ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘ. 2630 ΦΕΚ Α 155/10.7.1998

Κύρωση των Πρωτοκόλλων βάσει του άρθρου Κ.3 τηςΣυνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του άρθρου 41παρ. 3 της Σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Σύμβαση EUROPOL), σχετικά μετα προνόμια και τις ασυλίες της EUROPOL, των μελώντων οργάνων της, των αναπληρωτών διευθυντών και τωνυπαλλήλων της και με την ερμηνεία της Σύμβασης EUROPOL από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτωνμε προδικαστικές αποφάσεις

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, το Πρωτόκολλο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του άρθρου 41 παρ. 3 της Σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας (Σύμβαση EUROPOL), σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες, της EUROPOL, των μελών των οργάνων της, των αναπληρωτών διευθυντών και των υπαλλήλων της, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 19 Ιουνίου 1997, και το Πρωτόκολλο βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με την ερμηνεία της Σύμβασης EUROPOL από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 23 Ιουλίου 1996, των οποίων το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική γλώσσα έχει ως εξής :

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

βάσει του άρθρου Κ.3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του άρθρου 41 παράγραφος 3 της Σύμβασης Ευρωπόλ, σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες της Ευρωπόλ, των μελών των οργάνων της, των αναπληρωτών διευθυντών και των υπαλλήλων της

ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ του παρόντος Πρωτοκόλλου, κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ στην πράξη του Συμβουλίου της 19ης Ιουνίου 1997,

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι, σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 1 της σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (σύμβαση Ευρωπόλ), η Ευρωπόλ, τα μέλη των οργάνων της, οι αναπληρωτές διευθυντές και οι υπάλληλοί της απολαύουν των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με Πρωτόκολλο το οποίο περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους σε όλα τα κράτη μέλη κανόνες,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ :

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος Πρωτοκόλλου νοούνται ως :

α) “σύμβαση”, η σύμβαση για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση   (σύμβαση Ευρωπόλ)

β) “Ευρωπόλ”, η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία

γ) “όργανα της Ευρωπόλ”, το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στο άρθρο 28 της σύμβασης, ο δημοσιονομικός ελεγκτής που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 7 της σύμβασης και η δημοσιονομική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 8 της σύμβασης

δ) “συμβούλιο”, το διοικητικό συμβούλιο που αναφέρεται στο άρθρο 28 της σύμβασης

ε) “διευθυντής”, ο διευθυντής της Ευρωπόλ που αναφέρεται στο άρθρο 29 της σύμβασης

στ) “προσωπικό”, ο διευθυντής, οι αναπληρωτές διευθυντές και οι υπάλληλοι της Ευρωπόλ που αναφέρονται στο άρθρο 30 της σύμβασης, εκτός από το τοπικό προσωπικό κατά την έννοια του άρθρου 3 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης

ζ) “αρχεία της Ευρωπόλ”, όλοι οι φάκελοι, η αλληλογραφία, τα έγγραφα, τα χειρόγραφα, τα ηλεκτρονικά δεδομένα, οι φωτογραφίες, οι ταινίες, οι μαγνητοσκοπήσεις και ηχογραφήσεις που ανήκουν στην Ευρωπόλ ή βρίσκονται στην κατοχή της ή στην κατοχή οιουδήποτε από τα μέλη του προσωπικού της και όποιο παρεμφερές υλικό καταχωρείται στα αρχεία της Ευρωπόλ με ομόφωνη γνώμη του συμβουλίου και του διευθυντή.

Άρθρο 2

Δικαστική ασυλία και ασυλία όσον αφορά τηνέρευνα, κατάσχεση, επίταξη, δήμευσηή άλλης μορφής παρέμβαση

1. Η Ευρωπόλ απολαύει δικαστικής ασυλίας όσον αφορά την ευθύνη που αναφέρεται στο άρθρο 38 παράγραφος 1 της σύμβασης, λόγω παράνομης ή λανθασμένης επεξεργασίας δεδομένων.

2. Τα πράγματα, χρήματα και περιουσιακά στοιχεία της Ευρωπόλ, οπουδήποτε και αν ευρίσκονται στο έδαφος των κρατών μελών και σε οιουδήποτε την κατοχή, δεν υπόκεινται σε έρευνα, κατάσχεση, επίταξη, δήμευση ή άλλης μορφής παρέμβαση.

Άρθρο 3

Απαραβίαστο των αρχείων

Τα αρχεία της Ευρωπόλ είναι απαραβίαστα, οπουδήποτε και αν ευρίσκονται στο έδαφος των κρατών μελών και σε οιουδήποτε την κατοχή.

Άρθρο 4

Απαλλαγή από φόρους και δασμούς

1. Στο πλαίσιο των επίσημων δραστηριοτήτων της, η Ευρωπόλ, τα περιουσιακά στοιχεία, εισοδήματα και λοιπά πράγματά της απαλλάσσονται από κάθε άμεση φορολογία.

2. Η Ευρωπόλ απαλλάσσεται από τους έμμεσους φόρους και δασμούς που περιλαμβάνονται στην τιμή κινητών και ακινήτων, καθώς και υπηρεσιών, που αποκτώνται για υπηρεσιακή χρήση και συνεπάγονται σημαντική δαπάνη. Η απαλλαγή μπορεί να λαμβάνει τη μορφή επιστροφής.

3. Τα προϊόντα που αγοράζονται χωρίς φόρο προστιθέμενης αξίας ή ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν επιτρέπεται να πωληθούν ή να διατεθούν κατύ άλλον τρόπο, παρά μόνο υπό τους όρους που συμφωνούνται με το κράτος μέλος που χορηγεί την ανταλλαγή.

4. Δεν παρέχεται απαλλαγή από τους φόρους και δασμούς που οφείλονται για την παροχή ειδικών υπηρεσιών.

Άρθρο 5

Απαλλαγή των χρηματοοικονομικών περιουσιακώνστοιχείων από περιορισμούς

Χωρίς να υπόκειται σε οιουδήποτε είδους χρηματοοικονομικούς ελέγχους,ρυθμίσεις, υποχρεώσεις κοινοποίησης, καθόσον αφορά χρηματοοικονομικές συναλλαγές, ή σε οιουδήποτε είδους χρεωστάσια, η Ευρωπόλ δύναται ελευθέρως :

α) να αγοράζει συνάλλαγμα οιασδήποτε μορφής με τις νόμιμες διαδικασίες και να κατέχει και να διαθέτει το συνάλλαγμα αυτό

β) να έχει λογαριασμούς σε οιοδήποτε νόμισμα.

Άρθρο 6

Διευκολύνσεις και ασυλίες όσον αφοράτην επικοινωνία

1. Τα κράτη μέλη επιτρέπουν στην Ευρωπόλ να επικοινωνεί ελευθέρως και χωρίς ειδική άδεια για οποιονδήποτε υπηρεσιακό λόγο και προστατεύουν το σχετικό δικαίωμά της. Η Ευρωπόλ δικαιούται να χρησιμοποιεί κώδικες, καθώς επίσης και να αποστέλλει και να δέχεται υπηρεσιακή αλληλογραφία και άλλες υπηρεσιακές ανακοινώσεις, με ειδικό ταχυδρόμο ή με ενσφράγιστους σάκους που απολαύουν των προνομιών και ασυλιών του διπλωματικού ταχυδρομείου και των διπλωματικών σάκων.

2. Για τις υπηρεσιακές επικοινωνίες της, και εφόσον αυτό συμβιβάζεται με τη διεθνή τηλεπικοινωνιών της 6ης Νοεμβρίου 1982, η Ευρωπόλ απολαύει τουλάχιστον εξίσου ευνοϊκής μεταχειρίσεως με εκείνη που χορηγούν τα κράτη μέλη σε οιονδήποτε διεθνή οργανισμό ή κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένων των διπλωματικών αποστολών αυτών των κυβερνήσεων, όσον αφορά την προτεραιότητα επικοινωνίας δια ταχυδρομείου,καλωδιογραφημάτων, τηλεγραφημάτων, τηλετύπων, ραδιοτηλεγραφημάτων, τηλεόρασης, τηλεφώνου, τηλεομοιτυπίας, δορυφορικών υπηρεσιών ή άλλων μέσων.

Άρθρο 7

Είσοδος, διαμονή και αναχώρηση

Τα κράτη μέλη διευκολύνουν, εν ανάγκη, την είσοδο, τη διαμονή και την αναχώρηση των προσώπων που απαριθμούνται στο άρθρο 8, εφόσον πραγματοποιούνται για υπηρεσιακούς λόγους. Δεν κωλύονται όμως να απαιτούν εύλογες αποδείξεις όσον αφορά την υπαγωγή των προσώπων που διεκδικούν τη μεταχείριση που προβλέπει το παρόν άρθρο, σε κάποια από τις κατηγορίες του άρθρου 8.

Άρθρο 8

Προνόμια και ασυλίες των μελών των οργάνωνκαι του προσωπικού της Ευρωπολ

1. Τα μέλη των οργάνων της Ευρωπόλ και τα μέλη του προσωπικού τηςΕυρωπόλ απολαύουν των εξής ασυλιών :

α) υπό την επιφύλαξη του άρθρου 32 και, στην περίπτωση που είναι εφαρμοστέο του άρθρου 40 παράγραφος 3 της σύμβασης, δικαστικής ασυλίας προκειμένου περί προφορικών ή έγγραφων δηλώσεων και πράξεων στις οποίες προέβησαν υπό την επίσημη ιδιότητά τους, η εν λόγω ασυλία εξακολουθεί να ισχύει και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι πλέον μέλη οργάνου τηςΕυρωπόλ ή μέλη του προσωπικού της.

β) του απαραβίαστου όσον αφορά τα υπηρεσιακά τους έγγραφα και κάθε άλλο υπηρεσιακό υλικό.

2. Τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπόλ, των οποίων οι αποδοχές και λοιπές αμοιβές υπόκεινται σε φόρο υπέρ της Ευρωπόλ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10, απαλλάσονται από το φόρο εισοδήματος, όσον αφορά τις αποδοχές και λοιπές αμοιβές που λαμβάνουν από την Ευρωπόλ. Ωστόσο, αυτές οι αποδοχές και λοιπές αμοιβές είναι δυνατόν να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του οφειλόμενου φόρου για εισοδήματα από άλλες πηγές. Η παρούσα παράγραφος δεν εφαρμόζεται στις συντάξεις και ετήσιες προσόδους που καταβάλλονται σε πρώην μέλη του προσωπικού της Ευρωπόλ και τους συντηρούμενους από αυτά.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 14 του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εφαρμόζονται για τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπόλ.

Άρθρο 9

Εξαιρέσεις από ασυλίες

Η ασυλία που χορηγείται σε πρόσωπα, δυνάμει του άρθρου 8, δεν καλύπτει αστικές αγωγές τρίτων για αποζημιώσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνονται σωματική βλάβη ή θάνατος, οφειλόμενες σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο προξένησε οιοδήποτε από τα πρόσωπα αυτά.

Άρθρο 10

Φόροι

1. Υπό τους όρους και σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζει ηΕυρωπόλ και εγκρίνει το Συμβούλιο, τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπόλ που έχουν προσληφθεί για διάστημα τουλάχιστον ενός έτους υπόκεινται σε φόρο υπέρ της Ευρωπόλ επιβαλλόμενο στις αποδοχές και λοιπές αμοιβές που λαμβάνουν από αυτήν.

2. Κατύ έτος, κοινοποιούνται στα κράτη μέλη τα ονόματα και οι διευθύνσεις των μελών του προσωπικού της Ευρωπόλ, που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, και του λοιπού προσωπικού που εργάζεται επί συμβάσει στηνΕυρωπόλ. Η Ευρωπόλ χορηγεί κατύ έτος σε καθέναν από αυτούς πιστοποιητικό, από το οποίο εμφαίνεται το συνολικό και το καθαρό ποσό των πάσης φύσεως αποδοχών που του καταβάλλει για το συγκεκριμένο έτος, με όλες τις λεπτομέρειες και τη φύση των καταβολών και των ποσών των παρακρατήσεων στην πηγή.

3. Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις συντάξεις και στις ετήσιες προσόδους που καταβάλλονται σε πρώην μέλη του προσωπικού της Ευρωπόλ και τους συντηρούμενους από αυτά.

Άρθρο 11

Προστασία του προσωπικού

Τα κράτη μέλη, κατύ αίτηση του διευθυντή, λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο, για να διασφαλίσουν την απαιτούμενη ασφάλεια και προστασία στα πρόσωπα που αναφέρονται στο παρόν Πρωτόκολλο, εφόσον η ασφάλειά τους κινδυνεύει λόγω των υπηρεσιών τους στην Ευρωπόλ.

Άρθρο 12

Άρση των ασυλιών

1. Τα προνόμια και οι ασυλίες που χορηγούνται βάσει των διατάξεων του παρόντος Πρωτοκόλλου παρέχονται προς το συμφέρον της Ευρωπόλ και όχι προς το προσωπικό όφελος των συγκεκριμένων προσώπων. Είναι καθήκον τηςΕυρωπόλ και όλων των προσώπων που απολαύουν των σχετικών προνομίων και ασυλιών να τηρούν κατά τύ άλλα τις νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών.

2. Οσάκις η ασυλία είναι δυνατόν να παρακωλύσει την απονομή της δικαιοσύνης και η άρση της είναι δυνατή χωρίς να θίγει τα συμφέροντα της Ευρωπόλ, ζητείται από το διευθυντή να άρει την ασυλία της Ευρωπόλ και οιουδήποτε μέλους του προσωπικού της. Το συμβούλιο έχει την ίδια υποχρέωση όσον αφορά το διευθυντή, το δημοσιονομικό ελεγκτή και τα μέλη της δημοσιονομικής επιτροπής. Ως προς τα μέλη του συμβουλίου, αρμόδια για την άρση των ασυλιών είναι τα αντίστοιχα κράτη μέλη.

3. Όταν αρθεί η ασυλία της Ευρωπόλ, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2, οι έρευνες και κατασχέσεις που διατάσσονται από τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών, εκτελούνται παρουσία του διευθυντή ή του εξουσιοδοτημένου από αυτόν προσώπου, σύμφωνα με τους κανόνες περί απορρήτου που προβλέπονται στη σύμβαση ή δυνάμει αυτής.

4. Η Ευρωπόλ συνεργάζεται ανά πάσα στιγμή με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών για να διευκολύνει το έργο της δικαιοσύνης και να προλάβει οποιαδήποτε κατάχρηση των προνομίων και ασυλιών που παρέχονται βάσει των διατάξεων του παρόντος πρωτοκόλλου.

5. Εάν αρμόδια αρχή ή δικαστικό όργανο κράτους μέλους κρίνει ότι συντρέχει κατάχρηση προνομίου ή ασυλίας που παρέχεται βάσει του παρόντος Πρωτοκόλλου, το αρμόδιο για την άρση της ασυλίας όργανο σύμφωνα με την παράγραφο 2, κατόπιν αιτήσεως, πραγματοποιεί διαβουλεύσεις με τις αρμόδιες αρχές και αποφασίζει κατά πόσον υφίσταται σχετική κατάχρηση. Εάν οι διαβουλεύσεις αυτές δεν καταλήξουν σε ικανοποιητικό και για τις δύο πλευρές αποτέλεσμα, το θέμα ρυθμίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 13.

Άρθρο 13

Επίλυση των διαφορών

1. Οι διαφορές σχετικά με την άρνηση άρσεως ασυλίας της Ευρωπόλ ή προσώπου το οποίο, λόγω της επίσημης ιδιότητάς του, απολαύει ασυλίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, συζητούνται απο το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την επίλυσή τους.

2. Εάν οι διαφορές δεν επιλυθούν, το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα τις λεπτομέρειες σύμφωνα με τις οποίες θα επιλυθούν.

Άρθρο 14

Επιφυλάξεις

Δεν επιτρέπεται η διατύπωση επιφυλάξεων σχετικά με το παρόν Πρωτόκολλο.

Άρθρο 15

Έναρξη ισχύος

1. Το παρόν Πρωτόκολλο χρήζει της αποδοχής των κρατών μελών σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στο θεματοφύλακα την πλήρωση των αντίστοιχων συνταγματικών τους κανόνων για την αποδοχή του παρόντος Πρωτοκόλλου.

3. Το παρόν Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα μετά την κοινοποίηση, σύμφωνα με την παράγραφο 2 εκ μέρους του κράτους μέλους, το οποίο, όντας μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την ημερομηνία κατά την οποία το Συμβούλιο εξέδωσε την πράξη κατάρτισης του παρόντος Πρωτοκόλλου, είναι το τελευταίο που εκπληρώνει τη σχετική διατύπωση.

Άρθρο 16

Προσχώρηση

1. Στο παρόν Πρωτόκολλο μπορεί να προσχωρήσει κάθε κράτος που καθίσταται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στο θεματοφύλακα.

3. Το κείμενο του παρόντος Πρωτοκόλλου στη γλώσσα του προσχωρούντος κράτους, όπως καταρτίζεται από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικό.

4. Το παρόν Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει ως προς κάθε προσχωρούν κράτος, ενενήντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησής του ή κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, εφόσον αυτό δεν έχει τεθεί ακόμη σε ισχύ κατά τη λήξη του εν λόγω χρονικού διαστήματος των ενενήντα ημερών.

Άρθρο 17

Αξιολόγηση

1. Εντός δύο ετών από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, πραγματοποιείται η αξιολόγησή του υπό την εποπτεία του διοικητικού συμβουλίου.

2. Η δυνάμει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) ασυλία θα χορηγείται μόνο για υπηρεσιακές πράξεις, οι οποίες διενεργούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων, σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης, με την απόδοσή της που υπεγράφη στις 26 Ιουλίου 1995. Πριν από κάθε τροποποίηση ή συμπλήρωση των καθηκόντων, σύμφωνα με το άρθρο 3 της σύμβασης, γίνεται αξιολόγηση, σύμφωνα με την παράγραφο 1, ιδίως όσον αφορά το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 13.

Άρθρο 18

Τροποποιήσεις

1. Οποιοδήποτε κράτος μέλος, εφόσον είναι υψηλό συμβαλλόμενο μέρος, μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις του παρόντος Πρωτοκόλλου. Οι προτάσεις τροποποιήσεων αποστέλλονται στο θεματοφύλακα, ο οποίος τις διαβιβάζει στο Συμβούλιο.

2. Οι τροποποιήσεις θεσπίζονται ομοφώνως από το Συμβούλιο, το οποίο συνιστά στα κράτη μέλη να τις αποδεχθούν σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

3. Οι τροποποιήσεις που θεσπίζονται κατά αυτόν τον τρόπο τίθενται σε ισχύ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15.

4. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης κοινοποιεί σε όλα τα κράτη μέλη την ημερομηνία έναρξης ισχύος των τροποποιήσεων.

Άρθρο 19

Θεματοφύλακας

1. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενεργεί ως θεματοφύλακας του παρόντος Πρωτοκόλλου.

2. Ο θεματοφύλακας δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις κοινοποιήσεις, τα έγγραφα και τις ανακοινώσεις που αφορούν το παρόν Πρωτόκολλο.

Π α ρ α λ ε ί π ε τ α ι γ α λ λ ι κ όκ ε ί μ ε ν ο

(Πράξεις εγκριθείσες δυνάμει του άρθρου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση)

ΠΡΑΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 23ης Ιουλίου 1996

για την κατάρτιση, βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δια προδικαστικών αποφάσεων

(96/C, 299/01)

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ

ΕΧΟΝΤΑΣ υπόψη τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο γ),

ΕΚΤΙΜΩΝΤΑΣ ότι το άρθρο Κ.3 παράγραφος 2 στοιχείο γ) προβλέπει ότι συμβάσεις που καταρτίζονται με βάση το άρθρο Κ.3 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να προβλέπουν ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει τις διατάξεις τους και να αποφασίζει για οποιαδήποτε διαφορά σχετικά με την εφαρμογή τους, σύμφωνα με τις λεπτομερείς διατάξεις που καθορίζονται ενδεχομένως στις εν λόγω συμβάσεις,

ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ την κατάρτιση Πρωτοκόλλου, το κείμενο του οποίου προσαρτάται ως παράρτημα και το οποίο θα υπογραφεί στις 24 Ιουλίου 1996 από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων των κρατών μελών της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης,

ΣΥΝΙΣΤΑ στα κράτη μέλη την αποδοχή του σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

Βρυξέλλες, 23 Ιουλίου 1996

Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος I. YATES

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ

καταρτιζόμενο βάσει του άρθρου Κ.3 της συνθήκης για την ΕυρωπαϊκήΈνωση σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστικές αποφάσεις.

ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ,

ΣΥΜΦΩΝΟΥΝ σχετικά με τις κατωτέρω διατάξεις, οι οποίες επισυνάπτονται στη σύμβαση :

Άρθρο 1

Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν Πρωτόκολλο, να αποφαίνεται, με προδικαστικές αποφάσεις, επί της ερμηνείας της σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας, η οποία εφεξής ονομάζεται “σύμβαση Europol”.

Άρθρο 2

1. Κάθε κράτος μέλος θα μπορεί, με δήλωση στην οποία προβαίνει κατά την υπογραφή του παρόντος Πρωτοκόλλου ή οποτεδήποτε μετά την εν λόγω υπογραφή, να δεχθεί ότι το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είναι αρμόδιο να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση επί της ερμηνείας της σύμβασης Europol, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται είτε στην παράγραφο 2 στοιχείο α) είτε στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

2. Κράτος μέλος το οποίο προβαίνει σε δήλωση σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να καθορίζει :

α) είτε ότι κάθε εθνικό δικαστήριο αυτού του κράτους μέλους, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση σχετικά με ζήτημα, το οποίο ανακύπτει σε υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του και αφορά την ερμηνεία της σύμβασης Europol, όταν το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι μία απόφαση σχετικά με το θέμα αυτό είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης.

β) είτε ότι κάθε δικαστήριο του κράτους αυτού μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να αποφανθεί με προδικαστική απόφαση σχετικά με ζήτημα το οποίο ανακύπτει σε υπόθεση που εκκρεμείενώπιόν του και αφορά την ερμηνεία της σύμβασης Europol, όταν το δικαστήριο αυτό κρίνει ότι μια απόφαση σχετικά με το θέμα αυτό είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης.

Άρθρο 3

1. Το Πρωτόκολλο για τον οργανισμό του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ο κανονισμός διαδικασίας του τυγχάνουν εφαρμογής.

2. Σύμφωνα με τον οργανισμό του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάθε κράτος μέλος έχει το δικαίωμα, ανεξαρτήτως εάν προέβη ή όχι σε δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 2, να καταθέσει υπόμνημα ή γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί, δυνάμει του άρθρου 1.

Άρθρο 4

1. Το παρόν Πρωτόκολλο γίνεται αποδεκτό από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στο θεματοφύλακα την ολοκλήρωση των διαδικασιών που απαιτούνται από τους συνταγματικούς τους κανόνες για την αποδοχή του παρόντος Πρωτοκόλλου, καθώς και κάθε δήλωση που γίνεταικατύ εφαρμογή του άρθρου 2.

3. Το παρόν Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει ενενήντα ημέρες μετά την κοινοποίηση, που αναφέρεται στην παράγραφο 2, εκ μέρους του κράτους το οποίο είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ημερομηνία κατά την οποία το Συμβούλιο θα εκδώσει την πράξη για την κατάρτιση του παρόντος Πρωτοκόλλου και το οποίο διεκπεραιώνει τελευταίο τη διατύπωση αυτή. Ωστόσο, η έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου αρχίζει τουλάχιστον ταυτόχρονα με την έναρξη ισχύος της σύμβασης Europol.

Άρθρο 5

1. Το παρόν Πρωτόκολλο είναι ανοικτό προς προσχώρηση σε κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Τα έγγραφα προσχώρησης κατατίθενται στο θεματοφύλακα.

3. Το κείμενο του παρόντος Πρωτοκόλλου στη γλώσσα του προσχωρούντος κράτους μέλους, το οποίο καταρτίζει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αυθεντικό.

4. Το παρόν Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει, έναντι του προσχωρούντος κράτους μέλους, ενενήντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησής του ή κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του παρόντος Πρωτοκόλλου, εφόσον αυτό δεν έχει ακόμα αρχίσει να ισχύει κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας των ενενήντα ημερών.

Άρθρο 6

Κάθε κράτος που γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσχωρεί στη σύμβαση Europol, σύμφωνα με το άρθρο 46 της σύμβασης αυτής, αποδέχεται τις διατάξεις του παρόντος Πρωτοκόλλου.

Άρθρο 7

1. Κάθε κράτος μέλος, το οποίο αποτελεί υψηλό συμβαλλόμενο μέρος, μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις του παρόντος Πρωτοκόλλου. Κάθε πρόταση τροποποίησης διαβιβάζεται στο θεματοφύλακα, ο οποίος τη διαβιβάζει στο Συμβούλιο.

2. Οι τροποποιήσεις αποφασίζονται από το Συμβούλιο, το οποίο συνιστά στα κράτη μέλη την αποδοχή τους, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.

3. Οι τροποποιήσεις, οι οποίες αποφασίζονται κατά τον τρόπο αυτόν, αρχίζουν να ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4.

Άρθρο 8

1. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ο θεματοφύλακας του παρόντος Πρωτοκόλλου.

2. Ο θεματοφύλακας δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τις κοινοποιήσεις, έγγραφα ή ανακοινώσεις που αφορούν το εν λόγω Πρωτόκολλο.

π α ρ α λ ε ί π ε τ α ι γ α λ λ ι κ όκ ε ί μ ε ν ο

ΔΗΛΩΣΗ

σχετικά με την ταυτόχρονη αποδοχή της σύμβασης για την ίδρυση Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας και του Πρωτοκόλλου που αφορά την προδικαστική ερμηνεία της σύμβασης αυτής από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ των κρατών μελών της ΕυρωπαϊκήςΈνωσης, συνερχόμενοι στα πλαίσια του Συμβουλίου,

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ της πράξης για την κατάρτιση του Πρωτοκόλλου σχετικά με την ερμηνεία της σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με προδικαστική απόφαση,

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να διασφαλισθεί μια όσο το δυνατόν αποτελεσματική και ομοιόμορφη ερμηνεία της εν λόγω σύμβασης, μόλις αυτή αρχίσει να ισχύει,

ΔΗΛΩΝΟΥΝ ότι είναι διατεθειμένοι να λάβουν κατάλληλα μέτρα για να ολοκληρωθούν συγχρόνως και το συντομότερο δυνατόν οι εθνικές διαδικασίες για την αποδοχή της σύμβασης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας και του Πρωτοκόλλου που αφορά την ερμηνεία της.

π α ρ α λ ε ί π ε τ α ι γ α λ λ ι κ όκ ε ί μ ε ν ο

Δηλώσεις κατά εφαρμογή του άρθρου 2

Κατά την υπογραφή του παρόντος Πρωτοκόλλου δήλωσαν ότι αποδέχονται την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 :

η Γαλλική Δημοκρατία και η Ιρλανδία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο α),

το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία και η Δημοκρατία της Φιλανδίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παράγραφος 2 στοιχείο β).

ΔΗΛΩΣΕΙΣ

Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας και η Πορτογαλική Δημοκρατία επιφυλάσσονται του δικαιώματος να προβλέψουν στην εσωτερική τους νομοθεσία ότι, οσάκις ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης Europol σε υπόθεση εκκρεμούσα ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, το δικαστήριο αυτό είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Το Βασίλειο της Σουηδίας θα προβεί σε σχετική (σχετικές) δήλωση (δηλώσεις) το φθινόπωρο του 1996. Το Βασίλειο της Δανίας και το Βασίλειο της Ισπανίας θα προβούν σε σχετική (σχετικές) δήλωση (δηλώσεις) κατά την έκδοση της πράξης.

Οι κυβερνήσεις του Βελγίου, των Κάτω Χωρών και του Λουξεμβούργου επισημαίνουν εκ νέου ότι επιβάλλεται να εξευρεθεί το συντομότερο δυνατόν λύση, ανάλογη προς την προβλεπόμενη στο παρόν Πρωτόκολλο, όσον αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την ερμηνεία της σύμβασης σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στοντελωνειακό τομέα και της σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων.

Η ιταλική κυβέρνηση, σύμφωνα με τη θέση που έχει λάβει σχετικά με τις αρμοδιότητες του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όσον αφορά τιςπράξεις που συνάπτονται στα πλαίσια του τίτλου VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κρίνει ότι λύση ανάλογη προς την προβλεπόμενη στο παρόν Πρωτόκολλο πρέπει να εφαρμοσθεί για τη σύμβαση σχετικά με τη χρήση της πληροφορικής στον τελωνειακό τομέα και τη σύμβαση σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων.

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και των Πρωτοκόλλων που κυρώνονται από την πλήρωση των προϋποθέσεων των άρθρων 15 και 4 αυτών, αντίστοιχα.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 7 Ιουλίου 1998

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΘΕΟΔ. ΠΑΓΚΑΛΟΣΓΕΩΡΓ. ΡΩΜΑΙΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 8 Ιουλίου 1998

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ