Νόμος 345 ΦΕΚ Α΄141/10.6.1976
Περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, απεφασίσαμε

Άρθρον πρώτον
Κυρούται ο υπο της Αναθεωρητικής Επιτροπής, της συσταθείσης δυνάμει του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 255/1976 και της υπ` αριθ. 38794/ 7.5.1976 κοινής αποφάσεως του Πρωθυπουργού και των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως, Δικαιοσύνης και Οικονομικών, συσταχθείς “Κώδιξ περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου”,έχων ως ακολούθως:
ΚΩΔΙΞ
“Περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α΄

Άρθρον 1
Οργάνωσις.

1. Το υπο του άρθρου 100 του Συντάγματος συσταθέν Ανώτατον Ειδικόν Δικαστήριον, καλουμένον εις τας επομένας διατάξεις “Ειδικόν Δικαστηρίον”, συγκροτείται εκ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκ τεσσάρων Συμβούλων της Επικρατείας, εκ τεσσάρων Αεροπαγιτών και του Γραμματέως. Εις τας περιπτώσεις των εδαφ. δ` και ε` της παρ. 1 του αυτού άρθρου του Συντάγματος μετέχουν της συνθέσεως και δύο τακτικοί Καθηγηταί νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της Χώρας. Απαντα τα μέλη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστιρίου ορίζονται μετ` ισαρίθμων αναπληρωτών ανα διετίαν δια κληρώσεως. Του ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο αρχαιότερος μεταξύ των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, τούτου δε απόντος ή κωλυομένου προεδρεύει ο έτερος.

2. Οσάκις το Ειδικόν Δικαστήριον συνέρχεται εν Συμβουλίω μετέχουν της συνθέσεως τούτου και οι κατά την προηγουμένην παράγραφον Καθηγηταί των Πανεπιστημίων.

3. Το Ειδικόν Δικαστήριον εδρεύει εν Αθήναις, το κατάστημα δε και ο τόπος των συνεδριάσεων αυτού ορίζονται δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Άρθρον 2

1. Δια την ανάδειξιν των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, κατά το πρώτον δεκαήμερον του μηνός Δεκεμβρίου εκάστου δευτέρου έτους, ο Υπουργός Δικαιοσύνης αποστέλλει εις τον Πρόεδρον του Συμβουλίου της Επικρατείας καταλόγους των εν ενεργεία Συμβούλων της Επικρατείας, των Αεροποαγιτών, ως και των τακτικών Καθηγητών των νομικών μαθημάτων των Νομικών Σχολών των Πανεπιστημίων της Χώρας. Καθηγηταί έχοντες και την ιδιότητα του μέλους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου δεν περιλαμβάνονται εις τους καταλόγους των Καθηγητών.

2. Κατά το δεύτερο δεκαήμερο του μήνα Δεκεμβρίου κάθε δεύτερου έτους διενεργείται κλήρωση ενώπιον της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε δημόσια συνεδρίαση, με βάση τους κατά την προηγούμενη παράγραφο καταλόγους. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης η ολομέλεια συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη, τα ονόματα των συμβούλων της επικρατείας, των αρεοπαγιτών και των καθηγητών των πανεπιστημίων που περιέχονται στους κατά την προηγούμενη παράγραφο καταλόγους. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξάγει από τις κληρωτίδες που περιέχουν τα ονόματα των συμ- βούλων της επικρατείας και των αρεοπαγιτών οκτώ (8) κλήρους από καθεμιά. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη της ολομέλειας. Οι αναγραφόμενοι στους τέσσερις (4) πρώτους κλήρους που εξάγονται από κάθε κληρωτίδα είναι τα τακτικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου και οι επόμενοι τέσσερις (4), κατά τη σειρά εξαγωγής, τα αναπληρωματικά μέλη του. Ακολούθως, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εξάγει τέσσερις (4) κλήρους από την κληρωτίδα που περιέχει τα ονόματα των καθηγητών των πανεπιστημίων και εκφωνεί κατά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη της ολομέλειας. Οι αναγραφόμενοι στους δύο (2) πρώτους από τους κλήρους αυτούς είναι τακτικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του, σύμφωνα με τα εδάφια δ` και ε` της παρ. 1 του άρθρου 100 του Συντάγματος και οι αναγραφόμενοι στους επόμενους κλήρους είναι αναπληρωματικά μέλη κατά τη σειρά εξαγωγής. Για τα δύο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 37 του Ν.2172/1993 (ΦΕΚ Α 207)

3. Περί της συγκροτήσεως του Ειδικού Δικαστηρίου δι` εκάστην αρχομένην διετίαν εκδίδεται απόφασις του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία περιλαμβάνει τα ονόματα των κληρωθέντων τακτικών και αναπληρωματικών μελών, δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και ανακοινούται προς τους κληρωθέντας, ως και του Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Κσμήτορα των εις ας ανήκουν οι κληρωθέντες καθηγηταί Νομικών Σχολών.

4. Εις περίπτωσιν ελλείψεως, απουσίας, κωλύματος ή εξαιρέσεως, οι Πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εν τη ιδιότητί των ως μελών του Ειδικού Δικαστηρίου, αναπληρούνται αντιστοίχως υπο των Αντιπροέδρων των δικαστηρίων τούτων, κατά σειράν αρχαιότητος, τα δε τακτικά μέλη αυτού υπο των αναπληρωματικών, καλουμένων κατά την τάξιν της κληρώσεως των.

5. Εν περιπτώσει αποχωρήσεως ή θανάτου τακτικού ή αναπληρωματικού μέλους ενεργείται νέα κλήρωσις προς αντικατάστασιν τούτου, τηρουμένων αναλόγως των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων. Μέχρι της αναδείξεως των νέων μελών το Ειδικόν Δικαστήριον νομίμως συγκροτείται εκ των λοιπών μελών του.

Άρθρον 3

1. Εις την αρχήν εκάστης διετίας, ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου προτείνει εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης τον αριθμόν των αναγκαιούντων δικαστικών λειτουργών και υφηγητών των νομικών μαθημάτων της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου ΑΘηνών, προς επικουρίαν των μελών του Ειδικού Δικαστηρίου.

2. Οι κατά την προηγούμενην παράγραφον δικαστικοί λειτουργοί και υφηγηταί ορίζονται δι` αποφάσεως του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, προκειμένου περί των δικαστικών λειτουργών, κατόπιν προτάσεως δε της νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, προκειμένου περί των υφηγητών. Ούτοι επικουρούν τα μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου εις την εις εν γένει προπαρασκευήν των προς συζήτησιν υποθέσεων, κατά τα ειδικώτερον δια του Κανονισμού του Ειδικού Δικαστηρίου οριζόμενα, ασκούν δε το έργον τούτο παραλλήλως προς τα κύρια αυτών καθήκοντα.

3. Δια την ομαλήν λειτουργίαν του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος αυτού δι` αποφάσεως του αναθέτει την επιμέλειαν και τον συντονισμόντων προπαρασκευαστικών εν γένει εργασιών εις ένα εκ των κατά της παρ. 1 του άρθρου τούτου δικαστικών λειτουργών, ο οποίος δύναται να απαλλαγή εν όλω ή εν μέρει των κυρίων καθηκόντων του, κατόπιν αποφάσεων του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου.

Άρθρον 4

1. Γραμματέας του Ειδικού Δικαστηρίου είναι ο γραμματέας του ανώτατου δικαστηρίου, του οποίου ο πρόεδρος προεδρεύει, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 100 του Συντάγματος, στο Ειδικό Δικαστήριο. Το βοηθητικό προσωπικό της γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου, αποτελούμενο από δέκα (10) κατ` ανώτατο όριο δικαστικούς υπαλλήλους των διοικητικών ή των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, τοποθετείται με απόσπαση ύστερα από απόφαση του πενταμελούς δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 του άρθρου 39 του Ν.2190/1994 (ΦΕΚ Α 28), του οποίου η ισχύς αρχίζει τριάντα (30) ημέρες μετά την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως

2. Προς αντιμετώπισιν εκτάκτων αναγκών δύναται, δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, εκδιδομένης μετά πρότασιν του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου, να αυξηθή ο αριθμός των κατά την προηγουμένην παράγραφον αποσπωμένων.

3. Η κατά την παρ. 1 απόσπασις δεν περιορίζεται χρονικώς, δύναται δε να ανακληθή κατά την διαδικασίαν κατά την οποίαν εγένετο, οποτεδήποτε, αν τούτο επιβάλλεται εξ υπηρεσιακών λόγων. Η συμφώνως προς την παρ. 2 γενομένη απόσπασις λήγει μετά την παρέλευσιν της δι` ην εγένετο εκτάκτου ανάγκης.

4. Ο κατά το άρθρον 3 παρ. 3 δικαστικός λειτουργός, εν περιπτώσει πλήρους απαλλαγής του εκ κυρίων αυτού καθηκόντων, ως και οι κατά τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου αποσπώμενοι δικαστικοί υπάλληλοι, διατηρούν άπαντα τα εκ της οργανικής των θέσεως, απορρέοντα δικαιώματα, του χρόνου της αποσπάσεως των λογιζομένου ως διανυθέντος εις την οργανικήν αυτών θέσιν.

Άρθρον 5

1. Δι` εσωτερικού Κανονισμού συντασσομένου υπο του Ειδικού Δικαστηρίου, εν συμβουλίω, και δημοσιευομένου δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως καθορίζονται: α) Η διάρθωσις, οργάνωσις και λειτουργία των υπηρεσιών αυτού. β) Τα των ημερών και ωρών συνεδριάσεων αυτού, μη αποκλειομένου και του ορισμού εκτάκτων δικαστίμων. γ) Ο χρόνος εργασίας του βοηθητικού προσωπικού, ως και πάσα αναγκαία λεπτομέρεια δια την λειτουργίαν των υπηρεσιών αυτού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β΄

Άρθρον 6
Δικαιοδοσία.
Εις την δικαιοδοσίαν του Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται, κατά το άρθρον 100 παρ. 1 του Συντάγματος:
α) Η εκδίκασις ενστάσεων κατά το άρθρον 58 του Συντάγματος.
β) Ο έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος, ενεργουμένου κατά το άρθρον 44 παράγραφος 2 του Συντάγματος.
γ) Η κρίσις περί των ασυμβιβάστων ή της εκπτώσεως βουλευτού κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και 57 του Συντάγματος.
δ) Η άρσις των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Επικρατίας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφ` ενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφ` ετέρου ή τέλος μεταξύ Ελεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων.
ε) Η άρσις της αμφισβητήσεως περί της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητος ή της εννοίας διατάξεων τυπικού νόμου, εάν εξεδόθησαν περί αυτών αντίθετοι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
στ) Η άρσις της αμφισβητήσεως περί τον χαρακτηρισμόν κανόνων του διεθνούς δικαιόυ ως γενικώς παραδεδεγμένων κατά την παράγραφον 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ΄

Άρθρον 7
Γενικαί Διαδικαστικαί Διατάξεις.
Το Ειδικόν Δικαστήριον επιλαμβάνεται των εις την δικαιοδοσίαν του υπαγομένων υποθέσεων: α) Κατόπιν αιτήσεως ή β) Κατόπιν περιελεύσεως εις τούτο παραπεμπτικής αποφάσεως ετέρου διαστηρίου.

Άρθρον 8

1. Η αίτησις ασκείται δια καταθέσεως εν πρωτοτύπω εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου και καταχωρίζεται εις ιδίον βιβλίον κατά την χρονολογίαν και την σειράν της εγχειρίσεως της. Προκειμένου περί αιτήσεων επιδιδομένων εις τον αρμόδιον Εισαγγελέα, η καταχώρισις τούτων γίνεται άμα τη περιελεύσει των εις την Γραμματείαν του Ειδικού Δικαστηρίου.

2. Εις το κατά την προηγουμένην παράγραφον βιβλίον καταχωρίζεται και η δια του Προέδρου του παραπέμποντος δικαστηρίου διαβιβαζομένη προς το Ειδικόν Δικαστήριον απόφασις, άμα τη περιελεύσει της εις την Γραμματείαν του Ειδικού Δικαστηρίου.

Άρθρον 9

1. Εις την αίτησιν πρέπει να αναφέρωνται:
α) Το όνομα, πατρώνυμον, επώνυμον, επάγγελμα και η ακριβής διεύθυνσις της κατοικίας του αιτούντος και του νομίμου αντιπροσώπου του. Επι νομικού προσώπου πρέπει να αναφέρεται η ονομασία και η έδρα της, ως και το ονοματεπώνυμον του προϊσταμένουτης.
β) Τα κατά το εδάφιον α` στοιχεία ταυτότητος των λοιπών, γνωστών εις τον αιτούντα, διάδικων,
γ) ακριβής περιγραφή της υποθέσεως, περί της οποίας καλείται να αποφανθή το Ειδικόν Δικαστήριον
δ) σαφής έκθεσις των γεγονότων, τα οποία θεμελιούν κατά το δίκαιον την σχέσιν και δικαιολογούν την νομιμοποίησιν του αιτούντος ε) ωρισμένον αίτημα ως προς την σχέσιν ταύτην και
στ) υπογραφή του αιτούντος ή το πληρεξουσίου αυτού δικηγόρου.

2. Τα άρθρα 119 παρ. 3, 120 και 121 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζονται και εν προκειμένω.

3. Εφ` όσον, ο αιτών ή ο υπογράφων δικηγόρος δεν είναι κάτοικοι Αθηνών, δια των κατά την προηγουμένην παράγραφον δικογράφων διορίζεται και αντίκλητος εν Αθήναις, άλλως η διαδικασία χωρεί άνευ των προς τον αιτούντα προβλεπομένων κοινοποιήσεων. Αντίκλητος δύναται να διορισθή και δια ειδικής δηλώσεως κατατιθεμένης εις τον Γραμματέα του Δικαστηρίου.

4. Εαν εις την αίτησιν υπάρχουν τυπικαί παραλείψεις δυνάμεναι να συμπληρωθούν, ο επι της υποθέσεως εισηγητής δύναται να καλέση τον αιτούντα προς συμπλήρωσιν των ελλείψεων.

Άρθρον 10

1. Μετά την καταχώρισιν της αιτήσεως ή της παραπεμπτικής αποφάσεως εις το προς τούτο βιβλίον, ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίου ορίζει δια πράξεως αυτού, σημειουμένης κάτωθι της αιτήσεως, μέλος του δικαστηρίου ως εισηγητήν της υποθέσεως και δικάσιμον.

2. Αντίγραφον της αιτήσεως ή της παραπεμπτικής αποφάσεως μετά της πράξεως του Προέδρου, επιδίδεται επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου είκοσιν ημέρας προ της δικασίμου εις τον αιτούντα και του λοιπούς διαδίκους.

3. Αι κατά τον παρόντα νόμον αυτεπαγγέλτως ενεργούμεναι κοινοποιήσεις προς τους διαδίκους, γίνονται κατά τας οικείας διατάξεις του Κώδικος Πολ. Δικονομίας, προκειμένου δε περί ανακηρυχθέντων βουλευτών δύνανται αντ` αυτών να γίνουν εις τον Πρόεδρον της Βουλής.

4. Επιφυλασσομένης της εφαρμογής των άρθρων 28 και 30 οι διάδικοι υποχρεούνται δέκα ημέρας προ της συζητήσεως να καταθέσουν εις τον Γραμματέαν του Δικαστηρίου, εγγράφους προτάσεις περί των ισχυρισμών των, επισυνάπτοντος εις ταύτας και άπαντα τα αποδεικτικά των έγγραφα.

Άρθρον 11

1. Ο ορισθείς εισηγητής μεριμνά δια της επίδοσιν τυχόν παραληφθεισών κοινοποιήσεων, την συγκέντρωσιν των απαραιτήτων δια την διάγνωσιν της υποθέσεως στοιχείων και συντάσσει έκθεσιν, τόσον επι του πραγματικού όσον και του νομικού μέρους αυτής.

2. Απασαι αι κρατικαί αρχαί υποχρεούνται να παρέχουν αμελλητί εις τον Εισηγητήν τα υπ` αυτού αιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες, ως και να εκθέτουν τας επι της υποθέσεως απόψεις των ητιολογημένως. Η παράλειψις της τοιαύτης συνδρομής, βεβαιουμένη δια πράξεως του Δικαστηρίου, συνιστά πειθαρχικόν παράπτωμα του υπαιτίου οργάνου, δι` ο καθίσταται υποχρεωτική η κατ` αυτού άσκησις πειθαρχικής διώξεως.

3. Η έκθεσις του εισηγητού κατατίθεται πέντε ημέρας προ της συζητήσεως εις την γραμματείαν του Δικαστηρίου, ταύτης δε δύνανται να λάβουν γνώσιν οι διάδικοι. Η μη εμπρόθεσμος κατάθεσις της εκθέσεως είναι λόγος αναβολής της συζητήσεως αιτήσει των διαδίκων.

Άρθρον 12
Επιτρέπεται η υποβολή προσθέτων λόγων δια δικογράφου κατατιθεμένου εις την Γραμματείαν του Δικαστηρίου εν πρωτύπω και κοινοποιουμένου εν κεκυρωμένω αντιγράφω επιμελεία του αιτούντος, εις τους λοιπούς διαδίκους, επί ποινή απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της διά της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης αρχικής δικασίμου, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 25.

Άρθρον 13

1. Εις δίκην ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δύναται να παρέμβη προσθέτως πας έχων έννομον συμφέρον.

2. Η παρέμβασις ασκείται διά δικογράφου κατατιθεμένου εις την γραμματείαν του Ειδικού Δικαστηρίου και κοινοποιείται επιμελεία του παρεμβαίνοντος, επί ποινή απαραδέκτου, δώδεκα ημέρας προ της διά της πράξεως του Προέδρου ορισθείσης αρχικής δικασίμου εις τον αιτούντα, ως και εις τους λοιπούς διαδίκους.

3. Το δικόγραφον της παρεμβάσεως πρέπει να περιέχη τα κατά το άρθρον 9 παρ. 1 εδάφ. α`, β`, γ` και στ` στοιχεία της αιτήσεως και να αναφέρη τα γεγονότα τα θεμελιούντα το έννομον συμφέρον του παρεμβαίνοντος. Αι παράγρ. 2 και 4 του άρθρου 9 εφαρμόζονται και εν προκειμένω.

Άρθρον 14

1. Οι διάδικοι παρίστανται ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δια δικηγόρου παρ` Αρείω Πάγω ή Νομικού Συμβούλου του Κράτους. Ειδικώς επι αιτήσεως κατά της ανακηρύξεως βουλευτού ή αναπληρωματικού επιτρέπεται και η αυτοπρόσωπος παράστασις των διαδίκων.

2. Η πληρεξουσιότης προς δικηγόρον παρέχεται δια ειδικού συμβολαιογραφικού εγγράφου ή προφορικώς κατά την επ` ακροατηρίου συζήτησιν, δια δηλώσεων καταχωριζομένης εις τας πρακτικά.

3. Η πληρεξουσιότης Αρχής δύναται να παρασχεθή και δι` εγγράφου αυτής.

Άρθρον 15

1. Δια πράξεως της προδικασίας και μέχρι της επ` ακροατηρίου συζητήσεως θεωρείται υπάρχουσα πληρεξουσιότης, δια δε την επ` ακροατηρίω συζήτησιν απαιτείται ρητή πληρεξουσιότης, άλλως ο διάδικος θεωρείται απών. Εάν το δικόγραφον είναι υπογεγραμμένον παρά δικηγόρου στερουμένου πληρεξουσιότητος κατά την συζήτησιν, η δι` αυτού ασκηθείσα διαδικαστική πράξις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, καταδικαζομένου του δικηγόρου εις την δικαστικήν δαπάνην.

2. Αιτήσει του παρισταμένου κατά την συζήτησιν δικηγόρου δύναται να δοθή σύντομος προθεσμία προς υποβολήν του πληρεξουσίου δια της Γραμματείας.

Άρθρον 16

1. Η συζήτησις άρχεται δια της αναγνώσεως υπο του Εισηγητού της εκθέσεως αυτού.

2. Οι διάδικοι δύνανται να υποβάλλουν εις το Ειδικόν Δικαστήριον υπομνήματα, τρείς τουλάχιστον ημέρας προς της συζητήσεως. Κατ` εξαίρεσιν δύναται να επιτραπή υπο του Προέδρου η υποβολή υπομνημάτων και μεταγενεστέρως.

3. Κατά πάσαν περίπτωσιν, εφ` όσον εγένοντο αι κατά τον παρόντα νόμον κοινοποιήσεις, η συζητήσις της υποθέσεως και η έκδοσις της αποφάσεως χωρεί και απολιπομένων των διαδίκων. Εφ` όσον δε ούτοι παρίστανται και δεν αντιλέγουν δια μη νομότυπον κοινοποίησιν, το Ειδικόν Δικαστήριον δύναται να χωρήση εις την συζήτησιν.

4. Εν παραλείψει κλητεύσεως τινός των διαδίκων το Ειδικόν Δικαστήριον αναβάλλει την εκδίκασιν της υποθέσεως εις νέαν δικάσιμον προς διενέργειαν της κλητεύσεως, κατά τας διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 2. Η πράξις ορισμού νέας δικασίμου κοινοποιείται και εις τους λοιπούς διαδίκους προ είκοσιν ημερών. Αντίγραφον της περί αναβολής αποφάσεως κοινοποιείται εις πάντας τους διαδίκους επιμελεία του γραμματέως είκοσιν ημέρας προς της συζητήσεως.

Άρθρον 17

1. Εαν μέχρι του πέρατος της προφορικής συζητήσεως αποβιώση τις των διαδίκων ή των νομίμων αντιπροσώπων του ή των δικαστικών πληρεξουσίων αυτού ή επέλθη άλλη μεταβολή εις την προσωπικήν κατάστασιν τινός εξ αυτών, εκ της οποίας επηρεάζεται η επι δικαστηρίου ικανότης παραστάσεως ή η εξουσία εκπροσωπήσεως, η δίκη διακόπτεται, εφ` όσον τούτο επιβάλλεται κατά την κρίσιν του Ειδικού Δικαστηρίου, εκτός αν εξέλιπε το αντικείμενον της δίκης.

2. Η επανάληψις της διακοπείσης δίκης γίνεται αιτήσει του έχοντος έννομον συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως υπο του Ειδικού Δικαστηρίου, καλουμένων προς τούτο των νομιμοποιουμένων προς συνέχισιν ταύτης, είκοσι τουλάχιστον ημέρας προ της δικασίμου.

Άρθρον 18
Παραίτησις απο ασκηθείσης αιτήσεως δεν επιτρέπεται.

Άρθρον 19

1. Αι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου λαμβάνονται δια πλειοψηφίας των μετασχόντων της δίκης δικαστών. Εαν κατά την ψηφοφορίαν σχηματισθούν πλείονες γνώμαι τότε οι της ασθενεστέρας οφείλουν να προσχωρήσουν εις μίαν των επικρατεστέρων γνωμών. Εαν αι ασθενέστεραι γνώμαι συγκεντρώσουν ίσον αριθμόν ψήφων επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και καθορίζεται ο αποκλεισμός μιας, οι δε ακολουθήσαντες ταύτην οφείλουν να προσχωρήσουν εις μίαν των άλλων γνωμών μέχρι σχηματισμού πλειοψηφίας.

2. Η γνώμην της μειοψηφίας καταχωρίζεται εις την απόφασιν, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος και των εις εκτέλεσιν αυτού νόμων.

Άρθρον 20

1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εαν κρίνη αναγκαίαν προς μόρφωσιν της κρίσεως του την διεξαγωγήν ή συμπλήρωσιν αποδείξεων, δύναται να εκδώση μη οριστική απόφασιν, δια της οποίας διατάσσει παν πρόσφορον προς τούτο μέτρον, και ιδία αποδείξεις, ορίζον τα αποδεικτικά θέματα, τα μέσα αποδείξεως, τον διάδικον ο οποίος θα προσαγάγη τα αποδεικτικά μέσα και την προς διεξαγωγήν προθεσμίαν.

2. Η εξέτασις των μαρτύρων γίνεται είτε ενώπιον του εισηγητού της υποθέσεως είτε ενώπιον ειδικώς οριζομένου ισοβίου δικαστικού λειτουργού, υποχρεουμένου προς τούτο δια της προδικαστικής αποφάσεως, ενεργείται δε πάντως μετά προηγούμενην πρόσκλησιν, υπο του ενεργούντος την εξέτασιν των διαδίκων ή των πληρεξουσίων αυτών, παρισταμένου και γραμματέως.

3. Συμπληρωματικώς εφαρμόζονται αι περί αποδεικτικής διαδικασίας διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρον 21

1. Αι αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου είναι κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος αμετάκλητοι, αποκλειομένης της ασκήσεως τριτανακοπής, ισχύουν δε απο της επ` ακροατηρίου δημοσιεύσεως των έναντι πάντων, πλην άλλως δι` ειδικής διατάξεως ορίζεται.

2. Εντολή του Προέδρου του Ειδικού Δικαστηρίου και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως καταχωρίζονται αμελλητί δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως εις ίδιον τεύχος αι οριστικαί αποφάσεις, αι εκδιδομέναι επι των υποθέσεων, περί των οποίων αι περιπτ. β`, δ`, ε` και στ` του άρθρου 6 του παρόντος.

Άρθρον 22

1. Η αίτησις, εφ` όσον δεν υποβάλλεται υπο δημοσίας αρχής, ως και τα λοιπά έγγραφα και αντίγραφα των διαδίκων, αι επιδόσεις, το δικόγραφον προσθέτων λόγων, αι δηλώσεις, τα πρακτικά και αι αποφάσεις, υπόκεινται εις τα μέλη τα ισχύοντα εκάστοτε δια την ενώπιον του Αρείου Πάγου διαδικασίαν.

2. Τα λοιπά έξοδα της αυτεπαγγέλτως υπο του Ειδικού Δικαστηρίου διεξαγομένης διαδικασίας προκαταβάλλονται εκ του προϋπολογισμού του Υποργείου Δικαιοσύνης, εκκαθαριζόμενα υπο του Εισηγητού της υποθέσεως και επιβάλλονται δια της αποφάσεως εις τον ηττηθέντα διάδικον.

3. Η δικαστική δαπάνη, προσδιοριζομένη δια της αποφάσεως επιβάλλεται εις τον ηττώμενον διάδικον, το Ειδικόν Δικαστήριον όπως εκτιμών τας περιστάσεις δύναται να απαλλάξη τούτον εν όλω ή εν μέρει.

Άρθρον 23
Κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου διαδικασίαν εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά και ιδίως ως προς τους λόγους εξαιρέσεως των δικαστών, των επικουρικών μελών και των υπαλλήλων της γραμματείας, την διεξαγωγήν των συζητήσεων, την ευταξίαν του ακροατηρίου, την κατάρτισιν των πρακτικών και αποφάσεων, αι διατάξεις του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ΄

Άρθρον 24
Ενστάσεις κατά του κύρους Βουλευτικών Εκλογών.
Αι ενστάσεις κατά του κύρους βουλευτικών εκλογών ασκούνται δι` αιτήσεως προς το Ειδικόν Δικαστήριον δια τους εν άρθρω 58 του Συντάγματος αναφερομένους λόγους. Οι εν τη αιτήσει περιλαμβανόμενοι λόγοι ενστάσεως δέον να είναι ειδικοί και ωρισμένοι.

Άρθρον 25

1. Η αίτησις ασκείται εντός δέκα πέντε ημερών απο της δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως περί ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωματικών. Επι εφαρμογής αναλογικού εκλογικού συστήματος προβλέποντος πλείονας κατανομάς εδρών, η προθεσμία ασκήσεως αιτήσεως κατά της ανακυρήξεως αποφάσεως, δια της οποίας συμπληρούται ο συνολικός αριθμός των βουλευτικών εδρών της εκλογικής περιφερείας.

2. Εντός της δια της προηγουμένης παραγράφου οριζομένης προθεσμίας επιτρέπεται ή άσκησις προσθέτων λόγων.

3. Η αίτησις και οι πρόσθετοι λόγοι ασκούνται δια δικογράφου, είτε κατατιθεμένου κατά τα εν άρθρω 8 παρ. 1 του παρόντος οριζόμενα είτε επιδιδομένου δια δικαστικού επιμελητού εις τον εισαγγελέα του εκδόντος την προσβαλλομένην απόφασιν δικαστηρίου.

4. Η αίτησις δεν έχει ανασταλτικόν αποτέλεσμα.

Άρθρον 26

1. Οι εισαγγελείς πρωτοδικών, άμα τη παρόδω της προς άσκησιν της αιτήσεως οριζομένης υπο του άρθρου 25 παρ. 1 προθεσμίας αποστέλλουν εις τον γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου απάσας ομού τας επιδοθείσας εις αυτούς αιτήσεις, μεθ` όλων των σχετικών προ την εκλογήν εγγράφων και στοιχείων, ως και κεκυρωμένα αντίγραφα εκάστης προσβαλλομένης αποφάσεως.

2. Εις περίπτωσιν μη ασκήσεως αιτήσεως αποστέλλεται αμελλητί υπο των αυτών εισαγγελέων βεβαίωσις περί τούτου εις τον Γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου.

3. Οι εισαγγελείς αποστέλλουν αμελλητί εις τον Γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου και τας αιτήσεις, αι οποίαι επιδίδονται εις αυτούς και μετά την πάροδον της κατά το άρθρον 25 παρ. 1 προθεσμίας.

Άρθρον 27
Διάδικοι εκ του νόμου στην εκλογική δίκη είναι, εκτός από τους αιτούντες, ο βουλευτής ή ο αναπληρωματικός κατά του οποίου στρέφεται η ένταση. Οι αναπληρωματικοί εκείνοι, στην ανακήρυξη των οποίων δύναται να επιδράσει η απόφαση, έχουν δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης κατά το άρθρο 13 του παρόντος νόμου. Με την πρόσθετη παρέμβαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα ή ακυρότητα ψηφοδελτίων ή σταυρών προτιμήσεως που δεν αμφισβητείται από το διάδικο υπέρ του οποίου ασκείται η παρέμβαση.
Σημ.: όπως το άρθρο 27 αντικαταστάθηκε με την παρ.2 άρθρ.1 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997

Άρθρον 28

1. Οι καθ` ων η αίτησις διάδικοι δικαιούνται, όπως δέκα τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως καταθέσουν εις τον Γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου τας αντενστάσεις των, δυνάμενοι προς τούτο να επικαλεσθούν οιοδήποτε πραγματικόν γεγονός.

2. Ο αιτών δικαιούνται να αντικρούση εγγράφως τας υποβληθείσας αντενστάσεις επτά τουλάχιστον ημέρας προ της συζητήσεως, μη δυνάμενος να προσβάλη νέα πραγματικά γεγονότα.

3. Νέοι ισχυρισμοί, προβαλλόμενοι είτε υπο του αιτούντος είτε των καθ` ων η αίτησις διαδίκων μετά την πάροδον των υπο των δυο προηγουμένων παραγράφων οριζομένων προθεσμιών, είναι απαράδεκτοι.

Άρθρον 29

1. Αν η επιδιωκόμενη από την ένσταση ακύρωση της ανακήρυξης βουλευτή ή αναπληρωματικού σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια δύναται να έχει έννομες συνέπειες στην ανακήρυξη βουλευτών ή αναπληρωματικών σε άλλη ή άλλες εκλογικές περιφέρειες από εκείνη του καθ`ου η ένσταση, βουλευτή ή αναπληρωματικού, ο εισηγητής υποχρεούται να μεριμνήσει για την κοινοποίηση αντιγράφου της ένστασης, μαζί με την πράξη ορισμού της δικασίμου, στο βουλευτή ή τον αναπληρωματικό της άλλης αυτής εκλογικής περιφέρειας, η ανακήρυξη του οποίου μπορεί να επηρεασθεί από την απόφαση. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.1 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997

2. Την κατά την προηγουμένην παράγραφον υποχρέωσιν έχει και το Ειδικόν Δικαστήριον εαν κατά την συζήτησιν ή και μετ` αυτήν προ της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως ήθελε κρίνει ότι συντρέχει περίπτωσις εφαρμογής των εν αυτή οριζομένων.

3. Αν κατά τις προηγούμενες παραγράφους επηρεαζεται η ανακήρυξη βουλευτή, ο βουλευτής αυτός θεωρείται καθ`ου και έχει δικαίωμα να ασκήσει αντένσταση κατά το άρθρο 28. Αν επηρεάζεται η ανακήρυξη αναπληρωματικού, ο αναπληρωματικός αυτός μπορεί να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση κατά τα άρθρα 13 και 27.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.1 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997

Άρθρον 30

1. Οι διάδικοι οφείλουν να προσκομίσουν εις τον Εισηγητήν επτά ημέρας προ της συζητήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία των υπ` αυτών προβαλλομένων ισχυρισμών.

2. Ο Εισηγητής δύναται και κατ` απόκλισιν των περί αποδείξεως διατάξεων, να διατάξη παν ό,τι κατά την κρίσιν του είναι απαραίτητον δια την εξακρίβωσιν της αληθείας των πραγματικών γεγονότων.

3. Η εκπρόθεσμος υποβολή των αποδεικτικών στοιχείων καθιστά αυτά απαράδεκτα.

4. Εν περιπτώσει ανεπαρκείας των κατά την παράγραφον 1 προσαχθέντων αποδεικτικών στοιχείων το Ειδικόν Δικαστήριον δύναται δι` αποφάσεως του, κατά το άρθρον 20, να διατάξη περαιτέρω αποδείξεις.

5. Η δια την κλήτευσιν και εξέτασιν των μαρτύρων απαιτουμένη δαπάνη ορίζεται δια της περί αποδείξεως αποφάσεως, προκαταβάλλεται υπο του υποχρεωθέντος εις απόδειξιν διαδίκου και βαρύνει αυτόν μεν εις ην περίπτωσιν το ταχθέν θέμα ήθελε κριθή ως μη αποδειχθέν, άλλως δε το Δημοσίον.

Άρθρον 30α
Σημ.: όπως το άρθρο 30 προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.1 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67/6.5.1997

1. Αν ο αριθμός των ψηφοδελτίων ή των σταυρών προτίμησης, οι οποίοι πρέπει να καταμετρηθούν ή των οποίων η εγκυρότητα ή ακυρότητα αμφισβητείται από τις ενστάσεις και τις αντενστάσεις, είναι μεγάλος, το Δικαστήριο μπορεί, με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του και χωρίς κλήτευση των διαδίκων, να αναθέσει την καταμέτρηση και τον έλεγχο των ψηφοδελτίων ή των σταυρών προτίμησης, κατά την πραγματική βάση των αιτιάσεων που προβάλλονται, σε δικαστικούς λειτουργούς, κατά προτίμηση πρωτοδίκες, όλων των κλάδων. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί μπορούν να επικουρούνται στο έργο τους από δικαστικούς υπαλλήλους.

2. Με την απόφαση τάσσεται προθεσμία για την περάτωση του έργου και προσδιορίζεται ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων που είναι αναγκαίοι, καθώς και ο κλάδος ή οι κλάδοι της Δικαιοσύνης από τους οποίους προέρχονται. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ύστερα από πρόταση του Προέδρου του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναλόγως του κλάδου από τον οποίο προέρχονται οι διοριζόμενοι.

3. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί, που τελούν καθόσον αφορά το έργο τους αυτό υπό την εποπτεία του εισηγητή της υπόθεσης, ενεργούν είτε συλλογικά, καθύ ομάδες είτε ατομικά, κατά τις οδηγίες του εισηγητή και συντάσσουν έκθεση ή εκθέσεις (πρακτικό καταμέτρησης ψηφοδελτίων, έκθεση αυτοψίας ψηφοδελτίων) για τα θέματα που τους ανατέθηκαν, τις οποίες καταθέτουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

4. Με μέριμνα της Γραμματείας καλούνται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους να λάβουν γνώση της έκθεσης ή των εκθέσεων της προηγούμενης παραγράφου. Οι πιο πάνω μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα με τις παρατηρήσεις τους μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που έλαβαν γνώση των εκθέσεων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για δεκαπέντε (15) ακόμη ημέρες, αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.

5. Η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης γίνεται, μέσα στα όρια της ένστασης και των τυχόν αντενστάσεων, με βάση τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι για τις εκθέσεις που προβλέπει η παράγραφος 3.

6. Το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε με απόφασή του που λαμβάνεται με την ίδια διαδικασία να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή του που αναφέρεται στην παρ. 1.

7. Η διαδικασία των προηγουμένων παραγράφων μπορεί να διαταχθεί και με προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου που λαμβάνεται ύστερα από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται τα σχετικά με την αποζημίωση των δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων που εκτελούν το πιο πάνω έργο. Η αποζημίωση καταβάλλεται από το Δημόσιο.

9. Το Δικαστήριο μπορεί με την οριστική απόφασή του και εκτιμώντας τις περιστάσεις να επιβάλει στους διαδίκους που ηττώνται το σύνολο ή μέρος της δαπάνης του Δημοσίου, η οποία προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο ή να τους απαλλάξει από αυτή. Η Γραμματεία του Δικαστηρίου επισυνάπτει στο φάκελο σημείωμα για το ύψος της πιο πάνω δαπάνης στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Άρθρον 31

1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εξετάζει αυτεπαγγέλτως μεν το παραδεκτόν της ενστάσεως και το βάσιμον των προβαλλομένων λόγων, κατά τα λοιπά δεν περιορίζεται εις την εξέτασιν μόνον των υπο των διαδίκων προβαλλομένων λόγων και ισχυρισμών.

2. Εν περιπτώσει αναβολής της συζητήσεως αι προθεσμίαι, αι οποίαι προβλέπονται δια τας προ της ημέρας της συζητήσεως ενεργείας των διαδίκων, υπολογίζονται βάσει της αρχικώς προσδιορισθείσης δικασίμου και ουχί της μετ` αναβολήν.

3. Επι της κατά το άρθρον 24 αιτήσεως δεν εφαρμόζονται αι περί διακοπής της δίκης διατάξεις του παρόντος Νόμου.

Άρθρον 32

1. Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον έλλειψιν νομίμου προσόντος ανακηρυχθέντος βουλευτού ή αναπληρωματικού ή νόμιμον κώλυμα προς ανακήρυξιν αυτού, αποφαίνεται άκυρον την ανακήρυξιν.

2. Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον παράβασιν νόμου περί την ενέργειαν της εκλογής, συνεπεία της οποίας γεννάται αμφιβολία περί του εάν το τελικόν αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήθελεν είναι το αυτό άνευ του διαπιστωθέντος ελαττώματος, αποφαίνεται άκυρον την ανακήρυξιν των καθ` ων η αίτησις βουλευτών ή αναπληρωματικών, η οποία καθίσταται αμφίβολος συνεπεία της εκλογικής παραβάσεως, και διατάσσει την επανάληψιν της ψηφοφορίας μεταξύ αυτών και των λοιπών υποψηφίων, η θέσις των οποίων δύναται να μεταβληθή εκ του αποτελέσματος αυτής και καθορίζει τούτους. Εις την περίπτωσιν ταύτην η επανάληψις της ψηφοφορίας διατάσσεται δια της ιδίας αποφάσεως είτε εις ολόκληρον την εκλογικήν περιφέρειαν είτε εις ωρισμένα τμήματα αυτής, αναλόγος της εκτάσεως της διαπιστωθείσης παραβάσεως.

3. Το Ειδικόν Δικαστήριον, αποδεχόμενον λάθος περί την αρίθμησιν των ψήφων, αποφαίνεται άκυρον την συνεπεία του λάθους γενομένην ανακήρυξιν και ανακηρύσσει βουλευτάς ή αναπληρωματικούς τους κατά την ορθήν αρίθμησιν των ψήφων πλειοψηφήσαντας. Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται αναλόγως και εις πάσαν άλλην περίπτωσιν ακυρώσεως ανακηρύσεως, κατά την οποίαν εν όψει της φύσεως της εκλογικής παραβάσεως είναι προφανώς, κατά την κρίσιν του Ειδικού Δικαστηρίου, περιττή η επανάληψις της ψηφοφορίας.

4. Εις ην περίπτωσιν η κατά τας παραγράφους 2 και 3 ακύρωσις της ανακηρύξεως βουλευτών συνεπιφέρει εννόμους συνεπείας και επι ανακηρύξεως βουλευτών ή αναπληρωματικών εις άλλην ή άλλας εκλογικάς περιφερείας, το Ειδικόν Δικαστήριον υποχρεούται να απαγγείλη δια της αποφάσεως του και τας συνεπείας αυτάς, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 29.

Άρθρον 33
Κατ` εξαίρεσιν του άρθρου 21 παρ. 1 αι απορριπρικαί αποφάσεις δημιουργούν δεδικασμένον μόνον μεταξύ των διαδίκων.

Άρθρον 34
Αμα τη δημοσιεύσει εκάστης οριστικής αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος αυτού αποστέλλει κεκυρωμένον αυτής αντίγραφον και προς τον Πρόεδρον της Βουλής και το Υπουργείον των Εσωτερικών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε΄

Άρθρον 35
Ελεγχος του κύρους και των Αποτελεσμάτων Δημοψηφίσματος.

1. Ενστάσεις κατά του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος διεξαχθέντος κατά το άρθρον 44 παρ. 2 του Συντάγματος δικαιούται να ασκήση δι` αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου πας εκλογεύς εγγεγραμμένως εις τους εκλογικούς καταλόγους οιασδήποτε εκλογικής περιφερείας.

2. Εις την δίκην δύναται να παρέμβη υπερ του κύρους του δημοψηφίσματος πας εκλογεύς εγγεγραμμένος εις τους εκλογικούς καταλόγους οιασδήποτε εκλογικής περιφερίας.

3. Πλείονας αυτοτελώς αιτούντες ή παρεμβάντες λογίζονται αναγκαίοι ομόδικοι και υποχρεούνται εις κοινήν παράστασιν δια δέκα το πολύ δικηγόρων και εις την υποβολήν κοινού υπομνήματος. Εις περίπτωσιν υπάρξεως πλειόνων δικηγόρων και εν ασυμφωνία αυτών, η επιλογή γίνεται υπο του δικαστηρίου δια κληρώσεως.

4. Η αίτησις δύναται να στρέφεται κατά του κύρους και των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος εις ωρισμένην εκλογικήν περιφέρειαν ή εις πλείονας εκλογικάς περιφερείας ή εις άπασαν την Επικράτειαν.

5. Η αίτησις ασκείται εντός δέκα ημερών αποτης κατά νόμον δημοσιεύσεως του τελικού αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, κατά τα εν άρθρω 25 παρ. 3 οριζόμενα.

6. Αμα τη παρόδω απράκτου της προθεσμίας ασκήσεωα αιτήσεως οι εισαγγελείς πρωτοδικών υποχρεούνται να αποστέλλουν αμελλητί εις τον γραμματέα του Ειδικού Δικαστηρίου βεβαίωσιν περί της μη υποβολής αιτήσεως.

7. Μετά την παρέλευσιν της προθεσμίας, προσβολής των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, εαν ουδεμία αίτησις κατ` αυτού υπεβλήθη, ο Πρόεδρος του Ειδικού Δικαστηρίυ εκδίδει πράξιν βεβαιούσαν τούτο ήτις δημοσιεύεται δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

8. Περί της ασκηθείσης αιτήσεως κατά του κύρους του δημοψηφίσματος δημοσιεύεται, μερίμνη του γραμματέως του Ειδικού Δικαστηρίου, εις δύο εφημερίδας των Αθηνών σχετική ειδοποίησις δέκα ημέρας προ της δικασίμου.

Άρθρον 36
Λόγοι ενστάσεως είναι:
α) Παράβασις του νόμου περί την διενέργειαν του δημοψηφίσματος και
β) λάθος περί την αρίθμισιν των ψήφων.

Άρθρον 37

1. Το Ειδικόν Δικαστήριον, διαπιστούν παράβασιν του νόμου καθιστά αμφίβολον το τελικόν αποτέλεσμα τούτου διατάσσει την επανάληψιν αυτού εις την εκλογικήν περιφέρειαν ή τας εκλογικάς περιφερείας, εις τας οποίας εγένετο παράβασις.

2. Το ειδικόν Δικαστήριον, διαπιστούν λάθος περί την αρίθμησιν των ψήφων, μεταρρυθμίζει αντιστοίχως το τελικόν αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.

Άρθρον 38
Τα άρθρα 24 εώς 34 εφαρμόζονται αναλόγως και προκειμένου περί εξελέγξεως του δημοψηφίσματος, πλην αν αντίκειται εις ειδικάς περί αυτού διατάξεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ΄

Άρθρον 39
Κρίσις περί της εκπτώσεως των Βουλευτών.

1. Το Ειδικόν Δικαστήριον αποφαίνεται επι αμφισβητήσεων, αναφερομένων εις την έκπτωσιν βουλευτών, εις τας υπο των άρθρων 55 παρ. 2 και 57 του Συντάγματος προβλεπομένας περιπτώσεις, κατ` αίτησιν:
α) παντός βουλευτού, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου δια τον οποίον εδημιουργήθη η αμφισβήτησις,
β) του δικαιουμένου να καταλάβη την, συνεπεία της εκπτώσεως του βουλευτού, κενουμένην βουλευτικήν έδραν και
γ) παντός εκλογέως εγγεγραμμέου εις τους εκλογικούς καταλόγους της εκλογικής περιφερείας εις την οποίαν εξελέγη ο περί ου η αμφισβήτησις βουλευτής.

2. Διάδικοι εις την δια της υποβολής της αιτήσεως εγερθείσαν δίκην είναι ο αιτών και ο καθ` ου η αίτησις βουλευτής.

3. Επιφυλασσομένης της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 2, κεκυρωμένον αντίγραφον της αιτήσεως μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου κοινοποιείται επιμελεία του γραμματέως του Ειδικού Δικαστηρίου και εις τον Πρόεδρον της Βουλής.

Άρθρον 40
Επι της αιτήσεως εφαρμόζεται διάταξις του άρθρου 25 παρ. 4.

Άρθρον 41
Η οριστική απόφασις του Ειδικού δικαστηρίου κοινοποιείται αμελλητί υπο του γραμματέως αυτού και εις τον Πρόεδρον της Βουλής, ο οποίος επιμελείται της εκτελέσεως αυτής, αποτελεί δε δεδικασμένον έναντι πάντων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ΄

Άρθρον 42
Α` Σύγκρουσις μεταξύ Δικαστηρίου και Διοικητικών αρχών.
α) Καταφατική σύγκρουσις.
1. Εαν ενώπιον δικαστηρίου εκκρεμής υπόθεσις, την οποίαν η διοικητική άρχή θεωρεί ως ανήκουσαν εις την αρμοδιότητα αυτής και το επιληφθέν δικαστήριον δεν αποφανθή εαυτό αναρμόδιον, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία του αρμοδίου νομάρχου ή, προκειμένου περί του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επιμελεία του αρμοδίου Υπουργού.
2. Ο νομάρχης ή ο Υπουργός προς άρσιν της συγκρούσεως, υποβάλλει εις το δικαστήριον παρεμπίπτουσαν αίτησιν απευθυνομένην κατά των διαδίκων της εκκρεμούς δίκης, προς διάγνωσιν της ελλείψεως δικαιοδοσίας του δικαστηρίου.
3. Η δικάσιμος ορίζεται εντός είκοσιν ημερών απο της καταθέσεως της αιτήσεως, αντίγραφον της οποίας μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου κοινοποιείται επι ποινή απαραδέκτου της αιτήσεως, επιμελεία του νομάρχου ή του Υπουργούμ εις του διαδίκους της εκκρεμούς δίκης πέντε ημέρας προ της συζητήσεως.
4. Η συζήτησις διεξάγεται προφορικώς εις μίαν δικάσιμον και απολιπομένων έτι των διαδίκων. Η απόφασις του δικαστηρίου εκδίδεται υποχρεωτικώς εντός δέκα πέντε ημερών απο της συζητήσεως. Εαν το δικαστήριον δια της αποφάσεως του έκρινεν εαυτό αρμόδιον, ο νομάρχης ή ο Υπουργός, εάν δε αναρμόδιον πας διάδικος, δικαιούται να υποβάλλουν ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου αίτησιν περί άρσεως της συγκρούσεως, εντός προθεσμίας εξήκοντα ημερών απο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως. Η πάροδος απράκτου της προθεσμίας ταύτης καθιστά την απόφασιν δεσμευτικήν δια την διοίκησιν και του λοιπούς διαδίκους.
5. Η κατάθεσις της αιτήσεως, κατά την παρ. 2 αναστέλλει την πρόοδον της κυρίας δίκης. Αι διοικητικαί αρχαί απο του αυτού χρόνου υποχρεούνται να απέχουν πάσης περαιτέρω ενεργείας, μέχρις άρσεως της συγκρούσεως, επι ποινή ακυρότητος των πράξεων αυτών.

Άρθρον 43
β) Αποφατική σύγκρουσις.
1. Εαν αφ` ενός δικαστήριον δια τελεσιδίκου αυτού αποφάσεως και αφ` ετέρου διοικητική αρχή αποφανθούν ότι στερούνται δικαιοδοσίας και αρμοδιότητος όπως επιληφθούν ωρισμένης υποθέσεως, πας δικαιούνται να ζητήσουν την άρσιν της συγκρούσεως.
2. Η αίτησις υποβάλλεται εντός προθεσμίας ενενήκοντα ημερών απο της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως, εάν αύτη έπεται, ή απο της κοινοποιήσεως ή της πραγματικής γνώσεως της διοικητικής πράξεως, εάν αύτη ωσαύτως έπεται.

Άρθρον 44
Β) Σύγκρουσις μεταξύ Δικαστηρίων. α) Καταφατική σύγκρουσις.

1. Εφ` όσον η αυτή υπόθεσις μεταξύ των αυτών διαδίκων είναι εκκρεμής ενώπιον αφ` ενός του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ετέρου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου, και αφ` ετέρου αστικού ή ποινικού δικαστηρίου, ή εκ τρίτου μεταξύ τινός εκ των ανωτέρω δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, και το εν εκ τούτων δεν απεφάνθη περί της ελλείψεως δικαιοδοσίας αυτού, η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου.

2. Ο διάδικος υποβάλλει αίτησιν ενώπιον του δικαστηρίου το οποίον θεωρεί ως στερούμενον δικαιοδοσίας, μετά των αποδείξεων της εκκρεμοδικίας ενώπιον του ετέρου δικαστηρίου, ίνα οτύτο αποφανθή περί της δικαιοδοσίας αυτού.

3. Επι της αιτήσεως εφαρμόζονται τα εις το άρθρον 42 παρ. 3 και 4, οριζόμενα. Αντίγραφον της αιτήσεως κοινοποιείται επι ποινή απαραδέκτου και εις τον πρόεδρον του ετέρου δικαστηρίου εντός της αυτής προθεσμίας. Η κατάθεσις της αιτήσεως αναστέλλει την πρόοδον αμφοτέρων των εκκρεμών δικών.

Άρθρον 45
Η αίτησις προς το Ειδικόν Δικαστήριον μετά πράξεως ορισμού δικασίμου κοινοποιείται αυτεπαγγέλτως, και εις τους προέδρους των αντιστοίχων δικαστηρίων.

Άρθρον 46
β) Αποφατική σύγκρουσις.

1. Εφ` όσον τα κατά το άρθρον 44 παρ. 1 δικαστήρια έκριναν τελεσίδικως ότι στερούνται δικαιοδοσίας επι της αυτής υποθέσεως η σύγκρουσις αίρεται επιμελεία παντός διαδίκου, δια καταθέσεως αιτήσεως ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου, εντός ενενήκοντα ημερών απο της δημοσιεύσεως της νεωτέρας αποφάσεως.

2. Το άρθρον 45 εφαρμόζεται και εν προκειμένω.

Άρθρον 47
Γ`. Κοιναί διαδικαστικαί διατάξεις.

1. Διάδικοι ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου είναι πλην των αιτούντων και οι διάδικοι των δικών, αι οποίαι προκαλούν την σύγκρουσιν.

2. Η περί άρσεως αίτησις, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου, κοινοποιείται, και εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης, ο οποίος δικαιούται να μετάσχη εις την συζήτησιν άνευ ετέρας διατυπώσεως.

3. Υποθέσις είναι, κατά την έννοιαν του παρόντος Κεφαλαίου, εκκρεμής:
α) ενώπιον διοικητικής αρχής, εφ` όσον εφεδόθη παρ` αυτής οιασδήποτε, έστω και μη εκτελεστή πράξις, ενέχουσα ανάμιξιν ταύτης ή εκκρεμεί κατ` εκτελεστής πράξεως της διοικητικής αρχής ενδικοφανής προσφυγή ή ένδικον μέσον ενώπιον δικαστηρίου, περιλαμβανομένης και της αιτήσεως ακυρώσεως,
β) ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων απο της εκδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος ή βουλεύματος ή της ενεργείας ετέρας πράξεως υποδηλούσης άσκησιν της ποινικής αγωγής,
γ) ενώπιον παντός ετέρου δικαστηρίου απο της ασκήσεως της αγωγής ή ενδίκου μέσου, περιλαμβανομένης και της αιτήσεως αναιρέσεως ή της ασκήσεως παντός ενδίκου βοηθήματος.

4. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου περιορίζεται εις την λύσιν του αμφισβητουμένο ζητήματος δικαιοδοσίας, εξαφανίζει την εσφαλμένως αποφανθείσαν επι τούτου απόφασιν ή διοικητικήν πράξιν, παραπέμπει την υποόθεσιν εις το κρινόμενον ως έχον δικαιοδοσίαν δικαστήριον ή αρχήν, είναι δε κατ` εξαίρεσιν του άρθρου 21 παρ. 1, υποχρεωτική δια πάντα τα επιληφθέντα ή απόσχοντα να επιληφθούν δικαστήρια ή αρχάς και του διαδίκους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η΄

Άρθρον 48
Αμφισβήτησις περί της Συνταγματικότητος ή της εννοίας τυπικού νόμου.

1. Το Ειδικόν Δικαστήριον εν περιπτώσει εκδόσεως περί της ουσιαστικής Συνταγματικότητος ή της εννοίας αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή το Ελεγκτικού Συνεδρίου, αίρει την αμφισβήτησιν κατόπιν αιτήσεως:
α) του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας παρά τω Ελεγκτικού Συνεδρίω ή του Γενικού Επιτρόπου της Διοικητικής Δικαιοσύνης,
β) παντός έχοντος έννομον συμφέρον.

2. Το Συμβούλιον της Επικρατείας, ο Αρειος Πάγος ή το Ελεγκτικόν Συνέδριον, εαν αποφασίση επι της Συνταγματικότητος ή της έννοιας Νόμου τυπικού, κατ` αποδοχήν απόψεως διαφόρου εκκείνης υπο την οποίαν είχεν εκδοθή απόφασις ετέρου εκ των δικαστηρίων τούτων, την οποίαν επεκαλέσθη τις των διαδίκων ή είναι εξ άλλου λόγου γνωστή εις το Δικαστήριον, υποχρεούται, εκδίδον την αντίθετον ως προς το θέμα απόφασιν του, να παραπέμψη τούτο δι` ειδικής αποφάσεως του εις το Ειδικόν Δικαστήριον προς άρσιν της δημιουργηθείσης αμφισβητήσεως. Εν τη περιπτώσει ταύτη η υπόθεσις παραμένει κατά τα λοιπά εκκρεμής εις το εκδόν την παραπεμπτικήν απόφασιν δικαστήριον, το οποίον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου, κοινοποιουμένης προς αυτό μερίμνη του Γραμματέως τούτου, επιλαμβάνεται τη αιτήσει των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως της εκδικάσεως εκ νέου της υποθέσεως υποχρεούμενον να συμμορφωθή προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου. 3. Αι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται εφ` όσον η μία τουλάχιστον των αντιθέτων αποφάσεων εδημοσιεύθη μετά την έναρξιν της ισχύος του Συντάγματος.

Άρθρον 49

1. Διάδικοι κατά την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δίκην είναι, εκτός των αιτούντων, και πάντες οι διάδικοι της δίκης εφ` ης εξεδόθη η δικαστική απόφασις, δια της οποίας παρεπέμφθη προς επίλυσιν η αμφισβήτησις.

2. Το εισαγωγικόν της δίκης δικόγραφον, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου κοινοποιείται, εν πάση περιπτώσει εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης, ο οποίος και αν δεν είναι διάδικος, δικαιούται να μετάσχη εις την συζήτησιν άνευ ετέρας διατυπώσεως.

Άρθρον 50

1. Η πράξις ορισμού της δικασίμου, μετά μνείας εν περιλήψει του αντικειμένου της αμφισβητήσεως, δημοσιεύεται δια δύο ημερησίων εφημερίδων της Πρωτευούσης είκοσιν ημέρας προ της δικασίμου.

2. Αντίγραφον της περί αρσεως αμφισβητήσεως αιτήσεως ή παραπεμπτικής αποφάσεως, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου, κοινοποιείται είκοσιν ημέρας προ ταύτης και εις τον Πρόεδρον του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, τον Επίτροπον του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τον Γενικόν Επίτροπον επι της Διοικητικής Δικαιοσύνης προς ενημέρωσιν των οικείων δικαστηρίων, ως και εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης. Επί αιτήσεως ασκουμένης υπο ιδιώτου, συμφώνως προς το άρθρον 48 παρ. 1 περίπτ. β`, ομοία κοινοποίησις ενεργείται, επιμέλεια του Εισηγητού, και προς παν πρόσωπον εις ο αφορά η υπόθεσις, ως εκ της οποίας νομιμοποιείται ο ασκήσας την αίτησιν άρσεως της αμφισβητήσεως.

3. Παν Δικαστήριον ενώπιον του εκκρεμεί υπόθεσις, επι της οποίας έχουν εφαρμογήν διατάξεις τυπικού νόμου, αίτινες αποτελούν αντικείμενον εκκρεμούς ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου αμφισβητήσεως, κατά το άρθρον 48, ως λάβη καθ` οιονδήποτε τρόπον, γνώσιν ταύτης, οφείλει, αυτεπαγγέλτως, να αναλάβη την έκδοσιν οριστικής αποφάσεως μέχρι δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου.

Άρθρον 51

1. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου δια της οποίας ήρθη αμφισβήτησις περί της ουσιαστικής αντισυγματικότητος ή της εννοίας (τυπικού) Νόμου, ισχύει έναντι πάντων απο της εν δημοσία συνεδριάσει δημοσιεύσεως της, επιφυλασσομένης της διατάξεως της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

2. Δικαστικαί αποφάσεις και διοικητικαί πράξεις εκδιδόμεναι μετά την δημοσίευσιν της περί ης η προηγουμένη παράγραφος αποφάσεως του Ειδικούς Δικασηρίους, κρίνασαι δε κατά παράβασιν των δι` αυτής γενομένων δεκτών, υπόκεινται εις τα προβλεπόμενα ένδικα μέσα. Ειδικώς εάν τοιαύτη απόφασις εξεδόθη υπο του Συμβουλίου Επικρατείας εαν τοιαύτη απόφασις εξεδόθη υπο του Συμβουλιου Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου χωρεί δια τον λόγον τούτον αίτησις επαναλήψεως της υφ` ήν εξεδόθη διαδικασίας, ασκουμένη εκ μέρους παντός διαδίκου, εντός ενενήκοντα ημερών απο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, τηρουμένης κατά τα λοιπά της ισχυούσης δι` έκαστον δικαστήριον διαδικασίας.

3. Αι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφους εφαρμόζονται και επι των αποφάσεων αίτινες εξεδόθησαν προ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου κατά παράβασιν των διατάξεων των άρθρων 48 παρ. 2 και 50 παρ. 3. Εν τη περιπτώσει ταύτη η αίτησις επαναλήψεως διαδικασίας ασκείται εντός ενενήκοντα ημερών απο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου.

4. Το Ειδικόν Δικαστήριον δύναται δι` ειδικώς ητιολογημένης προς τούτο σκέψεως της αποφάσεως του, ισχυούσης έναντι πάντων, να κηρύξη και απο προγενεστέρου της δημοσιεύσεως αυτής χρόνου το ανίσχυρον της ως αντισυνταγματικής κριθείσης διατάξεως.

5. Επι αναδρομικής κηρύξεως της αντισυνταγματικότητος διατάξεως, χωρεί αίτησις επαναλήψεως της εφ` ης εξεδόθη η απόφασις αύτη διαδικασίας, ασκουμένη εκ μέρους παντός διαδίκου εντός προθεσμίας εξ μηνών απο της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου. Κατά τα λοιπά τηρείται η ισχύουσα διαδικασίας εις το δικάζον δικαστήριον, υποχρεούμενον όπως μη εφαρμόση την κηρυχθείσαν ως αντισυνταγματικήν διάταξιν.

6. Αι κατά την διάρκειαν του περί ου η παράγραφος 4 του παρόντος άρθρου, χρόνου της αναδρομής εκδοθείσαι, βάσει του κηρυχθέντος ως αντισυνταγματικού νόμου, διοικητικαί πράξεις ανακαλούνται υποχρεωτικώς εντός αποκλειστικής προθεσμίας εξ μηνών απο της δημοσιεύσεως της κηρύξασης την αντισυνταγματικότητα αποφάσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄

Άρθρον 52
Αμφισβητήσεις περί τον χαρακτηρισμόν Κανόνων Διεθνούς Δικαίου ως Γενικώς Παραδεδεγμένων

1. Εκκρεμούσης υποθέσεως ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής και δημιουργουμένης αμφιβολίας περί τον χαρακτηρισμόν κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικώς παραδεγμένων, το Ειδικόν Δικαστήριον επιλαμβάνεται προς άρσιν ταύτης:
α) Προκειμένου περί υποθέσεως εκκρεμούσης ενώπιον διοικητικής αρχής, κατόπιν παραπεμπτικής αποφάσεως τούτου.
β) Προκειμένου περί υποθέσεως εκκρεμούσης ενώπιον διοικητικής αρχής, τη αιτήσει του αρμοδίου Υπουργού, εκθέτοντος και την υπ` αυτού υποστηριζομένην άποψιν.
Εις ανωτέρω περιπτώσεις η μεν εκδίκασις της ενώπιον δικαστηρίου εκκρεμούς υποθέσεως αναβάλλεται υποχρεωτικώς η δε επι διοικητικής υποθέσεως ενέργεια διακόπτεται μέχρις εκδόσεως της αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου.

2. Εκκρεμούσης υποθέσεως ενώπιον οιουδήποτε δικαστηρίου ή οργάνου της διοικήσεως αρμδοίου κατά νόμον προς επίλυσιν αμφισβητήσεων, κατόπιν ασκήσεως ενδικοφανούς μέσου, η περί ης η προηγουμένη παράγραφος άρσις αμφισβητήσεως δύναται να ζητηθή και υπο τινός των εν τη δίκη διαδίκων ή των ενδιαφερομένων επι της διοικητικής υποθέσεως, δι` αιτήσεως του προς το Ειδικόν Δικαστήριον. Εν τη περιπτώσει ταύτη η πρόοδος της δίκης ή της διοικητικής διαδικασίας αναστέλλεται μόνον εφ` όσον ήθελε διατάξεις περί τούτου το Ειδικόν Δικαστήριον, δια παρεμπιπτούσης αποφάσεως του.

3. Επι αντιθέτων αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς τον χαρακτητισμόν κανόνος του Διεθνούς Δικαίου ως γενικώς παραδεδεγμένου, έχουν ανάλογον εφαρμογήν τα εν άρθροις 48 εως 51 οριζόμενα.

Άρθρον 53

1. Διάδικοι εις την ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου δίκην είναι, προκειμένου μεν περί αμφισβητήσεως επι υποθέσεως εκκρεμούς ενώπιον της Διοικήσεως, ο παραπέμψας Υπουργός και οι εις ους αφορά η υπόθεσις, προκειμένου δε περί υποθέσεως εκκρεμούσης ενώπιον δικαστηρίου, πάντες οι διάδικοι της δίκης.

2. Το εισαγωγικόν της δίκης δικόγραφον, μετά της πράξεως ορισμού δικασίμου, κοινοποιείται εν πάση περιπτώσει και εις τους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Εξωτερικών, οι οποίοι και αν έτι δεν είναι διάδικοι δικαιούνται να μετάσχουν της ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συζητήσεως της υποθέσεως άνευ οιασδήποτε ετέρας διατυπώσεως.

Άρθρον 54

1. Η απόφασις του Ειδικού Δικαστηρίου ισχύει έναντι πάντων.

2. Εις την περίπτωσιν της παρ. 2 του άρθρου 52 εαν δεν είχε διαταχθή αναστολή της προόδου της δίκης υπο του Ειδικού Δικαστηρίου, και η επακολουθήσασα απόφασις αυτού τελεί εις αντίθεσιν προς τα υπο του εκδικάσαντος την υπόθεσιν Δικαστηρίου εν τη αποφάσει του γενόμενα δεκτά, χωρεί αίτησις επαναλήψεως της εφ` ης εξεδόθη αύτη διαδικασίας κατά τα εν παρ. 2 και 3 του άρθρου 51 του παρόντος οριζόμενα. Η δε υπο τους ιδίους όρους εκδοθείσα αντίθετος προς την απόφασιν του Ειδικού Δικαστηρίου διοικητική πράξις ανακαλείται υποχρεωτικώς κατά τα εν παρ. 6 του αυτού άρθρου 51 οριζόμενα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄

Άρθρον 55
Τελικαί και Μεταβατικαί Διατάξεις.
Αντίγραφον πάσης αποφάσεως του Ειδικού Δικαστηρίου κοινοποιείται και εις τον Υπουργόν Δικαιοσύνης.

Άρθρον 56
Εις τους μετέχοντας του Ειδικού Δικαστηρίου δικαστικούς λειτουργούς και καθηγητάς, ως και εις του επικουρούντας τούτους καταβάλλεται μηνιαίον επίδομα καθοριζόμενον εις ποσοστόν επι των αποδοχών των, δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

Άρθρον 57
Υποθέσεις εμπίπτουσαι εις την αρμοδιότητα του Ειδικού Δικαστηρίου και εκκρεμούσαι ενώπιον αρμοδίων, βάσει τών μέχρι τούδε ισχυουσών διατάξεων, δικαστηρίων, μεταβιβάζονται εις το Ειδικόν Δικαστήριον, το οποίον επιλαμβάνεται τούτων απο του σημείου εις αύται ευρίσκονται.

Άρθρον 58
Απο της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος καταργούνται: α) ο Νόμος 406 της 17/24 Νοεμβρίου 1914 “περί δικαστηρίων συγκρούσεως καθήκοντα”, β) τα άρθρα 116 εως 118, 119 παρ. 2, 120 και 122 εως 131 του Π.Δ. 650 της 2/3 Οκτωμβρίου 1974 “περί κωδικοποιήσεως των ισχυουσών διατάξεων της εκλογικής νομοθεσίας” και γ) πάσα ετέρα διάταξις αντικειμένη εις τον παρόντα Κώδικα ή αφορώσα εις τα υπ` αυτού ρυθμιζόμενα θέματα.

Άρθρον δεύτερον
1. Η ισχύς του δια του άρθρου Πρώτου του παρόντος κυρουμένου Κώδικος άρχεται μετά ένα μήνα απο της δημοσιεύσεως του παρόντος δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων αυτού των αφορωσών εις τας απαραιτήτους ενεργείας δια την έναρξιν λειτουργίας του Ειδικού Δικαστηρίου, των οποίων η ισχύς άρχεται απο της δημοσιεύσεως του παρόντος δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.
2. Η θητεία των κατά την πρώτη εφαρμογήν του παρόντος κληρωθησομένων μελών λήγει την 31 Δεκεμβρίου 1977.
3. Η ισχύς του παρόντος Νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως αυτού δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄ Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 9 Ιουνίου 1976

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ