ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3034 (ΦΕΚ Α΄ 168/19-7-2002)
Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, η Διεθνής Σύμβαση για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (Ηνωμένα `Εθνη 1999) που άνοιξε προς υπογραφή στις 1Ο Ιανουαρίου 2000, της οποίας το κείμενο σε πρωτό τυπο στην αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ 1999
Διεθνής Σύμβαση για την Καταστολή της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας Προοίμιο
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη της παρούσας Σύμβασης, `Εχοντας υπόψη τους σκοπούς και τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας και την προαγωγή των σχέσεων φιλίας και καλής γειτονίας και της συνεργασίας μεταξύ των Κρατών,
Ανησυχώντας έντονα για την παγκόσμια κλιμάκωση των πράξεων τρομοκρατίας σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της, Υπενθυμίζοντας τη Διακήρυξη με Αφορμή την Πεντηκοστή Επέτειο των Ηνωμένων Εθνών, η οποία περιέχεται στο ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 50/6 της 24ης Οκτωβρίου 1995,
Υπενθυμίζοντας, επίσης, όλα τα σχετικά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης για το θέμα αυτό, τα οποία περιλαμβάνουν το ψήφισμα υπ` αριθ. 49/60 της 9ης Δεκεμβρίου 1994 και το παράρτημά του που αφορά τη Διακήρυξη σχετικά με τα Μέτρα Εξάλειψης της Διεθνούς Τρομοκρατίας, στην οποία τα Κράτη Μέλη των Ηνωμένων Εθνών επαναβεβαίωσαν επίσημα την εκ μέρους τους απερίφραστη καταδίκη όλων των πράξεων, μεθόδων και πρακτικών τρομοκρατίας ως εγκληματικών και αδικαιολόγητων, από όποιον και όπου και αν διαπράττονται, συμπεριλαμβανομένων όσων θέτουν σε κίνδυνο τις φιλικές σχέσεις με ταξύ Κρατών και λαών και απειλούν την εδαφική ακεραιότητα και ασφάλεια Κρατών,
Παρατηρώντας ότι η Διακήρυξη σχετικά με τα Μέτρα Εξάλειψης της Διεθνούς Τρομοκρατίας επίσης ενθάρρυνε τα Κράτη να επανεξετάσουν κατεπειγόντως το πεδίο εφαρμογής των ισχυουσών διεθνών νομικών διατάξεων για την πρόληψη, καταστολή και εξάλειψη της τρομοκρατίας σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της, με σκοπό να εξασφαλίσουν την ύπαρξη ενός πλήρους νομικού πλαισίου που θα καλυπτει όλες τις πτυxές του θέματος,
Yπενθυμίζοντας το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 51/210 της 17ης Δεκεμβρίου 1996, παρ. 3 εδ. στ`, στο οποίο η Συνελέυση κάλεσε όλα τα Κράτη να προβούν σε ενέργειες για την πρόληψη και την καταπολέμηση, μέσω των κατάλληλων μέτρων σε εθνικό επίπεδο, της χρηματοδότησης των τρομοκρατών και των τρομοκρατικών οργανώσεων, είτε αυτή η χρηματοδότηση είναι άμεση είτε έμμεση μέσω οργανώσεων που έχουν ή ισχυρίζονται ότι έχουν και φιλανθρωπικούς, κοινωνικούς ή πολιτιστικούς σκοπούς ή που εμπλέκονται και σε παράνομες δραστηριότητες όπως παράνομη εμπορία όπλων, διακίνηση ναρκωτικών και κυκλώματα εκβιασμού, συμπεριλαμβανομένης της εκμετάλλευσης προσώπων με σκοπό τη χρηματοδότηση τρομοκρατικών ενεργειών, και ιδιαίτερα να μελετήσουν την πιθανότητα, όπου αρμόζει, της υιοθέτησης ρυθμιστικών μέτρων για την πρόληψη και καταπολέμηση της κίνησης κεφαλαίων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι προορίζονται για τρομοκρατικούς σκοπούς, χωρίς να εμποδίζουν με κανέναν τρόπο την ελευθερία της νόμιμης κίνησης κεφαλαίων, και να εντείνουν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τη διεθνή κίνηση τέτοιων κεφαλαίων,
Υπενθυμίζοντας, επίσης, το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 52/165 της 15ης Δεκεμβρίου 1997, με το οποίο κάλεσε τα Κράτη να μελετήσουν ιδιαίτερα την πιθανότητα της εφαρμογής των μέτρων που εκτίθενται στην παράγραφο 3 εδ. α` με στ` του ψηφίσματος της υπ` αριθμ. 51/210 της 17ης Δεκεμβρίου 1996, Υπενθυμίζοντας, επιπλέον, το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 53/108 της 8ης Δεκεμβρίου 1998, με το οποίο η Συνέλευση αποφάσισε ότι η Επιτροπή Ad Hoc, η οποία συγκροτήθηκε με το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 51/210 της 17ης Δεκεμβρίου 1996, έπρεπε να συντάξει σχέδιο διεθνούς σύμβασης για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας προς συμπλήρωση των συναφών ισχυόντων διεθνών κειμένων, θεωρώντας ότι η χρηματοδότηση της τρομοκρατίας είναι ένα θέμα μεγάλης βαρύτητας για τη διεθνή κοινότητα στο σύνολο της, Παρατηρώντας ότι ο αριθμός και η σοβαρότητα των πράξεων διεθνούς τρομοκρατίας εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση που είναι σε θέση να λάβουν οι τρομοκράτες, Παρατηρώντας, επίσης, ότι τα ισχύοντα πολυμερή νομικά κείμενα δεν αντιμετωπίζουν ρητά το θέμα αυτής της χρηματοδότησης,
Πεπεισμένα για την επείγουσα ανάγκη ενδυνάμωσης της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των Κρατών για την εύρεση και υιοθέτηση αποτελεσματικών μέτρων πρόληψης της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και καταστολής της μέσω της δίωξης και της τιμωρίας των δραστών,
Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
Άρθρο 1
Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης:
1. Ως “Κεφάλαια” νοούνται κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία, υλικά ή άυλα, κινητά ή ακίνητα, με οποιονδήποτε τρόπο αποκτηθέντα, καθώς και νομικά έγγραφα ή κείμενα οποιασδήποτε μορφής, η οποία μπορεί να είναι και ηλεκτρονική ή ψηφιακή, τα οποία αποδεικνύουν την κυριότητα αυτών των περιουσιακών στοιχείων ή οποιοδήποτε περιουσιακό δικαίωμα επ` αυτών, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά και όχι περιοριστικά, τραπεζικών πιστώσεων, ταξιδιωτικών επιταγών, τραπεζικών επιταγών, ενταλμάτων πληρωμής, μετοχών, χρεογράφων, ομολόγων, τραβηκτικών και πιστωτικών επιστολών.
2. Ως “Κρατικός ή κυβερνητικός φορέας”, νοείται κάθε μόνιμη ή προσωρινή υπηρεσία ή φορέας που χρησιμοποιείται ή καταλαμβάνεται από αντιπροσώπους του Κράτους, μέλη της Κυβέρνησης, του νομοθετικού ή του δικαστικού σώματος ή αξιωματούχους ή υπαλλήλους ενός Κράτους ή οποιασδήποτε άλλης δημόσιας αρχής ή μονάδας ή από υπαλλήλους ή αξιωματούχους διακυβερνητικού οργανισμού σε σύνδεση με τα υπηρεσιακά καθήκοντά τους.
3. Ως “`Εσοδα” νοούνται οποιαδήποτε κεφάλαια που προέρχονται ή αποκτώνται, άμεσα ή έμμεσα, από τη διάπραξη αδικήματος από τα οριζόμενα στο άρθρο 2.
Άρθρο 2
1. Αδίκημα διαπράττεται κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης όταν κάποιος, με οποιοδήποτε μέσο, άμεσα ή έμμεσα, παράνομα και εκ προθέσεως, παρέχει ή εισπράττει κεφάλαια με πρόθεση να χρησιμοποιηθούν ή εν γνώσει του ότι πρόκειται να χρησιμοποιηθούν, συνολικά ή εν μέρει, για την εκτέλεση: (α) πράξης που συνιστά αδίκημα σύμφωνα με το πεδίο εφαρμογής Κράτους ορισμούς που περιέχονται σε κάποια από τις συνθήκες που απαριθμούνται στο Παράρτημα, ή (β) οποιασδήποτε άλλης πράξης που αποσκοπεί στην πρόκληση θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης εις βάρος πολίτη ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου που δεν συμμετέχει ενεργά στις εχθροπραξίες σε κατάσταση ένοπλης σύγκρουσης, όταν ο σκοπός αυτής της πράξης, λόγω της φύσης της ή των συνθηκών υπό τις οποίες τελείται, είναι ο εκφοβισμός ενός πληθυσμού ή ο εξαναγκασμός μίας κυβέρνησης ή ενός διεθνούς οργανισμού να πράξει ή να απόσχει από το να πράξει κάτι.
2. (α) Κατά την κατάθεση του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος που δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος κάποιας από τις συνθήκες που απαριθμούνται στο Παράρτημα μπορεί να δηλώσει ότι, κατά την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης στο εν λόγω Συμβαλλόμενο Κράτος, η σχετική συνθήκη θα, θεωρείται ως μη συμπεριλαμβανόμενη στο Παράρτημα της παρ. 1 εδ α`. Η δήλωση παύει να ισχύει μόλις η σχετική συνθήκη τεθεί σε ισχύ για το Συμβαλλόμενο Κράτος, το οποίο θα ενημερώνει τον θεματοφύλακα σχετικά με το γεγονός αυτό. (β) `Οταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος παύει να είναι συμβαλλόμενο μέρος κάποιας συνθήκης από τις αναφερόμενες στο Παράρτημα, μπορεί να κάνει δήλωση σχετικά με τη συνθήκη αυτή, όπως προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
3. Για να συνιστά αδίκημα κάποια πράξη από τις αναφερόμενες στην παρ. 1, δεν είναι απαραίτητο να έχουν χρησιμοποιηθεί πραγματικά τα κεφάλαια στην τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στην παρ. 1 εδ. α` ή β`.
4. Αδίκημα διαπράττεται και όταν κάποιος αποπειράται να διαπράξει αδίκημα κατά τον ορισμό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
5. Επίσης, αδίκημα διαπράττεται και όταν κάποιος: (α) συμμετέχει ως συνεργός σε αδίκημα σύμφωνα με το ορισμό της παρ. 1 ή 4 του παρόντος άρθρου (β) oργανώνει ή προτρέπει άλλους να διαπράξουν αδίκημα σύμφωνα με τον ορισμό της παρ. 1 ή 4 του παρόντος άρθρου (γ) συμβάλλει στη διάπραξη ενός ή περισσότερων αδικημάτων σύμφωνα με τον ορισμό της παρ. 1 ή 4 του παρόντος άρθρου από ομάδα προσώπων που ενεργούν με κοινό σκοπό. Αυτή η συμβολή πρέπει να γίνεται με πρόθεση και: (ί) είτε να γίνει με σκοπό την προώθηση της εγκληματικής δραστηριότητας ή του εγκληματικού σκοπού της ομόδας, όταν αυτή η δραστηριότητα ή ο σκοπός περιλαμβάνουν τη διάπραξη αδικήματος σύμφωνα με τον ορισμό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, (ίί) είτε να γίνει εν γνώσει της πρόθεσης της ομόδας να διαπράξει αδίκημα σύμφωνα με τον ορισμό της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 3
Η παρούσα Σύμβαση δεν εφαρμόζεται όταν το αδίκημα διαπράττεται εντός ενός μόνο Κράτους, ο φερόμενος ως δράστης είναι υπήκοος του Κράτους αυτού και βρίσκεται στο έδαφος του ίδιου Κράτους και κανένα άλλο Κράτος δεν θεμελιώνει δικαιοδοσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 ή παρ. 2, στις περιπτώσεις όμως αυτές οι διατάξεις των άρθρων 12 έως 18 εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 4
Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος υιοθετεί τα μέτρα που κρίνονται αναγκαία προκειμένου: (α) να καταστήσει στο εσωτερικό του δίκαιο ως ποινικό αδικήματα τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 2 (β) να τιμωρούνται οι πράξεις αυτές με τις ανάλογες ποινές, για τον καθορισμό των οποίων θα λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών.
Άρθρο 5
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος λαμβάνει, σύμφωνα με τις αρχές του εσωτερικού του δικαίου, τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλιστεί ότι υπέχουν ευθύνη τα νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους στο έδαφος του ή συστήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία του, όταν κάποιο πρόσωπο υπεύθυνo για τη διοίκηση ή τον έλεγχο αυτών των νομικών προσώπων διέπραξε, υπό την ιδιότητα αυτή, αδίκημα που ορίζεται στο άρθρο 2. Η ευθύνη αυτή μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.
2. Η ευθύνη αυτή δεν θίγει την ποινική ευθύνη των φυσικών προσώπων που έχουν διαπράξει τα αδικήματα.
3. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος εξασφαλίζει ιδίως ότι τα νομικά πρόσωπα που υπέχουν ευθύνη, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, υπόκεινται σε αποτελεσματικές, ανάλογες και αποτρεπτικές ποινικές, αστικές ή διοικητικές κυρώσεις. Αυτές οι κυρώσεις μπορούν να είναι και χρηματικές.
Άρθρο 6
Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος υιοθετεί τα αναγκαία μέτρα, τα οποία περιλαμβάνουν, όπου κρίνεται κατάλληλο, εσωτερικές νομοθετικές ρυθμίσεις για να εξασφαλίσει ότι οι εγκληματικές πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης δεν θα μείνουν ατιμώρητες σε καμία περίπτωση για λόγους πολιτικούς, φιλοσοφικούς, ιδεολογικούς, φυλετικούς, εθνοτικούς, θρησκευτικoύς ή άλλης παρόμοιας φύσης.
Άρθρο 7
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να θεμελιώσει δικαιοδοσία επί των αναφερόμενων στο άρθρο 2 αδικημάτων όταν: (α) το αδίκημα διαπράχθηκε στο έδαφος του Κράτους αυτού, (β) το αδίκημα διαπράχθηκε σε πλοίο το οποίο κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος φέρειτη σημαία του Κράτους αυτού ή σε αεροσκάφος το οποίο κατά τον ίδιο χρόνο είναι καταχωρημένο σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους αυτού, (γ) το αδίκημα διαπράχθηκε από υπήκοο του Κράτους αυτού.
2. Το Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του για κάθε τέτοιο αδίκημα όταν: (α) η πράξη απέβλεπε ή είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α` ή β` στο έδαφoς του Κράτους αυτού ή εις βάρος υπηκόου του. (β) η πράξη επέβλεπε ή είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α` ή β` εναντίον κρατικών ή κυβερνητικών εγκαταστάσεων του Κράτους αυτού στο εξωτερικό, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι διπλωματικές ή προξενικές κτιριακές εγκαταστάσεις του Κράτους αυτού (γ) η πράξη απέβλεπε ή είχε ως αποτέλεσμα την τέλεση αδικήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α` ή β`, το οποίο διαπράχθηκε στο πλαίσιο απόπειρας εξαναγκασμού του Κράτους αυτού να πράξει ή να αποφύγει να πράξει κάτι (δ) το αδίκημα διαπράχθηκε από απότριδα ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος του Κράτους αυτού. (ε) το αδίκημα διαπράχθηκε σε αεροσκάφος τη λειτουργία του οποίου ελέγχει η Κυβέρνηση του Κράτους αυτού.
3. Με την κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση στην παρούσα Σύμβαση, κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος ειδοποιεί τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για τη δικαιοδοσία που θεμελίωσε σύμφωνα με την παράγραφο 2. Αν γίνει οποιαδήποτε αλλαγή, το ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος ειδοποιεί αμέσως τον Γενικό Γραμματέα. 4. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος λαμβάνει ομοίως όλα τα μέτρα τα οποία αποδεικνύονται αναγκαία για να θεμελιώσει δικαιοδοσία επί των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2, στις περιπτώσεις όπου ο φερόμενος ως δράστης βρίσκεται στο έδαφος του και δεν εκδίδεται σε κανένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη τα οποία έχουν θεμελιώσει δικαιοδοσία σύμφωνα με την παράγραφο 1 ή 2.
5. `Οταν δικαιοδοσία επί των αδικημάτων του άρθρου 2 αξιώνουν περισσότερα του ενός Συμβαλλόμενα Κράτη, αυτά τα Συμβαλλόμενα Κράτη προσπαθούν να συντονίσουν κατάλληλα τις ενέργειες τους, ιδιαίτερα όσον αφορά τις προϋποθέσεις δίωξης και τους όρους αμοιβαίας νομικής συνδρομής.
6. Με την επιφύλαξη των γενικών κανόνων του διεθνούς δικαίου, η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει την άσκηση οποιασδήποτε ποινικής δικαιοδοσίας που θεμελιώνεται σε ένα Συμβαλλόμενo Κράτος σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.
Άρθρο 8
1. Κάθε Συμβαλλόμενo Κράτος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τις εθνικές νομικές αρχές του, για τον προσδιορισμό, τον εντοπισμό και το πάγωμα ή την κατάσχεση όλων των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται ή διατίθενται με σκοπό τη διάπραξη των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2, καθώς και των προϊόντων αυτών των αδικημάτων, με σκοπό την ενδεχόμενη κατάπτωση τους.
2. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα, σύμφωνα με τις εθνικές νομικές αρχές του, για την κατάπτωση των κεφαλαίων που χρησιμοποιούνται ή διατίθενται με σκοπό τη διάπραξη των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2, καθώς και των προϊόντων αυτών των αδικημάτων.
3. Κάθε ενδιαφερόμενο Συμβαλλόμενο Κράτος θα εξετάσει τη δυνατότητα σύναψης συμφωνιών με άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη για τη διανομή μεταξύ τους, σε τακτική ή περιπτωσιολογική βάση, των κεφαλαίων που προέρχονται από καταπτώσεις σύμφωνα με το παρόν άρθρο.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος θα εξετάσει τη δυνατότητα καθιέρωσης μηχανισμών αξιοποίησης των καταπεσόντων σύμφωνα με το παρόν άρθρο κεφαλαίων, για την αποζημίωση των θυμάτων των αδικημάτων του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α` ή β` ή των οικογενειών τους.
5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων τρίτων που ενεργούν με καλή πίστη.
Άρθρο 9
1. Ευθύς ως ένα Συμβαλλόμενο Κράτος λάβει πληροφορίες ότι ένα πρόσωπο που διέπραξε ή φέρεται ότι διέπραξε αδίκημα από τα οριζόμενα στο άρθρο 2 μπορεί να βρίσκεται στο έδαφος του, το Κράτος αυτό λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του, για τη διακρίβωση των σχετικών πληροφοριών.
2. Aφού πεισθεί το Συμβαλλόμενο Κράτος, στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο δράστης ή φερόμενος ως δράστης, ότι οι περιστάσεις το καθιστούν αναγκαίο, λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του για να εξασφαλίσει την παρουσία του προσώπου αυτού με σκοπό τη δίωξη ή έκδοση του.
3. Κάθε πρόσωπο σε σχέση με το οποίο λαμβάνονται τα μέτρα της παραγράφου 2 δικαιούται: (α) να επικοινωνήσει χωρίς καθυστέρηση με τον πλησιέστερο αρμόδιο εκπρόσωπο του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος ή το οποίο Κράτος δικαιούται για άλλο λόγο να προστατεύει τα δικαιώματα του προσώπου αυτού ή, αν το πρόσωπο αυτό είναι άπατρις, με εκπρόσωπο του Κράτους στο έδαφος του οποίου αυτό το πρόσωπο έχει τη συνήθη διαμονή του (β) να δεχθεί επίσκεψη αντιπροσώπου του Κράτους αυτού (γ) να ενημερωθεί για τα δικαιώματα του σύμφωνα με τα εδάφια α` και β`.
4. Tα δικαιώματα της παραγράφου 3 ασκούνται σύμφωνα με τους νόμους και τους κανονισμούς του Κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο δράστης ή ο φερόμενος ως δράστης, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί οι νόμοι και κανονισμοί ανταποκρίνονται πλήρώς στους σκοπούς στους οποίους αποβλέπουν τα δικαιώματα που παρέχονται στην παρ. 3.
5. Οι διατάξεις των παρ. 3 και 4 ισχύουν με την επιφύλαξη του δικαιώματος κάθε Συμβαλλόμενου Κράτους που αξιώνει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 εδ. β` ή παρ. 2 εδ. β` να καλέσει τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού να επικοινωνήσει με τον φερόμενο ως δράστη και να τον επισκεφθεί.
6. Οταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, έχει θέσει κάποιο πρόσωπο υπό κράτηση, ειδοποιεί αμέσως, απευθείας ή μέσω του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, τα Συμβαλλόμενα Κράτη τα οποία έχουν θεμελιώσει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 ή 2 και, αν το κρίνει σκόπιμο, οποιαδήποτε άλλα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Κράτη, σχετικά με το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό βρίσκεται υπό κράτηση και σχετικά με τις περιστάσεις που δικαιολογούν την κράτηση αυτού του προσώπου. Το Κράτος που κάνει την έρευνα που προβλέπεται από την παρ. 1 ενημερώνει άμεσα τα εν λόγω Σuμβαλλόμενα Κράτη σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας και δηλώνει αν προτίθεται να ασκήσει δικαιοδοσία.
Άρθρο 10
1. Το Συμβαλλόμενο Κράτος στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο φερόμενος ως δράστης, εάν στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το άρθρο 7, δεν εκδίδει το πρόσωπο υποχρεούται, χωρίς καμία εξαίρεση και ανεξαρτήτως αν το αδίκημα διαπράχθηκε στο έδαφος του, να υποβάλλει την υπόθεση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις αρμόδιες αρχές του με σκοπό τη δίωξη του προσώπου αυτού μέσω διαδικασιών συμφώνων με τους νόμους του Κράτους αυτού. Αυτές οι αρχές λαμβάνουν την απόφαση τους με τον ίδιο τρόπο όπως και στην περίπτωση κάθε άλλου αδικήματος σοβαρής φύσης σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού.
2. `Οταν το εθνικό δίκαιο ενός Κράτους Mέρους που επιτρέπει να εκδώσει ή άλλως να παραδώσει έναν από τους υπηκόους του μόνον υπό τον όρο ότι το άτομο θα επιστραφεί στο εν λόγω Κράτος για να εκτίσει την ποινή που θα επιβληθεί ως αποτέλεσμα της δίκης ή της διαδικασίας για την οποία ζητήθηκε η έκδοση ή η παρόδοση του προσώπου και το εν λόγω Κράτος, καθώς και το Κράτος που ζητά την έκδοση του προσώπου συμφωνήσουν για την επιλογή αυτή και τους άλλους όρους που μπορεί να θεωρήσουν κατάλληλους, αυτή η υπό όρους έκδοση ή παρόδοση είναι επαρκής για να απαλλαγεί από την υποχρέωση της παραγράφου 1.
Άρθρο 11
1. Τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 θεωρούνται ότι περιλαμβάνονται στα αδικήματα για τα οποία χωρεί έκδοση σε κάθε συνθήκη περί έκδοσης που ίσχυε μεταξύ οποιωνδήποτε Συμβαλλόμενων Κρατών πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμπεριλάβουν αυτά τα αδικήματα ως αδικήματα για τα οποία χωρεί έκδοση σε κάθε συνθήκη περί έκδοσης που θα συνάπτoυv στο εξής μεταξύ τους.
2. `Οταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος το οποίο θέτει ως προϋπόθεση της έκδοσης την ύπαρξη σχετικής συνθήκης λαμβάνει αίτημα έκδοσης από άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος με το οποίο δεν έχει συνάψει συνθήκη περί έκδοσης, το Κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορεί, κατ΄ επιλογήν του, να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως νομική βάση έκδοσης για τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2. Η έκδοση υπόκειται κατά τα λοιπά στις προϋποθέσεις πoυ ορίζονται από τη νομοθεσία του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
3. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη τα οποία δε θέτουν ως προϋπόθεση της έκδοσης την ύπαρξη σχετικής συνθήκης αναγνωρίζουν τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 ως αδικήματα για τα οποία χωρεί έκδοση μεταξύ τους, με την επιφύλαξη των προϋποθέσεων που προβλέπονται από τη νομοθεσία του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
4. Αν είναι απαραίτητο, τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 αντιμετωπίζονται, για τους σκοπούς της έκδοσης μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών, σαν να είχαν διαπραχθεί όχι μόνο στον τόπο όπου συνέβησαν, αλλά και στο έδαφος των Κρατών τα οποία έχουν θεμελιώσει δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 και 2.
5. Οι διατάξεις όλων των συνθηκών και ρυθμίσεων περί έκδοσης που ισχύουν μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών, όσον αφορά τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2, θεωρείται ότι τροποποιούνται μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών στο βαθμό που είναι ασυμβίβαστες με την παρούσα Σύμβαση.
Άρθρο 12
1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη παρέχουν αμοιβαία τη μέγιστη δυνατή συνδρομή σε ποινικές έρευνες ή σε ποινικές διαδικασίες ή διαδικασίες έκδοσης για τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2, συμπεριλαμβανομένης της συνδρομής για τη λήψη των αποδεικτικών στοιxείων που βρίσκονται στην κατοχή τους και είναι απαραίτητα για τις διαδικασίες.
2. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν μπορούν να απορρίψουν αίτημα αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής λόγω τραπεζικού απορρήτου.
3. Το αιτούν Κράτος δε θα διαβιβάζει ούτε θα χρησιμοποιεί πληροφορίες ή αποδείξεις πού του παρασχέθηκαν από το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για έρευνες, διώξεις ή διαδικασίες εκτός από αυτές που αναφέρονταν στην αίτηση χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του Μέρους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.
4. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να εξετάσει τη δυνατότητα καθιέρωσης μηχανισμών ανταλλαγής μεταξύ του ιδίου και των άλλων Συμβαλλόμενων Κρατών των πληροφοριών ή αποδεικτικών στοιχείων που χρειάζονται για τον καταλογισμό ποινικής, αστικής ή διοικητικής ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 5.
5. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη εκπληρώνουv τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις παρ. 1 και 2 σύμφωνα με τις συνθήκες ή άλλες ρυθμίσεις για αμοιβαία δικαστική συνδρομή ή ανταλλαγή πληροφοριών που ενδέχεται να υπάρχουν μεταξύ τους. Ελλείψει τέτοιων συνθηκών ή ρυθμίσεων, τα Συμβαλλόμενα Μέρη παρέχουν αμοιβαία νομική συνδρομή σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους.
Άρθρο 13
Κανένα από τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 δε θα θεωρείται, για τους σκοπούς της έκδοσης ή της αμοιβαίας νομικής συνδρομής, φορολογικό αδίκημα. Συνεπώς, τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν μπορούν να απορρίψουν αίτημα έκδοσης ή αμοιβαίας νομικής συνδρομής για το λόγο μόνο ότι αφορά φορολογικό αδίκημα. Άρθρο 14
Κανένα από τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 δεν θεωρείται, για τους σκοπούς της έκδοσης ή της αμοιβαίας νομικής συνδρομής, πολιτικό αδίκημα ή αδίκημα συνδεδεμένο με πολιτικό αδίκημα ή αδίκημα με πολιτικά κίνητρα. Συνεπώς, τα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν μπορούν να απορρίψουν αίτημα έκδοσης ή αμοιβαίας νομικής συνδρομής βάσει τέτοιου αδικήματος για το λόγο μόνο ότι αφορά πολιτικό αδίκημα ή αδίκημα συνδεδεμένο με πολιτικό αδίκημα ή αδίκημα με πολιτικά κίνητρα.
Άρθρο 15
Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν ερμηνεύεται ότι επιβάλλει υποχρέωση έκδοσης ή παροχής αμοιβαίας νομικής συνδρομής αν το Συμβαλλόμενο Κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι το αίτημα έκδοσης για αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 ή αμοιβαίας νομικής συνδρομής για τέτοια αδικήματα υπεβλήθη με σκοπό τη δίωξη ή τιμωρία προσώπου λόγω της φυλής, θρησκείας, υπηκοότητας, εθνοτικής προέλευσης ή των πολιτικών πεποιθήσεών του, ή ότι η ικανοποίηση του αιτήματος θα βλάψει τη θέση του προσώπου αυτού για οποιονδήποτε από τους λόγους αυτούς.
Άρθρο 16
1. Πρόσωπο το οποίο κρατείται ή εκτίει ποινή στο έδαφος ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και του οποίου ζητείται η παρουσία σε άλλο Συμβαλλόμενο Κράτος με σκοπό την αναγνώριση της ταυτότητας, μαρτυρικής κατάθεσης ή την παροχή άλλης συνδρομής προς λήψη αποδεικτικών στοιχείων για τη διερεύνηση ή άσκηση δίωξης για αδικήματα που ορίζρνται στο άρθρο 2, μπορεί να μεταφερθεί εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) το πρόσωπο ενημερώνεται και δίδει ελεύθερα τη συγκατάθεση του. (β) οι αρμόδιες αρχές αμφοτέρων των Κρατών συμφωνήσουν, υπό τις προϋποθέσεις που κρίνουν κατάλληλες τα Κράτη αυτά.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου: (α) το Κράτος στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο αυτό έχει την εξουσία και την υποχρέωση να διατηρεί υπό κράτηση το μεταφερόμενο πρόσωπο, εκτός αν άλλως ζητηθεί ή επιτραπεί από το Κράτος από το οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο αυτό. (β) το Κράτος στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο αυτό εκτελεί χωρίς καθυστέρηση την υποχρέωση του να το παραδώσει προς κράτηση στο Κράτος από το οποίο το πρόσωπο αυτό μεταφέρθηκε, όπως προηγουμένως ή άλλως είχε συμψωνηθεί από τις αρμόδιες αρχές των δύο Κρατών (γ) το Κράτος στο οποίο μεταφέρεται το πρόσωπο αυτό δεν δύναται να ζητήσει από το Κράτος από το οποίο μεταφέρθηκε να κινήσει διαδικασία έκδοσης για την επιστροφή του. (δ) ο χρόνος που διανύεται υπό κράτηση στο Κράτος όπου μεταφέρθηκε ένα πρόσωπο συνυπολογίζεται στην ποινή που εκτίει το πρόσωπο αυτό στο Κράτος από το οποίο μεταφέρθηκε.
3. Αν δε συμφωνεί το Συμβαλλόμενο Κράτος από το οποίο πρόκειται να μεταφερθεί κάποιο πρόσωπο σύμφωνα με το παρόν άρθρο, το πρόσωπο αυτό, όποια και αν είναι η υπηκοότητα του, δεν διώκεται ούτε τίθεται υπό κράτηση ούτε υπόκειται σε άλλο περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας του στο έδαφος του Κράτους στο οποίο μεταφέρθηκε για πράξεις ή καταδίκες που προηγήθηκαν της αναχώρησης του από το έδαφος του Κράτους από το οποίο μεταφέρθηκε.
Άρθρο 17
Κάθε πρόσωπο που τίθεται υπό κράτηση ή εναντίον του οποίου λαμβόνονται όλλα μέτρα ή κινούνται όλλες διαδικασίες εναντίον του σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση απολαμβάνει την εγγύηση της δίκαιης μεταχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της απολαβής όλων των δικαιωμάτων και εγγυήσεων σύμφωνα με τη νομοθεσία του Κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται το πρόσωπο αυτό και τις εφαρμοστέες διατάξεις του διεθνούς δικαίου, οι οποίες περιλαμβάνουν και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Άρθρο 18
1. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη συνεργάζονται για την πρόληψη των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2 λαμβάνοντας όλα τα πρακτικά μέτρα, μεταξύ άλλων, προσαρμόζοντας την εθνική νομοθεσία τους, αν είναι απαραίτητο, για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των προπαρασκευαστικών ενεργειών στο έδαφος τους προς διάπραξη αυτών των αδικημάτων εντός ή εκτός της επικράτειάς τους, συμπεριλαμβανομένων: (α) μέτρων για την απαγόρευση στο έδαφος τους παράνομων δραστηριοτήτων προσώπων και οργανισμών οι οποίοι εν γνώσει τους ενθαρρύνουν, υποκινούν, οργανώνουν ή εμπλέκονται στη διάπραξη των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2 (β) μέτρων βόσει των οποίων απαιτείται από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και φορείς άλλων επαγγελμάτων που συμμετέχουν σε οικονομικές συναλλαγές να χρησιμοποιούν τα αποτελεσματικότερα διαθέσιμα μέτρα για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των συνήθων ή περιστασιακών πελατών τους, καθώς και των πελατών στο όνομα των οποίων ανοίγονται έντοκοι λογαριασμοί, και να δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε ασυνήθιστες ή ύποπτες συναλλαγές και να αναφέρουν συναλλαγές για τις οποίες υπόρχουν υπόνοιες ότι προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα. Για το σκοπό αυτόν, τα Συμβαλλόμενα Κράτη εξετάζουν τη δυνατότητα: (ι) να υιοθετήσουν κανονισμούς που απαγορεύουν το όνοιγμα λογαριασμών, των οποίων οι κάτοχοι ή δικαιούχοι είναι άγνωστης ταυτότητας ή είναι αδύνατος ο προσδιορισμός της ταυτότητας τους, και μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι αυτά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα εξακριβώνουν την ταυτότητα των πραγματικών κυρίων αυτών των συναλλαγών (ii) να απαιτήσουν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σχετικά με τον προσδιορισμό της ταυτότητας των νομικών προσώπων, όταν κρίνεται απαραίτητο, να λάβουν μέτρα για την επαλήθευση της νόμιμης ύπαρξης και της δομής του πελάτη λαμβάνοντας, είτε από δημόσιο μητρώο είτε από τον πελάτη είτε και από τους δύο, αποδεικτικό ίδρυσης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την επωνυμία, νομική μορφή, διεύθυνση, ονόματα των μελών του διοικητικού συμβουλίου του πελάτη και τις διατάξεις που ρυθμίζουν την εξουσία δέσμευσης του νομικού προσώπου (ίίί) να υιοθετήσουν κανονισμούς οι οποίοι θα επιβάλλουν στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα την υποχρέωση να αναφέρουν αμέσως στις αρμόδιες αρχές όλες τις περίπλοκες ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές και ασυνήθιστες μορφές συναλλαγών οι οποίες δεν έχουν προφανή οικονομικό ή εμφανώς νόμιμο σκοπό, χωρίς τον κίνδυνο εκθέσεώς τους σε ποινική ή αστική ευθύνη για παραβίαση οποιουδήποτε περιορισμού σχετικά με την αποκάλυψη πληροφοριών εφόσον γνωστοποιούν τις υποψίες τους με καλή πίστη (ιν) να απαιτήσουν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διατηρούν, τουλάχιστον για πέντε έτη, όλα τα απαραίτητα στοιχεία των συναλλαγών, εθνικών ή διεθνών.
2. Επιπλέον, τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα συνεργάζονται για την πρόληψη των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2 εξετάζοντας: (α) μέτρα εποπτείας, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της αδειοδότησης, όλων των οργανισμών μεταβίβασης χρηματικών ποσών, (β) εφικτά μέτρα εντοπισμού ή παρακολούθησης της φυσικής διασυνοριακής μεταφοράς χρημάτων και διαπραγματεύσιμων τίτλων πληρωτέων στον κομιστή υπό αυστηρές ασφαλιστικές δικλείδες για την εξασφάιση της αρμόζουσας χρήσης των πληροφοριών και χωρίς να παρεμποδίζεται με κανέναν τρόπο η ελευθερία της κίνησης κεφαλαίων.
3. Επιπλέον, τα Συμβαλλόμενα Κράη θα συνεργάονται για την πόληψη των αδικημάων που ορίζονται στο άθρο 2, ανταλλάσσοντας ακριβείς και εξακριβωμένες πληροφορίες σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία τους και συντονίζοντας τα λαμβανόμενα διοικητικά και άλλα μέτρα, ανάλογα με την περίπτωση, για την πρόληψη της διάπραξης των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2, ιδιαίτερα: (α) δημιουργώντας και διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων φορέων και υπηρεσιών τους για τη διευκόλυνση της εξασφάλισης και ταχείας ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με όλες τις πτυxές των αδικημάτων που ορίζονται στο άρθρο 2 (β) συνεργαζόμενα μεταξύ τους για τη διεξαγωγή ερευνών αναφορικά με τα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 2 σε σχέση με: (ι) την ταυτότητα, τον τόπο όπου βρίσκονται και τις δραστηριότητες προσώπων για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι είναι αναμεμειγμένα στα αδικήματα αυτά, (Π) την κίνηση κεφαλαίων που σχετίζονται με τη διάπραξη των αδικημάτων αυτών.
4. Τα Συμβαλλόμενα Κράτη μπορούν να ανταλλάσσουν πληροφορίες μέσω της Διεθνούς Οργάνωσης Εγκληματολογικής Aστυνομίας (ΙΝΤΕΡΠΟΛ).
Άρθρο 19
Το Συμβαλλόμενο Κράτος στο οποίο διώκεται ο φερόμενος ως δράστης κοινοποιεί, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή τις εφαρμοστέες διαδικασίες του, την τελική έκβαση της διαδικασίας στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος θα διαβιβάζει την πληροφορία στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη.
Άρθρο 20
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη εκτελούν τις υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας Σύμβασης κατά τρόπο συμβατό με τις αρχές της κυριαρχικής ισότητας και της εδαφικής ακεραιότητας των Κρατών και της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων Κρατών.
Άρθρο 21
Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν θίγει άλλα δικαιώματα, υποχρεώσεις και ευθύνες Κρατών και φυσικών προσώπων σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, και ιδιαίτερα τους σκοπούς του Kaταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, του διεθνούς ανθρωπιστικού, δικαίου και άλλων σχετικών συμβάσεων.
Άρθρο 22
Καμία διάταξη της παρούσας Σύμβασης δεν παρέχει δικαίωμα σε Συμβαλλόμενο Κράτος να αναλάβει στο έδαφος άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους την όσκηση δικαιοδοσίας ή την όσκηση λειτουργιών που ανήκουν αποκλειστικά στις αρχές αυτού του άλλου Συμβαλλόμενου Κράτους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία του.
Άρθρο 23
1. Το Παράρτημα μπορεί να τροποποιηθεί μέσω της προσθήκης σχετικών συνθηκών οι οποίες: (α) είναι ανοικτές στη συμμετοχή όλων των Κρατών, (β) έχουν τεθεί σε ισχύ, (γ) έχουν κυρωθεί, γίνει αποδεκτές, εγκριθεί ή έχουν προσχωρήσει σε αυτές τουλάχιστον είκοσι δύο Συμβαλλόμενα Κράτη της παρούσας Σύμβασης.
2. Οποιοδήποτε Συμβαλλόμενο Κράτος μπορείνα ζητήσει τέτοια τροποποίηση αφού τεθεί σε ισχύ η παρούσα Σύμβαση. Κάθε πρόταση τροποποίησης διαβιβάζεται εγγράφως στον θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας κοινοποιεί τις προτάσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 σε όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη και ζητά τις απόψεις τους ως προς το αν θα πρέπει να υιοθετηθεί ή όχι η προτεινόμενη τροποποίηση.
3. Η προτεινόμενη τροποποίηση θεωρείται υιοθετηθείσα, εκτός αν το ένα τρίτο των Συμβαλλόμενων Κρατών υποβάλει εγγράφως γνωστοποίηση το αργότερο εντός 180 ημερών από την κυκλοφορία της.
4. Η υιοθετηθείσα τροποποίηση του Παραρτήματος τίθεται σε ισχύ 30 ημέρες από την κατάθεση του εικοστού δεύτερου εγγράφου κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της τρoπoπoίησης αυτής για όλα τα Συμβαλλόμενα Κράτη που έχουν καταθέσει ένα τέτοιο έγγραφο. Για κάθε Συμβαλλόμενo Κράτος που κυρώνει, αποδέχεται ή εγκρίνει την τροποποίηση μετά από την κατάθεση του εικοστού δεύτερου εγγράφου, η τροποποίηση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την κατάθεση από αυτό το Συμβαλλόμενο Κράτος του εγγράφου κύρωσης, έγκρισης ή απoδoχής τoυ.
Άρθρο 24
1. Κάθε διαφορά μεταξύ δύο ή περισσότερων Συμβαλλόμενων Κρατών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, η οποία δεν μπορεί να επιλυθεί μέσω διαπραγμάτευσης εντός εύλογου χρόνου, υποβάλλεται, με αίτηση ενός από αυτό, σε διαιτησία. Αν, μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία αίτησης διαιτησίας, τα Μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν σχετικά με τη συγκρότηση της διαιτησίας, οποιοδήποτε από αυτά τα Μέρη μπορεί να παραπέμψει με αίτησή του τη διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, σύμφωνα με το Καταστατικό του Δικαστηρίου.
2. Κάθε Κράτος μπορεί κατά το χρόνο της υπογραφής, κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης της Σύμβασης ή της προσχώρησης σε αυτήν να δηλώσει ότι δε θεωρεί εαυτό δεσμευμένο από την παράγραφο 1. Τα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη δεν δεσμεύονται από την παράγραφο 1 σε σχέση με κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος που έχει διατυπώσει αυτήν την επιφύλαξη.
3. Κάθε Κράτος που έχει διατυπώσει επιφύλαξη σύμφωνα με την παρ. 2 μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να αποσύρει αυτήν την επιφύλαξη αποστέλλοντας γνωστοποίηση στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 25
1. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από όλα τα Κράτη από τις 1Ο Ιανουαρίου 2000 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2001 στην `Εδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη.
2. Η παρoύσα Σύμβαση υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
3. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή σε προσχώρηση από οποιοδήποτε Κράτος. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 26
1. Η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά από την ημερομηνία κατάθεσης του εικοστού δευτέρου εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
2. Για κάθε Κράτος το οποίο κυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει τη Σύμβαση ή προσχωρεί σε αυτήν μετά την κατάθεση του εικοστού δευτέρου εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την κατάθεση από το Κράτος αυτό του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησής του.
Άρθρο 27
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση αποστέλλοντας έγγραφη γνωστοποίηση στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
2. Η καταγγελία τίθεται σε ισχύ ένα έτος μετά την ημερομηνία λήψης της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 28
Το πρωτότυπο της παρούσας Σύμβασης, του οποίου το αραβικό, κινεζικό, αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό και ισπανικό κείμενο είναι εξίσου αυθεντικό, κατατίθεται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος αποστέλλει επικυρωμένα αντίγραφά του σε όλα τα Κράτη.
ΣΕ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΥΤΩΝ, οι υπογεγραμμένοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι για το σκοπό αυτόν από τις Κυβερνήσεις τους, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση, η οποία όνοιξε για υπογραφή στην `Εδρα των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 10 Ιανουαρίου 2000.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
1. Σύμβαση για την Καταστολή της Παράνομης Κατάληψης Αεροσκαφών, η οποία υπεγρόφη στη Χάγη στις 16 Δεκεμβρίου 1970. 2. Σύμβαση για την Καταστολή των Παρανόμων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία υπεγράφη στο Μόντρεαλ στις 23 Σεπτεμβρίου 1971.
3. Σύμβαση για την Πρόληψη και την Τιμωρία των Εγκλημάτων που στρέφονται κατά των Διεθνώς Προστατευομένων Προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των Διπλωματικών Υπαλλήλων, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 14 Δεκεμβρίου 1973.
4. Διεθνής Σύμβαση κατά της Σύλληψης Ομήρων, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 17 Δεκεμβρίου 1979.
5. Σύμβαση για τη Φυσική Προστασία του Πυρηνικού Υλικού, η οποία υιοθετήθηκε στη Βιέννη στις 3 Μαρτίου 1980.
6. Πρωτόκολλο για την Καταστολή των Παρανόμων Πράξεων Βίας σε Αεροδρόμια που εξυπηρετούν τη Διεθνή πόλιτική Αεροπορία, το οποίο συμπληρώνει τη Σύμβαση για την Καταστολή των Παρανόμων Πράξεων κατά της Aσφάλειας της Πολιτικής Αεροπορίας και υπεγράφη στο Mόντρεαλ στις 24 Φεβρουαρίου 1988.
7. Σύμβαση για την Καταστολή των Παρανόμων Πράξεων κατά της Ασφάλειας της Ναυσιπλοϊας, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 1Ο Μαρτίου 1988.
8. Πρωτόκολλο για την Καταστολή των Παρανόμων Πράξεων κατά της Ασφάλειας των Σταθερών Εγκαταστάσεων στην Υφαλοκρηπίδα, το οποίο υπεγράφη στη Ρώμη στις 10 Μαρτίου 1988.
9. Διεθνής Σύμβαση για την Καταστολή των Τρομοκρατικών Βομβιστικών Επιθέσεων, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 15 Δεκεμβρίου 1997.
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και της Συμβάσεως που κυρώνεται από την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 26 αυτής.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 18 lουλίου 2002
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟI ΥΠΟΥΡΓΟI
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ
Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Φ.
ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ Μ. XΡΥΣΟΧΟΙΔHΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους Αθήνα, 18 1ουλίου 2002
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Φ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ