ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2738 ΦΕΚ Α’ 180/9.9.1999
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις στη Δημόσια Διοίκηση, μονιμοποιήσεις συμβασιούχων αορίστου χρόνου και άλλες διατάξεις.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή :
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ
Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
1. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού έχουν εφαρμογή στους έμμισθους πολιτικούς υπαλλήλους με σχέση δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών υπαλλήλων, του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ο.τ.α.) α` και β` βαθμίδας.
2. Για το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και των ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1876/1990 (ΦΕΚ 27 Α`).
Άρθρο 2
Συλλογικές Διαπραγματεύσεις
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του άρθρου 1 παρ. 1 και το Δημόσιο, τα ν.π.δ.δ. και οι ο.τ.α. έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να διαπραγματεύονται για τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.
Άρθρο 3
Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
1. Η συλλογική σύμβαση εργασίας ρυθμίζει τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων τους οποίους αφορά, για τα θέματα που προβλέπονται στην επόμενη παράγραφο.
2. Περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων μπορεί να αποτελέσουν ζητήματα που αφορούν :
α. Την τοποθέτηση, μετακίνηση, μετάθεση, απόσπαση και μετάταξη.
β. Την εκπαίδευση και επιμόρφωση (προεισαγωγική, εισαγωγική και προαγωγική εκπαίδευση, επαγγελματική – κλαδική ή γενική, διαρκή επιμόρφωση).
γ. Τα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας, εφόσον δεν θίγονται κανόνες αναγκαστικού δικαίου.
δ. Την κοινωνική ασφάλιση, εκτός από τα συνταξιοδοτικά.
ε. Την άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, την παροχή συνδικαλιστικών διευκολύνσεων και τον τρόπο παρακράτησης των συνδικαλιστικών εισφορών και της απόδοσής τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
στ. Τα θέματα αδειών γενικώς.
ζ. Τα θέματα του χρόνου απασχόλησης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν περιορίζεται ή παραβλάπτεται η παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες ή δεν τίθενται σε κίνδυνο η ασφάλεια, η υγεία προσώπων ή η προάσπιση των δημόσιων συμφερόντων.
η. Την ερμηνεία των όρων των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
3. Στη συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να συν ομολογείται ρήτρα ειρήνης για συγκεκριμένα ζητήματα που αφορά.
Άρθρο 4
Επίπεδα Συλλογικών Διαπραγματεύσεων
1. Οι γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας που ρυθμίζουν γενικώς τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης των υπαλλήλων που υπάγονται στον παρόντα νόμο για ζητήματα που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, καταρτίζονται ύστερα από διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μεταξύ της πλέον αντιπροσωπευτικής τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των πιο πάνω υπαλλήλων και του Δημοσίου σε κεντρικό επίπεδο.
2. Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας μπορούν να ρυθμίζουν όλα τα ζητήματα, που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 3, τα οποία από τη φύση τους χρειάζονται ειδικότερη αντιμετώπιση ή αφορούν στις ιδιομορφίες και τις ιδιαίτερες συνθήκες εργασίας, εφόσον αυτά δεν έγιναν δεκτά για να αποτελέσουν περιεχόμενο γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Οι συμβάσεις αυτές καταρτίζονται ανά Υπουργείο και εποπτευόμενο ν.π.δ.δ. και αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες ή ανά ομάδα ομοειδών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ομάδα διοικητικώς αποκεντρωμένων υπηρεσιών ή ομάδα αυτοδιοικούμενων κατά τόπο νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ύστερα από διαπραγματεύσεις που διεξάγονται μεταξύ των αρμόδιων οργάνων του Δημοσίου και της πλέον αντιπροσωπευτικής δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στους αντίστοιχους εργασιακούς χώρους υφίστανται περισσότερες από μία δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις κατά κλάδο ή ειδικότητα αντιπροσωπευτικές, η διαπραγμάτευση διεξάγεται με το αρμόδιο όργανο που εκπροσωπεί το Δημόσιο με όλες τις ανωτέρω συνδικαλιστικές οργανώσεις και με βάση τις κοινά διαμορφωμένες θέσεις τους. Στις περιπτώσεις διεξαγωγής διαπραγματεύσεων για θέματα υπαλλήλων των ο.τ.α. και β` βαθμίδας καλούνται να παραστούν κατά τη διαπραγμάτευση και οι εκπρόσωποι της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και της Ένωσης Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδος (Ε.Ν.Α.Ε.), αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση είναι δυνατή οποτεδήποτε η προσχώρηση συνδικαλιστικής οργάνωσης του προηγούμενου εδαφίου σε ισχύουσα ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικά θεσμικούς όρους. Η προσχώρηση γίνεται με ιδιωτικό έγγραφο, που γνωστοποιείται στα μέρη που έχουν συνάψει την ειδική συλλογική σύμβαση εργασίας. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του άρθρου 6.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 133 του ν.4504/2017
3. Ρυθμίσεις επί μέρους λεπτομερειακών εργασιακών θεμάτων, που προκύπτουν σε συγκεκριμένο χώρο εργασίας και δεν συνεπάγονται ιδιαίτερη οικονομική επιβάρυνση, εφόσον δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε κανένα από τα ανωτέρω επίπεδα, όπως περιγράφονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαλόγου μεταξύ της οικείας πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης των υπαλλήλων του χώρου εργασίας και του αρμόδιου για το χώρο εργασίας οργάνου που εκπροσωπεί το Δημόσιο.
Άρθρο 5
Διαδικασία Διαπραγματεύσεων
Σχετικό: .ΔΙΔΑΔ/Φ.64β/94/0ικ.11784 (ΦΕΚ Β` 849/9.6.2004)
1. Τα προς διαπραγμάτευση ζητήματα κοινοποιούνται εγγράφως από την ενδιαφερόμενη πλευρά στην άλλη και στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, το αργότερο μέχρι την 1η Μάϊου κάθε έτους. Στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης γνωστοποιούνται συγχρόνως τα εξουσιοδοτημένα για τη διαπραγμάτευση πρόσωπα. Οι δύο πλευρές οφείλουν να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις το αργότερο μέχρι τις 20 Μαΐου του ίδιου έτους, στο κατάστημα του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονται : α) μέχρι τις 15 Ιουνίου, προκειμένου για τα ζητήματα που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο σύναψης συλλογικών συμβάσεων, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 4, και η σχετική γενική συλλογική σύμβαση υπογράφεται το αργότερο μέχρι τις 30 Ιουνίου, β) για τα θέματα που χρειάζονται ειδικότερη αντιμετώπιση και μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με την παρ. 2 του παραπάνω άρθρου, οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονται μέχρι τις 5 Αυγούστου και η σχετική συλλογική σύμβαση υπογράφεται το αργότερο μέχρι τις 20 Αυγούστου. Εφόσον οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν, τα μέρη ζητούν τις υπηρεσίες του Μεσολαβητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10. Μέχρι τις 10 Σεπτεμβρίου ολοκληρώνονται οι διαπραγματεύσεις και των δύο επιπέδων (των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4) μετά από Μεσολάβηση και υπογράφονται οι σχετικές συλλογικές συμβάσεις. Μετά την εκπνοή της ως άνω προθεσμίας δεν είναι δυνατή η υπογραφή οποιασδήποτε συλλογικής σύμβασης. Οι εκπρόσωποι του Δημοσίου ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
2. Οι διαπραγματεύσεις διεξάγονται καλόπιστα και με πρόθεση να επιλυθούν τα υποβληθέντα ζητήματα. Τα μέρη οφείλουν να αιτιολογούν τις προτάσεις και τις αντιπροτάσεις τους.
3. Η πλευρά των εργαζομένων δικαιούται να αξιώσει από την άλλη πλευρά πλήρη και ακριβή πληροφόρηση για τη διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων των υπό συζήτηση θεμάτων.
4. Κατά τις διαπραγματεύσεις τηρούνται πρακτικά, τα οποία υπογράφονται από τους αντιπροσώπους των μερών, κατατίθενται και φυλάσσονται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
5. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου η κατά την παράγραφο 1 καταληκτική προθεσμία των διαπραγματεύσεων και της διαδικασίας Μεσολάβησης ορίζεται αντί της 10ης Σεπτεμβρίου, η 10η Νοεμβρίου 2000.
Σημ.: όπως η παρ.5 προστέθηκε με το άρθρο 7 Ν.2846/2000,ΦΕΚ Α`229/23.10.2000.
6. Κατά τη διεξαγωγή των Συλλογικών Διαπραγματεύσεωντου έτους 2002 η κατά την παράγραφο 1 καταληκτική προθεσμία των διαπραγματεύσεων και της διαδικασίας Μεσολάβησης ορίζεται αντί της 1Οης Σεπτεμβρίου η 29η Νοεμβρίου 2002.
Σημ.: όπως η παρ.6 προστέθηκε με την παρ.5 άρθρ.22 Ν.3051/2002, ΦΕΚ Α 220/20.9.2002και τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.9 Ν.3074/2002,ΦΕΚ Α 296/4.12.2002.
Άρθρο 6
Διαδικασία υπογραφής και καταχώρισης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας
1. Η συλλογική σύμβαση εργασίας καταρτίζεται εγγράφως σε τρία πρωτότυπα, τα οποία υπογράφονται από τα μέρη.
2. Στη συλλογική σύμβαση εργασίας πρέπει να αναφέρονται η συνδικαλιστική οργάνωση που έχει συμβληθεί, οι εκπρόσωποί της, η χρονολογία της κατάρτισης και η έκταση της εφαρμογής της.
3. Το ένα από τα πρωτότυπα κατατίθεται αμέσως από τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο των συμβαλλόμενων μερών στην αρμόδια για τα θέματα προσωπικού της δημόσιας διοίκησης υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Ο αρμόδιος υπάλληλος συντάσσει πράξη κατάθεσης επάνω στο πρωτότυπο έγγραφο, η οποία υπογράφεται από αυτόν και τον καταθέτη.
4. Στην παραπάνω υπηρεσία τηρείται ειδικό βιβλίο συλλογικών συμβάσεων εργασίας, όπου καταγράφονται όλα τα βασικά στοιχεία της συλλογικής σύμβασης και οι τυχόν καταγγελίες των συλλογικών συμβάσεων. Οι συλλογικές συμβάσεις καταχωρίζονται στο βιβλίο αυτό την ίδια ημέρα που κατατίθενται.
5. Στην ίδια υπηρεσία τηρείται γενικό μητρώο, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι συλλογικές συμβάσεις κατά είδος. Τα κείμενα όλων των παραπάνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 7
Χρόνος ισχύος της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας
1. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συνάπτονται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο.
2. Η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας αρχίζει από την ημέρα της δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και λήγει με την πάροδο του χρόνου που συμφωνήθηκε ή με καταγγελία, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Μέχρι την υπογραφή και δημοσίευση νέας συλλογικής σύμβασης εφαρμόζεται εκείνη που καταγγέλθηκε.
3. Τα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να ορίσουν για τη συλλογική σύμβαση εργασίας αναδρομική ισχύ έως την ημέρα της λήξης ή δημοσίευσης της καταγγελίας της προηγούμενης συλλογικής σύμβασης εργασίας, από την οποία αρχίζει να υπολογίζεται η διάρκειά της και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προηγούμενη συλλογική σύμβαση εργασίας, από την έναρξη των διαπραγματεύσεων.
Άρθρο 8
Συρροή περισσότερων Συλλογικών Συμβάσεων
Εάν περισσότερες ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας ρυθμίζουν κατά διάφορο τρόπο όμοια θέματα, εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή για τον υπάλληλο.
Άρθρο 9
Καταγγελία Συλλογικής Σύμβασης
1. Συλλογική σύμβαση εργασίας αόριστης διάρκειας μπορεί να καταγγελθεί ύστερα από την παρέλευση ενός (1) έτους από την έναρξη της ισχύος της.
2. Συλλογική σύμβαση εργασίας μπορεί να καταγγελθεί πριν από την πάροδο ενός (1) έτους ή πριν τη λήξη της, αν έχουν μεταβληθεί σημαντικά οι συνθήκες που υπήρχαν κατά την υπογραφή της.
3. Η καταγγελία γίνεται με έγγραφο, που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή, από εκείνον που καταγγέλλει στον αντισυμβαλλόμενό του, καθώς και στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, για να καταχωρησθεί στο περιθώριο του γενικού μητρώου που προβλέπεται στο περιθώριο του γενικού μητρώου που προβλέπεται στο άρθρο 6. Η υπηρεσία φροντίζει αμέσως για τη δημοσίευση της καταγγελίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εφόσον διαπιστώσει την επίδοσή της και στο αντισυμβαλλόμενο μέρος.
4. Στο έγγραφο της καταγγελίας αναφέρονται συνοπτικά οι λόγοι της καταγγελίας και τα προς διαπραγμάτευση θέματα. Ως προς τη διαδικασία διαπραγμάτευσης των θεμάτων ισχύουν οι προθεσμίες και τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 5 του νόμου αυτού.
Άρθρο 10
Μεσολάβηση
1. Αν οι διαπραγματεύσεις για την κατάρτιση συλλογικών συμβάσεων αποτύχουν, τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να ζητήσουν τις υπηρεσίες Μεσολαβητή.
2. Η διαδικασία της Μεσολάβησης αρχίζει με την κατάθεση σχετικής αίτησης από τα ενδιαφερόμενα μέρη, που υποβάλλεται από κοινού ή χωριστά μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν σε διαφωνία. Η αίτηση, που υποβάλλεται χωριστά, κοινοποιείται και στο άλλο μέρος. Στην αίτηση αναφέρονται τα στοιχεία των μερών και των οριζόμενων εκπροσώπων τους, τα αιτήματα, οι λόγοι που τα δικαιολογούν ή οι λόγοι που καθιστούν αδύνατη την ικανοποίησή τους, οι τυχόν εναλλακτικές προτάσεις και αντιπροτάσεις και οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις.
3. Ο Μεσολαβητής καλεί τα μέρη σε συζητήσεις, ακούει τις απόψεις των μερών κατ` ιδίαν, εξετάζει πρόσωπα ή επιχειρεί οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τα θέματα που του υποβάλλονται.
4. Τα διαπραγματευόμενα μέρη, καθώς και κάθε αρμόδια υπηρεσία, εφόσον ο Μεσολαβητής ζητήσει τη συνδρομή τους, έχουν υποχρέωση να του δώσουν κάθε πληροφορία και να τον βοηθήσουν στο έργο του.
5.α. Αν τα μέρη δεν καταλήξουν σε συμφωνία μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερολογιακών ημερών, ο Μεσολαβητής έχει δικαίωμα να υποβάλει σε αυτά δική του πρόταση.
β. Αν τα μέρη δεν γνωστοποιήσουν την αποδοχή της πρότασης του Μεσολαβητή μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίησή της, θεωρείται ότι την απέρριψαν. Η αποδοχή ή η απόρριψη της πρότασης κοινοποιείται από το Μεσολαβητή στο άλλο μέρος.
γ. Εφόσον η πρόταση γίνεται δεκτή, καλούνται από το Μεσολαβητή τα μέρη να την υπογράψουν, οπότε αυτή εξομοιώνεται με συλλογική σύμβαση εργασίας και εφαρμόζονται αντίστοιχα όλες οι σχετικές διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.
Άρθρο 11
Όργανο Μεσολάβησης
1. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης τον Ιανουάριο κάθε δεύτερου έτους καταρτίζεται ονομαστική κατάσταση στην οποία περιλαμβάνονται :
α. Ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και
β. Τρεις (3) καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές νομικών τμημάτων των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, που ορίζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, από τρεις (3) προτεινόμενους από τον Πρόεδρο του κάθε νομικού τμήματος.
Σε κάθε περίπτωση που κατατίθεται αίτηση για Μεσολάβηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, μετά από δημόσια κλήρωση που διεξάγεται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ένας από τους συμπεριλαμβανομένους στην παραπάνω ονομαστική κατάσταση ως Μεσολαβητής για τη συγκεκριμένη Μεσολάβηση.
Με την ίδια απόφαση ορίζεται υπάλληλος του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης κατηγορίας ΠΕ, ως γραμματέας για την υποβοήθηση του έργου του Μεσολαβητή.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση των Μεσολαβητών και με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται ο τρόπος διεξαγωγής της δημόσιας κλήρωσης, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μπορεί να συνιστάται Σώμα Μεσολαβητών, του οποίου τα κατά την παράγραφο 1 πρόσωπα αποτελούν τη Διοικούσα Επιτροπή, η οποία θα καταρτίζει, κατ` έτος, κατάλογο Μεσολαβητών, τους οποίους θα ορίζει κατά περίπτωση, ανάλογα με τα εισαγόμενα προς Μεσολάβηση θέματα. Με το ίδιο διάταγμα ρυθμίζονται τα θέματα λειτουργίας, το ύψος της αποζημίωσης της Διοικούσας Επιτροπής, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα και λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. Τα μέλη της Διοικούσας Επιτροπής μπορεί να ορίζονται Μεσολαβητές.
3. Από τη σύσταση του Σώματος Μεσολαβητών παύει η εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
Άρθρο 12
Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ειδικών κατηγοριών υπαλλήλων
1. Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου :
α. οι διπλωματικοί υπάλληλοι,
β. οι γιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας και
γ. οι υπάλληλοι της Βουλής.
2. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του οικείου υπουργού, μετά από σύμφωνη γνώμη της αντιπροσωπευτικότερης οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης, μπορεί να επεκτείνεται η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος για τους τους υπαλλήλους των αναφερόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού κλάδων, πλην των υπαλλήλων της Βουλής, για τους οποίους η επέκταση γίνεται με τον Κανονισμό της Βουλής. Με τα προεδρικά αυτά διατάγματα ή τον Κανονισμό της Βουλής, αντίστοιχα, είναι δυνατόν :
α. να ρυθμίζεται διαφορετικά η εκπροσώπηση στο πρώτο και δεύτερο επίπεδο διαπραγματεύσεων και το όργανο που ορίζει κατά περίπτωση τους εκπροσώπους του Δημοσίου και
β. η επέκταση να περιλαμβάνει το σύνολο ή ορισμένα από τα αναφερόμενα ζητήματα συλλογικών συμβάσεων του άρθρου 3.
Άρθρο 13
Συλλογικές συμφωνίες
1. Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία.
2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α. : α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο και ο χρόνος του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση.
3. Οι διαπραγματεύσεις για ρύθμιση ζητημάτων με Συλλογικές συμφωνίες διεξάγονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 4.
4. Η διαδικασία διαπραγμάτευσης των συλλογικών συμφωνιών διεξάγεται χωριστά εκ παραλλήλου με αυτή των συλλογικών συμβάσεων και ακολουθεί τα ίδια ακριβώς στάδια, όπως ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 5.
5. Οι διατάξεις του άρθρου 6, πλην του δεύτερου εδαφίου της παρ. 5 αυτού και των άρθρων 10, 11 και 12 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις Συλλογικές συμφωνίες.
Σχετικό: άρθρ.14 Ν.3016/2002,σχ.με υλοποίηση συλλογικών συμφωνιών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΣΕ ΜΟΝΙΜΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΕ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ, ΤΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. ΚΑΙ Ο.Τ.Α.
Άρθρο 14
Μετατροπή θέσεων
Οργανικές θέσεις προσωπικού πλήρους απασχόλησης με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στο Δημόσιο, στα ν.π.δ.δ. και στους ο.τ.α. (α` και β` βαθμίδας), μετατρέπονται σε οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, στις οποίες διορίζεται το προσωπικό αυτό, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των επόμενων άρθρων του Κεφαλαίου αυτού.
Σχετικό: Το άρθρο 12 παρ 1 Π.Δ 313/2001, ΦΕΚ Α΄ 211/25-9-2001 και Κανονισμός Δ.Ι.Σ. 165/2005,ΦΕΚ Α 25/12.10.2005.
Άρθρο 15
Διορισμός-Όροι και προϋποθέσεις
1. Για τον κατά το προηγούμενο άρθρο διορισμό απαιτούνται :
α. Αίτηση μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
Σχετικό: παρ.11 άρθρ.13 Ν.3050/2002
β. Τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία γενικά προσόντα διορισμού, εκτός από το ανώτατο όριο ηλικίας.
γ. Τα ειδικά τυπικά προσόντα του κλάδου, σε θέσεις του οποίου διορίζονται.
Σχετικό: παρ.3 άρθρ.29 Ν.2768/1999
Σχετικό: παρ.11 άρθρ.13 Ν.3050/2002
2. Οι θέσεις που μετατρέπονται, εντάσσονται σε υφιστάμενους κλάδους αντίστοιχης ή παρεμφερούς ειδικότητας ή, αν δεν υπάρχουν, σε συνιστώμενους κλάδους αντίστοιχης ειδικότητας. Η αντιστοιχία του κλάδου βρίσκεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του επόμενου άρθρου.
3. Οι θέσεις που κατά την προηγούμενη παράγραφο εντάσσονται σε υφιστάμενους ή συνιστώμενους κλάδους, διαβαθμίζονται ως ακολούθως :
α. Στους βαθμούς Δ` έως και Α` για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ και στους βαθμούς Ε` έως και Β` για την κατηγορία ΥΕ, προκειμένου για δημόσιες υπηρεσίες και ν.π.δ.δ., των οποίων το προσωπικό υπάγεται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.
β. Στους βαθμούς, από τον εισαγωγικό μέχρι και τον τελευταίο ενιαίο με αυτόν βαθμό, προκειμένου για δημόσιες υπηρεσίες και ν.π.δ.δ., το προσωπικό των οποίων δεν υπάγεται στις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, καθώς και για τους ο.τ.α., σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις.
4. Η μετατροπή των οργανικών θέσεων, η ένταξή τους σε κλάδους ή η σύσταση κλάδων γίνεται με την πράξη διορισμού του προσωπικού που υπηρετεί στις μετατρεπόμενες θέσεις. Η πράξη διορισμού μπορεί να είναι ενιαία για όλο το διοριζόμενο προσωπικό κάθε φορέα ή ενιαία κατά κλάδο ή κλάδους προσωπικού και εκδίδεται μέσα σε επτά (7) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
Άρθρο 16
Κατάταξη διοριζομένων
1. Η κατάταξη των διοριζόμενων υπαλλήλων σε κατηγορίες και κλάδους γίνεται με την πράξη διορισμού τους, ως ακολούθως :
α. Όσοι έχουν πτυχίο ή δίπλωμα Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. κατατάσσονται σε θέσεις κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, αντίστοιχα, με εξαίρεση εκείνους που έχουν υποχρέωση, βάσει ρητής διάταξης, παραμονής για ορισμένο χρόνο στη θέση που κατέχουν, οι οποίοι κατατάσσονται σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων γ` ή δ` της παρούσας παραγράφου. Στην περίπτωση αυτή η κατάταξή τους με βάση το πτυχίο ή δίπλωμα Α.Ε.Ι. ή Τ.Ε.Ι. γίνεται μέσα σε έξι (6) μήνες από τη συμπλήρωση του χρόνου της ως άνω υποχρέωσής τους.
β. Όσοι έχουν απολυτήριο τίτλο ή πτυχίο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ασκούν τα καθήκοντα κλάδου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για τα οποία προσλήφθηκαν, κατατάσσονται σε θέσεις αντίστοιχου κλάδου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
γ. Όσοι ασκούν καθήκοντα κλάδου τεχνικών ειδικοτήτων κατηγορίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κατατάσσονται σε θέσεις κλάδων της κατηγορίας αυτής, εφόσον έχουν τουλάχιστον απολυτήριο τριταξίου γυμνασίου ή ενδεικτικό τρίτης τάξεως εξαταξίου γυμνασίου ή απολυτήριο ή πτυχίο κατώτερης τεχνικής σχολής.
δ. Οι λοιποί κατατάσσονται σε θέσεις της κατηγορίας υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Όσοι από αυτούς κατέχουν απολυτήριο τίτλο λυκείου ή εξαταξίου γυμνασίου μετατάσσονται περαιτέρω στην κατηγορία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις μετά τη συμπλήρωση οκταετούς υπηρεσίας από την αρχική πρόσληψή τους.
2. Η κατάταξη γίνεται στον εισαγωγικό βαθμό της οικείας κατηγορίας ή σε ανώτερο βαθμό, εφόσον ο υπάλληλος έχει χρόνο υπηρεσίας, συνεχούς ή διακεκομμένης, ίσο με αυτόν που απαιτείται από τις οικείες διατάξεις για την προαγωγή του έως τον ανώτερο βαθμό, σύμφωνα με τη διαβάθμιση των θέσεων όπως ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 15. Ο χρόνος αυτός πρέπει να έχει διανυθεί με τα τυπικά προσόντα της κατηγορίας στην οποία κατατάσσεται ο υπάλληλος ή με τα προσόντα που προβλέπονται για την κατάταξή του στην παρ. 1 του άρθρου αυτού. Κατ` εξαίρεση, προκειμένου για προσωπικό που τμήμα της υπηρεσίας του έχει διανυθεί πριν από την απόκτηση των τυπικών προσόντων που προβλέπονται για την κατηγορία που κατατάσσεται, η κατάταξη μπορεί να γίνει, με αίτηση του ενδιαφερομένου, στο βαθμό που θα κατατασσόταν στην κατώτερη κατηγορία με βάση το χρόνο της συνολικής υπηρεσίας του.
3. Ο χρόνος που πλεονάζει στο βαθμό κατάταξης λογίζεται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό αυτόν για όλες τις συνέπειες, εκτός από το δικαίωμα αναδρομικής λήψης διαφοράς αποδοχών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.6 Ν.2880/2001,ΦΕΚ Α 9/30.1.2001.
4. Οι διοριζόμενοι λαμβάνουν τις αποδοχές της νέας θέσης τους από την ημερομηνία που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως η πράξη διορισμού και κατάταξής τους.
5. Οι διοριζόμενοι, ανεξάρτητα από το βαθμό στον οποίο κατατάσσονται, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει διετή συνεχή υπηρεσία, διανύουν δοκιμαστική υπηρεσία κατά το άρθρο 40 του Υπαλληλικού Κώδικα. Για τη συμπλήρωση του χρόνου δοκιμαστικής υπηρεσίας στη μόνιμη θέση υπολογίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στην υπηρεσία που διορίζονται.
Άρθρο 17
Μετατάξεις διοριζομένων
1. Υπάλληλοι που κατατάσσονται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 16 με βάση το πτυχίο ή δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε συνιστώμενο κλάδο, εφόσον το τυπικό τους προσόν δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της υπηρεσίας τους, μέσα σε έξι (6) μήνες από την κατάταξή τους, μετατάσσονται υποχρεωτικώς σε κλάδους υπηρεσιών του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α., για το διορισμό στους οποίους προβλέπεται το τυπικό προσόν που κατέχουν.
2. Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση των οικείων Υπουργών μετά από σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων υπηρεσιακών συμβουλίων. Προκειμένου για μετάταξη σε ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α. απαιτείται και γνώμη του συμβουλίου διοίκησής τους.
3. Οι υπαγόμενοι στην παράγραφο 1 ασκούν μέχρι τη μετάταξή τους τα καθήκοντα που ασκούσαν κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
4. Αντί για μετάταξη μπορεί ο υπάλληλος, μετά από σχετική αίτησή του και σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου να καταταγεί σε διοικητικό κλάδο της υπηρεσίας του, αντίστοιχο της βαθμίδας του τίτλου σπουδών του, εφόσον ασκούσε τα καθήκοντα του κλάδου αυτού επί ένα (1) τουλάχιστον έτος πριν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
Άρθρο 18
Εξαιρέσεις – Ειδικές ρυθμίσεις
1. Δεν υπάγεται στις διατάξεις του νόμου αυτού το παρακάτω προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου :
α. το ειδικό επιστημονικό προσωπικό κατά το άρθρο 103 παρ. 3 του Συντάγματος, με εξαίρεση την περίπτωση διορισμού σε θέσεις υφιστάμενων κλάδων,
β. το προσωπικό της Προεδρίας της Δημοκρατίας, οι ειδικοί σύμβουλοι και οι ειδικοί συνεργάτες των Πολιτικών Γραφείων του Πρωθυπουργού, των μελών της Κυβέρνησης, των Υφυπουργών, Γενικών και Ειδικών Γραμματέων, Γενικών Γραμματέων Περιφερειών, Νομαρχιών, καθώς και οι ειδικοί σύμβουλοι, οι ειδικοί συνεργάτες και οι επιστημονικοί συνεργάτες και γενικοί γραμματείς δήμων (ν. 1299/1982 άρθρο 52β, ν. 1558/1985 άρθρο 30, ΠΥΣ 88/1985 άρθρο 3, ν. 1943/1991 άρθρο 71, π.δ. 93/1983, ν. 1622/1986 άρθρο 65, ν. 1416/1984 άρθρο 67),
γ. το εκπαιδευτικό ή διδακτικό προσωπικό του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και των ο.τ.α.,
δ. οι νομικοί σύμβουλοι, οι δικαστικοί σύμβουλοι, οι διευθυντές δικαστικού, οι προϊστάμενοι δικαστικού και οι δικηγόροι,
ε. όσοι έχουν προσληφθεί στα γραφεία τύπου και δημοσίων σχέσεων του άρθρου 8 παρ. 4 του ν. 1288/1982 (ΦΕΚ 120 Α`), καθώς και οι δημοσιογράφοι,
στ. οι χειριστές αεροπλάνων και ελικοπτέρων, οι διερευνητές ατυχημάτων και οι επιθεωρητές πτήσης της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας του Υπουργείου Μεταφορών και Επικοινωνιών,
ζ. το ιατρικό προσωπικό των φορέων που απαρτίζουν το Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.),
η. το καλλιτεχνικό προσωπικό,
θ. το προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.),
ι. το εργατικό προσωπικό (επόπτες, αρχιεργάτες, λιμενεργάτες, εργάτες και φύλακες φορτηγίδων) των λιμένων της χώρας,
ια. το προσωπικό των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που υπάγονται στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2414/1996 (ΦΕΚ 135 Α`),
ιβ. το προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετεί στην εξωτερική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών,
2. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται αναλόγως και για το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.).
3. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 1 του παρόντος, υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δημοσίων υπηρεσιών, που είναι αποσπασμένοι σε υπουργεία για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο (2) συνεχών ετών, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, μπορεί με αίτησή τους να ζητήσουν το διορισμό τους με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου και σε μόνιμη θέση της υπηρεσίας που υπηρετούν με απόσπαση. Επί του αιτήματος αποφασίζει η οικεία υπηρεσία σύμφωνα με τις ανάγκες της.
4. Οργανικές θέσεις ή συνιστώμενες προσωποπαγείς οργανικές θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, τον Ο.Α.Ε.Δ., τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και τις Γενικές Γραμματείες Περιφέρειας, στις οποίες προσλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 2628/1998 (ΦΕΚ 151 Α`), το με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό του καταργηθέντος Ελληνικού Κέντρου Παραγωγικότητας, μετατρέπονται, μετά την ολοκλήρωση των προσλήψεων, σε οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, στις οποίες διορίζεται το ανωτέρω προσωπικό, με τους όρους και προϋποθέσεις των άρθρων 14 έως 18 του παρόντος. Οι προθεσμίες των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 15 αρχίζουν από την έκδοση των πράξεων πρόσληψης του ανωτέρω προσωπικού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 19
Θέματα Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης
1. Η παρ. 7 του άρθρου 22 του ν. 1388/1983 (ΦΕΚ 113 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 της αριθ. ΔΙΔΑΔ/Φ.12/1/8410/7.4.1989 υπουργικής απόφασης, που κυρώθηκε με το άρθρο 8 του ν. 1878/1990 (ΦΕΚ 33 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :
“7. Οι απόφοιτοι του Τμήματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Περιφερειακής Ανάπτυξης της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης για τη δημιουργία στελεχών περιφερειακής ανάπτυξης και τοπικής αυτοδιοίκησης διορίζονται στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, στις Περιφέρειες και στους ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας. Οι απόφοιτοι διορίζονται σε κενές θέσεις διοικητικών κλάδων ή, εφόσον είναι κάτοχοι πτυχίου θετικών ή τεχνικών επιστημών, σε κλάδους αντίστοιχων προσόντων και, αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις, σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την απόφαση διορισμού τους. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζεται η διαδικασία κατανομής των αποφοίτων στους ανωτέρω φορείς, με βάση τη σειρά αποφοίτησης σε συνδυασμό και με τη δήλωση προτίμησης”.
2.α. Η παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 1943/1991 (ΦΕΚ 50 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α`), αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“1. Η εισαγωγική εκπαίδευση του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών, των ν.π.δ.δ. και των ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας, πλην των υπαλλήλων της κατηγορίας ΥΕ, γίνεται μέσα στο πρώτο οκτάμηνο από το διορισμό και η συμμετοχή σε αυτήν είναι υποχρεωτική. Οι οικείες υπηρεσίες αμέσως μετά το διορισμό κοινοποιούν στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.) κατάλογο των διορισθέντων και γνωστοποιούν σε αυτούς την υποχρέωσή τους να παρακολουθήσουν τα προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης στο παραπάνω χρονικό όριο”.
β. Στην παρ. 2 του άρθρου 51 του ν. 1943/1991 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
“Στην έννοια του κατά το πρώτο εδάφιο εκπαιδευτικού προγράμματος περιλαμβάνονται η εισηγητική διδασκαλία, ατομική και συλλογική, ο σχεδιασμός εκπαιδευτικών και ερευνητικών προγραμμάτων, ο σχεδιασμός μαθημάτων, σεμιναρίων, ημερίδων και επιστημονικών συναντήσεων, η προετοιμασία σημειώσεων και εκπαιδευτικού υλικού, η εποπτεία εκπόνησης εργασιών, η παρακολούθηση και αξιολόγηση της πρακτικής άσκησης σπουδαστών και επιμορφουμένων και η συμμετοχή σε επιτροπές υποστήριξης της τελικής εργασίας των σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης”.
3. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 79 του ν. 2683/1999 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
“Ο χρόνος φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης προσμετράται ως πλεονάζων στο Β` βαθμό. Για τους αριστούχους της Σχολής προσμετράται ένα (1) επιπλέον έτος στον ίδιο βαθμό”.
4. Η τρίτη περίοδος της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2527/1997 καταργείται.
5.α. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν. 2527/1997 προστίθεται η φράση “η με ανάθεση καθηκόντων σε υπαλλήλους του Ε.Κ.Δ.Δ. που έχουν τα απαιτούμενα προσόντα, με απόφαση του Δ.Σ. του Ε.Κ.Δ.Δ. ύστερα από εισήγηση του Γενικού Γραμματέα αυτού.
Σημ.: όπως το στοιχείο α ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 9 παρ.4 Ν.3320/2005, ΦΕΚ Α 48/23.2.2005
β. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 14 του ν. 2527/1997 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο : “Τα καθήκοντα των θέσεων του ειδικού επιστημονικού προσωπικού που προβλέπονται στο άρθρο 14 του ν. 2527/1997 δεν είναι ασυμβίβαστα με τη δικηγορία”.
6. Το μόνιμο προσωπικό των Περιφερειακών Ινστιτούτων του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης (Ε.Κ.Δ.Δ.) το οποίο κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού υπηρετεί με διάθεση στις Περιφέρειες, μετατάσσεται στην οικεία Περιφέρεια, με αντίστοιχη μεταφορά της θέσης του σε αυτήν, εφόσον υποβάλει σχετική αίτηση μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επομένη της δημοσίευσης του παρόντος νόμου. Η μετάταξη διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται μετά από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της οικείας Περιφέρειας.
Άρθρο 20
Ρυθμίσεις του συστήματος προσλήψεων, θεμάτων του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) και άλλων συναφών με προσλήψεις θεμάτων
1.α. Η παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 2349/1995 (ΦΕΚ 224 Α`), αντικαθίσταται ως εξής :
“1. Το Α.Σ.Ε.Π. συγκροτείται από είκοσι ένα (21) μέλη με την ακόλουθη διαβάθμιση :
Πρόεδρος
Αντιπρόεδροι (θέσεις δύο)
Σύμβουλοι (θέσεις δεκαοκτώ)”.
β. Τα εδάφια πέμπτο και έκτο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994 που προβλέπουν τη δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης μελών του Α.Σ.Ε.Π. καταργούνται. Τυχόν υφιστάμενες κατά τη δημοσίευση του παρόντος παράλληλες απασχολήσεις μελών του Α.Σ.Ε.Π. συνεχίζουν να διέπονται από τις υφιστάμενες, κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας παραγράφου, διατάξεις.
γ. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
“Ο αριθμός των μελών του Α.Σ.Ε.Π. τα οποία κατά το χρόνο διορισμού τους έχουν υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας τους, δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα δεύτερο (1/2) του συνολικού αριθμού των μελών του Συμβουλίου”.
δ. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :
“Εάν ο επιλεγόμενος από την Ολομέλεια του Συμβουλίου κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες διατάξεις της παρούσας παραγράφου είναι εν ενεργεία υπάλληλος ή λειτουργός της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η πλήρωση της αντίστοιχης θέσης γίνεται με ανάθεση καθηκόντων για χρόνο ίσο με μία θητεία. Η ανάθεση γίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του οικείου Υπουργού. Ο χρόνος ασκήσεως καθηκόντων μέλους του Α.Σ.Ε.Π. θεωρείται για κάθε συνέπεια ότι διανύεται στη θέση της υπηρεσίας από την οποία προέρχονται. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους λαμβάνουν μόνο τις αποδοχές που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου. Όπου από τις οικείες διατάξεις απαιτείται αξιολόγηση για την εξέλιξή τους στην υπηρεσία από την οποία προέρχονται, αυτή γίνεται με έκθεση του Προέδρου του Α.Σ.Ε.Π.. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Α.Σ.Ε.Π., ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες και κάθε συναφές θέμα για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης”.
ε. Η παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2190/1994 αντικαθίσταται ως εξής :
“4. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι εκλέγονται από την Ολομέλεια για μια πλήρη ή μέχρι του επιτρεπόμενου ορίου ηλικίας θητεία. Η Ολομέλεια εκλέγει τον Πρόεδρο από τα μέλη του Συμβουλίου που έχουν διατελέσει δικαστικοί λειτουργοί, έναν εκ των Αντιπροέδρων από τα μέλη που έχουν διατελέσει δικαστικοί λειτουργοί και έναν από τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου. Η εκλογή Προέδρου ή Αντιπροέδρου γίνεται πριν τη λόγω ορίου ηλικίας ή λήξεως της θητείας αποχώρηση του Προέδρου ή Αντιπροέδρου. Ο αποχωρών Πρόεδρος ή Αντιπρόεδρος μετέχει στην Ολομέλεια για την εκλογή νέου Προέδρου ή Αντιπροέδρου. Οι τοποθετήσεις στις θέσεις του Προέδρου και των Αντιπροέδρων γίνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης”.
2. Το άρθρο 6 του ν. 2190/1994 όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρα 4 και 7 του ν. 2527/1997 αντικαθίσταται ως εξής :
“Άρθρο 6
Λειτουργία
1. Οι αρμοδιότητες του Α.Σ.Ε.Π. κατανέμονται στην Ολομέλεια, σε Ελάσσονες συνθέσεις της Ολομέλειας, σε Τμήματα και σε Μονομελείς συνθέσεις. Η τοποθέτηση των Αντιπροέδρων και των Συμβούλων στις Ελάσσονες συνθέσεις της Ολομέλειας, στα Τμήματα και στις Μονομελείς συνθέσεις γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Α.Σ.Ε.Π..
2. Στο Α.Σ.Ε.Π. συνιστώνται πέντε (5) τουλάχιστον Τμήματα, καθένα από τα οποία συγκροτείται από τρεις (3) Συμβούλους.
3. Με τον Κανονισμό Λειτουργίας του Α.Σ.Ε.Π. που εκδίδεται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης μετά από πρόταση της Ολομέλειας και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθορίζεται κάθε ζήτημα σχετικό με τη συγκρότηση των Τμημάτων, της Ολομέλειας και των Ελασσόνων συνθέσεών της, ο τρόπος λήψεως των αποφάσεων και τήρησης των πρακτικών, τα ζητήματα της απαρτίας τους και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
Με τον ίδιο Κανονισμό κατανέμονται οι αρμοδιότητες του Α.Σ.Ε.Π. στην Ολομέλεια, στις Ελάσσονες συνθέσεις της, στα Τμήματα και στις Μονομελείς συνθέσεις και μπορεί να συνιστώνται και άλλα Τμήματα και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους.
Με τον Κανονισμό επίσης, καθορίζεται η αρμοδιότητα των Μονομελών συνθέσεων σχετικά με τις προσλήψεις προσωπικού του άρθρου 21, από τους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος και τους φορείς της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997.
Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, η οποία εκδίδεται μετά από γνώμη της Ολομέλειας, καθορίζεται η έδρα των Τμημάτων ή και των Μονομελών συνθέσεων. Σε κάθε περίπτωση ο Πρόεδρος του Α.Σ.Ε.Π. μπορεί να αναθέσει το χειρισμό υποθέσεως σε άλλο Τμήμα από εκείνο στο οποίο υπάγεται, κατά τις διατάξεις του Κανονισμού, προκειμένου να επιτευχθεί ταχύτερη διεκπεραίωση της υπόθεσης ή να αποφευχθεί επιβάρυνση του κατ` αρχήν αρμόδιου Τμήματος”.
3.α. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν. 2190/1994 η φράση “εφόσον οι διοριζόμενοι ή μετατασσόμενοι δεν έχουν υπερβεί το 40ό έτος της ηλικίας τους” αντικαθίσταται από τη φράση “εφόσον οι διοριζόμενοι ή μετατασσόμενοι δεν έχουν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους”.
β. Στο άρθρο 7 του ν. 2190/1994 προστίθεται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής :
“6. Στους υπαλλήλους της Γραμματείας του Α.Σ.Ε.Π., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποσπώμενοι σε αυτήν υπάλληλοι, καταβάλλεται η ειδική πρόσθετη αμοιβή που καθορίζεται με την, κατ` εξουσιοδότηση του δευτέρου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 2477/1997, εκδιδόμενη κάθε φορά κοινή υπουργική απόφαση. Σε περίπτωση που οι ανωτέρω υπάλληλοι λαμβάνουν από την υπηρεσία τους ειδικές πρόσθετες απολαβές, υποχρεούνται να επιλέξουν με δήλωσή τους προς το Α.Σ.Ε.Π., που κοινοποιείται και στην υπηρεσία από την οποία είναι αποσπασμένοι, την ειδική πρόσθετη αμοιβή της παρούσας παραγράφου ή τις ειδικές πρόσθετες απολαβές που προβλέπονται στην οργανική τους θέση.
7. Οι υπάλληλοι που αποσπώνται στη Γραμματεία του Α.Σ.Ε.Π. λαμβάνουν από την υπηρεσία τους το μισθό και όλες τις τυχόν επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και τα είδους τακτικά επιδόματα, όπως και τις ειδικές αποζημιώσεις και απολαβές της οργανικής τους θέσης, που καταβάλλονται παγίως και που εξακολουθούν να καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία αποσπώνται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997”.
4. Στην παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 προστίθενται περιπτώσεις κ` και κα` ως εξής :
“κ. Το προσωπικό που προσλαμβάνεται για αντιμετώπιση κατεπειγουσών ή εποχικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου της οποίας η διάρκεια δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες μέσα σε συνολικό διάστημα δώδεκα (12) μηνών. Ο υπολογισμός του δωδεκαμήνου γίνεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 21 του παρόντος νόμου. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης μέσα στο ανωτέρω δωδεκάμηνο διάστημα ή μετατροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου είναι αυτοδικαίως άκυρες. Ο φορέας που διενεργεί την πρόσληψη αποστέλλει τον πίνακα των προσληπτέων κάθε φορά στο Α.Σ.Ε.Π., καθώς και όλους τους πίνακες προσληπτέων κάθε φορά στο Α.Σ.Ε.Π., καθώς και όλους του πίνακες προσληπτέων του επόμενου έτους. Το Α.Σ.Ε.Π. διενεργεί έλεγχο για τη συνδρομή των όρων πρόσληψης της παρούσας περίπτωσης. Εάν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι απασχολείται ή απασχολήθηκε προσωπικό κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, εφαρμόζεται η παρ. 15 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997.
κα. Το προσωπικό που προσλαμβάνεται σε εκτέλεση ειδικού προγράμματος απασχόλησης, που προκηρύσσεται και επιδοτείται από τον Ο.Α.Ε.Δ.. Η πρόσληψη του ανωτέρω προσωπικού διενεργείται σύμφωνα με τους όρους, τη διαδικασία και τα κριτήρια που καθορίζονται στα προγράμματα αυτά”.
Σχετικό: παρ.5 άρθρου 6 Ν.3146/2003,ΦΕΚ Α 125/23.5.2003, ορίζεται ότι: ” Στις εξαιρέσεις της 55/98 ΠΥΣ, όπως ισχύει, υπάγεται και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για κάλυψη αναγκών ανταποδοτικού χαρακτήρα υπηρεσιών των Ο. Τ .Α., καθώς και το προσωπικό του άρθρου 20 παρ. 4του Ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α)”.
5. Στην παρ. 3 του άρθρου 15 του ν. 2190/1994 προστίθενται εδάφια πο έχουν ως εξής :
“Για προσωπικό κλάδων των οποίων η κύρια εργασία συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια ζωής προσώπων, όπως ο κλάδος ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας, η οικεία υπηρεσία μπορεί, για τη διακρίβωση του δείκτη νοημοσύνης, της αντίληψης, της ετοιμότητας αντιμετώπισης συνήθων ή έκτακτων καταστάσεων, των σχετικών αντιδράσεων και γενικώς των απαραίτητων ικανοτήτων και δεξιοτήτων των υποψηφίων, να ζητήσει, εκτός από τη λοιπή εξεταστέα ύλη : α) γραπτή για τα θέματα αυτά εξέταση των υποψηφίων ή β) εξέτασή τους με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλων κατάλληλων συσκευών ή γ) και τα δύο. Μπορεί επίσης να ζητήσει να γίνει συνέντευξη με τους υποψηφίους. Για το αίτημα της υπηρεσίας αποφασίζει το Α.Σ.Ε.Π.. Τα προαναφερόμενα πρέπει να προβλέπονται στη σχετική προκήρυξη. Η συνέντευξη ενεργείται από τριμελή τουλάχιστον επιτροπή, στην οποία μετέχουν ένα μέλος του Α.Σ.Ε.Π. ή πρώην μέλος του Α.Σ.Ε.Π. και ειδικοί επιστήμονες ή τεχνικοί, λειτουργεί δε ως υποεπιτροπή της Κεντρικής Επιτροπής Διαγωνισμού. Η επιτροπή συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π., ο οποίος ορίζει και τον Πρόεδρό της. Η επιτροπή καλεί σε συνέντευξη τους υποψηφίους που, στην περίπτωση του πρώτου εδαφίου, έχουν πετύχει, κατά τη σειρά επιτυχίας τους και μέχρι τον αριθμό της συνέντευξης, να αποκλείει, με αιτιολογημένη απόφασή της από το διορισμό στη συγκεκριμένη υπηρεσία, επιτυχόντα στο διαγωνισμό υποψήφιο. Στην περίπτωση αυτήν καλεί τον επόμενο στη σειρά βαθμολογίας υποψήφιο και ούτω καθ` εξής μέχρις ότου καλυφθούν όλες οι θέσεις που έχουν προκηρυχθεί”.
6. Οι πέντε πρώτες περίοδοι της παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 2190/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2527/1997, αντικαθίστανται ως εξής :
“5. Κάθε υποψήφιος για θέσεις της ίδιας προκήρυξης δικαιούται να υποβάλει αίτηση σε μία μόνο νομαρχία και για θέσεις μιας μόνο κατηγορίας προσωπικού (ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ) που είναι κατανεμημένες στη νομαρχία αυτήν. Στην αίτησή του ο υποψήφιος δηλώνει και τη σειρά προτίμησης των θέσεων, κατά κλάδο ή ειδικότητα και φορέα (υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο), στις οποίες επιθυμεί να διορισθεί. Οι προτιμήσεις περιορίζονται μέχρι δέκα (10) κλάδους ή ειδικότητες του αυτού ή διαφορετικών φορέων. Οι πέραν των δέκα προτιμήσεις κλάδων ή ειδικοτήτων δεν λαμβάνονται υπόψη. Αν ο υποψήφιος δεν δηλώσει προτιμήσεις, θεωρείται ότι έχει δηλώσει θέσεις των δέκα (10) πρώτων κλάδων ή ειδικοτήτων του αυτού ή διαφορετικών φορέων με τη σειρά που οι κλάδοι ή ειδικότητες και οι φορείς αναγράφονται στην προκήρυξη. Αν ο υποψήφιος δηλώσει θέσεις περισσότερων νομαρχιών, η αίτησή του γίνεται δεκτή μόνο για θέσεις της νομαρχίας στην οποία υποβλήθηκε”.
7. Στην παρ. 6 του άρθρου 16 του ν. 2190/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ν. 2527/1997, προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια :
“Πιστοποιητικά και δικαιολογητικά γενικώς τα οποία, σύμφωνα με την προκήρυξη, πρέπει να συνυποβάλλονται με την αίτηση του υποψηφίου, δεν γίνονται δεκτά μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, ανεξάρτητα από το λόγο της μη εμπρόθεσμης υποβολής τους. Στην κατά το προηγούμενο εδάφιο απαγόρευση αποδοχής εκπρόθεσμων πιστοποιητικών ή δικαιολογητικών περιλαμβάνονται και αυτά που είναι συμπληρωματικά ή διευκρινιστικά εκείνων που έχουν κατατεθεί εμπροθέσμως. Υποψήφιος, ο οποίος στην αίτησή του διαλαμβάνει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία που επηρεάζουν την κατάταξή του στη σειρά προτεραιότητας ή δεν συμπληρώνει όλα τα στοιχεία της αίτησης που είναιαπαραίτητα για τον καθορισμό της σειράς προτεραιότητάς του στον οικείο πίνακα, αποβάλλεται από τη διαδικασία με απόφαση της οικείας Κεντρικής Επιτροπής”.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 823/2010, 325/2011, 1783/2011 αποφάσεις ΣΤΕ , αριθμ. 1062/2011 απόφαση ΣΤΕ και υπ` αριθμ. 1291/2011, 1186/2012 αποφάσεις ΣΤΕ.
8.α. Στις Επιτροπές που προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 17, την παρ. 2 του άρθρου 18, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2527/1997 και την παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2190/1994, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2527/1997, μπορεί να συμμετέχουν και πρώην μέλη του Α.Σ.Ε.Π. ή ομότιμοι καθηγητές Α.Ε.Ι. ή ερευνητές ερευνητικών κέντρων, ιδρυμάτων ή ινστιτούτων εν ενεργεία ή συνταξιούχοι.
β. Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 2 του ν. 2527/1997, αντικαθίστανται ως εξής :
“8. Αν μεταξύ των επιτυχόντων περιλαμβάνονται υποψήφιοι που είναι μόνιμοι κάτοικοι νομού της Θράκης (Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου) ή των Νομών Δράμας, Καστοριάς και Φλώρινας ή νησιών του Αιγαίου, πλην της Κρήτης ή των νησιών Κυθήρων, Αντικυθήρων, Ιθάκης, Παξών, Οθωνών, Ερείκουσας και Μαθρακίου ή παραμεθόριων περιοχών των Νομών Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Πέλλας, Κιλκίς και Σερρών, όπως οι περιοχές αυτές καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και δηλώνουν ότι δέχονται να υπηρετήσουν σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 14 των οποίων θέσεις προκηρύχθηκαν, στον αντίστοιχο νομό ή νησί ή παραμεθόρια περιοχή επί δεκαετία τουλάχιστον, προστίθενται στο συνολικό βαθμό τον οποίο έλαβαν τριάντα τοις εκατό (30/100) αυτού. Αν μεταξύ των επιτυχόντων για πλήρωση θέσεων νομών περιλαμβάνονται υποψήφιοι που είναι μόνιμοι κάτοικοι και δημότες δήμου ή κοινότητας του ίδιου νομού και δηλώνουν ότι δέχονται να υπηρετήσουν σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 14 των οποίων οι θέσεις προκηρύχθηκαν στον αντίστοιχο νομό, επί πενταετία τουλάχιστον, προστίθενται στο συνολικό βαθμό τον οποίο έλαβαν δέκα τοις εκατό (10/100) αυτού.
Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για την περιοχή της ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών-Πειραιώς και της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, με εξαίρεση θέσεις στους δήμους ή στις κοινότητες των νησιών που περιλαμβάνονται στην περιοχή της ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς, οπότε εφαρμόζονται μόνο για τους κατοίκους και δημότες των αντίστοιχων δήμων και κοινοτήτων. Η απόδειξη της μόνιμης κατοικίας γίνεται με βεβαίωση του οικείου δήμου ή κοινότητας, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 2647/1998 (ΦΕΚ 237 Α`)”.
γ. Στην παρ. 12 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια :
“Οι υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα στις οποίες διατίθενται από το Α.Σ.Ε.Π. υποψήφιοι για διορισμό, σε περίπτωση διαπίστωσης κωλύματος διορισμού συγκεκριμένου υποψηφίου ή σε περίπτωση μη αποδοχής του διορισμού από μέρους του διατεθέντος υποψηφίου, γνωστοποιούν τούτο αμέσως στο Α.Σ.Ε.Π., προκειμένου να προβεί στην αντικατάστασή του. Σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται δεκτό αίτημα του φορέα για αντικατάσταση μετά τη συμπλήρωση έξι (6) μηνών από την αποστολή των πινάκων διοριστέων στο φορέα αυτόν”.
δ. Ως νομοί και νησιά για την εφαρμογή της περίπτωσης α` του εδαφίου Α` της παρ. 4 και του εδαφίου δ` της παραγράφου 6, του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2527/1997, νοούνται οι νομοί, τα νησιά και οι περιοχές του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 17 του ν. 2190/1994, όπως κάθε φορά καθορίζονται.
9.α. Στην παρ. 7 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2527/1997, προστίθενται εδάφια που έχουν ως εξής :
“Στις περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, κατά το παρόν άρθρο, ο οικείος φορέας μπορεί να ζητήσει από το Α.Σ.Ε.Π. επιπροσθέτως τη διενέργεια :
α) πρακτικής δοκιμασίας ή β) εξέτασης των υποψηφίων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλων κατάλληλων συσκευών ή γ) και των δύο. Για το αίτημα αποφασίζει το Α.Σ.Ε.Π.. Τα ανωτέρω πρέπει να προβλέπονται στη σχετική προκήρυξη. Η δοκιμασία ή η εξέταση διεξάγεται από ειδική τριμελή τουλάχιστον επιτροπή, στην οποία μετέχουν ένα μέλος του Α.Σ.Ε.Π. ή πρώην μέλος του Α.Σ.Ε.Π. και ειδικοί επιστήμονες ή τεχνικοί, λειτουργεί δε ως υποεπιτροπή της Κεντρικής Επιτροπής. Η συγκρότηση της επιτροπής γίνεται από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π., ο οποίος ορίζει και τον Πρόεδρό της. Η Επιτροπή υποβάλλει τα αποτελέσματα της πρακτικής δοκιμασίας και εξέτασης στην Κεντρική Επιτροπή, η οποία με αιτιολογημένη απόφασή της αποκλείει τους υποψηφίους που δεν έχουν την απαιτούμενη καταλληλότητα για τη συγκεκριμένη θέση. Η δοκιμασία ή η εξέταση γίνεται μετά την κατάρτιση του αρχικού πίνακα προτεραιότητας μεταξύ όσων περιλαμβάνονται στον πίνακα αυτόν κατά τη σειρά που είναι καταχωρισμένοι, μέχρις ότου καλυφθούν όλες οι θέσεις που έχουν προκηρυχθεί”.
β. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2527/1997, αντικαθίσταται ως εξής :
“Οι διατάξεις της παρ. 10, πλην του τελευταίου εδαφίου αυτής και των παραγράφων 11-18 του άρθρου 17, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαδικασία του παρόντος άρθρου”.
10.α. Στο άρθρο 18 του ν. 2190/1994, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2527/1997, προστίθενται παράγραφοι 16 και 17 που έχουν ως εξής :
“16. Η πλήρωση οργανικών θέσεων προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή η πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου διάρκειας μεγαλύτερης του έτους, γίνεται σε κάθε περίπτωση με τη διαδικασία και τα κριτήρια του άρθρου αυτού, εκτός αν πρόκειται για θέσεις ή προσλήψεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, οπότε εφαρμόζεται το άρθρο 19 του νόμου αυτού.
17. Οι κατέχοντες θέσεις νοσηλευτικού προσωπικού, τεχνολόγων ιατρικών εργαστηρίων, παρασκευαστών, ραδιολογίας-ακτινολογίας και χειριστών εμφανιστών σε νοσοκομεία, κέντρα υγείας, κέντρα ψυχικής υγείας και το Ε.Κ.Α.Β., απαγορεύεται να συμμετέχουν σε νέες διαδικασίες πρόσληψης για κατάληψη θέσης του ίδιου κλάδου πριν την παρέλευση τριετίας από το διορισμό τους”.
β. Η πρόσληψη προσωπικού που εμπίπτει στην παρ. 16 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994 από τους φορείς που υπάγονται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997, γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην τελευταία αυτή παράγραφο, με επιφύλαξη των εξαιρέσεων του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει.
11.α. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2527/1997, η φράση “από πενταμελή Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά με απόφαση της Ολομέλειας του Α.Σ.Ε.Π.” αντικαθίσταται με τη φράση κάθε φορά με απόφαση του Προέδρου του Α.Σ.Ε.Π.”.
Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από 1.3.1999.
β. Η παρ. 3 του άρθρου 19 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2527/1997, αντικαθίσταται ως εξής :
“Η Επιτροπή Επιλογής αποτελείται από δύο (2) μέλη ή διατελέσαντα μέλη του Α.Σ.Ε.Π., από τα οποία το ένα ορίζεται Πρόεδρος, δύο (2) οποιασδήποτε βαθμίδας καθηγητές ή ομότιμους καθηγητές Α.Ε.Ι. του αντίστοιχου αντικειμένου και έναν (1) ειδικό επιστήμονα ως εκπρόσωπο της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος. Όταν η Επιτροπή είναι τριμελής, αποτελείται από ένα (1) μέλος ή πρώην μέλος του Α.Σ.Ε.Π. που ορίζεται Πρόεδρος αυτής, έναν (1) οποιασδήποτε βαθμίδας καθηγητή ή ομότιμο καθηγητή Α.Ε.Ι. του αντίστοιχου αντικειμένου και έναν (1) ειδικό επιστήμονα ως εκπρόσωπο της οικείας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου. Ένα από τα μέλη της Επιτροπής ορίζεται εισηγητής με απόφαση του Προέδρου της. Με όμοια απόφαση ορίζονται μέχρι τρεις (3) βοηθοί του εισηγητή από υπαλλήλους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας του Α.Σ.ΕΠ. ή άλλων υπηρεσιών ή νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 14, κατόχους πτυχίου ή διπλώματος Α.Ε.Ι., καθώς και από προσωπικό ερευνητικών προγραμμάτων Α.Ε.Ι. ή ερευνητικών κέντρων ή ινστιτούτων, που κατέχει πτυχίο Α.Ε.Ι.. Ο Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται με τον αναπληρωτή του με απόφαση του Προέδρου της από υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ του Α.Σ.Ε.Π. ή του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης”.
Η ισχύς της παρούσας διάταξης αρχίζει από 1.3.1999.
γ. Η περίπτωση β` της παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2527/1997, αντικαθίσταται ως ακολούθως :
“β. Από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π. καθόσον αφορά στους καθηγητές Α.Ε.Ι. και τους ερευνητές με βάση πίνακα που αποστέλλεται από τους πρυτάνεις των Α.Ε.Ι. και τους προέδρους των ερευνητικών κέντρων, ιδρυμάτων ή ινστιτούτων και περιλαμβάνει τους, κατά γνωστικό αντικείμενο, εν ενεργεία και ομότιμους καθηγητές και ερευνητές, αντιστοίχως. Αν οι ανωτέρω δεν αποστείλουν το σχετικό πίνακα μέσα σε ένα (1) μήνα από την περιέλευση σε αυτούς του αιτήματος του Προέδρου του Α.Σ.Ε.Π., ορίζονται από τον Πρόεδρο του Α.Σ.Ε.Π., μετά από δήλωση των οικείων καθηγητών ή ερευνητών, ότι αποδέχονται τον ορισμό τους ως μελών της Επιτροπής της παραγράφου 3”.
δ. Στο άρθρο 19 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του ν. 2527/1997, προστίθεται παράγραφος 8 που έχει ως εξής :
“8. Οταν για την πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού ορίζεται ως πρόσθετο προσόν ορισμένη εμπειρία, το ανώτατο όριο ηλικίας πρόσληψης μπορεί να καθορίζεται στην προκήρυξη, με πρόταση του οικείου φορέα, αυξημένο κατά τα έτη της απαιτούμενης εμπειρίας και πάντως όχι πέραν των πέντε (5) ετών”.
ε. Στην παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2527/1997 προστίθεται εδάφιο δεύτερο, που έχει ως εξής :
“Για την πρόσληψη ειδικού επιστημονικού προσωπικού από τους φορείς αυτούς, το ανώτατο όριο ηλικίας πρόσληψης είναι το καθοριζόμενο από τον κανονισμό τους και εάν δεν υπάρχει κανονισμός, το καθοριζόμενο από τον οικείο φορέα στην προκήρυξη”.
12.α. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997, αντικαθίσταται ως εξής :
“Ο υπολογισμός του κατά το πρώτο εδάφιο δωδεκαμήνου γίνεται με αφετηρία το τέλος της απασχόλησης για την οποία ο υποψήφιος πρόκειται να προσληφθεί και προς τα πίσω”.
β. Στην παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 μετά τις λέξεις “ή για την εκπλήρωση υποχρεώσεων από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς” προστίθενται οι λέξεις “ή από συμβάσεις έργου διάρκειας έως πέντε (5) ετών για την εκμετάλλευση εστιατορίων, αναψυκτηρίων και γενικώς χώρων αναψυχής”.
γ. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :
“Κατ` εξαίρεση, επίσης, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου για περιοδική απασχόληση προσωπικού σχολείων και εκπαιδευτηρίων του Δημοσίου και των λοιπών Φορέων του άρθρου 14 παρ. 1, πέραν του εκπαιδευτικού ή διδακτικού προσωπικού, μπορεί να είναι ίση με την αντίστοιχη σχολική περίοδο, σύμφωνα με το πρόγραμμα του οικείου σχολείου ή εκπαιδευτηρίου, αποκλειόμενης σε κάθε περίπτωση της αναγνώρισής τους ως συμβάσεων αορίστου χρόνου”.
δ. Η παρ. 9 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997, αντικαθίσταται ως εξής :
“9. Η ανακοίνωση κοινοποιείται στο Α.Σ.Ε.Π.. Ανακοίνωση που αφορά πρόσληψη προσωπικού με διάρκεια απασχόλησης μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών, εγκρίνεται ή τροποποιείται μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την περιέλευση του αντίστοιχου σχεδίου στο Α.Σ.Ε.Π.. Εάν η προθεσμία των δέκα (10) ημερών παρέλθει άπρακτη, τεκμαίρεται η σύμφωνη γνώμη του Α.Σ.Ε.Π..
Μετά την κοινοποίηση της ανακοίνωσης στο Α.Σ.Ε.Π., όσον αφορά την ανακοίνωση για πρόσληψη προσωπικού με διάρκεια απασχόλησης μικρότερη των τεσσάρων (4) μηνών ή μετά την έγκριση ή τροποποίηση της ανακοίνωσης από το Α.Σ.Ε.Π. ή την πάροδο της ως άνω προθεσμίας των δέκα (10) ημερών, όσον αφορά την ανακοίνωση για πρόσληψη προσωπικού με διάρκεια απασχόλησης μεγαλύτερη των τεσσάρων (4) μηνών, η ανακοίνωση αναρτάται στο κατάστημα της οικείας υπηρεσίας και στο κατάστημα του δήμου ή της κοινότητας στην οποία αυτή εδρεύει. Για κάθε ανάρτηση συντάσσεται πρακτικό που υπογράφεται από τον ενεργούντα την ανάρτηση και έναν ακόμη υπάλληλο της υπηρεσίας ή του δήμου ή της κοινότητας. Περίληψη της ανακοίνωσης δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες ή εβδομαδιαίες τοπικές εφημερίδες της έδρας του νομού, εφόσον εκδίδονται. Στην περίληψη αναφέρονται υποχρεωτικώς τα στοιχεία της παραγράφου 8 και τα όρια ηλικίας της παρ. 6”.
ε. Μετά το πρώτο εδάφιο της περιπτώσεως α` της παρ. 11 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 1 του ν. 2247/1994, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :
“Όταν πρόκειται για υπηρεσίες που παρέχονται από τους φορείς που διενεργούν την πρόσληψη, σε ολόκληρο το νομό, η προτίμηση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει για τους μόνιμους κατοίκους του νομού, ανεξαρτήτως του δήμου ή της κοινότητας, στον οποίο έχει την έδρα του ο φορέας που διενεργεί την πρόσληψη”.
13.α. Στην παρ. 18 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994 που προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997, η φράση “που δεν θα υπερβαίνει συνολικά για κάθε απασχολούμενο τους τρεις (3) μήνες κατ` έτος” αντικαθίσταται με τη φράση “που δεν θα υπερβαίνει συνολικά για κάθε απασχολούμενο τους έξι (6) μήνες κατ` έτος”.
β. Στο άρθρο 21 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 21 που έχει ως εξής :
“21. Οι κατά το παρόν άρθρο καταρτιζόμενοι πίνακες κατάταξης υποψηφίων, πλην του προσωπικού της παρ. 3, μπορεί να ισχύουν επί μια διετία ή και τριετία από την κατάρτισή τους, εφόσον αυτό αναφέρεται ρητώς στη σχετική ανακοίνωση πρόσληψης προσωπικού. Η πρόσληψη του εκάστοτε αναγκαίου προσωπικού κατά τη διάρκεια της διετίας ή τριετίας γίνεται από τους παραπάνω πίνακες με τη σειρά που οι υποψήφιοι περιλαμβάνονται σε αυτούς. Η ιδιότητα του ανέργου και η μη υπέρβαση του ορίου απασχόλησης των οκτώ (8) μηνών ανά δωδεκάμηνο, καθώς και τα προσόντα πρόσληψης ελέγχονται κατά την πρόσληψη και όχι κατά την κατάρτιση του πίνακα κατάταξης των υποψηφίων. Τα όρια ηλικίας πρέπει να συντρέχουν τόσο κατά την κατάρτιση του πίνακα όσο και κατά την πρόσληψη. Προσωπικό το οποίο έχει αποδεδειγμένα αξιολογηθεί από προηγούμενη απασχόλησή του ως ακατάλληλο, δεν προσλαμβάνεται εκ νέου και διαγράφεται από τον οικείο πίνακα. Διαγράφεται, επίσης, από τον οικείο πίνακα ο υποψήφιος που δεν αποδέχεται ρητώς ή σιωπηρώς την πρόσληψή του”.
γ. Τα εδάφια δεύτερο, τρίτο και τέταρτο της παρ. 18 του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, η οποία προστέθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997, καταργούνται.
14. Η διάταξη της παρ. 7 περίπτωση δ` του άρθρου πρώτου του ν. 2602/1998 (ΦΕΚ 83 Α`) δεν θίγεται από τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Οι διατάξεις των περιπτώσεων γ` και ε` της ίδιας παραγράφου καταργούνται.
15.α) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 προστίθεται, από τότε που ίσχυσε, η φράση : “καθώς και στους νόμους 1960/1991 (άρθρο 4), 2081/1992 (άρθρο 28 εδ. γ`) και 2372/1996”.
β) Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
“Η πρόσληψη από τους ανωτέρω φορείς προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχικών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών γίνεται με τη διαδικασία και τα κριτήρια του άρθρου 21 του ν. 2190/1994”.
16. Η περίπτωση β` της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 2527/1997 καταργείται.
17. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 28 του ν. 2190/1994 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
“Στην έννοια των κατά το πρώτο εδάφιο υπηρεσιακών μεταβολών περιλαμβάνεται και η πρόσληψη προσωπικού κατά το άρθρο 21 για την αντιμετώπιση ιδιαιτέρως επειγουσών και σοβαρών αναγκών της υπηρεσίας κατά το εδάφιο πρώτο της παρούσας παραγράφου”.
18.α. Η παρ. 13 του άρθρου 17 του ν. 1586/1986 (ΦΕΚ 37 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 18 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α`), καταργείται.
β. Στην παρ. 14 του άρθρου 3 του ν. 2527/1997 προστίθεται τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής :
“Η κατά το πρώτο εδάφιο βαθμολογική αντιστοιχία εξευρίσκεται βάσει των στοιχείων με τα οποία καθορίζεται ο βαθμός του τίτλου σπουδών του αντίστοιχου ελληνικού Α.Ε.Ι., τα οποία υποχρεούται να προσκομίσει ο αιτών τη βαθμολογική αντιστοιχία”.
19. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 2349/1995 (ΦΕΚ 224 Α`) αντικαθίστανται ως εξής :
“Όπου δεν λειτουργούν γραφεία διάθεσης τευχών της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Εθνικού Τυπογραφείου, ο Νομάρχης ορίζει με απόφασή του υπόλογο διαχειριστή υπάλληλο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή δημόσιο υπάλληλο που είναι αποσπασμένος στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, έναν ή περισσότερους, από τους υπηρετούντες στην έδρα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή Νομαρχιακού Διαμερίσματος ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, για τη διάθεση του ανωτέρω τεύχους και την είσπραξη του αντιτίμου. Όπου λειτουργούν επαρχεία ορίζεται κατά το προηγούμενο εδάφιο ίδιος υπόλογος από τον οικείο έπαρχο”.
20. Διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή άλλων κανονιστικών πράξεων, κανονισμών ή οργανισμών δημοσίων υπηρεσιών, πολιτικών ή στρατιωτικών και σωμάτων ασφαλείας και λοιπών φορέων του δημοσίου τομέα του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997, που προβλέπουν πρόσληψη συγγενικών προσώπων υπαλλήλων τους, με εξαίρεση την περίπτωση θανάτου κατά την εκτέλεση του καθήκοντος και εξαιτίας αυτού, ή προσαύξηση της βαθμολογίας ή άλλου είδους πριμοδότηση ή ευνοϊκή μεταχείριση των αυτών προσώπων για εισαγωγή τους σε σχολές ή σχολεία, των οποίων οι απόφοιτοι προβλέπεται να διορίζονται στον ίδιο ή άλλο φορέα, καταργούνται. Καταργούνται επίσης όμοιες προβλέψεις σε συλλογικές συμβάσεις που αφορούν τους ανωτέρω φορείς. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει και για τους φορείς που υπάγονται στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997, καθώς και σε δημόσια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που δεν υπάγονται στο σύστημα προσλήψεων του ν. 2190/1994.
21.”Σύζυγος ή ένα τέκνο Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι φονεύθηκαν συνεπεία τρομοκρατικής πράξης, είτε αυτή στρεφόταν εναντίον τους, είτε εναντίον άλλων, προσλαμβάνεται στο Δημόσιο και στα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2190/1994, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 2527/ 1997, καθώς και στους φορείς της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 2527/1997, καθ` υπέρβαση του προβλεπόμενου από την προκήρυξη αριθμού θέσεων, εφόσον: α) επιτύχουν σε γραπτό διαγωνισμό ή β) καταταγούν σε πίνακα προτεραιότητας, σε σειρά πέραν του αριθμού των διοριστέων. Το κατά το ανωτέρω δικαίωμα διορισμού παρέχεται και στα πρόσωπα τα οποία τραυματίστηκαν σοβαρώς, συνεπεία τρομοκρατικής πράξης. Στην περίπτωση που τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου δεν επιθυμούν ή λόγοι υγείας δεν τους επιτρέπουν να ασκήσουν το δικαίωμα διορισμού της παρούσας διάταξης, αυτό μεταβιβάζεται στο σύζυγο ή σε ένα τέκνο τους”.
Αν δεν υπάρχει κενή θέση ο υποψήφιος διορίζεται σε προσωποπαγή θέση που συνιστάται με την απόφαση διορισμού στον φορέα που έχει δηλώσει ως πρώτη προτίμηση και καταλαμβάνει την πρώτη θέση του οικείου κλάδου ή ειδικότητας που θα κενωθεί στο φορέα αυτόν, οπότε καταργείται αυτοδικαίως η προσωποπαγείς θέση. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για το μεγαλύτερο σε ηλικία ορφανό τέκνο και από τους δύο γονείς, του οποίου αδελφός ή αδελφή τελεί υπό επιτροπεία κατά το χρόνο δημοσίευσης της προκήρυξης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.9 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/2003 αντικαταστάθηκε εκ νέου ως άνω με την παρ.4 του άρθρου 12 του Ν. 3230/2004 (ΦΕΚ Α 44)
Σχετικό: παρ.6 άρθρ.18 Ν.2768/1999
Σχετικό: παρ.1 του άρθρου 25 του Ν.3200/2003 (Α΄ 281)
Σχετικό: το άρθρο 78 ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008
Σχετικό: το άρθρο 22 Ν.3709/2008,ΦΕΚ Α 213/14.10.2008
22. Επιλαχόντες του πανελλήνιου γραπτού διαγωνισμού του Α.Σ.Ε.Π. έτους 1995, οι οποίοι υπέβαλαν αίτηση διορισμού τους, κατ` εφαρμογή της διάταξης της παρ. 11 του άρθρου 2 του ν. 2349/1995 (ΦΕΚ 224 Α`) και δεν διορίσθηκαν, διορίζονται σε κενές θέσεις φορέων του άρθρου 14 του ν. 2190/1994 για τις οποίες κατέχουν τα τυπικά προσόντα διορισμού με εξαίρεση το ανώτατο όριο ηλικίας, οι οποίες εγκρίνονται κατά νομαρχία με πράξη της τριμελούς επιτροπής εγκρίσεως προσλήψεων (ΠΥΣ 55/1998, ΦΕΚ 252 Α` και άρθρο 1 παρ. 51 του ν. 2412/1996 ΦΕΚ 123 Α`). Η πλήρωση των εγκρινόμενων θέσεων κατά νομαρχία και φορέα γίνεται από το Α.Σ.Ε.Π., βάσει πανελλήνιου πίνακα που περιλαμβάνει τους ανωτέρω επιλαχόντες κατά φθίνουσα σειρά βαθμολογίας. Η διάθεση των διοριστέων γίνεται βάσει της σειράς βαθμολογίας και δήλωσης προτίμησης, στην οποία κάθε επιλαχών μπορεί να περιλαμβάνει όλες τις νομαρχίες και όλους τους φορείς σε κάθε νομαρχία για τους οποίους εγκρίθηκαν οι θέσεις. Αξιώσεις αποζημιώσεως κάθε μορφής που θεμελιώνονται στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 11 του ν. 2349/1995 παραγράφονται και εκκρεμείς δίκες για τις αξιώσεις αυτές καταργούνται. Στις ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου υπάγονται και οι επιλαχόντες του ανωτέρω διαγωνισμού υπέρ των οποίων έχει εκδοθεί απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή Διοικητικού Εφετείου, καθώς και όσοι δεν υπέβαλαν αίτηση διορισμού επειδή δεν προκηρύχθηκαν, κατά τις διατάξεις της παρ. 11 του άρθρου 2 του ν. 2349/1995, θέσεις του κλάδου ή της ειδικότητας για τον οποίο ήταν επιλαχόντες.
Σχετικό: παρ.2 άρθρ.6 Ν.2880/2001,ΦΕΚ Α 9/30.1.2001
23. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 2716/1999 (ΦΕΚ 96 Α`) προστίθεται, από την έναρξη ισχύος του, εδάφιο που έχει ως εξής :
“Η ανωτέρω διαδικασία πρόσληψης νοσηλευτικού προσωπικού, τεχνολόγων ιατρικών εργαστηρίων, παρασκευαστών, ραδιολογίας-ακτινολογίας και χειριστών-εμφανιστών της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση πρόσληψης, ανεξάρτητα από το έτος κατά το οποίο κενώθηκε ή συστάθηκε η θέση”.
24. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εντάσσονται στην προβλεπόμενη από το άρθρο 22 του ν. 2527/1997 κωδικοποίηση.
Άρθρο 21
Ρυθμίσεις θεμάτων προσωπικού
1. Στις διατάξεις του άρθρου 37 του ν. 1759/1988 και της παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 2190/1994 υπάγεται με τους όρους και τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτές και το προσωπικό που είχε προσληφθεί από το Ι.Κ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 1057/1980, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα της αρχικής σύμβασης πρόσληψης ή της μετέπειτα παράτασης ή ανανέωσής της.
2. Για την κατάταξη σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 2266/1994, αρκεί για τους υπαγόμενους στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, η ύπαρξη σχέσης εργασίας με την έννοια της πραγματικής απασχόλησης και για τους υπαγόμενους στην παρ. 4, η παροχή στην πραγματικότητα εξαρτημένης εργασίας και η εξυπηρέτηση πάγιων και διαρκών αναγκών της υπηρεσίας, ανεξάρτητα του αν για τη σύναψη των συμβάσεων έργου δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 15 του ν. 1735/1987 ή άλλων ειδικών διατάξεων. Γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου για την κατάταξη απαιτείται μόνον εκεί όπου ο νόμος το αναφέρει ρητά. Η διάταξη της παρούσας παραγράφου ισχύει από την έναρξη ισχύος του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α`).
3. Οι διατάξεις της παρ. 25 του άρθρου 14 του ν. 2266/1994 για πρόσληψη σε ασφαλιστικά ταμεία αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφαρμόζονται από τότε που ίσχυσαν σε κάθε περίπτωση απολυθέντων με το άρθρο 44 του ν. 1882/1990, υπό την προϋπόθεση ότι μετά την απόλυσή τους δεν είχαν καταλάβει άλλη θέση τακτικού προσωπικού ή με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Οι ανωτέρω προσλαμβανόμενοι καταλαμβάνουν θέσεις κλάδων ή ειδικοτήτων κατ` εκτίμηση των αναγκών της υπηρεσίας, σε συνδυασμό με τα τυπικά τους προσόντα και την ειδικότητα που είχαν στον προηγούμενο φορέα απασχόλησής τους. Η νομιμότητα πρόσληψης στο Ι.Κ.Α., κατά τις διατάξεις της παρ. 25 του άρθρου 14 του ν. 2266/1994, δεν επηρεάζεται από την έλλειψη κατανομής των οργανικών θέσεων στις επί μέρους υπηρεσίες του Ι.Κ.Α., εφόσον οι θέσεις αυτές υπάρχουν στους οικείους κλάδους.
4. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες προβλέπεται ρητώς ότι για το διορισμό σε συγκεκριμένο κλάδο ή ειδικότητα οποιασδήποτε κατηγορίας αντί του οικείου τίτλου σπουδών αρκεί συγκεκριμένη εμπειρία ή αντί του οικείου τίτλου σπουδών άλλης ειδικότητας και ορισμένη ειδίκευση ή εμπειρία στην ειδικότητα της θέσης, τα προσόντα αυτά ισχύουν και για την κάλυψη των θέσεων με μετάταξη κατά τις κείμενες διατάξεις. Μετατάξεις που έχουν γίνει στο παρελθόν και είναι σύμφωνες με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου είναι νόμιμες.
5.α. Το προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, καθώς και οι μόνιμοι υπάλληλοι των ίδιων φορέων, που κατά τη μονιμοποίηση του διατήρησε το ασφαλιστικό καθεστώς του Ι.Κ.Α., απολύεται αυτοδικαίως από την υπηρεσία την 1η του επόμενου από την έκδοση της πράξης συνταξιοδότησης μήνα, εκτός εάν στο μεταξύ συμπληρώνει το όριο ηλικίας για την αυτοδίκαιη απόλυση όπως κάθε φορά προβλέπεται, οπότε και αποχωρεί την ημερομηνία αυτή. β. Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί κύριας ασφάλισης κοινοποιούν υποχρεωτικά την πράξη συνταξιοδότησης στον τελευταίο εργοδότη του συνταξιοδοτούμενου, όταν αυτός είναι το Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρου 20 Ν.3801/2009,ΦΕΚ Α 163/4.9.2009
6. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ορίζονται κατά κλάδους και ειδικότητες τα προσόντα διορισμού μόνιμου ή με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, σε θέσεις δημοσίων υπηρεσιών, ν.π.δ.δ., συμπεριλαμβανομένων και των ο.τ.α. α` και βαθμίδας και των λοιπών φορέων του άρθρου 14 παρ. 1 του ν. 2190/1994 και της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997, όπως ισχύουν κάθε φορά. Με τα διατάγματα αυτά μπορεί να καθορίζονται το δίπλωμα επαγγελματικής κατάρτισης των Ι.Ε.Κ. ως προσόν διορισμού σε θέσεις κλάδων ή ειδικοτήτων κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ), καθώς και πρόσθετα προσόντα, όπως ιδίως η γνώση ξένης γλώσσας σε επίπεδο άριστο ή κατώτερο του αρίστου, σε ορισμένους κλάδους ή ειδικότητες και η γνώση ηλεκτρονικού υπολογιστή για όλους ή ορισμένους μόνο κλάδους ή ειδικότητες των κατηγοριών Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕ), Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΤΕ) και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ). “Πρόσθετα προσόντα μπορεί επίσης να ορίζονται για συγκεκριμένους κλάδους ή ειδικότητες, με τους οικείους οργανισμούς ή κανονισμούς ή με την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων. Με την προκήρυξη πλήρωσης των θέσεων είναι επίσης δυνατόν να περιορίζονται για θέσεις συγκεκριμένων κλάδων ή ειδικοτήτων, οι τίτλοι σπουδών που απαιτούνται σύμφωνα με τα διατάγματα ή τους κανονισμούς ή τους οργανισμούς, σε ορισμένους μόνο τίτλους από τους προβλεπόμενους ή να ορίζονται τίτλοι σπουδών ως κύριοι ή επικουρικοί” Με τα ανωτέρω διατάγματα μπορεί να ορίζεται ότι τα προσόντα πρόσληψης προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε φορείς της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 2527/1997 μπορεί να καθορίζονται με τους οικείους κανονισμούς.
Η κατάταξη σε θέσεις εργασίας αορίστου χρόνου ΥΕ και ΔΕ, η οποία πραγματοποιείται σε συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις του άρθρου 1 του ν. 3068/2002, ολοκληρώνεται και χωρίς τα προβλεπόμενα από τις οικείες διατάξεις για τη θέση τυπικά και πρόσθετα προσόντα διορισμού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρου 52 του ν.4456/2017.
Σχετικό: με την παρ.5 άρθρ.6 Ν.2880/2001,ΦΕΚ Α 9/301.2001.
Σχετικό: υπ` αριθμ. 617/2009, 618/2009, 619/2009, 620/2009, 621/2009, 622/2009, 623/2009, 624/2009, 625/2009, 626/2009, 627/2009, 628/2009, 629/2009, 630/2009, 631/2009, 632/2009, 633/2009, 634/2009, 635/2009, 636/2009, 637/2009, 638/2009, 639/2009, 640/2009, 641/2009, 642/2009, 643/2009, 644/2009, 645/2009, 646/2009, 647/2009, 648/2009, 649/2009, 650/2009, 651/2009, 652/2009, 653/2009 107/2010 αποφάσεις ΣΤΕ
7. Η παρ. 7 του άρθρου 15 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :
“7. Οι υπάλληλοι που περατώνουν επιτυχώς το πρόγραμμα προαγωγικής εκπαίδευσης προηγούνται των λοιπών υπαλλήλων του κλάδου τους κατά την προαγωγή στο βαθμό του Διευθυντή και μεταξύ τους κατά τη σειρά αποφοίτησης, υπό την προϋπόθεση ότι κατέχουν σε υψηλό βαθμό και τα λοιπά απαιτούμενα κατά νόμο προσόντα, σύμφωνα με το ισχύον κάθε φορά σύστημα αξιολόγησης”.
8. Στην παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 2477/1997 (ΦΕΚ 59 Α`), όπως προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 2527/1997 (ΦΕΚ 206 Α`), προστίθεται εδάφιο ως εξής :
“Η έναρξη λειτουργίας της Αρχής ολοκληρώνεται με τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος για τον κανονισμό λειτουργίας της Αρχής και στελέχωση των υπηρεσιών της, που ανακοινώνεται από το Συνήγορο του Πολίτη στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης”.
9. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν. 2477/1997 προστίθενται εδάφια ως εξής :
“Στους υπαλλήλους που μπορούν να αποσπασθούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή και σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 8 του ν. 2623/1998 (ΦΕΚ 139 Α`) στο Συνήγορο του Πολίτη περιλαμβάνονται μέχρι και τρεις (3) εκπαιδευτικοί. Οι προβλεπόμενες από τις ανωτέρω διατάξεις αποσπάσεις διενεργούνται κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, με επιφύλαξη μόνο των διατάξεων που επιβάλλουν υποχρέωση παραμονής των υπαλλήλων για ορισμένο χρονικό διάστημα σε υπηρεσίες παρεμεθόριων περιοχών, στις οποίες διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν.
10. Για την εφαρμογή του άρθρου 82 παρ. 2 και του άρθρου δεύτερου παρ. 3 (Μεταβατικές διατάξεις) του ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α`/9.2.1999), η υπηρεσία των αποσπασμένων Επιθεωρητών-Ελεγκτών στο Σώμα Επιθεωρητών- Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης του ν. 2477/1997, καθώς και η προϋπηρεσία αυτών στο Σώμα Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης των νόμων 1735/1987, 1892/1990, 1943/1991 και 2266/1994, λογίζεται ως υπηρεσία προϊσταμένου τμήματος. Η θητεία των Επιθεωρητών-Ελεγκτών στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. συνεκτιμάτωι ως επιπλέον προσόν κατά τις κρίσεις αυτών για την προαγωγή ή την κατάληψη θέσεων ανώτερης ιεραρχικής βαθμίδας στις υπηρεσίες που ανήκουν οργανικά. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για τα λοιπά σώματα επιθεωρητών του Δημοσίου, καθώς και για τους διατελέσαντες επιθεωρητές σε τέτοια σώματα.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για την υπηρεσία των υπαλλήλων που έχουν αποσπασθεί στο Συνήγορο του Πολίτη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.8 Ν.2880/2001,ΦΕΚ Α 9/301.2001.
Σχετικό: παρ.6 άρθρ.5 Ν.3094/2003 (Συνήγορος του Πολίτη)
11. Οι διατάξεις της παρ. 22 του άρθρου 9 του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α`), για την καταβολή στους μετατασσόμενους σε παραμεθόριες περιοχές όλων των προβλεπόμενων από τις ισχύουσες διατάξεις για μεταθέσεις εξόδων και αποζημιώσεων, καθώς και εφάπαξ οικονομικής ενίσχυσης, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την ισχύ του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α`).
12. Η προβλεπόμενη από την παρ. 13 του άρθρου 26 του ν. 2085/1992 (ΦΕΚ 170 Α`) απόσπαση μέχρι δύο (2) υπαλλήλων στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης που εδρεύει στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας, μπορεί να παρατείνεται για ένα (1) έτος από τη λήξη της, με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του οικείου Υπουργού.
13. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες για την κάλυψη αναγκών των ο.τ.α. απαιτείται η πρόσληψη υπαλλήλων ειδικοτήτων που δεν προβλέπονται από τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 37α/1987 (ΦΕΚ 11 Α`/4.12.1987) και 22/1990 (ΦΕΚ 7 Α`/22.1.1990) η ονομασία του κλάδου είναι αντίστοιχη της κατηγορίας και της ειδικότητας του απαιτούμενου τίτλου σπουδών.
14. Μόνιμοι υπάλληλοι του Ι.Κ.Α. του Κλάδου ΤΕ Τεχνολογικών Εφαρμογών, που ασκούν καθήκοντα Κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των οκτώ (8) ετών, μπορούν να μεταταγούν, με απόφαση του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, σε κενές οργανικές θέσεις του Κλάδου ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, εφόσον υποβάλλουν σχετική αίτηση εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
15. Ο χρόνος άσκησης καθηκόντων σε θέσεις διορισμένου Νομάρχη κατά τις διατάξεις του ν. 1235/1982 ή Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας κατά τις διατάξεις των νόμων 1622/1986 και 2503/1997 ή Γενικού Γραμματέα Υπουργείου ή Γενικού Γραμματέα προϊσταμένου Γενικής Γραμματείας ή Ειδικού Γραμματέα κατά τις διατάξεις του ν. 1558/1985, υπαλλήλων και λειτουργών κατηγορίας ΠΕ του δημόσιου τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί πριν από την ισχύ του άρθρου 51 παρ. 1 του ν. 1892/1982 (ΦΕΚ 65 Α`), συνυπολογίζεται ως χρόνος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου τμήματος ή καθηκόντων υποδιευθυντή ή καθηκόντων διευθυντή, όπου κατά τις οικείες διατάξεις ή κανονισμούς απαιτείται ως προϋπόθεση για την εξέλιξή τους στο βαθμό του υποδιευθυντή, του διευθυντή ή του γενικού διευθυντή, αντίστοιχα. Ο υπολογισμός του ανωτέρω χρόνου γίνεται μία μόνο φορά κατ` επιλογή του ενδιαφερομένου.
Σχετικό: το άρθρο 46 παρ.6 Ν.3979/2011,ΦΕΚ Α 138/16.6.2011
16. Οι Γενικοί Διευθυντές των αυτοτελών δημόσιων υπηρεσιών και των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών εξομοιούνται με Γενικούς Διευθυντές κεντρικών υπηρεσιών Υπουργείων.
17. Ο χρόνος διάρκειας των υφιστάμενων κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2683/1999 αποσπάσεων μόνιμων διοικητικών υπαλλήλων στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους είναι ο ανώτατος προβλεπόμενος με την παρ. 4 του άρθρου 68 του ανωτέρω νόμου, υπολογιζόμενος από την έναρξη της απόσπασης.
18. Για την εφαρμογή του άρθρου 108 παρ. 4 περίπτωση α` του ν. 2594/1998, θεωρείται ότι έχουν συμπληρώσει δωδεκαετή συνεχή υπηρεσία στην αλλοδαπή και όσοι από τους υπαλλήλους του κλάδου Διοικητικών Γραμματέων που υπηρετούν σε προσωποπαγείς θέσεις.
19. Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου δεύτερου του ν. 2683/1999 έχουν εφαρμογή και σε όσους συμπληρώνουν μέχρι 31.12.1999 τριακονταπενταετή πραγματική και συντάξιμη υπηρεσία.
Άρθρο 22
Μετατάξεις σε Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις
1. Οι κενές θέσεις των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων καλύπτονται με μετάταξη υπαλλήλων των πρώην νομαρχιακών υπηρεσιών των Υπουργείων, των οποίων οι αρμοδιότητες περιήλθαν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και οι οποίοι υπηρετούν με απόσπαση σε αυτές, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 39 του ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α`), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 6 του ν. 2240/1994 (ΦΕΚ 153 Α`). Οι μετατάξεις διενεργούνται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού, στην υπηρεσία του οποίου ανήκουν οργανικά οι υπάλληλοι, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, μετά από αίτησή τους, η οποία κατατίθεται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση που υπηρετούν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Οι θέσεις των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων που παραμένουν κενές μετά από τις μετατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καλύπτονται με μετάταξη υπαλλήλων του ίδιου κλάδου του οικείου Υπουργείου σε αριθμό ίσο με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων που είναι αυτοδικαίως αποσπασμένοι στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και δεν μετατάγηκαν σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο. Η μετάταξη γίνεται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου του Υπουργείου. Το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει κατά προτεραιότητα υπόψη σχετική αίτηση υπαλλήλου και συνεκτιμά την ειδική εμπειρία του κάθε υπαλλήλου από υπηρεσία του σε πρώην περιφερειακές ή νομαρχιακές υπηρεσίες Υπουργείων και σε Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, καθώς και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου. Τα υπηρεσιακά συμβούλια ολοκληρώνουν τις μετατάξεις της παρούσας παραγράφου μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήξη της προθεσμίας της προηγούμενης παραγράφου.
3. Ο Νομάρχης κατά την τοποθέτηση των υπαλλήλων που μετατάσσονται, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, συνεκτιμά τις ανάγκες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, καθώς και την προϋπηρεσία του υπαλλήλου στη θέση που κατείχε πριν τη μετάταξή του.
4. Η υφιστάμενη αυτοδίκαιη απόσπαση όσων από τους αναφερόμενους στην παράγραφο 1 υπαλλήλων δεν μεταταγούν στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις αίρεται αυτοδικαίως από την ημερομηνία κάλυψης της αντίστοιχης θέσης της Ν.Α. με μετάταξη άλλου Υπαλλήλου και τοποθετούνται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου στο οποίο ανήκουν οργανικά.
5. Οι μετατασσόμενοι διατηρούν σε κάθε περίπτωση ως προσωπική διαφορά τα τυχόν επιδόματα που ελάμβαναν κατά τη μετάταξή τους από την υπηρεσία στην οποία ανήκουν οργανικά ή άλλες επιπλέον τακτικές απολαβές.
Εφόσον τα παραπάνω επιδόματα και απολαβές καταβάλλονται από ειδικούς λογαριασμούς,εξακολουθούν να βαρύνουν τους ειδικούς αυτούς λογαριασμούς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ. 40 Ν.3016/2002,ΦΕΚ Α 110/17.5.2002.
Σχετικό: παρ.9. άρθρ.30 Ν.2768/1999
6. Το έκτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α`) αντικαθίσταται ως εξής :
“Το προσωπικό της παραγράφου 1 δύναται μέσα σε έξι (6) μήνες από την έγκριση του Ο.Ε.Υ. των νέων ο.τ.α. να υποβάλει αίτηση μετάταξης σε άλλον ο.τ.α. ή Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση ή δημόσια υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων και των Γραμματείων των δικαστηρίων, ή Περιφέρεια ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου”.
7.α) Για λόγους συνυπηρέτησης συζύγων και για σοβαρούς λόγους υγείας των ίδιων ή των μελών της οικογένειάς τους, που διαπιστώνονται από κρατικά νοσηλευτικά ιδρύματα, επιτρέπεται η απόσπαση υπαλλήλων των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων σε άλλες Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις. Η απόσπαση γίνεται με κοινή απόφαση των οικείων Νομαρχών, ύστερα από αίτηση του υπαλλήλου και για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) ετών.
β) Το εδάφιο γ` της παρ. 2 του άρθρου 19 του ν. 2344/1995, με την παρέλευση δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, παύει να ισχύει.
Σχετικό: παρ.3 άρθρ.29 Ν.2768/1999
Άρθρο 23
Μετατάξεις αποσπασμένων υπαλλήλων
1. Μόνιμοι υπάλληλοι Υπουργείων και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που είναι αποσπασμένοι, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, σε υπηρεσίες άλλων Υπουργείων ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου τουλάχιστον δύο (2) συνολικά έτη κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης, μετατάσσονται με αίτησή τους σε κενή θέση κλάδου της υπηρεσίας του Υπουργείου ή του ν.π.δ.δ. που είναι αποσπασμένοι.
Η μετάταξη γίνεται με κοινή απόφαση των οικείων Υπουργών ύστερα από γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου της υπηρεσίας στην οποία μετατάσσονται. Όταν η μετάταξη γίνεται σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απαιτείται και γνώμη του διοικούντος το νομικό πρόσωπο συλλογικού οργάνου. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, η μετάταξη γίνεται σε προσωποπαγή θέση και ο μεταταγείς καταλαμβάνει την πρώτη θέση του βαθμού του που θα κενωθεί, οπότε καταργείται αυτοδικαίως η προσωποπαγής θέση.
2. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και για μεταφορά με την ίδια σχέση εργασίας προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ.
3. Για το μεταφερόμενο προσωπικό οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β` του παρόντος νόμου ισχύουν από την πάροδο τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, υπό την επιφύλαξη της παρ. 1 του άρθρου 18 του παρόντος. Οι θέσεις που κατέχουν οι μετατασσόμενοι ή μεταφερόμενοι καταργούνται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της πράξης μετάταξης ή μεταφοράς.
4. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για τους αποσπασμένους σε δήμους ή κοινότητες, καθώς και στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση οι αποσπασμένοι υπάλληλοι δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις των διατάξεων του προηγούμενου άρθρου. Η απαιτούμενη κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου διάρκεια της αποσπάσεως στους φορείς της παρούσας παραγράφου ορίζεται σε ένα (1) έτος.
Ειδικά για τους ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας, με εξαίρεση τους ο.τ.α. που βρίσκονται στην ενιαία Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αθηνών – Πειραιώς και τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και για όσους έχουν αποσπασθεί σε αυτούς από ν.π.ι.δ. του δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από τις διατάξεις του ν. 1256/1982, εφαρμοζομένων των διατάξεων του ν. 2515/1997.
Σχετικό: παρ.7 άρθρ.4 Ν.2839/2000,ΦΕΚ Α 196/12.9.2000
5. Ειδικά για τους αποσπασμένους στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται και για όσους έχουν αποσπασθεί σε αυτήν από ν.π.ι.δ. του δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται από τις διατάξεις του ν. 1256/1982, εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 2515/1997.
6. Από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εξαιρούνται :
α) οι υπηρετούντες με απόσπαση στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, οι οποίοι εμπίπτουν στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 6 του ν. 2469/1997 (ΦΕΚ 38 Α`),
β) το αποσπασμένο από την Ε.Υ.Π. προσωπικό,
γ) το αποσπασμένο από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, πάσης φύσεως εκπαιδευτικό προσωπικό και
δ) οι αποσπασμένοι στα γραφεία Υπουργών, Υφυπουργών, Γενικών και Ειδικών Γραμματέων Υπουργείων, καθώς και οι αποσπασμένοι στο Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης για διάθεση σε γραφεία βουλευτών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, Ελλήνων βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, καθώς και στα γραφεία των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
Άρθρο 24
Ρυθμίσεις θεμάτων του Σώματος Επιθεωρητών-Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης
1. Η τελευταία περίοδος της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2477/1997 αντικαθίσταται ως εξής :
“Το Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. δεν επιλαμβάνεται θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, της Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και θεμάτων που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων”.
2. Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του ν. 2477/1997 προστίθεται παράγραφος 2, ως εξής :
“2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. εκτείνεται σε όλη την Επικράτεια. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συνιστώνται Περιφερειακά Γραφεία του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.. Με την ίδια απόφαση αυτή καθορίζεται και η κατά τόπον αρμοδιότητα κάθε Περιφερειακού Γραφείου. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ορίζεται ο χρόνος έναρξης λειτουργίας των Περιφερειακών Γραφείων. Στα Περιφερειακά Γραφεία προΐστανται Επιθεωρητές-Ελεγκτές που ορίζονται από το Γενικό Επιθεωρητή του Σώματος. Οι Προϊστάμενοι υποβάλλουν στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και στο Γενικό Επιθεωρητή του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. εξαμηνιαίες εκθέσεις για την πορεία και την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού έργου στο χώρο ευθύνης τους και προτείνουν μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων, τα οποία έχουν εντοπισθεί από τους ελέγχους που έχουν διενεργηθεί, καθώς και μέτρα για τη βελτίωση γενικά της επιθεώρησης”.
3. Οι παράγραφοι 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 6 του ν. 2477/1997 αντικαθίστανται από παραγράφους 3 έως και 12, ως εξής :
“3. Για τη συγκρότηση Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. συνιστώνται οι παρακάτω οργανικές θέσεις :
α) Μία (1) θέση Γενικού Επιθεωρητή.
β) Ογδόντα (80) θέσεις Επιθεωρητών-Ελεγκτών.
γ) Τριάντα (30) θέσεις Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών.
Οι θέσεις των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και των Βοηθών Επιθεωρητών – Ελεγκτών μπορεί να αυξάνονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών.
4. Η πλήρωση της θέσης του Γενικού Επιθεωρητή γίνεται με απόσπαση, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις, μόνιμου υπαλλήλου του Δημοσίου με βαθμό Διευθυντή κατηγορίας ΠΕ που έχει τα τυπικά προσόντα προκειμένου να προαχθεί στο βαθμό του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος έχει διακριθεί για την επαγγελματική του κατάρτιση, την υπηρεσιακή επίδοση και το ήθος του. Ο Γενικός Επιθεωρητής επιλέγεται από το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο του άρθρου 158 παρ. 1 περίπτ. α` του Υπαλληλικού Κώδικα.
Η πλήρωση των θέσεων των Επιθεωρητών-Ελεγκτών γίνεται με απόσπαση κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις, μόνιμων υπαλλήλων του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. α` και β` βαθμού, κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α` ή αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης με διετή τουλάχιστον υπηρεσία, οι οποίοι έχουν διακριθεί για την επαγγελματική τους κατάρτιση, την υπηρεσιακή επίδοση και το ήθος τους.
Η πλήρωση των θέσεων των Βοηθών Επιθεωρητών – Ελεγκτών γίνεται απόσπαση, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις, μόνιμων υπαλλήλων του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. α` και β` βαθμού, κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α` ή Β` ή αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, οι οποίοι έχουν διακριθεί για την επαγγελματική τους κατάρτιση, την υπηρεσιακή επίδοση και το ήθος τους.
Οι αποσπάσεις των ανωτέρω διενεργούνται για αποκλειστική απασχόληση, με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ύστερα από, ιδιαίτερη για κάθε περίπτωση, δημόσια πρόσκληση για υποβολή υποψηφιοτήτων. Η πρόσκληση δημοσιεύεται σε δύο (2) τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας και κοινοποιείται σε όλες τις υπηρεσίες και τους φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ..
Με την πρόσκληση μπορεί να καθορίζονται για ορισμένο αριθμό θέσεων Επιθεωρητών-Ελεγκτών και Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών συγκεκριμένοι κλάδοι και ειδικότητες.
Σε θέσεις Επιθεωρητών-Ελεγκτών και Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών αποσπώνται υπάλληλοι, εφόσον δεν έχουν υπερβεί το 55ο και 50ό έτος της ηλικίας τους, αντίστοιχα.
Η επιλογή των υπαλλήλων σε θέσεις Επιθεωρητών-Ελεγκτών και Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών γίνεται μετά από προηγούμενη συνέντευξη ενώπιον τριμελούς επιτροπής, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η επιτροπή αξιολογεί τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των υποψηφίων και διαμορφώνει γνώμη για την προσωπικότητα και την ικανότητα άσκησης των καθηκόντων Επιθεωρητή-Ελεγκτή και Βοηθού Επιθεωρητή-Ελεγκτή.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών καθορίζεται η αμοιβή των μελών της επιτροπής.
5. Η απόσπαση του Γενικού Επιθεωρητή, των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και των Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. διαρκεί τρία (3) έτη, μπορεί να παρατείνεται μία ή περισσότερες φορές και είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του υπαλλήλου. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος συνεχούς και πραγματικής υπηρεσίας στην οργανική θέση του υπαλλήλου. Ανάκληση της απόσπασης μπορεί να γίνει μόνο για σπουδαίο λόγο, ύστερα από αίτηση του αποσπασμένου και αποδοχή της από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ή για λόγους ακαταλληλότητας ή αδυναμίας εκπλήρωσης των καθηκόντων του, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Επιθεωρητή.
6. Οι αποδοχές των μελών του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. καθορίζονται ως εξής : α) ο Γενικός Επιθεωρητής λαμβάνει τις κάθε είδους αποδοχές, επιδόματα ή προσαυξήσεις που προβλέπονται για τους Γενικούς Διευθυντές κεντρικών υπηρεσιών Υπουργείων, β) οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές λαμβάνουν το μισθό και όλες τις επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα επιδόματα και οποιεσδήποτε λοιπές απολαβές της οργανικής τους θέσης. Στο Γενικό Επιθεωρητή, στους Επιθεωρητές-Ελεγκτές και στους Βοηθούς Επιθεωρητές-Ελεγκτές καταβάλλεται επιπλέον ειδική πρόσθετη αποζημίωση, που καθορίζεται κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών και καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
7. Η καταβολή των δαπανών μετακίνησης, ημερήσιας αποζημίωσης και διανυκτέρευσης των Επιθεωρητών-Ελεγκτών και των Βοηθών Επιθεωρητών – Ελεγκτών γίνεται με χρηματικά εντάλματα προπληρωμής από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης.
8. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος : α) στη θέση του Γενικού Επιθεωρητή του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. κατατάσσεται αυτοδικαίως ο επιλεγείς και αποσπασθείς σε αυτό Γενικός Επιθεωρητής, β) στις θέσεις Επιθεωρητών – Ελεγκτών ή Βοηθών Επιθεωρητών-Ελεγκτών κατατάσσονται, μετά από αίτησή τους, οι αποσπασμένοι και υπηρετούντες ήδη στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. Επιθεωρητές – Ελεγκτές, αφού κριθούν από την επιτροπή της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από εισήγηση της επιτροπής της παραγράφου 4, ανακαλείται η απόσπαση όσων κρίθηκαν ότι δεν έχουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα για την άσκηση καθηκόντων Επιθεωρητή-Ελεγκτή ή Βοηθού Επιθεωρητή-Ελεγκτή, με εξαίρεση το όριο ηλικίας της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.
9. Ο Γενικός Επιθεωρητής, οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές, εφόσον διώκονται για πράξεις ή παραλείψεις στις οποίες προέβησαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους μπορούν να παρίστανται ενώπιον των καθηκόντων τους μπορούν να παρίστανται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων με μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκριθεί η αίτησή τους από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ..
10. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές τηρούν το απόρρητο των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και μετά την αποχώρησή τους από αυτό. Η υποχρέωση τήρησης του απορρήτου και του καθήκοντος εχεμύθειας αφορά και το προσωπικό της Γραμματείας του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ..
11. Παραβιάσεις του απορρήτου ή του καθήκοντος εχεμύθειας, καθώς και η από βαριά αμέλεια μη στάθμιση στοιχείων επιβαρυντικών για την υπηρεσία που επιθεωρείται ή τη Διοίκηση και τους υπαλλήλους της συνιστούν σοβαρό λόγο για την ανάκληση της απόσπασης του Επιθεωρητή – Ελεγκτή ή του Βοηθού Επιθεωρητή-Ελεγκτή.
12. Οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές και οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές εφοδιάζονται για όλη τη διάρκεια της θητείας τους με υπηρεσιακή ταυτότητα, που αποδεικνύει την ιδιότητά τους”.
4. Η τελευταία περίοδος της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2477/1997 καταργείται. Στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 7 του ν. 2477/1997, μετά τις λέξεις “Επιθεωρητών-Ελεγκτών”, “Επιθεωρητές-Ελεγκτές” και “Επιθεωρητή-Ελεγκτή” προστίθενται οι λέξεις “και Βοηθών Επιθεωρητών – Ελεγκτών”, “και Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές” και “και Βοηθού Επιθεωρητή -Ελεγκτή”, αντίστοιχα.
5. Στο άρθρο 7 του ν. 2477/1997 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής :
“3. Ο Γενικός Επιθεωρητής του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. επικουρείται από δύο (2) Βοηθούς Γενικού Επιθεωρητή, που ορίζει ο ίδιος από τους Επιθεωρητές- Ελεγκτές. Οι Βοηθοί Γενικού Επιθεωρητή ορίζονται, με απόφαση του Γενικού Επιθεωρητή, ως συντονιστές τομέων δράσης του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. και εξουσιοδοτούνται από αυτόν, παράλληλα με το έργο της επιθεώρησης, να προβαίνουν σε ενέργειες που αφορούν τις ελεγκτικές διαδικασίες και την παρακολούθηση της πορείας του ελεγκτικού έργου, καθώς και να υπογράφουν, με εντολή του, διάφορα έγγραφα. Ο Γενικός Επιθεωρητής ορίζει έναν από τους Βοηθούς Γενικού Επιθεωρητή να τον αναπληρώνει, όταν απουσιάζει ή κωλύεται για οποιονδήποτε λόγο”.
6. Στην παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 2477/1997 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :
“Οι Βοηθοί Επιθεωρητές-Ελεγκτές υποβοηθούν το έργο των Επιθεωρητών – Ελεγκτών και μετέχουν με Επιθεωρητές-Ελεγκτές σε επιθεώρηση, έλεγχο ή έρευνα, παρακολουθούν την πορεία υλοποίησης των προτάσεων που περιέχονται στις εκθέσεις επιθεώρησης και ελέγχου, καθώς και της διενέργειας ένορκων διοικητικών εξετάσεων (Ε.Δ.Ε.) ή εισαγγελικών ερευνών, αλληλογραφούν για το σκοπό αυτόν με τις αρμόδιες υπηρεσίες, μετέχουν στη διενέργεια Ε.Δ.Ε., συντάσσουν συνθετικές εκθέσεις επιθεωρήσεων και ελέγχων σε ομοειδείς φορείς και ασκούν όποια άλλα καθήκοντα ανατίθενται σε αυτούς από το Γενικό Επιθεωρητή”.
7. Το προτελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 2477/1997 αντικαθίσταται ως εξής :
“Αν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί μη σύννομη ή αντιδεοντολογική συμπεριφορά λειτουργού ή υπαλλήλου ή μέλους διοίκησης νομικού προσώπου, η έκθεση του Επιθεωρητή-Ελεγκτή διαβιβάζεται από το Γενικό Επιθεωρητή του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. στο αρμόδιο όργανο, με πρόταση για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κατά του υπαιτίου ή τη λήψη άλλων μέτρων, αν ο υπαίτιος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση ο Γενικός Επιθεωρητής μπορεί να προκαλέσει τη διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης το πόρισμα της οποίας, πλήρως τεκμηριωμένο, γνωστοποιείται αμέσως στο Γενικό Επιθεωρητή. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης αποτελούν δέσμια διοικητική ενέργεια για τα αρμόδια όργανα. Η ένορκη διοικητική εξέταση ενεργείται από Επιθεωρητές – Ελεγκτές ή και Βοηθούς Επιθεωρητές – Ελεγκτές του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ., που προτείνονται από το Γενικό Επιθεωρητή και ένα μόνιμο δημόσιο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α` της ελεγχόμενης υπηρεσίας ή του Υπουργείου που την εποπτεύει ή και άλλου Υπουργείου. Η ένορκη διοικητική εξέταση διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον οικείο φορέα. Αν δεν προβλέπονται ειδικές διατάξεις, εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις, του Υπαλληλικού Κώδικα”.
8. Οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του άρθρου 8 του ν. 2477/1997 αντικαθίστανται ως εξής :
“5. Μετά το πέρας της επιθεώρησης, του ελέγχου ή της έρευνας, ο Επιθεωρητής-Ελεγκτής υποβάλλει στο Γενικό Επιθεωρητή τεκμηριωμένη έκθεση, στην οποία εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του ελέγχου και προτείνει λύσεις ή διατυπώνει βελτιωτικές προτάσεις. Αν κατά την κρίση του Επιθεωρητή-Ελεγκτή διαπιστώνεται παράνομη συμπεριφορά ή άλλες παραβάσεις, που επισύρουν διοικητικές ή ποινικές ευθύνες, καταγράφονται σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης, με πρόταση για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης ή, αν τα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν αξιόποινες πράξεις, με πρόταση για την αποστολή της έκθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Ο Γενικός Επιθεωρητής γνωστοποιεί το πόρισμα στους καθ` ύλην αρμόδιους Υπουργούς και στις υπηρεσίες που έγινε η επιθεώρηση, ο έλεγχος ή η έρευνα.
6. Οι υπηρεσίες υποχρεούνται το ταχύτερο δυνατόν να αναφέρουν στο Γενικό Επιθεωρητή και στον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν. Το αρμόδιο ή εποπτεύον Υπουργείο έχει την ευθύνη υλοποίησης των προτάσεων που περιέχονται στην έκθεση επιθεώρησης ή ελέγχου. Οι αρχές και τα όργανα των αρμόδιων Υπουργείων ή άλλων φορέων του δημόσιου τομέα, που είναι αποδέκτες των εκθέσεων, εφόσον από την επιθεώρηση ή τον έλεγχο προκύπτει ανάγκη λήψης μέτρων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα και το πλαίσιο ευθύνης τους και κυρίως ανάγκη παρεμβάσεων με νομοθετικές ή άλλες κανονιστικές, διοικητικές και οργανωτικές ρυθμίσεις, υποχρεούνται να πληροφορούν τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και το Γενικό Επιθεωρητή του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. για τα μέτρα που έλαβαν ή προτίθενται να λάβουν.
7. Στο Σ.Ε.Ε.Δ.Δ. λειτουργεί Γραμματεία για την υποστήριξη του έργου της επιθεώρησης και του ελέγχου, ως οργανική μονάδα επιπέδου Διεύθυνσης, της οποίας προΐσταται μόνιμος υπάλληλος με βαθμό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η οργάνωση της Γραμματείας, η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των υπηρεσιών της, η στελέχωση και η σύνθεσή της σε προσωπικό και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Γενικού Επιθεωρητή του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.. Η στελέχωση της Γραμματείας γίνεται με μετακίνηση υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης ή με απόσπαση υπαλλήλων υπηρεσιών και φορέων που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Σ.Ε.Ε.Δ.Δ..
Η απόσπαση των ανωτέρω υπαλλήλων διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του οικείου Υπουργού, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού ή άλλου συμβουλίου, κατά παρέκκλιση από τις κείμενες γενικές και ειδικές διατάξεις. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται τριετής, μπορεί να ανανεώνεται και είναι υποχρεωτική για την υπηρεσία του υπαλλήλου.
Οι αποσπώμενοι υπάλληλοι λαμβάνουν το μισθό και όλες τις τυχόν επιπλέον τακτικές αποδοχές, καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα επιδόματα και οποιεσδήποτε λοιπές απολαβές της οργανικής τους θέσης, τα οποία εξακολουθούν να καταβάλλονται από την υπηρεσία από την οποία αποσπώνται, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 2470/1997. Οι κατά τα ανωτέρω αποσπώμενοι, καθώς και οι μετακινούμενοι από το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης υπάλληλοι, λαμβάνουν ειδική πρόσθετη αμοιβή που ορίζεται με την απόφαση της παρ. 6 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου και καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης”.
Άρθρο 25
Ρυθμίσεις θεμάτων Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα και Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης
1. Το άρθρο 35 του π.δ. 410/1995 (ΦΕΚ 231 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 35
Προγραμματικές Συμβάσεις
1. Για τη μελέτη και εκτέλεση έργων και προγραμμάτων ανάπτυξης μιας περιοχής και για την παροχή υπηρεσιών κάθε είδους, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και τα Νομαρχιακά Διαμερίσματα των Ενιαίων Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, οι σύνδεσμοι Δήμων και Κοινοτήτων, οι Τ.Ε.Δ.Κ., η Ε.Ν.Α.Ε., η Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., τα Ν.Π.Δ.Δ., τα οποία συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι προαναφερόμενοι οργανισμοί και φορείς, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης και αποχέτευσης, τα δημοτικά και κοινοτικά ιδρύματα μπορούν να συνάπτουν προγραμματικές συμβάσεις με το Δημόσιο, μεταξύ τους ή και με φορείς του δημόσιου τομέα της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982, μεμονωμένα ή από κοινού.
Στις προγραμματικές συμβάσεις που μετέχει το Δημόσιο, αυτό μπορεί να εκπροσωπείται και από το Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, στην οποία υλοποιείται η προγραμματική σύμβαση.
Στις προγραμματικές συμβάσεις επιτρέπεται και η συμμετοχή επιχειρήσεων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, των Περιφερειακών Ταμείων των επιμελητηρίων και των επιστημονικών φορέων δημοσίου δικαίου, των συνεταιρισμών και των ενώσεων συνεταιρισμών και των εργοδοτικών και εργατοϋπαλληλικών ενώσεων.
2. Στις προγραμματικές συμβάσεις απαραίτητα ορίζονται το αντικείμενο της σύμβασης, ο σκοπός και το περιεχόμενο των μελετών, των έργων, των προγραμμάτων ή των υπηρεσιών που αυτή αφορά, ο προϋπολογισμός τους, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, το χρονοδιάγραμμα εκτέλεσης της σύμβασης, οι πόροι από τους οποίους θα καλυφθούν οι αναλαμβανόμενες οικονομικές υποχρεώσεις και η διάρκεια της σύμβασης. Επίσης ορίζεται το όργανο παρακολούθησης της εφαρμογής της και οι αρμοδιότητές του, καθώς και ρήτρες σε βάρος του συμβαλλόμενου που παραβαίνει τους όρους της προγραμματικής σύμβασης.
Με την προγραμματική σύμβαση επίσης ορίζεται ο συμβαλλόμενος ή ο τρίτος στον οποίο μπορεί να ανατεθεί η διαχείριση, εκμετάλλευση και συντήρηση των έργων του προγράμματος μετά την ολοκλήρωσή του, εφόσον προβλέπεται στάδιο διαχείρισης, εκμετάλλευσης και συντήρησής τους.
3. Οι συμβαλλόμενοι φορείς για την εκτέλεση των προγραμματικών συμβάσεων μπορεί να χρηματοδοτούνται από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τον Τακτικό Κρατικό Προϋπολογισμό, από προγράμματα και πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλα εθνικά ή περιφερειακά προγράμματα και από τους προϋπολογισμούς των συμβαλλόμενων φορέων. Είναι δυνατή η χρηματοδότηση των συμβαλλομένων και από φορείς του δημόσιου τομέα που δεν μετέχουν στην προγραμματική σύμβαση.
4. Για την υλοποίηση των προγραμματικών συμβάσεων και στα πλαίσια των συμφωνούμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων οργανισμών και φορέων, επιτρέπεται η απασχόληση προσωπικού του ενός συμβαλλομένου στον άλλον, καθώς και η παραχώρηση της χρήσης ακινήτων, εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και μέσων”.
2. Στο άρθρο 173 του π.δ. 410/1995 προστίθεται παράγραφος 7, ως εξής:
“7. Οι δήμαρχοι, οι αντιδήμαρχοι και οι πρόεδροι των κοινοτήτων της παρ. 7 του άρθρου 298 του παρόντος υποχρεούνται να επιλέξουν τις αποδοχές της θέσης από την οποία προέρχονται ή τα έξοδα παράστασης της θέσης από την οποία προέρχονται ή τα έξοδα παράστασης της θέσης στην οποία υπηρετούν.
Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται για τους δημάρχους, τους αντιδημάρχους και τους προέδρους κοινοτήτων από 1.1.2004.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν.3146/2003,ΦΕΚ Α 125/23.5.2003.
Σχετικό: παρ.1 άρθρου 20 Ν.3242/2004,ΦΕΚ Α 102/24.5.200 ,το άρθρο 18 παρ.8 Ν.3320/2005,ΦΕΚ Α 48/23.2.2005 και το άρθρ.29 παρ.7 Ν.3448/2006,ΦΕΚ Α 57/15.3.2006
3. Η παρ. 3 του άρθρου 298 του π.δ. 410/1995 αντικαθίσταται ως εξής :
“3. Η παραπάνω άδεια χορηγείται με πλήρεις αποδοχές και θεωρείται χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την υπαλληλική, εργασιακή και ασφαλιστική τους σχέση”.
4. Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 298 του π.δ. 410/1995 προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :
“Χορηγείται επίσης επιπλέον άδεια εξήντα (60) ημερών το χρόνο στα μέλη του Διοικητικού ή του Εποπτικού Συμβουλίου της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε., που έχουν την ιδιότητα της παρ. 1 του παρόντος άρθρου”.
5. Η παρ. 7 του άρθρου 298 του π.δ. 410/1995, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 28 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α`), αντικαθίσταται ως εξής : “7. Στους δημάρχους όλων των δήμων, στους προέδρους των κοινοτήτων άνω των δύο χιλιάδων (2.000) κατοίκων, καθώς και στους αντιδημάρχους δήμων άνω των ογδόντα χιλιάδων (80.000) κατοίκων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι φορέων του δημόσιου τομέα, όπως αυτός είχε οριοθετηθεί με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 1256/1982, χορηγείται από την υπηρεσία τους η παραπάνω ειδική άδεια του άρθρου αυτού για όλο το διάστημα που ασκούν τα καθήκοντά τους”.
6. Στην παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α`) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής : “Προκειμένου για υπαλλήλους που υπηρετούν στους ο.τ.α. α` και β` βαθμού, αντί των ως άνω κοινών υπουργικών αποφάσεων εκδίδεται αντίστοιχα απόφαση του αρμόδιου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας”.
7. Η διαπίστωση της ανάγκης για υπερωριακή απασχόληση και η καθιέρωση εργασίας με αμοιβή για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 18 του ν. 2470/1997, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 15 του ν. 2592/1998, προκειμένου για το προσωπικό που υπηρετεί στις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και τα Νομαρχιακά Διαμερίσματα, γίνεται με απόφαση του οικείου Νομάρχη ή, προκειμένου για το προσωπικό της Κεντρικής Υπηρεσίας της ενιαίας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, με απόφαση του οικείου Προέδρου.
8. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 113 του π.δ. 30/1996 (ΦΕΚ 21 Α`) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :
“Σε όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα είναι και μέλη του Διοικητικού ή του Εποπτικού Συμβουλίου της Ε.Ν.Α.Ε. χορηγείται επιπλέον άδεια εξήντα (60) ημερών το χρόνο”.
9. Η προθεσμία που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 106 του ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247 Α`), όπως παρατάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 11 του ν. 2503/1997, παρατείνεται για ένα (1) ακόμη έτος.
10. Η προθεσμία της παρ. 40 του άρθρου 15 του ν. 2503/1997, όπως παρατάθηκε με την παρ. 18 του άρθρου 25 του ν. 2539/1997, παρατείνεται δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
Άρθρο 26
Ρυθμίσεις ειδικών θεμάτων
1.α. Στο άρθρο 9 του ν. 301/1976 (ΦΕΚ 91 Α`) “Περί της εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δημοσιευομένης ύλης και ρυθμίσεως θεμάτων αναφερομένων εις την έκδοσιν και κυκλοφορίαν ταύτης” προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής :
“4. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή και η διάθεση, με οποιονδήποτε τεχνικό ή ηλεκτρονικό τρόπο, των Φύλλων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως από οποιονδήποτε τρίτο, εκτός του Δημοσίου, με σκοπό το κέρδος. Η διαπίστωση της παράβασης της διάταξης αυτής γίνεται με αιτιολογημένη πράξη του προϊσταμένου του Εθνικού Τυπογραφείου και επιβάλλεται με αυτήν υποχρεωτικά σε βάρος του παραβάτη πρόστιμο πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Σε περίπτωση κάθε περαιτέρω υποτροπής επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών. Το παραπάνω πρόστιμο βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Η πράξη επιβολής προστίμου δεν ανακαλείται”.
β. Η παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 301/1976 αντικαθίσταται ως εξής :
“4. Με όμοια απόφαση ρυθμίζεται κάθε θέμα που αφορά την έντυπη και ηλεκτρονική κυκλοφορία, πώληση και διάθεση των Φύλλων της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως και την παροχή σχετικών πληροφοριών στους πολίτες, στους εγγραφόμενους συνδρομητές και στις δημόσιες αρχές, καθώς και η εκάστοτε καθοριζόμενη τιμολόγηση των προσφερόμενων ειδών και υπηρεσιών.
Η τιμολόγηση των ως άνω ειδών και υπηρεσιών ενεργείται μετά από γνώμη τριμελούς επιτροπής από υπαλλήλους του Εθνικού Τυπογραφείου με βαθμό Διευθυντή, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Η ίδια επιτροπή γνωμοδοτεί και για τον καθορισμό της τιμής πώλησης κάθε άλλου εντύπου που εκτυπώνεται από το Εθνικό Τυπογραφείο και διατίθεται στο κοινό προς πώληση”.
2. Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο η χρήση του τίτλου “Συνήγορος του Πολίτη” ή τίτλου παρεμφερούς που μπορεί να δημιουργήσει στο κοινό σύγχυση σε σχέση με το ως άνω όργανο.
3. Στην παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 2190/1994 μετά τις λέξεις “απευθείας διοριζόμενων γενικών διευθυντών” προστίθενται οι λέξεις “ή διευθυνόντων συμβούλων”.
4. Στο τέλος του άρθρου 18 του ν. 2527/1997 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :
“Με την πράξη διορισμού των τακτικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Κέντρου Ερευνών για Θέματα Ισότητας ορίζονται και ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη”.
5. Το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καταβάλλει από το έτος 1999 στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δημόσιας Διοίκησης, που εδρεύει στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας, το ποσό της εισφοράς της Ελλάδας βάσει της από 21 Μαρτίου 1995 συμφωνίας συνεργασίας, όπως αυτό καθορίζεται εκάστοτε.
6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εξωτερικών και Οικονομικών επιτρέπεται η δωρεάν διάθεση σε ομοσπονδίες ελληνικών κοινοτήτων, ελληνικές κοινότητες και σε συλλόγους Ελλήνων εγκατεστημένων σε χώρες των δημοκρατιών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και σε δήμους και κοινότητες της Δημοκρατίας της Αλβανίας στους οποίους κατοικούν Έλληνες το γένος, καθώς και σε ελληνικές κοινότητες και παροικίες ξένων, ιδίως μη ανεπτυγμένων οικονομικώς χωρών, κάθε είδους τροχοφόρων οχημάτων, που ανήκουν στο Δημόσιο, σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (α` και β` βαθμίδας) και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου. Αν η κυριότητα των παραπάνω τροχοφόρων ανήκει σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, για τη διάθεση απαιτείται και η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του ανώτατου συλλογικού οργάνου διοίκησής τους. Μετά την υπογραφή της κοινής υπουργικής απόφασης της παραγράφου αυτής για την έγκριση της δωρεάν διάθεσης τροχοφόρων οχημάτων, οι φορείς που έχουν στην κυριότητά τους τα εν λόγω οχήματα, σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Αποδήμου Ελληνισμού, προβαίνουν στις απαραίτητες τελωνειακές διαδικασίες εξαγωγής των επιλεγέντων προς το σκοπό αυτόν οχημάτων, με μόνα δικαιολογητικά σχετική βεβαίωση των στοιχείων του προς εξαγωγή οχήματος και την κοινή απόφαση των συναρμόδιων Υπουργών. Για τα ανάριθμα αυτοκίνητα εφαρμογή έχει η αριθμ. Δ. 567/21/18.4.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 524 Β`/3.7.1996).
7. Στο άρθρο 6 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ 121 Α`/20.7.1994) προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής :
“5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών μπορεί να καθορίζεται μηνιαία ή κατά συνεδρίαση αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 2470/1997 (ΦΕΚ 40 Α`), για τον Πρόεδρο, τα μέλη και το γραμματέα της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας του Απορρήτου των Επικοινωνιών, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 2225/1994, καθώς και τους Ειδικούς Τεχνικούς Συμβούλους που ορίζονται από τους εκπροσώπους των κομμάτων, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις”.
8. Η διοργάνωση του 25ου Παγκόσμιου Συνεδρίου Διοικητικών Επιστημών στην Ελλάδα το έτος 2001 από το Ελληνικό Ινστιτούτο Διοικητικών Επιστημών μπορεί, με πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ύστερα από αίτημα του ανωτέρω Ινστιτούτου, να εντάσσεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 1262/1982, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α`), ως έργο επιχορηγούμενο από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και υλοποιούμενο από το Ινστιτούτο.
Άρθρο 27
Συνδικαλιστικά δικαιώματα πολιτικού προσωπικού της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.)
1. Στο ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α`), όπως ισχύει, προστίθεται άρθρο 30 Β που έχει ως εξής :
“Άρθρο 30 Β
Συνδικαλιστικά δικαιώματα πολιτικού προσωπικού Ε.Υ.Π.
1. Ο νόμος αυτός, όπως ισχύει σήμερα, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 2, 3, 11 παρ. 1 περίοδος δεύτερη και παρ. 2, 12, 13 παρ. 2, 14 παρ. 3 έως και 10, 15, 16 παρ. 7 έως και 9, 18, 19 έως και 22, 23 παρ. 1 και 2, 24, 26, 27 και 30 παρ. 1, 3, 5, 7, 8 και 9, εφαρμόζεται ανάλογα με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στις επόμενες παραγράφους του παρόντος άρθρου, στο μόνιμο πολιτικό προσωπικό και στο ειδικό επιστημονικό προσωπικό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.).
2. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, η άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων της παρ. 1 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες, την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα της Ε.Υ.Π..
3. Οι υπάλληλοι της παρ. 1 του παρόντος δεν επιτρέπεται να είναι μέλη πρωτοβάθμιας οργάνωσης, της οποίας μέλη της υπάγονται οργανικά σε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ.. Δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωσή τους επιτρέπεται να είναι μόνον η ομοσπονδία των σωματείων που όλα τα μέλη τους υπάγονται οργανικά στην Ε.Υ.Π..
4. Η εκλογή των οργάνων στις πρωτοβάθμιες και τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση γίνεται από ενιαίο ψηφοδέλτιο, στο οποίο περιλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι. Κάθε εκλογέας μπορεί να θέσει αριθμό σταυρών ίσο με τον αριθμό των εδρών του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Ελεγκτικής Επιτροπής. Εκλέγονται κατά σειρά οι υποψήφιοι που συγκέντρωσαν τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης, έως ότου συμπληρωθεί ο αριθμός των εδρών του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Ελεγκτικής Επιτροπής.
5. Οι αντιπρόσωποι της δευτερόβαθμιας οργάνωσης στην τριτοβάθμια οργάνωση, έχουν δικαίωμα να εκλέγονται στα όργανα διοίκησης και στα όργανα που υποκαθιστούν τις συνελεύσεις της τριτοβάθμιας οργάνωσης, μόνον εφόσον οι εκλογές έγιναν από ενιαίο ψηφοδέλτιο και σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία.
6. Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., καθορίζονται :
α) Η Αρχή ή η Δημόσια Υπηρεσία στην οποία καταχωρούνται και ο τρόπος καταχωρίσεως των στοιχείων του άρθρου 2 του παρόντος, καθώς και οι έννομες συνέπειες των εγγραφών.
β) Η Αρχή ή η Δημόσια Υπηρεσία στην οποία τηρείται ο φάκελος της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος, τα στοιχεία που περιέχονται σε αυτόν, καθώς και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγούνται σε συγκεκριμένα πρόσωπα αντίγραφα των εγγράφων και βεβαιώσεις για τα καταχωρηθέντα στοιχεία.
γ) Τα τηρούμενα από τις πρωτοβάθμιες και τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση των υπαλλήλων της παρ. 1 βιβλία, ο τρόπος θεώρησής τους, τα στοιχεία που εγγράφονται σε αυτά και οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται σε συγκεκριμένα πρόσωπα πληροφόρηση για τα στοιχεία των εγγραφών.
δ) Η Αρχή ή η Δημόσια Υπηρεσία στην οποία κατατίθενται και ο τρόπος φυλάξεως από αυτήν, των προβλεπόμενων από τις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 2 του παρόντος και των παραγράφων 2 έως και 4 του άρθρου 6 του ν.δ. 6341/1964 στοιχείων.
ε) Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη ρύθμιση των ανωτέρω θεμάτων.
7. Οι πρωτοβάθμιες και η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του παρόντος άρθρου, καθώς και τα μέλη τους απαγορεύεται :
α) Να κηρύσσουν ή να συμμετέχουν σε απεργίες, καθώς και σε κάθε είδους εκδηλώσεις πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων ή πολιτικών προσώπων ή να ασκούν προπαγάνδα υπέρ ή κατά αυτών. Εξαιρούνται τα συνέδρια και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις που οργανώνονται από τις ίδιες τις πρωτοβάθμιες ή τη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση.
β) Να αναμειγνύονται με οποιονδήποτε τρόπο σε θέματα διοίκησης της υπηρεσίας τους.
8. Η θητεία των Διοικητικών Συμβουλίων, των Ελεγκτικών Επιτροπών και των αντιπροσώπων στις πρωτοβάθμιες και στη δευτερεβάθμια οργάνωση των υπαλλήλων της παρ. 1 του παρόντος λήγουν αυτοδικαίως με την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου. Μέσα στην ανωτέρω προθεσμία οι συνελεύσεις των μελών των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων των υπαλλήλων της παρ. 1 του παρόντος άρθρου οφείλουν να εκλέξουν εφορευτική επιτροπή και στη συνέχεια να προχωρήσουν στην εκλογή Διοικητικών Συμβουλίων, Ελεγκτικών Επιτροπών και Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην παρ. 4 του παρόντος άρθρου. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας μόνον οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, των οποίων τα όργανα εκλέχθηκαν σύμφωνα με την ανωτέρω διαδικασία, εκπροσωπούν τα συμφέροντα των υπαλλήλων της Ε.Υ.Π..
9. Υπάλληλοι της Ε.Υ.Π. οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, έχουν εκλεγεί στα όργανα διοίκησης ή στα όργανα που υποκαθιστούν τις συνελεύσεις τριτοβάθμιας οργάνωσης χωρίς τη διαδικασία της παρ. 4 του παρόντος, μετατάσσονται υποχρεωτικώς σε υπηρεσίες του Δημοσίου ή σε ν.π.δ.δ., με την ίδια σχέση εργασίας, εκτός και αν μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου δηλώσουν με έγγραφό τους, που επιδίδεται στην τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση στην οποία έχουν εκλεγεί και κοινοποιείται στην Ε.Υ.Π., ότι παραιτούνται από τη θέση στην οποία έχουν εκλεγεί. Η μετάταξη διενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου Υπουργού, εφαρμοζομένης αναλόγως της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 1645/1986”.
2. Στην παρ. 1 του άρθρου 30 του ν.1264/1982 μετά τη φράση “στους έμμισθους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου” προστίθεται η φράση “με εξαίρεση τους υπαλλήλους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.)”.
3. Η παρ. 2 του άρθρ. 10 του ν. 1645/1986 αντικαθίσταται ως εξής :
“2. Κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης, το προσωπικό που πλεονάζει με την κάθε φορά αναδιάρθρωση της Ε.Υ.Π. μετατάσσεται σε κενές ή συνιστώμενες με την πράξη μετάταξης προσωρινές θέσεις άλλων υπηρεσιών του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., και ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας, με βάση τα τυπικά και ουσιαστικά του προσόντα και τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης, με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου Υπουργού.
Με όμοιες αποφάσεις, ύστερα από γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου της Ε.Υ.Π., μπορεί να μετατάσσεται σε κενές ή συνιστώμενες με την πράξη της μετάταξης προσωρινές θέσεις άλλων υπηρεσιών του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας, προσωπικό του οποίου η παραμονή στην Ε.Υ.Π. δεν εξυπηρετεί το συμφέρον της δημόσιας αυτής υπηρεσίας. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ρυθμίζονται, αν απαιτείται, τα θέματα που αφορούν την ασφάλιση των μετατασσομένων σε υφιστάμενα ταμεία πρόνοιας, αρωγής ή επικουρικής ασφάλισης, τον καθορισμό του χρόνου ασφάλισης, καθώς και κάθε σχετική λεπτομέρεια”.
4. Στο άρθρο 10 του ν. 1645/1986 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής :
“3. Από τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999), εξαιρείται το πολιτικό πρόσωπο της Ε.Υ.Π.. Με τα προεδρικά διατάγματα της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1645/1986 μπορεί να προβλέπεται και η επέκταση εφαρμογής, με τις τυχόν απαιτούμενες προσαρμογές που προσιδιάζουν στην ειδική φύση της δημόσιας αυτής υπηρεσίας, συγκεκριμένων διατάξεων του Υπαλληλικού Κώδικα και στο πολιτικό προσωπικό της Ε.Υ.Π..
Μέχρι την ως άνω επέκταση και προσαρμογή εφαρμόζονται οι διατάξεις που ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2683/1999”.
5. Στο άρθρο 12 του ν. 1645/1986 (ΦΕΚ 132 Α`) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής :
“4. Κατά παρέκκλιση από κάθε γενική ή ειδική διάταξη, απόσπαση του πάσης φύσεως προσωπικού από την Ε.Υ.Π. απαγορεύεται.
Υφιστάμενες αποσπάσεις λήγουν αυτοδικαίως τρεις (3) μήνες από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης.
Υπάλληλοι της Ε.Υ.Π., οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης υπηρετούν με απόσπαση, μπορεί να μετατάσσονται σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου, σε ν.π.δ.δ. και σε ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας, εφόσον υποβάλουν σχετική αίτηση στην Ε.Υ.Π. μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος της παρούσας διάταξης. Η μετάταξη διενεργείται σε κενές οργανικές ή συνιστώμενες με την πράξη της μετάταξης προσωρινές θέσεις με κοινή απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του αρμόδιου Υπουργού, μετά από εισήγηση του Διοικητή της Ε.Υ.Π.”.
Άρθρο 28
Δημοτικά και Νομαρχιακά Λιμενικά Ταμεία και Γραφεία
1. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας και μετά από γνώμη του Δημοτικού ή Νομαρχιακού Συμβουλίου, μπορούν να μεταφέρονται σε Δήμους ή Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις, αρμοδιότητες υφιστάμενων, κατά τη δημοσίευση του παρόντος, Λιμενικών Ταμείων. Η ανωτέρω γνώμη θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν παρέλθει άπρακτο δίμηνο αφότου ζητήθηκε.
Με όμοια προεδρικά διατάγματα μπορούν να καταργούνται υφιστάμενα Λιμενικά Ταμεία”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.5 άρθρ.26 Ν.3013/2002.ΦΕΚ Α 102/1.5.2002.
2. Οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες ασκούνται από δημοτικά ή νομαρχιακά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή ειδικές δημοτικές ή νομαρχιακές υπηρεσίες της παραγράφου 6 που συνιστώνται, με τα ανωτέρω προεδρικά διατάγματα, στους αντίστοιχους δήμους ή νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, αποκλειστικά γι` αυτόν το σκοπό. Τα νομικά αυτά πρόσωπα λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 410/1996 (ΦΕΚ 231 Α`), που διέπουν τα δημοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και εκείνες του π.δ. 30/1996 (ΦΕΚ 21 Α`), που αφορούν τα αντίστοιχα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης.
“Ο αριθμός των μελών του διοικητικού συμβουλίου των ανωτέρω νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ορίζεται σε επτά (7) στην περίπτωση που η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του δημοτικού λιμενικού ταμείου εκτείνεται στα όρια μέχρι τριών δήμων και σε ένδεκα (11) σε περισσότερους των τριών δήμων , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται πάντοτε ο προϊστάμενος της λιμενικής αρχής της έδρας του δημοτικού λιμενικού ταμείου.”
Τα νομικά αυτά πρόσωπα φέρουν την επωνυμία “Λιμενικό Ταμείο …”, όπου η λέξη “Ταμείο” ακολουθεί το όνομα του οικείου δήμου ή νομαρχιακής αυτοδιοίκησης που το συνιστά.
Στην περίπτωση κατά την οποία το συνιστώμενο δημοτικό νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου εκτείνεται σε γεωγραφική περιοχή, η οποία περιλαμβάνει και λιμάνια που βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων του Ο.Τ.Α.. που καθορίζεται ως έδρα του. τότε αποκτά διαδημοτικό χαρακτήρα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τις παρ.11 και 12 του άρθρ.11 Ν.2839/2000, ΦΕΚ Α 196/12.9.2000
3. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εμπορικής Ναυτιλίας καθορίζονται :
α. Η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του κάθε Λιμενικού Ταμείου και
β. Οι αντίστοιχοι πόροι, οι οποίοι αποτελούν ειδικά έσοδα και διατίθενται αποκλειστικά για την προμήθεια και λειτουργία του μηχανολογικού τους εξοπλισμού και για τη διενέργεια κάθε αναγκαίας παρέμβασης στο λιμάνι και τη γύρω χερσαία περιοχή που συνδέεται λειτουργικά με αυτό ή το επηρεάζει ή επηρεάζεται άμεσα ή έμμεσα από αυτό.
Αν η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου εκτείνεται και σε λιμάνια που βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων του δήμου της έδρας του Ταμείου, μετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του συνιστώμενου Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου και ένας εκπρόσωπος από κάθε δήμο ή κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται το αντίστοιχο λιμάνι. Το σύνολο των εκπροσώπων αυτών αποτελεί πάντοτε τη μειοψηφία των μελών του Συμβουλίου, περιοριζομένου προς τούτο του αριθμού τους με την υποχρεωτική συμμετοχή κατά πρώτον των δήμων άλλων νησιών και κατά δεύτερον με αφαίρεση εκπροσώπων των πληθυσμιακά μικρότερων Ο.Τ.Α. του νησιού στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.13 άρθρ.11 Ν.2839/2000, ΦΕΚ Α 196/12.9.2000
5. Με τη διαδικασία της παραγράφου 1 μπορεί να συσταθεί Νομαρχιακό Λιμενικό Ταμείο, του οποίου η γεωγραφική περιοχή ευθύνης θα καλύπτει λιμάνια του αντίστοιχου νομού, τα οποία είτε δεν είχαν ενταχθεί στα καταργούμενα Λιμενικά Ταμεία είτε δεν περιλαμβάνονται στα συνιστώμενα νέα δημοτικά λιμενικά ταμεία.
6. Με τα προεδρικά διατάγματα της παραγράφου 1 μπορεί να μεταφέρονται ορισμένες αρμοδιότητες, με τους αντίστοιχους πόρους, Λιμενικών Ταμείων που δεν καταργούνται, σε συνιστώμενες, με τα ίδια διατάγματα, αυτοτελείς υπηρεσίες των δήμων ή των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, υπό την ονομασία “Λιμενικό Γραφείο …”, όπου η λέξη “Γραφείο” ακολουθεί το όνομα του οικείου δήμου ή νομαρχιακής αυτοδιοίκησης.
7. Τα Δημοτικά ή Νομαρχιακά Λιμενικά Ταμεία και οι δήμοι ή οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, με τη δημοσίευση των οικείων διαταγμάτων υπεισέρχονται, αυτοδικαίως, σε όλα τα κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, πόρους, δικαιώματα, εν γένει, και υποχρεώσεις των Λιμενικών Ταμείων που καταργούνται ή και των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων που μεταφέρονται.
Στο περιθώριο των βιβλίων μεταγραφών σημειώνεται, προκειμένου για ακίνητα, η μεταβολή που επέρχεται με το νόμο αυτόν.
Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται, κατά περίπτωση, στο όνομα των Δημοτικών ή Νομαρχιακών Λιμενικών Ταμείων ή των δήμων και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων στην περίπτωση των Δημοτικών ή Νομαρχιακών Λιμενικών Γραφείων.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη παρ.8 του άρθρου 46 του Ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α΄ 85/11.04.2012)
8. Το προσωπικό που υπηρετεί κατά το χρόνο της κατάργησης του Λιμενικού Ταμείου μεταφέρεται στο Δημοτικό ή Νομαρχιακό Λιμενικό Ταμείο και εντάσσεται σε αυτό με την ίδια σχέση με την οποία υπηρετούσε στο καταργούμενο Λιμενικό Ταμείο. Η ένταξη γίνεται με απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου προσωπικού του οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης ή δεύτερης βαθμίδας σε ανάλογες και αντίστοιχες θέσεις που προβλέπονται υποχρεωτικά στον οργανισμό εσωτερικής Υπηρεσίας του συνιστώμενου Δημοτικού ή Νομαρχιακού Λιμενικού Ταμείου.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη παρ.8 του άρθρου 46 του Ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α΄ 85/11.04.2012)
9. Στις περιπτώσεις της παραγράφου 6 μπορούν να καταργούνται θέσεις προσωπικού που λόγω της μεταφοράς ορισμένων αρμοδιοτήτων πλεονάζουν. Το προσωπικό που κατέχει τις θέσεις αυτές μεταφέρεται στα Λιμενικά Ταμεία ή Λιμενικά Γραφεία των δήμων και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.
Για το προσωπικό αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη παρ.8 του άρθρου 46 του Ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α΄ 85/11.04.2012)
10. Οι αρμοδιότητες που αφορούν τα ζητήματα :
α. εθνικής ασφάλειας, στρατιωτικής χρησιμοποίησης των λιμανιών,
β. χορήγησης αδειών που έχουν σχέση με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του ν. 1650/1986 και τη λοιπή περί θαλάσσιου περιβάλλοντος νομοθεσίας και
γ. ασφαλούς κατάπλου και απόπλου νομοθεσία και καθηκόντων της λιμενικής αστυνομίας των πλοίων, ανακριτικής δικαιοδοσίας των λιμενικών οργάνων, ασκούνται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις και δεν θίγονται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
11. Οι αρμοδιότητες των Υπουργείων Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας που αφορούν :
α. στην ενιαία τιμολογιακή πολιτική, την πολιτική τελών και δικαιωμάτων των λιμένων της χώρας και
β. στην εθνική πολιτική για τα λιμενικά έργα δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος.
12. Για την παραχώρηση χρήσης χώρων στα λιμάνια αρμοδιότητας των συνιστώμενωνν.π.δ.δ. απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας και για την εκτέλεση λιμενικών έργων που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση πλοίων, φορτίων και επιβατών, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.
13. Οι διατάξεις περί φορτοεκφορτώσεως στα λιμάνια της Χώρας εξακολουθούν να ισχύουν και δεν θίγονται από τις διατάξεις του παρόντος.
14. Μετά τη συντέλεση της διαδικασίας σύστασης των Δημοτικών και Νομαρχιακών Λιμενικών Ταμείων, καθώς και της μεταφοράς αρμοδιοτήτων στα Λιμενικά Γραφεία των δήμων και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, όπου στην ισχύουσα νομοθεσία αναφέρεται “Λιμενικά Ταμεία” νοούνται τα ανωτέρω δημοτικά ή νομαρχιακά νομικά πρόσωπα και Λιμενικά Γραφεία και όπου αναφέρεται “Λιμενική Επιτροπή” νοείται εφεξής το Διοικητικό Συμβούλιο του Δημοτικού ή Νομαρχιακού Λιμενικού Ταμείου ή η Δημαρχιακή ή Νομαρχιακή Επιτροπή του οικείου δήμου ή νομαρχιακής αυτοδιοίκησης στις περιπτώσεις σύστασης Δημοτικού ή Νομαρχιακού Λιμενικού Γραφείου, αντίστοιχα.
15. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας μπορεί να ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την άσκηση διοίκησης και διαχείρισης των λιμανιών από τα συνιστώμενα, κατά τις ρυθμίσεις του παρόντος, Δημοτικά και Νομαρχιακά Λιμενικά Ταμεία, καθώς και τα Λιμενικά Γραφεία των δήμων και των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων.
16. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας συνιστάται ειδικός λογαριασμός στο Περιφερειακό Ταμείο Ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας, στο χώρο της οποίας λειτουργούν Δημοτικά ή Νομαρχιακά Λιμενικά Ταμεία ή Γραφεία. Ο λογαριασμός αυτός φέρει τον τίτλο “Λογαριασμός Λιμενικών Ταμείων”. Στο Λογαριασμό αυτόν κατατίθεται ετησίως ποσοστό προσδιοριζόμενο μεταξύ 10% κα 30% των εσόδων όλων των Λιμενικών Ταμείων που βρίσκονται εντός των διοικητικών ορίων της Περιφέρειας και προέρχονται από την εκμετάλλευση και λειτουργία των λιμένων ευθύνης τους. Ο προσδιορισμός του ποσοστού γίνεται με την απόφαση του πρώτου εδαφίου.
Οι λεπτομέρειες λειτουργίας του Λογαριασμού και τα κριτήρια των εσόδων ρυθμίζονται με την ίδια υπουργική απόφαση. Σκοπός του Λογαριασμού είναι η ενίσχυση των Λιμενικών Ταμείων της Περιφέρειας που στερούνται επαρκών πόρων. Αρμόδιος για τη διαχείριση του Ειδικού Λογαριασμού είναι ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας.
17. Αν η γεωγραφική περιοχή ευθύνης του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου εκτείνεται και σε λιμάνια που βρίσκονται εκτός των διοικητικών ορίων του δήμου της έδρας του Ταμείου, δύναται το Ταμείο να συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις με τους δήμους της ίδιας γεωγραφικής περιοχής για την είσπραξη των εσόδων, την καθαριότητα και συντήρηση των λιμανιών τους και τη διαχείριση και εκμετάλλευση της χερσαίας ζώνης.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.13 άρθρ.11 Ν.2839/2000, ΦΕΚ Α 196/12.9.2000
18. Το άρθρο 33 του π.δ. 410/1995 και η παρ.6 του άρθρου 10 του ν. 2503/1997 καταργούνται.
Σχετικό: παρ.1 του άρθρου 18 του Ν.2789/2000
Άρθρο 29
Ρύθμιση θεμάτων Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και θεμάτων δήμων και κοινοτήτων
1. Στην παρ. 1 του άρθρου 83 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., που κυρώθηκε με το ν. 2683/1999 (ΦΕΚ 19 Α`/9.2.1999) προστίθεται εδάφιο ως εξής :
“Για το σχηματισμό της κρίσης του το υπηρεσιακό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη του τις εκθέσεις ουσιαστικών προσόντων της τελευταίας οκταετίας”.
2. Ο τρόπος και η διαδικασία αναπλήρωσης προϊσταμένων οργανικών μονάδων των δημοσίων υπηρεσιών και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου διέπεται αποκλειστικά από το άρθρο 97 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ..
3. Οι διατεθέντεες από τον πανελλήνιο γραπτό διαγωνισμό της 21 – 22.2.1998 και από την προκήρυξη πλήρωσης θέσεων με σειρά προτεραιότητας αριθ. 1/1998 (ΦΕΚ 6/τ.προκηρύξεων Α.Σ.Ε.Π./5.3.1998) σε δημόσιες υπηρεσίες, ν.π.δ.δ. και ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας, των οποίων δεν ολοκληρώθηκε ο διορισμός επειδή δεν είχε υποβληθεί από τον οικείο φορέα σχετικό αίτημα για πλήρωση θέσεων αντίστοιχου κλάδου και ειδικότητας ή διαπιστώθηκε μετά την προκήρυξη ότι δεν υφίσταται στον οικείο φορέα η ειδικότητα σε κενές θέσεις δημοσίων υπηρεσιών, ν.π.δ.δ., ο.τ.α. α` και β` βαθμίδας και ν.π.ι.δ. της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει, της αντίστοιχης Νομαρχίας ή γειτνιαζουσών Νομαρχιών. Κατάσταση εγκεκριμένων θέσεων αποστέλλεται στο Α.Σ.Ε.Π. από το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. Οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν στο Α.Σ.Ε.Π. δήλωση διορισμού τους μετά από σχετική ειδοποίησή τους που γίνεται εντός δέκα (10) ημερών το αργότερο από την περιέλευση στο Α.Σ.Ε.Π. της κατάστασης του προηγούμενου εδαφίου, η οποία ανακοινώνεται στους ενδιαφερόμενους.
4. Υπάλληλοι Κατηγορίας ΤΕ που θεμελίωναν δικαίωμα για μετάταξη στη Κατηγορία ΠΕ μέχρι την έναρξη ισχύος του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (10.4.1999) με τις προϋποθέσεις του άρθρου 156 του π.δ. 611/1977, μπορούν να μεταταγούν στην κατηγορία ΠΕ μετά από γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου, με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 71 του ν. 2683/1999.
5. Στο άρθρο 55 του ν. 2218/1994 (ΦΕΚ 90 Α`) προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής :
“4. Οι πόροι από κάθε πηγή του Ταμείου, καθώς και οι μεταβιβαζόμενες κάθε φορά πιστώσεις προς διαχείριση, που προβλέπονται στο άρθρο 53 παρ. 2, κατατίθενται έντοκα σε λογαριασμούς που ορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου, στην Τράπεζα της Ελλάδος ή στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εθνικής Οικονομίας καθορίζεται η χρήση των εσόδων από τους τόκους”.
6. Στην παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 301/1976 (ΦΕΚ 91 Α`) μετά τις λέξεις “εγγραφόμενους ετήσιους” προστίθενται οι λέξεις “ή άλλους”.
7. Η παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2539/1997 τροποποιείται ως εξής :
“1. Για την πραγματοποίηση των υποδομών και την υποστήριξη της οργάνωσης και λειτουργίας των δήμων και κοινοτήτων του άρθρου 1, παράγραφοι 1 έως 4, 5 εδάφιο 1 Α, 6 έως 18, 19 εδάφιο Α, 20 έως 51 του παρόντος νόμου και των δήμων και κοινοτήτων των νήσων που υπάγονται στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Πειραιώς, καθώς και για την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημόσιων επενδύσεων τοπικής ανάπτυξης, καταρτίζεται ως ειδικό αναπτυξιακό πρόγραμμα του άρθρου 71 παράγραφος 4 του ν. 1622/1986 (ΦΕΚ 92 Α`) το Ειδικό Πρόγραμμα Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ε.Π.Τ.Α.)”.
8. Στην παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 2539/1997 προστίθεται περίπτωση στ` που έχει ως εξής :
“στ. Το υποπρόγραμμα 6 για τη χρηματοδότηση της Τεχνικής Στήριξης του Ειδικού Προγράμματος Τοπικής Αυτοδιοίκησης”.
9. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 13 του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 2685/1999 (ΦΕΚ 35 Α`), αντικαθίσταται ως εξής :
“5. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, τα ποσά με τα οποία χρηματοδοτούνται τα έργα των υποπρογραμμάτων 4 και 5 από 1ης Ιανουαρίου του έτους 2000 εγγράφονται στις Συλλογικές Αποφάσεις Έργων Περιφέρειας (Σ.Α.Ε.Π.). Για το υποπρόγραμμα 3 εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α`).”
10. Για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται από το δεύτερο εδάφιο του άρθρου τέταρτου του ν. 2683/1999, ορίζεται νέα προθεσμία έκδοσης αυτού, η οποία λήγει έξι (6) μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
11. Η παρ. 7 του άρθρου 14 του ν. 2273/1994 εφαρμόζεται αναλόγως και για την κάλυψη επειγουσών, απρόβλεπτων και ειδικών αναγκών των δήμων και κοινοτήτων, καθώς και για τη μίσθωση ή την προμήθεια μηχανημάτων και εν γένει εξοπλισμού αυτών. Το αναφερόμενο στην ανωτέρω παράγραφο ποσοστό για τις εν λόγω δαπάνες δεν μπορεί να υπερβαίνει ετησίως το 60% των συνολικών εσόδων του λογαριασμού του άρθρου 68 του ν. 3033/1954.
12. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ε` της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 252/1976 (ΦΕΚ 19 Α`), όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 2503/1997 (ΦΕΚ 107 Α`), προστίθεται εδάφιο, ως ακολούθως :
“Προκειμένου για νεοσύστατους δήμους του ν. 2539/1997 (ΦΕΚ 244 Α`) με πληθυσμό μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) κατοίκους, επιτρέπεται η μεταβίβαση κατά κυριότητα κάθε είδους τροχοφόρων που ανήκουν στο Δημόσιο στα 3/10 της τιμής κοστολόγησης μέχρι 30 Σεπτεμβρίου του έτους 2002. Η μειωμένη τιμή επιτρέπεται για ένα αυτοκίνητο από κάθε κατηγορία ετησίως και για τα επιβατικά μέχρι πέντε θέσεων και κυβισμό μέχρι 1600 cc” .
Άρθρο 30
1. Όσοι ολοκλήρωσαν το “Πρόγραμμα κατάρτισης και απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας ανέργων επιστημόνων αποφοίτων Α.Ε.Ι. και Τ.Ε.Ι. σε θέματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Τοπικής Ανάπτυξης”, που υλοποιήθηκε από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος (Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.), τον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) και την Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (Ε.Ε.Τ.Α.Α.), σε εκτέλεση της από 27.4.1998, μεταξύ τους προγραμματικής σύμβασης, καταλαμβάνουν με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και χωρίς ουδεμία επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού, κενές θέσεις μόνιμου προσωπικού του Οργανισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του δήμου στον οποίο πραγματοποίησαν την κατάρτιση, του κλάδου ή της ειδικότητας στην οποία καταρτίστηκαν, εφόσον :
α) κατέχουν τα προβλεπόμενα από την κείμενη νομοθεσία γενικά προσόντα διορισμού,
β) υποβάλλουν αίτηση στον οικείο δήμο μέχρι 30.11.1999.
2. Αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις του κλάδου ή της ειδικότητας στην οποία καταρτίστηκαν, καταλαμβάνουν προσωποπαγείς θέσεις, αντίστοιχες με τα τυπικά τους προσόντα, που συνιστώνται με την πράξη διορισμού τους.”
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρ.29 Ν.2768/1999 ορίζεται ότι:
Σχετικό: παρ.15 άρθρ.11 Ν.2839/2000, ΦΕΚ Α 196/12.9.2000
Άρθρο 31
1. Οι διατάξεις των νόμων για τα Ληξιαρχεία και τις ληξιαρχικές πράξεις δεν θίγουν το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους.
2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 94, 95 και 40 του Καταστατικού Χάρτη του Αγίου Όρους (ν.δ. της 10/16 Σεπτεμβρίου 1926) οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου των αποβιούντων στο ΆγιοΌρος ή εκτός αυτού μοναχών (μοναστηριακών και εξαρτηματικών) συντάσσονται από τις Μοναστηριακές Αρχές στα μοναχολόγια των οποίων είναι γραμμένοι και επικυρώνεται το γνήσιο της υπογραφής των Μοναστηριακών Αρχών από την Ιερά Επιστασία. Το μοχανολόγιο επέχει θέση ληξιαρχικού βιβλίου.
3. Οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και λαϊκών, αυτών μεν που διαμένουν και αποβιώνουν στις Καρυές συντάσσονται από την Ιερή Επιστασία, αυτών δε που διαμένουν και αποβιώνουν σε άλλο μέρος του Αγίου Όρους συντάσσονται από τη Μοναστηριακή Αρχή στην περιφέρεια της οποίας έχει συμβεί το γεγονός και επικυρώνεται το γνήσιο της υπογραφής από την Ιερή Επιστασία.
4. Οι ληξιαρχικές πράξεις θανάτων των απολελυμένων μοναχών (Καβιωτών) που διαμένουν στο ΆγιοΌρος συντάσσονται από τη Μοναστηριακή Αρχή στην περιφέρεια της οποίας έχει συμβεί το γεγονός και επικυρώνεται το γνήσιο της υπογραφής από την Ιερή Επιστασία.
5. Καθήκοντα ληξιάρχου, για μεν τους θανάτους που συμβαίνουν στην περιφέρεια κάθε Ιεράς Μονής ασκεί η Μοναστηριακή Αρχή, για δε τους θανάτους των λαϊκών που συμβαίνουν στις Καρυές, Η Ιερή Επιστασία.
6. Όσον αφορά τους θανάτους μοναχών, οι κατά την προηγούμενη παράγραφο εκτελούντες χρέη ληξιάρχου χορηγούν και την οικεία άδεια ταφής, αφού προηγουμένως βεβαιωθούν εξ ιδίας αντιλήψεως για το θάνατο, όσον αφορά δε τους θανάτους των λαϊκών, η άδεια ταφής χορηγείται μετά από έγγραφη πιστοποίηση του θανάτου, από τον ιατρό που νοσήλευσε τον θανόντα ή αν δεν υπάρχει τέτοιος ιατρός, από τον ιατροδικαστή ή τον ιατρό πραγματογνώμονα που ορίζεται από την οικεία αστυνομική αρχή. Σε αδυναμία ορισμού τέτοιου ιατρού, η πιστοποίηση του θανάτου γίνεται από την οικεία αστυνομική αρχή.
Άρθρο 32
Έναρξη ισχύος
Οι διατάξεις του νόμου ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, πλην των διατάξεων του Κεφαλαίου Α`, που ισχύουν από 1.1.2000 και των διατάξεων για τις οποίες ορίζεται διαφορετικά.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 1999
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ
ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΒΑΣ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Γ.Α. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ
ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ Μ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Λ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ Σ. ΣΟΥΜΑΚΗΣ Μ. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 6 Σεπτεμβρίου 1999
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ