ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2331/ΦΕΚ/Α’173/24.8.1995

Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και άλλες ποινικές διατάξεις – Ολομέλεια Αρείου Πάγου – Διαιτησίες και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης παράνομων εσόδων

Άρθρο 1
Για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου οι ακόλουθοι όροι έχουν την εξής έννοια:

“α. “Εγκληματικές δραστηριότητες”:

i) Τα εξής εγκλήματα, καλούμενα βασικά εγκλήματα:

αα) εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ)),

ββ) τρομοκρατικές πράξεις (άρθρο 187Α ΠΚ),

γγ) χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 187Α ΠΚ,

δδ) παθητική δωροδοκία (άρθρο 235 ΠΚ),

εε) εμπορία ανθρώπων (άρθρο 323Α ΠΚ),

στστ) απάτη με υπολογιστή (άρθρο 386Α ΠΚ),

ζζ) σωματεμπορία (άρθρο 351 ΠΚ),

ηη) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 4, 5, 6, 7 και 8 του ν 1729/1987 (ΦΕΚ 144 Α`) “καταπολέμηση της διάδοσης ναρκωτικών”,

θθ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 15 και 17 του ν 2168/1993 (ΦΕΚ 147 Α`) “όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες Κ.λπ.”,

ιι) τα προβλεπόμενα στα άρθρα 2, 53-55, 61 και 63 του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α) “για την προστασία των αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς”

ιαια) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 3 του ν.δ. 181/1974 (ΦΕΚ 347 Α) “περί προστασίας εξ ιοντιζουσών ακτινοβολιών”.

ιβιβ) τα προβλεπόμενα στο άρθρο 87 παράγραφοι 5, 6, 7 και 8 και στο άρθρο 88 του ν. 3386/2005,

ιγιγ) τα προβλεπόμενα στα άρθρα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτο του ν. 2803/2000 (ΦΕΚ 48 Α`) “προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων”

ιδιδ) δωροδοκία αλλοδαπού δημόσιου λειτουργού, όπως προβλέπεται στο άρθρο δεύτερο του ν. 2658/1998 (ΦΕΚ 265 Α`) “για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές”,

ιειε) δωροδοκία υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή των Κρατών – Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως προβλέπεται στα άρθρα τρίτο και τέταρτο του ν 2802/2000 (ΦΕΚ 47 Α),

ιστιστ) η κατάχρηση αγοράς είτε συντελείται με κατάχρηση προνομιακής πληροφορίας είτε με χειραγώγηση της αγοράς, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του ν 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α).

ιζιζ`. Τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις των άρθρων τέταρτου, πέμπτου και όγδοου του νόμου, με τον οποίο κυρώνεται η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 31 Οκτωβρίου 2003.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο έκτο Ν.3666/2008,(ΦΕΚ Α΄ 105/10.06.2008)

ii) Κάθε αξιόποινη πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 ευρώ.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρ.2 Ν.2479/1997,άρθρο έκτο Ν.2656/1998,άρθρο ένατο Ν.2803/2000, άρθρ.1 Ν.2928/2001,άρθρο 70 Ν.3028/2002 και άρθρ.11 Ν.3064/2002,αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.1 άρθρ.2 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

β. Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες”: Οι ακόλουθες εκ προθέσεως τελούμενες πράξεις:

-η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του,

-η απόκρυψη ή η συγκάλυψη της αλήθειας όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο όπου αυτή ευρίσκεται ή αποκτήθηκε ή την κυριότητα επί περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων εν γνώσει του γεγονότος ότι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα,

-η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι η περιουσία προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες,

-η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξης, η υποβοήθηση, η υποκίνηση, η παροχή συμβουλών σε τρίτο για τη διάπραξή της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.2 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

γ. “Περιουσία”: Περιουσιακά στοιχεία κάθε είδους, ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άυλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων.

δ “Πιστωτικό Ίδρυμα”: Επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων από το κοινό ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό της ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος κατά την έννοια της παραγράφου 16 του άρθρου 2 του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α`), καθώς και το στερούμενο ιδίας νομικής προσωπικότητας υποκατάστημα ή γραφείο αντιπροσωπείας στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος που έχει την έδρα του στην αλλοδαπή. Περισσότερα υποκαταστήματα στην ημεδαπή του ιδίου αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος θεωρούνται ως ενιαίο πιστωτικό ίδρυμα. Στον ορισμό αυτόν εμπίπτουν επίσης το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και η Τράπεζα της Ελλάδος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.2 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

ε. “Χρηματοπιστωτικός Οργανισμός”: Επιχείρηση, η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται σε τοποθετήσεις σε τίτλους ή στην άσκηση μίας ή περισσοτέρων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα σημεία β έως ιβ` του άρθρου 24 του ν. 2076/1992, καθώς επίσης και:

α) οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου

β) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων

γ) οι εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σε ακίνητη περιουσία

δ) οι εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία

ε) οι εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών

στ) οι εταιρείες επενδυτικής διαμεσολάβησης

ζ) τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος

η) οι εταιρείες παροχής πιστώσεων

θ) οι επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων

ι) τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οι οποίοι έχουν την έδρα τους στην αλλοδαπή

ια) οι ασφαλιστικές εταιρείες που ασκούν ασφαλίσεις ζωής.” *** Το στοιχείο ε` αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρ.2 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005. “στ. “Αρμόδια Αρχή”: Ως αρμόδια αρχή για τα πρόσωπα των περιπτώσεων α, γ, δ και ιγ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών των περιπτώσεων ζ, η και θ του στοιχείου ε του παρόντος άρθρου ορίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος, για τους χρηματοπιστωτικού ς οργανισμούς των περιπτώσεων α έως στ του ίδιου στοιχείου ε` η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για τις ασφαλιστικές εταιρείες της περίπτωσης ια του ίδιου στοιχείου ε η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, για τα πρόσωπα της περίπτωσης στ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, για τα πρόσωπα των περιπτώσεων ε, ζ`, η, ι και ια της παραγράφου 1 του άρθρου 2α το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, για τα πρόσωπα της περίπτωσης ιβ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α το Υπουργείο Δικαιοσύνης και από τα πρόσωπα της περίπτωσης θ της παραγράφου 1 του άρθρου 2α για μεν τα καζίνο του διαδικτύου, το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών, για δε τα καζίνο και τις εταιρείες τυχερών παιχνιδιών η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών Για τα πρόσωπα της περίπτωσης ι του ανωτέρω στοιχείου ε αρμόδια αρχή είναι η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή των ελληνικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών οι οποίοι είναι αντίστοιχοι με τους αλλοδαπούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς που εγκαθιστούν υποκαταστήματα στην Ελλάδα.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 άρθρ.18 Ν.3148/2003,ΦΕΚ Α 136,αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.4 άρθρ.2 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

Σχετικό:  υπ`αριθμ. 7463/27.5-7.7.1997 απόφαση της  Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (ΦΕΚ Β`557), περί προλήψεως νομιμοποίησης  εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.

ζ. “Αρμόδιος Φορέας”: Η προβλεπόμενη από το άρθρο 7 Επιτροπή.

Σχετικό: και άρθρο 8 Ν.2928/2001

“η. “Πρόσωπο”: Φυσικό ή νομικό πρόσωπο.”

“θ. “Ηλεκτρονική Μεταφορά Κεφαλαίων”: Συναλλαγή πραγματοποιούμενη με πρωτοβουλία του εντολέα μέσω πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, με χρήση ηλεκτρονικών μέσων, με σκοπό να τεθεί στη διάθεση του δικαιούχου χρηματικό ποσό σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Ο εντολέας και ο δικαιούχος μπορεί να είναι το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο.”

“ι. “Διασυνοριακή Μεταφορά Κεφαλαίων” Μεταφορά κεφαλαίων στην οποία το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που λαμβάνουν την εντολή μεταφοράς κεφαλαίων υπόκεινται σε διαφορετική έννομη τάξη από εκείνη στην οποία υπόκεινται το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός που θέτουν τα μεταφερόμενα κεφάλαια στη διάθεση του δικαιούχου.”

Σημ.: όπως τα στοιχεία β`,η`,θ` και ι` προστέθηκαν με την παρ.5 άρθρ.1 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

Άρθρο 2
Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1.α. Με κάθειρξη μέχρι δέκα (1Ο) ετών τιμωρείται ο υπαίτιος πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. β. Ο υπαίτιος των πράξεων του στοιχείου α τιμωρείται με κάθειρξη αν έδρασε ως υπάλληλος των νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 2α παράγραφος 1 και με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών αν ασκεί τέτοιου είδους πράξεις κατ` επάγγελμα ή είναι υπότροπος ή έδρασε στα πλαίσια οργανωμένης εγκληματικής ή τρομοκρατικής ομάδας ή οργάνωσης. γ. Με ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) ετών τιμωρείται όποιος υπάλληλος των προσώπων του άρθρου 2α παράγραφος 1 ή όποιο άλλο υπόχρεο προς αναφορά υπόπτων συναλλαγών πρόσωπο, παραλείπει από πρόθεση να αναφέρει αρμοδίως ύποπτες ή ασυνήθεις συναλλαγές ή παρουσιάζει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, κατά παράβαση των σχετικών νομοθετικών, διοικητικών και κανονιστικών διατάξεων και κανόνων.

δ. Η ποινική ευθύνη για βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ` της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω στοιχείων α, β και γ, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ` αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό το βασικό έγκλημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ` αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ` αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ` ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β. Σε περίπτωση εξάλειψη ς του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β.

ε. Πρόσοδοι που προέρχονται από τα πλημμελήματα της φοροδιαφυγής και μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου. Πρόσοδοι που προέρχονται από μη καταβολή εργατικών και εργοδοτικών εισφορών προς τα ασφαλιστικά ταμεία δεν συνιστούν έσοδα προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, εφόσον το οφειλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει συνολικά τις εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ (150.000 Ε).”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.3 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005,η δε περ.ε` προστέθηκε με το άρθρο 17 Ν.3472/2006,ΦΕΚ Α 135/4.7.2006.

2. Όποιος εξεταζόμενος από δικαστικές αρχές ως μάρτυς, ή από άλλες αρμόδιες αρχές ή αναφερόμενος σ` αυτές, υπό οιανδήποτε ιδιότητα με πρόθεση αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αλήθεια όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή τον τόπο στον οποίο η περιουσία αυτή βρίσκεται, γνωρίζοντας άτι η περιουσία αυτή προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον έξι μηνών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης τιμωρίας του. Το δικαστήριο δύναται να μην επιβάλει ποινή, αν ο εξεταζόμενος ή αναφερόμενος είναι σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος μέχρι δευτέρου βαθμού με εκείνον ο οποίος ανέπτυξε εγκληματική δραστηριότητα.

3. Όποιος ιδρύει ή αποκτά επιχείρηση ή συνιστά οργάνωση με σκοπό τη διάπραξη εγκλήματος της πρώτης παραγράφου ή εν γνώσει συμμετέχει σε τέτοια επιχείρηση ή οργάνωση ή παρέχει σε άλλον συμβουλές για τη διάπραξη τέτοιου εγκλήματος, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστο δύο ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης τιμωρίας του.

4. Τα εγκλήματα του άρθρου αυτού τιμωρούνται ακόμα και στη περίπτωση που η εγκληματική δραστηριότητα έλαβε χώρα στην αλλοδαπή και δεν υπόκειται στη δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο πέμπτο Ν 2655/1998 ΦΕΚ Α 264/1.12.1998

5. Τα κακουργήματα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό δικάζονται από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων.

6. Περιουσία που αποτελεί προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή που αποκτήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο από προϊόν τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας ή περιουσία που χρησιμοποιήθηκε, εν όλω ή εν μέρει, για εγκληματική δραστηριότητα κατάσχεται και, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση αποδόσεώς της στον ιδιοκτήτη κατά τα άρθρα 310 παράγραφος 2 και 373 Κ.Π.Δ., δημεύεται υποχρεωτικά με την καταδικαστική απόφαση. Η δήμευση επιβάλλεται ακόμη και αν η περιουσία ανήκει σε τρίτο, εφόσον αυτός τελούσε εν γνώσει της εγκληματικής δραστηριότητας κατά το χρόνο κτήσεως της περιουσίας.

Σε περίπτωση που η περιουσία ή το προϊόν κατά το προηγούμενο εδάφιο υπερβαίνει τα 4.000 ευρώ και δεν είναι δυνατόν να κατασχεθεί, κατάσχονται και δημεύονται υπό τους όρους του προηγούμενου εδαφίου περιουσιακά στοιχεία ίσης αξίας προς εκείνη της προαναφερθείσας περιουσίας ή του προϊόντος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.3 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

7. Σε περίπτωση καταδίκης για απόπειρα τελέσεως εγκλήματος από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 στοιχείο α` κατάσχεται και δημεύεται η περιουσία την οποία ο δράστης σκόπευε να χρησιμοποιήσει στο έγκλημα.

8. Δήμευση διατάσσεται και όταν δεν ασκήθηκε δίωξη λόγω θανάτου του υπαιτίου ή η δίωξη που ασκήθηκε έπαυσε ή κηρύχθηκε απαράδεκτη. Στις περιπτώσεις αυτές η δήμευση διατάσσεται με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου ή με απόφαση του δικαστηρίου που παύει ή κηρύσσει απαράδεκτη την ποινική δίωξη και αν δεν ασκήθηκε δίωξη, με βούλευμα του κατά τόπον αρμόδιου συμβουλίου πλημμελειοδικών. Οι διατάξεις του άρθρου 492 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση, εκτός αν η απόφαση ή το βούλευμα εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο ή δικαστήριο ή δικαστικό συμβούλιο που αποφαίνεται τελεσιδίκως. Εφαρμόζονται επίσης αναλόγως και οι διατάξεις του άρθρου 504 παράγραφος 3 Κ.Π.Δ., εκτός αν η απόφαση εκδόθηκε από τον Άρειο Πάγο.

9. Τρίτος, κατά της περιουσίας του οποίου διατάχθηκε δήμευση, χωρίς να συμμετάσχει στη δίκη, ούτε να κλητευθεί, δικαιούται να ασκήσει αίτηση ακυρώσεως της σχετικής διάταξης της απόφασης, μέσα σε τρεις μήνες από την επίδοσή της σ` αυτόν. Τα άρθρα 492 και 504 παράγραφος 3 Κ.Π.Δ. εφαρμόζονται αναλόγως και στην προκειμένη περίπτωση.

10. Αν η αναφερόμενη στην παράγραφο 6 του άρθρου αυτού περιουσία δεν υπάρχει πλέον ή δεν έχει βρεθεί, επιβάλλεται χρηματική ποινή ίση με την κατά το χρόνο της καταδικαστικής απόφασης αξία της περιουσίας αυτής την οποία προσδιορίζει το δικαστήριο.

Σχετικό:  το άρθρο 8 Ν.2928/2001

Άρθρο 2α
Σημ.: όπως το άρθρο 2α προστέθηκε με το άρθρ.4 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005 και στη συνέχεια ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1. Στις υποχρεώσεις που επιβάλλονται με τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου υπόκεινται τα εξής πρόσωπα:

α) τα πιστωτικά ιδρύματα

β) οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί

γ) οι εταιρείες χρηματοδοτικής μίσθωσης

δ) οι εταιρείες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων τρίτων

ε) οι εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου

στ) οι ορκωτοί λογιστές, ελεγκτές και εξωτερικοί λογιστές, καθώς και οι ελεγκτικές εταιρείες

ζ) οι φορολογικοί ή φοροτεχνικοί σύμβουλοι και οι εταιρείες φορολογικών ή φοροτεχνικών συμβουλών

η) οι κτηματομεσίτες και οι κτηματομεσιτικές εταιρείες

θ) τα καζίνο, τα καζίνο του διαδικτύου (internet) και οι εταιρείες διοργάνωσης τυχερών παιχνιδιών

ι) οι οίκοι δημοπρασίας

ια) οι έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας και οι εκπλειστηριαστές όταν η αξία της συναλλαγής υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ είτε η πληρωμή γίνεται εφάπαξ είτε με δόσεις

ιβ) οι συμβολαιογράφοι και οι δικηγόροι όταν συμμετέχουν είτε βοηθώντας στο σχεδιασμό ή στην υλοποίηση συναλλαγών για τους πελάτες τους σχετικά με την αγορά και πώληση ακινήτων ή επιχειρήσεων, τη διαχείριση χρημάτων, τίτλων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, το άνοιγμα ή τη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών ταμιευτηρίου ή λογαριασμών τίτλων, την οργάνωση των εισφορών των αναγκαίων για τη δημιουργία, λειτουργία ή διοίκηση εταιρειών, τη σύσταση, λειτουργία ή διοίκηση καταπιστευματικών εταιρειών επιχειρήσεων ή ανάλογων μονάδων, είτε ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό των πελατών τους στο πλαίσιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή συναλλαγών επί ακινήτων. Η παροχή νομικών συμβουλών εξακολουθεί να υπόκειται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, εκτός εάν ο ίδιος ο νομικός σύμβουλος συμμετέχει σε δραστηριότητες νομιμοποίησης παράνομων εσόδων, εάν οι νομικές συμβουλές παρέχονται με αποκλειστικό σκοπό τη νομιμοποίηση παράνομων εσόδων ή εάν ο δικηγόρος γνωρίζει ότι ο πελάτης του ζητεί νομικές συμβουλές προκειμένου να προβεί σε νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

ιγ) οι ταχυδρομικές εταιρείες, μόνο στην έκταση που ασκούν τη δραστηριότητα της διαμεσολάβησης στη μεταφορά κεφαλαίων. Η Τράπεζα της Ελλάδος, στα πλαίσια της εποπτείας της επί των εταιρειών αυτών, συνεργάζεται με το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών και με την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων.

2. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύνανται να ορίζονται διαφοροποιημένες υποχρεώσεις των προσώπων της παραγράφου 1 οι οποίες προβλέπονται στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του νόμου, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος και την οικονομική επιφάνεια των υπόχρεων προσώπων, τη φύση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους και το βαθμό κινδύνου που ενέχουν οι εν λόγω δραστηριότητες και συναλλαγές των προσώπων αυτών ως προς την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Ανάπτυξης ορίζονται κριτήρια για τον προσδιορισμό των ατομικών επιχειρήσεων και των εταιρειών που υπάγονται στην έννοια των εμπόρων αγαθών μεγάλης αξίας της περίπτωσης ια της παραγράφου 1.

4. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και των κατά περίπτωση αρμόδιων Υπουργών για την αδειοδότηση, καταχώρηση, επιχορήγηση ή έλεγχο των εταιρειών, οργανισμών, οργανώσεων, σωματείων και άλλων μορφών ενώσεων προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθορίζονται τρόποι, μέτρα και διαδικασίες για την αποτροπή χρησιμοποίησης των ανωτέρω για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνονται ιδίως η τήρηση μητρώου των ανωτέρω από αρμόδια αρχή, ανά κατηγορία και η υποχρεωτική διεκπεραίωση των κυριότερων συναλλαγών τους μέσω πιστωτικού ιδρύματος.

5. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ορίζονται η διαδικασία και οι τεχνικές λεπτομέρειες για τη συλλογή στατιστικών στοιχείων σχετικά με τις εκδικαζόμενες υποθέσεις για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και για σχετικές αποφάσεις ή βουλεύματα, καθώς και για τα τυχόν δημευθέντα ή κατασχεθέντα περιουσιακά στοιχεία.

6. Το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών ορίζεται ως κεντρική συντονιστική αρχή για την εφαρμογή των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου, για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των μηχανισμών αντιμετώπισης των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, για το συντονισμό της δράσης των αρμόδιων αρχών και για τη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας μας. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ορίζονται διαδικασίες και μέτρα για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, καθώς και για την ανταλλαγή πληροφοριών, μη εμπιστευτικής φύσεως, μεταξύ του ανωτέρω Υπουργείου, της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7 και των αρμόδιων αρχών για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση των υποχρεώσεων των ανωτέρω.

7. Ειδικά για τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίας και άλλα αδικήματα της φορολογικής και τελωνειακής νομοθεσίας που υπάγονται στα βασικά εγκλήματα, ορίζεται η εξής διαδικασία:

α) Η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (ΥΠ.Ε.Ε.) είναι αρμόδια για την παραπομπή στη δικαιοσύνη υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από λαθρεμπορία. φοροδιαφυγή και για υποθέσεις που υπάγονται στις λοιπές αρμοδιότητές της εφόσον έχει συντάξει τη σχετική πορισματική αναφορά. Η υποβολή της αναφοράς στη δικαιοσύνη γίνεται μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα της ΥΠ.Ε.Ε. με ενημέρωση της Διεύθυνσης Ειδικών Οικονομικών Υποθέσεων και της Ανεξάρτητης Αρχής του άρθρου 7. β) Για τις ανωτέρω υποθέσεις για τις οποίες έχουν επιληφθεί οι Δ.Ο.Υ ή τα ελεγκτικά κέντρα ή τα τελωνεία υποβάλλονται αναφορές στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7 μέσω των αντίστοιχων Γενικών Διευθύνσεων Φορολογικών Ελέγχων και Τελωνείων. γ) Τα υπόχρεα πρόσωπα του άρθρου 2α παράγραφος 1 υποβάλλουν αναφορές ύποπτων συναλλαγών που ενδέχεται να σχετίζονται με τα ανωτέρω αδικήματα στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, πλην των δικηγόρων που υποβάλλουν αναφορές στην ειδική επιτροπή του άρθρου 4 παράγραφος 19.

Άρθρο 3
Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1. Το Δημόσιο μπορεί, ύστερα από γνωμάτευση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, να αξιώσει ενώπιον των αρμόδιων πολιτικών δικαστηρίων από τον αμετακλήτως καταδικασμένο σε ποινή καθείρξεως ή σε ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών ετών, για έγκλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 στοιχείο α` του νόμου αυτού, κάθε περιουσία που αυτός έχει αποκτήσει από έγκλημα αναφερόμενο στην ίδια διάταξη, έστω και αν γι` αυτό δεν χώρησε καταδίκη. Με την ίδια διαδικασία δημεύεται και κάθε περιουσία που το πρόσωπο αυτό απέκτησε κατά τα τελευταία πέντε έτη πριν από το χρόνο τελέσεως εγκλήματος, που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχ. α` του νόμου αυτού για το οποίο χώρησε καταδίκη και μέχρι το χρονικό σημείο που η καταδίκη αυτή έγινε αμετάκλητη. Η περιουσία αυτή τεκμαίρεται υπέρ του Δημοσίου ότι αποκτάται από έγκλημα που αναφέρεται στην ίδια διάταξη, επιτρέπεται όμως ανταπόδειξη.

2. Αν η περιουσία μεταβιβάστηκε σε τρίτο, ο καταδικασμένος υποχρεούται σε αποζημίωση ίση με την αξία της κατά το χρόνο συζητήσεως της αγωγής. Η παραπάνω αξίωση μπορεί να ασκηθεί και κατά τρίτου που απέκτησε από χαριστική αιτία, εφόσον κατά το χρόνο της κτήσης ήταν σύζυγος ή συγγενής εξ αίματος κατ` ευθεία γραμμή με τον καταδικασμένο ή αδελφός του ή θετό τέκνο του, καθώς και εναντίον κάθε τρίτου που απέκτησε μετά την άσκηση κατά του καταδικασμένου ποινικής δίωξης για το πιο πάνω έγκλημα και τελούσε σε κακή πίστη, αν κατά το χρόνο που απέκτησε γνώριζε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του καταδικασμένου. Ο τρίτος και ο καταδικασμένος ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 4
Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν κατά τη σύναψη συμβάσεων, στα πλαίσια οποιασδήποτε επιχειρηματικής σχέσης και ιδίως κατά το άνοιγμα λογαριασμού καταθέσεων οποιασδήποτε φύσεως, κατά τη σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών φυλάξεως περιουσιακών στοιχείων και κατά τη μίσθωση θυρίδας θησαυροφυλακείου, καθώς και κατά τη σύναψη συμβάσεως ενυπόθηκου δανείου, να απαιτούν την απόδειξη της ταυτότητας του συναλλασσομένου. Η απόδειξη γίνεται με την επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή του διαβατηρίου ή άλλου δημοσίου εγγράφου. Από τα στοιχεία πρέπει πάντως να προκύπτουν η παρούσα διεύθυνση κατοικίας, το ήδη ασκούμενο από το συμβαλλόμενο ή συναλλασσόμενο επάγγελμα και η επαγγελματική του διεύθυνση. Εκτός από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο συναλλαγές, η υποχρέωση αυτή υπάρχει και για κάθε συναλλαγή, το ποσό της οποίας είναι ισότιμο σε δραχμές με δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρωπαϊκές νομισματικές μονάδες (ΕΝΜ/ΕCU) τουλάχιστον, είτε γίνεται με μια πράξη είτε με περισσότερες που γίνονται την ίδια ημέρα ή ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση. Αν το ποσό δεν είναι γνωστό κατά το χρόνο της συναλλαγής, το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός εξακριβώνει την ταυτότητα μόλις πληροφορηθεί το ποσό ή διαπιστώσει ότι αυτό ανέρχεται στο ισότιμο των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ΕΝΜ/ECU τουλάχιστον.

Ειδικώς ως προς την ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών δύναται να ορίζεται ότι οι υποχρεώσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν για συναλλαγές μικρότερες των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Με τις αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται ως προς τις συναλλαγές που υπολείπονται των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, να ορίζουν υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών λιγότερο αυστηρές των προβλεπομένων στην παρούσα παράγραφο, όπως την απλή επαλήθευση, βάσει εγγράφων, των στοιχείων που αναγράφονται στα σχετικά μηνύματα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.5 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

2. Όταν ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος ενεργεί για λογαριασμό άλλου, εκτός από την απόδειξη της δικής του ταυτότητας κατά την παράγραφο 1, οφείλει να αποδείξει και τα στοιχεία του τρίτου, φυσικού ή νομικού προσώπου, για λογαριασμό του οποίου ενεργεί. Το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να εξακριβώσει την αλήθεια και των στοιχείων αυτών και όταν ο συμβαλλόμενος ή συναλλασσόμενος δεν προβεί στην πιο πάνω δήλωση, αλλά υπάρχει βάσιμη αμφιβολία για το αν ενεργεί για δικό του λογαριασμό ή βεβαιότητα ότι ενεργεί για λογαριασμό άλλου.

3. Σε περίπτωση που υπάρχει αμφιβολία για το αν οι συμβαλλόμενοι ή συναλλασσόμενοι, που αναφέρουν οι προηγούμενες παράγραφοι, ενεργούν για ίδιο λογαριασμό ή σε περίπτωση βεβαιότητας για το ότι δεν ενεργούν για ίδιο λογαριασμό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα ευλόγως απαιτούμενα μέτρα προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για την πραγματική ταυτότητα των προσώπων για λογαριασμό των οποίων αυτοί ενεργούν.

4. Κατά παρέκκλιση από τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, δεν απαιτείται εξακρίβωση της ταυτότητας: α) Στις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται από ασφαλιστικές εταιρίες, οι οποίες υπάγονται κατά το άρθρο 1 στις διατάξεις του νόμιμου αυτού, αν το, ποσό του ασφαλίστρου ή των περιοδικών ασφαλίστρων, που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους, δεν υπερβαίνει το ισάξιο χιλίων (1.000) ΕΝΜ/ΕCU ή στην περίπτωση εφάπαξ καταβολής το ισάξιο δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ΕΝΜ/ECU. Αν το ασφάλιστρο ή τα περιοδικά ασφάλιστρα που πρόκειται να καταβληθούν κατά τη διάρκεια ενός έτους αυξηθούν έτσι ώστε να υπερβούν το κατώτατο όριο των χιλίων (1.000) ΕΝΜ/ΕCU, απαιτείται η εξακρίβωση ταυτότητας. β) Στις συμβάσεις συνταξιοδοτικής ασφάλισης που συνάπτονται βάσει συμβάσεων εργασίας ή επαγγελματικής δραστηριότητας του ασφαλισμένου, υπό τον όρο ότι οι συμβάσεις αυτές δεν περιλαμβάνουν ρήτρα εξαγοράς ούτε μπορεί να χρησιμεύσουν ως εγγύηση δανείου.

5. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν την ευχέρεια κατά την κρίση των, αλλά δεν υποχρεούνται να προβαίνουν στην κατά το άρθρο αυτά εξακρίβωση ταυτότητας, όταν ο συναλλασσόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα, χρηματοπιστωτικός οργανισμός, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός που ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Δημόσιο.

6. Εξακρίβωση της ταυτότητας γίνεται και σε κάθε περίπτωση που υπάρχει σοβαρή υπόνοια ότι πρόκειται για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

7. Τα στοιχεία, τα σχετικά με τις παραπάνω συμβάσεις και συναλλαγές, και τα νομιμοποιητικά έγγραφα φυλάσσονται από το πιστωτικό ίδρυμα ή τον χρηματοπιστωτικό οργανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε ετών: α) όσον αφορά τις συμβάσεις, μετά τη λήξη των σχέσεών τους με τους πελάτες τους, β) όσον αφορά τις συναλλαγές, από τη διενέργεια της τελευταίας συναλλαγής, εκτός αν και στις δύο περιπτώσεις, επιβάλλεται από άλλη διάταξη νόμου η φύλαξή τους επί μακρότερο χρονικό διάστημα.

Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί που λαμβάνουν εντολές για διασυνοριακή ηλεκτρονική μεταφορά κεφαλαίων, οφείλουν να περιλαμβάνουν στα σχετικά μηνύματα το ονοματεπώνυμο, τη διεύθυνση και, εφόσον τα προς μεταφορά κεφάλαια προέρχονται από λογαριασμό καταθέσεων που τηρείται στο πιστωτικό ίδρυμα που πραγματοποιεί τη μεταφορά, τον αριθμό λογαριασμού του εντολέα.

Με απόφαση της αρμόδιας αρχής μπορούν να καθορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιέχονται στα μηνύματα μεταφοράς κεφαλαίων εντός της χώρας. Στην παραπάνω υποχρέωση αναγραφής των στοιχείων του εντολέα δεν υπόκεινται τα μηνύματα που αφορούν μεταφορές κεφαλαίων μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων ή/και χρηματοπιστωτικών οργανισμών για ίδιο λογαριασμό και συγκεκριμένα τα μηνύματα για μεταφορές κεφαλαίων όπου τόσο ο εντολέας όσο και ο δικαιούχος είναι πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ενεργούν για ίδιο λογαριασμό. Στην υποχρέωση αναγραφής στοιχείων του εντολέα δεν υπόκεινται μεταφορές κεφαλαίων λόγω συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση πιστωτικής ή χρεωστικής κάρτας, εφόσον στο μήνυμα αναγράφεται ο αριθμός της εν λόγω κάρτας. Αν όμως η πιστωτική ή η χρεωστική κάρτα χρησιμοποιείται για μεταφορά κεφαλαίων που δεν συνδέεται με εμπορική συναλλαγή, τα σχετικά μηνύματα υπόκεινται στις ανωτέρω υποχρεώσεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.3 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

8. Σε περίπτωση υπαίτιας παράβασης των κατά τις προηγούμενες παραγράφους υποχρεώσεών του, μπορεί να επιβληθεί σε βάρος του πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορίου, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση της αρμόδιας Αρχής ή της Επιτροπής του άρθρου 7 του παρόντος νόμου, πρόστιμο πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) έως πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) δραχμών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.6 Ν.2515/1997,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.6 άρθρ.3 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

9.α. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν: αα) να εξετάζουν με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή η οποία από τη φύση της ή από στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσομένου μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση τρομοκρατικών οργανώσεων ή τρομοκρατών, ββ) να θεσπίζουν διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και επικοινωνίας ώστε να προλαμβάνουν και να εμποδίζουν τη διενέργεια συναλλαγών που συνδέονται με τα ανωτέρω εγκλήματα, γγ) να συνεκτιμούν και το συνολικό χαρτοφυλάκιο το οποίο ενδεχομένως διατηρεί σε αυτά ο συναλλασσόμενος για να εξακριβώσουν τη συνάφεια και συμβατότητα της υπόψη συναλλαγής με το χαρτοφυλάκιο αυτό, δδ) να μεριμνούν ώστε οι διατάξεις της υποπαραγράφου αυτής να εφαρμόζονται στις θυγατρικές εταιρείες και στα υποκαταστήματά τους στο εξωτερικό, εκτός αν αυτό απαγορεύεται, πλήρως ή μερικώς, από τη σχετική αλλοδαπή νομοθεσία, οπότε ενημερώνουν τον αρμόδιο Εισαγγελέα και την Αρχή του άρθρου 7 και εε) να λαμβάνουν κάθε άλλο πρόσφορο μέτρο που αποφασίζει η αρμόδια αρχή τους για την αποτροπή των ανωτέρω εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένης της μη κατάρτισης της συναλλαγής, εφόσον δεν έχουν ικανοποιηθεί οι όροι της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του συναλλασσομένου, όπως ειδικότερα ορίζεται από τις αρμόδιες αρχές.

β. Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών μπορούν ενδεικτικώς: αα) να εξειδικεύονται τα κριτήρια που οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους τα εποπτευόμενα από αυτές πρόσωπα κατά τον έλεγχο τυχόν σύνδεσης συναλλαγών με τα ανωτέρω εγκλήματα, ββ) να προσδιορίζονται τα ειδικότερα στοιχεία των συναλλαγών ή/και των συναλλασσομένων που οφείλουν τα πρόσωπα αυτά να απαιτούν κατά τις συναλλαγές τους, γγ) να ορίζονται πρόσθετες υποχρεώσεις των προσώπων αυτών για την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου και δδ) να καθορίζονται ο τρόπος, τα όργανα και οι λεπτομέρειες ασκήσεως των σχετικών ελέγχων

γ. Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και η Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, συγκροτούν εκάστη, ειδική υπηρεσιακή μονάδα στελεχωμένη με τουλάχιστον δύο υπαλλήλους πλήρους απασχόλησης, με σκοπό τον έλεγχο της συμμόρφωσης των εποπτευόμενων από αυτές εταιρειών για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους που επιβάλλονται με τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου αυτού του νόμου. Αυτές οι ειδικές υπηρεσιακές μονάδες συνεπικουρούνται από τους υπαλλήλους των αρμόδιων αρχών και ιδίως από τους ελέγχοντες, άμεσα ή έμμεσα, τις εποπτευόμενες από αυτές εταιρείες. Αυτές οι αρμόδιες αρχές υποβάλλουν κάθε ημερολογιακό εξάμηνο αναλυτική έκθεση στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών σχετικά με την αξιολόγηση των επί μέρους εταιρειών και για τυχόν επιβληθέντα από τις αρχές αυτές μέτρα ή κυρώσεις. Ειδικά για τα πιστωτικά ιδρύματα η σχετική έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος αξιολογεί συνολικά κάθε πιστωτικό ίδρυμα και όχι τα επί μέρους υποκαταστήματά του και η πρώτη σχετική έκθεση υποβάλλεται μετά το πρώτο εξάμηνο του 2006. Η υποβολή των ανωτέρω εκθέσεων στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών πραγματοποιείται κατά παρέκκλιση κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού ή επαγγελματικού απορρήτου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.3 άρθρ.5 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

10. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός οφείλει να ορίσει ένα διευθυντικό στέλεχος, στο οποίο τα άλλα διευθυντικά στελέχη και οι υπάλληλοι θα αναφέρουν κάθε συναλλαγή που θεωρούν ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και κάθε γεγονός του οποίου λαμβάνουν γνώση λόγω της υπηρεσίας τους και το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας. Στα υποκαταστήματα η αναφορά αυτή γίνεται κατευθείαν στο διευθυντή του υποκαταστήματος, ο οποίος αναφέρεται αμέσως στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος αν συμμερίζεται τις υπόνοιες. Αν ο διευθυντής του υποκαταστήματος ή ο αναπληρωτής του κωλύεται ή αρνείται ή αμελεί ή δεν συμμερίζεται τις υπόνοιες του αναφέροντος υπαλλήλου, τότε ο υπάλληλος αναφέρεται στο αρμόδιο διευθυντικό στέλεχος. Ο τελευταίος ενημερώνει σχετικά, τηλεφωνικώς και με εμπιστευτικό έγγραφο, τον Αρμόδιο Φορέα παρέχοντάς του συγχρόνως κάθε χρήσιμη πληροφορία ή στοιχείο, αν μετά από την εξέταση που πραγματοποιεί κρίνει ότι οι πληροφορίες και τα υπάρχοντα στοιχεία αποτελούν ένδειξη εγκληματικής δραστηριότητας.

Κάθε χρηματοπιστωτικός όμιλος ορίζει ένα διευθυντικό στέλεχος, από τη μεγαλύτερη εταιρεία του ομίλου, ως συντονιστή για την εξασφάλιση της τήρησης των σχετικών με τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού υποχρεώσεων των επί μέρους εταιρειών του ομίλου. Προς τούτο το στέλεχος αυτό συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τα ανωτέρω αναφερόμενα διευθυντικά στελέχη των επί μέρους εταιρειών του ομίλου, λαμβάνει γνώση των τυχόν αναφορών τους προς τον αρμόδιο φορέα και δύναται να υποβάλει αναφορές και ο ίδιος στον αρμόδιο φορέα. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να ορίζονται λεπτομέρειες και τεχνικά ζητήματα των ανωτέρω δύο εδαφίων, ιδίως η νομική έννοια του ομίλου και τα κριτήρια προσδιορισμού της μεγαλύτερης εταιρείας κάθε ομίλου Με αποφάσεις των αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν τη μεγαλύτερη εταιρεία κάθε ομίλου δύνανται να προσδιορίζονται διαδικασίες και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν οι όμιλοι και οι εταιρείες κάθε ομίλου. Οι ανωτέρω αποφάσεις κοινοποιούνται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 άρθρ.3 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

11. Την κατά την προηγούμενη παράγραφο υποχρέωση ενημερώσεως του Φορέα έχει και κάθε υπάλληλος της Αρμόδιας Αρχής, καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο επιφορτισμένο με τη διενέργεια ελέγχου σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αν κατά την άσκηση των καθηκόντων του υποπέσουν στην αντίληψή του γεγονότα τα οποία ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

Υποχρέωση προς ενημέρωση του αρμόδιου φορέα δεν έχουν τα πρόσωπα της περίπτωσης ιβ του άρθρου 2α όταν οι σχετικές πληροφορίες αποκτήθηκαν από ή σχετικά με πελάτη τους, κατά την εξακρίβωση της νομικής θέσης του πελάτη ή όταν ασκούν το καθήκον τους προς υπεράσπιση ή τον εκπροσωπούν στο πλαίσιο ή σχετικά με κάποια δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών που δόθηκαν στον πελάτη τους για την κίνηση ή την αποφυγή οποιασδήποτε διαδικασίας, ανεξαρτήτως αν οι πληροφορίες αυτές λαμβάνονται ή αποκτώνται πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά από τη διαδικασία αυτή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.3 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

12. Τα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να μην πραγματοποιούν συναλλαγές για τις οποίες γνωρίζουν ή βάσιμα υποπτεύονται ότι συνδέονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, εκτός αν για την άμεση πραγματοποίηση της συναλλαγής συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή αυτά επιβάλλεται από τη φύση της, καθώς και όταν η μη πραγματοποίηση της συναλλαγής ενδέχεται να δυσχεράνει την αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων ή προσώπων που πιθανόν ενέχονται σε νομιμοποίηση εσόδων. Στην περίπτωση αυτή η αναφορά υποβάλλεται αμέσως μετά τη συναλλαγή.

13. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί οφείλουν να παρέχουν στον Αρμόδιο Φορέα, στην εισαγγελική αρχή, στον ανακριτή και στο δικαστήριο, όταν τους ζητηθεί, τις απαιτούμενες πληροφορίες ή τα αποδεικτικά στοιχεία για όλες τις δραστηριότητες που αναφέρονται σης παραγράφους 1-8 του άρθρου αυτού ή τη διενέργεια άλλων συναλλαγών όταν, κατά την κρίση του Φορέα, της εισαγγελικής ή δικαστικής αρχής είναι πιθανόν να σχετίζονται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα ή υπάρχει περίπτωση δημεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 2 του νόμου αυτού. Η σχετική αλληλογραφία είναι εμπιστευτική. Αν όμως ασκηθεί ποινική δίωξη για εγκληματική δραστηριότητα, η σχετική αλληλογραφία αποτελεί στοιχείο της δικογραφίας. Αλλιώς τίθεται στο αρχείο κα παραμένει μυστική.

14. Οι κατά τις προηγούμενες παραγράφους πληροφορίες και τα στοιχεία χρησιμοποιούνται μόνο σε δίκες που αφορούν εγκληματική δραστηριότητα ή νομιμοποίηση εσόδων από τέτοια δραστηριότητα.

14.α. Με την επιφύλαξη τυχόν ειδικών διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας, σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοπιστωτικού οργανισμού, οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα νόμο ή τις κανονιστικές διατάξεις που εκδίδουν οι αρμόδιες αρχές, επιβάλλονται σε βάρος του κυρώσεις με απόφαση της αρμόδιας αρχής. Ειδικότερα, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει, κατά των πιστωτικών ιδρυμάτων και των εποπτευόμενων από αυτήν χρηματοπιστωτικών οργανισμών, τις διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται από το καταστατικό της (άρθρο 55Α) και την ισχύουσα νομοθεσία.

Σημ.: όπως η παρ.14α προστέθηκε με την παρ.6 άρθρ.3 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

15. Η γνωστοποίηση πληροφοριών και στοιχείων, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, όταν γίνεται καλόπιστα, δεν αποτελεί άδικη ή αντισυμβατική πράξη και δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιουδήποτε είδους ευθύνη.

16. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οι υπάλληλοι και τα διευθυντικά στελέχη της παραγράφου 10, καθώς και τα κατά την παράγραφο 11 πρόσωπα, απαγορεύεται να γνωστοποιούν το γεγονός ότι διαβιβάστηκαν ή ζητήθηκαν πληροφορίες ή ότι διεξάγεται έρευνα για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα σε αυτόν τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες ή σε τρίτους. Οποιος από πρόθεση παραβιάζει το κατά την παράγραφο αυτή καθήκον εχεμύθειας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

17. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εμπορίου, αναπροσαρμόζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρο αυτό ποσά.

18. Στις προηγούμενες παραγράφους του άρθρου αυτού οι λέξεις “τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί” αντικαθίστανται από τις λέξεις “τα πρόσωπα του άρθρου 2α”, εφαρμοζομένης της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 2α.”

Σημ.: όπως η παρ.18 προστέθηκε με την παρ.7 άρθρ.3 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

19. Στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού και της υποχρέωσης των δικηγόρων για υποβολή αναφορών ύποπτων συναλλαγών, συνιστάται επιτροπή η οποία λαμβάνει, αξιολογεί, επεξεργάζεται και διαβιβάζει τις αναφορές αυτές προς τον αρμόδιο φορέα. Η επιτροπή αυτή απαρτίζεται από πέντε μέλη, οριζόμενα με τριετή θητεία από την Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος και εδρεύει στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από γνώμη της ανωτέρω Ολομέλειας, ορίζεται ο τρόπος λειτουργίας της επιτροπής αυτής, καθώς και η διαδικασία συνεργασίας και επικοινωνίας της με τον αρμόδιο φορέα

Σημ.: όπως η παρ.19 προστέθηκε με την παρ.8 άρθρ.3 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

20. Οι διαχειριστές των αγορών μετοχών, παραγώγων και συναλλάγματος υποχρεούνται να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες για την αποτροπή και τον άμεσο εντοπισμό πιθανών περιπτώσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και να αναφέρουν στην Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7 χωρίς καθυστέρηση τις περιπτώσεις για τις οποίες ευλόγως υποπτεύονται ότι πραγματοποιούνται τα ανωτέρω αδικήματα, γνωστοποιώντας όλες τις σχετικές πληροφορίες και στοιχεία και παρέχοντας κάθε αναγκαία βοήθεια για τη διερεύνησή τους. Στις ανωτέρω αγορές περιλαμβάνονται και τα Πολυμερή Συστήματα Διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και “εσωτερικοποιημένες” αγορές τέτοιων μέσων που λειτουργούν εντός πιστωτικού ιδρύματος ή Ε.Π.Ε.Υ..

Σημ.: όπως η παρ.20 προστέθηκε με την παρ.9 άρθρ.3 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

Άρθρο 5
Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση των λογαριασμών που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακείου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί αυτοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για εγκληματική δραστηριότητα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 2 αυτού του νόμου. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακρίσεως, η απαγόρευση της κινήσεως των λογαριασμών ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό ή θυρίδα και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στο διευθυντικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ή στο διευθυντή του υποκαταστήματος του τόπου όπου εδρεύει ο ανακριτής ή ο εισαγγελέας. Σε περίπτωση κοινού λογαριασμού ή κοινής θυρίδας επιδίδεται και στον τρίτο.

2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο απαγόρευση ισχύει από τη χρονική στιγμή της επίδοσης στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου τυχόν εκταμίευση χρημάτων από το λογαριασμό. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή.

3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποιήσεως ορισμένου ακινήτου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση εκθέσεως κατασχέσεως, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και επιδίδεται στον κατηγορούμενο και στον αρμόδιο φύλακα μεταγραφών, ο οποίος υποχρεούται προβεί την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσει το έγγραφο που του κοινοποιήθηκε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της παραγράφου αυτής. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στο βιβλίο του υποθηκοφυλακείου, μετά την πιο πάνω σημείωση, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 6 και επ. του άρθρου 2 του νόμου αυτού.

4. Ο κατηγορούμενος και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοση σ` αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Το συμβούλιο, στο οποίο δεν μετέχει ο ανακριτής, αποφαίνεται αμετακλήτως μέσα σε πέντε ημέρες. Η υποβολή της αίτησης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία.

5. Στις περιπτώσεις που η έρευνα για τη νομιμοποίηση εσόδων από βασικό έγκλημα ή για τον εντοπισμό περιουσίας γίνεται από την Ανεξάρτητη Αρχή του άρθρου 7, η απαγόρευση κίνησης λογαριασμών ή η απαγόρευση μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε άλλου περιουσιακού στοιχείου, μπορεί σε επείγουσες περιπτώσεις να διαταχθεί από τον Πρόεδρό της, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται παραπάνω.

Σημ.: όπως η παρ.5 προστέθηκε με το άρθρ.6 Ν.3424/2005, ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

Άρθρο 6
Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 και επ. του άρθρου 4 του νόμου αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και ως προς τα μέλη του Χρηματιστηρίου, καθώς και τις λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο ε` εδάφιο β`.

2. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο επιτρέπεται να λαμβάνουν γνώση των βιβλίων και των στοιχείων, τα οποία κατά τις κείμενες διατάξεις τηρούν τα μέλη του χρηματιστηρίου, καθώς και οι λοιπές επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχείο ε` εδάφιο β` του νόμου αυτού. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξετάσεως, προανακρίσεως, ανακρίσεως ή δίκης επιτρέπεται να ζητηθεί και να επισυναφθεί στη δικογραφία μόνο απόσπασμα των βιβλίων ή των στοιχείων με τις σχετικές εγγραφές που αφορούν τον κατηγορούμενο. Την ακρίβεια του αποσπάσματος βεβαιώνει το μέλος του Χρηματιστηρίου ή ο εκπρόσωπος της επιχείρησης. Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής και το δικαστήριο δικαιούνται να ελέγξουν τα βιβλία και τα στοιχεία αυτά για να διαπιστώσουν την ακρίβεια των περιεχομένων στο απόσπασμα εγγραφών ή την ύπαρξη άλλων εγγραφών που αφορούν τον κατηγορούμενο. Ο κατηγορούμενος μπορεί να ελέγξει μόνο την ύπαρξη των εγγραφών που φέρεται ή που ισχυρίζεται ότι τον αφορούν.

3. Κάθε μέλος του Χρηματιστηρίου και κάθε εκπρόσωπος των επιχειρήσεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη παράγραφο οφείλει να αναφέρει, με εμπιστευτικό έγγραφο, στον Αρμόδιο Φορέα κάθε συναλλαγή που θεωρεί ότι είναι ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.

4. Ως ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι, για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις του πρώτου κεφαλαίου του νόμου αυτού, θεωρούνται και οι τελωνειακοί υπάλληλοι.

Άρθρο 7
Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

1. Συνιστάται Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή με την επωνυμία “Εθνική Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες”. Η Αρχή εδρεύει στην Αθήνα και έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζεται ο ακριβής τόπος των συνεδριάσεων της Αρχής.

2. Η Αρχή συγκροτείται από Πρόεδρο και έντεκα Μέλη. Η θητεία του Προέδρου και των Μελών της Αρχής είναι τριετής, δυνάμενη να ανανεωθεί

3. Πρόεδρος της Αρχής διορίζεται επί τιμή Ανώτατος Δικαστικός ή Εισαγγελικός Λειτουργός ή πρόσωπο εγνωσμένου κύρους, ευρείας κοινωνικής αποδοχής και εμπειρίας στο χρηματοπιστωτικό τομέα. Ο Πρόεδρος επιλέγεται και διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Ο Πρόεδρος της Αρχής είναι δημόσιος λειτουργός πλήρους απασχόλησης. Κατά τη διάρκεια της θητείας του αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου δημόσιου λειτουργήματος. Ο Πρόεδρος της Αρχής δεν επιτρέπεται να ασκεί καμία επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναλαμβάνει άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση διδακτικά καθήκοντα Μελών Δ.Ε.Π. ΑΕ.Ι. υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης.

4. Τα Μέλη της Αρχής και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως Μέλη διορίζονται: α) δύο πρόσωπα που προτείνονται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, με τους αναπληρωτές τους, β) από ένα πρόσωπο που προτείνεται από τους Υπουργούς Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας με τον αναπληρωτή του, γ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με τον αναπληρωτή του, δ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με τον αναπληρωτή του, ε) ένα πρόσωπο που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, με τον αναπληρωτή του, στ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, με τον αναπληρωτή του και ζ) ένα πρόσωπο που προτείνεται από τον Πρόεδρο της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, με τον αναπληρωτή του. Τα Μέλη της Αρχής πρέπει να διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα και εμπειρία στον τραπεζικό, οικονομικό ή νομικό τομέα.

Σχετικό:  ΥΑ 23059/Β975/2-14.6.2006 (ΦΕΚ Β΄ 721/2006).

5. Μέχρι την έκδοση της κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης για τη διαπίστωση του χρόνου έναρξης λειτουργίας της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του ν. 3229/2004 (ΦΕΚ 38 Α). στην ανωτέρω περίπτωση δ το Μέλος της Αρχής με τον αναπληρωτή του ορίζονται από τον Υπουργό Ανάπτυξης.

6. Η Αρχή έχει τις εξής αρμοδιότητες:

α) συγκεντρώνει, διερευνά και αξιολογεί τις πληροφορίες που διαβιβάζονται σε αυτήν και σχετίζονται με ύποπτες συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 6 του ν. 2331/1995` β) δέχεται, διερευνά και αξιολογεί κάθε πληροφορία σχετική με συναλλαγές νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που διαβιβάζεται σε αυτήν από αλλοδαπούς φορείς, με τους οποίους και συνεργάζεται για την παροχή κάθε δυνατής συνδρομής

γ) έχει πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής τήρησης και επεξεργασίας δεδομένων, περιλαμβανομένου του συστήματος Τειρεσίας. Στο πλαίσιο των ερευνών της δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο`

δ) μπορεί να διενεργεί οικονομικούς ελέγχους, σε σοβαρές κατά την κρίση της περιπτώσεις, σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία ή σε οργανισμούς και επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση άλλης Αρχής`

ε) ζητά, κατά τη διάρκεια των ελέγχων της προηγούμενης περίπτωσης, στοιχεία που αφορούν την κίνηση τραπεζικών λογαριασμών ή λογαριασμών άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων`

στ) ζητά τη συνεργασία υπηρεσιών και οργανισμών οποιασδήποτε μορφής και την παροχή στοιχείων, ακόμη και από δικαστικές αρχές, εξ αφορμής του ελέγχου και της έρευνας στοιχείων σχετικών με εγκληματικές δραστηριότητες νομιμοποίησης εσόδων, προερχόμενων από την τέλεση των εγκλημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1`

ζ) ενημερώνει εγγράφως ή με ασφαλές ηλεκτρονικό μέσο τον διαβιβάζοντα την πληροφορία ότι την έλαβε και του παρέχει άλλα σχετικά στοιχεία χωρίς όμως να παραβιάζεται το απόρρητο των προανακριτικών της ενεργειών ή να δυσχεραίνεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της`

η) αξιολογεί και διερευνά πληροφορίες και αναφορές που διαβιβάζονται σε αυτή από αρμόδιους φορείς της χώρας μας ή από τα αρμόδια όργανα διεθνών οργανισμών και αφορούν το έγκλημα της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, σύμφωνα με την αριθμ. 1373/2002 Απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και με τους Κανονισμούς του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αριθ. 467/2001, 2580/2001 και 308/2002 όπως και με κάθε άλλη συναφή προς το θέμα αυτό πράξη των διεθνών οργανισμών και λαμβάνει τα απαραίτητα σχετικά μέτρα για την εφαρμογή των ανωτέρω πράξεων.

7. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες, των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους για πέντε έτη μετά την ακούσια ή εκούσια αποχώρησή τους από την Αρχή.

8. Η Αρχή υποστηρίζεται από επιστημονικό, διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό που αποσπάται από τα Υπουργεία και τους δημόσιους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 4, συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος των Υπουργείων Εθνικής Άμυνας, Δημόσιας Τάξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Για το σκοπό αυτόν, με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Αρχής, συνιστώνται και κατανέμονται έως πενήντα (50) συνολικά θέσεις, οι οποίες πληρούνται μόνο με απόσπαση. Ειδικότερα, σε θέσεις επιστημονικού προσωπικού αποσπώνται άτομα με ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Οι αποσπάσεις του προσωπικού που αναφέρεται στα προηγούμενα εδάφια γίνονται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού, ύστερα από πρόταση του Προέδρου της Αρχής. Οι υπηρετούντες με απόσπαση στην Αρχή λαμβάνουν το σύνολο των πάσης φύσεως αποδοχών και επιδομάτων από την υπηρεσία από την οποία έχουν αποσπασθεί, πλην αυτών που σχετίζονται με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους.

9. Για τα εγκλήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο αυτόν και τα συναφή με αυτά, οι υπάλληλοι της Αρχής θεωρούνται ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι Οι υπάλληλοι αυτοί δεν κωλύονται να εξεταστούν ως μάρτυρες στο ακροατήριο εκ του ότι ενήργησαν ανακριτικές πράξεις για τα εγκλήματα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του νόμου αυτού και τα συναφή με αυτά. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Αρχής, κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 243 Κ.Π.Δ., εποπτεύουν τους προαναφερόμενους ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους κατά τη διενέργεια προανάκρισης και προκαταρτικής εξέτασης. Η εποπτεία αυτή συνίσταται ιδίως στο δικαίωμα να ενημερώνονται για όλες τις πληροφορίες ή καταγγελίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες της Αρχής, να λαμβάνουν γνώση όλων των υποθέσεων που χειρίζονται και να παρακολουθούν την πορεία τους, να δίδουν οδηγίες, να κατευθύνουν και να παρίστανται κατά τη διενέργεια των ανακριτικών πράξεων Κατά τη διάρκεια της προδικαστικής έρευνας επιτρέπεται, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η προσαγωγή μαρτύρων και υπόπτων στην έδρα της Αρχής για εξέταση. Η κατά τα ανωτέρω σχηματιζόμενη δικογραφία διαβιβάζεται μετά την περάτωσή της στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών.

10. Όταν η Αρχή θεωρεί ορισμένη σύμβαση ή συναλλαγή ύποπτη νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, συντάσσει αιτιολογημένο πόρισμα και το αποστέλλει μαζί με το φάκελο της υπόθεσης στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Σε διαφορετική περίπτωση θέτει την υπόθεση στο αρχείο, από όπου είναι δυνατόν να ανασυρθεί, συσχετιζόμενη με την ίδια ή με οποιαδήποτε άλλη ύποπτη κατά την προαναφερόμενη έννοια, σύμβαση ή συναλλαγή.

11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα που αφορούν τη λειτουργία της Αρχής.

12. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, οι αποδοχές του Προέδρου, η αποζημίωση των Μελών, καθώς και τυχόν πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί με απόσπαση και βαρύνουν τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών.

13. Ο Πρόεδρος της Αρχής και τα Μέλη αυτής υποβάλλουν κατ` έτος στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την προβλεπόμενη από το ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146 Α), όπως εκάστοτε ισχύει, δήλωση περιουσιακής κατάστασης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρ.6 Ν.2515/1997 και άρθρ.28 Ν.2733/1999,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρ.7 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005.

Σχετικό:  το άρθρο 11 Ν.3424/2005

Άρθρο 8
Η γνωστοποίηση αρμοδίως πληροφοριών για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, από υπάλληλο ή διευθυντικό στέλεχος, κατά τα αναφερόμενα στα άρθρα 4 και 6 του νόμου αυτού, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν συμβατικής, νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής απαγόρευσης ανακοίνωσης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιουδήποτε είδους ευθύνη για τα πιστωτικά ιδρύματα ή τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, όπως αυτά αναφέρονται στο άρθρο 1 στοιχεία δ` και ε` και για τους υπαλλήλους ή τα διευθυντικά στελέχη τους, εκτός αν αυτοί ενήργησαν κακοβούλως. Το ίδιο ισχύει και ως προς τα μέλη και τους υπαλλήλους της Επιτροπής του άρθρου 7.

Σημ.: όπως τα άρθρο 1 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 55 Ν. 3691/2008 ΦΕΚ Α 166/5-8-2008.

Άρθρο 9
Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται τα άρθρα 5 και 6 του τρίτου Κεφαλαίου (καταστολή της νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες) του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ρύθμιση ζητημάτων προσωπικού και άλλες διατάξεις

Άρθρο 10

1. Στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης συνιστώνται δεκατρείς (13) θέσεις κατηγορίας ΠΕ, εκ των οποίων πέντε (5) κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, τρεις (3) κλάδου ΠΕ Μηχανικών, ειδικότητας Αρχιτεκτόνων, δύο (2) κλάδου ΠΕ Μεταφραστών-Διερμηνέων και τρεις (3) κλάδου ΠΕ Πληροφορικής, ειδικοτήτων: α) Επιστήμης των Υπολογιστών (SOFTWARE) θέσεις δύο (2), β) Μηχανικών Η/Υ θέση μια (1). Η πλήρωση των θέσεων αυτών γίνεται κατά τις διατάξεις του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`).

2. Η παράγραφος Α3 του άρθρου 21 του π.δ/τος 278/1988 αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων και Πρόληψης Εγκληματικότητας και Σωφρονιστικής Αγωγής Ανηλίκων και των Τμημάτων τους προΐστανται υπάλληλοι του κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού Κ.Υ.Υ.Δ. ή υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Σωφρονιστικού Ενηλίκων ή ΠΕ Σωφρονιστικού Ανηλίκων, αντίστοιχα. Η επιλογή προϊσταμένων των παραπάνω οργανικών μονάδων γίνεται από ειδικά υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από: α) Εναν (1) Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, προτεινόμενο με τον αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρο, β) έναν (1) εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, προτεινόμενο με τον αναπληρωτή του από τον οικείο προϊστάμενο, γ) έναν (1) υπάλληλο κλάδου ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού με βαθμό Α` Κ.Υ.Υ.Δ., προϊστάμενο Διευθύνσεως, δ) έναν (1) υπάλληλο του κλάδου ΠΕ Σωφρονιστικού Ενηλίκων προϊστάμενο Διευθύνσεως, όταν επιλέγονται προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων και των τμημάτων της ή έναν (1) υπάλληλο του κλάδου ΠΕ Σωφρονιστικού Ανηλίκων προϊστάμενο Διευθύνσεως, όταν επιλέγονται προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Πρόληψης Εγκληματικότητας και Σωφρονιστικής Αγωγής Ανηλίκων και των τμημάτων της, ε) τον πρώτο από τους εκλεγέντες αιρετούς εκπροσώπους του υπηρεσιακού συμβουλίου υπαλλήλων Κεντρικής Υπηρεσίας Υπουργείου Δικαιοσύνης και Ιατροδικαστικών Υπηρεσιών, στ) τον πρώτο από τους εκλεγέντες αιρετούς εκπροσώπους του υπηρεσιακού συμβουλίου υπαλλήλων Καταστημάτων Κράτησης, Σωφρονιστικών, Θεραπευτικών Καταστημάτων και Κ.Α.Υ.Φ., όταν επιλέγονται προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Σωφρονιστικής Αγωγής Ενηλίκων και των τμημάτων της ή τον πρώτο από τους εκλεγέντες αιρετούς εκπροσώπους του υπηρεσιακού συμβουλίου υπαλλήλων Ιδρυμάτων Αγωγής Ανηλίκων και Υπηρεσιών Επιμελητών Ανηλίκων, όταν επιλέγονται προϊστάμενοι της Διεύθυνσης Πρόληψης Εγκληματικότητας και Σωφρονιστικής Αγωγής Ανηλίκων και των τμημάτων της. Οι κατά τα εδάφια ε` και στ` πρώτοι εκλεγέντες εκπρόσωποι αναπληρώνονται από τους δεύτερους κατά σειρά εκλεγέντες αιρετούς εκπροσώπους. Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος της Κ.Υ. του Υπουργείου Δικαιοσύνης με βαθμό Β`. Ο Πρόεδρος, τα μέλη και ο γραμματέας του συμβουλίου ορίζονται με τους αναπληρωτές τους με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης”.

3. Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του ν. 294/1976 (ΦΕΚ 82 Α`) προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος, η οποία λαμβάνει τον αριθμό 2:

“2. Υπάλληλοι του κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων που υπηρετούν στις δικαστικές υπηρεσίες της χώρας δύνανται, εφόσον έχουν συμπληρώσει δεκαετή πραγματική υπηρεσία ως δακτυλογράφοι σε δικαστική υπηρεσία και ηλικία τριάντα (30) ετών, να μετατάσσονται με αίτησή τους, και μετά από απόφαση του αρμόδιου δικαστικού (υπηρεσιακού) συμβουλίου, σε κενές θέσεις γραμματέων δικαστηρίων της ίδιας κατηγορίας. Ο αριθμός των μετατασσομένων. Δεν δύναται να υπερβαίνει ετησίως το ένα πέμπτο (1/5) του συνολικού αριθμού των υπηρετούντων δακτυλογράφων κατά την πρώτη Ιανουαρίου εκάστου έτους, προτιμωμένων των εχόντων το μεγαλύτερο χρόνο υπηρεσίας δακτυλογράφου”.

4. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων της κατηγορίας ΥΕ Επιμελητών Δικαστηρίων μειώνεται κατά τετρακόσιες έξι (406), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε δύο χιλιάδες επτακόσιες πενήντα (2.750). Εκατόν πενήντα μία (151) από τις ανωτέρω τετρακόσιες έξι (406) θέσεις μεταφέρονται στην κατηγορία ΔΕ Δακτυλογράφων των δικαστηρίων της χώρας, ο αριθμός των οργανικών θέσεων της οποίας αυξάνεται αντίστοιχα κατά εκατόν πενήντα μια (151), οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε τετρακόσιες σαράντα πέντε (445). Οι υπόλοιπες διακόσιες πενήντα πέντε (255) θέσεις καταργούνται.

Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, για την πλήρωση των θέσεων των δακτυλογράφων των δικαστηρίων της χώρας, προσαπαιτείται πλήρης γνώση χειρισμού Η/Υ για παραγωγή κειμένου.

5. Όσοι από τους επιτυχόντες στον επαναληπτικό διαγωνισμό της 2ας Απριλίου 1994 για την πλήρωση διακοσίων πέντε (205) κενών οργανικών θέσεων δικαστικών υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών δεν έχουν διορισθεί γιατί δεν συμπεριλαμβάνονται στον πίνακα επιτυχόντων του πρώτου διαγωνισμού της 18ης Αυγούστου 1993, διορίζονται σε κενές οργανικές θέσεις δικαστικών υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών. Στις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται και οι λαβόντες μέρος στον διαγωνισμό της 2ας Απριλίου 1994 και ισοβαθμίσαντες με τον τελευταίο επιτυχόντα. Η παράγραφος αυτή τίθεται σε ισχύ από 8.1.1996.

6. Από την έναρξη ισχύος του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ β2 Α`) η παρ. 7 του άρθρου 20 αυτού αντικαθίσταται ως εξής: “7. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ 230 Α`) προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής: “Η εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου επεκτείνεται και στους δικαστικούς υπαλλήλους, που έχουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1980 διορισθεί ως δικαστικοί υπάλληλοι ή ως επιμελητές δικαστηρίων, εφόσον όμως οι τελευταίοι απέκτησαν μέχρι την ημερομηνία αυτή (31.12.1980) τα τυπικά προσόντα διορισμού σε θέσεις δικαστικών υπαλλήλων και έχουν μέχρι τη δημοσίευση του ν. 1868/1989 μεταταγεί σε θέσεις δικαστικών υπαλλήλων”.

7. Οι διατάξεις του “Υπαλληλικού Κώδικα” (π.δ. 611/1977), ως εκάστοτε ισχύουν, εφαρμόζονται και στους υπαλλήλους των έμμισθων Υποθηκοφυλακείων και Κτηματολογικών Γραφείων του Κράτους, πλην των Προϊσταμένων των εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων και των Διευθυντών των Κτηματολογικών Γραφείων Ρόδου και Κω-Λέρου.

Συνιστάται Υπηρεσιακό Συμβούλιο αρμόδιο για την κτίση θεμάτων υπηρεσιακής και πειθαρχικής κατάστασης των ως άνω υπαλλήλων. Το Συμβούλιο είναι πενταμελές και αποτελείται από τρεις (3) μόνιμους υπαλλήλους των Υποθηκοφυλακείων Αθηνών και Πειραιώς με Α` βαθμό και εικοσαετή τουλάχιστον υπηρεσία, εκ των οποίων οι δύο (2) κλάδου ΠΕ Διοικητικού και δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των εργαζομένων με Γ` τουλάχιστον βαθμό. Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με την απόφαση αυτή:

α) ορίζονται, με ισάριθμους αναπληρωτές, οι μόνιμοι υπάλληλοι, για τους οποίους δεν θα ισχύει το τελευταίο εδάφιο της πρώτης περιόδου της παρ. 2 του άρθρου 37 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`) ως προς την κατάληψη θέσεων Διευθυντών,

Σχετικό:  παρ.4 άρθρ.23 Ν.2521/1997

β) ο Πρόεδρος με τον αναπληρωτή του, μεταξύ των τακτικών μελών, καθώς και ο γραμματέας του Συμβουλίου. Στην ίδια απόφαση περιλαμβάνονται και οι αιρετοί εκπρόσωποι των εργαζομένων με τους αναπληρωτές τους. Κατά την πρώτη εφαρμογή του παρόντος νόμου, στο Συμβούλιο μετέχουν, ως εκπρόσωποι των εργαζομένων, οι Πρόεδροι των συλλόγων υπαλλήλων των εμμίσθων Υποθηκοφυλακείων Αθηνών και Πειραιώς και προκειμένου περί κρίσεως θεμάτων υπαλλήλων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ο Πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του Συλλόγου τους, των οποίων η θητεία λήγει ευθύς ως ολοκληρωθεί η διαδικασία αναδείξεως των αιρετών εκπροσώπων κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 37 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`). Οταν το Υπηρεσιακό Συμβούλιο κρίνει πειθαρχικές υποθέσεις, ο Πρόεδρος αντικαθίσταται από δικαστικό λειτουργό ή σύμβουλο ή πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου Β1 του άρθρου 40 του ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α`).

8. Το άρθρο 6 του ν. 1999/1991 (ΦΕΚ 206 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 6

“Το προσωπικό του Ινστιτούτου Κρητικού Δικαίου διακρίνεται: α) σε ειδικό επιστημονικό και β) σε διοικητικό. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό περιλαμβάνει δύο (2) θέσεις κύριων ερευνητών με διδακτορικό δίπλωμα στο γνωστικό αντικείμενο του Ινστιτούτου και δύο (2) θέσεις συνεργατών ερευνητών. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό προσλαμβάνεται για τριετή θητεία. Οι θέσεις του ειδικού επιστημονικού προσωπικού δεν είναι ασυμβίβαστες με τη δικηγορία. Το διοικητικό προσωπικό περιλαμβάνει δύο (2) θέσεις ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, μια (1) θέση ΤΕ Βιβλιοθηκονόμου, δύο (2) θέσεις ΔΕ Χειριστών Ηλεκτρονικού Υπολογιστή και μια (1) θέση ΥΕ Επιμελητών”.

Η παράγραφος 5 του άρθρου 9 του ν. 1999/1991 αντικαθίσταται ως εξής:

“5. Το προσωπικό του Ινστιτούτου Αιγαίου του Δικαίου της Θάλασσας και του Ναυτικού Δικαίου διακρίνεται:

α) σε ειδικό επιστημονικό προσωπικό και β) σε διοικητικό. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό περιλαμβάνει τρεις (3) θέσεις κύριων ερευνητών με διδακτορικό δίπλωμα στο γνωστικό αντικείμενο του Ινστιτούτου και μια (1) θέση συνεργάτη ερευνητή. Το ειδικό επιστημονικό προσωπικό προσλαμβάνεται για τριετή θητεία. Οι θέσεις του ειδικού επιστημονικού προσωπικού δεν είναι ασυμβίβαστες με τη δικηγορία. Το διοικητικό προσωπικό περιλαμβάνει μια (1) θέση ΠΕ Διοικητικού-Οικονομικού, μια (1) θέση ΤΕ Βιβλιοθηκονόμου, μια (1) θέση ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, μια (1) θέση ΔΕ Χειριστού Ηλεκτρονικού Υπολογιστή και μια (1) θέση ΥΕ Επιμελητών.”

Οι αποδοχές του ειδικού επιστημονικού προσωπικού των ανωτέρω Ινστιτούτων καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

9. Η ειδική αποζημίωση που χορηγείται στο προσωπικό Φυλακών, Σωφρονιστικών και Θεραπευτικών Καταστημάτων και Κ.Α.Υ. Φυλακών με την υπ` αριθ. 69868/2005/22.7.1987 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 451 Β`/21.8.1987), που κυρώθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1968/1991 (ΦΕΚ 150 Α`), καθορίζεται από 1ης Ιουνίου 1995 σε έξι χιλιάδες (6.000) δραχμές για κάθε ημέρα απασχόλησης πέραν του πενθημέρου, αφαιρουμένων των νόμιμων κτήσεων. Η αποζημίωση αυτή μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των ως άνω Υπουργών.

10. Συνιστάται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης Ειδική Νομική Υπηρεσία, σκοπός της οποίας είναι:

α) η νομική κάλυψη των ελληνικών θέσεων για θέματα αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στα άλλα διεθνή όργανα λήψης αποφάσεων,

β) η παρακολούθηση της εξέλιξης των διακρατικών ρυθμίσεων και συμφωνιών αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης και η μέριμνα για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας,

γ) η υποβοήθηση του νομοπαρασκευαστικού έργου και η αντιμετώπιση κάθε θέματος που αφορά στην εφαρμογή του ενωσιακού και διεθνούς δικαίου αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Σημ.: όπως η περίπτωση γ αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 112 παρ.6 του Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.

Όλες οι ανωτέρω αρμοδιότητες ασκούνται σε συνεργασία με τις καθ` ύλην αρμόδιες Διευθύνσεις.

Για τη στελέχωση της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας συνιστώνται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πέντε (5) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού, οι οποίες καλύπτονται ως εξής:

α) Από δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό προέδρου πρωτοδικών, εφέτη, πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, εισαγγελέα πρωτοδικών ή αντιεισαγγελέα εφετών ή παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι οποίοι διαθέτουν τουλάχιστον πολύ καλή γνώση της αγγλικής ή γαλλικής γλώσσας, ή μίας άλλης τουλάχιστον γλώσσας της ευρωπαϊκής ένωσης, και αποσπώνται με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στο Υπουργείο, με διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Τα καθήκοντα των αποσπώμενων δικαστικών λειτουργών αφορούν αποκλειστικά στους τομείς της εκτέλεσης νομοπαρασκευαστικού έργου και της εκπροσώπησης της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς.

β) Από μέλη του διδακτικού προσωπικού νομικών τμημάτων Α.Ε.Ι., πλήρους ή μερικής απασχόλησης, με βαθμό Λέκτορα, Επίκουρου ή Αναπληρωτή Καθηγητή, που διαθέτουν τουλάχιστον πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας (ή γαλλικής, ή μίας τουλάχιστον γλώσσας της ευρωπαϊκής ένωσης) και τα οποία αποσπώνται στο Υπουργείο κατά παρέκκλιση κάθε άλλης σχετικής με τη διαδικασία της απόσπασης διάταξης, με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Τμήματος της Σχολής, όπου ανήκουν και σχετική απόφαση του Πρύτανη.

Η απόσπαση των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α` και β` γίνεται για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, που μπορεί να παραταθεί για ένα ακόμη έτος, σύμφωνα με όσα προβλέπονται παραπάνω.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 112 παρ.7 Ν.4055/2012, ΦΕΚ Α 51,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 87 Ν. 4139/2013,ΦΕΚ Α 74/20.3.2013.

11. Στο άρθρο 29 του ν. 1851/1989 (ΦΕΚ 122 Α`) προστίθεται παράγραφος 3, που έχει ως εξής: “3. Οι θέσεις των υπό στοιχεία α` και β` περιπτώσεων της παραγράφου 1 μπορεί να καλύπτονται με απόσπαση ιατρών από το Δημόσιο, την υπηρεσία Υγειονομικού της Ελληνικής Αστυνομίας ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με δεκαετή τουλάχιστον υπηρεσία. Η απόσπαση ενεργείται με κοινή απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και του οικείου Υπουργού.

12. Στην παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 2318/1995 (ΦΕΚ 126 Α`) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται για προέδρους κοινοτήτων με εγγεγραμμένους κατοίκους κάτω των χιλίων (1.000), οι οποίοι έχουν εκλεγεί κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού”.

13. Η προθεσμία ισχύος του πίνακα προσληπτέων του διαγωνισμού που διεξήχθη από 13.7.1994 έως 5.8.1994 για την πλήρωση θέσεων κλάδου ΔΕ Φύλαξης Φυλακών, Σωφρονιστικών και Θεραπευτικών Καταστημάτων και ΚΑΥΦ Φυλακών, που λήγει την 31.8.1995 παρατείνεται για ένα έτος.

Ο πίνακας θα ισχύσει μέχρι και την 31.8.1996.

Σχετικό:  παρ.14α άρθρ.3 Ν.2479/1997 ΦΕΚ Α 67 /6.5.1997

Άρθρο 11

1. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 16 του ν. 1756/1988, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 3 του ν. 2172/1993 και 6 παρ. 1 του ν. 2298/1995, μετά τη φράση “τοποθετούνται εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών” προστίθεται η φράση “και εφετών αντιστοίχως”.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 572 ΚΠΔ, ως ισχύει μετά το άρθρο 5 παρ. 6 του ν. 2298/1995, αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Στις φυλακές Πειραιώς (Κορυδαλλού), Θεσσαλονίκης (Διαβατών), Πατρών (Αγίου Στεφάνου) και Λάρισας τις κατά τις παραγράφους 1 και 2 αρμοδιότητες ασκεί αντεισαγγελέας εφετών επικουρούμενος από έναν εισαγγελέα πλημμελειοδικών ο οποίος τον αναπληρώνει σε περίπτωση απουσίας του. Ο αντεισαγγελέας εφετών ορίζεται με απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου από την οικεία εισαγγελία για ένα (1) έτος, εγκαθίσταται στο σωφρονιστικό κατάστημα της περιφέρειάς του και κατά τη διάρκεια της θητείας του απαλλάσσεται από τα λοιπά καθήκοντά του. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών ορίζεται με τον ίδιο τρόπο από τους υπηρετούντες στην οικεία εισαγγελία πλημμελειοδικών για ένα (1) έτος, επικουρεί στο έργο του τον αντεισαγγελέα εφετών, τον αναπληρώνει και απαλλάσσεται από τα λοιπά καθήκοντά του εγκαθιστάμενος και αυτός στο σωφρονιστικό κατάστημα. Η θητεία των ως άνω εισαγγελικών λειτουργών μπορεί να παραταθεί για ένα (1) ακόμη έτος.”

3. Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των εισαγγελέων πρωτοδικών αυξάνεται κατά τέσσερις (4) και ορίζεται συνολικά σε εκατόν οκτώ (108) μειουμένων αντιστοίχως κατά τέσσερις (4) των κατά την παρ. 8 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 δέκα (10) θέσεων αντεισαγγελέων πρωτοδικών, οριζομένου του συνολικού αριθμού αυτών σε εκατόν ογδόντα μία (181).

Άρθρο 12

1. Στις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 24 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`) υπάγεται και το μόνιμο και με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό που ασχολείται με τη φύλαξη και καθαριότητα των δικαστικών καταστημάτων της χώρας, αυξανομένου σε 25% του ποσοστού, το οποίο κατά τις εν λόγω διατάξεις διατίθεται από τα εισπραττόμενα από το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. ποσά, για τις ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας της γραμματείας των πολιτικών-ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας, καθώς και των υπηρεσιών του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..

Σχετικό:  παρ.9 άρθρ.12 Ν.3205/2003, τα ποσά που προβλέπονται από την παρ.1 του παρόντος άρθρου εμπίπτουν στην ρύθμιση της παρ.8 του αυτού άρθρου και νόμου (3205/2003).

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 19 του άρθρου 16 του ν. 2298/1995 (ΦΕΚ 62 Α`) εφαρμόζονται και στους επιμελητές ανηλίκων των δικαστηρίων ανηλίκων.

3. Τα κατά τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 663/1977, όπως ισχύει, και παρ. 2 εδάφιο β` του άρθρου 20 του ν. 2298/1995 διατιθέμενα ποσά για τις ανάγκες της εύρυθμης λειτουργίας των γραμματειών των πολιτικών-ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών και των διοικητικών δικαστηρίων της χώρας και των υπηρεσιών του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., καθώς και της βελτιώσεως των συνθηκών λειτουργίας των έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, αντίστοιχα, συνενώνονται στον με την υπ` αριθμ. 51375/28.6.1993 (ΦΕΚ 528 Β`) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συσταθέντα λογαριασμό του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. στην Τράπεζα της Ελλάδος και διανέμονται ενιαία για την ικανοποίηση των ως άνω αναγκών, μη μεταβαλλομένων των από τις ανωτέρω διατάξεις προβλεπόμενων ορίων ή και ποσοστών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εφάπαξ καθορίζονται το είδος των αναγκών, ο τρόπος κατανομής και χορήγησης των ποσών και των ποσοστών και αποδόσεως λογαριασμού και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων.

Άρθρο 13

1. Στην παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2298/1995 η φράση από 7 έως και 18 ετών αντικαθίσταται με τη φράση από 7 έως και 17 ετών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα οριζόμενα  στο άρθρο 3 του Ν.3189/2003 (Α΄ 243).

2. α) Οι παράγραφοι 2 έως 5 του άρθρου 18 του ν. 2298/1995 αντικαθίστανται ως ακολούθως:

“2. Οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων έχουν ως κύριο σκοπό να συμβάλλουν ενεργά στην πρόληψη της εγκληματικότητας των ανηλίκων, που ενδέχεται να οδηγηθούν σε παραπτωματική συμπεριφορά. λόγω της προσωπικότητας ή του οικογενειακού τους περιβάλλοντος ή άλλων συνθηκών και αιτιών, παρέχουν υλική και κοινωνική στήριξη στους ανηλίκους και τις οικογένειές τους, επαγγελματική κατάρτιση, εκπαίδευση, πολιτιστική καλλιέργεια. ψυχαγωγία και στέγη, εφόσον τούτο είναι δυνατόν.

Οι Εταιρίες Προστασίας Ανηλίκων, μετά από απόφαση του διοικητικού συμβουλίου τους, εφόσον διαθέτουν κατάλληλο προσωπικό και δυνατότητες στέγασης, μπορούν να παρέχουν την υλική και κοινωνική βοήθεια που προαναφέρθηκε και σε ανηλίκους:

α) στους οποίους έχουν επιβληθεί αναμορφωτικά μέτρα (άρθρο 122 παρ. 1 περιπτώσεις α`, β`, γ` και παρ. 2),

β) οι οποίοι έχουν απολυθεί από (ίδρυμα αγωγής ανηλίκων ή από σωφρονιστικό κατάστημα ανηλίκων,

γ) κατά των οποίων εκκρεμεί δίωξη για αξιόποινη πράξη,

δ) οι οποίοι εμπίπτουν στην παράγραφο 5 του προηγούμενου άρθρου, αλλά η εισαγωγή τους σε Ίδρυμα αγωγής δεν είναι αναγκαία,

ε) αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσχέρειες κοινωνικής προσαρμογής.

Επίσης, παρέχουν δικαστική συνδρομή στους κατηγορούμενους ανηλίκους.

3. Κάθε Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων διοικείται από επταμελές συμβούλιο. Η συμμετοχή στα συμβούλια είναι τιμητική και άμισθη, γι` αυτό και τα μέλη τους επιλέγονται από άτομα που διακρίνονται για την ειδική μόρφωση και την κοινωνική ευαισθησία τους.

Στο συμβούλιο μετέχουν με τριετή θητεία, επιτρεπόμενου του επαναδιορισμού των αυτών μελών: α) ένας δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος υποδεικνύεται με τον αναπληρωτή του από τον αρμόδιο προϊστάμενο, β) ένας εκπαιδευτικός ανωτάτης ή μέσης εκπαίδευσης, γ) ένας επιμελητής ανηλίκων του δικαστηρίου ανηλίκων της έδρας του πρωτοδικείου ή ένας κοινωνικός λειτουργός, δ) ένας δικηγόρος, ε) ένας εκπρόσωπος του δήμου ή της εκκλησίας, στ) ένας ιατρός, κατά προτίμηση παιδοψυχίατρος ή ένας ψυχολόγος και ζ) ένα πρόσωπο, με προσφορά, ευαισθησία και εμπειρία στον τομέα καταπολέμησης της παιδικής παραβατικότητας, κατά προτίμηση πολιτικός ή αρχιτέκτων μηχανικός. Όλα τα μέλη διορίζονται με τους αντίστοιχους αναπληρωτές τους.

4. Τα αναπληρωματικά μέλη μετέχουν στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς ψήφο, εκτός εάν απουσιάζει το αντίστοιχο τακτικό μέλος.

5. Τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των Εταιρειών Προστασίας Ανηλίκων ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η παραπάνω απόφαση, όσον αφορά τις εταιρείες που λειτουργούν εκτός νομού Αττικής, εκδίδεται μετά από πρόταση του οικείου περιφερειακού διευθυντή, η οποία αποστέλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τρείς (3) μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του διοικητικού συμβουλίου”.

β) Η παράγραφος 9 του άρθρου 1β του ν.2298/1995 αντικαθίσταται ως εξής:

9. Οι Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων μπορούν να αναθέτουν σε επιμελητές ανηλίκων, εντός του κύκλου των καθηκόντων των τελευταίων και ύστερα από έγκριση του προϊσταμένου δικαστού ανηλίκων της υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων, έργα αναγόμενα στην υποβοήθηση του σκοπού τους”.

γ) Η παρ. 11 του άρθρου 18 του ν. 2298/1995 αντικαθίσταται ως εξής:

11. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, καταρτίζονται Οργανισμοί για ης Εταιρείες Προστασίας Ανηλίκων. Μέχρι την έκδοση του παραπάνω προεδρικού διατάγματος εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις”.

3. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Αγωγής του Ιδρύματος Αγωγής Ανηλίκων Αρρένων Κορυδαλλού, κατά τους θερινούς μήνες και για όσο χρόνο διαρκεί η παιδική εξοχή των τροφίμων του Ιδρύματος, ασκούνται στην έδρα της κατασκήνωσης στον Άγιο Ανδρέα Αττικής. Οι αρμοδιότητες του Τμήματος Διοίκησης-Οικονομικού, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ασκούνται σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, τόσο στο Ίδρυμα Αγωγής Ανηλίκων στον Κορυδαλλό, όσο και στο χώρο της κατασκήνωσης.

Άρθρο 14

1. Με αποφάσεις του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 2 του Άρθρου 1 του ν.δ/τος 1017/1971 (ΦΕΚ 209 Α`), “περι συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων” και κτι- ρια που προορίζονται για σκοπούς των Εταιρειών Προστασίας Αποφυλακιζομένων.

2. Στο άρθρο 15 του ν.δ/τος 1017/1971 (ΦΕΚ 209 Α`) “περί συστάσεως Ταμείου Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων”, προστίθεται τρίτη παράγραφος, η οποία έχει ως εξής:

`3. Η διάταξη του άρθρου 21 του Κανονιστικού Διατάγματος της 26 Ιουνίου/ 10 Ιουλίου 1944 (ΦΕΚ 139 Α`) “περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” ισχύει και ως προς το ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.”.

3. Για την αποκατάσταση σε έκτακτες και μόνο περιπτώσεις βλαβών και ζημιών στα καταστήματα των Φυλακών εν γένει, των οποίων το ύψος της απαιτούμενης δαπάνης δεν υπερβαίνει το ποσό των δώδεκα εκατομμυρίων, οι σχετικές εργασίες θα εκτελούνται με ευθύνη της στεγαζόμενης υπηρεσίας. Ο Διευθυντής του καταστήματος ή ο νόμιμος αναπληρωτής του, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του κατά την παρ. 6 του άρθρου 5 του ν. 2298/1995 αρμοδίου εισαγγελέως, ως προς τη συνδρομή των κατά το πρώτο εδάφιο προϋποθέσεων, θα αναθέτει την εκτέλεσή τους, με πρόχειρο μειοδοτικό διαγωνισμό, μετά από πρόσκληση αριθμού εργοληπτών. Η παρακολούθηση και η παραλαβή των εργασιών θα γίνεται από τη διαχειριστική επιτροπή της φυλακής και έναν τεχνικό υπάλληλο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της οικείας Νομαρχίας. Το ανωτέρω ποσό δύναται να αυξομειώνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. Μέχρι του αυτού ποσού και με τις ίδιες διαδικασίες μπορεί να ανατίθεται και η εκτέλεση εργασιών διαμόρφωσης ή επέκτασης χώρων αποθήκευσης και διάθεσης φαρμάκων υπό συνθήκες ασφαλείας στα ως άνω καταστήματος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.14 του άρθρου 9 του Ν.2345/1995 (Α 213)

Άρθρο 15

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 38 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

1. Οι, κατά το άρθρο 11 της Συμβάσεως της Βιέννης του 1988 (ν.1990/1991) των Ηνωμένων Εθνών, αιτήσεις αλλοδαπών κρατών, υποβάλλονται με κάθε μέσο μεταδόσεως, αλλά πάντως εγγράφως, απευθείας ή και μέσω της ΙΝΤΕΡΠΟΛ προς το Συντονιστικό Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών (Σ.Ο.Δ.Ν.), το οποίο, αφού ελέγξει τη νόμιμη προέλευση και το νομότυπο της αιτήσεως, αναφέρει αμέσως στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών με εμπιστευτικό έγγραφό του, στο οποίο επισυνάπτει και αντίγραφο του τηλεγραφήματος ή τυχόν άλλου εγγράφου που περιέχει την αίτηση”.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`) αν καθίσταται ως εξής:

3. Το Συντονιστικά Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών (Σ.Ο.Δ.Ν.) έχει τον έλεγχο και την ευθύνη της πραγματοποιούμενης μεταφοράς καθόλη τη διάρκειά της, από την είσοδο μέχρι την έξοδο των ναρκωτικών από τη χώρα”.

3. Στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`) προστίθεται παράγραφος 5, η οποία έχει ως εξής:

5. Αιτήσεις ημεδαπών δικαστικών αρχών για τη διενέργεια μεταφοράς υπό έλεγχο, εκτός της ελληνικής επικράτειας, διαβιβάζονται μέσω του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών προς το Συντονιστικό Όργανο Δίωξης Ναρκωτικών. Οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ολομέλεια Αρείου Πάγου – Διαιτησίες Σχολή Δικαστών – Ποινικές και άλλες Διατάξεις

Άρθρο 16

1. Στο άρθρο 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 5 του ν. 2172/1993 και 2 παρ. 2 του ν. 2298/1995, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

1. Η παράγραφος 1 αντικαθίσταται από τις ακόλουθες δύο παραγράφους:

1. Το δικαστήριο του Αρείου Πάγου δικάζει σε τμήματα και σε Ολομέλεια. Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον πρόεδρό του και τέσσερις αρεοπαγίτες. Η Ολομέλεια συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου ή το νόμιμο αναπληρωτή του και από το ήμισυ τουλάχιστον των λοιπών μελών του Αρείου Πάγου (πλήρης Ολομέλεια).

2. Όταν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου δικάζει πολιτικές ή ποινικές υποθέσεις, αποτελείται από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και, εναλλάξ, κατά δικάσιμο, από τους αντιπροέδρους και τους αρεοπαγίτες που κατέχουν εκάστοτε περιττό ή άρτιο, κατά τη σειρά της αρχαιότητας, αριθμό και συνεδριάζει νομίμως με την παρουσία δεκαεπτά (17) τουλάχιστο μελών (τακτική Ολομέλεια). Τον Πρόεδρο, όταν απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει ο αρχαιότερος από τους αντιπροέδρους, ο οποίος κατέχει αριθμό περιττό ή άρτιο, αντίστοιχα, προς την καλούμενη για τη συγκεκριμένη δικάσιμο σειρά αρεοπαγιτών. Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται: α) αιτήσεις αναίρεσης υπέρ του νόμου και β) αιτήσεις αναίρεσης που παραπέμπονται σε αυτήν για εκδίκαση με κοινό πρακτικό του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου ή με ομόφωνη απόφαση του δικάζοντος τμήματος ή με απόφαση της τακτικής Ολομέλειας. Η παραπομπή μπορεί να γίνει για όλους ή ορισμένους μόνο λόγους αναίρεσης, αν πρόκειται Μα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Η τακτική Ολομέλεια οφείλει να παραπέμψει την εκδίκαση της υπόθεσης στην πλήρη Ολομέλεια, αν σχηματισθεί πλειοψηφία με διαφορά μιας μόνον ψήφου.

2. Οι παράγραφοι 2 και 3 του ίδιου άρθρου αριθμούνται ως 3 και 4, αντιστοίχως, και η παράγραφος 4 καταργείται. 3. Στην παράγραφο 5 μετά τη φράση “Στις συνεδριάσεις της Ολομέλειας” προστίθεται η φράση (πλήρους και τακτικής)”.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 1756/1988, οι οποίες αντικαθίστανται με την προηγούμενη παράγραφο του παρόντος άρθρου, εφαρμόζονται στις υποθέσεις που συζητούνται από τη 16η Σεπτεμβρίου 1995.

Άρθρο 17
Στο έβδομο βιβλίο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

1. Το άρθρο 869 αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 869

1. Η συμφωνία για διαιτησία καταρτίζεται εγγράφως. Έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιότυπων. Αν αυτοί που συνομολόγησαν τη συμφωνία εμφανιστούν στους διαιτητές και λάβουν ανεπιφύλακτα μέρος στη διαιτητική διαδικασία, η έλλειψη εγγράφου θεραπεύεται.

2. Η συμφωνία για διαιτησία διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις”.

2. Οι παράγραφοι 3 έως 5 του άρθρου 871, που προστέθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 1816/1988 και τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 παρ. 13 του ν. 2145/1993, καταργούνται, προστίθεται δε άρθρο 871 Α που έχει ως εξής:

“Άρθρο 871 Α

1. Ο ορισμός δικαστικών λειτουργών ως διαιτητών ή επιδιαιτητών διέπεται από τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.

2. Δικαστικός λειτουργός μπορεί να είναι μόνο μοναδικός διαιτητής (μονομελής διαιτησία) ή επιδιαιτητής. Δεν μπορεί να ασκήσει διαιτητικά έργα ο δικαστικός λειτουργός που δεν έχει συμπληρώσει πενταετή τουλάχιστον συνολική δικαστική υπηρεσία.

3. Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό λειτουργό ορισμένου δικαστηρίου, αυτάς είναι ο εκάστοτε εκ περιτροπής καλούμενος κατά τη σειρά αρχαιότητας μεταξύ των υπηρετούντων στο δικαστήριο αυτό προέδρων και δικαστών την ημέρα κατάθεσης της αίτησης. Το όνομα του δικαστικού αυτού λειτουργού γνωστοποιείται στον αιτούντα από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή από τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο.

4. Ορισμός συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού ως διαιτητή ή επιδιαιτητή, είτε ονομαστικά είτε έμμεσα, με κριτήριο τη θέση ή ιδιότητα που έχει ή θα έχει στο μέλλον, είναι άκυρος. Η ακυρότητα αυτή δεν επιδρά στη συμφωνία για τη διαιτησία. Στην περίπτωση αυτή διαιτητής ή επιδιαιτητής είναι ο κατά την προηγούμενη παράγραφο καλούμενος από το δικαστήριο, στο οποίο ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός υπηρετούσε κατά την κατάρτιση της διαιτητικής συμφωνίας.

5. Αν η διαιτησία, κατά τη συμφωνία των μερών, προβλέπεται ότι θα διεξαχθεί από δικαστικό λειτουργό, χωρίς όμως να καθορίζεται με την Ίδια ή με μεταγενέστερη συμφωνία το δικαστήριο από το οποίο θα προέλθει, θεωρείται ότι τα μέρη απέβλεπαν στο δικαστήριο του τόπου όπου καταρτίστηκε η συμφωνία για τη διαιτησία. Αν στον τόπο κατάρτισης της συμφωνίας λειτουργούν δικαστήρια διαφόρων δικαιοδοσιών ή βαθμών και δεν προκύπτει από τη συμφωνία εκείνο στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη, θεωρείται ότι απέβλεψαν στο πολιτικό πρωτοδικείο και, αν πρόκειται για διοικητική διαφορά, στο διοικητικό πρωτοδικείο.

6. Σε κάθε δικαστήριο τηρείται από τη γραμματεία ιδιαίτερο βιβλίο, στο οποίο καταχωρίζονται για καθεμία από τις διαιτησίες και σε χωριστή στήλη, τα ονοματεπώνυμα των διαδίκων, καθώς και του μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή, οι χρονολογίες έκδοσης της απόφασης και της κατάθεσής της, καθώς και ο αριθμός της.

7. Ο κατά τις προηγούμενες διατάξεις καλούμενος δικαστικός λειτουργός υποχρεούται να διεξαγάγει τη διαιτησία η οποία αποτελεί μέρος των δικαστικών του καθηκόντων. Σε περίπτωση νόμιμου κωλύματος ή λόγου εξαίρεσης καλείται ο κατά σειράν επόμενος. Μεταγενέστερη μεταβολή στην υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού δεν επιδρά στην ιδιότητά του ως μοναδικού διαιτητή ή επιδιαιτητή.

8. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται ανάλογα και όταν με τη συμφωνία των μερών προβλέπεται ότι ο διαιτητής ή ο επιδιαιτητής θα είναι εισαγγελικός λειτουργός”.

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 882, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1816/1988 και την παράγραφο 17 του άρθρου 9 του ν. 2145/1993, αντικαθίσταται ως εξής:

Αν ο επιδιαιτητής είναι δικαστικός λειτουργός, η αμοιβή του ρυθμίζεται από το άρθρο 882 Α και οι διαιτητές λαμβάνουν συνολικώς τα δύο τρίτα της κατά την παρούσα παράγραφο αμοιβής. Το ποσό της αμοιβής κατά διαιτητή ή επιδιαιτητή που δεν έχει την ιδιότητα δικαστικού λειτουργού δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές εκτός αν η διαιτησία είναι διεθνής”.

4. Τα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 7 του άρθρου 882, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 1816/1988 και την παρ. 18 του άρθρου 9 του ν. 2145/1993 αντικαθίστανται από τις ακόλουθες διατάξεις:

“7. Στους διαιτητές και στον επιδιαιτητή, εάν δεν έχει ιδιότητα δικαστικού λειτουργού, καταβάλλεται ποσοστό ίσο με το ογδόντα τοις εκατό (80%) της αμοιβής τους. Το υπόλοιπο είκοσι τοις εκατό (20%) καταβάλλεται συγχρόνως στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.). Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή του κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστού είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρο 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως”.

5. Μετά το άρθρο 882 προστίθεται άρθρο 882 Α, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 882 Α

1. Η αμοιβή δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού ως μοναδικού διαιτητή ή ως επιδιαιτητή, κατανεμόμενη κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 2, δεν μπορεί να υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) επι της μέχρι 2.000.000 δραχμών αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 8 έως 11, το τέσσερα τοις εκατό (4 %) επι του επιπλέον και μέχρι 5.000.000 δραχμών τμήματος της αξίας αυτής, το τρία τοις εκατό (3%) επι του περαιτέρω και μέχρι 10.000.000 δραχμών τμήματος αυτής. το δύο τοις εκατό (2%) επί του επιπλέον και μέχρι 50.000.000 δραχμών τμήματος αυτής και το ένα τοις εκατά (1 %) επι του περαιτέρω τμήματος της αξίας, ούτε μπορεί να είναι ανώτερη των 15.000.000 δραχμών και επί διεθνών διαιτησιών των 20.000.000 δραχμών. Αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι αποτιμητό σε χρήμα, η αμοιβή του δικαστικού λειτουργού καθορίζεται από αυτόν, όχι όμως άνω του ορίου των 10.000.000 δραχμών. Στην περίπτωση αυτή, καθώς και όταν ο καθορισμός της αμοιβής στηρίζεται σε αποτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς από το διαιτητή ή επιδιαιτητή, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του προηγούμενου άρθρου 882. Το ποσό της αμοιβής διπλασιάζεται αν ο δικαστικός λειτουργός έχει βαθμό προέδρου εφετών, εφέτη, εισαγγελέα ή αντεισαγγελέα εφετών, Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τριπλασιάζεται αν έχει βαθμό Αρεοπαγίτη ή Συμβούλου του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου και άνω, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα δεκαπέντε εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές και προκειμένου περί διεθνών διαιτησιών τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές.

2. Από το ποσό της αμοιβής ο δικαστικός λειτουργός λαμβάνει ποσοστό 35%, 25%, καταβάλλεται συγχρόνως σε ειδικό λογαριασμό του Ταμείου Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων (ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ.), το δε υπόλοιπο 40% κατατίθεται σε έντοκο λογαριασμό και περιέρχεται σε κοινά ταμείο που τηρείται από τον οικείο πρόεδρο ή εισαγγελέα, ο οποίος τον Ιανουάριο κάθε τρίτου έτους κατανέμει το σύνολο των ποσών και των τόκων των δύο προηγούμενων ετών σε όλους τους δικαστές ή τους εισαγγελείς που υπηρετούν στο δικαστήριο ή στην εισαγγελία, κατά το χρόνο της κατανομής. Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι αποτιμητό σε χρήμα, η καταβολή των κατά το προηγούμενο εδάφιο ποσοστών είναι προϋπόθεση για την κατά το άρθρο 893 κατάθεση της διαιτητικής αποφάσεως και την περιαφή του τύπου της εκτελέσεως. Στην κατά την παρούσα παράγραφο διανομή μετέχουν και όσοι δεν έχουν συμπληρώσει την κατά το άρθρο 871 Α, παρ. 2, εδάφιο β`, πενταετία. Η πρώτη κατανομή μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος θα γίνει τον Ιανουάριο του 1998.

3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3, 4, 5 και 7 εδάφιο 3 του προηγούμενου άρθρου 882, εκτός από τη διάταξη του εδαφίου β` της παραγράφου 4, εφαρμόζονται αναλόγως και στη διαιτητική αμοιβή δικαστικών λειτουργών”.

6. α. Οι διατάξεις των τριών πρώτων εδαφίων της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 1816/1988 αντικαθίστανται ως εξής:

1. Αν μοναδικός διαιτητής – επιδιαιτητής είναι δικαστικός λειτουργός ως γραμματέας προσλαμβάνεται δικαστικός υπάλληλος. Σε περίπτωση διεθνούς διαιτησίας ως γραμματέας μπορεί να προσληφθεί άλλο πρόσωπο αν η σύνθεση της διαιτησίας επιβάλλει ειδικές γνώσεις. Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία για καθήκοντα γραμματέως προσλαμβάνεται δικαστικός υπάλληλος, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του άρθρου 871 Α παρ. 3 έως 7 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η αμοιβή του δικαστικού υπαλλήλου που εκτελεί χρέη γραμματέα περιλαμβάνεται στα έξοδα διεξαγωγής της διαιτησίας και είναι το 15% της αμοιβής του μοναδικού διαιτητή ή του επιδιαιτητή”.

β. Το όνομα του γραμματέα της διαιτησίας γνωστοποιείται στον αιτούντα και στο Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων αρμοδιότητας Υπουργείου Δικαιοσύνης από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ή από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου που διευθύνει το Δικαστήριο. Οι διατάξεις σχετικά με το ύψος και την κατανομή της αμοιβής του γραμματέα της διαιτησίας εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις διαιτησιών της παρ. 3 του άρθρου 18 αυτού του νόμου. Όσοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν ορισθεί γραμματείς διαιτησίας από τη δημοσίευση του ν. 181/1988 και εξής δεν έχουν δικαίωμα να οριστούν γραμματείς διαιτησίας εκ νέου αν δεν παρέλθει πενταετία από την ημέρα του τελευταίου διορισμού τους.

Άρθρο 18

1. Οι διατάξεις του άρθρου 871 Α, που προστίθεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον παρόντα νόμο, καταλαμβάνουν και τις συμφωνίες για διαιτησία από δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίες είχαν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του, εκτός αν έχει ήδη αρχίσει η διεξαγωγή της διαιτησίας.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 882 Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προστίθεται με τον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και στις διαιτησίες που διεξάγονται ήδη με συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, εκτός αν η αμοιβή έχει εξοφληθεί έως την 5η Μαΐου 1995. Αν η αμοιβή έχει εν μέρει μόνο καταβληθεί έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ο δικαστικός λειτουργός, που διεξάγει τη διαιτησία, δικαιούται προσωπικά το υπόλοιπο της αμοιβής, εφόσον με την καταβολή του η συνολική αμοιβή δεν θα υπερβαίνει τα δεκαπέντε (15) εκατομμύρια (15.000.000) δραχμές και επί διεθνούς διαιτησίας τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις.

3. Οι διατάξεις του άρθρου 871 Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, που προστέθηκε με τον παρόντα νόμο, δεν εφαρμόζονται ως προς την επιλογή του προσώπου του διαιτητή ή επιδιαιτητή στις διαιτησίες που αφορούν διαφορές από διεθνείς συναλλαγές μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή νομικού προσώπου του δημόσιου τομέα και τρίτου ή από τη νομοθεσία για τις επενδύσεις κεφαλαίων εισαγόμενων στην Ελλάδα ή από συμβάσεις που έχουν κυρωθεί με νόμο, εφόσον σε κάθε περίπτωση το ένα των μερών είναι το Δημόσιο ή τα ανωτέρω αναφερόμενα νομικά πρόσωπα. Δεν επιτρέπεται όμως ο ορισμός ως διαιτητή ή επιδιαιτητή του Ιδίου δικαστικού λειτουργού πριν από την πάροδο τριετίας από την περάτωση τέτοιας διαιτησίας στην οποία συμμετείχε. Οι διατάξεις του άρθρου 882 Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, για το ύψος και την κατανομή της αμοιβής, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές χωρίς παρέκκλιση.

4. Η διάταξη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 1816/1989 αντικαθίσταται ως εξής:

2. Οι διατάξεις των άρθρων 871 Α και 882 Α του Κώδικα πολιτικής Δικονομίας, καθώς και οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Ελληνικό Δημόσιο όμως, τα νομικά πρόσωπά δημοσίουδίκαιου και τα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα μπορούν να ορίζουν τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ως διαιτητές, σε κάθε περίπτωση, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη του άρθρου 871 Α παρ. 2 εδάφιο α”.

5. Το άρθρο 4 του ν. 1816/1988, όπως ισχύει αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 4

1. Τα ποσά που καταβάλλονται στον κατά το άρθρο 882 Α παρ. 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ειδικό λογαριασμό του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. διατίθενται: α) Μα την παροχή έκτακτης χρηματικής ενίσχυσης σε δικαστικούς λειτουργούς ή στις οικογένειές τους σε περίπτωση θανάτου του δικαστικού λειτουργού ή προστατευόμενου μέλους της οικογένειάς του και για την αντιμετώπιση ασθένειας ή ατυχήματος των ανωτέρω, κατά το μέρος που οι σχετικές δαπάνες δεν καλύπτονται από το Δημόσιο ή από φορέα υποχρεωτικής ασφάλισης, β) για την Ίδρυση και λειτουργία εντευκτηρίων δικαστικών λειτουργών, γ) για την έκδοση και διάθεση στους δικαστικούς λειτουργούς κωδίκων ή κωδικοποιήσεων νομοθεσίας, καθώς και για την έκδοση δοκίμων επιστημονικών μελετών από δικαστικούς λειτουργούς που αφορούν σε νομικά θέματα ή την οργάνωση και λειτουργία της δικαιοσύνης, δ) για την ενίσχυση των βιβλιοθηκών των δικαστηρίων με νομικά βοηθήματα και ε) για τους κυρίους σκοπούς του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ..

2. Η διαχείριση του λογαριασμού γίνεται από επιτροπή η οποία αποτελείται από τον Πρόεδρο του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., ως πρόεδρο, τους αρχαιότερους αντιπροέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με αναπληρωτές οριζόμενους από τους προέδρους των αντίστοιχων δικαστηρίων και από έναν κοινό εκπρόσωπο των δικαστικών ενώσεων, οριζόμενο με τον αναπληρωτή του από τους προέδρους των ενώσεων που αποφασίζουν κατά πλειοψηφία για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών. Αν ο εκπρόσωπος αυτός δεν οριστεί μέσα σε ένα (1) μήνα από σχετική έγγραφη πρόσκληση που απευθύνεται στις ενώσεις από τον Πρόεδρο του ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., ως εκπρόσωπος των ενώσεων καλείται ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων, με το νόμιμο αναπληρωτή του για το ίδιο χρονικό διάστημα. Η επιτροπή συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Βρίσκεται σε απαρτία αν παρίστανται τρία (3) τουλάχιστον μέλη της και αποφασίζει κατ` απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Η επιτροπή αυτή αποφασίζει για τη χορήγηση των κατά την προηγούμενη παράγραφο παροχών. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης δύναται να καθορίζονται η διαδικασία και οι ειδικότερες προϋποθέσεις για τις ανωτέρω παροχές”. 6. Διατάξεις νόμων που ρυθμίζουν την ανάθεση διαιτησιών σε δικαστικούς λειτουργούς κατά τρόπο διάφορο από αυτόν που προβλέπεται στο άρθρο 871 Α καταργούνται, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο.

Άρθρο 19
Διατάξεις Πολιτικής Δικονομίας Επιτροπές Κωδικοποιήσεων

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 740 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

1. Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται οι υποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 739, εκτός από: α) εκείνες που αφορούν την υιοθεσία, την κήρυξη προσώπου σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης ή δικαστικής αντίληψης και τη νομιμοποίηση τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, οι οποίες υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων, β) εκείνες που από το νόμο υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων.

2. Στις διατάξεις των άρθρων 938 παρ. 3, 959 παρ. 3, 1000 εδάφιο α` του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, όπως αυτές ισχύουν μετά το ν.2298/1995, η προθεσμία των οκτώ (8) εργάσιμων ημερών περιορίζεται σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες.

3. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 19 του ν. 2298/1995 αντικαθίσταται ως εξής:

“Κατά την κωδικοποίηση η Επιτροπή μπορεί να αλλάξει την αρίθμηση των άρθρων των άνω νομοθετημάτων, να μεταφέρει στη δημοτική γλώσσα το κείμενο διατάξεων που έχουν διατυπωθεί στην καθαρεύουσα, καθώς και να επιφέρει τις απαραίτητες φραστικές μεταβολές, ώστε, χωρίς μεταβολή του περιεχομένου του, να αποδοθεί το όλο κείμενο σε ενιαίο γλωσσικό ύφος”.

4. Σε επιτροπές ή ομάδες εργασίας για τη σύνταξη κωδίκων ή κωδικοποίηση διατάξεων ή για την εκτέλεση άλλης νομοπαρασκευαστικής εργασίας, στις οποίες μετέχουν δικαστικοί λειτουργοί και καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, η προεδρία ανατίθεται σε δικαστικό λειτουργό, εφόσον έχει βαθμό τουλάχιστον αρεοπαγίτη ή εξομοιούμενο προς αυτόν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 55 του ν. 1756/1988.

Άρθρο 20
Διατάξεις Ποινικού Κώδικα και Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του ν. 1653/1986, προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:

`Αν ο κατηγορούμενος ή ένας τουλάχιστον από τους περισσότερους κατηγορούμενους, κρατείται προσωρινά και η αναβολή σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια έχει ως συνέπεια ότι η εκδίκαση της υπόθεσης θα γίνει σε δικάσιμο μεταγενέστερη από τη συμπλήρωση του ανώτατου ορίου προσωπικής κράτησης, η δίκη μπορεί να αναβληθεί τότε μόνον, όταν το δικαστήριο με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία κρίνει ότι υπάρχει λόγος που καθιστά απολύτως αδύνατη τη διεξαγωγή της”.

2. Η παρ. 2 του άρθρου 122 του ν. 1165/1918, όπως ισχύει σήμερα αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Εάν ο κατηγορούμενος δεν συνελήφθη επ` αυτοφώρω ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο δεν έγινε δυνατή η άμεση εισαγωγή της υποθέσεως στο ακροατήριο, ο Εισαγγελέας, εκτιμώντας τη σοβαρότητα της υποθέσεως, παραγγέλλει σε προανακριτικό υπάλληλο τη διενέργεια προανακρίσεως ή σε τακτικό ανακριτή τη διενέργεια τακτικής ανακρίσεως κατά τα άρθρα 243 επ. και 246 επ. του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας”.

3. Η παρ. 3 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Οι αλλοδαποί που απελάθηκαν με αυτόν τον τρόπο μπορούν να επιστρέφουν στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει μια τριετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παρατείνεται”.

4. Η παρ. 3 του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

3. Ο απελαθείς αλλοδαπός, του οποίου έχει ανασταλεί η ποινή κατά τα ανωτέρω, μπορεί να επιστρέφει στη χώρα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αφού περάσει πενταετία από την απέλαση και για ορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο δύναται να παρατείνεται”.

5. α. Το άρθρο 286 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

“Άρθρο 286

1. Όποιος κατά την εκπόνηση μελέτης ή τη διεύθυνση ή την εκτέλεση οικοδομικού ή άλλου ανάλογου έργου ή μιας κατεδάφισης, με πρόθεση ή από αμέλεια ενεργεί παρά τους κοινώς αναγνωρισμένους τεχνικούς κανόνες και έτσι προξενεί κίνδυνο για τη ζωή ή την υγεία ανθρώπου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.

2. Η παραγραφή της άνω πράξεως αρχίζει από την ημέρα της επέλευσης του αποτελέσματος της παραβίασης.

β. Στο τέλος των άρθρων 17 και 112 του Ποινικού Κώδικα προστίθενται οι λέξεις “εκτός αν ορίζεται άλλως”.

Άρθρο 21

1. α. Σε περίπτωση εγκλήματος του άρθρου 5 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, ως και σε περίπτωση εγκλήματος που φέρεται ότι τελέστηκε για να διευκολυνθεί η χρήση ναρκωτικών ουσιών, εφόσον τα εγκλήματα αυτά έχουν τελεσθεί από πρόσωπο που απέκτησε την έξη της χρήσεως ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών εκτιμώντας τις ειδικές κατά περίπτωση περιστάσεις και με την επιφύλαξη της τελευταίας περιόδου αυτού του εδαφίου, δύναται με αιτιολογημένη διάταξή του και με έγκριση του εισαγγελέα εφετών να αναβάλει για ορισμένο χρόνο, που μπορεί να παρατεινεται, την άσκηση ποινικής δίωξης, αν λαμβάνει γνώση από έκθεση ή και εκθέσεις του διευθυντή εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης, ότι ο δράστης έχει προσέλθει οικειοθελώς και υποβάλλεται ανελλιπώς και συστηματικά στην από τις κείμενες διατάξεις επιβαλλόμενη θεραπεία. Αν ο δράστης ολοκληρώσει με επιτυχία το θεραπευτικό πρόγραμμα σύμφωνα με έγγραφη βεβαίωση και έκθεση του διευθυντή του προγράμματος, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, με αιτιολογημένη διάταξή του και με έγκριση του εισαγγελέα εφετών, μπορεί να απόσχει οριστικά από την ποινική δίωξη. Τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραπάνω εκθέσεις του διευθυντή θεραπευτικού προγράμματος είναι απόρρητα και απαγορεύεται η ανακοίνωση τους σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ίδιο το χρήστη ναρκωτικών που υποβλήθηκε σε θεραπεία, επί ανηλίκου δε στον έχοντα την επιμέλεια. Τα παραπάνω δεν εφαρμόζονται για τα εγκλήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299, 306, 309, 310, 311, 312,322,323,324,336,374 εδ. α` και β` και 380 του Ποινικού Κώδικα και του άρθρου 2 του νόμου αυτού, όπου δε στην παράγραφο αυτή αναφέρονται εγκλήματα του πρώτου εδαφίου, νοείται πάντα ως ισχύουσα και η ανωτέρω εξαίρεση από την εφαρμογή του.

Το ευεργέτημα του παρόντος εδαφίου παρέχεται μια μόνο φορά.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.6 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/21.10.2003.

β. Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής χορηγείται αναβολή στράτευσης, που διακόπτεται ύστερα από γραπτή βεβαίωση του διευθυντή του θεραπευτικού προγράμματος ότι ολοκληρώθηκε ή διακόπηκε η θεραπευτική αγωγή. Οι διατάξεις της προηγούμενης περιόδου εφαρμόζονται και επί των ήδη ανυποτάκτων. “Η υποβολή σε θεραπευτική αγωγή εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος συντήρησης και απεξάρτησης αποτελεί σημαντικό αίτιο αναβολής της δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αυτής αγωγής αναστέλλεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 113 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα, η παραγραφή οποιουδήποτε εγκλήματος του θεραπευομένου.”

Ως χρόνος θεραπευτικού προγράμματος μπορεί να θεωρηθεί συνολικά ή κατά ένα μέρος και ο εγκεκριμένος από τον επιστημονικό διευθυντή του οικείου προγράμματος κοινωνικής επανένταξης. Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής στο εγκεκριμένο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης δεν επιτρέπεται η σύλληψη και παραπομπή σε δίκη για λιποταξία και τα συναφή προς αυτήν εγκλήματα, ως και για τα λοιπά εγκλήματα κατά της στρατιωτικής υποχρεώσεως των άρθρων 32-45 του Σ.Π.Κ. (ν. 2287/1995, ΦΕΚ 20 Α`)

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.6 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/21.10.2003.

γ. Η βεβαίωση αποθεραπείας, που εκδίδεται από τα εγκεκριμένα κατά νόμο θεραπευτικά προγράμματα ψυχικής απεξάρτησης, αποτελεί πλήρη απόδειξη για κάθε νόμιμη χρήση. Απαγορεύεται σε οποιονδήποτε, εκτός από εκπρόσωπο της δικαστικής αρχής, να εισέλθει στους χώρους των παραπάνω θεραπευτικών προγραμμάτων ψυχικής απεξάρτησης, χωρίς γραπτή άδεια του διευθυντή του.

δ. Ο χρόνος παραμονής στο εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης θεωρείται ως χρόνος έκτισης ποινής. Ύστερα από τη συμπλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος με επιτυχία, το Δικαστικό Συμβούλιο του τόπου εκτέλεσης της ποινής μπορεί να διατάξει την απόλυση υπό όρους ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής που έχει εκτιθεί, εφόσον πρόκειται για εγκλήματα του εδαφίου α`. Με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, μετά από πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα, μπορεί να διαταχθεί η σύλληψη και παραπομπή σε δίκη ατόμου που υποβάλλεται σε θεραπευτική αγωγή στα παραπάνω προγράμματα, αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ότι έχει διαπράξει κακούργημα του άρθρου 5 του ν. 1729/1987, όπως ισχύει, με διεθνείς διασυνδέσεις, ή κακούργημα που αφορά μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ή οποιοδήποτε έγκλημα μη περιλαμβανόμενο στο εδάφιο α`. Στις περιπτώσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της δεύτερης περιόδου του εδαφίου β` και της πρώτης περιόδου αυτού του εδαφίου. Μετά την ολοκλήρωση του θεραπευτικού προγράμματος που πιστοποιείται εγγράφως από τον επιστημονικό διευθυντή του οικείου προγράμματος, μπορεί ο ενδιαφερόμενος ή ο αρμόδιος εισαγγελέας να ζητήσει από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών να μην εγγράφονται σε απόσπασμα ή αντίγραφο φύλλου Ποινικού Μητρώου αποφάσεις ή βουλεύματα για εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά ή κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά καθορίζονται στο εδάφιο α`,του παρόντος άρθρου και στο εδάφιο α`της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 1729/1987, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 του ν.2161/1993 εκτός από εκείνα που προορίζονται αποκλειστικώς για χρήση του δικαστηρίου. Το ευεργέτημα της προηγούμενης περιόδου επεκτείνεται και σ` αυτούς που ολοκλήρωσαν το θεραπευτικό πρόγραμμα πριν από την ψήφιση των διατάξεων αυτών.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.9 Ν.2721/1999 ΦΕΚ Α 121/3.6.1999

Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, με την έγκριση του εισαγγελέα εφετών, αναστέλλει την εκτέλεση ποινής προσώπου που παρακολουθεί εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα συντήρησης και απεξάρτησης, εφόσον οι ποινές αυτές αφορούν πράξεις που περιλαμβάνονται στην περίπτωση α` και φέρεται ότι τελέστηκαν πριν από την εισαγωγή του διωκομένου στο παραπάνω πρόγραμμα, εφόσον βεβαιώνεται από τον υπεύθυνο του θεραπευτικού αυτού προγράμματος η συνεπής παρακολούθησή του εκ μέρους του διωκομένου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.3 άρθρ.6 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/21.10.2003. Το ευεργέτημα της μη εγγραφής σε απόσπασμα ή αντίγραφο φύλλου Ποινικού Μητρώου αποφάσεων ή βουλευμάτων για εγκλήματα σχετικά με τα ναρκωτικά ή κατά της ιδιοκτησίας και περιουσίας του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά καθορίζονται στην περίπτωση α`, παρέχεται κατά τη διαδικασία της περίπτωσης δ`της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2331/1995 στα πρόσωπα για τα οποία ολοκλήρωσαν με επιτυχία το πρόγραμμα υποκατάστασης (Π.Υ.) και έχουν απεξαρτηθεί σωματικά και ψυχικά .

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.3 άρθρ.9 Ν.2721/1999 ΦΕΚ Α 121/3.6.1999

ε. Ανεξαρτήτως των όρων των διατάξεων του ΣΤ` Κεφαλαίου του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, αν κάποιος ολοκλήρωσε με επιτυχία το εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης και καταδικαστεί για εγκλήματα από αυτά που προσδιορίζονται στο εδάφιο α, που έχουν σχέση με το πάθος της τοξικομανίας και τα οποία τελέστηκαν πριν την εισαγωγή του στο θεραπευτικό πρόγραμμα, η εκτέλεση της ποινής αναστέλλεται υποχρεωτικά για ορισμένο χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία (3) και ανώτερο από έξι (6) χρόνια υπό τους οριζόμενους από το δικαστήριο όρους που πρέπει να σχετίζονται με τη διαπίστωση της διατήρησης της απεξάρτησης. Μοναδική απόδειξη της αποθεραπείας είναι η βεβαίωση που εκδίδεται από το εγκεκριμένο κατά νόμο θεραπευτικό πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης. Όσοι έχουν καταδικαστεί και εκτίουν την ποινή τους μπορούν να υποβάλλουν στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση σχετική αίτηση. Η παραπάνω αναστολή ανακαλείται μόνο αν δεν τηρηθούν οι όροι που ορίζει η απόφαση.

στ. Ο αρμόδιος εισαγγελέας δύναται να αναστέλλει με διάταξή του την ισχύ εντάλματος σύλληψης προσώπου, που παρακολουθεί εγκεκριμένο πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης, εφόσον το ένταλμα αυτό αφορά πράξη που περιλαμβάνεται στο εδάφιο α` αυτής της παραγράφου και φέρεται ότι τελέστηκε πριν από την εισαγωγή του διωκομένου στο παραπάνω πρόγραμμα. εάν έχει διατηρηθεί η ισχύς του με σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών ή με βούλευμα, για την αναστολή απαιτείται απόφαση του Συμβουλίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η κατηγορία.

ζ. Όποιος έχει βεβαίωση ολοκλήρωσης με επιτυχία εγκεκριμένου κατά νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης, θεωρείται ότι κατά την εισαγωγή του για θεραπεία είχε αποκτήσει την έξη της χρήσης ναρκωτικών ουσιών.

η. Εάν σε κατάστημα φυλακών εφαρμόζεται εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα, κρατούμενος χρήστης ναρκωτικών ουσιών, ο οποίος το παρακολουθεί πλήρως δεν μετάγεται σε άλλο κατάστημα για όσο χρόνο διαρκεί η συστηματική παρακολούθηση, εκτός αν παραγγελθεί η μεταγωγή του για λόγους τάξης ή δικαστικούς, οπότε επαναμετάγεται μετά την έκλειψη αυτής της αιτίας. Σε περίπτωση μεταγωγής για λόγους τάξης (άρθρο 77 παρ. 2 και 79 του ν. 1851/1989) προτιμάται κατάστημα όπου αναπτύσσεται εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα, εκτός αν επιβάλλεται η μεταγωγή για σοβαρούς λόγους σε άλλο. Όποιος κρατούμενος χρήστης ναρκωτικών ουσιών επιθυμεί να παρακολουθήσει εκτελούμενο πρόγραμμα, πρέπει να διευκολύνεται ή να μετάγεται σε φυλακή όπου λειτουργεί τέτοιο πρόγραμμα, εφόσον οι εκάστοτε διαθέσιμοι χώροι το επιτρέπουν και παραμένει αν το παρακολουθεί συστηματικά.

θ. Οποίος έχει καταδικαστεί για τις πράξεις του εδαφίου α σε στερητική της ελευθερίας ποινή και την εκτίει στη φυλακή, αν παρακολούθησε με επιτυχία εγκεκριμένο συμβουλευτικό πρόγραμμα στο κατάστημα κράτησης και υπάρχει βεβαίωση από αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων πρόγραμμα ψυχικής απεξάρτησης, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να γίνει αποδεκτός σε αυτό, μπορεί να απολυθεί με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών του τόπου εκτίσεως της ποινής με τον όρο παρακολούθησης του οικείου προγράμματος και προ της συμπλήρωσης του κατά τα άρθρα 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα χρόνου εφόσον έχει εκτίσει τουλάχιστον το 1/5 της ποινής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 άρθρ.6 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/21.10.2003.

Οι υπεύθυνοι του προγράμματος έχουν την υποχρέωση να ενημερώνουν την πρώτη ημέρα κάθε δεύτερου μήνα τη δικαστική αρχή και να συμπληρώνουν ειδικό δελτίο, στο οποίο αναφέρεται ρητά η συνεχής παρακολούθηση, η συναφής πρόοδος, η σταθεροποίηση και η επιτυχής ολοκλήρωσή του, καθώς και η αδικαιολόγητη διακοπή του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.6 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243/21.10.2003.

Σε περίπτωση διακοπής γίνεται ανάκληση της υφ` όρον απόλυσης.

ι. Επιτυχής ολοκλήρωση του εγκεκριμένου σύμφωνα με το νόμο θεραπευτικού προγράμματος ψυχικής απεξάρτησης μπορεί να αναγνωρισθεί ως ελαφρυντική περίσταση κατά την επιμέτρηση,της ποινής.

ια. Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 26 του ν. 1729/1987.23 του ν. 2161/1993 και 11 του ν. 2298/1995, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις αυτής της παραγράφου.

Σχετικό: παρ.5 άρθρ.13 Ν.1729/1987,η οποία προστέθηκε με το άρθρο 9 Ν.2721/1999

2. α. Κρατούμενοι, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εκτίουν ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος, απολύονται από τις φυλακές υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον δεν κατέστησαν φυγόποινοι μετά την καταδίκη τους και μετά την πραγματική έκτισή του ενός τετάρτου της ποινής.

β. Η διάταξη του εδαφίου α` εφαρμόζεται και όταν: 1) ο κρατούμενος απέκτησε τις προϋποθέσεις του εδαφίου α` ύστερα από άσκηση ένδικου μέσου και (2) με δικαστική απόφαση καθορίστηκε συνολική ποινή που δεν υπερβαίνει το έτος, εφόσον και στις δύο ως άνω περιπτώσεις ο κρατούμενος εξέτιε την ποινή κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

γ. Η απόλυση διατάσσεται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.

δ. Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή αυτής της παραγράφου λύεται από το συμβούλιο των πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής.

ε. Κατά τα λοιπά ως προς την απόλυση που διατάσσεται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων β`, γ`, δ` και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 2207/1994.

στ. Αλλοδαποί κρατούμενοι, οι οποίοι κατά την έναρξη ισχύος του νομού αυτού εκτίουν ποινή φυλάκισης και έχει διαταχθεί με την καταδικαστική απόφαση η απέλασή τους, απολύονται από τις φυλακές, μετά την πραγματική έκτιση του ενός τετάρτου της ποινής τους και ύστερα από βεβαίωση της αστυνομικής αρχής ότι είναι αμέσως εφικτή η εκτέλεση της δικαστικής απόφασης που διατάσσει την απέλασή τους από τη χώρα. Και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων γ`-ε`.

3.α. Η παράγραφος 4 του άρθρου 52 του ν. 1851/1989 (ΦΕΚ 122 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

4. Οι έκτακτες άδειες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση έκτακτων και απρόβλεπτων αναγκών του κρατουμένου.

β. Μετά το άρθρο 55 του ν. 1851/1989 (ΦΕΚ 122 Α`) προστίθεται άρθρο 55α, που έχει ως εξής:

“Άρθρο 55α

Έκτακτες άδειες

1. Κρατούμενος δικαιούται να λάβει έκτακτη άδεια εξόδου και αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση τακτικής άδειας μόνο για την αντιμετώπιση αποδεδειγμένης και ιδιαίτερα επιτακτικής ανάγκης.

2. Η έκτακτη άδεια χορηγείται με απόφαση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου της κράτησης. Την έκτακτη άδεια μπορεί να χορηγήσει προσωπικά και ο διευθυντής του καταστήματος κράτησης, ο οποίος ενημερώνει αμέσως τον αρμόδιο εισαγγελέα, μόνο: α) για κηδεία συζύγου ή συγγενή πρώτου βαθμού και β) για μια επίσκεψη σε σύζυγο ή συγγενή πρώτου βαθμού σε κατεπείγουσες βεβαιωμένα κρίσιμες καταστάσεις της υγείας τους.

3. Για τη χορήγηση έκτακτης άδειας εξόδου σε υποδίκους απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη του ανακριτή.

4. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται αν συντρέχει λόγος ασφαλούς συνοδείας κατά τη διάρκεια της άδειας.

γ. Το άρθρο 558 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας καταργείται.

Σχετικό:  παρ.6 άρθρ.6 Ν.3189/2003,ΦΕΚ Α 243

Άρθρο 22

1. Στο άρθρο 15 του ν, 1756/1988, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 2 του ν. 2172/1993 επέρχονται οι εξής μεταβολές:

α) το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 αντικαθίσταται ως εξής:

4. Ο Πρόεδρος και τα μέλη των συμβουλίων, καθώς και οι αναπληρωτές τους, εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για το σκοπό αυτόν ανά διετία την ενδεκάτη πρωινή ώρα του πρώτου Σαββάτου του μηνός Μαρτίου.

β) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 αντικαθίσταται ως εξής:

5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής, αρχίζει την τρίτη ημέρα μετά την εκλογή του και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του μεθεπόμενου έτους.

2. Η θητεία των τριμελών συμβουλίων του πολιτικού και διοικητικού εφετείου Αθηνών, των πολιτικών και διοικητικών πρωτοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και του ειρηνοδικείου Αθηνών, που εξελέγησαν – από τις Ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων την 26η Φεβρουαρίου 1994 είναι διετής και λήγει την αντίστοιχη ημέρα του έτους 1996. Ο Πρόεδρος και τα μέλη του συμβουλίου εξακολουθούν να ασκούν τα καθήκοντά τους έως την τρίτη ημέρα μετά την εκλογή του συμβουλίου που θα αναδειχθεί το πρώτο ή δεύτερο Σάββατο του αμέσως επόμενου μηνός.

Άρθρο 23
Στο ν. 2236/1994 Εθνική Σχολή Δικαστών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

1. Στο άρθρο 1 παρ. 1 το εδάφιο γ` αντικαθίσταται ως εξής:

γ. Η Σχολή εδρεύει και λειτουργεί στο Δήμο Καλαμαριάς του Νομού Θεσσαλονίκης. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζεται ότι όργανα διοίκησης και ορισμένες διοικητικές και οικονομικές υπηρεσίες της Σχολής επιτρέπεται να συνέρχονται και να λειταιργούν και στην Αθήνα ή και στη Θεσσαλονίκη ή και σε άλλη πόλη εκτός της έδρας της.

Επιτροπή που συγκροτείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Μακεδονίας – Θράκης, η οποία αποτελείται από το γενικό διευθυντή της Σχολής, ως πρόεδρο, έναν εκπρόσωπο του Υπουργείου Μακεδονίας – Θράκης, το Δήμαρχο Καλαμαριάς, έναν εκπρόσωπο του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, υποδεικνυόμενο από το Κέντρο και τον προϊστάμενο της διεύθυνσης τεχνικών υπηρεσιών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, ως μέλη, επιβλέπει και συντονίζει τις εργασίες για την άμεση στέγαση, καθώς και για την ολοκλήρωση της εγκατάστασης και εύρυθμης λειτουργίας της Σχολής στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης.

Το Τμήμα της Σχολής που είναι αρμόδιο για την επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών θα λειτουργήσει στη Θράκη, σε πόλη που θα οριστεί με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Επιμόρφωση μπορεί να παρέχεται και στην έδρα των κατά τόπους εφετείων”.

2. Στο άρθρο 1 παρ. 1 στο τέλος του εδαφίου δ`, προστίθεται η ακόλουθη διάταξη:

“Με όμοιες συμβάσεις μπορεί να ανατίθεται από τη Σχολή στα ως άνω ιδρύματα ή σε άλλους φορείς η διδασκαλία ξένων γλωσσών και πληροφορικής ή άλλων ειδικών μαθημάτων, έναντι συνολικώς εκάστοτε, για κάθε κατηγορία εκπαιδευομένων, συμφωνούμενης αμοιβής”.

3. Στο άρθρο 1 παρ. 2 εδάφιο δ`, μετά τη λέξη οικονομική προστίθενται οι λέξεις και διοικητική. Η δημοσιολογιστική διαχείριση εν γένει της Σχολής διεξάγεται, μέχρις ότου συσταθεί ίδια λογιστική υπηρεσία στη Σχολή, από τη λογιστική υπηρεσία του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

4. Οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 εδάφια α` και β` αντικαθίστανται ως εξής:

α. Το διοικητικό συμβούλιο είναι εννεαμελές και συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης από: αα) τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ββ) τον αρχαιότερο Πρόεδρο Εφετών του Πολιτικού Εφετείου Αθηνών και τον αρχαιότερο Πρόεδρο του Πολιτικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, γγ) έναν εκπρόσωπο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, οριζόμενο, με τον αναπληρωτή του, για θητεία τεσσάρων (4) ετών, από το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου, δδ) έναν εκπρόσωπο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έναν εκπρόσωπο του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, οριζόμενους, με τους αναπληρωτές τους, από τη γενική συνέλευση του νομικού τμήματος των Πανεπιστημίων αυτών, για θητεία τεσσάρων (4) ετών και εε) έναν εκπρόσωπο των σπουδαστών της Σχολής ο οποίος εκλέγεται, με τον αναπληρωτή του, σε γενική συνέλευση, ανά διετία, μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη του οικείου δικαστικού έτους. Στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. μετέχουν ως εισηγητές, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο γενικός διευθυντής και ο διευθυντής σπουδών της Σχολής.

β. Αν οι πρόεδροι των υπό αα και ββ δικαστηρίων του προηγούμενου εδαφίου δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται αναπληρώνονται από τους νόμιμους αναπληρωτές τους. Στο Δ.Σ. της Σχολής προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους Προέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου και σε περίπτωση έλλειψης, απουσίας ή κωλύματός τους, ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός μέλος του Δ.Σ..

Η διάταξη του εδαφίου γ` της ίδιας παραγράφου καταργείται.

5. Στη διάταξη του εδαφίου β` της παραγράφου 6 του άρθρου 1 η φράση: έχει αποκλειστική απασχόληση και ορίζεται αντικαθίσταται με τη φράση: τοποθετείται με αποκλειστική απασχόληση ή ορίζεται με μερική απασχόληση.

Στη διάταξη του εδαφίου γ` της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου η φράση: έχουν αποκλειστική απασχόληση και ορίζονται αντικαθίσταται με τη φράση: τοποθετούνται με αποκλειστική απασχόληση ή ορίζονται με μερική απασχόληση. Τα πρόσωπα που έχουν τοποθετηθεί ήδη ως γενικός διευθυντής, διευθυντής σπουδών και υποδιευθυντής σπουδών της Σχολής υπηρετούν με μερική απασχόληση.

6. Στο άρθρο 1, παρ. 6 το εδάφιο γ` αντικαθίσταται ως εξής:

Αν ο γενικός διευθυντής δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται από τους κατά την παράγραφο β του παρόντος άρθρου διευθυντή ή υποδιευθυντή σπουδών”.

7. Στο άρθρο 1 παρ. 8 οι δύο πρώτες φράσεις του εδαφίου δ` αντικαθίστανται ως εξής:

Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορεί να ανατίθενται καθήκοντα επόπτη σπουδών σε δικαστικούς λειτουργούς ή σε μέλη ΔΕΠ, οι οποίοι συνεργάζονται με το γενικό διευθυντή, το διευθυντή και τον υποδιευθυντή σπουδών, για την οργάνωση και παρακολούθηση της πρακτικής άσκησης των εκπαιδευομένων.

Το επόμενο εδάφιο ε` καταργείται.

8. Η παράγραφος 9 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής:

Στη Σχολή λειτουργεί επταμελές συμβούλιο σπουδών, το οποίο αποτελείται από το γενικό διευθυντή, ως πρόεδρο, το διευθυντή σπουδών, τον υποδιευθυντή σπουδών, έναν εκπρόσωπο του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και έναν εκπρόσωπο του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, οι οποίοι ορίζονται, με τους αναπληρωτές τους, από τους προέδρους των νομικών τμημάτων των Πανεπιστημίων αυτών, για θητεία δύο (2) ετών και από τους προέδρους των τριμελών συμβουλίων του πολιτικού και του διοικητικού πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Το συμβούλιο σπουδών συγκαλείται από τον πρόεδρό του και βρίσκεται σε απαρτία αν παρίστανται τέσσερα (4) τουλάχιστο μέλη του. Το συμβούλιο σπουδών αποφασίζει κατ’ απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, σε περίπτωση δε ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου του. Έργο έχει την παρακολούθηση της παρεχόμενης στη Σχολή εκπαίδευσης, την υποβολή προτάσεων σχετικά με το πρόγραμμα σπουδών και την εφαρμογή του, καθώς επίσης σχετικά με την πρακτική άσκηση, την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση των εκπαιδευομένων. Ο γραμματέας του συμβουλίου σπουδών και ο αναπληρωτής του ορίζονται, όπως προβλέπεται στο εδάφιο ε` της παρ. 4`.

9. Στο τέλος του άρθρου 2 παρ. 1 εδάφιο β` προστίθενται τα ακόλουθα:

Στην προκήρυξη καθορίζονται και τα εξεταστικά κέντρα όπου θα διενεργηθεί ο διαγωνισμός, τα οποία μπορεί να βρίσκονται και εκτός της έδρας της Σχολής, προβλέπεται ο διορισμός επιτηρητών και μπορεί να ρυθμίζεται κάθε συναφές θέμα. Με την προκήρυξη μπορεί επίσης να ανατίθεται στην επιτροπή διεξαγωγής του διαγωνισμού ο καθορισμός και η μεταβολή των ανωτέρω, καθώς και η απόφαση σχετικά με κάθε άλλη λεπτομέρεια που αναφέρεται στους υποψηφίους, στους όρους και στον τρόπο διεξαγωγής του διαγωνισμού. Η επιτροπή αποφασίζει κατά πλειοψηφία και οι αποφάσεις της γνωστοποιούνται με τον προσφορότερο, κατά την κρίση της, τρόπο`.

10. Από το άρθρο 2 παρ. 4 εδάφιο α` απαλείφονται τα υπεδάφιαεε` και στστ`. Το υπεδάφιοζζ` αριθμείται ως εε`.

Το επόμενο εδάφιο β` αντικαθίσταται ως εξής:

β. Τα μέλη αα` έως δδ` ορίζονται, με ισάριθμα αναπληρωματικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 41 παρ. 3 του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., όπως ισχύουν κάθε φορά. Το μέλος υπό εε` ορίζεται με έναν αναπληρωματικό, από τον πρόεδρο του νομικού τμήματος του Α.Ε.Ι. στο οποίο ανήκει. Η επιτροπή ορίζει ως γραμματέα της υπάλληλο της Σχολής”.

11. Το άρθρο 2 παρ. 5 αντικαθίσταται ως εξής:

“5.α. Ο εισαγωγικός διαγωνισμός περιλαμβάνει δύο στάδια: προκριματικό και τελικό. Κατά το προκριματικό οι υποψήφιοι εξετάζονται γραπτά σε θέματα: αα) γενικής παιδείας, ββ) συνταγματικού δικαίου, γενικού διοικητικού δικαίου και διοικητικών διαφορών, γγ) αστικού δικαίου, εμπορικού δικαίου και πολιτικής δικονομίας και δδ) ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας. Η εξέταση στα νομικά μαθήματα γίνεται με συνθετική παρουσίαση πρακτικού θέματος στους τρείς ως άνω θεματικούς κύκλους. Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των διαγωνιζομένων καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί το οποίο δεν αφαιρείται παρά μετά την οριστικοποίηση της βαθμολόγησης στο προκριματικό στάδιο. Κατά το τελικό στάδιο, στο οποίο μετέχουν μόνο όσοι έχουν επιτύχει στο προκριματικό, οι υποψήφιοι εξετάζονται στην παραπάνω ύλη προφορικά. Η εξέταση στο τελικό στάδιο γίνεται δημόσια.

β. Στο τελικό στάδιο οι υποψήφιοι εξετάζονται προαιρετικά σε μία ή περισσότερες από τις ξένες γλώσσες: αγγλική, γαλλική, γερμανική, ιταλική, ισπανική και ρωσική. Η εξέταση της ξένης γλώσσας είναι γραπτή και προφορική και γίνεται από μέλος της επιτροπής ή από τρίτο, κατά προτίμηση δικαστικό λειτουργό ή πανεπιστημιακό, που ορίζεται από την Επιτροπή. Η γραπτή εξέταση συνίσταται σε μετάφραση κειμένου από την ελληνική στην ξένη γλώσσα και αντιστρόφως. Η προφορική εξέταση συνίσταται σε συνδιάλεξη μεταξύ του υποψηφίου και του εξεταστή. Ο μέσος όρος των βαθμών που κάθε υποψήφιος έλαβε στις εξετάσεις αυτές αποτελεί τη βαθμολογία του στην ξένη γλώσσα.

γ. Το πρόγραμμα, η διαδικασία, τα εξεταστικά κέντρα διεξαγωγής του διαγωνισμού, ο τρόπος επιτήρησης, καθώς και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την υπουργική απόφαση με την οποία προκηρύσσεται ο διαγωνισμός καθορίζονται από την επιτροπή του διαγωνισμού με απόφαση της που γνωστοποιείται κατά τον προσφορότερο, κατά την κρίση της τρόπο”.

12. Στο άρθρο 2 παρ. 6 επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:

Στο εδάφιο β` απαλείφονται οι λέξεις “και τελικού”. Στα εδάφια δ` και ε` οι λέξεις “στις πέντε (5)” αντικαθίστανται με τις λέξεις “στις τέσσερις (4)”. Το εδάφιο στ` απαλείφεται.

Το εδάφιο ζ` αντικαθίσταται ως εξής:

“ζ. Τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου είναι αυτός που προκύπτει από τη διαίρεση δια του 2 του αθροίσματος των μέσων όρων της γραπτής προκριματικής και της προφορικής τελικής δοκιμασίας”.

Το εδάφιο ι` απαλείφεται.

13. Η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 εδάφιο α` αντικαθίσταται ως εξής:

“α. Η διάρκεια εκπαίδευσης στη Σχολή είναι είκοσι τεσσάρων (24) μηνών”.

14. Το άρθρο 3 παρ. 1 εδάφιο γ` αντικαθίσταται ως εξής:

“γ. Η πρώτη φάση της εκπαίδευσης διαρκεί δέκα (10) μήνες και είναι κοινή για όλους τους εκπαιδευομένους. Η δεύτερη φάση διαρκεί εννέα (9) μήνες. Κατά τη φάση αυτή λειτουργούν οι κατευθύνσεις: αα. διοικητικής δικαιοσύνης και ββ. πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, στις οποίες οι εκπαιδευόμενοι κατανέμονται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 2 υποπαρ. στ. Στην τρίτη φάση που διαρκεί πέντε (5) μήνες λειτουργούν τα εξής τμήματα: αα. υποψήφιων εισηγητών του Συμβουλίου της Επικρατείας, ββ. υποψήφιων εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, γγ. υποψήφιων παρέδρων πρωτοδικείου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, δδ. υποψήφιων παρέδρων πρωτοδικείου και εε. υποψήφιων παρέδρων εισαγγελίας. Στα τρία πρώτα τμήματα κατανέμονται, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 υποπαρ. ε, οι εκπαιδευόμενοι που κατά τη δεύτερη φάση ακολούθησαν την κατεύθυνση διοικητικής δικαιοσύνης. Στο τέταρτο και πέμπτο τμήμα κατανέμονται όσοι ακολούθησαν την κατεύθυνση πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης”.

15. Το άρθρο 3 παρ. 1 εδάφιο ε` αντικαθίσταται ως εξής: “ε. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Γενικού Διευθυντή και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο χρόνος έναρξης της εκπαίδευσης. Με όμοια απόφαση μπορεί να ανακατανέμεται ο συνολικός χρόνος εκπαίδευσης μεταξύ των παραπάνω εκπαιδευτικών φάσεων, καθώς και να παρατείνεται ο χρόνος εκπαίδευσης κατά δύο το πολύ μήνες.”

16. Από το άρθρο 3 παρ. 3 εδάφιο στ` απαλείφεται η λέξη “ισπανική”.

17. Στο άρθρο 3 παρ. 5 μετά το εδάφιο γ προστίθεται εδάφιο δ` που έχει ως εξής:

“δ. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης μετά γνώμη του Γενικού Διευθυντή, μπορεί να προβλέπεται η δυνατότητα να οργανώνονται από τη Σχολή, αυτοτελώς ή σε συνεργασία με αλλοδαπούς αντίστοιχους φορείς εκπαίδευσης, δημόσιες υπηρεσίες ή δικαστήρια, εκπαιδευτικά ή ενημερωτικά προγράμματα για δικαστικούς λειτουργούς ή σπουδαστές βαλκανικών χωρών ή χωρών – Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς και προγράμματα επιμόρφωσης από κοινού με αλλοδαπούς δικαστικούς λειτουργούς και να ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διάρκεια, την κατάρτιση και εκτέλεση τών προγραμμάτων αυτών και την επιλογή των δικαστικών λειτουργών που συμμετέχουν σε αυτά. Αν στο ως άνω διάταγμα προβλέπονται και δαπάνες ή αμοιβές για τους μετέχοντες στα προγράμματα αυτά, απαιτείται κοινή πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών”.

18. Στο άρθρο 5 παρ. 1, μετά το εδάφιο β` προστίθεται εδάφιο γ` που έχει ως εξής:

“γ. Ο γενικός διευθυντής ή ο νόμιμος αναπληρωτής του είναι πειθαρχικός προϊστάμενος του διοικητικού προσωπικού της Σχολής”.

19. Το άρθρο 5 παρ. 2 αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Η εκπαίδευση ανατίθεται σε δικαστικούς λειτουργούς, σε μέλη ΔΕΠ ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων σε δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους του Δημοσίου, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή του δημόσιου τομέα, δημόσιων επιχειρήσεων και κρατικών τραπεζών, δικηγόρους, καθηγητές ξένων γλωσσών και ιδιώτες με εξειδικευμένη κατάρτιση και πείρα συναφή προς τη διδακτέα ύλη. Η ανάθεση της διδασκαλίας των συγκεκριμένων μαθημάτων και ορισμένης ύλης από κάθε μάθημα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και ωράριο γίνεται με απόφαση του συμβουλίου σπουδών ύστερα από πρόταση του γενικού διευθυντή από πίνακα διδασκόντων που καταρτίζεται με απόφαση του Δ.Σ. της Σχολής. Αν πρόκειται για δικαστικούς λειτουργούς, απαιτείται για την επιλογή στον πίνακα, έγκριση από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός. Η ανάθεση μπορεί να γίνει με περιορισμό της απασχόλησης του επιλεγόμενου δικαστικού λειτουργού στην κύρια θέση του. Η ανάθεση διδασκαλίας σε δικαστικό λειτουργό κατά αποκλειστική απασχόληση γίνεται με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για ορισμένο εκάστοτε χρονικό διάστημα που δεν επιτρέπεται να υπερβεί συνολικά την τριετία. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να διδάσκουν στη σχολή ορισμένα μαθήματα ο γενικός διευθυντής, καθώς και ο διευθυντής και ο υποδιευθυντής σπουδών, ύστερα από σχετική απόφαση του Συμβουλίου Σπουδών της Σχολής. Μπορούν επίσης, σε περίπτωση κωλύματος μέλους του διδακτικού προσωπικού, να το αναπληρώνουν κατά τις ώρες που κωλύεται. Για ανάθεση διάλεξης ή σειράς έως δέκα (10) διαλέξεων ή μαθημάτων διάρκειας έως είκοσι (20) κατά ανώτατο όριο ωρών κατ` έτος και για κάθε καλούμενο, δεν απαιτείται απόφαση του Δ.Σ. της Σχολής αλλά αρκεί απόφαση του γενικού διευθυντή ύστερα από πρόταση του διευθυντή σπουδών.”

20. Το άρθρο 5 παρ. 3 εδάφιο β` αντικαθίσταται ως εξής:

“β. Στη Σχολή συνιστώνται επίσης οι εξής θέσεις μόνιμου προσωπικού:

αα. μία (1) θέση ΠΕ Προϊσταμένου Διεύθυνσης,

ββ. τρείς (3) θέσεις κλάδου ΠΕ Διοικητικού – Οικονομικού,

γγ. δύο (2) θέσεις κλάδου ΤΕ Διοικητικού – Λογιστικού,

δδ. μία (1) θέση ΤΕ Βιβλιοθηκονόμου,

εε. δύο (2) θέσεις κλάδου ΔΕ Δακτυλογράφων – Στενογράφων,

στστ. τρείς (3) θέσεις κλάδου ΔΕ Διοικητικού – Λογιστικού και

ζζ. δύο (2) θέσεις κλάδου ΥΕ Επιμελητών”.

 

20α. Στο τέλος του εδαφίου δ` της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 2236/1994 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο :

” Δικαστικοί υπάλληλοι επιτρέπεται να αποσπώνται στην Εθνική Σχολή Δικαστών για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, το οποίο μπορεί να παρατείνεται για δύο (2) ακόμη έτη. Οι υπάλληλοι αυτοί λαμβάνουν τον από το άρθρο 24 παράγραφος 4 του ν. 2145/1993 (ΦΕΚ 88 Α`), σε συνδυασμό προς την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης αρι8μ. 51375/28.6.1993 (ΦΕΚ 528 Β`) προβλεπόμενο πόρο.”

Σημ.: όπως η παρ. 20α αντικαταστάθηκε με την παρ.7 άρθρ. 22  Ν.2521/1997 .

21. Στο τέλος του άρθρου 5 παρ. 5 εδάφιο β` προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο γ`:

“γ. Με όμοια απόφαση μπορεί να ορίζονται ημερήσια αποζημίωση, εκτός έδρας και οδοιπορικά για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, καθώς και για τα μέλη του συμβουλίου σπουδών που ορίζονται ως εκπρόσωποι του Αριστοτελείου και του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου”.

22. Κατά το πρώτο δεκάμηνο από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου όλες οι αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου της Σχολής, εκτός από την έγκριση του τελικού απολογισμού και ισολογισμού, ασκούνται από τετραμελές συμβούλιο αποτελούμενο από το γενικό διευθυντή, το διευθυντή και τον υποδιευθυντή σπουδών και από έναν εκπρόσωπο του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου που ορίζεται από αυτό. Το τετραμελές συμβούλιο μπορεί εφόσον απαιτείται από τις διδακτικές ανάγκες της Σχολής, κατά τη διάρκεια του ως άνω χρονικού διαστήματος, να συμπληρώνει τον πίνακα διδασκόντων που έχει ήδη εγκριθεί από το Δ.Σ. κατά τη συνεδρίαση του της 18ης Απριλίου 1995, επιλέγοντας το, κατάλληλο διδακτικό προσωπικό. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα το συμβούλιο αυτό αποφασίζει για κάθε μεταβολή του προϋπολογισμού που έχει εγκριθεί κατά την ίδια συνεδρίαση του Δ.Σ. της Σχολής, εφόσον η μεταβολή αυτή καθίσταται κατά την κρίση του αναγκαία από τη μεταστέγαση της Σχολής στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης ή από άλλα νεότερα της εγκριτικής αυτής απόφασης γεγονότα. Το τετραμελές συμβούλιο προεδρεύεται από το γενικά διευθυντή, συγκαλείται από αυτόν, αποφασίζει κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση δε ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου του. Μπορεί να συνεδριάζει και στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα, οπότε τα πρακτικά τηρούνται από τον υποδιευθυντή σπουδών.

23. Η κατά το άρθρο 2 παρ. 7 εδάφιο γ` του ν. 2236/1994 ανάρτηση των αποτελεσμάτων του πρώτου εισαγωγικού διαγωνισμού θα γίνει την 1η Αυγούστου 1995 στην έδρα της Σχολής στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης και η εκπαίδευση θα αρχίσει την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.

Άρθρο 24

1. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, απαλλάσσονται της καταβολής της υπέρ του Δημοσίου εφάπαξ εισφοράς, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν.δ/τος 49/1968 (ΦΕΚ 294 Α`), όπως ισχύει, για τα τιθέμενα σε κυκλοφορία ασθενοφόρα αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης.

2. Η ισχύς της προηγούμενης παραγράφου αρχίζει από 20 Ιουνίου 1995.

Άρθρο 25
Η ισχύς αυτού του νόμου αρχίζει ως ορίζεται από το άρθρο 103 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 23 Αυγούστου 1995

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ Ι.ΠΟΤΤΑΚΗΣ Γ.ΑΡΣΕΝΗΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Γ.ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Α.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

ΥΓΕΙΑΣ,ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ Α.ΠΕΠΟΝΗΣ  Δ.ΚΡΕΜΑΣΤΙΝΟΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ Ι.ΒΑΛΥΡΑΚΗΣ Γ.ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ,ΧΩΡΟΤΑΞΙΑΣ Κ.ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ Κ.ΛΑΛΙΩΤΗΣ

ΕΜΠΟΡΙΟΥ Κ.ΣΗΜΙΤΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 23 Αυγούστου 1995

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Α.ΠΕΠΟΝΗΣ