ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ.2721ΦΕΚ Α’ 112 3.6.1999

Τροποποίηση και αντικατάσταση διατάξεων των νόμων1756/1988 (ΦΕΚ 35Α’), 1729/1987 (ΦΕΚ 144Α’), τουΠοινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΘΕΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

Άρθρο 1
Εκπαιδευτική άδεια δικαστών
Στο άρθρο 46 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που κυρώθηκε με το ν.1756/1988, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ.4 του ν.1868/1989 παρ.15, η οποία έχει ως εξής:

“15. Επιτρέπεται να χορηγείται εκπαιδευτική άδεια απουσίας σε δικαστικούς λειτουργούς της παρ.1 οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί και παρακολουθούν αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε νομική σχολή της ημεδαπής. Η εκπαιδευτική άδεια δεν μπορεί να υπερβεί τα τέσσερα συνολικά εξάμηνα και χορηγείται σε όσους δεν έχουν συμπληρώσει το τεσσαρακοστό όγδοο (48ο) έτος της ηλικίας τους, με τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις παραγράφους 1 περ. 2 εδ. β`, 2, 3, 9, 11, 13 και 6 του παρόντος άρθρου, πλην της φράσεως “ημερομηνία αναχώρησης και εγκατάστασης στην αλλοδαπή”. Στον υπότροφο δεν παρέχονται έξοδα μετάβασης στο Πανεπιστήμιο φοίτησης και άλλες αποδοχές, εκτός από τις αποδοχές της οργανικής θέσης.”

Άρθρο 2
Διεύθυνση των δικαστηρίων και εισαγγελιών

1. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Διεύθυνσης των Δικαστηρίων, καθώς και οι αναπληρωτές τους δεν επιτρέπεται να μετατεθούν από την εκλογή τους έως τη λήξη της θητείας τους, χωρίς αίτησή τους. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η όλη πειθαρχική διαδικασία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της θητείας των ανωτέρω εκτός εάν ασκηθεί κατ`αυτών ποινική δίωξη για τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στην περίπτωση ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του ν.1756/1988 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Σημ.: όπως η παρ.1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 7 Ν.3841/2010,ΦΕΚ Α 55/6.4.2010.

2. Στο εδάφιο α`της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 1756/1988, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 3α του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67Α`) μετά τη φράση “χωρίς αίτησή τους”τίθεται τελεία, απαλείφεται η φράση “χωρίς αν υπέπεσαν σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη” και προστίθεται εδάφιο β`που έχει ως εξής:

“Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η όλη πειθαρχική διαδικασία αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της θητείας των ανωτέρω εκτός αν ασκηθεί κατ`αυτών ποινική δίωξη για τα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στην περίπτωση ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 37 του ν. 1756/1988 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Λειτουργών”.

3. Μετά την πρώτη περίοδο του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του ν. 1756/1988, όπως ήδη ισχύει και μετά τη φράση “Ειρηνοδίκη αντιστοίχως” προστίθεται περίοδος που έχει ως ακολούθως: “Δεν περιλαμβάνονται στους εκλόγιμους δικαστές που κατά το χρόνο της εκλογής έχουν ήδη προαχθεί σε βαθμό ανώτερο του απαιτούμενου για τη θέση του προέδρου ή του μέλους του συμβουλίου, με απόφαση του προέδρου ή του μέλους του συμβουλίου, με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί επισήμως σε αυτούς, καθώς και εκείνοι οι οποίοι αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας κατά το έτος διενέργειας των αρχαιρεσιών”.

4. Το τέταρτο και το πέμπτο από τα εδάφια της παραγράφου 5 του άρθρου 15 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του ν.1756/1988, όπως ισχύει, αντικαθίσταται και προστίθεται έκτο εδάφιο στην ίδια παράγραφο 5 ως ακολούθως:

“Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης, ή εξόδου από την υπηρεσία κατά οποιονδήποτε τρόπο του τακτικού προέδρου ή των τακτικών μελών του συμβουλίου ενεργείται αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παραγράφου 4. Αυτοί που εκλέγονται γίνονται τακτικά μέλη χωρίς καμία άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών.

Σε περίπτωση ελλείψεως για οποιονδήποτε λόγο του αναπληρωματικού προέδρου ή των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν αντίστοιχα οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές”.

5. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του ν.1756/1988, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Η δεύτερη περίοδος του τρίτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 15 εφαρμόζεται αναλόγως”.

Άρθρο 3
Εποπτεία
Στο άρθρο 19 του ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε και τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 6 του ν.1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α`), 4 παρ. 4 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`) και 3 παρ. 5 του ν.2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α`), προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής:

“4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τις εισαγγελίες σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν τη δικαστική συνεργασία των Κρατών – Μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών της διεθνούς τρομοκρατίας, της σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.”

Άρθρο 4
Τροποποιήσεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

1. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 του άρθρου 80 του Κώδικα που κυρώθηκε με το ν.1756/1988, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του αρχικά με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν.2207/1994, και στη συνέχεια με την παράγραφο 10 Α` του άρθρου 3 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α`), αντικαθίστανται ως εξής:

“Άρθρο 80

Συμβούλιο και Όργανα Επιθεώρησης

1. Α. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών προΐσταται της Επιθεώρησης και αποτελείται από έναν αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ως Πρόεδρο, και δυο αρεοπαγίτες. Ο αντιπρόεδρος ως τακτικό μέλος της επιθεώρησης απαλλάσσεται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία, κατά το χρονικό διάστημα που μετέχει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης με εξαίρεση τη συμμετοχή του στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, τη θέση του καταλαμβάνει ο αναπληρωτής του και μόνο για το υπόλοιπο της θητείας του.

Β. Την επιθεώρηση ενεργούν:

α) Στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, καθώς και στα ειρηνοδικεία και στα πταισματοδικεία, εφόσον υπάρχουν, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου.

β) Στα πρωτοδικεία, στα ειρηνοδικεία και στα πταισματοδικεία και οι πρόεδροι εφετών και στις εισαγγελίες πρωτοδικών και οι εισαγγελείς εφετών.

γ) Στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών και οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών αντίστοιχα.

2. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης και οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, ένας για κάθε περιφέρεια επιθεώρησης, ορίζονται με κλήρωση που γίνεται κατά το μήνα Ιούνιο ενώπιον του Α`(1η Σύνθεση) Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Σε μια κληρωτίδα τοποθετούνται τα ονόματα των αντιπροέδρων και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου και σε άλλη τα ονόματα των αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που έχουν ήδη συμπληρώσει διετή υπηρεσία ως αρεοπαγίτες ή αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου.

Δεν κληρώνονται ως τακτικοί επιθεωρητές περισσότεροι του ενός αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου και δεν τοποθετούνται στην κληρωτίδα τα ονόματα όσων διατέλεσαν τακτικοί επιθεωρητές κατά την προηγούμενη διετία.

Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι αδιαφανή σφαιρίδια. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν τα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου τα ονόματα των αντιπροέδρων, των αρεοπαγιτών και των αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο Πρόεδρος εξάγει δυο (2) σφαιρίδια από την πρώτη κληρωτίδα που περιέχει τα ονόματα των αντιπροέδρων και δώδεκα (12) σφαιρίδια από τη δεύτερη κληρωτίδα που περιέχει τα ονόματα των αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου, ο Πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρουμένου, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του Τμήματος. Από τους κληρωθέντες της πρώτης κληρωτίδας ο πρώτος Αντιπρόεδρος κατά τη σειρά κλήρωσης αποτελεί το τακτικό και ο δεύτερος το αναπληρωματικό μέλος του Συμβουλίου Επιθεώρησης. Από τους κληρωθέντες από τη δεύτερη κληρωτίδα οι τρεις (3) αρχαιότεροι αποτελούν τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, οι δυο πρώτοι τα τακτικά και ο τρίτος το αναπληρωματικό μέλος και οι υπόλοιποι, κατά τη σειρά κληρώσεως, αποτελούν τους επιθεωρητές των έξι (6) περιφερειών της Επιθεώρησης και οι τελευταίοι τρεις (3) είναι οι αναπληρωτές των επιθεωρητών.

Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Οι αναπληρωτές, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους, αναπληρώνουν τους επιθεωρητές σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης από την υπηρεσία τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους.

Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών είναι ετήσια, αρχίζει τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η κλήρωση και λήγει 15η Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.

Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών (τακτικών και αναπληρωματικών), οι οποίοι θα κληρωθούν κατά το πρώτο εδάφιο αυτής της παραγράφου το μήνα Ιούνιο του 1999, αρχίζει την 1η Ιουλίου 1999.

Η θητεία των μελών του Συμβουλίου Επιθεώρησης και των επιθεωρητών (τακτικών και αναπληρωματικών), που κληρώθηκαν κατά το Δεκέμβριο 1998 και ασκούν τα καθήκοντά τους κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, παύει την 30η Ιουνίου 1999. Ειδικά για την Α`και Β` Περιφέρεια η θητεία των Επιθεωρητών λήγει την 15.9.1999.

3. Οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία με εξαίρεση τη συμμετοχή των αρεοπαγιτών στη μείζονα Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.”

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 86 του κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10Γ του άρθρου 3 του ν. 2479/1997, καταργείται και οι επόμενες παράγραφοι 2, 3 και 4 αυτού παίρνουν αντιστοίχως τους αριθμούς 1, 2 και 3.

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 81 του ίδιου Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`), καταργείται.

4. Το εδάφιο α`της παρ. 2 του άρθρου 84 του κώδικα που κυρώθηκε με το ν. 1756/1988 αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“Οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειάς τους για τη διενέργεια επιθεώρησης τη 16η Σεπτεμβρίου του έτους κατά το οποίο γίνεται η κλήρωση.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας οφείλουν να μεταβαίνουν στις έδρες των δικαστηρίων της περιφέρειάς τους για τη διενέργεια επιθεώρησης, όσοι έχουν οριστεί για την Α`Περιφέρεια οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της θητείας τους και όσοι έχουν οριστεί για τις λοιπές περιφέρειες από 1ης Ιουλίου μέχρι 31η Δεκεμβρίου.

Η ισχύς του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου αρχίζει την 1.7.1999”.

5. Η παράγραφος 3 του άρθρου 84 του πιο πάνω Κώδικα αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“3. Η επιθεώρηση της παραγράφου 1 αφορά την εργασία των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων που εκτελέστηκε από τη 16η Σεπτεμβρίου του προηγούμενου έτους ορισμού του Επιθεωρητή έως τη 15η Σεπτεμβρίου του έτους ορισμού και των λοιπών δικαστικών λειτουργών από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου του έτους ορισμού του Επιθεωρητή.”

6. Η Επιθεώρηση των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης της παραγράφου 1 του άρθρου 84 καλύπτει το χρονικό διάστημα από 1.1.1998 έως 15.9.1999. Ειδικά για την Α` και Β` Περιφέρεια η Επιθεώρηση καλύπτει το διάστημα και τους δικαστικούς λειτουργούς που δεν έχουν επιθεωρηθεί μέχρι 15.9.1999.

7. Στην παράγραφο 3 (ήδη 2) του άρθρου 86 του Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε ως άνω, προστίθεται γ` εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Για κάθε άλλη ενέργεια μόνος αρμόδιος είναι ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης ή το οριζόμενο από αυτόν μέλος του συμβουλίου.”

8. Το εδάφιο α` της παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2172/1993 (ΦΕΚ 277 Α`), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“α. αα. ύστερα από αίτησή τους,

ββ. αν η μετάθεση καθίσταται επιτακτικά αναγκαία εξαιτίας της συνδρομής εξαιρετικών υπηρεσιακών λόγων, οι οποίοι βεβαιώνονταιμε αιτιολογημένη απόφαση του ανωτάτου δικαστικού συμβουλίου και είναι άσχετη με την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων του δικαστή”.

9. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 26 του κώδικα περί Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Στα λοιπά δικαστήρια πλημμελειοδικών οι ανακριτές ορίζονται μεταξύ των αρχαιότερων πρωτοδικών, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα ανακριτή στο ίδιο δικαστήριο”.

10. Αντικαθίσταται η παράγραφος 3 του άρθρου 86 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του ν.1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παράγραφος 10 Γ του ν. 2479/1997 ως εξής:

3. (α) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης των Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων και ο Προϊστάμενος Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας ασκεί την πειθαρχική αγωγή σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αν κατά την κρίση του συντρέχει τέτοια περίπτωση.

(β) Το Συμβούλιο Επιθεώρησης και ο Προϊστάμενος Σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας: α) παραγγέλλει έκτακτη επιθεώρηση, ενεργούμενη από τακτικό επιθεωρητή ή επανάληψη ή συμπλήρωση προηγούμενης, εφόσον συντρέχει λόγος, β) αποφαίνεται επί προσφυγής επιθεωρουμένουκατά της έκθεσης τακτικής επιθεώρησης, γ) συγκεντρώνει τις εκθέσεις επιθεώρησης και διατυπώνει σε ιδιαίτερη έκθεσή του τις τυχόν παρατηρήσεις του σε αυτές και δ) με γενική προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης έκθεσή του περιγράφει την κατάσταση των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και της γραμματείας τους και υποδεικνύει τα τυχόν αναγκαία μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία τους.

Για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Επιθεώρησης αρκεί η λήψη αποφάσεως κατά πλειοψηφία”.

Άρθρο 5
Κατάργηση Γενικών Διευθυντών Γραμματειών

1. Οι βαθμοί και οι Θέσεις Γενικών Διευθυντών των Δικαστηρίων και Εισαγγελιών (άρθρο 27 του ν. 2166/1993 ΦΕΚ 137 Α`) του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του Εφετείου Αθηνών, του Εφετείου Θεσσαλονίκης και του Εφετείου Πειραιώς, καταργούνται. Σε όσες από τις Γραμματείες του προηγουμένου εδαφίου οι Γενικοί Διευθυντές έχουν αποχωρήσει πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, η κατάργηση θεωρείται ότι έγινε από τότε που αποχώρησανοι υπηρετούντες.

2. Όσοι υπηρετούν ως Γενικοί Διευθυντές στις θέσεις της προηγούμενης παραγράφου μπορούν, ύστερα από αίτησή τους, που πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, να τοποθετηθούν σε κενές θέσεις Προϊσταμένων Διεύθυνσης σε δικαστική υπηρεσία της πρωτοδικειακής ή κατά περίπτωση, εφετειακής περιφέρειας στην οποία ανήκουν.

Αν δεν υποβληθεί αίτηση, οι κάτοχοι των καταργούμενων θέσεων απολύονται αυτοδικαίως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου. Για την απόλυσή τους εκδίδεται διαπιστωτική πράξη.

3. Οι αρμοδιότητες των προϊσταμένων της οικείας Γραμματείας (δικαστηρίου ή εισαγγελίας) ασκούνται από δικαστικό υπάλληλο, ο οποίος επιλέγεται σε προϊστάμενο διεύθυνσης, με απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου.

4. Η ισχύς των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος αρχίζει από 30.6.1999.

Άρθρο 6
Μεταβολή κατηγορίας δικαστικών υπαλλήλων
Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του ν.1868/1989, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 20 του ν.2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`) και αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 10 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`), προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Η εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου επεκτείνεται στους δικαστικούς υπαλλήλους οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιο διαγωνισμό, με τους υπαλλήλους του προηγούμενου εδαφίου, ανεξάρτητα από το χρόνο που αυτοί διορίστηκαν. Στη ρύθμιση υπάγονται και οι υπάλληλοι του ίδιου διαγωνισμού, οι οποίοι στο μεταξύ διάστημα έχουν μεταταγεί στην κατηγορία ΤΕ”.

Άρθρο 7
Στέγαση Εθνικής Σχολής Δικαστικών
Στο άρθρο 1 παρ.1 εδάφιο γ` του ν. 2236/1994 (ΦΕΚ 146 Α`), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 παρ.1 του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`), προστίθεται υποπαράγραφος γγ` που έχει ως εξής:

“1) Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, παραχωρείται δωρεάν στην Εθνική Σχολή Δικαστών (Ε.Σ.Δι.) η χρήση : α) του κτιρίου που έχει ανεγερθεί με βάση την οικοδομική άδεια 98/4.9.1996 του Πολεοδομικού Γραφείου Καλαμαριάς στο Τμήμα του Β.Κ.2528 δημόσιου κτήματος, του οποίου η χρήση έχει παραχωρηθεί στο Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (Κ.Δ.Ε.Ο.Δ.) με την απόφαση 6928/9.7.1979 του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και β) του ακάλυπτου χώρου εμβαδού 900 τ.μ. που περιβάλλει το παραπάνω κτίριο.

2) Το Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. δικαιούται να χρησιμοποιεί το δώμα του παραπάνω κτιρίου για την εγκατάσταση μηχανημάτων ψύξης, θέρμανσης ή άλλων συναφών μηχανημάτων, καθώς και τμήμα του υπουργείου του κτιρίου αυτού για την εγκατάσταση αρχείου ή την αποθήκευση πραγμάτων.

3) Με σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του Γενικού Διευθυντή της Ε.Σ.Δι. και του Προέδρου Διευθυντή του Κ.Δ.Ε.Ο.Δ. ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, τον τρόπο χρησιμοποίησης των εγκαταστάσεων και μηχανημάτων που τυχόν εξυπηρετούν τόσο το παραπάνω κτίριο όσο και εκείνο στο οποίο στεγάζεται το Κ.Δ.Ε.Ο.Δ., ιδίως εγκαταστάσεων θέρμανσης και ψύξης, την κατανομή των δαπανών λειτουργίας και συντήρησης των εγκαταστάσεων και μηχανημάτων αυτών, καθώς και κάθε άλλο ζήτημα που τυχόν ανακύπτει μεταξύ των παραπάνω νομικών προσώπων σχετικά με τη χρησιμοποίηση των δυο αυτών κτιρίων και του περιβάλλοντος χώρου ως και τη λειτουργία των υπηρεσιών που στεγάζονται σε αυτά.

4) Αν το κτίριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 παύσει να χρησιμοποιείται από την Ε.Σ.Δι. λόγω μετεγκατάστασής της ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, η χρήση του περιέρχεται στο Κ.Δ.Ε.Ο.Δ.. Για τη μεταβολή αυτή εκδίδεται διαπιστωτική πράξη των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

5) Με απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να προβλέπεται η ετήσια χρηματοδότηση της Εθνικής Σχολής Δικαστών από το Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών συντήρησης και επισκευής του κτιρίου, στο οποίο στεγάζεται η Σχολή, και των μηχανολογικών, ηλεκτρολογικών και λοιπών εγκαταστάσεών του, εφοδιασμού του με τα αναγκαία εποπτικά μέσα, καθώς και διαμόρφωσης και συντήρησης του περιβάλλοντος χώρου.”

Άρθρο 8
Θέματα Εθνικής Σχολής Δικαστών

1. Στο ν.2236/1994 (ΦΕΚ 146 Α`) επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α) Η παράγραφος 1α του άρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 6 παρ. 3 περ. η`του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`) και 22 παρ. 3 εδάφιο α`του ν.2521/1997 (ΦΕΚ 174 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

” Η εκπαίδευση στη Σχολή διαρκεί δεκαοκτώ (18) μήνες.”

β) η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 4 εδάφιο α`περίπτωση εε`όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 περ. β`του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

” εε) έναν εκπρόσωπο των εκπαιδευομένων, ο οποίος εκλέγεται με τον αναπληρωτή του από όλους τους εκπαιδευομένους στη Σχολή τους μήνες Μάιο ή Ιούνιο κάθε έτους”.

γ) Στην πρώτη περίοδο της παραγράφου 9 του άρθρου 1, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 περ. γ`του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`) η φράση “από τους εκπαιδευομένους κάθε έτος το πρώτο εικοσαήμερο από την έναρξη της πρώτης φάσης εκπαίδευσης” αντικαθίσταται με τη φράση “από όλους τους εκπαιδευομένους στη Σχολή το μήνα Μάϊο κάθε έτους”.

δ) Το εδάφιο γ`της παραγράφου 3 του άρθρου 2 αντικαθίσταται ως εξής:

“γ) με την αίτηση ο υποψήφιος δηλώνει την ξένη ή τις ξένες γλώσσες στις οποίες επιθυμεί να εξετασθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου “.

ε) Στο εδάφιο γ`της παραγράφου 2 (3) του άρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε και αναριθμήθηκε ως παράγραφος 2με την περ. ιε`παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, η φράση “Ο βαθμός αυτός καθορίζεται με βάση το βαθμό που έλαβε ο εκπαιδευόμενος κατά τις παραπάνω εξετάσεις υπολογιζόμενο με συντελεστή 3 και το βαθμό προόδου κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης εκπαίδευσης υπολογιζόμενου με συντελεστή 1” αντικαθίσταται με τη φράση “Ο συνολικός αυτός βαθμός προκύπτει από το μέσο όρο του βαθμού τον οποίο έλαβε ο εκπαιδευόμενος κατά τις παραπάνω εξετάσεις και το βαθμό προόδου κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης εκπαίδευσης”. Η ισχύς αυτού του εδαφίου αρχίζει από 1.1.2000.

στ) Στο εδάφιο δ`της παραγράφου 2 (3) του άρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε και αναριθμήθηκε ως παράγραφος 2 με την περ. στ`παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, η φράση “Μέσα σε δέκα (10) το πολύ ημέρες” αντικαθίσταται με τη φράση “Μέσα σε πέντε (5) το πολύ ημέρες”.

ζ) Στο εδάφιο ε`της παραγράφου 3 (4) του άρθρου 3, όπως αντικαταστάθηκε και αναριθμήθηκε ως παράγραφος 3 με την περ. ιστ` παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2408/1996, η φράση “στις παραγράφους 2 και 3” αντικαθίσταται με τη φράση “στην παράγραφο 2”, και η φράση “δεν έχουν την ιδιότητα του δικηγόρου” αντικαθίσταται με τη φράση “δεν έχουν μια από τις αναφερόμενες στο προηγούμενο εδάφιο ιδιότητες”.

2. Το εδάφιο α`της παραγράφου 1 περ. γ`του άρθρου 3, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 6 παρ. 2 περ. 1 του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`) και παρ. 3 εδάφιο β`του άρθρου 22 του ν. 2521/1997 (ΦΕΚ 174 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“γ. Η πρώτη φάση εκπαίδευσης διαρκεί έντεκα (11) μήνες από 1ης Μαΐου έως 31 Μαρτίου του επόμενου έτους. Η δεύτερη φάση διαρκεί έξι (6) μήνες από 1ης Μαΐου έως 31 Οκτωβρίου. Κατά το μήνα Απρίλιο διεξάγονται οι εξετάσεις που προβλέπονται στην παρ. 2”.

3.α. Η εκπαίδευση των σπουδαστών της Εθνικής Σχολής Δικαστών οι οποίοι φοιτούν στη Σχολή και προέρχονται από το διαγωνισμό του έτους 1997 που είχε προκηρυχθεί με τις υπ`αριθ.67871/18.6.1997 και 99918/5.9.1997 αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζεται σε δεκαπέντε (15 μήνες.

β. Οι φάσεις σπουδών για τους σπουδαστές της κατηγορίας αυτής διαμορφώνονται ως ακολούθως: Η πρώτη φάση λήγει την 31η Μαΐου 1999. Η δεύτερη φάση διαρκεί από 1.7.1999 έως 30.9.1999. Οι εξετάσεις θα διενεργηθούν από 1 έως 30 Ιουνίου 1999.

4. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 5, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 περίπτωση κστ`του ν. 2408/1996, προστίθεται εδάφιο στ`που έχει ως εξής:

“Με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από πρόταση του Γενικού Διευθυντή, πραγματοποιείται εκκαθάριση των Αρχείων της Σχολής.

Κατά την εκκαθάριση των Αρχείων καταστρέφονται τα έγγραφα τα οποία δεν έχουν υπηρεσιακή χρησιμότητα η ιστορική αξία. Η καταστροφή πραγματοποιείται από τριμελή επιτροπή, που αποτελείται από τον υποδιευθυντή σπουδών και δυο υπαλλήλους της Σχολής και συγκροτείται με απόφαση του Γενικού Διευθυντή. Η επιτροπή συντάσσει αναλυτικό πρωτόκολλο καταστροφής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρο μόνο του β.δ. 120/1966 (ΦΕΚ 30 Α`).”

5. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 του ν.2236/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 10 του άρθρου 21 του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`) και την παράγραφο 2 περ. στ`του άρθρου 6 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`), προστίθεται εδάφιο δ` που έχει ως εξής:

“Με την ίδια απόφαση ορίζεται γραμματέας της επιτροπής. Καθήκοντα γραμματέα ανατίθενται σε υπάλληλο της Εθνικής Σχολής Δικαστών, εφόσον ο διαγωνισμός διενεργείται στην έδρα της Σχολής, και στην περίπτωση που ο εισαγωγικός διαγωνισμός διενεργείται εκτός της έδρας της Σχολής, σε δικαστικό υπάλληλο με βαθμό Α`που υπηρετεί σε μια από τις δικαστικές υπηρεσίες του τόπου όπου διενεργείται ο διαγωνισμός ή σε υπάλληλο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ένα αναπληρωματικό μέλος”.

6. Η πρώτη περίοδος του εδαφίου β`της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν.2236/1994 (ΦΕΚ 146Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 23 του ν.2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

” Στο τελικό στάδιο οι υποψήφιοι εξετάζονται προαιρετικά σε μια έως δυο από τις ξένες γλώσσες, αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, ισπανική και ρωσική”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ, ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 9
Περί ναρκωτικών

1. Στο άρθρο 12 του ν.1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α`) “καταπολέμηση της διάδοσης των ναρκωτικών, προστασία των νέων και άλλες διατάξεις”, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 του ν.2161/1993 (ΦΕΚ 119 Α`), προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:

“4. Ο υπαίτιος των πράξεων της παραγράφου 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών, αν από τη μικροποσότητα ναρκωτικών που έχει προμηθευτεί για τις προσωπικές του ανάγκες, διαθέτει σε άλλον μικρή ποσότητα για δική αποκλειστική χρήση.Η ποινή αυτή μπορεί να μετατρέπεται σε χρηματική και να αναστέλλεται σύμφωνα με τον Ποινικό Κώδικα. Αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση από την προβλεπόμενη στο άρθρο 6 ή επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8 του νόμου, επιβάλλεται πρόσκαιρη κάθειρξη και χρηματική ποινή οκτακοσίων χιλιάδων (800.000) δραχμών έως εκατόν είκοσι εκατομμυρίων (120.000.000) δραχμών. Το μέγεθος της μικρής ποσότητας ναρκωτικής ουσίας μπορεί να προσδιορίζεται με την απόφαση της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.”

2. Στο άρθρο 13 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του ν.2161/1993, προστίθεται παράγραφος 5, που έχει ως εξής:

“5. Των ευεργετικών διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου και των περιπτώσεων α`, ε`και ι` της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν.2331/1995 απολαμβάνουν, εκτός από εκείνους που θα ακολουθήσουν εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα της ημεδαπής και όσοι απέκτησαν την εξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών με την έννοια της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρουαλλά αποδεδειγμένα την απέκτησαν και την απέβαλαν, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις” α) Η απόκτηση της έξης της χρήσης ναρκωτικών ουσιών σε χρόνο προγενέστερο της πράξης πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο από εργαστηριακές εξετάσεις, εκθέσεις ή βεβαιώσεις προερχόμενες από επιστημονικό διευθυντή δημόσιου νοσοκομείου της ημεδαπής ή χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αναγνωρισμένων από τις αρμόδιες αρχές, θεραπευτικών προγραμμάτων της ημεδαπής ή χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και β) Η εντελής απεξάρτηση να αποδεικνύεται με βεβαίωση αναγνωρισμένης κατά νόμο θεραπευτικής κοινότητας που λειτουργεί νομότυπα στα πλαίσια των θεραπευτικών προγραμμάτων του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Η βεβαίωση θα δίδεται μετά από προηγούμενη παρακολούθηση εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος σωματικής και ψυχικής απεξάρτησης για διάστημα έξι (6) τουλάχιστον μηνών. Σε περίπτωση που δεν προσκομιστεί αυτή η βεβαίωση αλλά αποδέχεται ο κατηγορούμενος την εισαγωγή του, διατάσσεται υποχρεωτικά από το δικαστήριο η εισαγωγή του αιτουμένου την εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων, σε θεραπευτική κοινότητα του προηγούμενου εδαφίου. Απαιτείται επίσης να προσκομιστεί πιστοποιητικό ότι ο κατηγορούμενος δεν διώκεται για αξιόποινες πράξεις που τυχόν διέπραξε στο διάστημα της επικαλούμενης θεραπείας μέχρι την εκδίκαση του αδικήματος με αφορμή το οποίο ζητεί την εφαρμογή των ευεργετικών διατάξεων που έχουν σχέση με τα ναρκωτικά και την εξασφάλιση μέσων για την προμήθειά τους”.

3. Στο τέλος της περιπτώσεως δ`της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν.2331/1995 προστίθενται τα εξής εδάφια:

“Ο αρμόδιος εισαγγελέας δύναται να αναστέλλει με διάταξή του την εκτέλεση ποινής προσώπου που παρακολουθεί εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης, εφόσον οι ποινές αυτές αφορούν πράξεις που περιλαμβάνονται στην περίπτωση δ`και φέρεται ότι τελέστηκαν πριν την εισαγωγή του διωκομένου στο παραπάνω πρόγραμμα.

Το ευεργέτημα της μη εγγραφής σε απόσπασμα ή αντίγραφο φύλλου Ποινικού Μητρώου αποφάσεων ή βουλευμάτων για εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά ή κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά καθορίζονται στην περίπτωση α`, παρέχεται κατά τη διαδικασία της περίπτωσης δ`της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2331/1995 στα πρόσωπα για τα οποία ολοκλήρωσαν με επιτυχία το πρόγραμμα υποκατάστασης (Π.Υ.) και έχουν απεξαρτηθεί σωματικά και ψυχικά .”

4. Η παρ. 5 του άρθρου 14 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 του ν. 2161/1993, αντικαθίσταται ως εξής:

” Η καταδικαστική απόφαση αναγράφεται μόνο στα αντίγραφα που προορίζονται για δικαστική χρήση, στην περίπτωση κατά την οποία εκείνος που καταδικάστηκε έχει απολυθεί υπό όρους μετά από επιτυχή παρακολούθηση θεραπευτικού προγράμματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 26 του αυτού νόμου”.

5. Στην περίοδο ε`του εδαφίου δ`του άρθρου 21 του ν. 2331/1995 μετά τη φράση “όπως αυτά που καθορίζονται στο εδάφιο α`και πριν από τη φράση “εκτός από εκείνα” προστίθεται η φράση “του παρόντος άρθρου και στο εδάφιο α`της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του ν.2161/1993”.

Άρθρο 10
Ίδρυση και στελέχωση κέντρων απεξάρτησηςτοξικομανών κρατουμένων

1. Ιδρύονται δυο (2) Ειδικά θεραπευτικά Καταστήματα με τίτλο:

α) “Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων” με έδρα το Δημοτικό Διαμέρισμα Ελαιώνα του Δήμου Θηβαίων και β) “Κέντρο Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων”, με έδρα το Δήμο Κασσάνδρας Χαλκιδικής. Σκοπός των καταστημάτων αυτών είναι η θεραπευτική μεταχείριση τοξικομανών κρατουμένων για τη σωματική και ψυχικής τους απεξάρτηση.

2. Για τη στελέχωση του πρώτου (Κέντρου Απεξάρτησης Τοξικομανών Κρατουμένων με έδρα το Δημοτικό Διαμέρισμα Ελαιώνα του Δήμου Θηβαίων):

Α) Συνιστώνται: α) 3 θέσεις κατηγορίας ΤΕ – Κλάδου Τεχνολογίας Γραφικών Τεχνών, β) 1 Θέση κατηγορίας ΤΕ – Κλάδου Ηλεκτρονικών, γ) 1 θέση κατηγορίας ΔΕ – Κλάδου Ηλεκτρονικών, δ) 1 θέση κατηγορίας ΤΕ – Κλάδου Τεχνολόγων Δομικών Έργων ε) 10 θέσεις κατηγορίας ΤΕ – Κλάδου Ψυχολόγων.

Β) Αυξάνονται οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις των καταστημάτων κράτησης ως κατωτέρω:

α) Κλάδου ΠΕ Ιατρών ψυχιάτρων κατά οκτώ (8) οριζόμενου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι επτά (27) και κλάδου ΠΕ ψυχολόγων κατά έξι (6) οριζόμενου του συνολικού αριθμού αυτών σε δεκαέξι (16).

β) Κλάδου ΤΕ Υγείας και Πρόνοιας ειδικότητας Κοινωνικής – Εργασίας κατά είκοσι τέσσερις (24), οριζόμενου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν είκοσι τεσσάρων (124).

γ) Κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Παθολόγου, κατά τέσσερις (4), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τριάντα δυο (32).

δ) Κλάδου ΠΕ Ιατρών ειδικότητας Μικροβιολογίας κατά δυο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις (3).

ε) Κλάδου ΠΕ Φαρμακοποιών κατά δυο (2), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τρεις (3).

στ) Κλάδου ΤΕ Τεχνολογίας Γεωπονίας κατά μια (1), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έξι (6),

ζ) Κλάδου ΤΕ Προσωπικού Υγείας Πρόνοιας ειδικότητας Νοσηλευτικής κατά δώδεκα (12), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τριάντα τρεις (33),

η) Κλάδου ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού κατά είκοσι τέσσερις (24), οριζόμενου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι εννέα (29),

θ) Κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού κατά δώδεκα (12), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε διακόσιες δώδεκα (212),

ι) Κλάδου ΔΕ Τεχνικού κατά δώδεκα (12), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε είκοσι οκτώ (28),

ια) Κλάδου ΔΕ Βοηθών Νοσοκόμων κατά δέκα (10), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τριάντα πέντε (35),

ιβ) Κλάδου ΥΕ Βοηθητικού Προσωπικού κατά οκτώ (8), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε έντεκα (11).

3. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Πρόνοιας και Δικαιοσύνης καθορίζονται οι αναγκαίες θέσεις για την έναρξη της λειτουργίας του Ειδικού Θεραπευτικού Καταστήματος.

Για την κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος άρθρου πλήρωση των θέσεων εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του ν.2446/1996 (ΦΕΚ 276 Α`).

Σχετικό: το άρθρο 13 Ν.3772/2009,ΦΕΚ Α 112/10.7.2009

Άρθρο 11
Επιλογή ατόμων που εισάγονται στα κέντρα απεξάρτησης τοξικομανών κρατουμένων
Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν.2161/1993 (ΦΕΚ 118 Α`) προστίθεται η εξής φράση: “Με την ίδια κοινή απόφαση καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος επιλογής των ατόμων που εισάγονται στα ως άνω καταστήματα”.

Άρθρο 12
Απέλαση αλλοδαπών

1. Στο άρθρο 74 του Ποινικού Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της παραγράφου 1 από το άρθρο 1 παράγραφος 2 του ν. 2408/1996 και της παραγράφου3 από την παράγραφο 3 του άρθρου 20 του ν. 2331/1995, προστίθεται παράγραφος 4, που έχει ως εξής:

“4. Ο αλλοδαπός, μέχρι την απέλαση του, εξακολουθεί να παραμένει κρατούμενος σε ειδικούς χώρους των καταστημάτων κράτησης ή θεραπευτικών καταστημάτων”.

2. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 4α του άρθρου 1 του ν. 2408/1996, προστίθεται εδάφιο τρίτο, που έχει ως εξής:

“γ. Η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής επέρχεται με την πραγματοποίηση της απέλασης του αλλοδαπού από τη χώρα. Στην περίπτωση αυτήν ο χρόνος κράτησής του, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα, αφαιρείται από την ποινή που έχει ανασταλεί.”

Άρθρο 13
Μετατροπή ποινών

1. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 82 του Π.Κ. προστίθεται εδάφιο που έχει ως ακολούθως: “Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που είναι μεγαλύτερη από δυο έτη και δεν υπερβαίνει τα τρία, μπορεί, με απόφαση του δικαστηρίου ειδικά αιτιολογημένη, να μετατραπεί σε χρηματική, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μετατροπή αρκεί για να αποτρέψει το δράστη από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων”.

2. Κατηγορούμενοι που έχουν εις βάρος τους καταδικαστικές αποφάσεις με ποινές φυλάκισης από δυο έως τρία έτη, μπορούν, με αίτησή τους απευθυνόμενη προς το δικαστήριο που τις επέβαλε, να ζητήσουν τη μετατροπή τους σε χρηματική με τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.

Άρθρο 14
Προσθήκη και αντικατάσταση διατάξεων του Π.Κ.

1. Στα άρθρα 98, 289, 379 και 393 του Ποινικού Κώδικα γίνονται οι ακόλουθες προσθήκες:

1.1. Στο άρθρο 98 του Π.Κ. αριθμείται το ισχύον κείμενο ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 που έχει ως εξής:

“2. Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ`εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε.”

1.2. Στο άρθρο 289 του Π.Κ. αριθμείται το ισχύον κείμενο ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 που έχει ως εξής:

“2. Ο υπαίτιος των πράξεων της προηγούμενης παραγράφου απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με την ελεύθερη θέλησή του μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έχει επιχειρήσει να μειώσει την έκταση του κινδύνου που έχει προκαλέσει και σε περίπτωση βλάβης ξένων πραγμάτων έχει ικανοποιήσει πλήρως τους ζημιωθέντες, με την καταβολή του κεφαλαίου των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί.”

1.3. Στο άρθρο 379 του Π.Κ. αριθμείται το ισχύον κείμενο ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 που έχει ως εξής:

“2. Ο υπαίτιος της πράξης της υπεξαίρεσης εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίηση εντελώς τον ζημιωθέντα με τη θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμου του”.

1.4. Στο άρθρο 393 του Π.Κ. αριθμείται το ισχύον κείμενο ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 που έχει ως εξής:

“2. Ο υπαίτιος των εγκληματικών πράξεων των άρθρων 386, 386 Α`, εφόσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, 388 και 390 του Ποινικού Κώδικα απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με ελεύθερη θέλησή του ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκωνυπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του.”

2. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 216 του Ποινικού Κώδικα, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 7α του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`):

α. Αντικαθίσταται η προστεθείσα με την παράγραφο 7α φράση ως εξής: “Εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών.”

β. Προστίθεται δεύτερο εδάφιο που έχει ως εξής: “Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο υπαίτιος που διαπράττει πλαστογραφίες κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών.”

3. α. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 375 του Π.Κ. προστίθενται εδάφια που έχουν ως εξής: “Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών.”

β. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 375 του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, προστίθεται εδάφιο δεύτερο, που έχει ως εξής: “Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενο εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση”.

4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 386 του Π.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί με την παράγραφο 11 του άρθρου 1 του ν. 2408/1996, αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ`επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων(5.000.000) δραχμών ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών”.

5. α. Η περίπτωση γ`του άρθρου 256 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α)ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και η ελάττωση της περιουσίας είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης συνολικά των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή β) το αντικείμενο της πράξης έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών”.

β. Η περίπτωση γ`του άρθρου 258 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών ή το αντικείμενο της πράξης έχει αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών.”

6. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, όπως συμπληρώθηκε με την παράγραφο 7β του άρθρου 1 του ν.2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α`), μετά τη φράση “κάθειρξη, εάν” προστίθεται “το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη”.

7. Στο άρθρο 374 του Π.Κ. στην περίπτωση ε`μετά τη φράση “κατ`επάγγελμα ή κατά συνήθεια” προστίθεται η φράση “ή αν η συνολική αξία των αντικειμένων της κλοπής υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών”.

8. Στο άρθρο 404 του Ποινικού Κώδικα επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

α. Στην παράγραφο 1 η φράση “με φυλάκιση μέχρι δύο ετών” αντικαθίσταται με τη φράση “με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών”.

β. Στην παράγραφο 3 η φράση “με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών” αντικαθίσταται με τη φράση “με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών”.

γ. Η παράγραφος 5 καταργείται και η επόμενη παράγραφος 6 αριθμείται ως 5.

Άρθρο 15
Απόλυση κρατουμένων υπό τον όρο της ανάκλησης

1. Κρατούμενοι που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή φυλάκισης απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον:

α) Η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι δυο έτη και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής, χωρίς να έχουν καταστεί φυγόποινοι μετά την καταδίκη τους.

β) Η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των δυο ετών και έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα τρίτο αυτής, χωρίς να έχουν καταστεί φυγόποινοι μετά την καταδίκη τους.

2. Όσοι απολύονται με βάση τις πιο πάνω διατάξεις, αν υποπέσουν μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του νόμου αυτού σε νέο από δόλο τελούμενο έγκλημα και καταδικαστούν αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερητου έτους, εκτίουν αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής, για το οποίο έχουν απολυθεί υπό όρο.

3. Οι διευθυντές των σωφρονιστικών καταστημάτων υποβάλλουν μέσα σε πέντε ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής τους φακέλους των καταδίκων οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος άρθρου.

4. Απολύσεις που γίνονται κατά το άρθρο αυτό ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης στις αρμόδιες υπηρεσίες ποινικού μητρώου και καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων.

5. Δεν επιτρέπεται η προσωπική κράτηση όσων απολύονται κατά το άρθρο αυτό για την είσπραξη των δικαστικών εξόδων και τελών που τους έχουν επιβληθεί με τις οικείες καταδικαστικές αποφάσεις. Εφόσον στους ανωτέρω έχει επιβληθεί και χρηματική ποινή, αυτή βεβαιώνεται αρμοδίως πριν την απόλυσή τους κατά τις κείμενες διατάξεις.

6. Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού λύεται από το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις του μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, κατόπιν ασκήσεως ενδίκου μέσου και εφόσον η έκτιση της ποινής τους έχει αρχίσει κατά τη δημοσίευση του παρόντος.

Άρθρο 16
Αναστολή ποινής επί αλλοδαπών καταδικασθέντων
Αλλοδαποί που κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή φυλάκισης, που τους είχε επιβληθεί πριν από τη δημοσίευση του ν.2408/1996, μπορούν να ζητήσουν από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής τους την άμεση εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, όπως συμπληρώθηκε και με τον παρόντα νόμο, εφόσον η έκτιση της ποινής άρχισε μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2408/1996. Η αίτηση αυτή μπορεί να υποβληθεί και αυτεπάγγελτα από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.

Άρθρο 17
Αυτεπάγγελτος διορισμός συνηγόρων
Μετά το άρθρο 96 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο με τον αριθμό 96Α, το οποίο έχει ως εξής:

“Άρθρο 96Α

Πίνακας διοριστέων συνηγόρων

1. Σε κάθε περίπτωση που προβλέπεται αυτεπαγγέλτως διορισμός για τον κατηγορούμενο συνηγόρου, από το δικαστήριο ή συμβούλιο ή από τον ανακριτή, η επιλογή του γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται κατά τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου.

2. Συνήγορος διορίζεται και όταν ο κατηγορούμενος κατά του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη σε βαθμό πλημμελήματος ή δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου, δεν έχει οικονομική δυνατότητα να διορίσει δικηγόρο.

Η αίτηση υποβάλλεται στον προϊστάμενο των υπηρεσιών του δικαστηρίου ή τον δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, υποχρεωτικά πριν από τη δίκη ή τη δικαστική ενέργεια για την οποία ζητείται ο διορισμός, πέντε τουλάχιστον ημέρες επί συντμήσεως προθεσμίας, δέκα ημέρες εάν μεσολαβεί διάστημα ολιγότερο του μήνα από την κλήτευση και έναν τουλάχιστον μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Διαλαμβάνει το λόγο για τον οποίο ζητείται ο διορισμός, τη διαδικαστική ενέργεια ή δίκη για την οποία ζητείται και συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία της επικαλούμενης οικονομικής αδυναμίας. Αν πιθανολογηθεί η βασιμότητα της αίτησης διορίζεται συνήγορος από τον πίνακα της επόμενης παραγράφου.

Ο κατηγορούμενος έχει υποχρέωση να αποδεχθεί το συνήγορο που του διορίστηκε στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Ο διορισμός ισχύει μέχρι την οριστική περάτωση της δίκης ή διαδικαστικής ενέργειας στον ίδιο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και για την άσκηση ενδίκου μέσου.

3. Ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου κάθε τρίτου έτους καλεί τους δικηγόρους που το επιθυμούν να γραφούν στον πίνακα που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο. Ο πίνακας καταρτίζεται με ευθύνη του δικηγορικού συλλόγου και συμπληρώνεται έως το τέλος του Ιουνίου, ισχύει δε για την επόμενη τριετία. Διαγράφεται από τον πίνακα και δεν μπορεί να γραφεί στο μέλλον δικηγόρος που αρνήθηκε να αναλάβει ή εγκατέλειψε το έργο της υπεράσπισης χωρίς σπουδαίο λόγο, κατά την κρίση του προέδρου ή δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Οι τελευταίοι συντάσσουν σχετική έκθεση, η οποία με ευθύνη της γραμματείας του Δικαστηρίου αποστέλλεται στο δικηγορικό σύλλογο. Ο πίνακας αποστέλλεται από τον τοπικό δικηγορικό σύλλογο. Ο πίνακας αποστέλλεται από τον τοπικό δικηγορικό σύλλογο στα δικαστήρια της περιφέρειας του και τίθεται στη διάθεση των δικαστών και των ανακριτών. Ο διορισμός συνηγόρου γίνεται κατά τη σειρά εγγραφής στον πίνακα.

Εκ νέου διορισμός δικηγόρου που έχει διοριστεί επιτρέπεται μετά την εξάντληση του αριθμού των επόμενων κατά σειρά εγγεγραμμένων.

4. Στους διοριζόμενους αυτεπαγγέλτως από τον πίνακα δικηγόρους καταβάλλεται, εφόσον άσκησαν το έργο της υπεράσπισης, η προβλεπόμενη κατώτατη αμοιβή από τον Κώδικα των Δικηγόρων. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή συμβουλίου ή ο ανακριτής ή ανακριτικός υπάλληλος μπορούν να ορίζουν, με συνοπτικά αιτιολογημένη πράξη τους, αυξημένη αμοιβή εν όψει της διάρκειας του υπεραστικού έργου που ο συνήγορος έφερε σε πέρας.

5. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών τίθενται τα πλαίσια και ορίζεται ο τρόπος εκκαθάρισης και καταβολής της κατά την προηγούμενη παράγραφο αμοιβής και ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού.

6. Όπου στις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 3, 200 παρ. 1 εδ. β`, 340, 376, 423 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας γίνεται λόγος για πίνακα του Δικηγορικού Συλλόγου, εννοείται ο πίνακας της παρ. 3 του παρόντος.

7. Η ισχύς του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1.7.1999”.

Άρθρο 18
Προσθήκη και τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Στο εδάφιο Α` του άρθρου 114 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με τη παράγραφο 4α του άρθρου 2 του ν. 2408/1996, προστίθενται περίπτωση δ`, που έχει ως εξής:

“δ. εκείνα των άρθρων 259 και 397 του Ποινικού Κώδικα”.

2. Από την περίπτωση ε` του εδαφίου Β` του ως άνω άρθρου του Κ.Π.Δ., όπως προστέθηκε με την παράγραφο 4β του ίδιου άρθρου 2 του πιο πάνω νόμου, απαλείφονται οι διατάξεις των άρθρων 314 και 372 παρ. 1 εδ. α` του Ποινικού Κώδικα και η διάταξη παραμένει ως εξής:

“ε. του άρθρου 179 του Ποινικού Κώδικα”.

3. Οι διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων δεν εφαρμόζονται στις υποθέσεις για τις οποίες είχε γίνει κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 320 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

4. Στο άρθρο 248 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:

“4. Ο ανακριτής οφείλει να περατώσει την κύρια ανάκριση μέσα σε ένα έτος και τη συμπληρωματική ανάκριση μέσα σε τρείς μήνες αφότου η δικογραφία περιέλθει σε αυτόν.

Οι προθεσμίες αυτές μπορούν να παραταθούν τμηματικά μέχρι έξι (6) μήνες και δύο (2) μήνες, με αιτιολογημένη σε κάθε περίπτωση απόφαση του οικείου δικαστικού συμβουλίου, στο οποίο ο ανακριτής απευθύνεται πριν από τη συμπλήρωση των πιο πάνω προθεσμιών. Κατ` εξαίρεση για τα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, η παράταση μπορεί να δοθεί με τις προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, για ένα (1) έτος και έξι (6) μήνες, αντίστοιχα.”

5. Στο άρθρο 502 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 6 που έχει ως εξής:

“6. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η έφεση είναι τυπικώς δεκτή και αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης για κρείσσονες αποδείξεις ή κατ` εφαρμογή των άρθρων 59 και 61, δεσμεύεται από την απόφαση του για το τύποις παραδεκτό της εφέσεως, στη μετ` αναβολή συζήτηση αυτής.”

6. Το άρθρο 19 παρ. 2 του ν. 2172/1993 (ΦΕΚ 207 Α`) τροποποιείται ως ακολούθως :

α. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου μετά τη φράση “εκτός εκείνων που είχαν κληρωθεί κατά την έναρξη της αμέσως προηγούμενης διετίας ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη και άσκησαν τα καθήκοντά τους για δεκαοκτώ τουλάχιστον μήνες”.

β. Στο τέταρτο, έκτο και όγδοο εδάφιο της ίδιας παραγράφου διαγράφεται η λέξη “όλων” και προστίθεται μετά τις λέξεις Εφετών, Προέδρων Εφετών, Εφετών στα ίδια εδάφια η φράση “του πρώτου εδαφίου”.

γ. Στο τέλος του τελευταίου εδαφίου μετά τη λέξη “κωλύονται” προστίθεται η φράση “ανεξάρτητα από τη διάρκεια της έλλειψης, της απουσίας ή του κωλύματος.”

7. Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 155 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται η φράση “η τον υπάλληλο του Δήμου ο οποίος έχει οριστεί για τον σκοπό αυτόν με απόφαση του Δημάρχου.”

8. Το εδάφιο δ` του άρθρου 556 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“δ) αν η ποινή δεν υπερβαίνει τα δύο έτη για αποδεδειγμένες οικογενειακές ή επαγγελματικές ανάγκες και έως έξι το πολύ μήνες”.

Άρθρο 19
Αναστολή προθεσμιών ενδίκων μέσωντου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας
Στο άρθρο 473 του Κ.Π.Δ. προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:

“4. Οι παραπάνω προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων μέσων κατά βουλευμάτων και αποφάσεων αναστέλλονται κατά το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου”.

Άρθρο 20
Εξάλειψη αξιοποίνου επί μη καταβολήςασφαλιστικών εισφορών
Στο α.ν. 86/1967 (ΦΕΚ 136 Α`) προ του υπάρχοντος άρθρου 2 που αναριθμείται σε άρθρο 3, προστίθεται άρθρο 2, που έχει ως εξής:

Άρθρο 2

Το αξιόποινο της πράξης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος εξόφλησε πλήρως τις βαρύνουσες αυτόν ασφαλιστικές εισφορές σε οποιαδήποτε στάδιο της δίκης. Σε περίπτωση εξόφλησης και εφόσον δεν έχει επιδοθεί κλητήριο θέσπισμα στον κατηγορούμενο, οι δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, η οποία εγκρίνεται από τον Εισαγγελέα Εφετών.”

Άρθρο 21
Αναστολή εφαρμογής διατάξεων περί ποινικού μητρώου και Κώδικα Βασικών Κανόνων Μεταχείρισης των Κρατουμένων

1. Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 έως και 15 του Κεφαλαίου Β` του ν. 1805/1988 “Εκσυγχρονισμός του θεσμού του Ποινικού Μητρώου, τροποποίηση ποινικών διατάξεων και ρύθμιση άλλων σχετικών θεμάτων” (ΦΕΚ 199 Α`) αναστέλλεται μέχρι 31ης Δεκεμβρίου 2001.

2. Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 58 έως 60 και 64 έως 75 του Κώδικα Βασικών Κανόνων Μεταχείρισης των Κρατουμένων (ν. 1851/1989, ΦΕΚ 122 Α`), η οποία είχε ανασταλεί μέχρι 31.12.1998 με τις διατάξεις της παραγράφου 19γ του άρθρου 3 του ν. 2479/1997 (ΦΕΚ 67 Α`) αναστέλλεται εκ νέου από την πιο πάνω ημερομηνία μέχρι 31.12.2000. κατά τη διάρκεια της αναστολής διατηρείται η ισχύς των άρθρων 53 έως 68 του α.ν. 125/1967 (ΦΕΚ 152 Α`).

Άρθρο 22
Περιπτώσεις της κατ` έγκληση δίωξης του εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής1. Το εδάφιο γ` της παραγράφου 5 του άρθρου 79 του ν. 5960/1933, που προστέθηκε με το άρθρο 4 παράγραφος 1α του ν. 2408/1996, αντικαθίσταται ως εξής:

“γ) Για πράξεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του ίδιου άρθρου, για τις οποίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει ασκηθεί αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη, η διαδικασία συνεχίζεται, αν εκείνος που δικαιούται σε έγκληση δηλώσει ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατηγορουμένου.”

2. Αν η δήλωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1γ του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, όπως παραπάνω αντικαταστάθηκε, δεν υπάρχει και δεν υποβληθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, καθώς και σε περίπτωση ανάκλησης της έγκλησης, η ποινική δίωξη παύει οριστικά.

Η παραπάνω δήλωση και η ανάκληση της έγκλησης γίνονται στις αρχές της παραγράφου 2 του άρθρου 52 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

3. Τα εδάφια α`, β`, και γ`, της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 2521/1997 εφαρμόζονται και για τις δικαστικές αποφάσεις που κατέστησαν αμετάκλητες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ή θα καταστούν αμετάκλητες μέσα σε ένα εξάμηνο από την έναρξη ισχύος του.

Άρθρο 23
Τάξη και ασφάλεια σωφρονιστικών καταστημάτων
Η διατήρηση της τάξης και ασφάλειας του καταστήματος αποτελεί καθήκον του σωφρονιστικού προσωπικού. Αν εκδηλωθεί ομαδική απείθεια, στάση, αντίσταση κρατουμένων σε νόμιμη διαταγή και ιδίως στη διαταγή και ιδίως στη διαταγή επιστροφής και εγκλεισμού στα κελιά, ο εισαγγελέας και ο νόμιμος αναπληρωτής του και σε περίπτωση κατεπείγοντος ο διευθυντής φυλακής ή ο υποδιευθυντής ή ο αρχιφύλακας που αναπληρώνει το διευθυντή μπορεί να καλεί την αστυνομική δύναμη προς παροχή οποιασδήποτε κατά την κρίση του αναγκαίας συνδρομής, συμπεριλαμβανομένης και της επέμβασης στην περίπτωση στάσης. Ο τρόπος της επέμβασης αποφασίζεται από τον επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης. Η πρόσκληση γίνεται εγγράφως και σε κατεπείγουσα περίπτωση προφορικώς, οπότε ακολουθεί σχετικό έγγραφο. Αν η επέμβαση της αστυνομικής δύναμης είναι κατά την κρίση των ως άνω οργάνων άμεσα αναγκαία και δεν παρευρίσκεται εισαγγελέας κατ` αυτήν, ενημερώνεται αυτός αμέσως προκειμένου να μεταβεί στο σωφρονιστικό κατάστημα.

Άρθρο 24
Συνέπειες καταδίκης προσωπικού Α.Ε.Ι.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 331 του ν. 5343/1932 (ΦΕΚ 86 Α`) τροποποιείται ως εξής:

“2. Μέλος του διδακτικού προσωπικού ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος απέχει υποχρεωτικά από την άσκηση των καθηκόντων του, αν καταδικάστηκε σε στερητική της ελευθερίας ποινή από πρωτόδικο δικαστήριο για πράξη σε βαθμό κακουργήματος ή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, ψευδορκία, ψευδή καταμήνυση, συκοφαντική δυσφήμιση ή για έγκλημα σχετικά με το νόμισμα ή την υπηρεσία ή κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή είναι προσωρινά κρατούμενος για οποιοδήποτε έγκλημα και για όσο χρόνοι κρατείται.

Άρθρο 25
Εξάλειψη αξιοποίνων και παύση ποινικής δίωξης ορισμένων αξιόποινων πράξεων διαπραχθεισώνκατά τις αγροτικές κινητοποιήσεις

1. Εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων των άρθρων 290, 291 και 292 του Ποινικού Κώδικα που αφορούν την παρακώλυση συγκοινωνιών, καθώς και των παραβάσεων του άρθρου 34 παρ. 12 του ν. 2696/1999 (ΦΕΚ 57 Α`) και έχουν τελεστεί προ του Μαρτίου του έτους 1997, εκ μέρους αγροτών κατά τη διάρκεια αγροτικών κινητοποιήσεων, με τη μορφή βίαιης διακοπής συγκοινωνιών και σε βάρος της αγροτικής και εθνικής οικονομίας.

2. Την παύση της ποινικής δίωξης κηρύσσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμούν υποθέσεις της ανωτέρω μορφής, με πρόταση του εισαγγελέα της έδρας ή με αίτηση του κατηγορούμενου, είτε και αυτεπαγγέλτως, οι τυχόν δε αμετακλήτως επιβληθείσες ποινές διαγράφονται επίσης από το Ποινικό Μητρώο με απόφαση του δικαστηρίου που τις υπέβαλε, ύστερα από αίτηση του καταδικασθέντος ή πρόταση του εισαγγελέα της έδρας του εκδόντος την απόφαση δικαστηρίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ

Άρθρο 26
Αρμοδιότητα επί ζημίας που προκλήθηκε από αυτοκίνητο
Μετά το άρθρο 40 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται άρθρο 40Α που έχει ως εξής:

“Άρθρο 40Α

Διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημιές που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο, μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου προκλήθηκε η ζημία.”

Άρθρο 27
Εκτέλεση απόφασης περί απόδοσης τέκνου
Η παράγραφος 1 του άρθρου 950 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 45 του ν. 2447/1996 (Φεκ 278 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Με την απόφαση που διατάζεται η απόδοση ή παράδοση τέκνου καταδικάζεται ο γονέας που έχει το τέκνο να εκτελέσει αυτή την πράξη και με την ίδια απόφαση, για την περίπτωση που δεν την εκτελέσει, απαγγέλλεται αυτεπαγγέλτως χρηματική ποινή έως δύο εκατομμύρια δραχμές υπέρ του αιτούντος την απόδοση ή παράδοση ή σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος ή και στις δύο ποινές. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 861 έως 866.”

Άρθρο 28
Περί υιοθεσίας

1. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 1544 του Αστικού Κώδικα, όπως το άρθρο αυτό τέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2447/1996 που κύρωσε τον Κώδικα του σχεδίου νόμου “Υιοθεσία, επιτροπεία και αναδοχή ανηλίκου, δικαστική συμπαράσταση, δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων και συναφείς ουσιαστικές, δικονομικές και μεταβατικές διατάξεις”, αντικαθίσταται ως εξής:

“Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια. Ο περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή που έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του.”

2. Υποθέσεις περί υιοθεσίας που ήσαν εκκρεμείς την 30.6.1998 κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από το ν. 2447/1996 “Κύρωση ως Κώδικα του σχεδίου νόμου “Υιοθεσία, επιτροπεία και αναδοχή ανηλίκου, δικαστική συμπαράσταση, δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων και συναφείς ουσιαστικές, δικονομικές και μεταβατικές διατάξεις” (ΦΕΚ 78 Α`), εφόσον ο υιοθετούμενος είναι τέκνο αδελφού ή αδελφής εκείνου που υιοθετεί και ο αδελφός ή η αδελφή έχει ήδη αποβιώσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Άρθρο 29
Περί της αρμοδιότητας των Διοικητικών Δικαστηρίων

1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ 268 Α`) αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου υπάγεται η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό αιτήσεων ακυρώσεως ατομικών πράξεων διοικητικών αρχών, οι οποίες αφορούν:

α) το διορισμό και την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων (πολιτικών, στρατιωτικών και δικαστικών) του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου,

β) την εισαγωγή και κατάσταση γενικώς μαθητών των παραγωγικών σχολών των πιο πάνω υπαλλήλων και τις μεταβολές της κατάστασης των έφεδρων αξιωματικών.

γ) την πρόσληψη και την κατάσταση γενικώς του προσωπικού του Δημοσίου,των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ανεξαρτήτως από τη φύση της σχέσης που το συνδέει, καθώς και το προσωπικό γενικώς των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και φροντιστηρίων,

δ) την εφαρμογή της εκπαιδευτικής νομοθεσίας για τους μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές, υποτρόφους και μετεκπαιδευομένους,

ε) την ανάκληση μη συντελεσμένων ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων και την άρση διατηρουμένων επί μακρόν ρυμοτομικών βαρών,

στ) την τακτοποίηση, προσκύρωση και αναλογισμό αποζημίωσης ακινήτων,

ζ) το χαρακτηρισμό κτισμάτων ή κατασκευών ως αυθαιρέτων και την εξαίρεση τους από την κατεδάφιση.

2. Εξακολουθούν να υπάγονται στην κατά πρώτο και τελευταίο βαθμό αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις ακυρώσεως που αφορούν:

α) το διορισμό ή την πρόσληψη και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικώς των δικαστικών λειτουργών και των ανωτάτων υπαλλήλων,

β) την προαγωγή από ανώτερο σε ανώτατο βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας, εκτός από την προαγωγή στο βαθμό του ταξίαρχου ή αντίστοιχο,

γ) την εκλογή και την υπηρεσιακή κατάσταση γενικώς των μελών του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων,

δ) την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και την αναγνώριση τίτλων σπουδών της αλλοδαπής.”

2. α) Στην παράγραφο 1 του άρθρου 7 του ν. 702/1977 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 του π.δ. 341/1978 (ΦΕΚ 268 Α`) προστίθεται περίπτωση ε`, που έχει ως εξής:

ε) Για την υγειονομική περίθαλψη των υπαλλήλων, των λοιπών ασφαλισμένων του Δημοσίου και των μελών των οικογενειών τους” και

β) στο τέλος των ίδιων παραγράφων των παραπάνω διατάξεων προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

“Στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διοικητικές διαφορές ουσίας, και οι διαφορές που ανακύπτουν μεταξύ της Διοίκησης και τρίτων προσώπων, τα οποία βλάπτονται από πράξη ή χορήγηση δικαιώματος, ευεγερτήματος ή οποιασδήποτε άλλης παροχής, κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας αυτής.”

3. Η περίπτωση θ`της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“θ) Τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλεμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου.”

4. Στο άρθρο 1 του ν. 1406/1983 προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:

“3. Στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων υπάγονται, εκδικαζόμενες ως διαφορές ουσίας, οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας που αφορά: α) τη χορήγηση και την ανάκληση αδειών ίδρυσης και λειτουργίας και την επιβολή κυρώσεων κατά τη λειτουργία καταστημάτων και εργαστηρίων υγειονομικού ενδιαφέροντος, καθώς και των επιχειρήσεων που εξομοιούνται με αυτά, περιλαμβανομένων και των διαφορών που προκαλούνται από πράξεις, οι οποίες εκδίδονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί μηχανολογικών εγκαταστάσεων και αποτελούν προϋπόθεση για τη χορήγηση των ανωτέρω αδειών, β) τη χορήγηση, ανάκληση ή αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας οχημάτων και την επιβολή συναφών κυρώσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι προβλεπόμενες από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, γ) την παραχώρηση δικαιώματος και τον καθορισμό των όρων εκμετάλλευσης αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης (λεωφορείων, φορτηγών, επιβατηγών, βυτιοφόρων και λοιπών), τη μεταβολή της έδρας τους, καθώς και κάθε άλλη σχετική μεταβολή, δ) επιβολή πειθαρχικών ποινών σε μέλη επαγγελματικών ενώσεων με χαρακτήρα νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, όπως είναι, ιδίως, οι ιατρικοί, οδοντιατρικοί και φαρμακευτική σύλλογοι, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος, το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος και η ΈνωσηΕλλήνων Χημικών.”

5. Στο άρθρο 3 του ν. 1406/1983 προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:

“3. Στις διαφορές της περίπτωσης θ` της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού, οι οποίες προκαλούνται από πράξεις ή παραλείψεις αφορώσες περιοδική παροχή, επιτρέπεται η άσκηση έφεσης ανεξαρτήτως από το ποσό της διαφοράς.”

6. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κωδικοποιούνται σε ενιαίο κείμενο οι διατάξεις με τις οποίες διοικητικές διαφορές υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ως διαφορές ουσίας. Αν είναι αναγκαίο γαι την πληρότητα της κωδικοποίησης, μπορεί να μεταβληθεί η σειρά, η αρίθμηση και η φραστική διατύπωση των άρθρων και παραγράφων.

Άρθρο 30
Θέματα Συμβουλίου Επικράτειας

1. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 9 του π.δ. 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 του ν. 2172/1993 (ΦΕΚ 207 Α`) καταργείται.

2. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κώδικα περί Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών του ν. 1756/1988, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Σε πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας προάγεται κατ` εκλογή εισηγητής με πέντε (5) έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του ως δόκιμου εισηγητή.”

Άρθρο 31
Αναπλήρωση Προϊσταμένου Γραμματείας Σ.τ.Ε.
Η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ 8 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Τον Προϊστάμενο της Γραμματείας, όταν ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει ένας από τους Προϊσταμένους Τμημάτων της Γραμματείας, που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Τον πιο πάνω αναπληρωτή προϊστάμενο αναπληρώνει υπάλληλος που ορίζεται επίσης από τον Πρόεδρο τοπυ Συμβουλίου της Επικρατείας.”

Άρθρο 32
Κοινοποίηση αναιρέσεων Σ.τ.Ε. καικατάθεση έκθεσης εισηγητή

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 21 του ν.δ. 170/1973 (ΦΕΚ 229 Α`) όπως διαμορφώθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 20 του ν. 702/1977, αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 1470/1984 (ΦΕΚ 112 Α`) και κωδικοποιήθηκε, με την ίδια αρίθμηση, με το π.δ. 18/1989, αντικαθίσταται ως εξής:

“Σε περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως, η κοινοποίηση αυτής και της πράξης που προβλέπεται στο προηγούμενο άρθρο γίνεται στο αναιρεσίβλητο, μόνης δε της πράξης στον αναιρεσείοντα. Αν στην αίτηση αναιρέσεως δεν αναγράφεται διεύθυνση του ανιρεσίβλητου, χωρίς να γίνεται σε αυτή μνεία ότι από κανένα δικόγραφο του αναιρεσίβλητου δεν προκύπτει η διεύθυνσή του ή αν διαπιστωθεί ότι η διεύθυνση που έχει αναγραφεί είναι εσφαλμένη και δεν φέρεται σε κανένα δικόγραφο του αναιρεσίβλητου, η αίτηση εισάγεται για συζήτηση με ειδική πράξη του Προέδρου ή του Προέδρου του οικείου Τμήματος. Στην περίπτωση αυτήν το δικαστήριο αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης και με απόφαση του, που κοινοποιείται στον αναιρεσείοντα, ορίζει νέα δικάσιμο και διατάσσει την κοινοποίηση της απόφασης αυτής και του αναίρεσης και της πράξης του Προέδρου. Αν η κοινοποίηση αυτή δεν γίνει, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης ως απαράδεκτη.”

2. Στο άρθρο 22 του ν.δ. 170/1973, όπως αυτό, με την ίδιααρίθμηση, κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 18/1989, προστίθεται παράγραφος 4 που έχει ως εξής:

“4. Ο εισηγητής, πέντε (5) ημέρες πριν από τη δικάσιμο που έχει ορισθεί με την οικεία πράξη του Προέδρου, οφείλει να δηλώσει προς τη Γραμματεία του οικείου σχηματισμού αν η υπόθεση ώριμη για συζήτηση. Η παράλειψη της δήλωσης αυτής, καθώς και η μη εμπρόθεσμη και γενικά νομότυπη κατάθεση της έκθεσης του εισηγητή σύμφωνα με τα α` και β` εδάφια της παραγράφου 1, όταν η υπόθεση φέρεται προς συζήτηση, επάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης της υπόθεσης και την αυτεπάγγελτη αναβολή της σε μεταγενέστερη ρητώς οριζόμενη δικάσιμο.”

Άρθρο 33
Απόρριψη ενδίκων βοηθημάτων

1. Στο π.δ. 18/1989 “Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας”προστίθεται άρθρο 34Α, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 34Α

1. Ο οικείος δικαστικός σχηματισμός με πενταμελή σύνθεση μπορεί, με απόφαση του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, να απορρίπτει ένδικα μέσα και βοηθήματα που είναι προφανώς απαράδεκτα ή αβάσιμα ή έχουν ασκηθεί χωρίς την καταβολή τελών ή παραβόλου και να παραπέμπει στο αρμόδιο διοικητικό δικαστήριο υποθέσεις που έχουν εισαχθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας αναρμοδίως.

2. Η απόφαση κοινοποιείται σε αυτόν που άσκησε το ένδικο μέσο ή βοήθημα. Ο τελευταίος μπορεί, με αίτησή του που κατατίθεται σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του παρόντος, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταβάλλοντας ως ειδικό επιπλέον παράβολο τριπλάσιο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση που ελήφθη σε συμβούλιο παύει να ισχύει και ο Πρόεδρος εισάγει την υπόθεση για συζήτηση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 20 και επομένων του παρόντος.”

3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 35 του π.δ. 18/1989 καταργείται και οι παράγραφοι 5 και 6 του ίδιου άρθρου αριθμούνται ως παράγραφοι 4 και 5, αντίστοίχως.

Άρθρο 34
Δικαστικές δαπάνες
Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 39 του π.δ. 18/1989 διαγράφεται η φράση: “όπως η αμοιβή αυτή ορίζεται από την ισχύουσα διατίμηση” και στη θέση της τίθεται η ακόλουθη διάταξη: Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου καθορίζει, με απόφαση που λαμβάνεται σε συμβούλιο, το ύψος της δικαστικής δαπάνης, με βάση το ύψος της προεισπραττόμενης δικηγορικής αμοιβής, τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον τεκμαρτό προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος των δικηγόρων και το συντελεστή υπολογισμού των δικηγορικών αμοιβών του Κώδικα περί Δικηγόρων.”

Άρθρο 35
Αναστολή εκτελέσεως
Το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 52

1. Αν υποβληθεί αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο αρμόδιος Υπουργός και επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου το ανώτατο διοικητικό όργανό τους μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης.

2. Επιτροπή που συγκροτείται κάθε φορά από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου ή του αρμόδιου τμήματος και απαρτίζεται από τον ίδιο ή το νόμιμο αναπληρωτή του, τον εισηγητή της υπόθεσης και ένα σύμβουλο, μπορεί, μετά από αίτηση εκείνου που άσκησε αίτηση ακυρώσεως, να αναστείλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης, με συνοπτικά αιτιολογημένη απόφαση η οποία εκδίδεται σε συμβούλιο.

3. Η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει τους ειδικούς λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν την αναστολή εκτέλεσης στη συγκεκριμένη περίπτωση. Με πράξη που συντάσσεται πάνω στο δικόγραφο της αίτησης, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος τάσσει προθεσμία στον αρμόδιο Υπουργό ή το αρμόδιο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου για να διαβιβάσουν στο Συμβούλιο το φάκελο και τις απόψεις της Διοίκησης επί της υποθέσεως. Μέχρι της λήξη της ίδιας προθεσμίας ο αιτών οφείλει να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του. Η προθεσμία αυτή κινείται από την κοινοποίηση, με επιμέλεια του διαδίκου, στον Υπουργό ή στο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, αντιγράφου του δικογράφου της αίτησης με την πράξη του Προέδρου.

4. Με εντολή του εισηγητή της υπόθεσης, αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται, με επιμέλεια του αιτούντος, σε εκείνον που έχει δικαίωμα να παρέμβει στην ακυρωτική δίκη. Ο τελευταίος δικαιούται να υποβάλλει ενώπιον της Επιτροπής υπόμνημα και πριν ακόμη ασκήσει παρέμβαση. Το υπόμνημα υπόκειται στα τέλη της αίτησης αναστολής.

5. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου ή του αρμόδιου Τμήματος μπορεί, μη την κατάθεση της αιτήσεως, να εκδώσει προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης που καταχωρίζεται κάτω από την αίτηση., Η προσωρινή διαταγή ισχύει μέχρι την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής και μπορεί να ανακληθεί ακόμη και αυτεπαγγέλτως από τον Πρόεδρο ή την Επιτροπή. Λόγο ανάκλησης συνιστά και η παράλειψη του αιτούντος να προβεί, μέσα σε εύλογο χρόνο, στις προβλεπόμενες στις προηγούμενες παραγράφους κοινοποιήσεις.

6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημοσίου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος.

7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και άν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη.

8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων.

9. Η απόφαση της Επιτροπής μπορεί να ανακληθεί ύστερα από αίτηση του αρμόδιου Υπουργού ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή εκείνου που θα είχε δικαίωμα παρέμβασης στην ακυρωτική δίκη. Την ανάκληση μπορεί να δικαιολογήσουν μόνο νεότερα κρίσιμα στοιχεία, τα οποία δεν είχαν τεθεί υπόψη της Επιτροπής κατά την έκδοση της απόφασης της ή μεταβολή των δεδομένων βάσει των οποίων χορηγήθηκε η αναστολή εκτέλεσης.

10. Αν απορριφθεί η αίτηση αναστολής επιτρέπεται η άσκηση νέας αίτησης, υπό τις προϋποθέσεις του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου που εφαρμόζεται αναλόγως.

11. Αν υποβληθεί παραίτηση από την αίτηση αναστολής, συντάσσεται σχετικό πρακτικό και αποδίδεται το παράβολο στον αιτούντα.

12. Ως προς τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 35 του παρόντος.”

Άρθρο 36
Περί του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως ενώπιον του Σ.τ.Ε.

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 προστίθεται τρίτο εδάφιο που έχει ως εξής:

“Σε καμία περίπτωση η αίτηση δεν μπορεί να ασκηθεί μετά την πάροδο τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης.”

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από 500.000 δραχμές. Το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατ` εξαίρεση ασκείται παραδεκτώς αίτηση αναιρέσεως με αντικείμενο κατώτερο από το παραπάνω ποσό, όταν με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλεται από το διάδικο ότι η επίλυση της διαφοράς έχει γι` αυτόν ευρύτερες οικονομικές ή δημοσιονομικές επιπτώσεις που δικαιολογούν την άσκηση της αίτησης. Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ. χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων έχουν εφαρμογή και όταν το ένδικο μέσο που ασκήθηκε στο δικαστήριο της ουσίας απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από τον ιδιώτη διάδικο, η αρμόδια κατά περίπτωση αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υποβάλλουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μέριμνα της Γραμματείας του Δικαστηρίου, σημείωμα για το παραπάνω ποσό της διαφοράς. Όταν η αίτηση αναιρέσεως ασκείται από το διάδικο διοικητική αρχή ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή από τον προϊστάμενο τους Υπουργό, το εν λόγω σημείωμα συνυποβάλλεται με την κατάθεση του δικογράφου της αίτησης αναιρέσεως.”

3. Στο άρθρο 53 του π.δ. 18/1989 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:

“4. Η παράγραφος 3 δεν έχει εφαρμογή επί αιτήσεων αναιρέσεως κατά αποφάσεων που εκδίδονται κατ` έφεση επί προσφυγών ουσίας, εφόσον αφορούν περιοδικές παροχές.”

Άρθρο 37
Προθεσμία άσκησης ενδίκων μέσων από το ΓενικόΕπίτροπο Επικρατείας στο Ελεγκτικό ΣυνέδριοΗ προθεσμία άσκησης από το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο των ενδίκων μέσων που προβλέπονται από τον Οργανισμό του Δικαστηρίου (π.δ. 774/1980, ΦΕΚ 189 Α`), ορίζεται σε ένα (1) λετος από την ημερομηνία περιέλευσης στη Γραμματεία της ΓενικήςΕπιτροπείας της διοικητικής πράξης ή της πράξης ή της απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά των οποίων ασκείται το ένδικο μέσο.

Άρθρο 38
Σύσταση κλάδου Επιτρόπων στο Ελεγκτικό Συνέδριο

1.α. Συνιστάται στο Ελεγκτικό Συνέδριο κλάδος Επιτρόπων εποπτευόμενος από τον Πρόεδρο αυτού. Ο κλάδος αυτός αποτελείται από ενενήντα έξι (96) οργανικές θέσεις Επιτρόπων και δύο (2) οργανικές θέσεις Γενικών Συντονιστικών Επιτρόπων.

β. Οι υφιστάμενες οργανικές θέσεις του Γενικού Διευθυντή Ελέγχου και πενήντα έξι (56) προϊσταμένων Διεύθυνσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου καταργούνται από την πλήρωση θέσεων που συνιστώνται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

γ. Οι οργανικές θέσεις των Εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που συστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 9 παράγραφος 3 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`) και 13 παρ. 4 του ν. 2145/1993, μειώνονται από της ισχύος του παρόντος κατά σαράντα πέντε (45) και ο συνολικός αριθμός αυτών ορίζεται σε σαράντα (40).

Σχετικό:  το άρθρο 39 παρ.1του Ν.3772/2009, (ΦΕΚ Α 112/10.7.2009)

2.α. Οι θέσεις των Γενικών Συντονιστών Επιτρόπων πληρούνται με προαγωγή από τους υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο Επιτρόπους, που έχουν εικοσιπενταετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία σε αυτό, από την οποία τριετή τουλάχιστον συνολική υπηρεσία σε αυτό, από την οποία τριετή τουλάχιστον στο βαθμό του Επιτρόπου. Ο Γενικός Διευθυντής του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος, κατατάσσεται αυτοδικαίως στο βαθμό του Γενικού Συντονιστή Επιτρόπων.

Οι αρμοδιότητες των Γενικών Συντονιστών Επιτρόπων συνίστανται στο συντονισμό και την εποπτεία του ελεγκτικού έργου των Υπηρεσιών Επιτρόπων, καθώς και, με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 20 του π.δ. 774/1980 (ΦΕΚ 189 Α`) και 124 έως 130 του π.δ. 1255/1981 (ΦΕΚ 304 Α`), στην επιθεώρηση αυτών. Οι παραπάνω αρμοδιότητες και η κατανομή αυτών καθορίζονται με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος για την πλήρωση των θέσεων των Γενικών Συντονιστικών Επιτρόπων, ως χρόνος υπηρεσίας Επιτρόπου λογίζεται και ο χρόνος ασκήσεως καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης.

Ο Γενικός Συντονιστής Επιτρόπων, σε περίπτωση έλλειψης, κωλύματος ήαπουσίας του, αναπληρώνεται από άλλον Γενικό Συντονιστή Επιτρόπων και, εάναυτός δεν υπάρχει, από Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο αναπληρωτήςορίζεται με απόφαση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου για διάστημα μέχρι τριών (3) μηνών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρου 55Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008. `Έναρξη ισχύος από 8/6/2008

β. Οι θέσεις των Επιτρόπων πληρούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, με μετάταξη, κατόπιν αιτήσεως από τους υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο προϊσταμένους Τμήματος, που ανήκουν στην κατηγορία ΠΕ4(Πτυχιούχοι Ανωτάτων Σχολών) και έχουν άνω των δεκαπέντε (15) ετών υπηρεσία σε αυτό.”

Οι επιλεγόμενοι, κατά την ανωτέρω διαδικασία, Επίτροποι τοποθετούνται, εκ περιτροπής, σε κενές θέσεις υπηρεσιών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εκτός των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπου υπηρετούν επί ένα έτος, μη συνυπολογιζόμενου του χρόνου της αναρρωτικής αδείας. Σε περίπτωση υποβολής αιτήσεως για μετάθεση σε θέσεις υπηρεσιών Επιτρόπων των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης, συνεκτιμάται ο χρόνος υπηρεσίας τους σε παραμεθόριες και νησιωτικές περιοχές της χώρας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.4 Ν.3060/2002,ΦΕΚ Α 242/11.10.2002,και με την παρ.1 άρθρου 55 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008. `Έναρξη ισχύος από 8/6/2008.

γ. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που λαμβάνεται μετά από σύμφωνη γνώμη του οικείου Υπηρεσιακού Συμβουλίου, το οποίο αποφαίνεται ύστερα από αίτηση σε αυτό του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να απαλλαγεί από την άσκηση των καθηκόντων τουγια σοβαρό λόγο αναγόμενο σε πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, που διαπιστώνεται με έκθεση του αρμόδιου για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης οργάνου, ή σε αδυναμία ασκήσεως των καθηκόντων του για λόγους υγείας. Στην περίπτωση αυτή, ο Επίτροπος μετατάσσεται σε θέση προϊσταμένου Τμήματος αντίστοιχου επιπέδου οργανικής μονάδας, εκτός εάν το υπηρεσιακό συμβούλιο με αιτιολογημένη απόφαση του κρίνει διαφορετικά.

Σημ.: όπως η περ.γ`προστέθηκε με την παρ.1 άρθρου 55 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α77/7.5.2008.`Έναρξη ισχύος από 8/6/2008.

3. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος, η πλήρωση όλων των συνιστώμενων θέσεων των Επιτρόπων γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ύστερα από τη σύμφωνη γνώμη του Δικαστικού (Υπηρεσιακού) Συμβουλίου, από τους υπηρετούντες στο Ελεγκτικό Συνέδριο Προϊστάμενους Διεύθυνσης και Τμήματος. Οι τελευταίοι πρέπει να έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊστάμενου για τρία (3) τουλάχιστον έτη.

4.Σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματος, ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αναπληρώνεται, σε κάθε περίπτωση με απόφαση του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από άλλον Επίτροπο και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από Προϊστάμενο Τμήματος”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ. 6 άρθρ.30 Ν.2915/2001, ΦΕΚ Α 109/29.5.2001, αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 111 παρ.8τουΝ.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012. Έναρξη ισχύος,σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.2 ν.4058/2012,ΦΕΚ Α 63, ΑΠΟ 12.3.2012.

5. Οι αρμοδιότητες και η υπηρεσιακή κατάσταση των Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Οργανισμού του (π.δ. 774/1980), όπως ισχύουν κάθε φορά, εκτός αν ορίζονται διαφορετικά από τον παρόντα νόμο.

6. Οι εκθέσεις αξιολόγησης των ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου συντάσσονται από τον προϊστάμενο του Τμήματος ως Α` Κριτή και από τον Επίτροπο ως Β` Κριτή και των Προϊστάμενων Τμήματος από τον Επίτροπο ως Α` Κριτή και από το γενικό Συντονιστή ως Β` Κριτή.

7. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται “επίτροπος” ή “προϊστάμενος Διεύθυνσης” του Ελεγκτικού Συνεδρίου νοείται στο εξής Επίτροπος του συνιστώμενου με τον παρόντα νόμο κλάδου Επιτρόπων, όπου δε αναφέρεται “Διεύθυνση” νοείται στο εξής αντίστοιχη υπηρεσία Επιτρόπου.

“8. Συνιστάται στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι οργανικές θέσεις των Επιτρόπων και Προϊσταμένων Τμήματος αυξάνονται κατά μία αντιστοίχως.”

*** Η παρ.8 προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.12 Ν.3472/2006, ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με τις παρ.2 και 3 άρθρ.4 Ν.3060/2002,ΦΕΚ Α242/11.10.2002,ορίζεται ότι: “2. Για τη στελέχωση των Υπηρεσιών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ογδόντα εννέα (89) από τις κενές οργανικές θέσεις του προσωπικού του, κατηγορίας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, μετατρέπονται σε θέσεις του κλάδου οικονομολόγων-λογιστών. Στις θέσεις αυτές διορίζονται, ύστερα από διαγωνισμό, πτυχιούχοι οικονομικού τμήματος ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τίτλο σπουδών στη λογιστική ή με πενταετή τουλάχιστον εμπειρία σε λογιστικές εργασίες.3. Οι Οργανικές θέσεις των Γενικών Συντονιστών Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου που συνεστήθησαν με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 38 του Ν.2721/1999 αυξάνονται κατά μία (1) και ο συνολικός αριθμός τους ορίζεται σε τρεις (3). Η προστιθέμενη νέα οργανική θέση ονομάζεται “Γενικού Συντονιστή Διοικητικής υποστήριξης”.

*** ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Με το άρθρο 1 ΠΔ 35/2012,ΦΕΚ Α 73/9.4.2012 (διόρθ.σφαλμ.ΦΕΚ Α 182/2012),ορίζεται ότι: “Παραμένει σε ισχύ το υφιστάμενο ειδικό σύστημα αξιολόγησης, που αφορά στην επιλογή των Προϊσταμένων Τμήματος, Επιτρόπων και Γενικών Συντονιστών Επιτρόπων των δικαστικών υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 70, 71, 72 και 73του ν. 2812/2000 (ΦΕΚ 67 Α) καθώς και με τις διατάξεις του άρθρου 38 του ν. 2721/99(ΦΕΚ 112 Α), όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 3060/02 (ΦΕΚ 242 Α) τηνπαρ. 2 του άρθρου 55 του ν. 3659/08 (ΦΕΚ 77 Α) και την παρ. 7 του αρθρ. 40 του ν. 3772/09(ΦΕΚ 112 Α)”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΑΤΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Άρθρο 39
Σύσταση ιατροδικαστικών υπηρεσιών

1. Εκτός από τις ιατροδικαστικές υπηρεσίες, που λειτουργούν στις έδρες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς και Κρήτης, συνιστώνται αντίστοιχες ιατροδικαστικές υπηρεσίες και στις ακόλουθες έδρες Εφετείων της χώρας: α) Λαρίσης, β) Ναυπλίου, γ) Θεσσαλονίκης, δ) Θράκης, ε) Πατρών, στ) Δυτ. Μακεδονίας, ζ) Δωδεκανήσου, η) Κέρκυρας, θ) Ιωαννίνων, ι) Αιγαίου.

Σχετικό:  το άρθρο 6 του Ν.3258/2004 (Α΄ 144)

2. Η συγκρότηση της ιατροδικαστικής υπηρεσίας στην έδρα κάθε εφετείου γίνεται ως ακολούθως:

Δύο (2) θέσεις ιατροδικαστικών Δ` Τάξεως. Τις θέσεις αυτές καταλαμβάνουν οι κάτοχοι τίτλου ειδικότητας ιατροδικαστή.

Μία (1) θέση κλάδου ΔΕ – δακτυλογράφου – στενογράφου. Τη θέση αυτή καταλαμβάνουν οι κάτοχοι τουλάχιστον απολυτηρίου Λυκείου.

Μία (1) Θέση υπαλλήλου γενικών καθηκόντων. Τη θέση αυτή καταλαμβάνουν οι κάτοχοι απολυτηρίου Λυκείου.

Μια (1) θέση βαθμού νοσοκόμου. Τη θέση αυτή καταλαμβάνουν πτυχιούχοι αντίστοιχου σχολής τουλάχιστον 2 ετούς φοιτήσεως.

Μία (1) θέση κλάδου ΥΕ νεκροτόμου. Τη θέση αυτή καταλαμβάνουν οι κάτοχοι απολυτηρίου τουλάχιστον Γυμνασίου ή οι όσοι εργάσθηκαν τουλάχιστον επί διετία ως νεκροσκόποι ή ως βοηθοί χειρουργών σε χειρουργεία.

3. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία των υπαρχουσών ιατροδικαστικών υπηρεσιών.

4. Οι θέσεις των ιατροδικαστικών της ιατροδικαστικής υπηρεσίας του Εφετείου Αθηνών αυξάνονται κατά μία και από της ισχύος το παρόντος αποσπάται ένας ιατροδικαστής στην έδρα του Πρωτοδικείου Αθηνών, με απόφαση του προϊσταμένου, για χρονική περίοδο δύο (2) ετών, που μπορεί να παραταθεί για μία ακόμη περίοδο.

Άρθρο 40
Αναπλήρωση προϊσταμένων εμμίσθωνυποθηκοφυλακείων

1. Η αναπλήρωση των προϊσταμένων των Εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης και του Κτηματολογικού Γραφείου Ρόδου, σε περίπτωση ελλείψεως, απουσίας ή κωλύματός τους, γίνεται από το αρχαιότερο πτυχιούχο προϊστάμενο υποκείμενης οργανικής μονάδας και τούτου μη υπάρχοντος από τον αρχαιότερο πτυχιούχο υπάλληλο.

2. Σε περίπτωση ελλείψεως, απουσίας ή κωλύματος οι προϊστάμενοι των λοιπών Εμμίσθων Υποθηκοφυλακίων και του Κτηματολογικού Γραφείου Κω, Λέρου, αναπληρώνονται από τον αρχαιότερο πτυχιούχο υπάλληλο του Υποθηκοφυλακείου.”Αν αυτός ελλείπει, η αναπλήρωση γίνεται από τοναρχαιότερο υπηρετούντα υπάλληλο του υποθηκοφυλακείου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.17 Ν.3226/2004,ΦΕΚ Α 24/4.2.2004.

3. Με απόφαση του Προϊσταμένου του Υποθηκοφυλακίου δύναται να ανατεθεί η υπογραφή του όλου ή μέρους των πρωτότυπων πράξεων και των εκδιδόμενων πιστοποιητικών στους προϊσταμένους των υποκείμενων οργανικών μονάδων του Υποθηκοφυλακείου, εφόσον υπάρχουν τέτοιοι.

Σχετικό:  παρ.13 άρθρου 10 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006

Άρθρο 41
Θέματα συμβολαιογράφων

1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 101 του ν. 670/1977 (ΦΕΚ 232 Α`) όπως ισχύει, προστίθεται παράγραφος 2α που έχει ως εξής:

“2.α Σε περίπτωση αποχώρησης συμβολαιογράφου λόγω ολικής ανικανότητας που προήλθε από τραυματισμό συνέπεια τρομοκρατικής ενέργειας, εκείνος που αποχώρησε δικαιούται μερίσματος για το χρονικό διάστημα από την αποχώρησή του μέχρι του χρόνου που θα συμπλήρωνε τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης και επιπλέον για μια δωδεκαετία.

Σε περίπτωση θανάτου συμβολαιογράφου που προήλθε συνεπεία τρομοκρατικής ενέργειας, η οικογένειά του δικαιούται μερίσματος για το χρονικό διάστημα από το θάνατο μέχρι του χρόνου που θα συμπλήρωνε τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης και επιπλέον για μια δωδεκαετία.”

2. Όσοι έχουν εγγραφεί στου πίνακες βαθμολογίας του διαγωνισμού συμβολαιογράφων έτους 1998 και έχουν ισοβαθμήσει με τον τελευταίο επιτυχόντα, διορίζονται ως υπεράριθμοι σε προσωρινές θέσεις, μετά από σχετική αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και στη συνέχεια καταλαμβάνουν στις πρώτες οργανικές θέσεις που θα κενωθούν.

3. Στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Καλλονής – Μυτιλήνης συνιστώνται δύο θέσεις συμβολαιογράφων, με έδρα τους Δήμους Αγ. Παρασκευής και Πέτρας, αντιστοίχως, και ο συνολικός αριθμός των συμβολαιογράφων του άνω Ειρηνοδικείου αυξάνεται σε επτά (7).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 42
Περί των αιτήσεων αναιρέσεως του Δημοσίου
Η παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Το κατά την επόμενη παράγραφο αρμόδιο τμήμα του Ν.Σ.Κ., μέσα σε τρεις (3) μήνες από την άσκηση της αναίρεσης, αποφαίνεται αιτιολογημένα για το κατά τη γνώμη του παραδεκτό της και για το παραδεκτό και βάσιμο τουλάχιστον ενός από τους λόγους της, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τη νομολογία του οικείου δικαστηρίου.Αν μέσα στην ανωτέρω προθεσμία των τριών (3) μηνών ο εξουσιοδοτημένος δικαστικός πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος δεν καταθέσει στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο έχει κατατεθεί η αναίρεση, κυρωμένο αντίγραφο θετικής γνώμης, η αίτηση αναίρεσης θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε και δεν διαβιβάζεται στο Δικαστήριο που απευθύνεται. Η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση μόνο ως προς τους λόγους του αναιρετηρίου, ως και τους τυχόν προσθέτους, για τους οποίους υπάρχει ήδη θετική γνώμη του αρμόδιου τμήματος του Ν.Σ.Κ.”

Σχετικό:  υπ` αριθμ. 773/2011 απόφαση ΣΤΕ.

Άρθρο 43
Δάνεια νέων δικηγόρων
Οι τόκοι δανείων που χορηγήθηκαν από το Ταμείο Νομικών σε δικηγόρους, οι οποίοι έχουν ασκήσει το λειτούργημά τους για διάστημα μικρότερο των επτά (7) ετών, διαγράφονται από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις χορήγησης από το Ταμείο Νομικών νέων δανείων σε δικηγόρους που έχουν ασκήσει το λειτούργημάτους για διάστημα μικρότερο των επτά (7) ετών. Τα δάνεια αυτά μπορεί να είναι άτοκα ή με επιτόκιο που δεν υπερβαίνει το τέσσερα τοις εκατό (4%) ετησίως.

Άρθρο 44
Τρόπος κάλυψης δαπανών

1. Οι δαπάνες που προκαλούνται από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1, 6, 8, 10, 17 και 39 σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, καλύπτονται κατά ένα μέρος τους από την αναμενόμενη αύξηση των δημοσίων εσόδων, που θα προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 παρ. 1, 13 παρ. 2, 22 και 33 παρ. 1 και την εξοικονόμηση δαπανών που θα προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 παρ. 1 και 13. Κατά το υπόλοιπο μέρος τους οι ανωτέρω δαπάνες θα καλυφθούν για μεν το τρέχον οικονομικό έτος από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Δικαιοσύνης, για δε τα επόμενα οικονομικά έτη από τις πιστώσεις που θα εγγράφονται στον Προϋπολογισμό αυτόν.

2. Η ενδεχόμενη απώλεια εσόδων που θα προκληθεί από τις διατάξεις του άρθρου 15 αντισταθμίζεται από την κατά τα ανωτέρω αύξηση των δημοσίων εσόδων και εξοικονόμηση δαπανών.

3. Η δαπάνη που ενδέχεται να προκληθεί από τις διατάξεις του άρθρου 7 σε βάρος του προϋπολογισμού του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. θα καλύπτεται από τις πιστώσεις του προϋπολογισμού αυτού.

4. Η απώλεια εσόδων του προϋπολογισμού του Ταμείου Νομικών, που θα προκληθεί από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 43, αναπληρώνεται από άλλες πηγές εσόδων του Ταμείου αυτού.

Άρθρο 45
Συνέπειες της υπαγωγής επιχειρήσεως σε ειδικήεκκαθάριση ως προς τους δικηγόρους αυτής
Από της ενάρξεως της ισχύος του άρθρου 14 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206 Α`) η υπαγωγή επιχειρήσεως υπό του καθεστώς της ειδικής εκκαθαρίσεως που προβλέπουν τα άρθρα 46 και 46α του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α`) ισοδυναμεί με πτώχευση της επιχειρήσεως όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 94 του Κώδικα περί Δικηγόρων για την αυτοδίκαιη λύση των συμβάσεων εμμίσθου εντολής των δικηγόρων και για την υποχρέωση καταβολής της υπό της ίδιας διατάξεως προβλεπόμενης αποζημιώσεως.

Άρθρο 46
Θέματα Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων
Το άρθρο 146 του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2304/1995 (ΦΕΚ 83 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“Με προεδρικά διατάγματα, που καταρτίζονται μετά από πρόταση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, καθορίζονται τα θέματα που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία εν γένει των στρατιωτικών δικαστηρίων, στη συγκρότηση, στις αρμοδιότητες και στον τρόπολειτουργίας της ολομέλειας αυτών, στη διάρκεια του δικαστικού έτους και των δικαστικών διακοπών, στις προϋποθέσεις, στην αρμοδιότητα χορήγησης και στη διάρκεια των αδειών εν γένει των δικαστικών λειτουργών, στον τρόπο κατάρτισης και στο περιεχόμενο των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων, που καταρτίζονται από αυτά, στη πειθαρχική δικαιοδοσία των προέδρων και εισαγγελέων των στρατιωτικών δικαστηρίων επί του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε αυτά, στην οργάνωση και στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, καθώς και στην πειθαρχική δικαιοδοσία του Διευθυντή της επί του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν, στις ηθικές αμοιβές, στον τύπο του δελτίου ταυτότητας και στην αρχή εκδόσεως αυτού, στα ειδικά προνόμια των επίτιμων δικαστικών λειτουργών, στον τύπο της τηβέννου, της στολής και των διακριτικών σημείων των δικαστικών λειτουργών και γενικώς στα θέματα που προβλέπονται από των Κώδικα και απαιτούν ειδικότερη ρύθμιση.”

Άρθρο 47
Αρχή προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα

1. Μετά το εδ. γ` της παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 2472/1997 προστίθεται: “Οπότε οι τελευταίοι μετέχουν στη συνεδρίαση με ψήφο ανεξάρτητα από την παράλληλη παρουσία του τακτικού μέλους.”

2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 11 του ν. 2623/1998 τροποποιείται ως εξής: “2. Οι προθεσμίες που ορίζονται στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 24 του ν. 2472/1997 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 2 του ν. 2623/1998 λήγουν στις 31 Δεκεμβρίου 1999.”

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΦΡΟΥΡΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝΚΡΑΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΝΟΣΗΛΕΥΟΜΕΝΩΝ ΣΤΑΘΕΡΑΠΕΥΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΙΚΩΝ

Άρθρο 48

1. Συνιστάται ειδική υπηρεσία στον Υπουργείο Δικαιοσύνης με τίτλο “Υπηρεσία Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης”. Σκοπός και αποστολή της υπηρεσίας αυτής είναι η εξωτερική φρούρηση των Καταστημάτων Κράτησης, η φρούρηση των νοσηλευόμενων σε οποιοδήποτε θεραπευτήριο καταδίκων και υποδίκων και η συνοδεία αυτών προς ανάκριση, εμφάνιση σε δικαστήριο, ιατρική εξέταση, εκτέλεση έκτακτης άδειας ή άλλου έργου.

Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί στην υπηρεσία αυτή να ανατεθούν καθήκοντα φύλαξης των κτιρίων της κεντρικής υπηρεσίας του Υπουργείου, καθώς και των εισόδων των δικαστικών κτιρίων της Περιφέρειας, στην οποία βρίσκονται τα καταστήματα κράτησης.

Πέρα των ανωτέρω, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί στην υπηρεσία αυτή να ανατίθενται καθήκοντα στα εξωτερικά θυρωρεία των Καταστημάτων Κράτησης. Τα ειδικότερα καθήκοντα που θα εκτελούνται, καθώς και ο χώρος ευθύνης που ανατίθεται ορίζονται με την ίδια απόφαση

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 19 παρ.9 Ν.4267/2014, ΦΕΚ Α 137/12.6.2014 και με το άρθρο δέκατο έβδομο παρ.1 Ν.4411/2016.

2. Ως “εξωτερική φρούρηση” νοείται η μέριμνα για την αντιμετώπιση και αποτροπή οποιασδήποτε μεμονωμένης ή ομαδικής απόδρασης ή απόπειρας απόδρασης κρατουμένων από τα ως άνω Καταστήματα, ή κατά τη διάρκεια μεταγωγής τους, η καταδίωξη κρατουμένων που έχουν δραπετεύσει, μέχρις ότου επιληφθεί η αρμόδια αστυνομική αρχή, ως και η προστασία των καταστημάτων τούτων, από οποιαδήποτε εκτός αυτών προερχόμενη προσβολή, με σκοπό τη διευκόλυνση απόδρασης κρατουμένων ή την άσκηση βίας κατά προσώπων ή τη ρίψη απαγορευμένης αντικειμένων εντός του χώρου αυτών.

3. Το Προσωπικό Εξωτερικής Φρούρησης των Καταστημάτων Κράτησης έχει τις ίδιες αρμοδιότητες, εξουσίες, καθήκοντα και υποχρεώσεις με το προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας στην άσκηση των ανατιθέμενων σε αυτό δια του παρόντος καθηκόντων του.

Στο προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης Γ τύπου, την εξωτερική και περιμετρική φρούρηση των οποίων αναλαμβάνει η Ελληνική Αστυνομία, ανατίθενται, κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στην παράγραφο 1, άλλα καθήκοντα, όπως επιφυλακής με ή χωρίς όπλο, οργάνωσης ομάδων περιπολιών εντός της νεκρής ζώνης, επέμβασης και ελέγχων εντός του καταστήματος και άλλες αρμοδιότητες σχετικά με την εσωτερική ασφάλεια του καταστήματος. Η ανάθεση τέτοιων καθηκόντων γίνεται με απόφαση του Διοικητή του Τμήματος Εξωτερικής Φρούρησης ή του νόμιμου αναπληρωτή του, κατόπιν αιτήματος του Διευθυντή του οικείου καταστήματος κράτησης. Η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 19 του Ν. 4267/2014 (Α` 137)εφαρμόζεται και στο προσωπικό της υπηρεσίας εξωτερικής φρούρησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που υπηρετεί στα καταστήματα κράτησης Γ` τύπου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τηνπαρ.1 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005 και με το άρθρο 14 παρ.1 Ν.4274/2014,ΦΕΚ Α 147/14.7.2014.

Σχετικό: άρθρο 2Ν.4267/2014,ΦΕΚ Α 137/12.6.2014 και το άρθρο 1 ΠΔ 24/2012,ΦΕΚ Α 53/12.3.2012

Άρθρο 49

1. Στους κλάδους του Προσωπικού Καταστημάτων Κράτησης που προβλέπονται στο άρθρο 20 του π.δ. 278/1988 προστίθεται νέος κλάδος ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης.

2. Για τη στελέχωση του κλάδου αυτού συνιστώνται 1.300 θέσεις. Τα θέματα της υπηρεσιακής κατάστασης, της εκπαίδευσης, των αποδοχών και της ασφάλισης του προσωπικού αυτού και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια διέπονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις και ρυθμίσεις που αφορούν το φυλακτικό προσωπικό των Καταστημάτων Κράτησης.

εκτός από το ωράριο υπηρεσίας, το οποίο θα καθορίζεται με κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης καιΑποκέντρωσης και Δικαιοσύνης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.36 Ν.2915/2001,ΦΕΚ Α 109/29.5.2001.

Σχετικό: παρ.13 άρθρ.14 Ν.3038/2002,ΦΕΚ Α 180 και άρθρο 59 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α` 77/7.5.2008(ισχύς από 8.6.2008)

3. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης γίνεται η κατανομή κατά καταστήματα των θέσεων της προηγούμενης παραγράφου.

4. Για την πλήρωση των θέσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 διορίζονταιΈλληνες πολίτες, απόφοιτοι λυκείου ή άλλης ισότιμης σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με άρθρο 49 Ν.3689/2008, ΦΕΚ Α 164/5-8-2008.

Για την επιλογή τους εφαρμόζονται τα ακόλουθα αντικειμενικά κριτήρια:

(α) Η εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας στις Ένοπλες Δυνάμεις με τοβαθμό του εφέδρου αξιωματικού ή στις Ειδικές Δυνάμεις των Ενόπλων Δυνάμεων ήη προϋπηρεσία ως εθελοντών πενταετούς θητείας στις Ένοπλες Δυνάμεις.

(β) Ο βαθμός του απολυτηρίου τίτλου σπουδών.

(γ) Η μόνιμη κατοικία και η εγγραφή στα δημοτολόγια δήμων ή κοινοτήτων τουνομού όπου εδρεύουν τα Καταστήματα Κράτησης, για δύο τουλάχιστον χρόνια έωςτην έκδοση της προκήρυξης. Υποψήφιοι οι οποίοι λαμβάνουν μόρια με βάση τοκριτήριο αυτό υποχρεούνται να υπηρετήσουν στο νομό για τον οποίο έλαβαν ταμόρια τουλάχιστον επί δέκα χρόνια, εκτός αν, λόγω βαθμολογικής προαγωγής τους ή υπηρεσιακών αναγκών, καταστεί αναγκαία η μετάθεση ή η απόσπασή τους σεΚατάστημα άλλου νομού.

(δ) Η κατοχή άδειας ικανότητας οδηγού Γ΄ ή Δ΄ κατηγορίας.

(ε) Η κατοχή διπλώματος μεταδευτεροβάθμιας επαγγελματικής εκπαίδευσης τουΟ.Ε.Ε.Κ. δωδεκάμηνης τουλάχιστον φοίτησης, με ειδικότητα “Στέλεχος ΥπηρεσιώνΑσφαλείας”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν.3388/2005 και  με το άρθρο 18 τουν. 3472/2006, αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 26 Ν.3500/2006, ΦΕΚ Α 232/24.10.2006

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!!:  Εναρξη ισχύος τρεις μήνες μετάτη δημοσίευση του Ν.3500/2006.5.Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτούνται:

α) Τριμελής επιτροπή για την επιλογή των υποψηφίων, η οποία αποτελείταιαπό:αα) έναν Νομικό Σύμβουλο του Κράτους, με το νόμιμο αναπληρωτή του,οριζόμενους από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ββ) έναν εκπρόσωπο του Ανωτάτου Συμβουλίου Επιλογή Προσωπικού, με τον αναπληρωτή του, οριζόμενους από τον Πρόεδρο του και Υ^ τον Γενικό Διευθυντή Σωφρονιστικής Πολιτικής της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με το νόμιμο αναπληρωτή του. Με όμοια απόφαση ορίζεται ο γραμματέας της Επιτροπής και ο αναπληρωτής του. Χρέη γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης με βαθμό Α` ή Β` και

β) Τριμελείς επιτροπές από πρόσωπα με τις κατάλληλες επιστημονικές γνώσεις και αντίστοιχης ειδικότητας προκειμένου να υποβάλλουν τους υποψηφίους σεψυχοτεχνική και υγειονομική εξέταση, καθώς και στις αναγκαίες αθλητικέςδοκιμασίες η επιτυχία στις οποίες αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τηνπεραιτέρω συμμετοχή των υποψηφίων στη διαδικασία επιλογή. Με όμοια απόφασηορίζεται ο γραμματέας κάθε Επιτροπής και ο αναπληρωτής του. Χρέη γραμματέα τηςΕπιτροπής εκτελεί υπάλληλος της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης με βαθμό Α` ή Β`.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζεται η αμοιβή των μελών των επιτροπών και του γραμματέως.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τηνπαρ.2 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

5.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τηνπαρ.2 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

6. Οι επιλεγόμενοι διορίζονται στις θέσεις κλάδου ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής φρούρησης με το βαθμό του φρουρού, ύστερα από επιτυχή παρακολούθηση προγράμματος βασικής εκπαίδευσης σε σχολές του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή της Ελληνικής Αστυνομίας διάρκειας δύο μηνών. Οι διοριζόμενοι ολοκληρώνουν τηβασική τους εκπαίδευση με τρίμηνη υποχρεωτική πρακτική άσκηση στις ΥπηρεσίεςΕξωτερικής φρούρησης των Καταστημάτων Κράτησης. Η επίδοσή τους κατά τοπαραπάνω στάδιο εκτιμάται υποχρεωτικά, προκειμένου να μονιμοποιηθούν. Οιδαπάνες εκπαίδευσης, στέγασης και σίτισης στη σχολή βαρύνουν τις πιστώσειςτου προϋπολογισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνηςκαθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης, που λαμβάνουν οι εκπαιδευόμενοι στις ανωτέρω Σχολές. Η αποζημίωση υπόκειται σε κράτηση υγειονομικής περίθαλψης,όπως αυτή προβλέπεται εκάστοτε για τις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων. Ηκράτηση αυτή περιέρχεται στο Δημόσιο. Οι δαπάνες ιατροφαρμακευτικήςπερίθαλψης των εκπαιδευομένων και μόνο καλύπτονται από τον Ο.Π.Α.Δ., ο οποίος επιχορηγείται προς τούτο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α΄). Το χρονικό διάστημα φοίτησης των ανωτέρω στη Σχολή αποτελεί χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον διορισθούν. Εάν μευπαιτιότητά τους διακοπεί η εκπαίδευση στη Σχολή ή δεν αποδεχθούν το διορισμό τους, οι εκπαιδευόμενοι υποχρεούνται να επιστρέψουν την αποζημίωση, καθώς και τις δαπάνες για την εκπαίδευσή τους, όπως καθορίζονται με την κοινή απόφασητων Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, η οποία προβλέπεταιστην παράγραφο 8 του παρόντος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τηνπαρ.2 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005 και με το άρθρο 26Ν.3500/2006,ΦΕΚ Α 232/24.10.2006.

Σχετικό:  Ν.3500/2006.

7. Κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του το προσωπικό της Υπηρεσίας Εξωτερικής φρούρησης φέρει στολή και οπλισμό.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τηνπαρ.2 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

8. Οι βαθμοί του προσωπικού Εξωτερικής φρούρησης καθορίζονται ιεραρχικά, ως εξής:

α) Αρχιφύλακας Α`.

β) Αρχιφύλακας Β`.

γ) Υπαρχιφύλακας Α`.

δ) Υπαρχιφύλακας Β`.

ε) φρουρός.

Αξιωματικοί της Υπηρεσίας Εξωτερικής φρούρησης είναι οι Αρχιφύλακες Α` και Β` οι οποίοι ασκούν, αντιστοίχως, καθήκοντα Διοικητή και Υποδιοικητή τουτμήματος Εξωτερικής φρούρησης κάθε Καταστήματος Κράτησης.

Όποιος μονιμοποιείται ή προάγεται δεν επιτρέπεται να παραιτηθεί από τηνυπηρεσία πριν παρέλθει πενταετία από την ημέρα της μονιμοποίησης ή της προαγωγής του.

Όποιος υποβάλλει παραίτηση πριν την παρέλευση του παραπάνω χρόνου,υποχρεούται να επιστρέψει τις κάθε είδους αποδοχές που του έχουν καταβληθείκατά το χρόνο της εκπαίδευσης του, καθώς και τις δαπάνες που προέκυψαν για αυτή/ (εισαγωγική και προαγωγική. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται οι όροι, η διαδικασία, οι προϋποθέσεις προσδιορισμού και επιστροφής των δαπανών και κάθε άλλο θέμα αναγκαίογα την εφαρμογή της διάταξης αυτής.

Μέχρι να προαχθούν στο βαθμό του Αρχιφύλακα Β` όσοι εξωτερικοί φρουροί ήδη υπηρετούν, καθήκοντα Διοικητή της Υπηρεσίας Εξωτερικής φρούρησης ασκούνΑξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με τηνπαρ.3 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

9. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και των αρμόδιων, γα κάθε περίπτωση, Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, καθορίζεται η σύσταση, η στελέχωση και ο τρόπος οργάνωσης της Υπηρεσίας Εξωτερικής φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης, ο χρόνος και η διαδικασία προαγωγών, η στολή και ο οπλισμός, τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις του προσωπικού, ο χρόνος εργασίας, η εκπαίδευση και η επιμόρφωσή του, καθώς και η κατανομή των θέσεων στους βαθμούς της ιεραρχίας, οι υπηρεσιακές μεταβολές, τα διοικητικά και πειθαρχικά μέτρα που λαμβάνονται σε βάρος των υπαλλήλων του κλάδου ΔΕ του παραπάνω προσωπικού, όπως και οι σχέσεις της Ελληνικής Αστυνομίας με τις Υπηρεσίες Εξωτερικής φρούρησης.

Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεών τους.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με τηνπαρ.3 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

10.Δεν επιτρέπεται μετάταξη υπαλλήλου προς και από τον κλάδο ΔΕΠροσωπικού Εξωτερικής φρούρησης.

Μετάθεση και απόσπαση του παραπάνω προσωπικού επιτρέπεται μόνον αν παρέλθειχρονικό διάστημα υπηρεσίας δυο ετών στο Κατάστημα Κράτησης που τοποθετήθηκεμετά από το διορισμό του ή μετά την προαγωγή του στο βαθμό, εκτός εάν έχουνεφαρμοσθεί οι διατάξεις της περίπτωσης γ` της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

Κατ’ εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές υπηρεσιακές ανάγκες, δύνανται υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ του παραπάνω προσωπικού να μετατάσσονται, μετά από αίτημά τους, σε κενές οργανικές θέσεις των κλάδων ΠΕ Εγκληματολόγων, ΠΕ Ψυχολόγων, ΠΕ Κοινωνιολόγων, ΠΕ Γεωπονίας, ΠΕ Φαρμακοποιών, ΠΕ Ιατρών, ΠΕ Οδοντιάτρων, ΤΕ Υγείας Πρόνοιας (ειδικότητα Κοινωνικής Εργασίας και Νοσηλευτικής), ΤΕ Τεχνολογίας – Γεωπονίας, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ύστερα από γνωμοδότηση του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου

Σημ.: όπως προστέθηκε  με την παρ.3 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005 ,τροποποιήθηκε με το άρθρο δέκατο έβδομο παρ.2 Ν.4411/2016.

11. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο των υπαλλήλων των Καταστημάτων Κράτησης είναιαρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο γα θέματα του παραπάνω προσωπικού. Ως αιρετάμέλη στο Συμβούλιο αυτό, όταν εξετάζονται θέματα του κλάδου υπαλλήλων ΔΕΕξωτερικής φρούρησης, λαμβάνουν μέρος εκπρόσωποι των υπαλλήλων της ΥπηρεσίαςΕξωτερικής φρούρησης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν υπηρετήσει τόσο χρόνο όσος απαιτείται για να προαχθούν στο βαθμό του Αρχιφύλακα Α`. Για θέματα πουαφορούν στη διαδικασία και όλους γενικά τους όρους εκλογή των εκπροσώπων,ισχύουν ανάλογος οι διατάξεις των άρθρων 158 έως 164 του ν. 2683/1999 ((ΕΚ 19

Α`) που αναφέρονται στους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους. Για το χρονικόδιάστημα που απαιτείται προς ολοκλήρωση του χρόνου γα την εκλογή των πιο πάνω  εκπροσώπων, εκλέγονται ως μέλη υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ του ΠροσωπικούΕξωτερικής φρούρησης, οι οποίοι έχουν μονιμοποιηθεί στη θέση που διορίστηκαν.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με τηνπαρ.3 άρθρ. 1 Ν.3388/2005,ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

12. Οι υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού υπάλληλοι του κλάδουΔΕ Εξωτερικής Φρούρησης κατατάσσονται αυτοδικαίως στο βαθμό του Φρουρού. Οχρόνος που έχει διανυθεί από το διορισμό τους μέχρι τη δημοσίευση του νόμουαυτού, καθώς και κάθε άλλη δημόσια υπηρεσία, που αναγνωρίζεται γιαβαθμολογική εξέλιξη σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα,θεωρείται ότι έχει διανυθεί στο βαθμό του Φρουρού. Για την κατάταξη εκδίδεταιδιαπιστωτική πράξη η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με το άρθρο 60 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.`Εναρξη ισχύος από 8/6/2008.

13. Για κάθε άλλο θέμα που δεν ρυθμίζεται από τις διατάξεις αυτού τουνόμου εφαρμόζονται ανάλογος οι διατάξεις που αναφέρονται στους υπαλλήλους τουκλάδου ΔΕ Φύλαξης των Καταστημάτων Κράτησης.

Σημ.: όπως αναριθμήθηκε  με το άρθρο 60 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.`Εναρξη ισχύος από 8/6/2008.

Άρθρο 50
Οπλοφορία και οπλοχρησία

1. Το Προσωπικό της Εξωτερικής Φρούρησης κατά την άσκηση των καθηκόντων φέρει όπλα και μπορεί να κάνει χρήση αυτών πέραν των περιπτώσεων νομίμου αμύνης από τον Ποινικό Κώδικα, στις ακόλουθες περιπτώσεις χωρίς να ευθύνεται για τις συνέπειες:

α) Όταν κρατούμενοι αποπειρώνται να αποδράσουν με βία που στρέφεται κατά προσώπων ή πραγμάτων, ή όταν για το ίδιο σκοπό αναρριχώνται στον εξωτερικό τοίχο του Καταστήματος.

β) Όταν κρατούμενοι εξέλθουν του εξωτερικού μανδρότοιχοι του Καταστήματος ή βρεθούν στην εξωτερική ζώνη αυτού ή εκτός των ορίων του Καταστήματος και δεν σταθούν στη σχετική πρόσκληση του φρουρού δια των λέξεων “Αλτ” ή “Πυροβολώ”.

γ) Όταν ενεργείται κατά του Προσωπικού επίθεση από των εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο του Καταστήματος, με όπλα ή άλλα αντικείμενα, δυνάμενα να επιφέρουν σε αυτό σοβαρή σωματική βλάβη.

δ) Όταν το Προσωπικό Εξωτερικής Φρούρησης δεν μπορεί να υπερασπίσει άλλως τη θέση που κατέχει ή τα άτομα τα οποία παραδίδονται σε αυτό προς φύλαξη.

ε) Όταν τρίτα πρόσωπα επιχειρούν με χρήση βίας να ελευθερώνουν κρατούμενο σε οποιαδήποτε περίπτωση.

στ) Όταν επιχειρείται επέμβαση για απελευθέρωση ομήρων μετά την άρνηση των κρατουμένων σε νόμιμη πρόσκληση να απελευθερώσουν αυτούς.

ζ) Όταν καλείται νομίμως ένοπλο άτομο να παραδώσει ή εγκαταλείψει το όπλο του.

2. Οπλα θεωρούνται τα αναφερόμενα στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2168/1993 όπως εκάστοτε ισχύει.

3. Προ πάσης δραστικής χρήσεως των όπλων, προηγούνται τα ήπια μέσα προς αποτροπή της απόδρασης. Ως ήπια μέσα θεωρούνται ιδίως:

α) η παροχή συμβουλών ή παραινέσεων ή εκτόξευση απειλών προς τον ή τους αποπειραμένους να δραπετεύσουν ή να δράσουν κατά τα ανωτέρω, ως “Αλτ” ή “Πυροβολώ”,

β) η εκτόξευση νερού υπό πίεση,

γ) η χρήση χημικών μέσων που παρέχονται από την Υπηρεσία και

δ) η ρίψη προειδοποιητικών πυροβολισμών στον αέρα.

4. Οι υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις κατέχουν υπηρεσιακό οπλισμό, δύνανται να φέρουν αυτόν και εκτόςυπηρεσίας, για χρονικό διάστημα που καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης,Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη καιεπιτρέπεται, με τις ίδιες προϋποθέσεις και ύστερα από άδεια, να κατέχουν και να φέρουν καιιδιωτικό ατομικό οπλισμό. Η άδεια αγοράς του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού εκδίδεται από τηναστυνομική αρχή του τόπου όπου υπηρετεί ο υπάλληλος, ύστερα από εισήγηση του ΑρχιφύλακαΑ` ή του αναπληρωτή του και με σύμφωνη γνώμη του οικείου Διευθυντή της Υπηρεσίας ΕξωτερικήςΦρούρησης, η οποία χορηγείται εφόσον ο υπάλληλος έχει μονιμοποιηθεί. Η αγορά, η συντήρησηκαι η εκπαίδευση στη χρήση του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού βαρύνει τον υπάλληλο. Με κοινήαπόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ΔημόσιαςΤάξης και Προστασίας του Πολίτη καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις και τα όργανα που είναιαρμόδια για τη χορήγηση των αδειών κατοχής ιδιωτικού οπλισμού και οπλοφορίας του παραπάνωπροσωπικού, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με το άρθρ.2 Ν.3388/2005, ΦΕΚ Α 225/12.9.2005 τροποποιήθηκε  με το άρθρο 14 παρ.2 Ν.4274/2014, ΦΕΚ Α 147/14.7.2014.

5. Ο ιδιωτικός ατομικός οπλισμός που φέρει το παραπάνω προσωπικό κατά τηδιάρκεια της υπηρεσίας του θεωρείται υπηρεσιακός. Οι διατάξεις που αφορούνστον υπηρεσιακό ατομικό οπλισμό εφαρμόζονται και για τον ιδιωτικό ατομικόοπλισμό. Οι ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 του ν. 3169/2003((ΕΚ 189 Α`) επιβάλλονται και στους εξωτερικούς φρουρούς των Καταστημάτων Κράτησης σε περίπτωση τελέσεως εκ μέρους τους των εγκλημάτων πουπροβλέπονται στο ίδιο άρθρο.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με το άρθρ.2 Ν.3388/2005, ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

6. Μετά τη λύση γα οποιονδήποτε λόγο της υπαλληλικής σχέσης του υπαλλήλου της υπηρεσίας Εξωτερικής φρούρησης ο ιδιωτικός ατομικός οπλισμός παραδίδεται υποχρεωτικά στην υπηρεσία του όπου φυλάσσεται μέχρι δύο χρόνια. Αν στο διάστημα αυτό χορηγηθεί στον ενδιαφερόμενο άδεια οπλοφορίας και κατοχής όπλου, επιστρέφεται. Με άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής επιτρέπεται η πώληση ή διάθεση του ιδιωτικού ατομικού οπλισμού από τον ιδιοκτήτη του κατά το διάστημα της διετίας ή πριν από τη λήξη ή ανάκληση της άδειας σε έμπορο ή άτομο που κατέχει άδεια για την αγορά. Αν ο ιδιωτικός ατομικός οπλισμός δεν πωληθεί ή διατεθεί και δεν χορηγηθεί νέα άδεια, μετά την παρέλευση της διετίας περιέρχεται αυτοδικαίως στο Δημόσιο και καταχωρίζεται στο βιβλίο υλικού του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Με απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης καθορίζονται οι όροι, η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια γιατην εφαρμογή της διάταξης αυτής.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με το άρθρ.2 Ν.3388/2005, ΦΕΚ Α 225/12.9.2005.

Άρθρο 51
1. Οι αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 2721/1999 εξακολουθούν να ασκούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2000.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 31 Ν.2836/2000, ΦΕΚ Α 168/24.7.2000

Σχετικό:  παρ. 2 του άρθρου 51του ν. 2721/1999 (ΦΕΚ 112 Α`) παρατείνεται μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2001 (άρθρ.14 Ν.2943/2001).

Σχετικό: παρ.11 άρθρ.14 Ν.3038/2002,ΦΕΚ Α 180, παρ.4 του άρθρου 60 του Ν.3160/2003(Α΄ 165)

Σχετικό:  ΥΑ 196445 (ΦΕΚ Β΄ 1573/16.12.2002)και  ΥΑ170260(ΦΕΚ Β΄ 1826/8.12.2003)

Σχετικό:  παρ.1 άρθρ.18 Ν.3242/2004,ΦΕΚ Α 102/24.5.2004

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Τελικές διατάξεις και άλλες διατάξεις

Άρθρο 52
Τελικές διατάξεις και άλλες διατάξεις

1. Οι διατάξεις των άρθρων 29 έως και 31 και 33 έως και 37 του Δ` Κεφαλαίου καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς υποθέσεις και ισχύουν από 16.9.1999.

2. Στις εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αιτήσεις αναιρέσεως, με αντικείμενο της διαφοράς κατώτερο από 500.000 δραχμές, εφαρμόζονται αναλόγως τα οριζόμενα στις παραγράφους 6 έως 8 του άρθρου 12 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`). Ο αναιρεσείων μπορεί, μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τις 16.9.1999, να προβάλει με υπόμνημα ότι η επίλυση της εκκρεμούς διαφοράς έχει ευρύτερες για αυτόν οικονομικές επιπτώσεις, που δικαιολογούν τη συνέχιση της δίκης. Στην περίπτωση αυτήν, η υπόθεση εισάγεται υποχρεωτικά για συζήτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστικού σχηματισμού, ο οποίος και αποφαίνεται αν συντρέχει ή όχι περίπτωση να καταργηθεί η δίκη.

3. Στις εκκρεμείς υποθέσεις που παραπέμπονται στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια για να εκδικασθούν ως διοικητικές διαφορές ουσίας, επιτρέπεται η προβολή λόγων που προσιδιάζουν στην ουσιαστική φύση της διαφοράς με δικόγραφο προσθέτων λόγων, υποβαλλόμενο σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη κατά το μέρος που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή κατά το μέρος που ρυθμίζει θέματα που διέπονται από αυτόν.

5. Η παρ. 8 του άρθρου 3 του ν. 2408/1996 καταργείται.

Άρθρο 53

1. Στους προέδρους, στα μέλη, στους γραμματείς και στους βοηθούς γραμματείς των επιτροπών, στους βαθμολογητές και αναβαθμολογητές των γραπτών δοκιμίων και γενικά στο κάθε είδους προσωπικό που ασχολείται με τις εξετάσεις της Β` και Γ` τάξης του Ενιαίου Λυκείου της δοκιμασίας δεξιοτήτων και της διαδικασίας επιλογής των εισαγόμενων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αποφοίτων του ενιαίου Λυκείου, καταβάλλεται αποζημίωση κατ` αποκοπή ή κατά συνεδρίαση ή κατά γραπτό λόγο ή ωριαία αντιμισθία, που καθορίζεται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, οι οποίες δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 19 του ν. 2470/1997, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 7 του ν. 2517/1997, εφαρμόζονται ανάλογα και κατά την εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου αυτής.

2. Οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς και της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, υπάγονται στις διατάξεις του ν. 2683/1999 “Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων πολιτικών Διοικητικών και υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 19 Α`) από την ημερομηνία ισχύος του με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων των επόμενων περιπτώσεων και με εξαίρεση τα θέματα τα οποία ρυθμίζονται από ειδικές γι` αυτούς διατάξεις:

α) Οι μητέρες τακτικοί εκπαιδευτικοί μπορούν να επιλέγουν τη χορήγηση άδειας εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού του άρθρου 53 ή τις διευκολύνσεις της παραγράφου 8 του άρθρου 13 του ν. 1566/1985 (ΦΕΚ 167 Α`) και του άρθρου 30 παράγραφος 14 του ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159 Α`).

β) Οι κατά το άρθρο 156 απολύσεις λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετούς υπηρεσίας, για τους εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πραγματοποιούνται στο τέλος του διδακτικού έτους από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας και της τριακονταπενταετούς υπηρεσίας.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  η περ.β΄ με το άρθρο 4 παρ.3 Ν.3687/2008, ΦΕΚΑ` 159/1.8.2008.

γ) Στο δευτεροβάθμιο υπηρεσιακό συμβούλιο του άρθρου 160 μετέχουν ως αιρετικοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών οι εκλεγμένοι αιρετοί εκπρόσωποι του Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, αντίστοιχα, αναπληρούμενοι σε περίπτωση κωλύματός τους, από τους νόμιμους αναπληρωτές τους.

δ) Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των ιδιωτικών σχολείων.

3. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων παρατείνονται μέχρι πέρατος και του επόμενου σχολικο έτους 31.8.2000 οι αποσπάσεις εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν ήδη ή πρόκειται να συμπληρώσουν τον υπό των κείμενων διατάξεων προβλεπόμενο ανώτατο χρόνο απόσπασης: α) στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου Διοικητικού Προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και β) σε νομικά πρόσωπα, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από γνώμη των αρμόδιων οργάνων τους.

Άρθρο 54
Η παρ. 8 του άρθρου 43 του ν. 1337/1983 “Επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις” (ΦΕΚ 33 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“8. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, κατά τις διατάξεις του ν. δ. από 17.7/16.8.1923 “περί σχεδίων πόλεων κ.λπ.” μπορεί να εγκρίνεται τοπικό ρυμοτομικό σχέδιο και να καθορίζονται όροι και περιορισμοί δόμησης σε περιοχές εκτός των ορίων οικισμών προ του 1923 για τη μεταφορά οικισμών που πλήγηκαν από σεισμούς ή κατολισθήσεις ή μεταφέρονται από αρχαιολογικούς χώρους ή μεταφέρονται λόγω αναπτυξιακών έργων οργανισμών κοινής ωφέλειας.

Για τους ιδιοκτήτες των μεταφερομένων λόγω αναπτυξιακών έργων οργανισμών κοινής ωφέλειας οικισμών και εντός των κατά τα ανωτέρω εγκρινόμενων σχεδίων έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2520/1997 (ΦΕΚ 173 Α`) και ειδικότερα οι παράγραφοι 1.IΙα, β`, γ` – 2.α`, γ`, και δ`.

Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Ανάπτυξης καθορίζονται η διαδικασία κάλυψης της μείωσης των αμοιβών των μηχανικών και οι αναγκαίες λεπτομέρειες για την εφαρμογή του ανωτέρω εδαφίου.”

Άρθρο 55
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν διαφορετικά ορίζεται στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 3 Ιουνίου 1999

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Β. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Α. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Γ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥΕ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Κ. ΛΑΛΙΩΤΗΣΓ. ΑΡΣΕΝΗΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝΥΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Μ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ Λ. ΠΑΠΑΔΗΜΑΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ

Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣΜ. ΧΡΥΣΟΧΟΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 3 Ιουνίου 1999

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Ε. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ