ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2943 ΦΕΚ Α` 203/12.9.2001

Εκτιση ποινών εμπόρων ναρκωτικών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΕΚΤΙΣΗ ΠΟΙΝΩΝ ΕΜΠΟΡΩΝ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ
Άρθρο 1

Στο ν. 1729/1987 “Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκε, προστίθεται άρθρο 19Α που έχει ως εξής:

“Αρθρο 19Α

Οσοι καταδικάσθηκαν για παράβαση του νόμου αυτού σε ποινή κάθειρξης μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης, εφόσον έχουν εκτίσει, προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, τα τέσσερα πέμπτα της ποινής τους και προκειμένου για ισόβια κάθειρξη, τουλάχιστον είκοσι πέντε έτη. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται. Στον κατά το πρώτο εδάφιο κατάδικο δεν μπορεί να χορηγηθεί η υπό όρο απόλυση, αν δεν έχει παραμείνει στο σωφρονιστικό κατάστημα για χρονικό διάστημα, προκειμένου για πρόσκαιρη κάθειρξη, ίσο με τα δύο τρίτα της ποινής που του επιβλήθηκε και, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης, είκοσι ετών.”
Άρθρο 2

1. Η διάταξη υπό στοιχείο (1) της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999) τροποποιείται ως εξής:

“(1) Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Κατ` εξαίρεση, σ` αυτόν που καταδικάσθηκε σε ποινή κάθειρξης για παράβαση του ν. 1729/1987 “Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκε, τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα έτος. Σε περίπτωση που ο κατάδικος αυτός εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση του πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον δέκα έτη. Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρηση τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, απαιτείται ο εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας κατάδικος να έχει εκτίσει το ένα τρίτο τουλάχιστον του κατώτατου ορίου που έχει ορισθεί.”

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 56 του Σωφρονιστικού Κώδικα τροποποιείται ως εξής:

“1. Η τακτική άδεια διαρκεί από μία έως πέντε ημέρες, στις οποίες συνυπολογίζονται οι Κυριακές και οι αργίες. Εφόσον ο κατάδικος έχει ήδη εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής του, και σε περίπτωση ποινής ισόβιας κάθειρξης δώδεκα έτη, η διάρκεια της άδειας μπορεί να αυξάνεται έως τις οκτώ ημέρες, οι οποίες υπολογίζονται όπως ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο. Κατ` εξαίρεση, στην περίπτωση καταδίκης σε ποινή κάθειρξης για παράβαση του ν. 1729/1987 “Καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις”, όπως τροποποιήθηκε, η διάρκεια της άδειας μπορεί να αυξάνεται έως τις οκτώ ημέρες, οι οποίες υπολογίζονται κατά τις προηγούμενες προβλέψεις, εφόσον ο κατάδικος έχει ήδη εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το μισό της ποινής του και σε περίπτωση ποινής ισόβιας κάθειρξης δεκαπέντε έτη. Η συνολική διάρκεια των αδειών ενός καταδίκου δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα ημέρες το έτος.”

Σχετικό: παρ.2 άρθρ.14 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΚΑΝΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Άρθρο 3

1. Τα χρηματικά ποσά σε δραχμές που αναγράφονται σε υφιστάμενες διατάξεις νόμων, νομοθετικών, βασιλικών και προεδρικών διαταγμάτων, αποφάσεων ή άλλων κανονιστικών πράξεων, οι οποίες ρυθμίζουν θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετατρέπονται σε ευρώ και στρογγυλοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/1997 του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 και του άρθρου 2 του ν. 2842/2000 (ΦΕΚ 207 Α`).

2. Τα χρηματικά ποσά σε Ecu που αναγράφονται σε υφιστάμενες διατάξεις νόμων, προεδρικών διαταγμάτων, αποφάσεων ή άλλων κανονιστικών πράξεων, οι οποίες ρυθμίζουν θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετατρέπονται αυτοδικαίως σε ευρώ με βάση την ισοτιμία ευρώ προς Ecu που καθορίζεται στο άρθρο 2 του ανωτέρω Κανονισμού.
Άρθρο 4

Στις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου περιλαμβάνονται ιδίως οι ισχύουσες κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος διατάξεις του Αστικού, Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Εμπορικού Νόμου, Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, Κώδικα διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας (π.δ. 18/1989) και του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980), με τις οποίες, μεταξύ άλλων, καθορίζονται:

α) Η καθ` ύλην αρμοδιότητα των πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου.

β) Το ύψος των χρηματικών ποινών και διοικητικών προστίμων, καθώς και των τιμών μετατροπής των στερητικών της ελευθερίας ποινών σε χρηματικές ποινές.

γ) Η παράσταση διαδίκου με ή χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο ενώπιον συγκεκριμένου δικαστηρίου ανάλογα με το ύφος του χρηματικού αντικειμένου της διαφοράς.

δ) Η δικαστική δαπάνη, καθώς και τα ποσά των δικαστικών τελών, ενσήμων και παραβόλων που απαιτούνται για την παραδεκτή άσκηση ενδίκου βοηθήματος ή μέσου.

ε) Πρόστιμα επιβαλλόμενα από ανεξάρτητες διοικητικές αρχές.
Άρθρο 5

Οπου σε διάταξη της παραπάνω νομοθεσίας αναγράφεται ποσό σε δραχμές, το ποσό σε ευρώ που προκύπτει μετά από τη μετατροπή των δραχμών σε ευρώ αναπροσαρμόζεται ως εξής:

1. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μικρότερο του 1 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται προς τα πάνω ή προς τα κάτω στο πλησιέστερο εκατοστό της μονάδας ευρώ (λεπτό – cent). Αν το τρίτο δεκαδικό φηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ ισούται με τον αριθμό 5, η αναπροσαρμογή γίνεται στο πλησιέστερο ανώτερο εκατοστό της μονάδας ευρώ.

2. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο του 1 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 10 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάδα λεπτών (cent) αναλόγως του αν το δεύτερο δεκαδικό φηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο του αριθμού 5. Αν το δεύτερο δεκαδικό φηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ ισούται με τον αριθμό 5, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη δεκάδα λεπτών (cent).

3. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 10 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 100 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη μονάδα ευρώ, αναλόγως του αν το πρώτο δεκαδικό ψηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο του αριθμού 5. Αν το πρώτο δεκαδικό φηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ ισούται με τον αριθμό 5, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη μονάδα ευρώ.

4. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 100 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάδα ευρώ αναλόγως του αν το τελευταίο ακέραιο φηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερο ή μικρότερο του αριθμού 5. Στην περίπτωση που το προκύπτον ποσό σε ευρώ περιλαμβάνει και δεκαδικά φηφία το ποσό αυτό θα αναπροσαρμόζεται πρώτα στην πλησιέστερη προς τα πάνω ή προς τα κάτω μονάδα ευρώ και ακολούθως, αν συντρέχει περίπτωση, θα αναπροσαρμόζεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο. Αν το τελευταίο ακέραιο φηφίο του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ ισούται με τον αριθμό 5, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη δεκάδα ευρώ.

5. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 1.000 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη εκατοντάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα δύο τελευταία ακέραια φηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 50. Αν τα δύο τελευταία ακέραια φηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι ίσα με τον αριθμό 50, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη εκατοντάδα ευρώ.

6. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 10.000 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη χιλιάδα ευρώ αναλόγως του αν τα τρία τελευταία ακέραια φηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 500.

Αν τα τρία τελευταία ακέραια φηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι ίσα με τον αριθμό 500, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη χιλιάδα ευρώ.

7. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο α- των 100.000 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 1.000.000 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα τέσσερα τελευταία ακέραια φηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα του αριθμού 5.000. Αν τα τέσσερα τελευταία ακέραια φηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι ίσα με τον αριθμό 5.000, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη δεκάκις χιλιάδα ευρώ.

8. Αν το προκύπτον ποσό σε ευρώ είναι μεγαλύτερο των 1.000.000 ευρώ και δεν υπερβαίνει τα 10.000.000 ευρώ, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη ή κατώτερη εκατοντάκις χιλιάδα ευρώ, αναλόγως του αν τα πέντε τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι ανώτερα ή κατώτερα του αριθμού 50.000. Αν τα πέντε τελευταία ακέραια ψηφία του προκύπτοντος ποσού σε ευρώ είναι ίσα με τον αριθμό 50.000, η αναπροσαρμογή γίνεται στην πλησιέστερη ανώτερη εκατοντάκις χιλιάδα ευρώ.

9. Κατ` ανάλογο τρόπο αναπροσαρμόζονται τα προκύπτοντα ποσά που κυμαίνονται: α) από 10.000.001 έως 100.000.000 ευρώ, β) από 100.000.001 έως 1.000.000.000 ευρώ, γ) από 1.000.000.001 έως 100.000.000.000 ευρώ κ.ο.κ..
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΤΜΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ
Άρθρο 6

Για τους σκοπούς του άρθρου 91 του Κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 20ής Δεκεμβρίου 1993 για το κοινοτικό σήμα συνιστώνται στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης ειδικά τμήματα, ως πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια δικαστήρια κοινοτικών σημάτων, τα οποία ασκούν όλες τις αρμοδιότητες που ανατίθενται με τον Κανονισμό αυτόν στα δικαστήρια κοινοτικών σημάτων.
Άρθρο 7

1. Για την εκδίκαση των υποθέσεων κοινοτικών σημάτων από τον Κανονισμό (ΕΚ) 40/94 εκτείνεται η κατά τόπον αρμοδιότητα: α) του ειδικού τμήματος κοινοτικών σημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών στις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κέρκυρας, Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών και Πειραιώς και β) του ειδικού τμήματος κοινοτικών σημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης, στις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Ιωαννίνων και Λάρισας.

2. Για τον καθορισμό της καθ` ύλην αρμοδιότητας εφαρμόζονται οι διατάξεις του εσωτερικού δικαίου.
Άρθρο 8

1. Υποθέσεις που υπάγονται στο τμήμα κοινοτικών σημάτων και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου παραπέμπονται στο τμήμα κοινοτικών σημάτων.

2. Υποθέσεις που δεν υπάγονται στο τμήμα κοινοτικών σημάτων και εισάγονται σε αυτό, μπορεί να δικασθούν από το τμήμα αυτό ή να παραπεμφθούν στο αρμόδιο τμήμα.

3. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 46 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Άρθρο 9

1. Τα τμήματα κοινοτικών σημάτων εκδικάζουν επίσης τις υποθέσεις που αναφέρονται σε διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πιστοποιητικά υποδείγματος χρησιμότητας, μεταφορά τεχνολογίας, τοπογραφίες προϊόντων ημιαγωγών και συμπληρωματικά πιστοποιητικά προστασίας, βιομηχανικά σχέδια και υποδείγματα και εν γένει όλες τις υποθέσεις εφευρέσεων που υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών

2. Οι διατάξεις των άρθρων 7 και 8 εφαρμόζονται αναλόγως.
Άρθρο 10

1. Τα τμήματα κοινοτικών σημάτων των Πρωτοδικείων και Εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, εφόσον τα δικαστήρια αυτά είναι κατά τόπον αρμόδια σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, εκδικάζουν και τις υποθέσεις εθνικών σημάτων.

2. Στα τμήματα κοινοτικών σημάτων, εφόσον είναι κατά τόπον αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, μπορεί να εισαχθούν επίσης για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις του εμπορικού δικαίου, εάν κατά την κρίση του δικαστή ή του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο το απαιτούν οι υπηρεσιακές ανάγκες.

3. Στα τμήματα κοινοτικών σημάτων τοποθετούνται κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στο δίκαιο των σημάτων και ιδίως των κοινοτικών, στο δίκαιο των εφευρέσεων και γενικότερα στο εμπορικό δίκαιο.
Άρθρο 11

Οι διατάξεις του κεφαλαίου αυτού εφαρμόζονται στις υποθέσεις εκείνες, για τις οποίες το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 12
Σύσταση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία “ΕΠΑΝΟΔΟΣ”

Η παράγραφος 2 του άρθρου 81 του Σωφρονιστικού Κώδικα (ν. 2776/1999, ΦΕΚ 291 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των αρμόδιων Υπουργών, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου Φυλακών (Κ.Ε.Σ.Φ.), συνιστάται νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα με την επωνυμία “ΕΠΑΝΟΔΟΣ”, που εποπτεύεται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Σκοπός του νομικού προσώπου είναι η επαγγελματική κατάρτιση φυλακισμένων και αποφυλακιζομένων, η αποκατάσταση, η οικονομική συμπαράσταση και η προετοιμασία και προώθηση της εν γένει κοινωνικής επανένταξής τους. Στο ίδιο προεδρικό διάταγμα καθορίζονται τα σχετικά με τη διοίκηση, την οργάνωση, το προσωπικό, τους πόρους και τη λειτουργία του νομικού προσώπου “ΕΠΑΝΟΔΟΣ”. Μέχρι την έκδοση του παραπάνω προεδρικού διατάγματος, το έργο του νομικού προσώπου ασκείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης.”
Άρθρο 13
Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας “ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.”

Η περίπτωση δ` της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, όπως η περίπτωση αυτή αντικαταστάθηκε από την περίπτωση δ` της παραγράφου 15 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997, και όπως το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης αυτής αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 36 του ν. 2915/2001, αντικαθίσταται ως εξής:

“δ. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρίας είναι επταμελές. Ο πρόεδρος και τα έξι μέλη, τα τελευταία με τους αναπληρωτές τους, ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο πρόεδρος αναπληρώνεται από το επόμενο, κατά σειρά αναγραφής των ονομάτων στην απόφαση διορισμού, μέλος. Με την απόφαση ορισμού του Διοικητικού Συμβουλίου ανατίθενται στον πρόεδρο ή σε ένα από τα μέλη ή σε τρίτον καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου. Πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος και μέλη ορίζονται με τετραετή θητεία και ανακαλούνται ελεύθερα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η θητεία τους αρχίζει ή λήγει, αντιστοίχως, από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης διορισμού ή ανάκλησης τους και μπορεί να παρατείνεται ή να ανανεώνεται με την ίδια διαδικασία. Ο πρόεδρος, τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τακτικά και αναπληρωματικά, και ο διευθύνων σύμβουλος πρέπει να διαθέτουν την απαιτούμενη για τη θέση τους εμπειρία και κύρος, ώστε να μπορούν να προωθήσουν τους σκοπούς της εταιρίας, να μην είναι συμβεβλημένα με αυτήν ή να μην έχουν εξαρτημένη σχέση με πρόσωπα που είναι συμβεβλημένα με αυτήν και να μην παρέχουν οποιασδήποτε φύσεως υπηρεσίες σε επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται ή έχουν τους ίδιους ή παρεμφερείς σκοπούς ή δραστηριότητες με τους σκοπούς ή τις δραστηριότητες της εταιρίας. Στο Διοικητικό Συμβούλιο διορίζεται ένας τουλάχιστον εκπρόσωπος του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. Γραμματέας του Δ.Σ. ορίζεται με απόφαση του υπάλληλος της εταιρίας. Οι αποδοχές του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου και η αποζημίωση των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Οι τυχόν μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι που διορίζονται ως μέλη του Δ.Σ. λαμβάνουν αποζημίωση κατά συνεδρίαση, που καθορίζεται με την ίδια απόφαση. Το Διοικητικό Συμβούλιο βρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν παρίστανται τουλάχιστον πέντε (5) μέλη του και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Η Γενική Συνέλευση της εταιρίας αποφασίζει για τις τροποποιήσεις του καταστατικού, οι οποίες εγκρίνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων και Δικαιοσύνης.”
Άρθρο 14
Παράταση προθεσμίας εξωτερικής φρούρησης φυλακών

Η προθεσμία της παραγράφου 2 του άρθρου 51 του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α`) παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001.
Άρθρο 15
Μετάθεση έναρξης ισχύος του Κεφαλαίου Α` του ν. 2915/2001

Ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του Κεφαλαίου Α` του ν. 2915/2001 (ΦΕΚ 109 Α`), που είχε προβλεφθεί από τα άρθρα 22 και 38 του νόμου αυτού για τις 16 Σεπτεμβρίου 2001, μετατίθεται στην 1η Ιανουαρίου 2002. Η προθεσμία επίδοσης της αγωγής του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του ίδιου νόμου παρατείνεται έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2001.
Άρθρο 16

1. Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης (θεωρητικής εκπαίδευσης) της φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δικαστών οι εκπαιδευόμενοι βαθμολογούνται με βαθμό προόδου, χωριστά από καθέναν από τους διδάσκοντες, στα κύρια μαθήματα, τις ξένες γλώσσες και την πληροφορική. Ο τελικός βαθμός προόδου αποτελείται από το μέσο όρο των επί μέρους βαθμών προόδου όλων των διδασκόντων. Ο συνολικός βαθμός που λαμβάνει κάθε εκπαιδευόμενος και με βάση τον οποίο καθορίζεται η σειρά του στην επετηρίδα εξευρίσκεται με το συνυπολογισμό: α) του βαθμού που αυτός έλαβε κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή, β) του τελικού βαθμού προόδου, όπως ορίζεται στα προηγούμενα εδάφια και γ) του βαθμού που ο εκπαιδευόμενος έλαβε κατά τις γραπτές και προφορικές εξετάσεις μετά το πέρας της πρώτης φάσης (θεωρητικής εκπαίδευσης). Το άθροισμα των βαθμών αυτών διαιρείται με τον αριθμό τρία. Η πρακτική άσκηση των εκπαιδευομένων βαθμολογείται με τους χαρακτηρισμούς επιτυχής ή ανεπιτυχής. Αν η άσκηση χαρακτηρισθεί ανεπιτυχής, ο εκπαιδευόμενος είναι υποχρεωμένος να παρακολουθήσει εκ νέου την εκπαίδευση στη σχολή με την επόμενη σειρά εκπαιδευομένων. Η πρώτη φάση (θεωρητική εκπαίδευση) διαρκεί από 1ης Απριλίου του έτους εισαγωγής στη σχολή μέχρι 15 Μαρτίου του επόμενου έτους. Στο δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου διενεργούνται στην έδρα της σχολής οι εξετάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2236/1994, όπως ισχύει σήμερα. Η δεύτερη φάση της εκπαίδευσης (πρακτική άσκηση) διαρκεί από 1ης Απριλίου μέχρι 31 Ιουλίου. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής διέπουν και τη σειρά εκπαιδευομένων που φοιτά από 3 Μαίου 2001 στην Εθνική Σχολή Δικαστών.

2. Η θητεία των προσώπων, τα οποία στελεχώνουν τις ανεξάρτητες διοικητικές Αρχές που προβλέπονται από το Σύνταγμα, παρατείνεται μετά την κατά τις οικείες διατάξεις λήξη της μέχρις ότου επιλεγούν και διορισθούν τα νέα μέλη των αρχών αυτών, με τη διαδικασία που προβλέπει η παράγραφος 2 του άρθρου 101 Α του Συντάγματος.

3. Στο άρθρο 229 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του ν. 2915/2001, προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:

“3. Ενώπιον του Ειρηνοδικείου, η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα ημέρες και αν ο διάδικος που καλείται ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής, εξήντα ημέρες πριν από τη συζήτηση.”
Άρθρο 17

1. Οι παράγραφοι 1, 2, 5 και 6 του άρθρου 77 του ν. 756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών προάγεται πρωτοδίκης με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο πρωτοδικών, πρωτοδίκης με δώδεκα έτη υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου πρωτοδικών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως πρωτοδίκης. Την πρωσοποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου πρωτοδικών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών – παρέδρων πρωτοδικείου.

2. Σε εισαγγελέα πρωτοδικών προάγεται αντεισαγγελέας πρωτοδικών με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας αντεισαγγελέα, στην οποία υπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου εισαγγελίας. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε εισαγγελέα πρωτοδικών, αντεισαγγελέας με δώδεκα έτη υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση εισαγγελέα πρωτοδικών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως αντεισαγγελέας πρωτοδικών. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση εισαγγελέα πρωτοδικών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των αντεισαγγελέων πρωτοδικών – παρέδρων εισαγγελίας.

5. Σε πρόεδρο εφετών προάγεται εφέτης που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο εφετών, εφέτης με δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου εφετών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως εφέτης. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου εφετών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των εφετών.

6. Σε εισαγγελέα εφετών προάγεται αντεισαγγελέας εφετών που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως αντεισαγγελέας εφετών ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως αντεισαγγελέας εφετών και εισαγγελέας πρωτοδικών. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε εισαγγελέα εφετών, αντεισαγγελέας με δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του αντεισαγγελέα εφετών, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση εισαγγελέα εφετών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως αντεισαγγελέας εφετών. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση εισαγγελέα εφετών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των αντεισαγγελέων εφετών.”

2. Οι παράγραφοι 1 και 3 του άρθρου 66 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Σε πρόεδρο πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται πρωτοδίκης με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας πρωτοδίκη, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του παρέδρου πρωτοδικείου. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο πρωτοδικών, πρωτοδίκης διοικητικών δικαστηρίων με δώδεκα έτη υπηρεσίας κατά τα ανωτέρω, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου πρωτοδικών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως πρωτοδίκης. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου πρωτοδικών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών – παρέδρων πρωτοδικείου.

3. Σε πρόεδρο εφετών διοικητικών δικαστηρίων προάγεται εφέτης διοικητικών δικαστηρίων που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως εφέτης ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως εφέτης και πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων. Σε περίπτωση που δεν έχει προαχθεί ακόμη σε πρόεδρο εφετών, εφέτης διοικητικών δικαστηρίων με δέκα έτη υπηρεσίας στο βαθμό του εφέτη, τότε αυτός προάγεται σε προσωποπαγή θέση προέδρου εφετών, με μεταφορά της οργανικής θέσης που κατείχε ως εφέτης. Την προσωποπαγή αυτή θέση διατηρεί μέχρις ότου κενωθεί οργανική θέση προέδρου εφετών, την οποία καταλαμβάνει αυτοδικαίως, οπότε η προσωποπαγής θέση επανέρχεται επίσης αυτοδικαίως στις οργανικές θέσεις των εφετών.”

3. Οι διατάξεις των εδαφίων τέταρτου και πέμπτου υπό στοιχείο δ` της παραγράφου 9 του άρθρου 3 του ν. 2479/1997, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 5 του άρθρου 16 του ν. 2521/1997, εφαρμόζονται αναλόγως και για τους προέδρους εφετών και τους εφέτες των πολιτικών και ποινικών και των διοικητικών δικαστηρίων, τους προέδρους πρωτοδικών και τους πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων, τους εισαγγελείς και τους αντεισαγγελείς εφετών και τους εισαγγελείς και τους αντεισαγγελείς πρωτοδικών αντιστοίχως.

4. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου αρχίζει από την 1.1.2002.
Άρθρο 18
Εναρξη ισχύος

Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 4 του προηγούμενου άρθρου, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 12 Σεπτεμβρίου 2001

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ ΚΑΙ ΟIKΟNΟMΙKΩN ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Κ. ΛΑΛΙΩΤΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους,

Αθήνα, 12 Σεπτεμβρίου 2001

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Μ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ