ΝΟΜΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ. 3075 (ΦΕΚ Α΄297 5.12.2002)

Τροποποίηση και συμπλήρωση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο 1
Συνταξιοδότηση λογοτεχνών – καλλιτεχνών

1. Δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο Ταμείο αποκτούν και οι ελληνικής υπηκοότητας ή Έλληνες το γένος λογοτέχνες και καλλιτέχνες, γενικά, που έχουν προσφέρει διακεκριμένες υπηρεσίες στην ανάπτυξη των γραμμάτων ή των τεχνών. Η σύνταξη αυτή είναι μηνιαία, και απονέμεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού.

2. Στην έννοια των λογοτεχνών και καλλιτεχνών της προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνονται:

α. Λογοτέχνες, μεταφραστές λογοτεχνίας και θεατρικών έργων, θεατρικοί συγγραφείς, δοκιμιογράφοι φιλοσοφικού και φιλολογικού δοκιμίου, ιστορικοί συγγραφείς – ιστοριογράφοι και σεναριογράφοι.

β. Εικαστικοί καλλιτέχνες, σκηνογράφοι, φωτογράφοι, σκιτσογράφοι και γελοιογράφοι.

γ. Μουσουργοί, αρχιμουσικοί και ερμηνευτές.

δ. Συνθέτες, στιχουργοί, ερμηνευτές ελληνικής μουσικής.

ε. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί και λυρικοί καλλιτέχνες.

στ. Χορογράφοι και χορευτές και

ζ. Λαϊκοί καλλιτέχνες, ιδίως καραγκιοζοπαίχτες, ξυλόγλυπτες και καλλιτέχνες του κουκλοθέατρου, των μαριονέτων και της παντομίμας.

3. Για την προσφορά ή όχι διακεκριμένων υπηρεσιών αποφαίνεται, με πλήρως αιτιολογημένη γνώμη, εννεαμελής Επιτροπή η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού αποτελούμενη από έξι (6) προσωπικότητες των γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών, τον καθ΄ ύλην αρμόδιο Διευθυντή του Υπουργείου Πολιτισμού ο οποίος μπορεί να αναπληρώνεται από τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος και δύο (2) προσωπικότητες, αναλόγως των επτά κατηγοριών λογοτεχνών και καλλιτεχνών της προηγούμενης παραγράφου, μετά από πρόταση των συλλογικών τους φορέων, σε όσες περιπτώσεις υπάρχει συλλογική εκπροσώπηση. Καθήκοντα εισηγητή στην Επιτροπή ασκεί το οριζόμενο εκάστοτε από τον Πρόεδρο μέλος της Επιτροπής. Καθήκοντα Γραμματέων ασκούν υπάλληλοι του Υπουργείου Πολιτισμού ή εποπτευομένων από αυτό δημοσίων υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

4. Για τη χορήγηση της σύνταξης της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι εξής προϋποθέσεις:

α. Να έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους ή το 50ό έτος, εφόσον έχουν καταστεί ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό ανικανότητας 67% και άνω. Η ανικανότητα στην περίπτωση αυτή κρίνεται με γνωμάτευση της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής (Α.Σ.Υ.Ε.), στην οποία παραπέμπεται ο αιτών από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Πολιτισμού.

β. Να μη λαμβάνουν άλλη σύνταξη μεγαλύτερη αυτής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή από το Δημόσιο, με εξαίρεση όσους λαμβάνουν πολεμική σύνταξη. Σε περίπτωση που ο δικαιούχος λαμβάνει σύνταξη μικρότερη αυτής της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, δύναται με δήλωση του που υποβάλλεται εφάπαξ και δεν ανακαλείται να επιλέξει την καταβολή της μίας από τις δύο συντάξεις.

γ. Ο μέσος όρος του εισοδήματος που έχει δηλωθεί συνολικά κατά τα τρία προηγούμενα οικονομικά έτη, εκείνου που υποβάλλεται η αίτηση για συνταξιοδότηση, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και αυτό που προκύπτει με βάση τα τεκμήρια, να μην υπερβαίνει το 12πλάσιο της μηνιαίας κύριας σύνταξης που αντιστοιχεί στην ίδια χρονική περίοδο σε πτυχιούχο δημόσιο υπάλληλο πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με 35 έτη δημόσιας υπηρεσίας.

δ. Να προκύπτει ασφάλιση για κύρια σύνταξη ταυτόσημη με την ιδιότητα του λογοτέχνη ή καλλιτέχνη, για την οποία ζητά την απονομή τιμητικής σύνταξης, για ένα πλήρες έτος, καθώς και δηλωθέν εισόδημα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από την ίδια δραστηριότητα κατά ένα οποιοδήποτε οικονομικό έτος πριν τη συμπλήρωση του εξηκοστού (60ού) έτους της ηλικίας ή του πεντηκοστού (50ού) για όσους έχουν καταστεί ανίκανοι.

5. Η μηνιαία σύνταξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού ανέρχεται στο 80% του βασικού μισθού του 1ου μισθολογικού κλιμακίου του Ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α΄), όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.

6. Οι ενδιαφερόμενοι λογοτέχνες και καλλιτέχνες με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους ή του 50ού, κατά περίπτωση, υποβάλλουν στο Υπουργείο Πολιτισμού αίτηση για απονομή σύνταξης μαζί με τα στοιχεία εκείνα που θα αξιολογηθούν από την Επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, αναφορικά με την προσφορά των υπηρεσιών τους.

7. Για εκείνες από τις ανωτέρω αιτήσεις που θα κριθούν θετικά από την Επιτροπή σχηματίζεται φάκελος, στον οποίο περιλαμβάνεται η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και γραπτή η εισήγηση του εισηγητή που έχει ορισθεί για την υπόθεση, ο οποίος συμπληρώνεται από τους ενδιαφερόμενους με τα κατωτέρω δικαιολογητικά:

α. Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης.

β. Εκκαθαριστικά σημειώματα του φόρου εισοδήματος των τριών προηγούμενων οικονομικών ετών εκείνου που υποβάλλεται η αίτηση, καθώς και όμοιο παρελθόντος έτους από το οποίο να προκύπτει εισόδημα από τη δραστηριότητα που επικαλείται για απονομή τιμητικής σύνταξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου αυτού.

γ. Υπεύθυνη δήλωση του από την οποία να προκύπτει ότι έχει ασφαλιστεί σε ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης. Η δήλωση του αυτή θα συνοδεύεται και με βεβαίωση του οικείου φορέα από την οποία θα προκύπτει η ιδιότητα με την οποία έχει ασφαλιστεί.

δ. Βεβαίωση του οικείου ασφαλιστικού φορέα κύριας ασφάλισης για το ύψος της τυχόν δικαιούμενης σύνταξης και εφόσον αυτή είναι μικρότερη από τη σύνταξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, με τη δήλωση της προηγούμενης περίπτωσης θα δηλώνεται η επιλογή που προβλέπεται από τη διάταξη της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού.

ε. Γνωμάτευση της Α.Σ.Υ.Ε., όπου απαιτείται.

8. Ο ανωτέρω φάκελος διαβιβάζεται στην αρμόδια διεύθυνση συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων. Η εν λόγω διεύθυνση συντάσσει σχέδιο κοινής απόφασης το οποίο αποστέλλεται για υπογραφή στους συναρμόδιους Υπουργούς. Σε περίπτωση που δεν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, η ανωτέρω διεύθυνση, το αργότερο σε ένα εξάμηνο από την ημερομηνία που περιήλθαν τα σχετικά δικαιολογητικά στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, εκδίδει πράξη η οποία κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο.

9. Η καταβολή της σύνταξης αρχίζει από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου που υποβάλλεται η αίτηση στο Υπουργείο Πολιτισμού και υπόκειται σε κράτηση 4% για υγειονομική περίθαλψη και στις λοιπές κρατήσεις στις οποίες υποβάλλονται οι συντάξεις του Δημοσίου.

10. α. Οι δικαιούχοι της σύνταξης του άρθρου αυτού δικαιούνται σύμφωνα με τα ισχύοντα για τους πολιτικούς συνταξιούχους του Δημοσίου, από την ημερομηνία συνταξιοδότησης τους: ι) υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου και ιι) δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και την πρόσθετη μισή σύνταξη. Μετά το θάνατο του δικαιούχου στην οικογένεια καταβάλλονται έξοδα κηδείας σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους πολιτικούς συνταξιούχους του Δημοσίου.

β. Στους δικαιούχους των συντάξεων αυτών δεν καταβάλλεται η οικογενειακή παροχή, λόγω γάμου και τέκνων.

11. Όλες οι μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού καταβαλλόμενες συντάξεις με βάση τις διατάξεις του Ν.Δ. 214/1973 και του Ν. 2435/1996 συνεχίζουν να καταβάλλονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις αυτές, κατά περίπτωση, σε συνδυασμό και με τις όμοιες της παραγράφου 7 του άρθρου 4 του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α΄).

12. α. Για τα θέματα που δε ρυθμίζονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, (Π.Δ. 166/2000, ΦΕΚ 153 Α΄) όπως κάθε φορά ισχύουν, με εξαίρεση τις διατάξεις του άρθρου 54 του Κώδικα αυτού.

β. Ειδικά για τη μεταβίβαση των συντάξεων του άρθρου αυτού έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού και προκειμένου για τα τέκνα και οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που ισχύουν για την ίδια αιτία, για τέκνα δημοσίων υπαλλήλων που έλκουν το δικαίωμα από γονείς που διορίστηκαν στο Δημόσιο για πρώτη φορά μετά την 1η Ιανουαρίου 1983.

13. α. Κάθε άλλη διάταξη, που προβλέπει τη χορήγηση τιμητικών συντάξεων, από το Δημόσιο, καταργείται.

β. Αιτήσεις για χορήγηση τιμητικών συντάξεων που έχουν υποβληθεί στο Υπουργείο Πολιτισμού μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο, κρίνονται με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, με εξαίρεση αυτές για τις οποίες έχει γνωμοδοτήσει η αρμόδια Επιτροπή συνταξιοδότησης συγγραφέων και καλλιτεχνών του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίες κρίνονται με βάση τις διατάξεις του Ν. 2435/1996, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού.

14. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Πολιτισμού ρυθμίζεται το θέμα της αποζημίωσης των μελών, των εισηγητών και των γραμματέων της Επιτροπής της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, η οποία καταβάλλεται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.

15. Η υποχρέωση υποβολής εκκαθαριστικού σημειώματος φόρου εισοδήματος κατά το νόμο αυτόν, συντρέχει και στην περίπτωση που ο δικαιούχος διαμένει στην αλλοδαπή. Στην περίπτωση αυτή, υποβάλλει το αντίστοιχο έγγραφο της χώρας διαμονής του.
Άρθρο 2
Τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και άλλα θέματα

1. Οι διατάξεις του προτελευταίου εδαφίου της περίπτωσης ατής παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000, ΦΕΚ 153 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:

«Για τους υπαλλήλους, οι οποίοι είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί ή τετραπληγικοί, καθώς και για όσους πάσχουν από υπερφωσφατασαιμία ή από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία και υποβάλλονται σε μετάγγιση ή από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, αρκεί δεκαπενταετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.»

2. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 612/1977 (ΦΕΚ 164 Α΄) εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, και έχουν δεκαπενταετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία. Η σύνταξη του προηγούμενου εδαφίου καθίσταται οριστική μετά έξι (6) έτη από τη συνταξιοδότηση του δικαιούχου και εφόσον στο διάστημα της εξαετίας αυτής έχει εξετασθεί τουλάχιστον δύο (2) φορές από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές.

3. α. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:

“12. Το τακτικό προσωπικό των Περιφερειακών Συστημάτων Υγείας (Πε.Σ.Υ.), των αποκεντρωμένων και ανεξάρτητων υπηρεσιακών μονάδων των Πε.Σ.Υ., καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους αποκτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού.»

β. Οι διατάξεις των άρθρων 3 έως και 18 του Ν.2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό των Περιφερειακών Συστημάτων Υγείας (Πε.Σ.Υ.) και των αποκεντρωμένων και ανεξάρτητων υπηρεσιακών μονάδων των Πε.Σ.Υ., που διορίζεται από 1ης Ιανουαρίου 1993 και μετά.

γ. Οι διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό των Νοσοκομείων της παραγράφου 10 του άρθρου 13 του Ν. 2889/2001 (ΦΕΚ 37 Α΄), καθώς και για το προσωπικό του Εθνικού Κέντρου `Αμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.).

δ. Οι διατάξεις για τη συνταξιοδότηση του προσωπικού των προηγούμενων περιπτώσεων που ίσχυαν μέχρι την ισχύ του Ν. 2889/2001 εξακολουθούν να ισχύουν.

ε. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τον Πρόεδρο και Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή των Πε.Σ.Υ., καθώς και για τον Διοικητή και τον Αναπληρωτή Διοικητή των Νοσοκομείων των Πε.Σ.Υ.

στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2889/2001.

ζ. Το προσωπικό της παραγράφου αυτής υπάγεται στην υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου.

4. α. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται περίπτωση ε΄ ως εξής:

“ε. Κατ΄ εξαίρεση, ο επιζών σύζυγος και τα παιδιά των προσώπων της παραγράφου 11 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, εφόσον ο θάνατος επήλθε οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας τους. Στην περίπτωση αυτή για τον υπολογισμό της σύνταξης λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά έτη θητείας που πραγματικά είχε διανύσει ο θανών.»

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή για τη θεμελίωση του δικαιώματος και τον υπολογισμό της χορηγίας των μελών των οικογενειών των δημάρχων και των προέδρων κοινοτήτων.

5. α. Στο τέλος του άρθρου 11 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 14 ως εξής:

«14. Ο τυχόν υπολειπόμενος χρόνος από τη λήξη της θητείας των Προέδρων του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων των Διοικητικών Δικαστηρίων και του Ελεγκτικού Συνεδρίου μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας λογίζεται για κάθε συνέπεια ως πραγματική δημόσια υπηρεσία, με καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών του ασφαλισμένου από τους ίδιους.»

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την αναγνώριση του χρόνου αυτού ως χρόνου ασφάλισης από τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας.

6. Η παράγραφος 11 του άρθρου 15 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων λαμβάνει αριθμό 11 α και στο τέλος της προστίθεται περίπτωση β΄ ως εξής:

«β. Εφόσον τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής έχουν και χρόνο υπηρεσίας που λογίζεται συντάξιμος κατά τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, το ποσό της χορηγίας τους προσαυξάνεται με ένα εικοστό πέμπτο των μηνιαίων εξόδων παράστασης για κάθε τρία έτη συντάξιμης υπηρεσίας και σε περίπτωση που μετά την τριετία υπολείπεται χρόνος μικρότερος αυτής, κάθε πλήρες έτος παρέχει προσαύξηση ίση με τριάντα τρία τοις εκατό (33%) της προσαύξησης της πλήρους τριετίας. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής εφαρμόζονται μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων και την έκδοση αναγνωριστικής πράξης από την αρμόδια Διεύθυνση κανονισμού συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Ο χρόνος που λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της χορηγίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν αξιοποιείται συνταξιοδοτικά – ασφαλιστικά ούτε από το Δημόσιο ούτε από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης για τη λήψη δεύτερης σύνταξης.»

7. Στο τέλος του άρθρου 15 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:

«12. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για το ιπτάμενο προσωπικό του Ε.Κ.Α.Β. που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του απασχολείται στην αεροδιακομιδή ασθενών. Στη περίπτωση αυτή για τον υπολογισμό των προσαυξήσεων λαμβάνονται υπόψη οι ώρες πτήσεις με εναέρια μέσα κατ΄ αντιστοιχία με τις ώρες πτήσης που προβλέπονται από την παραπάνω παράγραφο, οι οποίες βεβαιώνονται από την Υπηρεσία τους. Για τη συμπλήρωση της δεκαπενταετίας λαμβάνεται υπόψη μόνο η υπηρεσία που παρασχέθηκε στο Ε.Κ.Α.Β.»

8. Οι διατάξεις των άρθρων 24 και 52 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«Είναι απαράδεκτη η άσκηση ένστασης ή αίτησης αναθεώρησης στην Επιτροπή της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κώδικα αυτού ή έφεσης, αν δεν συνοδεύεται από αποδεικτικό κατάθεσης υπέρ του Δημοσίου Ταμείου ποσού που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για πολεμική σύνταξη ή βοήθημα. Σε περίπτωση που η ένσταση ή η αίτηση γίνουν δεκτές, το ανωτέρω παράβολο επιστρέφεται στον ενδιαφερόμενο.»

9. α. Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 55 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και για τις χορηγίες των δημάρχων και προέδρων κοινοτήτων.»

β. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από 1ης Ιανουαρίου 2002.

γ. Στις χορηγίες όσων διετέλεσαν πρόεδροι κοινοτήτων ή δήμαρχοι σε κοινότητες ή δήμους, αντίστοιχα, που συνενώθηκαν εθελοντικά σε κοινότητες ή με κοινότητες ή σε δήμους ή με δήμους, με τις διατάξεις είτε του Ν. 1416/1984 (ΦΕΚ 18 Α΄) είτε του Ν. 1622/1986 (ΦΕΚ92Α΄) και οι οποίες δεν αυξήθηκαν από την ημερομηνία της εθελοντικής συνένωσης μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 1996, χορηγείται από 1ης Ιανουαρίου 2002, μετά από αίτηση τους, αύξηση ποσού ευρώ εκατό (100), η οποία υπολογίζεται στη χορηγία τους πριν την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων περιπτώσεων της παραγράφου αυτής. Η αύξηση αυτή χορηγείται και στις χορηγίες των οικογενειών, όσων από τα παραπάνω πρόσωπα έχουν πεθάνει, κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό χορηγίας που λαμβάνουν.

10. Στο τέλος του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:

«11. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 8 έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα της παραγράφου 9 του άρθρου αυτού.»

11. α. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκειται σε έφεση ενώπιον του οικείου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών μέσα σε προθεσμία ενός (1) έτους από την έκδοση της, καθώς και από κάθε άλλον που έχει έννομο συμφέρον, σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση της.»

β. Στο τέλος του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:

«11. Στις επιτροπές της παραγράφου 4 του άρθρου 14 και της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού του Κώδικα αυτού εισηγούνται Προϊστάμενοι Τμημάτων του Γ.Λ.Κ., καθώς και υπάλληλοι του Γ.Λ.Κ., με τριετή τουλάχιστον υπηρεσία σε μία από τις διευθύνσεις συντάξεων και ο αριθμός τους, που καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου των Επιτροπών, είναι ανάλογος με τις υποθέσεις που συζητούνται κάθε φορά.»

12. Η παράγραφος 6 του άρθρου 69 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με τις διατάξεις της παραγράφου 23 του άρθρου 2 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) αναριθμείται και λαμβάνει αριθμό 7

13. Τα ποσά των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 1 του Ν.2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α΄) αυξάνονται από 1ης Ιανουαρίου 2002 σε 81, 145 και 210 ευρώ, αντίστοιχα.

14. α. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Ν. 2703/1999 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Από την ημερομηνία αναπροσαρμογής της σύνταξης του ανωτέρω προσωπικού, κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού, παύει να καταβάλλεται το βοήθημα που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 71 του Ν. 5343/1932 (ΦΕΚ 86 Α΄).»

β. Ποσά που τυχόν έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 71 του Ν. 5343/1932 δεν αναζητούνται.

15. Τα μηνιαία ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης, που προβλέπονται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α΄), αυξάνονται από 1ης Ιανουαρίου 2001 από 8, 80, 14, 67 και 23, 48 ευρώ σε 15, 24 και 41 ευρώ, αντίστοιχα.

16. α. Οι συντάξεις, οι χορηγίες, τα βοηθήματα και τα επιδόματα που χορηγεί το Δημόσιο στους συνταξιούχους, στους χορηγιούχους ή βοηθηματούχους του, γενικά, από 1ης Ιανουαρίου 2002 κανονίζονται και τα σχετικά ποσά καταβάλλονται σε ευρώ.

β. Τα ποσά της προηγούμενης περίπτωσης που έχουν κανονισθεί ή καταβάλλονται στους συνταξιούχους, στους χορηγιούχους ή βοηθηματούχους του Δημοσίου, γενικά, μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2001 σε δραχμές, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία δραχμής/ ευρώ.

γ. Απαιτήσεις ή υποχρεώσεις του Δημοσίου που απορρέουν από την εφαρμογή των διατάξεων οι οποίες διέπουν τις συντάξεις, τα βοηθήματα ή τα επιδόματα που καταβάλλει το Δημόσιο και ανατρέχουν σε χρονικό διάστημα πριν την 1η Ιανουαρίου 2002, σε κάθε περίπτωση, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία της προηγούμενης περίπτωσης.

δ. Τα ποσά των προηγούμενων περιπτώσεων θα στρογγυλοποιούνται στο πλησιέστερο εκατοστό του ευρώ. Σε περίπτωση που κατά τη μετατροπή προκύπτει ακριβώς το μισό μίας υποδιαίρεσης το ποσό θα στρογγυλοποιείται στο επόμενο εκατοστό του ευρώ.

ε. Οι διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων έχουν εφαρμογή και για τη μετατροπή σε ευρώ και τη στρογγυλοποίηση κάθε άλλου δραχμικού ποσού που αναφέρεται στη συνταξιοδοτική νομοθεσία του Δημοσίου.

17. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 90 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (Π.Δ. 168/2000 ΦΕΚ 155 Α΄), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη, που αναγνωρίζεται στις οικογένειες των έγγαμων οπλιτών που σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή νόσο απότοκο των κακουχιών του πολέμου, ορίζεται στο ποσό που αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη που φέρει ανικανότητα 35%, σύμφωνα με το άρθρο 88.»

β. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 91 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Η βασική μηνιαία πολεμική σύνταξη, που αναγνωρίζεται στις οικογένειες των άγαμων οπλιτών που σκοτώθηκαν ή εξαφανίσθηκαν ή πέθαναν από τραύματα ή νόσο απότοκο των κακουχιών του πολέμου, ορίζεται στο ποσό που αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη που φέρει ανικανότητα 35%, σύμφωνα με το άρθρο 88.»

γ. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 110 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«2. Το κατώτατο όριο πολεμικής σύνταξης ή βοηθήματος, που δεν καθορίζεται με βάση μισθό ενεργείας, ορίζεται (σο με το ποσό της σύνταξης ανάπηρου πολέμου οπλίτη με ποσοστό ανικανότητας 35%, όπως ισχύει κάθε φορά.»

δ. Το κατώτατο όριο των συντάξεων ειρηνικής περιόδου των στρατιωτικών που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1859/1989 ορίζεται ίσο με το ποσό σύνταξης ανάπηρου πολέμου οπλίτη με ποσοστό ανικανότητας 35%, όπως ισχύει κάθε φορά.

ε. Από την 1η Ιανουαρίου 2002 αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής οίκοθεν όλες οι συντάξεις των ανάπηρων πολέμου και ειρηνικής περιόδου καθώς και των οικογενειών τους που δεν καθορίζονται με βάση μισθό ενεργείας και που έχουν αναγνωριστεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001.

στ. Η διαφορά μεταξύ της σύνταξης που κανονίζεται ή αναπροσαρμόζεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής και της δικαιούμενης κατά την 31η Δεκεμβρίου 2001 θα καταβληθεί σε τρεις δόσεις ως εξής: το 30% της διαφοράς από 1.1.2002, το άλλο 30% από 1.7.2002 και το υπόλοιπο 40% από 1.1.2003.

18. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 123 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Κατ΄ εξαίρεση είναι δυνατή και τρίτη επανεξέταση εφόσον έχει επέλθει σημαντική επιδείνωση της νόσου ή του τραύματος για τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν, η οποία συνεπάγεται είτε ολική τύφλωση είτε ακρωτηριασμό και αποδεικνύεται από βεβαίωση δημόσιου νοσοκομείου που υποβάλλεται με τη σχετική αίτηση.»

19. α. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του Ν. 1863/1989 (ΦΕΚ 204 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Ειδικά για τους διαμένοντες μόνιμα στο εξωτερικό, προκειμένου για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 1543/1985 (ΦΕΚ 73 Α΄), αποφαίνεται η Ανωτάτη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή (Α.Σ.Υ.Ε.).»

β. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής λαμβάνονται υπόψη από τα συνταξιοδοτικά όργανα και γνωματεύσεις της ανωτέρω υγειονομικής επιτροπής που τυχόν έχουν εκδοθεί και πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

20. α. Μετακλητοί υπάλληλοι με συνολικά υπερδεκαετή θητεία σε θέσεις μετακλητού νομάρχη, γενικού γραμματέα Περιφέρειας και αιρετού δημάρχου, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1994, εκτός αυτών που υπηρέτησαν την περίοδο της επταετούς δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967, θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μετακλητού νομάρχη, εφόσον ο χρόνος θητείας στις θέσεις αυτές δεν έχει χρησιμοποιηθεί για τη λήψη σύνταξης από το Δημόσιο ή από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης.

β. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 4 του Ν.2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α΄) έχουν εφαρμογή και για τα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης.

21. α. Δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί, οι οποίοι έχουν και χρόνο θητείας βουλευτή, αιρετού νομάρχη, δημάρχου ή προέδρου κοινότητας, μπορούν με αίτηση τους να ζητήσουν την προσμέτρηση του χρόνου αυτού στη λοιπή δημόσια υπηρεσία τους και μέχρι τη συμπλήρωση τριάντα πέντε ετών δημόσιας υπηρεσίας, έστω και αν αυτή είναι μεταγενέστερη της δημόσιας υπηρεσίας τους, εφόσον δεν συμπίπτει με άλλη υπηρεσία τους συντάξιμη από το Δημόσιο ή από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης.

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για όσους ως αιρετοί νομάρχες, δήμαρχοι ή πρόεδροι κοινοτήτων έχουν θεμελιώσει δικαίωμα χορηγίας από τις θέσεις αυτές, εφόσον παραιτηθούν από το δικαίωμα τους αυτό.

γ. Ο χρόνος θητείας που προσμετράται σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης χρησιμεύει τόσο για τη θεμελίωση όσο και για την προσαύξηση της σύνταξης.

22. Δήμαρχοι και πρόεδροι κοινότητας με υπερτετραετή θητεία στις θέσεις αυτές μπορούν να προσμετρούν και χρόνο βουλευτείας για τη θεμελίωση δικαιώματος χορηγίας δημάρχου ή προέδρου κοινότητας, αντίστοιχα, εφόσον ο χρόνος της βουλευτείας δε χρησιμεύει για τη λήψη βουλευτικής σύνταξης.

23. Τα επιδόματα ανικανότητας των Ν. 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α΄) και 1977/1991 (ΦΕΚ 185Α΄) που καταβάλλονται σε πολιτικούς και στρατιωτικούς συνταξιούχους, από 1ης Ιουλίου 2002, υπολογίζονται με βάση το ποσοστό ανικανότητας τους στο σύνολο του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού, με τον οποίο συνταξιοδοτούνται, όπως αυτός διαμορφώνεται κάθε φορά.

24. Οι συντάξεις των τέως Επιθεωρητών Εκπαίδευσης της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του Ν. 2592/1998 αναπροσαρμόζονται από την 1η Ιουλίου 2002 με βάση μηνιαίο βασικό μισθό, ο οποίος προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό του βασικού μισθού του Μ.Κ. 1 με συντελεστή ένα και είκοσι (1,20), καθώς και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας τους.

25. Το ποσό που ορίζεται ως εφάπαξ οικονομικό βοήθημα με την παράγραφο 17 του άρθρου 8 του Ν.2592/1998 αυξάνεται, αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2001, σε 30.000 ευρώ.
Άρθρο 3
Προθεσμίες για την άσκηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος

1. Οι διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 11 και της παραγράφου 6 του άρθρου 36 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«Η αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου που προβλέπεται από την τελευταία περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου γίνεται με πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, που υποβάλλεται σε προθεσμία πέντε ετών από τη χρονολογία που εξήλθε ο υπάλληλος από την υπηρεσία.»

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4488/2017

2. Οι διατάξεις του έβδομου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«Η αίτηση για αναγνώριση υπηρεσίας που δεν αποδεικνύεται από επίσημα στοιχεία υποβάλλεται είτε κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού είτε μετά την έξοδο του από αυτή, σε προθεσμία πέντε ετών από την απομάκρυνση του ή από την κοινοποίηση σε αυτόν της πράξης ή της απόφασης με την οποία δεν προσμετρήθηκε ως συντάξιμος η υπηρεσία της οποίας ζητά την αναγνώριση.»

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4488/2017

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 21 του άρθρου 22 και της παραγράφου 6 του άρθρου 50 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«Κάθε αίτηση που αφορά την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης, την αύξηση της ή την προσμέτρηση χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά την έξοδο του υπαλλήλου από την υπηρεσία ή την έναρξη καταβολής της σύνταξης, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του δικαιώματος αυτού. Προκειμένου για πρόσωπα που βρίσκονται σε επιτροπεία, κηδεμονία ή δικαστική αντίληψη, η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου δεν αρχίζει πριν την παρέλευση έξι μηνών από τότε που τα πρόσωπα αυτά έγιναν απεριόριστα ικανά ή απέκτησαν επίτροπο, κηδεμόνα ή αντιλήπτορα.»

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4488/2017

4. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 των άρθρων 23 και 51 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Η αίτηση για άσκηση δικαιώματος σύνταξης για αυτόν που έπαθε εξαιτίας της υπηρεσίας υποβάλλεται στο Υπουργείο που υπαγόταν ο υπάλληλος από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του.»

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4488/2017

5. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Όπου στον Κώδικα αυτόν προβλέπεται εξέταση από την οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, επιτρέπεται για μία μόνο φορά η επανεξέταση αυτού που έπαθε ή σε περίπτωση θανάτου του, του οικείου φακέλου από την ίδια Επιτροπή, με διαταγή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου που υποβάλλεται σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης ή απόφασης για τον κανονισμό σύνταξης και συνοδεύεται υποχρεωτικά από το παράβολο που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4488/2017

6. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Η αίτηση του προηγούμενου εδαφίου υποβάλλεται, με ποινή το απαράδεκτο της, σε προθεσμία δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης με την οποία μεταβάλλεται η νομολογία που αφορά το νομικό ζήτημα της υπόθεσης.»

7. Οι διατάξεις του άρθρου 48 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Οι πολεμικές συντάξεις των άρθρων 24 μέχρι 47 αυτού του Κώδικα αναγνωρίζονται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, που πρέπει να υποβάλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους απευθείας ή στην Αρχή που τους απέλυσε ή στον αρμόδιο δήμαρχο ή πρόεδρο κοινότητας. Η αίτηση αυτή πρέπει να υποβληθεί σε προθεσμία πέντε ετών από τότε που γεννήθηκε το δικαίωμα και να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που ορίζονται κατά περίπτωση στα επόμενα άρθρα.

2. Αν αυτός που έπαθε, πέθανε πριν τη λήξη της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου χωρίς να υποβάλει την ανωτέρω αίτηση ή κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, η προθεσμία για την υποβολή της από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, παρατείνεται για ένα έτος από τη λήξη της.

3. Οι οικογένειες αυτών που πέθαναν μετά την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης πρέπει να υποβάλουν αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μαζί με τα δικαιολογητικά που ορίζονται στο άρθρο 50, σε προθεσμία πέντε ετών από το θάνατο τους.

4. Προκειμένου για πρόσωπα που βρίσκονται σε επιτροπεία, κηδεμονία ή δικαστική αντίληψη, οι προθεσμίες των προηγούμενων παραγράφων δεν αρχίζουν πριν την παρέλευση έξι μηνών από τότε που τα πρόσωπα αυτά έγιναν απεριόριστα ικανά ή απέκτησαν επίτροπο, κηδεμόνα ή αντιλήπτορα.»

8. Οι διατάξεις του άρθρου 57 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Οποιοσδήποτε δικαιούται αύξηση της σύνταξης του πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του δικαιώματος.

2. Εάν ο συνταξιούχος πέθανε χωρίς να υποβάλει την παραπάνω αίτηση, αυτή υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου παρατείνεται για ένα έτος από τη λήξη της.

3. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του Κώδικα αυτού έχουν εφαρμογή και για την προθεσμία του άρθρου αυτού.»

9. Οι διατάξεις του άρθρου 62 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«Η αναγνώριση του δικαιώματος για σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων, γίνεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, με ποινή το απαράδεκτο, σε προθεσμία πέντε ετών, από τότε που γεννήθηκε το δικαίωμα αυτό.»

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.2 του άρθρου 5 του ν.4488/2017

10. Οι διατάξεις του άρθρου 74 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«Οποιοσδήποτε δικαιούται σύνταξη σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων άρθρων ή αύξηση της σύνταξης του πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, με ποινή την έκπτωση από το δικαίωμα, σε προθεσμία πέντε ετών από τη γέννηση του δικαιώματος αυτού.»

11. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 122 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Όπου στον Κώδικα αυτόν προβλέπεται εξέταση από την οικεία Ανωτάτη Υγειονομική Επιτροπή, επιτρέπεται για μία μόνο φορά επανεξέταση αυτού που έπαθε ή σε περίπτωση θανάτου του, του οικείου φακέλου από την ίδια Επιτροπή με διαταγή του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου που υποβάλλεται σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης ή απόφασης για τον κανονισμό σύνταξης και συνοδεύεται υποχρεωτικά από το παράβολο που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

12. Οι προθεσμίες που τάσσουν οι διατάξεις του άρθρου αυτού για όσους έχουν αποχωρήσει από την υπηρεσία μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού αρχίζουν από την ισχύ του.
Άρθρο 4
Ειδικά συνταξιοδοτικά θέματα

1.Οι διατάξεις των άρθρων 9 έως και 14 του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ57Α΄), όπως τροποποιημένες ισχύουν, έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους υπαλλήλους που υπηρετούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (European Central Bank) στον European organization for the safety of Air Navigation (Eurocontrol) και στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (European Investment Bank) και οι σχετικές προθεσμίες των διατάξεων αυτών αρχίζουν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

2. α. Το μόνιμο προσωπικό των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους» (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) και “Σχολή Επιμόρφωσης Υπαλλήλων Υπουργείου Οικονομικών» (Σ.Ε.Υ.Υ.Ο.), το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999 ΦΕΚ 19 Α΄), όπως αυτές εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α΄), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

β. Η ασφαλιστική τακτοποίηση του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου για το χρονικό διάστημα από το διορισμό του στα νομικά αυτά πρόσωπα μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3163/1955 (ΦΕΚ71 Α΄), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

3. α. Το μόνιμο ή με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Ε.Ο.Τ. ή του Υπουργείου Ανάπτυξης ή των λοιπών φορέων και υπηρεσιών του δημόσιου τομέα, που αποσπάται στις ανώνυμες εταιρίες του Ν. 2636/1998 (ΦΕΚ 198 Α΄), σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3 των άρθρων 6 και 18 του νόμου αυτού, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης, που είχε πριν από την απόσπαση του. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και ασθένειας για την ασφάλιση του προσωπικού αυτού καταβάλλονται, κατά τη διάρκεια της απόσπασης, του μεν εργοδότη από την υπηρεσία στην οποία έχει αποσπασθεί, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

β. Ο χρόνος της απόσπασης του προσωπικού της προηγούμενης περίπτωσης θεωρείται για κάθε συνέπεια ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία αποσπάται.

γ. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού της παραγράφου αυτής, όπου συντρέχει περίπτωση, για το χρονικό διάστημα από την απόσπαση του μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα μετά οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή ταμείου για την αναγνώριση προϋπηρεσίας ή χρόνου ασφάλισης, κατά περίπτωση.

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου που αποσπώνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 2730/1999 (ΦΕΚ 130 Α΄) στην «Οργανωτική Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων – Αθήνα 2004 Α.Ε.».

4. α. Οι τακτικοί υπάλληλοι των Οργανισμών Λιμένας Πειραιώς και Θεσσαλονίκης (Ο.Λ.Π. και Ο.Λ.Θ., αντίστοιχα) που κατά το χρόνο μετατροπής των οργανισμών αυτών σε ανώνυμες εταιρίες, υπηρετούσαν με απόσπαση σε άλλα Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α, ή σε άλλη δημόσια υπηρεσία και οι οποίοι στη συνέχεια μετατάχθηκαν στις υπηρεσίες αυτές, δύνανται σε προθεσμία τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, με δήλωση τους στις υπηρεσίες που έχουν μεταταχθεί, να επιλέξουν την παραμονή τους στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς των τακτικών υπαλλήλων της Υπηρεσίας από την οποία προέρχονται.

β. Ο χρόνος υπηρεσίας, όσων από τους ανωτέρω υπαλλήλους επιλέγουν την παραμονή τους στο προηγούμενο συνταξιοδοτικό – ασφαλιστικό καθεστώς, στη νέα τους θέση θεωρείται για κάθε συνέπεια ότι διανύθηκε στην Υπηρεσία από την οποία προέρχονται.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από την υπηρεσία στην οποία υπηρετούν, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού που διέπεται από τις διατάξεις της περίπτωσης β΄ της παραγράφου αυτής, όπου συντρέχει περίπτωση, για το χρονικό διάστημα από τη μετάταξη του μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή ταμείου, για την αναγνώριση προϋπηρεσιών ή χρόνου ασφάλισης, κατά περίπτωση.

5. α. Κατ΄ εξαίρεση, το τακτικό προσωπικό του Κέντρου Αποκατάστασης Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες Κρήτης (Κ.Α.Α.Μ.Ε.Α.Κ.) που έχει προσληφθεί σε αυτό μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1983, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους αποκτά δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τη συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων.

β. Ο χρόνος υπηρεσίας των υπαλλήλων της προηγούμενης περίπτωσης από το διορισμό τους και μέχρι την αποχώρηση τους από την υπηρεσία αυτή, με οποιονδήποτε τρόπο, λογίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία.

6. α. Το προσωπικό που προσλαμβάνεται ως τακτικό στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων (Ν.Π.Δ.Δ.) από την έναρξη ισχύος του ιδρυτικού του Ν. 1316/1983 (ΦΕΚ 3 Α΄) και μετά, καθώς και το τακτικό προσωπικό του τ. Κ.Ε.Ε.Φ. που μεταφέρθηκε στον Ε.Ο.Φ. λόγω κατάργησης του, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ.4277/1962 από την ημερομηνία ισχύος του Ν. 1316/1983.

β. Οι ιατροί, οι κτηνίατροι και οι φαρμακοποιοί, οι ενταγμένοι σε οργανικές θέσεις του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων, υπάγονται από της ισχύος του Ν. 1316/1983 στην ασφάλιση του Κλάδου Συντάξεων του Ι.Κ.Α. παράλληλα με την ασφάλιση τους στο Ταμείο Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.) σύμφωνα με όσα ισχύουν για το τακτικό διοικητικό προσωπικό.

γ. Συνταξιοδοτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού θεωρούνται ότι εκδόθηκαν νόμιμα.

7. α. Το μόνιμο προσωπικό του Ταμείου Αλληλοβοήθειας Προσωπικού Ο.Σ.Ε. που μεταφέρθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 29 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) στο Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού Ο.Τ.Ε. εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που είχε πριν τη μεταφορά του, ενώ ως προς την υγειονομική περίθαλψη υπάγεται στην ασφάλιση του Κλάδου Ασθένειας του Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε.

β. Η εφεξής υπηρεσία που παρέχει το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου στη μεταφερόμενη υπηρεσία θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μεταφέρεται.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από το Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού Ο.Τ.Ε., του δε ασφαλισμένου από τον ίδιο.

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή από την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 29 του Ν. 2676/1999.

8. α. Το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του Ειδικού Ταμείου Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών (Ε.Τ.Μ.Ο.Α.), που καταργήθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν.2649/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄), το οποίο μεταφέρεται αυτοδικαίως στη Γ.Γ.Δ.Ε./Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., μπορεί, με δήλωση του, που δεν ανακαλείται και υποβάλλεται μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αντί της αυτοδίκαιης υπαγωγής του στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης που διέπει το αντίστοιχο προσωπικό της νέας του θέσης, να διατηρήσει το προηγούμενο της μεταφοράς του ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς και όλη η εφεξής υπηρεσία του στη νέα του θέση θεωρείται ότι διανύεται στη θέση από την οποία προέρχεται.

β. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του ανωτέρω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη, από τη Γ.Γ.Δ.Ε. του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., στην οποία μεταφέρεται, του δε ασφαλισμένου από τον ίδιο.

γ. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση, όπου συντρέχει περίπτωση, του προσωπικού της παραγράφου αυτής, για το χρονικό διάστημα από τη μεταφορά του μέχρι την ένταξη του στο νέο φορέα σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, γίνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του προηγούμενου φορέα ή Ταμείου.

δ. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν.2320/1995 έχουν εφαρμογή, όπου συντρέχει περίπτωση, και για το προσωπικό του παρόντος άρθρου.

9. α. Το τακτικό προσωπικό, που υπηρετεί στο Ταμείο Εθνικής Οδοποιίας (Τ.Ε.Ο.) κατά το χρόνο της μετατροπής του σε ανώνυμη εταιρεία, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν την εν λόγω μετατροπή και συγχώνευση του Τ.Ε.Ο. και της εταιρείας Ελληνικοί Αυτοκινητόδρομοι Α.Ε. σε ανώνυμη εταιρεία Τ.Ε.Ο. Α.Ε. και όλη η εφεξής υπηρεσία του προσωπικού αυτού στην Ανώνυμη Εταιρεία από τη σύσταση της θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στο πρώην Τ.Ε.Ο. (Ν.Π.Δ.Δ.).

β. Ο λογαριασμός του Ν. 103/1975, που ετηρείτο από το Ν.Π.Δ.Δ. για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος των υπαλλήλων του, διατηρείται και μετά τη μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από την κείμενη νομοθεσία, όπως κάθε φορά ισχύει. Ο ειδικός αυτός λογαριασμός διατηρείται μέχρι την αποχώρηση όλων των υπαλλήλων από την υπηρεσία, οπότε και καταργείται αυτοδικαίως. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για τους μόνιμους υπαλλήλους του τέως Τ.Ε.Ο., οι οποίοι κατά τη μετατροπή του σε Α.Ε. είχαν ήδη μεταταγεί σε άλλες υπηρεσίες και είτε είχαν διατηρήσει το παλαιό ασφαλιστικό καθεστώς και τη συνέχιση της ασφάλισης τους στο καθεστώς του Ν. 103/1975 είτε είχαν εξαιρεθεί από τις διατάξεις του νόμου αυτού, διατήρησαν όμως το δικαίωμα τους για τμηματική καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος κατά τη συνταξιοδότηση τους.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τη συσταθείσα Α.Ε,. του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Ο υπολογισμός των εισφορών, η αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών, καθώς και ο κανονισμός της σύνταξης του προσωπικού της παραγράφου αυτής γίνεται με βάση το βασικό μισθό ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού του κλάδου δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα και που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου. Τυχόν επιπλέον καταβαλλόμενα ποσά, πέραν των όσων καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους προς αυτούς εξομοιουμένους, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις παραπάνω αιτίες με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2084/1992 για τους διορισθέντες από 1.1.1993 και μετά. Ως προς την επικουρική σύνταξη και το εφάπαξ βοήθημα έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 33 του Ν.2874/2000.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την έναρξη ισχύος του Ν.2938/2001 (ΦΕΚ 178 Α΄) περί μετατροπής του Ταμείου Εθνικής Οδοποιίας (Ν.Π.Δ.Δ.) σε Α.Ε.

10. α. Το τακτικό προσωπικό που υπηρετούσε στα πρώην Ν.Π.Δ.Δ. λιμενικά ταμεία Αλεξανδρούπολης, Βόλου, Ελευσίνας, Ηρακλείου, Ηγουμενίτσας, Καβάλας, Ν. Κέρκυρας, Λαυρίου, Πατρών και Ραφήνας κατά το χρόνο της μετατροπής τους με το Ν. 2932/2001 (ΦΕΚ 145 Α΄) σε ανώνυμες εταιρίες, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν την κατά τα άνω μετατροπή και όλη η εφεξής υπηρεσία του προσωπικού αυτού στις ανώνυμες εταιρείες από τη σύσταση τους θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στα πρώην λιμενικά ταμεία (Ν.Π.Δ.Δ.).

β. Ο λογαριασμός του Ν. 103/1975, που ετηρείτο από τα Ν.Π.Δ.Δ. για τη λήψη εφάπαξ βοηθήματος των υπαλλήλων του, διατηρείται και μετά τη μετατροπή τους σε ανώνυμες εταιρίες και διέπεται από την κείμενη νομοθεσία, όπως ισχύει κάθε φορά. Ο ειδικός αυτός λογαριασμός διατηρείται μέχρι την αποχώρηση όλων των υπαλλήλων από την υπηρεσία, οπότε και καταργείται αυτοδικαίως. Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής έχουν εφαρμογή και για τους μόνιμους υπαλλήλους των πρώην λιμενικών ταμείων, οι οποίοι κατά τη μετατροπή των ταμείων αυτών σε Α.Ε. είχαν ήδη μεταταγεί σε άλλες υπηρεσίες και είτε είχαν διατηρήσει το παλαιό ασφαλιστικό καθεστώς και τη συνέχιση της ασφάλισης τους στο καθεστώς του Ν. 103/1975 είτε είχαν εξαιρεθεί από τις διατάξεις του νόμου αυτού, διατήρησαν όμως το δικαίωμα τους για τμηματική καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος κατά τη συνταξιοδότηση τους.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τις συσταθείσες Α.Ε. του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Ο υπολογισμός των εισφορών, η αναγνώριση υπηρεσιών και προϋπηρεσιών, καθώς και ο κανονισμός της σύνταξης του προσωπικού της παραγράφου αυτής γίνεται με βάση τον εκάστοτε βασικό μισθό ενέργειας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού του κλάδου δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων, με τους οποίους έχουν τα ίδια τυπικά προσόντα και που αντιστοιχεί στα έτη υπηρεσίας του κάθε υπαλλήλου μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις του Δημοσίου. Τυχόν επιπλέον καταβαλλόμενα ποσά, πέραν των όσων καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους και στους προς αυτούς εξομοιουμένους, δεν λαμβάνονται υπόψη για τις παραπάνω αιτίες, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2084/1992 για τους διορισθέντες από 1.1.1993 και μετά.

Ως προς την επικουρική σύνταξη και το εφάπαξ βοήθημα έχει εφαρμογή η παράγραφος 1 του άρθρου 33 του Ν. 2874/2000.

ε. Το προσωπικό της περίπτωσης α΄ της παραγράφου αυτής, το οποίο υπηρετούσε στα πρώην Ν.Π.Δ.Δ. ύστερα από μετάταξη, ένταξη ή διορισμό και είχε επιλέξει το ασφαλιστικό καθεστώς που ίσχυε στην υπηρεσία από την οποία προέρχεται, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς της επιλογής του.

στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την ισχύ του νόμου περί μετατροπής λιμενικών ταμείων σε ανώνυμες εταιρείες.

11. Οι διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 2703/1999 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου που διορίζονται σε θέσεις του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 18 του άρθρου 32 του Ν. 2190/ 1994 (ΦΕΚ 28 Α΄). Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την έναρξη ισχύος του Ν. 2190/1994.

12. α. Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του Ν. 2703/1999 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για το προσωπικό που αναφέρεται στις διατάξεις των άρθρων 12 και 14 του Ν. 2880/2001 (ΦΕΚ 9 Α΄), καθώς και για το προσωπικό που αναφέρεται στις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 4 του Ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α΄).

β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από την έναρξη ισχύος των νόμων 2880/2001 και 2741/1999, αντίστοιχα.

13. α. Το τακτικό προσωπικό που υπηρετούσε στα πρώην Ν.Π.Δ.Δ. Ταμεία Αρωγής Υπαλλήλων των Υπουργείων Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων, Προεδρίας Κυβερνήσεως, Εξωτερικών, Κοινωνικών Υπηρεσιών και Αρωγής και Υγείας Τελωνειακών και Οικονομικών Υπαλλήλων, κατά το χρόνο της κατάργησης τους με το άρθρο 16 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α΄) και το οποίο αποτελεί πλέον προσωπικό του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (Τ.Ε.Α.Δ.Υ.), εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που είχε πριν την κατάργηση των νομικών αυτών προσώπων και όλη η εφεξής υπηρεσία του προσωπικού αυτού στο Τ.Ε.Α.Δ.Υ. από τη σύσταση του θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στα καταργηθέντα Ταμεία Αρωγής.

Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από το Τ.Ε.Α.Δ.Υ. του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή από την ισχύ των διατάξεων του άρθρου 16 του Ν. 2676/1999.

β. Οι διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ. 4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α΄), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, έχουν εφαρμογή και για το υπαγόμενο στον κλάδο συντάξεων του Ι.Κ.Α., καθώς και για το εφεξής προσλαμβανόμενο τακτικό προσωπικό του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων.

Το εφεξής προσλαμβανόμενο προσωπικό, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39 του Ν. 2084/1992, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, προκειμένου για νέους ασφαλισμένους υπάγεται για επικουρική ασφάλιση στο Τ.Ε.Α.Δ.Υ. και για παροχή εφάπαξ βοηθήματος στο καθεστώς του Ν. 103/1975.

γ. Το προσωπικό της παραγράφου αυτής υπάγεται στην υγειονομική περίθαλψη του Ι.Κ.Α
Άρθρο 5
Διάφορα συνταξιοδοτικά θέματα

1. α. Το προσωπικό που μετατάσσεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α΄) στον Οργανισμό Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (Ο.Π.Α.Δ.) εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν τη μετάταξη του.

β. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού της παραγράφου αυτής για το χρονικό διάστημα από τη μετάταξη του μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή ταμείου.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τον Ο.Π.Α.Δ. του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Το προσωπικό που προσλαμβάνεται στον Ο.Π.Α.Δ. και διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄), όπως αυτές εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ., και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) υπάγεται από το διορισμό του στον Ο.Π.Α.Δ. στις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ.4277/ 1962 (ΦΕΚ 191 Α΄), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

ε. Τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του Ν. 2768/1999 αντικαθίστανται ως εξής:

“Στην περίπτωση αυτή η θητεία του ως Γενικού Διευθυντή θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία, στη θέση από την οποία προέρχεται. Σε περίπτωση επιλογής και διορισμού του έχει δικαίωμα επιλογής των αποδοχών της οργανικής του θέσης ή των αποδοχών που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 3του άρθρου 15 του Ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α΄) για Γενικό Διευθυντή Ασφαλιστικού Οργανισμού, οι οποίες και υπολογίζονται για τον κανονισμό της σύνταξης κατά τη συνταξιοδότηση του.»

2. Τα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 40 του Ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α΄) και της παραγράφου 23 του άρθρου 8 του Ν. 2366/1995 (ΦΕΚ 256 Α΄) μπορούν με αίτηση τους να αναγνωρίσουν ως συντάξιμο από το Δημόσιο το χρόνο που μεσολάβησε από την κλήση τους προς κατάταξη ή την κύρωση των πινάκων επιτυχίας μέχρι την κατάταξη ή το διορισμό τους, αντίστοιχα, με καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών από τους ίδιους.

3. Στο τέλος του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 17, ως εξής:

«17. Ειδικά για τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν διορισθεί με βάσει την επετηρίδα και απολύονται από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 2003 και εφεξής, λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 156 του Ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α΄) και δεν συμπληρώνουν τριακονταπενταετή πραγματική συντάξιμη υπηρεσία, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος από το Δημόσιο και χρόνος αναμονής διορισμού μέχρι πέντε έτη και μέχρι τη συμπλήρωση τριακονταπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Ο χρόνος αυτός που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ορίζεται σε ένα έτος για όσους εξέλθουν από την υπηρεσία το έτος 2003, αυξανόμενος κατά ένα έτος για καθένα από τα επόμενα έτη αποχώρησης του υπαλλήλου και μέχρι πέντε έτη για όσους εξέλθουν από την υπηρεσία το έτος 2007 και μετά και για την αναγνώριση του καταβάλλονται από τους ίδιους οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 59 του Κώδικα αυτού.»

4. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

«Ειδικά, για εκπαιδευτικούς λειτουργούς της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που συμπληρώνουν τριάντα (30) έτη υπηρεσίας και αποχωρούν από την υπηρεσία για οποιονδήποτε λόγο και δεν εμπίπτουν στις προαναφερόμενες περιπτώσεις του άρθρου αυτού, η καταβολή της σύνταξης αρχίζει με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας για όσους έχουν προσληφθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1982 και με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας για όσους προσλαμβάνονται από 1ης Ιανουαρίου 1983 και μετά.»
Άρθρο 6

1. Στο τέλος του άρθρου 3 του Ν.Δ. 142/1974 (προτελευταίο εδάφιο της περίπτ. γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 40 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) προστίθεται περίπτωση κ΄ ως εξής:

«κ. Σε Υποδιευθύνσεις, Τμήματα και Σταθμούς της Τουριστικής Αστυνομίας, Αγορανομίας, ελέγχων διαβατηρίων, διαβιβάσεων – κέντρων Ρ/Τ, γραφείων εγκληματολογικών ερευνών, καθώς και στις Αστυνομικές Σχολές (εκπαιδευτικό προσωπικό), καθώς και στα ανακριτικά γραφεία των διοικήσεων Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Πόλεων, στα Πυροσβεστκά Συνεργεία, στο 199 Συντονιστικό Επιχειρησιακό Κέντρο Υπηρεσιών Πυροσβεστικού Σώματος και στις Σχολές της Πυροσβεστικής Ακαδημίας.»

2.α. Στο άρθρο 41 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 12, ως εξής:

«12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1-7 του άρθρου αυτού, κατά το μέρος που αναφέρονται στους υποβρύχιους καταστροφείς του πολεμικού Ναυτικού, εφαρμόζονται ανάλογα και για το προσωπικό της Κινητής Ομάδας Συντήρησης Υποβρυχίων και θαλασσίων Εγκαταστάσεων (Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε.) της Πολεμικής Αεροπορίας που έχει πτυχίο ή άλλο πιστοποιητικό της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού ή της Μονάδας Αεροπορικών Κατασκευών της Πολεμικής Αεροπορίας, από το οποίο προκύπτει ότι έχει εκπαιδευθεί για καταδύσεις σε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα έξι (36) μέτρα. Η συμπλήρωση των καταδύσεων και υποβρυχίων πορειών, που προβλέπεται από την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, βεβαιώνεται από τον Διοικητή της Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε. Ο μέχρι την έναρξη της ισχύος της παραγράφου αυτής χρόνος υπηρεσίας, που προσφέρθηκε με τα προσόντα των προηγούμενων εδαφίων από το προσωπικό της Πολεμικής Αεροπορίας, υπολογίζεται διπλάσιος. Οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 7 του άρθρου αυτού ισχύουν και στην προκειμένη περίπτωση.»

β. Οι διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 43 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«12. Οι διατάξεις των παραγράφων 2-10 αυτού του άρθρου, κατά το μέρος που αφορούν τους υποβρύχιους καταστροφείς του Πολεμικού Ναυτικού, εφαρμόζονται ανάλογα και στα πρόσωπα των παραγράφων 10 και 12 του άρθρου 41 αυτού του Κώδικα.»

γ. Στο άρθρο 171 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:

«11. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για το προσωπικό της Κινητής Ομάδας Συντήρησης Υποβρυχίων και θαλασσίων Εγκαταστάσεων (Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε.) της Πολεμικής Αεροπορίας που έχει πτυχίο ή άλλο πιστοποιητικό της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών του Πολεμικού Ναυτικού ή της Μονάδας Αεροπορικών Κατασκευών της Πολεμικής Αεροπορίας, από το οποίο προκύπτει ότι έχει εκπαιδευθεί για καταδύσεις σε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα έξι (36) μέτρα, εφόσον γίνεται ανίκανο σε περίοδο ειρήνης εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος κατά την εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής, που έχει διαταχθεί από το αρμόδιο σύμφωνα με το νόμο υπηρεσιακό όργανο. Η εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής κατά το χρόνο που συνέβη το τραύμα ή το νόσημα, καθώς και το ότι η αποστολή αυτή είχε διαταχθεί αρμόδια, βεβαιώνονται από τον Διοικητή της Κ.Ο.Σ.Υ.Θ.Ε.»

3. Στο τέλος του άρθρου 32 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:

«8. Οι διατάξεις των άρθρων 5, 6, 31 και αυτού, που αφορούν τις άπορες άγαμες αδελφές έχουν εφαρμογή και για τους άπορους, άγαμους και ανίκανους με ποσοστό ανικανότητας 67% και άνω αδελφούς. Η ανικανότητα της περίπτωσης αυτής αποδεικνύεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.»

4.α. Το προσωπικό που έχει μεταταχθεί στην Εθνική Σχολή Δικαστών με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 2236/1994 (ΦΕΚ 146Α΄), όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις παραγράφους 20 και 20α του άρθρου 23 του Ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α΄), τις περιπτώσεις κστ΄ και κζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α΄) και την παράγραφο 7 του άρθρου 23 του Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ 174Α΄), εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης που είχε πριν από τη μετάταξη του και όλη η εφεξής υπηρεσία στην Εθνική Σχολή Δικαστών θεωρείται ως πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μετατάχθηκε.

β. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση του προσωπικού της παραγράφου αυτής, για το χρονικό διάστημα από τη μετάταξη του μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις οικείες διατάξεις του κάθε φορέα ή ταμείου.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται του μεν εργοδότη από την Εθνική Σχολή Δικαστών του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Το προσωπικό που προσλαμβάνεται στην Εθνική Σχολή Δικαστών και διέπεται από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999, ΦΕΚ 19 Α΄), όπως αυτές εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), υπάγεται από το διορισμό του στην Εθνική Σχολή Δικαστών στις διατάξεις του άρθρου 11 του Ν.Δ.4277/1962 (ΦΕΚ 191 Α΄), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά.

5. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του Ψηφίσματος Ζ΄ /1975 (ΦΕΚ 23 Α΄) προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

«Επίσης συνυπολογίζεται, τόσο για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, εφόσον υπάρχει βουλευτική θητεία τριών ετών, όσο και για την προσαύξηση της σύνταξης, ο χρόνος στέρησης διαβατηρίου ή στέρησης ιθαγένειας, κατά τη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967.»

6. Στο τέλος του άρθρου 42 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:

«8. Η σύνταξη των Αξιωματικών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, που αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα λόγω προαγωγής νεοτέρων τους και δεν συμπληρώνουν πραγματική συντάξιμη υπηρεσία τριανταπέντε ετών, προσαυξάνεται μέχρι 3/35 και μέχρι τη συμπλήρωση τριακονταπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, με την προϋπόθεση καταβολής από τους ίδιους του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών.
Άρθρο 7
Ρύθμιση διαφόρων θεμάτων

1. Η διάταξη του εδαφίου ιγ΄ του άρθρου 12 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ 110 Α΄) αντικαθίσταται από 1.7.2002, ως εξής:

«ιγ) Ακολούθου Πρεσβείας, σε οκτακόσια (800) ευρώ.»

2. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2606/1998 (ΦΕΚ 89 Α΄) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Το ανωτέρω επίδομα δύναται να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εξωτερικών.»

3. Η περίπτωση ιν του εδαφίου γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 2703/1999 (ΦΕΚ 72 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«Ειδικό επίδομα για τη διευκόλυνση αγοράς και συντήρησης και επισκευής οργάνων, οριζόμενο σε τριακόσια σαράντα πέντε (345) ευρώ κατά μήνα.»

4. Το επίδομα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης της παραγράφου 2γ των άρθρων 13 και 15 του Ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 2916/2001 (ΦΕΚ 114 Α΄), καταβάλλεται στους δικαιούχους και κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής τους άδειας.

5. Το οριζόμενο από το άρθρο 33 του Ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α΄) ανώτατο όριο αποζημίωσης αυξάνεται στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ.

6. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζονται έξοδα κίνησης για κάθε εργάσιμη ημέρα για τους υπαλλήλους του Εθνικού Κέντρου θαλάσσιων Ερευνών (Ε.Κ.Θ.Ε.) από 1.6.2002.

7. Για τον καθορισμό των αποδοχών των πλοηγών διέλευσης της Διώρυγας Κορίνθου έχουν εφαρμογή οι ειδικές περί αυτών διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του Ν. 2322/1995 (ΦΕΚ 143 Α΄), από της ισχύοςους. Οι διατάξεις του Ν. 3142/1955 (ΦΕΚ43Α΄) και τα διατάγματα που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού δεν έχουν εφαρμογή επί των ανωτέρω πλοηγών. Απαιτήσεις των πλοηγών της Διώρυγας Κορίνθου για καταβολή επιπλέον διαφορών αποδοχών, που απορρέουν από αξιώσεις για υπαγωγή τους στο καθεστώς μισθοδοσίας άλλων πλοηγικών σταθμών, κατ΄ εφαρμογή του Ν. 3142/ 1955, δεν εξοφλούνται χωρίς αμετάκλητη περί τούτου δικαστική απόφαση.

8. Οι αποδοχές των υπηρετούντων στα Πανεπιστήμια Βοηθών, Επιστημονικών Συνεργατών και Επιμελητών εναρμονίζονται από 1.2.2002 με τις αποδοχές των μελών Ειδικού Εργαστηριακού και Διδακτικού Προσωπικού (Ε.Ε.ΔΙ.Π.), κλάδου Ι, μισθολογικής βαθμίδας Α΄, όπως ορίζονται αυτές στο Π.Δ. 118/2002 (ΦΕΚ 99 Α΄).
Άρθρο 8

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 34 του Ν. 2773/1999 (ΦΕΚ 286 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Αντί του προϊόντος διάθεσης, το Δημόσιο δύναται να μεταβιβάζει στον Ο.Α.Π. – Δ.Ε.Η, αντίστοιχης αξίας μετοχές της Δ.Ε.Η. Α.Ε. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης αυτής.»
Άρθρο 9

1. Δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, που παρέχουν ή παρείχαν τις νομικές υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιες επιχειρήσεις που στο παρελθόν ήταν δημόσιες υπηρεσίες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιες επιχειρήσεις με οποιαδήποτε μορφή που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 1232/1982, όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και σε νομικά πρόσωπα που εξομοιούνται κατά νόμο προς το Δημόσιο με πάγια μηνιαία ή περιοδική αμοιβή και εφόσον με την ιδιότητα τους αυτή δεν έχουν ασφαλιστεί σε άλλο πλην του Ταμείου Νομικών φορέα κύριας ασφάλισης, δύνανται, με υπεύθυνη δήλωση τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία τους σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, παράλληλα με την ασφάλιση τους στο Ταμείο Νομικών, να υπαχθούν στο ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται το τακτικό διοικητικό προσωπικό της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν.

2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για τους δικηγόρους, νομικούς ή δικαστικούς συμβούλους που έχουν προσληφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 2084/1992.

3. Η ασφαλιστική – συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων των προηγούμενων παραγράφων από το διορισμό τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του φορέα ή Ταμείου για το θέμα αυτό, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Ειδικά, στην περίπτωση αυτή, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται για όσους θα υπαχθούν στην ασφάλιση του Δημοσίου ή το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ι.Κ.Α. με βάση τις αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου με τριανταπέντε έτη υπηρεσίας και μισθολογικό κλιμάκιο πέμπτο για δε τους λοιπούς με βάση τις αποδοχές του χρόνου υποβολής της αίτησης.

Ειδικά για την αναγνώριση ως συντάξιμου του παραπάνω χρόνου στο κοινό καθεστώς του Ι.Κ.Α. το ποσό της εξαγοράς για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές και το ασφάλιστρο κλάδου σύνταξης εργοδότη και ασφαλισμένου που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

Σε καμία περίπτωση ως βάση υπολογισμού των εισφορών δεν λαμβάνονται υπόψη αποδοχές που υπερβαίνουν το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της 8ης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την παραπάνω ημερομηνία.

Το προκύπτον βάσει του ανωτέρω υπολογισμού ποσό καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά τα ισχύοντα ποσοστά εισφορών κλάδου σύνταξης, είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης, είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των 160. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσεων το ποσό επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.

Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται μετά την εξόφληση από τον ασφαλισμένο των οφειλόμενων εισφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.
Άρθρο 10

1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000 ΦΕΚ 153 Α΄) αντικαθίστανται από 1ης Ιανουαρίου 2003, ως εξής:

«2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά την έξοδο του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και:

α) για τους δικαστικούς λειτουργούς η πάγια αποζημίωση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του Ν. 2521/1997 (ΦΕΚ174Α΄),

β) για το κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους η πάγια αποζημίωση της παραγράφου 6 του άρθρου 10 του Ν. 2521/1997,

γ) για τους ιατροδικαστές το ειδικό επίδομα ιατροδικαστικής υπηρεσίας της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Ν. 2521/1997,

δ) για τα μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. το επίδομα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης των περιπτώσεων γ΄ των παραγράφων 2 των άρθρων 13 και 15 του Ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 218 Α΄), αντίστοιχα,

ε) για τους ερευνητές και ειδικούς λειτουργικούς επιστήμονες (Ε.Λ.Ε.) το ειδικό ερευνητικό επίδομα της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του Ν. 2530/1997,

στ) για τους Συμβούλους και Παρέδρους του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, τους καθηγητές Σ.Ε.Λ.Ε.Τ.Ε. και Ανωτέρων Εκκλησιαστικών Σχολών το ειδικό ερευνητικό επίδομα της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του Ν. 2530/1997,

ζ) για το επιστημονικό ερευνητικό προσωπικό του Κ.Ε.Π.Ε., το ειδικό επίδομα της περίπτωσης δ΄της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του Ν. 2530/1997,

η) για τους καθηγητές Ανωτάτων Στρατιωτικών Σχολών και Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας το επίδομα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του Ν. 2530/1997, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις.»

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται από 1ης Ιανουαρίου 2003 ως εξής:

«2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του βαθμού με τον οποίο εμισθοδοτείτο κατά την έξοδο του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και προκειμένου για αξιωματικούς από το βαθμό του ταξιάρχου και άνω, καθώς και των αντιστοίχων, και το επίδομα θέσης υψηλής ευθύνης της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 2448/1996 (ΦΕΚ 279 Α΄), όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις.»

3. Οι συντάξεις όσων από τα πρόσωπα των προηγούμενων παραγράφων έχουν αποχωρήσεις από την υπηρεσία έως και την 31η Δεκεμβρίου 2002 αναπροσαρμόζονται οίκοθεν ή με αίτηση των ενδιαφερομένων από τις αρμόδιες Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, ανεξάρτητα αν ελάμβαναν τις παροχές αυτές κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας τους.

4. Η διαφορά μεταξύ της κανονιζόμενης ή της αναπροσαρμοζόμενης σύνταξης με βάση τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων 1, 2 και 3 και της σύνταξης που προκύπτει με βάση τις αντικαθιστώμενες διατάξεις, θα καταβληθεί ως εξής:

α) Προκειμένου για τα πρόσωπα των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, στο σύνολο της από 1ης Ιανουαρίου 2003.

β) Προκειμένου για τα πρόσωπα της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, τμηματικά, δηλαδή: το 25% αυτής από 1.1.2003, β) το άλλο 25% από 1.7.2003, γ) το άλλο 25% από 1.1.2004 και

δ) το υπόλοιπο 25% από 1.7.2004.

γ) Προκειμένου για τα πρόσωπα των περιπτώσεων γ΄ και ε΄ έως και η΄ της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 από του βαθμού του ταξιάρχου και άνω, καθώς και των αντιστοίχων, του άρθρου αυτού, τμηματικά, δηλαδή:

το ένα πέμπτο (1/5) αυτής την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, αρχίζοντας από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μέχρι την ολοκλήρωση της.

5.Οι διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄) δεν ισχύουν για τα πρόσωπα που διέπονται από τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ έως και η΄ της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2, με βαθμό ταξιάρχου και άνω κοιτών αντίστοιχων, του άρθρου αυτού.

6.α. Το ποσό της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Ν. 3029/2002 λαμβάνεται υπόψη από 1ης Ιανουαρίου 2003, για την αναπροσαρμογή της σύνταξης των συνταξιούχων του Δημοσίου που έχουν εξέλθει ή εξέρχονται από την Υπηρεσία μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2006 και δεν υπάγονται στις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ έως και η΄ της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 από του βαθμού του ταξιάρχου και άνω και των αντιστοίχων, του άρθρου αυτού.

β. Η διαφορά που προκύπτει, κατά την αναπροσαρμογή των συντάξεων σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης, θα καταβληθεί σταδιακά, συμφωνάμε τα οριζόμενα στις διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού.

7. Τα επιδόματα ή οι αποζημιώσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού, από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά, υπόκεινται σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου. Τα ποσά του προηγούμενου εδαφίου για κανέναν λόγο δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή αναδρομικών ποσών που προκύπτουν από τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της σύνταξης, για χρονικό διάστημα πριν την 1η Ιανουαρίου 2003, κατά το οποίο οι παροχές αυτές δεν είχαν υποβληθεί σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, με εξαίρεση μόνο τις περιπτώσεις που έχουν εκδοθεί, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αμετάκλητες, για το θέμα αυτό, δικαστικές αποφάσεις, που αφορούν τα πρόσωπα της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.

8. α. Στο τέλος του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:

«13. Όσοι επί κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων διετέλεσαν ή διατελούν Γενικοί Γραμματείς Βουλής, Υπουργείων και Υπουργικού Συμβουλίου, Γενικοί Γραμματείς Προϊστάμενοι Γενικών Γραμματειών, Γενικοί Γραμματείς Περιφερειών, καθώς και Γενικοί Γραμματείς ανεξάρτητων διεθνών ιδρυμάτων και οργανισμών στους οποίους συμμετέχει και η Ελλάδα αποκτούν δικαίωμα μηνιαίας σύνταξης από το Δημόσιο, εφόσον συμπληρώσουν οκταετή πλήρη συνεχή ή διακεκομμένη υπηρεσία στις θέσεις αυτές. Στον παραπάνω αξιούμενο χρόνο συνυπολογίζεται και ο χρόνος κατά τον οποίο οι ανωτέρω διετέλεσαν μετακλητοί Νομάρχες.»

β. Στο τέλος του άρθρου 15 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής:

«13. α. Η μηνιαία σύνταξη των προσώπων της παραγράφου 13 του άρθρου 1 του Κώδικα αυτού, για τα πρώτα οκτώ (8) έτη υπηρεσίας, ορίζεται ίση με το 30% των ογδόντα τοις εκατό (80%) του μηνιαίου συντάξιμου μισθού της θέσης Γενικού Γραμματέα, κατά περίπτωση, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά 7,5% των 80% του μηνιαίου συντάξιμου μισθού των θέσεων αυτών για κάθε επιπλέον πλήρες έτος υπηρεσίας στις θέσεις αυτές από του ενάτου μέχρι και του δωδεκάτου έτους και κατά 4% για κάθε επιπλέον πλήρες έτος στις θέσεις αυτές πέραν του δωδεκάτου.

β. Εφόσον τα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης έχουν και χρόνο υπηρεσίας που λογίζεται συντάξιμος κατά τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, η αμέσως ανωτέρω σύνταξη τους προσαυξάνεται κατά τόσα τριακοστά πέμπτα ποσοστού του μηνιαίου συντάξιμου μισθού της θέσης του Γενικού Γραμματέα κατά περίπτωση, όσα τα έτη της υπηρεσίας αυτής.

γ. Σε καμία περίπτωση το ποσό της σύνταξης των προηγούμενων περιπτώσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 80% του μηνιαίου συντάξιμου μισθού της θέσης του Γενικού Γραμματέα, κατά περίπτωση, όπως αυτός ισχύει κάθε φορά.»

γ. Η σύνταξη των προσώπων των προηγούμενων περιπτώσεων αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους. Τυχόν ευνοϊκότερα όρια ηλικίας για την έναρξη καταβολής της σύνταξης εξακολουθούν να ισχύουν για όσους υπηρετούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

δ. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων καταργούνται για τους Γενικούς Γραμματείς Βουλής και Υπουργείων και εξακολουθούν να ισχύουν μόνο για τους Ειδικούς Γραμματείς Βουλής και Υπουργείων.

9. Οι υποπεριπτώσεις αα΄, γγ΄, δδ΄ και εε΄ της περίπτωσης μθ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

«αα) Σε τριάμισι (3 1/2) έτη για τις απόφοιτες των Σχολών Επισκεπτριών Αδελφών τετραετούς φοίτησης και Μαιών αποφοίτων των Σχολών Μαιών μέχρι και το έτος 1977.»

«γγ) Σε δυόμισι (2 1/2) έτη για τις απόφοιτες των Σχολών Αδελφών Νοσοκόμων ετών 1956-1973, Επισκεπτριών Αδελφών ετών 1956-1974 και Μαιών έτους 1978 και μετά ή Μαιών αποφοίτων ΚΑΤΕΕ ή Τ.Ε.Ι. οποτεδήποτε.»

«δδ) Σε δύο (2) έτη για τις απόφοιτες των Σχολών Αδελφών Νοσοκόμων τριετούς φοίτησης έτους 1974 και μετά, καθώς και τις απόφοιτες των Σχολών Αδελφών Νοσοκόμων ΚΑΤΕΕ ή Τ.Ε.Ι. Υπουργείου Παιδείας.»

«εε) Σε ένα (1) έτος για τις βοηθούς Νοσοκόμες μονοετούς ή διετούς φοίτησης.»

10. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 99/1974 (ΦΕΚ 295 Α΄) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Στο χρόνο της βουλευτικής θητείας συνυπολογίζεται για την προσαύξηση της σύνταξης και ο χρόνος σε θέση εξωκοινοβουλευτικού Υπουργού, Αναπληρωτή Υπουργού, Υφυπουργού, καθώς και Γενικού Γραμματέα Βουλής, Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργείων, επί κοινοβουλευτικών κυβερνήσεων, προγενέστερος ή μεταγενέστερος της βουλευτικής θητείας, εφόσον ο χρόνος αυτός δεν χρησίμευσε ούτε θα χρησιμεύσει για θεμελίωση σύνταξης από οποιονδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης. Ο κατά προσαύξηση χρόνος του προηγούμενου εδαφίου σε θέση εξωκοινοβουλευτικού Υπουργού, αναπληρωτή Υπουργού και Υφυπουργού συνυπολογίζεται και για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης, εφόσον ο χρόνος της βουλευτικής θητείας είναι τουλάχιστον ίσος με τα τρία πέμπτα της πλήρους βουλευτικής περιόδου.»
Άρθρο 11
Έκταση εφαρμογής – Οικονομικά αποτελέσματα

Όπου συντρέχει περίπτωση και δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις, οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α, και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του Ν.Δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α΄).

Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων και του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τα πρόσωπα στα οποία έχουν συντρέξει οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών κατά το παρελθόν και έχουν εξέλθει της υπηρεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, καθώς και για τις οικογένειες όσων από αυτούς έχουν πεθάνει.

Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων άρθρων και αυτού όπου δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου που υποβλήθηκε στις αρμόδιες υπηρεσίες η σχετική αίτηση.
Άρθρο 12
Προκαλούμενη δαπάνη

Από τις διατάξεις του νόμου αυτού προκαλείται δαπάνη:

Α. Σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, η οποία θα ανέλθει για το έτος 2002 σε ευρώ 68.500.000 περίπου, για το έτος 2003 σε ευρώ 49.920.000, περίπου, προσαυξανόμενη κατά 147.000 ευρώ περίπου για καθένα από τα επόμενα τρία έτη.

Β. Σε βάρος του προϋπολογισμού του Ι.Κ.Α. και των άλλων ασφαλιστικών οργανισμών, η οποία θα ανέλθει για το έτος 2002 σε ευρώ 4.000.000 περίπου, προσαυξανόμενη κατά 382.000 ευρώ περίπου για καθένα από τα επόμενα τέσσερα έτη.

Οι δαπάνες αυτές θα καλυφθούν για μεν το έτος 2002 από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις στον Κρατικό Προϋπολογισμό και τον Προϋπολογισμό του Ι.Κ.Α. και των άλλων ασφαλιστικών οργανισμών, για δετά επόμενα έτη οι δαπάνες θα αντιμετωπισθούν με την εγγραφή των σχετικών πιστώσεων στους οικείους προϋπολογισμούς.
Άρθρο 13

Η παράγραφος 1 του άρθρου 23α του Κ.Ν. 792/1978 (ΦΕΚ 220 Α΄) που προστέθηκε με την παράγραφο Β του άρθρου 5 του Ν. 2390/1996 (ΦΕΚ 54 Α΄) και αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 38 του Ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17 Α΄) και 32 του Ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α΄) και με την παράγραφο 1 του άρθρου τριακοστού του Ν. 2932/2001 (ΦΕΚ 145 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«1. α) Οι ανώτατες συντάξεις των ναυτικών που έχουν δεκαπενταετή τουλάχιστον συνθετική θαλάσσια υπηρεσία στην οποία συμπεριλαμβάνονται ο χρόνος άδειας και οι πάσης φύσεως εξαγορές υπηρεσιών στο Ν.Α.Τ., και οι οποίοι τους τελευταίους σαράντα οκτώ μήνες υπηρεσίας τους ναυτολογήθηκαν ή εξαγόρασαν υπηρεσίες σε ειδικότητες για τις οποίες η σχέση μεταξύ των ανώτατων συντάξεων των ειδικοτήτων αυτών και των αντίστοιχων βασικών μισθών των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των πλοίων στα οποία ναυτολογήθηκαν ή εξαγόρασαν υπηρεσίες οι συνταξιούχοι ναυτικοί υπολείπεται του 70%, επανυπολογίζονται την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από την 31η Δεκεμβρίου του έτους 2002, και διαμορφώνονται ως ακολούθως:

– από 1.1.2003 στο 62,5% του βασικού μισθού

– από 1.1.2004 στο 65% του βασικού μισθού

– από 1.1.2005 στο 67,5% του βασικού μισθού

-από 1.1.2006 και μετά στο 70% του βασικού μισθού.

Κατά το ίδιο ποσοστό αυξάνονται και οι συντάξεις των συνταξιούχων που είναι μικρότερες των ανώτατων συντάξεων. Για τον υπολογισμό σύμφωνα με τα παραπάνω των συντάξεων όλων των ναυτικών, από 31.12.2002 ως βασικός μισθός λογίζεται ο βασικός μισθός, όπως αυτός ορίζεται στις Συλλογικές Συμβάσεις Ναυτικής Εργασίας, προσαυξημένος με το επίδομα Κυριακών για όλες τις κατηγορίες πλοίων.

Ο επανυπολογισμός αφορά και την επικουρική σύνταξη των ναυτικών που χορηγείται από το Κεφάλαιο Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.).

β) Προσοντούχοι ναυτικοί που έχουν συνταξιοδοτηθεί με βάση την ειδικότητα των ναυτικών προσόντων τους δύνανται να υπαχθούν στις διατάξεις της περιπτώσεως α΄ εφόσον καταβάλλουν τη διαφορά των ασφαλιστικών εισφορών Ν.Α.Τ. – Κ.Ε.Α.Ν. μεταξύ της ειδικότητας ναυτολόγησης και της ειδικότητας των ναυτικών προσόντων τους. Στην περίπτωση που ναυτικοί δεν λαμβάνουν επικουρική σύνταξη από το Κ.Ε.Α.Ν., δεν καταβάλλουν την αντίστοιχη διαφορά των ασφαλιστικών εισφορών.

Η διαφορά των ασφαλιστικών εισφορών του τελευταίου σαρανταοκταμήνου των ειδικοτήτων της ναυτικής τους υπηρεσίας υπολογίζεται με βάση τα μισθολόγια των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τις κατηγορίες των πλοίων που υπηρέτησαν ή εξαγόρασαν και τα μισθολόγια της συλλογικής σύμβασης εργασίας επιβατικών – ακτοπλοϊκών πλοίων άνω των 1.500 κοχ. Η διαφορά που προκύπτει καταβάλλεται είτε εφάπαξ είτε σε δώδεκα ισόποσες άτοκες δόσεις. Η αναπροσαρμοσμένη σύνταξη καταβάλλεται από τον επόμενο μήνα εξοφλήσεως του ποσού της εξαγοράς.

γ) Σε περίπτωση που η υπηρεσία του τελευταίου σαρανταοκταμήνου έχει πραγματοποιηθεί σε διαφορετικές κατηγορίες πλοίων και με διαφορετικές ειδικότητες, η αναπροσαρμογή της σύνταξης γίνεται ανάλογα με τον αριθμό των ημερών ασφάλισης σε κάθε κατηγορία πλοίου και με την αντίστοιχη ειδικότητα.

δ) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η σύνταξη έχει υπολογιστεί με συνταξιοδοτικό μισθό βάσει χρόνου ασφάλισης σε άλλο φορέα εκτός του Ν.Α.Τ., εφόσον με τη ναυτική υπηρεσία πληρούνται οι προϋποθέσεις της περιπτώσεως α΄, ισχύουν οι αυξήσεις των συντάξεων που προβλέπονται από την παρούσα παράγραφο χωρίς να λαμβάνεται υπόψη, μόνο για τη συμπλήρωση του τελευταίου σαρανταοκταμήνου της υπηρεσίας, ο χρόνος ασφάλισης στον άλλο φορέα. Η απαιτούμενη σαρανταοκτάμηνη ναυτική υπηρεσία θα συμπληρώνεται από υπηρεσία που αποκτήθηκε εκτός της υπηρεσίας ασφάλισης τους στον άλλο φορέα και οι συντάξεις επαναϋπολογίζονται με βάση τους συνταξιοδοτικούς μισθούς που προβλέπονται για τις ναυτικές ειδικότητες και όχι αυτούς που προβλέπονται για τον άλλο ασφαλιστικό φορέα.

ε) Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής για τους συνταξιοδοτηθέντες λόγω ναυτικού ατυχήματος εφαρμόζονται με βάση ή τα ναυτικά τους προσόντα ή τη ναυτολόγηση της τελευταίας διετίας της θαλάσσιας υπηρεσίας τους, για την οποία προκύπτει αύξηση.

στ) Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου έχουν εφαρμογή και στους δικαιούχους που αναφέρονται στο άρθρο 20 του Κ.Ν. 792/1978.»

Η εφαρμογή του άρθρου αυτού σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ύψους των συντάξεων που χορηγούνται κατά την ημερομηνία θέσεως του σε ισχύ.
Άρθρο 14

1. Η επικουρική σύνταξη των ναυτικών που χορηγείται από το Κεφάλαιο Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών (Κ.Ε.Α.Ν.) αυξάνει από 1% σε 1,5% για κάθε χρόνο επικουρικής ασφάλισης και υπολογίζεται επί της ανώτατης σύνταξης της ειδικότητας και του βαθμού που συνταξιοδοτείται ο ναυτικός από το Ν.Α.Τ. (κύρια σύνταξη) χωρίς κανένα επίδομα.

2. Το ποσό της κατά τα ανωτέρω χορηγούμενης από το Κ.Ε.Α.Ν. επικουρικής σύνταξης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο του ποσού που αντιστοιχεί στο 30% της εκάστοτε ανώτατης της ειδικότητας και του βαθμού που συνταξιοδοτείται ο ναυτικός από το Ν.Α.Τ.

3. Το άρθρο αυτό ισχύει από την 1.1.2003. Οι επικουρικές συντάξεις των ναυτικών που χορηγήθηκαν μέχρι την 31.12.2002 επανυπολογίζονται με βάση το άρθρο αυτό την 1.1.2003.

4. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας ρυθμίζονται τεχνικά και λεπτομερειακά θέματα εφαρμογής αυτού και του αμέσως προηγούμενου άρθρου.
Άρθρο 15
Συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης πετρελαίου και κηροζίνης θέρμανσης

1. Για τη χρονική περίοδο από 14 Οκτωβρίου 2002 μέχρι και 25 Απριλίου 2003, ο φόρος που αναφέρεται στις περιπτώσεις ζ΄ και ια΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του Ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α΄), για το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης και την κηροζίνη θέρμανσης, αντίστοιχα, ορίζεται σε 18 ευρώ το χιλιόλιτρο.

2. Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από 14 Οκτωβρίου 2002.
Άρθρο 16

1. Το άρθρο 13 του Ν.Δ. 398/1974 (ΦΕΚ 116 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:

«Αρθρο 13

Μέτοχοι των Ταμείων Αλληλοβοήθειας που συμπλήρωσαν 35ετή χρόνο συμμετοχής δύνανται να ζητήσουν την καταβολή του νόμιμου βοηθήματος και πριν την έξοδο τους από το στράτευμα, οπότε ο μέτοχος δύναται με αίτηση του να ζητήσει τη διακοπή της μετοχικής σχέσης ή τη διατήρηση της μέχρι την οριστική έξοδο του από το στράτευμα. Στην πρώτη περίπτωση διαγράφεται από μέτοχος, παύει η υποχρέωση του για καταβολή εισφοράς και εξομοιώνεται με τους εξελθόντες οριστικά, στη δεύτερη δε περίπτωση εφαρμόζονται γι΄ αυτόν οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 18.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν και για τους μόνιμους εν ενεργεία κατά τη δημοσίευση του παρόντος στρατιωτικούς, που έλαβαν λόγω 35ετίας το εφάπαξ βοήθημα και οι οποίοι, σε περίπτωση αίτησης τους για διατήρηση της μετοχικής τους σχέσης, την ανακτούν από την ημερομηνία διαγραφής τους από μετόχους για την αρχική μετοχική τους σχέση. Στην περίπτωση αυτή υπόκεινται και στις νόμιμες ασφαλιστικές εισφορές για το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία αρχικής τους διαγραφής από μέτοχοι έως και την ημερομηνία αίτησης διατήρησης της μετοχικής σχέσης κατά το προηγούμενο εδάφιο, υπολογιζόμενων επί των λαμβανόμενων αποδοχών τους κατά την ημερομηνία αίτησης διατήρησης της μετοχικής σχέσης. Ο τρόπος καταβολής των εισφορών του ανωτέρω εδαφίου ρυθμίζεται με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων των οικείων Μετοχικών Ταμείων των Ενόπλων Δυνάμεων.
Άρθρο 17

Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και των κανονιστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου, όπως διαμορφώνονται κάθε φορά και αφορούν σε αμοιβές διπλωματούχων μηχανικών του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) μέσω ειδικών λογαριασμών:

α) Εξακολουθούν να ισχύουν από την ημέρα εκδόσεως των προεδρικών διαταγμάτων 156/1997 και 157/1997 για τους διπλωματούχους μηχανικούς που υπηρετούσαν ως μόνιμοι και με σύμβαση αορίστου χρόνου υπάλληλοι στα Ν.Π.Δ.Δ. «Οργανισμός Υδρεύσεως Θεσσαλονίκης (Ο.Υ.Θ.)» και «Οργανισμός Αποχετεύσεως Θεσσαλονίκης (Ο.Α.θ.)» κατά την ημερομηνία μετατροπής τους σε ανώνυμη εταιρεία, σύμφωνα με τα παραπάνω διατάγματα και αποτελούν αυτοδίκαια προσωπικό της Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε., που συνεστήθη με το Ν. 2651/1998, ως ασχολούμενοι με τη συντήρηση και λειτουργία περιουσιακών στοιχείων της Ε.Υ.Α.Θ. Παγίων.

β) Η Ε.Υ.Α.Θ. Α.Ε. για την εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης αυτής συνεχίζει την παρακράτηση στους λογαριασμούς των έργων, όπως προβλέπεται στο Ν. 2168/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄).
Άρθρο 18
Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου 2002

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ 01ΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΊΎΞΗΣ ΚΟΙΝΩΝIΚΩΝ ΑΣΦΜΙΣΕΩΝ

ΑΠ.-ΑΘ.ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Δ.ΡΕΠΠΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤIΛΙΑΣ

Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ Γ. ΑΝΩΜΕΡΙΤΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου 2002

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Φ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ