ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ AΡΙΘ. 3148 ΦΕΚ Α΄136/5.6.2003
Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αντικατάσταση και συμπλήρωση των διατάξεων για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος και άλλες διατάξεις
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ
Άρθρο 1
Σύσταση Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων
1. Συνιστάται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων» (Ε.Λ.Τ.Ε.) με έδρα την Αθήνα και σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας λειτουργίας των επιχειρήσεων με την εφαρμογή λογιστικής τυποποίησης και τη διασφάλιση της ποιότητας των λογιστικών ελέγχων.
2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εποπτεύεται από τον Υπουργό Οικονομικών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η εν λόγω εποπτεία λαμβάνει τη μορφή της προηγούμενης έγκρισης μόνον για τις πράξεις του ετήσιου προϋπολογισμού και απολογισμού της Ε.Λ.Τ.Ε..
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 άρθρου 26 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
3. Η Ε.Λ.Τ.Ε. διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) το οποίο αποτελείται από τον Πρόεδρο, δύο Αντιπροέδρους και τέσσερα μέλη και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Ως γραμματέας του Δ.Σ. ορίζεται, με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε..
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.3301/2004,ΦΕΚ Α 263,αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 26 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
4. Ο Πρόεδρος επιλέγεται από πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, ευρύτερης αποδοχής με αποδεδειγμένη πείρα και επιστημονική κατάρτιση. «Οι Αντιπρόεδροι επιλέγονται από πρόσωπα που διαθέτουν ευρεία επιστημονική κατάρτιση στη Λογιστική ή/και Ελεγκτική.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.18 Ν.3301/2004,ΦΕΚ Α 263,αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρου 26 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
5. Για το διορισμό του Προέδρου ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 49 Α΄ του Κανονισμού της Βουλής.
6. Τα υπόλοιπα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι πρόσωπα που υποδεικνύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος και το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, ανά ένα μέλος από κάθε φορέα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.18 Ν.3301/2004, ΦΕΚ Α 263/23.12.2004.και με το άρθρο 61 του ν.4449/2017
7. Η θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε. είναι τριετής.Σε περίπτωση λήξης της θητείας των μελών του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., αυτή παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέων μελών σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 3148/2003 για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους κατ` ανώτατο όριο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 3 άρθρου 26 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
8. Μέλη του Δ.Σ. δεν ορίζονται πρόσωπα για τα οποία συντρέχουν τα κωλύματα διορισμού που προβλέπονται στα άρθρα 8 και 9 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α΄). Τα μέλη του Δ.Σ. εκπίπτουν αυτοδικαίως από την ιδιότητα τους, αν κατά τη διάρκεια της θητείας τους συντρέξει ένα από τα πιο πάνω κωλύματα.
9. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. συγκαλείται από τον Πρόεδρο ή όταν απουσιάζει ή κωλύεται από έναν Αντιπρόεδρο. Συνεδριάζει τακτικώς τουλάχιστον μια φορά το μήνα και εκτάκτως όταν κρίνεται αναγκαίο από τον Πρόεδρο ή το ζητήσουν τέσσερα τουλάχιστον μέλη του. Για την απαρτία απαιτείται στα παρόντα μέλη να παρευρίσκεται ο Πρόεδρος ή ένας από τους Αντιπροέδρους.
10. Η Ε.Λ.Τ.Ε. εκπροσωπείται στις σχέσεις της με άλλες αρχές και τρίτους, καθώς και ενώπιον των δικαστηρίων από τον Πρόεδρο και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του από τον Αντιπρόεδρο που ορίζεται από το Δ.Σ.. Το Δ.Σ. επιτρέπεται να εξουσιοδοτεί άλλο μέλος του Δ.Σ. ή τρίτο να εκπροσωπήσει την Ε.Λ.Τ.Ε. σε συγκεκριμένη πράξη.
11. Οι διατάξεις των περιπτώσεων β`, δ`, ε`, στ`, ζ` και η` της παραγράφου 1 του άρθρου 6, της παραγράφου 2 του άρθρου 9, της παραγράφου 4 του άρθρου 10 και των παραγράφων 1, 3 και 4 του άρθρου 11 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α`) έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (ΕΛΤΕ). Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται Γενικός Διευθυντής, για την ΕΛΤΕ νοείται το Διοικητικό Συμβούλιο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται η αμοιβή του γραμματέα του Δ.Σ. κατόπιν σχετικής εισήγησης του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΛΤΕ. Οι ετήσιοι προϋπολογισμοί και απολογισμοί της Επιτροπής μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2007 εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Σημ.: όπως η παρ.11,η οποία είχε προσταθεί με την παρ.1 άρθρ.16 Ν.3470/2006, και τροποποιηθεί με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 45 παρ.1 Ν.3693/2008,ΦΕΚ Α 174/25.8.2008.
12. Στην ΕΛΤΕ λειτουργεί Γραφείο Νομικού Συμβούλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3086/2002 (Α` 324). Στο Διοικητικό Συμβούλιο παρίστανται επίσης, ο Προϊστάμενος του Γραφείου Νομικού Συμβούλου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, όταν καλείται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. για να διατυπώσει τη γνώμη του σε νομικά θέματα.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.2 άρθρου 47 Ν.4305/2014, ΦΕΚ Α 237/31.10.2014.
13. Οι δαπάνες της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης Ελέγχων υπάγονται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Ε.Σ.). Ο ασκούμενος από το Ελεγκτικό Συνέδριο προληπτικός έλεγχος διενεργείται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και τα διεθνή ελεγκτικά πρότυπα επί δαπανών που υπερβαίνουν κατά χρηματικό ένταλμα τα όρια που ορίζει ο νόμος για τις περιπτώσεις των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.2 άρθρου 47 Ν.4305/2014, ΦΕΚ Α 237/31.10.2014.
Άρθρο 2
Αρμοδιότητες Ε.Λ.Τ.Ε.
Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) Εισηγείται στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών θέματα Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων, Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων και Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, καθώς και την εναρμόνιση τους με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα διεθνή πρότυπα.
β) Μεριμνά για τον έλεγχο της ποιότητας των υποχρεωτικών λογιστικών ελέγχων.
γ) Γνωμοδοτεί προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών επί θεμάτων λογιστικής τυποποίησης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι λογαριασμοί του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού καιτωνφορέωντου δημόσιου τομέα, όπως οριοθετείται από το Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄).
δ) Ασκεί εποπτεία στο Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (Σ.Ο.Ε.Λ.), σχετικά με την τήρηση των κανόνων που διέπουν την άσκηση του λειτουργήματος των μελών του. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθορίζεται η έκταση, το περιεχόμενο και ο τρόπος της εποπτείας.
ε) Αξιολογεί τα πορίσματα του ελέγχου της διαχείρισης του Σ.Ο.Ε.Λ..
στ) Θεσπίζει ύστερα από εισήγηση του Σ.Ο.Ε.Λ. κανόνες δεοντολογίας για την άσκηση του έργου των ορκωτών ελεγκτών και των ελεγκτικών εταιρειών και ελέγχει την τήρηση των κανόνων αυτών.
Σημ.: όπως η περ.στ` ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη παρ.2 του άρθρου 37 του Ν. 4170/2013 (ΦΕΚ Α 163 12.7.2013)
ζ) Συνεργάζεται με την επιτροπή που προβλέπεται στο άρθρο 7 του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες από τις ελεγκτικές εταιρείες και τους ορκωτούς ελεγκτές -λογιστές.
η) Συνιστά προσωρινές επιτροπές ή ομάδες εργασίας προς εξυπηρέτηση των αναγκών της. Η σύσταση πραγματοποιείται με αιτιολογημένη απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής εγκρινόμενη από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Στην ίδια απόφαση καθορίζεται το έργο, η διάρκεια και η σύνθεση κάθε επιτροπής ή ομάδας εργασίας. Το ύψος της αμοιβής των μελών τους καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α), όπως ισχύει κάθε φορά.
Σημ.: όπως η περ.η΄προστέθηκε με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
Άρθρο 3
Οργάνωση Ε.Λ.Τ.Ε. – Προσωπικό
1. Στην Ε.Λ.Τ.Ε. συνιστώνται:
α) Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης (Σ.ΛΟ.Τ.),
β) Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) και
γ) Εκτελεστική Επιτροπή που αποτελείται από τον Πρόεδρο και τους δύο Αντιπροέδρους.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα, που αφορούν στην οργάνωση της Ε.Λ.Τ.Ε., στηδιάρθρωση και τη λειτουργία των υπηρεσιών της και των συλλογικών οργάνων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο.
Με όμοιο διάταγμα καθορίζεται επίσης ο αριθμός, οι οργανικές θέσεις και τα προσόντα του προσωπικού της, η υπηρεσιακή κατάσταση του, η διάρθρωση και οι αρμοδιότητες των υπηρεσιών, η διαδικασία μετάταξης και απόσπασης και κάθε θέμα που είναι αναγκαίο για την οργάνωση και λειτουργία της Επιτροπής. Εξειδίκευση των κανόνων αυτών μπορεί να περιέχεται στον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
3. Μέχρι να καλυφθούν οι θέσεις που συνιστώνται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, η Ε.Λ.Τ.Ε. λειτουργεί και ασκεί τις αρμοδιότητές της με προσωπικό που διατίθεται σε αυτήν με απόσπαση από υπηρεσίες του Δημοσίου ή από φορείς του Δημόσιου Τομέα, όπως ορίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 και ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων. Η απόσπαση γίνεται με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, χωρίς γνωμοδότηση των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων όταν ο υπάλληλος αποσπάται από το Δημόσιο ή άλλου κατά περίπτωση οργάνου.
Η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν. 3229/2004 έχει ανάλογη εφαρμογή και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 του άρθρου 10 του ν. 3229/2004 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στην Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).
Σημ.: όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
Άρθρο 4
Συμβούλιο Λογιστικής Τυποποίησης
1. Το Σ.ΛΟ.Τ. είναι πενταμελές και αποτελείται από έναν Αντιπρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε. ως Πρόεδρο και τέσσερις ειδικούς επιστήμονες οι οποίοι έχουν υψηλό επίπεδο θεωρητικής κατάρτισης στη Λογιστική και μακροχρόνια πείρα πρακτικής εφαρμογής της.Ένας, τουλάχιστον, εκ των ανωτέρω επιστημόνων απαιτείται να είναι κάτοχος διδακτορικού διπλώματος στο γνωστικό αντικείμενο της Λογιστικής. Τα μέλη του Σ.ΛΟ.Τ. ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για τριετή θητεία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
Μέλη του ΣΛΟΤ μπορεί να είναι και καθηγητές ΑΕΙ, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 16 του ν. 4009/2011 και εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 24 του ιδίου νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.3 άρθρου 47 Ν.4305/2014, ΦΕΚ Α 237/31.10.2014.
2. Το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί σε θέματα λογιστικής τυποποίησης, τα οποία παραπέμπονται σε αυτό με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και σε προθεσμία που ορίζεται με αυτήν. Τα θέματα αυτά είναι ιδίως:
α) Η κατάρτιση, η αναθεώρηση ή η τροποποίηση του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου και των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων, με σκοπό την προσαρμογή τους στις εξελίξεις της επιστήμης και της πρακτικής.
β) Ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία της γενικής ή κατά στάδια υποχρεωτικής εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τις οικονομικές μονάδες ή από κατηγορίες αυτών.
γ) Η έκδοση οδηγιών σχετικά με την εφαρμογή του Γενικού Λογιστικού Σχεδίου, των Κλαδικών Λογιστικών Σχεδίων και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων.
3. Στα θέματα, που αναφέρονται στην περίπτωση α`, της προηγούμενης παραγράφου το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί αφού προηγηθεί μελέτη και εισήγηση του ΟικονομικούΕπιμελητηρίου της Ελλάδος. Η ανάθεση της μελέτης στο Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδος γίνεται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε,Λ.Τ.Ε. και η σχετική εισήγησηυποβάλλεται σε αυτή μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται με την ίδια απόφαση. Αν η εισήγηση του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Ελλάδος δεν υποβληθεί μέσα στην προθεσμία που τίθεται κατά περίπτωση το Σ.ΛΟ.Τ. γνωμοδοτεί χωρίς την εισήγηση.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., μπορεί να ανατίθεται, σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας που συνιστώνται με όμοια απόφαση ή σε εμπειρογνώμονες ή συμβούλους η μελέτη και η επεξεργασία συγκεκριμένων θεμάτων λογιστικής τυποποίησης. Η εποπτεία του έργου των επιτροπών ή ομάδων εργασίας ασκείται από το Σ.ΛΟ.Τ.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚE και η παρ.6 αναριθμήθηκε σε 5 με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
5. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η αποζημίωση των προσώπων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις).
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚE με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
6. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταργείται το Εθνικό Συμβούλιο Λογιστικής (Ε.ΣΥ.Λ.) που έχει συσταθεί με το ν. 1819/1988 (ΦΕΚ 256 Α`) και μεταφέρονται στο Σ.ΛΟ.Τ. θέματα που εκκρεμούν στο Ε.ΣΥ.Λ.
Σημ.: όπως η παρ.6 αναριθμήθηκε σε 5 με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
Άρθρο 5
Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 28 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
1. Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) είναι πενταμελές συλλογικό όργανο και η θητεία του είναι τριετής. Τα μέλη του Σ.Π.Ε. και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και πρέπει να είναι πρόσωπα εγνωσμένου κύρους με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα ελεγκτικής, λογιστικής και φορολογικής νομοθεσίας. Ως Πρόεδρος του Σ.Π.Ε. ορίζεται ένας Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.. Ένα από τα μέλη του Σ.Π.Ε. ορίζεται από το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., μετά από πρόταση του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών που συστάθηκε με το άρθρο 1 του π.δ. 226/1992 (Α` 120). Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν εισηγήσεως του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η αποζημίωση των μελών του Σ.Π.Ε..
Μέλη του ΣΠΕ μπορεί να είναι και καθηγητές ΑΕΙ, όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 16 του ν. 4009/2011, και εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 24 του ιδίου νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.4 άρθρου 47 Ν.4305/2014, ΦΕΚ Α 237/31.10.2014.
2. Το Σ.Π.Ε. είναι αρμόδιο:
α) για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων επί των προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α` 174),
β) για τη διατύπωση υποδείξεων προς τα πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, ως αποτέλεσμα ποιοτικών ελέγχων,
γ) για τη διεξαγωγή ερευνών προς διαπίστωση τυχόν παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας, των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν καταγγελίας,
δ) για τη διατύπωση εισηγήσεων προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ως αποτέλεσμα της διεξαγωγής ερευνών κατά την περίπτωση γ` της παρούσας παραγράφου,
ε) για τη διεξαγωγή ερευνών που σχετίζονται με την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων και με την άσκηση εποπτείας επί της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. κατά τη διεξαγωγή προαναφερθεισών ερευνών,
στ) για τη διατύπωση γενικών εισηγήσεων προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επί ελεγκτικών θεμάτων, θεμάτων άσκησης ποιοτικού ελέγχου και διερεύνησης πειθαρχικών παραβάσεων, και
ζ) επί οιουδήποτε άλλου θέματος προσιδιάζει στην άσκηση ποιοτικού ελέγχου επί της ελεγκτικής εργασίας, καθώς και στη διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης πειθαρχικών παραβάσεων.
3. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ρυθμίζεται το περιεχόμενο, ο τρόπος και η διαδικασία διενέργειας των ποιοτικών ελέγχων και κάθε άλλο σχετικό θέμα, ιδίως δε:
α) τα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, που θα διενεργούν τους ποιοτικούς ελέγχους,
β) τα κριτήρια επιλογής των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών που θα εντάσσονται κάθε φορά στον προγραμματισμό του Σ.Π.Ε. για τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,
γ) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατά τη διενέργεια ποιοτικών ελέγχων,
δ) η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των ποιοτικών ελέγχων,
ε) οι υποχρεώσεις των ελεγχόμενων προσώπων κατόπιν ολοκλήρωσης των ποιοτικών ελέγχων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 παρ.11 του ν.4449/2017
4. Τα πρόσωπα επί των οποίων διενεργήθηκε ποιοτικός έλεγχος υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις που διατυπώνονται προς αυτά από το Σ.Π.Ε. ως αποτέλεσμα του διενεργηθέντος ποιοτικού ελέγχου. Κατά τη διατύπωση των υποδείξεων του, το Σ.Π.Ε. τάσσει στα ως άνω πρόσωπα εύλογη προθεσμία προς συμμόρφωση.
Τυχόν μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις του Σ.Π.Ε. εντός της ταχθείσης προθεσμίας συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.
5. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. καθορίζεται η δαπάνη για τη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου, η οποία βαρύνει τον προϋπολογισμό της Ε.Λ.Τ.Ε..
Άρθρο 6
Πειθαρχικό Συμβούλιο
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο18 Ν.3301/2004,ΦΕΚ Α 263, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
1. Αποκλειστικά αρμόδιο όργανο για τη διαπίστωση παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών, συμπεριλαμβανομένων των κανονιστικών αποφάσεων της Ε.Λ.Τ.Ε., του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δεοντολογίας και των ελεγκτικών προτύπων ή των προτύπων διασφάλισης της ποιότητας, καθώς και περιπτώσεων μη συμμόρφωσης προς τις υποδείξεις που διατυπώνονται από το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου (Σ.Π.Ε.) της Ε.Λ.Τ.Ε. συνεπεία της διενέργειας ποιοτικού ελέγχου, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του παρόντος, από τα πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 8 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 («πειθαρχικά παραπτώματα»), και την επιβολή κυρώσεων σε βάρος τους, είναι το Διοικητικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) της Ε.Λ.Τ.Ε..
Όταν το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, στη σύνθεσή του προστίθενται δύο μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία ορίζονται από τον Πρόεδρό του, και οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εφόσον τηρούνται οι όροι της απαρτίας και νόμιμης σύνθεσης του οργάνου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.5 άρθρου 47 Ν.4305/2014, ΦΕΚ Α 237/31.10.2014 και με τη παρ.8 άρθρου 60 Ν.4370/2016 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
α) Επίπληξη.
β) Προσωρινή απαγόρευση διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων επί των ατομικών ή ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων για χρονικό διάστημα από έναν (1) έως δώδεκα (12) μήνες.
γ) Για τα φυσικά πρόσωπα πρόστιμο ύψους έως και 100.000 ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής, πρόστιμο ύψους έως και 200.000 ευρώ. Για τα νομικά πρόσωπα, πρόστιμο ύψους έως και 1.000.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής του νομικού προσώπου, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να επιβάλει πρόστιμο ύψους έως 2.000.000 ευρώ. Στην περίπτωση επιβολής προστίμου σε νομικό πρόσωπο που έχει δικαίωμα διενέργειας υποχρεωτικών ελέγχων, το επιβαλλόμενο πρόστιμο δύναται να υπερβεί το όριο του πρώτου εδαφίου και να ανέλθει σε ποσό ίσο με το δεκαπλάσιο της αμοιβής που τιμολογήθηκε στην ελεγχόμενη οντότητα κατά τη διάρκεια της οικονομικής χρήσης κατά την οποία τελέσθηκε η παράβαση και προέρχεται από κάθε είδους ελεγκτική εργασία. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο ισχύουν και σε περίπτωση υποτροπής του νομικού προσώπου.
δ) Προσωρινή αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα έως δύο (2) έτη.
ε) Οριστική αφαίρεση της επαγγελματικής άδειας και διαγραφή από το Μητρώο Ελεγκτών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
3. Για την επιμέτρηση της επιβαλλόμενης κύρωσης σε καθεμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις της παραγράφου αυτής λαμβάνονται υπόψη, ενδεικτικώς, η σοβαρότητα της παράβασης, ο κίνδυνος για την αξιοπιστία και την ορθή λειτουργία του ελεγκτικο-λογιστικου θεσμού, ο τυχόν προσπορισμός οφέλους και η τυχόν συνδρομή στο πρόσωπο του παραβάτη της ιδιότητας του κυρίου εταίρου σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/ 2008.
Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. επιβάλλει τις κυρώσεις της προηγούμενης παραγράφου ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε.. Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για την έκδοση των αποφάσεων για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων λαμβάνει μέρος και ο Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. που είναι Πρόεδρος του Σ.Π.Ε., χωρίς δικαίωμα ψήφου.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
4. Σε περίπτωση διαπίστωσης της τέλεσης παράβασης από νόμιμο ελεγκτή, που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους στο όνομα και για λογαριασμό ελεγκτικού γραφείου, η ευθύνη του νόμιμου ελεγκτή δεν αίρει την τυχόν σωρευτική πειθαρχική ευθύνη του ελεγκτικού γραφείου.
Σε κάθε περίπτωση, η δια πράξεως ή παραλείψεως πλημμελής άσκηση εποπτείας εκ μέρους εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου ελεγκτικού γραφείου επί των κυρίων εταίρων κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 και των νομίμων ελεγκτών, καθώς και κάθε άλλου προσώπου που συμμετέχει εν γένει στην ελεγκτική διαδικασία για λογαριασμό του ελεγκτικού γραφείου συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα καταλογιζόμενο αυτοτελώς στο ελεγκτικό γραφείο ή και στα μέλη των οργάνων διοίκησης του που εμπλέκονται στην πλημμελή άσκηση εποπτείας. Ομοίως αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο καταλογίζεται στο ελεγκτικό γραφείο ή και τα μέλη των οργάνων διοίκησης του ελεγκτικού γραφείου αυτοτελώς, και κάθε πράξη ή παράλειψη εταίρου ή ιδιοκτήτη ή μέλους της διοίκησης ή μέλους εποπτικού οργάνου ή κυρίου εταίρου ελεγκτικού γραφείου κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3693/2008, η οποία θέτει σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα νόμιμου ελεγκτή, όπως αυτή προσδιορίζεται στα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα και τον ισχύοντα Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λογιστών. Στην τελευταία περίπτωση, πέραν των λοιπών κυρώσεων, επιβάλλεται σε βάρος του ελεγκτικού γραφείου και στα μέλη των οργάνων διοίκησης του, που εμπλέκονται στην παράβαση, η κύρωση της αφαίρεσης της επαγγελματικής άδειας για χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
5. Ειδικώς, στην περίπτωση μη συμμόρφωσης των επιχειρήσεων νομίμων ελεγκτών με την υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 8 του νόμου αυτού πέραν των κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να αποφασίσει την αποβολή της μη συμμορφούμενης επιχείρησης και των νομίμων ελεγκτών αυτής από το πρόγραμμα ποιοτικών ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. με συνέπεια κάθε ελεγκτική εργασία που διενεργείται από αυτούς να μην παράγει έννομα αποτελέσματα. Οι αποφάσεις περί αποβολής δημοσιοποιούνται με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., που καθορίζει τη φύση, έκταση και τον τρόπο δημοσιοποίησης τους.
6. Πριν την έκδοση της απόφασης για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούται να καλέσει τον ελεγχόμενο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγχόμενο ελεγκτικό γραφείο να εκθέσει τις απόψεις του. Η σχετική κλήση είναι έγγραφη και σε αυτή μνημονεύονται υποχρεωτικά η προσαπτόμενη παράβαση, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τη βάση αυτής και τάσσεται εύλογη προθεσμία στον ενδιαφερόμενο να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορεί, εφόσον το κρίνει αναγκαίο κατά την απόλυτη διακριτική του ευχέρεια, να καλέσει τον ελεγχόμενο νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγχόμενο ελεγκτικό γραφείο και σε παροχή προφορικών επεξηγήσεων ενώπιον του. Σε περίπτωση αναβολής ή διακοπής της συζήτησης για άλλη μέρα και ώρα, η γνωστοποίηση της ημερομηνίας της μετά την αναβολή ή τη διακοπή συζήτησης, μπορεί να γίνεται με κάθε πρόσφορο τρόπο.
Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται για λόγους προστασίας του δημοσίου συμφέροντος να δημοσιοποιεί με κάθε πρόσφορο κατά την κρίση του μέσο τις αποφάσεις αυτού που αφορούν την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
7. Κατά των αποφάσεων του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. για την επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων χωρεί προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση τους.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
8. Τα πρόστιμα που επιβάλλονται κατ` εφαρμογή της παραγράφου 2 αποτελούν έσοδο του Δημοσίου και εισπράττονται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974), από την εκάστοτε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.), η οποία οφείλει να ενημερώσει άμεσα την Ε.Λ.Τ.Ε. για την είσπραξη ή μη του προστίμου.
Άρθρο 6α
Διερεύνηση υποθέσεων
Σημ.: όπως το άρθρο 6Α προστέθηκε με το άρθρο 30 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
1. Η διερεύνηση των υποθέσεων για τη διαπίστωση της συνδρομής ή μη παράβασης της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος διενεργείται με τη διοικητική μέριμνα του Σ.Π.Ε. και με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. και των «εντεταλμένων ελεγκτών» της Ε.Λ.Τ.Ε..
2. Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. ύστερα από εισήγηση του Σ.Π.Ε. μπορεί να ορίζει ως «εντεταλμένους ελεγκτές», φυσικά πρόσωπα, ιδιώτες ή υπαλλήλους του Δημοσίου ή νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία που έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση, ιδίως σε θέματα διενέργειας ποιοτικών ελέγχων. Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. μπορούν να εξειδικεύονται τα αναγκαία προσόντα και οι απαιτούμενες ειδικότητες των «εντεταλμένων ελεγκτών», καθώς και η διαδικασία επιλογής και αποζημίωσης τους. Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 του ν. 3693/2008 και 11 του παρόντος νόμου. Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των ποιοτικών ελέγχων, οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:
α) Δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του νόμιμου ελεγκτή ή να εργάζονται για λογαριασμό νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου ή του δικτύου τους.
β) Δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε έλεγχο νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτικού γραφείου, στο οποίο κατά την προηγούμενη διετία εργάστηκαν ως εταίροι ή υπάλληλοι ή με το οποίο συνδέονταν κατά οποιονδήποτε τρόπο ή από το οποίο λαμβάνουν οποιασδήποτε φύσεως αμοιβή.
γ) Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ελεγχόμενου φορέα, επί του οποίου θα πραγματοποιήσουν έλεγχο.
Οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. υποχρεούνται να υποβάλουν στο Σ.Π.Ε. πριν από την έναρξη εκάστου ελέγχου που τους ανατίθεται, «υπεύθυνη δήλωση» ότι συμμορφώνονται με τους παραπάνω περιορισμούς και απαιτήσεις.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
3. Το Σ.Π.Ε. δύναται να δίδει εντολές ελέγχου – είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν σχετικής καταγγελίας -οδηγίες και κατευθυντήριες γραμμές στη Διεύθυνση της παραγράφου 1 του παρόντος, καθώς και στους «εντεταλμένους ελεγκτές» ως προς θέματα ασκήσεως του ελέγχου και, γενικώς, εποπτεύει την εν λόγω ελεγκτική αρμοδιότητα τους. Η Διεύθυνση Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων ή/και οι «εντεταλμένοι ελεγκτές» της Ε.Λ.Τ.Ε. («τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε.») μετά το πέρας της διερεύνησης υποθέσεως υποβάλλουν το πόρισμα τους στο Σ.Π.Ε..
4. Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια διενέργειας ποιοτικού ελέγχου πιθανολογείται σοβαρά η τέλεση πειθαρχικών παραπτωμάτων, το Σ.Π.Ε. μπορεί να εισηγείται προς το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. την επιβολή κυρώσεων, χωρίς να απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως από τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε..
Άρθρο 6Β
Εξουσίες των οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.
Σημ.: όπως το άρθρο 6Β προστέθηκε με το άρθρο 30 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 του ν.4449/2017
1. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. στο πλαίσιο της διερεύνησης υποθέσεως για τη διαπίστωση της τυχόν τέλεσης παραβάσεων της νομοθεσίας και του ρυθμιστικού πλαισίου που διέπει τις εργασίες των ελεγκτών κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος δύνανται:
α) Να έχουν πρόσβαση και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματα από έγγραφα, βιβλία και άλλα στοιχεία που τηρούνται σε οποιαδήποτε μορφή (έγγραφη, ηλεκτρονική, μαγνητική ή άλλη) στην επαγγελματική εγκατάσταση που βρίσκεται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων των παραγράφων 2 έως 8 του ν. 3693/2008, τα οποία δεν δικαιούνται να επικαλεσθούν επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο.
β) Να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα ηλεκτρονικά μέσα αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων προσώπων ή εταιρειών.
γ) Να λαμβάνουν κατά την κρίση τους ένορκες ή ανωμοτί μαρτυρικές καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.
2. Τα ελεγκτικά όργανα της Ε.Λ.Τ.Ε. ασκούν τις ως άνω αρμοδιότητες τους, εφόσον δοθεί σχετική, έγγραφη και ειδική εντολή, από τον Πρόεδρο της Ε.Λ.Τ.Ε.. Η εντολή δίδεται είτε σε ορισμένο ελεγκτή είτε σε ομάδα ελεγκτών.
Στην τελευταία περίπτωση, η εντολή πρέπει να ορίζει και τον ελεγκτή που είναι ο επικεφαλής του ελέγχου. Σε περίπτωση που η εντολή δίδεται προς «εντεταλμένο ελεγκτή» της Ε.Λ.Τ.Ε., υποχρεωτικά ορίζεται στην ομάδα ελέγχου και ένας τουλάχιστον υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε., ο οποίος υπογράφει κάθε έγγραφο σχετικό με τη διενέργεια της έρευνας.
3. Οι έλεγχοι και η λήψη πληροφοριών και στοιχείων της περίπτωσης α` της παραγράφου 1, καθώς και οι κατασχέσεις της περίπτωσης β` της παραγράφου 1, πραγματοποιούνται σε οποιαδήποτε, για το ελεγχόμενο πρόσωπο, εργάσιμη ώρα.
4. Για την κατάσχεση που πραγματοποιείται σύμφωνα με την περίπτωση β` της παραγράφου 1 του παρόντος, συντάσσεται έκθεση κατάσχεσης. Η έκθεση υπογράφεται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο που ενεργεί την κατάσχεση, το οποίο πρέπει να είναι υπάλληλος της Ε.Λ.Τ.Ε. και από το ελεγχόμενο πρόσωπο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του. Η έκθεση κατάσχεσης συντάσσεται σε δύο αντίγραφα. Το ένα από τα αντίγραφα διατηρείται από το αρμόδιο ελεγκτικό όργανο της Ε.Λ.Τ.Ε. και το άλλο παραδίδεται σε εκείνον που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου.
Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, αντίγραφο της έκθεσης κατάσχεσης επιδίδεται, με δικαστικό επιμελητή στο πρόσωπο, κατά του οποίου επεβλήθη η κατάσχεση, εντός δέκα εργάσιμων ημερών από την ημέρα ολοκλήρωσης της κατάσχεσης, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999). Το ελεγχόμενο πρόσωπο δικαιούται να λάβει αντίγραφα των κατασχεθέντων εγγράφων με δαπάνες του.
5. Η έκθεση κατάσχεσης περιλαμβάνει κατ` ελάχιστον:
α) τον τίτλο «Εκθεση Κατάσχεσης της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων»,
β) το χρόνο διενέργειας της κατάσχεσης,
γ) τον τόπο διενέργειας της κατάσχεσης, δηλαδή τα στοιχεία της επαγγελματικής εγκατάστασης, καθώς και τη νομική μορφή, επωνυμία ή πλήρη στοιχεία ταυτότητας του ελεγχόμενου προσώπου,
δ) το ονοματεπώνυμο των διενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε.,
ε) τον αριθμό και τη χρονολογία εντολής ελέγχου του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή του αναπληρωτή του ή του Προέδρου του Σ.Π.Ε.,
στ) την αιτιολογία για τη διενέργεια της κατάσχεσης,
ζ) την υπογραφή των ενεργούντων την κατάσχεση ελεγκτικών οργάνων της Ε.Λ.Τ.Ε., καθώς και την υπογραφή του προσώπου που υπέγραψε για λογαριασμό του ελεγχόμενου προσώπου,
η) σαφή περιγραφή των κατασχεθέντων αντικειμένων.
6. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, σύμφωνα με την περίπτωση γ` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται στην έδρα της Ε.Λ.Τ.Ε.. Το ελεγχόμενο πρόσωπο που πρόκειται να καταθέσει κλητεύεται εγγράφως σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η κλήση υπογράφεται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Λογιστικών και Ελεγκτικών Θεμάτων, Μελετών και Υποστήριξης Ποιοτικών Ελέγχων της Ε.Λ.Τ.Ε. ή τον αναπληρωτή του ή τον Πρόεδρο του Σ.Π.Ε.. Η κλήση περιέχει συνοπτική περιγραφή της υπόθεσης, για την οποία πρόκειται να εξεταστεί ο μάρτυρας και μνημονεύει την αρχή στην οποία αυτό καλείται. Η κλήση επιδίδεται στο εξεταζόμενο πρόσωπο με δικαστικό επιμελητή, εφαρμοζομένων αναλόγως των άρθρων 47 έως 57 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, μία (1) τουλάχιστον εργάσιμη ημέρα πριν από την ημέρα για την οποία καλείται προς εξέταση. Η προθεσμία κλήσης μπορεί να παρατείνεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός του Νομού Αττικής. Η προθεσμία κλήσης παρατείνεται σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, εφόσον το εξεταζόμενο πρόσωπο έχει την κατοικία ή έδρα του εκτός της Ελληνικής Επικράτειας.
7. Η λήψη μαρτυρικών καταθέσεων πραγματοποιείται ενώπιον ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. και ενός διοικητικού υπαλλήλου της Ε.Λ.Τ.Ε., ως γραμματέα. Ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμο του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, καθώς και την ηλικία του.
8. Για τη μαρτυρική κατάθεση συντάσσεται από τον γραμματέα έκθεση μαρτυρικής κατάθεσης. Η έκθεση πρέπει να αναφέρει τον τόπο και την ημερομηνία της κατάθεσης, την ώρα κατά την οποία άρχισε και τελείωσε η κατάθεση και το ονοματεπώνυμο του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, του γραμματέα και του μάρτυρα, καθώς και ακριβή καταγραφή όσων κατατέθηκαν από τον μάρτυρα. Η έκθεση διαβάζεται από όλα τα παρευρισκόμενα κατά την εξέταση πρόσωπα και υπογράφεται από αυτά. Αν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά αρνείται να υπογράψει, αυτό αναφέρεται στην έκθεση. Η έκθεση αποτελεί πλήρη απόδειξη για όσα έχει καταθέσει ο μάρτυρας. Η έκθεση είναι άκυρη, εάν λείπουν η χρονολογία (εκτός αν προκύπτει με βεβαιότητα από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης ή από άλλα έγγραφα που επαναλαμβάνονται σε αυτήν), η αναγραφή των ονομάτων και των επωνύμων ή η υπογραφή των προσώπων που παρευρέθηκαν στην κατάθεση. Η έκθεση συντάσσεται σε δύο αντίγραφα, από τα οποία ένα αντίγραφο δίδεται στον μάρτυρα και το άλλο τίθεται με ευθύνη του ελεγκτικού οργάνου της Ε.Λ.Τ.Ε. που έλαβε την κατάθεση, στο φάκελο της υπόθεσης.
9. Ψευδείς ή ανακριβείς μαρτυρικές καταθέσεις τιμωρούνται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 225 του Ποινικού Κώδικα.»
Άρθρο 7
Εκτελεστική Επιτροπή
Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι αρμόδια για τη λήψη των μέτρων που απαιτούνται για την εκτέλεση των αποφάσεων του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., το οποίο με απόφασή του μπορεί να της αναθέτει και άλλα ειδικά καθήκοντα.
Άρθρο 8
Πόροι – Κατανομή αυτών – Αμοιβές
1. Οι πόροι της Ε.Λ.Τ.Ε. προέρχονται από εισφορά ποσοστού ένα τοις εκατό (1%) επί των συνολικών ακαθάριστων εσόδων των εταιρειών ή κοινοπραξιών ελεγκτικών εταιρειών. Αν από την οικονομική διαχείριση της Ε.Λ.Τ.Ε. στο τέλος κάθε τριετίας προκύπτει οικονομικό αποτέλεσμα (έσοδα – έξοδα) που υπερβαίνει τις δαπάνες της προηγούμενης χρήσης, διατίθεται έως το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του οικονομικού αυτού αποτελέσματος με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ως έσοδο του Κρατικού Προϋπολογισμού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
2. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Π.Δ. 226/1992, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) εισφορά 1,2% επί των αμοιβών που τιμολογούνται από τις εταιρείες ή κοινοπραξίες ελεγκτικών εταιρειών.»
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι αμοιβές του Προέδρου, των Αντιπροέδρων, των μελών του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. και των μελών του Σ.ΛΟ.Τ. και του Σ.Π.Ε., καθώς και του Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Άρθρο 9
Αποφάσεις Ε.Λ.Τ.Ε.
Οι κανονιστικού περιεχομένου αποφάσεις του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 Ν.4170/2013,ΦΕΚ Α 163 12.7.2013.
Άρθρο 10
Συνεργασία εποπτικών αρχών
Η Ε.Λ.Τ.Ε., η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Η καθεμία μπορεί να διαβιβάζει στις άλλες πληροφορίες ή στοιχεία που είναι χρήσιμα για το έργο τους. Υπογράφουν πρωτόκολλα συνεργασίας, στα πλαίσια της οποίας καταρτίζουν κοινές ομάδες εργασίας για την εξέταση θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος.
Άρθρο 11
Υπηρεσιακές υποχρεώσεις
1. Κάθε πρόσωπο που απασχολείται ή απασχολήθηκε στην Ε.Λ.Τ.Ε. και οι εντεταλμένοι από αυτή ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται να μην γνωστοποιούν σε άλλον πληροφορίες ή στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
2. Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει:
α) Για τις συνεργασίες στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο προηγούμενο άρθρο.
β) Για τη γνωστοποίηση από την Ε.Λ.Τ.Ε. στις αρμόδιες εισαγγελικές και δικαστικές αρχές αξιόποινων πράξεων.
γ) Για την πληροφόρηση των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, που είναι αρμόδιες για την εποπτεία της Ε.Λ.Τ.Ε.. Οι διατάξεις των παραγράφων 1- 2 ισχύουν και για τους υπαλλήλους των υπηρεσιών αυτών.
3. Η τήρηση των υποχρεώσεων της παρ. 1 βαρύνει και τα πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση στοιχείων ή πληροφοριών στα πλαίσια της συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 10.
4. Η παράβαση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο αυτό διώκονται και τιμωρούνται, κατά τις διατάξεις του άρθρου 371 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 12
Ασυμβίβαστα – Περιορισμοί
1. Δεν επιτρέπεται η πρόσληψη ορκωτού ελεγκτή -λογιστή ως συμβούλου ή υπαλλήλου σε εταιρεία που ελέγχθηκε από αυτόν κατά την τελευταία διετία πριν από την πρόσληψή του. Η απαγόρευση αίρεται εάν προηγηθεί και ολοκληρωθεί ποιοτικός έλεγχος, χωρίς επιβαρυντικό αποτέλεσμα για αυτόν που πρόκειται να προσληφθεί. Η δαπάνη βαρύνει την εταιρεία που προσλαμβάνει.
2. Απαγορεύεται η ανάθεση ελέγχου στις επιχειρήσεις της παραγράφου 3 σε ορκωτό ελεγκτή-λογιστή ή ελεγκτική εταιρεία εφόσον παρείχαν τις υπηρεσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 3 κατά την προηγούμενη του ελέγχου, διετία.
3. Δεν επιτρέπεται σε ελεγκτική εταιρεία, στην οποία ανήκει ο ορκωτός ελεγκτής που διενεργεί έλεγχο σε επιχειρήσεις, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χ.Α.Α, ή σε θυγατρικές εταιρείες αυτών, η παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας ή η δημιουργία οποιασδήποτε σχέσης με τις επιχειρήσεις αυτές από την οποία προξενείτε αμοιβαιότητα συμφερόντων, όπως:
α. εκπροσώπηση της επιχείρησης προς τρίτους ή αρχές,
β. συμμετοχή στη διοίκηση της εταιρείας,
γ. συμμετοχή σε εταιρείες, κοινοπραξίες, εργολαβίες, υπεργολαβίες ή άλλο σχήμα κοινών συμφερόντων με την επιχείρηση,
δ. προώθηση προϊόντων της επιχείρησης,
ε. τήρηση λογιστικών βιβλίων, στ. λογιστικές υπηρεσίες,
ζ. εκπροσώπηση προς φορολογικές ή δικαστικές αρχές,
η. υπηρεσίες ή εργασίες εσωτερικού ελεγκτή,
θ. εκπόνηση μελετών, αναλογιστικών μελετών, αποτιμήσεων ή εκτιμήσεων, τα αποτελέσματα των οποίων εισάγονται κατ΄ ευθείαν στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ως εγγραφές ή ενσωματώνονται στις λογιστικές καταστάσεις,
ι. ανάπτυξη ή παραμετροποίηση και συντήρηση λογισμικού,
ια. εξεύρεση στελεχών για θέσεις ευθύνης,
ιβ. κατάρτιση οργανωτικών μελετών και ανάπτυξη διαδικασιών, με εξαίρεση το τμήμα εσωτερικού ελέγχου,
ιγ. διαχείρηση προγραμμάτων και έργων,
ιδ. χρηματοοικονομικές προβλέψεις,
ιε. αποτιμήσεις εταιρειών, περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων για εισφορά, πώληση, εξαγορά ή συγχώνευση,
ιστ. υπηρεσίες διαμεσολάβησης σε εξαγορές, συγχωνεύσεις και πωλήσεις εταιρειών, περιουσιακών στοιχείων ή δικαιωμάτων,
ιζ. υπηρεσίες συμβούλου επενδύσεων,
ιη. υπηρεσίες εκκαθαριστού,
ιθ. υπηρεσίες εκτάκτου οικονομικού ελέγχου σε περίπτωση εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α.Α..
4. Η ισχύς των παραγράφων 1,2 και 3 αρχίζει μετά δύο έτη από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 13
Λοιπές διατάξεις
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στη βαθμίδα του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή διορίζεται ο Δόκιμος Ορκωτός Ελεγκτής, εφόσον έχει ασκήσει αποδεδειγμένα ελεγκτικό έργο επί διετία στη βαθμίδα του Δόκιμου και έχει επιτύχει στις εξετάσεις των θεμάτων της ενότητας Β΄, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 11.»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Οι εξετάσεις διενεργούνται από πενταμελή εξεταστική Επιτροπή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.. Αποτελείται από δύο μέλη Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι., το ένα των οποίων ορίζεται ως Πρόεδρος, στο γνωστικό πεδίο της λογιστικής ή της ελεγκτικής και από τρία μέλη του Σ.Ο.Ε.Λ.. Η εκπαίδευση των υποψήφιων ορκωτών ελεγκτών μπορεί να γίνει από το Σ.Ο.Ε.Λ., τις Ελεγκτικές Εταιρείες ή από άλλους φορείς οι οποίοι οργανώνουν ειδικά γι΄ αυτόν το σκοπό σεμινάρια. Η διενέργεια των εξετάσεων, η σύσταση και λειτουργία της Εξεταστικής Επιτροπής και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.»
3. Στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 του Π.Δ. 226/1992, και πριν το τελευταίο εδάφιό της, προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση και επιφυλασσομένων των λοιπών προϋποθέσεων περί διορισμού στις βαθμίδες του Δοκίμου Ορκωτού Ελεγκτή, του Επίκουρου Ορκωτού Ελεγκτή και του Ορκωτού Ελεγκτή, όσοι εκ των υποψηφίων επιθυμούν, μπορούν να συμμετάσχουν και στις εξετάσεις γνωστικών αντικειμένων επόμενων ενοτήτων, υπό την προϋπόθεση επιτυχούς δοκιμασίας σε όλα τα αντικείμενα της προηγούμενης ενότητας.»
4. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Η ανάθεση του τακτικού ελέγχου μιας οικονομικής μονάδας σε συγκεκριμένο Ορκωτό Ελεγκτή γίνεται για μια διαχειριστική χρήση και δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται για περισσότερες από τέσσερις συνεχείς χρήσεις, στις οποίες συνυπολογίζονται οι χρήσεις για τις οποίες είχε ανατεθεί η διενέργεια τακτικού ελέγχου πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.»
5. Το άρθρο 20 του Π.Δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄) καταργείται.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 22 του Π.Δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Ο ορκωτός ελεγκτής που επιθυμεί να διακόψει προσωρινά την άσκηση του επαγγέλματος του υποχρεούται να υποβάλει αίτηση προς το Εποπτικό Συμβούλιο, το οποίο του χορηγεί άδεια αναστολής ασκήσεως του επαγγέλματος και τον εγγράφει σε ειδική μερίδα στο Μητρώο.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΝΑΛΗΨΗ, ΑΣΚΗΣΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 14
Τροποποίηση διατάξεων του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄)
1. Το άρθρο 1 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1
Με το νόμο αυτόν σκοπείτε η ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων της 2000/12/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων» (L 126/26.5.2000), των διατάξεων της 2000/46/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος» (L 275/27.10.2000).»
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 2 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
« 1. Πιστωτικό ίδρυμα είναι:
α) επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό της ή
β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της παραγράφου 16.»
3. Στο άρθρο 2 του Ν. 2076/1992 προστίθενται παράγραφοι 16 και 17 ως εξής:
«16. Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος: επιχείρηση, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η οποία εκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος.
17. Ηλεκτρονικό χρήμα: νομισματική αξία, η οποία αντιστοιχεί σε απαίτηση έναντι του εκδότη και:
α) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα,
β) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού και
γ) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, πέραν της εκδότριας.»
4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού και των άρθρων 20α έως 20ζ.»
5. Μετά το άρθρο 4 του Ν. 2076/1992 προστίθεται άρθρο 4α ως εξής:
«Άρθρο 4α
Περιορισμοί σχετικά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος
1. Απαγορεύεται σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια του νόμου αυτού, να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα. Η απαγόρευση αυτή δεν κωλύει την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από τις επιχειρήσεις που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, με βάση το άρθρο 20 στ.
2. Δεν επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού μικρότερου από την εκδοθείσα νομισματική αξία.
3. Η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης νομισματικής αξίας ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ.
4. Τα εισπραττόμενα από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ποσά πρέπει να ανταλλάσσονται άμεσα με ηλεκτρονικό χρήμα. Η είσπραξη χρηματικών ποσών κατά τον τρόπο αυτόν δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.
5. Σε περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 4.
6. Μετά το άρθρο 4α του Ν. 2076/1992 προστίθεται άρθρο 4β ως εξής:
«Άρθρο 4β
Δυνατότητα εξαργύρωσης
1. Ο κομιστής ηλεκτρονικού χρήματος δικαιούται, κατά την περίοδο της ισχύος του, να ζητήσει από τον εκδότη την εξαργύρωση του στην ονομαστική αξία του σε κέρματα και χαρτονομίσματα ή με μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό χωρίς άλλα τέλη από τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.
2. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και του κομιστή ορίζει σαφώς τους όρους εξαργύρωσης, συμπεριλαμβανομένου του ελάχιστου ορίου εξαργύρωσης. Το όριο αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα ευρώ.»
7. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«Υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας της Τράπεζας της Ελλάδος, καταθέτουν το αρχικό κεφάλαιο σε μετρητά, όπως ορίζεται στα άρθρα 5 και 20α.
8. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα, μπορεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος – μέλος των Ε. Κ., εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 24 ή αφορούν την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2 έως 6 του άρθρου αυτού.
9. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί σε άλλο Κράτος – Μέλος των Ε. Κ., μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 24 ή τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος μέσω υποκατάστατος στην Ελλάδα, εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη χώρα καταγωγής και υπό την απαραίτητη προϋπόθεση της ανακοίνωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από την αρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής όλων των πληροφοριών, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 10, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων στη χώρα καταγωγής, εφόσον το σύστημα αυτό καλύπτει και τις καταθέσεις στο υποκατάστημα στην Ελλάδα. Μέχρι την εναρμόνιση των σχετικών διατάξεων, η προϋπόθεση της ανακοίνωσης πληροφοριών ως προς το σύστημα εγγύησης ισχύει για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μόνο εφόσον υπάρχει σχετική κάλυψη στη χώρα καταγωγής τους.»
10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα και επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο Κράτος – Μέλος χωρίς να εγκατασταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 24 στις οποίες αφορούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες ή τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος.
11. Η παράγραφος 3 του άρθρου 19 του Ν. 2076/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1, τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλα κράτη – μέλη των Ε. Κ. και ασκούν στην Ελλάδα δραστηριότητες του καταλόγου του άρθρου 24 ή τη δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις διατάξεις,
οι οποίες στα πλαίσια της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγορών, κτηματικής πίστης και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία των επενδυτών και καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και άλλες διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία του συμφέροντος.»
Άρθρο 15
Προσθήκη ειδικού κεφαλαίου για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
Μετά το Κεφάλαιο Ε΄ του Ν. 2076/1992 προστίθεται Κεφάλαιο ΣΤ΄ ως εξής: Το Κεφάλαιο ΣΤ΄ αναριθμείται σε Κεφάλαιο Ζ΄:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Άρθρο 20α
Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να συσταθούν και να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας.
2. Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος απαιτείται η καταβολή σε μετρητά, αρχικού κεφαλαίου τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο κατατίθεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 6.
3. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, καθ΄ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου.
4. Με την επιφύλαξη του ελάχιστου ορίου της παραγράφου 3:
α) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:
αα) του τρέχοντος υπολοίπου ή
ββ) του μέσου υπολοίπου των προηγούμενων έξι μηνών του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος έχει εκδώσει,
β) τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που δεν έχει συμπληρώσει έξι μήνες λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας έναρξης λειτουργίας του, πρέπει να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:
αα) του εκάστοτε τρέχοντος υπολοίπου ή
ββ) του προβλεπόμενου για έξι μήνες υπολοίπου
του συνόλου των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που θα έχει εκδώσει.
Η εκτίμηση για το προβλεπόμενο για έξι μήνες ποσό, που αναφέρεται στην περίπτωση (ββ) της παραγράφου αυτής, τεκμηριώνεται από το πρόγραμμα επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, με την επιφύλαξη προσαρμογών του προγράμματος ύστερα από αίτημα της Τράπεζας της Ελλάδος.
5. Τα ελάχιστα όρια των παραγράφων 2 και 4 μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το ελάχιστο όριο του αρχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός εκατομμυρίου ευρώ.
Άρθρο 20β
Περιορισμοί στις δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος περιορίζονται στην έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και:
α) στην παροχή υπηρεσιών, χρηματοπιστωτικών και μη, οι οποίες συνδέονται στενά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η διαχείριση ηλεκτρονικού χρήματος, με τη διενέργεια λειτουργικών και άλλων βοηθητικών εργασιών που σχετίζονται με την έκδοση του, καθώς και η έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων πληρωμής, με εξαίρεση οποιαδήποτε πιστοδοτική δραστηριότητα,
β) στην αποθήκευση στοιχείων στο ηλεκτρονικό υπόθεμα εκ μέρους επιχειρήσεων ή φορέων του δημόσιου τομέα.
2. Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να κατέχουν οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός εάν αυτές διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδεται ή διανέμεται από το συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζεται ότι, για την πραγματοποίηση κάθε ειδικής συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, απαιτείται προηγούμενη έγκρισή της.
Άρθρο 20γ
Περιορισμοί στις επενδύσεις ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επενδύουν ποσό τουλάχιστον ίσο με τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εκδώσει, αποκλειστικά στα ακόλουθα στοιχεία:
α) στοιχεία ενεργητικού που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή πιστωτικού κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του έκτου κεφαλαίου, παρ. 1α, στοιχείο 1 έως και 4 της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.1992 (ΦΕΚ 49 Α΄) και έχουν επαρκή ρευστότητα,
β) καταθέσεις όψεως σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α, όπως ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 (β), του δεύτερου κεφαλαίου της ΠΔ/ΤΕ 2054/92, όπως ισχύει,
γ) χρεωστικούς τίτλους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 19 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄). Οι τίτλοι πρέπει:
αα) να έχουν επαρκή ρευστότητα,
ββ) να μην περιλαμβάνονται στα στοιχεία της παραγράφου 1 (α)·
γγ) να αναγνωρίζονται ως εγκεκριμένα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 25 του Ν. 2396/1996 και
δδ) να εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις εκτός από εκείνες οι οποίες κατέχουν ειδική συμμετοχή στο συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς αυτών των επιχειρήσεων, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
2. Οι επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 β
και 1 γ δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το εικοσαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος και υπόκεινται σε περιορισμούς τουλάχιστον ισοδύναμους προς αυτούς που έχουν θεσπιστεί με τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2246/1993 (ΦΕΚ 198 Α΄), για την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων.
3. Για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και από τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να χρησιμοποιούν επαρκούς ρευστότητας στοιχεία εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με επιτόκια ή με συναλλαγματικές ισοτιμίες είτε υπό μορφή χρηματοοικονομικών παραγώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 14 του Ν. 2396/1996, στην οποία υπόκεινται σε υποχρεώσεις καθημερινής τήρησης περιθωρίων, είτε υπό μορφή συμβάσεων επίτιμων συναλλάγματος με αρχική προθεσμία λήξεως μέχρι δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών. Η χρησιμοποίηση παραγώγων μέσων του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται υπό τον όρο ότι ο στόχος που επιδιώκεται και που, στο μέτρο του δυνατού, επιτυγχάνεται είναι η πλήρης εξάλειψη των κίνδυνων αγοράς.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στους κινδύνους αγοράς που τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να αναλαμβάνουν από τις επενδύσεις που πραγματοποιούν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.
5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1 τα στοιχεία του ενεργητικού αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κτήσεως ή της τρέχουσας τιμής αγοράς.
6. Εάν η αξία του συνόλου των στοιχείων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, υποληφθεί του ποσού των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του εκδοθέντος ηλεκτρονικού χρήματος, η Τράπεζα της Ελλάδος εξασφαλίζει ότι το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την άμεση αποκατάσταση της απαιτούμενης σχέσης μεταξύ των μεγεθών αυτών. Για το σκοπό αυτόν, και μόνο προσωρινά, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέψει στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καλύψει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει, με άλλα στοιχεία εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μέχρι ποσού που δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:
α) ποσό ίσο με το 5% των πιο πάνω χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων ή
β) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων του.
Άρθρο 20δ
Κανόνες εσωτερικής διαχείρισης των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να έχουν χρηστή και συνετή διαχείριση, καλή διοικητική οργάνωση, πρόσφορες λογιστικές διαδικασίες και επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που να ανταποκρίνονται στους χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένα, συμπεριλαμβανομένων του λειτουργικού κινδύνου, καθώς και των κινδύνων που συνδέονται με τη συνεργασία με οποιαδήποτε επιχείρηση που διενεργεί λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Άρθρο 20ε
Εξακρίβωση της τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται ατά ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
Η τήρηση των υποχρεώσεων του προηγούμενου άρθρου, καθώς και η τήρηση των εν γένει απαιτήσεων και περιορισμών, που καθορίζονται σε σχέση με τη δραστηριότητα των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος αποτελεί αντικείμενο εποπτείας και ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποφάσεις της οποίας μπορούν να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποχρεούνται οποτεδήποτε να της παρέχουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και οι λεπτομέρειες και η διαδικασία εξακρίβωσης της τήρησης των απαιτήσεων και σχετικών περιορισμών.
Άρθρο 20στ
Εξαιρέσεις
1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 55 παράγραφος 21 του Καταστατικού της, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος από την εφαρμογή διατάξεων του νόμου αυτού, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα από τα πιο κάτω κριτήρια:
α) Η δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί στην ανάληψη από τον εκδότη συνολικού ποσού χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει κανονικά μεν τα τρία εκατομμύρια ευρώ, ουδέποτε δε τα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ.
β) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 42ε, παράγραφος 5 του Κ.Ν. 2190/1920, οι οποίες και διενεργούν λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετικές με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδει ή διανέμει το ίδρυμα.
γ) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο πληρωμής μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να διακριθούν σαφώς λόγω:
αα) της εγκατάστασης τους σε περιορισμένη περιοχή ή
ββ) των στενών οικονομικών ή επιχειρηματικών τους σχέσεων με το ίδρυμα – εκδότη, όπως ύπαρξη κοινών μέσων προώθησης πωλήσεων ή διανομής.
2. Τα υπό στοιχεία β΄ και γ΄ κριτήρια εξαίρεσης της προηγούμενης παραγράφου αναγνωρίζονται ως τέτοια, εφόσον η δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί σε συνολικό ποσό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει τα όρια των κριτηρίων εξαίρεσης, τα οποία, πάντως, δεν είναι δυνατόν να υπερβαίνουν, στην περίπτωση του υπό στοιχείο α΄ κριτηρίου, τα ποσά των πέντε και έξι εκατομμυρίων ευρώ, αντίστοιχα.
3. Για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις δύο πρώτες παραγράφους, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα ευρώ,
β) υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον μία φορά το χρόνο και μέχρι τρεις μήνες από την περίοδο αναφοράς, έκθεση περί των δραστηριοτήτων τους, η οποία περιλαμβάνει το συνολικό ποσό των συναφών με το ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που υπέχουν, καθώς και άλλα στοιχεία που είναι δυνατόν να καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
Άρθρο 20 ζ
Συμπληρωματική εφαρμογή-διατάξεων
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4, τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υπόκεινται, κατ΄ αναλογία, στις διατάξεις του νόμου αυτού για τα πιστωτικά ιδρύματα.
2. Οι διατάξεις των άρθρων 5, 9, 14, 15, 16, 23, 24 και 27 έως και 36 δεν εφαρμόζονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.
3. Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία αναγνώριση που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Γ του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται σε άλλες δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.
4. Στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εφαρμόζονται μόνο οι αναφορές σε πιστωτικά ιδρύματα που περιλαμβάνονται:
α) στον Κ.Ν. 2190/1920,
β) στο Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄) και τη λοιπή εν γένει νομοθεσία περί πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,
γ) στο Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄),
δ) στα Π.Δ. 267/1995 (ΦΕΚ 149 Α΄) και 33/2000 (ΦΕΚ 27 Α΄).»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 16
Διασυνοριακές πληρωμές σε ευρώ
Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Π.Δ. 96/1993 (ΦΕΚ 42 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για τις μεταφορές χρηματικών ποσών, σε ευρώ και σε άλλα νομίσματα, από κατοίκους Ελλάδας προς κατοίκους άλλων Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τρίτων χωρών:
α) Απαιτείται η αναγραφή στη σχετική αίτηση του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου για ποσό πέραν των δώδεκα χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ ή του ισοτίμου του. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.
β) Τα υποβαλλόμενα στοιχεία και πληροφορίες που απαιτούνται για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.»
Άρθρο 17
Προστασία των τραπεζογραμματίων ευρώ
Στο Ν. 2948/2001 (ΦΕΚ 242 Α΄) μετά το άρθρο 6 προστίθεται άρθρο 6Α ως εξής:
«Άρθρο 6Α
Πνευματική ιδιοκτησία επί των τραπεζογραμματίων ευρώ
1. Το δικαίωμα της πνευματικής ιδιοκτησίας επί των τραπεζογραμματίων ευρώ, όπως αυτά καθορίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, ασκείται εντός της ελληνικής επικράτειας είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην οποία ανήκει, είτε από την Τράπεζα της Ελλάδος για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται σε κανένα χρονικό περιορισμό.
2. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή του όλου ή τμήματος τραπεζογραμματίου ευρώ υπό τους όρους που καθορίζονται με πράξη του αρμόδιου οργάνου της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΚΤ/2003/4 από 20 Μαρτίου 2003 (OJ.L 78, 25 Μαρτίου 2003, σελ. 16 -19), όπως ισχύει κάθε φορά.»
Άρθρο 18
Επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων
Σημ.: όπως Το άρθρο 18 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 82 περ.γ` Ν.3862/2010,ΦΕΚ Α 113/13.7.2010.
1. Οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων λειτουργούν ως ανώνυμες εταιρείες κατόπιν αδείας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί την άδεια λειτουργίας μετά από έλεγχο της καταλληλότητας των φορέων και των υπεύθυνων για τη λειτουργία της επιχείρησης προσώπων, της επάρκειας της εσωτερικής οργάνωσης, καθώς και της διασφάλισης της τήρησης των όρων διαφάνειας των συναλλαγών εκ μέρους της επιχείρησης.
Για τη λειτουργία των ως άνω επιχειρήσεων απαιτείται η καταβολή ελάχιστου εταιρικού κεφαλαίου ποσού εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας, ελέγχου και εποπτείας των επιχειρήσεων αυτών. Με όμοια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα τοποθέτησης του κεφαλαίου της επιχειρήσεως σε περιουσία και στοιχεία ευχερώς ρευστοποιήσιμα και η κατάθεση μέρους του κεφαλαίου σε ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό υπό μορφή εγγύησης προς κάλυψη των κυρώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2.
Επιχειρήσεις που ασκούν ήδη τη δραστηριότητα αυτή υποχρεούνται να συμμορφωθούν προς τις ρυθμίσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο μέσα σε προθεσμία που θα θέσει η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί με απόφασή της να επιβάλλει κατά των επιχειρήσεων που ενεργούν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού, των κανονιστικών και ατομικών πράξεων της Τράπεζας της Ελλάδος που εκδίδονται κατ΄ εφαρμογή του παρόντος και εν γένει της κείμενης νομοθεσίας, τις ακόλουθες διοικητικές κυρώσεις:
α) διοικητικά πρόστιμα,
β) προσωρινή αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης,
γ) ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
Τα διοικητικά πρόστιμα μπορεί να ορίζονται:
α) σε ποσοστό μέχρι 30% επί της αξίας του αντικειμένου της παράβασης ή β) σε εφάπαξ ποσό μέχρι εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ και αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.
Σημ.: όπως η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.10 άρθρου 92 Ν.3601/2007, ΦΕΚ Α 178/1.8.2007.
3. Οι κατά το άρθρο αυτό αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της ή των υπ΄ αυτού εξουσιοδοτημένων οργάνων.
3α. Η χορήγηση άδειας λειτουργίας και η εποπτεία των ταχυδρομικών εταιρειών διέπεται από τις ειδικές διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας περί παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Οι ανωτέρω εταιρείες υποχρεούνται να γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος την τυχόν ενεργοποίησή τους στον τομέα της διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων, προκειμένου να ασκείται εκ μέρους της ο έλεγχος της εφαρμογής από τις εταιρείες αυτές των διατάξεων του ν. 2331/1995, καθώς και των κανονιστικών διατάξεων ή εγκυκλίων που η Τράπεζα της
Ελλάδος εκδίδει ως αρμόδια αρχή, κατ` εξουσιοδότηση του προαναφερόμενου νόμου.
Σημ.: όπως η παρ.3α προστέθηκε με το άρθρο 8 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005
4. Η περίπτωση στ΄ του άρθρου 1 του Ν. 2331/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«στ. «Αρμόδια Αρχή»: Η Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα, τις εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, τις εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων, τις εταιρίες επιχειρηματικού κεφαλαίου, τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων. Το Υπουργείο Ανάπτυξης για τις ασφαλιστικές εταιρείες και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τους λοιπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς.»
Άρθρο 19
Υποβολή στατιστικών στοιχείων
Στο άρθρο 41 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση παράβασης των κατά το άρθρο αυτό υποχρεώσεων, η Τράπεζα της Ελλάδος, με πράξη του Διοικητή ή εξουσιοδοτούμενου από αυτόν οργάνου, μπορεί να επιβάλλει κατά των μελών των οργάνων διοίκησης των υπόχρεων ασφαλιστικών φορέων χρηματικό πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ποσού μέχρι είκοσι χιλιάδες ευρώ, το οποίο εισπράττεται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Το όριο του προστίμου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.»
Άρθρο 20
Θέματα προσωπικού του Κ.ΕΠ.Ε.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να αναπροσαρμόζονται στα όρια που καθορίζονται από τα αρμόδια Κυβερνητικά Όργανα, κατά τον προσδιορισμό της οικονομικής πολιτικής, οι αποδοχές του Διοικητικού Προσωπικού, του Προσωπικού Επιστημονικής Υποστήριξης και του Νομικού Συμβούλου του Κ.ΕΠ.Ε. Η πρώτη απόφαση επιτρέπεται να έχει αναδρομική ισχύ από 1.7.2001.
Άρθρο 21
Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 1 του Ν. 2992/2002 (ΦΕΚ 54 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων αφορά τις ετήσιες ατομικές και ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται για τις διαχειριστικές χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31/12/2002. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να διαφοροποιηθεί ο χρόνος εφαρμογής των Δ.Λ.Π.. Κατ΄ εξαίρεση για την πρώτη εφαρμογή των Δ.Λ.Π. καταρτίζεται μόνον ισολογισμός με βάση τα Δ.Λ.Π., στον οποίο προσαρμόζονται σύμφωνα με τα υιοθετούμενα πρότυπα το ενεργητικό, το παθητικό και η καθαρή θέση των επιχειρήσεων. Ο ισολογισμός αυτός καταχωρείται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 27 του Π.Δ.186/1992. Οι εγγραφές προσαρμογής καταχωρούνται σε ιδιαίτερο ημερολόγιο. Μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του ισολογισμού του προηγούμενου εδαφίου οι επιχειρήσεις τηρούν τα λογιστικά βιβλία τους σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και καταρτίζουν τις ετήσιες και περιοδικές οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές. Οι περιοδικές λογιστικές καταστάσεις καταρτίζονται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. από το πρώτο τρίμηνο που αρχίζει μετά την κατάρτιση του πρώτου ισολογισμού με βάση τα Δ.Λ.Π..»
2. Στο άρθρο 1 του Ν. 2992/2002 προστίθενται παράγραφοι 7, 8, 9 και 10 ως εξής:
«7. Οι ανώνυμες εταιρείες στις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου αυτού υπόκεινται και στις διατάξεις της ισχύουσας περί ανωνύμων εταιρειών νομοθεσίας, εφόσον αυτές δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του.
8. Η κατάσταση ταμειακών ροών και η κατάσταση μεταβολών των Ιδίων Κεφαλαίων που συντάσσονται σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π. καταχωρούνται στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920.
9. Τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή τουλάχιστον τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ ή με μία εκ των δύο τούτων ποινών:
α) Όποιος εκ προθέσεως παρέλειψε τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων που υποχρεούται από το νόμο, σύμφωνα με τις διατάξεις των Δ.Λ.Π., μέσα στην υπό του καταστατικού προθεσμία.
β) Όποιος εν γνώσει του συνέταξε ή ενέκρινε ισολογισμό ενάντια στις διατάξεις των Δ.Λ.Π.
10. Όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται μόνο σε αυτά που τηρούν υποχρεωτικά το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Τραπεζών του Π.Δ. 384/1992 (ΦΕΚ 210 Α΄).
Άρθρο 22
1. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του Ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α΄), με εξαίρεση το τελευταίο εδάφιο, εξακολουθούν να ισχύουν για τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999) και τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. Αποσπάσεις που έγιναν κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 58 του Ν. 1943/1991, μετά την ισχύ του Υπαλληλικού Κώδικα θεωρούνται νόμιμες.
Άρθρο 23
1. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2860/2000 διαγράφονται οι λέξεις «της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου».
2. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 2860/2000 προστίθενται οι λέξεις «της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου».
3. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Ν. 2860/2000 τροποποιείται ως εξής:
«Μετά το πέρας του ελέγχου η ελεγκτική ομάδα συντάσσει έκθεση, την οποία παραδίδει στη Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων, αφού ελέγξει την πληρότητα της έκθεσης και τη θεωρήσει, εισηγείται σχετικώς στην Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου για έγκριση.»
4. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 17 του Ν. 2860/2000 τροποποιείται ως εξής:
«Εάν προκύπτει θέμα επιβολής δημοσιονομικών διορθώσεων ή καταλογισμού, αναζητούνται τα ποσά σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για τις δημοσιονομικές διορθώσεις και την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών.»
5. Η παράγραφος 11 του άρθρου 17 του Ν. 2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Η Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων διαρθρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:
– Τμήμα Α΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.).
– Τμήμα Β΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ε.Γ.Τ.Π.Ε.)
– Τμήμα Προσανατολισμού και του Χρηματοδοτικού Μέσου Προσανατολισμού Αλιείας (Χ.Μ.Π.Α.).
-Τμήμα Γ΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου (Ε.Κ.Τ.).
– Τμήμα Δ΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Ταμείου Συνοχής.
– Τμήμα Ε΄ Προγραμματισμού και Ελέγχου Προγραμμάτων Κοινοτικών Πρωτοβουλιών και λοιπών χρηματοδοτικών οργάνων.
Η Διεύθυνση Μελετών και Αξιολόγησης διαρθρώνεται στα κατωτέρω τμήματα:
– Τμήμα Α΄ Μελετών και Επεξεργασίας Στοιχείων και Εκθέσεων.
– Τμήμα Β΄ Σύνταξης και Εφαρμογής Ελεγκτικών Προτύπων και Επικοινωνίας.
– Τμήμα Γ΄ Αξιολόγησης και Πιστοποίησης Δαπανών.»
6. Η παράγραφος 12 του άρθρου 17 του Ν. 2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Για τη στελέχωση των ανωτέρω Διευθύνσεων συνιστώνται οι κατωτέρω οργανικές θέσεις προσωπικού στους υφιστάμενους κλάδους προσωπικού του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, καθώς και σε συνιστώμενους σε αυτό με το παρόν άρθρο κλάδους ΠΕ Μηχανικών, ΠΕ Γεωτεχνικών, Π Ε Μεταφραστών και ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, ως εξής:
α) Πενήντα επτά (57) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Δημοσιονομικών, εκ των οποίων δύο (2) με βαθμό Διευθυντή και πενήντα πέντε (55) με βαθμό Δ΄ έως Α΄. Η πλήρωση των δεκαπέντε (15) από τις θέσεις αυτές γίνεται με υπαλλήλους που κατέχουν τα αυξημένα τυπικά προσόντα του άρθρου 3 του Π.Δ. 50/2001 και με την προβλεπόμενη από το άρθρο 19 του Ν.2190/1994 διαδικασία επιλογής.
β) Δέκα (10) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Μηχανικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
γ) Τρεις (3) θέσεις υπαλλήλων κλάδου Π Ε Γεωτεχνικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
δ) Τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΠΕ Πληροφορικής με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
ε) Δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου Π Ε Μεταφραστών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
στ) Δύο (2) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
ζ) Μία (1) θέση υπαλλήλου κλάδου ΤΕ Δημοσιονομικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
η) Έξι (6) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Δημοσιονομικών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
θ) Τέσσερις (4) θέσεις υπαλλήλων κλάδου ΔΕ Πληροφορικής – Χειριστών Η/Υ με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
ι) Μία (1) θέση υπαλλήλου κλάδου ΔΕ5 Τεχνιτών με βαθμό Δ΄ έως Α΄.
κ) Δύο (2) θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου αορίστου χρόνου και με προσόντα διορισμού τα οριζόμενα στο Π.Δ. 50/2001. Οι αποδοχές του προσλαμβανόμενου στις θέσεις Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Των ανωτέρω Διευθύνσεων προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Δημοσιονομικών και των Τμημάτων αυτών υπάλληλοι των κλάδων Π Ε Δημοσιονομικών ή Π Ε Μηχανικών ή ΠΕ Γεωτεχνικών ή ΠΕ Πληροφορικής.»
7. Η παράγραφος 13 του άρθρου 17 του Ν. 2860/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«13.α. Η στελέχωση των θέσεων των Διευθύνσεων μπορεί να γίνεται και με υπαλλήλους που αποσπώνται ή μετατάσσονται ή μεταφέρονται από το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α, και τα Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετήθηκε από το Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α΄), με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
β. Για τη μετάταξη απαιτείται οι υπάλληλοι να κατέχουν τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία μετατάσσονται. Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση οικείου Υπουργού, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με την ίδια σχέση εργασίας. Για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που κατέχει τα τυπικά προσόντα που προβλέπονται στις ανωτέρω θέσεις μόνιμου προσωπικού, η μεταφορά γίνεται σε συνιστώμενες με τη σχετική πράξη αντίστοιχης εξειδίκευσης θέσεις ιδιωτικού δικαίου, με ταυτόχρονη δέσμευση μόνιμων θέσεων. Το εν λόγω προσωπικό διατηρεί το δικαίωμα επιλογής ασφαλιστικού καθεστώτος κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης. Η αίτηση των ενδιαφερόμενων υπαλλήλων να μεταταγούν ή μεταφερθούν κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
γ. Ο χρόνος υπηρεσίας των κατά τα ανωτέρω μετατασσόμενων ή μεταφερόμενων υπαλλήλων, στους φορείς από τους οποίους προέρχονται, θεωρείται ως διανυθείς στην υπηρεσία που τοποθετούνται, για τη μισθολογική και βαθμολογική τους εξέλιξη.»
Άρθρο 24
Στην παράγραφο 2 του άρθρου 32 του Ν. 3130/2003 (ΦΕΚ 76/Α΄) αντί των λέξεων «νομικών προσώπων» τίθενται οι λέξεις «νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.)».
Άρθρο 25
Στο τέλος του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του Ν. 3037/2002 οι λέξεις «του νόμου αυτού» αντικαθίστανται από τις λέξεις «της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 7 του παρόντος».
Άρθρο 26
Οι διατάξεις των παραγράφων 1,2 και 3 του άρθρου 28 του Ν. 3016/2002 εφαρμόζονται και για τις ανέλεγκτες υποθέσεις χρήσεων που έκλεισαν με 31/12/1998 και παλαιότερα και για τις οποίες τηρήθηκαν βιβλία Γ΄ κατηγορίας του Κ.Β.Σ..
Άρθρο 27
Ισχύς
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 3 Ιουνίου 2003
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ