ΝΟΜΟΣ 3517/21.12.06 Ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2005/19/ΕΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών μεταξύ εταιρειών διαφορετικών κρατών – μελών και άλλες διατάξεις.
Ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2005/19/ΕΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών μεταξύ εταιρειών διαφορετικών κρατών – μελών και άλλες διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’

ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2005/19/ΕΚ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΕΙΣ, ΔΙΑΣΠΑΣΕΙΣ, ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΟΧΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ-ΜΕΛΩΝ

Αρθρο 1

Σκοπός και πεδίο εφαρμογής

Οι διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του παρόντος νόμου αποτελούν εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της αριθ. 2005/19/ΕΚ Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (L. 58/4.3.2005) για την τροποποίηση της αριθ. 90/434/ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L. 225/20.8.1990), σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς στις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών μεταξύ εταιρειών διαφορετικών κρατών – μελών.

Αρθρο 2

1. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 1 του ν. 2578/1998 (ΦΕΚ 30 Α) αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 8 του παρόντος αποτελούν εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με τις διατάξεις της αριθ. 90/434/ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L. 225/20.8.1990), όπως τροποποιήθηκε με την αριθ. 2005/19/ΕΚ Οδηγία του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (L. 58/4.3.2005), σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς στις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών μεταξύ εταιρειών δύο ή περισσότερων κρατών – μελών, καθώς και τη μεταφορά της καταστατικής έδρας από ένα κράτος – μέλος σε άλλο κράτος – μέλος ευρωπαϊκών εταιρειών (Ευρωπαϊκή Εταιρεία = Societas Europaea ή SE), όπως θεσπίσθηκαν με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001, για το καταστατικό της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE), σε συνδυασμό με το ν. 3412/2005 (ΦΕΚ 276 Α’) “Πλαίσιο ρυθμίσεων για τη σύσταση και τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Εταιρείας”, και ευρωπαϊκών συνεταιριστικών εταιρειών (Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρεία = Societas Cooperativa Europaea ή SCE), όπως θεσπίσθηκαν με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003, για το καταστατικό της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE).

2. Η πρώτη περίοδος του Αρθρου 2 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“Για την εφαρμογή των άρθρων 1 έως και 8 του παρόντος νοείται ως:”.

3. Οι περιπτώσεις γ’, δ’, ε’, στ’, ζ’, η’ και θ’ του Αρθρου 2 του ν. 2578/1998 αναριθμούνται σε δ’, ε’, στ’, ζ’, η’, θ’ και ι’, αντίστοιχα, και προστίθενται νέες περιπτώσεις γ’, ια’ και ιβ’, που έχουν ως εξής:

“γ) Μερική διάσπαση: η πράξη με την οποία μία εταιρεία, χωρίς να λυθεί, μεταβιβάζει έναν ή περισσότερους κλάδους δραστηριοτήτων σε μία ή περισσότερες προϋπάρχουσες ή νέες εταιρείες, αφήνοντας τουλάχιστον έναν κλάδο δραστηριότητας στην εισφέρουσα εταιρεία, έναντι αναλογικής παροχής στους εταίρους της τίτλων παραστατικών του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου των εταιρειών που λαμβάνουν τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού και ενδεχομένως, έναντι καταβολής ποσού σε μετρητά, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή της λογιστικής αξίας τους σε περίπτωση που οι τίτλοι δεν έχουν ονομαστική αξία.

ια) Μεταφορά της καταστατικής έδρας: η πράξη με την οποία μία ευρωπαϊκή εταιρεία (SE) ή μία ευρωπαϊκή συνεταιριστική εταιρεία (SCE), χωρίς να λυθεί ή να συσταθεί νέο νομικό πρόσωπο, μεταφέρει την καταστατική έδρα της από ένα κράτος – μέλος σε άλλο κράτος – μέλος.

ιβ) Η μετατροπή υποκαταστήματος σε θυγατρική εταιρεία εμπίπτει στην έννοια της εισφοράς του κλάδου, όπως αυτός ορίζεται στην περίπτωση ε’.”

4. Η περίπτωση στ’ του Αρθρου 2 του ν. 2578/1998, όπως αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, αντικαθίσταται ως εξής:

“στ) Ανταλλαγή μετοχών: η πράξη με την οποία μία εταιρεία αποκτά συμμετοχή στο κεφάλαιο άλλης εταιρείας σε ποσοστό το οποίο της παρέχει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου της εταιρείας αυτής ή, έχοντας αποκτήσει μία τέτοια πλειοψηφική συμμετοχή, αποκτά μία περαιτέρω συμμετοχή, έναντι παροχής στους μετόχους ή εταίρους της δεύτερης αυτής εταιρείας, σε αντάλλαγμα των τίτλων τους, παραστατικών τίτλων του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης και, ενδεχομένως, έναντι καταβολής συμψηφιστικού ποσού σε μετρητά, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της ονομαστικής αξίας των τίτλων αυτών ή της λογιστικής αξίας τους σε περίπτωση που οι τίτλοι δεν έχουν ονομαστική αξία.”

5. Η παράγραφος 1 του Αρθρου 3 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Η υπεραξία που προκύπτει κατά τη συγχώνευση, διάσπαση, μερική διάσπαση ή εισφορά ενεργητικού υπέρ της εισφέρουσας ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα κατά το χρόνο που λαμβάνουν χώρα οι ανωτέρω πράξεις, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 2.

Ως υπεραξία ορίζεται η θετική διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της εισφέρουσας ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και της καθαρής λογιστικής αξίας τους, όπως οι αξίες αυτές προκύπτουν κατά τον ως άνω χρόνο. Σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει αρνητική διαφορά, αυτή δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της εισφέρουσας ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης.

Ως μεταβιβαζόμενα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού θεωρούνται τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της εισφέρουσας εταιρείας τα οποία, λόγω συγχώνευσης, διάσπασης ή μερικής διάσπασης, συνδέονται, πράγματι με τη μόνιμη εγκατάσταση της λήπτριας εταιρείας, η οποία πρέπει να αποκτάται μετά την ολοκλήρωση μίας εκ των ανωτέρω πράξεων στο κράτος – μέλος της εισφέρουσας εταιρείας, όταν τα πιο πάνω στοιχεία συμβάλλουν στη διαμόρφωση των κερδών και των ζημιών που λαμβάνονται υπόψη για φορολογικούς σκοπούς.”

6. Η παράγραφος 4 του Αρθρου 3 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Οι αφορολόγητες εκπτώσεις και αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί από την εισφέρουσα ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή την ευρισκόμενη στην Ελλάδα μόνιμη εγκατάσταση αλλοδαπής εταιρείας κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν υπόκεινται σε φορολογία κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή διάσπασης ή μερικής διάσπασης ή εισφοράς του ενεργητικού τους στο όνομα της εισφέρουσας ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή μόνιμης εγκατάστασης, με την προϋπόθεση ότι μεταφέρονται και εμφανίζονται αυτούσια σε ειδικούς λογαριασμούς στα βιβλία της λήπτριας μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα.

Σε περίπτωση μη τήρησης της προϋπόθεσης αυτής, οι αφορολόγητες εκπτώσεις και αποθεματικά φορολογούνται στο όνομα της λήπτριας μόνιμης εγκατάστασης κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή της διάσπασης ή της μερικής διάσπασης ή της εισφοράς ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο αυτόν.”

7. Στο Αρθρο 3 του ν. 2578/1998 προστίθενται νέες παράγραφοι 5, 6 και 7, που έχουν ως εξής:

“5. Οι ζημίες παρελθουσών χρήσεων της εισφέρουσας ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης για τις οποίες διατηρείται το δικαίωμα μεταφοράς στα επόμενα έτη με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, μπορούν να μεταφερθούν για να συμψηφισθούν με τα κέρδη των επόμενων οικονομικών ετών της μόνιμης εγκατάστασης της λήπτριας εταιρείας στην Ελλάδα, εφόσον η δυνατότητα αυτή παρέχεται και για τους μετασχηματισμούς των ημεδαπών επιχειρήσεων που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 5 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α’) ή της παραγράφου 5 του Αρθρου 16 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α’) και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τους μετασχηματισμούς αυτούς.

6. Οταν μεταξύ των εισφερόμενων στοιχείων ημεδαπής ανώνυμης εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης κατά τη συγχώνευση, διάσπαση, μερική διάσπαση ή εισφορά του ενεργητικού της, περιλαμβάνεται και μόνιμη εγκατάσταση αυτής (υποκατάστημα) σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση της μόνιμης αυτής εγκατάστασης υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος. Από το συνολικό ποσό του φόρου εισοδήματος που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, εκπίπτει το αντίστοιχο ποσοστό φόρου που θα επιβαλλόταν στο κράτος – μέλος στο οποίο βρίσκεται η πιο πάνω μόνιμη εγκατάσταση για την προκύπτουσα υπεραξία, αν δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου αυτού.

7. Εισφέρουσα ή αποκτώμενη εταιρεία άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο κεφάλαιο της οποίας συμμετέχει κάτοικος Ελλάδας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δύναται να θεωρηθεί από τη χώρα μας ως φορολογικά διαφανής, αφού ληφθούν υπόψη και τα νομικά χαρακτηριστικά της, όπως απορρέουν από το δίκαιο της χώρας βάσει του οποίου έχει συσταθεί. Στην περίπτωση αυτή, οι μέτοχοι ή εταίροι, κάτοικοι Ελλάδας, φορολογούνται για το μερίδιό τους επί του κέρδους ή της υπεραξίας, όπως αυτή υπολογίζεται με βάση τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Από το συνολικό ποσό του φόρου εισοδήματος που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α’), εκπίπτει το αντίστοιχο ποσό φόρου που θα επεβάλλετο σε βάρος της πιο πάνω αλλοδαπής εταιρείας για τα εισοδήματα, τα κέρδη ή τις υπεραξίες της, αν δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις του νόμου αυτού. Εταιρεία φορολογικά διαφανής είναι αυτή, της οποίας τα κέρδη φορολογούνται στο όνομα των μετόχων ή εταίρων αυτής.”

8. Η παράγραφος 2 του Αρθρου 4 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Σε περίπτωση μεταβίβασης ή μεταφοράς εκτός Ελλάδας από την υπαγόμενη αλλοδαπή λήπτρια εταιρεία περιουσιακών στοιχείων, που είχε αποκτήσει κατά τη συγχώνευση, διάσπαση, μερική διάσπαση ή εισφορά του ενεργητικού, η υπεραξία που αντιστοιχεί σε αυτά φορολογείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Αρθρο 3.”

9. Η παράγραφος 3 του Αρθρου 4 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Οι αποσβέσεις των περιουσιακών στοιχείων που εισφέρονται, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων

του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 3, από ημεδαπή εταιρεία στη μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα υπαγόμενης αλλοδαπής λήπτριας εταιρείας υπολογίζονται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που θα υπολογίζονταν αν δεν είχε πραγματοποιηθεί η συγχώνευση ή διάσπαση ή μερική διάσπαση ή εισφορά του ενεργητικού. Σε περίπτωση υπολογισμού αποσβέσεων σε μεγαλύτερη αξία (υπεραξία), εφαρμόζονται οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.”

10. Η παράγραφος 6 του Αρθρου 4 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“6. Η υπεραξία που δημιουργείται υπέρ της αλλοδαπής ή ημεδαπής λήπτριας εταιρείας κατά τη συγχώνευση, διάσπαση ή μερική διάσπαση ή εισφορά ενεργητικού, η οποία οφείλεται στην ακύρωση της συμμετοχής της στο κεφάλαιο της εισφέρουσας εταιρείας, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα κατά το χρόνο που λαμβάνουν χώρα οι ανωτέρω πράξεις, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω συμμετοχή της ανέρχεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του είκοσι τοις εκατό (20%). Το αναφερόμενο στο προηγούμενο εδάφιο ποσοστό συμμετοχής μειώνεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%) από την 1η Ιανουαρίου 2007 και σε δέκα τοις εκατό (10%) από την 1η Ιανουαρίου 2009.”

11. Το Αρθρο 6 του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 6

Φορολογικό καθεστώς για τους εταίρους στις πράξεις της συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης και ανταλλαγής τίτλων

1. Η συνεπεία συγχώνευσης, διάσπασης, μερικής διάσπασης ή ανταλλαγής τίτλων παροχή σε μέτοχο ή εταίρο της εισφέρουσας ή της αποκτώμενης εταιρείας παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της λήπτριας ή της αποκτώσας εταιρείας, αντιστοίχως, σε αντάλλαγμα των παραστατικών του τίτλων του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου της πρώτης εταιρείας, δεν έχει ως αποτέλεσμα αυτή καθ’ εαυτή τη φορολόγηση του εταίρου για την υπεραξία που προκύπτει υπέρ αυτού.

Το προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζεται, εφόσον ο εταίρος κατά τη λήψη των τίτλων της λήπτριας ή της αποκτώσας εταιρείας δεν αποδώσει σε αυτούς μεγαλύτερη φορολογική αξία από όση είχαν οι τίτλοι που ανταλλάσσει πριν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή τη μερική διάσπαση ή την ανταλλαγή τίτλων. Αν δεν τηρηθεί αυτή η προϋπόθεση, η ως άνω υπεραξία φορολογείται στο όνομα του εταίρου κατά το χρόνο της συγχώνευσης ή της διάσπασης ή της μερικής διάσπασης ή της ανταλλαγής τίτλων σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον ίδιο χρόνο γενικές διατάξεις.

Κατ’ εξαίρεση, όταν στον εταίρο καταβάλλεται χρηματικό ποσό σε μετρητά προς συμψηφισμό των τίτλων της αποκτώσας ή της λήπτριας εταιρείας τους οποίους δικαιούται, το ποσό τούτο, το οποίο αποτελεί μειωτικό στοιχείο της ως άνω υπεραξίας, υπάγεται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα του εταίρου κατά το χρόνο της συγχώνευσης, της διάσπασης ή της μερικής διάσπασης ή της ανταλλαγής τίτλων σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τον ίδιο χρόνο γενικές διατάξεις.

2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου νοείται ως:

α) Υπεραξία, η θετική διαφορά μεταξύ της πραγματικής αξίας των τίτλων που λαμβάνει ο εταίρος και της αξίας κτήσης των τίτλων που ανταλλάσσει, όπως οι αξίες αυτές προκύπτουν κατά το χρόνο της συγχώνευσης, της διάσπασης ή της μερικής διάσπασης ή της ανταλλαγής τίτλων. Σε περίπτωση κατά την οποία προκύπτει αρνητική διαφορά, αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος του εταίρου.

β) Φορολογική αξία των ανταλλασσόμενων τίτλων πριν από τη συγχώνευση, τη διάσπαση ή τη μερική διάσπαση ή την ανταλλαγή τίτλων, η αξία κτήσης αυτών, όπως αυτή εμφανίζεται πριν από την πραγματοποίηση των πράξεων αυτών.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που η λήπτρια ή αποκτώσα εταιρεία άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης χαρακτηρίζεται ως φορολογικά διαφανής, βάσει των νομικών χαρακτηριστικών της, όπως απορρέουν από το δίκαιο της χώρας βάσει του οποίου έχει συσταθεί

4. Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο, εταίρος εισφέρουσας ή αποκτώμενης εταιρείας, το οποίο έχει την έδρα του σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στο κεφάλαιο του οποίου συμμετέχει κάτοικος Ελλάδας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, χαρακτηρίζεται ως φορολογικά διαφανές, βάσει των νομικών χαρακτηριστικών του, όπως απορρέουν από το δίκαιο της χώρας βάσει του οποίου έχει συσταθεί, ο κάτοικος Ελλάδας δεν φορολογείται για το μερίδιό του επί του κέρδους ή της υπεραξίας που προκύπτει από την παροχή στον αρχικό εταίρο των παραστατικών τίτλων του εταιρικού κεφαλαίου της εισφέρουσας ή αποκτώμενης εταιρείας.”

12. Το Αρθρο 7 του ν. 2578/1998 αναριθμείται σε 8 και προστίθεται νέο Αρθρο 7, που έχει ως εξής:

“Αρθρο 7

Μεταφορά της καταστατικής έδρας μίας SE ή μίας SCE

1. Όταν μεταφέρεται από την Ελλάδα σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης η καταστατική έδρα μίας SE ή μίας SCE, οι υπεραξίες που υπολογίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του Αρθρου 3 και προκύπτουν από τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της SE ή της SCE, τα οποία υποχρεωτικά προσαρτώνται σε μόνιμη εγκατάσταση αυτής στην Ελλάδα, απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της παραγράφου 2 του Αρθρου 106 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Σε περίπτωση που τα πάγια αυτά στοιχεία πωληθούν ή πάψουν να συνδέονται με τη μόνιμη εγκατάσταση της SE ή SCE στην Ελλάδα ή μεταφερθούν σε άλλο κράτος

– μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι υπεραξίες του προηγούμενου εδαφίου υπόκεινται σε φορολογία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.

2. Η μόνιμη εγκατάσταση που δημιουργείται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, εξακολουθεί να υπολογίζει αποσβέσεις επί της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που προσαρτώνται σε αυτή, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις ως εάν δεν είχε γίνει η μεταφορά της καταστατικής έδρας.

3. Προβλέψεις ή αποθεματικά που είχε σχηματίσει η SE ή η SCE πριν από τη μεταφορά της καταστατικής έδρας της σε άλλο κράτος – μέλος και τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος και δεν προκύπτουν από μόνιμη εγκατάσταση αυτής στην αλλοδαπή, δεν υπόκεινται σε φορολογία κατά το χρόνο της μεταφοράς της καταστατικής έδρας στο όνομα της SE ή της SCE, με την προϋπόθεση ότι συνεχίζουν να εμφανίζονται αυτούσια στα βιβλία της δημιουργούμενης μόνιμης εγκατάστασής της στην Ελλάδα. Σε αντίθετη περίπτωση, υπόκειται σε φορολογία σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.

4. Οι ζημίες παρελθουσών χρήσεων της SE ή της SCE, που μετέφερε την καταστατική της έδρα σε άλλο κράτος – μέλος και για τις οποίες διατηρείται το δικαίωμα μεταφοράς στα επόμενα έτη με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Αρθρου 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, μπορούν να μεταφερθούν για να συμψηφισθούν με τα κέρδη των επόμενων οικονομικών ετών της μόνιμης εγκατάστασης αυτής στην Ελλάδα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις του Αρθρου 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

5. Κατά τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μίας SE ή μίας SCE, οι μέτοχοι αυτής απαλλάσσονται της φορολογίας εισοδήματος.”

13. Το Αρθρο 8 του ν. 2578/1998, όπως αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 8

Τελικές διατάξεις

1. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η πράξη της συγχώνευσης ή της διάσπασης ή της μερικής διάσπασης ή της εισφοράς ενεργητικού ή της ανταλλαγής τίτλων ή της μεταφοράς της καταστατικής έδρας μίας SE ή μίας SCE είχε ως κύριο στόχο ή ως έναν από τους κύριους στόχους τη φορολογική απάτη ή τη φοροδιαφυγή, οι φορολογικές απαλλαγές που είχαν παρασχεθεί κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5 και 7 μέχρι του χρόνου πραγματοποίησης της ως άνω διοικητικής επαλήθευσης, αίρονται από το χρόνο κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση ή η διάσπαση ή η μερική διάσπαση ή η εισφορά ενεργητικού ή η μεταφορά της καταστατικής έδρας της SE ή της SCE.

2. Το γεγονός ότι η παραπάνω πράξη της συγχώνευσης ή της διάσπασης ή της μερικής διάσπασης ή της εισφοράς ενεργητικού ή της ανταλλαγής τίτλων ή της μεταφοράς της καταστατικής έδρας μίας SE ή μίας SCE δεν πραγματοποιήθηκε για οικονομικά θεμιτούς λόγους, όπως είναι η αναδιάρθρωση ή η ορθολογικότερη οργάνωση των δραστηριοτήτων των εταιρειών που ενέχονται σε αυτή την πράξη, δύναται να αποτελέσει τεκμήριο ότι κύριος ή ένας από τους κύριους στόχους αυτής της πράξης ήταν η φορολογική απάτη ή η φοροδιαφυγή.”

Αρθρο 3

1. Το Παράρτημα Α’ του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’

Πίνακας Νομικών Μορφών

α) Οι εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE) και της Οδηγίας 2001/86/ΕΚ του Συμβουλίου της 8ης Οκτωβρίου 2001, για τη συμπλήρωση του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων και οι συνεταιριστικές εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1435/2003 του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE) και της Οδηγίας 2003/72/ΕΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουλίου 2003, για τη συμπλήρωση του καταστατικού του ευρωπαϊκού συνεταιρισμού όσον αφορά το ρόλο των εργαζομένων.

β) Οι εταιρείες του βελγικού δικαίου που αποκαλούνται “societe anοnyme” / “naamlοze vennootschap”, “societe en commandite par actions” / “commanditaire vennootschap οp aandelen”, “societe privee a respοnsabilite limitee” / “bestoten vennootschap met beperkte aansprakelijkeind”, “societe cooperative a responsabilite limitee” / “cooperatieve vennootschap met onbeperkte aansprakelijkheid”, “societe cooperative a respοnsabilite limitee” / “cοοperatίeνe vennootschap met onbeperkte aansprakelijkheid”, “societe en nom cοlιectif” / “νennοοtschap onder firma”, “societe en commandite simple” / “gewone commanditaire venootschap”, δημόσιες επιχειρήσεις που έχουν υιοθετήσει μία από τις προαναφερόμενες νομικές μορφές, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του βελγικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στο Βέλγιο.

γ) Οι εταιρείες του τσεχικού δικαίου που αποκαλούνται “akciova spolecnost”, “spοlecnοst s rucenim omezenym”.

δ) Οι εταιρείες του δανικού δικαίου που αποκαλούνται “aktieselskab” και “anpartsselskab”.

Άλλες εταιρείες υποκείμενες στο φόρο δυνάμει του νόμου περί της φορολογίας επιχειρήσεων, εφόσον το φορολογητέο εισόδημά τους υπολογίζεται και φορολογείται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της φορολογικής νομοθεσίας που εφαρμόζονται σε “aktieselskaber”.

ε) Οι εταιρείες του γερμανικού δικαίου που αποκαλούνται “Aktiengesellschaft”, “Kοmmanditgesellschaft auf Aktien”, “Gesellshaft mit beschrankter Haftung”, “Versicherungsverein auf Gegenseitigkeit”, “Erwerbs- und Wirtchaftsg- enos- senschaft”, “Betriebe gewerblcher Αrt νοn juristischen Personen des offenttlechen Rechts” και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γερμανικού δικαίου και υπόκεινται σε φόρο εταιρειών στη Γερμανία.

στ) Οι εταιρείες του εσθονικού δικαίου που αποκαλούνται “taisuhing”, “usaldusuhing”, “osauhing”, “aktsiaselts”, “tulundusuhistu”.

ζ) Οι εταιρείες του ελληνικού δικαίου που αποκαλούνται “ανώνυμη εταιρεία”, “εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.)”.

η) Οι εταιρείες του ισπανικού δικαίου που αποκαλούνται “sociedad anomima”, “sociedad comanditaria por acciones”, “sociedad de responsabilidad limitada”, καθώς και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που λειτουργούν υπό καθεστώς ιδιωτικού δικαίου.

θ) Οι εταιρείες του γαλλικού δικαίου που αποκαλούνται “societe anonyme”, “societe en commandite par actions”, “societe a responsabilite limitee”, “societes par actions simplifiees”, “societes d’assurances mutuelles”, “caisses d’ epargne et de prevoyance”, “societes civiles”, οι οποίες υπόκεινται αυτομάτως στο φόρο επιχειρήσεων, “cooperatives”, “unions de cooperatives”, οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις βιομηχανικού και εμπορικού χαρακτήρα, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του γαλλικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στη Γαλλία.

ι) Οι εταιρείες των οποίων η σύσταση και η λειτουργία διέπονται από το ιρλανδικό δίκαιο, οργανισμοί που καταχωρούνται βάσει του Ιndustrial and Provident Societies Act, κατασκευαστικές εταιρείες των οποίων η σύσταση διέπεται από τις Building Societies ACTS και ταχυδρομικά ταμιευτήρια που διέπονται από τον Trustee Savings Banks Act, του 1989.

ια) Οι εταιρείες του ιταλικού δικαίου που αποκαλούνται “societa per azioni”, “societa in accomandita per azioni”, “societa a responsabilita limitata”, “societa cooperative”, “societa di mutua assicurazione”, καθώς και οι δημό σιοι και ιδιωτικοί φορείς που ασκούν πλήρως ή κυρίως εμπορικές δραστηριότητες.

ιβ) Στο κυπριακό δίκαιο: “εταιρείες” όπως αυτές ορίζονται στους περί φορολογίας του εισοδήματος νόμους.

ιγ) Οι εταιρείες του λεττονικού δικαίου που αποκαλούνται “akciju sabiedriba”, “sabiedriba ar ierobezotu atbildibu”.

ιδ) Οι εταιρείες που έχουν συγκροτηθεί βάσει του λιθουανικού δικαίου.

ιε) Οι εταιρείες του δικαίου του Λουξεμβούργου που αποκαλούνται “societe anonyme”, “societe en commandite par actions”, “societe a responsabilite limitee”, “societe Cooperative”, “societe cooperative organisee comme une Societe anonyme”, “association d’ assurances mutuelles”, “association d’ epargne -pension”, “entreprise de nature commerciale, industrielle ου miniere de l’ Etat, des communes, des syndicats de communes, des etablissements publics et des autres personnes morales de droit public”, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Λουξεμβούργου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στο Λουξεμβούργο.

ιστ) Οι εταιρείες του ουγγρικού δικαίου που αποκαλούνται “Kozkereseti tarsasag”, “beteti tarsasag”, “kozos vallalat”, “korlatolt felelossegu tarsasag”, “reszvenytarsasag”, “egyesules”, “kozhasznu tarsasag”, “szovetkezet”.

ιζ) Οι εταιρείες του μαλτέζικου δικαίου που αποκαλούνται “Kumpanji ta Responsabilita Limitata”, “Socjetajiet encommandite li I-Kapital taghhom maqsum fazzjonijiet”.

ιη) Οι εταιρείες του ολλανδικού δικαίου που αποκαλούνται “naamloze vennootschap”, “besloten vennootschapmet beperkte aansprakelihkheid”, “Οpen commanditaire vennotschap”, “Cooperatie”, “onderlinge waarborgmaatschappij”, “Fonds νoor gemene rekening”, “vereniging οp Cooperatieve grοndslag” και “vereniging welke οp οnderlinge grondslag als verzekeraar οι Kredietinstelling optreedt”, καθώς και άλλες εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του ολλανδικού δικαίου και υπόκεινται σε φορολογία ανωνύμων εταιρειών στις Κάτω Χώρες.

ιθ) Οι εταιρείες του αυστριακού δικαίου που αποκαλο ύνται ‘Άktiengesellschaft”, “Gesellschaft mit beschrankter Haftung”, “Erwerbs -und Wirtschaftsgenossenschaften”.

κ) Οι εταιρείες του πολωνικού δικαίου που αποκαλούνται “spolka akcyjna”, “spolka z organiczona odpowiedzialnoscia”.

κα) Οι εμπορικές ή οι αστικές υπό εμπορική μορφή εταιρείες, καθώς και άλλα νομικά πρόσωπα ασκούντα εμπορικές ή βιομηχανικές δραστηριότητες, που έχουν συσταθεί δυνάμει του πορτογαλικού δικαίου.

κβ) Οι εταιρείες του σλοβενικού δικαίου που αποκαλούνται “delniska druzba”, “komanditna druzba”, “druzba z omejeno odgovornostjo”.

κγ) Οι εταιρείες του σλοβακικού δικαίου που αποκαλούνται “akciova spolocnost”, “spolocnost s rucenim obmedzenym”, “komanditna spοlοcnοst”.

κδ) Οι εταιρείες του φινλανδικού δικαίου που αποκαλούνται “osakeyhtio” / ” aktίebolag”,” osuusku nta” /” andelslag”, “saastopankki” / “sparbank” και “vakuutusyhtio” / “forsakringsbοlag”.

κε) Οι εταιρείες του σουηδικού δικαίου που αποκαλούνται “aktiebοlag”, “fοrsakringsaktiebοlag”, “ekonomiska foreningar”, “sparbanker”, “omsesίdiga forsakringsbolag”.

κστ) Οι εταιρείες που έχουν συσταθεί βάσει του δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

2. Η περίπτωση η’ στο Παράρτημα Β’ του ν. 2578/1998 αντικαθίσταται ως εξής:

“η) imposta sul reddito delle societa στην Ιταλία”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Αρθρο 4

1. Στην παράγραφο 2 του Αρθρου 73 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α’) “Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας”, όπως ισχύει, όπου γίνεται αναφορά στην περίπτωση ιθ’, αυτή νοείται ως μη γεγραμμένη.

2. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 78 του παραπάνω νόμου προστίθεται περίπτωση ζ’ ως ακολούθως:

“ζ) Ο λιθάνθρακας, λιγνίτης και οπτάνθρακας (κοκ) της Σ.Ο. 2701, 2702 και 2704 που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.”

Αρθρο 5

1. Στην περίπτωση ιθ’ της παραγράφου 1 του Αρθρου 73 του ν. 2960/2001, όπως ισχύει, αναπροσαρμόζεται, για τα έτη 2007, 2008 και 2009, ο συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης του λιθάνθρακα, λιγνίτη και οπτάνθρακα (κοκ), που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα θέρμανσης για επιχειρηματική χρήση, από 0,15 ευρώ σε 0,3 ευρώ ανά gigajoule.

ΕΙΔΟΣ ΚΩΔΙΚΟΣ Σ.Ο. ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΕΥΡΩ ΜΟΝΑΔΑ
ΕΠΙΒΟΛΗΣ
2006 2007 2008 2009
ιθ) Λιθάνθρακας,
λιγνίτης και
οπτάνθρακας (κοκ) που
χρησιμοποιούνται ως
καύσιμα θέρμανσης

-Για επιχειρηματική
χρήση 2701, 0 0,3 0,3 0,3
2702 και gigajoule
-Για μη επιχειρηματική
χρήση 2704 0 0,3 0,3 0,3

2. Στην παράγραφο 1 του Αρθρου 78 του ως άνω νόμου προστίθεται περίπτωση η’ ως ακολούθως:

“η) Ο λιθάνθρακας, λιγνίτης και οπτάνθρακας (κοκ) της Σ.Ο. 2701, 2702 και 2704 που χρησιμοποιούνται στην ορυκτολογική κατεργασία όπως αυτή ορίζεται στην ονοματολογία NΑCE υπό τον κωδικό ΔΘ 26 “κατασκευή άλλων μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων” στον Κανονισμό (ΕΟΚ) του Συμβουλίου 3037/1990, της 9ης Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Κοινότητα, όπως τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) της Επιτροπής 29/2002, της 19ης Δεκεμβρίου 2001.”

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Αρθρο 6

Ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 2005/81/ΕΚ σχετικά με τη διαφάνεια των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών – μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων και με την οικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων Το στοιχείο δ’ της παραγράφου 1 του Αρθρου 22 του ν. 2992/2002 “Μέτρα για την ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς και την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 54 Α’) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“δ. “επιχείρηση που υποχρεούται να τηρεί χωριστούς λογαριασμούς”: κάθε επιχείρηση στην οποία έχει χορηγηθεί ειδικό ή αποκλειστικό δικαίωμα από το κράτος σύμφωνα με το Αρθρο 86 παρ. 1 της Συνθήκης της Ε.Ε. ή στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, σύμφωνα με το Αρθρο 86 παρ. 2 της ίδιας Συνθήκης, η οποία λαμβάνει αντιστάθμιση οποιασδήποτε μορφής σε σχέση με την εν λόγω υπηρεσία και η οποία ασκεί επίσης άλλες δραστηριότητες”.

Αρθρο 7

Στην παράγραφο 3 του Αρθρου 11 του ν. 2860/2000 (ΦΕΚ 251 Α’) προστίθεται περίπτωση δ’ ως εξής:

“δ. Για τα έργα που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ενωση και εντάσσονται σε Συλλογικές Αποφάσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών με φορέα εκτέλεσης τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις (ΣΑΝΑ), η απόφαση κατανομής της χρηματοδότησης σε επί μέρους έργα δύναται να εκδίδεται από τα αρμόδια όργα να των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων.”

Αρθρο 8

Η αληθής έννοια του μαθηματικού τύπου, ο οποίος περιέχεται στην παράγραφο 1 του Αρθρου 49 του π.δ. 422/1981 (ΦΕΚ 114 Α’), όπως το Αρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του Αρθρου 3 του ν. 3336/2005 (ΦΕΚ 96 Α’) και με το οποίο υπολογίζεται το ύψος του μηνιαίου μερίσματος των μετόχων του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων, είναι ότι ο συντελεστής προσαρμογής του μερίσματος, Σ, πολλαπλασιάζεται με το πηλίκο της διαίρεσης των ετών συμμετοχής της ασφάλισης του Ταμείου, Ε, δια του αριθμού 35, οπότε ο ακριβής μαθηματικός τύπος είναι ο ακόλουθος:

Μ = ΣΜ.20% .[Ε/35].Σ.

Αρθρο 9

Στην παράγραφο 19 του Αρθρου 7 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α’) προστίθενται εδάφια με το ακόλουθο περιεχόμενο:

“Ειδικότερα, στις μισθώσεις ακινήτων του πρώτου εδαφίου στα οποία στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις, το ετήσιο μίσθωμα δεν μπορεί να συμφωνηθεί κατώτερο από το 6% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας του μισθίου ή, στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα του προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια, της αγοραίας αξίας του μισθίου.

Μισθώσεις ακινήτων στα οποία στεγάζονται τουριστικές επιχειρήσεις, που καταρτίστηκαν κατ’ εφαρμογή της παρούσας παραγράφου όπως ίσχυε πριν την προκειμένη τροποποίησή της, με ετήσιο μίσθωμα ίσο ή μεγαλύτερο από το 10% της εκάστοτε αντικειμενικής ή της αγοραίας αξίας του μισθίου στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων με αντικειμενικά κριτήρια, μπορούν να τροποποιηθούν ως προς τον όρο αυτόν με συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών.

Το μίσθωμα, το οποίο θα καταβάλλεται μετά την τροποποίηση, δεν μπορεί και στην περίπτωση αυτή να είναι κατώτερο από το 6% της εκάστοτε ισχύουσας αντικειμενικής αξίας ή της αγοραίας αξίας του μισθίου, κατά την παραπάνω διάκριση.”

Αρθρο 10

1. Από 1ης Ιανουαρίου 2007, οι έμμισθες προξενικές αρχές υποβάλλουν τα στοιχεία των προξενικών λογαριασμών στα καθορισμένα από τις ισχύουσες διατάξεις χρονικά διαστήματα στις αρμόδιες υπηρεσίες των Υπουργείων Εξωτερικών και Οικονομίας και Οικονομικών Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) – Διεύθυνση Λογαριασμών του Δημοσίου.

Τα έσοδα των αρχών αυτών αποτελούν δημόσια έσοδα και η διενέργεια των σχετικών εγγραφών γίνεται από το Γραφείο Συμψηφισμών της ανωτέρω Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.. Από την ίδια Διεύθυνση διενεργούνται και η παρακολούθηση των λογαριασμών των προξενικών αρχών, καθώς και οι εξοφλήσεις των σχετικών συμψηφιστικών χρηματικών ενταλμάτων.

2. Οι μέχρι την 31.12.2006 προξενικές εισπράξεις τακτοποιούνται μέσω της Δ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, ως πραγματικό δε υπόλοιπο των προξενικών λογαριασμών για την τακτοποίηση των βιβλίων της, λογίζεται αυτό που εμφανίζεται στις 31.12.2006.

3. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών καθορίζονται η διαδικασία: α) παρακολούθησης και τακτοποίησης των σχετικών λογαριασμών, β) εμφάνισης του εσόδου στον Κρατικό Προϋπολογισμό, γ) εξόφλησης των σχετικών συμψηφιστικών χρηματικών ενταλμάτων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Αρθρο 11

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Τουριστικής Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας δύναται να παραχωρείται σε Οργανισμό Λιμένα Α.Ε. η παράκτια και θαλάσσια περιοχή που προορίζεται για τη δημιουργία του τουριστικού λιμένα που έχει χωροθετηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του Αρθρου 30 παρ. 5 εδάφιο ε’ του ν. 2160/1993 (ΦΕΚ 118 Α’), με σκοπό την ενιαία εκτέλεση και διαχείριση των προβλεπόμενων έργων.

Με την παραπάνω απόφαση τροποποιείται και συμπληρώνεται η οικεία σύμβαση παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Οργανισμού Λιμένα Α.Ε. και ρυθμίζονται ομοίως οι όροι και η διάρκεια της παραχώρησης, μετά τη λήξη της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Αρθρου 31 παράγραφοι 4 και 7 του ν. 2160/1993. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και η προθεσμία μέσα

στην οποία πρέπει να εκπληρωθεί ο σκοπός της παραχώρησης, μετά την άπρακτη παρέλευση της οποίας η παραχώρηση αίρεται αυτοδικαίως.

Εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων και μελετών που έχουν εκδοθεί για τη δημιουργία των παραπάνω τουριστικών λιμένων εξακολουθούν να ισχύουν και συμπληρώνονται αναλόγως με μέριμνα του οικείου Οργανισμού Λιμένα, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

Αρθρο 12

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της

Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.