ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ.2778 ΦΕΚ Α’ 295/30.12.1999
Αμοιβαία Κεφάλαια Ακίνητης Περιουσίας-Εταιρείες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
Άρθρο 1
Ορισμός αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας
Το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας είναι ομάδα περιουσίας η οποία σχηματίζεται από:
α) ακίνητα, δικαιώματα αγοράς ακινήτων δια προσυμφώνων και μετοχών ανώνυμων εταιρειών κατά την έννοια των περιπτώσεων α` έως γ` της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του παρόντος,
β) μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 3283/2004.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρου 18 Ν.3581/2007, ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
Άρθρο 2
Διαχείριση του αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας δεν έχει νομική προσωπικότητα. Η διαχείριση του ασκείται από Ανώνυμη Εταιρία Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.), που συνιστάται και λειτουργεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις επόμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου ή είναι εταιρία διεπόμενη από τις διατάξεις του Ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α΄) που πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 7 του παρόντος άρθρου. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου με τον όρο “Α.Ε.Δ.Α.Κ.” νοούνται εταιρίες και των δύο ανωτέρω κατηγοριών.
2. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. λαμβάνει υποχρεωτικά τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και έχει ως αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση αμοιβαίων κεφαλαίων, στην οποία περιλαμβάνεται και η διαχείριση ενός ή περισσοτέρων αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας. Για τη σύστασή της εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των παραγράφων 1 , 2 και 5 του άρθρου 27 του ν. 1969/1991 όπως ισχύουν. “Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της Α.Ε.Δ.Α.Κ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκτιμά την οργάνωση, τα τεχνικά μέσα της εταιρείας, την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν και την καταλληλότητα των ιδρυτών για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της εταιρείας. Αν η Α.Ε.Δ.Α.Κ. ζητήσει και τη σύσταση αμοιβαίων κεφαλαίων του ν. 1969/1991 , η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει αν τα ανωτέρω πρόσωπα διαθέτουν επίσης εμπειρία στον τομέα των επενδύσεων σε κινητές αξίες.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την αρ.1 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
3. Για την τροποποίηση του καταστατικού της Α.Ε.Δ.Α.Κ., καθώς και για την αύξηση του κεφαλαίου της, απαιτείται άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. `Αδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται και για τη συμβατική μεταβίβαση μετοχών της Α.Ε.Δ.Α.Κ., εφόσον ο αποκτών τις μετοχές συγκεντρώνει με τη μεταβίβαση αυτήν, ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) του κεφαλαίου της εταιρίας. Για τη χορήγηση της άδειας εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 27 του Ν. 1969/1991. Η παράλειψη της άδειας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της μεταβίβασης.
4. Οποιαδήποτε άλλη μεταβολή της μετοχικής σύνθεσης της Α.Ε.Δ.Α.Κ., εκτός αυτής που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο, όπως και οποιαδήποτε μεταβολή της σύνθεσης του διοικητικού της συμβουλίου και των προσώπων που χαράσσουν την επιχειρηματική της πολιτική ή εκπροσωπούν την εταιρία, γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χωρίς καθυστέρηση. Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 27 του Ν. 1969/1991 εφαρμόζεται αναλόγως.
5.α) Το μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε.Δ.Α.Κ. ανέρχεται τουλάχιστον σε δύο εκατομμύρια εννιακόσιες τριάντα πέντε χιλιάδες (2.935.000) ευρώ, που καταβάλλεται ολοσχερώς κατά τη σύστασή της. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Σε περίπτωση αυξήσεως του κατώτατου ορίου του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Ε.Δ.Α.Κ., για τον υπολογισμό του ελάχιστου αναγκαίου ύψους κεφαλαίων των Α.Ε.Δ.Α.Κ. που λειτουργούν λαμβάνονται υπόψη τα ίδια κεφάλαια των εταιρειών αυτών. Οι μετοχές της Α.Ε.Δ.Α. είναι ονομαστικές.
β) Το 51% τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Ε.Δ.Α.Κ. πρέπει να ανήκει σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή και ασφαλιστικές εταιρείες ή/και εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχουν η καθεμία από αυτές (ασφαλιστικές εταιρείες και Ε.Π.Ε.Υ.) ελάχιστο ύψος ιδίων κεφαλαίων τουλάχιστον ίσο προς το εκάστοτε οριζόμενο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικού ιδρύματος ή/και σε ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν ελάχιστο ύψος αποθεματικού δύο εκατομμύρια εννιακόσιες τριάντα πέντε χιλιάδες (2.935.000) ευρώ ή/και σε ένα ή περισσότερα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ελάχιστο απαιτούμενο ύψος αποθεματικού των ασφαλιστικών ταμείων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
6. Δεν επιτρέπεται η συμμετοχή στο κεφάλαιο της Α.Ε.Δ.Α.Κ. εταιριών με κύριο αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή ή εκμετάλλευση ακινήτων σε ποσοστό που υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) για καθεμία από αυτές και το είκοσι τοις εκατό (20%) για το σύνολο εταιριών με το παραπάνω αντικείμενο δραστηριότητας.
7. Ανώνυμες εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, που συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1969/1991, μπορούν να διαχειρίζονται αμοιβαία κεφάλαια ακίνητης περιουσίας εφόσον: α) πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο παρόν άρθρο για τη σύσταση και λειτουργία των Α.Ε.Δ.Α.Κ., β) έχουν λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια για τη διαχείριση και αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας και γ) η διαχείριση των αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας περιλαμβάνεται στο σκοπό των εταιριών αυτών.
Άρθρο 3
Εκπροσώπηση μεριδιούχων
Οι μεριδιούχοι του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας εκπροσωπούνται δικαστικά και εξώδικα από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.. Οι μεριδιούχοι δεν ευθύνονται για πράξεις ή παραλείψεις της εταιρίας αυτής ή του θεματοφύλακα σχετικές με την ενταγμένη στο αμοιβαίο κεφάλαιο περιουσία.
Άρθρο 4
Έδρα αμοιβαίου κεφαλαίου
Το αμοιβαίο κεφάλαιο του παρόντος νόμου θεωρείται ότι έχει την έδρα του στην Ελλάδα, εφόσον η Α.Ε.Δ.Α.Κ. έχει την έδρα της στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτήν η κεντρική διοίκηση του αμοιβαίου κεφαλαίου είναι υποχρεωτικά στην Ελλάδα.
Άρθρο 5
Σύσταση αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Το αμοιβαίο κεφάλαιο του παρόντος νόμου συνιστάται ύστερα από άδεια που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση της Α.Ε.Δ.Α.Κ., εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει προηγουμένως χορηγήσει άδεια λειτουργίας στην Α.Ε.Δ.Α.Κ. και έχει εγκρίνει την εκλογή του θεματοφύλακα και τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
β) Οι διευθύνοντες την Α.Ε.Δ.Α.Κ. και ο θεματοφύλακας διαθέτουν εμπειρία στον τομέα των επενδύσεων σε ακίνητα και ανταποκρίνονται στα κριτήρια καταλληλότητας που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 17α του Ν. 1969/1991. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναλόγως.
γ) Στο σχέδιο κανονισμού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας λαμβάνεται επαρκής μέριμνα για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των μεριδιούχων του.
2. Με την αίτηση για τη χορήγηση της άδειας συστάσεως των αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας, η Α.Ε.Δ.Α.Κ. υποβάλλει:
α) Αναλυτικό κατάλογο των στοιχείων του αρχικού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, τα οποία πρέπει να είναι συνολικής αξίας τουλάχιστον δέκα δισεκατομμυρίων (10.000.000.000) δραχμών. Το ύψος του ποσού αυτού μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Τα στοιχεία του ενεργητικού είναι μετρητά ή ακίνητα και η αποτίμησή τους διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 7 έως και 9 του άρθρου 6 του παρόντος.
β) Δήλωση πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ότι δέχεται να ασκεί καθήκοντα θεματοφύλακα του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, .
γ) Σχέδιο κανονισμού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, το οποίο υπογράφεται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ. και το θεματοφύλακα.
δ) Λεπτομερή περιγραφή της επενδυτικής πολιτικής και των χρήσεων ακινήτων στα οποία το αμοιβαίο κεφάλαιο θα επενδύει το ενεργητικό του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
3. Εντός 6 (έξι) μηνών από τη χορήγηση της άδειας σύστασης του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, πρέπει να κατατεθεί στο θεματοφύλακα το αρχικό ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, πλην αυτού που αποτελείται από ακίνητα. Η κατάθεση πιστοποιείται από το θεματοφύλακα, με ειδική βεβαίωση, η οποία υποβάλλεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από την Α.Ε.Δ.Α.Κ. εντός της ανωτέρω περιόδου των έξι (6) μηνών. Ο θεματοφύλακας πιστοποιεί ομοίως ότι έχουν τηρηθεί οι νόμιμες διαδικασίες μεταβίβασης στο αμοιβαίο κεφάλαιο των ακινήτων που εισφέρθηκαν στο αρχικό ενεργητικό αυτού.
4.Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. καταρτίζει αναλυτική κατάσταση των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 9 του παρόντος νόμου στο τέλος του εξαμήνου ή όταν θα έχει γίνει η προσαρμογή του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου με τις διατάξεις του άρθρου 6 του παρόντος νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
5. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από τις παραγράφους 3 και 4 του παρόντος άρθρου συνεπάγεται την υποχρεωτική ανάκληση της άδειας σύστασης του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας.
6. Η διάθεση μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, καθώς και η διαφήμιση του απαγορεύεται πριν τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της άδειας σύστασης του αμοιβαίου κεφαλαίου και την τήρηση των υποχρεώσεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 6
Ενεργητικό και κανόνες αποτίμησης
1. Το ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου επενδύεται υποχρεωτικά:
α) Σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 2α του παρόντος άρθρου.
β) Σε μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια του άρθρου 3 του ν. 3283/2004, σε ποσοστό που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 10% του κατά την παράγραφο 5 περίπτωση α` του άρθρου 2 του παρόντος νόμου ελάχιστου ύψους του μετοχικού κεφαλαίου της Ανώνυμης Εταιρείας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 18 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
γ) Σε ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) σε μετρητά, τραπεζικές καταθέσεις πιστωτικούς τίτλους ισοδύναμης ρευστότητας, για το υπόλοιπο ποσοστό.
Το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας δεν επιτρέπεται να επενδύει σε πολύτιμα μέταλλα ή σε παραστατικούς τους τίτλους.
Σημ.: όπως η περ.γ`ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.6 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
2. Ως ακίνητη περιουσία, στην οποία μπορεί να επενδύεται το ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, νοούνται τα ακίνητα που ευρίσκονται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτο κράτος, σύμφωνα με την επόμενη περίπτωση γ`, αποκτώνται κατά πλήρη ή ψιλή κυριότητα ή επί των οποίων συνιστάται επικαρπία στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου και:
α) Μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν ως επαγγελματική στέγη ή για άλλο εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό, μόνα τους ή από κοινού με άλλα ακίνητα, ή”.
Σημ.: όπως η περ.α`της παρ.1 τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
β) Είναι υπό αποπεράτωση ή επισκευή (εργασίες συντήρησης ή αναπαλαίωσης ή μεταβολής χρήσης) και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς που αναγράφονται ανωτέρω στο στοιχείο α), στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με αναλυτικό πρόγραμμα που καταρτίζεται με ευθύνη της Α.Ε.Δ.Α.Κ.. ειδικό προς αυτό το σκοπό και που κοινοποιείται στην Επιτροπή κεφαλαιαγοράς και, επιπλέον, η αποπεράτωση ή επισκευή τους, είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί εντός εύλογου, ανάλογα με τις περιστάσεις χρόνου και τα έξοδα αποπεράτωσης ή επισκευής δεν υπερβαίνουν, στο σύνολό τους, ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί της συνολικής αξίας του ακινήτου, όπως θα υφίσταται μετά την αποπεράτωση ή επισκευή με βάση τους κανόνες αποτίμησης , των παραγράφων 7 έως 9 του παρόντος άρθρου, το πρόγραμμα του προηγούμενου εδαφίου αναφέρει το χρονικό διάστημα, εντός του οποίου προβλέπεται να ολοκληρωθεί η αποπεράτωση ή επισκευή του ακινήτου και αναλυτική πρόβλεψη των εξόδων αποπεράτωσης ή επισκευής, ή
γ) Ακίνητα που βρίσκονται σε άλλα, εκτός από αυτό που αναφέρονται στην περίπτωση α` κράτη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για κάποιον από τους σκοπούς που αναγράφονται στην περίπτωση α. εφόσον, στο σύνολό τους, δεν υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε ακίνητα
Με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου, η αξία του συνόλου των ακινήτων, τα οποία δεν έχουν αποκτηθεί κατά πλήρη κυριότητα στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου, δεν πρέπει να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε ακίνητη περιουσία. Επιτρέπεται η απόκτηση στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου δικαιωμάτων από χρηματοδοτική μίσθωση επί ακινήτων, κατά την έννοια των περιπτώσεων α` και β` της παρούσας παραγράφου, εφόσον το σύνολο αυτών των δικαιωμάτων , δεν υπερβαίνει, σε αξία, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου και καθένα από αυτό τα δικαιώματα δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ενεργητικού αυτού.
2α. Ως ακίνητη περιουσία στην οποία μπορεί να επενδύει το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας νοούνται επίσης:
α) Απαιτήσεις προς απόκτηση των ανωτέρω ακινήτων βάσει προσυμφώνων, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί ο χρόνος αποπεράτωσης τους, το μέγιστο τίμημα τους, η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% του τιμήματος, η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του 150% της προκαταβολής και η χρησιμοποίηση τους ως επαγγελματικής στέγης ή για άλλο εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό εντός έξι (6) μηνών από την απόκτηση τους.
β) Τουλάχιστον το 90% των μετοχών ανώνυμης εταιρίας με μοναδικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητα της περίπτωσης α` της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2778/1999.
Σημ.: όπως η παρ.2α προστέθηκε με την παρ.3 άρθρου 18 Ν.3581/2007, ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
3. Η αξία κάθε ακινήτου κατά την έννοια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, κατά το χρόνο της απόκτησης, το δεκαπέντε τοις εκατό (15%) της αξίας του συνόλου του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου. Ακίνητα, που συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, κατά τρόπο ώστε αυτά τα ακίνητα να μην είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν χωριστά, θεωρούνται, για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως ενιαία ακίνητα. Το όριο του πρώτου εδαφίου αυξάνεται σε είκοσι πέντε τοις εκατό (25%), εάν πρόκειται για ακίνητο, το οποίο μπορεί να διαχωριστεί σε περισσότερα ακίνητα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτοτελώς για κάποιον από τους σκοπούς που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
4. Οι επενδύσεις σε κινητές αξίες από αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:
“α) Η επένδυση σε κινητές αξίες του ίδιου εκδότη δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του ανώτατου επιτρεπόμενου ποσοστού επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε κινητές αξίες. Το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου αυξάνεται σε πενήντα τοις εκατό (50%), εάν πρόκειται για κινητές αξίες οι οποίες έχουν εκδοθεί ή για τις οποίες έχει παρασχεθεί εγγύηση κράτους – μέλους ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης κράτους – μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή δημόσιου διεθνούς οργανισμού στον οποίο – μετέχει κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου.”
Σημ.: όπως το στοιχείο α τροποποιήθηκε με την παρ.8 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
β) Οι επενδύσεις αυτές γίνονται υποχρεωτικά σε κινητές αξίες τουλάχιστον έξι εκδοτών.
γ) Ως προς την επένδυση για το σύνολο των αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειρίζεται μία Α Ε,Δ.Α.Κ., χωρίς να εξετάζεται εάν αυτό εμπίπτουν ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου, ισχύουν τα οριζόμενα στο άρθρο 34 του ν. 1969/1991.
δ) Οι επενδύσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας σε κινητές αξίες, που εκδίδονται από εταιρίες με αντικείμενο δραστηριότητας την κατασκευή η εκμετάλλευση ακινήτων, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν, στο σύνολό τους, το είκοσι τοις εκατό (20%) των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε κινητές αξίες της παρ. 1 περίπτωση β` του άρθρου αυτού,
ε) Η επένδυση σε μερίδια άλλων οργανισμών συλλογικών, επενδύσεων επιτρέπεται μόνο εφόσον οι συγκεκριμένοι οργανισμοί εμπίπτουν είτε στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 85/611 του Ευρωπαϊκού οικονομικού Χώρου, όπως ισχύει είτε στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου ή αντίστοιχης νομοθετικής ή κανονιστικής ρύθμισης άλλου κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Σε κάθε περίπτωση, η επένδυση σε καθένα από τους ανωτέρω οργανισμούς δεν πρέπει να υπερβαίνει το τρία τοις εκατό (3%) του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου επένδυσης σε κινητές αξίες και το σύνολο των επενδύσεων σε τέτοιους οργανισμούς δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) του ανωτέρω ορίου.
στ) Οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια επενδύσεων: κατ` εφαρμογή του άρθρου 32 παρ. 4 του ν. 1969/1991 καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Οι διατάξεις των άρθρων 35 και 36 του ν. 1969/1991 εφαρμόζονται και στα αμοιβαία κεφάλαια του παρόντος νόμου, ως προς τις επενδύσεις τους σε κινητές αξίες. Σε περίπτωση μη τήρησης του ορίου επένδυσης σε ακίνητη περιουσία, για λόγους ανεξάρτητους από τη βούληση της Α.Ε.Δ.Α.Κ., αυτή οφείλει να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ώστε, κατά την αποτίμηση της ακίνητης περιουσίας του αμοιβαίου κεφαλαίου στο τρίτο τρίμηνο από τη διαπίστωση της μη τήρησης να μην υφίσταται αυτή.
Σχετικό:παρ.9 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
Σημ.: όπως η παρ.4 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.4 άρθρου 18 Ν.3581/2007, ΦΕΚ Α 140/28.6.2007
5. Απαγορεύεται η απόκτηση από αμοιβαίο κεφάλαιο δικαιώματος σε ακίνητο, το οποίο έχει ενταχθεί στα αποθεματικά ασφαλιστικών εταιριών.
6. Τα ακίνητα στα οποία επενδύει το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβολαίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.10 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
7. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στις παρ. 8 και 9 του παρόντος, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ορίζονται ο τρόπος και τα μέσα αποτίμησης της αξίας των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα. Η αποτίμηση των κινητών αξιών, που περιλαμβάνονται στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 32 παρ. 2 και 43 παρ. 1 του Ν. 1969/1991 όπως ισχύει.
8. Η ένταξη ακινήτου ή δικαιώματος επί ακινήτου ή των μετοχών εταιρειών της περίπτωσης β` της παραγράφου 2α, στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας τους ή της αξίας των μετοχών των ανωτέρω εταιρειών από τον εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών της προηγούμενης παραγράφου. Η αμοιβή του Σώματος συμφωνείται ελευθέρως με την Α.Ε.Δ.Α.Κ.. Ο εκτιμητής διενεργεί εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών πριν από την απόκτηση τους στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου. Προκειμένου περί απαιτήσεων εκ προσυμφώνων της περίπτωσης α` της παραγράφου 2α η εκτίμηση πραγματοποιείται πριν από την οριστική μεταβίβαση στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου των ακινήτων, στα οποία αφορούν οι απαιτήσεις αυτές. Κατά την εκτίμηση λαμβάνεται υπόψη κάθε γεγονός, το οποίο μέχρι την ημερομηνία ένταξης της κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου ακίνητης περιουσίας στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου μπορεί να επηρεάσει την αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας. Η εκτίμηση αυτή είναι δεσμευτική. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας τα οποία έχουν ενταχθεί στις επενδύσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου. Το τίμημα που καταβάλλεται ή εισπράττεται από το αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας για την απόκτηση ή την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας ή του δικαιώματος επί ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών επιτρέπεται να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο αντιστοίχως μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) από την αξία τους όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή.
Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των ανωτέρω μετοχών ή ακινήτου, που έχουν ενταχθεί στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτηση τους.
Η αποτίμηση της αξίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας διενεργείται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ., ως προς μεν τα στοιχεία της ακίνητης περιουσίας στο τέλος κάθε ημερολογιακού τριμήνου, ως προς δε τα λοιπά στοιχεία καθημερινά. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ., για την αποτίμηση των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, δεσμεύεται από ειδική τακτική έκθεση, που συντάσσεται κάθε φορά για το σκοπό αυτόν, από εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών του άρθρου 15 του ν. 820/1978, όπως εκάστοτε ισχύει. Ο εκτιμητής του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζονται περιπτώσεις κατά τις οποίες συντάσσονται και έκτακτες εκθέσεις εκτίμησης των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας. Με την ίδια απόφαση μπορεί να ορίζεται η προθεσμία μέσα στην οποία μπορεί να περατωθεί η εκτίμηση αυτή και ρυθμίζεται κάθε άλλο ειδικότερο θέμα. Μέχρι να ολοκληρωθεί η έκτακτη εκτίμηση των στοιχείων της ακίνητης περιουσίας αναστέλλεται η εξαγορά των μεριδίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρου 18 Ν.3581/2007, ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
Σχετικό: άρθρο 42 Ν.4438/2016
9. Η ένταξη ακινήτου ή δικαιώματος επί ακινήτου στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας του από τον εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών της προηγούμενης παραγράφου, η οποία θα διενεργείται ειδικά για αυτό το σκοπό και θα λαμβάνει υπόψη κάθε γεγονός το οποίο, μέχρι την ημερομηνία ένταξης του ακινήτου στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου, μπορεί να επηρεάσει την αξία του συγκεκριμένου ακινήτου. Η εκτίμηση είναι δεσμευτική. Επιτρέπεται το τίμημα που θα καταβληθεί από το αμοιβαίο κεφάλαιο, για την απόκτηση του ακινήτου ή του δικαιώματος επί ακινήτου, να είναι χαμηλότερο από την αξία του ακινήτου ή του δικαιώματος, όπως αυτή θα έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και για τη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας του αμοιβαίου κεφαλαίου. Δεν επιτρέπεται όμως το τίμημα που θα λάβει το αμοιβαίο κεφάλαιο, για τη μεταβίβαση να είναι μικρότερο από την αξία του ακινήτου, που αναφέρεται στην εκτίμηση του εκτιμητή.
Σε κάθε περίπτωση δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση ακινήτου το οποίο έχει ενταχθεί στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτησή του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.11 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
10. Οι εγγραφές και καταχωρήσεις στα επίσημα αρχεία, ιδίοις στο Κτηματολόγιο και στα Υποθηκοφυλακεία, σχετικά με την απόκτηση ή μεταβίβαση ακινήτων ή άλλων εμπμαγμάτων δικαιωμάτων από αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας γίνονται με ευθύνη της Α.Ε.Δ.Α.Κ. το όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου, όπως αυτό προσδιορίζεται στην άδεια λειτουργίας του που χορηγήθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
11. Η μη τήρηση των όρων του παρόντος άρθρου σχετικά με την απόκτηση ακινήτου από αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας ή τη μεταβίβαση ακινήτου από το αμοιβαίο κεφάλαιο δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόκτησης ή μεταβίβασης του ακινήτου.
12. Ο προσδιορισμός της καθαρής αξίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγρ. 7 έως και 8 του παρόντος άρθρου. Για τον προσδιορισμό της καθαρής αξίας του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας αφαιρούνται από το ενεργητικό του οι αμοιβές και προμήθειες της Α.Ε.Δ.Α.Κ. και του θεματοφύλακα, οι αμοιβές άλλων προσώπων για πράξεις που ανάγονται στη λειτουργία του αμοιβαίου κεφαλαίου, οι δαπάνες του αμοιβαίου κεφαλαίου που σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κανονισμό βαρύνουν αυτό και τα διανεμόμενα στους μεριδιούχους κέρδη.
13. Για τον προσδιορισμό της αξίας κάθε μεριδίου του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας διαιρείται το σύνολο της καθαρής αξίας του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου με τον αριθμό των μεριδίων. Η τιμή διάθεσης και η τιμή εξαγοράς του μεριδίου επιτρέπεται να υπερβαίνει την αξία του ή να υπολείπεται, αντίστοιχα, της αξίας αυτού κατά την προμήθεια της Α.Ε.Δ.Α.Κ..
Άρθρο 7
Θεματοφύλακας
1. Τα στοιχεία του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, εκτός αυτών που αποτελούν την ακίνητη περιουσία του, κατατίθενται προς φύλαξη σε πιστωτικό ίδρυμα, που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα; με φυσική εγκατάσταση. Ο θεματοφύλακας ασκεί καθήκοντα ταμία του αμοιβαίου κεφαλαίου.
2. Ο θεματοφύλακας διενεργεί έλεγχο της δραστηριότητας της Α.Ε.Δ.Α.Κ. σχετικά με κάθε ζήτημα που αφορά στη νομιμότητα της διαχείρισης και στην αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου. Συνυπογράφει τις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, καθώς και τις εξαμηνιαίες καταστάσεις επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Ελέγχει το νόμιμο υπολογισμό της αξίας των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου και διασφαλίζει την καταβολή του αντιτίμου της συμμετοχής στο αμοιβαίο κεφάλαιο εντός των νόμιμων ή συνήθων προθεσμιών. Ως προς τα στοιχεία ακίνητης περιουσίας, ο θεματοφύλακας παρακολουθεί και ελέγχει τη διενέργεια των αναγκαίων καταχωρήσεων και εγγραφών στα οικεία βιβλία των εμπραγμάτων, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του παρόντος νόμου, δικαιωμάτων επί των ακινήτων του αμοιβαίου κεφαλαίου, καθώς και των απαιτούμενων πράξεων για τη σύσταση δικαιωμάτων από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου στο όνομα του αμοιβαίου κεφαλαίου.
3. Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει τη φύλαξη κινητών αξιών σε άλλο πρόσωπο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 30 του Ν. 1969/1991. Οι σχετικές με τον έλεγχο υποχρεώσεις του θεματοφύλακα δεν επιτρέπεται να ανατεθούν σε άλλο πρόσωπο.
Άρθρο 8
Κανονισμός του αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Ο κανονισμός του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας συντάσσεται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ. και το θεματοφύλακα και περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
α) Την ονομασία του αμοιβαίου κεφαλαίου και την επωνυμία της Α.Ε.Δ.Α.Κ. και του θεματοφύλακα.
β) Το σκοπό του αμοιβαίου κεφαλαίου από τον οποίο πρέπει να προκύπτουν οι επενδυτικοί στόχοι του, η επενδυτική του πολιτική και οι μέθοδοι δανειοδότησης του, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος νόμου.
γ) Το είδος και τις κατηγορίες των στοιχείων στα οποία επιτρέπεται να επενδύεται το ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
δ) Την τιμή των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου κατά το χρόνο σύστασης του.
ε) Τις προμήθειες και λοιπές αμοιβές που καταβάλλει ο μεριδιούχος στην Α.Ε.Δ.Α.Κ. και το θεματοφύλακα, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού αυτών των αμοιβών.
στ) Το χρόνο και τη διαδικασία διανομής των κερδών του αμοιβαίου κεφαλαίου στους μεριδιούχους.
ζ) Τους όρους διάθεσης και εξαγοράς μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου.
η) Μνεία της διάρκειας του αμοιβαίου κεφαλαίου, η οποία μπορεί να είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
2. Ο κανονισμός του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας τροποποιείται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ. και το θεματοφύλακα, από κοινού, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφοι 2 και 3 του Ν. 1969/1991
Άρθρο 9
Ενημερωτικό δελτίο, εκθέσεις και καταστάσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. συντάσσει ενημερωτικό δελτίο του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, το οποίο περιέχει υποχρεωτικά τα παρακάτω στοιχεία:
α) Τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου και το επενδυτικό του πρόγραμμα.
β) Την ημερομηνία σύστασης του αμοιβαίου κεφαλαίου και παρουσίαση της επενδυτικής πολιτικής του, του τρόπου διάθεσης των μεριδίων του και των σημείων διάθεσης και εξαγοράς τους και απολογιστικά οικονομικά στοιχεία του αμοιβαίου κεφαλαίου.
γ) Το περιεχόμενο της ανακοίνωσης της αρμόδιας αρχής για τη σύσταση και την έγκριση του καταστατικού της Α.Ε.Δ.Α.Κ., όπου αναγράφεται η επωνυμία και ο αριθμός μητρώου αυτής της εταιρίας.
δ) Σύντομη εξειδίκευση του φορολογικού καθεστώτος που διέπει το αμοιβαίο κεφάλαιο.
ε) Την ταυτότητα των προσώπων που είναι αρμόδια για τον έλεγχο των εκθέσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου και του ορκωτού εκτιμητή του άρθρου 6 παρ. 8 του παρόντος νόμου.
στ) Τη νομική φύση του δικαιώματος που αντιπροσωπεύει το μερίδιο.
ζ) Την έδρα, διεύθυνση, ημερομηνία σύστασης και διάρκεια, τα ίδια κεφάλαια και το μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε.Δ.Α.Κ., καθώς και την ταυτότητα και τα καθήκοντα των μελών των οργάνων διοίκησης, διεύθυνσης και εποπτείας και μνεία των κυριότερων δραστηριοτήτων που ασκούν αυτά τα πρόσωπα, εκτός εταιρίας, εφόσον αυτές οι δραστηριότητες έχουν σημασία για αυτή.
η) Την ταυτότητα των μελών της Επενδυτικής Επιτροπής της Α.Ε.Δ.Α.Κ..
θ) Τα αμοιβαία κεφάλαια που διαχειρίζεται η Α.Ε.Δ.Α.Κ..
ι) Τη νομική μορφή, επωνυμία και έδρα του θεματοφύλακα.
ια) Την επωνυμία και ιδιότητα εξωτερικού συμβούλου επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου, καθώς και, εφόσον η αμοιβή του καταβάλλεται από το αμοιβαίο κεφάλαιο, τα κύρια σημεία της σύμβασης μεταξύ αυτού και της εταιρίας, με εξαίρεση τα στοιχεία που αφορούν την αμοιβή του.
ιβ) Κάθε άλλο αναγκαίο για τον επενδυτή στοιχείο, που θα του επιτρέψει να λάβει πλήρη και τεκμηριωμένη γνώμη για την επένδυση στο αμοιβαίο κεφάλαιο.
Στο ενημερωτικό δελτίο προσαρτώνται η τελευταία ετήσια ή εξαμηνιαία έκθεση ή έκθεση του λογιστικού τους ελέγχου και του εκτιμητή του άρθρου 6 παρ. 8 του παρόντος νόμου.
Εάν το αμοιβαίο κεφάλαιο διαθέτει μερίδια σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, στο ενημερωτικό δελτίο πρέπει να αναγράφονται πληροφορίες για τα μέτρα που λαμβάνονται σε αυτό το κράτος, ώστε να διενεργούνται οι πληρωμές στους μεριδιούχους, η εξαγορά, η εξόφληση των μεριδίων και οι δημοσιεύσεις που αφορούν το αμοιβαίο κεφάλαιο.
2. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. συντάσσει απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, στο οποίο περιέχονται υποχρεωτικά τα παρακάτω στοιχεία:
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
1. Επενδυτικοί στόχοι του αμοιβαίου κεφαλαίου.
2. Τόπος όπου θεωρείται ότι το αμοιβαίο κεφάλαιο έχει την έδρα του.
3. Αναφορά για ποιον επενδυτή έχει σχεδιαστεί το αμοιβαίο κεφάλαιο.
4. Ενημέρωση για τον επενδυτικό κίνδυνο.
5. Περιγραφή του φορολογικού συστήματος του αμοιβαίου κεφαλαίου.
6. Κόστος και δαπάνες που βαρύνουν τον επενδυτή στο αμοιβαίο κεφάλαιο.
7. Συχνότητα δημοσίευσης τιμής των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Β. ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
1. Λεπτομερής ανάλυση για τον τρόπο και τόπο διάθεσης και εξαγοράς μεριδίων και ρυθμίσεις πληρωμών προς τους μεριδιούχους.
2. Κανόνες αποτίμησης των στοιχείων του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου.
3. Λεπτομέρειες για τις περιοδικές εκθέσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Γ. ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
α) Αμοιβαίο Κεφάλαιο
1. Ημερομηνία έναρξης λειτουργίας.
2. Κανονισμός αμοιβαίου κεφαλαίου ή τόπος όπου είναι δυνατόν να τον προμηθευτεί ο επενδυτής.
3. Ημερομηνίες λογιστικών καταστάσεων.
4. Ορκωτοί ελεγκτές.
5. Θεματοφύλακας και υποθεματοφύλακας.
β) Α.Ε.Δ.Α.Κ.
1. Επωνυμία, διεύθυνση.
2. Ημερομηνία σύστασης.
3. `Αλλα αμοιβαία κεφάλαια που διαχειρίζεται.
4. Λεπτομερείς πληροφορίες για μέλη διοικητικού συμβουλίου και για ανώτερα στελέχη.
5. Ύψος μετοχικού κεφαλαίου και ιδίων κεφαλαίων.
3. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζονται επιπλέον στοιχεία, τα οποία περιέχονται στο ενημερωτικό δελτίο ή στο απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας.
4. Εντός 2 (δύο) μηνών από το πέρας κάθε ημερολογιακού εξαμήνου ή από το πέρας κάθε διαχειριστικού έτους, η Α.Ε.Δ.Α.Κ. συντάσσει, αντίστοιχα, εξαμηνιαία και ετήσια έκθεση του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η πρώτη ετήσια έκθεση του αμοιβαίου κεφαλαίου μπορεί να καλύπτει διάστημα μεγαλύτερο του ημερολογιακού έτους ώστε η ημερομηνία κατάρτισης της να συμπέσει με το πέρας της πρώτης διαχειριστικής χρήσης. Εάν το πέρας του πρώτου ημερολογιακού εξαμήνου του έτους κατά το οποίο συστάθηκε το αμοιβαίο κεφάλαιο απέχει λιγότερο οπό τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία σύστασης του αμοιβαίου κεφαλαίου, επιτρέπεται να παραλειφθεί, για το εξάμηνο αυτό, η κατάρτιση της εξαμηνιαίας έκθεσης. Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν επιτρέπεται η εξαγορά μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου μέχρι τη δημοσίευση ετήσιας ή εξαμηνιαίας έκθεσης. Η ετήσια και η εξαμηνιαία έκθεση ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή, ο οποίος δεσμεύεται από την έκθεση του ορκωτού εκτιμητή ως προς την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων του αμοιβαίου κεφαλαίου.
5. Αν η Α.Ε.Δ.Α.Κ. διαχειρίζεται και αμοιβαία κεφάλαια του Ν. 1969/1991, στο ενημερωτικό δελτίο του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, στο απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο και τις ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις γίνεται υποχρεωτικά σχετική αναφορά. Επιτρέπεται η σύνταξη ενημερωτικού δελτίου ή απλοποιημένου ενημερωτικού δελτίου, καθώς και ετήσιας ή εξαμηνιαίας έκθεση΄,, που θα περιλαμβάνουν το σύνολο των αμοιβαίων κεφαλαίων που διαχειρίζεται η Α.Ε.Δ.Α.Κ., εφόσον στα δελτία ή τις εκθέσεις περιέχεται το σύνολο των στοιχείων που απαιτούνται για κάθε τύπο αμοιβαίου κεφαλαίου και αυτά τα στοιχεία εξειδικεύονται χωριστά για κάθε αμοιβαίο κεφάλαιο.
6. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου καταρτίζει εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων του αμοιβαίου .κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, με χωριστή αναφορά στις κατηγορίες επενδύσεων. Κατ΄ εξαίρεση, εφόσον η πρώτη κατάσταση επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 5 παρ. 4 του παρόντος νόμου, καταρτιστεί με ημερομηνία που δεν θα συμπίπτει με το πέρας ημερολογιακού εξαμήνου, η δεύτερη κατάσταση επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου μπορεί να συνταχθεί στο τέλος του αμέσως επόμενου ημερολογιακού εξαμήνου, εφόσον, από την ημερομηνία κατάρτισης της πρώτης κατάστασης μέχρι την ημερομηνία της δεύτερης μεσολαβεί διάστημα μικρότερο των εννέα (9) μηνών. Η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων περιλαμβάνει, ως προς τα ακίνητα, την περιγραφή του καθενός από αυτά, το σκοπό για τον οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, την εμπορική του αξία, σε σχέση με την αντικειμενική του αξία, εφόσον αυτή έχει ορισθεί, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνεται χρήσιμο για την αξιολόγηση των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Ως προς τα δικαιώματα επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας ακινήτων, όπως και ως προς τα δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου, η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων περιέχει υποχρεωτικά περιγραφή του δικαιώματος, την πραγματική αξία του, σε σχέση με την πραγματική και την αντικειμενική αξία του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο στοιχείο για την αξιολόγηση των συγκεκριμένων επενδύσεων. Στην κατάσταση αυτή γίνεται αναφορά στα ακίνητα των δύο τελευταίων εδαφίων της παραγράφου 3 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου και κυρίως στις προοπτικές χρησιμοποίησης τους ως χωριστά ακίνητα. Η αξία των στοιχείων του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου προσδιορίζεται με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 6 παράγραφοι 7 έως και 9 του παρόντος νόμου. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, με απόφαση της, να καθορίζει το ειδικότερο περιεχόμενο της εξαμηνιαίας κατάστασης επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων ελέγχεται από ορκωτό ελεγκτή, ο οποίος δεσμεύεται από την έκθεση του ορκωτού εκτιμητή ως προς την εκτίμηση της αξίας των ακινήτων του αμοιβαίου κεφαλαίου.
7. Το ενημερωτικό δελτίο, το απλοποιημένο ενημερωτικό δελτίο, οι ετήσιες και εξαμηνιαίες εκθέσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, όπως και οι εξαμηνιαίες καταστάσεις επενδύσεων, υποβάλλονται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και τίθενται στην διάθεση του κοινού στα σημεία διάθεσης των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου. Κάθε διαφήμιση του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας που περιέχει άμεσα ή έμμεσα πρόσκληση προς διάθεση μεριδίων, πρέπει να αναφέρει τον τόπο στον οποίο διατίθεται στο κοινό το ενημερωτικό δελτίο του αμοιβαίου κεφαλαίου, καθώς και την ένδειξη ότι η επένδυση σε αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας δεν έχει εγγυημένη απόδοση.
8. Η καθαρή αξία του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, όπως προσδιορίζεται με βάση τις παραγράφους 7 έως 9 και 11 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, ο αριθμός των μεριδίων του, η αξία του μεριδίου, η τιμή διάθεσης και η τιμή εξαγοράς του, υπολογίζονται κάθε εργάσιμη ημέρα και δημοσιεύονται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες οικονομικές και μία ημερήσια πολιτική εφημερίδα τη μεθεπόμενη ημέρα με μέριμνα της Α.Ε.Δ.Α.Κ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.12 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
9. Οι δαπάνες δημοσιεύσεων που δεν είναι υποχρεωτικές από το νόμο ή από απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, βαρύνουν την Α.Ε.Δ.Α.Κ..
Άρθρο 10
Διαχειριστική χρήση
Η διαχειριστική χρήση του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας συμπίπτει με το ημερολογιακό έτος. Ειδικά η πρώτη διαχειριστική χρήση, μπορεί να υπερβεί το ημερολογιακό έτος και να επεκταθεί μέχρι το πέρας του αμέσως επόμενου από τη σύσταση του αμοιβαίου κεφαλαίου έτους.
Άρθρο 11
Μερίδια του αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Η περιουσία του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας διαιρείται σε ισάξια μερίδια ή κλάσματα μεριδίου. Η αρχική αξία των μεριδίων πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών.
2. Τα μερίδια του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας είναι άυλα. Η συμμετοχή στο αμοιβαίο κεφάλαιο καταχωρείται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ. σε ειδικό μητρώο μεριδιούχων. Όλες οι εγγραφές στο μητρώο αυτό γίνονται και παρακολουθούνται από την Α.Ε.Δ.Α.Κ.. Οι καταχωρήσεις στο μητρώο μεριδιούχων περιλαμβάνουν υποχρεωτικά τα στοιχεία του άρθρου 19 παρ. 3 του Ν. 1969/1991. Ο μεριδιούχος λαμβάνει βεβαίωση συμμετοχής του στο αμοιβαίο κεφάλαιο, εφόσον ζητήσει αυτή. Η βεβαίωση συμμετοχής του προηγούμενου εδαφίου δεν είναι αξιόγραφο και έχει απλώς αποδεικτική ισχύ.
3. Οι διατάξεις του Ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν» εφαρμόζονται ανάλογα και στα μερίδια του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας.
4. Για τη μεταβίβαση των μεριδίων εφαρμόζεται η παρ. 5 του άρθρου 19 του Ν. 1969/1991. Η ενεχυρίαση των μεριδίων διενεργείται με τους κανόνες της παρ. 7 του άρθρου 19 του Ν. 1969/1991.
5. Η διάθεση των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας πραγματοποιείται με τους όρους των άρθρων 20 και 21 του ν. 1969/1991, που εφαρμόζονται ανάλογα. Επιτρέπεται το αντίτιμο της συμμετοχής στο αμοιβαίο κεφάλαιο να καταβληθεί με τη μορφή ακίνητης περιουσίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 πορ. 2 του παρόντος νόμου, εφόσον η Α.Ε.Δ.Α.Κ. δεχθεί αυτή την καταβολή. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. για να δεχθεί την καταβολή του προηγούμενου εδαφίου εξετάζει και κατά πόσο το συγκεκριμένο ακίνητο ανταποκρίνεται προς την επενδυτική πολιτική του αμοιβαίου κεφαλαίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.13 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
6. Εφόσον το αντίτιμο της συμμετοχής στο αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας καταβληθεί με εισφορά ακινήτου, με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου, ο μεριδιούχος που εισέφερε αυτό δεν δικαιούται να ζητήσει την εξαγορά των μεριδίων του για πέντε (5) έτη από την ημερομηνία της αποδοχής της αίτησης συμμετοχής του στο αμοιβαίο κεφάλαιο.
Άρθρο 12
Εξαγορά μεριδίων
1. Η εξαγορά των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, εφόσον ζητηθεί από μεριδιούχο, είναι υποχρεωτική για την Α.Ε.Δ.Α.Κ. και προϋποθέτει την υποβολή γραπτής αίτησης προς την Α.Ε.Δ.Α.Κ. σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό. Η αίτηση εξαγοράς των μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε. Σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η εξαγορά των μεριδίων του αμοιβαίου κεφαλαίου, πριν από την κατάρτιση της κατάστασης επενδύσεων που προβλέπεται στο άρθρο 5 παρ. 4 του παρόντος νόμου.
2. Τα μερίδια εξαγοράζονται στην τιμή εξαγοράς μεριδίων της ημέρας υποβολής της αίτησης για την εξαγορά. Η τιμή εξαγοράς προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 8 έως και 12 του παρόντος νόμου, με βάση την αξία του μεριδίου της ίδιας ημέρας. Η αξία των μεριδίων που εξαγοράζονται καταβάλλεται σε μετρητά, εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
3. Για την αναστολή εξαγοράς των μεριδίων εφαρμόζεται ανάλογα η παρ. 4 του άρθρου 25 του Ν. 1969/1991.
Άρθρο 13
Δάνεια, πιστώσεις και εγγυήσεις
1. Επιτρέπεται η σύναψη δανείων για λογαριασμό αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας και η παροχή πιστώσεων σε αυτό, για ποσά τα οποία, στο σύνολο τους, δεν θα υπερβαίνουν το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνόλου των επενδύσεων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε ακίνητη περιουσία. Τα δάνεια συνάπτονται και οι πιστώσεις παρέχονται από πιστωτικό ίδρυμα. Τα δάνεια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και οι πιστώσεις μπορούν να δοθούν τόσο για την απόκτηση όσο και για την αξιοποίηση ακινήτων στην οποία επενδύονται ή έχουν επενδυθεί τα διαθέσιμα του αμοιβαίου κεφαλαίου ή των εταιριών της περίπτωσης β` της παραγράφου 2α του άρθρου 6. Το σύνολο των δανείων που λαμβάνονται για την αποπεράτωση ακινήτων της εταιρίας ή των εταιριών της περίπτωσης β` της παραγράφου 2α του άρθρου 6 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό που αναγράφεται στο πρόγραμμα της παραγράφου 2 περίπτωση β` του άρθρου 6 του παρόντος νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρου 18 Ν.3581/2007, ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
2. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί των κινητών ή ακινήτων του αμοιβαίου κεφαλαίου.
3. Το άρθρο 31α του Ν. 1969/1991 εφαρμόζεται αναλόγως στις περιπτώσεις των προηγούμενων παραγράφων.
Άρθρο 14
Η διανομή των κερδών του αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, οι κάθε είδους πρόσοδοι του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας διανέμονται στο τέλος κάθε διαχειριστικής χρήσης σύμφωνα με τα οριζόμενα στον κανονισμό του, αφού προηγηθεί η αφαίρεση των δαπανών που βαρύνουν το αμοιβαίο κεφάλαιο.
2. Η διανομή των κερδών από την πώληση κινητών αξιών διενεργείται μόνο εφόσον αυτά τα κέρδη δεν εξουδετερώνονται από ενδεχόμενες κεφαλαιακές ζημίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέχρι το τέλος της χρήσης
Άρθρο 15
Απαγόρευση μεταβίβασης ακινήτων του αμοιβαίου κεφαλαίου σε συγκεκριμένα πρόσωπα
Απαγορεύεται η μεταβίβαση ακινήτων του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας σε ιδρυτές, μετόχους, μέλη του διοικητικού συμβουλίου, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της Α.Ε.Δ.Α.Κ., συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή αγχιστείας.
Άρθρο 16
Συνέλευση των μεριδιούχων – Διάλυση του αμοιβαίου κεφαλαίου
1. Οι διατάξεις του άρθρου 45 του Ν. 1969/1991 εφαρμόζονται και στα αμοιβαία κεφάλαια ακίνητης περιουσίας. Για την εφαρμογή της παραγράφου 2 αυτού του άρθρου, το χρονικό διάστημα των τριμήνων, με βάση το οποίο υπολογίζεται η περίοδος αναφοράς, ορίζεται σε εξάμηνο.
2. Σε περίπτωση διάλυσης του αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας, εκτός από την έκθεση του ορκωτού ελεγκτή που προβλέπεται στην παρ. 3 του άρθρου 45 του Ν. 1969/1991, συντάσσεται και έκθεση εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, για τα ακίνητα του αμοιβαίου κεφαλαίου, η οποία δεσμεύει τον ορκωτό ελεγκτή.
Άρθρο 17
Συγχώνευση αμοιβαίων κεφαλαίων
1. Επιτρέπεται η συγχώνευση αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας με τους όρους που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 45α του Ν. 1969/1991, που εφαρμόζονται ανάλογα.
2. Σε περίπτωση συγχώνευσης αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας, συντάσσεται και έκθεση εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, ως προς τα ακίνητα των αμοιβαίων κεφαλαίων, που δεσμεύει τον ορκωτό ελεγκτή.
3. Η αναστολή της εξαγοράς των μεριδίων των αμοιβαίων κεφαλαίων που μετέχουν στη συγχώνευση, μπορεί να αποφασιστεί και να ισχύσει για το διάστημα από την ημερομηνία λήψης της απόφασης για τη συγχώνευση μέχρι το πέρας της διαδικασίας της συγχώνευσης.
Άρθρο 18
Ευθύνη και παραίτηση της Α.Ε.Δ.Α.Κ. και του θεματοφύλακα
1. Η Α.Ε.ΔΑΚ. και ο θεματοφύλακας οφείλουν να ενεργούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατά τρόπο ανεξάρτητο μεταξύ τους και αποκλειστικά προς το συμφέρον των μεριδιούχων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της, ορίζει τον τρόπο και τις ειδικότερες υποχρεώσεις για τη διασφάλιση της τήρησης των όρων του προηγούμενου εδαφίου.
2. Η Α.Ε.ΔΑΚ. και ο θεματοφύλακας ευθύνονται, έναντι των μεριδιούχων και μεταξύ τους. για κάθε αμέλεια, ως προς την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
3. Η διάταξη του άρθρου 29 του Ν. 1969/1991 έχει εφαρμογή και για την παραίτηση της Α.Ε.Δ.Α.Κ. από τη διαχείριση του αμοιβαίου κεφαλαίου.
4. Σε περίπτωση παραίτησης του θεματοφύλακα από τα καθήκοντα του, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 1969/1991.
Άρθρο 19
Εποπτεία – Κυρώσεις
1. Οι διατάξεις των άρθρων 46, 47 και 49δ, 49στ του Ν. 1969/1991 εφαρμόζονται ανάλογα. Όπου σε αυτές γίνεται αναφορά σε άλλες διατάξεις του Ν. 1969/1991 νοούνται οι αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Επίσης όπου γίνεται αναφορά σε αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς νοούνται οι αντίστοιχες αποφάσεις της Επιτροπής που προβλέπονται στον παρόντα νόμο.
2. Οι διατάξεις του άρθρου 15 του Ν. 1969/1991 εφαρμόζονται ανάλογα και στις Α.Ε.Δ.Α.Κ..
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να θεσπίζει με απόφασή της Κώδικα Δεοντολογίας, ο οποίος θα αφορά τη συμπεριφορά των Ανωνύμων Εταιρειών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία, των Εταιρειών Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία και του προσωπικού τους.
Σημ.: όπως η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.14 άρθρ.3 Ν.2992/2002, ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
Άρθρο 20
Φορολογία αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων
1. Η διάθεση και εξαγορά των μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας και η διάλυσή του, καθώς και η μεταβίβαση ακινήτων προς αυτό απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και γενικά τρίτων. Η απαλλαγή δεν καταλαμβάνει το φόρο εισοδήματος για την υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά ακινήτων. Οι μεταβιβάσεις ακινήτων από αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας υπόκεινται σε φόρο μεταβίβασης ακινήτων με τον εκάστοτε ισχύοντα συντελεστή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.15 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
2. Η φορολόγηση των κερδών του αμοιβαίου κεφαλαίου ακινήτων γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφοι 2 και 3 του ν. 3283/2004, όπως ισχύει. Ο συντελεστής ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα.
Ο φόρος υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, λογίζεται καθημερινά, δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 0,375% του εξαμηνιαίου μέσου όρου του καθαρού ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου και αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό του.
Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου της μεταβολής μήνα.
Με την καταβολή του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του αμοιβαίου κεφαλαίου και των μεριδιούχων του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρ.15 Ν.3522/2006, ΦΕΚ Α 276/22.12.2006 ,και πάλι με τη παρ.1 του άρθρου 47 του Ν. 4389/2016.
3. Δεν οφείλεται Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας του άρθρου 24 του Ν. 2459/1997 (ΦΕΚ 17Α/18.2.1997) για τα ακίνητα που συμπεριλαμβάνονται στο ενεργητικό του αμοιβαίου κεφαλαίου.
4. Η πρόσθετη αξία, που προκύπτει από την εξαγορά μεριδίων αμοιβαίου κεφαλαίου ακίνητης περιουσίας σε τιμή ανώτερη από την τιμή κτήσης τους από τον μεριδιούχο, απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, τέλος χαρτοσήμου, εισφορά, δικαίωμα ή οποιαδήποτε άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και γενικά τρίτων.
5. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α΄170) εφαρμόζονται ανάλογα και για τον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.2 του άρθρου 47 του Ν. 4389/2016.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΕΤΑΙΡΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Άρθρο 21
Σκοπός και σύσταση της εταιρίας
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕ-ΑΠ) είναι ανώνυμη εταιρία με αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση και διαχείριση ακίνητης περιουσίας, δικαιώματος αγοράς ακινήτου δια προσυμφώνου και γενικώς τη διενέργεια επενδύσεων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22.
2. Το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕΕΑΠ έχει ελάχιστο ύψος είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) ευρώ που εισφέρονται ολοσχερώς κατά τη σύσταση της. Το ύψος του ποσού αυτού μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας συγκροτείται από εισφορές μετρητών, μέσων χρηματαγοράς, κινητών αξιών των περιπτώσεων δ`, ε` και στ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22 και ακινήτων, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, καθώς και άλλων κινητών ή ακινήτων, τα οποία εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες της εταιρίας. Η εισφορά κατά τη σύσταση της εταιρίας άλλων από μετρητά στοιχείων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει ως προς την αξία τους τα όρια που τίθενται από τον παρόντα νόμο για τις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ. Η αποτίμηση των εισφορών σε είδος διενεργείται κατ` εφαρμογή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920, ενώ, ως προς τα μέσα χρηματαγοράς και τις κινητές αξίες της περίπτωσης δ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 4099/2012 (Α`250).
3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαιτείται να έχει χορηγηθεί προηγουμένως από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Αντίστοιχη άδεια απαιτείται και για τη μετατροπή υφιστάμενης εταιρίας σε ΑΕΕΑΠ. Η ΑΕΕΑΠ διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920. Για τη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της άδειας λειτουργίας εκτιμώνται η οργάνωση, τα τεχνικά και οικονομικά μέσα της εταιρίας, η αξιοπιστία και η πείρα των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, ιδίως στον τομέα των επενδύσεων σε ακίνητα, η καταλληλότητα των ιδρυτών για τη διασφάλιση της χρηστής διαχείρισης της εταιρίας και η ύπαρξη κανόνων εταιρικής διακυβέρνησης κατά τις διατάξεις του άρθρου 24. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφαση της να εξειδικεύει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία, καθώς και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΕΑΠ.
4. Η εταιρία υποβάλλει, με την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, λεπτομερή περιγραφή της επενδυτικής πολιτικής και των χρήσεων ακινήτων, στα οποία η εταιρία θα επενδύει τα διαθέσιμα της, συμπεριλαμβανομένων των στοιχείων της αγοράς, στα οποία βασίζεται η στρατηγική της και των μέσων που αυτή προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την επίτευξη των αναπτυξιακών της στόχων.
5. Για κάθε τροποποίηση του καταστατικού της, όπως και για κάθε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6. Πριν από την είσοδο των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά, πρόσωπο που επιθυμεί να αποκτήσει μετοχές ΑΕΕΑΠ ή δικαιώματα ψήφου που συνδέονται με αυτές, έτσι ώστε η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο ή στα δικαιώματα ψήφου της εταιρίας, άμεσα ή έμμεσα, να υπερβαίνει τα όρια των 10%, 20%, 33,3%, 50% και 66,6%, υποχρεούται να ανακοινώσει, τουλάχιστον ένα μήνα νωρίτερα, την πρόθεση του αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να της παράσχει κάθε απαραίτητο στοιχείο για να κρίνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την ακαταλληλότητά του για τη διασφάλιση της χρηστής διοίκησης και διαχείρισης της ΑΕΕΑΠ. Ως έμμεση συμμετοχή νοείται η απόκτηση ή η άσκηση δικαιωμάτων ψήφου κατά την έννοια του άρθρου 10 του ν. 3556/2007. Κτήση μετοχών ΑΕΕΑΠ ή δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με αυτές στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου επιτρέπεται μόνον κατόπιν αδείας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
7. Κάθε δημοσίευση, κατά την έννοια του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920, που αφορά σε τροποποίηση του καταστατικού ή σε αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
8. Η εταιρία υποχρεούται να αναγράφει κάτω από την εταιρική επωνυμία τον αριθμό της άδειας λειτουργίας της.
9. Οι μετοχές των εταιριών είναι υποχρεωτικά ονομαστικές.
10. Απαγορεύεται η εταιρία να εκδίδει ιδρυτικούς τίτλους.
Άρθρο 22
Επενδύσεις της εταιρίας
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Τα διαθέσιμα της ΑΕΕΑΠ επενδύονται αποκλειστικά σε:
α) Ακίνητη περιουσία, καθώς και δικαιώματα, μετοχές ή μερίδια σε ακίνητη περιουσία, κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου σε ποσοστό τουλάχιστον 80% του ενεργητικού της.
Σημ.: όπως η περίπτωση α` τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 Ν.4209/2013, ΦΕΚ Α 253/21.11.2013.
β) Καταθέσεις και μέσα χρηματαγοράς κατά την έννοια της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007.
γ) Άλλα κινητά και ακίνητα που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της ΑΕΕΑΠ, τα οποία δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν σωρευτικά, κατά την απόκτηση τους, το δέκα τοις εκατό (10%) του ενεργητικού της.
Η ΑΕΕΑΠ δύναται να τηρεί τα διαθέσιμα της σε καταθέσεις και μέσα χρηματαγοράς ως μορφή τοποθέτησης για εύλογο χρόνο έως τη διενέργεια των επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, τηρούμενης της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 23.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 παρ.2 Ν.4209/2013,ΦΕΚ Α 253/21.11.2013.
2. Ως ακίνητη περιουσία, στην οποία μπορεί να επενδύει η εταιρία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, νοούνται τα ακίνητα που ευρίσκονται στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτο κράτος σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο γ), αποκτώνται κατά πλήρη ή ψιλή κυριότητα ή επί των οποίων συνιστάται επικαρπία υπέρ της εταιρίας και:
α) Μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν ως επαγγελματική στέγη ή για άλλο εμπορικό ή βιομηχανικό σκοπό, ή να αποτελέσουν αντικείμενο οργανωμένης δόμησης, μόνα τους ή από κοινού με άλλα ακίνητα ή
β) Είναι υπό αποπεράτωση ή επισκευή (εργασίες συντήρησης ή αναπαλαίωσης ή μεταβολής χρήσης) και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς που αναγράφονται ανωτέρω στην περίπτωση α΄, στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με αναλυτικό πρόγραμμα που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, ειδικά προς αυτόν το σκοπό και που κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και επιπλέον η αποπεράτωση ή επισκευή τους είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί εντός εύλογου, ανάλογα με τις περιστάσεις χρόνου και τα έξοδα αποπεράτωσης ή επισκευής δεν υπερβαίνουν, στο σύνολο τους, ποσοστό είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) επί της συνολικής αξίας του ακινήτου, όπως θα υφίσταται μετά την αποπεράτωση ή επισκευή με βάση τους κανόνες αποτίμησης των παραγράφων 6 έως και 8 του παρόντος άρθρου. Το πρόγραμμα του προηγούμενου εδαφίου αναφέρει το χρονικό διάστημα εντός του οποίου προβλέπεται να ολοκληρωθεί η αποπεράτωση ή επισκευή του ακινήτου και αναλυτική πρόβλεψη των εξόδων αποπεράτωσης ή επισκευής ή
γ) Ευρίσκονται σε άλλα από αυτά που αναφέρονται στην περίπτωση α΄ κράτη και είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για κάποιον από τους σκοπούς που αναγράφονται στην περίπτωση α΄, εφόσον, στο σύνολο τους, δεν υπερβαίνουν σε αξία το δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των επενδύσεων της εταιρίας σε ακίνητα.
Με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου, η αξία του συνόλου των ακινήτων, που δεν έχουν αποκτηθεί κατά πλήρη κυριότητα από την εταιρία, ως επενδύσεις, δεν πρέπει να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του συνόλου των επενδύσεων της εταιρίας, σε ακίνητη περιουσία. Επιτρέπεται εξάλλου η απόκτηση από την εταιρία, ως επένδυσης, δικαιωμάτων από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων, κατά την έννοια των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παρούσας παραγράφου, εφόσον το σύνολο αυτών των δικαιωμάτων δεν υπερβαίνει, σε αξία, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας και καθένα από αυτά τα δικαιώματα δεν υπερβαίνει, σε αξία, το δέκα τοις εκατό (10%) των ιδίων κεφαλαίων της εταιρίας.
δ) Οικόπεδα εντός και εκτός σχεδίου στα οποία δύνανται να ανεγερθούν κτίσματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς που αναγράφονται στην περίπτωση α`ανωτέρω και για τα οποία δύναται να εκδοθεί άδεια οικοδομής μετά την απόκτηση τους από την ΑΕΕΑΠ, η οποία υποχρεούται να υποβάλει αίτηση για την έκδοση της εν λόγω άδειας εντός πέντε (5) ετών από την απόκτηση του οικοπέδου. Ειδικότερα, η αξία του συνόλου των οικοπέδων αυτών δεν μπορεί να είναι ανώτερη, κατά το χρόνο κτήσεως, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ. Μετά την ολοκλήρωση της ανέγερσης των ακινήτων αυτών, τα εν λόγω ακίνητα εντάσσονται στην περίπτωση α` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 παρ.3 Ν.4209/2013,ΦΕΚ Α 253/21.11.2013.
3. Η ΑΕΕΑΠ δύναται, επίσης, να επενδύει σε:
α) δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων των περιπτώσεων α` και β` της παραγράφου 2 είτε με απευθείας κατάρτιση από την εταιρία σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων είτε με εκχώρηση σε αυτήν προϋφιστάμενης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης ακινήτων που έχει συνάψει τρίτος, ή και
β) δικαιώματα επιφανείας της παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3986/2011, όπως εκάστοτε ισχύει, καθώς και μακροχρόνιες (διάρκειας κατ’ ελάχιστον είκοσι (20) ετών) μισθώσεις και/ή παραχωρήσεις χρήσης ή εμπορικής εκμετάλλευσης ακινήτων των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 2, όπως εκτάσεων για ανέγερση ξενοδοχειακών και εν γένει τουριστικού ενδιαφέροντος εγκαταστάσεων, μαρινών ελλιμενισμού, εκτάσεων δυναμένων να υπαχθούν σε προνομιακό ή ιδιαίτερο καθεστώς δόμησης και οικιστικής ανάπτυξης, εκτάσεων ιδιαίτερου φυσικού κάλλους των οποίων η αξιοποίηση είναι επιτρεπτή υπό ιδιαίτερους όρους, εμπορικών ακινήτων, βιομηχανικών ακινήτων, ή/και
γ) απαιτήσεις προς απόκτηση ακίνητης περιουσίας, καθώς και δικαιωμάτων, μετοχών ή μεριδίων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια της παραγράφου 2 και της παρούσας παραγράφου βάσει συμβολαιογραφικών προσυμφώνων ή συμβατικών κειμένων αντιστοίχου τύπου ως προς τη δεσμευτικότητα των μερών ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμβατικώς διασφαλισθεί:
αα) το μέγιστο τίμημά τους,
ββ) ο μέγιστος χρόνος κατάρτισης του οριστικού συμβολαίου, ο οποίος δύναται να παρατείνεται με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής,
γγ) η προκαταβολή τιμήματος, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατό (50%) του συνολικού τιμήματος, εφάπαξ ή με τμηματικές καταβολές και υπό την προϋπόθεση ότι η αξία του ακινήτου κατά την ημερομηνία καταβολής της προκαταβολής, όπως αυτή προσδιορίζεται από τον τακτικό ανεξάρτητο εκτιμητή της παραγράφου 7, είναι τουλάχιστον ίση με το σύνολο της δοθείσας ως το χρονικό αυτό σημείο προκαταβολής,
δδ) η ποινική ρήτρα του πωλητή, η οποία δεν μπορεί να υπολείπεται του εκατόν πενήντα τοις εκατό (150%) της προκαταβολής ή η λήψη από τον πωλητή εμπράγματων ή/και ενοχικών εξασφαλίσεων για το ίδιο ως ανωτέρω ποσοστό.
Ειδικά, προκειμένου περί ακινήτων της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2, ο χρόνος έναρξης των εργασιών δεν μπορεί να απέχει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους από την κατάρτιση του προσυμφώνου. Το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να παραταθεί για άλλους δώδεκα (12) μήνες με αιτιολογημένη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, κατόπιν εισήγησης της Επενδυτικής Επιτροπής, ή/και
δ) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας, εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση ακινήτων, το σύνολο του παγίου κεφαλαίου της οποίας είναι επενδεδυμένο σε ακίνητη περιουσία ή/και δικαιώματα ή/ και απαιτήσεις ακίνητης περιουσίας, κατά την έννοια των παρ. 2 και των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρούσας παραγράφου, ή εταιρείας χαρτοφυλακίου ή/και
ε) τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών εταιρίας συμμετοχών, που επενδύει αποκλειστικώς σε εταιρίες της περίπτωσης δ`, ή και
στ) τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%) των μετοχών ή μεριδίων εταιρείας ή οργανισμού της περίπτωσης ζ΄, εξαιρουμένων των προσωπικών εταιρειών, εφόσον:
αα) σκοπός της εταιρείας ή του οργανισμού είναι η απόκτηση, διαχείριση και εκμετάλλευση ακινήτων και παροχής υπηρεσιών άμεσα συνδεδεμένων και συναφών με τη χρήση, λειτουργία και εκμετάλλευση των ακινήτων αυτών, περιλαμβανομένης της διενέργειας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία κατά την έννοια του άρθρου 22, και
ββ) σκοπός της συμμετοχής της ΑΕΕΑΠ στο κεφάλαιο της εταιρείας ή του οργανισμού είναι η εφαρμογή κοινής επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών για την ανάπτυξη ακινήτου ή ακινήτων ελάχιστης αξίας τουλάχιστον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, σύμφωνα με επενδυτικό πρόγραμμα, που καταρτίζεται με ευθύνη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας ή το αντίστοιχο διοικητικό όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργανισμού, για το οποίο λαμβάνει γνώση το διοικητικό συμβούλιο της ΑΕΑΑΠ και κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το εν λόγω επενδυτικό πρόγραμμα, μαζί με έκθεση προόδου αυτού, εγκρίνεται ετησίως από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ή το αντίστοιχο όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας ή οργανισμού και η σχετική έκθεση προόδου τίθεται υπόψη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ, που τοποθετείται σχετικώς και αξιολογεί την πρόοδο του προγράμματος. Η σχετική έκθεση αξιολόγησης του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΕΑΠ υποβάλλεται από την ΑΕΕΑΠ στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Σε περίπτωση που η ΑΕΕΑΠ δεν ελέγχει την εταιρεία, η ΑΕΕΑΠ μετέχει με τουλάχιστον ένα (1) μέλος με δικαίωμα ψήφου στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αυτής ή στο αντίστοιχο διοικητικό όργανο σε περίπτωση άλλης εταιρικής μορφής ή εταιρείας άλλης χώρας.
ζ) Τουλάχιστον ογδόντα τοις εκατό (80%) των μετοχών ή μεριδίων: (αα) ΟΣΕΚΑ του ν. 4099/2012 (Α` 250) ή της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ, με την προϋπόθεση ότι οι ΟΣΕΚΑ επενδύουν το ενεργητικό τους, αποκλειστικά ή κυρίως, σε κινητές αξίες εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία ή εταιριών διαχείρισης και εκμετάλλευσης ακινήτων, (ββ) ανωνύμων εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία (ΑΕΕΑΠ) ή αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας του ν. 2778/1999 (Α` 295) ή σε αντίστοιχες εταιρίες ή αμοιβαία ή άλλα επενδυτικά κεφάλαια κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και (γγ) οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων (ΟΕΕ) του νόμου «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2011/61/ΕΕ σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και την Οδηγία 2011/89/ΕΕ σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, μέτρα για την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012/ΕΕ περί εξωχρηματιστηριακών παραγώγων, κεντρικών αντισυμβαλλόμενων και αρχείων καταγραφής συναλλαγών και άλλες διατάξεις ή της Οδηγίας 2011/61/ ΕΕ, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
(ί) έχουν λάβει άδεια λειτουργίας σε κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
(ιι) διέπονται από το δίκαιο κράτους – μέλους και εποπτεύονται από την αρμόδια εποπτική αρχή κράτους – μέλους και
(iii) τα διαθέσιμα τους επενδύονται αποκλειστικά ή κυρίως σύμφωνα με τις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
Οι επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ σε μετοχές εταιριών των περιπτώσεων δ` και ε` αφορούν και σε υπό σύσταση εταιρίες, υπό την προϋπόθεση ότι τα διαθέσιμα των εν λόγω υπό σύσταση εταιριών θα έχουν επενδυθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στις εν λόγω περιπτώσεις εντός χρονικού διαστήματος δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία επένδυσης της ΑΕΕΑΠ. Για τις επενδύσεις των υπό σύσταση εταιριών παρατίθεται αναλυτική αναφορά στην εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 106 ΝΟΜΟΣ 4514/2018 και ισχύει από 30/1/2018
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
4. Με την επιφύλαξη του αμέσως επόμενου εδαφίου, η αξία του συνόλου των ακινήτων της ΑΕΕΑΠ, επί των οποίων αυτή δεν έχει πλήρη κυριότητα, πρέπει να είναι κατώτερη του είκοσι τοις εκατό (20%), κατά το χρόνο κτήσεως, του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ. Σε περίπτωση απόκτησης από την ΑΕΕΑΠ δικαιωμάτων από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων, κατά την έννοια της περίπτωσης α` της παραγράφου 3, η αξία του συνόλου αυτών των δικαιωμάτων πρέπει να είναι κατώτερη, κατά το χρόνο κτήσεως, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
5. Η αξία κάθε ακινήτου κατά την έννοια της παραγράφου 2 και των περιπτώσεων α` έως γ` της παραγράφου 3, το οποίο περιλαμβάνεται στις επενδύσεις της εταιρίας, πρέπει να είναι κατώτερη, κατά το χρόνο της απόκτησης ή της ολοκλήρωσης των εργασιών, βάσει του σχετικώς καταρτιζόμενου προγράμματος, του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) της αξίας του συνόλου των επενδύσεων της. Προκειμένου για επενδύσεις σε μετοχές θυγατρικών εταιριών, κατά την έννοια της περίπτωσης δ` της παραγράφου 3 ή σε επενδυτικά κεφάλαια, κατά την έννοια της περίπτωσης ζ της παραγράφου 3, ο ανωτέρω περιορισμός ισχύει ως προς την αξία του κάθε ακινήτου που αποκτάται. Η επένδυση της ΑΕΕΑΠ σε εταιρία της περίπτωσης ε` της παραγράφου 3 πρέπει να είναι κατώτερη σε αξία ποσοστού είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 παρ.6 Ν.4209/2013, ΦΕΚ Α 253/21.11.2013.
6. Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται ο τρόπος και τα μέσα αποτίμησης της αξίας των επενδύσεων σε ακίνητα και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα για την αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων σε ακίνητα. Με όμοια απόφαση που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να διευκρινίζονται θέματα ένταξης ακινήτων στις κατηγορίες του παρόντος άρθρου.
7. Η αποτίμηση της αξίας των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ διενεργείται στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης, από νόμιμο ελεγκτή, ο οποίος δεσμεύεται από την ειδική τακτική έκθεση που συντάσσεται κάθε φορά για το σκοπό αυτό, από ανεξάρτητο εκτιμητή. Ο εκτιμητής του προηγούμενου εδαφίου ορίζεται από τη γενική συνέλευση της ΑΕΕΑΠ, μαζί με το νόμιμο ελεγκτή της εταιρίας.
8. Η κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 και τις περιπτώσεις α` έως γ` της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου επένδυση των διαθεσίμων της ΑΕΕΑΠ σε ακίνητα ή σε δικαίωμα επί ακινήτου, καθώς και η επένδυση σε ακίνητα από εταιρίες των περιπτώσεων δ` και στ` της παραγράφου 3, προϋποθέτει προηγούμενη εκτίμηση της αξίας τους από τον ανεξάρτητο εκτιμητή της προηγούμενης παραγράφου. Ο εκτιμητής διενεργεί εκτίμηση της αξίας του ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών πριν από την απόκτηση τους από την εταιρία. Προκειμένου περί απαιτήσεων εκ προσυμφώνων της περίπτωσης γ` της παραγράφου 3, η αποτίμηση των ακινήτων, στα οποία αφορούν οι απαιτήσεις αυτές, πραγματοποιείται πριν από την οριστική μεταβίβαση τους στην ΑΕΕΑΠ. Κατά την αποτίμηση λαμβάνεται υπόψη κάθε γεγονός, το οποίο μέχρι την ημερομηνία ένταξης της, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου, ακίνητης περιουσίας στις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ μπορεί να επηρεάσει την αξία της συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας. Η αποτίμηση αυτή είναι δεσμευτική. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στη μεταβίβαση στοιχείων της ακίνητης περιουσίας, τα οποία έχουν ενταχθεί στις επενδύσεις της ΑΕΕΑΠ. Το τίμημα που καταβάλλεται ή εισπράττεται από την ΑΕΕΑΠ για την απόκτηση ή την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας ή του δικαιώματος επί ακινήτου ή των ανωτέρω μετοχών επιτρέπεται να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο, αντιστοίχως, μέχρι πέντε τοις εκατό (5%) από την αξία τους, όπως αυτή έχει προσδιοριστεί από τον εκτιμητή.
9. Η αποτίμηση της αξίας των κινητών και ακινήτων που αποκτά η ΑΕΕΑΠ για την εξυπηρέτηση των λειτουργικών της αναγκών, κάθε φορά που απαιτείται τέτοια αποτίμηση, γίνεται με βάση τις σχετικές διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
10. Δεν επιτρέπεται η μεταβίβαση των μετοχών θυγατρικής εταιρίας που κατέχει η ΑΕΕΑΠ ή ακινήτου, στο οποίο αυτή έχει επενδύσει διαθέσιμα της, πριν από την πάροδο δώδεκα (12) μηνών από την απόκτηση τους, εξαιρουμένων των ακινήτων της υποπερίπτωσης ββ`της περίπτωσης α` και της περίπτωσης β`της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
11. Η μη τήρηση όρου του παρόντος άρθρου, σχετικά με την απόκτηση ή τη μεταβίβαση ακινήτου από ΑΕΕΑΠ δεν συνεπάγεται την ακυρότητα των δικαιοπραξιών αυτών.
12. Τα ακίνητα στα οποία επενδύει η ΑΕΕΑΠ, άμεσα ή έμμεσα, μέσω θυγατρικών της, ασφαλίζονται υποχρεωτικά. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο των ασφαλιστικών συμβολαίων.
13. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα και λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 23
Εισαγωγή των μετοχών της εταιρίας σε οργανωμένη αγορά
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Η ΑΕΕΑΠ εισάγει υποχρεωτικά τις μετοχές της σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια της παρ. 10 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 που λειτουργεί στην Ελλάδα εντός δύο (2) ετών από τη σύσταση της.
Κατά το χρόνο της εισαγωγής, το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρίας πρέπει να έχει επενδυθεί σε ποσοστό τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) σε ακίνητη περιουσία. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρίας σε ΑΕΕΑΠ, η υποχρεωτική εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να πραγματοποιείται μέσα σε διάστημα δύο (2) ετών από την ολοκλήρωση της διαδικασίας μετατροπής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 παρ.7 Ν.4209/2013,ΦΕΚ Α 253/21.11.2013.
2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ύστερα από αίτηση της εταιρίας, να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία λήξης αυτής σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή αν κρίνει ότι οι συνθήκες της αγοράς θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη της εισαγωγής των μετοχών της εταιρίας σε οργανωμένη αγορά.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 107 παρ.7 Ν.4209/2013, ΦΕΚ Α 253/21.11.2013 τροποποιήθηκε πάλι με τη παρ.1 άρθρου 58 Ν.4370/2016,ΦΕΚ Α 37/7.3.2016
3. Εάν η εταιρία δεν έχει επιτύχει την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά εντός των προθεσμιών των παραγράφων 1 και 2, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας της και η εταιρία τίθεται υπό εκκαθάριση.
4. Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΑΠ ανακαλούνται τα προβλεπόμενα για αυτήν φορολογικά οφέλη, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες ευνοϊκές για αυτήν φορολογικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται σε άλλους νόμους. ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου εξαιρούνται της ανακλήσεως που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο για το μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου χρονικό διάστημα.
Άρθρο 24
Θεματοφύλακας
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Οι επενδύσεις της εταιρείας φυλάσσονται κατά την έννοια του ν. 4209/2013 σε πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο οργανισμό που εκ του νόμου μπορεί να παρέχει υπηρεσίες θεματοφύλακα, που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Σε περίπτωση κινητών αξιών άλλης χώρας, προσκομίζεται στο θεματοφύλακα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της χώρας έκδοσής τους, σχετικό αποδεικτικό φύλαξής τους ή στην περίπτωση που δεν απαιτείται η έκδοση φυσικών τίτλων, αποδεικτικό από αρμόδια αρχή που πιστοποιεί την ιδιοκτησία των τίτλων από ΑΕΕΑΠ.
Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 106 ΝΟΜΟΣ 4514/2018 και ισχύει από 30/1/2018
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
2. Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει τη φύλαξη κινητών αξιών σε άλλα πρόσωπα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 3371/2005.
3. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι της εταιρίας και των μετόχων της για κάθε πταίσμα κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
4. Οι κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης που ισχύουν για τις εταιρίες, των οποίων κινητές αξίες αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά, εφαρμόζονται αναλόγως και στις ΑΕΕΑΠ από τη σύσταση τους.
5. Από τη σύσταση της, η ΑΕΕΑΠ καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις της με βάση τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ).
6. ΑΕΕΑΠ που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και των οποίων οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί ακόμη σε οργανωμένη αγορά, υποχρεούνται να συμμορφωθούν με τις διατάξεις της παραγράφου 4 εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και με τις διατάξεις της παραγράφου 5 εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 25
Εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Η ΑΕΕΑΠ δημοσιεύει στο τέλος κάθε ημερολογιακού εξαμήνου εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων των διαθεσίμων της, με χωριστή αναφορά στις κατηγορίες επενδύσεων. Η πρώτη κατάσταση επενδύσεων επιτρέπεται να καλύπτει περίοδο μεγαλύτερη του εξαμήνου, ώστε η ημερομηνία της να συμπέσει με το πέρας ημερολογιακού εξαμήνου, χωρίς όμως αυτή η περίοδος να μπορεί να υπερβεί το έτος. Η κατάσταση περιλαμβάνει την περιγραφή κάθε ακινήτου, το σκοπό για τον οποίο προορίζεται να χρησιμοποιηθεί, την εμπορική του αξία, σε σχέση με την αντικειμενική, εφόσον έχει οριστεί αυτή, καθώς και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίνεται χρήσιμο για να επιτρέψει την αξιολόγηση των επενδύσεων της εταιρίας. Ως προς τα δικαιώματα επικαρπίας ή ψιλής κυριότητας ακινήτων, καθώς και δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτου, η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων περιέχει υποχρεωτικά περιγραφή του δικαιώματος, την πραγματική αξία του, σε σχέση με την πραγματική και την αντικειμενική αξία του ακινήτου στο οποίο αναφέρεται, καθώς και οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση των συγκεκριμένων επενδύσεων. Η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 6 έως και 9 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου.
2. Η εξαμηνιαία κατάσταση επενδύσεων βασίζεται σε έκθεση ανεξάρτητου εκτιμητή και ελέγχεται από νόμιμο ελεγκτή ή ελεγκτικό γραφείο του ν. 3693/2008. Υποβάλλεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και αναρτάται στην ιστοσελίδα της εταιρίας και της αγοράς, στην οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης οι μετοχές της ή μόνο στην ιστοσελίδα της εταιρίας αν δεν έχει διενεργηθεί η εισαγωγή των μετοχών της σε αγορά.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να ορίσει το ειδικότερο περιεχόμενο της εξαμηνιαίας κατάστασης επενδύσεων της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία.
Άρθρο 26
Δάνεια, πιστώσεις και εγγυήσεις
1. Επιτρέπεται η λήψη δανείων από την ΑΕΕΑΠ και η παροχή πιστώσεων σε αυτήν, για ποσά τα οποία, στο σύνολο τους, δεν θα υπερβαίνουν το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του ενεργητικού της. Τηρουμένου του ορίου του πρώτου εδαφίου, στην περίπτωση που οι οντότητες των περιπτώσεων δ`, ε`, στ` και ζ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22, στις οποίες έχει επενδύσει η ΑΕΕΑΠ, έχουν λάβει δάνεια και πιστώσεις, το όριο του πρώτου εδαφίου υπολογίζεται και επί του ενεργητικού της ενοποιημένης οικονομικής κατάστασης της ΑΕΕΑΠ. Το σύνολο των δανείων που λαμβάνονται για την αποπεράτωση ακινήτων της ΑΕΕΑΠ ή των ακινήτων των οντοτήτων των περιπτώσεων δ`, ε` και στ` και των υποπεριπτώσεων ββ` και γγ` της περίπτωσης ζ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ποσοστό που αναγράφεται στο πρόγραμμα της περίπτωσης β` της παραγράφου 2 του άρθρου 22. Στο ύψος του επιτρεπόμενου δανεισμού συμπεριλαμβάνονται και τα δικαιώματα από χρηματοδοτική μίσθωση ακινήτων της περίπτωσης α` της παραγράφου 3 του άρθρου 22.
Κατ` εξαίρεση, επιτρέπεται η ΑΕΕΑΠ να συστήνει θυγατρική με μοναδικό σκοπό τη λήψη δανείων και τη χρήση των δανειακών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση της ΑΕΕΑΠ ή/και των οντοτήτων των περιπτώσεων δ`, ε`, στ` και ζ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013 τροποποιήθηκε πάλι με τη παρ.2 άρθρου 8 Ν.4281/2014,ΦΕΚ Α 160/8.8.2014.
2. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων που λαμβάνει η ΑΕΕΑΠ επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί των κινητών ή ακινήτων της ΑΕΕΑΠ.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013 τροποποιήθηκε πάλι με τη παρ.2 άρθρου 8 Ν.4281/2014,ΦΕΚ Α 160/8.8.2014.
3. Η ΑΕΕΑΠ μπορεί να συνάπτει δάνεια και να λαμβάνει πιστώσεις για την απόκτηση ακινήτων που θα χρησιμοποιήσει για τις λειτουργικές της ανάγκες, εφόσον το ύψος των δανείων και πιστώσεων, στο σύνολο τους, δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) της αξίας του συνόλου των ιδίων κεφαλαίων της ΑΕΕΑΠ μειουμένων κατά το συνολικό ποσό των επενδύσεων της σε ακίνητα. Τα ποσά των δανείων αυτών δεν συνυπολογίζονται στο ποσοστό της παραγράφου 1.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013 τροποποιήθηκε πάλι με τη παρ.2 άρθρου 8 Ν.4281/2014,ΦΕΚ Α 160/8.8.2014.
4. Για την εξασφάλιση των δανείων και πιστώσεων της παραγράφου 3 επιτρέπεται να συνιστώνται βάρη επί του ακινήτου που αποκτά η εταιρία, για τους σκοπούς που ορίζονται στην ανωτέρω παράγραφο.
Άρθρο 27
Διανομή κερδών
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Η ΑΕΕΑΠ υποχρεούται να διανέμει ετησίως στους μετόχους της τουλάχιστον το πενήντα τοις εκατό (50%) των ετήσιων καθαρών προς διανομή κερδών της. Τα κέρδη που σχετίζονται με την υπεραξία από την πώληση ακινήτων δεν συμπεριλαμβάνονται στη διανομή. Επιτρέπεται η διανομή χαμηλότερου ποσοστού, έως των ορίων του κ.ν. 2190/1920, ή η μη διανομή μερίσματος από την εταιρία με απόφαση της γενικής συνέλευσης εφόσον το καταστατικό της περιέχει σχετική πρόβλεψη είτε προς σχηματισμό έκτακτου αφορολόγητου αποθεματικού από λοιπά έσοδα εκτός από κέρδη κεφαλαίου είτε προς δωρεάν διανομή μετοχών προς τους μετόχους, με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
2. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης δύναται να σχηματιστεί τακτικό αποθεματικό, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920.
3. Εφόσον στο τέλος μίας εταιρικής χρήσης προκύψει ζημία από την αποτίμηση των κινητών αξιών της περίπτωσης δ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22, για την κάλυψη της ζημίας, επιτρέπεται ο σχηματισμός πρόβλεψης μέχρι και το σύνολο της ζημίας.
Άρθρο 28
Απαγόρευση μεταβίβασης ακινήτων της εταιρίας σε συγκεκριμένα πρόσωπα
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Απαγορεύεται η μεταβίβαση ακινήτων, τα οποία η ΑΕΕΑΠ κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω θυγατρικών της, σε μετόχους της ΑΕΕΑΠ που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω συνδεδεμένων προσώπων κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή μέσω προσώπων που ελέγχονται από αυτά, κατά την έννοια της περίπτωσης γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, ποσοστό τουλάχιστον 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ, σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της, συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και σε ελεγχόμενα από αυτούς, κατά την ανωτέρω έννοια, νομικά πρόσωπα. Η μεταβίβαση ακινήτων από την ΑΕΕΑΠ σε μετόχους που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, κατά την ανωτέρω έννοια, ποσοστό μικρότερο του 5% του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ επιτρέπεται μετά από ειδική άδεια της Γενικής Συνέλευσης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 23Α του κ.ν. 2190/1920.
2. Η απαγόρευση της προηγουμένης παραγράφου δεν ισχύει για τη μεταβίβαση ακινήτων στις εταιρίες των περιπτώσεων δ` και στ` της παραγράφου 3 του άρθρου 22. Μεταβίβαση ακινήτων σε άλλες συνδεδεμένες με την ΑΕΕΑΠ εταιρίες επιτρέπεται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία παρέχεται εφόσον η μεταβίβαση γίνεται με όρους αγοράς και είναι επωφελής για την ΑΕΕΑΠ. Οι ειδικότεροι όροι εφαρμογής της παρούσας παραγράφου μπορεί να εξειδικεύονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
3. Μετά την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου για την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά που λειτουργεί στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, και υπό την προϋπόθεση της πραγματοποίησης της εισαγωγής, απαγορεύεται περαιτέρω η μεταβίβαση προς την ΑΕΕΑΠ ακινήτων που ανήκουν σε:
α) μετόχους της ΑΕΕΑΠ που κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω συνδεδεμένων προσώπων κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή μέσω προσώπων που ελέγχονται από αυτά, κατά την έννοια της περίπτωσης γ` της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3556/2007, ποσοστό τουλάχιστον πέντε τοις εκατό (5%) του μετοχικού κεφαλαίου της ΑΕΕΑΠ και
β) μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της, συζύγους και συγγενείς τους μέχρι και τρίτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, καθώς και σε ελεγχόμενα από αυτούς, κατά την ανωτέρω έννοια, νομικά πρόσωπα.
4. α) Η απαγόρευση της παραγράφου 3 δεν καταλαμβάνει την εισφορά ακινήτων στην ΑΕΕΑΠ κατά το στάδιο σύστασης ή αύξησης μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιείται έως και την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά που λειτουργεί στην Ελλάδα.
β) Η απαγόρευση της παραγράφου 3 δεν καταλαμβάνει τη μεταβίβαση ακινήτων προς την ΑΕΕΑΠ ή την εισφορά τους σε αυτήν εφόσον ο μεταβιβάζων είναι νομικό πρόσωπο που εμπίπτει στην παράγραφο 3α ανωτέρω και εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Η αξία των μεταβιβαζόμενων ακινήτων, σε ετήσια βάση, δεν υπερβαίνει το 10% του συνόλου των επενδύσεων της ΑΕΕΑΠ.
ββ) Διενεργείται αποτίμηση του μεταβιβαζόμενου ακινήτου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920, η δε έκθεση αποτίμησης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/1920 και αναρτάται στην ιστοσελίδα της εταιρείας την ίδια ημερομηνία με τη δημοσίευση της πρόσκλησης για σύγκληση της γενικής συνέλευσης της επόμενης υποπερίπτωσης.
γγ) Λαμβάνεται προ της μεταβίβασης ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης, για την οποία απαιτείται πλειοψηφία τουλάχιστον τριών τετάρτων (3/4) των μετόχων που παρευρίσκονται, εξαιρουμένου του μετόχου στον οποίο ανήκει το μεταβιβαζόμενο ακίνητο ή μετόχου με τον οποίο υπάρχει σχέση ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, με το μέτοχο στον οποίο ανήκει το μεταβιβαζόμενο ακίνητο.
Σημ.: όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με τη παρ.3 άρθρου 8 Ν.4281/2014,ΦΕΚ Α 160/8.8.2014.
Άρθρο 29
Μετατροπή εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία σε αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας
1. Επιτρέπεται η μετατροπή εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία σε αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας, με την τήρηση των όσων ορίζονται στο άρθρο 12α του Ν. 1969/1991.
2. Σε περίπτωση μετατροπής εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία σε αμοιβαίο κεφάλαιο ακίνητης περιουσίας, συντάσσεται και έκθεση εκτιμητή του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών, για τα ακίνητα της εταιρίας, η οποία δεσμεύει τον ορκωτό ελεγκτή.
Άρθρο 30
Εποπτεία – Κυρώσεις
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 Ν.4141/2013,ΦΕΚ Α 81/5.4.2013.
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία και τον έλεγχο της εφαρμογής του παρόντος νόμου και των κανονιστικών αποφάσεων λειτουργίας των ΑΕΕΑΠ που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του.
2. Κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της παραγράφου 1, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διενεργεί ελέγχους και να αναθέτει σε νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία τη διενέργεια εκτάκτων ελέγχων.
3. Οι ΑΕΕΑΠ και οι θυγατρικές τους υποχρεούνται να θέτουν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και των εντεταλμένων οργάνων της τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διενέργεια του ελέγχου. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά περίπτωση μπορούν:
α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφο του και
β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να λαμβάνουν μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 9 έως 13 του άρθρου 22 του ν. 3340/2005.
4. Αν παραβιαστούν οι διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε ΑΕΕΑΠ επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από χίλια (1.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ενδεικτικώς υπόψη το μέγεθος και η σημασία της παράβασης, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της ζημίας που προκλήθηκε σε επενδυτές και της τυχόν αποκατάστασης της, η λήψη μέτρων από την εταιρία για τη συμμόρφωση της στο μέλλον, ο βαθμός υπαιτιότητας της εταιρίας, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της γενικής και ειδικής πρόληψης και η τυχόν καθ` υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του.
5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε μετόχους και σε διευθυντικά στελέχη της ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών των περιπτώσεων δ` και ε` της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου, που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους από πεντακόσια (500) ευρώ μέχρι διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 6, το πρόστιμο μπορεί να ανέρχεται μέχρι του ποσού των εξακοσίων χιλιάδων (600.000) ευρώ. Για την επιλογή της κύρωσης και κατά την επιμέτρηση του προστίμου εφαρμόζεται το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4.
6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο ύψους μέχρι τετρακοσίων χιλιάδων (400.000) ευρώ σε πρόσωπα τα οποία, εν γνώσει τους, προβαίνουν σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και αποδόσεων της, με σκοπό να προσελκύσουν σε αυτήν επενδυτές.
7. Όποιος εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς δηλώσεις ή ανακοινώσεις προς το κοινό σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία ΑΕΕΑΠ και των θυγατρικών τους, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων και αποδόσεων της, με σκοπό να προσελκύσει σε αυτήν επενδυτές παραπλανώντας τους, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή από πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ μέχρι τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.
8. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται σε δηλώσεις ή ανακοινώσεις που λαμβάνουν χώρα μέχρι την εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΑΠ σε οργανωμένη αγορά.
9. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει πρόστιμο μέχρι τριακόσιες χιλιάδες ( 300.000) ευρώ σε όποιον δεν συνεργάζεται σε έλεγχο – έρευνα που διενεργείται στην ΑΕΕΑΠ.
10. Επιτρέπεται η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλει σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του παρόντος νόμου ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ` εξουσιοδότηση του, εκτός εάν η δημοσιοποίηση ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές, να είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των επενδυτών ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.
11. Οι διατάξεις των άρθρων 37 και 38 του ν. 3371/2005 εφαρμόζονται και στις ΑΕΕΑΠ.
12. Οι κανονιστικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδόθηκαν κατ` εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 21, της παραγράφου 11 του άρθρου 22 και της παραγράφου 3 του άρθρου 25, εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάσταση τους από νέες.
Άρθρο 31
Φορολογία εταιριών επενδύσεων ακινήτων
1. Οι εκδιδόμενες από εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία μετοχές, καθώς και η μεταβίβαση ακινήτων προς αυτή απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης υπέρ του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και γενικά τρίτων. Η απαλλαγή δεν καταλαμβάνει το φόρο εισοδήματος για την υπεραξία που προκύπτει κατά την εισφορά ακινήτων. Οι μεταβιβάσεις ακινήτων από την εταιρεία επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υπόκεινται σε φόρο μεταβίβασης ακινήτων με τον ισχύοντα συντελεστή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.23 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002.
2. Οι εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος για τα εισοδήματα από κινητές αξίες γενικά του εσωτερικού ή του εξωτερικού πλην μερισμάτων ημεδαπής, που αποκτούν μη υποκείμενα σε παρακράτηση φόρου. Ειδικά για τους τόκους ομολογιακών δανείων, η απαλλαγή ισχύει με την προϋπόθεση ότι οι τίτλοι από τους οποίους προκύπτουν οι τόκοι αυτοί έχουν αποκτηθεί τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από το χρόνο που έχει ορισθεί για την εξαργύρωση των τοκομεριδίων. Σε αντίθετη περίπτωση, ενεργείται παρακράτηση φόρου σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα φορολογίας Εισοδήματος και με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία για τα εισοδήματα αυτά.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 άρθρ.15 Ν.3522/2006, ΦΕΚ Α 276/22.12.2006 για εισοδήματα από την 1η Ιανουαρίου 2007 και μετά αντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ.7 του άρθρου 33 του Ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α 287/31.12.2013) και με την παρ.1 άρθρ.46 Ν.4389/2016
3. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία υποχρεούνται σε καταβολή φόρου ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς) προσαυξανομένου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο οφειλόμενος φόρος κάθε εξαμήνου δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 0,375% του μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές, όπως απεικονίζονται στους εξαμηνιαίους πίνακες επενδύσεων που προβλέπονται από την παράγραφο 1 του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του μήνα που ακολουθεί το χρονικό διάστημα που αφορούν οι εξαμηνιαίοι πίνακες επενδύσεων. Σε περίπτωση παρακράτησης φόρου επί κτηθέντων μερισμάτων, ο φόρος αυτός συμψηφίζεται με το φόρο που προκύπτει από τη δήλωση που υποβάλλεται από την Εταιρεία Επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία εντός του μηνός Ιουλίου. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο μεταφέρεται για συμψηφισμό με επόμενες δηλώσεις. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας και των μετόχων της. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α΄170) εφαρμόζονται ανάλογα και για τον φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής. Για τα διανεμόμενα μερίσματα στους μετόχους της εταιρείας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 62 και 64 του ν. 4172/2013. Κατά τον υπολογισμό του παραπάνω φόρου δε λαμβάνονται υπόψη τα ακίνητα που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα θυγατρικές των ΑΕΕΑΠ, εταιρείες του άρθρου 22 παράγραφος 3 περιπτώσεις δ΄ και ε΄ του παρόντος νόμου, εφόσον αυτά αναγράφονται διακεκριμένα στις καταστάσεις επενδύσεών τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.20 Ν.3697/2008,ΦΕΚ Α 194/25.9.2008 ,με τη παρ.7 του άρθρου 33 του Ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α 287/31.12.2013) και με τη παρ.2 του άρθρου 46 του Ν. 4389/2016.
4. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 11 του άρθρου 7 του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ 43 Α`) και των διατάξεων της περίπτωσης ε` του άρθρου 1 και του άρθρου 4 του ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α`), οι διατάξεις του ν. 2166/1993 εφαρμόζονται και επί εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, η οποία: α) συνιστάται είτε με συγχώνευση δύο ή περισσότερων εταιριών, οι οποίες διαθέτουν ακίνητη περιουσία είτε από διάσπαση ή απόσχιση κλάδου εταιρίας, που διαθέτει ακίνητη περιουσία ή β) αποκτά ακίνητη περιουσία, είτε λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση άλλης εταιρίας που διαθέτει ακίνητη περιουσία είτε λόγω διάσπασης ή απόσχισης κλάδου εταιρίας που διαθέτει ακίνητη περιουσία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρου 17 Ν.3581/2007, ΦΕΚ Α 140/28.6.2007.
5. Οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία διενεργούν τακτικές αποσβέσεις επί της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις περί φορολογίας εισοδήματος. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων, όπως ισχύει, οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία δεν λογίζουν αποσβέσεις επί της ακίνητης περιουσίας της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη με την παρ.24 άρθρ.3 Ν.2992/2002,ΦΕΚ Α 54/20.3.2002. και στη συνέχεια παρ.8 του άρθρου 33 του Ν. 4223/2013 (ΦΕΚ Α 287/31.12.2013).7/5.5.2014.
6. Δεν οφείλεται Φόρος Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας του, άρθρου 24 του ν. 2459/1997 για τα ακίνητα που συμπεριλαμβάνονται στο ενεργητικό της εταιρίας επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία εφόσον δεν ιδιοχρησιμοποιούνται.
7. Η υπεραξία από τη μεταβίβαση μετοχών των εταιρειών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.3 του άρθρου 46 του Ν. 4389/2016 και με τη παρ.1 του άρθρου 63 του Ν. 4410/2016.
8. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 1 έως 6, εφαρμόζονται και στις θυγατρικές των ΑΕΕΑΠ εταιρείες των περιπτώσεων δ΄ και ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου και ισχύουν από την έναρξη εφαρμογής του ν. 4141/2013 (Α΄ 81).
Σημ.: όπως η παρ.8 προστέθηκε με την παρ.7 άρθρου 17 Ν.3581/2007,ΦΕΚ Α 140/28.6.2007 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 184 παρ.10 Ν.4261/2014,ΦΕΚ Α 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 32
1. Στο άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 2676/1999 (ΦΕΚ 1 Α75.1.1999), στο πρώτο εδάφιο, προστίθεται περίπτωση δ΄, η οποία έχει ως εξής:
“δ) σε μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων ακίνητης περιουσίας”.
2. Στο άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α΄/17.10.1990), στο δεύτερο εδάφιο, διαγράφονται οι λέξεις “του άρθρου 17 του Ν.Δ. 608/70”. Στο τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, οι λέξεις και αριθμοί “του άρθρου 17 του Ν.Δ. 608/70″ αντικαθίστανται με τις λέξεις ΄ως προς τη σύνθεση του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου”.
3. Στο άρθρο 2 του Ν. 1266/1982 (ΦΕΚ 81 Α/2.7.1982), στην περίπτωση 1, μετά τις λέξεις “μετοχές Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου”, προστίθενται οι λέξεις “και Εταιριών επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία”.
4. Όπου στις διατάξεις του Ν. 876/1979 (ΦΕΚ 48. Α΄) αναφέρονται Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου ή Αμοιβαία Κεφάλαια νοούνται και οι εταιρίες και τα αμοιβαία κεφάλαια του Ν. 1969/1991 και του παρόντος νόμου.
Άρθρο 33
Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 13 του Ν. 2238/1994, όπως αυτή προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α), αντικαθίσταται ως εξής:
“Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε τοις εκατό (5%) η πραγματική αξία πώλησης μετοχών ή παραστατικών τίτλων μετοχών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών ή αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, που μεταβιβάζονται από ιδιώτες ή από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά”.
Άρθρο 34
Κυρώνεται η από 7 Οκτωβρίου 1999 απόφαση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος που αφορά τις ακόλουθες τροποποιήσεις στο Καταστατικό της Τράπεζας αυτής (Ν.Δ. 3424/7.12.1927):
1. Η πέμπτη παράγραφος του άρθρου 8 τροποποιείται ως εξής:
“Το Δημόσιο και αι Δημόσιοι Επιχειρήσεις δεν δύνανται να κατέχωσιν αμέσως ή εμμέσως μετοχάς της Τράπεζας κατά ποσόν υπερβαίνον εν συνόλω τα τριάντα πέντε εκατοστά του εκδεδομένου ονομαστικού κεφαλαίου
2. Στο τέλος του άρθρου 9 προστίθεται η ακόλουθη φράση:
“Κατά τον αυτόν τρόπον αποφασίζεται διάσπαση των μετοχών σε περισσότερα τμήματα και ορίζεται η ονομαστική αξία εκάστου, ώστε το κάθε τμήμα να αποτελεί αυτοτελή μετοχή”.
3. Στο τέλος του άρθρου 13 προστίθεται η ακόλουθη φράση:
Σε περίπτωση διασπάσεως των μετοχών κατά το άρθρο 9, εδάφιον 3, ο απαιτούμενος ως άνω ελάχιστος αριθμός μετοχών για την παροχή δικαιώματος συμμετοχής ή παραστάσεως και ψήφου στη Γενική Συνέλευση, δύναται να αναπροσαρμόζεται εκάστοτε αναλόγως με την απόφαση του Γενικού Συμβουλίου”.
Άρθρο 35
1. Απαιτήσεις της Η Υπό Εκκαθάριση Παλαιά Τράπεζα Κρήτης Ν. 2330/1995 κατά των προσώπων που προσδιορίζονται στην παράγραφο του άρθρου 39 του Ν. 2168/1993, εφόσον δεν έχουν κριθεί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις ικανοποιούνται συνολικά μέχρι του ποσού των δραχμών 800.000.000 από τον Οργανισμό Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (Ο.Π.Α.Π.).
2. Το ποσό θα καταβληθεί από τον Ο.Π.Α.Π. στην υπό εκκαθάριση Τράπεζα μετά την υπογραφή μεταξύ του Ο.Π.Α.Π. και της υπό εκκαθάριση Τράπεζας ειδικής σύμβασης, στην οποία θα προσδιορίζονται τα πρόσωπα “και οι ικανοποιούμενες απαιτήσεις δια τεσσάρων ισόποσων τριμηναίων δόσεων εκ δραχμών 200.000.000. Η πρώτη δόση θα καταβληθεί με την υπογραφή της ανωτέρω σύμβασης.
3. Η δαπάνη των οκτακοσίων εκατομμυρίων (800.000.000) δραχμών επιμερίζεται αναλογικά μεταξύ όλων των φορέων στους οποίους διατίθενται έσοδα από παιχνίδια του Ο.Π.Α.Π., πλην της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ελλήνων Πρακτόρων ΠΡΟ.ΠΟ. (ΟΠΕΠΠ) και του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 30 παρ. 7 περ. Αα εδάφιο 6 και περ. Ββ εδάφιο 6 του Ν. 2579/1998 – ΦΕΚ 31 Α΄/17.2.1998), κατά το ποσοστό συμμετοχής του φορέα στην κατανομή των ακαθάριστων εισπράξεων του αντίστοιχου παιχνιδιού.
Το οφειλόμενο ποσό των 800.000.000 δραχμών θα παρακρατηθεί σε δεκαοκτώ (18) ίσες μηνιαίες δόσεις από τα δικαιώματα του υπόχρεου φορέα.
Η παρακράτηση των δόσεων θα αρχίσει στο τέλος του επόμενου μήνα από την ημερομηνία εκταμίευσης της πρώτης δόσης των 200.000.000 δραχμών της σύμβασης.
4. Οι ικανοποιούμενες απαιτήσεις δεν εκχωρούνται και αποσβέννυνται ολοκληρωτικά μετά την υπό του Ο.Π.Α.Π. καταβολή και της δεύτερης δόσης.
5. Από την υπογραφή της σύμβασης και μετά, καταργούνται εκκρεμείς δίκες, που αφορούν τα χρέη και τις αξιώσεις της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου και αίρονται τα υπέρ της υπό εκκαθάριση Τράπεζας Κρήτης πάσης φύσεως ασφαλιστικά μέτρα και δεσμεύσεις περιουσιακών στοιχείων και χρηματικών απαιτήσεων των προσώπων, που εξειδικεύονται στην παρ. 1 του άρθρου 39 του Ν. 2168/1993 και αποδίδονται ελεύθερα στους δικαιούχους.
6. Οι αποδεσμευόμενες χρηματικές απαιτήσεις αποδίδονται στην “Η Υπό Εκκαθάριση Παλαιά Τράπεζα Κρήτης Ν. 2330/1995” στους δικαιούχους μέχρι του ύψους των ποσών που είχαν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία που η Τράπεζα τέθηκε υπό εκκαθάριση.
– Ειδικά, απαιτήσεις που είχαν αποσβεσθεί, λόγω τελεσίδικων αποφάσεων, προς της ενάρξεως της εκκαθάρισης αποδίδονται μέχρι του ύψους της αρχικής απαίτησης.
7. Ία χρηματικά ποσά που αποδεσμεύονται και αποδίδονται, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, από την «Ή Υπό Εκκαθάριση Παλαιά Τράπεζα Κρήτης Ν. 2330/1995» στα πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 39 του Ν. 2168/1993, εφόσον αφορούν αμοιβές μεταγγραφών τους ή πρόσληψης τους σε Αθλητικά Σωματεία ή Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρείες, κατά το παρελθόν αποτελούν εισόδημα των προσώπων αυτών κατά το χρόνο απόδοσης τους και φορολογούνται κατά τα προβλεπόμενα για τα εισοδήματα αυτά, κατά το χρόνο αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι τα εισοδήματα αυτά δεν έχουν δηλωθεί με αρχική ή συμπληρωματική δήλωση μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος. Φύλλα ελέγχου και πράξεις επιβολής προστίμου που έχουν εκδοθεί από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος για μη δήλωση αυτών των εισοδημάτων ακυρώνονται, και το μέρος που αφορούν τα εισοδήματα αυτά, έστω και αν οι πράξεις αυτές έχουν καταστεί οριστικές με εξαίρεση τις περιπτώσεις που επήλθε διοικητική επίλυση της διαφοράς. Η ακύρωση των παραπάνω πράξεων ενεργείται από τις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. μετά από προηγούμενη αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται με τα νόμιμα αποδεικτικά στοιχεία μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 36
Με απόφαση του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου, που εγκρίνεται από την αρμόδια Υγειονομική Περιφέρεια, τα Νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δύνανται να αναθέτουν, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τη μηχανοργάνωση τους, την τήρηση των λογιστικών τους βιβλίων για την εφαρμογή της Γενικής και Αναλυτικής Λογιστικής Εκμεταλλεύσεως, καθώς και τη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων που προβλέπονται από το Κλαδικό Λογιστικό Σχέδιο των Δημόσιων Μονάδων Υγείας (π.δ. 146/2003, ΦΕΚ 122 Α`) και τα διεθνή λογιστικά πρότυπα.
Οι δαπάνες που έχουν γίνει από την 1.1.2015 και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, κατ’ εφαρμογή της 62008/ΕΓΔΕΚΟ/1992/2008 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 2657) είναι νόμιμες, εκκαθαρίζονται και πληρώνονται στους δικαιούχους σε βάρος των αντίστοιχων ΚΑΕ των εγκεκριμένων προϋπολογισμών έτους 2017 των νοσοκομείων, υπό την προϋπόθεση οι δαπάνες αυτές να είναι εγγεγραμμένες στους προϋπολογισμούς του έτους αναφοράς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν.3730/2008, ΦΕΚ Α 262/23.12.2008 και με το άρθρο 38 Ν.4461/2017
Άρθρο 37
Στην περίπτωση β΄ της παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α΄) προστίθεται εδάφιο β΄ ως εξής:
“Κατ΄ εξαίρεση, οι ανωτέρω διατάξεις έχουν εφαρμογή για τους κατόχους πτυχίων ισοτίμων, σύμφωνα με την παρ. 3 του Π.Δ. 110/1993, προς τα πλήρους πενταετούς φοίτησης πτυχία των τμημάτων Φαρμακευτικής των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πατρών.”
Η ισχύς της διατάξεως αυτής αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 1997.
Άρθρο 38
Σημ.: όπως το άρθρο 38 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 42 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
1. Το άρθρο 9 του Ν. 936/1979 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
“Αρθρο 9
1. Εξαγωγέας θεωρείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί εξαγωγικό εμπόριο κατά την έννοια και τις προϋποθέσεις του Ν.Δ. 3999/1959. Για την άσκηση του εξαγωγικού εμπορίου προαπαιτείται καταχώρηση της επωνυμίας του εξαγωγέα στο Ειδικό Μητρώο Εξαγωγέων, που τηρείται στα κατά τόπους Εμπορικά και Βιομηχανικά Επιμελητήρια της χώρας και σε περίπτωση που δεν υπάρχει Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, στο αντίστοιχο τμήμα των κατά τόπους λοιπών Επιμελητηρίων της χώρας.
2. Η καταχώριση γίνεται στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του ο εξαγωγέας, ανεξάρτητα αν είναι μέλος ή όχι αυτού, ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, στο αντίστοιχο τμήμα άλλου Επιμελητηρίου στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα του, ύστερα από αίτηση του, η οποία περιέχει υποχρεωτικά δήλωση για τα είδη τα οποία πρόκειται να αποτελέσουν αντικείμενο των εξαγωγών του, καθώς και πληροφορίες και άλλα στοιχεία, όπως αυτά αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου. Η αίτηση πρέπει να συνοδεύεται από γραμμάτιο κατάθεσης στο Δημόσιο Ταμείο των κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3999/1959 τελών εγγραφής.
3. Η καταχώριση της επωνυμίας γίνεται με πράξη του Προέδρου του Επιμελητηρίου, ύστερα από προηγούμενη διαπίστωση ότι ο εξαγωγέας έχει την απαιτούμενη για τη διενέργεια του εξαγωγικού εμπορίου οργάνωση, πίστη και εμπορική εγκατάσταση. Για τη διαπίστωση των προϋποθέσεων αυτών το Επιμελητήριο δύναται να απαιτεί οποιοδήποτε σχετικό στοιχείο και να προβαίνει, όταν κρίνεται σκόπιμο, σε περαιτέρω έρευνα και σχετική αυτοψία. Η απόρριψη της αίτησης για καταχώριση της επωνυμίας γίνεται με αιτιολογημένη απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του Επιμελητηρίου.
4. Αποκλείονται της εγγραφής με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του Επιμελητηρίου:
α) οι πτωχεύσαντες και μη αποκατασταθέντες, όπως και β) οι αμετακλήτως καταδικασθέντες για εμπορία ναρκωτικών ή λαθρεμπορία ή πλαστογραφία ή υπεξαίρεση ή απάτη ή κλοπή ή απιστία ή λαθραία εξαγωγή συναλλάγματος ή παράβαση του νόμου περί επιταγών.
Για τα νομικά πρόσωπα τις ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να πληρούν οι Πρόεδροι των Διοικητικών Συμβουλίων, οι Διευθύνοντες και οι Εντεταλμένοι Σύμβουλοι των ανωνύμων εταιρειών, οι Διαχειριστές των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, οι ομόρρυθμοι Εταίροι των ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών και οι εκπρόσωποι των Συνεταιρισμών.
5. Η καταχώριση της επωνυμίας ανανεώνεται ανά τριετία ύστερα από σχετική αίτηση του εξαγωγέα, τηρουμένων των προϋποθέσεων της παραγράφου 4 του παρόντος περί αρχικής εγγραφής, στην οποία εμπεριέχεται και η αναφερόμενη στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου δήλωση, επιπλέον δε και δήλωση ότι πραγματοποίησε εξαγωγές κατά τα αμέσως προηγούμενα τρία ημερολογιακά έτη. Η αίτηση συνοδεύεται από γραμμάτιο κατάθεσης στο δημόσιο ταμείο των κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3999/1959 τελών ανανέωσης της επωνυμίας.
6. Εκτός περιπτώσεων ανωτέρας βίας, εξαγωγέας που δεν πραγματοποίησε καμία εξαγωγή επί τριετία, διαγράφεται από το μητρώο εξαγωγέων με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του Επιμελητηρίου. Εκπίπτουν αυτοδικαίως της ιδιότητας του εξαγωγέα και διαγράφονται από το Μητρώο Εξαγωγέων, με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής του Επιμελητηρίου, οι καταδικαζόμενοι με αμετάκλητη απόφαση για τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου αδικήματα.
7. Κατά των αποφάσεων απόρριψης αιτήσεως καταχώρησης ή διαγραφής από το Μητρώο Εξαγωγέων της Διοικητικής Επιτροπής των Επιμελητηρίων, επιτρέπεται εντός διμήνου από της επιδόσεως αυτών στους ενδιαφερομένους, σύμφωνα με τις εκάστοτε διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Νομοθεσίας, προσφυγή ενώπιον της Επιτροπής της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου, η οποία και αποφαίνεται οριστικά.
8. Συνιστάται Επιτροπή αποτελούμενη από τους:
α) Γενικό Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
β) Προϊστάμενο της Διευθύνσεως Διαδικασιών Εξωτερικού Εμπορίου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ως μέλους.
γ) Προϊστάμενο του Τμήματος Εξαγωγικών Διαδικασιών της Διευθύνσεως Διαδικασιών Εξωτερικού Εμπορίου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ως μέλους.
δ) Εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, ως μέλους, οριζόμενο από αυτήν και
ε) Εκπρόσωπο του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, ως μέλους, οριζόμενο από αυτόν.
Χρέη Γραμματέως εκτελεί υπάλληλος του Τμήματος Εξαγωγικών Διαδικασιών της Διευθύνσεως Διαδικασιών Εξωτερικού Εμπορίου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Τον Πρόεδρο απουσιάζοντα ή κωλυόμενο αναπληροι ο Γενικός Διευθυντής Εξωτερικών, Οικονομικών και Εμπορικών Σχέσεων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Τον εκπρόσωπο της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίου απουσιάζοντα ή κωλυόμενο αναπληροί εκπρόσωπος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, οριζόμενος από αυτό.
Η Επιτροπή η οποία εδρεύει στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας μπορεί να επιτρέψει την εγγραφή στο οικείο Επιμελητήριο, εάν κρίνει από τα υπάρχοντα στοιχεία ότι ο ενδιαφερόμενος αφ΄ ενός μεν πληροί από απόψεως δυνατοτήτων, εγκαταστάσεως και οργανώσεως τις προϋποθέσεις άσκησης εξαγωγικών δραστηριοτήτων αφ΄ ετέρου δε ότι διαθέτει το απαιτούμενο για την εν λόγω δραστηριότητα ήθος.
Αν η προσφυγή ασκηθεί λόγω απορρίψεως ή διαγραφής του ενδιαφερομένου συνεπεία αμετάκλητης καταδίκης αυτού για τα περιγραφόμενα στην παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου αδικήματα, πλην αυτού της παραβάσεως του νόμου περί επιταγών, η προσφυγή ασκείται και η Επιτροπή επιλαμβάνεται της ανωτέρω προσφυγής, μετά την πάροδο διετίας από της εκτίσεως της ποινής.
Ειδικά εάν η ασκούμενη προσφυγή έχει σαν αίτιο την απόρριψη ή τη διαγραφή του ενδιαφερομένου συνεπεία αμετάκλητης καταδίκης αυτού για παράβαση του νόμου περί επιταγών, αυτή ασκείται και η Επιτροπή επιλαμβάνεται της ανωτέρω προσφυγής μετά την έκτιση της ποινής.
Η συγκρότηση της εις το παρόν άρθρο Επιτροπής γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας.
Με όμοιες αποφάσεις καθορίζεται κάθε θέμα που έχει σχέση με την οργάνωση και λειτουργία αυτής, καθώς και κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εκτέλεση των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Οι απαραίτητες σχετικές δαπάνες για τη λειτουργία της Επιτροπής βαρύνουν τους προϋπολογισμούς των οικείων Επιμελητηρίων.
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 3999/1959 καταργούνται.
Άρθρο 39
1. Κατ΄ εξαίρεση των προβλεπομένων στην παράγραφο 7 του άρθρου 19 του Π.Δ. 774/1980, όπως ισχύει, συμβάσεις που αφορούν την υλοποίηση προγραμμάτων του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών, ετών 1994 έως και 1999, καθώς και του Ταμείου Συνοχής, μπορούν να συναφθούν μέχρι τις 31-12-1999 και χωρίς να υποβληθεί σχέδιο σύμβασης με το σχετικό φάκελο για τον οριζόμενο στην παραπάνω διάταξη έλεγχο ή και πριν την ολοκλήρωση του παραπάνω ελέγχου από το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Στις περιπτώσεις αυτές η συναφθείσα σύμβαση υποβάλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο εντός δέκα (10) ημερών από την υπογραφή της. Εάν η σύμβαση και ο σχετικός φάκελος δεν υποβληθούν εντός της ανωτέρω προθεσμίας ή εάν ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποβεί αρνητικός, η σύμβαση θεωρείται ως μηδέποτε συναφθείσα. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 28.9.1999.
2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 8 του Ν. 2741/1999 (ΦΕΚ 199 Α΄) δεν εφαρμόζεται για τους διαγωνισμούς που διενεργούνται μέχρι την 31.12.1999 για την υλοποίηση προγραμμάτων του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και των Κοινοτικών Πρωτοβουλιών, ετών 1994 έως και 1999, καθώς και του Ταμείου Συνοχής.
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 28.9.1999.
Άρθρο 40
Για την παρακολούθηση της πορείας κάθε έργου του Δημοσίου, καθώς και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτό ορίζεται κάθε φορά, συντάσσεται “Δελτίο Παρακολούθησης Έργου”. Το ανωτέρω δελτίο συντάσσεται υποχρεωτικά κατά τη διάρκεια της μελέτης και κατασκευής του έργου από την υπηρεσία που ασκεί καθήκοντα επιβλέπουσας ή διευθύνουσας υπηρεσίας και υποβάλλεται, με μέριμνα και ευθύνη της Προϊσταμένης Αρχής, σε εντεταλμένο προς τούτο όργανο της εποπτεύουσας Περιφέρειας ή του αρμόδιου εποπτεύοντος Υπουργείου. Τα πρότυπα των Δελτίων κατά κατηγορία έργων, ο χρόνος υποβολής τους, οι ευθύνες των υπόχρεων, τα εντεταλμένα όργανα των εποπτευουσών αρχών και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια ορίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.
Άρθρο 41
1. Η κανονιστική απόφαση που είχε εκδοθεί κατ΄ εφαρμογή της περίπτωσης β΄ της με το Π.Δ. 456/1995 (ΦΕΚ 269 Α΄/29.12.1995) και είχε διατηρηθεί σε ισχύ μέχρι τη συμπλήρωση 2ετίας από την έναρξη ισχύος της με τη μεταβατική διάταξη της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του Ν. 2601/1998, συνεχίζει να ισχύει και να εφαρμόζεται για το Ν. 2601/1998 και μετά τη συμπλήρωση της ως άνω 2ετίας, μέχρι την 30.6.2000.
2. Η προθεσμία που προβλέπεται στη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης υ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του Ν. 2601/1998, παρατείνεται αφότου έληξε μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου του έτους 2000.
3. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της υποπερίπτωσης (1) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 2601/1998, προστίθεται η ακόλουθη πρόταση:
“Επίσης στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας υποβάλλονται και οι αιτήσεις υπαγωγής επενδύσεων ή/και προγραμμάτων χρηματοδοτικής μίσθωσης εξοπλισμού ύψους μέχρι 700 εκατομμύρια δραχμές, που πραγματοποιούνται μέσα στα όρια περισσότερων της μιας Περιφερειών της χώρας.”
4. Στο άρθρο 6 του Ν. 2601/1998 προστίθεται, αφότου ίσχυσε, παράγραφος 33, ως εξής:
“33. Οι ενισχύσεις της επιχορήγησης και επιδότησης τόκων ή/και χρηματοδοτικής μίσθωσης καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού, καθώς και σχηματισμού αφορολόγητου αποθεματικού επένδυσης ή επιχειρηματικού προγράμματος, εκφρασμένες σε Καθαρό Ισοδύναμο Επιχορήγησης (Κ.Ι.Ε.), δεν θα υπερβαίνουν το εγκριθέν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά περίπτωση ανώτατο όριο περιφερειακής ενίσχυσης για την Ελλάδα.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Ανάπτυξης καθορίζεται η μέθοδος υπολογισμού του Κ.Ι.Ε. που σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται για την εφαρμογή του περιορισμού της παρούσας παραγράφου, στο πλαίσιο των οριζόμενων στο Παράρτημα Ι των “Κατευθυντήριων Γραμμών Σχετικά με τις Κρατικές Ενισχύσεις Περιφερειακού Χαρακτήρα” της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι διαδικασίες καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης.”
Άρθρο 42
1. Η παράγραφος 6 του άρθρου 4 του Ν. 2744/1999 (ΦΕΚ 222 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Οι τίτλοι που προεβλέπετο να εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο με σκοπό τη ρύθμιση εκκρεμοτήτων μεταξύ αυτού και της Ε.ΥΔ.Α.Π., δυνάμει του άρθρου 29 του Ν. 2731/1999 (ΦΕΚ 138 Α΄), δεν εκδίδονται, αλλά η σχετική οφειλή του Ελληνικού Δημοσίου προς την Ε.ΥΔ.Α.Π., όπως έχει προσδιορισθεί με την υπ΄ αριθμ. 2/64291/10049/3.9.1999 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, συμψηφίζεται με απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου που προκύπτουν από το φορολογικό έλεγχο ανέλεγκτων χρήσεων μέχρι και τη χρήση του 1998, τυχόν δε υπόλοιπο της οφειλής του Δημοσίου συμψηφίζεται με μείωση του ειδικού αποθεματικού κεφαλαίου, που προβλέπεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 1 του παρόντος.”
2. Η Ε.ΥΔ.Α.Π. δύναται, για συσσωρευμένες υποχρεώσεις που δεν έχουν απεικονισθεί στις οικονομικές της καταστάσεις μέχρι 31.12.1998, να σχηματίσει τις αναγκαίες προβλέψεις με ισόποση μείωση του Ειδικού Αποθεματικού της παραγράφου 9 του άρθρου 1 του Ν. 2744/1999.
Άρθρο 43
Ειδικές ρυθμίσεις
Σημ.: όπως το άρθρο 43 ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ 5 με την ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΙΑ. ΥΠΟΠ. ΙΑ1 ΕΔΑΦ.1 ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ ΠΡΩΤΟΥ Ν.4093/2012 ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
1. Οι μισθωτοί της επιχείρησης “Συνεταιριστικά Ελληνικά Λιπάσματα Α.Ε.” των οποίων η καταγγελία της σχέσης εργασίας τους από την επιχείρηση εμπίπτει μέσα στο χρονικό διάστημα από 20.10.1999 μέχρι και 20.11.1999 δικαιούνται να επιλέξουν ένα από τα παρακάτω μέτρα κοινωνικής προστασίας που θα εφαρμοσθούν από τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.). Τα μέτρα αυτά είναι: α) αυτοαπασχόλησης, β) νέων θέσεων -εργασίας, γ) επανακατάρτισης, δ) ειδικής επιδότησης ανεργίας, ε) τακτικής επιδότησης ανεργίας.
Κατ΄ εξαίρεση και σε ειδικές περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται με την Κοινή Υπουργική Απόφαση της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, οι ως άνω απολυόμενοι μισθωτοί δικαιούνται να επιλέξουν περισσότερα του ενός από τα πιο πάνω μέτρα κοινωνικής προστασίας.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΙΑ. ΥΠΟΠ. ΙΑ1 ΕΔΑΦ.1 ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ ΠΡΩΤΟΥ Ν.4093/2012 ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
2. Όσοι από τους ανωτέρω μισθωτούς επιλέξουν μετά την απόλυση τους το μέτρο της ειδικής επιδότησης ανεργίας εξακολουθούν να ασφαλίζονται στους οικείους φορείς ασφάλισης, στους οποίους υπάγονταν κατά το μήνα που προηγείται της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, για όλους τους κλάδους και ο χρόνος της ασφάλισης κατά τη διάρκεια της ειδικής επιδότησης λαμβάνεται υπόψη τόσο για τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 10 του Ν. 825/1978 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύει σήμερα, όσο και για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του Κανονισμού Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων (Κ.Β.Α.Ε.). Επίσης όσοι επιλέξουν το μέτρο της επανακατάρτισής τους ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ..
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΙΑ. ΥΠΟΠ. ΙΑ1 ΕΔΑΦ.1 ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ ΠΡΩΤΟΥ Ν.4093/2012 ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται:
α) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία υπαγωγής των απολυθέντων μισθωτών του άρθρου αυτού στα μέτρα κοινωνικής προστασίας της παραγράφου 1, καθώς και η διάρκεια των προγραμμάτων που υλοποιούν τα μέτρα αυτά, οι ειδικές περιπτώσεις και τα κοινωνικά μέτρα που επιτρέπεται να επιλέξουν οι απολυόμενοι μισθωτοί, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, και το ύψος των καταβαλλόμενων κατά περίπτωση χρηματικών ποσών.
β) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΙΑ. ΥΠΟΠ. ΙΑ1 ΕΔΑΦ.1 ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ ΠΡΩΤΟΥ Ν.4093/2012 ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
4. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή του ως άνω μέτρου της ειδικής επιδότησης ανεργίας βαρύνουν κατά το ήμισυ το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.) και κατά το υπόλοιπο τον Ο.Α.Ε.Δ. ενώ οι δαπάνες από την εφαρμογή των λοιπών μέτρων κοινωνικής προστασίας βαρύνουν αποκλειστικά τον Ο.Α.Ε.Δ..
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την ΠΑΡΑΓΡΑΦΟ ΙΑ. ΥΠΟΠ. ΙΑ1 ΕΔΑΦ.1 ΤΟΥ ΆΡΘΡΟΥ ΠΡΩΤΟΥ Ν.4093/2012 ΦΕΚ Α 222/12.11.2012.
5. Οι επιχειρήσεις των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης του άρθρου 277 και επόμενα του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (Δ.Κ.Κ.) στις οποίες εγκρίθηκαν, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 112925/27.7.1999 απόφασης του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ 1576 Β΄), δράσεις δημιουργίας και λειτουργίας Βρεφικών ή Βρεφονηπιακών ή Παιδικών Σταθμών ή Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών, καθώς και δράσεις δημιουργίας και λειτουργίας Κέντρων Κοινωνικής Μέριμνας, που εγκρίθηκαν δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 116445/15.10.1999 απόφασης του ίδιου Υπουργού (ΦΕΚ 1943 Β΄) στο πλαίσιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος (Ε.Π.) “Συνεχιζόμενη Κατάρτιση και Προώθηση της Απασχόλησης” του Β΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ), επιχορηγούνται για το συνολικό κόστος τους από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Τα ποσά της κοινοτικής συνδρομής που αντιστοιχούν στις ως άνω επιχορηγούμενες δράσεις αποδίδονται στα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.).
Άρθρο 44
Στην παρ. 7 του άρθρου 13 του ν. 2539/1997, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παρ. 26 του άρθρου 13 του ν. 2601/1998, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής Πιστώσεις του Κρατικού Προϋπολογισμού, που εγγράφονται ή μεταφέρονται στον προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, υπό φορέα 07-120 και ΚΑΕ 2229 επιχορηγήσεις σε Ο.Τ.Α. για λοιπούς σκοπούς”, διατίθενται για τη χρηματοδότηση Δήμων καιΚοινοτήτων, με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδονται μετά από σχετική έγκριση της Επιτροπής της παρ. 6 του παρόντος άρθρου.
Σχετικό 1: ΥΑ 1014815/898-20/0016 (ΦΕΚ Β` 266/14.3.2001)
Σχετικό 2: ΥΑ 1106334/6941/0016/ΠΟΛ. 1276/23.11.2000 (ΦΕΚ Β` 1491/6.12.2000).
Άρθρο 45
Ρύθμιση βεβαιωμένων οφειλών σεισμοπλήκτων και άλλες φορολογικές διατάξεις
1. Χρέη προς το Δημόσιο βεβαιωμένο στις Δ.Ο Υ., Τελωνεία, καθώς και χρέη υπέρ νομικών προσώπων και τρίτων που εισπράττονται μέσω των Δ.Ο.Υ., τα οποία κατέστησαν ληξιπρόθεσμα μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 1999 και οφείλονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που επλήγησαν από το σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, και καταβάλλονται χωρίς τις αναλογούσες σε αυτά κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής σε σαράντα οκτώ (48) κατ. ανώτατο όριο, ίσες μηνιαίες δόσεις, με τον περιορισμό ότι κάθε δόση δεν θα είναι μικρότερη των τριάντα χιλιάδων (30.000) δραχμών Προϋποθέσεις για την υπαγωγή στη ρύθμιση αποτελούν :
Η κατάθεση σχετικής αίτησης οπό τον ενδιαφερόμενο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ή Τελωνείο μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του επόμενου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού του μήνα της δημοσίευσης θεωρουμένου ως πρώτου.
β) Η προσκόμιση του δελτίου αυτοψίας δευτεροβάθμιου ελέγχου που εξέδωσε το ειδικό συνεργείο του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων `Έργων και από το οποίο προκύπτει η ακαταλληλότητα με χαρακτηρισμό κόκκινο” ή κίτρινο οίκησης της οικίας ή χρήσης της επαγγελματικής εγκατάστασης του αιτούντα μέχρι την ίδια ως άνω ημερομηνία.
Σχετικό: παρ.1 άρθρ.10 Ν.2873/2000,ΦΕΚ Α 28.12.2000
γ) Η καταβολή της πρώτης δόσης μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μεθεπόμενου μήνα, από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, του μήνα της δημοσίευσης θεωρουμένου ως πρώτου.
Η καθυστέρηση καταβολής τριών (3) συνεχών μηνιαίων δόσεων έχει ως συνέπεια την απώλεια του ευεργετήματος της ρύθμισης και την είσπραξη του υπολοίπου ποσού της οφειλής επιβαρυνόμενου με τις αναλογούσες κατά Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης. Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής μιας οποιασδήποτε μηνιαίας δόσης ο οφειλέτης επιβαρύνεται με την αναλογούσα, κατά Κ.Ε.Δ.Ε., προσαύξηση.
Στην παραπάνω ρύθμιση υπάγονται και οι οφειλές φυσικών προσώπων τα οποία απώλεσαν τη ζωή τους συνεπεία του ως άνω σεισμού, καθώς και οι οφειλές των συζύγων τους ή των προστατευόμενων μελών αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της φορολογίας εισοδήματος, Στην περίπτωση αυτήν για την υπαγωγή στη ρύθμιση απαιτείται πέραν των αναφερόμενων ανωτέρω δικαιολογητικών των περιπτώσεων α` και γ. και η προσκόμιση από τον αιτούντα δημόσιου εγγράφου που να πιστοποιεί το γεγονός απώλειας ζωής μέχρι την παραπάνω οριζόμενη προθεσμία προσκόμισης δικαιολογητικών.
Από τη ρύθμιση αυτήν εξαιρούνται τα χρέη που έχουν υπαχθεί σε πτωχευτικούς ή εξωπτωχευτικούς συμβιβασμούς που δεν έχουν ανατραπεί, τα αυτοτελώς βεβαιωμένα χρέη υπέρ Ο.Τ.Α., τα χρέη υπέρ των Κρατών- Μελών της Ευρωπαϊκής `Ένωσης και τα χρέη υπέρ ξένων κρατών από φόρο εισοδήματος.
Εφόσον ο οφειλέτης είναι συνεπής στην ρύθμιση και δεν υφίστανται άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο κάθε φορά για ένα (1) μήνα και δεν λαμβάνονται σε βάρος του τα προβλεπόμενα μέτρα από τις διατάξεις του άρθρου 27 του V. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α`), του ν. 395/1976 (ΦΕΚ 199 Α`), των άρθρων 22 και 23 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α.), των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α`) αναστέλλονται δε τα τυχόν ληφθέντα ως άνω μέτρα. Επίσης αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης για προσωποκράτηση ή αν αυτή έχει αρχίσει διακόπτεται, καθώς και η ποινική δίωξη που προβλέπεται από το άρθρο 23 του ν. 2523/1997 και αναβάλλεται η εκτέλεση της καταγνωσθείσα ποινής ή διακόπτεται η αρξάμενη εκτέλεση αυτής. Ομοίως αναστέλλεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης των κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στο χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Στην περίπτωση που ο οφειλέτης απωλέσει το δικαίωμα της ρύθμισης αυτής τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται κανονικά. Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση δεν εμποδίζει προς διασφάλιση της οφειλής, την επιβολή κατάσχεσης ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είσπραξης. .
Η παραγραφή των χρεών που κατά τα ανωτέρω δύνανται να ρυθμιστούν και για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση, αναστέλλεται από την ημερομηνία αποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση ανεξάρτητα καταβολής οποιουδήποτε ποσού και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από την παύση αυτής.
Με την παρούσα ρύθμιση δεν θίγονται ισχύουσες διατάξεις που απαιτούν την καταβολή συγκεκριμένης οφειλής για τη διενέργεια ορισμένων πράξεων, όπως η πληρωμή των τελών κυκλοφορίας για μεταβίβαση αυτοκινήτων, του επιμεριστικού φόρου για μεταβίβαση κληρονομιαίων ακινήτων κ.ά,.
Απαιτήσεις κατά του Δημοσίου οφειλετών που έχουν υπαχθεί στην παρούσα ρύθμιση συμψηφίζονται υποχρεωτικά με τις δόσεις της ρύθμισης αυτής, εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ληξιπρόθεσμες Οφειλές έναντι των οποίων συμψηφίζονται κατά προτεραιότητα.
Οφειλές που έχει ανασταλεί η είσπραξή τους με τις αριθ. 1084411/4996 – 20/0016/13.9.1999 (Π0Λ.1184) και 1086085/5059 – 20/0016/21.9.1999 (Π0Λ.1188) αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και δεν υπάγονται στην παρούσα ρύθμιση απαλλάσσονται από τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν σε αυτές, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, για το χρονικό διάστημα που διαρκεί , η αναστολή.
2. Ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου, ο οποίος συμπληρώνεται την 31η Δεκεμβρίου 1999, παρατείνεται μέχρι την 3Οή Ιουνίου 2000 για υποθέσεις φόρου μεταβίβασης με επαχθή αιτία ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας, για τις οποίες προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του α.ν 1521/1950 (ΦΕΚ 245 Α`) και της παραγράφου 1α του άρθρου 102 του ν.δ. 1 18/ 1973 (ΦΕΚ 202 Α.).
3. Στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού υπάγονται και οι οφειλές που προέκυψαν από την εκκαθάριση δηλώσεων φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων οικονομικού έτους 1999, που υποβλήθηκαν μέσα στο έτος 1999 και έχουν βεβαιωθεί μέχρι και 29.9.2000.”
Σημ.: όπως η παρ. 3 προστέθηκε με την παρ.2 άρθρ.10 Ν.2873/2000,ΦΕΚ Α 28.12.2000
Σχετικό 1: Απόφ.ΥΠΟΙΚ 1026701/1586-20/0016/23.3.2001
Σχετικό 2: ΥΑ 1092083/4432-20/0016/14-11-02 (ΦΕΚ Β΄ 1513/03.12.2002)
Σχετικό 3: ΑΥΟ 1026889/1990-20/0016/ΠΟΛ.1052/24.3.2003 (ΦΕΚ 392 Β΄/2003)
Σχετικό 4: ΥΑ 1104958/6893-20/0016 (ΦΕΚ Β` 56/24.1.2001)
Άρθρο 46
Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 57 του Ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α΄) ισχύουν και για την εφαρμογή των περί προαγωγών διατάξεων του Ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α΄) στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή, με αυτοδίκαιη μετάταξη στον κλάδο ΠΕ Οικονομολόγων του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας.
Άρθρο 47
Στο Υπουργείο Πολιτισμού συνιστώνται, πέραν των υφισταμένων, δεκαπέντε (15) θέσεις ΠΕ κατηγορίας, του Κλάδου ΠΕ 2 Αρχαιολόγων, με τα προσόντα που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 της Κ.Υ.Α. ΥΠ.ΠΟ./ΓΝΟΣ/13181/29.3.1989 (ΦΕΚ 233 Β`), όπως κυρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 61 του άρθρου 11 του ν. 1881/1990 (ΦΕΚ 72 Α`). Οι θέσεις θα πληρωθούν με ειδικό διαγωνισμό, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, και με βάση τις ειδικότητες Προϊστορικών – Κλασικών και Βυζαντινών Αρχαιολόγων.
Οι συνιστώμενες θέσεις θα κατανεμηθούν μεταξύ της Κεντρικής Υπηρεσίας, των Περιφερειακών και Ειδικών Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού .
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 άρθρ.6 Ν.2833/2000,ΦΕΚ Α 150/30.6.2000.
Άρθρο 48
Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του Ν. 2744/1999 (ΦΕΚ 222 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
Επιτρέπεται η μετάταξη εργαζομένων του Οργανισμού Ανάπτυξης Δυτικής Κρήτης (Ο.Α.ΔΥ.Κ.), που υπηρετούν σε αυτόν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου σε υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Χανίων και Ρεθύμνου, σε υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. των Νομών Χανίων και Ρεθύμνου και σε υπηρεσίες της Γ.Γ. Περιφέρειας, του Ο.Α.Ε.Δ. και του Υπουργείου Δικαιοσύνης των Νομών Χανίων και Ρεθύμνου, καθώς και η μετάταξη των εργαζομένων του Οργανισμού Ανάπτυξης Ανατολικής Κρήτης (Ο.ΑΝ.Α.Κ.) που υπηρετούν σε αυτόν κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου σε υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ηρακλείου και Λασιθίου, καθώς και σε υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. των Νομών Ηρακλείου και Λασιθίου.”
Άρθρο 49
1. Τα άρθρα 13 και 14 της από 28.7.1978 (ΦΕΚ 117 Α΄) Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου “Περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ των σεισμών 1978 εις περιοχή Βορείου Ελλάδος και ρυθμίσεως συναφών θεμάτων”, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 867/1979 (ΦΕΚ 24 Α΄/7.2.1979) και τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα δεύτερο έως και δέκατο έκτο του αυτού ως άνω νόμου, αντικαθίστανται ως εξής:
«Αρθρο 13
Ο Υπουργός Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του για το έργο της αποκατάστασης σεισμοπλήκτων, δύναται εντός των πιστώσεων που διατίθενται για το σκοπό αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 1 της αυτής πράξης, να συνάπτει για λογαριασμό του Δημοσίου συμβάσεις, να αποφασίζει για την πραγματοποίηση δαπανών εκτελέσεως έργων, λειτουργίας των Υπηρεσιών, στέγασης, μισθώσεων, παροχής υπηρεσιών, προμηθειών, μεταφορών υλικών, μηχανημάτων και εφοδίων και μεταφοράς προσωπικού, που χρησιμοποιείται στο ανωτέρω έργο κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί Δημοσίου Λογιστικού, κρατικών προμηθειών, δημοσίων έργων και αναθέσεως μελετών του Δημοσίου και κάθε άλλης γενικής και ειδικής διάταξης, μετά από γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημόσιων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.
Στην έννοια της στέγασης υπάγεται η στέγαση των Υπηρεσιών και του προσωπικού, καθώς και η διαμονή αυτού σε λυόμενες ή προκατασκευασμένες οικίες με ό,τι απαιτείται για τον εξοπλισμό τους, όταν δεν προσφέρεται άλλος τρόπος στέγασης.
Στην έννοια των δαπανών λειτουργίας των Υπηρεσιών περιλαμβάνονται ενδεικτικά οι δαπάνες τηλεπικοινωνιών, κινητής τηλεφωνίας, φωτισμού.
Στην έννοια των μισθώσεων περιλαμβάνονται και:
α) Η μίσθωση κτιρίων για στέγαση υπηρεσιών της Γ.Γ.Δ.Ε. με αρμοδιότητα το έργο αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων και μέχρι την ολοκλήρωση του έργου. Για τις μισθώσεις αυτές εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του τέταρτου άρθρου του Ν. 2445/1996 (ΦΕΚ 274 Α΄).
β) Η μίσθωση ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων για παροχή υπηρεσιών διαμονής και σίτισης προσωπικού (υπαλλήλων και ιδιωτών) που απασχολείται με το έργο της αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων και για χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών από την ημερομηνία του σεισμού, το οποίο δύναται να παραταθεί με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων.
γ) Η μίσθωση μεταφορικών μέσων για την εξυπηρέτηση των υπηρεσιών και του προσωπικού που απασχολείται με το έργο της αποκατάστασης σεισμοπλήκτων.
Η ισχύς όλων των εκδιδόμενων διοικητικών πράξεων ανατρέχει στην ημερομηνία του σεισμού στον οποίο αναφέρεται.
Η ισχύς των διατάξεων αυτών αρχίζει από την ημερομηνία του σεισμού της 7.9.1999. Τυχόν γενόμενες μέχρι τούδε συμβάσεις, καθώς και δαπάνες πληρωμής και εκκαθάρισης των, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θεωρούνται νόμιμες.
Αρθρο 14
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων:
α) Διαπιστώνεται η μετακίνηση και η ανάγκη για υπερωριακή απασχόληση και αποζημίωση του προσωπικού της Γ.Γ.Δ.Ε./ Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων και του λοιπού προσωπικού των άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, που τίθεται στη διάθεση της Γ.Γ.Δ.Ε. και απασχολείται με το έργο της αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται απαραίτητο.
β) Καθορίζεται ο αριθμός των ωρών υπερωριακής απασχόλησης εργασίας κατά τις νυκτερινές ώρες και εργασίας κατά τις Κυριακές και τις εξαιρέσιμες ημέρες των υπαλλήλων μονίμων και συμβασιούχων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου και αορίστου χρόνου, που απασχολούνται με το έργο της αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων, κατά παρέκκλιση κάθε συναφούς γενικής ή ειδικής διάταξης ή συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Η ωριαία αμοιβή των υπαλλήλων, που απασχολούνται με το έργο της αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων, ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 18 του Ν. 2470/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 2592/1998.
γ) Καθορίζεται ο αριθμός ημερών και τα χρησιμοποιούμενα μέσα μετακίνησης του διατιθέμενου προσωπικού, κατά παρέκκλιση κάθε συναφούς γενικής ή ειδικής διάταξης ή συλλογικής σύμβασης εργασίας.
2. Η δαπάνη που προκαλείται βαρύνει, από την έκδοση της παραπάνω απόφασης, τις διατιθέμενες για το έργο της αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων πιστώσεις του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
2. Η παρ. 7 του άρθρου δεύτερου του Ν. 1190/1981 (ΦΕΚ 203 Α΄/30.7.1981) αντικαθίσταται ως εξής:
“7. Στους μηχανικούς ιδιώτες ή υπαλλήλους, με οποιαδήποτε σχέση του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α., Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. ή Δημοσίων Επιχειρήσεων ή Οργανισμών, τους χρησιμοποιηθέντος ή χρησιμοποιημένους για τις αυτοψίες και τους ελέγχους κτιρίων πληγέντων από τους σεισμούς και στο προσωπικό υποστήριξης αυτών, οργάνωσης και συντονισμού, δύναται να καταβάλλονται έξοδα κίνησης τους στις σεισμόπληκτες περιοχές, που καθορίζονται κατ αποκοπή ανά αυτοψία ή έλεγχο ή ανά ημέρα ανεξάρτητα από τα χρησιμοποιούμενα μέσα κίνησης, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων, κατ΄ εξαίρεση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης. Οι δαπάνες καταβάλλονται από τις σχετικές πιστώσεις αποκατάστασης.” 3. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου αρχίζει από 7.9.1999 ημερομηνία του σεισμού στο Νομό Αττικής. Συμβάσεις που έχουν υπογραφεί και δαπάνες που έχουν αναληφθεί από την ανωτέρω ημερομηνία σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις στα πλαίσια του έργου αποκατάστασης των σεισμοπλήκτων θεωρούνται νόμιμες.
Άρθρο 50
Ρύθμιση βεβαιωμένων χρεών από δάνεια σεισμόπληκτων περιοχών όλης της Επικράτειας
1. Χρέη προς το Δημόσιο τα οποία προέρχονται από δάνεια που χορηγήθηκαν με εγγύηση του Ελληνικού Δημόσιου σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την αποκατάσταση των ζημιών, που υπέστησαν από τους σεισμούς που έλαβαν χώρα σε διάφορες περιοχές όλης της Επικράτειας και έχουν βεβαιωθεί στις αρμόδιες δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ,) μέχρι 31 Αυγούστου 1999, καθώς και χρέη προς τρίτους που συμβεβαιώνονται και συνεισπράττονται με αυτό, ρυθμίζονται και καταβάλλονται σε σαράντα οκτώ (48) ίσες μηνιαίες δόσεις που το ποσό της καθεμιάς δεν μπορεί να είναι μικρότερο των τριάντα χιλιάδων (30,000) δραχμών. Οι ρυθμιζόμενες οφειλές καταβάλλονται χωρίς τις αναλογούσες σε αυτές, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε,). προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής.
2. Προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτήν αποτελεί: .
α) Η κατάθεση αίτησης από τον ενδιαφερόμενο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ, μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμενου από τη δημοσίευση του νόμου αυτού μήνα, του μήνα δημοσίευσης θεωρουμένου ως πρώτου.
β) Η καταβολή της πρώτης δόσης της ρύθμισης μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία λήξης της κατάθεσης της αίτησης και της σχετικής βεβαίωσης για τη φύση του δανείου ως σεισμοδανείου.
Σχετικό: παρ.1 και 2 άρθρ.9 Ν.2873/2000 .
3. Στη ρύθμιση της παραγράφου 1 υπάγονται και τα χρέη που προέρχονται από σεισμοδάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, των οποίων οι οφειλέτες απώλεσαν για οποιονδήποτε λόγο το δικαίωμα διακανονισμού εξόφλησης αυτών με προηγούμενες ρυθμίσεις, χωρίς τις αναλογούσες, κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, Με την εφαρμογή της διάταξης αυτής δεν γεννάται αξίωση κατά του Δημοσίου για τυχόν καταβληθείσες προσαυξήσεις μέχρι την έναρξη ισχύος της.
Για τους οφειλέτες που έχουν ήδη ρυθμίσει τις οφειλές τους με τις διατάξεις της παραγράφου 1, αν ζητήσουν να υπαχθούν σε αυτές και οφειλές των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος, θα γίνει αναπροσαρμογή των δόσεων της αρχικής ρύθμισης με υποχρέωση καταβολής της τυχόν διαφοράς που θα προκύψει, χωρίς τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογούν κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε., μέχρι την οριζόμενη στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου προθεσμία.
Μέχρι την ίδια προθεσμία θα πρέπει επίσης να κατατεθεί η σχετική αίτηση και η βεβαίωση για τη φύση του δανείου ως δανείου που έχει ληφθεί λόγω ζημιών από το σεισμό.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.9 Ν.2873/2000,ΦΕΚ Α 28.12.2000.
4. Η καθυστέρηση καταβολής τριών συνεχών μηνιαίων δόσεων έχει ως συνέπεια την απώλεια του ευεργετήματος της ρύθμισης και την είσπραξη του υπόλοιπου ποσού της οφειλής, το οποίο επιβαρύνεται με τις αναλογούσες κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, με βάση τα στοιχεία της βεβαίωσης.
Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής μιας οποιασδήποτε μηνιαίας δόσης, η οφειλή επιβαρύνεται με την αναλογούοα κατά τον Κ.Ε.Δ.Ε. προσαύξηση.
Από τη ρύθμιση αυτήν εξαιρούνται τα χρέη που έχουν υπαχθεί σε πτωχευτικούς ή εξωπτωχευτικούς συμβιβασμούς που δεν έχουν ανατραπεί, καθώς και τα χρέη που καταβάλλονται κατ` εφαρμογή όρων συμφωνίας του άρθρου 44 του ν. 1892/1990.
Εφόσον ο οφειλέτης έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη ρύθμιση και δεν υφίστανται άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές, χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο κάθε φορά για ένα (1) μήνα και δεν λαμβάνονται σε βάρος του τα προβλεπόμενα μέτρα από τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α`), του ν. 395/1976 (ΦΕΚ 199 Α`), των άρθρων 22 και 23 του ν. 2523/1997, των άρθρων 231 και 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α`), αναστέλλονται δε τα τυχόν ληφθέντα ως άνω μέτρα. Επίσης αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης για προσωποκράτηση ή, αν αυτή έχει αρχίσει, διακόπτεται, καθώς και η ποινική δίωξη που προβλέπεται από το άρθρο 23 του ν. 2523/19θ7 και αναβάλλεται η εκτέλεση της καταγνωσθείσας ποινής ή διακόπτεται η αρξάμενη εκτέλεση αυτής. Ομοίως αναστέλλεται η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης των κινητών ή ακινήτων με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν συμψηφίζονται με άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί. Αν ο οφειλέτης απωλέσει το δικαίωμα αυτής της ρύθμισης διατηρείται η ισχύς των μέτρων που έχουν ανασταλεί.
Η υπαγωγή του οφειλέτη στη ρύθμιση δεν εμποδίζει, προς διασφάλιση της οφειλής, την επιβολή κατάσχεσης ή τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων είσπραξης.
Η παραγραφή των χρεών που κατά τα ανωτέρω δύνανται να ρυθμιστούν και για τα οποία υποβάλλεται σχετική αίτηση υπαγωγής τους στη ρύθμιση αναστέλλεται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και για ολόκληρο το χρονικό διάστημα που αφορά η ρύθμιση, ανεξάρτητα από την καταβολή οποιουδήποτε ποσού, και δεν συμπληρώνεται πριν παρέλθει ένα (1) έτος από τη λήξη του χρόνου της τελευταίας δόσης της ρύθμισης.
Απαιτήσεις κατά του Δημοσίου οφειλετών που έχουν υπαχθεί στην παρούσα ρύθμιση συμψηφίζοντας υποχρεωτικά με τις δόσεις της ρύθμισης αυτής, εφόσον δεν υπάρχουν άλλες ληξιπρόθεσμες οφειλές έναντι των οποίων συμψηφίζονται κατά προτεραιότητα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.9 Ν.2873/2000,ΦΕΚ Α 28.12.2000.
Άρθρο 51
Όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ Το άρθρο 51 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 75 παρ.4 Ν.3371/2005, ΦΕΚ Α 178/14.7.2005.
1. α. Η Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. Συμμετοχών («ΕΧΑΕ»), που ιδρύεται σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, διέπεται από τις διατάξεις του Κ.Ν. 2190/1920, εκτός όπου επί μέρους διατάξεις του παρόντος νόμου εισάγουν αποκλίσεις από αυτές.
β. Σκοπός της ΕΧΑΕ είναι η συμμετοχή της σε επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητες σχετικές με την υποστήριξη και λειτουργία οργανωμένων αγορών κεφαλαίου.
γ. Η ΕΧΑΕ δεν ανήκει στο δημόσιο τομέα και δεν υπάγεται στις διατάξεις που προβλέπουν οποιουσδήποτε περιορισμούς για τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα.
2. α. Τη διαδικασία ίδρυσης της ΕΧΑΕ υποστηρίζει χρηματοοικονομικός σύμβουλος που προσλαμβάνεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 του Ν. 2000/1991, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 70 παρ. 1 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄) και έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 39 του Ν. 2093/1992 (ΦΕΚ 181 Α΄) και το άρθρο 8 παρ. 9 του Ν. 2166/1993 (ΦΕΚ 137 Α΄). Η αμοιβή του συμβούλου βαρύνει την εταιρία Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών Α.Ε. (“Χ.Α.Α.”).
β. Ιδρυτές της ΕΧΑΕ μπορούν να είναι μόνο μέτοχοι του Χ.Α.Α. κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
γ. Ο χρηματοοικονομικός σύμβουλος: (αα) συντάσσει και ανακοινώνει στους μετόχους του Χ.Α.Α. το σχέδιο καταστατικού της ΕΧΑΕ. (ββ) προσδιορίζει και γνωστοποιεί στους μετόχους του Χ.Α.Α. τη διαδικασία και προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος για συμμετοχή στην ίδρυση της ΕΧΑΕ, καθώς και εισφοράς των μετοχών και καταβολής των μετρητών στο κεφάλαιο της ΕΧΑΕ, (γγ) συντάσσει πληροφοριακό σημείωμα στο οποίο καταγράφει κάθε πληροφορία που κρίνει αναγκαία για την αξιολόγηση από τους μετόχους του Χ.Α.Α. της συμμετοχής τους στην ίδρυση της ΕΧΑΕ και (δδ) παρακολουθεί τη διαδικασία ίδρυσης της εταιρίας, ιδίως αναλαμβάνει την τήρηση των προσωρινών βιβλίων της και σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς και αρχές προβαίνει σε άλλες απαραίτητες ενέργειες για την ταχύτερη δυνατή ολοκλήρωση της.
δ. Το πληροφοριακό σημείωμα του στοιχείου (γγ) του προηγούμενου εδαφίου αποστέλλεται σε όλους τους μετόχους του Χ.Α.Α. εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Με ευθύνη του Διοικητικού Συμβουλίου της Χ.Α.Α. παρέχονται στο σύμβουλο τα στοιχεία επικοινωνίας των μετόχων της Χ.Α.Α. κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
ε. Εντός 10 (δέκα) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη συμμετοχή στο αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της ΕΧΑΕ, ο σύμβουλος ανακοινώνει τον πίνακα των ιδρυτών της ΕΧΑΕ, το ύψος του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, τον αριθμό των μετοχών που αναλαμβάνει κάθε ιδρυτής, τη σύνθεση του πρώτου διοικητικού συμβουλίου, τον τόπο και το χρόνο υπογραφής του καταστατικού και τη διαδικασία συμμετοχής των ιδρυτών στη σύσταση της εταιρίας, ιδίως της καταβολής μετρητών και εισφοράς μετοχών στο κεφάλαιο της εταιρίας από τους ιδρυτές.
3. α. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο της ΕΧΑΕ αποτελείται από μετοχές του Χ.Α.Α. και μετρητά όπως ειδικότερα ορίζεται στην παρούσα παράγραφο. Η εισφορά μίας (1) μετοχής του Χ.Α.Α. και η ταυτόχρονη καταβολή 200 δρχ. παρέχει στον ιδρυτή μέτοχο το δικαίωμα ανάληψης δέκα (10) μετοχών της ΕΧΑΕ. Κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 9 του Κ.Ν. 2190/1920, οι μετοχές που εισφέρονται σύμφωνα με το παραπάνω εδάφιο αποτιμώνται στην υψηλότερη τιμή μεταξύ των δύο ακόλουθων τιμών: (αα) της τιμής διάθεσης των μετοχών της Χ.Α.Α. Α.Ε. κατά την τελευταία ιδιωτική τοποθέτηση προς επιλεγμένους επενδυτές που διενεργήθηκε πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου από το Ελληνικό Δημόσιο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 3 του άρθρου 2 του Ν. 2324/1995, και (ββ) της λογιστικής αξίας της εισφερόμενης μετοχής σύμφωνα με τον τελευταίο δημοσιευμένο ισολογισμό του Χ.Α.Α..
β. Απαλλάσσονται από κάθε άμεσο ή έμμεσο φόρο ή άλλη εισφορά υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου η καταβολή μετρητών και η εισφορά μετοχών της Χ.Α.Α. Α.Ε. κατά το σχηματισμό του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου της ΕΧΑΕ σύμφωνα με το παρόν άρθρο, με εξαίρεση το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου.
4. α. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος της ΕΧΑΕ, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες διενεργείται από δύο ορκωτούς ελεγκτές.
β. Οι καταχωρίσεις της ΕΧΑΕ, που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες, γίνονται στο Μητρώο της παραγράφου 8 του άρθρου 7β του Κ.Ν. 2190/1920, όπως ισχύει, που τηρείται στη Διεύθυνση Α.Ε. και Πίστεως της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου Ανάπτυξης.
γ. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) εφαρμόζονται και για τον έλεγχο και την εποπτεία των δραστηριοτήτων της ΕΧΑΕ.
δ. Ο Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΧΑΕ ορίζεται από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας.
ε. Στο καταστατικό της ΕΧΑΕ μπορεί να προβλέπεται ότι το πρώτο διοικητικό της συμβούλιο έχει τη δυνατότητα τροποποίησης του καταστατικού της εταιρίας για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της μέχρι το ένα τρίτο (1/3) του αρχικού κεφαλαίου και υποβολής αίτησης για την εισαγωγή μετοχών της εταιρίας στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Μπορεί επίσης να προβλέπεται στο καταστατικό ότι κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 13 του Κ.Ν. 2190/1920, όπως ισχύει, οι μέτοχοι της εταιρίας δεν θα έχουν δικαίωμα προτίμησης στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρίας, που θα γίνει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.
στ. Οι μετοχές της ΕΧΑΕ εισάγονται στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά παρέκκλιση των προϋποθέσεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του τμήματος Ι του άρθρου 3 του Π.Δ. 350/1985, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του Ν. 2651/1998.
ζ. Όπου σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία απαιτείται, για την εισαγωγή μετοχών εταιριών στο Χ.Α.Α., απόφαση του Δ.Σ. του Χ.Α.Α., ειδικά για την εισαγωγή στο Χ.Α.Α. μετοχών της ΕΧΑΕ, καθώς και των εταιρειών που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της, η σχετική απόφαση λαμβάνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
η. Η εποπτεία και ο έλεγχος επί της ΕΧΑΕ ως προς την τήρηση των πάσης φύσης υποχρεώσεων της ως εκδότριας μετοχών εισηγμένων σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
θ. Απαγορεύεται η με οποιονδήποτε τρόπο ανάμειξη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΧΑΕ στις εποπτικές αρμοδιότητες του Χ.Α.Α., καθώς και στον καθορισμό της τιμολογιακής πολιτικής για τις παρεχόμενες από το Χ.Α.Α. κάθε είδους υπηρεσίες.
Άρθρο 52
1. α. Η παράγραφος 2 του άρθρου 26 του Ν. 2127/1993, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Ο συντελεστής του ειδικού φόρου κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης καθορίζεται σε 908 Ευρώ, ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης”.
β. Τα πρώτο και δεύτερο εδάφια της παραγράφου 3 του άρθρου 26 του Ν. 2127/1993, όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
Εφαρμόζεται μειωμένος κατά πενήντα τοις εκατό (50%) συντελεστής ειδικού φόρου κατανάλωσης αιθυλικής αλκοόλης, έναντι του ισχύοντος κανονικού συντελεστή, για την αιθυλική αλκοόλη που προορίζεται για την παρασκευή ούζου ή που περιέχεται στο τσίπουρο και στην τσικουδιά. Ο μειωμένος αυτός συντελεστής καθορίζεται σε 454 Ευρώ, ανά εκατόλιτρο άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης”.
γ. Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του Ν. 2127/1993, προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
“Σε περίπτωση που η μεταβολή της πλέον ζητούμενης τιμής λιανικής πώλησης των τσιγάρων έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της συνολικής επίπτωσης που προκύπτει από το ποσοστό του φόρου που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο, η έναρξη εφαρμογής της απόφασης αυτής επιτρέπεται να ορίζεται το αργότερο μέχρι την 1η Ιανουαρίου του δεύτερου έτους που έπεται εκείνου της μεταβολής.”
δ. Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1-1-2000.
2. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος (Δ.Ι.Σ.) με αποφάσεις της δύναται η ίδια ή δια της Εκκλησιαστικής Κεντρικής Υπηρεσίας Οικονομικών (Ε.Κ.Υ.Ο.) να συνιστά ανώνυμες εταιρίες ή εταιρίες περιορισμένης ευθύνης για την εν γένει αξιοποίηση της κινητής και ακίνητης εκκλησιαστικής περιουσίας, καθώς και για το σχεδιασμό, τη μελέτη, την επίβλεψη, τη διεύθυνση, τη διαχείριση και την υλοποίηση των έργων και ενεργειών για τον εκσυγχρονισμό, την ενίσχυση και την ανάπτυξη των εκκλησιαστικών υποδομών, των εκκλησιαστικών δραστηριοτήτων και την υποστήριξη των επικοινωνιακών της αναγκών. Στις ιδρυόμενες κατά τα άνω εταιρίες δύναται μετά από έγκριση της Δ.Ι.Σ. να συμμετέχουν Ιερές Μητροπόλεις ή άλλοι φορείς με τη σχετική απόφαση ποσοστό συμμετοχής σε αυτές. Η Δ.Ι.Σ. δύναται να συνιστά μόνη ή με άλλους φορείς από κοινού εταιρίες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
3. Στο άρθρο 10 του Ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α΄) προστίθεται παρ. 6 με το ακόλουθο περιεχόμενο:
“6. Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ο.Π.Α.Δ. συγκροτείται και λειτουργεί από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος νόμου. Οι αποζημιώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 8 καθώς και όλες οι δαπάνες προετοιμασίας της λειτουργίας του Οργανισμού, μέχρι την κατά το παρόν άρθρο έναρξη της κύριας δραστηριότητας αυτού, βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομικών”
Άρθρο 53
1. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί, που λειτουργούσαν την 1η Νοεμβρίου 1999, θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7 παρ. 2 του Ν. 2328/1995, για την προκήρυξη συγκεκριμένων θέσεων αδειών λειτουργίας τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών.
Μετά την έκδοση της υπουργικής απόφασης του προηγούμενου εδαφίου, οι ανωτέρω ραδιοφωνικοί σταθμοί εξακολουθούν να θεωρούνται ως νομίμως λειτουργούντες εντός των ορίων του αντίστοιχου νομού, εφόσον υποβάλλουν αίτηση συμμετοχής στη σχετική διαγωνιστική διαδικασία και μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με την οποία θα χορηγηθούν οι άδειες λειτουργίας για το νομό αυτόν ή μέχρι την έκδοση σχετικής απορριπτικής απόφασης ή αρνητικής βεβαίωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 5 (περιπτώσεις γ΄ και δ΄) του Ν. 2328/1995. Η αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πρέπει να έχει υποβληθεί από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι ιδιοκτήτης του λειτουργούντος σταθμού ή από νομικό πρόσωπο στο οποίο συμμετέχει ο ιδιοκτήτης του σταθμού.
Σχετικό: παρ.1 του άρθρου 7 του Ν.3021/2002 (Α΄ 143)
Σχετικό: υπ` αριθμ. 1206/2012 απόφαση ΣΤΕ.
2. Οι αναφερόμενοι στην προηγούμενη παράγραφο ραδιοφωνικοί σταθμοί οφείλουν να τηρούν τους προβλεπόμενους “στο άρθρο 8 του Ν. 2328/1995 κανόνες λειτουργίας, καθώς και αυτούς που προβλέπονται από τους ισχύοντες κώδικες δεοντολογίας του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης. Η παραβίαση των ανωτέρω κανόνων, η οποία διαπιστώνεται με βάση τεκμηριωμένη και ειδικά αιτιολογημένη καταγγελία παντός έχοντος έννομο συμφέρον, έχει ως συνέπεια την άμεση διακοπή λειτουργίας του ραδιοφωνικού σταθμού, με απόφαση του Υπουργού Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης καθώς και την αρνητική αξιολόγηση του σταθμού αυτού κατά τη βαθμολόγηση από το Ε.Σ.Ρ. του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 παρ. 6 του Ν. 2328/1995 κριτηρίου της προγραμματικής πληρότητας. Επίσης, οι ανωτέρω σταθμοί οφείλουν κατά τη λειτουργία τους να μην παρεμβάλλονται στους διαύλους συχνοτήτων της Ε.Ρ.Τ., καθώς και στις επικοινωνίες των Ενόπλων Δυνάμεων, της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, του Ο.Τ.Ε. και κάθε άλλου νομίμως λειτουργούντος δικτύου. Σε αντίθετη περίπτωση και εφόσον αυτό διαπιστωθεί από ειδική τεχνική έκθεση αρμόδιου οργάνου, ο Υπουργός Τύπου και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης διατάσσει αμελλητί την άμεση διακοπή λειτουργίας του σταθμού αυτού, καθώς και την κατάσχεση όλου του τεχνικού εξοπλισμού.
Σχετικό: παρ.3 του άρθρου 23 του Ν.3166/2003 (Α΄ 178)
3. Η ισχύς του όρθρου αυτού αρχίζει την 1η Νοεμβρίου 1999.
Άρθρο 54
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως Νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1999
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους Αθήνα, 29 Δεκεμβρίου 1999
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Ε.
ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ