ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ΑΡΙΘ.2479 ΦΕΚ Α’67 /6.5.1997

Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, Επιτάχυνση των δικών, δικονομικές απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Οργάνωση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων – Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο

1.α. Σε δίκη ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος. Η παράγραφος αυτή δεν έχει εφαρμογή σε δίκες ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου επί ποινικών υποθέσεων.

β. Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν.

γ. Η κατά το εδάφιο α` παρέμβαση ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκείται σύμφωνα με τα άρθρα 13 του Κώδικα “περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου” (ν.345/1976, ΦΕΚ 141 Α`), 49 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ 8Α`), 81 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. και 14 του π.δ/τος 1225/1981 (ΦΕΚ 304 Α`), αντιστοίχως.

δ. Για την παράσταση όσων παρεμβαίνουν με βάση την παρούσα παράγραφο, τη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, τα απαιτούμενα τέλη και παράβολα και τη δικαστική δαπάνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις που αφορούν το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση.

ε. Η μη άσκηση παρέμβασης κατά την παρούσα παράγραφο, σε οποιονδήποτε λόγο και να οφείλεται, δεν δημιουργεί δικαίωμα ανακοπής ή τριτανακοπής.

2. Το άρθρο 27 του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν.345/1976) αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 27

Διάδικοι εκ του νόμου στην εκλογική δίκη είναι, εκτός από τους αιτούντες, ο βουλευτής ή ο αναπληρωματικός κατά του οποίου στρέφεται η ένταση. Οι αναπληρωματικοί εκείνοι, στην ανακήρυξη των οποίων δύναται να επιδράσει η απόφαση, έχουν δικαίωμα πρόσθετης παρέμβασης κατά το άρθρο 13 του παρόντος νόμου. Με την πρόσθετη παρέμβαση δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η εγκυρότητα ή ακυρότητα ψηφοδελτίων ή σταυρών προτιμήσεως που δεν αμφισβητείται από το διάδικο υπέρ του οποίου ασκείται η παρέμβαση”.

3. Οι παρ.1 και 3 του άρθρου 29 του Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν.345/1976) αντικαθίστανται ως εξής:

“1. Αν η επιδιωκόμενη από την ένσταση ακύρωση της ανακήρυξης βουλευτή ή αναπληρωματικού σε ορισμένη εκλογική περιφέρεια δύναται να έχει έννομες συνέπειες στην ανακήρυξη βουλευτών ή αναπληρωματικών σε άλλη ή άλλες εκλογικές περιφέρειες από εκείνη του καθ`ου η ένσταση, βουλευτή ή αναπληρωματικού, ο εισηγητής υποχρεούται να μεριμνήσει για την κοινοποίηση αντιγράφου της ένστασης, μαζί με την πράξη ορισμού της δικασίμου, στο βουλευτή ή τον αναπληρωματικό της άλλης αυτής εκλογικής περιφέρειας, η ανακήρυξη του οποίου μπορεί να επηρεασθεί από την απόφαση. Η κοινοποίηση γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση.

3. Αν κατά τις προηγούμενες παραγράφους επηρεαζεται η ανακήρυξη βουλευτή, ο βουλευτής αυτός θεωρείται καθ`ου και έχει δικαίωμα να ασκήσει αντένσταση κατά το άρθρο 28. Αν επηρεάζεται η ανακήρυξη αναπληρωματικού, ο αναπληρωματικός αυτός μπορεί να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση κατά τα άρθρα 13 και 27.

4. Στον Κώδικα περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ν.345/1976) προστίθεται άρθρο 30Α, το οποίο έχει ως εξής:

“Άρθρο 30 Α

1. Αν ο αριθμός των ψηφοδελτίων ή των σταυρών προτίμησης, οι οποίοι πρέπει να καταμετρηθούν ή των οποίων η εγκυρότητα ή ακυρότητα αμφισβητείται από τις ενστάσεις και τις αντενστάσεις, είναι μεγάλος, το Δικαστήριο μπορεί, με απόφασή του που λαμβάνεται σε συμβούλιο, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου του και χωρίς κλήτευση των διαδίκων, να αναθέσει την καταμέτρηση και τον έλεγχο των ψηφοδελτίων ή των σταυρών προτίμησης, κατά την πραγματική βάση των αιτιάσεων που προβάλλονται, σε δικαστικούς λειτουργούς, κατά προτίμηση πρωτοδίκες, όλων των κλάδων. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί μπορούν να επικουρούνται στο έργο τους από δικαστικούς υπαλλήλους.

2. Με την απόφαση τάσσεται προθεσμία για την περάτωση του έργου και προσδιορίζεται ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων που είναι αναγκαίοι, καθώς και ο κλάδος ή οι κλάδοι της Δικαιοσύνης από τους οποίους προέρχονται. Ο διορισμός τους γίνεται με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου, ύστερα από πρόταση του Προέδρου του οικείου Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναλόγως του κλάδου από τον οποίο προέρχονται οι διοριζόμενοι.

3. Οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί, που τελούν καθόσον αφορά το έργο τους αυτό υπό την εποπτεία του εισηγητή της υπόθεσης, ενεργούν είτε συλλογικά, καθ’ ομάδες είτε ατομικά, κατά τις οδηγίες του εισηγητή και συντάσσουν έκθεση ή εκθέσεις (πρακτικό καταμέτρησης ψηφοδελτίων, έκθεση αυτοψίας ψηφοδελτίων) για τα θέματα που τους ανατέθηκαν, τις οποίες καταθέτουν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου.

4. Με μέριμνα της Γραμματείας καλούνται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους να λάβουν γνώση της έκθεσης ή των εκθέσεων της προηγούμενης παραγράφου. Οι πιο πάνω μπορούν να υποβάλουν υπόμνημα με τις παρατηρήσεις τους μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία που έλαβαν γνώση των εκθέσεων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί για δεκαπέντε (15) ακόμη ημέρες, αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, με πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου.

5. Η περαιτέρω συζήτηση της υπόθεσης γίνεται, μέσα στα όρια της ένστασης και των τυχόν αντενστάσεων, με βάση τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι για τις εκθέσεις που προβλέπει η παράγραφος 3.

6. Το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε με απόφασή του που λαμβάνεται με την ίδια διαδικασία να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει την απόφασή του που αναφέρεται στην παρ. 1.

7. Η διαδικασία των προηγουμένων παραγράφων μπορεί να διαταχθεί και με προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου που λαμβάνεται ύστερα από τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο.

8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης καθορίζονται τα σχετικά με την αποζημίωση των δικαστικών λειτουργών και δικαστικών υπαλλήλων που εκτελούν το πιο πάνω έργο. Η αποζημίωση καταβάλλεται από το Δημόσιο.

9. Το Δικαστήριο μπορεί με την οριστική απόφασή του και εκτιμώντας τις περιστάσεις να επιβάλει στους διαδίκους που ηττώνται το σύνολο ή μέρος της δαπάνης του Δημοσίου, η οποία προβλέπεται από την προηγούμενη παράγραφο ή να τους απαλλάξει από αυτή. Η Γραμματεία του Δικαστηρίου επισυνάπτει στο φάκελο σημείωμα για το ύψος της πιο πάνω δαπάνης στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Άρθρο 2
Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και ειδικών ποινικών νόμων

1. Στο άρθρο 13 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ζ’ ως εξής :

“ζ. Ιδιαίτερα επικίνδυνος χαρακτηρίζεται ο δράστης όταν από τη βαρύτητα της πράξης, τον τρόπο και τις συνθήκες τέλεσής της, τα αίτια που τον ώθησαν και την προσωπικότητά του, μαρτυρείται αντικοινωνικότητα αυτού και σταθερή ροπή του σε διάπραξη νέων εγκλημάτων στο μέλλον”.

2. Στο άρθρο 82 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 13 ως εξής :

“13. Αν το δικαστήριο παρέλειψε να αποφανθεί περί μετατροπής ποινής στερητικής της ελευθερίας, με αίτησή του στο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αυτός που καταδικάστηκε μπορεί να ζητήσει τη μετατροπή”.

3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ν. 2207/1994 (ΦΕΚ 65 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“1. Αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανωτέρα των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”.

4. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 172 του Π.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Όποιος με πρόθεση ελευθερώνει φυλακισμένο ή άλλον που κρατείται με διαταγή της αρχής τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”.

5. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 173 του Π.Κ. αντικαθίσταται ως εξής :

“2. Οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών”.

6. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 174 του Π.Κ. αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Φυλακισμένοι ή άλλοι κρατούμενοι με διαταγή της αρχής και με ενωμένες δυνάμεις : α) επιχειρούν βίαια να αποδράσουν, β) επιτίθενται με έργα κατά ων υπαλλήλων της φυλακής ή του κρατητηρίου ή κατά εκείνων στους οποίους έχει ανατεθεί η φύλαξη ή η επίβλεψη, γ) επιχειρούν με τη βία ή με απειλή να εξαναγκάσουν κάποιον από αυτούς σε πράξη ή παράλειψη τιμωρούνται με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια”.

7. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 174 του Π.Κ. αντικαθίσταται ως εξής :

“2. Όποιος από αυτούς βιαιοπραγήσει κατά κάποιου από τα παραπάνω πρόσωπα τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα χρόνια”.

8. Αρμόδιο για την εκδίκαση των κακουργημάτων των δύο προηγουμένων παραγράφων του άρθρου αυτού είναι το Τριμελές Εφετείο.

9. Μετά το άρθρο 232 Π.Κ. προστίθεται άρθρο 232 Α ως εξής :

“Άρθρο 232 Α

1. Όποιος με πρόθεση δεν συμμορφώθηκε σε προσωρινή διαταγή δικαστή ή δικαστηρίου ή σε διάταξη δικαστικής αποφάσεως, με την οποία υποχρεώθηκε σε παράλειψη ή σε ανοχή ή σε πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρησή της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούλησή του ή σε διάταξη εισαγγελέα σχετική με την προσωρινή ρύθμιση της νομής μεταξύ ιδιώτη και Δημοσίου ή Ο.Τ.Α. ή άλλου Ν.Π.Δ.Δ., τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη.

2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται όταν η πράξη συνίσταται στην αποκατάσταση της έγγαμης συμβίωσης ή εξαρτάται από την ύπαρξη στο πρόσωπο του αρνούμενου να συμμορφωθεί ιδιαίτερων προϋποθέσεων για να ασκήσει τις τεχνικές, καλλιτεχνικές ή επιστημονικές ικανότητές του και η άρνησή του δεν οφείλεται σε δυστροπία του”.

10. Τα εδάφια α’ και β’ της παρ. 2 του άρθρου 471 Κ.Π.Δ. αντικαθίσταται ως εξής :

“Κατ’ εξαίρεση, η προθεσμία για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναίρεσης και η αίτηση για την αναίρεση δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης με την αναίρεση αποφάσεως. Το Δικαστήριο όμως που εξέδωσε την προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση, αν το ζητήσει ο Εισαγγελέας ή ο κατηγορούμενος, μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει την αναστολή της εκτέλεσης της αναιρεσιβληθείσας απόφασης ή, σε περίπτωση απορρίψεως της έφεσης ως απαράδεκτης ή ανυποστήρικτης, την εκτέλεση και της πρωτόδικης απόφασης, μόλις ασκηθεί η αίτηση αναίρεσης”.

11. Το εδάφιο δ’ της παραγράφου 19 του άρθρου 2 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α’), περί του οποίου η γενομένη διόρθωση σφαλμάτων από το Υπουργείο Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 158 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“δ. Εφέσεις και αντεφέσεις, που έχουν ασκηθεί από τον εισαγγελέα ή το δημόσιο κατήγορο χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 486 και 494 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αυτά τροποποιούνται με την παρούσα παράγραφο και εκκρεμούν κατά την 11η Ιουλίου 1996, διέπονται από τις μέχρι τότε ισχύουσες διατάξεις”.

12. Οι διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων που αποκλείουν την ανασταλτική δύναμη του ενδίκου μέσου της εφέσεως πΑ’ουν να ισχύουν.

13. Η παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α’) αντικαθίσταται ως εξής :

“6. Όποιος εν γνώσει του δηλώνει ψευδή γεγονότα ή αρνείται ή αποκρύπτει τα αληθινά με έγγραφη υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Εάν ο υπαίτιος των πράξεων αυτών σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Σε περίπτωση ανάκλησης της υπεύθυνης δήλωσής του εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 227 του Ποινικού Κώδικα”.

14. Η παράγραφος 7 του άρθρου 122 του ν. 1165/1918 (ΦΕΚ 59 Α’) αντικαθίσταται ως εξής :

“7. Κατά της καταδικαστικής απόφασης επιτρέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης, κατά τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας”.

15.α. Στην περίπτωση β’ του εδαφίου β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, προστίθεται φράση που έχει ως εξής :

“και αν συντρέχει διακεκριμένη περίπτωση του άρθρου 6 ή επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 8, τιμωρείται με πρόσκαιρη κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και με χρηματική ποινή τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών έως πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών”.

β. Το άρθρο 8 του ν. 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α’), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του ν. 2161/1993 (ΦΕΚ 119 Α’) και το εδ. Α’ της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 8

Επιβαρυντικές περιστάσεις

Με ισόβια κάθειρξη και με χρηματική ποινή δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) δραχμών μέχρι διακοσίων εκατομμυρίων (200.000.000) δραχμών τιμωρείται ο παραβάτης των άρθρων 5, 6 και 7 του παρόντος νόμου, αν είναι υπότροπος ή ενεργεί κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει τη χρήση ναρκωτικών ουσιών από ανήλικους ή χρησιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο ανήλικα πρόσωπα κατά την τέλεση των παραπάνω πράξεων ή μετέρχεται κατά την τέλεση των πράξεων αυτών ή προς το σκοπό διαφυγής του τη χρήση όπλων ή οι περιστάσεις τέλεσης μαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. Ως υπότροπος θεωρείται όποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών σε βαθμό κακουργήματος εντός της προηγουμένης δεκαετίας ή σε βαθμό πλημμελήματος εντός της προηγουμένης πενταετίας”.

16. Στο άρθρο 1 παράγραφος Α’ του ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α’) προστίθεται εδάφιο αιζ’ που έχει ως εξής :

“αιζ. Τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων 235, 236 και 237 του Ποινικού Κώδικα”.

Άρθρο 3
Οργάνωση δικαστηρίων, διοίκηση της δικαιοσύνης και άλλες διατάξεις

1. Μετά το άρθρο 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, ΦΕΚ 35 Α’) προστίθεται άρθρο 6 Α, που έχει ως εξής :

“Άρθρο 6 Α

Σύμμετρη κατανομή πολιτικών υποθέσεων  μεταξύ των ειρηνοδικών της ίδιας πρωτοδικειακής περιφέρειας

1. Αν η δικαστηριακή κίνηση ειρονοδικείων που έχουν την έδρα τους στην περιφέρεια ορισμένου πρωτοδικείου εμφανίζεται, κατά την κρίση του προέδρου πρωτοδικών ή του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το πρωτοδικείο, ουσιωδώς μειωμένη σε σχέση με την κίνηση άλλων ειρηνοδικείων της ίδιας περιφέρειας, το όργανο αυτό, εκτιμώντας την όλη δικαστική απασχόληση των ειρηνοδικών κάθε ειρηνοδικείου, οφείλει να κατανέμει μεταξύ τους σύμμετρα τις πολιτικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το ειρηνοδικείο στο οποίο κάθε ειρηνοδίκης υπηρετεί.

2. Η κατανομή γίνεται ανά ημερολογιακό εξάμηνο με πράξη του οργάνου που διευθύνει το πρωτοδικείο. Η πράξη αυτή αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του πρωτοδικείου μέσα στο πρώτο πενθήμερο του μήνα που προηγείται της έναρξης ισχύος της. Για την πιστοποίηση της ανάρτησης συντάσσεται έκθεση, στην οποία περιέχεται η όλη πράξη. Οι εκθέσεις φυλάσσονται κατά σειρά σε ιδιαίτερο φάκελο.

3. Δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη κάθε εξαμήνου οι ειρηνοδίκες παραγγέλλονται να μεταβούν στα οικεία ειρηνοδικεία για την εκδίκαση.

4. Τα ειρηνοδικεία της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και τα ειρηνοδικεία των νήσων στις οποίες δεν εδρεύει πρωτοδικείο, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.

5. Οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περίπτ. Ε’, 6 παρ. 1 περίπτ. Α’, καθώς και κάθε άλλη ειδική διάταξη για την αναπλήρωση ειρηνοδικών και την προς αυτούς παροχή σχετικής παραγγείας δεν θίγονται.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αρχίζουν να εφαρμόζονται από το δεύτερο εξάμηνο του έτους 1997, αφού προηγηθεί, μέσα στον Ιούνιο 1997, η ως άνω διαδικασία”.

2. Στο κεφάλαιο Γ’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988) προστίθεται άρθρο 14 Α, με τίτλο “Ολομέλεια εισαγγελίας”, που έχει ως εξής :

“Άρθρο 14 Α

Ολομέλεια εισαγγελίας

1. Σε κάθε εισαγγελία στην οποία υπηρετούν τουλάχιστον πέντε εισαγγελικοί λειτουργοί, συγκροτείται ολομέλεια, που αποτελείται από τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και παρέδρους που υπηρετούν σύ αυτήν.

2. Την ολομέλεια συγκαλεί αυτός που διευθύνει την εισαγγελία και προεδρεύει αυτής. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική όταν : α) το ζητήσουν εγγράφως τα 2/5 των εισαγγελικών λειτουργών που κατά το χρόνο της αίτησης υπηρετούν στην εισαγγελία, β) ζητηθεί από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης και εφόσον η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας του δικαστηρίου.

3. Η ολομέλεια βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα περισσότερα από τα μισά κατά το χρόνο της σύγκλησης μέλη της, όχι όμως λιγότερα από τρία. Η Ολομέλεια της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου βρίσκεται σε απαρτία όταν είναι παρόντα τουλάχιστον πέντε μέλη της.

4. Οι αποφάσεις της ολομέλειας λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της και υπερισχύουν των αποφάσεων των άλλων οργάνων της εισαγγελίας για το ίδιο θέμα. Αν για ένα θέμα σχηματισθούν περισσότερες από δύο γνώμες, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μεταξύ των δύο επικρατέστερων γνωμών.

5. Στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται :

α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού της εισαγγελίας,

β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης,

γ. η κατάρτιση των τμημάτων διακοπών”.

3.α. Το άρθρο 16 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, ΦΕΚ 35 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2172/1993 (ΦΕΚ 207 Α’) και το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 16

Διεύθυνση εισαγγελιών

1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος φροντίζει για την εύρυθμη λειτουργία της και έχει αναλογικά και κατά περίπτωση τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 15. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος.

2. Οι εισαγγελίες εφετών Αθηνών και πρωτοδίκων Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τον εισαγγελέα που εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των εισαγγελιών αυτών, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για το σκοπό αυτόν ανά διετία την ενδεκάτη πρωινή ώρα του δεύτερου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει απαρτία, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα παρόντα κατά τη συνεδρίαση μέλη.

Υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι πέντε αρχαιότεροι εισαγγελείς της εισαγγελίας εφετών, οι δέκα αρχαιότεροι της εισαγγελίας πρωτοδικών Αθηνών και οι πέντε αρχαιότεροι εισαγγελείς της εισαγγελίας πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, για τους οποίους δεν συντρέχει κώλυμα εκλογής της παρ. 6 του άρθρου 15.

Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή την οποία αποτελούν ο νεότερος εισαγγελέας και οι δύο νεότεροι αντεισαγγελείς από αυτούς που απαρτίζουν την ολομέλεια. Τα ονόματα των εκλόγιμων εισαγγελέων αναγράφονται σε ένα ψηφοδέλτιο κατ` αλφαβητική σειρά και κάθε μέλος της ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε ένα μόνο υποψήφιο με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο πριν ή μετά το όνομα του υποψηφίου με γραφίδα μπλε ή μαύρου χρώματος.

Ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους διευθύνει την εισαγγελία για διάστημα δύο ετών που αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής. Οι εισαγγελείς που διευθύνουν τις ανωτέρω εισαγγελίες κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, θα εξακολουθήσουν να τις διευθύνουν μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1997.

3. Οι εισαγγελείς που διευθύνουν τις εισαγγελίες εφετών Αθηνών και πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης από την εκλογή τους έως τη λήξη της θητείας τους, δεν επιτρέπεται να μετατεθούν χωρίς αίτησή τους, εκτός αν υπέπεσαν σε βαρύ παράπτωμα για το οποίο έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη. Σε περίπτωση προαγωγής τους παραμένουν στη θέση τους και ασκούν τα καθήκοντά τους έως τη λήξη της θητείας τους.

Οι εισαγγελείς που διευθύνουν τις ανωτέρω εισαγγελίες, αν δεν μπορούν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους από πρόσκαιρο κώλυμα, αναπληρώνονται από τον αρχαιότερο εισαγγελέα που υπηρετεί στην εισαγγελία για τον οποίο δεν συντρέχει κώλυμα της παρ.6 του άρθρου 15. Σε περίπτωση θανάτου ή εξόδου με οποιονδήποτε τρόπο από την υπηρεσία αυτού που διευθύνει κάποια από τις ανωτέρω εισαγγελίες, ενεργείται αναπληρωματική εκλογή για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ.2. Η θητεία αυτών που εκλέγονται με αναπληρωματική εκλογή διαρκεί μέχρι το χρόνο λήξεως της θητείας του θανόντα ή εξελθόντα από την υπηρεσία.

 

4. Στις λοιπές εισαγγελίες, στις οποίες υπηρετούν τρείς τουλάχιστον εισαγγελείς, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση εισαγγελίας εισαγγελέας για τον οποίο συντρέχει κώλυμα της παρ. 6 του άρθρου 15. ”

β. Στην Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (κ.ν. 1756/1988, ΦΕΚ 35 Α`) προστίθεται άρθρο 16α, ως ακολούθως:

“Άρθρο 16α

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης δύναται με απόφασή του να καθορίζει τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης των δικαστικών μεγάρων, τα οποία κατά περίπτωση θα επιμελούνται στην κατάρτιση του κανονισμού λειτουργίας του, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή διόρθωση. Οι αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος εξακολουθούν να ισχύουν:”

4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.1756/1988, ΦΕΚ 35 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Ο κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται:

α. των δικαστηρίων, καθώς και των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν τουλάχιστον πέντε εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες αυτών,

β. των λοιπών εισαγγελιών, από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν σ` αυτές,

γ. των αυτοτελών μονομελών δικαστηρίων από τον πρωτοδίκη,

δ. των ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων στα οποία υπηρετεί ένας ειρηνοδίκης ή πταισματοδίκης, από το δικαστή αυτόν.

5. Η περ. β` της παρ.1 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.1756/1988), όπως αντιστάθηκε με την παρ.2 του άρθρου 6 του ν.1868/1989 (ΦΕΚ 230Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“β. Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας στα διοικητικά δικαστήρια όλης της Χώρας, τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και τις γραμματείες τους και ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια όλης της Χώρας και τις γραμματείες τους.”

6. Τα δύο πρώτα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.1756/1988), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 του ν.2172/1993 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ.2 του ν.2298/1995 και το άρθρο 16 του ν.2331/1995, αντικαθίστανται ως εξής:

“Όταν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δικάζει πολιτικές ή ποινικές δικάζει πολιτικές ή ποινικές υποθέσεις, αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και εναλλάξ, κατά δικάσιμο, από τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες που κληρόνται κατά έτος και συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία δεκαεπτά (17) τουλάχιστον μελών (τακτική Ολομέλεια). Αν λόγω έλλειψης ή κωλύματος δεν αρκούν για τη συγκρότηση της τακτικής Ολομέλειας οι κληρωθέντες, καλούνται για τη συγκρότησή της αρεοπαγίτες της άλλης σειράς, κατά την τάξη της κληρώσεώς τους”.

7. Στην περ. ε` του άρθρου 29 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.1756/1988), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 7 του ν.1868/1989, προστίθεται το εξής εδάφιο:

” Η έκθεση αυτή, εφόσον αφορά δικαστικούς λειτουργούς, κοινοποιείται στην Εθνική Σχολή Δικαστών.”

8. Στο τέλος της παρ.1 του άρθρου 50 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν.1756/1988), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του ν.1868/1989 και με το άρθρο 6 του ν.2172/1993, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο στ` ως εξής:

“στ. αν ο δικαστικός λειτουργός εμφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή, κατά την κρίση του Συμβουλίου, καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του από την οποία προκύπτει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα δικαστικά καθήκοντα της θέσης στην οποία υπηρετεί”

9.α. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του ν.2236/1994 (ΦΕΚ 146 Α`) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:

“Όσοι όμως δικαστικοί λειτουργοί προέρχονται από το διαγωνισμό παρέδρων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων (ν.1756/1988), όπως τροποποιήθηκε από την παρ.3 του άρθρου 12 του ν.1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`), αντικαθίσταται ως ακολούθως:

β. Σε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται ύστερα από αίτησή του εισαγγελέας εφετών. Επίσης, στο βαθμό αυτόν προάγεται μετατασσόμενος ύστερα από αίτησή του πρόεδρος εφετών ή εφέτης που έχει τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό του. Με προαγωγή προέδρων εφετών και εφετών επιτρέπεται η πλήρωση μόνο μέχρι δυο θέσεων αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου.”

γ. Οι οργανικές θέσεις των πρωτοδικών και παρέδρων πρωτοδικείου ως και αυτές των αντιεισαγγελέων πρωτοδικών και παρέδρων εισαγγελίας καθίστανται ενιαίες.

δ. Από 1ης Ιουλίου 1997 ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων των αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου αυξάνεται κατά μια (1) και ορίζεται σε οκτώ (8) και των αρεοπαγιτών κατά πέντε (5) και ορίζεται σε σαράντα πέντε (45). Ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων των προέδρων εφετών αυξάνεται κατά πέντε (5) και ορίζεται σε πενήντα εννέα (59), των δε εφετών κατά τέσσερις (4) και ορίζεται σε τριακόσιες τριάντα (330).

Από 1ης Ιουλίου 1997 ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων των Προέδρων Πρωτοδικών Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων αυξάνεται κατά εξήντα (60) και ορίζεται σε διακόσιες τρεις (203), από 1ης Ιουλίου 1998 κατά πενήντα (50) και ορίζεται σε διακόσιες πενήντα τρεις (253) και από 1ης Ιανουαρίου 1999 κατά σαράντα επτά (47) και ορίζεται σε τριακόσιες (300) με μείωση των θέσεων των Πρωτοδικών και Παρέδρων Πρωτοδικείου. οι οποίες ορίζονται συνολικά σε οκτακόσιες ογδόντα επτά (887), οκτακόσιες τριάντα επτά (837) και οκτακόσιες ενενήντα (890) αντιστοίχως .

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.16 Ν.2521/1997 ΦΕΚ Α 174/1.10.1997

Δικαστικά εν γένει έργα τα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται νε εκτελούνται από πρωτοδίκες, εκτελούνται και από τους νεότερους κατά σειρά προέδρους πρωτοδικών. Δικαστικά εν γένει έργα, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις ασκούνται από πρόεδρο πρωτοδικών μπορεί να εκτελούνται και από τους αρχαιότερους, κατά σειρά, πρωτοδίκες. Από 1ης Ιουλίου 1997 ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων των εισαγγελέων εφετών των αντιεισαγγελέων εφετών, των εισαγγελέων πρωτοδικών και των αντεισαγγελέων πρωτοδικών και παρέδρων εισαγγελίας αυξάνεται, αντιστοίχως, κατά τρεις (3), επτά (7), τριάντα τρεις (33) και πέντε (5) και ορίζεται σε τριάντα (30), ενενήντα μια (91), εκατόν σαράντα τρεις (143) και διακόσιες τριάντα δυο (232), αντιστοίχως.

Σχετικό:  άρθρο 80 ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008

Σχετικό:  ΠΔ 34/1999

Σχετικό: Ν. 2943/2001, ΦΕΚ Α΄ 203/12-9-2001

ε. Από 1ης Ιουλίου 1997 ο συνολικός αριθμός των οργανικών θέσεων των προέδρων εφετών, εφετών, προέδρων πρωτοδικών και πρωτοδικών – παρέδρων των διοικητικών δικαστηρίων αυξάνονται κατά μια (1), τέσσερις (4), μια (1), τέσσερις (4) και ορίζεται σε τριάντα εννέα (39), εκατόν πενήντα έξι (156), εβδομήντα εννέα (79) και τριακόσιες σαράντα επτά (347), αντιστοίχως.

10. Α. Το άρθρο 80 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 του ν.2207/1994, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 80 Οργανα επιθεώρησης

1. Την επιθεώρηση ενεργούν:

α) Στα εφετεία, στα πρωτοδικεία, στις αντίστοιχες εισαγγελίες, στα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, αρεοπαγίτες και αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου.

β) Στα πρωτοδικεία, στα ειρηνοδικεία και στα πταισματοδικεία και οι πρόεδροι εφετών και στις εισαγγελίες πρωτοδικών και οι εισαγγελείς εφετών.

γ) Στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών, οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών αντίστοιχα.

2. Με κλήρωση που γίνεται κατά το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους, σε δημόσια συνεδρίαση ενώπιον του Α` Τμήματος του Αρείου Πάγου, εκλέγονται οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, ένας για κάθε περιφέρεια επιθεώρησης.

Δεν μπορεί όμως να εκλεγεί πάνω από ένας αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως τακτικός επιθεωρητής και δεν τοποθετούνται στα σφαιρίδια τα ονόματα των διατελεσάντων τακτικών επιθεωρητών κατά την τελευταία τριετία.

Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν τη διενέργεια της κλήρωσης το τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν τα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου τα ονόματα των αεροπαγιτών και αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο Πρόεδρος εξάγει από την κληρωτίδα δώδεκα (12) σφαιρίδια. μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο Πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του Τμήματος. Από τους κληρωθέντες οι τρείς (3) αρχαιότεροι από τους πρώτους εννέα (9) αποτελούν το Συμβούλιο Επιθεώρησης, οι υπόλοιποι έξι (6) περιφερειών της επιθεώρησης και οι τελευταίοι τρεις (3) είναι οι αναπληρωτές των Επιθεωρητών.

Για τα δυο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό, που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Οι αναπληρωτές, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους, αναπληρώνουν τους επιθεωρητές σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης από την υπηρεσία τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους.

Η θητεία των επιθεωρητών είναι ετήσια, αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και  λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωσή τους έτους.

3. Οι επιθεωρητές αρεοπαγίτες και αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία. Ειδικότερα, ο επιθεωρητής της Β` Περιφέρειας απαλλάσσεται για όλο το διάστημα της θητείας του, καθώς και για τον επόμενο Ιανουάριο, και οι επιθεωρητές των υπολοίπων περιφερειών για όλο το διάστημα από την 1η Ιουλίου του έτους της θητείας τους μέχρι και την 31η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Σε περίπτωση παράτασης της θητείας απαλλάσσονται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα από τη λήξη της παράτασης.

4. Οι πρόεδροι εφετών ενεργούν επιθεώρηση των πρωτοδικείων, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και οι εισαγγελείς εφετών των εισαγγελιών της περιφέρειάς τους, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αεροπαγιτών και αντιεισαγγελέων του Αρείου Πάγου.

5. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του προέδρου πρωτοδικών, την επιθεώρηση ενεργεί ή συνεχίζει ο αντικαταστάτης τους, και αν δεν έχει τοποθετηθεί ο νόμιμος αναπληρωτής τους. Σε όσα δικαστήρια και εισαγγελίες υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ή εισαγγελείς εφετών ή πρόεδροι πρωτοδικών, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκείνον ή εκείνους που θα τη διενεργήσουν.”

Β. Το άρθρο 82 του ν.1756/1988, όπως είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν.1868/1989, αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 13 του ν.2172/1993 και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του ν.2207/1994, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 82 Όργανα επιθεώρησης

1. Την επιθεώρηση ενεργούν:

α. Στους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που εκλέγεται με κλήρωση.

β. Στα διοικητικά εφετεία και πρωτοδικεία τρεις (3) σύμβουλοι Επικρατείας, που εκλέγονται με κλήρωση.

γ. Στα διοικητικά πρωτοδικεία και οι πρόεδροι εφετών. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι εφετών, ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει εκείνον ή εκείνους που θα τη διενεργήσουν.

δ. Στις γραμματείες των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ο γενικός επίτροπος της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών και οι πρόεδροι εφετών και πρωτοδικών.

2. Η κλήρωση για την εκλογή των επιθεωρητών γίνεται κατά το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους, σε δημόσια συνεδρίαση του Α` Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας αντίστοιχα, μεταξύ όλων των συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των συμβούλων του Συμβουλίου της Επικρατείας, εκτός των τριών (3) αρχαιοτέρων από αυτούς, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στην κλήρωση για την ανάδειξη των επιθεωρητών, αλλά κληρώνονται ως Προϊστάμενοι οι Σύμβουλοι.

Για την κλήρωση χρησιμοποιούνται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή. Αμέσως πριν από τη διενέργεια της κλήρωσης το Τμήμα συνέρχεται σε συμβούλιο, προκειμένου να τοποθετηθούν τα σφαιρίδια, αφού προηγουμένως επιδειχθούν σε όλα τα μέλη του συμβουλίου τα ονόματα των συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά περίπτωση.

Κατά τη δημόσια συνεδρίαση ο πρόεδρος του Α` Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου εξάγει από την κληρωτίδα δύο (20 σφαιρίδια και ο πρόεδρος του Α` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας πέντε (5) σφαιρίδια. Μετά την εξαγωγή κάθε σφαιριδίου ο πρόεδρος εκφωνεί το όνομα του κληρωθέντος, το οποίο επιδεικνύεται στα λοιπά μέλη του Τμήματος. Από τους κληρωθέντες συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο πρώτος είναι ο επιθεωρητής και ο δεύτερος ο αναπληρωτής του, ενώ από τους κληρωθέντες συμβούλους της Επικρατείας οι τρείς (3) πρώτοι κατά σειρά κληρούμενοι αποτελούν τους επιθεωρητές των τριών (30 περιφερειών της επιθεώρησης και οι επόμενοι δύο (2) είναι οι αναπληρωτές των επιθεωρητών.

Για τα δυο στάδια της κλήρωσης συντάσσεται πρακτικό, που διαβιβάζεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Οι αναπληρωτές, κατά τη σειρά της κλήρωσής τους, αναπληρώνουν τους επιθεωρητές σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης από την υπηρεσία τους και μόνο για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας τους. Η θητεία των επιθεωρητών είναι ετήσια, αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωση έτους.

Γ. Το άρθρο 86 του ν.1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 86 Αρμοδιότητες Συμβουλίου Επιθεώρησης Υπηρεσία Επιθεώρησης

1. Της Επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών προΐσταται το Συμβούλιο της Επιθεώρησης αποτελούμενο από τους κληρωθέντες τρεις (3) αρχαιότερους των πρώτων εννέα (9) επιθεωρητών. Τα μέλη του Συμβουλίου Επιθεώρησης, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων τους, δεν απαλλάσσονται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία.

2. Της Επιθεώρησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών αυτών προΐσταται σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας αντίστοιχα, που κληρώνεται μεταξύ των τριών (3) αρχαιοτέρων συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως προβλέπεται στην παρ.2 του άρθρου 82. Η θητεία της Επιθεώρησης και των προϊσταμένων συμβούλων είναι ετήσια και αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωση έτους.

3. Το Συμβούλιο Επιθεώρησης και ο Προϊστάμενος σύμβουλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Συμβουλίου Επικρατείας: α) ασκεί την πειθαρχική αγωγή, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αν κατά την κρίση του συντρέχει τέτοια περίπτωση, β) παραγγέλλει έκτακτη επιθεώρηση, ενεργούμενη υπό του τακτικού επιθεωρητή ή επανάληψη ή συμπλήρωση προηγούμενης, εφόσον συντρέχει λόγος, γ) αποφαίνεται επιθεωρουμένου κατά της έκθεσης τακτικής επιθεώρησης, δ) συγκεντρώνει τις εκθέσεις επιθεώρησης και διατυπώνει σε ιδιαίτερη έκθεσή του τις τυχόν παρατηρήσεις του σ` αυτές και ε) με γενική προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης έκθεσή του περιγράφει την κατάσταση των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και της γραμματείας τους και υποδεικνύει τα τυχόν αναγκαία μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους.

Για την άσκηση των ανωτέρω αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου Επιθεώρησης αρκεί η λήψη αποφάσεως κατά πλειοψηφία.

4. Συνιστάται στον Άρειο Πάγο, το Συμβούλιο Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο ειδική υπηρεσία επιθεώρησης δικαστηρίων και δικαστικών λειτουργών, στην οποία προΐσταται το Συμβούλιο Επιθεώρησης και ο Προϊστάμενος σύμβουλος κατά περίπτωση. Στην υπηρεσία αυτή τοποθετείται ανάλογος αριθμός δικαστικών υπαλλήλων, από αυτούς που υπηρετούν στη γραμματεία των δικαστηρίων αυτών.

Δ. Το άρθρο 87 του ν.1756/1988, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του με την παρ.1 του άρθρου 14 του ν.1868/1989, αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 87 Προσφυγή του επιθεωρούμενου

1. Η επίδοση των εκθέσεων της επιθεώρησης στους επιθεωρούμενους γίνεται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή τους στο υπουργείο. Ο επιθεωρούμενος μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες, αφότου λάβει την έκθεση της τακτικής επιθεώρησης, έχει δικαίωμα να προσφύγει υπηρεσιακώς ή με συστημένη επιστολή στο Συμβούλιο Επιθεώρησης και τον Προϊστάμενο σύμβουλο κατά περίπτωση και να ζητήσει διόρθωση της έκθεσης ή επανάκριση, μόνον αν η έκθεση περιέχει:

α) ανακριβείς ή ανεπαρκείς αιτιολογίες ή ανακριβή περιστατικά και

β) δυσμενείς κρίσεις, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με εκθέσεις επιθεώρησης των αμέσως προηγούμενων δύο ετών. Στο Συμβούλιο της Επιθεώρησης δεν μετέχει ο επιθεωρητής που έχει συντάξει την έκθεση κατά της οποίας στρέφεται η προσφυγή του επιθεωρούμενου και στη θέση του καλείται ο επόμενος κατά σειρά αρχαιότητας επιθεωρητής.

2. Αν τα παράπονα κριθούν βάσιμα, το Συμβούλιο Επιθεώρησης και ο Προϊστάμενος σύμβουλος κατά περίπτωση, με αιτιολογημένη απόφασή του, προβαίνει στη διόρθωση της έκθεσης, εκτός αν κρίνει αναγκαία την επανάληψη της επιθεώρησης, οπότε διατάσσει επανάκριση σχετικά με τους λόγους της προσφυγής από τον αρχαιότερο αναπληρωτή επιθεωρητή.

Αν πρόκειται για ειρηνοδίκη η επανάκριση γίνεται από πρόεδρο πρωτοδικών, κατά το δυνατόν αρχαιότερο του επιθεωρητή προέδρου. Η απόφαση του Συμβουλίου Επιθεώρησης και του Προϊσταμένου συμβούλου με την οποία διατάσσεται η διόρθωση της έκθεσης τίθεται στο φάκελο του επιθεωρούμενου, ενώ η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση αντικαθιστά την προηγούμενη έκθεση, η οποία αποσύρεται από το φάκελο του επιθεωρούμενου, εφόσον η επανάκριση είναι γενική.

Αν τα παράπονα κριθούν αβάσιμα το Συμβούλιο Επιθεώρησης ή ο Προϊστάμενος σύμβουλος, με αιτιολογημένη απόφασή του, απορρίπτει την προσφυγή και η απόφαση τίθεται στο φάκελο του επιθεωρούμενου. Η έκθεση που συντάσσεται ύστερα από επανάκριση δεν υπόκειται σε προσφυγή.

3. Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επιθεώρησης και του Προϊσταμένου συμβούλου και η νέα έκθεση υποβάλλονται και επιδίδονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 85 παρ. 6.

4. Όπου στον παρόντα νόμο αναγράφεται περί προϊσταμένου της επιθεώρησης, νοείται το Συμβούλιο Επιθεώρησης ή ο Προϊστάμενος σύμβουλος κατά περίπτωση.

11. α. Συνιστώνται στο Συμβούλιο της Επικρατείας (Σ.τ.Ε) τέσσερις θέσεις δικαστικών υπαλλήλων που ανήκουν σε ενιαίο Κλάδο Πληροφορικής. Οι θέσεις αυτές μπορούν να ανήκουν στις εξής κατηγορίες και ειδικότητες:

αα. Κατηγορία ΠΕ Πληροφορικής, με ειδικότητες επιστήμης υπολογιστών και μηχανικών Η/Υ.

ββ. Κατηγορία ΤΕ Πληροφορικής, με ειδικότητα πληροφορικής.

γγ. Κατηγορία ΔΕ Προσωπικού Η/Υ, με ειδικότητα προγραμματιστών Η/Υ.

Ο αριθμός των θέσεων κατά κατηγορία και ειδικότητα καθορίζεται με την προκήρυξη πληρώσεως των θέσεων.

β. Για το διορισμό στις θέσεις αυτές απαιτούνται τα προσόντα που ορίζονται κάθε φορά για το διορισμό σε αντίστοιχες θέσεις των δημοσίων υπηρεσιών και των Ν.Π.Δ.Δ.

12. Το υπό της παρ.1 του άρθρου 115 του ν.670/1977 (ΦΕΚ 232 Α`), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ.7 του άρθρου 13 του ν.1738/1987 (ΦΕΚ 200 Α`), τασσόμενο χρονικό όριο για το προσδιορισμό του αριθμού των μελών των διοικητικών συμβουλίων των συμβολαιογραφικών συλλόγων που θα εκλεγούν ορίζεται σε εξήντα (60) ημέρες πριν από τις αρχαιρεσίες.

13. α. Το άρθρο 194 του Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, ΦΕΚ 235 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 194

Οι Δικηγόροι Σύλλογοι είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, έχουν ιδία περιουσία και υπόκεινται στις διατάξεις του κοινού δικαίου ως προς την απόκτηση δικαιωμάτων, την ανάληψη υποχρεώσεων και την εν γένει διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας τους, διοικούνται δε δια Συμβουλίου. Για τη διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας τους οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να ιδρύουν νομικά πρόσωπα με εταιρική ή μη μορφή”.

β. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 96 του ν.δ/τος 3026/1954 (ΦΕΚ 235 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 11 του άρθρου 5 του ν.2408/1996, προστίθεται προτελευταίο εδάφιο ως εξής:

Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται στο τέλος κάθε μηνός να αποστέλλουν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προείσπραξης, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας”.

14.α. Ο πίνακας επιτυχόντων του διαγωνισμού που διεξήχθη από 13.7.1994 έως 5.8.1994 για την πλήρωση θέσεων κλάδου ΔΕ Φύλαξης Καταστημάτων Κράτησης, Σωφρονιστικών και Θεραπευτικών Καταστημάτων και Κ.Α.Υ. Φυλακών, του οποίου η ισχύς έληξε την 31.8.1995 και παρατάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 13 του άρθρου 10 του ν. 2331/1995 μέχρι την 31.8.1996, ισχύει μέχρις ολοκληρώσεως της διαδικασίας πληρώσεως των κατά το εδάφιο β’ της παρούσας θέσεων.

β. Διακόσιες πενήντα (250) από τις χίλιες (1.000) κενές θέσεις σωφρονιστικού προσωπικού του κλάδου ΔΕ Φύλαξης Φυλακών. Σωφρονιστικών και Θεραπευτικών Καταστημάτων και Κ.Α.Υ. Φυλακών, που έχουν συσταθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, θα πληρωθούν από τον πίνακα επιτυχόντων του προηγούμενου εδαφίου.

15.α. Τα εδάφια Α’, β’, δύ και εύ της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 αντικαθίστανται ως εξής :

“α) Ιδρύεται ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.” η οποία διέπεται από τον παρόντα νόμο και συμπληρωματικά από τον κ.ν. 2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει. Η εταιρεία εποπτεύεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας.

Επί αυτής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παρ. 8, 9, 123, 14, 15, 16 και 17 του άρθρου 5 του ν. 2229/1994 (ΦΕΚ 138 Α’), καθώς οι διατάξεις των παρ. 2, 4, 5 και 6 του άρθρου εβδόμου, παρ. 1 του άρθρου ογδόου και παρ. 3 του άρθρου δεκάτου του ν. 1955/1991 (ΦΕΚ 112 Α’). Ως αρμόδιο για τον καθορισμό της αποζημιώσεως, κατά την παρ. 4 του άρθρου δεκάτου του ν. 1955/1991, ορίζεται το οικείο μονομελές πρωτοδικείο. Μέχρις εκδόσεως των κατά την παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 2229/1994 κανονισμών εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 23 Α’), όπως ισχύει.

β) Σκοπός της εταιρείας είναι :

– Η μελέτη, η κατασκευή, η επέκταση, η επισκευή, η συντήρηση, ο εξοπλισμός και η οργάνωση των δικαστικών κτιρίων, των σωφρονιστικών καταστημάτων, των καταστημάτων των υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και των εποπτευομένων από αυτό νομικών προσώπων, εφόσον τα έργα αυτά ανατίθενται στην εταιρεία με απόφαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Η εταιρεία μπορεί να αναθέτει σε τρίτους με διαγωνισμό ή απευθείας, εφόσον αυτό επιτρέπεται από τις κείμενες διατάξεις, την εκτέλεση των έργων αυτών, τη διοίκηση, την επίβλεψη και την παρακολούθηση της εκτέλεσής τους, καθώς και τον έλεγχο των σχετικών μελετών και εργασιών.

– Κάθε άλλη συναφής δραστηριότητα.

Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να επεκτείνεται ο σκοπός της εταιρείας. Για την εκπλήρωση του σκοπού της η εταιρεία μπορεί να συνεργάζεται με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με οποιονδήποτε τρόπο. Στους σκοπούς του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. εντάσσονται επιπλέον η ανάληψη του κεφαλαίου της εταιρείας, η χρηματοδότησή της και κάθε άλλη δραστηριότητα αναγκαία για την ίδρυση και λειτουργία της εταιρείας.

δ) Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διορίζεται το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας που απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο και έξι μέλη. Τα μέλη του Δ.Σ. πρέπει να διαθέτουν το απαιτούμενο για τη θέση τους κύρος και εμπειρία ώστε να μπορούν να προωθήσουν το σκοπό της εταιρείας, να μην είναι συμβεβλημένα με αυτήν ή έχουν εξαρτημένη σχέση με πρόσωπα που είναι συμβεβλημένα με αυτήν και να μην προσφέρουν υπηρεσίες οποιασδήποτε φύσεως σε εταιρείες οι οποίες έχουν τους ίδιους σκοπούς με την εταιρεία “ΘΕΜΙΣ”. Ο Πρόεδρος και τρία μέλη του Δ.Σ. είναι τεχνικοί ειδικότητας πολιτικού μηχανικού, αρχιτέκτονα, μηχανολόγου, ηλεκτρολόγου μηχανικού. Στο Δ.Σ. μετέχει επίσης ένας δικηγόρος με ειδίκευση στο δίκαιο των ανωνύμων εταιρειών και το δίκαιο των δημοσίων έργων, ένας οικονομολόγος απόφοιτος Α.Ε.Ι. με εμπειρία στη διαχείριση προγραμμάτων χρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ένας εκπρόσωπος του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. Γραμματέας του Δ.Σ. ορίζεται με απόφασή του υπάλληλος της εταιρείας. Τα μέλη και ο γραμματέας ορίζονται με τους αναπληρωτές τους. Ο Πρόεδρος αναπληρώνεται από το επόμενο, κατά σειρά αναγραφής των ονομάτων στην απόφαση διορισμού, μέλος, Πρόεδρος και μέλη ορίζονται με τετραετή θητεία, η οποία αρχίζει από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως συγκροτήσεως του Δ.Σ. Η θητεία επιτρέπεται να ανανεώνεται. Το διοικητικό συμβούλιο συνεδριάζει με παρουσία πέντε (5), τουλάχιστον, μελών και αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων. Η εταιρεία τίθεται σε λειτουργία με το διορισμό του πρώτου της διοικητικού συμβουλίου. Το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει το καταστατικό της εταιρίας, που εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και Δικαιοσύνης. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του Δ.Σ. λαμβάνουν αμοιβή που καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Τα, τυχόν, εκ δημοσίων υπαλλήλων μέλη του Δ.Σ. λαμβάνουν αποζημίωση κατά συνεδρίαση, που καθορίζεται με την ίδια υπουργική απόφαση.

ε) Η εποπτεία του Υπουργού Δικαιοσύνης επί της εταιρίας περιλαμβάνει:

– την έγκριση του κτιριολογικού προγράμματος και των προτεραιοτήτων της εταιρίας,

– την υποβολή για έγκριση του προϋπολογισμού, της έκθεσης πεπραγμένων και του ισολογισμού της εταιρίας,

– την ενημέρωση από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρίας σχετικά με την πορεία των εργασιών της. Μέχρις ολοκληρώσεως της στελεχώσεως της εταιρίας μπορεί, με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Δικαιοσύνης και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, να αποσπάται στην εταιρία προσωπικό από οποιαδήποτε υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διατάξεως”.

β. Στην ίδια παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996 προστίθενται εδάφια ζ’, η’, θ’ και ι’ ως εξής :

ζ. Μέχρι της εκδόσεως των Κανονισμών του εδ. Α’ αυτής της παραγράφου στην εταιρία “ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.” λειτουργεί τεχνικό συμβούλιο. Το συμβούλιο είναι εξαμελούς συνθέσεως, συγκροτείται με απόφαση του Δ.Σ. της εταιρίας και αποτελείται από :

αα. Δύο (2) τεχνικούς υπαλλήλους της εταιρίας αποφοίτους Α.Ε.Ι.

ββ. Τον Προϊστάμενο του Τμήματος Τεχνικών Υπηρεσιών της Κ.Υ. του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

γγ. Εναν εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος.

δδ. Ενα (1) δικηγόρο.

εε. Τον Πρόεδρό του, ανάλογα με τη φύση του εξεταζομένου θέματος αντιστοίχου τμήματος του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων.

Με την απόφαση συγκροτήσεως ορίζεται ο Πρόεδρος του Συμβουλίου από τους υπό στοιχ. αΑ’ ως άνω υπαλλήλους και ο γραμματέας του Συμβουλίου από υπαλλήλους της Εταιρίας. Ο Πρόεδρος και τα μέλη ορίζονται με τους αναπληρωτές τους, λαμβάνουν δε αποζημίωση κατά συνεδρίαση που καθορίζεται με απόφαση του Δ.Σ. Το Συμβούλιο γνωμοδοτεί για τα θέματα που ορίζει ο ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 23 Α’) και τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα, καθώς και για κάθε θέμα που παραπέμπεται σύ αυτό από το Δ.Σ. της εταιρίας. Στο Συμβούλιο εισηγούνται τεχνικοί υπάλληλοι της εταιρίας. Το συμβούλιο συνεδριάζει με παρουσία τεσσάρων (4) τουλάχιστον μελών, αποφασίζει με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων και σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου.

η. Με απόφαση του Δ.Σ. της εταιρίας “ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.” η οποία εγκρίνεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης καταρτίζεται ο οργανισμός λειτουργίας της εταιρίας, καθορίζονται οι επί μέρους υπηρεσιακές της μονάδες και η διάρθρωσή τους, ο αριθμός των θέσεων του προσωπικού της εταιρίας και τα προσόντα προσλήψεων, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Η πρόσληψη του προσωπικού της εταιρίας γίνεται κατά παρέκκλιση του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α’) και κάθε άλλης σχετικής διατάξεως”.

θ. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας απαλλοτριώσεως ακινήτων επί των οποίων η εταιρία “ΘΕΜΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ Α.Ε.” θα προβεί σε κατασκευαστικά έργα, ο κύριος, ο νομέας ή κάτοχος αυτών υποχρεούται να επιτρέπει την εκτέλεση των απαραίτητων προπαρασκευαστικών τεχνικών έργων, εδαφολογικών ή γεωτεχνικών ερευνών, καταμετρήσεων για σύνταξη διαγραμμάτων και άλλων παρόμοιας φύσεως εργασιών. Η εταιρία υποχρεούται να αποκαταστήσει τη ζημιά από βλάβη, φθορές ή στέρηση της χρήσεως που προέρχεται από την εκτέλεση των παραπάνω τεχνικών εργασιών.

ι. Με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, όπως τροποποιείται με αυτή την παράγραφο.

16.α. Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 10 του ν. 2447/1996, με τον οποίο κυρώθηκε ως Κώδικας το σχέδιο νόμου “Υιοθεσία, επιτροπεία και αναδοχή ανηλίκου, δικαστική συμπαράσταση, δικαστική επιμέλεια ξένων υποθέσεων και συναφείς ουσιαστικές, δικονομικές και μεταβατικές διατάξεις” (ΦΕΚ 278 Α’), οι λέξεις “με χρηματική ποινή μέχρι πεντακοσίων χιλιάδων μεταλλικών δραχμών” αντικαθίστανται με τις λέξεις “με χρηματική ποινή μέχρις ενός εκατομμυρίου δραχμών”.

β.α. Η παράγραφος 4 του άρθρου 57 του σχεδίου νόμου που κυρώθηκε ως Κώδικας με το ν. 2447/1996 καταργείται.

β.β. Υποθέσεις περί υιοθεσίας που ήταν εκκρεμείς την 30.12.1996 κρίνονται σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις. Με τις ίδιες διατάξεις κρίνονται υποθέσεις για υιοθεσία που η επιμέλεια του ανηλίκου είχε ήδη κατά την ανωτέρω ημερομηνία ανατεθεί με οποιονδήποτε τρόπο σε αυτόν που υιοθετεί ή θα του ανατεθεί με οποιονδήποτε τρόπο από της ανωτέρω ημερομηνίας μέχρι 31 Ιουλίου 1997 “Προκειμένου περί υποθέσεων υιοθεσίας αλλοδαπών από Έλληνες, οι οποίες εκκρεμούν κατά τη δημοσίευση αυτού του νόμου, τα ελληνικά δικαστήρια κατά την περιαφή του εκτελεστηρίου τύπου εφαρμόζουν τις προϊσχύουσες περί υιοθεσίας διατάξεις. Ο θετός γονέας έχει σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου.

17. Η προβλεπόμενη αποκλειστική προθεσμία από την παράγραφο 5α του άρθρου 4 του ν. 2408/1996, παρατείνεται για έξι ακόμη μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

18.α. Η παράγραφος 15 του άρθρου 10 του ν. 2298/1995 αντικαθίσταται ως εξής :

“15. Για πειθαρχικά αδικήματα του προσωπικού των Καταστημάτων Κράτησης ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγέλλει την ενέργεια πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης από εισαγγελικό λειτουργό”.

β. Οι διατάξεις της παραγράφου 15 του άρθρου 10 του ν. 2298/1995 εξακολουθούν να ισχύουν για πειθαρχικές υποθέσεις εκκρεμείς κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος αυτού του νόμου μέχρις ολοκληρώσεως της σχετικής διαδικασίας.

19.α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του ν. 2058/1952 (ΦΕΚ 95 Α’/18.4.1952), όπως έχει τροποποιηθεί με τους νόμους 410/1976 (ΦΕΚ 208 Α’) και 2207/1994 (ΦΕΚ 65 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“1. Για τους κρατουμένους, κάθε ημέρα εργασίας ή συμμετοχής σε προγράμματα εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης μπορεί να υπολογίζεται ευεργετικά κατύ ανώτατο όριο μέχρι δύο ημέρες. Για τους μεταξύ αυτών υποδίκους, οι ημέρες που έχουν υπολογισθεί ευεργετικά θα λαμβάνονται υπόψη μόνο στην περίπτωση καταδίκης τους, από την ημερομηνία έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης. Το μέτρο του ευεργετικού υπολογισμού ημερών εργασίας ή κατάρτισης ή εκπαίδευσης των κρατουμένων καθορίζεται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Όπου στο παρόν άρθρο αναφέρεται η λέξη “κατάδικοι” θα νοείται “κρατούμενοι”. Οι ημέρες που έχουν ήδη υπολογισθεί ευεργετικά δεν θα λαμβάνονται υπόψη εν όλω ή εν μέρει, αν αυτό δηλωθεί υπεύθυνα από τον ενδιαφερόμενο – κρατούμενο”.

β. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του Κώδικα Βασικών Κανόνων Μεταχείρισης Κρατουμένων (ν. 1851/1989, ΦΕΚ 122 Α’), όπως αυτό έχει αντικατασταθεί από την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του ν. 2408/1996 (ΦΕΚ 104 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“Εφόσον ο κρατούμενος έχει ήδη εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής του ή, σε περίπτωση ισόβιας κάθειρξης δώδεκα έτη, η διάρκεια της αδείας μπορεί να αυξάνεται έως τις οκτώ ημέρες, οι οποίες υπολογίζονται όπως ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο”.

γ. Η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 58 έως 60 και 64 έως 75 του Κώδικα Βασικών Κανόνων Μεταχείρισης Κρατουμένων (ν. 1851/1989, ΦΕΚ 122 Α’), η οποία είχε ανασταλεί μέχρι 31.12.1996 με τις διατάξεις της παρ. 13 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α’), αναστέλλεται εκ νέου από της εν λόγω ημερομηνίας μέχρι 31.12.1998.

Κατά τη διάρκεια της αναστολής διατηρείται η ισχύς των άρθρων 53 έως 68 του α.ν. 125/1967 (ΦΕΚ 152 Α’).

20.α. Τα εδάφια δ’ και ε’ της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1816/1988 (ΦΕΚ 251 Α’), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2331/1995, καταργούνται.

β. Η παρ. 2 του αυτού ως άνω άρθρου 4 του ν. 1816/1988 αντικαθίσταται ως εξής :

“2. Η διαχείριση του λογαριασμού γίνεται από επιτροπή, η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΤΑ.Χ.Δ.Ι.Κ. ως πρόεδρο και τον Πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων και τον Πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών ως μέλη. Τα μέλη αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η επιτροπή αυτή συνεδριάζει με την παρουσία προέδρου και των δύο μελών και αποφασίζει κατ’ απόλυτη πλειοψηφία. Η επιτροπή αποφασίζει για τη χορήγηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο παροχών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης δύναται να καθορίζονται η διαδικασία και οι ειδικότερες προϋποθέσεις για τις ανωτέρω παροχές”.

21. Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 65 του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ 25 Α’) αντικαθίσταται ως εξής :

“Εφόσον όμως η αγωγή διαζυγίου είχε ασκηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι λόγοι του διαζυγίου κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο της ασκήσεως της αγωγής, οι συνέπειες όμως του διαζυγίου και ιδίως οι αξιώσεις διατροφής κρίνονται κατά τις νέες διατάξεις του Αστικού Κώδικα”.

22. Τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 του α.ν. 305/1945 (ΦΕΚ 110 Α’) και το άρθρο 1 του ν.δ. 4201/1961 (ΦΕΚ 175 Α’) βιβλία, τα οποία τηρούνται στα υποθηκοφυλακεία του Κράτους (Γενικό Βιβλίο Εκδόσεων και Βιβλίο Τελών και Δικαιωμάτων), είναι δυνατόν στο εξής αφ’ ενός να ενοποιηθούν σύ ένα ενιαίο βιβλίο, αφ’ ετέρου δε να τηρούνται σε κινητά μηχανογραφικά φύλλα, τα οποία θα βιβλιοδετούνται ανά μήνα σε ενιαίο τόμο. Με αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων κατά υποθηκοφυλάκειο, καθώς και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια.

Στα έμμισθα υποθηκοφυλακεία της χώρας και στα Κτηματολογικά Γραφεία Ρόδου και Κω -Λέρου, στα οποία λειτουργεί ολοκληρωμένο πληροφορικό σύστημα, τα τηρούμενα σε αυτά Βιβλία Μεταγραφών -Υποθηκών -Κατασχέσεων -Διεκδικήσεων και τα Αλφαβητικά Ευρετήρια καταργούνται και αντικαθίστανται από τα αντίστοιχα τηρούμενα ηλεκτρονικά αρχεία. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης καθορίζεται ο χρόνος έναρξης εφαρμογής της διατάξεως αυτής κατά υποθηκοφυλακείο και κτηματολογικό γραφείο και προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τα ως άνω βιβλία τηρούνται και σε κινητά μηχανογραφικά φύλλα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 11 παρ.5 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

23. Στην παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 670/1977 (ΦΕΚ 232 Α’) περί ΚώδικοςΣυμβολαιογράων, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 1653/1986 (ΦΕΚ 173 Α’), προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής :

Σε περίπτωση κατά την οποία καταστεί για οποιονδήποτε λόγο οριστικά ανέφικτος διορισμός υποψηφίου καλείται για διορισμό στη θέση του, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ο επόμενος κατά σειρά βαθμολογίας υποψήφιος, ο οποίος έχει λάβει βαθμό επιδόσεως όχι μικρότερο της εκάστοτε οριζόμενης βάσεως. Οι διατάξεις του εδαφίου τούτου έχουν εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 1996.

24. Στο ν. 2318/1995 Κώδικας Δικαστικών Επιμελητών (ΦΕΚ 126 Α’) επιφέρονται οι εξής τροπολογίες :

α. Στο τέλος του άρθρου 6 προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής :

“10. Η αίτηση εγγραφής ασκουμένου είναι απαράδεκτος, εάν δεν συνοδεύεται με έγγραφη απόδειξη καταβολής προς το Σύλλογο τέλους εγγραφής, το ύψος του οποίου είναι ίσο προς το μισό της κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεως καθορισμένης ετήσιας εισφοράς των μελών. Το ίδιο καταβάλλεται και στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 9 του παρόντος”.

β. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 7 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Η άσκηση αυτή θα πρέπει να είναι διάρκειας τουλάχιστον εννέα μηνών”.

γ. Η τελευταία πρόταση του τρίτου εδαφίου του άρθρου 12 διατυπώνεται ως εξής :

“που αναρτώνται στον τόπο του διαγωνισμού την εικοστή το αργότερο ημέρα μετά το τέλος του”.

δ.i. Μετά το πέμπτο εδάφιο του άρθρου 12 προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Οι εγγεγραμμένοι στους πίνακες βαθμολογίας, που έχουν ισοβαθμίσει με τον τελευταίο επιτυχόντα, διορίζονται στην περιφέρεια του πρωτοδικείου, για τις θέσεις του οποίου διαγωνίστηκαν και καταλαμβάνουν κατά τη σειρά κατάταξής τους στον πίνακα βαθμολογίας τις κενούμενες μέχρι λήξεως του έτους του διαγωνισμού θέσεις”.

δ.ii. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για τους υποψηφίους των διαγωνισμών ετών 1994 έως 1996, οι δε ενδιαφερόμενοι διορίζονται υπεράριθμοι μετά από σχετική αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου και καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις που θα κενωθούν.

ε. Στο πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 27 διαγράφεται η τελευταία πρόταση, η οποία έχει ως εξής :

“η οποία κοινοποιείται μέχρι τις 20 Ιουλίου στον αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών”.

στ. Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 137 αντικαθίσταται ως εξής :

“Σε κάθε περίπτωση το συνολικά καταβαλλόμενο, σύμφωνα με τα παραπάνω, ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει : α) το ένα τρίτο των συνολικών ετήσιων εσόδων του συλλόγου στην περίπτωση “α” του προηγούμενου εδαφίου, β) το ένα τέταρτο αυτών στην περίπτωση “β” του προηγούμενου εδαφίου και γ) το ένα πέμπτο αυτών σε κάθε άλλη περίπτωση”.

ζ. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 137 προστίθεται εδάφιο ως εξής :

“Επίσης τα έξοδα αυτά δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα ανώτατα επιτρεπόμενα από τον παρόντα νόμο για τους αμέσως πιο πάνω αναφερόμενους”.

η. Στο τέλος του άρθρου 141 προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής :

“3. Υποψήφιοι που γράφτηκαν ως ασκούμενοι πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μπορούν να λάβουν μέρος στους διαγωνισμούς μέχρι και του έτους 1997, έστω και αν έχουν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους και να διοριστούν εφόσον επιτύχουν”.

25. Ο προληπτικός έλεγχος των δαπανών του Κράτους και των υπαγομένων σύ αυτό Ν.Π.Δ.Δ. ασκείται από Επιτρόπους (Ελεγκτές) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με βαθμό Α’ της ΠΕ κατηγορίας (πτυχιούχους ανωτάτων σχολών), προϊσταμένους διευθύνσεων ή τμημάτων αυτού, που έχουν οριστεί Επίτροποι, σύμφωνα με το άρθρο 6 του π.δ/τος 208/1988 (ΦΕΚ 90 Α’). Ο Επίτροπος που υπηρετεί σε καθένα από τα Μονομελή Κλιμάκια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που καταργούνται από την ισχύ της παρούσας διάταξης, καθίσταται αυτοδίκαια αρμόδιος, για την άσκηση του ελεγκτικού έργου, που ασκούσε ο Πάρεδρος ή Εισηγητής του Μονομελούς Κλιμακίου. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται “Μονομελές Κλιμάκιο” νοείται στο εξής “Υπηρεσία Επιτρόπου”. Κάθε αντίθετη διάταξη καταργείται.

26.α. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης λειτουργεί ειδικό τμήμα που εκδικάζει τις υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας. Στο τμήμα αυτό, το οποίο συγκροτείται στα παραπάνω δικαστήρια με τη διαδικασία που προβλέπεται από το νόμο για τη συγκρότηση των τμημάτων των δικαστηρίων εν γένει, τοποθετούνται τακτικοί δικαστές με εξειδίκευση στα θέματα της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στα πρωτοδικεία οι δικαστές αυτοί πρέπει να έχουν προϋπηρεσία στο βαθμό του πρωτοδίκη τουλάχιστον πέντε ετών. Η θητεία στο ειδικό αυτό τμήμα είναι διετής, με δυνατότητα ανανέωσής της ύστερα από αίτηση των ίδιων των δικαστών που υπηρετούν σύ αυτό. Η εξειδίκευση των δικαστών που υπηρετούν στα ειδικά τμήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο αυτής της παραγράφου, θα γίνεται στο πλαίσιο των προγραμμάτων επιμόρφωσης που προβλέπονται από την πέμπτη παράγραφο του άρθρου 3 του ν. 2236/1994 περί της “Εθνικής Σχολής Δικαστών”. Ωσότου λειτουργήσουν αυτά τα προγράμματα και υπάρξουν εξειδικευμένοι δικαστές σε επαρκή αριθμό, που να προέρχονται από αυτά, θα είναι δυνατή η χρησιμοποίηση και δικαστών με απλή και μόνο εμπειρία στα σχετικά θέματα. Στα ανωτέρω πρωτοδικεία, όπου δεν υπάρχουν δικαστές με προϋπηρεσία τουλάχιστον πέντε ετών στο βαθμό του πρωτοδίκη, θα μπορούν να χρησιμοποιούνται και δικαστές με μικρότερη προϋπηρεσία. Όπου στο ν. 2121/1993 γίνεται λόγος για δικαστήριο, εννοείται το δικαστήριο αυτής της παραγράφου.

β. Τυχόν εφέσεις κατά των αποφάσεων των ανωτέρω πρωτοδικείων εκδικάζονται ενώπιον του Ειδικού Τμήματος του Εφετείου Αθηνών, μέχρις ότου ειδικά τμήματα συγκροτηθούν και στα Εφετεία Θεσσαλονίκης και Πειραιά.

Άρθρο 4
Περί του Συμβουλίου της Επικρατείας και τακτικών διοικητικών δικαστηρίων

1.α. Οι προθεσμίες για την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναστέλλονται για το χρονικό διάστημα από 1ης έως 31ης Αυγούστου. Δεν θίγεται η ισχύουσα νομοθεσία που αφορά τις προθεσμίες του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης.

β. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου ισχύουν και για τις εκκρεμείς υποθέσεις.

2.α. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 27 του π.δ/τος 18/1989 αντικαθίστανται ως εξής :

“1) Η πληρεξουσιότητα σε δικηγόρο παρέχεται με συμβολαιογραφική πράξη ή με συνυπογραφή του δικογράφου του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου η με προφορική δήλωση στο ακροατήριο. Στην περίπτωση συνυπογραφής του δικογράφου εκ μέρους του διαδίκου η υπογραφή του δικογράφου από το δικηγόρο θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του διαδίκου. Για τη Διοίκηση εφαρμόζονται οι κείμενες γιύ αυτήν διατάξεις. Στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου η πληρεξουσιότητα παρέχεται από το νόμιμο εκπρόσωπό τους με προφορική δήλωσή του στο ακροατήριο ή με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Όταν ο νόμος ή το καταστατικό απαιτεί για να ασκηθεί ένδικο μέσο προηγούμενη άδεια άλλου οργάνου, ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου τεκμαίρεται ότι ενεργεί με την άδεια του άλλου οργάνου. Η τυχόν έλλειψη της άδειας δεν επηρεάζει το κύρος της δίκης και δημιουργεί αποκλειστικά ευθύνη του εκπροσώπου απέναντι στο νομικό πρόσωπο.

2) Για την υπογραφή του ενδίκου μέσου και την ενέργεια των πράξεων της προδικασίας από δικηγόρο, η πληρεξουσιότητα τεκμαίρεται ότι υπάρχει εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1. Διαφορετικά, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο και εκείνος που το ήσκησε καταδικάζεται στη δικαστική δαπάνη”.

β. Στο αυτό άρθρο 27 προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής :

“5. Αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίσθηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου, δύναται να υποβληθεί αίτηση επανασυζητήσεως της υποθέσεως που κατατίθεται στον αρμόδιο γραμματέα πριν από την έκδοση της αποφάσεως και μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αίτηση, η οποία πρέπει να περιέχει με σαφήνεια τους προβαλλόμενους λόγους, δικάζεται από το οικείο Τμήμα καλουμένων αμφοτέρων των διαδίκων προ είκοσι (20) ημερών. Σε περίπτωση παραδοχής της αιτήσεως η υπόθεση εκδικάζεται εν συνεχεία επί της ουσίας από το ίδιο Τμήμα.

γ. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο αίτηση δύναται, συντρεχουσών των υπό τούτου προβλεπομένων προϋποθέσεων, να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ισχύος του παρόντος για αποφάσεις οι οποίες απέρριψαν ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο για μη νομιμοποίηση του πληρεξούσιο δικηγόρου και δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1996.

3. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 36 του π.δ/τος 18/1989 αντικαθίστανται ως εξής :

“Το παράβολο ορίζεται, όταν πρόκειται για αίτηση ακυρώσεως, έφεση, υπαλληλική προσφυγή, τριτανακοπή ή αίτηση αναιρέσεως σε διαφορές κοινωνικής ασφάλισης σε πέντε χιλιάδες (5.000) δραχμές, όταν πρόκειται για αίτηση αναστολής εκτελέσεως σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές και όταν πρόκειται για αίτηση αναιρέσεως, πλην εκείνων που αφορούν διαφορές κοινωνικής ασφάλισης, σε δέκα χιλιάδες (10.000) δραχμές. Τα παράβολα στις αιτήσεις ερμηνείας ή διόρθωσης ορίζονται σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές”.

4. Η παράγραφος 3 του άρθρου 304 Κ.Πολ.Δ., η οποία προστίθεται με την παρ. 10 του άρθρου 6 του παρόντος νόμου, ισχύει και για τις αποφάσεις των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

5. Από τις διαφορές ουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων στην αρμοδιότητα του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του π.δ/τος 341/1978 (ΦΕΚ 71 Α’) και του άρθρου 73 παρ. 2 του ν.δ/τος 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε. ΦΕΚ 90 Α’), οι διαφορές ουσίας που ανακύπτουν από την επιβολή χρηματικών κυρώσεων συνολικού ποσού μέχρι πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών και από χρηματικές απαιτήσεις το συνολικό ποσό των οποίων δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές. Σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για ενοχή εις ολόκληρον, λαμβάνεται υπόψη το καταλογιζόμενο ή αιτούμενο συνολικό ποσό για όλους τους ομοδίκους. Αν πρόκειται για χωριστές υποχρεώσεις ή απαιτήσεις των ομοδίκων, η αρμοδιότητα για όλους καθορίζεται με βάση το ποσό της μεγαλύτερης υποχρέωσης ή απαίτησης. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη, που ρυθμίζει διαφορετικά την καθ΄ ύλην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων, καταργείται.

6. Οι εφέσεις κατά των αποφάσεων του μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου, εκτός από τις εφέσεις στις υποθέσεις του άρθρου 73 παρ. 2 του ν.δ/τος 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, εφόσον το χρέος για το οποίο εχώρησε η εκτέλεση υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών.

7.α. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του Κώδ. Φορ. Δικ. που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 (ΦΕΚ 202 Α’) και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ.331/1985 (ΦΕΚ 116 Α’), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 19 του ν. 1805/1988 (ΦΕΚ 199 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“Το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο δικάζει τις διαφορές στις οποίες : α) ο αμφισβητούμενος ή αξιούμενος προς επιστροφή φόρος, δασμός, τέλος ή άλλο δικαίωμα του Δημοσίου, χωρίς συνυπολογισμό προσθέτων ή προσαυξήσεων, δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών, β) το επιβαλλόμενο πρόστιμο ή άλλη χρηματική κύρωση δεν υπερβαίνει συνολικά το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) δραχμών”.

β. Η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 19 του ν. 1805/1988, καταργείται και οι παράγραφοι 5, 6 και 7 του ίδιου άρθρου λαμβάνουν τον αριθμό 4, 5 και 6, αντιστοίχως.

8.α. Η παράγραφος 3 του άρθρου 31 του π.δ/τος 341/1978 αντικαθίσταται ως εξής :

“3. Κατ’ αίτηση του ασκήσαντος την προσφυγή το δικαστήριο μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να αναστείλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της προσφυγής. Η απόφαση εκδίδεται εν συμβουλίω αν πρόκειται για υπόθεση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας δικαστηρίου πολυμελούς σύνθεσης και από δικαστή οριζόμενο από τον πρόεδρο, αν πρόκειται για υπόθεση της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας δικαστηρίου μονομελούς σύνθεσης”.

β. Η παράγραφος 1 του άρθρου 38 του π.δ/τος 341/1978 αντικαθίσταται ως εξής :

“1. Ως προς την εγγραφή στο πινάκιο, το έκθεμα των συζητούμενων υποθέσεων και τη συζήτηση στο ακροατήριο έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 86 παρ. 1, 87 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο και 2, 88 έως 94 και 96 έως 101 του Κώδικα φορολογικής Δικονομίας”.

9. Το άρθρο 159 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 29 του ν.δ/τος 4242/1962 (ΦΕΚ 135 Α’) και τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 4600/1966 (ΦΕΚ 242 Α’), αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 159

1. Η προθεσμία για την άσκηση των ενδίκων μέσων, καθώς και η άσκησή τους δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της αποφάσεως.

2. Μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου ο πρόεδρος του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί το ένδικο μέσο, μπορεί να διατάξει με αιτιολογημένη απόφαση την αναστολή εκτελέσεως της απόφασης με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 2 του ν. 820/1978 (ΦΕΚ 174 Α’), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του ν. 1406/1983 (ΦΕΚ 182 Α’), με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α’) και με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α’).

10. Η παράγραφος 1 του άρθρου 30 του ν. 1406/1983 αντικαθίσταται ως εξής :

“1. Για τη συζήτηση των καταψηφιστικών αγωγών, των προσφυγών με καταψηφιστικό αίτημα και κύριων παρεμβάσεων καταβάλλεται το δικαστικό ένσημο που προβλέπεται από το ν. ΓΠΟΗ/1912 (ΦΕΚ 3 Α’), όπως ισχύει, εκτός από τις προσφυγές για επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως”.

11. Το άρθρο 63 του π.δ/τος 341/1978 αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 63

1. Για το παραδεκτό των κατά το άρθρο 60 ενδίκων μέσων πρέπει να καταβληθεί παράβολο τριών χιλιάδων (3.000) δραχμών, αν πρόκειται για ένδικο μέσο κατά αποφάσεως πολυμελούς δικαστηρίου, και χιλίων (1.000) δραχμών, αν πρόκειται για ένδικο μέσο κατά αποφάσεως μονομελούς δικαστηρίου. Από την υποχρέωση αυτή απαλλάσσονται το Δημόσιο και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης.

2. Αν έως την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο δεν καταβληθεί το παράβολο ή καταβληθεί ελλιπές, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο.

3. “Αν το ένδικο μέσο απορριφθεί, το παράβολο που κατατέθηκε περιέρχεται στο Δημόσιο. Αν γίνει δεκτό εν όλω ή εν μέρει ή καταργηθεί η δίκη, αποδίδεται σύ αυτόν που το ήσκησε και αν το δικαστήριο δεν διέταξε την απόδοσή του”.

12. Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 35 του Κώδ. Φορ. Δικ. που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, προστίθενται ως εξής :

“Επίσης ο διορισμός του πληρεξουσίου γίνεται και διά της συνυπογραφής του δικογράφου της προσφυγής ή του ενδίκου μέσου εκ μέρους του διαδίκου. Στην περίπτωση αυτή η υπογραφή του δικογράφου από το δικηγόρο θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του διαδίκου”.

13.α. Στο άρθρο 50 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής :

“3. Οι διάδικοι μπορεί να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίνεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο οικείο βιβλίο. Σε περίπτωση αναβολής συζητήσεως της υποθέσεως δεν κλητεύεται ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση”.

β. Το άρθρο 60 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας, που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 60

Αν αυτός προς τον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση ενεργεί ως αντίκλητος περισσοτέρων διαδίκων ή παρίσταται ως νόμιμος αντιπρόσωπος περισσοτέρων ανίκανων προσώπων, αρκεί να επιδοθεί σύ αυτόν ένα μόνο αντίγραφο ή πρωτότυπο του επιδοτέου εγγράφου”.

14.α. Στο άρθρο 162 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, προστίθεται νέα παράγραφος 3 και η ήδη παράγραφος 3 αριθμείται ως 4 :

“3. Ανακοπή μπορεί να ασκηθεί και αν από λόγους ανώτερης βίας εμποδίστηκε η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου”.

β. Η κατά το προηγούμενο εδάφιο ανακοπή δύναται να υποβληθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών, από της ισχύος του παρόντος, για αποφάσεις οι οποίες απέρριψαν την προσφυγή ή το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο για μη νομιμοποίηση του πληρεξουσίου δικηγόρου και δημοσιεύθηκαν μετά την 1η Ιανουαρίου 1996.

15. Στο άρθρο 163 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, προστίθεται νέα παράγραφος 4 και οι ήδη παράγραφοι 4 και 5 αριθμούνται ως 5 και 6.

“4. Η δικάσιμος για την εκδίκαση της ανακοπής δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από τρεις μήνες από την άσκησή της”.

16. Το κατά το άρθρο 171 παρ. 3 εδάφιο δεύτερο του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 221/1975 (ΦΕΚ 263 Α’), παράβολο αυξάνεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές. Στο ίδιο ποσό καθορίζεται και το παράβολο που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 12 του π.δ/τος 932/1978 (ΦΕΚ 225 Α’).

17.α. Τα κατά το άρθρο 181 παρ. 1 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, παράβολα των πεντακοσίων (500) και εκατό (100) δραχμών αυξάνονται σε τρεις χιλιάδες (3.000) και χίλιες (1.000) δραχμές αντίστοιχα.

β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 181 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, αντικαθίσταται ως εξής :

“2. Οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 171 και του άρθρου 173 εφαρμόζονται αναλόγως και στις αιτήσεις αναθεωρήσεως”.

18. Η περίπτωση γύ της παραγράφου 7 του άρθρου 57ε του ν.δ/τος 136/1946 (ΦΕΚ 298 Α’), που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 1732/1987 (ΦΕΚ 164 Α’), καταργείται και οι περιπτώσεις δύ και εύ αριθμούνται ως γύ και δύ.

19. Τα χρηματικά ποσά, που προβλέπονται από δικονομικές διατάξεις, εφαρμοζόμενες ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί να αναπροσαρμόζονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

20.α. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 136 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, αντικαθίστανται ως εξής :

“1. Πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται όταν για τη διερεύνηση και εκτίμηση των πραγμάτων είναι απαραίτητες ειδικές γνώσεις ή ιδιάζουσα εμπειρία.

2. Η απόφαση με την οποία διατάσσεται πραγματογνωμοσύνη πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ως προς την ανάγκη διενέργειάς της. Με αυτήν ορίζονται τα αντικείμενα που θα εξετασθούν, ο πραγματογνώμονας ο χρόνος μέσα στον οποίο θα διεξαχθεί η πραγματογνωμοσύνη. Αν υπάρχει ανάγκη, μπορεί να οριστούν και περισσότεροι από έναν πραγματογνώμονες, όχι όμως περισσότεροι από τρεις”.

β. Στο ίδιο άρθρο του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, προστίθεται παρ. 5 ως εξής :

“5. Οι διατάξεις των άρθρων 391 του Κ.Πολ.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και εν προκειμένω”.

21. Η παράγραφος 1 του άρθρου 142 του Κώδ. Φορ. Δικ., που κυρώθηκε με το ν. 4125/1960 και μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική με το π.δ. 331/1985, αντικαθίσταται ως εξής :

“1. Η αμοιβή και τα έξοδα των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται, προσωρινώς μετά από αίτησή τους, από τον πρόεδρο του δικαστηρίου που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη και προκαταβάλλονται από το Δημόσιο, με ανάλογη εφαρμογή κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 581 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η αμοιβή και τα έξοδα καθορίζονται τελικά με την οριστική απόφαση και συνυπολογίζονται στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη σε βάρος του ηττώμενου διαδίκου”.

22. Οι ισχύουσες διατάξεις για την παραγραφή αξιώσεων κατά τη διάρκεια της επιδικίας δεν εφαρμόζονται στις εκδικαζόμενες από τα διοικητικά δικαστήρια υποθέσεις.

Άρθρο 5
Αρμόδιο να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως διοικητικής πράξεως ή οποιασδήποτε συνέπειας που η πράξη αυτή έχει κατά νόμο είναι, αποκλειστικά και μόνο, το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκει η ακύρωση της πράξεως αυτής.

Άρθρο 6
Επιτάχυνση της πολιτικής δίκης – Τροποποιήσεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας – Πτωχευτική διαδικασία

1.α. Στο άρθρο 148 του Κ.Πολ.Δ. προστίθεται παρ. 2 ως εξής :

“2. Η παράταση αυτή όταν αφορά προθεσμίες για τη διεξαγωγή των αποδείξεων μπορεί να γίνει το πολύ δύο φορές και δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες κάθε φορά”.

β. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για εκκρεμείς διεξαγωγές αποδείξεων κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

γ. Η ήδη υπάρχουσα παράγραφος του άρθρου 148 του Κ.Πολ.Δ. λαμβάνει τον αριθμό 1.

2. Μετά το άρθρο 214 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ.) προστίθεται άρθρο 214 Α, που έχει ως εξής :

“Άρθρο 214 Α

1. Αγωγές, που έχουν ως αντικείμενό τους διαφορές ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες υπάγονται στην καθ΄ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία, για τις οποίες επιτρέπεται κατά το ουσιαστικό δίκαιο να συνομολογηθεί συμβιβασμός, δεν μπορεί να συζητηθούν, αν δεν προηγηθεί απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.

2. Κατά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και τον ορισμό δικασίμου ο γραμματέας θέτει στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα ευδιάκριτη σφραγίδα ότι συζήτηση δεν επιτρέπεται αν δεν προηγηθεί απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς.

3. Στην κλήση για συζήτηση πρέπει να περιλαμβάνεται και πρόσκληση προς τον εναγόμενο να προσέλθει στο γραφείο του δικηγόρου του ενάγοντος ορισμένη ημέρα και ώρα, με αντικείμενο την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Αν η επίσπευση γίνεται από τον εναγόμενο ή από άλλο διάδικο, αυτός προσκαλεί τον αντίδικο στο γραφείο του δικηγόρου του. Η ημερομηνία της πρώτης συνάντησης ορίζεται μέσα στο χρονικό διάστημα από τη δέκατη ημέρα μετά την επίδοση έως την εικοστή ημέρα πριν από την δικάσιμο. Ο προσκαλούμενος οφείλει να παραστεί με δικηγόρο ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εφοδιασμένο με την κατά το άρθρο 98 ειδική πληρεξουσιότητα. Στη συνάντηση μπορεί να κληθεί και ο τυχόν προσεπικαλούμενος. Οι δικηγόροι μπορούν από κοινού να ορίσουν άλλη ημερομηνία συνάντησης ή να αναβάλουν τη συνάντηση για άλλη ημέρα και ώρα σε ορισμένο τόπο, έως τη δικάσιμο, ή να ορίσουν και νέα συνάντηση, έως τη δικάσιμο, εφόσον απαιτείται για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς.

4. Κατά τη συνάντηση οι διάδικοι με τους δικηγόρους τους ή εκπροσωπούμενοι από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, επικουρούμενοι, εφόσον το επιθυμούν, και από τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής, εξετάζουν ολόκληρη τη διαφορά καθώς και την τυχόν ανταγωγή του εναγομένου, χωρίς να δεσμεύονται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Χρησιμοποιούν όλα τα πρόσφορα μέσα για να εξακριβώσουν τα κρίσιμα περιστατικά και τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας τους, καθώς και τις συνέπειες που δέχονται ή αμφισβητούν, ώστε να επιτύχουν αμοιβαίως αποδεκτή λύση της διαφοράς, εν όλω ή εν μέρει. Το τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής που μετέσχε τυχόν στη συνάντηση, έστω και σε μέρος της, αν η απόπειρα αποτύχει εν όλω ή εν μέρει και ακολουθήσει συζήτηση της διαφοράς, δεν εξετάζεται ως μάρτυρας ούτε μπορεί να οριστεί ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος ούτε επιτρέπεται να μετάσχει στην εκδίκαση με οποιαδήποτε ιδιότητα.

5. Αν οι διάδικοι καταλήξουν σε ολική ή μερική λύση της διαφοράς, συντάσσεται ατελώς πρακτικό στο οποίο αναγράφεται το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος του αναγνωριζομένου δικαιώματος, το ποσό της οφειλομένης παροχής και οι τυχόν όροι υπό τους οποίους θα εκπληρωθεί. Η συμφωνία περιορίζεται στα όρια της ένδικης διαφοράς. Καθορίζονται επίσης και επιβάλλονται τα έξοδα κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. Το πρακτικό χρονολογείται και υπογράφεται από τους διαδίκους ή από τους δικηγόρους τους, αν έχουν την κατά το άρθρο 98 ειδική πληρεξουσιότητα, σε τόσα αντίτυπα όσοι και οι αντιδικούντες διάδικοι ή ομάδες διαδίκων.

6. Κάθε διάδικος μπορεί, προσκομίζοντας το πρακτικό σε πρωτότυπο, να ζητήσει από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή, την επικύρωσή του. Ο πρόεδρος αφού διαπιστώσει : α) ότι η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, σύμφωνα με την παράγραφο 1, β) ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου και γ) ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος του αναγνωριζόμενου δικαιώματος και το τυχόν ποσόν της οφειλόμενης παροχής, επικυρώνει το πρακτικό. Αν η διαφορά περιλαμβάνει και καταψήφιση, το πρακτικό από την επικύρωσή του αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ο πρόεδρος το περιάπτει ταυτόχρονα με τον εκτελεστήριο τύπο. Αν η διαφορά έχει χαρακτήρα απλώς αναγνωριστικό, το πρακτικό αποδεικνύει το δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση με την επικύρωση του πρακτικού επέρχεται κατάργηση της δίκης. Αν η επικυρούμενη συμφωνία καλύπτει μέρος της διαφοράς, η κατάργηση της δίκης επέρχεται μόνο κατά τούτο.

7. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία, συντάσσεται και υπογράφεται πρακτικό αποτυχίας της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, στο οποίο μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Αν δεν υπογραφεί κοινό πρακτικό, συντάσσεται από το δικηγόρο του ενάγοντος ή άλλου επισπεύδοντος δήλωση στην οποία μπορεί να εκτίθενται και τα αίτια της αποτυχίας. Όμοια δήλωση μπορεί να συνταχθεί και από το δικηγόρο του αντιδίκου. Το πρακτικό αποτυχίας ή οι δηλώσεις κατατίθενται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. Σε περίπτωση μερικής συμφωνίας δεν απαιτείται να συνταχθεί ιδιαίτερο πρακτικό αποτυχίας ούτε δηλώσεις.

8. Συζήτηση της αγωγής μπορεί να γίνει μόνο : α) αν από το κοινό πρακτικό ή δήλωση, κατά τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, προκύπτει ότι η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς απέτυχε εν όλω ή εν μέρει και

β. αν διάδικος αρνήθηκε ή δεν προσήλθε να μετάσχει στην απόπειρα. Η άρνηση ή η μη προσέλευση διαδίκου πρέπει να προκύπτει από δήλωση του δικηγόρου του αντιδίκου, που κατατίθεται κατά τη συζήτηση μαζί με τις προτάσεις. Ψευδής δήλωση τιμωρείται κατά το άρθρο 225 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα.

9. Το απαράδεκτο της συζήτησης λόγω παράλειψης της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς μπορεί να προταθεί και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως μόνο κατά την πρώτη συζήτηση της διαφοράς στον πρώτο βαθμό. Μετά τη συζήτηση αυτή μπορεί να εξετασθεί μόνο αν προταθεί εκ νέου από το διάδικο που το είχε προτείνει παραδεκτά στην πρώτη συζήτηση.

10. Η τήρησης της διαδικασίας των προηγούμενων παραγράφων δεν είναι υποχρεωτική ως προς τις παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και άλλες παρεμπίπτουσες αγωγές.

11. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας ή για ακύρωση της δήλωσης βούλησης που περιέχεται στο κατά την παράγραφο 5 πρακτικό ασκείται ενώπιον του εφετείου στην περιφέρεια του οποίου συντάχθηκε το πρακτικό, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της κατά την παράγραφο 6 επικυρωτικής πράξης του προέδρου. Αν η συμφωνία ακυρωθεί, η εκκρεμοδικία λογίζεται ότι δεν καταργήθηκε ποτέ. Σε περίπτωση μερικής ακύρωσης, η εκκρεμοδικία αναβιώνει μόνο κατά τούτο. Νέα απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς δεν απαιτείται. Η διάταξη του άρθρου 184 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως”.

3. Μετά το άρθρο 157 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954 ΦΕΚ 235 Α’) προστίθεται άρθρο 157 Α’, που έχει ως εξής :

“Άρθρο 157 Α

1. Κατά την πρώτη συνάντηση για την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, κατά το άρθρο 214 Α του Κ.Πολ.Δ., κάθε διάδικος οφείλει να έχει προκαταβάλει την αμοιβή του δικηγόρου του για παράσταση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου, κατά τις κείμενες διατάξεις. Το σχετικό γραμμάτιο προείσπραξης προσαρτάται στο οικείο πρακτικό συμφωνίας ή αποτυχίας της απόπειρας ή στη συντασσόμενη δήλωση.

2. Δικηγόρος, που παραστάθηκε χωρίς να προσαρτηθεί το γραμμάτιο καταβολής της αμοιβής του, κατά την προηγούμενη παράγραφο, υπέχει την υποχρέωση και την ευθύνη που προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 5 του ν. 2408/1996, εφαρμοζομένων και των λοιπών διατάξεων της παραγράφου αυτής.

3. Αν επιτευχθεί εν όλω ή εν μέρει συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, οι δικηγόροι των διαδίκων δικαιούνται και την κατά το άρθρο 124 παρ. 1 αμοιβή.

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται όταν υπάρχει συμφωνία αμοιβής που διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 92 ή ο δικηγόρος απασχολείται με πάγια περιοδική αμοιβή.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται στις αγωγές που κατατίθενται από τις 16 Σεπτεμβρίου 2000 και εφεξής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.18 Ν.2743/1999, ΦΕΚ Α 211/13.10.1999

5. Το άρθρο 1 του ν. 2298/1995 καταργείται.

6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 226 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Αν η αγωγή απευθύνεται στο πολυμελές πρωτοδικείο, αμέσως μετά την κατάθεσή της ο πρόεδρος, εφόσον κατά την κρίση του απαιτείται η έκδοση προδικαστικής απόφασης, ορίζει με πράξη του, που καταχωρίζεται στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής, ότι η απόδειξη θα διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 341. Σε κάθε άλλη περίπτωση τηρείται η διαδικασία του άρθρου 270”.

7. Το άρθρο 237 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 237

1. Ενώπιον του μονομελούς και του πολυμελούς πρωτοδικείου οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν προτάσεις το αργότερο ως την έναρξη της συζητήσεως. Μαζί με τις προτάσεις οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και:

α) αντίγραφο των προτάσεων ατελώς, επικυρωμένο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και

β) όλα τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.

2. Η κατάθεση γίνεται στον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας, που βεβαιώνει με επισημείωση τη χρονολογία της κατάθεσης των προτάσεων. Κάθε διάδικος δικαιούται να πάρει ατελώς με δική του δαπάνη αντίγραφα των προτάσεων των αντιδίκων του και των εγγράφων που έχουν προσκομίσει. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί και από το δικηγόρο που υπογράφει την αγωγή, την παρέμβαση ή τις προτάσεις ή από τρίτο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από το δικηγόρο αυτόν. Αν ο αντίδικος είναι μόνο ένας, μπορεί να του δοθεί το αντίγραφο των προτάσεων που έχει κατατεθεί.

3. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται με προσθήκη στις προτάσεις έως τις 12 το μεσημέρι της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. Ο γραμματέας χρονολογεί την προσθήκη με επισημείωση. Με την προσθήκη νέοι ισχυρισμοί μπορεί να προταθούν μόνο για την αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις.

4. Το αντίγραφο της αγωγής που οφείλει να προσκομίσει ο ενάγων, οι προτάσεις και τα αποδεικτικά και διαδικαστικά έγγραφα αποτελούν τη δικογραφία.

5. Μετά την περάτωση της δίκης οι διάδικοι οφείλουν να αναλάβουν όλα τα σχετικά έγγραφά τους. Ο γραμματέας βεβαιώνει στις προτάσεις κάθε διαδίκου ότι ανέλαβε τα έγγραφά του. Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου επιτρέπει στο διάδικο να αναλάβει ορισμένο έγγραφο και πριν από την περάτωση της δίκης. Αν το έγγραφο αυτό είναι αναγκαίο, η ανάληψη επιτρέπεται μόνο αφού κατατεθεί επικυρωμένο αντίγραφο. Οι προτάσεις παραμένουν στο αρχείο του δικαστηρίου.

8. Το άρθρο 238 του Κ.Πολ.Δ. καταργείται.

9. Το άρθρο 239 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής :

“Άρθρο 239

Καθυστερημένη κατάθεση προτάσεων – Συνέπειες

Ο διάδικος, που δεν κατέθεσε εμπρόθεσμα τις προτάσεις του ή δεν κατέθεσε καθόλου σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1, δικαιούται μια μόνο φορά να εμφανιστεί κατά τη συζήτηση και να ζητήσει προφορικά αναβολή λόγω σοβαρού κωλύματος που δικαιολογεί τη μη κατάθεση ή μη εμπρόθεσμη κατάθεση των προτάσεών του. Η συζήτηση αναβάλλεται μόνο αν το κώλυμα πιθανολογηθεί. Η αναβολή γίνεται με επισημείωση στο πινάκιο και δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο μήνες. Αν αυτό είναι απολύτως αδύνατο, η αναβολή γίνεται στη συντομότερη δικάσιμο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο διάδικος που δεν κατέθεσε καθόλου ή εμπρόθεσμα τις προτάσεις που δικάζεται ερήμην.”

10. Στο άρθρο 304 του Κ.Πολ.Δ. προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής:

“3. Μετά τη δημοσίευση κάθε διάδικος δικαιούται να λάβει απλό φωτοτυπικό αντίγραφο του σχεδίου προκειμένου να μεριμνήσει για την καθαρογραφή με συμπληρωμένα τα στοιχεία που πρέπει, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, να αναφέρονται στο πρωτότυπο της απόφασης. Ο κατά την παράγραφο 1 εισηγητής ή δικαστής οφείλει να θεωρήσει ενυπογράφως, το ταχύτερο δυνατόν, το πρωτότυπο, το οποίο ακολούθως υπογράφεται αμέσως κατά το άρθρο 306.”

11. Στην παρ. 1 του άρθρου 573 του Κ.Πολ.Δ. προστίθεται και το άρθρο 242 παρ. 2 στα άρθρα τα οποία εφαρμόζονται στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση.

12.α. Το άρθρο 637 του Κ.Πολ.Δ. καταργείται.

β. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 641 του Κ.Πολ.Δ. καταργείται.

γ. Η παρ. 2 του άρθρου 643 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:

“Τα άρθρα 649 και 650 εφαρμόζονται αναλόγως.”

δ. Η παρ. 2 του άρθρου 644 του Κ.Πολ.Δ. καταργείται.

ε. Τα άρθρα 645 και 646 του Κ.Πολ.Δ. καταργούνται.

στ. Εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος αγωγές ή ανακοπές κατά διαταγής πληρωμής εξακολουθούν να διέπονται από το μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος ισχύον δίκαιο.

13. Στο τέλος του κεφαλαίου έκτου του τέταρτου βιβλίου του Κ.Πολ.Δ. προστίθενται τα ακόλουθα άρθρα 662Α έως 662Η:

“Άρθρο 662 Α

Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 662 Β έως Η μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η μίσθωση αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή έναν τουλάχιστο μήνα πριν από την κατάθεση της αίτησης. Η καταβολή των μισθωμάτων εντός του μηνός, αποδεικνυόμενη εγγράφως, αποκλείει την έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου. Τούτο ισχύει μόνο μία φορά.

Άρθρο 662 Β

Αρμόδιος για την έκδοση της διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου είναι ο ειρηνοδίκης στις περιπτώσεις που αυτός έχει αρμοδιότητα κατά το άρθρο 14 παρ. 1 εδάφ. β` και ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου σε κάθε άλλη περίπτωση. Η τοπική αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά το άρθρο 29.

Άρθρο 662 Γ

1. Η διάταξη του άρθρου 626 παρ. 1 εφαρμόζεται αναλόγως.

2. Η αίτηση ή η έκθεση πρέπει να περιλαμβάνει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 117 ή 118 και εκείνα του άρθρου 119 παρ. 1, καθώς και: α) αίτημα να εκδοθεί διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου και μνεία του τόπυ όπου βρίσκεται με περιγραφή του, β) επίκληση του εγγράφου από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, γ) επίκληση της κατά το άρθρο 662 Α περίπτωσης σύμφωνα με την οποία ζητείται η απόδοση της χρήσης του μισθίου με μνεία των αναγκαίων περιστατικών, καθώς και της έκθεσης επίδοσης.

3. Στην αίτηση επισυνάπτεται το έγγραφο από το οποίο αποδεικνύεται η μίσθωση, η έκθεση επίδοσης της όχλησης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο. Ο δικαστής μπορεί να καλέσει τον αιτούντα να βεβαιώσει και ενόρκως τα περιστατικά που απαιτούνται για την έκδοση της διαταγής.

4. Η διάταξη του άρθρου 627 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 662 Δ

1. Αν η αίτηση είναι νόμιμη και τα απαιτούμενα σε κάθε περίπτωση περιστατικά αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής εκδίδει διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καθ` ου να αποδώσει στον αιτούντα τη χρήση του μισθίου, και τον καταδικάζει στα δικαστικά έξοδα.

2. Η διαταγή καταρτίζεται εγγράφως και περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει, β) το ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο και κατοικία του αιτούντος και του καθ` ου η αίτηση, γ) περιγραφή του μισθίου, δ) την αιτία της απόδοσης με έκθεση των αναγκαίων περιστατικών και μνεία της έκθεσης επίδοσης της όχλησης, ε) διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, στ) υπόμνηση στον καθ`ου ότι μετά την πάροδο δύο μηνών από την προς αυτόν επίδοση η διαταγή θα αποτελεί τίτλο εκτελεστό και ότι δικαιούται να ασκήσει κατ` αυτής ανακοπή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από της επιδόσεως και ζ) υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε.

3. Η διαταγή αποτελεί τίτλο εκτελεστό αφού παρέλθουν δύο μήνες από την επίδοση της στον καθ`ου. Η διαταγή εκτελείται και κατά των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 659.

Άρθρο 662 Ε

1. Ο δικαστής απορρίπτει την αίτηση: α) αν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοσή της, και β) αν ο αιτών δεν δίνει τις τυχόν ζητούμενες από αυτόν εξηγήσεις ή δεν προβαίνει στις υποδεικνυόμενες συμπληρώσεις ή διορθώσεις της αίτησης ή δεν παρέχει τις τυχόν ζητούμενες από αυτόν βεβαιώσεις της υπογραφής ιδιωτικών εγγράφων ή αν, μολονότι έχει κληθεί να βεβαιώσει ενόρκως τα κατά το άρθρο 662 Γ περιστατικά, δεν προβαίνει στη βεβαίωση αυτή.

2. Η απόρριψη της αίτησης σημειώνεται κάτω από την αίτηση με σύντομη έκθεση του λόγου.

3. Η απόρριψη της αίτησης δεν εμποδίζει την υποβολή νέας ούτε την άσκηση αγωγής.

Άρθρο 662 ΣΤ

Ο καθ` ου η διαταγή δικαιούται να ασκήσει ανακοπή ενώπιον του καθ`ύλην αρμόδιου για την εκδίκαση της αγωγής απόδοσης του μισθίου δικαστηρίου, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από της επίδοσης της διαταγής. Η ανακοπή εκδικάζεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επομ..

Άρθρο 662 Ζ

Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διαταγής. Ο δικαστής όμως που την εξέδωσε μπορεί, ύστερα από αίτηση του ανακόπτοντος, η οποία εκδικάζεται κατά τα άρθρα 686 επομ., να χορηγήσει αναστολή, είτε με εγγυοδοσία υπέρ του καθ`ου η ανακοπή είτε χωρίς εγγυοδοσία, έως την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μπορεί επίσης να χορηγήσει, κατά την ίδια διαδικασία, προθεσμία για την απόδοση της χρήσης του μισθίου έως σαράντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης του.

Άρθρο 662 Η

1. Αν η ανακοπή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και οι λόγοι της είναι νόμιμοι και βάσιμοι, το δικαστήριο ακυρώνει τη διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου, διαφορετικά απορρίπτει την ανακοπή και επικυρώνει τη διαταγή.

2. Η διάταξη του άρθρου 634 εφαρμόζεται αναλόγως.”

14. Στο εδάφιο ε` της παραγράφου 2 του άρθρου 904 του Κ.Πολ.Δ. και μετά τη λέξη “πληρωμής” προστίθενται οι λέξεις:

“και απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου.”

15. Η παρ. 4 του άρθρου 938 του Κ.Πολ.Δ. αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Η αναστολή της παρ. 1 η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο ώσπου να εκδοθεί η οριστική απόφαση για την ανακοπή και με τον όρο να συζητηθεί η ανακοπή μέσα σε προθεσμία που θα καθορίσει το Δικαστήριο. Οταν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη ή σε περίπτωση που υποβλήθηκε ή αν δεν υποβλήθηκε αίτηση, η αναστολή κατά την παρ. 1 η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο κατά τη συζήτηση της ανακοπής.”

16. α. Στις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ., όπως έχει συμπληρωθεί με το άρθρο 31 του ν. 1545/1985 (ΦΕΚ 91 Α`), υπάγονται και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή. Προκειμένου περί έμμισθων δικηγόρων υπάγονται και οι απαιτήσεις για αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εμμίσθου εντολής.

β. Η παρ. 5 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. καταργείται, μεταβαλλομένης αναλόγως της αριθμήσεως των επόμενων παραγράφων του ίδιου άρθρου.

17. Το άρθρο 71 του Εισ.Ν.Κωδ.Πολ.Δικ. αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“Άρθρο 71

Στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο ΓΠΟΗ`/1912 (ΦΕΚ 3 Α`), όπως ήδη ισχύει, δικαστικό ένσημο, για το μέχρι του ποσού της εκάστοτε και καθ` ύλην αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου αίτημα της αγωγής.”

18. Στο τρίτο βιβλίο του Εμπορικού Νόμου επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις: “α. Σε κάθε αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης και σε κάθε δήλωση αναστολής πληρωμών αναγράφονται το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο ή η ακριβής επωνυμία, καθώς και η διεύθυνση της αστικής και εμπορικής κατοικίας ή της έδρας και της επαγγελματικής εγκατάστασης του εμπόρου, φυσικού ή νομικού προσώπου.Αν η αίτηση η δήλωση αφορά ομόρρυθμηή ετερόρρυθμη εταιρία, τα ανωτέρω στοιχεία αναγράφονται και ως προς όλους τους ομόρρυθμους εταίρους. Όταν πρόκειται για πτώχευση νομικού προσώπου αναγράφεται επίσης, σε κάθε περίπτωση, το όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμοκαι η ακριβής διεύθυνση κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης του διαχειριστή των διαχειριστών ή του διευθύνοντος συμβούλου ή άλλου εκπροσώπου του. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγραφεί ή εφόσον δεν συμπληρώθηκαν κατά το άρθρο 227 του Κ.Πολ.Δ., η αίτηση ή δήλωση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

β. Στην κατά το εδάφιο α` αίτηση ή δήλωση αναφέρονται επίσης τα τυχόν υποκαταστήματα, αποθήκες και άλλοι κύριοι ή βοηθητικοί χώροι άσκησης της εμπορίας από το υπό πτώχευση φυσικό ή νομικό πρόσωπο και, αν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία, και από τους ομόρρυθμους εταίρους της.

γ. Τα στοιχεία που αναφέρονται στα δύο προηγούμενα εδάφια μνημονεύνται στην απόφαση που κυρήσσει την πτώχευση.

δ. Η κατά το άρθρο 531 γνωστοποίηση στον ειρηνοδίκη της διάταξης για τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας γίνεται με διαβίβαση, με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο, ιδίως δε τηλεομοιοτυπικά ή τηλεγραφικά, σχετικού αποσπάσματος από το σχέδιο της απόφασης αμέσως μόλις δημοσιευθεί. Η κατά τα άρθρα 544 επ. σφράγιση γίνεται από τον ειρηνοδίκη, ο οποίος μεταβαίνει επί τόπου το ταχύτερο δυνατόν, μέσα σε τρεις το πολύ ημέρες από τη γνωστοποίηση. Ο ειρηνοδίκης οφείλει αυτοπροσώπως να διασφαλίσει με τη σφράγιση την πτωχευτική περιουσία, ειδοποιώντας, αν υπάρχει ανάγκη, το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα για την αποτελεσματική φύλαξη.

ε. Σε κάθε αίτηση για κήρυξη πτώχευσης και σε κάθε δήλωση αναστολής πληρωμών επισυνάπτεται γραμμάτιο κατάθεσης στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων είκοσι χιλιάδων δραχμών, για την αντιμετώπιση από τον εισηγητή δικαστή, εφόσον παραστεί ανάγκη, της δαπάνης δημοσίευσης προσκλήσεων. Το αναγκαίο εκάστοτε ποσόν αναλαμβάνεται από το δικαστικό γραμματέα, με έγγραφο ένταλμα του εισηγητή δικαστή, το οποίο απευθύνεται προς το άνω Ταμείο. Μετά την περάτωση της πτώχευσης με συμβιβασμό ή ένωση, το τυχόν υπόλοιπο αναλαμβάνεται από τον καταθέσαντα ύστερα από πράξη του εισηγητή δικαστή, στην οποία βεβαιώνεται η περάτωση της πτώχευσης. Το ως άνω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

στ. Αν ο προσωρινός σύνδικος βραδύνει, κατά την ελεύθερη κρίση του εισηγητή δικαστή, να δημοσιεύσει πρόσκληση προς τους εικαζόμενους πιστωτές, για την κατά το άρθρο 549 συνέλευση, μπορεί να το πράξει ο εισηγητής. Σε κάθε περίπτωση ματαίωσης της συνέλευσης, η επόμενη συνέλευση ορίζεται με απλή πράξη του εισηγητή δικαστή.

ζ. Αν ως οριστικός σύνδικος ορίστηκε ο προτεινόμενος από τη συνέλευση των πιστωτών προσωρινός, αυτός δεν μπορεί να αποποιηθεί, κατά το άρθρο 552 εδάφιο β`, εκτός αν είχε αντιλέξει κατά τη συνέλευση. Σε κάθε περίπτωση μπορεί, αφού αναλάβει τα έργα του και ενεργήσει τις επείγουσες διαχειριστικές πράξεις, να ζητήσει την απαλλαγή του, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του ίδιου άρθρου.

η. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 574 αντικαθίσταται ως εξής:

“Τα χρήματα κατατίθενται από τους σύνδικους αποκλειστικά σε πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα. Μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών από την κατάθεση, ο σύνδικος υποβάλλει στον Εισηγητή τη σχετική απόδειξη.”

θ. Η προθεσμία του άρθρου 584 εδ. γ`, μέσα στην οποία ο εισηγητής δικαστής μπορεί να συγκαλέσει και πάλι τους πιστωτές, ορίζεται σε τριάντα ημέρες.

ι. Αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο το οποίο στερείται, από οποιονδήποτε λόγο, οργάνων για την υποβολή των κατά το άρθρο 597 εδ. τελ. προτάσεων ή για την εκπροσώπησή του, το στάδιο του συμβιβασμού μπορεί να παραληφθεί, με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου, ύστερα από αίτηση του εισηγητή. Το δικαστήριο, εκτιμώντας την κατάσταση της πτώχευσης, την πρόοδο των εργασιών της και την πιθανότητα επίτευξης συμβιβασμού, αποφαίνεται αμετάκλητα. Με όμοια απόφαση μπορεί να παραληφθεί η διαδικασία του συμβιβασμού και σε κάθε άλλη περίπτωση εφόσον από την κατάσταση της πτώχευσης, την πρόοδο των εργασιών της και την πιθανότητα επίτευξης συμβιβασμού το δικαστήριο κρίνει ότι η προσπάθεια συμβιβασμού θα είναι μάταιη ή ασύμφορη. Αν το δικαστήριο αποφανθεί να παραλειφθεί το στάδιο του συμβιβασμού, οι δανειστές τελούν αυτοδικαίως σε κατάσταση ένωσης, ακολουθείται δε η διαδικασία των άρθρων 625 επ..

ια. Αν το υπόμνημα του συνδίκου και οι προτάσεις του πτωχεύσαντος, που προβλέπονται στο άρθρο 597 εδ. δ`και ε`, δεν κατατέθηκαν εμπρόθεσμα, επιτρέπεται η κατάθεση τους στη συνέλευση ή η προφορική απλώς εκατέρωθέν ανάπτυξη, η οποία καταχωρίζεται στην έκθεση. Στην περίπτωση αυτή μετά την κατάθεση ενώπιον της συνέλευσης ή την προφορική ενώπιον της ανάπτυξη, η συνέλευση διακόπτεται και επαναλαμβάνεται μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες. Κατά την επαναληπτική συνέλευση μπορούν να εμφανιστούν και άλλοι πιστωτές. Τα αναγκαία κατά το άρθρο 600 ποσοστά κρίνονται με βάση τη συμμετοχή στην επαναληπτική συνέλευση.

ιβ. Η κατά το άρθρο 607 επικύρωση του συμβιβασμού μπορεί να ζητηθεί και αυτεπαγγέλτως από τον εισηγητή δικαστή.

ιγ. Αν κατά το στάδιο της ένωσης των πιστωτών η εκκαθάριση της πτωχευτικής περιουσίας καταστεί αδύνατη ή προφανώς ασύμφορη, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εισηγητή και αφού ακουστεί ή κλητευθεί ο σύνδικος, μπορεί να αποφασίσει την κατά το άρθρο 637 παύση των εργασιών της πτώχευσης.

ιδ. Αν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ανώνυμη εταιρία με πολύ μεγάλο παθητικό και με εξαιρετικά ευρύ κύκλο πιστωτών, εφόσον η πτωχευτική περιουσία είναι, εν όψει και του παθητικού, αξιόλογη, ιδίως δε αν πρόκειται για διεθνή πτώχευση, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να απευθυνθεί στο συμβούλιο που διευθύνει το εφετείο στο οποίο υπάγεται το πτωχευτικό δικαστήριο ή στον πρόεδρο εφετών που διευθύνει το εφετείο αυτό, προκειμένου να οριστεί ως ειδικός εισηγητής δικαστής εφέτης. Το συμβούλιο ή ο πρόεδρος εφετών, αν συμφωνεί με την πρόταση, εισάγει την υπόθεση στο εφετείο, το οποίο, δικάζοντας κατά την εκούσια διαδικασία, αποφασίζει αμετάκλητα σχετικά με τον ορισμό ή μη εφέτη ως ειδικού εισηγητή. Ως πτωχευτικό δικαστήριο νοείται στην περίπτωση αυτή το εφετείο.

ιε. Αν η σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών ή η κλήτευση του πτωχού για τη λογοδοσία της διαχείρισης του συνδίκου, που προβλέπεται στο άρθρο 632 εδ. α`, είναι δυσχερής ή αποβεί ανέφικτη, ο εισηγητής μπορεί, αιτιολογώντας την παράλειψη, να καταθέσει αυτός τη λογοδοσία του συνδίκου με δική του σχετική έκθεση στη γραμματεία του οικείου τμήματος του πτωχευτικού δικαστηρίου, και να προβεί σε δημοσίευση, περίληψης της λογοδοσίας. Μετά τη δημοσίευση αυτή διαλύεται η συνέλευση και πΑ’ει να υφίσταται η ένωση των πιστωτών.

ιστ. Η κατά το άρθρο 638 ανάκληση της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε η παύση των εργασιών της πτώχευσης δεν επιτρέπεται παρά μόνο αν το χρηματικό ποσό που εκ των υστέρων ανευρέθηκε ή που προκαταβάλλεται στο σύνδικο για τη συνέχιση των εργασιών ανέρχεται σε πέντε εκατομμύρια δραχμές τουλάχιστον, αν δεν πρόκειται για ανώνυμη εταιρία, σε δέκα εκατομμύρια τουλάχιστον.

ιζ. Η σφράγιση μισθωμένου από τον πτωχό εμπορικού καταστήματος, αποθήκης ή άλλου χώρου για την άσκηση της εμπορίας του δεν εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης που διατάσσει για οποιονδήποτε λόγω την απόδοση του μισθίου στον εκμισθωτή. Μεσεγγυούχος των τυχόν ευρισκόμενων στο μίσθιο πραγμάτων, έως ότου αυτά παραληφθούν από το σύνδικο, είναι, μετά την απόδοση του μισθίου, ο εκμισθωτής, έχουν δε εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 956 παρ. 4 επομ. του Κ.Πολ.Δ..

ιη. Εάν, πριν περατωθεί η πτώχευση, υπάρξει μετάβαση σε άλλη μορφή συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης, τότε τα έξοδα που δημιουργήθηκαν από τη λειτουργία και κατά τη διάρκεια της πτώχευσης διατηρούν το χαρακτήρα τους αυτόν, ως οιονεί ομαδικά πιστώματα και προαφαιρούνται αμέσως μετά την προαφαίρεση των εξόδων, που δημιουργήθηκαν από τη λειτουργία και κατά τη διάρκεια της νέας αυτής μορφής συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης.

ιθ. Οι απαιτήσεις του πιστωτή που ζητεί την πτώχευση εμπόρου ή υποβάλλονται προς εξέλεγξη κατά τη διαδικασία της επαληθεύσεως των πιστώσεων πρέπει να προκύπτουν από έγγραφα βεβαίας χρονολογίας κατά το άρθρο 446 του Κ,Πολ.Δ. ή από τα τηρούμενα επίσημα εμπορικά βιβλία.

κ. αα. Σύνδικος πτωχεύσεως μπορεί να διοριστεί μόνο δικηγόρος από τον κατάλογο που συντάσσεται από τον οικείο δικηγορικό σύλλογο κάθε έτος από δικηγόρους που επιθυμούν να ασκήσουν τα καθήκοντα του συνδίκου.

ββ. Ο σύνδικος που ήσκησε καθήκοντα μια φορά κωλύεται να επαναναδιοριστεί σε άλλη πτώχευση μέχρι να εξαντληθεί ο κατάλογος. Για την εφαρμογή αυτής της διάταξης τηρείται ειδικό βιβλίο στο οποίο καταχωρίζονται οι διορισμοί των συνδίκων και ενημερώνεται με ευθύνη του αρμόδιου γραμματέα.”

19. Επιτρέπεται η μεταγλώττιση των άρθρων του Εμπορικού Νόμου που αφορούν το πτωχευτικό δίκαιο, με ένταξη σ` αυτά των ως άνω διατάξεων και με τις αναγκαίες νομοτεχνικές προσαρμογές, χωρίς μεταβολή της αρίθμησης των άρθρων και χωρίς νοηματική αλλοίωση. Το έργο αυτό μπορεί να ανατεθεί σε νομοπαρασκευαστική επιτροπή. Το κείμενο που θα καταρτισθεί θα κυρωθεί με προεδρικό διάταγμα, το οποίο θα εκδοθεί ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και θα αποτελέσει επίσημη κωδικοποίηση του πτωχευτικού δικαίου. Σε περίπτωση νοηματικής διαφοράς θα επικρατεί το πρωτότυπο κείμενο του Εμπορικού Νόμου).

Σχετικό:  άρθρο 181 του Ν.3588/2007 “ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ”, ΦΕΚ Α 153/10.7.2007

Άρθρο 7

1. Η παραγραφή των αξιώσεων που προκύπτουν από το συνδυασμό των διατάξεων της παραγράφου 11 του άρθρου 14 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`), των κατ` εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων κοινών υπουργικών αποφάσεων και του άρθρου 1 του Ζ` ψηφίσματος της Βουλής του έτους 1975 (ΦΕΚ 23 Α`), διακόπτεται με την έκδοση των κοινών αυτών υπουργικών αποφάσεων.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος και ο τρόπος εξόφλησης των αξιώσεων της προηγούμενης παραγράφου.

3. Η ισχύς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αρχίζει από την έκδοση της υπ` αριθμ. 2054561/6279/0022/28.8.1995 κοινής απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών (ΦΕΚ 760 Β`).

Σχετικό:  υπ`αριθμ. 2040222/6246/0022/30.5-5.6.1997 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β`459),

Άρθρο 8
Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 3 του π.δ/τος 427/1994 (ΦΕΚ 242 Α`) απαλείφεται η φράση: “εφόσον ειδικοί λόγοι ασφαλείας το επιβάλλουν”.

Άρθρο 9
Η περίπτωση ε` της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν.δ/τος 1017/1971 (ΦΕΚ 209 Α`), η οποία προστέθηκε με την παρ.4 του δευτέρου άρθρου του ν. 1578/1985 (ΦΕΚ 219 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

ε. Για την αντιμετώπιση των δαπανών μεταστέγασης δικαστικών υπηρεσιών Αθηνών και Πειραιώς, καθώς και των δαπανών ανάθεσης σε ιδιώτες του έργου καθαριότητας των δικαστικών κτιρίων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης.

Άρθρο 10
Το προσωπικό που υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στα έμμισθα υποθηκοφυλάκεια με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου μπορεί να διορισθεί σε υφιστάμενες κενές ή συνιστώμενες οργανικές θέσεις μόνιμου προσωπικού της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Ο διορισμός γίνεται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, η οποία υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

ε. Για την αντιμετώπιση των δαπανών μεταστέγασης δικαστικών υπηρεσιών Αθηνών και Πειραιώς, καθώς και των δαπανών ανάθεσης σε ιδιώτες του έργου καθαριότητας των δικαστικών κτιρίων Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης “.

Άρθρο 11

1. Κάθε διάταξη, που είναι αντίθετη με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, καταργείται.

2. Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 6 Μαΐου 1997

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

 

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

ΔΗΜ. ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ             ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

ΑΛ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ                         ΑΠ. -ΑΘ. ΤΣΟΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΒΑΣ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ

ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ                                   ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΚΩΝΣΤ. ΛΑΛΙΩΤΗΣ                                ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 6 Μαΐου 1997

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΕΥΑΓ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ