ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 2789 ΦΕΚ Α΄21/11.2.2000
Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την οδηγία αριθ.98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
Άρθρο 1
Για τους σκοπούς του παρόντος νοούνται ως:
α. Σύστημα:
1. Η νομοθετικά, κανονιστικά ή συμβατικά ρυθμιζόμενη σχέση με κοινούς και τυποποιημένους κανόνες:
(ι) μεταξύ τριών ή περισσότερων συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμείται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, το αντικείμενο της οποίας συνίσταται στην εκτέλεση εντολών μεταβίβασης μεταξύ των συμμετεχόντων σε αυτήν και
(ιι) η οποία διέπεται από το δίκαιο του Κράτους – Μέλους που έχουν επιλέξει οι συμμετέχοντες σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση ότι σε αυτό το Κράτος – Μέλος βρίσκεται η κεντρική διοίκηση ενός τουλάχιστον των συμμετεχόντων και
(ιιι) η οποία σχέση έχει ανακοινωθεί ως Σύστημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή από Κράτος – Μέλος το οποίο έχει κρίνει τους κανόνες του συστήματος ως ικανοποιητικούς.
2. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση που πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις και έχει ως αντικείμενο την εκτέλεση εντολών μεταβίβασης που αναφέρονται στην παράγραφο θ΄ περ. (ιι) του παρόντος άρθρου και σε περιορισμένη κλίμακα την εκτέλεση εντολών με αντικείμενο άλλα μέσα της κεφαλαιαγοράς, όπως συμβάσεις παραγώγων επί εμπορευμάτων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως Σύστημα από Κράτος -Μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
3. Η νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση ή σύμβαση μεταξύ δύο συμμετεχόντων, στους οποίους δεν συναριθμούνται ο τυχόν διακανονιστής, ο τυχόν κεντρικός αντισυμβαλλόμενος. το τυχόν συμψηφιστικό γραφείο ή ο τυχόν εμμέσως συμμετέχων, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως Σύστημα από Κράτος – Μέλος και έχει ανακοινωθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
β. Ίδρυμα:
(i) Το πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του N. 2076/1992, συμπεριλαμβανομένων και των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, καθώς και των ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 2 της οδηγίας 77/780/Ε.Ο.Κ.,
(ii) Η Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 2396/1996, με εξαίρεση τα ιδρύματα που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου και στην παρ. 2 στοιχεία α΄ έως ια΄ του άρθρου 2 της οδηγίας 93/22/Ε.Ο.Κ.,
(iii) Το Δημόσιο ή επιχειρήσεις με εγγύηση του Δημοσίου.
(iv) Το ίδρυμα, η κεντρική διοίκηση του οποίου βρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και που το αντικείμενο του είναι ανάλογο των Πιστωτικών Ιδρυμάτων ή των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, όπως ορίζονται ανωτέρω, εφόσον τελεί υπό αντίστοιχη με αυτά εποπτεία,
(v) Επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηρισθεί ως ιδρύματα σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 παρ. 1 για τα ημεδαπά συστήματα, καθώς και επιχειρήσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως ιδρύματα με ανάλογες διαδικασίες για Συστήματα των άλλων Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον συμμετέχουν σε Σύστημα και ευθύνονται για την εκπλήρωση υποχρεώσεων που προκύπτουν από Εντολές μεταβίβασης στο πλαίσιο του συστήματος αυτού.
γ . Κεντρικός Αντισυμβαλλόμενος:
Ο οργανισμός ο οποίος παρεμβάλλεται μεταξύ των ιδρυμάτων ενός Συστήματος και ο οποίος δρα ως ο αποκλειστικός αντισυμβαλλόμενος αυτών των ιδρυμάτων όσον αφορά τις εντολές τους μεταβίβασης.
δ. Διακανονιστής:
Ο οργανισμός ο οποίος παρέχει σε ιδρύματα ή/και σε κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που συμμετέχουν σε συστήματα, λογαριασμούς διακανονισμού μέσω των οποίων γίνεται ο διακανονισμός εντολών μεταβίβασης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών και ο οποίος, αν συντρέχει περίπτωση, παρέχει πίστωση στα εν λόγω ιδρύματα ή/και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους με σκοπό το διακανονισμό.
ε. Συμψηφιστικό Γραφείο:
Ο οργανισμός που είναι υπεύθυνος για τον υπολογισμό της καθαρής θέσης των ιδρυμάτων, του τυχόν κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή/και τυχόν διακανονιστή.
στ. Συμμετέχων:
Ίδρυμα, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή συμψηφιστικό γραφείο.
Σύμφωνα με τους κανόνες του Συστήματος, ο ίδιος συμμετέχων δύναται να δρα ως κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, διακανονιστής ή γραφείο συμψηφισμού ή να εκτελεί μέρος ή το σύνολο αυτών των καθηκόντων.
ζ. Εμμέσως Συμμετέχων:
Πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια της παραγράφου β΄ περ. (ι) του παρόντος άρθρου, το οποίο έχει συμβατική σχέση με ίδρυμα που συμμετέχει σε Σύστημα πληρωμών σύμφωνα με την παράγραφο θ΄ περ. (ι) του παρόντος άρθρου και, ως εκ τούτου, δύναται να δίδει εντολές μεταβίβασης μέσω του Συστήματος.
η. Χρηματοπιστωτικά μέσα:
Τα μέσα που αναφέρονται στο εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του Ν. 2396/1996.
θ. Εντολή μεταβίβασης:
(i) κάθε οδηγία Συμμετέχοντος να τεθεί στη διάθεση ενός αποδέκτη χρηματικό ποσό μέσω λογιστικής εγγραφής στους λογαριασμούς πιστωτικού ιδρύματος, κεντρικής τράπεζας ή διακανονιστή ή κάθε εντολή Συμμετέχοντος, η οποία συνεπάγεται την ανάληψη ή την εκπλήρωση οφειλής πληρωμής, όπως ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος ή
(ii) κάθε οδηγία Συμμετέχοντος να μεταβιβασθεί η κυριότητα ή άλλο εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα επί χρηματοπιστωτικού μέσου, μέσω λογιστικής εγγραφής σε μητρώο ή με άλλον τρόπο.
ι. Διαδικασία Αφερεγγυότητας:
Κάθε συλλογικό μέτρο που προβλέπεται από το δίκαιο Κράτους – Μέλους ή τρίτης χώρας και συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης, όπως η πτώχευση, η ειδική εκκαθάριση ή η εξυγίανση.
ια. Συμψηφισμός:
Η μετατροπή σε καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή, απαιτήσεων και οφειλών που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης, τις οποίες ένας συμμετέχων ή συμμετέχοντες απευθύνουν προς ή λαμβάνουν από έναν ή περισσότερους άλλους συμμετέχοντες με τελικό εξαγόμενο μία μόνο καθαρή απαίτηση ή καθαρή οφειλή.
ιβ. Λογαριασμός διακανονισμού:
Ο λογαριασμός σε κεντρική τράπεζα, διακανονιστή ή κεντρικό αντισυμβαλλόμενο που χρησιμοποιείται για την κατοχή κεφαλαίων και χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και για το διακανονισμό συναλλαγών μεταξύ των συμμετεχόντων σε Σύστημα.
ιγ. Ασφάλεια:
Όλα τα ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία ή χρήμα που παρέχονται δυνάμει ενεχύρου, εγγυοδοσίας, σύμβασης πωλήσεως με σύμφωνο επαναγοράς ή παρεμφερούς συμφωνίας ή με άλλον τρόπο, για την εξασφάλιση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ενδέχεται να προκύψουν σε συνάρτηση με Σύστημα ή που παρέχονται στις κεντρικές τράπεζες των Κρατών – Μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
ιδ. Αρμόδιες αρχές:
Οι αρχές που έχουν ορισθεί από τα λοιπά Κράτη – Μέλη και έχουν γνωστοποιηθεί από αυτά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρμόδιες για την ενημέρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάθε Κράτους Μέλους, με τις οποίες επήλθε εναρμόνιση στις διατάξεις του άρθρου 6 της οδηγίας 98/26/Ε.Κ..
ιε. Ημεδαπά Συστήματα:
Τα Συστήματα του άρθρου 2 παρ. 1 του παρόντος, καθώς και εκείνα, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 10 του παρόντος, στο πλαίσιο των οποίων οι εντολές μεταβίβασης εκτελούνται εντός Ελλάδος ή είναι διασυνοριακές.
ιστ. Διαχειριστής συστήματος:
Το ή τα νομικά πρόσωπα που είναι νομικά υπεύθυνα για τη λειτουργία του συστήματος. Ο διαχειριστής συστήματος μπορεί επίσης να ενεργεί ως διακανονιστής, κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή συμψηφιστικό γραφείο.
ιζ. Αρμόδιες αρχές:
Οι αρχές που έχουν ορισθεί από τα λοιπά κράτη – μέλη και έχουν γνωστοποιηθεί από αυτά στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως αρμόδιες για την ενημέρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους – μέλους, με τις οποίες επήλθε εναρμόνιση στις διατάξεις του άρθρου 6 της Οδηγίας 98/26/Ε.Κ..
ιη. Ημεδαπά Συστήματα:
Τα Συστήματα της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του παρόντος, καθώς και εκείνα, που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 11 του παρόντος, στο πλαίσιο των οποίων οι εντολές μεταβίβασης εκτελούνται εντός Ελλάδος ή είναι διασυνοριακές.
ιθ. TARGET2-Securities (T2S): η υπηρεσία διακανονισμού συναλλαγών επί τίτλων σε χρήμα κεντρικής τράπεζας, η οποία παρέχεται από το Ευρωσύστημα και προβλέπεται στην Κατευθυντήρια Γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΕ 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13).
κ. Σύμβαση-Πλαίσιο Τ2S: η σύμβαση-πλαίσιο μεταξύ των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος και εκάστου συμμετέχοντος στο Τ2S αποθετηρίου, όπως αυτό ορίζεται στο στοιχείο 1 του άρθρου 2 της Κατευθυντήριας Γραμμής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ΕΕ 2012/473 (ΕΚΤ/2012/13), συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, κατά την έννοια του στοιχείου 5 του άρθρου 2 της εν λόγω Κατευθυντήριας Γραμμής.
Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 110 ΝΟΜΟΣ 4514/2018 και ισχύει από 30/1/2018
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 2
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται, ανεξαρτήτως του νομίσματος ή των νομισμάτων διενέργειας των πράξεων:
1. Στα Συστήματα που ορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 10 του παρόντος και στα εξής Συστήματα:
α) στο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο «TARGET2-GR.»,
β) στο Σύστημα Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων σε Λογιστική Μορφή (Αυλοί Τίτλοι), που προβλέπεται από το ν. 2198/1994 (Α` 43) και βρίσκεται υπό τη διαχείριση και την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος,
γ) στο Γραφείο Συμψηφισμού Αθηνών,
δ) στο Σύστημα Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Κινητών Αξιών σε Λογιστική Μορφή που τελεί υπό τη διαχείριση της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Χρηματιστηρίου Αθηνών Α.Ε. (στο εξής ΕΤ.ΕΚ.), όπως εκάστοτε ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72επ. του ν. 3606/2007 (Α` 195),
ε) στο Σύστημα Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων που τελεί υπό τη διαχείριση της ΕΤ.ΕΚ. όπως εκάστοτε ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 72επ. του ν. 3606/2007,
στ) στο Σύστημα Αυλών Τίτλων που τελεί υπό τη διαχείριση της Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. (Ε.Χ.Α.Ε.), όπως εκάστοτε ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1επ. του ν. 3756/2009 (Α` 53),
ζ) Το Σύστημα Πληρωμών ΔΙΑΣ που τελεί υπό την επίβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος και το οποίο διαχειρίζεται η ανώνυμη εταιρεία «Διατραπεζικά Συστήματα Α.Ε.» (ΔΙΑΣ Α.Ε.).
2. Στους ημεδαπούς και αλλοδαπούς Συμμετέχοντες σε Ημεδαπά Συστήματα, καθώς και στους ημεδαπούς Συμμετέχοντες σε Συστήματα άλλων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
3. Στην Ασφάλεια, κατά την έννοια της παραγράφου ιγ` του άρθρου 1 που παρέχεται σε συνάρτηση με Συστήματα, καθώς και με τις πράξεις νομισματικής πολιτικής και τις λοιπές πράξεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Τράπεζας της Ελλάδος και των άλλων κεντρικών τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ενωσης υπό την ιδιότητα τους ως κεντρικών τραπεζών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ
Άρθρο 3
ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΝΤΟΛΕΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
1. Οι εντολές μεταβίβασης και ο συμψηφισμός ισχύουν και αντιτάσσονται έναντι κάθε τρίτου ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος, εφόσον οι εντολές μεταβίβασης εισήχθησαν στο σύστημα πριν από το χρονικό σημείο έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος. Αυτό ισχύει ακόμη και σε περίπτωση διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά συμμετέχοντος (στο οικείο σύστημα ή σε διαλειτουργικά σύστημα) ή κατά διαχειριστή διαλειτουργικου συστήματος, ο οποίος δεν είναι συμμετέχων.
Αν οι εντολές μεταβίβασης εισέλθουν στο Σύστημα μετά τη στιγμή της έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, είναι ισχυρές και αντιτάσσονται έναντι κάθε τρίτου, εφόσον ο διαχειριστής του Συστήματος αποδείξει ότι δεν είχε λάβει γνώση για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του παρόντος, υπό την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση των εντολών αυτών αρχίζει εντός της εργάσιμης ημέρας, όπως αυτή ορίζεται από τους κανόνες του συστήματος, κατά τη διάρκεια της οποίας ο διαχειριστής του Συστήματος έλαβε γνώση για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 6 του παρόντος.
2. Το κύρος του Συμψηφισμού δεν θίγεται από διατάξεις που προβλέπουν την ακύρωση των δικαιοπραξιών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 του παρόντος.
3. Τα Ημεδαπά Συστήματα διέπονται από σαφείς κανόνες που ορίζουν το χρόνο εισαγωγής μιας Εντολής μεταβίβασης στο Σύστημα, καθώς και τη χρονική στιγμή μετά την οποία η Εντολή αυτή δεν ανακαλείται ούτε από συμμετέχοντα ούτε από τρίτο. Μια εντολή μεταβίβασης δεν ανακαλείται ούτε από συμμετέχοντα ούτε από τρίτο μετά από τη χρονική στιγμή που καθορίζουν οι κανόνες του Συστήματος. Στην περίπτωση διαλειτουργικών συστημάτων, κάθε σύστημα καθορίζει στους δικούς του κανόνες το χρονικό σημείο στο οποίο μια εντολή μεταβίβασης καθίσταται αμετάκλητη, προκειμένου να εξασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, ο συντονισμός, ως προς το σημείο αυτό, των κανόνων όλων των σχετικών διαλειτουργικών συστημάτων. Οι κανόνες ενός συστήματος σχετικά με το χρονικό σημείο στο οποίο μια εντολή μεταβίβασης καθίσταται αμετάκλητη δεν επηρεάζονται από τους κανόνες των άλλων συστημάτων με τα οποία είναι διαλειτουργικο, εκτός εάν οι κανόνες όλων των συστημάτων που συμμετέχουν στα διαλειτουργικά συστήματα προβλέπουν ρητώς κάτι διαφορετικό.
4. Στην περίπτωση διαλειτουργικών συστημάτων, κάθε σύστημα καθορίζει στους δικούς του κανόνες το χρονικό σημείο εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, ότι θα υπάρχει συντονισμός των κανόνων όλων των σχετικών διαλειτουργικών συστημάτων ως προς το σημείο αυτό. Οι κανόνες ενός συστήματος σχετικά με το χρονικό σημείο εισαγωγής μιας εντολής μεταβίβασης, δεν επηρεάζονται από τους κανόνες των άλλων συστημάτων με τα οποία είναι διαλειτουργικο, εκτός εάν οι κανόνες όλων των συστημάτων που συμμετέχουν στα διαλειτουργικά συστήματα προβλέπουν ρητώς κάτι διαφορετικό.
Άρθρο 4
Κεφάλαια ή χρηματοπιστωτικά μέσα του Συμμετέχοντος που είναι διαθέσιμα στο Λογαριασμό διακανονισμού του δύνανται να χρησιμοποιούνται για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εν λόγω συμμετέχοντος στο Σύστημα ή σε διαλειτουργικό σύστημα, οι οποίες έχουν γεννηθεί μέχρι και την εργάσιμη ημέρα έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας κατά του συμμετέχοντος ή κατά διαχειριστή συστήματος ή, αν η Διαδικασία αφερεγγυότητας δεν αρχίζει εντός κάποιας εργάσιμης ημέρας, την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα. Πιστωτική διευκόλυνση η οποία παρασχέθηκε σε αυτόν τον συμμετέχοντα σε συνάρτηση με το σύστημα έναντι διαθέσιμης υφιστάμενης ασφάλειας, δύναται να χρησιμοποιείται για την εκπλήρωση των κατά το προηγούμενο εδάφιο υποχρεώσεων του συμμετέχοντος στο σύστημα ή σε διαλειτουργικο σύστημα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΙΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
Άρθρο 5
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ
1. Χρόνος έναρξης της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο δημοσιεύεται η σχετική απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου ή της αρμόδιας διοικητικής αρχής.
2. Το δικαστήριο που δημοσιεύει την απόφαση ή η διοικητική αρχή που εκδίδει τη διοικητική πράξη με την οποία αρχίζει Διαδικασία Αφερεγγυότητας, την επιδίδουν αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η επίδοση αυτή πρέπει να έχει πραγματοποιηθεί:
α) εντός της ίδιας ημέρας κατά την οποία δημοσιεύθηκε η απόφαση του δικαστηρίου ή
β) πριν η απόφαση της διοικητικής αρχής δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
3. Αποφάσεις Δικαστηρίων με τις οποίες αρχίζει Διαδικασία. Αφερεγγυότητας αναγράφουν με ακρίβεια την ώρα δημοσιεύσεως τους και διατάσσουν την επίδοση τους στην Τράπεζα της Ελλάδος.
4. Αίτηση πτωχεύσεως ή εν γένει αίτηση ενάρξεως Διαδικασίας Αφερεγγυότητας κατά Συμμετέχοντος σε Συστήματα του άρθρου 10 παρ. 1 του παρόντος επιδίδεται επί ποινή απαραδέκτου στην Τράπεζα της Ελλάδος.
5. Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος που συμμετέχει στο TARGET2-Securities ειδοποιεί αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε Σύστημα, εφόσον λάβει σχετική ειδοποίηση μέσω του TARGET2-Securities και, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο πλαίσιο λειτουργίας του ΤΑRGET2-Securities (T2S), περιλαμβανομένης της Σύμβασης – Πλαισίου T2S.
Όπως προστέθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 110 ΝΟΜΟΣ 4514/2018 και ισχύει από 30/1/2018
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
Άρθρο 6
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμέσως, οπωσδήποτε εντός της ημέρας κατά την οποία επιδόθηκε σε αυτήν απόφαση για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 του παρόντος, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις Αρμόδιες Αρχές.
2. Συμμετέχοντες που έχουν την έδρα τους ή οποιασδήποτε μορφής εγκατάσταση στην Ελλάδα, ανακοινώνουν αμέσως στην Τράπεζα της Ελλάδος τη συμμετοχή τους σε Σύστημα. Οι Συμμετέχοντες του προηγούμενου εδαφίου υποχρεούνται να προβούν στην ανακοίνωση του προηγούμενου εδαφίου εντός τριάντα (30) ημερών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμελλητί τα Ημεδαπά Συστήματα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ), που ιδρύθηκε με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (L 331/84) για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας συμμετέχοντος σε αυτά:
α) όταν επιδίδεται σε αυτήν απόφαση δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 παράγραφο 1 του παρόντος, με την οποία αρχίζει διαδικασία αφερεγγυότητας και
β) όταν λαμβάνει ανακοίνωση από τις Αρμόδιες Αρχές, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε Ημεδαπά Συστήματα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 117 παρ.1 (άρθρο 1 Οδηγ. 2010/78/ΕΕ) Ν.4099/2012, ΦΕΚ Α 250/20.12.2012.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ειδοποιεί αμελλητί τον Διαχειριστή των λοιπών Ημεδαπών Συστημάτων όταν λαμβάνει ενημέρωση για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητας Συμμετέχοντος σε αυτά, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 5.
Όπως προστέθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 110 ΝΟΜΟΣ 4514/2018 και ισχύει από 30/1/2018
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
5. Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος παύει να εισάγει στο Σύστημα Εντολές μεταβίβασης προς διακανονισμό για Συμμετέχοντα στο Σύστημα ως προς τον οποίο έχει ειδοποιηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 για την έναρξη Διαδικασίας Αφερεγγυότητος. Ο Διαχειριστής Ημεδαπού Συστήματος που παρείχε ενημέρωση, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 5 παύει να εισάγει στο Σύστημα που διαχειρίζεται Εντολές μεταβίβασης προς διακανονισμό για τον εν λόγω Συμμετέχοντα, αμέσως μόλις λάβει τη σχετική ειδοποίηση μέσω του TARGET2-Securities και χωρίς να περιμένει περαιτέρω ειδοποίηση από την Τράπεζα της Ελλάδος. Την υποχρέωση μη εισαγωγής Εντολών μεταβίβασης προς διακανονισμό για Συμμετέχοντα σε Σύστημα υπέχουν και οι διαχειριστές των λοιπών Ημεδαπών Συστημάτων, αμέσως μόλις λάβουν από την Τράπεζα της Ελλάδος την ενημέρωση της παραγράφου 4.
Όπως προστέθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 110 ΝΟΜΟΣ 4514/2018 και ισχύει από 30/1/2018
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
Άρθρο 7
Δικαιώματα και υποχρεώσεις Συμμετέχοντος σε Ημεδαπά Σύστημα, τα οποία προκύπτουν από ή συνδέονται με τη συμμετοχή του σε αυτό και έχουν γεννηθεί πριν από την κατά το άρθρο 6 παρ. 3 του παρόντος ειδοποίηση του Συστήματος αυτού για την έναρξη της Διαδικασίας Αφερεγγυότητας, δεν θίγονται αναδρομικά από τη διαδικασία αυτήν.
Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός συμμετέχοντος σε διαλειτουργικο σύστημα ή του διαχειριστή συστήματος ενός διαλειτουργικού συστήματος, ο οποίος δεν είναι συμμετέχων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
Άρθρο 8
Το δίκαιο που διέπει το Σύστημα εφαρμόζεται και σε περίπτωση ενάρξεως Διαδικασίας Αφερεγγυότητας κατά Συμμετέχοντος ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη συμμετοχή του στο Σύστημα ή που συνδέονται με αυτήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥΝΤΟΣ
Άρθρο 9
ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΧΩΡΟΥΝΤΟΣ
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 90 παρ.2 Ν.3601/2007, ΦΕΚ Α 178 και με την παρ. 3 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
1. Η Ασφάλεια που έχει παρασχεθεί:
α) σε Συμμετέχοντα ή διαχειριστή συστήματος με σύστημα ή με οποιοδήποτε διαλειτουργικο σύστημα, ή
β) στις κεντρικές τράπεζες των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θίγεται καθ` οιονδήποτε τρόπο από τη Διαδικασία αφερεγγυότητας έναντι:
αα) συμμετέχοντος (στο οικείο σύστημα ή σε διαλειτουργικο σύστημα),
ββ) του διαχειριστή συστήματος διαλειτουργικού συστήματος που δεν είναι συμμετέχων,
γγ) αντισυμβαλλόμενου κεντρικών τραπεζών των κρατών – μελών ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ή
δδ) οποιουδήποτε τρίτου παρέσχε την ασφάλεια,
και μπορεί, με την επιφύλαξη διαφορετικής συμφωνίας μεταξύ ασφαλειολήπτη και ασφαλειοδότη των διατάξεων του ν. 3301/2004, να ρευστοποιηθεί προς ικανοποίηση αυτών των δικαιωμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην επόμενη παράγραφο.
Όταν διαχειριστής συστήματος έχει παράσχει ασφάλεια σε άλλον διαχειριστή συστήματος σε συνάρτηση με διαλειτουργικό σύστημα, τα δικαιώματα του παρέχοντος διαχειριστή συστήματος επί της εν λόγω ασφάλειας δεν θίγονται από την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας έναντι του λαμβάνοντος την ασφάλεια διαχειριστή συστήματος.»
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 129 του άρθρου 2 Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α 87/23.7.2015 (μέτρο εφαρμογής του άρθρου 87 του Κανονισμού 648/2012).
2. Εφόσον υφίσταται ληξιπρόθεσμη οφειλή Συμμετέχοντος σε Σύστημα ή σε διαλειτουργικο σύστημα, στο πλαίσιο λειτουργίας τους, ή Αντισυμβαλλομένου κεντρικής τράπεζας των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά χρηματοπιστωτικά μέσα ή οι πιστωτικές απαιτήσεις επί των οποίων έχει συσταθεί Ασφάλεια κατά την προηγούμενη παράγραφο, επιτρέπεται, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί αναγκαστικής εκποίησης, να εκποιούνται από τον ασφαλειολήπτη ή, εφόσον πρόκειται περί τίτλων ή απαιτήσεων ληξιπρόθεσμων και απαιτητών, να εισπράττονται τα σχετικά ποσά από τον ασφαλειολήπτη ιδίω ονόματι. Η εκποίηση γίνεται χρηματιστηριακώς, μέσω μέλους της οργανωμένης αγοράς που ορίζει ο ασφαλειολήπτης, ή κατ` επιλογήν του, εξωχρηματιστηριακώς, εφόσον αντικείμενο της Ασφάλειας είναι απαιτήσεις εκ τραπεζικών δανείων ή λοιπών πιστώσεων, τίτλοι του Δημοσίου ή και άλλοι τίτλοι τους οποίους διαπραγματεύονται νομίμως κατ` επάγγελμα πιστωτικό ίδρυμα ή επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών διενεργώντας απευθείας συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό με πελάτες τους. Το προϊόν της εκποιήσεως ή το εισπραττόμενο ποσό διατίθεται κατά προτεραιότητα για την ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαιτήσεως. Οταν η Ασφάλεια έχει παρασχεθεί με τη μορφή συμβάσεως πωλήσεως τίτλων με σύμφωνο επαναγοράς και ο υπόχρεος σε επαναγορά καταστεί υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση της υποχρεώσεως του για την καταβολή του τιμήματος, ο ασφαλειολήπτης δύναται αμέσως να διαθέτει ελεύθερα τους τίτλους που είχε αγοράσει.
3. Οι διατάξεις της νομοθεσίας που εφαρμόζονται κατά τη σύσταση ενεχύρου υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος, την αναγκαστική εκποίηση του ενεχύρου αυτού και τη διανομή του πλειστηριάσματος ισχύουν και για τη σύσταση και την αναγκαστική εκποίηση ενεχύρου επί αυλών τίτλων Δημοσίου υπέρ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των κεντρικών τραπεζών των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς και για τη διανομή του πλειστηριάσματος.
4. Οταν παρέχεται ασφάλεια επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή επί δικαιωμάτων σε χρηματοπιστωτικά μέσα σε συμμετέχοντες, διαχειριστές συστημάτων ή Κεντρικές Τράπεζες των κρατών – μελών ή στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου με νόμιμη καταχώριση του δικαιώματος του ασφαλειολήπτη σε Σύστημα ή σε μητρώο ή σε λογαριασμό ή σε αποθετήριο, το εν λόγω δικαίωμα, ιδίως ως προς τη νόμιμη σύσταση του, την εγκυρότητα του και τη διαδικασία αναγκαστικής εκποίησης, διέπεται από το ουσιαστικό δίκαιο του κράτους – μέλους στο οποίο έγινε η καταχώριση του. Η παραπάνω διάταξη ισχύει και στην περίπτωση που ο ασφαλειολήπτης ενεργεί ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό τρίτου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ, ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ
Άρθρο 10
ΟΡΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ, ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΩΝ
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 περίπτωση 1 του παρόντος, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως προς τα εποπτευόμενα ή επιβλεπόμενα από κάθε αρχή Συστήματα, ορίζονται τα Συστήματα «και οι οικείοι διαχειριστές συστημάτων» που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου. Η απόφαση αυτή, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα Συστήματα του άρθρου 2 περίπτωση 1, δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκεί με την παρ.4 άρθρου 42 Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218 και με το άρθρο 117 παρ.2 (άρθρο 1 Οδηγ. 2010/78/ΕΕ) Ν.4099/2012, ΦΕΚ Α 250/20.12.2012.
2. Για την υπαγωγή Συστήματος στις διατάξεις του παρόντος νόμου πρέπει τούτο : α) να διέπεται από το ελληνικό δίκαιο ή να λειτουργεί στην Ελλάδα και β) η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να έχουν εισηγηθεί την υπαγωγή του Συστήματος στις διατάξεις του παρόντος νόμου, αν κρίνουν ότι οι κανόνες που διέπουν το προτεινόμενο Σύστημα είναι ικανοποιητικοί. Ειδικότερα, για τα συστήματα των περιπτώσεων 2 και 3 του άρθρου 1 παράγραφος α` του παρόντος, η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να εισηγηθούν την υπαγωγή των Συστημάτων αυτών στις διατάξεις του παρόντος νόμου, θα πρέπει να έχουν διαπιστώσει ότι υφίστανται ικανοποιητικοί μηχανισμοί αποτροπής συστημικού κινδύνου σε αυτά.
3. Ο κατάλογος των Συστημάτων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου κοινοποιείται αμελλητί με επιμέλεια της Τράπεζας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και στις Αρμόδιες Αρχές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκεμε το άρθρο 5 παρ.1 Ν.4374/2016, ΦΕΚ Α 50/1.4.2016.
4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατά περίπτωση, τροποποιείται ο κατάλογος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου και δύνανται να προστίθενται νέα ή να αφαιρούνται από αυτόν υφιστάμενα Συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και των Συστημάτων της περίπτωσης 1 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου. Η Απόφαση αυτή, με το νέο πλήρη κατάλογο των Συστημάτων δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και κοινοποιείται αμελλητί, με επιμέλεια της Τράπεζας της Ελλάδος, στην Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και στις Αρμόδιες Αρχές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ.2 Ν.4374/2016, ΦΕΚ Α 50/1.4.2016.
Άρθρο 11
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος ή η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορούν να χαρακτηρίσουν Ιδρύματα, κατά την έννοια του παρόντος, επιχειρήσεις που συμμετέχουν σε Συστήματα που εποπτεύουν ή επιβλέπουν, τα οποία εκτελούν μόνο Εντολές μεταβίβασης και σχετικές πληρωμές που αναφέρονται στην παρ. θ` περ. ii του άρθρου 1 του παρόντος, εφόσον:
α) Οι επιχειρήσεις αυτές ευθύνονται για τις οικονομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις παραπάνω Εντολές μεταβίβασης,
β) τρεις τουλάχιστον Συμμετέχοντες στα Συστήματα αυτό είναι Ιδρύματα κατά την έννοια των εδαφίων (ι) έως και (ιν) της περ. β` του άρθρου 1 του παρόντος και
γ) υφίστανται ικανοποιητικοί μηχανισμοί αποτροπής συστημικού κινδύνου στα Συστήματα αυτά, όπως διαπιστώνεται κατόπιν υποβολής των απαραίτητων στοιχείων, πληροφοριών και σχεδίου διαχείρισης κινδύνων.
2. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να επεκταθεί η εφαρμογή του παρόντος και σε Εμμέσως Συμμετέχοντες σε Σύστημα, εάν αυτό δικαιολογείται με κριτήριο το συστημικό κίνδυνο και υπό τον όρο ότι ο Εμμέσως Συμμετέχων είναι γνωστός στο Σύστημα.
Η επέκταση αυτή δεν περιορίζει την ευθύνη του συμμετέχοντος μέσω του οποίου ο Εμμέσως Συμμετέχων διαβιβάζει εντολές μεταβίβασης στο Σύστημα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, κατόπιν εισηγήσεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να επεκταθεί η εφαρμογή του παρόντος και σε ελληνικά Ιδρύματα, που συμμετέχουν άμεσα σε Συστήματα τρίτης, εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, χώρας και στην Ασφάλεια που παρέχεται σε συνάρτηση με τη συμμετοχή στα Συστήματα αυτά κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερόμενου Ιδρύματος.
Άρθρο 12
1. Τα Ημεδαπά Συστήματα αποστέλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος κατάλογο των Συμμετεχόντων και των Εμμέσως Συμμετεχόντων σε αυτά και την ενημερώνουν αμέσως για κάθε νέο ή απερχόμενο Συμμετέχοντα ή Εμμέσως Συμμετέχοντα, αποστέλλοντας κάθε φορά νέο πλήρη κατάλογο.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος και τα Συστήματα ενημερώνουν οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον ως προς το αν Ίδρυμα είναι Συμμετέχων ή Εμμέσως Συμμετέχων σε Σύστημα, καθώς και για τους βασικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία του Συστήματος, ιδίως με τον Κανονισμό Λειτουργίας του.
3. Κάθε Ιδρυμα υποχρεούται, μετά από σχετική αίτηση, να ενημερώνει οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον για τα Συστήματα στο οποία είναι Συμμετέχων ή Εμμέσως Συμμετέχων και να παρέχει πληροφορίες για τους βασικούς κανόνες που διέπουν τη λειτουργία των εν λόγω Συστημάτων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 6 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
Άρθρο 13
1. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορούν να ρυθμίζονται ειδικά θέματα και αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου. Η διάταξη αυτή δεν θίγει αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την έκδοση κανονιστικών αποφάσεων ως προς Συστήματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας.
2. Τα Συστήματα γνωστοποιούν αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε επιδοθείσα σε αυτά αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 του παρόντος.
3. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί αμελλητί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε ανακοίνωση που περιέρχεται σε αυτήν για Ίδρυμα εποπτευόμενο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
4. Το τραπεζικό και επαγγελματικό απόρρητο δεν ισχύει έναντι του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την παροχή σε αυτούς από τα Συστήματα και τους Συμμετέχοντες των ανακοινώσεων που προβλέπονται στον παρόντα νόμο, καθώς και κάθε στοιχείου ή πληροφορίας που κρίνονται απαραίτητα για την ορθή και ασφαλή εφαρμογή του.
Άρθρο 14
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας που προβλέπουν την επιβολή κυρώσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος και την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύνανται να επιβάλλουν Πρόστιμο ύψους μέχρι 190.000 ευρώ στους εποπτευόμενους ή επιβλεπόμενους από αυτές Συμμετέχοντες, εφόσον αυτοί παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος. Σε περίπτωση σοβαρών υποτροπών, το Πρόστιμο δύναται να ανέρχεται σε 380.000 ευρώ.
2. Σε περίπτωση παράβασης των καθηκόντων που απορρέουν από την εκτέλεση των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του παρόντος επιβάλλεται κατά των εντεταλμένων οργάνων Πρόστιμο έως 65,000 ευρώ με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 7 άρθρου 42 (ενσωμάτωση ΟΔΗΓ. 2009/44/ΕΚ) Ν.4021/2011,ΦΕΚ Α 218/3.10.2011.
Άρθρο 15
Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 και της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του Ν. 2548/1997 δεν ισχύουν προκειμένου περί Συστημάτων που εμπίπτουν στις διατάξεις του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 16
Θέματα Ε.Α.Β. ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. α. Συστήνεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) με την επωνυμία “E.A.B. ΠΑΓΙΩΝ”, που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Οικονομικών. Ως σκοπός του νομικού αυτού προσώπου ορίζεται η διαχείριση, συντήρηση και εκμετάλλευση της περιουσίας του.
“β. Τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος του παρόντος, πάγια ακίνητα και κινητά περιουσιακά στοιχεία της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (Ε.Α.Β.) Α.Ε. μεταβιβάζονται κατά ψιλή κυριότητα στην “Ε.Α.Β. ΠΑΓΙΩΝ” χωρίς αντάλλαγμα και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο γ`, ενώ η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (Ε.Α.Β.) Α.Ε. θα διατηρήσει την επικαρπία επί των παγίων αυτών περιουσιακών στοιχείων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.31 Ν.2843/2000,ΦΕΚ Α 219/12.10.2000.
γ. Τo διοικητικό συμβούλιο της Ε.Α.Β. Α.Ε. με απόφασή του, που εγκρίνεται από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, προσδιορίζει τα μεταβιβαζόμενα στην “Ε.Α.Β. ΠΑΓΙΩΝ” περιουσιακά στοιχεία και αναθέτει τη σύνταξη σχετικής έκθεσης στο οριζόμενο από αυτό όργανο. Στην έκθεση αυτή καθορίζονται και εξειδικεύονται πλήρως τα μεταβιβαζόμενα περιουσιακό στοιχεία με ειδικότερους προσδιορισμούς, οι οποίοι, για τα ακίνητα, θα είναι τουλάχιστον το είδος, η θέση και τα όριό τους. Η παραπάνω έκθεση, μετά την έγκρισή της από το διοικητικό συμβούλιο της Ε.Α.Β. Α.Ε. και τον Υπουργό Οικονομικών αποτελεί τίτλο μεταβίβασης, απόσπασμα του οποίου μεταγράφεται ατελώς, κατά τις κείμενες διατάξεις, στα οικεία βιβλία μεταγραφών του αρμόδιου υποΘηκοφυλακείου.
Η ανωτέρω μεταβίβαση απαλλάσσεται από την καταβολή κάθε φόρου, τέλοιις χαρτοσήμου, άλλου τέλους, εισφοράς υπέρ του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή άλλου τρίτου. Ομοίως απαλλάσσεται από κάθε φόρο υπεραξίας που τυχόν θα προκύψει από τη μεταβίβαση αυτήν.
δ. Η “E.A.B. ΠΑΓΙΩΝ” από της συστάσεώς της υπεισέρχεται αυτοδικαίως στα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Ε.Α.Β. Α.Ε., οι οποίες προκύπτουν από δανειακές συμβάσεις.
ε. Τα πάσης φύσεως προνόμια που έχουν παρασχεθεί στην Ε.Α.Β. Α.Ε. με το ν. 43/1975 ισχύουν και υπέρ της “E.A.B. ΠΑΓΙΩΝ”.
στ. Με σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ της Ε.Α.Β. Α.Ε. και της “E.A.B. ΠΑΓΙΩΝ”, παραχωρείται η χρήση του συνόλου ή μέρους των περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται στη δεύτερη έναντι ανταλλάγματος. Με την ίδια σύμβαση μπορεί να συμφωνηθεί η ανάληφη της συντήρησης των παραπάνω στοιχείων από την πρώτη.
ζ. Με προεδρικό διόταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών, ρυθμίζονται θέματα σχετικό με την εν γένει οργόνωση και λειτουργία της “Ε.Α.Β. ΠΑΓΙΩΝ”, τον αριθμό των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, τον τρόπο διορισμού αυτών, ως και το αρμόδιο προς τούτο όργανο, τις αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου και των λοιπών οργόνων της, τους πόρους της, τη διάρθρωση των υπηρεσιών της και τον τρόπο λειτουργίας τους, ως και κάθε άλλο σχετικό με τα ανωτέρω θέμα και μπορεί να προβλέπεται η σύσταση μέχρι δέκα (10) θέσεων προσωπικού και κατανομή των θέσεων αυτών κατά κατηγορίες, κλάδους και ειδικότητες. Για την προσωρινή πλήρωση των παραπάνω θέσεων επιτρέπεται η απόσπαση προσωπικού της Ε.Α.Β. Α.Ε. για διάστημα μέχρι ενός (1) έτους. Η παραπάνω απόσπαση γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Α.Β. Α.Ε., κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.
Μέχρι την έκδοση του ως άνω προεδρικού διατάγματος, η “Ε.Α.Β. Παγίων” εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.31 Ν.2843/2000,ΦΕΚ Α 219/12.10.2000.
2.α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 1 του ν. 43/1975 αντικαθίσταται ως εξής:
“Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να μεταβιβάσει ποσοστό μέχρι σαράντα εννέα τοις εκατό (49%) του μετοχικού κεφαλαίου της Εταιρίας σε τρίτο, στον οποίο μπορεί να αναθέσει και τη διαχείριση της Εταιρίας. Σε κάθε περίπτωση το ποσοστό της συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας δεν μπορεί να είναι κατώτερο του πενήντα ενός τοις εκατό (51%).”
β. Οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 1 του ν. 43/1975 καταργούνται
γ. Διατάξεις του καταστατικού της Ε.Α.Β. Α.Ε. και αποφάσεις των οργάνων της, εφόσον έρχονται σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παύουν να ισχύουν.
3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν τις κείμενες διατάξεις νόμων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις της Ε.Α.Β. Α.Ε..
Άρθρο 17
Θέματα Χ.Π.Α.
1. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Το υποψήφιο μέλος διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με τριακόσια εκατομμύρια δραχμές. Σε περίπτωση που το υποψήφιο μέλος είναι μέλος του Χ.Α.Α., πρέπει να διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με πεντακόσια εκατομμύρια δραχμές. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα παραπάνω ποσά μπορούν να αναπροσαρμόζονται.»
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του Ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Κάθε σύμβαση επί παραγώγων στο Χ.Π.Α. καταρτίζεται μεταξύ της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) και των παραγγελέων, οι οποίοι εκπροσωπούνται από τα Μέλη του Χ.Π.Α..»
3. Η περίπτωση β΄της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Το υποψήφιο μέλος διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον μέσο με ένα δισεκατομμύριο δραχμές, εφόσον εκκαθαρίζει αποκλειστικά συναλλαγές πού διενεργεί το ίδιο ως μέλος του Χ.Π.Α.. Σε περίπτωση που το υποψήφιο μέλος της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) εκκαθαρίζει και/ή συναλλαγές που διενεργούν άλλα μέλη του Χ.Π.Α., το υποψήφιο μέλος πρέπει να διαθέτει μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο με τέσσερα δισεκατομμύρια δραχμές, να καταρτίζει με τα μέλη του Χ.Π.Α. τις σχετικές συμβάσεις για τη μετάθεση της εκκαθάρισης και να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που εκάστοτε θέτει το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.). Με απόφαση του Υπουργού, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα παραπάνω ποσά μπορούν να αναπροσαρμόζονται.»
4. Υφιστάμενα, κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ του παρόντος νόμου, μέλη της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) δικαιούνται να εκκαθαρίζουν χρηματιστηριακές συναλλαγές επί παραγώγων επί έξι (6) μήνες μετά τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος νόμου, ακόμη και αν δεν πληρούν τις οριζόμενες στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου προϋποθέσεις ύψους κεφαλαίου.
5. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 24 του Ν. 2533/1997 καταργείται.
6. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 2533/1997 προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Η ολοκλήρωση του χρηματικού διακανονισμού από την Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) προς τα μέλη της συνιστά εκπλήρωση των χρηματικών της υποχρεώσεων από τις συναλλαγές επί παραγώγων έναντι των αντισυμβαλλομένων της παραγγελέων.»
7. Στο άρθρο 25 του Ν. 2533/1997 προστίθεται νέα παράγραφος 3, που έχει ως εξής:
«3. Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης μετάθεσης εκκαθάρισης που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 21 του παρόντος, το μέλος της Εταιρείας Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) έχει υποχρέωση να εκκαθαρίζει κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου τις καταρτισθείσες συναλλαγές μέχρι και την ημέρα της κοινοποίησης της καταγγελίας της σύμβασης στην Εταιρεία Εκκαθάρισης Συναλλαγών Επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.).»
8. Η παρ. 3 του άρθρου 29 του Ν. 2533/1997 καταργείται.
9. Στο τέλος του τελευταίου εδαφίου του στοιχείου η΄ της παρ. 4 του άρθρου 31 του Ν. 2533/1997 προστίθενται οι λέξεις:
«ή σε άλλο φορέα Συστήματος Παρακολούθησης `Αυλων Τίτλων».
Άρθρο 18
Θέματα λιμένων
1. Τα Λιμενικά Ταμεία της χώρας δύνανται να υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α΄). Για κάθε Λιμενικό Ταμείο που προκρίνεται να υπαχθεί στις διατάξεις αυτές, εκδίδεται προεδρικό διάταγμα, με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, με το οποίο προβλέπεται η υπαγωγή αυτή και ή μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρία (Α.Ε.) και καταρτίζεται το καταστατικό αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, του Ν. 2414/1966 και του κ.ν. 2190/1920. Έδρα της Α.Ε. ορίζεται η έδρα που είχε το Λιμενικό Ταμείο που μετατρέπεται. Οι διατάξεις του άρθρου 28 του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α΄) δεν θίγονται.
2. Οι Α.Ε. της παραγράφου 1 είναι ανώνυμες εταιρίες κοινής ωφέλειας, με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λειτουργούν κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, απολαμβάνουν διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος και του κ.ν. 2190/1920 και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν κάθε φορά. Οι διατάξεις του β.δ. 14/19.1.1939 και του α.ν. 2344/1940 (ΦΕΚ 154 Α΄), όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται αναλόγως στις Α.Ε. του παρόντος, εκτός εκείνων που αναφέρονται σε θέματα τα οποία ρυθμίζονται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος και των νόμων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.
3. α) Η κινητή και ακίνητη περιουσία του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που μετατρέπεται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου περιέρχονται στην Α.Ε., η οποία υπεισέρχεται αυτοδικαίως σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Προκειμένου περί ακινήτων ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων του Λιμενικού Ταμείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, που περιέρχονται στην Α.Ε., η επερχόμενη, από την έναρξη της ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής, μετατροπή και υποκατάσταση σημειώνεται ατελώς στα βιβλία μεταγραφών των αρμόδιων υποθηκοφυλακείων. Οι μεταβιβάσεις αυτές απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφοράς. καθώς και δικαιώματα υπέρ οποιουδήποτε τρίτου.
β) Οι εκκρεμείς δίκες του Λιμενικού Ταμείου, ως νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, συνεχίζονται από την Α.Ε., χωρίς να επέρχεται βίαια διακοπή τους και χωρίς να απαιτούνται άλλες ειδικότερες διατυπώσεις ή ενέργειες για τη συνέχιση τους. Προβλήματα δικαιοδοσίας που μπορεί να προκύψουν επιλύονται από τα δικαστήρια στα οποία εκκρεμούν οι υποθέσεις.
4. Οι Α.Ε. του παρόντος άρθρου υπόκεινται μόνο σε φόρο εισοδήματος και απολαμβάνουν όλα τα προνόμια που απολαμβάνει το Δημόσιο στις δημόσιες και ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές του. Στις ίδιες Α.Ε. εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 28 του Ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α΄).
5. Η μελέτη και εκτέλεση έργων στην περιοχή αρμοδιότητας των Α.Ε. του παρόντος άρθρου εγκρίνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Ε., προκειμένου, όμως, για έργα εθνικού επιπέδου, απαιτείται η έγκριση της πράξης του Διοικητικού Συμβουλίου, πριν την εκτέλεση της, και από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, ο οποίος εποπτεύει τις Α.Ε. στον τομέα των έργων, εφαρμοζομένων σε αυτά των διατάξεων του Π.Δ. 649/1977 (ΦΕΚ 212 Α΄) και του Π.Δ. 427/1987 (ΦΕΚ 191 Α΄).
6. Τα κατά το άρθρο 14 του α.ν. 2344/1940 (ΦΕΚ 154 Α΄) λιμενικά έργα, καθώς και προσχώσεις στη θάλασσα προς εξυπηρέτηση της επιβατικής και εμπορικής κίνησης των λιμένων αρμοδιότητας των Α.Ε. του παρόντος άρθρου, εκτελούνται ύστερα από την έκδοση κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και Εμπορικής Ναυτιλίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού και κατά παρέκκλιση του άρθρου 9 του προαναφερόμενου νόμου.
7. Οι αναγκαίοι για την εκπλήρωση του σκοπού των Α.Ε. του παρόντος άρθρου κανονισμοί εκδίδονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Διευθύνοντα Συμβούλου. Μέχρι την έκδοση των κανονισμών του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής.
8. Οι Α.Ε. του παρόντος άρθρου μπορούν:
α) Να συνιστούν, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, θυγατρικές εταιρίες και να συμμετέχουν σε άλλες εταιρίες ή επιχειρήσεις που έχουν σκοπό την εκμετάλλευση των χώρων και ανάπτυξη δραστηριοτήτων και σε άλλους λιμένες εντός ή εκτός της χώρας ή έχουν παρεμφερή με το δικό τους σκοπό και γενικά έχουν σκοπούς συναφείς ή υποβοηθητικούς της δραστηριότητας τους, καθώς και να συνεργάζονται με αυτές.
β) Να παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα, κράτη ή διεθνείς οργανισμούς, ιδίως στον τομέα των μεταφορών.
γ) Να φροντίζουν για την επαγγελματική εκπαίδευση των εργαζομένων σε αυτήν.
δ) Να δημιουργούν κατάλληλη ερευνητική υποδομή και να εκπονούν πάσης φύσεως έρευνες και μελέτες για θέματα που άπτονται των σκοπών τους.
ε) Να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που έχουν στόχο την προώθηση των θεμάτων που άπτονται του σκοπού τους είτε στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε σε εθνικό ή παγκόσμιο επίπεδο.
9. α) Οι μετοχές των Α.Ε. του παρόντος άρθρου μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή και σε οποιοδήποτε διεθνώς αναγνωρισμένο Χρηματιστήριο Αξιών με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων, με την προϋπόθεση ότι το ποσοστό συμμετοχής του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρίας παραμένει τουλάχιστον 51%.
β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας δύναται να τίθενται όρια μεταβίβασης μετοχών των Α.Ε. του παρόντος άρθρου ανά επενδυτή, για το ποσοστό του κεφαλαίου τους που απομένει πέραν του ελάχιστου ποσοστού του 51% που ανήκει στο Δημόσιο.
10. α) Εντός έτους από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής συντάσσεται και τίθεται σε εφαρμογή, μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε. και γνώμη της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης υπαλλήλων, ο Κανονισμός Εσωτερικής Οργάνωσης και Λειτουργίας (Κ.Ε.Ο.Λ.) της Εταιρίας, ο οποίος δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στον Κ.Ε.Ο.Λ. καθορίζονται οι υπηρεσιακές μονάδες της Εταιρίας και ο τρόπος λειτουργίας τους.
β) Εντός έτους από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής συντάσσεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Ε. ο Γενικός Κανονισμός Προσωπικού (Γ.Κ.Π.) της Εταιρίας, ο οποίος μετά από γνώμη της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης υπαλλήλων εγκρίνεται με κοινή απόφαση των αρμόδιων Υπουργών και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ) Αν η γνώμη που προβλέπεται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ δεν διατυπωθεί μέσα σε ένα (1) μήνα από την ημέρα που θα ζητηθεί, δεν είναι απαραίτητη. Αν η γνώμη που προβλέπεται στην περίπτωση β΄ είναι αρνητική, ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία περί διαιτησίας.
δ) Μέχρι τη δημοσίευση του Κ.Ε.Ο.Λ. και του Γ.Κ.Π. και την κατάρτιση της πρώτης Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που πρέπει να καταρτιστεί εντός έτους από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής και υπογράφεται από την πλέον αντιπροσωπευτική δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων στην Εταιρία, εξακολουθούν να εφαρμόζονται στην Εταιρία οι κανονισμοί και οι διατάξεις που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής.
11. Στις κάθε είδους, τύπου, φύσης και περιεχομένου δικαιοπραξίες, που έχουν συναφθεί και ευρίσκονται σε ισχύ μέχρι την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής, στις οποίες το μοναδικό ή ένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη είναι το μετατρεπόμενο Λιμενικό Ταμείο ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος το νομικό πρόσωπο της Α. Ε., χωρίς κανένα από τα Συμβαλλόμενα Μέρη να δικαιούται να ζητήσει για το λόγο αυτόν τη λύση των ανωτέρω δικαιοπραξιών ή τη μη εκτέλεση αυτών ή τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, που απορρέουν από αυτές.
12. Όπου στην ισχύουσα νομοθεσία ή σε έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά, αναγράφεται η επωνυμία του Λιμενικού Ταμείου που μετατρέπεται, νοείται, από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος υπαγωγής, η Α.Ε..
13. Οι νόμοι και τα προεδρικά διατάγματα, ως και οι υπουργικές αποφάσεις που εκδόθηκαν κατ΄ εξουσιοδότηση αυτών, που ισχύουν σήμερα και αφορούν το Λιμενικό Ταμείο που μετατρέπεται, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν καταργούνται ή τροποποιούνται από τον παρόντα νόμο ή δεν αντίκεινται σε αυτόν ή στο Ν. 2414/1996 και τον κ.ν. 2190/1920.
14. Οι Α.Ε. του παρόντος άρθρου εξασφαλίζουν όλες τις λιμενικές εξυπηρετήσεις στις δημόσιες υπηρεσίες και ένοπλες δυνάμεις. Τα σκάφη του Λ.Σ. απαλλάσσονται της καταβολής τελών και δικαιωμάτων για την εξυπηρέτηση τους στις εγκαταστάσεις των Α.Ε.
15. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας δύναται να ανατίθεται σε ελεγκτικές εταιρίες ο διαχειριστικός έλεγχος των Α.Ε. του παρόντος άρθρου.
16. Το μετοχικό κεφάλαιο των Α.Ε. του παρόντος άρθρου που θα αναγράφεται στο καταστατικό τους αφορά λογιστική διευκόλυνση των Εταιριών και δεν θα καταβάλλεται σε χρήμα ούτε θα συμψηφίζεται κατά οποιονδήποτε τρόπο με την αξία των περιουσιακών στοιχείων, με την οποία θα σχηματιστεί οριστικά το τελικό μετοχικό τους κεφάλαιο.
17. Οι διατάξεις του κ.ν. 5167/1932 και του Ν.Δ. 1254/1949, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, καθώς και οι λοιπές διατάξεις περί φορτοεκφορτώσεων στα λιμάνια της χώρας ισχύουν και για τις Α.Ε. του παρόντος άρθρου.
18. Προκειμένου να υπολογιστούν οι εκπιπτόμενες, από τα ακαθάριστα έσοδα των Α.Ε. του παρόντος άρθρου, αποσβέσεις επί της αξίας των εισφερόμενων από τα Λιμενικά Ταμεία πάγιων περιουσιακών στοιχείων, ως βάση θα λαμβάνεται η αναπόσβεστη αξία ή η οριστικώς αναγνωρισθείσα, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις, εκάστου πάγιου περιουσιακού στοιχείου, προσαυξημένη κατά την αναλογούσα σε αυτήν υπεραξία, η οποία προέκυψε κατά τη μετατροπή. Οι υπολογιζόμενες αποσβέσεις επί της υπεραξίας, η οποία αναλογεί στην αποσβεσθείσα αξία των εισφερόμενων από τα Λιμενικά Ταμεία πάγιων περιουσιακών στοιχείων, δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των εκ μετατροπής προερχόμενων Α.Ε., προκειμένου να υπολογιστούν τα καθαρά κέρδη αυτών με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Στο τακτικό προσωπικό του Λιμενικού Ταμείου που μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία, καθώς και το προσωπικό που προσλαμβάνεται στις ανώνυμες εταιρείες του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 12, 13, 14 παράγραφος 3 και 17 παράγραφος 3 του Ν. 2688/1999 (ΦΕΚ 40 Α΄).
19. Σε κάθε εργασία φόρτωσης και εκφόρτωσης που εκτελείται στην περιοχή τοπικής αρμοδιότητας της Επιτροπής Ρυθμίσεως Φορτοεκφορτώσεων Λιμένα (Ε.Ρ.Φ.Λ.) Ελευσίνας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Ν. 1473/1950 (ΦΕΚ 169 Α΄) η καταγραφή, η παραλαβή και η παράδοση των εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων από και προς τα πλοία γίνεται από τους ειδικούς υπαλλήλους παραλαβής και παράδοσης εμπορευμάτων (σημειωτές) που είναι εφοδιασμένοι από τον Οργανισμό Λιμένα Πειραιά με σχετική άδεια άσκησης επαγγέλματος και σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τον Κανονισμό Εργασίας, ο οποίος έχει εγκριθεί με την 3422.36/1/92/ 18.12.1992 (ΦΕΚ 753 Β΄) απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ο καθορισμός των τιμολογίων εργασίας για την εφαρμογή του παρόντος γίνεται από την ανωτέρω Ε.Ρ.Φ.Λ..
Άρθρο 19
Ειδικές ρυθμίσεις για την υπαγωγή στο N. 2601/1898 επενδύσεων ή / και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού για τη μετεγκατάσταση και αποκατάσταση των ζημιών των μεταποιητικών επιχειρήσεων των Νομών Αττικής και Βοιωτίας, αντίστοιχα, που επλήγησαν από το σεισμό της 7.9.1999
1. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου έχουν εφαρμογή για την υπαγωγή στο Ν. 2601/1998 επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, που αφορούν μεταποιητικές επιχειρήσεις του άρθρου 3 παρ. 1, περίπτωση α΄ του ως άνω νόμου, που οι εγκαταστάσεις τους βρίσκονται στις περιοχές των Νομών Αττικής και Βοιωτίας, οι οποίες σύμφωνα με τις σχετικές κοινές υπουργικές αποφάσεις έχουν χαρακτηρισθεί σεισμόπληκτες λόγω του σεισμού της 7.9.1999, θα καθοριστούν ονομαστικά ως σεισμόπληκτες επιχειρήσεις με αποφάσεις του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, που δημοσιεύονται στο Φ.Ε.Κ. κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 της υπ΄ αριθ. ΟΙΚ3751/ ΤΠ31/ 10.9.99 κοινής υπουργικής απόφασης (ΦΕΚ 1712/Β΄/10.9.1999), εφόσον:
i. Τα βιομηχανοστάσια τους έχουν καταστραφεί από το σεισμό αυτόν ή έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές από τον ίδιο σεισμό και έχει συνταχθεί γι΄ αυτά Πρωτόκολλο «Επικινδύνως Ετοιμόρροπου Κτίσματος» από τον Τομέα Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βιομηχανίας (Τ.Α.Σ.Β.) του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ή
ii. Τα βιομηχανοστάσια τους έχουν μεν χαρακτηριστεί ως επισκευάσιμα (κίτρινα), αλλά έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές στο φέροντα οργανισμό τους από τον εν λόγω σεισμό και η επισκευή τους κρίνεται ασύμφορη σύμφωνα με σχετική γνωμάτευση του Τ.Α.Σ.Β.. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις βάσει των οποίων στη δεύτερη αυτήν περίπτωση κρίνεται ασύμφορη η επισκευή των βιομηχανοστασίων, καθώς και οι αναγκαίες διαδικασίες, δικαιολογητικά και λοιπές λεπτομέρειες.
Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται τόσο στις περιπτώσεις που τα βιομηχανοστάσια των επιχειρήσεων είναι ιδιόκτητα, όσο και στις περιπτώσεις που αυτά είναι μισθωμένα.
2. Οι επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού των ως άνω επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Αττικής πρέπει να αφορούν στη μετεγκατάσταση τους μέσα σε ΒΙΟ.ΠΑ. ή σε Τεχνολογικά Πάρκα του ίδιου νομού ή τη Ζώνη Λαυρεωτικής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 4 του Ν. 2601/1998.
Οι επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού των ως άνω επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Βοιωτίας πρέπει να αφορούν μόνο στην αποκατάσταση των ζημιών τους για την επαναλειτουργία τους στην ίδια θέση.
Ως επένδυση ή/και πρόγραμμα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, νοείται η μετεγκατάσταση και επαναδημιουργία της καταστραφείσας μονάδας με το βιομηχανοστάσιο της, τις εγκαταστάσεις της και τον εξοπλισμό της, προκειμένου για τις μονάδες που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Αττικής και η αποκατάσταση των ζημιών προκειμένου για τις μονάδες που είναι εγκατεστημένες στο Νομό Βοιωτίας.
Με τις ως άνω επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού δεν μπορεί να δημιουργείται στη μονάδα συνολική ισχύς και κινητήρια δύναμη μεγαλύτερη εκείνης που σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας της υπήρχε προ του σεισμού.
Στα πλαίσια των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού του παρόντος άρθρου, ενισχυόμενες δαπάνες είναι εκείνες που καθορίζονται στην περίπτωση (α) της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 2601/1998, όπως ισχύει, εκτός από εκείνες που καθορίζονται στις υποπεριπτώσεις xv, xvi, xνii, xνiii, xix. xx, xxi και xxii.
Τα επενδυτικά έργα ή/και συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 7.9.1999 και μέχρι την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στις διατάξεις του Ν. 2601/1998, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, θεωρούνται ενισχυόμενα, μη ισχύουσας εν προκειμένω της προϋπόθεσης του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ. 8 του άρθρου 6 του Ν. 2601/1998.
3. Η υποβολή των αιτήσεων υπαγωγής στο Ν. 2601/1998 των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού, που εντάσσονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, μπορεί να γίνεται το αργότερο εντός έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στο Φ.Ε.Κ., μη ισχύουσας γι΄ αυτές της χρονικής περιόδου που ορίζεται στην παρ. 1 (α) του άρθρου 8 του Ν. 2601/1998. Κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής δεν απαιτείται η καταβολή του χρηματικού ποσού που καθορίζεται στην παρ. 4 του άρθρου 8 του Ν. 2601/1998. Με την ολοκλήρωση της επένδυσης μετεγκατάστασης πρέπει να έχουν κατεδαφιστεί τα ετοιμόρροπα παλαιά βιομηχανοστάσια και να έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της μετεγκατασταθείσας μονάδας στην παλαιά θέση.
4. Στο πλαίσιο εφαρμογής των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, κάθε επιχείρηση δικαιούται μίας μόνο υπαγωγής στο Ν. 2601/1998 επένδυσης ή/και προγράμματος χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού.
5. Το ελάχιστο ύψος των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού για την υπαγωγή στις διατάξεις του Ν. 2601/1998 σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου, ορίζεται στο ποσό των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών προκειμένου για τις βιοτεχνικές επιχειρήσεις και στο ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών για τις λοιπές μεταποιητικές επιχειρήσεις, μη εφαρμοζομένου του κατά περίπτωση ελάχιστου ύψους που ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2601/1998.
6. Το ενισχυόμενο κόστος επένδυσης ή/και προγράμματος χρηματοδοτικής μίσθωσης, που μπορεί να υπαχθεί στο Ν. 2601/1998 στο πλαίσιο των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, δεν μπορεί να υπερβεί το ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) δρχ., έστω και αν συνολικά πραγματοποιείται επένδυση ή/και πρόγραμμα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού μεγαλύτερου ύψους.
7. Στις επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού που εντάσσονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου παρέχονται μόνο οι ενισχύσεις της επιχορήγησης και επιδότησης τόκων ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν. 2601/1998 σε τριάντα επί τοις εκατό (30%) αντίστοιχα, μη εφαρμοζομένων εν προκειμένω των ρυθμίσεων της παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 2601/1998 και των ρυθμίσεων των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 5 του ίδιου νόμου με εξαίρεση τις ρυθμίσεις εκείνες της παραγράφου 3, σύμφωνα με τις οποίες παρέχονται ποσοστά επιχορήγησης και επιδότησης τόκων ή/και επιδότησης χρηματοδοτικής μίσθωσης μεγαλύτερα του 30%.
8. Για τις επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 2601/1998 βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου δεν έχει εφαρμογή ο περιορισμός των δεκαπέντε εκατομμυρίων (15.000.000) δραχμών για κάθε νέα μόνιμη θέση απασχόλησης όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2601/1998.
Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 2601/1998, βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, υποχρεούνται να δημιουργήσουν ή/και διατηρήσουν τις θέσεις απασχόλησης που προϋπήρχαν του σεισμού της 7.9.1999 για μία τουλάχιστον πενταετία από την ημερομηνία πιστοποίησης έναρξης της παραγωγικής λειτουργίας της μονάδας σύμφωνα με το Ν. 2601/1998.
9. Για τις επενδύσεις ή/και προγράμματα χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού που υπάγονται στις διατάξεις του Ν. 2601/1998, βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου, δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια προτεραιότητας -υπαγωγής της παρ. 1 του άρθρου 7 του Ν. 2601/1998. Η υπαγωγή των επενδύσεων ή/και προγραμμάτων αυτών στο Ν. 2601/1998 γίνεται εφόσον εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα της επιχείρησης σύμφωνα με τα κριτήρια της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 7 του ως άνω νόμου.
10. Οι επιχειρήσεις δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις της παραγράφου 6β του άρθρου 11 του Ν. 2601/1998 και του αντίστοιχου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του Ν. 1892/1990, για τη μερική ή ολική επιστροφή ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί για επενδύσεις των μονάδων τους που επλήγησαν από το σεισμό της 7.9.1999 και έπαυσε η λειτουργία τους προ της συμπλήρωσης της προβλεπόμενης προθεσμίας, εφόσον για την επαναλειτουργία τους υπαχθούν στις διατάξεις του Ν. 2601/1998 βάσει των ρυθμίσεων του παρόντος άρθρου.
11. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις του Ν. 2601/1998.
12. Κατ΄ εξαίρεση της ρύθμισης της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του Π.Δ. 84/1984 σε περιπτώσεις πρόκλησης σοβαρών ζημιών και προβλημάτων λειτουργίας λόγω εκδήλωσης των αναφερόμενων στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του Ν. 2344/1995 (ΦΕΚ 212 Α΄) φαινομένων ή γεγονότων, επιτρέπεται η μετεγκατάσταση βιοτεχνικών, βιομηχανικών, εμπορικών μονάδων ή επαγγελματικών εργαστηρίων σε ΒΕΠΕ, ΒΙΠΕ, ΒΙΠΑ, ΒΙΟΠΑ, Τεχνολογικά Πάρκα και Επιστημονικά Τεχνολογικά Πάρκα, καθώς και σε περιοχές αντίστοιχων χρήσεων γης ή σε υφιστάμενα κτίρια της περιοχής (Α) του Π.Δ. 707/1979 με την προϋπόθεση ότι υφίσταται οικοδομική άδεια για αντίστοιχες χρήσεις και εγκεκριμένη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
13. Δεν θεωρείται ίδρυση σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 84/1984 η ανακατασκευή κτιριακών εγκαταστάσεων στη θέση κτιρίων που κατέρρευσαν ή κρίθηκαν κατεδαφιστέα ή ακατάλληλα για χρήση, λόγω εκδήλωσης των αναφερόμενων στην παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 2344/1995 (ΦΕΚ 212 Α΄) φαινομένων ή γεγονότων, εφόσον στη θέση αυτή θα επαναλειτουργήσει η ίδια δραστηριότητα από τον ίδιο επιχειρηματικό φορέα και με την προϋπόθεση ότι η συνολική ισχύς και η κινητήρια δύναμη της νέας μονάδας δεν θα υπερβούν τις υφιστάμενες προ της φυσικής καταστροφής. Σε περίπτωση μελλοντικού εκσυγχρονισμού της νέας μονάδας ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του Π.Δ. 84/1984.
14. Οι όροι, οι προϋποθέσεις, η έκταση και η διαδικασία εφαρμογής των ανωτέρω, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.
Άρθρο 20
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση κτηματικές εταιρείες, επιχειρήσεις τυχερών παιγνίων, αθλητικά σωματεία και οργανισμοί κοινής ωφέλειας.»
2. Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του Ν. 2367/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
“δ. Να τοποθετεί τα διαθέσιμα της σε καταθέσεις και βραχυχρόνιες κινητές αξίες σε δραχμές ή συνάλλαγμα, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά και στην κεφαλαιαγορά, καθώς και σε τοποθετήσεις σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.»
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του Ν. 2367/1995 τροποποιείται ως εξής:
«3. Η Εταιρεία Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) μπορεί, επίσης, κατ΄ εξαίρεση, να συμμετέχει στο κεφάλαιο επιχειρήσεων, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, εφόσον η επένδυση της Εταιρείας Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) είναι αποτέλεσμα της άσκησης δικαιώματος που απορρέει από προϋπάρχουσα επένδυση της Εταιρείας Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) στην επιχείρηση και για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών από την εισαγωγή σε χρηματιστήριο.»
4. Στο τέλος της παραγράφου 6 του άρθρου 6 του Ν. 2367/1995 προστίθεται εδάφιο, το οποίο έχει ως εξής:
«Στον υπολογισμό του ανωτέρω ποσοστού 50% συμπεριλαμβάνεται τέλος και το προϊόν από τη ρευστοποίηση των παραπάνω συμμετοχών και για δώδεκα (12) μήνες από το τέλος της χρήσης εντός της οποίας γίνεται η ρευστοποίηση τους.»
Άρθρο 21
Το άρθρο 8 του Ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι κείμενες διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος, όπως ισχύουν κάθε φορά, εφαρμόζονται και στις Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) με τις εξής παρεκκλίσεις:
1. Αντικείμενο του φόρου εισοδήματος στις Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) είναι τα μερίσματα που διανέμονται με οποιαδήποτε μορφή μετά την αναγωγή τους σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που αναλογεί επί τούτων, εξαιρουμένου του τμήματος των μερισμάτων αυτών που προέρχονται: α) από μερίσματα ημεδαπών ανωνύμων εταιριών γενικά ή από κέρδη από συμμετοχή σε ημεδαπές εταιρίες περιορισμένης ευθύνης, τα οποία σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2238/1994 φορολογούνται στο όνομα των εταιριών τούτων και β) από κέρδη του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του ίδιου ως άνω νόμου.
Για την εξεύρεση του πιο πάνω εξαιρούμενου τμήματος μερισμάτων λαμβάνεται ποσό διανεμημένων μερισμάτων ίσο με τη σχέση μεταξύ του ύψους των παραπάνω υπό στοιχεία α΄ και β΄ μερισμάτων και κερδών και του ύψους των κερδών του ισολογισμού.
2. Ο συντελεστής φορολογίας των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%) σε κάθε περίπτωση.
3. Από το ποσό του φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τα παραπάνω εκπίπτουν: α) ο φόρος που παρακρατήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 114 του Ν. 2238/1994 και ο οποίος αναλογεί επί των σχετικών εισοδημάτων που εμπεριέχονται στα φορολογικά κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.), β) ο φόρος που παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε για τα εισοδήματα τα οποία αφ΄ενός μεν φορολογούνται με ειδικό τρόπο και εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης, αφ΄ ετέρου δε εμπεριέχονται στα φορολογητέα κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) και γ) ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για τα εισοδήματα που προέκυψαν σε αυτή και ο οποίος αναλογεί επί των εισοδημάτων τούτων που εμπεριέχονται στα φορολογητέα κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.), μη δυνάμενος ο φόρος αυτός να είναι μεγαλύτερος από το φόρο που προκύπτει με την εφαρμογή επί των εν λόγω εισοδημάτων του συντελεστή φορολογίας των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.).
Για την εξεύρεση των προαναφερόμενων εισοδημάτων που εμπεριέχονται στα φορολογητέα κέρδη των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) εφαρμόζεται ανάλογα το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1.
4. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται η λογιστική εμφάνιση και ο τρόπος παρακολούθησης των αποθεματικών που σχηματίζουν οι Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) από τα κέρδη κάθε χρήσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
5. Τα κέρδη που διανέμουν οι Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) με τη μορφή αμοιβών και ποσοστών, εκτός μισθού, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και αμοιβών στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό, εξαιρουμένου του τμήματος των κερδών αυτών που προέρχονται από τα εισοδήματα των υποπεριπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1, το οποίο εξευρίσκεται με την ανάλογη εφαρμογή του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 1, φορολογούνται στο όνομα των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) μετά την αναγωγή τους σε μικτό ποσό με την προσθήκη του φόρου που αναλογεί επί τούτων. Ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) ή σαράντα τοις εκατό (40%) σε κάθε περίπτωση, ανάλογα αν οι μετοχές των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) κατά τη λήξη της διαχειριστικής χρήσης είναι εισηγμένες ή μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Για την εξεύρεση του οφειλόμενου φόρου της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παραγράφου 3.
6. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 111 του Ν. 2238/1994 δεν εφαρμόζονται στις Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.).
7. Τα μερίσματα που διανέμουν οι Εταιρείες Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) στους μετόχους τους με οποιαδήποτε μορφή δεν υπόκεινται σε φόρο εισοδήματος στο όνομα των τελευταίων, μη ισχυούσης οποιασδήποτε άλλης διάταξης η οποία ορίζει κάτι διαφορετικό. Το ίδιο ισχύει και όταν οι μέτοχοι των Εταιρειών Κεφαλαίων Επιχειρηματικών Συμμετοχών (Ε.Κ.Ε.Σ.) είναι νομικά πρόσωπα τα οποία διανέμουν περαιτέρω τα ως άνω μερίσματα στους εταίρους ή μετόχους αυτών.
Το πρώτο εδάφιο της παρούσας περίπτωσης εφαρμόζεται ανάλογα και για τα διανεμόμενα κέρδη της παραγράφου 5.»
Άρθρο 22
Χρονικό όριο χρήσεως της εξουσιοδοτήσεως πλαισίου του άρθρου 4 του Ν. 1338/1983 (ΦΕΚ 34 Α΄) «Εφαρμογές του κοινοτικού δικαίου», όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του Ν. 1440/1984 (ΦΕΚ 70 Α΄) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του Ν. 1775/1988 (ΦΕΚ 101 Α΄), από το άρθρο 31 του Ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α) και από το άρθρο 19 του Ν. 2367/1995 (ΦΕΚ 261 Α΄), ορίζεται η 31η Δεκεμβρίου 2005.
Άρθρο 23
Στις διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφοι 4 και 7 και του άρθρου 3 παρ. 2 εδάφιο 5 και παρ. 9 εδάφια 1 και 3 του Ν. 2687/1999 (ΦΕΚ 39 Α΄/1.3.1999), όπου προβλέπεται η σύμπραξη του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, αυτή διαγράφεται.
Η διάταξη αυτή ισχύει από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 24
1. «Τα ασφαλιστικά ταμεία αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας προκαταβάλλουν στα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., στο Γενικό Περιφερειακό Νοσοκομείο «ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ», στο ΝΙΜΤΣ και στα στρατιωτικά νοσοκομεία το 90% του συνολικού ποσού που προκύπτει από τα υποβαλλόμενα μηνιαίως σχετικά δικαιολογητικά για δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων τους, το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημερομηνία υποβολής τους.» Η οριστική εκκαθάριση και εξόφληση της συνολικής δαπάνης ολοκληρώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών από την υποβολή των δικαιολογητικών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ.17 Ν.3144/2003,ΦΕΚ Α 111,αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 45 Ν.4278/2014,ΦΕΚ Α 157/4.8.2014.
2. Σε περίπτωση μη εξόφλησης εντός των ως άνω προθεσμιών, τα νοσηλευτικό ιδρύματα μπορούν να απευθύνονται στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την παρακράτηση υπέρ αυτών των υφιστάμενων απαιτήσεών τους, από τις εγγεγραμμένες στον Κρατικό Προϋπολογισμό πιστώσεις για επιχορηγήσεις ή για αποδόσεις εσόδων στα ασφαλιστικό ταμεία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του ν. 2469/1997, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 2606/1998.
3. Ειδικότερα για τα υποβληθέντα στα οικεία ασφαλιστικά ταμεία, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου, δικαιολογητικά δαπανών υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων τους, το ποσοστό προκαταβολής της παραγράφου 1 καταβάλλεται εντός προθεσμίας πενήντα (50) ημερών.
4. Στην περίπτωση δ` της παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α`) προστίθεται δεύτερο εδάφιο ως ακολούθως:
“Επίσης δύναται να αναθέτει στους ανωτέρω φορείς την υποστήριξη των διαδικασιών ανάπτυξης, συντήρησης και αξιοποίησης του Ενιαίου Μητρώου Ανασφαλίστων και οικονομικά Αδυνάτων.”
Άρθρο 25
Η παρ. 1 του άρθρου 3 του α.ν. 148/1967 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αι ανώνυμοι εταιρείαι υποχρεούνται να διανέμουν εις μετρητά, κατά έτος εις τους μετόχους ποσοστόν ελάχιστον τριάκοντα πέντε επί τοις εκατόν (35%) επί των καθαρών κερδών, μετά την αφαίρεσιν μόνον του τακτικού αποθεματικού και των κερδών από την εκποίηση μετοχών οι οποίες κατέχονται τουλάχιστον από δεκαετίας και αντιπροσωπεύουν συμμετοχήν ανωτέρω του 20% επί του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικής των εταιρείας, εφ΄ όσον το κατά το παρόν άρθρο διανεμητέον τμήμα κερδών είναι μεγαλύτερον από το προκύπτον εκ της εφαρμογής της διατάξεως της Περιπτώσεως (β) της παραγράφου 2 του άρθρου 45 του Ν. 2190/1920 «περί Ανωνύμων Εταιρειών», ως ούτως εκωδικοποιήθη δια του β.δ. 174/1963 «περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων του Ν. 2190/1920 και ισχύει.
Η παρούσα διάταξη ισχύει για ισολογισμούς οι οποίοι κλειούν από 31.12.1999 και εφεξής.»
Άρθρο 26
Φορολογικά και οργανωτικά θέματα
1. Οι προθεσμίες που ορίζονται στις περιπτώσεις Α΄ και Γ΄ του άρθρου 14 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄), παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι και την 31η Μαΐου 2000.
2. Για την εφαρμογή της περίπτωσης Β΄ του άρθρου 14 του Ν. 2753/1999, οι προθεσμίες υποβολής της δήλωσης αποδοχής της φορολογητέας αξίας των ακινήτων παρατείνονται μέχρι και 31 Μαΐου 2000, για τις υποθέσεις που οι προθεσμίες λήγουν πριν την ημερομηνία αυτήν.
3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 5 της περίπτωσης Α΄ του άρθρου 14 του Ν. 2753/1999 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου από τη βεβαίωση μήνα και οι υπόλοιπες μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα των μηνών που ακολουθούν.»
4. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 της περίπτωσης Α΄ του άρθρου 14 του Ν. 2753/1999 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αν εξοφληθεί ολόκληρος ο οφειλόμενος φόρος μεταβίβασης ακινήτων και μεγάλης ακίνητης περιουσίας μέσα στην προθεσμία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται έκπτωση ποσοστού πέντε τις εκατό (5%).»
5. Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης Γ΄ του άρθρου 14 του Ν. 2753/1999 διαγράφεται η λέξη «αρχική» και στο τέλος αυτού προστίθεται η φράση: «και δεν έχει κοινοποιηθεί η οικεία πράξη ή φύλλο ελέγχου.»
6. Στο άρθρο 14 του Ν. 2753/1999 προστίθεται περίπτωση Δ΄ που έχει ως ακολούθως:
«Δ. Οι διατάξεις των περιπτώσεων Α΄, Β΄, και Γ΄ του άρθρου 14 του Ν. 2753/1999, όπως ισχύουν για τις υποθέσεις φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας των άρθρων 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34 και 35 του Ν. 2459/1997, εφαρμόζονται και για τις υποθέσεις φόρου ακίνητης περιουσίας των άρθρων 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35 και 36 του Ν. 1249/1982. Για την εφαρμογή της περίπτωσης Γ΄ στις υποθέσεις ακίνητης περιουσίας που αφορούν ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές όπου εφαρμόζεται το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας τους κατά τις διατάξεις των άρθρων 41 και 41α του Ν. 1249/1982, λαμβάνονται υπόψη υποχρεωτικά οι αξίες αυτές.»
7. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου αρχίζει από 17 Νοεμβρίου 1999.
8. Οι τόκοι, οι οποίοι προκύπτουν από ομολογίες που εκδίδουν στην ημεδαπή επιχειρήσεις που εδρεύουν στην Ελλάδα έχουν την ίδια φορολογική αντιμετώπιση με τους τόκους που προκύπτουν από ομολογίες τις οποίες εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο στην Ελλάδα.” “Για τους τόκους που προκύπτουν από τις ομολογίες αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρου 6Ν.3522/2006,ΦΕΚ Α 276,και με την παρ.1 άρθρ.19 Ν.3610/2007,ΦΕΚ Α 258, ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από την έναρξη ισχύος του ν. 4172/2013, με τηνπαρ. 20 άρθρου 72 του αυτού (4172) νόμου που προστέθηκε με το άρθρο 26 παρ.9 Ν.4223/2013, ΦΕΚ Α 287/31.12.2013.
Την ίδια μεταχείριση έχουν και ομολογίες που εκδίδονται από εταιρείες ή επιχειρήσεις που εδρείιουν στην αλλοδαπή, η πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου των οποίων ανήκει σε ημεδαπό πιστωτικά ιδρύματα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του Ν.3049/2002 (Α΄ 212) ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.7 άρθρου 6 Ν.3522/2006,ΦΕΚ Α 276/22.12.2006
9. Η προθεσμία που αναφέρεται στην παρ. 4 του άρθρου 25 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α΄), για την απόδοση του οφειλόμενου τέλους έξι τοις εκατό (6%), παρατείνεται και ισχύει από τότε που έληξε μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιουνίου του έτους 2000, χωρίς την επιβολή οποιασδήποτε κύρωσης.
10. Η περίπτωση β΄ της παρ. 1 του άρθρου 63 του Ν. 2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Για τα πρόσωπα που είναι κάτοικοι αλλοδαπής και έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν δήλωση στην Ελλάδα, εφόσον δεν υπάγονται στην περίπτωση α΄, αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Κατοίκων Εξωτερικού ή ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.»
Άρθρο 27
Εγγράφεται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων ποσό 2,75 δισεκατομμυρίων δραχμών προς ρύθμιση εκκρεμοτήτων της Ελληνικής Βιομηχανίας Αλουμίνας Α.Ε..
Το ποσό αυτό θα χορηγηθεί στην Ε.Τ.Β.Α. Α.Ε., η οποία και θα το εκταμιεύσει στην Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας Α.Ε. ως κάλυψη ισόποσης αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου.
Η καταβολή του εν λόγω ποσού από την Ελληνική Βιομηχανία Αλουμίνας Α.Ε. προς την Ρωσική Εταιρεία ISC «V/Ο Zarubezhtsvetrner», εν όψει συμβιβαστικής επίλυσης των συνολικών μεταξύ τους διαφορών των προερχομένων από τη σύμβαση υπό στοιχεία ELVA Νο ES-101/7.4.1987, δεν υπόκειται σε φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα ούτε σε Φ.Π.Α..
Άρθρο 28
Θέματα φορολογίας εισοδήματος
1. Τα καθαρά εισοδήματα των επιχειρήσεων πώλησης ή παραγωγής που τηρούν βιβλία και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, που προκύπτουν από το λογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων τους, όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, όπως ισχύει, δεν μπορεί να είναι ανώτερα από τα καθαρά κέρδη που προσδιορίζονται εξωλογιστικά προσαυξημένα κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) αυτών.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και στις επιχειρήσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 33 του Ν. 2238/1994, όπως ισχύει, για τον προσδιορισμό των φορολογούμενων κερδών του κλάδου πώλησης ή παραγωγής αυτών.
3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων ισχύουν για τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.8 άρθρ.4 Ν.2873/2000 ΦΕΚ Α 285/28.12.2000.
4. Η προθεσμία υποβολής συμπληρωματικών δηλώσεων της παρ. 1 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994 από τους υπόχρεους που αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 3 του Ν. 2753/1999 παρατείνεται για τέσσερις (4) ακόμη μήνες και λήγει στις 17 Ιουνίου του 2000.
Άρθρο 29
1. Από την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 7 του άρθρου 19 του π.δ. 774/1980 περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου ισχυουσών διατάξεων κ.λπ.(ΦΕΚ 189 Α`), όπως προστέθηκε με το άρθρο 15 του ν.2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α) και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α), εξαιρούνται οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών που συνάπτονται κατά την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α), όπως ισχύει, την παρ.3 του άρθρου 1, παρ. 1 του άρθρου 3 και παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2526/1997 (ΦΕΚ 205 Α), όπως ισχύει, την παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2628/1998 (ΦΕΚ 151 Α) και την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 483/1974 (ΦΕΚ 184 Α ) “καθώς και κατά την παράγραφο 8 του άρθρου 10 του Ν. 2642/1998 (ΦΕΚ 216 Α`)
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 32 Ν.2937/2001, ΦΕΚ Α΄169
«και την περίπτ. δ) του άρθρου 13 του π.δ. 60/2007 (ΦΕΚ 64 Α), με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται με ΟΤΑ.»
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε την παρ.3 άρθρου 39 Ν.3844/2010,ΦΕΚ Α 63/3.5.2010
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 28.9.1999.
Σχετικό:το άρθρο 48 παρ.3 Ν.3871/2010,ΦΕΚ Α 141/17.8.2010
Σχετικό: άρθρου 5 του ν.3049/2002
2. Στο άρθρο 10 του ν.2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α) προστίθεται παράγραφος 7 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
“7. Η αντιμισθία του προέδρου του ΟΠΑΔ για την προσφερόμενη διοικητική εργασία, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και βαρύνει, μέχρι την έναρξη της κύριας δραστηριότητας του Οργανισμού, τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών.”
Άρθρο 30
1. Κατ` εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31. 12.2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50% του ληφθέντος κεφαλαίου κατ` ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση:
α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31.12.1985 ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτήν,
β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.1990,
γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31.12.2000.
Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94.
Σχετικό: παρ.6 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/95.2001
2.”`Ολες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα (1) έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα προσδιορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος.” Το αυτό ισχύει και για εισπραχθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσό από διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, τηρουμένων κατά τα λοιπό των διατάξεων του K.Πολ.Δ.. Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσό, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94.
3. Υφιστάμενες ασφάλειες κάθε μορφής, που έχουν παρασχεθεί στα πιστωτικά ιδρύματα από τους οφειλέτες, εγγυητές ή τρίτους, εξακολουθούν να ισχύουν και ασφαλίζουν εφεξής το κεφάλαιο και τους τόκους που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή κατά τις παραγράφους 1 και 2, πλέον των τυχόν τόκων της παραγράφου 5.
4. Από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται:
α) Να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή σχετικής αίτησης, στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγρόφου 1, το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους.
β) Να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, μέχρι τις 30 Απριλίου 2000 και να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουv αρχίσει, μέχρι 31η Μαρτίου 2001
Μέχρι την 31.12.2001 αναστέλλεται η υπαγωγή και η έναρξη της διαδικασίας υπαγωγής στα άρθρα 46, 46α και 46β του Ν. 1892/1990 επιχειρήσεων, των οποίων οι οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.8 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/95.2001
Σχετικό:παρ.2 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/95.2001
5. Το ποσό της οφειλής, όπως θα διαμορφωθεί κατ` εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, θα εκτοκίζεται, από 1.5.2000 και επί ένα εξάμηνο, με το εκάστοτε ισχύον κυμαινόμενο επιτόκιο χορηγήσεων της ίδιας κατηγορίας, εκτός εάν για τη συγκεκριμένη κατηγορία δανείου δεν συνομολογείται κυμαινόμενο επιτόκιο, οπότε θα εφαρμόζεται το ισχύον σταθερό επιτόκιο της κατηγορίας αυτής. Μετά την πάροδο της ως άνω εξαμηνιαίας περιόδου, εάν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, η ως άνω οφειλή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας και οι παραγόμενοι τόκοι θα ανατοκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 2601/1998.
6. Τα πιστωτικά ιδρύματα με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2.
7. Από 1.4.2001 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα, με δήλωσή του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ποσό της απαίτησης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.47 Ν.2873/2000 ,ΦΕΚ Α 285/28.12.2000. Ισχύς από 31 Οκτωβρίου 2000.
Σχετικό: παρ.2 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/95.2001
Σχετικό: παρ.2 άρθρ.47 Ν.2873/2000 ,ΦΕΚ Α 285/28.12.2000
8. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Αρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. “Σε όσες, όμως, από τις παραπάνω περιπτώσεις, πλην εκείνων που ρυθμίστηκαν με διατάξεις νόμου, υφίσταται ανεξόφλητο υπόλοιπο μετά τις 31.12.2000 και τα ποσά που καταβλήθηκαν ή πρόκειται να καταβληθούν κατά τις ισχύουσες συμφωνίες ή με βάση τις τελεσίδικες αποφάσεις υπερβαίνουν το ποσό της συνολικής οφειλής με βάση τον υπολογισμό της παραγράφου 1 του παρόντος, από το ανεξόφλητο αυτό υπόλοιπο διαγράφεται το υπερβάλλον.”
Καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας είτε οποιασδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση και για καμία αιτία.
Κατ` εξαίρεση, προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε., που έχουν ρυθμισθεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωσή τους προς την Τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Τo δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση. Ποσά που έχουν καταβληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος δεν αναζητούνται υποχρεώσεις του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο ρύθμισης χρεών προς την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος με διάταξη νόμου δεν θίγονται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/9.5.2001.
Σχετικό:παρ.4 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/9.5.2001
9. Δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου:
α) Οφειλές επιχειρήσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές – ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμισή τους με ειδικούς όρους. “και εφόσον έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, όπου αυτές απαιτούνται.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/9.5.2001.
β) Οφειλές προς τα πιστωτικά ιδρύματα οι οποίες έχουν υπαχθεί ή διέπονται από τις διατάξεις των νόμων 2000/1991, 1386/1983, 1892/1990, 1641/1986, ν.δ.1138/ 1972, όπως ισχύουν.
γ) Οφειλές εκ πρωτοφειλής ή εξ εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή του Ο.Α.Ε..
δ) Απαιτήσεις εκ δανείων ή πιστώσεων το ύψος των οποίων υπερβαίνει τα επτακόσια πενήντα εκατομμυρια (750.000.000) δραχμές, όπως οι απαιτήσεις αυτές έχουν διαμορφωθεί την 31.12.1999 με υπολογισμό της οφειλής σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν.2601/1998 κατά τράπεζα, δηλαδή αφαιρουμένων των τόκων εξ ανατοκισμών.
Σε περίπτωση που οι απαιτήσεις προέρχονται από εγγυήσεις ιδιωτών, ως βάση υπολογισμού του παραπάνω ορίου λαμβάνεται το ποσό για το οποίο έχει δοθεί η εγγύηση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.9 άρθρ.42 Ν.2912/2001,ΦΕΚ Α 94/9.5.2001
10. Εάν κατά την εφαρμογή των ανωτέρω Διαγραφούν ποσά τόκων εμφανιζόμενα στα λογιστικά βιβλία των πιστωτικών ιδρυμάτων, τούτο δεν θα επιφέρει σε καμία περίπτωση επιβολή προστίμων, προσαυξήσεων ή τελών που προβλέπονται με διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας. Οι σχετικές Διαγραφές θα βαρύνουν τη χρήση κατά τη διάρκεια της οποίας θα πραγματοποιηθούν. Οι αναλογούντες επί των Διαγραφόμενων ποσών των τόκων και οι καταβληθέντες από τα πιστωτικά ιδρύματα στο Δημόσιο πάσης φύσεως φόροι συμψηφίζονται με οφειλόμενους φόρους εντός της χρήσης κατά την οποία θα γίνει η Διαγραφή ή των αμέσως επομένων αυτής τριών κατ` ανώτατο όριο χρήσεων.
11. Τo Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλλει στα πιστωτικά ιδρύματα που χορήγησαν δάνεια βάσει του ν. 1641/1986 και του ν.δ. 1138/1972 τις υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του παρόντος ληξιπρόθεσμες οφειλές των μη εξυπηρετηθέντων από τους δικαιούχους στεγαστικών δανείων εργατικής κατοικίας. Στο Ελληνικό Δημόσιο εκχωρούνται μόνο οι οφειλές προς την Εθνική Τράπεζα οι οποίες έχουν καλυφθεί από τα ίδια διαθέσιμα της πρώην ΕΚΤΕ, νυν Εθνικής.
Η καταβολή των αντίστοιχων ποσών θα πραγματοποιηθεί με την έκδοση από το Ελληνικό Δημόσιο ειδικού ισόποσου ομολογιακού δανείου (άρθρα 31 και 32 του ν. 1914/1990),οι ομολογίες του οποίου θα δοθούν στα πιστωτικά ιδρύματα.
Τα πιστωτικά ιδρύματα θα εκχωρήσουν στο Ελληνικό Δημόσιο τις ως άνω ληξιπρόθεσμες οφειλές τις οποίες τούτο θα ρυθμίσει σε εξήντα (60) μηνιαίες άτοκες δόσεις.
Τα απομένοντα ανεξόφλητα υπόλοιπα των δανείων του ν. 1641/1986 θα εκτοκίζονται του λοιπού από τα πιστωτικά ιδρύματα με το εκάστοτε κυμαινόμενο επιτόκιο.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις έκδοσης του ανωτέρω ομολογιακού δανείου.
Η παράδοση των ομολογιών θα γίνει μετά τη βέβαίωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών που εκχωρούνται στο Ελληνικό Δημόσιο.
12. Οι απαιτήσεις οι οποίες είναι βεβαιωμένες στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) υπέρ της Ε.Τ.Ε. (πρώην Ε.Κ.Τ.Ε.) του ν.δ. 1136/1972 (ΦΕΚ 63 Α`) διαγράφονται οίκοθεν με πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) στην οποία είναι βεβαιωμένες.
Σημ.: όπως η παρ.12 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.11 Ν.2873/2000 ΦΕΚ Α 285/28.12.2000.
Σχετικό: παρ.10 άρθρ.42 Ν.2912/2001, ΦΕΚ Α 94/9.5.2001
Άρθρο 31
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως Νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 2000
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 2000
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ
Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
ΠΕΡΙΒ/ΝΤΟΣ, ΧΩΡ/ΞΙΑΣ & ΔΗΜ. ΕΡΓΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Κ. ΛΑΛΙΩΤΗΣ Λ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΕΥΑΓ.ΠΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Μ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ
Σ. ΣΟΥΜΑΚΗΣ Ι. ΜΑΓΚΡΙΩΤΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 10 Φεβρουαρίου 2000
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ