ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ.2993 ΦΕΚ Α’ 58/26.3.2002

Τροποποίηση κατάστασης δικαστικών λειτουργών (κ.ν. 1756/1988) και του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (κ.ν 2812/2000) και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΡΓΑ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ – ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ – ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΑΠΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ
Άρθρο 1

1. Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 41 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (κ.ν. 1756/1988) αναριθμούνται ως παράγραφοι 2, 3 και 4 και αντικαθίστανται ως εξής:

“2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές, που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Ο δικαστικός λειτουργός που θα μετάσχει υποδεικνύεται από το δικαστή ή τον εισαγγελέα ή το τριμελές συμβούλιο που διευθύνει το πολιτικό ή το διοικητικό δικαστήριο ή την εισαγγελία, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης. Ο δικαστικός λειτουργός προεδρεύει στα ως άνω συμβούλια ή τις επιτροπές, εκτός εάν μετέχει επίσης υπουργός, υφυπουργός ή γενικός γραμματέας υπουργείου.

3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά.

Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 871Α, 882Α και 902 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τις σχετικές διατάξεις των νόμων 2331/1995 και 1816/1988.

4. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση.”

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 51 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, όπως ήδη ισχύει, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“6. Δικαστικοί λειτουργοί με βαθμό: εφέτη των πολιτικών και ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντεισαγγελέα εφετών και ανωτέρων, καθώς και δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να αποσπαστούν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών και δεν μπορεί να υπερβεί την τριετία.”

3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 51 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 30 παράγραφος 5 του ν. 2915/2001, αντικαθίσταται ως εξής:

“Η απόσπαση γίνεται για εκτέλεση ειδικής υπηρεσίας σε αντικείμενα συναφή με τη δικαστική ιδιότητα για χρόνο όχι μεγαλύτερο της τριετίας.”
Άρθρο 2

1. Διατάξεις που προβλέπουν την ανάθεση ή την εκτέλεση από δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων ή έργων, εκτός από τις περιπτώσεις που αυτό επιτρέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 41 του Κώδικα κατάστασης δικαστικών λειτουργών, όπως ήδη αντικαθίσταται, καταργούνται κατά τούτο.

2. Δικαστικοί λειτουργοί, που μετέχουν α) σε συμβούλια ή επιτροπές, σύμφωνα με τις διατάξεις που καταργούνται με την προηγούμενη παράγραφο ή β) σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, μη πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα, αντικαθίστανται ως ακολούθως:

Α) από μέλη που ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό των Πανεπιστημίων και διδάσκουν νομικά μαθήματα ή

Β) από μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ειδικότερα: α) οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι αντιπρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων και ο επίτροπος της Επικρατείας των διοικητικών δικαστηρίων από τον πρόεδρο ή αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, β) οι σύμβουλοι της Επικρατείας, οι αρεοπαγίτες, οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι σύμβουλοι και αντεπίτροποι της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι αντεπίτροποι της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων και οι εφέτες, καθώς και οι εξομοιούμενοι με αυτούς, από σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και γ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς Πρωτοδικών, οι πρόεδροι Πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι εξομοιούμενοι με αυτούς, καθώς και οι ειρηνοδίκες, από πάρεδρο ή δικαστικό αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ή

Γ) από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς που κατείχαν κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία βαθμό αντίστοιχο ή ανώτερο προς τον προβλεπόμενο από την οικεία διάταξη ή τον οριζόμενο με την κατά τα άνω δήλωση βούλησης.

Αν τα συμβούλια ή οι επιτροπές εδρεύουν ή τα έργα επιτελούνται σε νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, στις οποίες δεν λειτουργεί δικαστικό γραφείο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επιτρέπεται η κατά τα άνω αντικατάσταση και από δικηγόρο του οικείου Πρωτοδικείου με πενταετή τουλάχιστον δικηγορική υπηρεσία.

3. Οπου στις ισχύουσες διατάξεις για τον ερασιτεχνικό και επαγγελματικό αθλητισμό προβλέπεται η συμμετοχή σε συμβούλια ή επιτροπές ή η ανάθεση έργων εν γένει σε δικαστικούς λειτουργούς εν ενεργεία, αυτοί αντικαθίστανται: α) από συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς ή β) από μέλη που ανήκουν στο διδακτικό προσωπικό των Πανεπιστημίων και διδάσκουν νομικά μαθήματα ή γ) από δικηγόρους παρ` Αρείω Πάγω. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ρυθμίζονται ειδικότερα τα σχετικά με τις διαδικασίες επιλογής και τα κριτήρια των προσώπων αυτών.

4. Η κατά τις παραγράφους 2 και 3 αντικατάσταση ενεργείται και όταν ο ορισμός σε συμβούλια ή επιτροπές ή η ανάθεση έργων αφορά συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο έχει την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού.

5. Η αντικατάσταση γίνεται με απόφαση του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, μετά από γνώμη του τυχόν εν ζωή ιδιώτη, στην περίπτωση της παραγράφου 2 στοιχείο β` του πρώτου εδαφίου, ή του προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους στην περίπτωση της παραγράφου 2 στοιχείο Β.

Σχετικό: το άρθρο 24 παρ.5β Ν.4002/2011,ΦΕΚ Α 180/22.8.2011
Άρθρο 3

1. Στο άρθρο 2 του ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 228 Α`) προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:

“11. Με εξαίρεση τις ώρες διδασκαλίας, οι λοιπές υποχρεώσεις των προηγούμενων παραγράφων δεν ισχύουν για τα μέλη Δ.Ε.Π. που είναι δικαστικοί λειτουργοί, ανεξάρτητα αν υπηρετούν στην έδρα Α.Ε.Ι. ή σε άλλο τόπο.”

2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2530/1997 (ΦΕΚ 228 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Να κατέχουν άλλη πλην του διδακτικού προσωπικού Α.Ε.Ι. ή της θέσης δικαστικού λειτουργού μόνιμη οργανική θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.”

3. Οι Πρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου εξακολουθούν να μετέχουν στο διοικητικό συμβούλιο του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, κατ` εφαρμογή του άρθρου 4 του α.ν. 1712/1939.
Άρθρο 4

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 24 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“1. Το Ανώτατο Υπηρεσιακό Συμβούλιο (Α.Υ.Σ.) αποτελείται από πέντε μέλη που έχουν δικαίωμα ψήφου, τα οποία ορίζονται με τους αναπληρωτές τους με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, με διετή θητεία, ως εξής:

-ένας Αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ως πρόεδρος,

-ένας νομικός σύμβουλος του Κράτους,

-τρεις (3) πρέσβεις ή πληρεξούσιοι υπουργοί Α`.

Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ορίζονται, μετά από γνώμη του προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από το κύριο προσωπικό αυτού, με την εξαίρεση του προσωπικού που υπηρετεί στο γραφείο Νομικού Συμβούλου του Κράτους στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Μέλος του Α.Υ.Σ., χωρίς ψήφο, είναι και ένας εκπρόσωπος της Ενωσης Διπλωματικών Υπαλλήλων (Ε.Δ.Υ.), υποδεικνυόμενος από το διοικητικό συμβούλιο και διοριζόμενος από τον Υπουργό Εξωτερικών.

Στο συμβούλιο εισηγείται, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ένας πρέσβης ή πληρεξούσιος υπουργός Α` ή Β`, αναπληρούμενος από άλλον ομοιόβαθμό του διπλωματικό υπάλληλο, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών, με διετή θητεία. Στην περίπτωση εξέτασης θεμάτων της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας χρέη εισηγητή προς το συμβούλιο εκτελεί ο ειδικός νομικός σύμβουλος. Στην περίπτωση του διορισμού ειδικού νομικού συμβούλου στο συμβούλιο εισηγείται πρέσβης ή πληρεξούσιος υπουργός Α` ή Β`. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του διπλωματικού κλάδου.”

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Οργανισμού του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2594/1998, αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“1. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο αποτελείται από πέντε μέλη με δικαίωμα ψήφου, τα οποία ορίζονται με τους αναπληρωτές τους, με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών, με διετή θητεία, ως εξής:

-ένας Νομικός Σύμβουλος του Κράτους, ως πρόεδρος,

-τρεις (3) πρέσβεις ή πληρεξούσιοι υπουργοί Α` ή Β` και

-ένας υπάλληλος, εκπρόσωπος του αντίστοιχου κλάδου, που υποδεικνύεται στον Υπουργό από το διοικητικό συμβούλιο της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης, αν υπάρχει

Ο νομικός σύμβουλος του Κράτους ορίζεται μετά από γνώμη του Προέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, από το κύριο προσωπικό αυτού, με την εξαίρεση του προσωπικού που υπηρετεί στο Γραφείο Νομικού Συμβούλου του Κράτους στο Υπουργείο Εξωτερικών.

Στο Συμβούλιο εισηγείται, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Προσωπικού, αναπληρούμενος σε περίπτωση κωλύματος από πληρεξούσιο υπουργό Α` ή Β` οριζόμενο από τον Υπουργό Εξωτερικών.

Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του διπλωματικού κλάδου από τη Διεύθυνση Προσωπικού.”

3. Το άρθρο 6 του ν. 106/1975 “Περί των Ταγμάτων Αριστείας” (ΦΕΚ 171 Α`), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 795/1978 (ΦΕΚ 118 Α`), το άρθρο μόνο του ν. 1298/1982 (ΦΕΚ 128 Α`) και το άρθρο 13 του ν. 1320/1983 (ΦΕΚ 6 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Το Συμβούλιο Ταγμάτων Αριστείας αποτελείται από:

-τον Υπηρεσιακό Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, ως Πρόεδρο,

-από δύο Ελληνες πολίτες, οι οποίοι κατέχουν το βαθμό του Μεγαλόσταυρου του Τάγματος της Τιμής ή του Τάγματος του Φοίνικος, οι οποίοι ορίζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών,

-τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

-ένα μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, που ορίζεται από τον Πρόεδρό της,

-έναν ανώτατο αξιωματικό που υπηρετεί στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας, ο οποίος ορίζεται από τον Υπουργό Εθνικής Αμυνας εκ περιτροπής από καθέναν από τους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων και

-έναν ανώτατο ή ανώτερο υπάλληλο που υπηρετεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο οποίος ορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Τα μέλη του Συμβουλίου Ταγμάτων Αριστείας με τους αναπληρωτές τους διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών με διετή θητεία.

Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου μετέχει, ως εισηγητής, άνευ ψήφου και ο προίστάμενος της Διεύθυνσης Εθιμοτυπίας του Υπουργείου Εξωτερικών και, εάν αυτός κωλύεται, ο νόμιμος αναπληρωτής του.

Χρέη γραμματέα εκτελεί διπλωματικός υπάλληλος της Διεύθυνσης Εθιμοτυπίας, που ορίζεται από τον προϊστάμενό της.

2. Το Συμβούλιο συνέρχεται τουλάχιστον μια φορά το έτος συγκαλούμενο από τον Υπουργό Εξωτερικών.

Το Συμβούλιο έχει απαρτία όταν παρίστανται τουλάχιστον πέντε από τα μέλη του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται απαραίτητα και εκείνο που εκτελεί χρέη προέδρου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

3. Το Συμβούλιο:

α) γνωμοδοτεί σχετικά με προτάσεις του Υπουργού Εξωτερικών για την ένταξη ελλήνων πολιτών σε Τάγμα Αριστείας και την απονομή των οικείων διασήμων έως και το βαθμό του Ανωτέρου Ταξιάρχη εκάστου Τάγματος. Πρόταση για αναβάθμιση της διακρίσεως εισάγεται μόνο μετά την πάροδο τριετίας από την τελευταία απονομή, εκτός εάν ο προτεινόμενος παρουσίασε στο μεταξύ εξαιρετική προσφορά που να δικαιολογεί την προαγωγή του,

β) αποφασίζει την έκπτωση και στέρηση του δικαιώματος να φέρει μέλος Τάγματος Αριστείας τα απονεμηθέντα διάσημα, στις περιπτώσεις του άρθρου 5 παρ. 2,

γ) εποπτεύει την τήρηση των μητρώων των Ταγμάτων Αριστείας και τα θεωρεί τουλάχιστον μια φορά το χρόνο.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΑΝΩΤΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ
Άρθρο 5

1. Η παράγραφος 8 του άρθρου 67 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (κ.ν. 1756/1988) αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“8. Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας και της Διοικητικής Δικαιοσύνης για τα θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχει και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας που υπηρετεί σε αυτά, οπότε και αποχωρεί το τελευταίο κατά τη σειρά της κλήρωσης μέλος του. Στις περιπτώσεις υπηρεσιακών μεταβολών δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών του Συμβουλίου της Επικρατείας με βαθμό κατώτερο του συμβούλου, ή δύο πρόεδροι εφετών, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές προέδρων εφετών και εφετών, ή δύο εφέτες, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του εφέτη. Αυτοί ορίζονται με κλήρωση από τους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, τους προέδρους εφετών και τους εφέτες των διοικητικών εφετείων Αθηνών και Πειραιώς, από τους οποίους οι πάρεδροι και οι εφέτες έχουν τουλάχιστον διετή υπηρεσία στο βαθμό του παρέδρου ή του εφέτη, όταν αρχίζει η θητεία τους, ως μελών του Συμβουλίου. Η κλήρωση γίνεται κατά την παράγραφο 3 μετά την κλήρωση των μετά ψήφου μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης. Από την κληρωτίδα με τους παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ο Πρόεδρος εξάγει έξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Ακολουθεί η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι προέδρων εφετών και έξι εφετών διοικητικών δικαστηρίων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Οι ίδιοι κληρωθέντες μετέχουν και στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εάν η κρίση αφορά τους κληρωθέντες, γίνεται συμπληρωματική κλήρωση μεταξύ εκείνων που δεν πρόκειται να κριθούν. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται στις παραγράφους 3, 4, 5 και 7.”

2. Η παράγραφος 8 του άρθρου 68 του Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“8. Προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο αφορά η απόφαση αυτή, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις τρεις τουλάχιστον ψήφους. Η προσφυγή κατατίθεται στον πρόεδρο του συμβουλίου ή στο δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ημερών από τότε που του γνωστοποιήθηκε εγγράφως η απόφαση από τον πρόεδρο. Η προσφυγή διαβιβάζεται αμέσως στην Ολομέλεια δια του Υπουργείου Δικαιοσύνης.”

3. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 68 του Κώδικα προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

“Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο διοικητικής δικαιοσύνης για τα θέματα που αφορούν τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας, μετέχει και ο γενικός επίτροπος αυτών.”
Άρθρο 6

1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 72 του Κώδικα προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

“Στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αν πρόκειται για υπηρεσιακές μεταβολές δικαστών με βαθμό κατώτερο του συμβούλου, μετέχουν χωρίς ψήφο και δύο πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου που ορίζονται με κλήρωση μεταξύ αυτών που έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του παρέδρου.”

2. Πριν από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 72 του Κώδικα προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:

“Μετά την ανωτέρω κλήρωση γίνεται η κλήρωση των παρέδρων που μετέχουν στο Συμβούλιο χωρίς ψήφο. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα έξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά σειρά κλήρωσης αποτελούντα τακτικά και οι λοιποί τα αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου. Οι ίδιοι κληρωθέντες μετέχουν και στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται στις παραγράφους 3, 4 και 7.”

3. Στο τέλος της παραγράφου 9 του άρθρου 72 του Κώδικα προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

“Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναλόγως και στα μέλη που μετέχουν στο Συμβούλιο χωρίς ψήφο.”

4. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 73 του Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“Προσφυγή στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά τις υπηρεσιακές μεταβολές της παραγράφου 8 του άρθρου 68 του Κώδικα έχει δικαίωμα να ασκήσει και αυτός τον οποίο αφορά η κρίση, εφόσον όμως έλαβε ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις δύο τουλάχιστον ψήφους.”

5. Το εδάφιο με στοιχείο β` του άρθρου 73 του Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“β) Στην παράγραφο 9 προστίθεται το εξής εδάφιο:

Στην Ολομέλεια ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο μετέχουν ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας ή ο νόμιμος αναπληρωτής του. Για την ύπαρξη απαρτίας αρκεί η παρουσία ένδεκα μελών.”
Άρθρο 7

Η διάταξη του άρθρου 77 παράγραφος 7 του Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“7. Σε αρεοπαγίτη προάγεται πρόεδρος εφετών ύστερα από αίτησή του.”

1. Οι παράγραφοι 2, 3, 4, 7 και 8 του άρθρου 78 του Κώδικα αντικαθίστανται ως ακολούθως:

“2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εδρεύει στο κατάστημα του Αρείου Πάγου. Συγκροτείται από ένδεκα μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στο βαθμό του αρεοπαγίτη, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προέδρου και εισαγγελέα εφετών, οπότε συγκροτείται από δεκαπέντε μέλη. Τακτικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και κατά περίπτωση εννέα ή δεκατρία μέλη που ορίζονται με κλήρωση. Δύο μέλη του Συμβουλίου είναι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στο Συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο πρόεδροι εφετών ή δύο εισαγγελείς εφετών, αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών προέδρων εφετών και εφετών ή εισαγγελέων και αντεισαγγελέων εφετών αντιστοίχως ή δύο εφέτες ή δύο αντεισαγγελείς εφετών αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών δικαστών ή εισαγγελέων με βαθμό κατώτερο του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών, που ορίζονται με κλήρωση. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

3. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης γίνεται από το πρώτο τμήμα του Αρείου Πάγου στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του Δεκεμβρίου μεταξύ των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του αρεοπαγίτη ή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου όταν αρχίζει η θητεία τους ως μελών του Συμβουλίου. Στην ίδια συνεδρίαση γίνεται η κλήρωση των χωρίς ψήφο προέδρων και εισαγγελέων εφετών και των εφετών και αντεισαγγελέων εφετών των εφετείων και των εισαγγελιών εφετών Αθηνών και Πειραιώς, από τους οποίους οι εφέτες και οι αντεισαγγελείς εφετών έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών όταν αρχίζει η θητεία τους, ως μελών του Συμβουλίου.

4. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση και ακολούθως τα σφαιρίδια τοποθετούνται στις οικείες κληρωτίδες. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση η κλήρωση διεξάγεται σε έξι στάδια και από ισάριθμες κληρωτίδες. Κατά το πρώτο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες δεκαέξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι επτά και ένδεκα πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Κατά το δεύτερο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου τέσσερα σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Με τον ίδιο τρόπο γίνεται ακολούθως η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι προέδρων εφετών, έξι εισαγγελέων εφετών, έξι εφετών και έξι αντεισαγγελέων εφετών από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τακτικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου και οι υπόλοιποι αναπληρωματικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου. Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσης. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη του τμήματος. Για όλα τα στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

7. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του πρώτου τμήματος του Αρείου Πάγου. Σε αυτή μετέχουν ομοιόβαθμοι των αντικαθισταμένων κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία και την κλήρωση εφαρμόζεται η παράγραφος 4. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια όσα είναι τα τακτικά ή τα αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμία άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.

8. Οταν απουσιάζουν, κωλύονται ή ελλείπουν ο Πρόεδρος ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, καλούνται ως μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Αν οι αναπληρωτές είναι τακτικά μέλη του συμβουλίου, αναπληρώνονται από αντίστοιχα αναπληρωματικά.”

2. Το εδάφιο με στοιχείο γ` του άρθρου 79 του Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“γ. Στην παράγραφο 9 προστίθεται το εξής εδάφιο:

“Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης μετέχουν ο Εισαγγελέας και οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στην ίδια Ολομέλεια, όταν πρόκειται για προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση, μετάταξη ή απόσπαση δικαστικών λειτουργών, μετέχουν χωρίς ψήφο οι πρόεδροι εφετών, οι εισαγγελείς εφετών, οι εφέτες ή οι αντεισαγγελείς εφετών που μετέχουν κατά περίπτωση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.”
Άρθρο 8

1. Οι παράγραφοι 2, 3, 4, 7 και 8 του άρθρου 78 του Κώδικα αντικαθίστανται ως ακολούθως:

“2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εδρεύει στο κατάστημα του Αρείου Πάγου. Συγκροτείται από ένδεκα μέλη, εκτός αν πρόκειται για προαγωγή στο βαθμό του αρεοπαγίτη, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προέδρου και εισαγγελέα εφετών, οπότε συγκροτείται από δεκαπέντε μέλη. Τακτικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου και κατά περίπτωση εννέα ή δεκατρία μέλη που ορίζονται με κλήρωση. Δύο μέλη του Συμβουλίου είναι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στο Συμβούλιο μετέχουν χωρίς ψήφο δύο πρόεδροι εφετών ή δύο εισαγγελείς εφετών, αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών προέδρων εφετών και εφετών ή εισαγγελέων και αντεισαγγελέων εφετών αντιστοίχως ή δύο εφέτες ή δύο αντεισαγγελείς εφετών αν πρόκειται για θέματα υπηρεσιακών μεταβολών δικαστών ή εισαγγελέων με βαθμό κατώτερο του εφέτη ή αντεισαγγελέα εφετών, που ορίζονται με κλήρωση. Οι μετέχοντες χωρίς ψήφο δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.

3. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης γίνεται από το πρώτο τμήμα του Αρείου Πάγου στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του Δεκεμβρίου μεταξύ των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του αρεοπαγίτη ή του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου όταν αρχίζει η θητεία τους ως μελών του Συμβουλίου. Στην ίδια συνεδρίαση γίνεται η κλήρωση των χωρίς ψήφο προέδρων και εισαγγελέων εφετών και των εφετών και αντεισαγγελέων εφετών των εφετείων και των εισαγγελιών εφετών Αθηνών και Πειραιώς, από τους οποίους οι εφέτες και οι αντεισαγγελείς εφετών έχουν τουλάχιστον δύο έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών όταν αρχίζει η θητεία τους, ως μελών του Συμβουλίου.

4. Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο προκειμένου να τοποθετηθούν στα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου, τα ονόματα των μελών των δικαστηρίων και των εισαγγελιών που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα συμμετοχής στην κλήρωση και ακολούθως τα σφαιρίδια τοποθετούνται στις οικείες κληρωτίδες. Κατά τη δημόσια συνεδρίαση η κλήρωση διεξάγεται σε έξι στάδια και από ισάριθμες κληρωτίδες. Κατά το πρώτο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες δεκαέξι σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων, από τους οποίους οι επτά και ένδεκα πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Κατά το δεύτερο στάδιο ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα με τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου τέσσερα σφαιρίδια με τα ονόματα των κληρωθέντων από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν τα τακτικά και οι υπόλοιποι τα αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου. Με τον ίδιο τρόπο γίνεται ακολούθως η κλήρωση από τις οικείες κληρωτίδες έξι προέδρων εφετών, έξι εισαγγελέων εφετών, έξι εφετών και έξι αντεισαγγελέων εφετών από τους οποίους οι δύο πρώτοι κατά τη σειρά της κλήρωσης αποτελούν κατά περίπτωση τακτικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου και οι υπόλοιποι αναπληρωματικά χωρίς ψήφο μέλη του συμβουλίου. Τα τακτικά μέλη αναπληρώνονται από τα αναπληρωματικά κατά τη σειρά της κλήρωσης. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος το οποίο επιδεικνύει στα λοιπά μέλη του τμήματος. Για όλα τα στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

7. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του πρώτου τμήματος του Αρείου Πάγου. Σε αυτή μετέχουν ομοιόβαθμοι των αντικαθισταμένων κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3, οι οποίοι δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Για τη διαδικασία και την κλήρωση εφαρμόζεται η παράγραφος 4. Ο πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια όσα είναι τα τακτικά ή τα αναπληρωματικά μέλη που αντικαθίστανται. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμία άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.

8. Οταν απουσιάζουν, κωλύονται ή ελλείπουν ο Πρόεδρος ή ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, καλούνται ως μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου οι νόμιμοι αναπληρωτές τους. Αν οι αναπληρωτές είναι τακτικά μέλη του συμβουλίου, αναπληρώνονται από αντίστοιχα αναπληρωματικά.”

2. Το εδάφιο με στοιχείο γ` του άρθρου 79 του Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“γ. Στην παράγραφο 9 προστίθεται το εξής εδάφιο:

“Στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ως δευτεροβάθμιο ανώτατο δικαστικό συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης μετέχουν ο Εισαγγελέας και οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Στην ίδια Ολομέλεια, όταν πρόκειται για προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση, μετάταξη ή απόσπαση δικαστικών λειτουργών, μετέχουν χωρίς ψήφο οι πρόεδροι εφετών, οι εισαγγελείς εφετών, οι εφέτες ή οι αντεισαγγελείς εφετών που μετέχουν κατά περίπτωση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, οι οποίοι δικαιούνται να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το κρινόμενο ζήτημα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας.”
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΥΣ
Άρθρο 9

1. Ο τίτλος του κεφαλαίου Α` του τέταρτου μέρους του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων (ν. 2812/2000 ΦΕΚ 67 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ”

2. Ο τίτλος και η παράγραφος 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίστανται ως εξής:

“Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια

1. Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι τα εξής:

α. Πενταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Αρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

β. Επταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον κρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

γ. Πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο σε κάθε εφετείο και σε κάθε διοικητικό εφετείο.

δ. Πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Αρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

ε. Επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον κρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.”

3. Ο τίτλος και οι παράγραφοι 1 έως και 5 του άρθρου 22 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίστανται ως εξής:

“Συγκρότηση δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων

1. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και τέσσερις συμβούλους Επικρατείας ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.

Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και έξι συμβούλους Επικρατείας ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.

2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εφετείου συγκροτείται από το νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, έναν εφέτη, έναν αντεισαγγελέα εφετών και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το υπηρεσιακό συμβούλιο διοικητικού εφετείου συγκροτείται από το νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο εφέτες και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

3. Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, δύο συμβούλους Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη. Αυτοί είναι υπάλληλοι του Συμβουλίου της Επικρατείας όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή υπάλληλοι των διοικητικών δικαστηρίων όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά υπάλληλο των διοικητικών δικαστηρίων.

Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν αρεοπαγίτη, έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη.

Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν αντεπίτροπο Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τέσσερις συμβούλους Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτήν.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, δύο αρεοπαγίτες, δύο αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν αντεπίτροπο Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

4. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων με ισάριθμους αναπληρωτές αναδεικνύονται με κλήρωση που γίνεται τον Ιούνιο κάθε έτους. Η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους και λήγει την 30ή Ιουνίου του επομένου. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία την οποία ορίζουν οι διατάξεις που ισχύουν για τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων και των διοικητικών εφετείων και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κληρώσεις μεταξύ όλων των εφετών που υπηρετούν στο εφετείο ή διοικητικό εφετείο και όλων των αντεισαγγελέων εφετών που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών. Αν οι υπηρετούντες δεν επαρκούν, αναδεικνύονται με την ίδια διαδικασία αντιστοίχως ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου πρόεδροι πρωτοδικών ή εισαγγελείς πρωτοδικών της εφετειακής περιφέρειας, εφόσον δε και αυτοί δεν επαρκούν, πρωτοδίκες ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών που υπηρετούν στην έδρα του εφετείου.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κλήρωση μεταξύ όλων των συμβούλων της Επικρατείας.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κλήρωση στην οποία μετέχουν αντιστοίχως όλοι οι αρεοπαγίτες ή οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κληρώσεις στις οποίες μετέχουν αντιστοίχως όλοι οι αρεοπαγίτες ή οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όλοι οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ή οι αντεπίτροποι Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Οσοι έχουν κληρωθεί ως μέλη πρωτοβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου δεν μπορεί να κληρωθούν ως μέλη του αντίστοιχου δευτεροβάθμιου συμβουλίου και αντιστρόφως.

Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο πρόεδρος του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου, καθώς και του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου ανώτατου δικαστηρίου αναπληρώνεται από τον αμέσως αρχαιότερό του αντιπρόεδρο του ανώτατου δικαστηρίου. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο πρόεδρος του επταμελούς δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου αναπληρώνεται από τον αμέσως νεότερό του αντιπρόεδρο. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου αναπληρώνεται από τον αμέσως αρχαιότερό του πρόεδρο εφετών και αν δεν υπηρετεί άλλος πρόεδρος εφετών, από τον αρχαιότερο εφέτη.

5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με εκλογές οι οποίες διεξάγονται με τη χρήση ενιαίου ψηφοδελτίου και με καθολική και μυστική ψηφοφορία. Εκλόγιμοι είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι με Α` και Β` βαθμό. Οταν πρόκειται να εκλεγούν ως μέλη υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου ή διοικητικού εφετείου πρέπει να υπηρετούν σε υπηρεσία της περιφέρειας του εφετείου. Οσοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν εκλεγεί ως μέλη πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου, δεν μπορεί να εκλεγούν ως μέλη του δευτεροβάθμιου και αντιστρόφως. Οι λεπτομέρειες διεξαγωγής των εκλογών και κάθε άλλο σχετικό θέμα ρυθμίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία μπορεί να καθορίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις εκλογιμότητας για τη διασφάλιση της αμεροληψίας των υπαλλήλων μελών των συμβουλίων.”

Σχετικό: αποφ. οικ.40290/2006 Γεν.Γραμματέα Υπ.Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 569 Β΄/2006)

4. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 22 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προστίθεται τελευταίο εδάφιο με το εξής περιεχόμενο:

“Οι αποφάσεις των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου λαμβάνονται ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο αντιστοίχως.”

5. Το άρθρο 23 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 23

Αρμοδιότητα δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων

1. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει σε πρώτο βαθμό για την παύση των δικαστικών υπαλλήλων λόγω βαρέος πειθαρχικού παραπτώματος, ασθένειας, αναπηρίας ή υπηρεσιακής ανεπάρκειας.

2. Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών δικαστικών συμβουλίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.

3. Το υπηρεσιακό συμβούλιο του εφετείου και του διοικητικού εφετείου επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό για κάθε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης και για τις πειθαρχικές υποθέσεις των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις γραμματείες δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειάς τους, καθώς και για την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων τμημάτων στις ίδιες γραμματείες.

4. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται:

α. Τα θέματα της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν στους υπαλλήλους της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. β. Η μετάθεση και η απόσπαση υπαλλήλων της γραμματείας των διοικητικών δικαστηρίων της Γενικής Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια από την περιφέρεια ενός διοικητικού εφετείου σε άλλη, η απόσπαση στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας και η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που αναφέρονται στο εδάφιο αυτό. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των διοικητικών εφετείων.

5. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Αρείου Πάγου υπάγονται: α. Τα θέματα της παραγράφου 3 που αφορούν τους υπαλλήλους του. β. Η μετάθεση και η απόσπαση υπαλλήλων της υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού και της γραμματείας της εισαγγελίας του, της υπηρεσίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους από την περιφέρεια ενός εφετείου σε άλλη ή στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή της εισαγγελίας του και η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που προβλέπονται στο εδάφιο αυτό. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων.

6. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης και οι πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας σε αυτό, καθώς και η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων οργανικών μονάδων.

7. Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των ανώτατων δικαστηρίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.

8. Αρμόδιο για τους υπαλλήλους της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι το υπηρεσιακό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.”

6. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 99 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προστίθεται τελευταίο εδάφιο με το εξής περιεχόμενο:

“Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου υπάγονται και όλα τα συναφή πειθαρχικά παραπτώματα.”

7. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 104 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων προστίθενται δύο εδάφια με το εξής περιεχόμενο:

“Πειθαρχική δίωξη μπορεί επίσης να ασκεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του ο υπάλληλος που διευθύνει τη γραμματεία δικαστηρίου ή την εισαγγελία ή το υποθηκοφυλακείο. Την αρμοδιότητα αυτή ασκούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι γενικοί συντονιστές.”

8. Οι όροι “δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο” και “πρωτοβάθμιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο” αντικαθίστανται από τους όρους “υπηρεσιακό ή δικαστικό συμβούλιο” και “πρωτοβάθμιο υπηρεσιακό ή δικαστικό συμβούλιο” στις ακόλουθες διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων:

-άρθρο 22 παρ. 6 και 11,

-άρθρο 22 παρ. 12,

-άρθρο 24 παρ. 1,

-άρθρο 86 παρ. 1,

-άρθρο 89 παρ. 2,

-άρθρο 89 παρ. 3,

-άρθρο 91 παρ. 1,

-άρθρο 99 παρ. 3 περ. β`,

-άρθρο 105 παρ. 2,

-άρθρο 107 παρ. 1.

Ο όρος “δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο” αντικαθίσταται από τον όρο “δικαστικό συμβούλιο” στις ακόλουθες διατάξεις του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων:

-άρθρο 65 παρ. 1,

-άρθρο 65 παρ. 3,

-άρθρο 65 παρ. 5,

-άρθρο 143 παρ. 1,

-άρθρο 143 παρ. 2,

-άρθρο 144 παρ. 1,

-άρθρο 144 παρ. 2 εδάφ. α`,

-άρθρο 144παρ. 2 εδάφ. γ`.

Ο ίδιος όρος παραμένει ως έχει στο άρθρο 149.

“Οπου αλλού στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων αναφέρεται ο όρος “δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο” αντικαθίσταται από τον όρο “υπηρεσιακό συμβούλιο”.

9. Για τα θέματα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3 του άρθρου 92 του Συντάγματος, οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων υπάγονται στα υπηρεσιακά και δικαστικά συμβούλια των υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών. Στα υπηρεσιακά συμβούλια που κρίνουν θέματα υπαλλήλων υποθηκοφυλακείων συμμετέχουν, αντί των υπαλλήλων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών, υπάλληλοι υποθηκοφυλακείων. Οι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 22 εφαρμόζονται αναλόγως για την εκλογή υπαλλήλων υποθηκοφυλακείων στα υπηρεσιακά συμβούλια των δικαστικών υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εκλογή αυτή. “Εάν ο αριθμός των υπαλλήλων των υποθηκοφυλακείων που υπηρετούν στην περιφέρεια εφετείου δεν επαρκεί για να διενεργηθούν εκλογές για την αναδειξη υπαλλήλων υποθηκοφυλακείων, ως μελών των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων, στα εν λόγω συμβούλια συμμετέχουν οι εκλεγμένοι υπαλληλοι των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών των αντίστοιχων εφετειακών περιφερειών.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.14 του άρθρου 59 του Ν.3160/2003 (Α΄ 165).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 10
Μεταβατικές διατάξεις

1. Η κλήρωση των άνευ ψήφου μελών των ανώτατων δικαστικών συμβουλίων της διοικητικής δικαιοσύνης και του ελεγκτικού συνεδρίου (άρθρα 67 παρ. 10 και 72 παρ. 3 του ν. 1756/1988, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους) και συνολικά η κλήρωση των μελών του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης (άρθρο 78 παρ. 3, 4 του ν. 1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του) γίνεται για πρώτη φορά κατά την πρώτη δημόσια συνεδρίαση του Α` τμήματος του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

2. Τα δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια δικαστικών υπαλλήλων που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξακολουθούν να λειτουργούν για τις υποθέσεις παύσεως δικαστικών υπαλλήλων μέχρι της συγκροτήσεως των νέων σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

3. Τα υπηρεσιακά συμβούλια συγκροτούνται το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων, που προβλέπονται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, όπως τροποποιείται με το νόμο αυτόν. Υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των δικαστικών (υπηρεσιακών) συμβουλίων που λειτουργούν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού κρίνονται από τα συμβούλια αυτά μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης.
Άρθρο 11

Το άρθρο 25 του ν. 2830/2000 “Κώδικας Συμβολαιογράφων” αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 25

Εισαγωγικός διαγωνισμός υποψηφίων συμβολαιογράφων

1. Η πλήρωση των κενών θέσεων συμβολαιογράφων γίνεται με πανελλήνιο διαγωνισμό, ο οποίος προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εντός του πρώτου τετραμήνου κάθε έτους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο διαγωνισμός διενεργείται στις έδρες των Εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης.

2. Στην προκήρυξη ορίζεται ο συνολικός αριθμός θέσεων που θα πληρωθούν σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια των Εφετείων της χώρας, με βάση τις κενές θέσεις που υπάρχουν δέκα (10) ημέρες πριν την ημέρα της έκδοσης της υπουργικής απόφασης, ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, η κατανομή των εφετειακών περιφερειών στα εξεταστικά κέντρα της παραγράφου 1, και κάθε άλλο θέμα σχετικό με το διαγωνισμό.

3. Κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί να είναι υποψήφιος μόνο για μία έδρα στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της προτίμησής του.

4. Για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης οι ακόλουθες επιτροπές:

α) πενταμελής κεντρική επιτροπή με έδρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία αποτελείται από: έναν (1) αρεοπαγίτη ως πρόεδρο, έναν (1) πρόεδρο εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Προϊστάμενο των υπηρεσιών του δικαστηρίου όπου υπηρετούν, έναν (1) καθηγητή Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών που ορίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης με τον αναπληρωτή του και τον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, ο οποίος ορίζει έναν συμβολαιογράφο Αθηνών ως αναπληρωτή του. Η επιτροπή αυτή έχει την ευθύνη επιλογής των θεμάτων στα εξεταζόμενα μαθήματα τα οποία είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους και της ασφαλούς μετάδοσής τους προς τα εξεταστικά κέντρα κατά τρόπο που θα διασφαλίζεται το αδιάβλητο των διαδικασιών.

β) τριμελής οργανωτική επιτροπή στην έδρα των εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελείται από έναν (1) πρόεδρο εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) εισαγγελέα εφετών και έναν (1) συμβολαιογράφο με τους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή αυτή έχει την ευθύνη της διενέργειας του διαγωνισμού, του ελέγχου των δικαιολογητικών των υποψηφίων και του αποκλεισμού υποψηφίου από το διαγωνισμό με αιτιολογημένη απόφασή της, εφόσον δεν συγκεντρώνει τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, και

γ) ομάδες βαθμολόγησης στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθεμία των οποίων αποτελείται από δύο (2) προέδρους Εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και έναν (1) συμβολαιογράφο και για τη βαθμολόγηση των γραπτών στις ξένες γλώσσες από καθηγητές Πανεπιστημίου ξένων γλωσσών, οι οποίες και έχουν την ευθύνη της βαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων. Οι συμβολαιογράφοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τη Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος.

5. Η συγκρότηση και λειτουργία των επιτροπών και των ομάδων βαθμολόγησης – αναβαθμολόγησης της παραγράφου 4, η γραμματειακή τους υποστήριξη και κάθε σχετική λεπτομέρεια θα καθοριστεί με την έκδοση της προβλεπόμενης υπουργικής απόφασης της παραγράφου 10 του παρόντος άρθρου.

6. Οι υποψήφιοι διαγωνίζονται σε θέματα:

α) Αστικού Δικαίου, β) Εμπορικού Δικαίου, γ) Πολιτικής Δικονομίας, δ) Κώδικα Συμβολαιογράφων, ε) Ειδικών νόμων της Οροφοκτησίας και κάθετης ιδιοκτησίας, του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, Δασικού Κώδικα, Φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων από οποιαδήποτε αιτία και τελών χαρτοσήμου, των νόμων για τη σύσταση και το σκοπό του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος, για τη διαδικασία κτηματογράφησης, για τη δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου και για τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου (του οργανωμένου συστήματος με το ν. 2664) και για τις συμβάσεις επί κινητών ή απαιτήσεων υποκειμένων σε δημοσιότητα και για τις συμβάσεις παροχής ασφάλειας (ν. 2884). Τα θέματα λαμβάνονται από την ύλη τη σχετική με τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου και η εξέταση των μαθημάτων γίνεται με συνθετική παρουσίαση πρακτικού θέματος και ερωτημάτων θεωρητικού χαρακτήρα. Οι υποψήφιοι εξετάζονται προαιρετικά σε μία έως δύο από τις ξένες γλώσσες αγγλική, γαλλική, γερμανική. Οι εξετάσεις όλων των μαθημάτων είναι μόνο γραπτές.

7. Τα γραπτά δοκίμια των υποψηφίων βαθμολογούνται από τρεις (3) βαθμολογητές. Η κλίμακα βαθμολογίας των γραπτών δοκιμίων ορίζεται από 0 έως 20. Ο μέσος όρος των τριών (3) βαθμολογητών για κάθε μάθημα αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στο μάθημα, εφόσον η απόκλιση από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη βαθμολογία δεν είναι μεγαλύτερη των τριών (3) μονάδων. Αν η απόκλιση αυτή είναι μεγαλύτερη, το γραπτό αναβαθμολογείται από τα μέλη της κεντρικής επιτροπής εξετάσεων. Ο τελικός βαθμός του γραπτού στην περίπτωση αναβαθμολόγησής του είναι ο μέσος όρος που προκύπτει από το βαθμό των αρχικών βαθμολογητών και των αναβαθμολογητών, αφού αφαιρεθούν ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος βαθμός. Η συνολική βαθμολογία του κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα των βαθμών των πέντε (5) μαθημάτων το οποίο προσαυξάνεται τόσες μονάδες, όσες αντιστοιχούν στο γινόμενο του βαθμού που πέτυχε ο υποψήφιος σε κάθε ξένη γλώσσα με συντελεστή 0,3. Ο βαθμός της ξένης γλώσσας λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της συνολικής βαθμολογίας σύμφωνα με τα ανωτέρω, εφόσον είναι ίσος ή μεγαλύτερος του δέκα (10). Από τους υποψηφίους διορίζονται σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια για την κάλυψη των κενών θέσεων της προκήρυξης με τη σειρά βαθμολογίας εκείνοι που σε κανένα μάθημα δεν έλαβαν βαθμό μικρότερο των δέκα (10) μονάδων.

Οι υποψήφιοι έχουν δικαίωμα να λάβουν γνώση των γραπτών δοκιμίων μέσα σε είκοσι ημέρες από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.

8. Σε περίπτωση ισοβαθμίας επιτυχόντων του ίδιου πίνακα διενεργείται κλήρωση. Μετά τη διαμόρφωση του τελικού πίνακα διορίζονται από αυτόν στις κενές θέσεις της προκήρυξης οι επιτυχόντες κατά φθίνουσα σειρά και μέχρι την πλήρωση όλων των κενών θέσεων.

9. Οι επιτυχόντες που καλούνται να διορισθούν οφείλουν, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης, να δηλώσουν ότι αποδέχονται το διορισμό τους στο Ειρηνοδικείο στο οποίο πέτυχαν και να προσκομίσουν μέσα στην ίδια προθεσμία τα απαραίτητα για το διορισμό τους δικαιολογητικά. Αν η παραπάνω προθεσμία παρέλθει άπρακτη, θεωρείται ότι αποποιήθηκαν το διορισμό τους.

10. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα θέματα που σχετίζονται με την προκήρυξη του διαγωνισμού, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και το χρόνο υποβολής τους, τον τρόπο ελέγχου των προσόντων των υποψηφίων και γενικά κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή του διαγωνισμού και τη σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και διοριζομένων.

11. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται:

α) ο τρόπος και το ύψος της αμοιβής των μελών της κεντρικής πενταμελούς επιτροπής,

β) η αμοιβή των μελών των λοιπών επιτροπών και των ομάδων βαθμολόγησης – αναβαθμολόγησης,

γ) τα εξέταστρα που προκαταβάλλονται από τους υποψηφίους στην αρμόδια Οργανωτική Επιτροπή για την κάλυψη μέρους των δαπανών του διαγωνισμού.”
Άρθρο 12

1. Το άρθρο 18 του ν. 2830/2000, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 32 παρ. 3 του ν. 2915/2001, αντικαθίσταται ως εξής:

“Αρθρο 18

Κάλυψη κενών θέσεων

Οι κενές θέσεις συμβολαιογράφων καλύπτονται με διαγωνισμό και με μετάθεση. Με μετάθεση καλύπτεται ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) των θέσεων κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας, που υπάρχουν μέχρι 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους και το υπόλοιπο ποσοστό με διαγωνισμό. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου θα καλυφθεί με μετάθεση το 50% των θέσεων.

Κατά τον υπολογισμό του ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%), εφόσον το υπόλοιπο είναι από 0,6 και άνω, θεωρείται ως ακέραιη μονάδα και κάτω από αυτό παραλείπεται. Αν οι κενούμενες θέσεις είναι μόνο δύο, η μία καλύπτεται με μετάθεση και η άλλη με διαγωνισμό. Αν υπάρχει μόνο μία κενή θέση, αυτή καλύπτεται με διαγωνισμό. Κατά την πρώτη εφαρμογή της διάταξης του προηγούμενου εδαφίου η μοναδική θέση θα καλυφθεί με μετάθεση. Οσες θέσεις παραμείνουν κενές για οποιονδήποτε λόγο καλύπτονται το επόμενο έτος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.”

2. Οι θέσεις συμβολαιογράφων που συστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 17 του ν. 2830/2000 θεωρούνται κενές την 31η Δεκεμβρίου 2001 και θα υπολογισθεί το κατά περίπτωση ποσοστό για τις μεταθέσεις του έτους 2002 σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

3. Η προβλεπόμενη από την παράγραφο 2 του άρθρου 110 του ν. 2830/2000 προθεσμία συντάξεως κώδικα συμβολαιογραφικής δεοντολογίας παρατείνεται για ένα έτος.

4. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 2830/2000 “Κώδικας Συμβολαιογράφων” προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Κατ` εξαίρεση, συμβολαιογράφος που παραιτήθηκε μπορεί να επαναδιοριστεί, με αίτησή του, εφόσον δεν έχει παρέλθει έτος από την αποδοχή της παραίτησής του και κατά τη στιγμή της υποβολής της αιτήσεως επαναδιορισμού υπάρχει μία τουλάχιστον κενή θέση στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου, όπου υπηρετούσε.”
Άρθρο 13
Εισαγωγικός διαγωνισμός άμισθων υποθηκοφυλάκων

1. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκηρύσσεται διαγωνισμός για την κάλυψη κενών θέσεων ειδικών Αμίσθων Υποθηκοφυλάκων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 53 παρ.1 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

2. Ο διαγωνισμός διενεργείται στην έδρα του Πρωτοδικείου Αθηνών από τις επιτροπές και τις ομάδες βαθμολόγησης – αναβαθμολόγησης των αριθμών 4 και 7 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου με την εξαίρεση της τριμελούς οργανωτικής επιτροπής του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Στην πενταμελή κεντρική επιτροπή ως πέμπτο μέλος μετέχει αντί του Προέδρου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, ο πρόεδρος της -εδρεύουσας στην Αθήνα- Ενωσης Αμισθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος, ο οποίος ορίζει έναν υποθηκοφύλακα, ως αναπληρωτή του. Στις τριμελείς Επιτροπές οι υποθηκοφύλακες ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από την εδρεύουσα στην Αθήνα Ενωση Αμισθων Υποθηκοφυλάκων Ελλάδος.

3 . Οι αριθμοί 3, 5 έως και 11 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου έχουν ανάλογη εφαρμογή.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρου 53 παρ.2 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

4. Ειδικός άμισθος υποθηκοφύλακας διορίζεται όποιος κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης έχει συμπληρώσει το 28ο έτος της ηλικίας του και δεν έχει υπερβεί το 42ο έτος και έχει ένα από τα επόμενα προσόντα:

α) διετή δικηγορική υπηρεσία προκειμένου περί θέσεως σε έδρα πρωτοδικείου ή άδεια δικηγόρου προκειμένου περί θέσεως εκτός έδρας Πρωτοδικείου,

β) υπηρεσία σε δικαστική θέση Ειρηνοδίκη και άνω,

γ) εξαετή υπηρεσία σε θέση συμβολαιογράφου ή ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα, με πτυχίο Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και

δ) πτυχίο Νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής και βαθμό Α`, Β` ή Γ` υπαλλήλου έμμισθου υποθηκοφυλακείου.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρου 53 παρ.2 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015. και τροποποιήθηκε παρ.3 Ν.4356/2015, ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

5. Σε κωμοπόλεις που έχουν πληθυσμό κάτω των πέντε χιλιάδων κατοίκων εκτός έδρας Πρωτοδικείου μπορεί να διορισθεί ειδικός άμισθος υποθηκοφύλακας και πτυχιούχος του νομικού Τμήματος Νομικής Σχολής ή Τμήματος Πολιτικών και Οικονομικών επιστημών των Πανεπιστημίων της χώρας ή ισοτίμων της αλλοδαπής.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρου 53 παρ.2 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

7. Η διαδικασία πλήρωσης θέσεων άμισθων υποθηκοφυλάκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.δ. 19/23.7.1941 “περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίο κείμενο των διατάξεων των α.ν. 434/1937, 1933/1933, 2182/1940 και 3532/1940 “περί οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων του Κράτους” όπως αυτό ισχύει σήμερα, ματαιώνεται και η σχετική με αριθμ. 58861/12.4.2001 προκήρυξη καταργείται. Οι υποψήφιοι που συμμετείχαν για την πλήρωση θέσεων σύμφωνα με την καταργούμενη προκήρυξη δικαιούνται κατ` εξαίρεση να συμμετέχουν στον πρώτο μετά την ισχύ του παρόντος διαγωνισμό, σύμφωνα με το προϊσχύον όριο ηλικίας.

Σημ.: όπως ηπαράγραφος 7 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 53 παρ.2 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.
Άρθρο 14

1. Οι υποπεριπτώσεις 1γ`, 1 ε` και 1 στ` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1017/1971 αντικαθίστανται ως εξής:

“1γ) για τη διαμόρφωση και τον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος τα δικαστικά καταστήματα χώρου, συμπεριλαμβανομένων και των δημοτικών και κοινοτικών οδών και πλατειών, καθώς και για τον εφοδιασμό των δικαστικών υπηρεσιών και υποθηκοφυλακείων του Κράτους με τα απαραίτητα έντυπα, προμήθεια χάρτου, γραφική ύλη, αναλώσιμα υλικά για την εξυπηρέτηση του μηχανογραφικού και λοιπού εξοπλισμού”.

“1ε) για την αντιμετώπιση των δαπανών μεταστέγασης των δικαστικών υπηρεσιών, καθώς και των δαπανών ανάθεσης σε ιδιώτες του έργου καθαριότητας και των μέτρων φύλαξης και ασφαλείας των δικαστικών κτιρίων” και

“1στ) α) για τη μεταβίβαση πιστώσεων με τη μορφή επιχορήγησης στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. για έργα που εκτελούνται και εμπίπτουν στους σκοπούς αυτού του νομοθετικού διατάγματος και β) για την αντιμετώπιση των δαπανών εξοπλισμού με πάσης φύσεως αναγκαίο υλικό των εποπτευόμενων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης Ν.Π.Δ.Δ. και τη συντήρηση των κτιρίων αυτών”.

2. Τα εδάφια γ` και δ` της παραγράφου 1 και το εδάφιο γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 2943/2001 έχουν εφαρμογή επί εκείνων, οι πράξεις των οποίων τελέστηκαν από τη δημοσίευση του παραπάνω νόμου (12.9.2001) και εφεξής.
Άρθρο 15

Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντιβαίνει στο νόμο αυτόν ή ανάγεται σε θέματα ρυθμιζόμενα από αυτόν καταργείται.
Άρθρο 16
Εναρξη ισχύος

Με την επιφύλαξη διαφορετικής ρύθμισης στον παρόντα νόμο, η ισχύς αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 22 Μαρτίου 2002

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤIΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΑΚΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Κ. ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ KΟΙNΩNΙΚΩN ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Π. ΕΥΘΥΜΙΟΥ Δ. ΡΕΠΠΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Φ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ Ε. ΒΕΝΙΙΕΛΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 22 Μαρτίου 2002

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ Φ. ΠΕΤΣΑΛΝΙΚΟΣ