ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 2836 ΦΕΚ Α΄ 168/24.7.2000
Συμπλήρωση της νομοθεσίας για την Κεφαλαιαγορά, ρυθμίσεις θεμάτων Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου (Κ.Ε.Δ.), ασφαλιστικών αποζημιώσεων, Φ.Π.Α., επενδυτικού χρυσού και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμου που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Άρθρο 1
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1.11.2007 με το άρθρο 85 παρ.1 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.

1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών μπορεί:
α. Να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των εταιριών που έχουν εισαγάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών να υποβάλλουν τις προβλεπόμενες στο Π.Δ. 360/1985 οικονομικές καταστάσεις και να ορίζονται επιπλέον υποχρεώσεις για γνωστοποίηση στοιχείων σχετικών με την κατάσταση και την εξέλιξη της δραστηριότητας της εταιρίας.
β. Να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των εταιριών που έχουν εισαγάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, οι οποίες προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 5 του Π.Δ. 350/1985.
Σχετικό: το άρθρο 75 παρ.1 εδάφ.στ` Ν.3371/2005, ΦΕΚ Α 178/14.7.2005
γ. Να προβλέπεται, εκτός από τις υποχρεώσεις γνωστοποίησης του Π.Δ. 51/1992, και υποχρέωση προαναγγελίας, σε περίπτωση απόκτησης ή διάθεσης ορισμένων σημαντικών ποσοστών του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου και μετοχικού κεφαλαίου εταιριών που έχουν εισάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Στις περιπτώσεις αυτές καθορίζεται και η διαδικασία πραγματοποίησης αυτών των προαναγγελιών και ο τρόπος ελέγχου αυτών.
Σχετικό: παρ.6 άρθρ.21 Ν.3371/2005,ΦΕΚ 178/14.7.2005

2. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο της απαγόρευσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 του Π.Δ. 53/1992.
Σημ.: όπως η παρ.2 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 75 παρ.4 Ν.3371/2005, ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :Το ΠΔ 53/1992 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την παρ.1 άρθρ.33 Ν.3340/2005,ΦΕΚ Α 112/10.5.2005

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, εκδίδεται Κανονισμός Συμπεριφοράς των εταιριών που έχουν εισαγάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και των μελών των οργάνων διοίκησης αυτών με τον οποίο καθορίζονται, στο πλαίσιο των κανόνων της Κεφαλαιαγοράς, οι υποχρεώσεις που έχουν οι εταιρίες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μετόχων, ιδίως σε ό,τι αφορά την ίση μεταχείριση των μετόχων, οι υποχρεώσεις της εταιρίας για τη διασφάλιση διαφάνειας σχετικά με τη χρηματοοικονομική της κατάσταση, την απόδοση της, τη διοίκηση της και τη μετοχική της σύνθεση και οι υποχρεώσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των λοιπών οργάνων διοίκησης αυτής, τόσο έναντι της εταιρίας όσο και έναντι των μετόχων, και τα όργανα και η διαδικασία ελέγχου τήρησης αυτών των υποχρεώσεων.

4. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων:
α. Των αποφάσεων της παραγράφου 1 εδ. α΄ του παρόντος άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 7 του Π.Δ. 360/1985 κυρώσεις.
β. Των αποφάσεων της παραγράφου 1 εδ. β΄ του παρόντος άρθρου, του άρθρου 5 του Π.Δ. 350/1985 και του προβλεπόμενου στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου Κανονισμού Συμπεριφοράς εταιριών που έχουν εισαγάγει τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και των Οργάνων Διοίκησης αυτών, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στις εταιρίες ή/και στα μέλη Διοικητικού Συμβουλίου και λοιπά όργανα διοίκησης αυτών χρηματικό πρόστιμο που ανέρχεται από 1.000.000 έως 200.000.000 δραχμές.
γ. Των αποφάσεων της παραγράφου 1 εδ. γ΄ του παρόντος άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 14 του Π.Δ. 51/1992 κυρώσεις.
δ. Της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει τις προβλεπόμενες από το άρθρο 11 του Π.Δ. 53/1992 κυρώσεις.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ :Το ΠΔ 53/1992 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την παρ.1 άρθρ.33 Ν.3340/2005,ΦΕΚ Α 112/10.5.2005

5. Στο άρθρο 5 του Π.Δ. 350/1985 προστίθεται νέα παράγραφος 7 ως εξής:
«7. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται, με απόφαση του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να καθορίζει τρόπους και μέσα υποβολής στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών των καταστάσεων και ανακοινώσεων του παρόντος, όπου αυτή προβλέπεται, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων».

6. Μετά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 5 του Π.Δ. 360/1985 παρεμβάλλονται τα ακόλουθα εδάφια:
«Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών παρακολουθεί μόνο εάν οι εταιρίες τήρησαν τις υποχρεώσεις τους ως προς τη δημοσίευση των καταστάσεων σύμφωνα με το παρόν, ως προς την εμπρόθεσμη υποβολή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες του, καθώς κι εάν οι εν λόγω καταστάσεις περιέχουν τα πρόσθετα στοιχεία του άρθρου 4 του παρόντος. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται, με απόφαση του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να καθορίζει τρόπους και μέσα υποβολής των καταστάσεων του παρόντος, συμπεριλαμβανομένων των ηλεκτρονικών μέσων.»

Άρθρο 2
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1.11.2007 με το άρθρο 85 παρ.1 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με απόφαση του που λαμβάνεται εντός έξι (6) μηνών από την αίτηση, προκειμένου περί μετοχών που πρόκειται να εισαχθούν για πρώτη φορά στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή εντός τριών (3) μηνών από την αίτηση για εισαγωγή συμπληρωματικής σειράς μετοχών ύστερα από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, μπορεί να αναβάλλει κάθε φορά το πολύ μέχρι έξι (6) μήνες την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου, εφόσον κατά την κρίση του, αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ομαλής ροής της προσφοράς των νέων τίτλων στη χρηματιστηριακή αγορά. Σε περίπτωση αναβολής, το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται να εξαρτά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου ή της εισαγωγής των μετοχών από οποιοδήποτε όρο ή προϋπόθεση κρίνει απαραίτητο για την επικαιροποίηση των πληροφοριών και την ενημέρωση του επενδυτικού κοινού. Για αιτήσεις που έχουν ήδη υποβληθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά τη δημοσίευση του παρόντος, το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται, με απόφαση του που θα ληφθεί εντός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος, να αναβάλλει την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου, κατά τα προαναφερόμενα, ανεξαρτήτως εάν έχουν παρέλθει οι παραπάνω προθεσμίες.

2. Με απόφαση του, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναβάλλει κάθε φορά το πολύ μέχρι έξι (6) μήνες την έγκριση της δημόσιας εγγραφής στις περιπτώσεις εισαγωγής μετοχών που προέρχονται από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εταιριών των οποίων οι μετοχές πρόκειται να εισαχθούν ή έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, εφόσον κατά την κρίση αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της ομαλής ροής της προσφοράς των νέων τίτλων στη χρηματιστηριακή αγορά.

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, με απόφαση του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να εξαρτά την εξέταση και την έγκριση ενημερωτικού δελτίου ή την έγκριση εισαγωγής μετοχών που προέρχονται από αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εταιριών των οποίων μετοχές πρόκειται να εισαχθούν ή έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, από προϋποθέσεις, περιορισμούς και άλλες υποχρεώσεις, όπως χρονικούς περιορισμούς ως προς τη συχνότητα έγκρισης ενημερωτικών δελτίων από την ίδια εταιρία, καθώς και όρους ως προς το ύψος των κεφαλαίων που πρόκειται να αντληθούν και την πληρότητα της πληροφόρησης του επενδυτικού κοινού.

4. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, μπορεί να καθορίζονται όροι και υποχρεώσεις για τη χρηματιστηριακή συμπεριφορά των εταιριών, των μετόχων, των μελών του διοικητικού τους συμβουλίου ή άλλων οργάνων της διοίκησης τους μετά την αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου και σε σχέση με αυτή.

5. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του Π.Δ. 350/1985, όπως ισχύει, προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Η παραπάνω προθεσμία δεν ισχύει σε περίπτωση που το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών λάβει απόφαση για αναβολή της έγκρισης του σχετικού ενημερωτικού δελτίου, οπότε γνωστοποιείται στον αιτούντα η περί αναβολής απόφαση.»

6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να καθορίζονται όροι και προϋποθέσεις για την επαναδιαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετοχών που τελούν υπό αναστολή διαπραγμάτευσης για χρονικό διάστημα άνω των τριών (3) μηνών, όπως ενδεικτικά η υποβολή ενημερωτικού δελτίου σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Π.Δ. 348/1985, όπως ισχύει, και η ύπαρξη αναδόχου που θα υπογράφει από κοινού με την εκδότρια εταιρία το ενημερωτικό δελτίο σύμφωνα με το άρθρο 3α του Π.Δ. 350/1985, όπως ισχύει, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. Η απόφαση για την επαναδιαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών μετοχών που τελούν υπό αναστολή διαπραγμάτευσης για χρονικό διάστημα άνω των τριών (3) μηνών λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται να απορρίπτει την αίτηση για επαναδιαπραγμάτευση των υπό αναστολή μετοχών, αν κατά την κρίση του η κατάσταση της εκδότριας εταιρίας είναι τέτοια ώστε η επαναδιαπραγμάτευση θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον του επενδυτικού κοινού. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών δύναται να εξαρτά την επαναδιαπραγμάτευση των υπό αναστολή μετοχών από οποιοδήποτε ειδικό όρο που θα έκρινε αναγκαίο για την προστασία των επενδυτών και θα ανακοίνωνε στον αιτούντα.

Άρθρο 3

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 41 του Ν. 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως εξής:
«Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, καθώς και ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης Πιστωτικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, δεν φέρουν αστική ευθύνη από την κατάρτιση του πίνακα και την εν γένει πρόοδο της διαδικασίας αποζημιώσεων που αναφέρεται παραπάνω.»

2. Η απαλλαγή από την ευθύνη, σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 1, καλύπτει και περιπτώσεις για τις οποίες έχει ήδη ολοκληρωθεί η διαδικασία κατάρτισης του πίνακα αποζημιώσεων.

3. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το εν γένει προσωπικό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν υπέχουν αστική ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για πράξεις ή παραλείψεις τους κατά την άσκηση των προβλεπόμενων από την κείμενη νομοθεσία αρμοδιοτήτων τους. Κατ` εξαίρεση οι παραπάνω ευθύνονται, εφόσον δολίως προβαίνουν σε παραβίαση του χρηματιστηριακού απορρήτου, σε πράξεις χειραγώγησης της αγοράς ή σε κατάχρηση προνομιακών πληροφοριών που κατέχουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2  άρθρ.16 Ν.3483/2006,ΦΕΚ Α 169/7-8-2006.
Σημ.: όπως το ΠΔ 53/1992 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με την παρ.1 άρθρ.33 Ν.3340/2005,ΦΕΚ Α 112/10.5.2005

4. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 2533/1997.

Άρθρο 4
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1.11.2007 με το άρθρο 85 παρ.1 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.
Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται ειδικά προσόντα και ειδική διαδικασία πιστοποίησης για υπαλλήλους Εταιρειών Λήψης και Διαβίβασης Εντολών (Ε.Λ.Δ.Ε.) που είναι αρμόδιοι για τη λήψη και διαβίβαση των εντολών, καθώς και για υπαλλήλους Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) και Ανωνύμων Χρηματιστηριακών Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Χ.Ε.Π.Ε.Υ.) που είναι αρμόδιοι για την εκτέλεση εντολών, για την παροχή συμβουλών, για τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου πελατών των παραπάνω εταιριών ή για την ανάλυση των μετοχών και της αγοράς. Για το σκοπό αυτόν οι υπάλληλοι αυτοί οφείλουν να συμμετέχουν επιτυχώς σε σχετικές εξετάσεις που διενεργούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή από φορείς στους οποίους αναθέτει αυτή να διενεργούν υπό την εποπτεία της. Η εξεταστέα ύλη, η διαδικασία των εξετάσεων, τα μέλη εξεταστικής επιτροπής, η θέσπιση μεταβατικής περιόδου για τους ήδη υπηρετούντες υπαλλήλους, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μετά από εισήγηση των Διοικητικών Συμβουλίων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ.50 Ν.3283/2004 και με την παρ.1 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,    ΦΕΚ Α 178/14.7.2005

Άρθρο 5

1. Πέραν των προβλεπόμενων στα άρθρα 34 του Ν. 2324/1995, 3 του Ν. 2471/1997, 103 του Ν. 2533/1997 και 14 του Ν. 2733/1999 θέσεων προσωπικού, συνιστώνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Ε.Κ.) εξήντα πέντε (65) επιπλέον θέσεις που έχουν ως εξής:
α. Επτά (7) θέσεις μονίμων υπαλλήλων που κατανέμονται ως εξής:
δύο (2) θέσεις στον κλάδο ΠΕ Πληροφορικής με ειδίκευση στην επιστήμη των υπολογιστών,
δυο (2) θέσεις στον κλάδο ΔΕ Δακτυλογράφων – Στενογράφων, τρεις (3) θέσεις στον κλάδο ΥΕ Επιμελητών.
β. Σαράντα εννέα (49) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, από τις οποίες είκοσι οκτώ (28) θέσεις ελεγκτών, πέντε (5) θέσεις νομικών, δέκα (10) θέσεις οικονομολόγων και έξι (6) θέσεις ειδικών συμβούλων.
γ. Εννέα (9) θέσεις δικηγορών.

2. Προσόντα διορισμού στις παραπάνω θέσεις ορίζονται τα εξής:
α. Για τις θέσεις κλάδου ΠΕ Πληροφορικής ορίζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο 4 του Π.Δ. 194/1988, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά. Για την πλήρωση των υπολοίπων θέσεων μονίμων υπαλλήλων, τα προβλεπόμενα αντίστοιχα στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 35 του Ν. 2324/1995.
β. Για τις θέσεις του ειδικού επιστημονικού προσωπικού που προσλαμβάνονται ως νομικοί και οικονομολόγοι, απαιτούνται τα προσόντα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 1943/1991, όπως αυτό κάθε φορά ισχύει. Για την πλήρωση των υπόλοιπων θέσεων του ειδικού επιστημονικού προσωπικού απαιτούνται τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 5, 6 και 7 του άρθρου 35 του Ν. 2324/1995 προσόντα, όπως κάθε φορά ισχύουν. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζει με την προκήρυξη και πρόσθετα προσόντα, ανάλογα με τις ανάγκες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
γ. Για τα προσόντα διορισμού των δικηγόρων εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 35 του Ν. 2324/1995, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 103 του Ν. 2533/1997.

3. Το μόνιμο προσωπικό για την κάλυψη των παραπάνω θέσεων προσλαμβάνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 2527/1997, όπως κάθε φορά ισχύει. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό προσλαμβάνεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 2 περίπτωση δ΄ και 3 του άρθρου 36 του Ν. 2324/1995 που διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 4 του άρθρου 29 του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α΄). Οι δικηγόροι προσλαμβάνονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 περίπτωση δ΄ του άρθρου 36 και στην παρ. 8 του άρθρου 35 του Ν. 2324/1995. Ως προς το ανώτατο όριο ηλικίας του ειδικού επιστημονικού προσωπικού ισχύουν οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 2471/1997.

4. Η κατανομή των παραπάνω θέσεων στις υπηρεσίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 6

1.Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, οι δικηγόροι που προσλαμβάνονται στις θέσεις της Διεύθυνσης Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εντάσσονται στα μισθολογικά κλιμάκια της υπ΄· αριθμ. 8577/122/16.12.1997 (ΦΕΚ 826 Β΄) απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς όπως κάθε φορά ισχύει, ανάλογα με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα τους. Σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορούν να ενταχθούν σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερο του 4ου μισθολογικού κλιμακίου.

2. Ο Προϊστάμενος και οι λοιποί δικηγόροι της Διεύθυνσης Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξελίσσονται σε επόμενα μισθολογικά κλιμάκια κάθε τρία (3) χρόνια από την ημερομηνία πρόσληψης τους. Η μισθολογική εξέλιξη γίνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μετά από σχετική εισήγηση, για μεν τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Νομικής Υπηρεσίας, του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, για δε τους υπόλοιπους δικηγόρους, του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Νομικής Υπηρεσίας. Κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τη μισθολογική εξέλιξη είναι η εν γένει απόδοση και προσωπικότητα του δικηγόρου και ιδίως η επιστημονική κατάρτιση και η επαγγελματική του εμπειρία, η ποιότητα και η ποσότητα της εργασίας του, η ικανότητα συνεργασίας με το λοιπό προσωπικό, η ανάπτυξη πρωτοβουλιών και το ήθος του.

Άρθρο 7
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από 1.11.2007 με το άρθρο 85 παρ.1 Ν.3606/2007,ΦΕΚ Α 195.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών,εταιρίας λήψης και διαβίβασης εντολών, ανώνυμης εταιρίας επενδυτικής διαμεσολάβησης όταν διαπιστώνει παράβαση της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που  καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να εφαρμόζεται σε ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,  ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.

2. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη εταιρία με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιεύεται σε περίληψη στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και σε δύο ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της εταιρίας, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας της εταιρίας ή την απαγόρευση της λειτουργίας της σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της εταιρίας, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ΄ ανώτατο όριο μετά τη λήξη της.

3. Η ισχύς των προηγούμενων παραγράφων 1 και 2 του παρόντος ανατρέχει στην έναρξη ισχύος του Ν. 2533/1997.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 δύναται να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχός της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της εταιρίας και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την εταιρία, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της εταιρίας που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων  του περιορίζεται σε δόλο και βαρειά αμέλεια.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,    ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.

5. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντά του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και σεμκάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 4α του ν.1806/1988. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,    ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.

6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,    ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.

7. Η αμοιβή του προσωρρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την εταιρία της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,    ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.

8. Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, παρίσταται στις σχετικές δίκες με μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα  από το χρόνο βεβαίωσής τους.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.4 άρθρ.49 Ν. 3371/2005,    ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.

Άρθρο 8

1. Συνιστάται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέση Γενικού Διευθυντή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου.

2. Ο Γενικός Διευθυντής προΐσταται των υπηρεσιών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και ασκεί και τις αρμοδιότητες που του αναθέτει το Διοικητικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

3. Προσόντα διορισμού στη θέση του Γενικού Διευθυντή είναι μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών και πενταετής τουλάχιστον εμπειρία σε θέσεις συναφείς προς το αντικείμενο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

4. Ο Γενικός Διευθυντής προσλαμβάνεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από πρόσκληση για εκδήλωση ενδιαφέροντος που δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες. Ο προσλαμβανόμενος συνάπτει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου πενταετούς το πολύ διάρκειας, η οποία μπορεί να ανανεώνεται.

5. Οι αποδοχές του Γενικού Διευθυντή μπορούν να ανέλθουν έως το 80% των κάθε φύσης αποδοχών του Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Οι αποδοχές του Γενικού Διευθυντή καθορίζονται στην απόφαση πρόσληψης του.

Άρθρο 9

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 77 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής:
« 1. Οι κατά την κείμενη νομοθεσία αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκούνται από τα εξής όργανα: εννεαμελές Διοικητικό Συμβούλιο και τριμελή Εκτελεστική Επιτροπή.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο

2. Το τρίτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 77 του Ν. 1969/1991, όπως έχει συμπληρωθεί από την παρ. 8 του άρθρου 39 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα λοιπά έξι (6) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εκλέγονται από κατάλογο δεκαοκτώ (18) υποψηφίων που υποβάλλεται από κοινού από την Τράπεζα της Ελλάδος, το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, την ΄ Ένωση θεσμικών Επενδυτών, το Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, το Σύνδεσμο Μελών Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Σ.Μ.Ε.Χ.Α.) και την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών και διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.

3. Η παρ. 9 του άρθρου 77 του Ν. 1969/1991 αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται δύο φορές το μήνα από τον Πρόεδρο και συνεδριάζει, εφόσον παρίστανται αυτοπροσώπως πέντε τουλάχιστον μέλη. Οι αποφάσεις αυτού λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία των παρόντων μελών. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει ή ψήφος του Προέδρου.»

4. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος η θητεία των δύο επιπλέον μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ακολουθεί τη θητεία των υπόλοιπων μελών του Δ.Σ.. Μέχρι το διορισμό των δύο επιπλέον μελών του, το Δ.Σ. συνεδριάζει και αποφασίζει νόμιμα με την παλαιά επταμελή σύνθεση του.

Άρθρο 10

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 12 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 3 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
” 1. Το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών διοικείται από ενδεκαμελές Διοικητικό Συμβούλιο που διορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.»

2. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α”), όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Πέντε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ορίζονται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας μεταξύ προσώπων που έχουν ειδική πείρα.»

Άρθρο 11
Τα πρώτο και δεύτερο εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), όπως τροποποιήθηκε από την παράγραφο 4 του άρθρου 3 του Ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄), αντικαθίστανται ως εξής:
«Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α. Ε. είναι ο διοριζόμενος από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας ως Πρόεδρος του Χρηματιστηρίου αυτού. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. εκλέγει από τα μέλη του δύο Αντιπροέδρους. Ο Πρόεδρος και οι δύο Αντιπρόεδροι του Διοικητικού Συμβουλίου παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Χρηματιστήριο κατά κύρια απασχόληση. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος του ο Πρόεδρος αναπληρώνεται από τον πρώτο (α΄) Αντιπρόεδρο, σε περίπτωση δε απουσίας ή κωλύματος του πρώτου Αντιπροέδρου, αναπληρώνεται από τον δεύτερο (β΄) Αντιπρόεδρο.”

Άρθρο 12
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.3152/2003, ΦΕΚ Α 152/19.6.2003.
Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών Α.Ε. θα είναι τα μέλη του τελευταίου πριν την έκδοση του παρόντος νόμου Διοικητικού Συμβουλίου με θητεία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2002, σύμφωνα με την υπ· αριθμόν 46043/Β.2340 (ΦΕΚ 99 Β/3.2.2000) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας. Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας θα διορίσει εντός διμήνου από την έκδοση του παρόντος νόμου, τα δύο επιπλέον μέλη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του παρόντος. Μετά το διορισμό των δύο νέων μελών, εκλέγονται δύο Αντιπρόεδροι από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του παρόντος. Πρόεδρος του νέου Διοικητικού Συμβουλίου που θα προκύψει μετά την έκδοση του παρόντος νόμου παραμένει ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου που υφίσταται κατά τη δημοσίευση του παρόντος, που έχει διοριστεί με την υπ΄ αριθμόν 46043/Β.2340 (ΦΕΚ 99 Β/3.2.2000) απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Άρθρο 13
Προθεσμία υποβολής δηλώσεων Πόθεν Έσχες

1. Η παρ. 2 του άρθρου 24 του Ν. 2429/1996 (ΦΕΚ 155 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“2. α. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ορκωμοσία ή την ανάληψη των καθηκόντων τους ή την απόκτηση της άδειας ή την έναρξη της επιχείρησης ή του επαγγέλματος τους. Επίσης, η δήλωση αυτή επανυποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υποχρέων και επί τρία (3) χρόνια μετά την απώλεια ή τη λήξη της, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την πάροδο της εκάστοτε προβλεπόμενης μακρότερης προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων.
β. Εάν οι υπόχρεοι της παραγράφου 1 αποκτήσουν μια από τις παραπάνω ιδιότητες μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών πριν από τη λήξη της εκάστοτε προβλεπόμενης τελευταίας προθεσμίας προς υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, αρκεί η τήρηση της άνω προβλεπόμενης για την ετήσια δήλωση προθεσμίας.”

2. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 1.3.2000.

Άρθρο 14
Ρύθμιση θεμάτων ασφαλιστικών αποζημιώσεων

1. Με συμφωνίες των ασφαλιστικών εταιρειών για διακανονισμό των αποζημιώσεων στους δικαιούχους, μπορεί να καθιερωθεί σύστημα για καταβολή της αποζημίωσης, για τροχαία ατυχήματα, από την ασφαλιστική εταιρεία του θύματος υλικών ζημιών, για λογαριασμό της ασφαλιστικής εταιρείας του υπαίτιου οδηγού, καθώς και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Οι συμφωνίες αυτές, πριν την εφαρμογή του συστήματος, πρέπει να τίθενται υπόψη των Υπουργείων Ανάπτυξης και Οικονομικών.

2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου:
α) Υπόχρεος για την απόδοση στη Δ.Ο.Υ. του τέλους χαρτοσήμου, που επιβάλλεται στις αποδείξεις καταβολής της ασφαλιστικής αποζημίωσης, είναι η ασφαλιστική εταιρεία που καταβάλλει την αποζημίωση.
β) Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 8 του Ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄) τα αναφερόμενα στις διατάξεις αυτές δικαιολογητικά διαφυλάσσονται από την εταιρεία που καταβάλλει την αποζημίωση για όσο χρόνο προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις του Κ.Β.Σ. για τα φορολογικά στοιχεία, μη επιτρεπομένης, στην περίπτωση αυτήν, της καταστροφής τους αν δεν έχουν καταστεί αμετάκλητες οι φορολογικές εγγραφές για όλα τα φορολογικά αντικείμενα της οικείας χρήσης, της καταβάλλουσας την αποζημίωση ασφαλιστικής εταιρείας.

3. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 15
Τροποποίηση συμπλήρωση διατάξεων του Ν. 1642/1986

1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 26 του Ν. 1642/1986, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την Α.Υ.Ο.Π. 8499/494/28.12.1987, που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 11 του Ν. 1839/1989, αντικαθίσταται ως εξής:
«Δεν ενεργείται διακανονισμός σε περιπτώσεις καταστροφής, απώλειας ή κλοπής που αποδεικνύονται ή δικαιολογούνται, καθώς και σε περιπτώσεις χορήγησης» δώρων μέχρις αξίας δραχμών τριών χιλιάδων (3.000) και δειγμάτων, τα οποία διατίθενται για το σκοπό της επιχείρησης.»

2. Η υποπερίπτωση ββ) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του Ν. 1642/1986, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 22 του άρθρου 2 του Ν. 2093/1992, αντικαθίσταται ως εξής:
«ββ)για καταστροφή, απώλεια ή κλοπή, που αποδεικνύονται ή δικαιολογούνται με νόμιμα παραστατικά,».

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν για αποζημιώσεις που λαμβάνονται από 1.1.2000.

4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 31, αντικαθίσταται ως εξής:
«Περιοδική δήλωση δεν υποβάλλουν οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ότι βρίσκονται σε αδράνεια ή αναστολή εργασιών, εφόσον υποβάλλουν την αναφερόμενη στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 δήλωση μεταβολών και ακυρώσουν όλα τα φορολογικά στοιχεία.»

5. Προστίθεται νέο άρθρο 32α, ως εξής:
«Άρθρο 32α Ειδικό καθεστώς κατ΄ αποκοπή καταβολής του φόρου
1. Καθιερώνεται ειδικό κατ΄ αποκοπή καθεστώς καταβολής του φόρου, για ορισμένους κλάδους μικρών επιχειρήσεων, για τις οποίες, λόγω της φύσης άσκησης της δραστηριότητάς τους, της δομής τους και της οργάνωσης τους. η τήρηση των υποχρεώσεων υπαγωγής στο κανονικό καθεστώς του φόρου, συνεπάγεται δυσανάλογα υψηλό διοικητικό κόστος.
2. Η υπαγωγή στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου γίνεται κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και μετά από σύμφωνη γνώμη των εκπροσώπων των οικείων κλάδων.
3. Το ειδικό καθεστώς συνίσταται στον προσδιορισμό ενός κατ΄ αποκοπή ετήσιου ποσού Φ.Π.Α., για καταβολή στο Δημόσιο, από τις επιχειρήσεις που εντάσσονται στο καθεστώς αυτό. Το κατ΄ αποκοπή αυτό ποσό Φ.Π.Α. προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη μακροοικονομικά και στατιστικά στοιχεία των υπόψη κλάδων οικονομικής δραστηριότητας σε συνεργασία με τις συναρμόδιες υπηρεσίες άλλων Υπουργείων, καθώς και των επαγγελματικών τάξεων, όσον αφορά κυρίως:
α) Τις εισροές της δραστηριότητας και τον αντίστοιχο φόρο που τις επιβαρύνει.
β) Τις εκροές της δραστηριότητας και τον αντίστοιχο φόρο, που αναλογεί,
γ) Το ποσοστό επί τοις εκατό (%) λιανικών πωλήσεων ή παροχής υπηρεσιών προς τελικούς καταναλωτές.
4. Στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να ενταχθούν επιχειρήσεις που ασκούν τη δραστηριότητα υπό μορφή εταιρίας οποιουδήποτε τύπου, εκτός από τις κοινωνίες αστικού δικαίου και τις συνιδιοκτησίες (συμπλοιοκτησίες, κ.λπ.).
Επίσης από το καθεστώς αυτό μπορούν να αποκλείονται επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές ή ενδοκοινοτικές παραδόσεις, καθώς και επιχειρήσεις που ασκούν παράλληλα άλλη δραστηριότητα και εκ του λόγου αυτού δεν μπορούν να χαρακτηριστούν μικρές επιχειρήσεις.
5. Η εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος δεν είναι υποχρεωτική για τις επιχειρήσεις, οι οποίες μπορούν με δήλωσή τους να υπάγονται στο κανονικό καθεστώς του φόρου. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται μέχρι τις 10 Ιανουαρίου κάθε έτους και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την παρέλευση πενταετίας.
6. Οι επιχειρήσεις που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου δεν έχουν υποχρέωση υποβολής των περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων του άρθρου 31 και δεν τους παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης ή επιστροφής του φόρου των εισροών τους.
7. Η ένταξη στο καθεστώς θεσπίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και μετά από τη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με τις αποφάσεις αυτές καθορίζεται το ετήσιο κατ΄ αποκοπή ποσό Φ.Π.Α., ο τρόπος καταβολής του, καθώς και λεπτομέρειες για τον υπόχρεο καταβολής.»

Άρθρο 16
Εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας περί Φ.Π.Α. προς τις διατάξεις της Οδηγίας 98/80/Ε.Κ. του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12.10.1998 (L 281/31)

1. Στο Ν. 1642/1986 (ΦΕΚ 125 Α΄) προστίθεται νέο άρθρο 36γ, με το οποίο συμπληρώνονται οι διατάξεις του νόμου αυτού ως εξής:
«Άρθρο 36γ Ειδικό καθεστώς επενδυτικού χρυσού
1. Απαλλάσσονται από το φόρο:
α) Η παράδοση, ενδοκοινοτική απόκτηση και εισαγωγή επενδυτικού χρυσού, συμπεριλαμβανομένου του επενδυτικού χρυσού για τον οποίο υπάρχουν πιστοποιητικά, κατ΄ είδος ή κατά γένος ή που αποτελεί αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ λογαριασμών σε χρυσό, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, δανείων χρυσού και συμβάσεων ανταλλαγών (swaps), με δικαίωμα κυριότητας ή απαίτησης επενδυτικού χρυσού, καθώς και συναλλαγές επενδυτικού χρυσού με προθεσμιακές συμβάσεις (futures) και απλές προθεσμιακές συμβάσεις (forward contracts), οι οποίες προκαλούν αλλαγή κυριότητας ή απαίτησης όσον αφορά επενδυτικό χρυσό.
β) Οι υπηρεσίες μεσιτών, οι οποίοι ενεργούν στο όνομα και για λογαριασμό άλλου, όταν παρεμβαίνουν στην παράδοση επενδυτικού χρυσού για τον εντολέα τους.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ως “επενδυτικός χρυσός» νοούνται:
α) Ο χρυσός υπό μορφή ράβδου ή πλάκας, βάρους αποδεκτού από τις αγορές πολυτίμων μετάλλων, καθαρότητας τουλάχιστον 995 χιλιοστών, αντιπροσωπευόμενος ή μη από τίτλους. Εξαιρούνται από το καθεστώς του παρόντος άρθρου οι ράβδοι και πλάκες βάρους έως και ενός (1) γραμμαρίου.
β Τα χρυσά νομίσματα για τα οποία ισχύουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις
– είναι καθαρότητας τουλάχιστον 900 χιλιοστών,
– έχουν κοπεί μετά το έτος 1800,
– αποτελούν ή έχουν αποτελέσει νόμιμο χρήμα στη χώρα προέλευσής τους και
– πωλούνται υπό κανονικές συνθήκες σε τιμή η οποία δεν υπερβαίνει κατά ποσοστό άνω του 80% την αξία της ελεύθερης αγοράς του χρυσού ο οποίος περιέχεται στα νομίσματα.
Τα νομίσματα που ανταποκρίνονται στις ανωτέρω προϋποθέσεις περιλαμβάνονται σε κατάλογο που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τεύχος Γ΄, κάθε έτος. Ο κατάλογος αυτός δημοσιεύεται πριν από την έναρξη εκάστου ημερολογιακού έτους και ισχύει για το επόμενο ημερολογιακό έτος.
Τα νομίσματα αυτά δεν θεωρείται ότι πωλούνται για συλλεκτικούς σκοπούς.
3. Οι υποκείμενοι στο φόρο που παράγουν επενδυτικό χρυσό ή μεταποιούν κάθε είδους χρυσό σε επενδυτικό, όπως αυτός ορίζεται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, μπορούν να επιλέγουν τη φορολόγηση της παράδοσης του επενδυτικού χρυσού σε άλλο πρόσωπο υποκείμενο στο φόρο και με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με σχετική απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
Τα πρόσωπα που μεσολαβούν στην πραγματοποίηση των συναλλαγών της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, ενεργώντας στο όνομά τους και για λογαριασμό του εντολέα τους, έχουν το δικαίωμα να επιλέξουν τη φορολόγησή τους κατά το μέρος που αφορούν τις πράξεις αυτές και εφόσον αντίστοιχα ο προμηθευτής επέλεξε τη φορολόγησή του για τις συναλλαγές αυτές.
4. Οι υποκείμενοι στο φόρο που ενεργούν τις πράξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 δεν έχουν δικαίωμα έκπτωσης του φόρου των εισροών τους, εκτός αυτού:
α) που οφείλεται ή καταβλήθηκε για την παράδοση επενδυτικού χρυσού, που έγινε προς αυτούς από πρόσωπα τα οποία έχουν ασκήσει το δικαίωμα επιλογής για υπαγωγή τους στο φόρο του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου,
β που οφείλεται ή καταβλήθηκε λόγω παράδοσης ή ενδοκοινοτικής απόκτησης ή εισαγωγής μη επενδυτικού χρυσού μετατραπέντος εν συνεχεία σε επενδυτικό χρυσό από τον ίδιο τον υποκείμενο ή από άλλο πρόσωπο για λογαριασμό του,
γ)) που οφείλεται ή καταβλήθηκε για λήψη υπηρεσιών οι οποίες συνίστανται στη μεταβολή του σχήματος, του βάρους ή της καθαρότητας του χρυσού, συμπεριλαμβανομένου και του επενδυτικού χρυσού,
δ) ειδικά τα πρόσωπα που παράγουν επενδυτικό χρυσό ή·μετατρέπουν κάθε είδους χρυσό σε επενδυτικό χρυσό, έχουν δικαίωμα να εκπίπτουν τον οφειλόμενο ή καταβληθέντα από αυτά φόρο, λόγω παράδοσης ή ενδοκοινοτικής απόκτησης ή εισαγωγής αγαθών ή παροχής υπηρεσιών που συνδέονται με την παραγωγή ή μετατροπή του εν λόγω χρυσού, ως εάν φορολογείτο πλήρως η εκ μέρους τους μεταγενέστερη παράδοση του χρυσού που τυγχάνει απαλλαγής με βάση το παρόν άρθρο.
5. Οι υποκείμενοι της παραγράφου 1, πέραν των υποχρεώσεών τους που προβλέπονται από άλλες διατάξεις, υποχρεούνται, επίσης, για τις πωλήσεις επενδυτικού χρυσού να εφαρμόζουν τις διατάξεις του Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄) για την πώληση αγαθών.
Ειδικότερα, στα προβλεπόμενα στοιχεία του άρθρου 13 του Π.Δ. 186/1992, για τις πωλήσεις επενδυτικού χρυσού ή βιομηχανικού χρυσού, αναγράφονται, εκτός των άλλων, το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνση του αγοραστή, η ποσότητα και το είδος του βιομηχανικού ή επενδυτικού χρυσού, ανεξαρτήτως της αξίας της συναλλαγής.
Ειδικά, στην περίπτωση πωλήσεων χρυσών νομισμάτων, που πληρούν τα κριτήρια της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, οι υποκείμενοι υποχρεούνται, επιπλέον, να υποβάλλουν στο Υπουργείο Οικονομικών, Διεύθυνση Φ.Π.Α., κατάλογο με τα νομίσματα που αποτέλεσαν αντικείμενο των συναλλαγών τους, αναφέροντας την τελευταία τιμή που επιτεύχθηκε πριν την 1η Απριλίου εκάστου έτους.
6. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου».

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 ισχύουν από 1.1.2000, εκτός από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του εν λόγω άρθρου 36 γ, οι οποίες ισχύουν από 1.8.2000.

Άρθρο 17
Ρύθμιση για εκπρόθεσμη υποβολή πιστωτικών ή μηδενικών δηλώσεων Φ.Π.Α.
Οι υπόχρεοι στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, οι οποίοι δεν έχουν υποβάλει πιστωτικές ή μηδενικές περιοδικές ή εκκαθαριστικές δηλώσεις για διαχειριστικές και φορολογικές περιόδους που έληξαν μέχρι 30 Ιουνίου 2000 μπορούν να υποβάλουν τις δηλώσεις αυτές εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, χωρίς την επιβολή προστίμου.
Η δυνατότητα υποβολής των δηλώσεων αυτών χωρίς πρόστιμο παρέχεται με την προϋπόθεση της υποβολής όλων των σχετικών δηλώσεων που αφορούν την κάθε διαχειριστική περίοδο και όχι μόνο των πιστωτικών ή μηδενικών. Στην περίπτωση αυτή για τις χρεωστικές περιοδικές και εκκαθαριστικές δηλώσεις επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις.
Πράξεις επιβολής προστίμων για μη υποβολή πιστωτικών ή μηδενικών περιοδικών και εκκαθαριστικών δηλώσεων Φ.Π.Α., εφόσον δεν έχουν καταστεί με οποιονδήποτε τρόπο οριστικές, παύουν να ισχύουν. Τυχόν βεβαιωθέντα ποσά λόγω άσκησης ενδίκων μέσων, καταβληθέντα ή όχι διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση.

Άρθρο 18
Φορολογία κερδών της «ΟLYMPIC CATERINGA.E.»
Τα κέρδη που πραγματοποιούνται από την «ΟLΥΜΡΙC CΑΤΕRΙΝG Α.Ε.» από την ημερομηνία 1.1.1999 και μετά, φορολογούνται με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α·).

Άρθρο 19
Κύρωση δικαιοπραξιών σε παραμεθόριες περιοχές
Δικαιοπραξίες που αφορούν ακίνητα και που έγιναν κατά παράβαση του Α.Ν. 1366/1938 βάσει γενικών αποφάσεων των Νομαρχιακών Επιτροπών τύποις άκυρων λόγω μη δημοσιεύσεως τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως κυρούνται από τότε που αυτές έγιναν, εφόσον ο προς ον η μεταβίβαση είναι Έλληνας υπήκοος.

Άρθρο 20
Θέματα Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.)
Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α΄), μετά τις λέξεις “….. επίβλεψης μελετών και έργων, προστίθενται οι εξής λέξεις: «για τους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε.. για τις ανάγκες των ελέγχων για οικονομικές απάτες, ……».

Άρθρο 21
Ρυθμίσεις Κ.Ε.Δ.

1. Η διάταξη της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Ο περιορισμός αυτός δεν εφαρμόζεται στις αποδώσεις εσόδων υπέρ των ασφαλιστικών φορέων, των Ο.Τ.Α. και της Κτηματικής Εταιρίας του Δημοσίου. Τα έσοδα που έχουν παρακρατηθεί έως τη δημοσίευση του νόμου αυτού δεν αποδίδονται.»

2. Η παρ. 2 του άρθρου 10 του N. 973/1979 αντικαθίσταται ως εξής:
« 2. Η Εταιρία δύναται να ιδρύει μόνη ή με άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ανώνυμες εταιρίες με συνεισφορά εις το κεφάλαιον των ιδρυομένων Α. Ε. ενός ή περισσότερων δημοσίων ακινήτων, με σκοπό τη δημιουργία οικισμών ή την οποιασδήποτε μορφής μισθωτική ή ανταλλακτική εκμετάλλευση κτιρίων ή εγκαταστάσεων και γενικότερα την οικονομική ή χρηματιστηριακή αξιοποίηση των ακινήτων αυτών. Εφόσον η Εταιρία πρόκειται να ιδρύσει ανώνυμη εταιρεία με μετόχους ιδιώτες, οφείλει να τηρήσει τους όρους της δημόσιας προκήρυξης εκδήλωσης ενδιαφέροντος συμμετοχής.»

3. Στο τέλος του άρθρου 10 του Ν. 973/1979 προστίθενται παράγραφοι 3 και 4 ως εξής:
«3. Η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου δύναται κατά τις διατάξεις του Ν. 2778/1999 (Περί αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων) να ιδρύει θυγατρικές Ανώνυμες Εταιρίες Διαχείρισης Αμοιβαίου Κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας ως και Εταιρίες Επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.

4. Προς τις ανωτέρω θυγατρικές Εταιρίες της η Κτηματική Εταιρία του Δημοσίου μπορεί να μεταβιβάζει την κυριότητα ακινήτων των οποίων έχει τη διαχείριση, με απόφαση του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού.”

Άρθρο 22
Τροποποιήσεις και συμπληρώσεις των νόμων 2127/1993 (ΦΕΚ 4β Α΄), 2648/1998 (ΦΕΚ 238 Α΄), 2743/1999 (ΦΕΚ 211 Α΄), 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄) και άλλες διατάξεις

1. Στο Ν. 2127/1993 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις:
α) Η παράγραφος 4 του άρθρου 5 Β αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Τα πρόσωπα της παραγράφου 2 καταβάλλουν τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, που αναλογεί στις πωλήσεις κάθε δεκαπενθημέρου του μήνα, μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο, με τις ίδιες διαδικασίες που εφαρμόζονται για την είσπραξη του φόρου κατά την έξοδο των προϊόντων από το καθεστώς αναστολής.»
β) Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 58 αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση προκειμένου για πωλήσεις αλκοολούχων ποτών και άλλων αλκοολούχων προϊόντων σε επιβάτες ενδοκοινοτικών πτήσεων ή ενδοκοινοτικών θαλάσσιων πλόων, τα οποία παραδίδονται σε αυτούς στο εσωτερικό της χώρας για να μεταφερθούν με τις αποσκευές τους, ο φορολογικός εκπρόσωπος του πωλητή καταβάλλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που αναλογεί στις παραδόσεις προϊόντων κάθε δεκαπενθήμερου του μήνα, μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο»
γ) Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 20 προστίθεται περίπτωση ιγ ως εξής:

ΕΙΔΟΣΚΩΔ. Σ.Ο.ΠΟΣΟ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΔΡΑΧΜΕΣΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙΒΟΛΗΣ
«ιγ) Βενζίνη χωρίς μόλυβδο με την προσθήκη ειδικών προσθέτων, που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί. προσφέρεταιπρος πώληση η και χρησιμοποιείται ως ισοδύναμο καύσιμο αντί της μολυβδούχου βενζίνης των κωδίκων της Σ.Ο.27.10.00.34 και 27.10.00.36.»27.10.00.2727.10.00.29 και

27.10.00.32

114.000Χιλιόλιτρο

2. Η προθεσμία που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 8 του Ν. 2648/1998 παρατείνεται μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2000.

3. Η προθεσμία που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 19 του Ν. 2743/1999 παρατείνεται μέχρι και την 31η Μαρτίου 2001.

4. Η παράγραφος 8 του άρθρου 19 του Ν. 2753/1999 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Νοσηλευτικά και προνοιακά ιδρύματα του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που αγόρασαν, μέχρι και την 28.4.2000, πετρέλαιο εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης, το οποίο είχε παραληφθεί με το φορολογικό καθεστώς των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 35 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α΄) και του άρθρου 20 του Ν. 2127/1993 και δεν το χρησιμοποίησαν ως πετρέλαιο θέρμανσης κατά την έννοια της παραγράφου 6 του άρθρου 26 του Ν. 2166/1993, οφείλουν, για να μην εφαρμοσθούν σε βάρος τους οι προβλεπόμενες από την παράγραφο 2 του άρθρου 35 του Ν. 2093/1992 κυρώσεις και πρόστιμα, να καταβάλουν, μέχρι και την 31.12.2000 και για ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) της συνολικής ποσότητας πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης που παρέλαβαν, τη διαφορά των φορολογιών πετρελαίου εσωτερικής καύσης (DIESEL) θέρμανσης και κίνησης που ίσχυαν κατά το χρόνο της παραλαβής του.
Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, καταργουμένων των σχετικών δικών, εφόσον κατατεθούν στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου τα αποδεικτικά στοιχεία καταβολής της σχετικής διαφοράς των φορολογιών εντός της παραπάνω αναφερόμενης προθεσμίας. Με τις αυτές προϋποθέσεις η ποινική δίωξη που τυχόν ασκήθηκε παύει οριστικά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
Προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου αυτής είναι η υποβολή από τον ενδιαφερόμενο υπεύθυνης δήλωσης με την οποία θα παραιτείται από τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το νόμο.»

5. Οι αθλητικές εγκαταστάσεις του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και θρησκευμάτων ή από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, επιτρέπεται να χρησιμοποιούν πετρέλαιο θέρμανσης για τη θέρμανση του νερού χρήσης και του νερού των κολυμβητικών δεξαμενών τους.
Σημ.: όπως η παρ.5 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το πέμπτο άρθρο παρ.ε` του Ν. 4092/2012   (ΦΕΚ Α΄ 220/08.11.2012)

6. Για τις ποσότητες του πετρελαίου θέρμανσης που παραλήφθηκαν για τις ανάγκες των αθλητικών εγκαταστάσεων της προηγούμενης παραγράφου, με το φορολογικό καθεστώς των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 35 του Ν. 2093/1992 και του άρθρου 20 του Ν. 2127/1993 και δεν χρησιμοποιήθηκαν όπως ορίζεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 26 του Ν. 2166/1993, δεν οφείλονται διαφορές φορολογιών και δεν επιβάλλονται οι κυρώσεις και τα πρόστιμα που προβλέπονται από την παράγραφο 2 του άρθρου 35 του Ν. 2093/1992.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και σε εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, καταργουμένων των σχετικών δικών, εφόσον κατατεθεί στη γραμματεία του οικείου δικαστηρίου ανάλογο έγγραφο της αρμόδιας Τελωνειακής Αρχής.
Με τις αυτές προϋποθέσεις η ποινική δίωξη, που τυχόν ασκήθηκε, παύει οριστικά με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα, εφόσον δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.
Ποσά τα οποία τυχόν έχουν καταβληθεί σε εκτέλεση πράξεων διοικητικών κυρώσεων της Τελωνειακής Αρχής για τις ως άνω παραβάσεις δεν επιστρέφονται.

7. Η ισχύς της παραγράφου 1, περιπτώσεις α΄ και β΄, του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.4.2000, της περίπτωσης γ΄ από 18.3.2000, της παραγράφου 3 από 1.7.2000 και των παραγράφων 2,4, 5 και 6 από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 23

1. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παρ.1 του άρθρου 109 του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ151 Α΄) προστίθεται καινούργιο εδάφιο που έχει ως εξής:
«ειδικά για τα υποκαταστήματα ανωνύμων εταιριών που η έδρα τους βρίσκεται σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής ένωσης με μετοχές εισηγμένες, κατά το χρόνο λήξης της διαχειριστικής περιόδου του υποκαταστήματος σε οποιοδήποτε χρηματιστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο συντελεστής ορίζεται σε τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) , εξαιρουμένων των υποκαταστημάτων τραπεζικών επιχειρήσεων για τα οποία ισχύει ο συντελεστής σαράντα τοις εκατό (40%).»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται για τα κέρδη που προκείπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν με 30 Σεπτεμβρίου 2000 και μετά, καθώς και για τα αποθεματικά των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 106 του Ν. 2238/1994 τα οποία αναλαμβάνονται ή εξάγονται στο εξωτερικό ή με τα οποία πιστώνεται το κεντρικό κατάστημα από την ημερομηνία αυτή και μετά.

Άρθρο 24

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) αντικαθίστανται ως εξής: «α) Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) προκειμένου για ομόρρυθμες εταιρίες, εταιρίες των προεδρικών διαταγμάτων 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α΄) και 284/1993 (ΦΕΚ 123 Α΄) καθώς και για τις κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα.»

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν για τα εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2000 και μετά ή για τα κέρδη που προκύπτουν από διαχειριστικές περιόδους που κλείνουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 1999 κατά περίπτωση.

Άρθρο 25

1. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 118 του Ν. 2238/1994 (ΦΕΚ 151 Α΄) προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Εάν τα πρόσωπα του πρώτου εδαφίου αποκτούν εισοδήματα .από εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων, διαμερισμάτων και κάμπινγκ και με την προϋπόθεση ότι αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, από το ετήσιο συνολικό ποσό φόρου που καταβάλλεται γι΄ αυτά τα εισοδήματα αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33, αφαιρείται ποσό φόρου ίσο με αυτό που αναλογεί με βάση την κλίμακα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 σε ποσό εισοδήματος ίσο με το αυξημένο κλιμάκιο του πρώτου εδαφίου.»

2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 118 του Ν. 2238/1994 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Εάν τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου αποκτούν εισοδήματα από την εκμετάλλευση ενοικιαζόμενων επιπλωμένων δωματίων, διαμερισμάτων και κάμπινγκ και με την προϋπόθεση ότι αυτές οι επιχειρήσεις βρίσκονται σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, το ετήσιο συνολικό ποσό φόρου που καταβάλλεται γι΄ αυτά τα εισοδήματα αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 33, μειώνεται κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%).»

3. Στην περίπτωση που έχει βεβαιωθεί ή καταβληθεί ποσό αυτοτελούς φόρου μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει με βάση τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, η διαφορά διαγράφεται ή επιστρέφεται στο δικαιούχο κατά περίπτωση.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μετά.

Άρθρο 26

1. Η αξία και το μέσο ετήσιο εισόδημα, που προβλέπονται από την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Α.Ν. 263/1968 και αναπροσαρμόστηκαν με την παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 2166/1993, αυξάνονται από δέκα εκατομμύρια (10.000.000) δραχμές σε πενήντα εκατομμύρια (50.000.000) δραχμές και από ενάμισι εκατομμύριο (1.500.000) δραχμές σε επτά εκατομμύρια (7.000.000) δραχμές, αντίστοιχα.

2. Η αξία και το μέσο ετήσιο εισόδημα που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο μπορεί να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Άρθρο 27

1.Δύναται να παρέχεται επιχορήγηση από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.) στις τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία – ενοικιαζόμενα δωμάτια – camping – πρακτορεία) και στις λοιπές επιχειρήσεις (βιομηχανικές, βιοτεχνικές, εμπορικές, αγροτικές και τουριστικές επιχειρήσεις) του Νομού Πιερίας για την κάλυψη μέρους της απώλειας των εσόδων τους από την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο της Γιουγκοσλαβίας το έτος 1999.

2. Η εν λόγω επιχορήγηση συνίσταται στη δωρεάν χρηματική ενίσχυση των δικαιούχων μέχρι του συνολικού ποσού των 3 δις δρχ. και καταβάλλεται απευθείας μέσω του Ελληνικού Οργανισμού Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (Ε.Ο.Μ.Μ. Ε.Χ.). Οι συνολικές επιχορηγήσεις προς τις τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία – ενοικιαζόμενα δωμάτια – camping – πρακτορεία) και τις λοιπές επιχειρήσεις δεν δύναται να υπερβούν το 80% και το 20% αντιστοίχως του ανωτέρω ποσού.

3. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας των επιχειρήσεων της παραγράφου 1, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η διαδικασία υποβολής τους. καθώς και ο τρόπος καταβολής των αποζημιώσεων προς τους δικαιούχους καθορίζονται με απόφαση του Ελληνικού Οργανισμού Μικρομεσαίων Μεταποιητικών Επιχειρήσεων και Χειροτεχνίας (Ε.Ο. Μ.Μ.Ε.Χ.) κατόπιν σχετικής εισήγησης του Εμπορικού Επιμελητηρίου Κατερίνης, της Ένωσης Ξενοδόχων Πιερίας, της Πιερικής Ομοσπονδίας ενοικιαζόμενων δωματίων και διαμερισμάτων, της Ένωσης camping και της Ένωσης τουριστικών πρακτορείων Πιερίας.

Άρθρο 28

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 38 του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η καθαρή αξία του αμοιβαίου κεφαλαίου, ο αριθμός των μεριδίων του, η αξία του μεριδίου, η τιμή διαθέσεως και η τιμή εξαγοράς του υπολογίζονται κάθε εργάσιμη ημέρα και δημοσιεύονται στον ημερήσιο τύπο της μεθεπόμενης ημέρας, με μέριμνα της Α.Ε. Διαχειρίσεως. Σε κάθε περίπτωση, η Α.Ε. Διαχειρίσεως οφείλει να θέτει στη διάθεση των μεριδιούχων από την επομένη της ημέρας αποτίμησης οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με τα παραπάνω στοιχεία.»

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 27 του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 13 και 15, οι υπό στοιχεία α (ii) και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 κύριες επενδυτικές υπηρεσίες επιτρέπεται να παρέχονται στο Χ.Α.Α., στο Χ.Π.Α. ή σε άλλη οργανωμένη αγορά που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα κατ΄ επάγγελμα μόνο από Ε.Π.Ε.Υ., συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων, που είναι μέλη της αντίστοιχης οργανωμένης αγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.»

3. Η παράγραφος 9 του άρθρου 1 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α) αντικαθίσταται ως εξής:
«9. Ως Ε.Π.Ε.Υ. νοείται η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων) κατά την έννοια του Ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α).»

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 10 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι χρηματιστηριακές συμβάσεις στο Χ.Π.Α. καταρτίζονται είτε με συμμετοχή του μέλους του Χ.Π.Α. ή και της Ε.Τ.Ε.Σ.Ε.Π. στη συνεδρίαση του Χ.Π.Α, (συμβάσεις εντός κύκλου) είτε χωρίς τέτοια συμμετοχή (συμβάσεις εκτός κύκλου)»

5. Προστίθεται νέα παράγραφος 3 στο άρθρο 11 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α) ως εξής:
«3. Η Ε.Τ.Ε.Σ.Ε.Π. συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Χ.Π.Α. και καταρτίζει συμβάσεις επί παραγώγων για ίδιο λογαριασμό, εφόσον αυτό προβλέπεται από τα χαρακτηριστικά των παραγώγων προϊόντων.»

6. Το στοιχείο (β) της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
« β) η Ε.Τ.Ε.Σ.Ε.Π. μπορεί να λάβει μέτρα για την αναγκαστική άσκηση δικαιωμάτων εκ παραγώγων, να προβεί σε συναλλαγές κάλυψης ανοιχτών θέσεων και να συμψηφίσει τυχόν απαιτήσεις της με το προϊόν της άσκησης των δικαιωμάτων αυτών ή και το προϊόν της κάλυψης των ανοιχτών θέσεων».

7. Το στοιχείο (β) της παραγράφου 3 του άρθρου 31 του Ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) ο τρόπος με τον οποίο γίνονται οι δηλώσεις βούλησης των μελών του Χ.Π.Α. για την κατάρτιση συναλλαγών στη χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων, όπως η διαβίβαση και η λήψη εντολών, η τροποποίηση αυτών, η ακύρωση συναλλαγών για λόγους ομαλής λειτουργίας της αγοράς, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα και ειδική λεπτομέρεια».

Άρθρο 29

1. Σε περίπτωση που το σύνολο των καταχωρημένων στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ.Α.Τ.) μετοχών εκδότριας εταιρίας υπερβαίνει το σύνολο των εκδοθεισών από αυτή μετοχών και οι επιπλέον εγγραφές έχουν προκύψει από λάθη ή παραλείψεις που συνέβησαν κατά τη σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 2396/1996, όπως ισχύει, εκποίηση ανωνύμων μετοχών που δεν έχουν αποϋλοποιηθεί, οι σχετικές πράξεις που αφορούν αυτές τις εγγραφές και οι ίδιες αυτές οι εγγραφές θεωρούνται αυτοδικαίως άκυρες. Το ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε. διαγράφει τις ως άνω άκυρες εγγραφές αναλογικά από τους λογαριασμούς που οι δικαιούχοι τηρούν στο Σ.Α.Τ.. Το ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ υποχρεούται να αποδώσει άμεσα στο ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε. το τίμημα της εκποίησης που αντιστοιχεί στις σχετικές άκυρες πράξεις. Το ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ ΑΞΙΩΝ Α.Ε. επιστρέφει το παραπάνω τίμημα στους δικαιούχους των εγγραφών που διαγράφηκαν.

2. Η εγκυρότητα των εταιρικών γεγονότων, όπως ιδίως η σύγκληση και λήψη αποφάσεων στη γενική συνέλευση, αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, τα οποία τυχόν έλαβαν χώρα επί τη βάσει των εγγραφών που ακυρώθηκαν, δεν θίγεται.

3. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία λαμβάνεται ύστερα από γνώμη των Διοικητικών Συμβουλίων του ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΊΟΥ ΑΞΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ και του ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΑΠΟΘΕΤΗΡΊΟΥ ΑΞΙΩΝ, μπορεί να ρυθμίζεται κάθε θέμα και κάθε άλλη λεπτομέρεια, που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν αναδρομικά από το χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 2744/1999 (ΦΕΚ 222 Α).

Άρθρο 30
Στο τέλος της παραγράφου 11 του άρθρου 15 του Ν. 3632/1928 (ΦΕΚ 137 Α΄), όπως η παράγραφος αυτή συμπληρώθηκε με το άρθρο 32 του Ν. 2731/1999 (ΦΕΚ 138 Α΄), προστίθεται νέα περίπτωση ζ΄, η οποία έχει ως εξής:
«ζ. Οι μεταβιβάσεις μετοχών και άλλων κινητών αξιών με οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα και με οποιουσδήποτε τυχόν περαιτέρω όρους, οι οποίες διενεργούνται από το Δημόσιο ή τη Δημόσια Επιχείρηση Κινητών Αξιών Α.Ε. (Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε.) ή προς το Δημόσιο ή τη Δ.Ε.Κ.Α. Α.Ε.. Οι μεταβιβάσεις αυτές απαλλάσσονται από κάθε φόρο. τέλος, εισφορά ή δικαίωμα του Δημοσίου ή τρίτου».

Άρθρο 31
Η παράγραφος 1 του άρθρου 51 του Ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 48 παρ. 1 του Ν. 2721/1999 εξακολουθούν να ασκούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2000».

Άρθρο 32
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά από αυτές.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμο του Κράτους.