.

β. Σε επιδοτούμενους ή μη ανέργους που δοκιμάζονται ιδιαίτερα από οικονομική ή άλλη αιτία, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Α.Ε.Δ. μπορεί να χορηγεί εφάπαξ οι­κονομική ενίσχυση ύψους μέχρι χιλίων (1.000) ευρώ ανά δικαιούχο, ύστερα από απόφαση των Υπουργών Εσωτε­ρικών, Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας με την οποία θα καθορίζονται τα κριτήρια για τη χορήγηση αυτήν, η οποία δημοσιεύ­εται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται στις ρυθμίσεις της πα­ραγράφου 2 του άρθρου 1 του π.δ. 219/1973 (ΦΕΚ 200 Α’).

2. Καταρτίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ. πρόγραμμα για την κάλυψη των μισθών και των εργο­δοτικών εισφορών των εργαζομένων για τους μήνες Δεκέμβριο 2008, Δώρο Χριστουγέννων 2008, Ιανουάριο και Φεβρουάριο 2009 των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που δεν λειτούργησαν έως 20.12.2008 λόγω των ζημιών που υπέστησαν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων του Δεκεμβρίου 2008. Η διαδικασία υπαγωγής στο πρό­γραμμα, το ποσό της επιχορήγησης, η καταβολή των καθαρών ποσών στους εργαζομένους, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η απόδοση των ασφαλιστικών εισφο­ρών στους δικαιούχους, ο έλεγχος και η αναζήτηση των δικαιολογητικών, η επίλυση των διαφορών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια ρυθμίζεται με απόφαση του Δ.Σ. του Ο.Α.Ε.Δ..

Αρθρο 75

1.α. Εργαζόμενοι της επιχείρησης «ΚΛΩΣΤΗΡΙΑ ΠΡΕΒΕ­ΖΗΣ Α.Ε.», οι οποίοι κατέστησαν άνεργοι συνεπεία της υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής εκκαθά­ρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 46α του ν. 1892/1990 και είναι ασφαλισμένοι στον κλάδο σύνταξης του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ., δικαιούνται μέχρι τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδότησης ειδική εισοδηματική ενίσχυση ανεργίας, ύψους ίσου προς την πλήρη σύνταξη από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.. Στη ρύθμιση αυτή εντάσσονται άμεσα όσοι συμπληρώνουν 7.500 ημέρες ασφάλισης κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και το 50ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010. Τα πρόσωπα αυτά δικαιούνται και πρόσθετη μηνιαία ει­σοδηματική ενίσχυση ανεργίας ύψους ίσου προς την αντίστοιχη επικουρική σύνταξη, εφόσον συμπληρώνουν 4.500 ημέρες ασφάλισης κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και το 50ό έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.2010.

β. Για τη συμπλήρωση του ως άνω χρόνου ασφάλισης λαμβάνεται υπόψη και ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και στην Ελβετία, καθώς και ο χρόνος ασφάλισης σε χώρα με την οποία έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλισης.

γ. Η χορήγηση της ειδικής εισοδηματικής ενίσχυσης ανεργίας αρχίζει από την ημερομηνία αναγγελίας των ανέργων στον Ο.Α.Ε.Δ., η οποία θα πρέπει να πραγμα­τοποιηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

2. Κατά το χρονικό διάστημα χορήγησης της ειδικής εισοδηματικής ενίσχυσης ανεργίας του παρόντος άρ­θρου, συνεχίζεται η ασφάλιση των απολυθέντων στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και για όλους τους κλάδους στους οποί­ους ασφαλίζονταν ως εργαζόμενοι. Οι ασφαλιστικές εισφορές, που βαρύνουν τον ενταχθέντα στο πρόγραμ­μα, παρακρατούνται από το συνολικό ποσό κύριας και πρόσθετης μηνιαίας εισοδηματικής ενίσχυσης και απο­δίδονται στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και τον οικείο φορέα επικου­ρικής ασφάλισης. Οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές βαρύνουν τον προϋπολογισμό του προγράμματος κατά την παράγραφο 5 του παρόντος.

Ο παραπάνω χρόνος ασφάλισης θεωρείται ως χρόνος πραγματικής εργασίας και λαμβάνεται υπόψη για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για τη λήψη πλήρους ή μειωμένης σύνταξης, καθώς και για τη συμπλήρω­ση των προϋποθέσεων του άρθρου 10 του ν. 825/1978, όπως κάθε φορά ισχύουν, καθώς και των προϋποθέσεων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση σύμφωνα με τον Κανονισμό Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (Κ.Β.Α.Ε.).

Για την εφαρμογή και μόνο του άρθρου αυτού και προκειμένου να συμπληρωθούν οι κατ’ ελάχιστον απαι­τούμενες 7.500 ημέρες ασφάλισης, για την ένταξη στο πρόγραμμα της ειδικής εισοδηματικής ενίσχυσης ανερ­γίας, συνυπολογίζεται και ο χρόνος της στρατιωτικής θητείας κατ’ εξαίρεση του εδαφίου γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1358/1983, όπως ισχύει, ο οποίος αναγνωρίζεται και εξαγοράζεται σύμφωνα με τις κείμε­νες διατάξεις. Οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του ανωτέρω νόμου είναι οι αποδοχές που ελάμβαναν οι εργαζόμενοι της παρα­γράφου 1 κατά τον τελευταίο μήνα της απασχόλησής τους, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αναφέρονται στο ανώτατο και κατώτατο όριο αυτών.

Επιπλέον για τη συμπλήρωση των κατ’ ελάχιστον απαιτούμενων ημερών ασφάλισης, συνυπολογίζονται και οι ημέρες ασφάλισης, που έχουν πραγματοποιηθεί, ύστερα από την ημερομηνία κατά την οποία η επιχεί­ρηση της παραγράφου 1 ετέθη σε εκκαθάριση μέχρι και τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, σε εργοδότες του ίδιου ή άλλων κλάδων.

3. Για την ένταξη και διατήρηση των εργαζομένων της παραγράφου 1 στο πρόγραμμα της ειδικής εισοδηματι­κής ενίσχυσης ανεργίας, πέραν των διατάξεων του πα­ρόντος άρθρου, ισχύουν οι διατάξεις περί επιδοτήσεως των κοινών ανέργων.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας, η οποία θα εκδοθεί εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, ρυθμίζονται η διαδικασία, ο τρόπος και οι λοιπές προϋποθέσεις εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου, καθώς και κάθε ανα­γκαία λεπτομέρεια.

5. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων βαρύνουν κατά ογδόντα τοις εκατό (80%) τον Ο.Α.Ε.Δ. κλάδο ΛΑΕΚ και κατά είκοσι τοις εκατό (20%) τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Αρθρο 76

1. Στο τακτικό – μόνιμο και με σύμβαση ιδιωτικού δι­καίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Σώματος Επι­θεώρησης Εργασίας και της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, χορηγείται ελεγκτικό επίδομα – ειδική μηνιαία αποζημί­ωση ύψους διακοσίων (200) ευρώ.

Το επίδομα του εδαφίου 2 της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του ν. 3205/2003 συμ­ψηφίζεται με το ανωτέρω ελεγκτικό επίδομα – ειδική μηνιαία αποζημίωση.

2. Το επίδομα της παραγράφου 1 αναπροσαρμόζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και βαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 δεν έχουν εφαρμογή στο ανωτέρω ελεγκτικό επίδομα – ειδική μηνιαία αποζημίωση της παραγράφου 1.

3. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοι­νωνικής Προστασίας ρυθμίζονται τα θέματα που αφο­ρούν στη συγκρότηση των συνεργείων ελέγχου για τη διενέργεια ελέγχων στους χώρους εργασίας, στη διάθεση των υπαλλήλων για κάθε άλλη υποστηρικτική προς το Σ.ΕΠ.Ε. εργασία που αποσκοπεί στην υλοποίηση του έργου του, όπως επίσης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του ν. 2639/1998 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«5. Στο τακτικό – μόνιμο και με σύμβαση εργασίας ιδιω­τικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας και της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας, το οποίο συμμετέχει στην εν γένει εκπλήρωση της αποστολής του Σ.ΕΠ.Ε., χορηγούνται έξοδα κίνησης που καθορίζονται στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ μηνιαίως.

Το παραπάνω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονο­μικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μη δυνάμενο να επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζονται η διάθεση των υπαλλήλων, η συγκρότηση των συνεργείων και κάθε άλλη λεπτομέρεια.»

5. Η παράγραφος 7 του άρθρου 9 του ν. 2639/1998 καταργείται. Έξοδα κινήσεως καταβληθέντα κατ’ εφαρ-μογήν των προηγούμενων διατάξεων στους υπαλλήλους της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Απασχόλη­σης και Κοινωνικής Προστασίας, οι οποίοι παρείχαν συνδρομή στις Υπηρεσίες του Σ.ΕΠ.Ε. κατά το χρονικό διάστημα από 2.9.1998 μέχρι την ψήφιση του παρόντος δεν αναζητούνται.

Αρθρο 77

1. Στο άρθρο 8 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθ­μίσεις και ετήσια εισοδηματική πολιτική» (ΦΕΚ 297 Α’) προστίθενται παράγραφοι 23 και 24 ως εξής:

«23. Στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Πο­λιτισμού χορηγείται Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση για την πολιτιστική τους επιμόρφωση, οριζόμενη σε εκατόν πενήντα (150) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2008 και εφεξής. Η Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση χορηγείται κατά παρέκκλιση των πε­ριορισμών του άρθρου 24 του νόμου αυτού και δεν συμ­ψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού η Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση μπορεί να αναπροσαρμόζεται.»

«24. Στους μόνιμους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού, ειδικότητας Εργατοτεχνιτών, Μαρμαροτεχνιτών, Ηλεκτρολόγων, Ηλεκτροτεχνιτών, Υδραυλικών, Ξυλουργών, Σιδηροκατασκευαστών – Ηλεκτροσυγκολλητών, Εργατών, Τεχνικών Δ.Ε., Βοηθών Χειριστών Γε­ρανοφόρων Οχημάτων, Χειριστών Εκσκαπτικών Μηχα­νημάτων, Χειριστών Χωματουργικών και Ανυψωτικών Μηχανημάτων, Τεχνιτών Εκμαγείων, Κατασκευαστών Καλουπιών Εκμαγείων, Μηχανικών Σκηνής, Εμπειρικών Ζωγράφων και Προσωπικού Καθαριότητας χορηγείται επίδομα ρουχισμού, οριζόμενο σε σαράντα (40) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρί­ου 2009 και εφεξής. Το επίδομα ρουχισμού χορηγείται κατά παρέκκλιση των περιορισμών του άρθρου 24 του νόμου αυτού και δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού το επίδομα ρουχισμού μπορεί να ανα­προσαρμόζεται.»

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 23 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α’), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση Πολιτιστικής Επιμόρφωσης), εφαρμόζο­νται και για τους υπαλλήλους που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Υπουργείο Πολιτισμού, για τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλους των εποπτευομένων από το Υπουργείο Πολιτισμού Δημοσίων Υπηρεσιών και Νομικών Προσώ­πων Δημοσίου Δικαίου και για τους μόνιμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου υπαλλήλους της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής και του Κέντρου Εκπαίδευσης στην Ιππασία. Η Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση Πολιτιστικής Επιμόρφωσης για τους ανωτέρω υπαλλήλους χορηγείται κατά παρέκκλιση των περιορισμών που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α’) ή διατάξεις Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Υπουργικών Αποφάσεων, δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέ­πουν οι διατάξεις αυτές και υπόκειται στις νόμιμες κρα­τήσεις. Οι διατάξεις του πρώτου και του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 23 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α’), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (Πρόσθετη Ειδική Αποζημίωση Πολιτιστικής Επιμόρφωσης), εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που απασχολούνται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, του Εθνι­κού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας, του Ιδρύματος «Μελίνα Μερκούρη», του Οργανισμού Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης (Ο.Α.Ν.Μ.Α.) και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 24 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α’), που προστέθηκε με την πα­ράγραφο 1 του παρόντος άρθρου (Επίδομα Ρουχισμού), εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους αντίστοιχων ειδικοτήτων που απασχολούνται με σύμβαση εργασί­ας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Υπουργείο Πολιτισμού, για τους μονίμους και με σύμβαση εργα­σίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αντίστοιχων ειδικοτήτων υπαλλήλους των εποπτευομένων από το Υπουργείο Πολιτισμού Δημοσίων Υπηρεσιών και Νο­μικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Το επίδομα ρου­χισμού χορηγείται στους ανωτέρω υπαλλήλους κατά παρέκκλιση των περιορισμών που προβλέπουν οι δι­ατάξεις του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 ή διατάξεις Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Υπουργικών Απο­φάσεων, δεν συμψηφίζεται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές και υπόκειται στις νόμιμες κρατήσεις.

4. Στο μόνιμο και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δι­καίου προσωπικό που απασχολείται στα έργα συντήρη­σης και αναστήλωσης που εκτελούνται στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης καταβάλλονται από την Υπηρεσία Συ­ντήρησης Μνημείων Ακρόπολης, υπό την επιστημονική εποπτεία της Επιτροπής Συντήρησης Μνημείων Ακρό­πολης, επιπλέον αποδοχές, ως κίνητρο προσέλκυσης και παραμονής τους στα ανωτέρω έργα ως εξής:

α) Στο πάσης φύσεως προσωπικό, πλην των Προϊστα­μένων κάθε έργου και των επικεφαλής των συνεργείων κάθε έργου, καταβάλλονται επιπλέον αποδοχές ύψους διακοσίων πέντε (205) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2009 και εφεξής.

β) Στους Προϊσταμένους κάθε έργου και στους επι­κεφαλής των συνεργείων κάθε έργου καταβάλλονται επιπλέον αποδοχές ύψους διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2009 και εφεξής.

5. Οι επιπλέον αποδοχές της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου καταβάλλονται με την απαραίτη­τη προϋπόθεση ότι οι δικαιούχοι αυτών προσφέρουν υπηρεσία με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στα ανωτέρω έργα. Επίσης καταβάλλονται και για όσο χρο­νικό διάστημα οι υπάλληλοι τελούν σε θεσμοθετημένες άδειες (κανονικές, συνδικαλιστικές, ειδικές, εκπαιδευτι­κές μικρής διάρκειας έως δύο (2) μηνών, διευκόλυνσης υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις, μητρότητας και ανατροφής παιδιού), σε βραχυχρόνια αναρρωτική άδεια έως έξι (6) ημέρες κατ’ έτος, καθώς και αυτής που χορηγείται από δημόσια νοσοκομεία, κέντρα υγείας του Δημοσίου, πανεπιστημιακές κλινικές, νοσηλευτικούς σχηματισμούς του Ι.Κ.Α. και ιδιωτικές κλινικές, εφόσον έχει προηγηθεί νοσηλεία σε αυτές, η οποία αποδει­κνύεται με σχετικά παραστατικά στοιχεία (εισαγωγή, εξιτήριο κ.λπ.). Για τη συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων εκδίδεται κάθε μήνα βεβαίωση του Προ­ϊσταμένου της ΥΣΜΑ, η οποία συνοδεύει τη μισθοδοτική κατάσταση. Σε περίπτωση απομάκρυνσης των υπαλλή­λων, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο από τα καθήκοντα, τις θέσεις και τις συνθήκες, οι οποίες δικαιολογούν τη χορήγησή τους, διακόπτεται ισοχρόνως η καταβολή τους με ευθύνη του Προϊσταμένου της ΥΣΜΑ.

6. Οι επιπλέον αποδοχές της παραγράφου 4 του πα­ρόντος άρθρου χορηγούνται κατά παρέκκλιση των περι­ορισμών του άρθρου 24 του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις και ετήσια εισοδηματική πολιτική» (ΦΕΚ 297 Α’), όπως ισχύει, ή των περιορισμών που προβλέπουν διατάξεις Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και Υπουρ­γικών Αποφάσεων για το προσωπικό που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δεν αμείβε­ται σύμφωνα με το ν. 3205/2003, δεν συμψηφίζονται με την προσωπική διαφορά που προβλέπουν οι διατάξεις αυτές.

7. Η υπ’ αριθ. ΥΠΠΟ/ΓΝΟΣ/9090/28.2.1990 κοινή από­φαση των Υπουργών Εργασίας και Πολιτισμού (ΦΕΚ 154 Β’) και η υπ’ αριθ. 2050905/5583/0022/29.7.1994 κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και Εργασίας (ΦΕΚ 649 Β’) καταργούνται. Εφόσον από τις ρυθμίσεις των διατάξεων της παρα­γράφου 4 του παρόντος άρθρου προκύπτουν συνολικές μηνιαίες αποδοχές μικρότερες από αυτές που λάμβαναν οι δικαιούχοι τους κατά την 31.12.2008, η τυχόν διαφορά διατηρείται ως προσωπική μέχρι την κάλυψή της από οποιαδήποτε μελλοντική χορήγηση νέου επιδόματος, παροχής ή αποζημίωσης ή από αύξηση των επιπλέον αποδοχών της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Για τον υπολογισμό της τυχόν προσωπικής διαφοράς δεν λαμβάνονται υπόψη τα ποσά της οικογενειακής παροχής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού οι πρόσθετες αποδοχές που προβλέπονται στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου μπορεί να αναπροσαρμόζονται.

Αρθρο 78

Η παράγραφος 3 του άρθρου 18 του ν. 3389/2005 (ΦΕΚ 232 Α’) τροποποιείται ως ακολούθως:

«3. Προς το σκοπό της ρύθμισης ειδικών θεμάτων και την εν γένει διευκόλυνση της χρηματοδότησης των έρ­γων και υπηρεσιών που έχουν υπαχθεί στον παρόντα νόμο, οι Δημόσιοι Φορείς δύνανται να συνάπτουν διμε­ρείς ή πολυμερείς συμβάσεις με τους δανειστές της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού ή / και τους Ιδιωτικούς Φορείς της παραγράφου 2 του άρθρου 1 ή / και το Ελληνικό Δημόσιο. Κατόπιν αίτησης των Δημόσιων Φορέων των περιπτώσεων (β) ή (γ) ή (δ) του άρθρου 1 και έγκρισης της Ε.Γ.Σ.Δ.Ι.Τ., το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να εγγυάται έναντι της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού ή των Ιδιωτικών Φορέων και υπέρ των Δημόσιων Φορέων την καταβολή του συνόλου ή μέρους των συμβατικών ανταλλαγμάτων που προβλέπονται στις συμβάσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 1, εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και ιδίως των άρθρων 847 επ.. Οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου καθο­ρίζονται συμβατικά. Για την υπογραφή των συμβάσεων της παρούσας παραγράφου, εξουσιοδοτείται ρητώς ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.

Η ανωτέρω παράγραφος εφαρμόζεται και σε Συμβά­σεις Σύμπραξης των οποίων οι Διαδικασίες Ανάθεσης βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.»

Αρθρο 79

1. Η προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 1 του ν.δ. 1297/1972 (ΦΕΚ 217 Α’), όπως ισχύει, παρατείνεται από τότε που έληξε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2011.

2.α) Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α’) έχουν εφαρμογή για εισηγμένες μετοχές που αποκτώνται από την 1η Απρι­λίου 2009 και μετά.

Για εισηγμένες μετοχές που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μέχρι την 31η Μαρτίου 2009, ανε­ξάρτητα από το χρόνο πώλησής τους, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2759/1998 (ΦΕΚ 31 Α’) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α’) κατά περίπτωση.

β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του ν. 3697/2008 αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρ­θρου 38 του Κ.Φ.Ε. εξακολουθούν να εφαρμόζονται για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο και οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέχρι την 31η Μαρτίου 2009.»

3. Στο άρθρο 18 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α’) προστίθε­ται μετά την παράγραφο 2 νέα παράγραφος 3 ως εξής και η παράγραφος 3 αναριθμείται σε 4:

«3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για συμ­βολαιογραφικά έγγραφα τα οποία συντάσσονται από την 1η Ιουλίου 2009.»

Αρθρο 80

1. Ασφαλιστικές εισφορές χρονικών περιόδων απασχό­λησης μέχρι 30.11.2008 των επιχειρήσεων ή των υπο­καταστημάτων των επιχειρήσεων που, από βεβαίωση της αρμόδιας αρχής, προκύπτει ότι υπέστησαν υλικές ζημιές κατά τα επεισόδια που έλαβαν χώρα την περί­οδο του Δεκεμβρίου 2008, προς το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., τους Οργανισμούς, Ταμεία και Λογαριασμούς, των οποίων οι εισφορές εισπράττονται ή συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και τους λοιπούς φορείς Επικουρικής Ασφάλισης, μαζί με τα αναλογούντα σε αυτές πρό­σθετα τέλη, προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβα­ρύνσεις, που μειώνονται κατά 50% κεφαλαιοποιούνται την 30.11.2008 και αναστέλλεται η καταβολή τους επί τρίμηνο, αρχής γενομένης από 1.12.2008.

Επίσης, αναστέλλεται η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών των ανωτέρω επιχειρήσεων χρονικών περιόδων απασχόλησης, από 1.12.2008 μέχρι 27.2.2009 συμπεριλαμβανομένου και του Δώρου Χρι­στουγέννων 2008, χωρίς τον υπολογισμό κατά το χρο­νικό αυτό διάστημα πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων.

2. Προκειμένου για τους αυτοαπασχολούμενους ασφα­λισμένους του ΟΑΕΕ των οποίων οι επιχειρήσεις υπέ­στησαν ζημίες, κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, αναστέλλεται μέχρι 28.2.2009 η καταβολή των καθυ­στερούμενων μέχρι 31.10.2008 ασφαλιστικών εισφορών προς τον εν λόγω Οργανισμό μαζί με τα αναλογούντα σε αυτές πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις και λοιπές επι­βαρύνσεις που μειώνονται κατά 50% και κεφαλαιοποι­ούνται την 31.10.2008.

Επίσης, αναστέλλεται η καταβολή των υπέρ ΟΑΕΕ ασφαλιστικών εισφορών του 6ου διμήνου 2008 (Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2008) και του 1ου διμήνου του 2009 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2009).

3. Μετά τη λήξη της περιόδου αναστολής που προβλέ­πεται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, οι εισφορές που προβλέπονται από το πρώτο και δεύτερο εδάφιο των αντίστοιχων παραγράφων ρυθμίζονται και εξοφλούνται ως εξής:

Α. Προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 1, σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με ελά­χιστο ποσό μηνιαίας δόσης τα εκατόν πενήντα (150) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη λήξη της αναστολής.

Β. Προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 2, σε δεκαοκτώ (18) ισόποσες διμηνιαίες δόσεις, το ποσό της καθεμίας δεν μπορεί να υπολείπεται των τριακο­σίων (300) ευρώ. Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την 31.5.2009.

4. Εκπρόθεσμη καταβολή δόσης, προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 1, μέχρι το τέλος του επόμε­νου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή και προκειμένου για τους οφειλέτες της παραγράφου 2 μέχρι το τέλος του μεθεπόμενου μήνα από αυτόν που είναι απαιτητή, δεν συνεπάγεται απώλεια της ρύθμισης, εάν αυτή αφο­ρά μόνο δύο (2) δόσεις σε κάθε δωδεκάμηνο.

Κατά το διάστημα της αναστολής, χορηγείται απο­δεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, για οποιαδήποτε χρήση, με βάση το οποίο, προκειμένου για τους οφειλέ­τες της παραγράφου 1, δεν διενεργείται οποιαδήποτε παρακράτηση.

5. Για την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του παρόντος, απαιτείται:

– Η υποβολή σχετικής αίτησης μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του τελευταίου μήνα της αναστολής.

– Επιπρόσθετα για τους οφειλέτες της παραγράφου 1, η εμπρόθεσμη υποβολή όλων των Αναλυτικών Περιο­δικών Δηλώσεων (Α.Π.Δ.) των περιόδων απασχόλησης για τις οποίες χωρεί αναστολή καταβολής τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών.

Η μη τήρηση των όρων της ρύθμισης των προηγού­μενων παραγράφων (καταβολή δόσεων και τρεχουσών εισφορών μετά την περίοδο της αναστολής) έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της ρύθμισης και την κα­ταβολή του συνόλου της οφειλής κατά την ισχύουσα νομοθεσία.

6. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 3518/2006, όπως τροποποιήθηκε ως προς την προθε­σμία υποβολής της αίτησης υπαγωγής με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 3607/2007, ανα­στέλλεται μέχρι και 31.3.2009 η καταβολή των δόσεων της ρύθμισης κατά τις ανωτέρω διατάξεις των ενήμε­ρων επιχειρήσεων που υπέστησαν υλικές ζημιές, καθώς επίσης και η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών για τις οποίες χωρεί τρίμηνη αναστολή κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

7. Αναστέλλεται η καταβολή προς τον ΟΑΕΕ των δό­σεων του 6ου διμήνου 2008 και του 1ου διμήνου 2009 τυχόν προηγούμενων ρυθμίσεων. Οι δόσεις αυτές μαζί με τις αντίστοιχες εισφορές μπορούν να καταβληθούν χωρίς προσαυξήσεις μέχρι 30.9.2009. Στις διατάξεις των ρυθμίσεων των παραγράφων 2 και επόμενων του παρόντος άρθρου είναι δυνατόν να υπαχθούν και οι ασφαλισμένοι του ΟΑΕΕ της κατηγορίας αυτής που είναι ενήμεροι ασφαλιστικά και που έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις, για το μέρος της οφειλής που δεν έχει ακόμη καταβληθεί.

8. Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοι­νωνικής Προστασίας καθορίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

Αρθρο 81

Στην εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 5 του πέμπτου άρθρου του ν.2275/1994 (ΦΕΚ 238 Α’), όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 11 του ν. 2954/2001 (ΦΕΚ 255 Α’), νοείται ότι στις εξαιρετικές περιπτώσεις εμπίπτουν και οι περιπτώσεις βίαιων γε­γονότων, τα οποία προκαλούν σημαντικές ζημιές σε μεγάλο αριθμό φορολογουμένων.

Αρθρο 82

Τρόπος ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’

ΡΥΘΜΙΣΗ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ

1. Χρέη προς το Δημόσιο, βεβαιωμένα στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα Τελωνεία, καθώς και χρέη υπέρ τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ., τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2008, ρυθμίζονται με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που τα επιβα­ρύνουν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου και καταβάλλονται ως ακολούθως:

α) σε μία δόση, με απαλλαγή ποσοστού εκατό τοις εκατό (100%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης κατα­βολής και πενήντα τοις εκατό (50%) των πρόσθετων φόρων του ν.2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α’) και των πάσης φύ­σεως πρόσθετων φόρων, προσαυξήσεων φόρου και φο­ρολογικών προστίμων που έχουν βεβαιωθεί και αφορούν στην κύρια οφειλή,

β) από δύο (2) έως τρεις (3) μηνιαίες δόσεις, με απαλ­λαγή ποσοστού εκατό τοις εκατό (100%) των προσαυ­ξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

γ) από τέσσερις (4) μέχρι έξι (6) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού ενενήντα τοις εκατό (90%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

δ) από επτά (7) μέχρι δώδεκα (12) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

ε) από δεκατρείς (13) μέχρι δεκαοκτώ (18) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού εβδομήντα τοις εκατό (70%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής,

στ) από δεκαεννέα (19) μέχρι είκοσι τέσσερις (24) μηνι­αίες δόσεις, με απαλλαγή ποσοστού εξήντα τοις εκατό (60%) των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής.

Όσοι οφειλέτες επιλέξουν την εξόφληση των ανωτέρω ληξιπρόθεσμων οφειλών τους με δόσεις και θελήσουν, κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε δόσης της ρύθμισης, να εξοφλήσουν το υπόλοιπο της οφειλής τους εφάπαξ, τους παρέχεται ποσοστό έκπτωσης, επί των προσαυ­ξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής, που αναλογούν στο ποσό αυτό, ίσο με το οριζόμενο ανωτέρω ποσοστό, ανάλογα με τον αριθμό των μηνιαίων δόσεων που τελικά διαμορφώνεται. Το ποσό που καταβάλλεται εφάπαξ για την εξόφληση της οφειλής θεωρείται ως η τελευταία μηνιαία δόση.

2. Η αίτηση του οφειλέτη για την υπαγωγή στη ρύθ­μιση πρέπει να κατατεθεί μέχρι και τις 27 Φεβρουαρίου 2009 στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο, όπου είναι βε­βαιωμένα τα χρέη.

3. Η καταβολή της πρώτης δόσης, καθώς και η εφάπαξ εξόφληση γίνεται την ημέρα υποβολής της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση. Το ποσό της πρώτης δόσης θα είναι αυξημένο κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του υπαγόμενου στη ρύθμιση κεφαλαίου, πλέον των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν στο ποσοστό αυτό, όπως αυτές διαμορφώνονται με την παρούσα ρύθμιση. Η δεύτερη δόση θα καταβάλλε­ται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και οι επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη ειδο­ποίηση του οφειλέτη.

Το συνολικό ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Αρθρο 83

Υπαγόμενες οφειλές στη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι ληξιπρόθεσμες, μέχρι 31.12.2008, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε., οφει­λές, του ιδίου οφειλέτη, που είναι βεβαιωμένες στην υπηρεσία όπου υποβάλλεται η αίτηση για υπαγωγή στη ρύθμιση, χωρίς δικαίωμά του να ζητήσει την εξαίρεση μέρους αυτών.

2. Στην ίδια ρύθμιση υπάγονται, μόνο αν ζητηθεί από τον οφειλέτη:

α) οι οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης,

β) οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε διευκόλυνση τμη­ματικής καταβολής κατά τις διατάξεις των άρθρων 13-21 του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α’), καθώς και οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε άλλη ρύθμιση, των οποίων οι όροι τηρούνται κατά την υποβολή του αιτήματος.

3. Από τη ρύθμιση αυτή εξαιρούνται οι οφειλές που έχουν υπαχθεί σε πτωχευτικό ή εξωπτωχευτικό συμ­βιβασμό που δεν έχει ανατραπεί, τα χρέη υπέρ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα χρέη υπέρ τρίτων κρατών.

Αρθρο 84

Αποτελέσματα ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Στον οφειλέτη που είναι συνεπής στη ρύθμιση:

Α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών του προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συ­ντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α’), όπως ισχύει.

Β) Δεν λαμβάνονται σε βάρος του τα προβλεπόμενα μέτρα κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν.1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α’), του άρθρου 22 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α’), όπως αυτά ισχύουν σήμερα, και των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α’), αναστέλλονται δε τα τυχόν ληφθέντα ως άνω μέτρα.

Γ) Αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης για προσωποκράτηση ή αν αυτή έχει αρχίσει διακόπτεται, κα­θώς και η ποινική δίωξη που προβλέπεται από το άρθρο 25 του ν. 1882/1990 και αναβάλλεται η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε ή εφόσον άρχισε η εκτέλεσή της διακόπτεται.

Δ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης επί κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.

Αν ο οφειλέτης απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμι­σης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

2. Η υπαγωγή και η συμμόρφωση του οφειλέτη στη ρύθμιση αυτή δεν εμποδίζει το Δημόσιο:

Α) Να λαμβάνει όλα τα προβλεπόμενα από τις ισχύ­ουσες διατάξεις μέτρα για την είσπραξη των χρεών που καθίστανται ληξιπρόθεσμα από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά, καθώς και των χρεών που δεν έχουν υπαχθεί για οποιονδήποτε λόγο στη ρύθμιση αυτή.

Β) Να επιβάλλει κατασχέσεις σε περιουσιακά στοιχεία ή να λαμβάνει ασφαλιστικά μέτρα, για τη διασφάλιση της εξόφλησης των οφειλών.

Γ) Να αρνείται τη χορήγηση αποδεικτικού ενημερότη­τας για μεταβιβάσεις ακινήτων, εφόσον δεν διασφαλίζο­νται τα συμφέροντα του Δημοσίου ή να ορίζει ποσοστό παρακράτησης μέρους ή του συνόλου του εισπραττό­μενου τιμήματος.

Δ) Να δίδει εντολή παρακράτησης μέρους ή του συ­νόλου της χρηματικής απαίτησης του οφειλέτη κατά τρίτων προσώπων, για την είσπραξη της οποίας πρέπει να κατατεθεί αποδεικτικό ενημερότητας.

Ε) Να συμψηφίζει τις απαιτήσεις του οφειλέτη κατά του Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε.

ΣΤ) Να απαιτεί την καταβολή του συνόλου συγκεκρι­μένης οφειλής, εφόσον η καταβολή αυτή είναι υποχρε­ωτική από τις ισχύουσες διατάξεις για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων ή συναλλαγών.

3. Η παραγραφή των χρεών, για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση, αναστέλ­λεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αυτής και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξαρτήτως καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη της τελευταίας δόσης αυτής.

Αρθρο 85

Ειδικά θέματα ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών

1. Πρόσωπα που ευθύνονται, μαζί με τον οφειλέτη, για την καταβολή μέρους οφειλής δεν δικαιούνται να ρυθμίσουν μόνο το μέρος αυτό της οφειλής με τις πα­ρούσες διατάξεις.

2. Οι οφειλές που θα υπαχθούν στη ρύθμιση με κα­ταβολή μηνιαίων δόσεων και εφόσον οι οφειλέτες θα είναι συνεπείς σε αυτή δεν επιβαρύνονται περαιτέρω με προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής μέχρι την εξόφλησή τους.

3. Η καθυστέρηση πληρωμής μιας δόσης έχει ως συνέ­πεια την επιβάρυνση του ποσού αυτής, με τις κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.

4. Ο οφειλέτης εκπίπτει του δικαιώματος της ρύθμισης εάν δεν καταβάλλει τρεις (3) συνεχείς μηνιαίες δόσεις αυτής. Στην περίπτωση αυτή το υπόλοιπο της οφειλής που είχε ρυθμιστεί επιβαρύνεται με όλες τις προσαυξή­σεις εκπρόθεσμης καταβολής με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης και επιδιώκεται η είσπραξή του με όλα τα προβλεπόμενα από την ισχύουσα νομοθεσία μέτρα.

Αρθρο 86

Φορολογία τόκων από έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου

1. Στην παράγραφο 9 του άρθρου 12 του Κώδικα Φο­ρολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέα περίπτωση δ’, που έχει ως εξής:

«δ) Έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και οι οποίοι αποκτώνται από επενδυτές μόνιμους κατοίκους αλλοδαπής.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρ­μόζονται για εκδόσεις εντόκων γραμματίων του Ελ­ληνικού Δημοσίου που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2009 και μετά.

Αρθρο 87

Επιβολή εφάπαξ φόρου επί των αποθεμάτων πετρελαίου θέρμανσης

1. Στα αποθέματα πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL)- θέρμανσης που έχει στην κυριότητά του, την 31η Δεκεμβρίου 2008, κάθε επιτηδευματίας, που έχει λάβει αριθμό μητρώου Διακινητών Πετρελαίου Θέρμανσης (ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ.), τα οποία έχουν τεθεί σε ανάλωση και έχει πραγματοποιηθεί η φυσική τους έξοδος από τις φορολογικές αποθήκες, αλλά δεν έχουν διατεθεί στην κατανάλωση, επιβάλλεται εφάπαξ φόρος ισόποσος με τη διαφορά των φορολογικών επιβαρύνσεων που εφαρμόζονται από 1.1.2009, ήτοι του Ειδικού Φό­ρου Κατανάλωσης και του αναλογούντος Φ.Π.Α., και των ήδη καταβληθέντων κατά την έξοδό τους από τη φορολογική αποθήκη Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του αναλογούντος Φ.Π.Α.

2. Ο εφάπαξ φόρος επιβάλλεται στα αποθέματα της προηγούμενης παραγράφου που έχει στην κυριότητά του ο επιτηδευματίας ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ., την 31.12.2008 σε εγκα­ταστάσεις του ή σε εγκαταστάσεις τρίτων, ανεξάρτητα από το χρόνο λήξης της διαχειριστικής του περιόδου ή την κατηγορία των βιβλίων που τηρεί ή την απαλλαγή από την τήρηση βιβλίων.

3. Σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. πραγματοποιεί πωλήσεις σε δικαιούχους χρήσης πε­τρελαίου θέρμανσης και δικαιούται επιστροφής, τότε ο οφειλόμενος εφάπαξ φόρος συμψηφίζεται με τα προς επιστροφή ποσά των φορολογικών επιβαρύνσεων, λόγω της εξομοίωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης του πετρελαίου εσωτερικής καύσης ΡΈβΕΙ.) – θέρμανσης με το πετρέλαιο κίνησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α’).

4. Σε περίπτωση που ο επιτηδευματίας ΔΙ.ΠΕ.ΘΕ. δεν πραγματοποιεί πωλήσεις σε δικαιούχους χρήσης πετρε­λαίου θέρμανσης και δεν δικαιούται επιστροφής σύμ­φωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008 τότε ο οφειλόμενος εφάπαξ φόρος καταβάλλεται εφά­παξ με την υποβολή από τον υπόχρεο δήλωσης εις διπλούν στην αρμόδια για τη φορολογία εισοδήματός του Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) το αργότερο μέχρι και τη 16η Φεβρουαρίου 2009. Το ένα αντίτυπο της δήλωσης με ημερομηνία παραλαβής και θεωρημένο από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. επιστρέφεται στον υπόχρεο.

Δήλωση που υποβάλλεται χωρίς την ταυτόχρονη κα­ταβολή του οφειλόμενου εφάπαξ φόρου θεωρείται απα­ράδεκτη και δεν παράγει κανένα έννομο αποτέλεσμα.

Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης ή ανακριβούς δήλωσης ή εκπρόθεσμης δήλωσης εφαρμόζονται οι κυ­ρώσεις οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του ν. 2523/1997, καθώς και οι κυρώσεις των περί λαθρε­μπορίας διατάξεων του ν.2960/2001, εφόσον συντρέχει περίπτωση.

Για τη διαδικασία βεβαίωσης εφαρμόζονται ανάλογα οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του ν.2238/1994.

5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικο­νομικών καθορίζεται ο τρόπος συμψηφισμού του εφά­παξ φόρου επί των αποθεμάτων με τα προς επιστροφή ποσά, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 22 του ν. 3634/2008, ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης του εφάπαξ φόρου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

6. Κάθε άλλη διάταξη, η οποία αντίκειται στις δια­τάξεις του παρόντος άρθρου, δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις οι οποίες ρυθμίζονται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

7. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.1.2009.

Αρθρο 88

Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 2010 για τις δηλώσεις οικονομι­κού έτους 2010 και μετά.»

Αρθρο 89

Ρύθμιση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων

1. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α’ «Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων» του ν. 3259/2004 (ΦΕΚ 149 Α’), όπως ισχύουν, τροποποιούνται ως ακολούθως:

α. Η περίπτωση α’ του άρθρου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

«α) Οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει υποβληθεί μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2008 εμπρόθεσμη ή εκπρόθεσμη αρχική δήλωση φόρου εισοδήματος ή εκκαθαριστική δή­λωση Φ.Π.Α. για κάποια από τις ανέλεγκτες χρήσεις.»

β. Η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 2 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«Τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται με συντελεστή λογιστικών διαφορών δύο τοις εκατό (2%) για όλα τα επαγγέλματα, με εξαίρεση τα παρα­κάτω για τα οποία τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα πολλαπλασιάζονται ως εξής:

α) με συντελεστή λογιστικών διαφορών επτά τοις χιλίοις (7%ο)

Κ.Α. 4214: έμπορος (πρατήριο) βενζίνης και πετρελαί­ου

Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας

Κ.Α. 5402: έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας, χονδρικώς,

β) με συντελεστή λογιστικών διαφορών δώδεκα τοις χιλίοις(12%)

Κ.Α. 4235: έμπορος πετρελαίου θέρμανσης (διανομή κατ’ οίκον).»

γ. Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«Το ποσό του φόρου που προκύπτει από τον παραπά­νω υπολογισμό δεν μπορεί να είναι μικρότερο από δύο τοις χιλίοις (2%) του ποσού των ακαθάριστων εσόδων συνολικά (δηλωθέντων και τυχόν αποκρυβέντων), με εξαίρεση το επάγγελμα Κ.Α. 5402: πρατήριο χονδρικής πωλήσεως προϊόντων καπνοβιομηχανίας ή έμπορος προϊόντων καπνοβιομηχανίας, χονδρικώς, για το οποίο το ποσό του φόρου δεν μπορεί να είναι μικρότερο από ενάμισι τοις χιλίοις(1,5%) του ποσού των προαναφερό­μενων ακαθάριστων εσόδων.»

δ. Η πρώτη περίοδος της παραγράφου 4 του άρθρου 6 αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τον υπολογισμό του ποσού του βεβαιωτέου φό­ρου, σε περίπτωση αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 2, τα συγκεκριμένα ποσά της απόκρυψης προσαυξάνουν τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα του οικονομικού έτους που αφορούν και ο συντελεστής υπολογισμού του φό­ρου γίνεται:».

2. Οι επιτηδευματίες με υποθέσεις της παραγράφου 6 του άρθρου 9 του ν. 3259/2004 μπορούν να υποβάλουν την προβλεπόμενη από την παράγραφο αυτή αίτηση μέχρι 20.2.2009.

3. Η έκδοση των Εκκαθαριστικών Σημειωμάτων της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3259/2004, καθώς και η υποβολή αυτών από τους ίδιους τους επιτηδευ­ματίες στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου, για την περαίωση των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων κατά τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 11 του ανωτέρω νόμου και του άρθρου 28 του ν. 3697/2008 (ΦΕΚ 194 Α’), λήγει την 27.2.2009, εφαρμοζομένων ως προς τους όρους, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία περαίωσης και των οριζομένων στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

4. Υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν ή υποβλήθη­καν τα Εκκαθαριστικά Σημειώματα του άρθρου 9 του ν.3259/2004 στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του νόμου αυτού, καθώς και των δια­τάξεων του άρθρου 28 του ν.3697/2008, για τις οποίες εκκρεμεί η διαδικασία περαίωσης, περαιώνονται κατά τις διατάξεις αυτές, με βάση και τις μεταβολές που επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρό­ντος άρθρου.

5. Υποθέσεις για τις οποίες εκδόθηκαν και κοινοποιή­θηκαν τα Εκκαθαριστικά Σημειώματα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 3259/2004 στο πλαίσιο εφαρ­μογής των διατάξεων των άρθρων 1 έως 11 του νόμου αυτού, καθώς και των διατάξεων του άρθρου 28 του ν. 3697/2008, αλλά δεν επήλθε περαίωση κατά τις ανωτέ­ρω διατάξεις, μπορούν να περαιώνονται κατά τις διατά­ξεις αυτές, με βάση και τις μεταβολές που επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από της επίδο­σης σχετικής έγγραφης πρόσκλησης από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., η οποία διενεργείται μέχρι 27.2.2009. Η κατά τα ανωτέρω περαίωση μπορεί να διενεργείται και κατόπιν σχετικής γραπτής αίτησης του ίδιου του επιτηδευματία προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. η οποία υποβάλλεται μέχρι την ίδια ως άνω ημερομηνία. Για την περαίωση στην περίπτωση αυτή ισχύει η ίδια ως άνω προθεσμία δέκα (10) ημερών από της υποβολής της αίτησης.

6. Εφόσον για τις υποθέσεις της προηγούμενης πα­ραγράφου έχουν περιέλθει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. πάσης φύσεως στοιχεία και πληροφορίες οι οποίες αρχικά δεν υφίσταντο και γενικά εφόσον έχουν μεταβληθεί τα δεδομένα του οικείου φακέλου, η περαίωση γίνεται κατά τα οριζόμενα στην εν λόγω παράγραφο, υπό το βάρος των νέων δεδομένων και με την προϋπόθεση ότι οι υποθέσεις αυτές συνεχίζουν να είναι εκκρεμείς και δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος εξαίρεσης.

Αρθρο 90

Έκτακτο Επίδομα Κοινωνικής Συνοχής

1. Χορηγείται έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση στους κατά την 22α Ιανουαρίου 2009 πάσης φύσεως συνταξιούχους στους οποίους καταβάλλεται Ε.Κ.Α.Σ., στους συνταξιούχους του Ο.Γ.Α., στα άτομα με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου που λαμβάνουν το διατροφικό επίδομα, καθώς και στα άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ) έμμεσα ασφαλισμένα ή ανασφάλιστα, εφόσον λαμβάνουν τα προνοιακά επιδόματα της υπ’ αριθμ. 63731/21.5.2008 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 931 Β’) των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθώς και στους εγγεγραμμένους στα μητρώα του Ο.Α.Ε.Δ. ανέργους, το ύψος της οποίας καθορίζεται ως εξής:

α) Διακόσια (200) ευρώ για τους δικαιούχους που κα­τοικούν στους Νομούς Αρκαδίας, Γρεβενών, Δράμας, Έβρου, Ευρυτανίας, Ημαθίας, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Καβάλας, Καρδίτσας, Καστοριάς, Κιλκίς, Κοζάνης, Λα­ρίσης, Ξάνθης, Πέλλης, Πιερίας, Ροδόπης, Σερρών, Τρι­κάλων, Φλωρίνης και Χαλκιδικής.

β) Εκατόν (150) πενήντα ευρώ για τους δικαιούχους που κατοικούν στους Νομούς Αττικής, Αιτωλοακαρνανίας, Αργολίδας, Αρτας, Αχαΐας, Βοιωτίας, Εύβοιας, Ηλείας, Θεσπρωτίας, Λακωνίας, Λέσβου, Λευκάδας, Μαγνησίας, Μεσσηνίας, Κέρκυρας, Κορινθίας, Πρεβέζης, Φθιώτιδας και Φωκίδας.

γ) Εκατό (100) ευρώ για τους δικαιούχους που κατοι­κούν στους Νομούς Δωδεκανήσου, Ζακύνθου, Ηρακλείου, Κεφαλληνίας, Κυκλάδων, Λασιθίου, Ρεθύμνης, Σάμου, Χανίων και Χίου.

2. Η ανωτέρω οικονομική ενίσχυση είναι αφορολό­γητη και δεν υπολογίζεται στα εισοδηματικά όρια για την καταβολή του Ε.Κ.Α.Σ., του πολυτεκνικού επιδόματος και οποιασδήποτε άλλης παροχής κοινωνικού χαρακτήρα.

3. Η ενίσχυση καταβάλλεται στους συνταξιούχους μέσω των ασφαλιστικών φορέων από τους οποίους χορηγείται η κύρια σύνταξη στα ανωτέρω άτομα με νεφρική ανεπάρκεια και στα άτομα με αναπηρία (ΑμεΑ) μέσω της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και προκειμένου για μακροχρονίως ανέργους, μέσω του Ο.Α.Ε.Δ.. Κάθε δικαιούχος λαμβάνει την εν λόγω ενίσχυση από μία και μόνο πηγή.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστα­σίας δύναται να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος.

5. Η οικονομική ενίσχυση του παρόντος άρθρου βα­ρύνει τις πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού που προορίζονται για χρηματοδοτήσεις ή επιχορηγήσεις του Εθνικού Ταμείου Κοινωνικής Συνοχής (ν. 3631/2008, ΦΕΚ 6 Α’).

Αρθρο 91

Έναρξη ισχύος

Οι διατάξεις του παρόντος νόμου αρχίζουν να ισχύουν από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.