ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2812 ΦΕΚ Α’ 67/10-3-2000

Κύρωση του Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βoυλή:

Κυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 6 του Συντάγματος ο Κώδικας Δικαστικών Υπαλλήλων, ο οποίος συντάχθηκε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή που συγκροτήθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 1968/1991 (“Pύθμιση θεμάτων αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης” (ΦΕΚ 150 Α`) με την Απόφαση 98756/26.9.1994 του Υπουργού Δικαιοσύνης, όπως τροποποιήθηκε κοι συμπληρώθηκε με τις αποφάσεις 1358/30.1.1995, 40325/16.5.1995 και 53046/19.5.1996 του ίδιου Υπουργού.

ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Άρθρο 1
Έκταση εφαρμογής

1. Στις διατάξεις του παρόντος Κώδικα υπάγονται οι δικαστικοί υπάλληλοι.

2. Δικαστικοί υπάλληλοι είναι οι υπάλληλοι της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικό διοικητικό δικαστήρια, οι υπάλληλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι υπάλληλοι των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, καθώς και οι υπάλληλοι των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω -Λέρου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.1 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

Σχετικό: το άρθρο ΠΔ 39/2012,ΦΕΚ Α 83.11.4.2012
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΚΑΙ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ
Άρθρο 2
Ιθαγένεια

1. Μόνο Ελληνες πολίτες διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι. Εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από ειδικούς νόμους.

2. Οποιος αποκτά την ελληνική Ιθαγένεια με πολιτογράφηση δεν μπορεί να διοριστεί δικαστικός υπάλληλος πριν συμπληρωθούν τρία (3) έτη από την κτήση της Ιθαγένειας.
Άρθρο 3
Οριο ηλικίας

1. Δικαστικός υπάλληλος μπορεί να διοριστεί όποιος έχει συμπληρώσει το εικοστό πρώτο (21ο) έτος και δεν έχει υπερβεί το τριακοστό (30ο) έτος της ηλικίας του, όταν πρόκειται για κατάληψη θέσεων με τυπικό προσόν απολυτήριο τίτλο υποχρεωτικής ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, και το τριακοστό πέμπτο (350ο έτος, όταν πρόκειται για κατάληψη θέσεων με τυπικό προσόν τίτλο τριτοβάθμιος εκπαίδευσης.

2. Ειδικές εξαιρέσεις διορισμού δικαστικών υπαλλήλων, κατό παρέκκλιση των παραπάνω ορίων ηλικίας, μπορεί να θεσπίζονται, μόνο εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί υπηρεσιακοί λόγοι, με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά γνώμη της Ομοσπονδίας Δικαστικών Υπαλλήλων Ελλάδος (Ο.Δ.Υ.Ε.) ή και του Συλλόγου Υπαλλήλων Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.

3. Για τη συμπλήρωση των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στην παρόγραφο 1, ως ημέρα γέννησης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου για το κατώτατο και η 31η Δεκεμβρίου για το ανώτατο όριο.

4. Η ηλικία αποδεικνύεται από το δελτίο της αστυνομικής ταυτότητας ή, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τη ληξιαρχική πρόξη γέννησης που έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη γέννηση. Αν δεν υπόρχει τέτοια πράξη, η ηλικία αποδεικνύεται από το μητρώο αρρένων για τους άνδρες και από το γενικό μητρώο για τις γυναίκες.

5. Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στο οικείο μητρώο, επικρατεί η πρώτη χρονολογικά εγγραφή.

6. Διόρθωση της εγγραφής, με οποιονδήποτε τρόπο, δεν λαμβάνεται υπόψη.

7. Για τους άγαμους ή χήρους ή διαζευγμένους γονείς που έχουν την επιμέλεια τέκνου, το ανώτατο όριο ηλικίας διορισμού αυξάνεται κατα ένα (1) έτος για κάθε τέκνο αλλά όχι περισσότερο από δύo (2) έτη συνολικά.
Άρθρο 4
Εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων

Για το διορισμό σε θέση δικαστικού υπαλλήλου, ο υποψήφιος απαιτείται:

α) να έχει εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις ή να έχει απαλλαγεί νόμιμα από αυτές, ή

β) εφόσον έχει αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης, να έχει εκπληρώσει, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, όοπλη θητεία ή εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία.
Άρθρο 5
Υγεία

1. Για το διορισμό σε θέση δικαστικού υπαλλήλου, ο υποψήφιος απαιτείται νο έχει Υγεία και αρτιμέλεια που του επιτρέπουν την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, την οποία πρόκειται να καταλάβει, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

2. Η Υγεία και η αρτιμέλεια του υποψήφιου δικαστικού υπαλλήλου πιστοποιούνται από τις υγειονομικές επιτροπές και με τη διοδικασία που προβλέπεται για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Οι υγειονομικές επιτροπές αποφαίνονται με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία, σε γενικές γραμμές, τα καθήκοντα των αντίστοιχων θέσεων.

3. Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Υγείας και Πρόνοιας, μπορεί να καθορίζονται οι παθήσεις και οι βλάβες που αποτελούν κώλυμα διορισμού και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την πιστοποίηση της Υγείας και αρτιμέλειας του υποψήφιου δικαστικού υπαλλήλου.
Άρθρο 6
Κωλύματα διορισμού

1. Δεν διορίζεται δικαστικός υπάλληλος:

α) όποιος κοταδικάστηκε για κακούργημα ή σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση κοινή και στην υπηρεσία, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία στην υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, συκοφαντική δυσφήμιση καθ` υποτροπή, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

β) όποιος αποστερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων λόγω καταδίκης του κοι για όσο χρόνο διαρκεί η ποινή της στέρησης,

γ) όποιος έχει παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα που αναφέρεται στην περίπτωση α`, ακόμη και αν το έγκλημα παραγράφηκε,

δ) όποιος καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας, διάρκειας μεγαλύτερης από ένα (1) έτος, για έγκλημα που πηγάζει από δόλο,

ε) όποιος τελεί υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) ή υπό επικοuρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) ή υπό καθεστώς συνδυασμού των δύo προηγουμένων,

στ) όποιος απολύθηκε από δημόοια υπηρεσία ή υπηρεσία νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημόσια επιχείρηση ή οργανισμό κοινής ωφέλειας, λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή καταγγελίας της σύμβασης εξαιτίας πειθαρχικού παραπτώματος.

2. Η αποκατάσταση και η χάρη δεν αίρουν την ανικανότητα για διορισμό, εκτός αν το κώλυμα έχει αρθεί με προεδρικό διάταγμα απονομής χάριτος που εκδόθηκε κατά το άρθρο 47 παρ. 1 του Συντάγματος.
Άρθρο 7
Χρόνος συνδρομής προϋποθέσεων διορισμού

Ο υποψήφιος δικαστικός υπάλληλος πρέπει να έχει τα προσόντα διορισμού κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία διορισμού και κατά την ημέρα δημοσίευσης της πράξης διορισμού. Το ίδιο ισχύει και για την έλλειψη των κωλυμάτων διορισμού. Τo ανώτατο όριο ηλικίας διορισμού αρκεί να μην έχει συμπληρωθεί κατά το πρώτο, από τα παραπάνω, χρονικό σημείο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔIΟΡΙΣΜΟΥ – ΑΝΑΛΗΨΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Άρθρο 8
Πλήρωση θέσεων

1. Ο προγραμματισμός για την πλήρωση των κενών θέσεων στις γραμματείες και υπηρεσίες των δικαστηρίων κοι εισαγγελιών γίνεται οπό το Υπουργείο Δικαιοσύνης, σε ετήσια βάση, μετά γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

2. Η πλήρωση των θέσεων δικαστικών υπαλλήλων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που εκόστοτε ισχύουν για τους υπαλλήλους των δημοσίων διοικητικών υπηρεσιών, με την επιφύλαξη των επομένων παραγράφων.

3. Η εξεταστέα ύλη στους διαγωνισμούς για την Πλήρωση θέσεων δικαστικών υπαλλήλων καθορίζεται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. με την οποία μπορεί να προβλέπονται συντελεστές, με βάση τους οποίους υπολογίζεται η βαθμολογία στις επί μέρους δοκιμασίες. Η εξεταστέα ύλη μπορεί να διαφοροποιείται αναλόγως και προς τον τομέα ή κλάδο δικαστικών υπαλλήλων, στον οποίο ανήκουν οι θέσεις που πρόκειται να πληρωθούν.

4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εοωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που είναι αναγκαίο προκειμένου να καταστεί δυνατή η εφαρμογή, για την Πλήρωση θέσεων δικαστικών υπαλλήλων, της αντίστοιχης διαδικασίας που προβλέπεται για τις θέσεις των δημόσιων διοικητικών υπηρεσιών και να θεσπίζονται οι απολύτως αναγκαίες για το σκοπό αυτόν διαφοροποιήσεις.
Άρθρο 9
Πράξη διορισμού

1. Ο δικαστικός υπάλληλος διορίζεται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια Απόφαση ο διοριζόμενος τοποθετείται σε γραμματεία ή υπηρεσία δικαστηρίου ή εισαγγελίας.

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο τοποθέτηση γίνεται ύστερα από Απόφαση του οικείου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, εκτός ον η διαδικαοία, με βάση την οποία επιλέγεται ο διοριζόμενος, αφορά την Πλήρωση θέσεων στη γραμματεία ή υπηρεσία ορισμένου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή αν κατά τη διαδικασία αυτή καθορίζεται κατά τρόπο υποχρεωτικό η θέση, την οποία θα καταλάβει ο επιλεγόμενος.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002
Άρθρο 10
Κοινοποίηση διορισμού

1. Η πράξη διοριαμού κοινοποιείται το αργότερο μέσα σε τριόντα (30) ημέρες από τη δημοσίευσή της, με έγγραφο που επιδίδεται στο διοριζόμενο. Για την επίδοση συντάσσεται αποδεικτικό.

2. Στο έγγραφο αυτό ορίζεται και εύλογη προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, για την Ορκωμοσία του διοριζομένου και την Ανάληψη υπηρεσίας. Αν δεν ορίζεται προθεσμία, θεωρείται ότι έχει ταχθεί προθεσμία είκοσι (20) ημερών. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί, για εξαιρετικούς λόγους, ύστερα από αίτηση του διοριζομένου, μόνο μία φορά, για χρονικό διάστημα έως τεσσάρων (4) μηνών.

3. Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, η Πράξη διορισμού θεωρείται ότι κοινοποιήθηκε την εξηκοστή (60ή) ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από την ημέρα αυτή αρχίζει η προθεσμία για την Ορκωμοσία του διοριζομένου και την ανάληψη της υπηρεσίας.

4. Το χρονικό διάστημα από τη δημοσίευση της πράξης διορισμού έως την Ανάληψη υπηρεσίας θεωρείται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον η ανάληψη της υπηρεσίας έγινε μέσα στην εικοσαήμερη προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 2.
Άρθρο 11
Ορκωμοσία

1. Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με το διορισμό και την αποδοχή του από το διοριζόμενο.

2. Η αποδοχή δηλώνεται με την Ορκωμοσία.
Άρθρο 12
Τύπος του όρκου

1. Ο όρκος έχει ως εξής:

“Ορκίζομαι να έχω πίστη στην Πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να ασκώ ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.

2. Οποιος δηλώνει ότι δεν πρεσβεύει καμία θρησκεία και εκείνος, του οποίου η θρησκεία δεν επιτρέπει τον όρκο, παρέχει την εξής διαβεβαίωση:

“Επικαλούμαι την τιμή και τη συνείδησή μου και διαβεβαιώνω ότι θα έχω πίστη στην Πατρίδα, θα υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και θα ασκώ ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.

3. Αλλοδαπός που διορίζεται ως δικαστικός υπάλληλος δίνει τον επόμενο όρκο:

“Ορκίζομαι να έχω πίστη στην Ελλάδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους της και να ασκώ ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.

4. Αλλοδαπός που διορίζεται ως δικαστικός υπάλληλος και δηλώνει ότι δεν πρεσβεύει καμία θρησκεία και εκείνος, του οποίου η θρησκεία δεν επιτρέπει τον όρκο, παρέχουν την εξής διαβεβαίωση:

“Επικαλούμαι την τιμή και τη συνείδησή μου και διαβεβαιώνω ότι θα έχω πίστη στην Ελλάδα, θα υπακούω οτο Σύνταγμα και στους νόμους της και θα ασκώ ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.
Άρθρο 13
Ανάληψη υπηρεσίας

1. Δεν επιτρέπεται η Ανάληψη υπηρεσίας πριν την Ορκωμοσία.

2. Οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους ορκίζονται ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, σε δημόσια συνεδρίααη. Οι υπάλληλοι της γραμματείας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα τακτικό διοικητικά δικαστήρια ορκίζονται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

3. Η Ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρακτικό. Η Ανάληψη υπηρεσίας πιστοποιείται με έκθεση που συντάοσει ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, στην οποία τοποθετείται ο δικαστικός υπάλληλος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ – ΑΝΑΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Άρθρο 14
Ανάκληση διορισμού

1. Η Πράξη διορισμού ανακαλείται αν ο διοριζόμενος δεν τον αποδέχτηκε είτε ρητώς είτε σιωπηρώς λόγω της παρέλευσης άπρακτων, από υπαιτιότητά του, των προθεσμιών που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 10.

2. Η Πράξη διορισμού που εκδόθηκε κατά παράβαση νόμου μπορεί να ανακληθεί μέσα σε μία διετία από την δημοσίευσή της. Ανακαλείται όμως και μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής, αν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε ή υποβοήθησε την παρονομία ή αν ο διορισμός έγινε κατά παράβαοη του άρθρου 2 ή 6.

3. Ο δικαστικός υπάλληλος, του οποίου ο διορισμός ανακλήθηκε κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει τις ευθύνες δικαστικού υπαλλήλου για το χρόνο, κατά τον οποίο άσκησε τα καθήκοντά του. Οι πράξεις, τις οποίες ενήργησε ο δικαστικός αυτός υπάλληλος έως την ανάκληση του διορισμού του, είναι έγκυρες.
Άρθρο 15
Αναδιορισμός

1. Δικαστικός υπάλληλος που παύθηκε λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας επιτρέπεται να αναδιοριστεί, σε ομοιόβαθμη θέση με αυτήν που κατείχε, εφόσον:

α) είχε τουλάχιστον τριετή υπηρεσία δικαστικού υπαλλήλου,

β) υπέβαλε αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την παύση του από την υπηρεσία,

γ) έχει όλα τα Τυπικά προσόντα, που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσης κατά το χρόνο του αναδιορισμού, εκτός από την ηλικία.

2. Ο Αναδιορισμός γίνεται ύστερα από γνωμοδότηση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται η αποκατάσταση της σωματικής ή πνευματικής του ικανότητας και η δυνατότητά του να ασκεί κανονικά τα καθήκοντά του. Ο δικαστικός υπάλληλος παραπέμπεται στην υγειονομική επιτροπή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού.

3. Επιτρέπεται επίσης ο Αναδιορισμός δικαστικού υπαλλήλου, του οποίου ανακλήθηκε ο διορισμός για παράβαση του άρθρου 6 περιπτώσεις α` ή γ`, εφόσον μετά την ανάκληση ο υπάλληλος αυτός απαλλάχτηκε από την κατηγορία με αμετάκλητη Απόφαση ή με αμετάκλητο βούλευμα. Ο Αναδιορισμός στην περίπτωση αυτή γίνεται ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, που υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) έτους από τότε που θα καταστεί αμετάκλητη η Απόφαση του δικαστηρίου ή το βούλευμα, και εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης γ` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4. Για τον αναδιορισμό αποφασίζει το αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο. Ο δικαστικός υπάλληλος αναδιορίζεται με το βαθμό τον οποίο έφερε κατά το χρόνο της παύσης του ή της ανάκληοης του διορισμού του. Αν δεν υπάρχει κατά το χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση, καταλαμβάνει προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την πράξη αναδιορισμού.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002

5. Οι διατάξεις των άρθρων 9 έως και 13 ισχύουν και για τον αναδιορισμό.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΤΟΜΕΙΣ – ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ – ΚΛΑΔΟΙ – ΒΑΘΜΟΙ
Άρθρο 16
Τομείς

Οι δικαστικοί υπάλληλοι κατατάσσονται στους παρακάτω Τομείς:

α) Τομέας υπαλλήλων του Συμβουλίου της Επικρατείας,

β) Τομέας υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών,

γ) Τομέας υπαλλήλων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια,

δ) Τομέας υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της uπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

ε. Τομέας υπαλλήλων εμμίσθων υποθηκοφυλακείων της χώρας και Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω -Λέρου.

Σημ.: όπως η περ.ε΄προστέθηκε με το άρθρο 10 παρ.2 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.
Άρθρο 17
Κατηγορίες

Οι θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων κάθε τομέα κατατάσσονται στις εξής Κατηγορίες:

α) κατηγορία θέσεων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικά στοιχεία ΠΕ,

β) κατηγορία θέσεων τεχνολογικής εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικά στοιχεία ΤΕ,

γ) κατηγορία θέσεων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικά στοιχεία ΔΕ, και

δ) κατηγορία θέσεων υποχρεωτικης εκπαίδευσης, με χαρακτηριστικά στοιχεία ΥΕ.
Άρθρο 18
Κλάδοι – Ειδικότητες

1. Οι θέσεις κάθε κατηγορίας κατατάσσονται στους εξής κλάδους και ειδικότητες:

α) Κατηγορία ΠΕ:

αα. Κλάδος ΠΕ Γραμματέων

αβ. Κλάδος ΠΕ Πληροφορικής, με ειδικότητες:

– Επιστήμης των Υπολογιστών και

– Μηχανικών Η/Υ

αγ. Κλάδος ΠΕ Μηχανικών, με ειδικότητες:

– Πολιτικών Μηχανικών

– Ηλεκτρολόγων – Μηχανολόγων

αδ. Κλάδος ΠΕ Οικονομολόγων

αε. Κλάδος ΠΕ Οικονομολόγων – Λογιστών

αστ. Κλάδος ΠΕ Μεταφραστών – Διερμηνέων

β) Κατηγορία ΤΕ:

βα. Κλάδος ΤΕ Γραμματέων

ββ. Κλάδος ΤΕ Πληροφορικής, με ειδικότητες:

– Πληροφορικής και

– Ηλεκτρονικών Υπολογιστικών Συστημάτων

βγ. Κλάδος ΤΕ Ελεγκτών Τεχνολόγων

βδ. Κλάδος ΤΕ Βιβλιοθηκονόμων

γ) Κατηγορία ΔΕ:

γα. Κλάδος ΔΕ Γραμματέων

γβ. Κλάδος ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριοτών

Ηλεκτρονικών Υπολογιστών

γγ. Κλάδος ΔΕ Πληροφορικής

γδ. Κλάδος ΔΕ Μεταφραστών – Διερμηνέων

γε. Κλάδος ΔΕ Οδηγών

γστ. Κλάδος ΔΕ Ταξινόμων

δ) Κατηγορία ΥΕ:

δα. Κλάδος ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων

δβ. Κλάδος ΥΕ Φυλάκων

δγ. Κλάδος ΥΕ Καθαριστριών

2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, ορίζεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, για κάθε τομέα του άρθρου 16. Με όμοιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να καταργούνται, να συγχωνεύονται ή να μετονομάζονται οι παραπάνω κλάδοι και ειδικότητες ή να συνιστώνται νέοι κλάδοι και ειδικότητες. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται η κατάργηση ή ανακατανομή οργανικών θέσεων των καταργουμένων ή συγχωνευομένων κλάδων.

3.Στην περίπτωση συγχώνευσης δικαστηρίων οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων όλων των κλάδων διατηρούνται και μεταφέρονται αυτοδικαίως στο δικαστήριο το οποίο προκύπτει από την εν λόγω συγχώνευση. Οι ανωτέρω θέσεις καταλαμβάνονται από τους υπηρετούντες στα συγχωνευμένα δικαστήρια δικαστικούς υπαλλήλους.

Σημ.: όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με την παρ.5 άρθρου 40 Ν.4111/2013,ΦΕΚ Α 18/25.1.2013

Σχετικό:ΠΔ 176/2004,ΦΕΚ Α 146
Άρθρο 19
Τυπικά προσόντα

1. Τυπικό προσόν διορισμού σε θέσεις της κατηγορίας ΠΕ ορίζεται το πτυχίο ή δίπλωμα τμήματος ή σχολής ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής.

2. Τυπικό προσόν διορισμού σε θέσεις της κατηγορίας ΤΕ ορίζεται το πτυχίο σχολής τεχνολογικού εκπαιδευτικού ιδρύματος ή άλλης αναγνωρισμένης ανώτερης σχολής της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής.

3. Τυπικό προσόν διορισμού σε θέσεις της κατηγορίας ΔΕ ορίζεται απολυτήριος τίτλος λυκείου ή ισότιμος τίτλος άλλου σχολείου ή τίτλος τεχνικης επαγγελματικής σχολής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ή ισότιμος τίτλος άλλης σχολής.

4. Τυπικό προσόν διορισμού σε θέσεις της κατηγορίας ΥΕ ορίζεται απολυτήριος τίτλος υποχρεωτικής εκπαίδευσης.

5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταοη του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Yπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζοντοι οι ειδικοτεροι τίτλοι σπουδών που απαιτουνται για κάθε κλάδο και ειδικότητα, ορίζονται τυχόν πρόσθετα ειδικά προσόντα, ο τρόπος, με τον οποίο αποδεικνύεται η συνδρομή τους και τα καθήκοντα κάθε κλάδου της ίδιας ή διαφορετικής κατηγορίας και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα.

6. Εως ότου εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα, που προβλέπεται στην παράγραφο 5, ως προς τα Τυπικά προσόντα διορισμού στους κλάδους του προηγουμένου άρθρου εφορμόζονται οι ισχύουσες ειδικές για δικαστικούς υπαλλήλους διατάξεις ή, αν δεν υπάρχουν, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 20
Βαθμολογική κλίμακα

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 παρ.1 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.

1. Οι θέσεις των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (TE), Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ) κατατάσσονται σε πέντε (5) συνολικά βαθμούς, ως ακολούθως:

– Βαθμός Α΄

– Βαθμός Β΄

– Βαθμός Γ΄

– Βαθμός Δ΄

– Βαθμός Ε΄.

2. Οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, TE και ΔΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Δ΄, Γ΄, Β΄ και Α΄, από τους οποίους κατώτερος είναι ο Δ΄ και ανώτερος ο Α΄. Οι θέσεις της κατηγορίας ΥΕ κατατάσσονται στους βαθμούς Ε΄, Δ΄, Γ και Β΄ από τους οποίους κατώτερος είναι ο Ε΄ και ανώτερος ο Β΄.

3. Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, TE και ΔΕ είναι ο βαθμός Δ΄ και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε΄. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β΄, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ΄, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής της Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Σ.Δ.Δ.Α.) εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β΄. 0 χρόνος φοίτησης στην Ε.Σ.Δ.Δ.Α. υπολογίζεται ως πλεονάζων στο Β΄ βαθμό. Για τους αριστούχους προσμετράται ένα (1) επιπλέον έτος στον ίδιο βαθμό. Η παραμονή στον κατά περίπτωση εισαγωγικό βαθμό υποχρεωτικά διαρκεί για δύο (2) συναπτά έτη τουλάχιστον ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων που αποκτά ο υπάλληλος στο ενδιάμεσο διάστημα.

4. Οι θέσεις όλων των βαθμών των κατηγοριών ΠΕ, TE, ΔΕ και ΥΕ είναι σε κάθε κατηγορία, οργανικά ενιαίες. Μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου βαθμού δεν υπάρχει αρχαιότητα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ

Σημ.: όπως ο τίτλος του κεφαλαίου Α` τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.
Άρθρο 21
Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

1. Δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι τα εξής:

α. Πενταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

β. Επταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

γ. Πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο σε κάθε εφετείο και σε κάθε διοικητικό εφετείο.

δ. Πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

ε. Επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

2. Τα παραπάνω συμβούλια αποφασίζουν για την προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση, Απόσπαση, μετάταξη των δικαστικών υπαλλήλων, την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων και την επιβολή πειθαρχικής ποινής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Επίσης αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν για κάθε άλλο θέμα υπηρεσιακής κοτάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, για το οποίο απαιτείται κατά νόμο Απόφαση ή γνωμοδότηση, αντιστοίχως, υπηρεσιακού συμβουλίου.
Άρθρο 22
Συγκρότηση δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων

1. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και τέσσερις συμβούλους Επικρατείας ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.

Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και έξι συμβούλους Επικρατείας ή αρεοπαγίτες ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.

2. Το υπηρεσιακό συμβούλιο εφετείου συγκροτείται από το νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, έναν εφέτη, έναν αντεισαγγελέα εφετών και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το υπηρεσιακό συμβούλιο διοικητικού εφετείου συγκροτείται από το νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο εφέτες και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

3.Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, δύο συμβούλους Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τον σύμβουλο επικρατείας που πρώτος αναδείχθηκε κατά την κλήρωση, τον νεότερο αντεπίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δύο δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Σχετικό: 11/2008 σχετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου της Επικρατεία

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρου 70 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008. `Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 8.6.2008.

Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν αρεοπαγίτη, έναν αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη.

Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από το νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν αντεπίτροπο Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τέσσερις συμβούλους Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τους τρεις πρώτους συμβούλους Επικρατείας που αναδείχθηκαν κατά την κλήρωση, τον αρχαιότερο αντεπίτροπο της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και δύο δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 70 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008. `Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 8.6.2008.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, δύο αρεοπαγίτες, δύο αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν αντεπίτροπο Επικρατείας και δύο δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Οι Πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων δύνανται να προεδρεύσουν των οικείων επταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρου 70 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 8.6.2008.

4. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων με ισάριθμους αναπληρωτές αναδεικνύονται με κλήρωση που γίνεται τον Ιούνιο κάθε έτους. Η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιουλίου του ίδιου έτους και λήγει την 30ή Ιουνίου του επομένου. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία την οποία ορίζουν οι διατάξεις που ισχύουν για τα ανώτατα δικαστικά συμβούλια.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων και των διοικητικών εφετείων και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κληρώσεις μεταξύ όλων των εφετών που υπηρετούν στο εφετείο ή διοικητικό εφετείο και όλων των αντεισαγγελέων εφετών που υπηρετούν στην Εισαγγελία Εφετών. Αν οι υπηρετούντες δεν επαρκούν, αναδεικνύονται με την ίδια διαδικασία αντιστοίχως ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του συμβουλίου πρόεδροι πρωτοδικών ή εισαγγελείς πρωτοδικών της εφετειακής περιφέρειας, εφόσον δε και αυτοί δεν επαρκούν, πρωτοδίκες ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών που υπηρετούν στην έδρα του εφετείου.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων του Συμβουλίου της Επικρατείας και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κλήρωση μεταξύ όλων των συμβούλων της Επικρατείας.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κλήρωση στην οποία μετέχουν αντιστοίχως όλοι οι αρεοπαγίτες ή οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Οι δικαστικοί λειτουργοί μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με κληρώσεις στις οποίες μετέχουν αντιστοίχως όλοι οι αρεοπαγίτες ή οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και όλοι οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου ή οι αντεπίτροποι Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

Οσοι έχουν κληρωθεί ως μέλη πρωτοβάθμιου δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου δεν μπορεί να κληρωθούν ως μέλη του αντίστοιχου δευτεροβάθμιου συμβουλίου και αντιστρόφως.

Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο πρόεδρος του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου, καθώς και του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου ανώτατου δικαστηρίου αναπληρώνεται από τον αμέσως αρχαιότερό του αντιπρόεδρο του ανώτατου δικαστηρίου. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο πρόεδρος του επταμελούς δικαστικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου αναπληρώνεται από τον αμέσως νεότερό του αντιπρόεδρο. Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου αναπληρώνεται από τον αμέσως αρχαιότερό του πρόεδρο εφετών και αν δεν υπηρετεί άλλος πρόεδρος εφετών, από τον αρχαιότερο εφέτη.

Σε περίπτωση ελλείψεως, απουσίας ή κωλύματος, ο αντεπίτροπος της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο πρόεδρο των διοικητικών εφετείων Αθηνών και Πειραιώς.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρου 70 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.`Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 8.6.2008.

5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με εκλογές οι οποίες διεξάγονται με τη χρήση ενιαίου ψηφοδελτίου και με καθολική και μυστική ψηφοφορία.

Εκλόγιμοι είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι με τουλάχιστον 15 έτη υπηρεσίας.

Οταν πρόκειται να εκλεγούν ως μέλη υπηρεσιακού συμβουλίου εφετείου ή διοικητικού εφετείου πρέπει να υπηρετούν σε υπηρεσία της περιφέρειας του εφετείου. Οσοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν εκλεγεί ως μέλη πρωτοβάθμιου υπηρεσιακού συμβουλίου, δεν μπορεί να εκλεγούν ως μέλη του δευτεροβάθμιου και αντιστρόφως. Οι λεπτομέρειες διεξαγωγής των εκλογών και κάθε άλλο σχετικό θέμα ρυθμίζεται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία μπορεί να καθορίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις εκλογιμότητας για τη διασφάλιση της αμεροληψίας των υπαλλήλων μελών των συμβουλίων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002,με το άρθρου 48 παρ.1 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181 και με το άρθρο 58 παρ.3 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.

6. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις του πενταμελούς και επταμελούς δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούν τους υπαλλήλους του τομέα των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, λαμβάνονται ύστερα από γνώμη του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, ο οποίος μπορεί να την υποβάλει εγγράφως και να παραστεί για να την αναπτύξει και προφορικώς.

“Οι αποφάσεις των δικαστικών συμβουλίων του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου λαμβάνονται ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο αντιστοίχως.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

7. Χρέη γραμματέα των παραπάνω συμβουλίων ασκεί δικαστικός υπάλληλος με τουλάχιστον Γ` βαθμό.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 48 παρ.2 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

8. Τα Δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια συνεδριάζουν στο κατάστημα του αντίστοιχου δικαστηρίου.

9. Τα πρωτοβάθμια Δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια αποφαίνονται ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης.

10. Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων ενώπιον των συμβουλίων, καλούνται υποχρεωτικά πριν πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμων ημερών και έχουν δικαίωμα να παρίστανται και να εκφράζουν γνώμη δύο αιρετοί εκπρόσωποι των δικαοτικών υπαλλήλων, στους οποίους μαζί με την κλήση κοινοποιείται και η ημερήσια διάταξη. Αν δεν κληθούν νομότυπα, κατά το προηγούμενο εδάφιο, οι αιρετοί εκπρόσωποι, η συζήτηση αναβάλλεται.

11. Κατά τις συνεδριάσεις των δικαστικών (υπηρεσιακών) αυμβουλίων τηρούνται πρακτικά.

12. Οι αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις των δικαστικών (υπηρεσιακών) συμβουλίων εκδίδονται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος και υποβάλλονται χωρίς καθυστέρηση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με αντίγραφο του οικείου πρακτικού.

Σχετικό: με την παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002

13. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοούνης, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζονται οι προϋποθέσεις για την εκλογιμότητα των αιρετών εκπροσώπων , η διαδικασία για την εκλογή τους, η θητεία τους, οι περιπτώσεις και η διαδικασία αντικατάστασής τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους και κάθε σχετικό θέμα.
Άρθρο 23
Αρμοδιότητα δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

1. Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει σε πρώτο βαθμό για την παύση των δικαστικών υπαλλήλων λόγω βαρέως πειθαρχικού παραπτώματος, ασθένειας, αναπηρίας ή υπηρεσιακής ανεπάρκειας.

2. Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών δικαστικών συμβουλίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.

3. Το υπηρεσιακό συμβούλιο του εφετείου και του διοικητικού εφετείου επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό για κάθε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης και για τις πειθαρχικές υποθέσεις των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις γραμματείες δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειάς τους, καθώς και για την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων τμημάτων στις ίδιες γραμματείες.

4. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται:

α. Τα θέματα της προηγούμενης παραγράφου που αφορούν στους υπαλλήλους της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. β. Η μετάθεση και η Απόσπαση υπαλλήλων της γραμματείας των διοικητικών δικαστηρίων της Γενικής Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια από την περιφέρεια ενός διοικητικού εφετείου σε άλλη, η Απόσπαση στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας και η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που αναφέρονται στο εδάφιο αυτό. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των διοικητικών εφετείων.

5. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Αρείου Πάγου υπάγονται: α. Τα θέματα της παραγράφου 3 που αφορούν τους υπαλλήλους του. β. Η μετάθεση και η Απόσπαση υπαλλήλων της υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού και της γραμματείας της εισαγγελίας του, της υπηρεσίας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους από την περιφέρεια ενός εφετείου σε άλλη ή στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή της εισαγγελίας του και η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που προβλέπονται στο εδάφιο αυτό. Το συμβούλιο αυτό αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των υπηρεσιακών συμβουλίων των εφετείων.

6. Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται όλα τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης και οι πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας σε αυτό, καθώς και η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων οργανικών μονάδων.

7. Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των ανώτατων δικαστηρίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.

8. Αρμόδιο για τους υπαλλήλους της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι το υπηρεσιακό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Άρθρο 24
Δεύτερος βαθμός κρίσης

1. Οι αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστικών (υπηρεσιακών) συμβουλίων κοινοποιούνται, με επιμέλεια του γραμματέα του συμβουλίου. μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοσή τους στο δικαστικό υπάλληλο που κρίθηκε δυσμενώς και διαβιβάζονται, μέσα στην ίδια προθεσμία, στο Υπουργείο Δικαιοούνης. Ειδικό οι αποφάσεις που αφορούν την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων δεν κοινοποιούνται στους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά τοιχοκολλώνται, μέσα στην ίδια προθεσμία, στο κατάστημα του δικαστηρίου, στο οποίο λειτουργεί το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο που εξέδωσε την Απόφαση. Για την τοιχοκόλληση συντάσσεται πρακτικό.

Σχετικό: με την παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002

2. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, αν διαφωνεί με Απόφαση πρωτοβάθμιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου ή με γνωμοδότησή του, που κατά νόμο απαιτείται να είναι σύμφωνη, μπορεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία περιέλευσης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Απόφασης η γνωμοδότησης να παραπέμψει το ερώτημα στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο για κρίση σε δεύτερο βαθμό.

3. Δικαστικός υπάλληλος που κρίθηκε δυσμενώς δικαιούται να ασκήσει προσφυγή κατά της Απόφασης ή γνωμοδότησης του πρωτοβάθμιου συμβουλίου. Η προσφυγή ασκείται με κατάθεση στον Προϊστάμενο ή στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο προσφεύγων, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την κοινοποίηση ή, αν στρέφεται κατά Απόφασης επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, από την τοιχοκόλληση. Ο προϊστάμενος αποστέλλει την προσφυγή στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάθεσή της και μέσα στην ίδια προθεσμία διαβιβάζει αντίγραφό της στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

4. Δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση, ο γραμματέας του δευτεροβάθμιου συμβουλίου κοινοποιεί αντίγραφο του ερωτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης ή της προσφυγής στους δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν έννομο συμφέρον να αντικρούσουν το ερώτημα αυτό ή την προσφυγή. Οι δικαστικοί αυτοί υπάλληλοι δικαιούνται να υποβάλουν υπόμνημα στο γραμματέα του συμβουλίου πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαση.

5. Ο δικαστικός υπάλληλος που υπέβαλε προσιρυγή ή υπόμνημα σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο δικαιούται να παραστεί αυτοπροσωπως ή με δικηγόρο ενώπιον του δευτεροβαθμίου συμβουλίου για να αναπτύξει και προφορικώς τις απόψεις του.

6. Το δευτεροβάθμιο συμβούλιο εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήψη της προσφυγής ή του ερωτήματος.

7. Η προθεσμία για την άσκηση διαφωνίας ή προσφυγής κατά τις παραγράφους 2 και 3, καθώς και η άσκηση τους αναστέλλει την εκτέλεση των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστικών συμβουλίων, εάν αφορούν σε επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων.

Σημ.: όπως η παρ.7 προστέθηκε με το άρθρο 71 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008. `Εναρξη ισχύος ΑΠΟ 8.6.2008.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ
Άρθρο 25
Υπηρεσιακές συνελεύσεις δικαστικών υπαλλήλων

1. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία, καθώς και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια λειτουργεί υπηρεσιακή συνέλευση που αποτελείται από όλους τους δικαστικούς υπαλλήλους του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4.

2. Στην υπηρεσιακή συνέλευση προεδρεύει ο δικαστικός υπάλληλος που διευθύνει τις υπηρεσίες της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματός του, προεδρεύει ο νόμιμος αναπληρωτής του.

3. Η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται από τον πρόεδρό της ή, σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματός του, από τον αναπληρωτή του, τουλάχιστον μία φορά κατ` έτος. Κατά τη συνέλευση αυτή συζητούνται υποχρεωτικώς τα θέματα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α`, β` και γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 26. Συγκαλείται επίσης υποχρεωτικώς: α) δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τη συνεδρίαοη της ολομέλειας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας για την κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή Κατάργηση διατάξεων του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας, και β) αν το ζητήσουν περισσότεροι από το 1/3 των μελών της με αίτησή τους προς τον πρόεδρο της συνέλευσης, με την οποία προτείνονται τα θέματα και ο εισηγητής. Στην περίπτωση αυτή η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται υποχρεωτικώς από τον πρόεδρο μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και έχει ως θέματα ημερήσιας διάταξης εκείνα που προτείνονται με την αίτηση.

4. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζεται η συγκρότηση, ο τρόπος λειτουργίας και κάθε θέμα σχετικό με την υπηρεσιακή συνέλευση των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Για τους υπαλλήλους αυτούς μπορεί να προβλέπονται με την ίδια Απόφαση και περισσότερες από μία υπηρεσιακές συνελεύσεις.
Άρθρο 26
Αρμοδιότητα υπηρεσιακής συνέλευσης

Στην αρμοδιότητα της υπηρεσιακής συνέλευσης ανήκουν:

α. Η υποβολή προτάσεων: αα) για τον προγραμματισμό των εργασιών της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, ββ) για την κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή Κατάργηση διατάξεων του κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, γγ) για τα κριτήρια επιλογής των δικαστικών υπαλλήλων για τη συμμετοχή σε επιτροπές, συμβούλια και κάθε είδους συλλογικά διοικητικά όργανα που προβλέπονται από το νόμο ή τον κανονισμό του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.

β. Η αξιολόγηση των εργασιών της γραμματείας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.

γ. Η συζήτηση επί των εκθέσεων των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων, στις οποίες περιέχονται διαπιστώσεις και προτάσεις για την καλύτερη οργάνωση και λειτουργία της μονάδας, της οποίας προϊστανται.

δ. Κάθε θέμα, το οποίο ανατίθεται στην υπηρεσιακή συνέλευση από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 27
Σύγκληση της υπηρεσιακής συνέλευσης

1. Η πρόσκληση για τη Σύγκληση της υπηρεσιακής συνέλευσης, με τα θέματα της ημερήσιας διάταξης, τοιχοκολλάται στα οικεία δικαστικά καταστήματα, με επιμέλεια του προέδρου της, δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν την ημερομηνία της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος της υπηρεσιακής συνέλευσης υποχρεούται να έχει στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου μέλους τις εισηγήσεις και τα πληροφοριακά στοιχεία που υπάρχουν για τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Τα θέματα της ημερήσιας διάταξης εισηγείται ο πρόεδρος της υπηρεσιακής συνέλευσης ή μέλος της, που ορίζεται από τον ίδιο, ή το μέλος που έχει προταθεί με την αίτηοη σύγκλησης της συνέλευσης που υποβλήθηκε σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 25.

2. Στην υπηρεσιακή συνέλευση καλούνται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν την ημερομηνία της συνεδρίασης και μπορούν να παρίστανται: α) ο πρόεδρος και τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης ή ο δικαστι κός λειτουργός που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, β) ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και ο γενικός γραμματέας της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων ή τρεις εκπρόσωποί τους, που ορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της συνδικαλιστικής οργάνωσης και γ) εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου, ο οποίος ορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο του συλλόγου. Οι ανωτέρω μπορούν να υποβάλλουν έγγραφες προτάσεις, τις οποίες, εφόσον το επιθυμούν, αναπτύσσουν αμέσως μετά την εισήγηση.

3. Η υπηρεσιακή συνέλευση βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά της μέλη. Αν δεν υπάρχει απαρτία, η υπηρεσιακή συνέλευση συγκαλείται πάλι την πέμπτη εργάσιμη ημέρα από την αρχική ημερομηνία συνεδρίασης και συνεδριάζει με όσα μέλη παρίστανται.

4. Οι αποφάσεις της υπηρεσιακής συνέλευσης λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Αν δεν σχηματιστεί απόλυτη πλειοψηφία, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο επικρατέστερων γνωμών.

5. Σε κάθε υπηρεσιακή συνέλευση τηρούνται πρακτικά με ευθύνη του προέδρου της. Για το σκοπό αυτόν, στην αρχή της συνεδρίασης ορίζονται από τον πρόεδρο, ως γραμματείς, δύο από τα μέλη της υπηρεσιακής συνέλευσης.

6. Τα πρακτικά και οι αποφάσεις υπογράφονται από τον πρόεδρο και τους γραμματείς της υπηρεσιακής συνέλευοης και αποστέλλονται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, οτο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στον πρόεδρο και τα μέλη του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης ή στο δικαστικό λειτουργό που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, στον οικείο δικηγορικό σύλλογο, στην οικεία πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωοη δικαστικών υπαλλήλων, στην οικεία ένωση δικαστικών λειτουργών και στην Ο.Δ.Υ.Ε.
ΜΕΡΟΣ ΠΕΜΠΤΟ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ – ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Άρθρο 28
Δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης

1. Η έκφραση των πολιτικών, φιλοσοφικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων και των επιστημονικών απόψεων και η υπηρεσιακή κριτική των πράξεων της προϊσταμένης αρχής αποτελούν δικαίωμα των δικαστικών υπαλλήλων που τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους. Καμία διάκριση δεν επιτρέπεται να γίνεται στους δικαστικούς υπαλλήλους λόγω των πεποιθήσεων ή των απόψεών τους ή της υπηρεσιακής κριτικής πράξεων της προϊσταμένης αρχής.

2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν επιτρέπεται να εκδηλώνουν ή να διαδίδουν τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή χρησιμοποιώντας την ιδιότητά τους, ούτε να κάνουν διακρίσεις σε όφελος ή σε βάρος των πολιτών εξαιτίας των πεποιθήσεών τους.
Άρθρο 29
Συνδικαλιστικά δικαιώματα

1. Η συνδικαλιστική ελευθερία και η ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών με αυτή δικαιωμάτων διασφαλίζονται στους δικαστικούς υπαλλήλους.

2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν ελευθέρως, τηρώντας τις διατάξεις του νόμου, να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να γίνονται μέλη τους και να ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.

3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα προσφυγής σε απεργία για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών, κοινωνικών και ασφαλιστικών συμφερόντων τους. Το δικαίωμα της απεργίας ασκείται σύμφωνα με το νόμο που το ρυθμίζει.

4. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις διαπραγματεύονται ή διαβουλεύονται με τις αρμόδιες αρχές για τους όρους και τις συνθήκες εργασίας των μελών τους.
Άρθρο 30
Δικαίωμα άσκησης καθηκόντων

1. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να εκτελεί τα καθήκοντα του κλάδου, στον οποίο ανήκει, ή της ειδικότητάς του.

2. Σε περίπτωση επιτακτικών υπηρεσιακών αναγκών, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν με άλλο τρόπο, επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό υπάλληλο καθηκόντων άλλου κλάδου ή ειδικότητας. Η ανάθεση γίνεται με Απόφαση του Προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας για χρονικό διάστημα έως έξι μήνες, με δυνατότητα παράτασης για έξι ακόμη μήνες, με όμοια Απόφαση. Ο χρόνος ανάθεσης μπορεί να παραταθεί συνολικό έως δύο έτη, με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.3 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.
Άρθρο 31
Μισθός και εν γένει αποδοχές

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δικαιούνται μισθό και κάθε άλλου είδους αμοιβές και απολαβές που καθορίζονται από τις διατάξεις που εκάστοτε ισχύουν. Επίσης δικαιούνται κάθε είδους αμοιβές και απολαβές, που προβλέπονται από ειδικές διατάξεις λόγω της φύσης της εργασίας τους.

2. Η αξίωση του δικαστικού υπαλλήλου για το μισθό αρχίζει με την Ανάληψη υπηρεσίας και παύει με τη λύση της υπαλληλικής σχέσης.

3. Η αξίωση για πλήρη μισθό του δικαστικού υπαλλήλου, ο οποίος ανακαλείται από την κατάσταση της Διαθεσιμότητας ή της αργίας, αρχίζει από την επαναφορά του στην υπηρεσία.

4. Μετά τη λήξη του χρόνου αναρρωτικής άδειας ή Διαθεσιμότητας, και εφόσον εκκρεμεί διαδικασία απόλυσης του δικαστικού υπαλλήλου λόγω ανίατης νόσου, καταβάλλεται ο μισθός της Διαθεσιμότητας, μέχρις ότου λυθεί η υπαλληλική σχέση.

5. Οι αποδοχές που παρέχονται μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, σύμφωνα με τη συνταξιοδοτική νομοθεσία, δεν επηρεάζονται από τις διατάξεις της παραγράφου 2.

6. Μισθός δεν οφείλεται για το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο δικαστικός υπάλληλος, από υπαιτιότητά του, δεν εργάστηκε. Στην περίπτωση αυτή η περικοπή του μισθού ενεργείται με πράξη του αρμόδιου για την εκκαθάριση των αποδοχών οργάνου, το οποίο οφείλει να ειδοποιήσει ο προϊστάμενος της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος.

Κατά της πράξης αυτής, η οποία κοινοποιείται με απόδειξη στο δικαστικό υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή που ασκείται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου.

Κατά της Απόφασης του συμβουλίου αυτού δεν χωρεί προσφυγή στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο.
Άρθρο 32
Χρόνος καταβολής αποδοχών

1. Οι αποδοχές των δικαστικών υπαλλήλων προκαταβάλλονται κάθε δεκαπενθήμερο.

2. Με κοινή Απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται διαφορετικά ο χρόνος καταβολής των αποδοχών.
Άρθρο 33
Ανώτατο όριο απολαβών

1. Οι κάθε είδους πρόσθετες απολαβές των δικαστικών υπαλλήλων δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης.

2. Τα οδοιπορικά έξοδα και η αποζημίωση για υπηρεσία εκτός έδρας, τα έξοδα μετακίνησης εκτός γραφείου για εκτέλεση υπηρεσίας εντός της έδρας και κάθε αποζημίωση που δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος για δαπάνη που αποδεδειγμένα πραγματοποιεί για την εκτέλεση υπηρεσίας δεν υπάγονται στον περιορισμό της παραγράφου 1.
Άρθρο 34
Έξοδα μετάθεσης, Απόσπασης και πρώτης εγκατάστασης

Ως προς την κάλυψη των δαπανών και την αποζημίωση των δικαστικών υπαλλήλων που μετακινούνται εντός και εκτός της επικράτειας εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 35
Υγειονομική περίθαλψη – Έξοδα κηδείας

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα να εξασφαλίζεται στους ίδιους και στις οικογένειές τους υγειονομική περίθαλψη που περιλαμβάνει νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη.

2. Η υπηρεσία έχει υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα κηδείας των δικαστικών υπαλλήλων, των συζύγων και των τέκνων τους, εφόσον αυτά προστατεύονται και συντηρούνται από αυτούς. Από τα έξοδα αυτά εκπίπτει κάθε ποσό που καταβάλλεται για την ίδια αιτία από ασφαλιστικό οργανισμό ή από οποιονδήποτε άλλο φορέα.

3. Ως προς τους φορείς, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο παροχής υγειονομικής περίθαλψης οτο δικαστικό υπάλληλο και στα μέλη της οικογένειάς του που δικαιούνται την περίθαλψη, τη συμμετοχή του στις σχετικές δαπάνες, καθώς και ως προς τις προϋποθέσεις, το ύψος και τον τρόπο καταβολής των εξόδων κηδείας, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 36
Διαρκής επιμόρφωση

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τον κλάδο ή την ειδικότητά τους, έχουν δικαίωμα επιμόρφωσης κατά το διάστημα της σταδιοδρομίας τους, πέρα από τα προγράμματα, τα οποία παρακολουθούν κατά τη δοκιμαστική υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65,

2. Η υπηρεσία είναι υποχρεωμένη να μεριμνά για την επιμόρφωση των δικαστικών υπαλλήλων. Η συμμετοχή των δικαστικών υπαλλήλων σε προγράμματα επιμόρφωσης μπορεί να ορίζεται και ως υποχρεωτική.

3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων Ελεγκτικού Συνεδρίου, ορίζεται το περιεχόμενο των προγραμμάτων επιμόρφωοης, η διάρκειά τους, ο υποχρεωτικός η προαιρετικός χαρακτήρας της παρακολούθησης, τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται η επιμόρφωση, τα κριτήρια, οι προυποθέοεις και η διαδικασία επιλογής των δικαοτικών υπαλλήλων για την παρακολούθηση των προγραμμάτων επιμόρφωσης, ο τρόπος ελέγχου της παρακολούθησης από τους δικαστικούς υπαλλήλους των προγραμμάτων και της επίδοσής τους, οι κυρώσεις σε περίπτωοη μη παρακολούθηοης ή ελλιπούς παρακολούθηοης και κάθε σχετικό θέμα.
Άρθρο 37
Άδειες απουσίας – Αρμοδιότητα χορήγησης

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι δικαιούνται άδειες απουσίας από την υπηρεσία τους, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα.

2. Οι άδειες, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, χορηγούνται από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου και γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας. Για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου οι άδειες χορηγούνται ύστερα από γνώμη του άμεσου προϊσταμένου του υπαλλήλου και του προϊσταμένου της υπηρεσίας διοικητικού του δικαστηρίου αυτού.
Άρθρο 38
Κανονικές άδειες

1. Ο δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος έχει συμπληρώσει πραγματική υπηρεσία ενός (1) έτους, δικαιούται σε κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια απουσίας είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών.

2. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να προσαυξάνεται έως πέντε (5) εργάσιμες ημέρες η διάρκεια της κανονικής άδειας για τους δικαστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις παραμεθόριες περιοχές.

3. Η κανονική άδεια χορηγείται υποχρεωτικώς στο δικαστικό υπάλληλο κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.

4. Με αιτιολογημένη πράξη, που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παραγράφου 2 του προηγούμενου άρθρου, επιτρέπεται να μη χορηγείται, να περιορίζεται ή να ανακαλείται η κανονική άδεια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες ανάγκες της υπηρεσίας.

5. Η άδεια που δεν χορηγήθηκε κατ` εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται υποχρεωτικά το επόμενο έτος.

6. Από το χρόνο της κανονικής άδειας αφαιρείται ο χρόνος κάθε αδικαιολόγητης απουσίας.
Άρθρο 39
Απουσία κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών

Οι δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν στις γραμματείες των δικαστηρίων και εισαγγελιών έχουν κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών δικαίωμα απουσίας από την εργασία δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Η απουσία εγκρίνεται με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 37.
Άρθρο 40
Άδειες μητρότητας

1. Στις υπαλλήλους χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντος ιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.3060/2002,ΦΕΚ Α 242/11.10.2002.

2. Όταν ο τοκετός πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο από αυτόν που είχε πιθανολογηθεί αρχικά, η άδεια που έχει χορηγηθεί παρατείνεται μέχρι την πραγματική ημερομηνία του τοκετού, χωρίς αυτή η παράταση να συνεπάγεται αντίστοιχη μείωση του χρόνου της άδειας που χορηγείται μετά τον τοκετό. ΄Οταν ο τοκετός πραγματοποιηθεί σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν που είχε αρχικά πιθανολογηθεί, το υπόλοιπο της άδειας χορηγείται μετά τον τοκετό, ώστε να εξασφαλιστεί συνολικός χρόνος πέντε (5) μηνών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.3060/2002,ΦΕΚ Α 242/11.10.2002.

3. Στις κυοφορούσες υπαλλήλους, που έχουν ανάγκη ειδικής κατ` οίκον θεραπείας πέρα από το όριο της αναρρωτικής άδειας με αποδοχές, χορηγείται άδεια με πλήρεις αποδοχές, εφόσον υποβληθεί σχετική βεβαίωση του θεράποντος ιατρού και διευθυντή γυναικολογικής ή μαιευτικής κλινικής του τμήματος δημόσιου νοσηλευτικού ιδρύματος.

4. Σε περίπτωση πρόωρου τοκετού με νεκρό κύημα, χορηγείται στη δικαστική υπάλληλο άδεια είκοσι (20) ημερών με πλήρεις αποδοχές, εφόσον αυτή έχει εξαντλήσει τα χρονικά όρια της αναρρωτικής άδειας.

5. Στις υπαλλήλους που υιοθετούν τέκνο χορηγείται άδεια τριών (3) μηνών με πλήρεις αποδοχές μέσα στο πρώτο εξάμηνο μετά την περάτωση της διαδικασίας της υιοθεσίας και εφόσον το υιοθετούμενο τέκνο είναι ηλικίας έως έξι (6) ετών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.3060/2002,ΦΕΚ Α 242/11.10.2002.
Άρθρο 41
Γονικές άδειες

1. Στο γονέα δικαστικό υπάλληλο που έχει τέκνο ηλικίας έως έξι (6) ετών χορηγείται υποχρεωτικά, ύστερα από αίτησή του, γονική άδεια ανατροφής του τέκνου έως δύο (2) έτη, χωρίς αποδοχές. Ο χρόνος της άδειας αυτής δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας. Δεν δικαιούται γονική άδεια ο δικαστικός υπάλληλος, αν ο άλλος γονέας δεν εργάζεται ή κάνει χρήση γονικής άδειας. Επίσης δεν χορηγείται η άδεια αυτή, αν ο δικαστικός υπάλληλος στερείται της επιμέλειας του τέκνου. Η άδεια αυτή χορηγείται μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας κατά τις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 40.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος. εφόσον έχει τέκνα που παρακολουθούν μαθήματα πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευοης, δικαιούται, ύστερα από αίτησή του που εγκρίνεται από τον άμεσο προϊστάμενό του, να απουσιάσει έως πέντε (5) ημέρες κάθε σχολικό έτος, για την παρακολούθηση της σχολικής τους επίδοσης.
Άρθρο 42
Εκπαιδευτικές άδειες

1. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να ζητήσει άδεια μετεκπαίδευσης έως ένα (1) έτος, που μπορεί να παραταθεί έως έξι (6) μήνες. Η μετεκπαίδευση μπορεί να πραγματοποιηθεί, με βάση συγκεκριμένο πρόγραμμα, σε δικαστήρια, υπηρεσίες, εκπαιδευτικά ιδρύματα και άλλους φορείς ή οργανισμούς δημόσιους ή ιδιωτικούς, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται επίσης να ζητήσει άδεια για την παρακολούθηση μεταπτυχιακών σπουδών σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Η άδεια αυτή δεν επιτρέπεται να υπερβεί τα δύο (2) έτη, αν ο κύκλος σπουδών είναι ενός (1) έτους, ή τα τρία (3) έτη, αν η διάρκειά του είναι δύο (2) ετών.

3. Εκπαιδευτική άδεια κατά τις προηγούμενες παραγράφους χορηγείται σε δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία και δεν έχουν υπερβεί το 50ό έτος της ηλικίας τους.

4. Οι παραπάνω εκπαιδευτικές άδειες χορηγούνται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου και σύμφωνη γνώμη του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, το οποίο λαμβάνει υπόψη τη συνάφεια του περιεχομένου της μετεκπαίδευσης ή των μεταπτυχιακών σπουδών με το αντικείμενο της υπηρεσίας του δικαστικού υπαλλήλου, την υπηρεσιακή επίδοση, τις γνώσεις, τα Τυπικά προσόντα και την ηλικία του, καθώς και τις ανάγκες της υπηρεσίας. Ειδικά για τη χορήγηση άδειας για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακές σπουδές σε χώρα του εξωτερικού, απαιτείται πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας αυτής.

5. Εκπαιδευτική άδεια χορηγείται υποχρεωτικά, αν ο δικαστικός υπάλληλος έχει λάβει υποτροφία από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών.

Υποτροφία που έχει χορηγηθεί στο δικαστικό υπάλληλο από άλλο ίδρυμα ή οργανισμό, ελληνικό, διεθνή ή αλλοδαπό, ή από αλλοδαπή κυβέρνηση, συνεκτιμάται από το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο για τη χορήγηση της άδειας. Στην περίπτωση αυτή η άρνηση χορήγησης της άδειας πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς.

6. Ο δικαστικός υπάλληλος, στον οποίο χορηγείται εκπαιδευτική άδεια για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο εσωτερικό, λαμβάνει πλήρεις τις αποδοχές του προσαυξημένες κατά 15%. Αν κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής άδειας ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεώνεται να παραμένει εκτός της έδρας της υπηρεσίας του, η προοαύξηση των αποδοχών του μπορεί να ανέλθει έως 75%, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου. Κατά τον καθορισμό του ύψους της προσαύξησης λαμβάνεται ιδίως υπόψη ο αριθμός των μελών της οικογένειάς του.

7. Στο δικαστικό υπάλληλο, στον οποίο χορηγείται εκπαιδευτική άδεια για μετεκπαίδευση ή μεταπτυχιακή εκπαίδευση στο εξωτερικό, καταβάλλονται οι αποδοχές του αυξημένες στο διπλάσιο.

8. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους προσαυξήσεις των αποδοχών μειώνονται κατά το μέρος που καλύπτονται από υποτροφία ή άλλου είδους σχετική χρηματική αμοιβή ή αποζημίωση, που τυχόν χορηγείται στο δικαστικό υπάλληλο.

9. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται οδοιπορικά έξοδα για την αρχική μετάβασή του και την επιστροφή του μετά τη λήξη της άδειας.

10. Η εκπαιδευτική άδεια μπορεί να ανακαλείται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύοτερα από σύμφωνη, ειδικώς αιτιολογημένη γνώμη του δικαστικού (υπηρεσιακού ) συμβουλίου, για λόγους που σχετίζονται με την επίδοσή του κατά τη μετεκπαίδευοη ή τις μεταπτυχιακές σπουδές, καθώς και για ενέργειες που δεν ουμβιβάζονται με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου και θίγουν το κύρος της υπηρεσίας του.

11. Μετά τη λήξη της εκπαιδευτικής άδειας ο δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να παραμείνει στην υπηρεσία για χρονικό διάστημα τριπλάσιο της διάρκειας της άδειας. Αν δεν εκπληρώσει την υποχρέωση αυτή, ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να επιστρέψει τις αποδοχές που έλαβε κατά το χρόνο της άδειας. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της άδειας δεν υπολογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.

12. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορούν να καθορίζονται οι ειδικότερες υποχρεώσεις του δικαστικού υπαλλήλου κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής άδειας, ο τρόπος ελέγχου της τήρησης των υποχρεώσεων αυτών και κάθε σχετική λεπτομέρεια. Με όμοια Απόφαση μπορεί να καθοριστεί και η διαδικασία για τη διαπίστωση της γνώσης της ξένης γλώσσας που απαιτείται κατά την παράγραφο 4.
Άρθρο 43
Αναρρωτικές άδειες

1. Ο δικαστικός υπάλληλος που είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει δικαιούται αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές διάρκειας τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, μετ` αφαίρεση του συνόλου των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει κατά την προηγούμενη πενταετία.

Δικαστικός υπάλληλος με υπηρεσία μικρότερη από τρία (3) έτη δικαιούται αναρρωτική όδεια τριών (3) μηνών εφόσον συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου χρόνος υπηρεσίας έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.

2. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες.

3. Στις περιπτώσεις δυσίατων νοσημάτων η διάρκεια της αναρρωτικής άδειας, την οποία δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος, είναι διπλάσια από τα όρια που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. Στο χρόνο της αναρρωτικής άδειας συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθενείας του δικαστικού υπαλλήλου, που προηγήθηκαν της άδειας.

5. Ως προς τη διαδικασία διαπίστωσης της ασθένειας, τον τρόπο χορήγησης της αναρρωτικής άδειας και τον καθορισμό των δυσίατων νοσημάτων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν κάθε φορό για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 44
Ειδικές άδειες

1. Σε δικαστικό υπάλληλο που φοιτά σε σχολείο ή εκπαιδευτικό ίδρυμα της δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης χορηγείται, ύστερα από αίτησή του, άδεια έως είκοσι (20) εργάσιμων ημερών, κάθε ημερολογιακό έτος, με πλήρεις αποδοχές, για τη συμμετοχή του σε εξετάσεις. Η άδεια αυτή χορηγείται συνεχώς ή τμηματικώς κατά τη διάρκεια των εξεταστικών περιόδων για όσα έτη απαιτούνται κατά σχολή για τη λήψη του οικείου τίτλου σπουδών και για τρεις (3) ακόμη εξεταστικές περιόδους.

2. Χορηγείται άδεια έως δέκα (10) εργάσιμων ημερών ανά διετία, με πλήρεις αποδοχές, ύστερα από αίτησή του, σε δικαστικό υπάλληλο, ο οποίας λαμβάνει μέρος σε διαγωνισμό ή εξετάσεις για να λάβει υποτροφία ή για να επιλεγεί για φοίτηση σε κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών σε θέματα που σχετίζονται με το αντικείμενο της υπηρεσίας του, καθώς και σε εκείνον, ο οποίος συμμετέχει σε συνέδρια, σεμινάρια και κάθε είδους συναντήσεις επιστημονικού χαρακτήρα, εφόσον η συμμετοχή του κρίνεται επωφελής για την υπηρεσία.

3. Χορηγείται στο δικαοτικό υπάλληλο άδεια απουσίας, με πλήρεις αποδοχές, τριών (3) εργάσιμων ημερών όταν συνόπτει γάμο, δύo (2) εργάσιμων ημερών όταν αποκτά τέκνο και τριών (3) εργάσιμων ημερών σε περίπτωση θανάτου συζύγου, ή συγγενούς, εξ αίματος ή εξ αγχιοτείας, έως και δεύτερου βαθμού.

4. Δικαστικός υπάλληλος ο οποίος πάσχει ή έχει σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα για το οποίο απαιτούνται τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή αιμοκαθάρσεις ή από νόσημα που χρειάζεται περιοδική νοσηλεία δικαιούται επιπλέον άδειας έως είκοσι εργάσιμων ημερών κάθε ημερολογιακό έτος, με πλήρεις αποδοχές.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 4 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

5. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιοuται άδεια έως τριών (3) εργάσιμων ημερών, με πλήρεις αποδοχές, για τη συμμετοχή σε δίκη, για την οποία απαιτείται η αυτοπρόσωπη παρουσία του.

6. Διατάξεις, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση άλλων ειδικών αδειών οτους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, ισχύουν και για τους δικαστικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 45
Συνδικαλιστικές άδειες

Ως προς τις συνδικαλιστικές άδειες των δικαστικών υπαλλήλων εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν εκάστοτε για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 46
Άδειες χωρίς αποδοχές

1. Ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν, μπορεί να λαμβάνει κάθε ημερολογιακό έτος άδεια απουσίας τριάντα (30) ημερών, χωρίς αποδοχές.

2. Πέρα από την άδεια της προηγούμενης παραγράφου, επιτρέπεται να χορηγείται στους δικαστικούς υπαλλήλους για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές, της οποίας η διάρκεια, συνεχής ή διακεκομμένη, δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τη διετία.

3. Ο δικαστικός υπάλληλος, αν έχει σύζυγο που υπηρετεί στο εξωτερικό, σε ελληνική υπηρεσία του Δημοσίου, νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή άλλου φορέα του δημόσιου τομέα ή σε υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, δικαιούται άδεια χωρίς αποδοχές, διάρκειας, συνεχούς ή διακεκομμένης, έως έξι (6) ετών, εφόσον έχει συμπληρώσει διετή πραγματική υπηρεσία.

4. Σε δικαστικό υπάλληλο που αποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, χορηγείται, ύστερα από γνώμη του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, άδεια χωρίς αποδοχές έως πέντε (5) ετών που μπορεί να παραταθεί με την ίδια διαδικασία για πέντε (5) ακόμη έτη. Η άδεια αυτή λήγει αυτοδικαίως αν ο δικαστικός υπάλληλος αποχωρήσει από την παραπάνω θέση. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν εμφανιστεί να αναλάβει καθήκοντα μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της άδειας, θεωρείται ότι παραιτήθηκε από την υπηρεσία.

5. Αν η άδεια που προβλέπεται στην παράγραφο 4 χορηγηθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας, η θέση του δικαστικού υπαλλήλου θεωρείται κενή και συμπληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός υπάλληλος διατηρείται στην υπηρεσία ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που θα κενωθεί μετά την επιστροφή του. Τα προηγούμενα εδάφια εφαρμόζονται και στην περίπτωση της άδειας που προβλέπεται στην παράγραφο 3, εφόσον αυτή χορηγείται για συνεχόμενο χρονικό διάστημα πέραν της διετίας.

6. Ο χρόνος της άδειας χωρίς αποδοχές δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής υπηρεσίας, εκτός από τις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 4. Στις περιπτώσεις αυτές ο δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να καταβάλει όλες τις κρατήσεις που αντιστοιχούν στις αποδοχές του.
Άρθρο 47
Δικαίωμα επανόδου στην υπηρεσία

1. Δικαστικοί υπάλληλοι που παραιτούνται υποχρεωτικώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, για να ανακηρυχθούν υποψήφιοι σε εκλογές, μπορούν να επανέλθουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση ενός (1) έτους από την υποβολή της παραίτησής τους αν δεν εκλεγούν, ή μετά τη λήξη, με οποιονδήποτε τρόπο, της θητείας τους.

2. Η επάνοδος συντελείται αυτοδικαίως με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο στην υπηρεσία, από την οποία είχε παραιτηθεί.

Αν η υπηρεσία αυτή δεν υπάρχει κατά το χρόνο της επανόδου, η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία, στην οποία έχουν μεταφερθεί οι υπάλληλοι της υπηρεσίας που καταργήθηκε. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την πάροδο του έτους που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή από τη λήξη της θητείας. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί στον κλάδο του. Για την επάνοδο εκδίδεται διαπιστωτική πράξη μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης επανόδου. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος δεν θεωρείται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας.
Άρθρο 48
Όροι υγιεινής και ασφάλειας

Οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα στη διασφάλιση συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο εργασίας τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ
Άρθρο 49

Οι δικαστικοί υπάλληλοι υπηρετούν το Λαό και οφείλουν να έχουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
Άρθρο 50
Νομιμότητα υπηρεσιακών ενεργειών

1. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει υποχρέωση να εκτελεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με το νόμο.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να συμμορφώνεται προς τις εντολές των προϊσταμένων του. Αν θεωρεί παράνομη την εντολή προϊσταμένου, οφείλει πριν την εκτελέσει να αναφέρει στον προϊστάμενό του την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει την εντολή χωρίς υπαίτιο καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή ο δικαστικός υπάλληλος δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη για την παράνομη ενέργεια αν δεν αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του πριν εκτελέσει την εντολή.

3. Αν η εντολή είναι προδήλως αντίθετη προς το Σύνταγμα ή το νόμο, ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να αναφέρει τους λόγους χωρίς αναβολή στον προϊστάμενο που έδωσε την εντολή. Αν σε εντολή, η οποία προδήλως αντίκειται σε διατάξεις νόμων ή κανονιστικών πράξεων, διατυπώνονται επείγοντες και εξαιρετικοί λόγοι γενικότερου συμφέροντος είτε αρχικώς είτε ύστερα από άρνηση υπακοής σε προηγούμενη όμοιου περιεχομένου, ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να εκτελέσει την εντολή και να υποβάλει συγχρόνως σχετική αναφορά στην προϊσταμένη αρχή εκείνου που τον διέταξε. Αν η εντολή προέρχεται από τον προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, η αναφορά υποβάλλεται στον πρόεδρο του οικείου ανώτατου δικαστηρίου. Αν προέρχεται από πρόεδρο ανώτατου δικαστηρίου, η αναφορά υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

4. Αν ο δικαστικός υπάλληλος δεν συμφωνεί για ενέργεια, για την οποία είναι αναγκαία η προσυπογραφή ή η θεώρησή του, οφείλει να διατυπώσει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του στο σχέδιο του εγγράφου για να απαλλαγεί από την ευθύνη. Η άρνηση προσυπογραφής ή θεώρησης δεν απαλλάσσει το δικαστικό υπάλληλο από την ευθύνη για την ενέργεια αυτή.

5. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί τη σύνταξη εγγράφου για θέμα της αρμοδιότητάς του, εφόσον διαταχθεί γι` αυτό από οποιονδήποτε προϊστάμενό του. Αν διαφωνεί με το περιεχόμενο του εγγράφου, εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος.

6. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων οφείλουν να προσυπογράφουν τα έγγραφα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της υπηρεσίας τους αλλά δεν εκδίδονται με την υπογραφή των ιδίων. Αν διαφωνούν, οφείλουν να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους. Αν προσυπογράψουν χωρίς να διατυπώσουν αντιρρήσεις, θεωρείται ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του εγγράφου.
Άρθρο 51
Συμπεριφορά προς τους πολίτες

1. Ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να συμπεριφέρεται με ευπρέπεια στους πολίτες και να τους εξυπηρετεί κατά τη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους.

2. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να κάνει διακρίσεις σε βάρος ή σε όφελος πολιτών.
Άρθρο 52
Εχεμύθεια

1. Ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να τηρεί Εχεμύθεια για γεγονότα ή πληροφορίες, των οποίων λαμβάνει γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

2. Η υποχρέωση Εχεμύθειας δεν παρεμποδίζει την άσκηση του νόμιμου δικαιώματος ενημέρωσης των πολιτών.
Άρθρο 53
Χρόνος εργασίας

1. Ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να εργάζεται ανελλιπώς κατά το χρόνο που ορίζεται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις. Εφόσον έκτακτες και εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες το επιβάλλουν, ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να εργαστεί και πέραν από το χρόνο εργασίας ή σε μη εργάσιμες ημέρες. Στην περίπτωση αυτή, ως προς το δικαίωμα αποζημίωσης, προσαύξησης του μισθού ή παροχής ημερών απουσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις που κάθε φορά ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.

2. Στις μητέρες υπαλλήλους ο Χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα δικαστική υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. Η μητέρα δικαστική υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων των δύο προηγούμενων εδαφίων κατά το διάστημα που ο άλλος γονέας έχει λάβει τη γονική άδειατηςπαραγράφου 1 του άρθρου 41.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.3060/2002,ΦΕΚ Α 242/11.10.2002.
Άρθρο 54
Δήλωση περιουσιακών στοιχείων

1. Ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεούται, μέσα σε τρεις (3) μήνες από το διορισμό του, να δηλώσει εγγράφως στην προϊσταμένη του αρχή την περιουσιακή του κατάσταση, καθώς και την περιουσιακή κατάσταση του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του. Αν ο γάμος τελέστηκε μετά το διορισμό του, ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να δηλώσει την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου και του ή της συζύγου μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τέλεσή του.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεούται να υποβάλλει το Μάρτιο κάθε τρίτου έτους δήλωση για τυχόν μεταβολές των περιουσιακών στοιχείων του ίδιου, του ή της συζύγου και των ανήλικων τέκνων του. Αν δεν υπάρχουν μεταβολές, υποβάλλεται αρνητική δήλωση.

3. Η προϊσταμένη αρχή ελέγχει την ακρίβεια της δήλωσης του δικαστικού υπαλλήλου και μπορεί να ζητεί διευκρινήσεις για τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί. Η παράλειψη υποβολής ή η ανακρίβεια της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

4. Αν από τον τρόπο διαβίωσης του δικαστικού υπαλλήλου ή από την απόκτηση κινητής ή ακίνητης περιουσίας δυσανόλογης με τις αποδοχές του και από την εν γένει περιουσιακή του κατάσταση δημιουργούνται υπόνοιες για την προέλευση των εισοδημάτων και της περιουσίας του, η προϊσταμένη αρχή υποχρεούται να διενεργήσει σχετική έρευνα.

5. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται το έντυπο δήλωοης περιουσιακής κατάστασης που υποβάλλεται κατά το παρόν άρθρο.

Εως ότου εκδοθεί η απόφαοη αυτή οι δικαστικοί υπάλληλοι υποβάλλουν τη δήλωση με βάση το έντυπο που ισχύει για τους δικαστικούς λειτουργούς.
Άρθρο 55
Άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή

1. Απαγορεύεται στο δικαστικό υπάλληλο να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή. Κατ` εξαίρεση η άσκησή τους επιτρέπεται ύστερα από άδεια, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης του δικαστικού υπαλλήλου και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.

2. Η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του οικείου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, και μπορεί να ανακαλείται με την ίδια διαδικασία. Ο δικαστικός υπάλληλος οφείλει να αναφέρει στην προϊσταμένη αρχή την έναρξη άσκησης ιδιωτικού έργου ή εργασίας.

3. Απαγορεύεται στο δικαστικό υπάλληλο η κατ` επάγγελμα άσκηση εμπορίας, η συμμετοχή του σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή σε κοινοπραξία.

4. Ειδικές απαγορευτικές διατάξεις διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 56
Συμμετοχή σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου

1. Ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρεσία του τη συμμετοχή του σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου οποιασδήποτε μορφής, εκτός των σωματείων.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος απαγορεύεται να είναι διαχειριστής προσωπικής εμπορικής εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας και να μετέχει στη διοίκηση ανώνυμης εταιρείας. Ο δικαστικός υπάλληλος επιτρέπεται να συμμετέχει σε συνεταιρισμό ή στη διοίκησή του, ύστερα από άδεια που χορηγείται με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου.

3. Απαγορεύεται η απόκτηση από το δικαστικό υπάλληλο, τη σύζυγο ή τα ανήλικα τέκνα του μετοχών ανώνυμης εταιρείας, η οποία με οποιονδήποτε τρόπο συναλλάσσεται ή συνεργάζεται με την υπηρεσία του. Ο δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος κατά το διορισμό του κατέχει μετοχές ανώνυμης εταιρείας που εμπίπτει στην περίπτωοη αυτή ή τις αποκτά κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του λόγω κληρονομίας, υποχρεούται να υποβάλει σχετική δήλωση στην υπηρεσία του και μέσα σε ένα (1) έτος να μεταβιβάσει τις μετοχές αυτές.

Κατά το διάστημα που μεσολαβεί έως τη μεταβίβαση των μετοχών, ο δικαστικός υπάλληλος εμπίπτει στο κώλυμα συμφέροντος που προβλέπεται στο άρθρο 59.

4. Ειδικές διατάξεις που αφορούν συμμετοχή σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και θεσπίζουν πρόσθετους περιορισμούς για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους, εφαρμόζονται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους.

5. Επιτρέπεται η συμμετοχή δικαστικού υπαλλήλου σε διοίκηση νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, το οποίο ελέγχεται από το Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης ή δημόσιας επιχείρησης, εφόσον η συμμετοχή αυτή προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 57
Έργα ασυμβίβαστα

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του προηγούμενου άρθρου, απαγορεύεται στους δικαστικούς υπαλλήλους η άσκηση έργων που είναι κατά τις κείμενες διατάξεις ασυμβίβαστα με το βουλευτικό αξίωμα.

2. Η ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου είναι ασυμβίβαστη προς την ιδιότητα του δικηγόρου. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της νομοθεσίας περί δικηγόρων.
Άρθρο 58
Κατοχή δεύτερης θέσης

1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, απαγορεύεται ο διορισμός δικαστικών υπαλλήλων , με οποιαδήποτε σχέση, σε άλλη θέση: α) δημόσιας υπηρεσίας, β) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, γ) οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε βαθμού, καθώς και ένωσης ή συνδέσμου οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δ) δημόσιας επιχείρησης και δημόσιου οργανισμού, ε) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στο Κράτος ή επιχορηγείται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου Προϋπολογισμού του ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Κράτος και στ) νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου που ανήκει στα υπό στοιχεία β`, γ`, δ` και ε` νομικό πρόσωπα ή επιχορηγείται από αυτό τακτικώς κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή κατά το οικείο καταστατικό ή του οποίου το μετοχικό κεφάλαιο ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στα νομικά αυτά πρόσωπα.

2. Δικαστικός υπάλληλος που κατά παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 διορίστηκε σε άλλη θέση και αποδέχτηκε το διορισμό του, θεωρείται ότι παραιτήθηκε αυτοδικαίως από την πρώτη θέση.

3. Επιτρέπεται στο δικαστικό υπάλληλο να οποδέχεται θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή σε διεθνή οργανισμό, στον οποίο μετέχει η Ελλάδα, ύστερα από άδεια της υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή οι παράγραφοι 4 και 5 του άρθρου 46.

4. Επιτρέπεται ο διορισμός σε δεύτερη θέση, αν προβλέπεται από ειδικές διατάξεις.
Άρθρο 59
Κώλυμα λόγω συμφέροντος

1. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, να αναλαμβάνει την επίλυση ζητήματος ή να συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν έχει συμφέρον ο ίδιος, ο ή η σύζυγος ή συγγενής του, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, έως και τον τρίτο βαθμό ή πρόσωπο, με το οποίο τελεί σε σχέση ιδιαίτερης φιλίας ή έχθρας.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να συμμετέχει ως γραμματέας δικαστηρίου, δικαστικού συμβουλίου και Ανάκρισης σε υποθέσεις, για τις οποίες έχουν συμφέρον τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο.

3. Δικαστικοί υπάλληλοι που είναι σύζυγοι ή συγγενείς μεταξύ τους ή με δικαστικούς λειτουργούς έως και τον τρίτο βαθμό, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, δεν επιτρέπεται να συμπράττουν ή με οποιονδήποτε τρόπο να συμμετέχουν στην ίδια διαδικαστική πράξη ή ενέργεια.

4. Η αποσιώπηση του κωλύματος και η σύμπραξη του δικαστικού υπαλλήλου σε πράξη ή ενέργεια, κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Συνεπάγεται επίσης ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης ή ενέργειας, στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
Άρθρο 60
Αστική ευθύνη

1. Ο δικαστικός υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε θετική ζημία, την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαριά αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ευθύνεται επίσης για τις αποζημιώσεις, τις οποίες κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για βλάβη από παράνομη πράξη ή παράλειψή του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις πιο πάνω πράξεις ή παραλείψεις του.

2. Αν το Δημόσιο κατέβαλε αποζημίωση σε τρίτους για ζημία που προξενήθηκε από παράνομη πράξη ή παράλειψη δικαστικού υπαλλήλου, η υπόθεση παραπέμπεται υποχρεωτικώς, μέσα σε ένα μήνα από την καταβολή της αποζημίωσης, στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

3. Σε περίπτωση βαριάς αμέλειας του δικαστικού υπαλλήλου, το Ελεγκτικό Συνέδριο, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, μπορεί να καταλογίσει στο δικαστικό υπάλληλο μέρος μόνο της ζημίας που επήλθε στο Δημόσιο ή της αποζημίωσης που υποχρεώθηκε να καταβάλλει το Δημόσιο.

4. Αν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι προξένησαν από κοινού ζημία στο Δημόσιο, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά τις διατάξεις του αστικού δικαίου.

5. Η Αστική ευθύνη των δημόσιων υπολόγων από τη διαχείρισή τους διέπεται από τις ειδικές γι` αυτούς διατάξεις.

6. Η αξίωση του Δημοσίου για αποζημίωση έναντι των δικαστικών υπαλλήλων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 1 παραγράφεται σε δύo (2) έτη. Η διετία αυτή αρχίζει αφότου επήλθε η ζημία, την οποία προξένησε στο Δημόσιο ο δικαστικός υπάλληλος ή αφότου το Δημόσιο κατέβαλε την αποζημίωση σε τρίτο λόγω παράνομης πράξης ή παράλειψης του δικαστικού υπαλλήλου.
ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΜΗΤΡΩΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ – ΕΠΙΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ
Άρθρο 61
Προσωπικό μητρώο

1. Για κάθε δικαστικό υπάλληλο τηρείται στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία, στην οποία ανήκει, και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης προσωπικό μητρώο που περιλαμβάνει τα παρακάτω στοιχεία, τα οποία καταχωρίζονται με συνεχή αρίθμηση και κατά χρονολογική σειρά.

2. Το Προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου περιλαμβάνει:

α) τα στοιχεία της ταυτότητάς του, τα στοιχεία του συζύγου και των τέκνων του. Τα στοιχεία αυτά δηλώνονται από το δικαστικό υπάλληλο, ο οποίος έχει υποχρέωση να γνωστοποιεί και κάθε μεταβολή τους,

β) τις δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 54,

γ) τους τίτλους σπουδών και άλλα Τυπικά προσόντα,

δ) τις εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων,

ε) τις αποφάσεις, έγγραφα, κάθε είδους άδειες και άλλα στοιχεία που αναφέρονται στην υπηρεοιακή κατάσταση και υπηρεσιακή δραστηριότητα του δικαστικού υπαλλήλου,

στ) τις πειθαρχικές αγωγές, πειθαρχικές αποφάοεις και προσφυγές που ασκήθηκαν κατά την πειθαρχική διαδικασία,

ζ) τα στοιχεία της επιστημονικής δραστηριότητας του δικαστικού υπαλλήλου, όπως δημοσιεύσεις, μελέτες, άρθρα και συγγραφικές γενικώς εργασίες και κάθε άλλης δραστηριότητας σχετικής με το αντικείμενο της υπηρεσίας του.

3. Οι αρμόδιες υπηρεσίες υποχρεούνται να τηρούν το Προσωπικό μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων και έχουν την ευθύνη για τη σωστή ενημέρωσή του.

4. Ο δικαστικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου. Επίσης, μπορεί να ζητήσει να αφαιρεθεί στοιχείο που έχει περιληφθεί παράνομα στο προσωπικό του μητρώο, να καταχωρηθεί σε αυτό κάποιο άλλο που, για οποιονδήποτε λόγο, έχει παραλειφθεί ή να διορθωθεί κάποιο στοιχείο. Αν η υπηρεσία αρνείται να αφαιρέσει ή να διορθώσει κάποιο στοιχείο, επισυνάπτεται στο αμφισβητούμενο οτοιχείο η άποψη του δικαστικού υπαλλήλου, η οποία εφεξής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του. Αν η υπηρεσία διαφωνεί με την καταχώρηση ορισμένου στοιχείου, καταχωρείται στο Προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου η σχετική αίτησή του, επί της οποίας σημειώνεται η διαφωνία της υπηρεσίας.

5. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται ο τύπος του προσωπικού μητρώου και ο τρόπος τήρησης και ενημέρωσής του, ο τρόπος άσκησης του δικαιώματος του δικαστικού υπαλλήλου να λαμβάνει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του προσωπικού του μητρώου, η διαδικασία διόρθωσης και συμπλήρωσης του προσωπικού μητρώου και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
Άρθρο 62

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι αξιολογούνται υποχρεωτικά για την επιμέλεια και την απόδοσή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

2. Η αξιολόγηση γίνεται με τις εκθέσεις αξιολόγησης και αποβλέπει στην αντικειμενική και αμερόληπτη στάθμιση της επαγγελματικής ικανότητας και καταλληλότητας του δικαστικού υπαλλήλου, σε σχέση με τη φύση και το αντικείμενο της εργασίας του.

3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι βαθμολογούνται χωριστά σε κάθε κριτήριο αξιολόγησης με έναν ακέραιο ή δεκαδικό, με προσέγγιση δεκάτου, βαθμό, που κατά αντικειμενική κρίση αρμόζει στον αξιολογούμενο. Η κλίμακα των βαθμών ορίζεται από το ένα (1) έως το δέκα (10), με ανώτατο βαθμό το δέκα (10) και κατώτατο το ένα (1). Με τους βαθμούς 8,5 έως και 10 βαθμολογούνται όσοι χαρακτηρίζονται στο αντίστοιχο κριτήριο ως άριστοι, με τους βαθμούς 6,5 έως και 8,4 βαθμολογούνται όσοι χαρακτηρίζονται ως πολύ καλοί, με τους βαΘμούς 5 έως και 6,4 βαθμολογούνται όσοι χαρακτηρίζονται ως καλοί, με τους βαθμούς 3 μέχρι και 4,9 βαθμολογούνται όσοι χαρακτηρίζονται ως μέτριοι και με τους βαθμούς 1 μέχρι και 2,9 βαθμολογούνται όσοι χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκείς.

Ο μέσος όρος των βαθμών κάθε αξιολογητή στα επί μέρους κριτήρια αποτελεί την τελική βαθμολογία του αξιολογουμένου από το συγκεκριμένο αξιολογητή.

4. Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο αξιολογητές. Πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος Προϊστάμενός του και δεύτερος ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος. Ως προϊστάμενοι για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής θεωρούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι, προϊστάμενοι των οικείων οργανικών μονάδων. Αν λόγω της θέσης του αξιολογουμένου στην οικεία υπηρεσιακή μονάδα ή της διάρθρωοης των υπηρεσιών του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας δεν υπάρχει δικαστικός υπάλληλος αμέσως ανώτερος προϊστάμενος, δεύτερος αξιολογητής είναι ο πρόεδρος του τμήματος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ή, εφόοον δεν αυντρέχει τέτοια περίπτωση, ο προϊστάμενος του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν. Αν δεν υπάρχει και άμεσος προϊστάμενος δικαστικός υπάλληλος, μόνος αξιολογητής είναι δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο προηγούμενο εδάφιο. Με το προεδρικό διάταγμα, που προβλέπεται στην παράγραφο 12, μπορούν να ρυθμιστούν, και κατά παρέκκλιση από τις ρυθμίσεις των προηγούμενων εδαφίων, τα θέματα που αφορούν τους αξιολογητές δικαστικούς λειτουργούς στις περιπτώοεις κατά τις οποίες δεν υπάρχει δικαστικός υπάλληλος αμέσως ανώτερος προϊστάμενος ή και άμεσος προϊστάμενος του αξιολογουμένου.

5. Οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται υποχρεωτικά τον Ιανουάριο κάθε έτους για τους δικαστικούς uπαλλήλους των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ.

Για τοuς δικαστικούς υπαλλήλους της κατηγορίας ΥΕ συντάσσονται τον Ιανουάριο κάθε έτους μέχρι τη μονιμοποίησή τους και στη συνέχεια τον Ιανουάριο κάθε δεύτερου έτους.

6. Επικυρωμένο αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης κοινοποιείται, με απόδειξη, υποχρεωτικά στο δικαστικό υπάλληλο.

7. Η βαθμολόγηση των δικαστικών υπαλλήλων σε κάθε κριτήριο από τους αξιολογητές πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παράγραφο 12 ορίζονται τα κριτήρια, στα οποία η βαθμολογία πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη με παράθεση συγκεκριμένων στοιχείων και πραγματικών περιστατικών. Η υποχρέωοη ειδικής αιτιολογίας μπορεί να απαιτείται για ορισμένους βαθμούς της κλίμακας που προβλέπεται στην παράγραφο 3 ή να διαφοροποιείται αναλόγως προς την κατηγορία, στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος, το βαθμό του και την ιδιότητά του ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας.

8. Ο προϊστάμενος της υπηρεσίας που είναι αρμόδια για την παραλαβή των εκθέσεων αξιολόγησης ορίζει δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α`, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των τυπικών στοιχείων της έκθεσης αξιολόγηοης, στα οποία περιλαμβάνεται και η ύπαρξη αιτιολογίας. Αν διαπιστωθεί οποιαδήποτε παράλειψη ως προς τα στοιχεία αυτά, η έκθεση αξιολόγησης επιστρέφεται από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας για σχετική συμπλήρωση ή διόρθωση.

9. Μετά τον κατά την προηγούμενη παράγραφο προκαταρκτικό έλεγχο, οι εκθέσεις παραπέμπονται σε τριμελή επιτροπή, που λειτουργεί σε κάθε δικαστήριο ή εισαγγελία, με εξαίρεοη τα ειρηνοδικεία, και αποτελείται από ένα δικαστικό λειτουργό, ως πρόεδρο, και δύo δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη. Οι εκθέσεις αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων των ειρηνοδικείων παραπέμπονται στην επιτροπή του οικείου πρωτοδικείου. Ο πρόεδρος και τα μέλη της επιτροπής ορίζονται με αντίστοιχους αναπληρωτές, με κλήρωση. Ο πρόεδρος κληρώνεται μεταξύ όλων των δικαστικών λειτουργών του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και τα μέλη μεταξύ όλων των υπαλλήλων του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας με Α` βαθμό. Αν δεν υπάρχουν δικαστικοί υπάλληλοι με Α` βαθμό ή αν ο αριθμός τους δεν είναι επαρκής, στην κλήρωση μετέχουν και οι υπάλληλοι με Β` βαθμό.

10. Η τριμελής επιτροπή εξετάζει αν η αιτιολογία που παρατίθεται στις εκθέσεις αξιολόγησης είναι ειδική, στις περιπτώσεις που αυτό απαιτείται. Αν διαπιστωθεί έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, η έκθεση αναπέμπεται στους αξιολογητές για τη συμπλήρωσή της. Αν δεν συμπληρωθεί η έκθεση αξιολόγησης με την παράθεση ειδικής αιτιολογίας μετά την αναπομπή, η βαθμολόγηση του δικαστικού υπαλλήλου στα αντίστοιχα κριτήρια δεν λαμβάνεται υπόψη και η εκτίμηση της επίδοσής του στα κριτήρια αυτά, κατά τις κρίσεις για οποιαδήποτε υπηρεσιακή μεταβολή, γίνεται από το αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο.

11. Ο αξιολογούμενος δικαιούται να ασκήσει ενώπιον του οικείου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου ένσταση κατά της έκθεσης αξιολόγησης για: α) διόρθωση της βαθμολογίας στα κριτήρια ή στις ομάδες κριτηρίων, στα οποία η διαφορά βαθμού του πρώτου με το δεύτερο αξιολογητή είναι μεγαλύτερη από δύο βαθμούς, β) διόρθωση της βαθμολογίας στα κριτήρια ή στις ομάδες κριτηρίων, για τα οποία ελλείπει η απαιτούμενη κατά την παράγραφο 7 αιτιολογία και γ) διαγραφή ανακριβών περιστατικών και γεγονότων, τα οποία μνημονεύονται στην έκθεση και διόρθωση της βαθμολογίας που στηρίχθηκε σε αυτά τα περιστατικά και γεγονότα.

12. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. και του Συλλόγου Υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο των εκθέσεων αξιολόγησης, τα κριτήρια, στα οποία αξιολογούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι και το περιεχόμενο κάθε κριτηρίου, τα κριτήρια, στα οποία απαιτείται ειδική αιτιολογία της βαθμολογίας, κάθε θέμα που αφορά τους αξιολογητές, την ευθύνη τους για την παράλειψη σύνταξης, την ελλιπή ή μεροληπτική σύνταξη της έκθεσης αξιολόγησης, τη διαδικασία συμπλήρωσης από τον αξιολογούμενο ορισμένων στοιχείων του εντύπου αξιολόγησης, τη διαδικασία του ελέγχου των τυπικών στοιχείων και της ύπαρξης αιτιολογίας, τη σύνταξη και υποβολή των εκθέσεων αξιολόγησης, την κρίση από το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο των ενστάσεων κατά των εκθέσεων, τη διαδικασία κλήρωσης του προέδρου και των μελών και τη λειτουργία της επιτροπής που προβλέπεται στην παράγραφο 9 και κάθε λεπτομέρεια σχετική με το περιεχόμενο και τη διαδικασία αξιολόγησης. Με το προεδρικό αυτό διάταγμα προβλέπεται και η συμμετοχή του δικαστικού υπαλλήλου στη διαδικαοία αξιολόγησής του και οι τρόποι της συμμετοχής αυτής, όπως η αυτοαξιολόγηση, η κατ` ιδίαν συνάντηση και συζήτηση με τους αξιολογητές και η συμπλήρωση ερωτηματολογίου, το περιεχόμενο του οποίου μπορεί να αφορά τον ίδιο το δικαστικό υπάλληλο και τον άμεσο προϊστάμενό του. Η ρύθμιση των παραπάνω θεμάτων μπορεί να διαφοροποιείται αναλόγως προς τον τομέα, την κατηγορία και τον κλάδο, στον οποίο ανήκει ο αξιολογούμενος, το βαθμό του, την ιδιότητά του ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας, και το επίπεδο της μονάδας στην οποία προϊσταται.

13. Εως ότου εκδοθεί το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, η αξιολόγηση των δικαστικών υπαλλήλων γίνεται κατ` ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.

Σχετικό: το άρθρο ΠΔ 39/2012,ΦΕΚ Α 83.11.4.2012
Άρθρο 63
Επιβραβεύσεις δικαστικών υπαλλήλων

1. Ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να επιβραβεύεται για εξαιρετικές πράξεις που σχετίζονται με το αντικείμενο της υπηρεσίας του και δεν επιβάλλονται από τα καθήκοντά του.

2. Οι επιβραβεύσεις είναι οι εξής:

α) Εύφημος μνεία

β) Έπαινος

γ) Τιμητικό δίπλωμα

3. Οι παραπάνω επιβραβεύσεις απονέμονται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από ειδικώς αιτιολογημένη γνώμη του επταμελούς δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά περίπτωση.

4. Οι πράξεις, με τις οποίες απονέμονται επιβραβεύσεις, ανακοινώνονται στο προσωπικό της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος. Αντίγραφα των πράξεων αυτών τίθενται στο Προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου και λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις που αφορούν την υπηρεσιακή του κατάσταση.

5. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζονται η διαδικασία και κάθε άλλο θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Άρθρο 64
Βράβευση προτάσεων και μελετών

1. Στους δικαστικούς υπαλλήλους, οι οποίοι συντάσσουν και υποβάλλουν με δική τους πρωτοβουλία αξιόλογη πρωτότυπη πρόταση ή μελέτη, που έχει ως περιεχόμενο τη βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας της υπηρεσίας ή την απλούστευση των διαδικασιών ή τη βελτίωση των όρων απονομής της δικαιοσύνης και λειτουργίας των δικαστηρίων ή θέματα, τα οποία εμπίπτουν στις αρμοδιότητες της υπηρεσίας τους, απονέμονται βραβεία.

2. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να προκηρύσσεται διαγωνισμός μεταξύ των δικαστικών υπαλλήλων για τη βράβευση μελετών και προτάσεων με θέματα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της υπηρεσίας και την απλούστευση των διαδικασιών.

3. Οι μελέτες και προτάσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους αξιολογούνται από επιτροπή, η οποία προτείνει την απονομή βραβείων, που συνοδεύονται από χρηματικά έπαθλα. Για τα βραβεία που χορηγούνται κατά το παρόν άρθρο εφαρμόζεται η παράγραφος 4 του προηγούμενου άρθρου.

4. Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται όλα τα θέματα που αφορούν τη σύσταση και συγκρότηση της κατά την προηγούμενη παράγραφο επιτροπής, την αξιολόγηση των υποβαλλόμενων μελετών και προτάσεων, την τάξη των βραβείων και τη διαδικασία χορήγησής τους, το ύψος των χρηματικών επάθλων, τη διαδικασία προκήρυξης και διεξαγωγής του διαγωνισμού, τις προϋποθέσεις συμμετοχής, τους όρους, τους οποίους πρέπει να πληρούν οι υποβαλλόμενες μελέτες και προτάσεις, τη διαδικασία και τους όρους αξιολόγησής τους και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια. Σε περίπτωση καθορισμού του ύψους των χρηματικών επάθλων η Απόφαση συνυπογράφεται από τον Υπουογό Οικονομικών.

5. Το χρηματικό έπαθλο που συνοδεύει το βραβείο παρέχεται στο δικαιούχο και μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία ή, σε περίπτωση θανάτου του, στους κληρονόμους του.
ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΜΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ
Άρθρο 65

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετά το διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται να απολυθούν για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους, ύστερα από Απόφαση του αρμόδιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου.

2. Οι δικαστικοί υπάλληλοι κατά το διάστημα της δοκιμαστικής υπηρεσίας τους παρακολουθούν προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης, τα οποία οργανώνονται υποχρεωτικά από την υπηρεσία. Με το προεδρικό διάταγμα, που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 36, ορίζεται ο φορέας της εκπαίδευσης και ρυθμίζονται όλα τα θέματα που αφορούν το περιεχόμενο, τη διάρκειά της, τα πρόσωπα, στα οποία ανατίθεται η εκπαίδευση, τον τρόπο ελέγχου της παρακολούθησης των προγραμμάτων από τους δικαστικους υπαλλήλους και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

3. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση. Για το σκοπό αυτόν εκτιμά τα προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου, όπως προκύπτουν από τις εκθέσεις αξιολόγηοης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου, καθώς και την επίδοσή του στα προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης. Αν κριθεί κατάλληλος, ο δικαστικός υπάλληλος μονιμοποιείται με πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για το διορισμό. Με πράξη του ίδιου οργάνου απολύεται ο δικαστικός υπάλληλος που κρίνεται ακατάλληλος.

4. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που διορίζονται κατ` εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 4ε του άρθρου 3 του ν. 2236/1994 διανύουν δοκιμαστική περίοδο ενός (1) έτους.

5. Το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή του, να παρατείνει το χρόνο δοκιμαστικής υπηρεσίας για ένα (1) ακόμη έτος, εφόσον με βάση τα στοιχεία του προαωπικού μητρώου δεν μπορεί να σχηματίσει σαφή γνώμη για την καταλληλότητα του δικαστικού υπαλλήλου για μονιμοποίηση.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ
Άρθρο 66
Βαθμολογική εξέλιξη

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 58 παρ.2 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.

1. Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται:

α) Για την κατηγορία ΥΕ: Από το βαθμό Ε΄ στο βαθμό Δ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Ε΄, από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ δεκαετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄ και από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ δεκαετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄.

β) Για την κατηγορία ΔΕ: Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ οκταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄.

γ) Για την κατηγορία TE: Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από το βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄.

δ) Πα την κατηγορία ΠΕ: Από το βαθμό Δ΄ στο βαθμό Γ΄ διετής υπηρεσία στο βαθμό Δ΄, από το βαθμό Γ΄ στο βαθμό Β΄ πενταετής υπηρεσία στο βαθμό Γ΄ και από τον βαθμό Β΄ στο βαθμό Α΄ εξαετής υπηρεσία στο βαθμό Β΄.

2. Τα δύο (2) πρώτα έτη που διανύονται στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών αποτελούν δοκιμαστική υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του παρόντος Κώδικα.

3. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή TE, κατόχους μεταπτυχιακού διπλώματος σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον έτους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά έξι (6) έτη. Αν ο υπάλληλος κατέχει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, η κατά τα ανωτέρω μείωση του χρόνου αφορά μόνο το διδακτορικό δίπλωμα. Σε περίπτωση κατοχής περισσότερων του ενός μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται κατά ένα (1) έτος για κάθε τίτλο πέραν του ενός.

4. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ, οι οποίοι έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο (2) ετών, ο χρόνος παραμονής στο βαθμό Γ΄ μειώνεται κατά ένα (1) έτος. Για εκείνους που έχουν διατελέσει δικηγόροι για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από τέσσερα (4) έτη, μειώνεται ο χρόνος παραμονής στο βαθμό Γ΄ και στο βαθμό Β΄, κατά ένα (1) έτος σε καθέναν από τους βαθμούς αυτούς.
Άρθρο 67
Καταστάσεις υπαλλήλων

1. Τον Ιανουάριο κάθε έτους συντάσσονται από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης καταστάσεις, στις οποίες αναγράφονται, κατά αλφαβητική σειρά, κατά τομέα, κλάδο, ειδικότητα και βαθμό, όλοι οι δικαστικοί υπάλληλοι. Στις καταστάσεις αυτές αναγράφονται επίσης, με βάση τα στοιχεία της 31ης Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, η ηλικία, ο συνολικός χρόνος πραγματικής υπηρεσίας ως δικαστικού υπαλλήλου, ο χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, το μισθολογικό κλιμάκιο, οι τίτλοι σπουδών και η τυχόν προϋπηρεσία. Οι καταστάσεις αυτές κοινοποιούνται υποχρεωτικά στους δικαστικούς υπαλλήλους μέοα στο πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου κάθε έτους.

2. Διόρθωση των στοιχείων δικαστικού υπαλλήλου, τα οποία αναγράφονται στις καταστάσεις που συντάσσονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, γίνεται από την υπηρεσία, ύστερα από αίτηση του ίδιου, η οποία υποβάλλεται σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση. Αν η υπηρεσία απορρίψει την αίτηση ή δεν απαντήοει μέσα σε δέκα (10) ημέρες, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να ασκήσει ένσταση στο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την πάροδο της παραπάνω δεκαήμερης προθεσμίας ή από την κοινοποίηση της απορριπτικής Απόφασης της υπηρεσίας, αν αυτή γίνει νωρίτερα. Το δικαστικό (υπηρεσιακό ) συμβούλιο αποφασίζει μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την υποβολή της ένστασης.
Άρθρο 68
Διαδικασία προαγωγών

1. Οι προαγωγές διενεργούνται ύστερα από Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου. Οι δικαστικοί υπάλληλοι προάγονται στον αμέσως επόμενο βαθμό εφόσον έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο στο βαθμό, τον οποίο κατέχουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου, και έχουν σε υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται στις εκθέσεις αξιολόγησής τους. Ειδικά για την προαγωγή στο βαθμό Α` πρέπει ο δικαστικός υπάλληλος των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται: α) στην επαγγελματική κατάρτιση, β) στην ποιότητα και ποσότητα εργασίας, γ) στην ικανότητα συνεργασίας και συλλογικής εργασίας, δ) στο ενδιαφέρον, πρωτοβουλία, δημιουργικότητα και υπευθυνότητα, ε) στις υπηρεσιακές σχέσεις και στη Συμπεριφορά προς τους πολίτες. Για την προαγωγή στο βαθμό Β` ο δικαστικός υπάλληλος της κατηγορίας ΥΕ πρέπει να έχει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο τα ουσιαστικά προσόντα που αναφέρονται: α) στην ποιότητα και ποσότητα εργασίας, β) στις υπηρεσιακές σχέσεις και γ) στη Συμπεριφορά προς τους πολίτες.

2. Το Μάρτιο και το Σεπτέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία δικαστικα (υπηρεσιακά) συμβούλια τα ερωτήματα για κρίση προς προαγωγή των δικαστικών υπαλλήλων που συμπληρώνουν τον απαιτούμενο για προαγωγή στον επόμενο βαθμό χρόνο υπηρεσίας έως τις 31 Μαρτίου ή τις 30 Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα. Με βάοη τα ερωτήματα αυτά τα Δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια επιλαμβάνονται, αντίστοιχα, έως τις 30 Απριλίου ή τις 31 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.

3. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που κρίνονται προακτέοι κατά τις προηγούμενες παραγράφους προάγονται υποχρεωτικά, με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την περιέλευση της Απόφασης του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η προαγωγή ανατρέχει υποχρεωτικά στο χρόνο, κατά τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος συμπλήρωσε τον απαιτούμενο χρόνο υπηρεσίας.
Άρθρο 69
Χρόνος μη υπολογιζόμενος για προαγωγή

Για τη συμπλήρωση του χρόνου που απαιτείται για την κρίση προς προαγωγή δεν υπολογίζεται: α) ο χρόνος της Διαθεσιμότητας, β) ο χρόνος της αργίας που επιβλήθηκε είτε εξαιτίας ποινικής δίωξης που κατέληξε σε οποιαδήποτε καταδίκη είτε εξαιτίας πειθαρχικής δίωξης που κατέληξε σε πειθαρχική ποινή τουλάχιστον προστίμου αποδοχών πέντε (5) μηνών, γ) ο χρόνος της αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα, δ) ο χρόνος της προσωρινής παύσης και ε) ο χρόνος αναστολής άσκησης καθηκόντων κατά το άρθρο 91, εφόσον το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο αποφάσισε να θέσει το δικαστικό υπάλληλο σε αργία σύμφωνα με το ίδιο άρθρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΩΝ
Άρθρο 70

Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων τοποθετούνται δικαστικοί υπάλληλοι σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα. Ως οργανικές μονάδες νοούνται η γενική διεύθυνση, η διεύθυνση και το τμήμα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 48 παρ.3 Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

Σχετικό:ι άρθρο 1 ΠΔ 35/2012,ΦΕΚ Α 73/9.4.2012.
Άρθρο 71

1. Ως προϊστάμενοι των γενικών διευθύνσεων επιλέγονται δικαστικοί υπάλληλοι του οικείου τομέα, της κατηγορίας ΠΕ, με βαθμό Α`, κάτοχοι πτυχίου A.E.Ι., που έχουν διατελέσει ή είναι προϊστάμενοι διευθύνσεων κατά την ημέρα υποβολής του ερωτήματος του Υπουργού Δικαιοσύνης προς το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο.

2. Η επιλογή προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης γίνεται ύστερα από αίτηοη υποψηφιότητας, η οποία υποβάλλεται στον προϊστάμενο ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο αιτών, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία που τάσσεται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημερομηνία, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξης, με επιμέλεια του προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας. Ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης αποστέλλει την αίτηση στο αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο μέσα σε δύο (2) ημέρες από την υποβολή της.

3. Για την επιλογή προϊσταμένου γενικής διεύθυνσης ο αριθμός των κρινομένων δικαστικών υπαλλήλων πρέπει να είναι τουλάχιστον τριπλάσιος του αριθμού των κενών θέσεων, τις οποίες αφορά η κρίση. Εφόσον δεν συμπληρώνεται ο αριθμός αυτός από δικαστικούς υπαλλήλους που έχουν τα Τυπικά προσόντα που προβλέπονται στην παράγραφο 1 και έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας, ο πίνακας των δικαστικών υπαλλήλων που κρίνονται συμπληρώνεται από προϊσταμένους τμημάτων, κατόχους πτυχίου Α.Ε.Ι. που έχουν τουλάχιστον 25ετή υπηρεσία, έχουν διατελέσει επί δύo τουλάχιστον τριετίες προϊστάμενοι τμήματος και έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας.

4. Η επιλογή γίνεται από το αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο με βάοη τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε δικαστικού υπαλλήλου, από τα οποία εκτιμώνται ιδίως η άρτια επαγγελματική κατάρτιοη. Οι επιστημονικές γνώσεις, η ιδιαίτερη ικανότητα, πρωτοβουλία και δραστηριότητα στην υπηρεσία, η ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού, η ικανότητα υποκίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων, η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου που συνδέεται με το αντικείμενο της υπηρεσίας, η γνώση μιας ή περισσοτέρων ευρωπαϊκών γλωσσών, η τυχόν συγγραφική δραστηριότητα σε συναφή για τη λειτουργία ή τη δραστηριότητα της υπηρεσίας θέματα, καθώς και η αποφοίτηοη από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.

5. Προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης, ο οποίος δεν επιλέγεται εκ νέου μετά τη λήξη της θητείας του, καταλαμβάνει κενή θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ή, αν δεν υπάρχει, καταλαμβάνει την πρώτη θέοη προϊσταμένου διεύθυνσης που θα κενωθεί. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, έως ότου κενωθεί θέση προϊσταμένου διεύθυνσης ο δικαστικός υπάλληλος θεωρείται προϊστάμενος διεύθυνσης και ασκεί καθήκοντά που καθορίζονται με Απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διοίκηοης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου ή της ειοαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί. Ο προϊστάμενος γενικής διεύθυνσης, ο οποίος δεν επιλέγεται εκ νέου μετά τη ληξη της θητείας του, μπορεί να αποχωρήσει από την υπηρεσία διατηρώντας τις αποδοχές του γενικού διευθυντή, εφόοον υποβάλει αίτηση παραίτηοης μέσα οε δύο (2) μήνες από την ανακοίνωση της μη επιλογής του.

Σχετικό:το άρθρο 1 ΠΔ 35/2012,ΦΕΚ Α 73/9.4.2012
Άρθρο 72
Επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων και τμημάτων

1. Ως προϊστάμενοι διευθύνσεων επιλέγονται δικαστικοί υπάλληλοι του οικείου τομέα κατηγορίας ΠΕ και ΤΕ με τουλάχιστον Β` βαθμό.

Η επιλογή γίνεται ύστερα από αίτηση υποψηφιότητας, η οποία υποβάλλεται στον προϊστάμενο ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο αιτών, σε αποκλειστική προθεσμία που τάοσεται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες. Η προθεσμία αυτή αρχίζει από την ημερομηνία, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της πράξης, με επιμέλεια του προϊσταμένου της γραμματείας ή υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί. Ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης αποστέλλει την αίτηοη στο αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο μέσα σε δύo (2) ημέρες από την υποβολή της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 48 παρ.4 και 5 αντίστοιχα Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

2. Αν δεν υπάρχουν δικαστικοί υπάλληλοι με βαθμό τουλάχιστον Β` που έχουν υποβάλει αίτηση υποψηφιότητας ή αν είναι λιγότεροι από τον απαιτούμενο κατά την παράγραφο 4 αριθμό κρινομένων, κρίνονται προς επιλογή και δικαστικοί υπάλληλοι με βαθμό Γ`. Εάν ο αριθμός των προηγουμένων δεν επαρκεί, κρίνονται προς επιλογή και δικαστικοί υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας με βαθμό Β` ή Γ`, προηγουμένων εξ αυτών όσων έχουν περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στους βαθμούς αυτούς.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 48 παρ.6 και 7 αντίστοιχα Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

3. Ως προϊστάμενοι τμημάτων επιλέγονται δικαστικοί υπάλληλοι του οικείου δικαστηρίου, εισαγγελίας ή υπηρεσίας, κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ με βαθμό τουλάχιστον Β`. Αν δεν υπάρχουν δικαστικοί υπάλληλοι με το βαθμό αυτόν ή αν ο αριθμός τους δεν είναι επαρκής, κρίνονται προς επιλογή και δικαστικοί υπάλληλοι με βαθμό Γ` που υπέβαλαν αίτηση υποψηφιότητας, προηγουμένων εξ αυτών όσων έχουν περισσότερο χρόνο υπηρεσίας, ώστε να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος κατά την παράγραφο 4 αριθμός κρινομένων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 48 παρ.6 και 7 αντίστοιχα Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

4. Για την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3 ο αριθμός των δικαστικών υπαλλήλων που κρίνονται κάθε φορά για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσιος από τις θέσεις , για τις οποίες γίνεται η κρίση. Εφόσον οι δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν τα απαιτούμενα Τυπικά προσόντα είναι λιγότεροι από τον αριθμό αυτόν, ο πίνακας των δικαστικών υπαλλήλών που κρίνονται συμπληρώνεται έως τον αριθμό αυτόν, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις προηγούμενες παραγράφους.

5. Η Επιλογή προϊσταμένων διευθύνσεων, τμημάτων και αυτοτελών γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων γίνεται από το αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο με βάση τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε δικαστικού υπαλλήλου. Για την κατά την παράγραφο αυτή επιλογή προϊσταμένων λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις αξιολόγησης, οι τίτλοι σπουδών, ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας, καθώς και τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του δικαστικού υπαλλήλου που αποδεικνύουν αντικειμενικά ιδιαίτερη ικανότητα, πρωτοβουλία, δραστηριότητα στην υπηρεσία και γνώσεις. όπως:

α) η επιτυχής άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου,

β) η αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκηοης,

γ) πιστοποιητικά παρακολούθησης εκπαιδευτικών ή επιμορφωτικών προγραμμάτων για υπαλλήλους του Δημοσίου ή νομικών προοώπων δημοοίου δικαίου, στην ημεδαπή ή αλλοδαπή,

δ) η βράβευση εργασιών ή μελετών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,

ε) εισηγήσεις ή προτάσεις που έχουν κατατεθεί στην υπηρεσία ή έχουν υποβληθεί στις υπηρεσιακές συνελεύσεις ή έχουν δημοσιευθεί σε έγκυρα έντυπα, οι οποίες αφορούν ιδίως βελτιώοεις ή καινοτομίες για την απλούστευση των διαδικασιών, την εξυπηρέτηση των πολιτών, την αύξηοη της αποδοτικότητας και τη βελτίωση ίων συνθηκών εργασίας,

στ) τα στοιχεία του πειθαρχικού φακέλου.

6. Εγγραφη δήλωση του δικαστικού υπαλλήλου ότι δεν επιθυμεί να κριθεί κατά την επιλογή προϊσταμένων τμημάτων και αυτοτελών γραφείων εκτιμάται από το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο με βάση τις ανάγκες της υπηρεσίας.

7. Η επιλογή νέου προϊσταμένου γίνεται το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από τη λήξη της θητείας του προηγουμένου. Η επιλογή γίνεται μεταξύ των δικαστικών υπαλλήλων που είχαν τα Τυπικά προσόντα, που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, κατά την ημερομηνία λήξης της θητείας του προϊσταμένου.

Σχετικό: το άρθρο 1 ΠΔ 35/2012,ΦΕΚ Α 73/9.4.2012

Σχετικό: το άρθρο ΠΔ 39/2012,ΦΕΚ Α 83/11.4.2012
Άρθρο 73
Θητεία και αναπλήρωση προϊσταμένων

1. Όσοι επιλέγονται ως προϊστάμενοι, σύμφωνα με τα προηγούμενα άρθρα, τοποθετούνται με πράξη του οικείου οργάνου, ύστερα από Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, ως προϊστάμενοι οργανικής μονάδας, αντίστοιχου επιπέδου, για τρία (3) έτη. Όσοι τοποθετούνται ως προϊστάμενοι εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη λήξη της θητείας τους, έως την τυχόν επανεπιλογή τους ή την τοποθέτηση νέου προϊσταμένου.

2. Με Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου ο προϊστάμενος μπορεί να απαλλαγεί από τα καΘήκοντά του και πριν τη λήξη της τριετίας γιο σοβαρό λόγο αναγόμενο σε πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και ιδίως γιο αδικαιολόγητη επιείκεια ή μεροληψία κατά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία γιο την εφαρμογή μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, αδυναμία συνεργασίας με άλλους προϊσταμένους. Ο προϊστάμενος μπορεί επίσης να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του με αίτησή του, ύστερα από Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, που συνεκτιμά τις υπηρεσιακές ανάγκες. Ο δικαστικός υπάλληλος που απαλλάσσεται από τα καθήκοντα του προϊσταμένου ύστερα οπό αίτησή του, ανεξάρτητα οπό τους λόγους υποβολής της αίτησης, στερείται για μία τριετία του δικαιώματος να επιλεγεί ως προϊστάμενος οργανικής μονάδας.

3. Αν κενωθεί ή συσταθεί θέση προϊσταμένου πριν τη λήξη της τριετίας. το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο επιλέγει προϊστόμενο για το χρονικό διάστημα που οπομένει έως τη συμπλήρωση της τριετίας. Αν το χρονικό αυτό διάστημα είναι μικρότερο από έξι (6) μήνες, δεν επιλέγεται προϊστάμενος και εφορμόζονται οι διατάξεις της επόμενης παραγράφου. Η επιλογή προϊσταμένων για τις θέσεις που κενώθηκαν ή συστάθηκαν γίνεται το αργότερο μέσα σε ένα (1) μήνα από την κένωση ή τη σύσταση της θέσης. Στην περίπτωση αυτή κρίνονται προς επιλογή οι δικαστικοί υπάλληλοι που είχαν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 72 Τυπικά προσόντα κατά την ημερομηνία, κατά την οποία κενώθηκε ή συστάθηκε η θέση προϊσταμένου που πρόκειται νο πληρωθεί.

4, Σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος προϊσταμένου οργανικής μονάδας της γραμματείας, ο προϊστάμενος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίος μπορεί με απόφασή του νο ορίσει ως αναπληρωτή έναν οπό τους προϊσταμένους των αμέσως υποκειμένων οργανικών μονάδων. Αν δεν οριστεί αναπληρωτής, τον προϊστάμενο που απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνει ο ανώτερος κατά βαθμό προϊστάμενος των υποκειμένων οργανικών μονάδων και αν υπάρχουν περισσότεροι ομοιόβαθμοι, ο προϊστάμενος που έχει τον περισσότερο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό. Αν δεν υπάρχει υποκείμενη οργανική μονάδα, τον προϊστάμενο αναπληρώνει ο ανώτερος κατά βαθμό δικαστικός υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια οργανική μονάδα και, εφόσον υπηρετούν περισσότεροι δικαστικοί υπάλληλοι με τον ίδιο βαθμό, εκείνος που έχει τον περισσότερο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στο βαθμό αυτόν. Αν το κώλυμα ή η απουσία διαρκεί για διάστημα μεγαλύτερο των έξι (6) μηνών, το οικείο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο ορίζει αναπληρωτή προϊστάμενο για όσο χρόνο διαρκεί το κώλυμα ή η απουσία.

5. Η μετάθεση προισταμένου οργανικής μονάδος, σύμφωνα με το άρθρο 75, συνεπάγεται λήξη της θητείας του ως προϊσταμένου, με εξαίρεση την Αμοιβαία μετάθεση των δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

6. Οι προϊστάμενοι διευθύνσεων, τμημάτων, αυτοτελών γραφείων όλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών που έχουν άνω των δύο τμημάτων, καθώς και οι Επίτροποι του Ελεγκτικού Συνεδρίου που υπηρετούν σε Τομείς που έχουν άνω της μίας υπηρεσίας, είναι δυνατόν να παραμένουν στην αυτή διεύθυνση, τμήμα, αυτοτελές γραφείο ή Υπηρεσία Επιτρόπου για μία τριετία και η θητεία τους μπορεί να ανανεώνεται για μια επιπλέον τριετία. Απαγορεύεται, όμως, να υπηρετούν συνεχώς στην αυτή διεύθυνση, τμήμα, αυτοτελές γραφείο ή Υπηρεσία Επιτρόπου καθ` υπέρβαση των ανωτέρω τασσομένων χρονικών ορίων.

Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 4 Ν.3346/2005,ΦΕΚ Α 140 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 69 Ν.3994/2011,ΦΕΚ Α 165, τροποποιήθηκε πάλι με το άρθρο 95 Ν. 4139/2013,ΦΕΚ Α 74/20.3.2013.

Σχετικό:το άρθρο 1 ΠΔ 35/2012,ΦΕΚ Α 73/9.4.2012

Σχετικό: το άρθρο ΠΔ 39/2012,ΦΕΚ Α 83.11.4.2012
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ – ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΑΠΟΣΠΑΣΗ – ΜΕΤΑΤΑΞΗ – Ένταξη
Άρθρο 74
Τοποθέτηση – Μετακίνηση

1. Η κατανομή των δικαστικών υπαλλήλων στις οργανικές μονάδες της γραμματείας ή υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ενεργείται, κατά περίπτωση με Απόφαση του προϊσταμένου ή του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου της εισαγγελίας, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του προϊσταμένου της γραμματείας.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος δεν επιτρέπεται να μετακινηθεί πριν συμπληρώσει δύο (2) έτη στην οργανική μονάδα στην οποία υπηρετεί. Η μετακίνηση είναι υποχρεωτική όταν ο δικαστικός υπάλληλος συμπληρώσει τέσσερα (4) έτη στην ίδια οργανική μονάδα.

3. Αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να μετακινηθεί και πριν τη συμπλήρωση διετίας, με ειδικώς αιτιολογημένη Απόφαση.
Άρθρο 75
Κατηγορίες μεταθέσεων

1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται ύστερα από αίτησή του: ο) γιο λόγους Υγείας, β) για συνυπηρέτηση, γ) για λόγους σπουδών, δ) για Αμοιβαία μετάθεση και ε) για άλλους σπουδαίους λόγους.

Μετάθεση δεν επιτρέπεται πριν από τη συμπλήρωση τριετίας στην υπηρεσία που τοποθετήθηκε κατά το διορισμό του, εκτός εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι Υγείας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.5 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται μετάθεση χωρίς σχετική αίτηση, αν έχουν δημιουργηθεί οπό μέρους του δικαστικού υπαλλήλου συνθήκες, οι οποίες προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της υπηρεσίας ή καθιστούν δυσχερή την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτήν απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μετάθεση.

3. Η μετάθεση διενεργείται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Νοέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα μεταθέσεων. Με βάση τα ερωτήματα αυτά, τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, έως τις 30 Μαίου και 31 Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Ερωτήματα των μεταθέσεων που προβλέπονται στα άρθρα 76 και 79 του Κώδικα αποστέλλονται οπωσδήποτε. Η πράξη μετάθεσης εκδίδεται μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την περιέλευση της απόφασης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποστέλλεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση της και επιδίδεται με επιμέλεια του προϊσταμένου της γραμματείας ή της υπηρεσίας χωρίς καθυστέρηση σε αυτόν που μετατίθεται, ο οποίος υποχρεούται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την επίδοση της πράξης να εμφανιστεί στη νέα του θέση

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 111 παρ.4 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012

4. Ειδικά για τις μεταθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Υπηρεσίας του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείος στο Ελεγκτικό Συνέδριο απαιτείται και γνώμη του Προέδρου ή του Γενικού Επιτρόπου, κατά περίπτωση.
Άρθρο 76
Μετάθεση για λόγους Υγείας

1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους Υγείας διενεργείται με βάση γνωμάτευση της οικείας πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής, αν ο ίδιος ή προστατευόμενο μέλος της οικογένειάς του πάσχει οπό νόσημα, για την αντιμετώπιση του οποίου δεν υπάρχει κατάλληλο νοσηλευτικό ίδρυμα στον τόπο, στον οποίο υπηρετεί ή αν, για την αποτροπή σοβαρής βλάβης της Υγείας των παραπάνω προσώπων, επιβάλλεται η απομάκρυνσή τους από τον τόπο στον οποίο υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος. Με τη σχετική αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου συνυποβάλλεται πιστοποιητικό νοσοκομείου του Ε.Σ.Υ, για το είδος της νόσου.

2. Η Μετάθεση για λόγους Υγείας διενεργείται σε κενή οργανική θέση, στον τόπο στον οποίο ζήτησε να μετατεθεί ο δικαστικός υπάλληλος. Αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση στον τόπο αυτόν, η μετάθεση γίνεται στον πλησιέστερο τόπο, στον οποίο υπάρχει κενή οργανική θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες για την αντιμετώπιση του προβλήματος Υγείας προϋποθέσεις, Αν δεν υπάρχει κενή θέση σε τόπο, στον οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, ο δικαστικός υπάλληλος μετατίθεται ως υπεράριθμος στον τόπο στον οποίο ζήτησε να μετατεθεί, και καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί.

3. Ως προστατευόμενα μέλη του δικαστικού υπαλλήλου, για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, θεωρούνται: α) ο ή η σύζυγος, β) τα άγαμα τέκνα που δεν έχουν συμπληρώσει το εικοστό (20ό) έτος της ηλικίας τους ή το εικοστό τέταρτο (24ο) έτος, εφόσον φοιτούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ή ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον έχουν ποσοστό αναπηρίας πάνω από 67%, γ) οι γονείς και των δύο συζύγων, εφόσον έχουν συμπληρώσει το εβδομηκοστό (70ό) έτος της ηλικίας τους, ή ανεξάρτητα οπό ηλικία, αν ο ένας έχει ποσοοτό αναπηρίας πάνω από 67%. Οι γονείς θεωρούνται προστατευόμενα μέλη εφόσον κατοικούν στον ίδιο τόπο με το δικαστικό υπάλληλο.

4. Ως ημερομηνία συμπλήρωσης των ορίων ηλικίας που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους, κατά το οποίο διενεργείται η μετάθεση, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας γέννησης.

5. Η Μετάθεση για λόγους Υγείας πραγματοποιείται μέσα σε ένα (1) μήνο οπό την περιέλευση στην υπηρεσία της γνωμάτευσης της υγειονομικής επιτροπής.
Άρθρο 77
Μετάθεση για συνυπηρέτηση

1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για συνυπηρέτηση διενεργείται αν ο ή η σύζυγος υπηρετεί ή εργάζεται, με οποιαδήποτε σχέση, στο Δημόσιο ή σε φορέα του δημόσιου τομέα ή είναι άμισθος δημόσιος υπάλληλος ή λειτουργός.

Διενεργείται επίσης αν ο ή η σύζυγος είναι επαγγελματίας ή εργάζεται οτον ιδιωτικό τομέα επί δύο (2) τουλάχιστον έτη στον τόπο για τον οποίο ζητείται η μετάθεση. Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων αποδεικνύεται με βεβαίωση της υπηρεσίας ή του φορέα του δημοσίου τομέα ή του οικείου ασφαλιστικού φορέα.

2. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για συνυπηρέτηση επιτρέπεται μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια. Η μετάθεση διενεργείται σε γραμματεία δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή υπηρεσία που λειτουργεί οτην πόλη, στην οποία υπηρετεί ή εργάζεται ο ή η σύζυγος. Αν δεν υπάρχει δικαστική υπηρεσία ή αν δεν υπάρχει κενή θέση στην ίδια πόλη, ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να μετατεθεί στην πλησιέστερη προς την πόλη αυτή γραμματεία ή υπηρεσία.

3, Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`) οι μεταθέσεις για συνυπηρέτηση διενεργούνται εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέοη ή προβλέπεται ότι θα κενωθεί οργανική θέση έως τις 31 Δεκεμβρίου του έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η μετάθεση πραγματοποιείται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης ή από την ημερομηνία κατά την οποία θα κενωθεί η θέση.

4. Νέα Μετάθεση για συνυπηρέτηση δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από την προηγούμενη, εκτός αν ζητείται μετάθεση σε παραμεθόριο περιοχή.
Άρθρο 78
Μετάθεση για λόγους σπουδών

1. Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για λόγους σπουδών διενεργείται εφόσον ο ίδιος ή μέλος της οικογένειάς του που δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό τέταρτο (24ο) έτος της ηλικίας του σπουδάζει σε σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για την οπόκτηση πρώτου πτυχίου.

2. Μετάθεση για λόγους σπουδών διενεργείται σε κενή οργανική θέση.

3. Δικαστικός υπάλληλος που μετατίθεται με βάση το παρόν άρθρο δεν επιτρέπεται νο υποβάλλει νέα αίτηση μετάθεσης, για οποιονδήποτε λόγο, πριν παρέλθει πενταετία, εκτός αν πρόκειται για μετάθεση για λόγους Υγείας.
Άρθρο 79
Αμοιβαία μετάθεση

1. Αμοιβαία μετάθεση διενεργείται μεταξύ δικαστικών υπαλλήλων που ανήκουν στον ίδιο τομέα και κλάδο.

Η Αμοιβαία μετάθεση δεν επιτρέπεται κατά την τελευταία τριετία πριν από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.6 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

2. Δικαστικός υπάλληλος που μετατίθεται με βάση το παρόν άρθρο, δεν επιτρέπεται να υποβάλλει νέα αίτηση μετάθεσης, για οποιονδήποτε λόγο, πριν παρέλθει τριετία, εκτός αν πρόκειται για μετάθεση για λόγους Υγείας.
Άρθρο 80
Μετάθεση για σπουδαίο λόγο

Μετάθεση δικαστικού υπαλλήλου για σπουδαίο λόγο διενεργείται μόνο εφόσον υπάρχει κενή οργανική θέση.
Άρθρο 81
Προτεραιότητα μεταθέσεων

1. Οι μεταθέσεις με αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου διενεργούνται υποχρεωτικώς πριν από τις μεταθέσεις για λόγους υπηρεσιακούς, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 75, και κατά τη σειρά που αναγράφονται στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, με εξαίρεση τις μεταθέσεις της περίπτωσης δ`, οι οποίες μπορούν να γίνονται οποτεδήποτε.

2. Αν έχουν υποβληθεί περισσότερες αιτήσεις για μετάθεση, κατ` εφαρμογή των περιπτώσεων β` γ` και ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 75, για την επιλογή μεταξύ των αιτήσεων καθεμιάς από τις περιπτώσεις αυτές, το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο εκτιμά την οικογενειακή κατάσταση των δικαστικών υπαλλήλων που υπέβαλαν σχετική αίτηση, τις οικονομικές συνθήκες διαβίωσής τους, την ηλικία και το χρόνο υπηρεσίας στον τόπο στον οποίο υπηρετούν.
Άρθρο 82
Απόσπαση

1. Επιτρέπεται η Απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου στη γραμματεία άλλου δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε υπηρεσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, καθώς και στα υποθηκοφυλακεία και κτηματολογικά γραφεία της χώρας για την κάλυψη εξαιρετικών υπηρεσιακών αναγκών. Η Απόσπαση διενεργείται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Αν η γραμματεία ή η υπηρεσία, στην οποία πρόκειται να αποσπασθεί ο δικαστικός υπάλληλος, υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται και σύμφωνη γνώμη του συμβουλίου αυτού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.7 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

2. Εφόσον υφίσταται σοβαρή υπηρεσιακή ανάγκη, οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν να αποσπώνται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η Απόσπαση διενεργείται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από αιτιολογημένη Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος.

3. Η διάρκεια της Απόσπασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν μπορεί να υπερβεί το έτος. Παράταση επιτρέπεται μόνο επί ένα έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Η διάρκεια της Απόσπασης της παραγράφου 2 ορίζεται σε δύο έτη και μπορεί να παραταθεί για άλλα δύο έτη, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 4”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.7 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

4. Νέα απόσπαοη του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.

5. Για την Απόσπαση συνεκτιμώνται οπό το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο η τυχόν αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, ο τόπος κατοικίας του, η κατάσταοη Υγείας του, η οικογενειακή του κατάσταση και η συνυπηρέτηση με τον ή τη ούζυγο.

6. Μετά τη λήξη της διάρκειας της Απόσπασης ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική του θέση. Για την επάνοδο δεν εκδίδεται διοικητική πράξη.

7. Διατάξεις που προβλέπουν την Απόσπαση στην Εθνική Σχολή Δικαστών ή σε παραμεθόριες περιοχές για λόγους συνυπηρέτησης συζύγων ή σε γραφεία βουλευτών ή Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Ελληνική Βουλή διατηρούνται σε ισχύ.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.7 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.
Άρθρο 83
Μετάταξη σε δικαστικές υπηρεσίες

1. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, μετά τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας στον κλάδο στον οποίο ανήκει, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος έχει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση στην οποία μετατάσσεται Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου στην ίδια κατηγορία του ίδιου κλάδου άλλου τομέα επιτρέπεται με τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 8 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

2. Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του

ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, εφόσον απέκτησε μετά το διορισμό του τα απαιτούμενα Τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή ή μετά τη συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από το διορισμό του τα Τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία επιθυμεί να μεταταγεί.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 8 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

3. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου διενεργείται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου. Για τη μετάταξη σε θέση της γραμματείας ή υπηρεσίας δικαστηρίου ή εισαγγελίας που ανήκει στην αρμοδιότητα άλλου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού. Σε περίπτωση αρνητικής κρίσης του ενός ή και των δύο δικαστικών (υπηρεσιακών) συμβουλίων, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται νο ασκήσει προσφυγή στο οικείο δευτεροβάθμιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο.

4. Για τη μετάταξη κατά τις προηγούμενες παραγράφους συνεκτιμώνται και τα ουσιαστικά προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου.

5. Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετατάσσονται με το βαθμό, τον οποίο κατέχουν. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στο βαθμό, με τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος μετατάσσεται, θεωρείται ότι έχει διανυθεί με το βαθμό αυτό στη θέση, στην οποία μετατάσσεται. Ως χρόνος υπηρεσίας στο βαθμό αυτό νοείται μόνο ο χρόνος που έχει διανυθεί με τα τυπικά προσόντα του κλάδου, στον οποίο γίνεται η μετάταξη.
Άρθρο 84
Μετάταξη σε άλλες υπηρεσίες

1. Επιτρέπεται η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, σε υπηρεσίες αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εποπτεύονται από αυτό. Η μετάταξη γίνεται σε κενή θέση κλάδου της κατηγορίος, στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον έχει τα Τυπικά προσόντα που απαιτούνται για τον κλάδο αυτόν.

2. Επιτρέπεται η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας των υπηρεσιών και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, καθώς και υπηρεσιών άλλων υπουργείων ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, αν ο δικαστικός υπάλληλος έχει τίτλο σπουδών που δεν προβλέπεται ως τυπικό προσόν διορισμού σε κανένα κλάδο από όσους ορίζονται στο άρθρο 18 του πορόντος Κώδικα, με την Προϋπόθεση ότι απέκτησε τον τίτλο ουτό μετά το διορισμό του.

3. Η μετάταξη διενεργείται με αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου που υποβάλλεται στη γραμματεία ή την υπηρεοία του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, στην οποία ουτός ανήκει οργανικά.

4. Για τις μετατάξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 απαιτείται: α) συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας, β) σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται ο δικαστικός υπάλληλος και γ) σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας του υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου για την οποία ζητείται η μετάταξη. Για τη διαμόρφωση της γνώμης των υπηρεσιακών συμβουλίων εφαρμόζονται ανάλογα οι εκάστοτε διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 9 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

5. Αν υποβληθούν από υπαλλήλους άλλων Υπουργείων αιτήσεις για μετάταξη στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε υπηρεσίες ορμοδιότητος του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εποπτεύεται από αυτό, εξετάζονται κατά προτεραιότητα οι αιτήσεις των δικαστικών υπαλλήλων.

6. Η μετάταξη διενεργείται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ή με κοινή Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του αρμόδιου, κατά περίπτωση, Υπουργού, που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Kυβερνήσεως.

7. Η κατάταξη του υπαλλήλου στη Βαθμολογική κλίμακα, στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσεται, γίνεται από το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο με βάση το χρόνο υπηρεσίας του που έχει διανυθεί στην υπηρεσία, από την οποία γίνεται η μετάταξη, με τα Τυπικά προσόντα του κλάδου, στον οποίο μετατάσσεται Ο χρόνος που πλεονάζει στο βαθμό κατάταξης θεωρειται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό αυτόν για την προαγωγή του υπαλλήλου στον επόμενο βαθμό και την επιλογή του ως προϊσταμένου οργανικής μονάδας.

8. Για την κατάταξη των μετατασσομένων στο μισθολογικό κλιμάκιο, την υπαγωγή τους στους κύριους και επικουρικούς φορείς ασφάλιοης, στους οποίους υπάγεται το προσωπικό της υπηρεσίας, στην οποία γίνεται η μετάταξη, καθώς και για κάθε άλλο θέμα που δεν προβλέπεται στο παρόν άρθρο ισχύουν και εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που κάθε φορά ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 85
Ενταξη

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν πριν το διορισμό τους χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, εντάσσονται, μετά τη μονιμοποίησή τους, έως το μεθεπόμενο του εισαγωγικού βαθμό, ανάλογα με το συνολικό χρόνο υπηρεσίας τους, ύστερα από κρίση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου.

Για την ένταξη εκδίδεται πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

2. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που με βάση ειδικές διατάξεις αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για Βαθμολογική εξέλιξη.

3. Για την ένταξη λαμβάνεται υπόψη μόνο η υπηρεσία που έχει διανυθεί πριν το διορισμό με τα Τυπικά προσόντα της κατηγορίας, στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος κατά το χρόνο της ένταξης.

4. Εφόσον η ένταξη του δικαστικού υπαλλήλου γίνεται οτο μεθεπόμενο του ειοαγωγικού βαθμό, ο χρόνος που τυχόν πλεονάζει δεν λαμβάνεται υπόψη για την περαιτέρω βαθμολογική εξέλιξή του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ – ΑΡΓΙΑ
Άρθρο 86
Διαθεσιμότητα

1. Ο δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος έχει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία, τίθεται αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή του σε Διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας που παρατείνεται πέρα από το χρόνο οναρρωτικής άδειας, που προβλέπεται από το άρθρο 43, είναι όμως ιάσιμη, κατά την κρίση της υγειονομικής επιτροπής. Η πράξη, με την οποία ο δικαοτικός υπάλληλος τίθεται σε Διαθεσιμότητα, εκδίδεται από το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, ύστερα από Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου.

Σχετικό: με την παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002

2. Η Διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το ένα (1) έτος. Για δυσίατα νοσήματα η Διαθεσιμότητα δεν μπορεί να υπερβεί τα δύo (2) έτη.

3. Τον τελευταίο μήνα πριν συμπληρωθεί το ανώτατο όριο Διαθεσιμότητας, η αρμόδια υγειονομική επιτροπή γνωμοδοτεί αν ο δικαστικός υπάλληλος είναι ικανός ή όχι να αναλάβει αμέσως τα καθήκοντά του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο δικαστικός υπάλληλος, εφόσον έχει εξαντλήσει τον κατά την παράγραφο 2 χρόνο Διαθεσιμότητας, απολύεται σύμφωνα με το άρθρο 143. Υστερα από αίτησή του ή και αυτεπαγγέλτως ο δικαστικός υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί για εξέταση οτην υγειονομική επιτροπή και πριν τη λήξη του χρόνου της Διαθεσιμότητας. Σε περίπτωση αρνητικής γνωμάτευσης η Διαθεσιμότητα διατηρείται μέχρι τη λήξη της διάρκειάς της.
Άρθρο 87
Συνέπειες Διαθεσιμότητας

1. Κατά το χρόνο της Διαθεσιμότητας ο δικαστικός υπάλληλος λαμβάνει το 75% των αποδοχών του.

2. Η θέση σε Διαθεσιμότητα συνεπάγεται την παύση κάθε παρεπόμενης απασχόλησης, την οποία έχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της ιδιότητάς του.
Άρθρο 88
Αυτοδίκαιη θέση σε αργία

1. Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία: α) ο δικαστικός υπάλληλος, ο οποίος τελεί σε προσωρινή κράτηση ή εκτίει ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης, β) εκείνος, στον οποίο με δικαστική απόφαση επιβλήθηκε παρεπόμενη ποινή οριστικής παύσης, αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της Απόφασης και γ) εκείνος, στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

2. Στην περίπτωση γ` της προηγούμενης παραγράφου η αργία ορχίζει από την κοινοποίηση της απόφασης του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού οργάνου κοι λήγει αυτοδικαίως την ημέρα συμπλήρωσης της προθεσμίας άσκησης έφεσης στο δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο ή, εφόσον ασκηθεί έφεση, την ημέρα, κατά την οποία εκδίδεται η Απόφαση του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού οργάνου.

3. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του, αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο έχει τεθεί σε αργία.

4. Για τη θέση του δικαστικού υπαλλήλου σε αργία και την επάνοδο στα καθήκοντά του, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο για το διορισμό όργανο.
Άρθρο 89
Δυνητική θέση σε αργία

1. Μπορεί να τεθεί σε αργία ο δικαστικός υπάλληλος, κατά του οποίου: α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα, το οποίο μπορεί να επισύρει την παύση από την υπηρεσία, β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα, το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή γ) αποδίδεται άτακτη διαχείριση με αιτιολογημένη έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή άλλου αρμόδιου οργάνου.

2. Μετά την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση σε αργία, το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει για τη συνέχισή της ή μη.

3. Η πράξη, με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε δυνητική αργία ή επαναφέρεται στα κοθήκοντά του, εκδίδεται οπό το αρμόδιο για το διορισμό όργανο, ύστερα από Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου. Για τη θέση σε δυνητική αργία ή την παράτασή της απαιτείται προηγούμενη ακρόαση του δικαστικού υπαλλήλου από το δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002

4. Στην περίπτωση γ` της παραγράφου 1 ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του, αν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη θέση του σε αργία δεν ασκηθεί εναντίον του ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Για την επάνοδο του δικαστικού υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το ορμόδιο για το διορισμό του όργανο.

5. Η αργία αρχίζει από την κοινοποίηση της σχετικής πράξης. Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται στα καθήκοντά του από την κοινοποίηση σχετικής πράξης επαναφοράς ή αυτοδικαίως στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ή από την τελεσιδικία της ποινικής Απόφασης, εφόσον αυτή δεν συνεπάγεται παύση ή της πειθαρχικής Απόφασης, εφόσον με αυτή δεν επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης.
Άρθρο 90
Αποδοχές αργίας

1. Ο δικαστικός υπάλληλος που διατελεί σε κατάσταση αργίας απέχει από την άσκηση των κύριων και παρεπόμενων καθηκόντων του και λαμβάνει το 50% των αποδοχών του. Τα ποσά που παρακρατούνται αποδίδονται σε αυτόν, αν απαλλαγεί αμετάκλητα από την ποινική ή πειθαρχική κατηγορία ή αν δεν ασκηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη για άτακτη διαχείριση. Αν τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση, το ποσά που παρακρατήθηκαν μπορεί να αποδοθούν στο δικαστικό υπάλληλο με Απόφαση του πειθαρχικού οργάνου, το οποίο επέβαλε την ποινή.

2. Ο δικαστικός υπάλληλος, που τίθεται αυτοδικαίως σε αργία λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται Αποδοχές αργίας.
Άρθρο 91
Αναστολή άσκησης καθηκόντων

1. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες κινδυνεύει το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στο δικαστικό υπάλληλο, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του. Η πράξη αυτή με τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία αποστέλλεται αμέσως στο αρμόδιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο, το οποίο συνέρχεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη της πράξης και αποφασίζει αν θα τεθεί ο δικαστικός υπάλληλος σε αργία σύμφωνα με το άρθρο 89. Το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως από την έκδοση της Απόφασης του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου ή με την πάροδο της παραπάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας χωρίς να έχει εκδοθεί η Απόφαση του συμβουλίου.

Σχετικό:παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002
ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ
Άρθρο 92
Πειθαρχικά παραπτώματα

1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη, η οποία μπορεί να καταλογιστεί στο δικαστικό υπάλληλο. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται οπό τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις κείμενες διατάξεις, τις διοικητικές πράξεις, τις οδηγίες των προϊσταμένων, καθώς και από τη φύση της υπηρεσίας και τη συμπεριφορά που οφείλει να έχει ο δικαστικός υπάλληλος μέσα και έξω οπό αυτήν ώστε να μην θίγεται το κύρος της.

2. Πειθαρχικά παραπτώματα είναι ιδίως:

α) η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,

β) η αναξιοπρεπής ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή μέσα και έξω από την υπηρεσία,

γ) η παράβαση από το δικαστικό υπάλληλο των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 28,

δ) η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων,

ε) η άρνηση ή η παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας,

στ) η αμέλεια και η πλημμελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντός του,

ζ) η άσκηση επαγγέλματος ή έργου με αμοιβή, χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας,

η) η απείθεια και η άρνηση συμμόρφωσης στις νόμιμες εντολές των προϊσταμένων,

θ) η δημοσίως, εγγράφως ή προφορικώς, άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον σκοπίμως χρησιμοποιούνται εκδήλως ανακριβή στοιχεία ή προδήλως απρεπείς εκφράσεις,

ι) η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους δικαστικούς λειτουργούς, τους υπαλλήλους της γραμματείας ή υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και τους πολίτες,

ια) η μη εξυπηρέτηση των πολιτών κοι η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεών τους,

ιβ) η μη έγκαιρη απάντηση σε αναφορές πολιτών,

ιγ) η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων και η παραμέληση παλαιοτέρων,

ιδ) η σύνταξη μεροληπτικής ή πλημμελούς έκθεσης αξιολόγησης ουσιαστικών προσόντων, καθώς και η παράλειψη κατάρτισης έκθεσης αξιολόγησης,

ιε) η αναληθής δήλωση της περιουσιακής του κατάστασης ή η μη υποβολή της, όταν απαιτείται από το νόμο,

ιστ) η παράβαση του καθήκοντος της Εχεμύθειας,

ιζ) η χρησιμοποίηση της υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή άλλων προσώπων,

ιη) η αποδοχή από το δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος, που προέρχεται από πρόσωπο, του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία,

ιΘ) η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήοης ή εγκατάλειψης ή η παράνομη χρήοη πράγματος, το οποίο ανήκει στην υπηρεσία,

κ) η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή για την πρόκληση ή τη ματαίωση διαταγής της υπηρεσίας,

κα) η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή οε δημοπρασία, την οποία διενεργεί η αρχή, στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος ή επιτροπή, μέλος της οποίας είναι ο δικαστικός υπάλληλος,

κβ) η άρνηοη του δικαστικού υπαλλήλου να ικανοποιήσει το κατά τις κείμενες διατάξεις δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση εγγράφων και άλλων στοιχείων που τηρούνται στην υπηρεσία,

κγ) η αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση.

3. Διατάξεις που προβλέπουν ειδικά Πειθαρχικά παραπτώματα διατηρούνται σε ισχύ.
Άρθρο 93
Πειθαρχικές ποινές

1. Οι Πειθαρχικές ποινές που επιβάλλονται στους δικαστικούς υπαλλήλους είναι:

α) η έγγραφη επίπληξη,

β) το πρόστιμο έως τις αποδοχές πέντε (5) μηνών,

γ) η στέρηση του δικαιώματος μισθολογικής εξέλιξης σε κλιμάκια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,

δ) η στέρηση του δικαιώματος για προαγωγή από ένα (1) έως πέντε (5) έτη,

ε) ο υποβιβασμός κατά ένα βαθμό,

στ) η προσωρινή παύση έως τέσσερις (4) μήνες με πλήρη στέρηση αποδοχών, και

ζ) η οριστική παύση.

2. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:

α) παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,

β) αποδοχή από το δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο, του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία,

γ) χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή, μέσα και έξω από την υπηρεσία,

δ) παράβαση των κατά τις κείμενες διατάξεις απορρήτων της υπηρεσίας,

ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πέραν των τριάντα πέντε (35) εργάσιμων ημερών, συνεχώς ή διακεκομμένως, μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος,

στ) εξαιρετικώς σοβαρή απείθεια,

ζ) εμμονή στην παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση.

Επίσης η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, αν κατά την προηγούμενη της διάπραξής του διετία είχαν επιβληθεί στο δικαστικό υπάλληλο τρεις (3) τουλάχιστον Πειθαρχικές ποινές, ανώτερες του προστίμου ενός (1) μηνός.

3. Κατά την επιμέτρηση των πειθαρχικών ποινών λαμβάνονται υπόψη οι ελαφρυντικές ή οι επιβαρυντικές περιστάσεις και οι συνθήκες, με τις οποίες έχει διαπραχθεί το πειθαρχικό παράπτωμα, καθώς επίσης και η εν γένει συμπεριφορά του δικαστικού υπαλλήλου στην υπηρεσία. Η υποτροπή αποτελεί ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίπτωση για την επιμέτρηοη της ποινής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΓΕΝΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Άρθρο 94
Δίωξη και τιμωρία πειθαρχικών παραπτωμάτων

1. Η δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

2. Κατ` εξαίρεση για παραπτώματα που δικαιολογούν την ποινή της επίπληξης, η πειθαρχική δίωξη απόκειται στη διακριτική εξουσία του αρμόδιου για την άσκησή της οργάνου, το οποίο λαμβάνει υπόψη αφ` ενός το συμφέρον της υπηρεσίας και αφ` ετέρου τις συνθήκες διάπραξης του παραπτώματος και την υπηρεσιακή γενικώς διαγωγή του δικαστικού υπαλλήλου. Αν το αρμόδιο όργανο αποφασίσει να μην ασκήσει δίωξη, υποχρεούται να ενημερώσει, με αιτιολογημένη έκθεσή του, τον προϊστάμενο ή το τριμελές συμβούλιο διοίκησης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος.
Άρθρο 95
Πειθαρχικά παραπτώματα τελούμενα στο ακροατήριο

Τα Πειθαρχικά παραπτώματα που διαπράττονται κατά τη δημόσια συνεδρίαση δικαστηρίου βεβαιώνονται από το δικαστήριο με σχετικό πρακτικό.

Το δικαστήριο αποστέλλει μέσα σε τρεις (3) ημέρες το πρακτικό στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο οποίος έχει την υποχρέωση να ασκήσει τη δίωξη χωρίς καθυστέρηση.
Άρθρο 96
Ανακοίνωση πειθαρχικών παραπτωμάτων

Οι πρόεδροι των δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, οι εντεταλμένοι δικαστές, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια οφείλουν, μόλις διαπιστώσουν ή περιέλθει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους σε γνώση τους πειθαρχικό παράπτωμα δικαστικού υπαλλήλου, να το ανακοινώσουν στο αρμόδιο για την άοκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο, διαβιβάζοντας συγχρόνως τα τυχόν υφιστάμενα σχετικά στοιχεία.
Άρθρο 97
Λήξη πειθαρχικής ευθύνης

1. Ο δικαστικός υπάλληλος που απέβαλε την υπαλληλική ιδιότητα με οποιονδήποτε τρόπο δεν διώκεται πειθαρχικώς. Αν όμως κατά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη ή έχει αρχίσει ένορκη διοικητική εξέταση από το αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης όργανο ή έχει διαταχθεί η διενέργεια από άλλο δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο ένορκης διοικητικής εξέτασης ή έχει αρχίσει Προκαταρκτική έρευνα, κατά την οποία ο δικαστικός υπάλληλος έχει κληθεί να δώσει εξηγήοεις, η πειθαρχική διαδικασία συνεχίζεται και μετά τη λύση της υπαλληλικής σχέσης, με εξαίρεση την περίπτωση του θανάτου. Σε περίπτωση κατά την οποία συνεχίζεται η πειθαρχική διαδικασία, αν εκδοθεί καταδικαστική Απόφαση, παραμένει ανεκτέλεστη. Κατ` εξαίρεση εκτελείται Απόφαση, με την οποία επιβάλλεται: α) ποινή υποβιβασμού κατά μισθολογικά κλιμάκια, η οποία συνεπόγεται υποχρεωτικώς αναμόρφωση της Απόφασης κανονιαμού σύνταξης του δικαστικού υπαλλήλου που τιμωρήθηκε και β) ποινή προστίμου, το ποσό του οποίου εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα για την Είσπραξη Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) αποκλειστικά από το δικαστικό υπάλληλο που τιμωρήθηκε και όχι από τους κληρονόμους του.

2. Η βαθμολογική ή η μισθολογική εξέλιξη δεν αίρει το πειθαρχικώς κολάσιμο nαραπτώματος, το οποίο διέπραξε ο δικαστικός υπάλληλος πριν από αυτή.
Άρθρο 98
Αυτοτέλεια κολασίμου του πειθαρχικού παραπτώματος

Σε περίπτωση αποκατάστασης, χάρης ή άρσης με οποιονδήποτε άλλον τρόπο του κολασίμου ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρεται το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξης, με την επιφύλαξη του άρθρου 47 παράγραφος 1 του Συντάγματος.
Άρθρο 99
Συνεκδίκαση πειθαρχικών παραπτωμάτων

1. Περισσότερα πειθαρχικό παραπτώματα του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου, για τα οποία έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη πριν εκδοθεί οριστική Απόφαση για κάποιο από αυτό, συνεκδικάζονται υποχρεωτικά από το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο.

2. Δικαστικοί υπάλληλοι που διώκονται για το ίδιο ή για συναφή Πειθαρχικά παραπτώματα κρίνονται ενιαίως από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα.

3. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων αν τα όργανα, στα οποία ανήκει η αρμοδιότητα να επιληφθούν, είναι διαφορετικά, αρμόδιο είναι: α) μεταξύ μονομελούς πειθαρχικού οργάνου και δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου το τελευταίο, β) μεταξύ περισσότερων μονομελών πειθαρχικών οργάνων ή μεταξύ περισσότερων δικαστικών (υπηρεσιακών) συμβουλίων, εκείνο που έχει επιληφθεί πρώτο.

Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου υπάγονται και όλα τα συναφή Πειθαρχικά παραπτώματα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

Σχετικό:άρθρ.9 Ν.2993/2002, ΦΕΚ Α 58/26.3.2002
Άρθρο 100
Διοικητικό δεδικασμένο – Μη συρροή ποινών

1. Δεν επιτρέπεται δεύτερη δίωξη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.

2. Για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα επιβάλλεται μία μόνο πειθαρχική ποινή.

3. Αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται για περισσότερα πειθαρχικό παραπτώματα, με την πειθαρχική Απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε δικαστικό υπάλληλο, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπτώματα του διωκομένου.
Άρθρο 101
Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων

1. Τα Πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 93 παραγράφονται μετά πέντε (5) έτη και τα λοιπά μετά δύο (2) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν.

2. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή. Και στην περίπτωση όμως αυτή, τα Πειθαρχικά παραπτώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 93 παραγράφονται μετά επτά (7) έτη και τα λοιπά μετά τρία (3) έτη από την ημέρα που διαπράχθηκαν, αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα δεν εκδοθεί πειθαρχική Απόφαση σε πρώτο βαθμό.

3. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί συγχρόνως και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν εξαλειφθεί το αξιόποινο του τελευταίου λόγω παραγραφής. Για τα πειθαρχικά αυτά παραπτώματα οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας αναστέλλουν την παραγραφή τους.

4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται από την τέλεση νέου πειθαρχικού παραπτώματος, με το οποίο αποσκοπείται η απόκρυψη ή ματαίωση της πειθαρχικής δίωξης για το πρώτο.
Άρθρο 102
Σχέση της πειθαρχικής με την ποινική δίκη

1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από την ποινική ή άλλη δίκη.

2. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας έως τρεις (3) το πολύ μήνες.

3. Τα Πειθαρχικά όργανα δεσμεύονται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη Απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση του πειθαρχικού παραπτώματος.

4. Η πειθαρχική δίκη επαναλαμβάνεται, με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 134: α) αν μετά την έκδοση της τελεσίδικης πειθαρχικής Απόφασης, με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος απαλλάσσεται ή τιμωρείται με ποινή κατώτερη της οριστικής παύσης, εκδοθεί για την ίδια πράξη ή παράλειψη αμετάκλητη καταδικαστική Απόφαση ποινικού δικαστηρίου, από την αιτιολογία της οποίας προκύπτουν πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση παραπτώματος, το οποίο δικαιολογεί κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 93 την πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, β) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής Απόφασης εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική Απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα για την ίδια πράξη ή παράλειψη και γ) αν μετά την έκδοση τελεσίδικης καταδικαστικής πειθαρχικής Απόφασης ανατραπεί με αμετάκλητη δικαστική Απόφαση η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη ή αν αποκαλυφθούν γεγονότα που δεν είχαν ληφθεί υπόψη ή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ο δικαστικός υπάλληλος δεν γνώριζε ή δεν μπορούσε να προσκομίσει κατά την αρχική πειθαρχική δίκη, εφόσον από τα γεγονότα ή τα στοιχεία αυτά κλονίζεται κατά τρόπο προφανή η αιτιολογία της πειθαρχικής Απόφασης.

5. Η εισαγγελική αρχή υποχρεούται να ανακοινώνει αμέσως στην προϊσταμένη αρχή του δικαστικού υπαλλήλου κάθε ποινική δίωξη που ασκείται κατ` αυτού.
Άρθρο 103
Ανάλογη εφαρμογή διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

Οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τον αποκλεισμό, την εξαίρεση και την αποχή δικαστικών λειτουργών, τις εκθέσεις, τις επιδόσεις και κοινοποιήσεις, τις προθεσμίες, τα αποδεικτικά μέσα, την Αυτοψία, την πραγματογνωμοούνη, τους τεχνικούς συμβούλους, τους Μάρτυρες, τους διερμηνείς και την εξέταση του κατηγορουμένου εφαρμόζονται ανάλογα στην πειθαρχική δίκη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 104
Αρμόδιος για την πειθαρχική δίωξη

1. Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, η οποία διενεργείται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, με επιμέλεια του προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μεταξύ όλων των δικαστών ή εισαγγελέων, κατά περίπτωση, που υπηρετούν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, πλην του προϊσταμένου ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις για την κλήρωση των μελών των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων. Στην περίπτωση του άρθρου 106 παράγραφος 1, εδάφιο δεύτερο, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο μόνος δικαστής ή εισαγγελέας που υπηρετεί. Αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια είναι ο νεότερος αντεπίτροπος.

Πειθαρχική δίωξη μπορεί επίσης να ασκεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του ο υπάλληλος που διευθύνει τη γραμματεία δικαστηρίου ή την εισαγγελία ή το υποθηκοφυλακείο. Την αρμοδιότητα αυτή ασκούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο οι γενικοί συντονιστές.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 άρθρ.9 Ν.2993/2002,ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.

2. Οι δικαστές και εισαγγελείς που αναδεικνύονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης δικαστικών υπαλλήλων κατά το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3. Αν ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης που ορίζεται κατά την παράγραφο 1 δεν ολοκληρώσει τις ενέργειές του σε συγκεκριμένη πειθαρχική υπόθεση μέχρι τη λήξη του έτους, για το οποίο έχει οριστεί, διατηρεί την αρμοδιότητά του για την υπόθεση αυτή έως ότου περατώσει το έργο του.

4. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου.

5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πόγου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες. Την ίδια παραγγελία μπορούν να απευθύνουν και τα αρμόδια Πειθαρχικά Συμβούλια.
Άρθρο 105
Πειθαρχικά όργανα

1. Μονομελή Πειθαρχικά όργανα είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διοίκησης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια.

2. Πολυμελή Πειθαρχικά όργανα είναι τα δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002, ΦΕΚ Α 58/26.3.2002.
Άρθρο 106
Μονομελή Πειθαρχικά όργανα

1. Οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διοίκησης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο τακτικά διοικητικά δικαστήρια ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς υπαλλήλους των υπηρεσιών, στις οποίες προϊστανται. Ειδικώς για τους υπαλλήλους της γραμματείας δικαστηρίων ή εισαγγελιών, στα οποία υπηρετεί ένας δικαστής ή εισαγγελέας, την πειθαρχική δικαιοδοσία ασκεί ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, αντιστοίχως.

Για τους υπαλλήλους των εμμίσθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο εισαγγελέας της οικείας εισαγγελίας πρτοδικών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ. 10 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

2. Τα Μονομελή Πειθαρχικά όργανα μπορούν να επιβάλουν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, την ποινή της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως του ενός δευτέρου (1/2) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου.
Άρθρο 107
Πειθαρχικά Συμβούλια

1. Τα Δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια είναι και πειθαρχικά. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια είναι αρμόδια για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων σε πρώτο και δεύτερο βαθμό.

2. Τα Πειθαρχικά Συμβούλια επιβάλλουν όλες τις Πειθαρχικές ποινές.

Σχετικό:παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002, ΦΕΚ Α 58/26.3.2002
Άρθρο 108
Αρμοδιότητα κατά τόπο

Αρμόδιο κατά τόπο πειθαρχικό όργανο είναι εκείνο, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκουν οι υπάλληλοι της γραμματείας ή της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετούσε με οποιαδήποτε υπηρεσιακή σχέση ή κατάσταση ο δικαστικός υπάλληλος κατά το χρόνο τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος. Σε περίπτωση Απόσπασης του δικαστικού υπαλλήλου σε μη δικαστική υπηρεσία, αρμόδιο είναι το πειθαρχικό όργανο της γραμματείας ή υπηρεσίας στην οποία ανήκει οργανικά.
Άρθρο 109
Σύγκρουση αρμοδιοτήτων

Για την άρση της σύγκρουσης αρμοδιότητας μεταξύ πειθαρχικών συμβουλίων, αρμόδιο είναι για μεν τους δικαστικούς υπαλλήλους των γραμματειών πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου και, αν λειτουργούν περισσότερα ποινικά τμήματα, το πρώτο κατά σειρά αρίθμησης από αυτά, για δε τους υπαλλήλους των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων το τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των πειθαρχικών υποθέσεων των υπαλλήλων. Τα τμήματα αυτά επιλαμβάνονται υστερα από αίτηση του οργάνου που ασκεί την πειθαρχική δίωξη ή του διωκομένου και εκδικάζουν την υπόθεση σε συμβούλιο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 110
Διαδικασίες συλλογής αποδεικτικών στοιχείων

Αν υπάρχουν ενδείξεις ή πληροφορίες για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από δικαστικό υπάλληλο, διενεργείται Προκαταρκτική έρευνα ή ένορκη διοικητική εξέταση, σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα.
Άρθρο 111
Προκαταρκτική έρευνα

1. Προκαταρκτική έρευνα είναι άτυπη συλλογή στοιχείων και διενεργείται είτε από τον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης είτε με παραγγελία του από άλλο δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α` τον οποίο ορίζει ο ίδιος.

2. Εκείνος που διενεργεί την Προκαταρκτική έρευνα οφείλει να ζητήσει έγγραφες εξηγήσεις από το δικαστικό υπάλληλο που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. Δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες ή τη διαβίβαση συναφών στοιχείων από κάθε άλλη αρχή, μεριμνά για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και εξετάζει μάρτυρες χωρίς όρκο, αν το κρίνει αναγκαίο. Ο καλούμενος να δώσει εξηγήσεις έχει δικαίωμα να λάβει προηγουμένως γνώση όλων των στοιχείων που τον αφορούν. Για την Προκαταρκτική έρευνα συντάσσεται έκθεση, της οποίας το πόρισμα πρέπει να είναι αιτιολογημένο.

3. Αν, κατά την κρίση του δικαστικού λειτουργού που ασκεί την πειθαρχική δίωξη, η υπόθεση χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση με ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ), αυτή διενεργείται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο επόμενο άρθρο.
Άρθρο 112
Ένορκη Διοικητική Εξέταση

1. Η ένορκη διοικητική εξέταση αποσκοπεί στη συλλογή στοιχείων για τη διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος και τη διερεύνηση των συνθηκών διάπραξής του.

2. Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται είτε οπό τον αρμόδιο για την άσκηοη της πειθαρχικής δίωξης είτε με παραγγελία του από δικαστικό λειτουργό ή δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α`, τον οποίο ορίζει ο ίδιος. Αυτός που διενεργεί την ένορκη διοικητική εξέταση δικαιούται να ζητήσει πληροφορίες και στοιχεία από κάθε αρχή, φροντίζει για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων και εξετάζει ενόρκως Μάρτυρες, αν το κρίνει αναγκαίο.

3. Κατά τη διενέργεια της ένορκης διοικητικής εξέτασης, ο δικαστικός υπάλληλος που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα δικαιούται να ζητήσει εγγράφως την εξέταση έως τριών (3) μαρτύρων.

4. Αφού συγκεντρωθούν τα αποδεικτικά στοιχεία, καλείται υποχρεωτικώς ο δικαστικός υπάλληλος που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα για την παροχή εγγράφων εξηγήσεων, με κλήση που του επιδίδεται. Με την κλήση αυτή τάσσεται προθεσμία για την παροχή των εξηγήσεων, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) και μεγαλύτερη από δέκα (10) ημέρες. Η μη προσέλευσή του ή η άρνησή του να εξεταστεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της ένορκης διοικητικής εξέτασης.

5. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να λάβει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου πριν την παροχή εξηγήσεων.

6. Η ένορκη διοικητική εξέταση περατώνεται με αιτιολογημένη έκθεση του δικαστικού λειτουργού ή του δικαστικού υπαλλήλου που τη διενεργεί. Ο φάκελος που σχηματίζεται διαβιβάζεται αμέσως στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν έχει διενεργήσει άλλος την ένορκη διοικητική εξέταση.
Άρθρο 113
Θέση πειθαρχικής δίωξης στο αρχείο

1. Αν, ύστερα από τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας ή ένορκης διοικητικής εξέτασης, δεν πιθανολογείται πράξη ή παράλειψη που συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειψης του κολασίμου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη που υποβάλλεται στον Υπουργό Δικαιοσύνης και στον Προϊστάμενο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή στο Γενικό Επίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά περίπτωση.

2. Αν τα πρόσωπα, στα οποία υποβάλλεται η πράξη αρχειοθέτησης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, κρίνουν ότι συντρέχει ανάγκη περαιτέρω έρευνας της υπόθεοης, μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της πράξης παραγγέλλουν στον αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης να διενεργήσει κατά περίπτωση ένορκη διοικητική εξέταση ή συμπληρωματική ένορκη διοικητική εξέταση, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΔΙΩΞΗ
Άρθρο 114
Πειθαρχική αγωγή

1. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση επιβολής πειθαρχικής ποινής, συντάσσει πειθαρχική αγωγή.

2. Η Πειθαρχική αγωγή περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκομένου και β) τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία στοιχειοθετούν το πειθαρχικό παράπτωμα και τις διατάξεις που το προβλέπουν.

3. Η Πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο μονομελές πειθαρχικό όργανο ή στο πειθαρχικό συμβούλιο, κατά την κρίση του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, και συνοδεύεται από τον πειθαρχικό φάκελο.
Άρθρο 115
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης

1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται με την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής στο διωκόμενο δικαστικό υπάλληλο.

2. Αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής υποβάλλεται χωρίς καθυστέρηση στον προϊστάμενο ή στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, κατά περίπτωση, ανάλογα με το δικαστήριο, εισαγγελία ή υπηρεσία, στην οποία υπηρετεί ο διωκόμενος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΑ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Άρθρο 116
Διαδικασία στα Μονομελή Πειθαρχικά όργανα

1. Το μονομελές πειθαρχικό όργανο, μόλις περιέλθει σε αυτό η Πειθαρχική αγωγή και ο πειθαρχικός φάκελος, επιμελείται για την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής στο διωκόμενο και τον καλεί να απολογηθεί εγγράφως μέσα σε προθεσμία που ορίζεται στην κλήση και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από πέντε (5) ημέρες από την επίδοση της κλήσης. Η οριζόμενη προθεσμία μπορεί να παραταθεί ύστερα από αίτηση του διωκομένου έως πέντε (5) ημέρες.

Η μη προσέλευση του διωκομένου ή η άρνηση του να απολογηθεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας και την έκδοση οριστικής Απόφασης.

2. Στις αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 129.
Άρθρο 117
Ορισμός εισηγητή στο πειθαρχικό συμβούλιο Κλήση διωκομένου σε απολογία

1. Αν η Πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο πειθαρχικό συμβούλιο, ο πρόεδρός του ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η σχετική πράξη με αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής επιδίδεται στο διωκόμενο.

2. Ο εισηγητής αντικαθίσταται αν κωλύεται. Ο διωκόμενος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επίδοση της πράξης μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση του εισηγητή. Στην περίπτωση αυτή ο εισηγητής αντικαθίσταται αν το πειθαρχικό συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του, δεχθεί το αίτημα. Αίτηση εξαίρεσης του εισηγητή που ορίστηκε σε αντικατάσταση εκείνου, ο οποίος εξαιρέθηκε, δεν επιτρέπεται.

3. Ο εισηγητής καλεί το διωκόμενο σε απολογία. Στην κλήση τάσσεται εύλογη προθεσμία, όχι μικρότερη από πέντε (5) ημέρες, που μπορεί, με αίτηση του διωκομένου, να παραταθεί για δέκα (10) ημέρες το πολύ. Κατά το χρονικό διάστημα από την επίδοση της κλήσης έως την συζήτηση της υπόθεσης, ο διωκόμενος λογίζεται ότι είναι σε άδεια επί ένα δεκαήμερο, αν το δηλώσει εγγράφως στον προϊστάμενό του.

4. Ο διωκόμενος δικαιούται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου και να ζητήσει αντίγραφο των στοιχείων που περιέχονται σε αυτόν. Η γνώση ή η χορήγηση αντιγράφων βεβαιώνεται με ειδική έκθεοη, η οποία υπογράφεται από το γραμματέα του πειθαρχικού συμβουλίου και το διωκόμενο. Αρνηοη του διωκομένου να υπογράψει βεβαιώνεται από το γραμματέα στην έκθεση, που, οτην περίπτωση αυτήν, υπογράφεται μόνο από αυτόν.

5. Η απολογία είναι πάντοτε έγγραφη και εγχειρίζεται στον εισηγητή, ο οποίος χορηγεί έγγραφη απόδειξη παραλαβής η κατατίθεται οτον προϊστάμενο της υπηρεσίας του διωκομένου, ο οποίος τη διαβιβάζει αμέσως στο αρμόδιο συμβούλιο η αποστέλλεται στον εισηγητή με συστημένη επιστολή. Στην απολογία επισυνάπτονται όσα στοιχεία έχει στη διάθεσή του ο διωκόμενος, ο οποίος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή εύλογη προθεσμία για να υποβάλει συμπληρωματικά στοιχεία. Στην απολογία μπορεί να προταθεί η εξέταση μαρτύρων που δεν υπερβαίνουν τους πέντε (5).
Άρθρο 118
Ανάκριση

1. Αν μετά την απολογία του διωκομένου τα στοιχεία του φακέλου κριθούν από τον πρόεδρο επαρκή για να εισαχθεί η υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, ενεργούνται όοα ορίζονται στα άρθρα 125 και επόμενα. Αν κριθούν ανεπαρκή, ο πρόεδρος διατάσσει τη διενέργεια ανάκρισης από τον εισηγητή της υπόθεσης.

2. Η Ανάκριση αποβλέπει στη συλλογή κάθε πρόσφορου αποδεικτικού στοιχείου και στη διερεύνηση όλων των πραγματικών περιστατικών για το σχηματισμό της κρίσης του πειθαρχικού συμβουλίου.
Άρθρο 119
Ανακριτικές πράξεις

1. Ανακριτικές πράξεις είναι: α) η εξέταση μαρτύρων, β) η εξέταση του διωκομένου, γ) η Αυτοψία, δ) η Πραγματογνωμοσύνη και ε) η αναζήτηση εγγράφων και άλλων στοιχείων. Για τις τέσσερις πρώτες από τις πράξεις αυτές συντάσσεται έκθεση, η οποία υπογράφεται από το δικαστικό λειτουργό που διενεργεί την Ανάκριση και τα πρόσωπα που συμπράττουν στην ανακριτική πράξη. Άρνηση των τελευταίων να υπογράψουν βεβαιώνεται στην έκθεση, η οποία στην περίπτωση αυτή υπογράφεται μόνο από το δικαστικό λειτουργό που διενεργεί την Ανάκριση.

2. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξης θέμα που κατά το νόμο καλύπτεται: α) από το απόρρητο της υπηρεσίας, εκτός αν συναινεί η αρμόδια αρχή και β) από το επαγγελματικό απόρρητο.

3. Ο εισηγητής διενεργεί αυτοπροσώπως τις Ανακριτικές πράξεις στην έδρα του. Αν πρόκειται να διενεργηθεί ανακριτική πράξη έξω από την έδρα του, ο εισηγητής μπορεί να παραγγείλει τη διενέργειά της από δικαστικό λειτουργό που υπηρετεί στην περιφέρεια, στην οποία πρόκειται να διενεργηθεί η πράξη.

4. Μετά το πέρας των ανακριτικών πράξεων ο διωκόμενος καλείται να λάβει γνώση του πειθαρχικού φακέλου.
Άρθρο 120
Μάρτυρες

1. Οι Μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως στον τόπο της κατοικίας ή της διαμονής τους, εκτός αν δηλώσουν ότι επιθυμούν να εξεταστούν στην έδρα του εισηγητή.

2. Η μη εμφάνιση ή η άρνηση κατάθεσης μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία τιμωρείται κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του μάρτυρα με το διωκόμενο σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο βαθμό.

3. Η εξέταση μαρτύρων πέρα από εκείνους, τους οποίους δικαιούται να προτείνει ο διωκόμενος, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 117, απόκειται στην κρίση του εισηγητή.
Άρθρο 121
Εξέταση διωκομένου

Κατά την Ανάκριση εξετάζεται ανωμοτί ο διωκόμενος, ο οποίος δικαιούται να λάβει γνώση, πριν την εξέτασή του, των στοιχείων του φακέλου. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του διωκομένου να εξεταστεί δεν εμποδίζει την πρόοδο της Ανάκρισης.
Άρθρο 122
Αυτοψία

Η Αυτοψία ενεργείται είτε από τον εισηγητή είτε, αν αυτός το προτείνει, από ολόκληρο το πειθαρχικό συμβούλιο, για να διαπιστωθούν οι πραγματικές συνθήκες τέλεσης του πειθαρχικού παραπτώματος ή άλλα συναφή με αυτό στοιχεία. Η εξέταση δημόσιων ή ιδιωτικών εγγράφων ή άλλων στοιχείων, που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή, ενεργείται στο γραφείο, στο οποίο φυλάσσονται.
Άρθρο 123
Πραγματογνωμοσύνη

Ως πραγματογνώμονες ορίζονται δικαστικοί λειτουργοί ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή επιστήμονες ή τεχνικοί, από τον πίνακα του άρθρου 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις για το δημόσιο λογιστικό, μετά τη διενέργεια της Πραγματογνωμοσύνης.
Άρθρο 124
Αναζήτηση εγγράφων και άλλων στοιχείων

1. Ο εισηγητής δικαιούται να ζητήσει από κάθε δημόσια αρχή την παροχή στοιχείων ή την αποστολή πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων για θέματα που ανάγονται στην αρμοδιότητά της ή αντιγράφων των εγγράφων που τηρούνται στο αρχείο της.

2. Ο εισηγητής δικαιούται επίσης να ζητήσει έγγραφα και στοιχεία, τα οποία κατέχει ιδιώτης. Τα έγγραφα και στοιχεία αυτά επιστρέφονται υποχρεωτικά μετά το τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο εισηγητής είναι υποχρεωμένος, ύστερα από αίτηση του ιδιώτη, να χορηγήσει ατελώς, εκτός από απόδειξη παραλαβής και επίσημο αντίγραφο ή απόσπασμα των εγγράφων, τα οποία παρέλαβε. Εγγραφα ή στοιχεία που είναι αναγκαία στον ιδιώτη για την εξυπηρέτηση υποθέσεών του, εξετάζονται στον τόπο, στον οποίο βρίσκονται.

3. Η άρνηση παροχής στοιχείων σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους τιμωρείται κατά το άρθρο 169 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 125
Ορισμός συνεδρίασης Κλήση του διωκομένου μετά την Ανάκριση

1. Μετά το τέλος της Ανάκρισης και τη σύνταξη του σχετικού πορίσματος, ο πρόεδρος του συμβουλίου, αφού λάβει τη δικογραφία, ορίζει με πράξη του ημερομηνία για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Η πράξη αυτή κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του συμβουλίου δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν την ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Η πράξη επιδίδεται και στο διωκόμενο με κλήση να προσέλθει για να λάβει γνώση και αντίγραφα των στοιχείων του πειθαρχικού φακέλου και για να παραστεί κατά τη συζήτηση. Η κλήση επιδίδεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν την ημέρα της συζήτησης 1-1, τυχόν μη προσέλευση του διωκομένου δεν εμποδίζει την πρόοδο της διαδικασίας.

2. Ο πρόεδρος καλεί ενώπιον του συμβουλίου τους Μάρτυρες, τους οποίους πρότεινε ο διωκόμενος, εκτός εάν εξετάστηκαν στην Ανάκριση που προηγήθηκε. Σε κάθε περίπτωση, μπορεί να καλέσει τους Μάρτυρες, τους οποίους κρίνει αναγκαίους.
Άρθρο 126
Διαδικασία στα Πειθαρχικά Συμβούλια

1. Αν ο διωκόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και δεν έχει κλητευθεί νομίμως ή αν δεν προσέλθει από ανυπέρβλητο κώλυμα, ορίζεται νέα ημερομηνία για συζήτηση. Το συμβούλιο μπορεί, και αν δεν συντρέχουν οι παραπάνω λόγοι, να αναβάλει για μία μόνο φορά τη συζήτηση λόγω της μη προσέλευσης του διωκομένου η μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση κρίνεται αναγκαία ή για άλλο σπουδαίο λόγο. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής, το συμβούλιο προχωρεί στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του διωκομένου.

2. Ο διωκόμενος μπορεί να ζητήσει εγγράφως, πριν την έναρξη της συνεδρίασης, την εξαίρεση δύο (2) το πολύ μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, αναφέροντας τους λόγους εξαίρεσης. Για την αίτηση αποφασίζει το συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους, του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση, με αιτιολογημένη Απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τα μέλη, την εξαίρεση των οποίων αποφάσισε το συμβούλιο, αντικαθίστανται από αναπληρωματικά μέλη.

3. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εισηγητής διαβάζει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της Ανάκρισης, αν έχει διενεργηθεί. Στη συνέχεια καλούνται για εξέταση οι μάρτυρες και δίνεται ο λόγος στους εκπροσώπους των δικαστικών υπαλλήλων. Ακολούθως δίνεται ο λόγος στο διωκόμενο για να αναπτύξει προφορικά την απολογία του και να απαντήσει στα ερωτήματα των μελών του συμβουλίου. Επίσης δίνεται ο λόγος στον τυχόν παριστάμενο δικηγόρο του. Ο πρόεδρος μπορεί να χορηγήσει στο διωκόμενο προθεσμία έως τριών (3) ημερών για την υποβολή υπομνήματος. Με το υπόμνημα δεν επιτρέπεται να προβάλλονται νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί.

4. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, απευθύνει ερωτήσεις και δίνει την άδεια στα μέλη του συμβουλίου, στο διωκόμενο και στον τυχόν παριστάμενο δικηγόρο του για να υποβάλουν ερωτήσεις.

5 Για τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσεται από το γραμματέα πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο, Το πρακτικό περιέχει σε συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων, την άποψη των εκπροσώπων των δικαστικών υπαλλήλων, την προφορική απολογία του διωκομένου, καθώς και έκθεση για κάθε αξιόλογο γεγονός που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. Ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει την αυτολεξεί καταχώριση ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων που γίνονται κατά τη συνεδρίαση.

6. Το συμβούλιο εκτιμά ελευθέρως τα αποδεικτικά στοιχεία. Αν κρίνει ότι αυτά είναι ανεπαρκή, μπορεί με απόφασή του, η οποία επιδίδεται στο διωκόμενο, να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων. Αν αποφασιστεί η διενέργεια Αυτοψίας, αυτή διενεργείται οπό το συμβούλιο. Όταν συμπληρωθούν οι αποδείξεις σύμφωνα με όσα διατάσσονται με την Απόφαση, επαναλαμβάνεται η κύρια διαδικασία.

7. Αν κατά τη διάσκεψη διατυπώνονται για κάποιο ζήτημα περισσότερες από δύo γνώμες, με αποτέλεσμα να μη σχηματίζεται πλειοψηφία, τα μέλη που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για το διωκόμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής, προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη.

8. Ο δικαστικός λειτουργός που άσκησε την πειθαρχική δίωξη δεν επιτρέπεται να συμμετέχει στο πειθαρχικό συμβούλιο που εκδικάζει το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα.
Άρθρο 127
Συνεκδίκαση και χωρισμός πειθαρχικών υποθέσεων

1. Το πειθαρχικά συμβούλιο μπορούν σε κάθε στάση της διαδικασίας να διατάξουν την ένωση και συνεκδίκαση ή το χωρισμό περισσότερων πειθαρχικών υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιόν τους.

2. Σε περίπτωση συνεκδίκασης υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητα διαφορετικών πειθαρχικών οργάνων, έχει εφαρμογή η παράγραφος 3 του άρθρου 99.
Άρθρο 128
Γενικά θέματα διαδικασίας

1. Η διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων είναι μυστική.

2. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων επιτρέπεται συμπαράσταση με δικηγόρο.

3. Η πειθαρχική διαδικασία διενεργείται ατελώς. Έξοδα δεν επιδικάζονται ούτε οε βάρος του διωκομένου.
Άρθρο 129
Απόφαση

1. Το σχέδιο της Απόφασης συντάσσεται από τον εισηγητή και υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρωτότυπο της Απόφασης υπογράφεται από τον πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο.

2. Η Απόφαση περιέχει τη σύνθεση του συμβουλίου, το ονοματεπώνυμο των εκπροσώπων των δικαστικών υπαλλήλων που παρέστησαν ή βεβαίωση του γεγονότος ότι κλήθηκαν νομίμως και δεν παράστησαν, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του διωκομένου, μνεία για την τυχόν παράστασή του ή τη νόμιμη κλήτευσή του, το ονοματεπώνυμο και τον αριθμό του δελτίου ταυτότητας του οικείου δικηγορικού συλλόγου του δικηγόρου που τυχόν παραστάθηκε, περίληψη του αποδιδόμενου παραπτώματος και της απολογίας με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του διωκομένου, αιτιολογικό τόσο ως προς τη διαπίστωση ή μη της ενοχής όσο και ως προς την επιμέτρηση της ποινής και διατακτικό.

3. Η οριστική Απόφαση επιδίδεται, με επιμέλεια του γραμματέα, στο διωκόμενο, στον προϊστάμενο ή στον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του δικαστηρίου, της εισαγγελίας ή της υπηρεσίας, στην οποίο υπηρετεί ο διωκόμενος, και σε όσους έχουν δικαίωμα έφεσης.

4. Η πειθαρχική Απόφαση δεν ανακαλείται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ
Άρθρο 130
Έφεση κατά των αποφάσεων μονομελών πειθαρχικών οργάνων

1. Έφεση κατά των αποφάσεων των μονομελών πειθαρχικών οργάνων μπορούν να ασκήσουν:

α) Ο δικαστικός υπάλληλος κατά της Απόφασης, με την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή απαλλάχθηκε με μειωτική αιτιολογία.

β) Το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο κατά οποιασδήποτε Απόφασης.

γ) Ο προϊστάμενος ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του αμέοως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας, αντιστοίχως, κατά οποιασδήποτε Απόφασης. Κατά των αποφάσεων των προϊσταμένων ή προέδρων του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης των εφετείων και των εισαγγελιών τους αφ` ενός και των διοικητικών εφετείων αφ` ετέρου, έφεση ασκούν ο πρόεδρος του επταμελούς δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντιστοίχως.

δ) Ο Υπουργός Δικαιοσύνης κατά οποιασδήποτε Απόφασης.

2. Η έφεση του δικαστικού υπαλλήλου ασκείται με κατάθεση στο γραμματέα του κατά το άρθρο 131 αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου ή στο γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή στον προϊστάμενο της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ή σε ελληνική προξενική αρχή της αλλοδαπής. Η έφεση των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις β` κοι γ` της προηγούμενης παραγράφου ασκείται με κατάθεση ή αποστολή στο γραμματέα του αρμόδιου πειθαρχικού συμβουλίου. Ως προς την προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και το μεταβιβαστικό και ανασταλτικό αποτέλεσμά της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 132.
Άρθρο 131
Αρμόδιο δευτεροβάθμιο όργανο

1. Με την επιφύλαξη των επόμενων παραγράφων, η κατά το προηγούμενο άρθρο έφεση ασκείται ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου εφετείου.

2. Η έφεση κατά της Απόφασης προϊσταμένου ή προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης εφετείου, διοικητικού εφετείου ή εισαγγελίας εφετών ασκείται ενώπιον του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.

3. Η έφεση κατά της Απόφασης του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια ασκείται ενώπιον του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Η έφεση κοτά της Απόφασης των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κοι του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ασκείται ενώπιον του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου του οικείου ανώτατου δικαστηρίου.
Άρθρο 132
Έφεση κατά των αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων

1. Οι αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό υπόκεινται σε έφεση.

2. Δικαίωμα έφεσης έχουν :

α) Ο δικαστικός υπάλληλος κατά Απόφασης, με την οποία τιμωρήθηκε πειθαρχικώς ή απαλλάχθηκε με μειωτική αιτιολογία.

β) Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και το αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανο κατά οποιασδήποτε Απόφασης.

3. Η έφεση του δικαστικού υπαλλήλου ασκείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την επίδοση σε αυτόν της Απόφασης του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου με κατάθεση στο γραμματέα του συμβουλίου αυτού. Μπορεί επίσης να κατατεθεί στο γραμματέα του δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή στον προϊστάμενο της υπηρεσίας, στην οποία υπηρετεί ή στον προϊστάμενο ελληνικής προξενικής αρχής της αλλοδαπής, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να την αποστείλουν, χωρίς καθυστέρηση, στο γραμματέα του συμβουλίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη Απόφαση. Η παραπάνω προθεσμία για την άσκηση της έφεσης παρεκτείνεται κατά ένα (1) μήνα για όσους διαμένουν στο εξωτερικό.

4. Η έφεση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου ασκείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση σε αυτούς της Απόφασης του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού συμβουλίου, και πάντως όχι μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από την έκδοσή της, με κατάθεση ή αποστολή, με τηλεγράφημα ή με τηλεομοιοτυπία στο γραμματέα του συμβουλίου αυτού. Σε περίπτωση αποστολής της έφεσης, ως ημερομηνία άσκησής της θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης του τηλεγραφήματος ή αποστολής της τηλεομοιοτυπίας.

5. Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο κατά το άρθρο 23 αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του διωκομένου αν έχει ασκηθεί έφεση μόνο υπέρ αυτού.

6. Η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλεση της Απόφασης.
Άρθρο 133
Διαδικασία στα δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια

Ως προς τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβαθμίων πειθαρχικών συμβουλίων, τα δικαιώματα του διωκομένου, την έκδοση και επίδοση της Απόφασης, ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται για τα πρωτοβάθμια συμβούλια.
Άρθρο 134
Επανάληψη πειθαρχικής δίκης

1. Την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 102, μπορούν να ζητήσουν τα αρμόδια για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης όργανα στην περίπτωση α` της παραγράφου αυτής, ο δικαστικός υπάλληλος στις περιπτώσεις β` και γ` της ίδιας παραγράφου και ο Υπουργός Δικαιοσύνης σε κάθε περίπτωση.

2. Η αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής δίκης απευθύνεται στο πειθαρχικό όργανο που είχε εκδώσει την Απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση. Η αίτηση ασκείται μέσα σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία, κατά την οποία έγινε αμετάκλητη η δικαστική Απόφαση ή το απαλλακτικό βούλευμα ή αφότου αποκαλύφθηκαν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία. Ως προς τη διαδικασία κατάθεσης και εξέτασης της αίτησης επανάληψης εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται για την έφεση.

3. Η αίτηση επανάληψης της πειθαρχικής δίκης εξετάζεται από το όργανο που εξέδωσε την πειθαρχική Απόφαση, κατά της οποίας στρέφεται η αίτηση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση επανάληψης, το πειθαρχικό όργανο εξαφανίζει την πειθαρχική αυτή Απόφαση και ερευνά κατ` ουσίαν την υπόθεση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΔΙΑΓΡΑΦΗ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΩΝ ΠΟΙΝΩΝ
Άρθρο 135
Συνέπειες πειθαρχικων αποφάσεων

Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πειθαρχικών οργάνων εκτελούνται υποχρεωτικώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες ως εξής:

α) Το πρόστιμο υπολογίζεται στις αποδοχές, τις οποίες λαμβάνει ο δικαστικός υπάλληλος κατά το χρόνο έκδοσης της πρωτοβάθμιας πειθαρχικής Απόφασης. Η εκτέλεση της Απόφασης, με την οποία επιβάλλεται πρόστιμο γίνεται από τον οικείο εκκαθαριστή των αποδοχών, ο οποίος παρακρατεί το ποσό του προστίμου από τις αποδοχές του πρώτου μήνα μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης ή μετά την επίδοση της Απόφασης που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό. Αν το ποσό αυτό είναι ανώτερο από το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου, η παρακράτηση γίνεται σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις, που ορίζονται με την Απόφαση. Καμία δόση δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ένα τέταρτο (1/4) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου. Αν ο δικαστικός υπάλληλος αποχωρήσει από την υπηρεσία, τα ποσά που οφείλονται εισπράττονται κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. Τα ποσά προστίμου περιέρχονται στο δημόσιο ταμείο. Αν ο δικαστικός υπάλληλος αποβιώσει, η οφειλή, κατά το ποσό που δεν έχει εισπραχθεί, διαγράφεται.

β) Αν επιβληθεί η ποινή της διακοπής του δικαιώματος για μισθολογική εξέλιξη και του δικαιώματος για προαγωγή, ο χρόνος της διακοπής υπολογίζεται από το χρόνο, κατά τον οποίο ο δικαστικός υπάλληλος αποκτά το δικαίωμα για μισθολογική εξέλιξη ή τα Τυπικά προσόντα για προαγωγή.

γ) Οποιος τιμωρείται με υποβιβασμό δεν κρίνεται για προαγωγή πριν παρέλθει από την επιβολή της ποινής χρονικό διάστημα ίσο με το ήμισυ του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή. δ) «Η εκτέλεση της ποινής της προσωρινής παύσης αρχίζει την επόμενη ημέρα από την επίδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού οργάνου στον δικαστικό υπάλληλο ή την επομένη ημέρα από εκείνη, από την οποία η απόφαση του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού οργάνου έγινε τελεσίδικη. Ο χρόνος της προσωρινής παύσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας. Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της ποινής της προσωρινής παύσης, ο δικαστικός υπάλληλος δεν μπορεί να ασκεί τα υπηρεσιακά του καθήκοντα ούτε άλλη αρμοδιότητα ή καθήκον, που έχει ανατεθεί σε αυτόν με την ιδιότητά του ως δικαστικού υπαλλήλου.»

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 περ.2 Ν.4312/2014, ΦΕΚ Α 260/12.12.2014.

ε) Αν επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης, η υπαλληλική σχέση λύεται από την επίδοση στο δικαστικό υπάλληλο της σχετικής Απόφασης του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού οργάνου ή από την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας έφεσης κατά της Απόφασης του πρωτοβαθμίου πειθαρχικού οργάνου. Αν η Απόφαση του δευτεροβαθμίου πειθαρχικού οργάνου, δεν επιδοθεί στο δικαστικό υπάλληλο που τιμωρήθηκε μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την έκδοσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται την τριακοστή ημέρα.
Άρθρο 136
Ενέργειες μετά την τελεσιδικία

1. Οι τελεσίδικες πειθαρχικές αποφάσεις των μονομελών πειθαρχικών οργάνων και των πειθαρχικών συμβουλίων διαβιβάζονται, με το σχετικό φάκελο, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο μεριμνά για την εκτέλεσή τους.

Αν η Απόφαση αφορά υπάλληλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο φάκελος διαβιβάζεται στην υπηρεσία διοικητικού του δικαστηρίου αυτού, η οποία μεριμνά για την εκτέλεση της Απόφασης.

2. Οι πειθαρχικές αποφάσεις τίθενται στο Προσωπικό μητρώο του δικαστικού υπαλλήλου. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή, αν πρόκειται για υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του δικαστηρίου αυτού.
Άρθρο 137
Διαγραφή πειθαρχικών ποινών

1. Διαγράφονται από το Προσωπικό μητρώο των δικαστικών υπαλλήλων και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελέσουν στοιχεία κρίσης τους:

α) η ποινή της επίπληξης μετά ένα (1) έτος, β) η ποινή του προστίμου μετά δύο (2) έτη, γ) οι ποινές της στέρησης του δικαιώματος για μισθολογική εξέλιξη, της στέρησης του δικαιώματος για προαγωγή, του υποβιβασμού και της προσωρινής παύσης μετά πέντε (5) έτη, αν κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν έχει επιβληθεί στο δικαστικό υπάλληλο οποιαδήποτε νέα πειθαρχική ποινή. Οι παραπάνω προθεσμίες αρχίζουν από την ημερομηνία, κατά την οποία η Απόφαση επιβολής της ποινής έγινε τελεσίδικη. Αν μέσα στον παραπάνω χρόνο επιβληθεί νέα πειθαρχική ποινή, η διαγραφή επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που προβλέπεται γι` αυτήν, ο οποίος υπολογίζεται από τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται για την πρώτη.

2. Ποινές που δεν έχουν εκτελεστεί δεν διαγράφονται.
ΜΕΡΟΣ ΕΝΑΤΟ
ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Άρθρο 138
Λόγοι λύσης της υπαλληλικής σχέσης

1. Η υπαλληλική σχέση του δικαστικού υπαλλήλου λύεται με το θάνατο, την έκπτωση, την αποδοχή της παραίτησης, την οριστική παύση και την απόλυση λόγω ορίου ηλικίας ή συμπλήρωοης τριακονταπενταετούς υπηρεσίας.

2. Οριστική παύση επιβάλλεται στις περιπτώσεις ποινικής καταδίκης, πειθαρχικού παραπτώματος, σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας και ανυπαίτιας υπηρεσιακής ανεπάρκειας, όπως ορίζεται στα άρθρα 141, 93 παρ. 2, 143 και 144, αντιστοίχως.
Άρθρο 139
Έκπτωση λόγω απώλειας της ελληνικής Ιθαγένειας

1. Αν ο δικαστικός υπάλληλος απολέσει την ελληνική Ιθαγένεια, εκπίπτει αυτοδικαίως απο την υπηρεσία από την ημερομηνία απώλειας της ελληνικής Ιθαγένειας, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά οπό ειδικές διατάξεις.

2. Για την έκπτωση εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 140
Παραίτηση

1. Η Παραίτηση αποτελεί δικαίωμα του δικαστικού υπαλλήλου και υποβάλλεται εγγράφως.

2. Αίρεση, όρος ή προθεσμία στην Παραίτηση θεωρούνται ότι δεν έχουν γραφεί.

3. Η Παραίτηση θεωρείται ότι δεν έχει υποβληθεί, αν κατά την υποβολή της έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 περιπτώσεις α` και δ` ή πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης. Αν δεν εκδοθεί οριστική Απόφαση από το πειθαρχικό συμβούλιο μέσα σε ένα (1) έτος από την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να υποβάλει Παραίτηση, εφόσον δεν εκκρεμεί ποινική δίωξη κατ` αυτού για τα παραπάνω εγκλήματα.

4. Ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται να ανακαλέσει εγγράφως τη δήλωση Παραίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Αν ο δικαστικός υπάλληλος ανακαλέσει τη δήλωση παραίτησής του, δεν επιτρέπεται να υποβάλει νέα πριν παρέλθει έτος από την ανάκληση.

5. Η Παραίτηση γίνεται αποδεκτή με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πράξη αυτή δεν μπορεί να εκδοθεί πριν παρέλθουν δύο (2) μήνες από την υποβολή της δήλωσης Παραίτησης, εκτός ο δικαστικός υπάλληλος ζητήσει ρητώς την άμεση αποδοχή της. Η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται σύμφωνα με το άρθρο 146.

6. Αν παρέλθει άπρακτο τρίμηνο από την υποβολή της, η δήλωση Παραίτησης θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή την πρώτη ημέρα μετά την συμπλήρωση του τριμήνου και η υπαλληλική σχέση λύεται αυτοδικαίως από την ίδια χρονολογία. Για τη λύση στην περίπτωση αυτήν εκδίδεται διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

7. Οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας που ρυθμίζουν την Παραίτηση στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 47 ή σε άλλες ειδικές περιπτώσεις, εφαρμόζονται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους.
Άρθρο 141
Παύση λόγω ποινικής καταδίκης

1. Ο δικαστικός υπάλληλος παύεται οριστικά από την υπηρεσία αν καταδικαστεί με δικαστική Απόφαση για τα αδικήματα και τις ποινές που προβλέπονται στις περιπτώσεις α` και δ` του άρθρου 6.

2. Η οριστική παύση επιβάλλεται ως παρεπόμενη ποινή με την καταδικαστική Απόφαση.

3. Αν το δικαστήριο παραλείψει να επιβάλει την οριστική παύση, ο εισαγγελέας εισάγει αμέσως την υπόθεση στο δικαστήριο, το οποίο έχει την υποχρέωση να συμπληρώσει την Απόφαση με την επιβολή της παρεπόμενης αυτής ποινής.

4. Τα αποτελέσματα της οριστικής παύσης επέρχονται από την ημερομηνία, κατά την οποία καθίσταται αμετάκλητη η καταδικαστική Απόφαση.

Για την παύση εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης διαπιστωτική πράξη, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήοεως.
Άρθρο 142
Επαναφορά στην υπηρεσία μετά την παύση

1. Ο δικαστικός υπάλληλος που παύθηκε από την υπηρεσία σύμφωνα με το άρθρο 141 δεν επιτρέπεται να επανέλθει σε αυτήν σε περίπτωση αποκατάστασης, χάρης ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο άρσης του αξιόποινου της πράξης ή άρσης ή μεταβολής των συνεπειών της καταδίκης.

2. Κατ` εξαίρεση ο δικαστικός υπάλληλος που παύθηκε, επανέρχεται αν εκδοθεί κατά το άρθρο 47 παράγραφος 1 του Συντάγματος προεδρικό διάταγμα, με το οποίο αίρονται οι συνέπειες της καταδίκης και ως προς την παύση. Στην περίπτωση αυτήν ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται ύστερα από αίτησή του με το βαθμό και το μισθολογικό κλιμάκιο που έφερε κατά την παύση. Η επαναφορά είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία, αν η αίτηση υποβληθεί μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος. Η πράξη επαναφοράς στην υπηρεσία εκδίδεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης το αργότερο μέσα σε δύo (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης και δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, συνιστάται προσωρινή θέση με την πράξη της επαναφοράς και ο δικαστικός υπάλληλος καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί στον κλάδο του.
Άρθρο 143
Οριστική παύση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα

1. Ο δικαστικός υπάλληλος απολύεται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ύστερα από Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, αν διαπιστωθεί, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 86 παράγραφος 3, σωματική ή πνευματική ανικανότητά του για την εκτέλεση καθηκόντων δικαστικού υπαλλήλου.

2. Κατά της Απόφασης για την οριστική παύση, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο. Η προθεσμία της προσφυγής και η άσκησή της δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002
Άρθρο 144
Οριστική παύση για υπηρεσιακή ανεπάρκεια χωρίς υπαιτιότητα

1. Επιτρέπεται η απόλυση δικαστικού υπαλλήλου, ο οποίος χωρίς υπαιτιότητό του επιδεικνύει ανεπάρκεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Για την απόλυση απαιτείται αιτιολογημένη Απόφαση του δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, που εκδίδεται ύστερα από κλήση του δικαστικού υπαλλήλου για παροχή εξηγήσεων.

2. Κατά της Απόφασης για την οριστική παύση, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο δευτεροβάθμιο δικαστικό (υπηρεσιακό) συμβούλιο. Η προθεσμία της προσφυγής και η άσκησή της έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Μετά την έκδοση απορριπτικής Απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου ή την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής, ο δικαστικός υπάλληλος απολύεται με πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που δημοσιεύεται σε περίληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002
Άρθρο 145
Αυτοδίκαιη απόλυση λόγω ορίου ηλικίας

1.0 δικαστικός υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση του εξηκοστού έβδομου (67ου) έτους της ηλικίας του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 41 παρ.1 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.

2. Κατ` εξαίρεση ο δικαστικός υπάλληλος απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία όταν συμπληρώσει το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας και τριανταπέντε (35) ετών πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία. Αν ο δικαστικός υπάλληλος κατά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας του δεν έχει συμπληρώσει τριανταπέντε ετών πραγματική και συντάξιμη δημόσια υπηρεσία, παρατείνεται η παραμονή του στην υπηρεσία έως τη συμπλήρωση της υπηρεσίας αυτής και πάντως όχι πέρα από το εξηκοστό έβδομο (67ο) έτος της ηλικίας.

Ο δικαστικός υπάλληλος, με αίτηση του που υποβάλλεται έξι μήνες πριν από τη συμπλήρωση τριάντα πέντε ετών πραγματικής και συντάξιμης δημόσιας υπηρεσίας και του ορίου ηλικίας υποχρεωτικής αποχώρησης, μπορεί να ζητήσει να παραμείνει στην υπηρεσία έως τρία επιπλέον έτη και έως τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας κατ` ανώτατο όριο. Για την αίτηση αποφαίνεται το οικείο υπηρεσιακό συμβούλιο με βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 63 παρ.1 Ν.3900/2010, ΦΕΚ Α 213/17.12.2010 και με τη παρ.1 εδάφ.β` άρθρου 33 Ν.4024/2011,ΦΕΚ Α 226/27.11.2011.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 41 παρ.3 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.

3. Ως ημέρα γέννησης, για την εφαρμογή των προηγούμενων παραγράφων, θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησης του δικαστικού υπαλλήλου.

4. Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία θεωρείται κάθε υπηρεσία που έχει παρασχεθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης με σχέση εργασίας δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου ή αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία με βάση ειδικές διατάξεις. Η υπηρεσία που έχει παρασχεθεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου προσμετράται για τη συμπλήρωση τριακονταπενταετίας εφόσον, με βάση ειδικές διατάξεις, έχει ληφθεί υπόψη για το διορισμό, την ένταξη, τη μονιμοποίηση, τη Βαθμολογική εξέλιξη ή την με οποιονδήποτε τρόπο μισθολογική εξέλιξη του δικαστικού υπαλλήλου και επιπλέον αναγνωρίζεται ως συντάξιμη από το Δημόσιο. Ο χρόνος στράτευσης πριν την έναρξη της υπαλληλικής σχέσης δεν θεωρείται χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας.

5. Τρεις (3) μήνες τουλάχιστον πριν τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας εκδίδεται και κοινοποιείται στο δικαστικό υπάλληλο πράξη, με την οποία βεβαιώνεται αιτιολογημένα ο χρόνος της συντάξιμης υπηρεσίας. Για την άρση τυχόν αμφισβήτησης ως προς τη συμπλήρωση συντάξιμου χρόνου τριανταπέντε (35) ετών, τηρείται η διαδικασία που προβλέπεται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 του ν. 1232/1982 (ΦΕΚ22 Α), όπως κάθε φορά ισχύει.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 41 παρ.3 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.

Οι δικαστικοί υπάλληλοι που απολύθηκαν αυτοδικαίως από την υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα από τις 19.8.2015 έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 και του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 145 του ν. 2812/2000 (Α΄ 67), δύνανται να επανέλθουν στην υπηρεσία με αίτησή τους που υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που αιτούνται να επανέλθουν, μπορούν να παραμείνουν στην υπηρεσία μέχρι την αυτοδίκαιη απόλυση τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 145 του ν. 2812/2000 (Α΄ 67), όπως αυτό τροποποιείται με τον παρόντα νόμο. Η αίτηση μπορεί να γίνει δεκτή με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατόπιν γνώμης του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου με βάση την εκτίμηση των υπηρεσιακών αναγκών. Η επαναφορά στην υπηρεσία, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, ισχύει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του Υπουργού, με την οποία γίνεται αποδεκτή η αίτηση του υπαλλήλου. Η επαναφορά αφορά αποκλειστικά στην οργανική θέση που κατείχε ο δικαστικός υπάλληλος, χωρίς να παρέχεται δικαίωμα επανάκτησης τυχόν καθηκόντων ευθύνης που ασκούσε κατά τη στιγμή της αυτοδίκαιης απόλυσής του ή τυχόν Θέσεων και ιδιοτήτων που κατείχε κατά τη στιγμή της αυτοδίκαιης απόλυσής του. Το χρονικό διάστημα από την αυτοδίκαιη απόλυση μέχρι την επαναφορά στην υπηρεσία δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που επανέρχονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας διάταξης λαμβάνουν τις αποδοχές που λάμβαναν πριν την αυτοδίκαιη απόλυση τους, πλην αυτών που συνδέονται με την ενεργό άσκηση καθηκόντων ευθύνης».

Σημ.: όπως προστέθηκε στο τέλος του άρθρου 145 με το άρθρο 41 παρ.4 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016.
Άρθρο 146
Χρόνος λύσης της υπαλληλικής σχέσης

Εκτός από τις περιπτώσεις, στις οποίες προβλέπεται αυτοδίκαιη λύση, η υπαλληλική σχέση λύεται από την κοινοποίηση στον ενδιαφερόμενο της σχετικής πράξης του Υπουργού Δικαιοσύνης. Αν η πράξη αυτή δεν κοινοποιηθεί μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη δημοσίευσή της, η υπαλληλική σχέση λύεται την επόμενη ημέρα από την πάροδο του εικοσαημέρου.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΚΑΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 147
Κατάταξη υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων

1. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας, στην οποία έχουν διοριστεί ή ανήκουν σύμφωνα με ειδικές διατάξεις. Η κατάταξη γίνεται με βάση το συνολικό χρόνο της πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και 66. Χρόνος που τυχόν πλεονάζει θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό της κατάταξης για την κατάταξη δεν υπολογίζεται: α) ο χρόνος που δεν λαμβάνεται υπόψη για τη Βαθμολογική εξέλιξη σύμφωνα με το άρθρο 69, β) το χρονικό διάστημα, κατά το οποίον στερήθηκε ο δικαστικός υπάλληλος το δικαίωμα για προαγωγή, γ) ένα (1) έτος για κάθε κρίση του δικαστικού υπαλλήλου ως μη προακτέου και δ) αν έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή του υποβιβασμού, χρονικό διάστημα ίσο προς το ήμισυ του χρόνου που απαιτείται για προαγωγή.

2. Αν ο χρόνος της πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας δικαστικού υπαλλήλου είναι μικρότερος από εκείνον που προβλέπεται από το άρθρο 66 για την προαγωγική εξέλιξη στο βαθμό, τον οποίο κατέχει, η κατάταξή του γίνεται στο βαθμό αυτόν. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος που απαιτείται για την προαγωγή του στον επόμενο βαθμό αρχίζει από την κατά τα ανωτέρω κατάταξή του.

3. Για την κατάταξη των δικαστικών υπαλλήλων κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγραφων εκδίδεται πράξη του προιοταμένου της αρμόδιας για θέματα προσωπικού διεύθυνσης του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Σχετικό: το άρθρο 58 παρ.4-5 Ν.4369/2016,ΦΕΚ Α 33/27.2.2016
Άρθρο 148
Μετάταξη υπηρετούντων δικαστικών υπαλλήλων

1. Δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα και κατά το διορισμό τους είχαν τα Τυπικά προσόντα κατηγορίας ανώτερης από αυτήν, στην οποία διορίστηκαν, μετά τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας από το διορισμό τους επιτρέπεται να μεταταγούν σε κενή θέση κλάδου της ανώτερης κατηγορίας, του οποίου έχουν το προβλεπόμενο από τις οικείες οργανικές διατάξεις τυπικό προσόν διορισμού. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις στον κλάδο, στον οποίο γίνεται η μετάταξη, οι μετατασσόμενοι καταλαμβάνουν αντίστοιχες προσωρινές θέσεις που συνιστώνται με την πράξη της μετάταξης.

2. Όσοι μετατάσσονται σε προσωρινές θέσεις κατά την προηγούμενη παράγραφο καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις που θα κενωθούν στον οικείο κλάδο. Στην περίπτωση αυτή οι προσωρινές θέσεις, τις οποίες κατείχαν, καταργούνται αυτοδικαίως κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο οι μετατασσόμενοι κατέχουν προσωρινές θέσεις, δεν πληρούται με διορισμό ίσος αριθμός θέσεων του κλάδου, από τον οποίο διενεργήθηκε η μετάταξη.

3. Δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα ή είχαν επιτύχει σε σχετικό διαγωνισμό πριν από τη δημοσίευση του Κώδικα, αλλά προσελήφθησαν μετά την ισχύ του και έχουν Τυπικά προσόντα ανώτερης κατηγορίας, τα οποία δεν προβλέπονται για κανέναν κλάδο δικαστικών υπαλλήλων, είναι δυνατόν να μεταταγούν σε κλάδο παρεμφερών ή συναφών, κατά την κρίση του υπηρεσιακού συμβουλίου, τυπικών προσόντων. Εάν δεν υπάρχουν κλάδοι παρεμφερών ή συναφών προσόντων, είναι δυνατόν να μεταταγούν σε προσωρινές θέσεις προσωρινού κλάδου που συνιστώνται με την Απόφαση της μετάταξης και καταργούνται αυτοδικαίως με την αποχώρηση των δικαστικών υπαλλήλων οι οποίοι τις καταλαμβάνουν. Οι μετατασσόμενοι, κατ` εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, υπάλληλοι ασκούν καθήκοντα της Οργανικής μονάδας στην οποία τοποθετούνται ή αυτά που καθορίζονται με πράξη του προϊσταμένου αυτής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.12 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

4. Η μετάταξη της ανωτέρω παραγράφου διενεργείται με αίτηση που υποβάλλεται από τους ενδιαφερομένους στην υπηρεσία τους μέσα σε τρεις μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.11 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

5. Σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις των κλάδων πληροφορικής του ίδιου ή άλλου τομέα μετατάσσονται, ύστερα από αίτησή τους, δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα και έχουν τα προβλεπόμενα από τις προϊσχύουσες διατάξεις Τυπικά προσόντα για την κατάληψη των θέσεων αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία του αιτούντος σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα. Ειδικά για τις υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις των κλάδων ΔΕ Πληροφορικής και ΔΕ Δακτυλογράφων – Χειριστών Η/Υ επιτρέπεται να μεταταγούν και δικαστικοί υπάλληλοι με τα τυπικά για την κατηγορία ΔΕ προσόντα που προβλέπονται στο άρθρο 19 και σχετική, κατά ειδικότητα, εμπειρία τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον δεν υπηρετούν υπάλληλοι με τα Τυπικά προσόντα που προβλέπονται από τις προϊσχύουσες διατάξεις για την κατάληψη των θέσεων αυτών ή ο αριθμός εκείνων που έχουν τα προσόντα αυτά και έχουν υποβάλει σχετική αίτηση μετάταξης υπολείπεται του αριθμού των κενών κατά κλάδο οργανικών θέσεων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.12 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

6. Για τις μετατάξεις που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 83.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.12 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

7. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα επιτρέπεται μέσα σε μία τριετία από την έναρξη της ισχύος του να μετατάσσονται, με αίτησή τους, σε κενή θέση κλάδου υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή άλλου Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, για τον οποίο έχουν τα απαιτούμενα κατά τις οικείες οργανικές διατάξεις Τυπικά προσόντα. Η μετάταξη γίνεται με τις προυποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται στις παραγράφους 4 περιπτώσεις β`, γ` και 6 του άρθρου 84. Για την κατάταξη όσων μετατάσσονται με βάση την παρούσα παράγραφο εφαρμόζεται η παράγραφος 7 του άρθρου 84.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 παρ.12 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.
Άρθρο 149
Δικαστικά (υπηρεσιακά) συμβούλια

1. Εως τη συγκρότηση των δικαστικών (υπηρεσιακών) συμβουλίων κατά τις διατάξεις του άρθρου 22, εξακολουθούν να λειτουργούν τα υφιστάμενα κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα.

2. Εως την έκδοοη της υπουργικής Απόφασης που προβλέπεται από την παράγραφο 12 του άρθρου 22, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα.

Σχετικό: παρ.8 άρθρ.9 Ν.2993/2002
Άρθρο 150
Ανάκληση διορισμού – Αναδιορισμός

1. Οι διατάξεις του άρθρου 14 εφαρμόζονται και για τους διορισμούς που έγιναν πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 15 εφαρμόζονται και για τους δικαστικούς υπαλλήλους που εξήλθαν της υπηρεσίας πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα.
Άρθρο 151
Θητεία υπηρετούντων προϊσταμένων

Οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος προϊστάμενοι γενικών διευθύνσεων, διευθύνσεων, τμημάτων, αυτοτελών γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας, για την οποία έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις.
Άρθρο 152
Δήλωση περιουσιακών στοιχείων

Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος Κώδικα οι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν υποχρέωση να υποβάλουν Δήλωση περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 54, μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη της ισχύος του.
Άρθρο 153
Πειθαρχικές διατάξεις

1. Για τη δίωξη πειθαρχικών παραπτωμάτων που έχουν τελεστεί πριν την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Κώδικα, εφόσον δεν έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη κατά την ημερομηνία αυτή, εφαρμόζονται οι διαδικαστικές και ουσιαστικές διατάξεις του Κώδικα.

2. Για τα Πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη χωρίς να έχει εκδοθεί οριστική Απόφαση, εφαρμόζονται οι προϊσχύουσες ουσιαστικές διατάξεις. Ως προς τα θέματα διαδικασίας εφαρμόζονται εφεξής στις περιπτώσεις αυτές οι διατάξεις του παρόντος Κώδικα και οι σχετικές δίκες μεταβιβάζονται στα όργανα που προβλέπονται από τον Κώδικα.

3. Το επιτρεπτό της προσβολής σε δευτεροβάθμιο πειθαρχικό όργανο των αποφάσεων που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα κρίνεται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις. Στις υποθέσεις, στις οποίες κατά τη δημοσίευση του Κώδικα εκκρεμεί έφεση που έχει ασκηθεί παραδεκτώς σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις, εφαρμόζονται εφεξής οι διαδικαστικές διατάξεις του Κώδικα. Στις περιπτώσεις αυτές το εμπρόθεσμο της έφεσης κρίνεται με βάση τις προϊσχύουσες διατάξεις αν η προθεσμία για την άσκηοή της κινήθηκε πριν τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα.

4. Για την Παραγραφή πειθαρχικών παραπτωμάτων που έχουν τελεοτεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα, εφαρμόζονται οι διατάξεις αυτού αν είναι ευνοϊκότερες.
Άρθρο 154
Εκδοση κανονιστικών πράξεων

1. Μέχρι την έκδοση των κανονιστικών προεδρικών διαταγμάτων και υπουργικών αποφάσεων που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις που ισχύουν κατά τη δημοσίευσή του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

2. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος Κώδικα τα προεδρικά διατάγματα και οι υπουργικές αποφάσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 18 παρ. 2 εδάφιο πρώτο, 19 παρ. 5, 61 παρ. 5, 63 παρ. 5 και 64 παρ. 4 εκδίδονται μέσα σε ένα (1) έτος και όσα προβλέπονται από τα άρθρα 8 παρ, 3 και 4, 22 παρ. 12, 25 παρ. 4, 36 παρ. 3 και 62 παρ. 12 μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του Κώδικα.
Άρθρο 155
Σχηματισμός προσωπικών μητρώων

1. Οι υπηρεσιακές μονάδες που τηρούν τους ατομικούς φακέλους των δικαστικών υπαλλήλων, με ευθύνη των προϊσταμένων τους, σχηματίζουν τα προσωπικά μητρώα σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 61 και καταστρέφουν τα στοιχεία των ατομικών φακέλων, τα οποία δεν περιλαμβάνονται σε εκείνα που καταχωρούνται στο Προσωπικό μητρώο σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Η παράλειψη των υπόχρεων να εφαρμόσουν το προηγούμενο εδάφιο συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

2, Με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζεται η διαδικασία καταστροφής των ατομικών φακέλων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, τάσσεται προθεσμία μέσα στην οποία οι υπηρεσίες οφείλουν να ολοκληρώσουν την καταστροφή και να σχηματίσουν τα προσωπικά μητρώα και ρυθμίζεται κάθε σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια Απόφαση μπορεί να προβλέπεται και δυνατότητα παράδοσης στο δικαστικό υπάλληλο, ύστερα από αιτησή του, των στοιχείων που δεν είναι καταχωρητέα στο προσωπικό μητρώο.
Άρθρο 156
Γνωμοδότηση για την έκδοση διοικητικών πράξεων

Στις περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται γνώμη της Ο.Δ.Υ.Ε. ή του Συλλόγου Υπαλλήλων Ελεγκτικού Συνεδρίου για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, υπουργικών αποφάσεων ή άλλων διοικητικών πράξεων που προβλέπονται από τον παρόντα Κώδικα, αυτή πρέπει να υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, η πράξη μπορεί να εκδοθεί και χωρίς την παραπάνω γνώμη.
Άρθρο 157
Κατάργηση διατάξεων

1, Καταργούνται το ν.δ. 1025/1971 (ΦΕΚ 228 Α`) εκτός από τα άρθρα 42 και 43, ο ν. 294/1976 (ΦΕΚ 82 Α`), το π.δ. 245/1978 (ΦΕΚ 54 Α`), ο ν. 965/1979 (ΦΕΚ 210 Α.), το π.δ.162/1984 (ΦΕΚ 54 Α.), το άρθρο 27 του ν. 1805/1988 (ΦΕΚ 199 Α`), οι παράγραφοι 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 15 του ν. 1835/1989 (ΦΕΚ 76 Α`) και κάθε διάταξη της νομοθεσίας για τους δικαστικούς υπαλλήλους αντίθετη προς τον Κώδικα.

2. Κάθε διάταξη γενική ή ειδική που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα ή αναφέρεται σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν, δεν εφαρμόζεται στους δικαστικούς υπαλλήλους.
Έναρξη ισχύος

1. Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει τρεις (3) μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

2. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου αρχίζει η ισχύς : α) των άρθρων 1 έως και 15 του Κώδικα που κυρώνεται με το άρθρο πρώτο, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, β) των άρθρων 92 έως και 137, γ) των εξουσιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 3 παρ. 2, 5 παρ. 3, 8 παρ. 3 και 4, 18 παρ. 2, 19 παρ. 5, 22 παρ. 2, 25 παρ. 4, 32 παρ. 2, 34 παρ. 1, 36 παρ. 3, 38 παρ. 2, 42 παρ. 12, 54 παρ. 5, 61 παρ. 5, 62 παρ. 12, 63 παρ. 5, 64 παρ. 4 και 155 παρ. 2 και δ) του άρθρου 156 του ιδίου Κώδικα.

3. Το ανώτατο όριο ηλικίας που ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 για το διορισμό με τυπικό προσόν τίτλο υποχρεωτικής ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αρχίζει να ισχύει τρία (3) έτη από τη δημοσίευση του παρόντος Κώδικα. Το ανώτατο όριο που ορίζεται στην ίδια διάταξη για το διορισμό με τυπικό προσόν τίτλο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αρχίζει να ισχύει δύο (2) έτη από τη δημοσίευση του Κώδικα αυτού.

Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 9 Μαρτίου 2000

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ ΑΠ. – ΑΘ. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Λ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 9 Μαρτίου 2000

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ