ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2320 ΦΕΚ Α’133/22.6.1995

Αύξηση των συντάξεων του Δημοσίου κατά το έτος1995, ρύθμιση συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών θεμάτων και επαναχορήγηση των συντάξεων αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Αύξηση συντάξεων

1. Οι συντάξεις και τα βοηθήματα μέχρι του ακαθάριστου ποσού των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών, που καταβάλλονται από το Δημόσιο, αυξάνονται ως εξής:

α. Κατά ποσοστό 0,8 τοις εκατό (0,8%) από 1ης Ιανουαρίου 1995 επί του ποσού αυτών, όπως έχει διαμορφωθεί την 31η Δεκεμβρίου 1994, για διορθωτικό ποσό λόγω αυξήσεως του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή κατά ποσοστό ανώτερο του δέκα τοις εκατό (10%) κατά το έτος 1994.

β. Κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) ακόμη από 1ης Ιανουαρίου 1995 επί του ποσού αυτών, όπως θα διαμορφωθεί μετά την αύξηση της προηγούμενης περίπτωσης και

γ. Κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%) από 1ης Ιουλίου 1995 επί του ποσού αυτών, όπως θα διαμορφωθεί την 30ή Ιουνίου 1995.

Για το τμήμα σύνταξης άνω των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών δεν χορηγείται αύξηση. Σε περίπτωση που ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξηθεί μέσα στο έτος 1995 κατά ποσοστό ανώτερο του έξι τοις εκατό (6%), θα χορηγηθεί διορθωτικό ποσό αύξησης με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο θα καλύπτει τη διαφορά μεταξύ των ως άνω χορηγούμενων αυξήσεων και του τιμάριθμου. Η αύξηση αυτή θα υπολογισθεί στις συντάξεις και τα βοηθήματα, όπως θα διαμορφωθούν την 31η Δεκεμβρίου 1995. Ως συντάξεις ή βοηθήματα για τη χορήγηση των ανωτέρω αυξήσεων νοούνται τα ποσά που λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση της Α.Τ.Α., καθώς και οι ποσοστιαίες αυξήσεις που χορηγήθηκαν μετά την κατάργηση της Α.Τ.Α., σε εφαρμογή των νόμων περί εισοδηματικής πολιτικής.

2. Οι αυξήσεις της προηγούμενης παραγράφου χορηγούνται και σε εκείνους που κατέστησαν ή θα καταστούν συνταξιούχοι μετά την 1η Ιανουαρίου 1995. Η καταβολή τους αρχίζει από την ημερομηνία που αρχίζει και η σύνταξη. Διατάξεις που διέπουν την καταβολή της Α.Τ.Α. στους συνταξιούχους, που συγχρόνως απασχολούνται ως μισθωτοί στο δημόσιο τομέα, εξακολουθούν να ισχύουν.

3. Εάν για οποιαδήποτε αιτία επέλθει μεταβολή στα ποσά της σύνταξης ή του βοηθήματος, όπως αυτά ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, μεταβάλλεται και το ποσό της αύξησης με βάση τη νέα σύνταξη ή το βοήθημα, από τη χρονολογία που επέρχεται η μεταβολή.

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις συντάξεις των υπαλλήλων που δεν συνταξιοδοτούνται μεν από το Δημόσιο, διέπονται όμως από το ίδιο νομοθετικό καθεστώς, βάσει ιδιαίτερων νομοθετημάτων, που είτε παραπέμπουν στις διατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων είτε επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές, καθώς και για τις συντάξεις των σιδηροδρομικών, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ/τος 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α`), όπως ισχύει.

5. Οι αυξήσεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού ισχύουν και για συντάξεις που καταβάλλουν οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης του πρώτου εδαφίου του άρθρου 66 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α`), καθώς και το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (Ν.Α.Τ.).

6. Στους πολεμικούς συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των κατηγοριών, καθώς και στους ανάπηρους ειρηνικής περιόδου στρατιωτικούς, που ακολουθούν τις πολεμικές συντάξεις, οι οποίοι δικαιούνται πολεμικής ή στρατιωτικής σύνταξης ή βοηθήματος κατά την 1η Μαΐου 1995 ή δικαιούνται, κατά την ίδια ημερομηνία, εξάμηνης ή τρίμηνης σύνταξης, χορηγείται εφάπαξ οικονομική ενίσχυση δραχμών είκοσι χιλιάδων (20.000), η οποία θα καταβληθεί με την επιταγή της σύνταξης ή του βοηθήματος του μηνός Ιουνίου 1995.

7. Στους συνταξιούχους του Ν.Α.Τ. χορηγεί έκτακτη εφάπαξ οικονομική ενίσχυση, την 30ή Μαΐου 1995, ως εξής:

(α) Στους συνταξιούχους που το μηνιαίο ποσό σύνταξης, με τα πάσης φύσεως επιδόματα, δεν ξεπερνά το κατά κατηγορία και κατά περίπτωση βασικό κατώτατο όριο, μισή σύνταξη.

(β) Στους συνταξιούχους που το ποσό της σύνταξης, με τα πάσης φύσεως επιδόματα, ξεπερνά τα παραπάνω βασικά κατώτατα όρια, τη διαφορά της καταβαλλόμενης σύνταξης από το ποσό των εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) δραχμών.

(γ) Για ποσά σύνταξης με τα πάσης φύσεως επιδόματα άνω του ποσού των εκατόν τριάντα χιλιάδων (130.000) δραχμών ουδεμία οικονομική ενίσχυση καταβάλλεται.

Άρθρο 2
Συντάξιμος μισθός – Επιδόματα

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ 292 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά την έξοδό του από την υπηρεσία, μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και της τυχόν παρεχόμενης προσαύξησης λόγω ευδόκιμης παραμονής, όπως αυτά ορίζονται κάθε φορά από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις”.

2. Οι παράγραφοι 5 των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

“5. Σε περίπτωση που αυξάνεται ο κατά την παράγραφο 2 βασικός μισθός ή το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, αυξάνονται αναλόγως και οι συντάξεις, κάθε άλλου είδους δε παροχές που καταβάλλονται στους εν ενεργεία υπαλλήλους, είτε υπό μορφή επιδόματος είτε υπό μορφή εξόδων παράστασης είτε υπό μορφή εξόδων κινήσεως είτε υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή, ανεξάρτητα από τον τρόπο υπολογισμού τους, δεν αποτελούν αύξηση του βασικού αυτού μισθού και δεν λαμβάνονται υπόψη για τον κανονισμό ή την αύξηση της σύνταξης, εκτός αν αυτό προβλέπεται από ειδική συνταξιοδοτική διάταξη”.

Συντάξεις που έχουν κανονισθεί αντίθετα από τις διατάξεις της προηγούμενης και της παρούσας παραγράφου αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από την πρώτη του επόμενου μήνα της έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, τυχόν δε επιπλέον ποσά που έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.

Υποθέσεις που αναφέρονται στις παραπάνω παροχές και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο τίθενται στο αρχείο, οι δε εκκρεμείς για τις υποθέσεις αυτές δίκες ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου καταργούνται.

Χρηματικές απαιτήσεις συνταξιούχων του Δημοσίου για την καταβολή συμπληρωματικού εφάπαξ βοηθήματος από το Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων, που προκύπτουν από παροχές οι οποίες δεν συνιστούν αύξηση του βασικού μισθού, σύμφωνα με τη διάταξητης παρ. 5 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, όπως αντικαθίσταται με την παρούσα παράγραφο, δεν αναγνωρίζονται από το Ταμείο αυτό. Εκκρεμείς δίκες που αφορούν τέτοιες απαιτήσεις καταργούνται.

Σχετικό:  το άρθρο 3 Ν.2512/1997 (Α 138)

3. Οι διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που προστέθηκαν με το άρθρο 7 του ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α`), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων του άρθρου 36 του ν. 2190/1994 (ΦΕΚ 28 Α`).

4. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1977/1991 (ΦΕΚ 185 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:”3. Τα πρόσωπα των προηγούμενων παραγράφων, που καθίστανται πλήρως ή μερικώς ανίκανα για την άσκηση των καθηκόντων τους, δικαιούνται του επιδόματος ανικανότητας της παρ. 3 του άρθρου 2 του παρόντος”.

Άρθρο 3
Συντάξιμες υπηρεσίες

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 11 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“8. Δεν υπολογίζεται ως συντάξιμος ο χρόνος οποιασδήποτε υπηρεσίας, αν χρησίμευσε ή θα χρησιμεύσει σύμφωνα με νόμο για απόκτηση δικαιώματος σύνταξης ως τακτικού ή με σύμβαση υπαλλήλου ασφαλισμένου σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης ή σε διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα, καθώς και αν για το χρόνο αυτόν καταβλήθηκε ή θα καταβληθεί, μετά την απομάκρυνση του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού, εφάπαξ αποζημίωση ή χρηματική αμοιβή, εκτός αν αυτή επιστραφεί ή προκειμένου για υπηρετούντες σε διεθνείς οργανισμούς, αν καταβληθούν στο Ελληνικό Δημόσιο οι κρατήσεις που προβλέπονται, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις των άρθρων 6 του ν. 1902/1990 και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992”.

2. Η διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 11 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που προστέθηκε με την παρ. 19 του άρθρου 6 του ν. 2227/1994 (ΦΕΚ 129 Α`), αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

“13. Ο χρόνος κράτησης, φυλάκισης ή εκτόπισης στο εσωτερικό, που οφείλεται αποκλειστικά σε αντιδικτατορική δράση κατά το χρονικό διάστημα από 21 Απριλίου 1967 μέχρι 23 Ιουλίου 1974, όσων διορίζονται στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για κάθε συνέπεια και συντάξιμος, εφόσον ο υπάλληλος αναγνωρισθεί ως αντιδικτατορικός αγωνιστής, βάσει της κοινής απόφασης αριθμ. 58448/20.7.1985 (ΦΕΚ 499 Β`) των υπουργών Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης”.

Η εξακρίβωση των προϋποθέσεων του προηγούμενου εδαφίου και η διάρκεια του χρόνου ανατίθεται στην Επιτροπή του άρθρου 24 του ν. 1543/1985 (ΦΕΚ 73 Α`), από την οποία εκδίδεται σχετική απόφαση, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων που υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

Ο χρόνος του πρώτου εδαφίου αναγνωρίζεται και ως χρόνος ασφάλισης στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας των υπαλλήλων, με καταβολή των προβλεπόμενων ασφαλιστικών εισφορών από το Δημόσιο.

3. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης στ` της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“Ο κατά τα ανωτέρω χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας γενικά, καθώς και ο χρόνος υπηρεσίας στην Πυροσβεστική υπηρεσία εφόσον πράγματι διανύθηκε υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 40 και 41, υπολογίζεται προσαυξημένος σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα αυτά, χορηγουμένης και της προσαύξησης του άρθρου 43 του παρόντος, για τη συμπλήρωση δε της υπό του άρθρου 41 οριζόμενης δεκαοκταετίας ή εικοσαετίας, λαμβάνεται υπόψη τόσο η στρατιωτική, όσο και η πολιτική υπηρεσία”.

4. Τα δύο τελευταία εδάφια της περίπτωσης μη` της παρ. 1 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίστανται ως εξής:

“Για την αναγνώριση της διάρκειας της προϋπηρεσίας της περίπτωσης αυτής, καθώς και για την αντιστοιχία της ιδιότητας με την οποία προσφέρθηκε αυτή στην αλλοδαπή προς τις αναφερόμενες στην ίδια περίπτωση ιδιότητες, αποφαίνεται η Επιτροπή του άρθρου 4 του α. ν. 599/1968 (ΦΕΚ 258 Α`), στην οποία μετέχουν, ειδικά για την αναγνώριση των προϋπηρεσιών αυτών, και δύο προϊστάμενοι διεύθυνσης του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή οι νόμιμοι αναπληρωτές τους” .

Η Επιτροπή του άρθρου 1 του ν.δ/τος 302/1974 (ΦΕΚ 32 Α`) από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται και οι αρμοδιότητές της περιέρχονται στην Επιτροπή του προηγούμενου εδαφίου.

5. Στο τέλος της περίπτωσης γ` της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο ως εξής:

“Για όσους έχουν διορισθεί στην υπηρεσία Πλοίων Διώξεως Λαθρεμπορίου του υπουργείου Οικονομικών, από το χρόνο θαλάσσιας προϋπηρεσίας που απαιτούνταν ως εμπειρία και δεν προσδιοριζόταν η διάρκειά του από τις οικείες διοικητικές διατάξεις αναγνωρίζεται ως συντάξιμος τόσος χρόνος, όσος πράγματι παρασχέθηκε μη δυνάμενος να υπερβεί την οκταετία”.

6. Η περίπτωση ιε` της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“ιε) Η προϋπηρεσία εκπαιδευτικών, εφόσον δίδαξαν σε τάξεις ή τμήματα ελληνοπαίδων σε ξένα σχολεία του εξωτερικού κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και δεν έλαβαν για την αιτία αυτή σύνταξη ή αποζημίωση ή άλλο βοήθημα από το κράτος ή την ελληνική ομογένεια.

Για τον υπολογισμό των προϋπηρεσιών που παρέχονται με μειωμένο ωράριο εργασίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης β` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

Η προϋπηρεσία της περίπτωσης αυτής αποδεικνύεται με πιστοποιητικό της αρμόδιας Διεύθυνσης Ελληνοπαίδων Εξωτερικού του υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, το οποίο εκδίδεται βάσει δικαιολογητικών της υπηρεσιακής κατάστασης των ενδιαφερομένων”.

Η διάταξη της παραγράφου αυτής έχει εφαρμογή και για όσους έχουν απέλθει ήδη της υπηρεσίας.

7. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης ιστ` της παρ. 2 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“ιστ) Η προϋπηρεσία που παρασχέθηκε με την ιδιότητα του τακτικού ή έκτακτου με μηνιαίο μισθό ή ημερομίσθιο υπαλλήλου ή κληρικού στις υπηρεσίες της έδρας του Οικουμενικού και των άλλων ορθοδόξων Πατριαρχείων”.

8. Στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 12 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται εδάφιο, ως εξής:

“Η προϋπηρεσία ως ιεροψαλτών ιερών ναών και ιεροκηρύκων ιερών Μητροπόλεων αναγνωρίζεται ως συντάξιμη, εφόσον υπάρχει διορισμός από το αρμόδιο όργανο, παρασχέθηκε κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα, αποδεικνύεται δε και από πιστοποιητικό του οικείου ασφαλιστικού φορέα, εκτός αν αποδεικνύεται με πιστοποιητικό του ίδιου ασφαλιστικού φορέα, ότι κατά το χρόνο που παρασχέθηκε η υπηρεσία δεν είχε επεκταθεί στην περιοχή η αρμοδιότητά του για ασφάλιση των εργαζομένων”.

9. Η διάταξη της περίπτωσης δ` της παρ. 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία προστέθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 1282/1982 (ΦΕΚ 110 Α`), καταργείται και οι περιπτώσεις ε` και στ` που ακολουθούν λαμβάνουν τα στοιχεία δ` και ε`, αντίστοιχα.

10. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 73 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“Για όσες από τις παραπάνω νοσοκόμες, κατά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, δεν θεμελιώνεται δικαίωμα σύνταξης ή για εκείνες που δεν ανακαλούνται στην ενέργεια λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, αναγνωρίζεται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και τόσος χρόνος, όσος απαιτείται για τη θεμελίωση δικαιώματος ο οποίος, πάντως, δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα (4) έτη και έξι (6) μήνες”.

11. Στο άρθρο 73 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 9 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

“9. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος των συμβασιούχων υπαλλήλων του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου, οι οποίοι επανέρχονται στην υπηρεσία, κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 2190/1994, ως απολυθέντες, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας για βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη, για όσους δε από αυτούς καταλάβουν θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, λογίζεται και ως συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992 όπως αυτό αντικαθίσταται με την παρ. 7 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, οι υπάλληλοι δε αυτοί θεωρούνται ως συμβασιούχοι μέχρι τη μονιμοποίησή τους. Προκειμένου για υπαλλήλους που λόγω της ιδιότητάς τους ασφαλίζονται υποχρεωτικά και σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης και δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του τελευταίου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992, όπως αυτό αντικαθίσταται με την παρ. 7 του άρθρου 5 του παρόντος νόμου, η αναγνώριση του εκτός υπηρεσίας χρόνου ως συνταξίμου χωρεί με την καταβολή από τους ενδιαφερομένους των κρατήσεων υπέρ συντάξεως που προβλέπονται, κατά περίπτωση, από τα άρθρα 6 του ν. 1902/1990 και 20 παρ. 2 του ν. 2084/1992”.

Η εξαγορά του εκτός υπηρεσίας χρόνου γίνεται σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 25 του ν. 2190/1994, οι δε εργοδοτικές εισφορές βαρύνουν την υπηρεσία στην οποία επαναπροσλαμβάνεται ο απολυθείς.

Οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για την εξαγορά του χρόνου είναι αυτές του μήνα υποβολής της σχετικής αίτησης. Ο τρόπος εξόφλησης του ποσού της εξαγοράς θα ρυθμιστεί από την προβλεπόμενη με την παρ. 7 του άρθρου 25 του ν. 2190/1994 απόφαση, ο δε χρόνος της υποβολής της σχετικής αίτησης ορίζεται σε ένα (1) έτος από την επαναπρόσληψή τους.

Οι διατάξεις των δύο αμέσως προηγούμενων εδαφίων έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους υπαλλήλους των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2190/1994.

12. Στο άρθρο 73 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 10 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

“10. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι ακολουθούν δημοσιοϋπαλληλικό συνταξιοδοτικό καθεστώς και επανέρχονται στην υπηρεσία κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του ν. 2190/1994 ως εξαναγκασθέντες σε παραίτηση κατά το από 1ης Ιανουαρίου 1990 μέχρι 31 Οκτωβρίου 1993 χρονικό διάστημα, λογίζεται ως χρόνος πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και συντάξιμος χωρίς δικαίωμα λήψεως αναδρομικών αποδοχών ή συντάξεων, εφόσον παραμείνουν τουλάχιστον επί διετία στην υπηρεσία, καταβάλλουν δε και τις προβλεπόμενες, κατά περίπτωση, από τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1902/1990 και της παρ. 2 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992 κρατήσεις υπέρ συντάξεως. Ο περιορισμός της διετίας δεν ισχύει σε περίπτωση θανάτου, καθώς και για όσους αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας ή απόλυσης λόγω ανικανότητας. Αν ο αναγνωριζόμενος χρόνος συμπίπτει με χρόνο ασφάλισης σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, οι εισφορές εργοδότη και ασφαλισμένου που έχουν καταβληθεί αποδίδονται στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων του άρθρου 1 του ν. 1405/1983”.

Ο χρόνος που κατά τα ανωτέρω αναγνωρίζεται ως συντάξιμος αναγνωρίζεται με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και ως χρόνος ασφάλισης στους φορείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας με καταβολή των σχετικών εισφορών από τους ενδιαφερομένους και τον εργοδότη, όπου αυτές προβλέπονται, και κατά τα αντίστοιχα ποσοστά που ορίζονται από τη νομοθεσία των οργανισμών αυτών.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και στους υπαλλήλους των λοιπών νομικών προσώπων της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 2190/1994, με καταβολή των εισφορών για όλο το χρονικό διάστημα του εκτός υπηρεσίας χρόνου που επιθυμούν να αναγνωρίσουν, σύμφωνα με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου και νόμου.

Επίσης, εφαρμόζονται ανάλογα και για υπαλλήλους που επανέρχονται στην υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 10 του άρθρου 26 του ν. 2190/1994, της επαναφοράς λογιζομένης από την έναρξη ισχύος του ν. 1847/1989 (ΦΕΚ 105 Α`).

13. Οι υπάλληλοι που επανέρχονται στην υπηρεσία με τις διατάξεις του άρθρου 25 και του τρίτου εδαφίου της παρ. 3 και της παρ. 10 του άρθρου 26 του ν. 2190/1994 και κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία έλαβαν εφάπαξ βοήθημα, κατά τη νέα αποχώρησή τους από την υπηρεσία θα δικαιωθούν εφάπαξ βοηθήματος μόνο για το νέο χρόνο ασφάλισης στον οικείο φορέα πρόνοιας, συνυπολογισμένου και του εκτός υπηρεσίας χρόνου, εφόσον αναγνωρισθεί ως χρόνος ασφάλισης.

Ο χρόνος υπηρεσίας – ασφάλισης, για τον οποίο δικαιώθηκαν εφάπαξ βοηθήματος, λαμβάνεται υπόψη μόνο για τη θεμελίωση δικαιώματος για τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος.

Στην περίπτωση κατά την οποία οι ανωτέρω υπάλληλοι δικαιώθηκαν επιστροφής των εισφορών τους μπορούν να αναγνωρίσουν τον πριν την έξοδό τους χρόνο υπηρεσίας, με την καταβολή της προβλεπόμενης τακτικής εισφοράς, που υπολογίζεται στις αποδοχές του μήνα υποβολής της σχετικής αίτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου φορέα πρόνοιας.

14. Στο τέλος του άρθρου 76 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 11 που έχει ως εξής:

“11. Ο χρόνος που διανύθηκε εκτός υπηρεσίας από τους υπαξιωματικούς του Α/Τ ΒΕΛΟΣ, που αποτάχθηκαν λόγω της συμμετοχής τους στο Κίνημα του Ναυτικού, αποκαταστάθηκαν με τις διατάξεις του ν.δ/τος 4/1974 (ΦΕΚ 129 Α`) και μεταγενέστερα αποστρατεύθηκαν με ειδική έκθεση αποστρατείας, στη συνέχεια δε επανήλθαν στην υπηρεσία με τις διατάξεις των άρθρων 14 του ν. 1375/1983 (ΦΕΚ 96 Α`) και 17 του ν. 1848/1989 (ΦΕΚ 112 Α`), λογίζεται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας για όλες τις συνέπειες εκτός από τη λήψη αναδρομικά αποδοχών ή σύνταξης”.

Ο χρόνος του προηγούμενου εδαφίου αναγνωρίζεται και ως χρόνος ασφάλισης στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας με καταβολή από τους ενδιαφερομένους των προβλεπόμενων εισφορών.

15. Στο τέλος του άρθρου 93 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 9, που έχει ως εξής:

“9. Στην πραγματική συντάξιμη υπηρεσία των υπαλλήλων που αποχωρούν από την υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 38 του ν. 2190/1994, προστίθενται τρία (3) έτη, τα οποία θεωρούνται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία.

Ο χρόνος που προστίθεται, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, μειώνεται ανάλογα, αν το χρονικό διάστημα από την αποχώρηση του υπαλλήλου έως τη συμπλήρωση τριακονταπενταετούς πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας είναι μικρότερο της τριετίας”.

Οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 1271/1982 (ΦΕΚ 97 Α`) εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλουςτων προηγουμένων εδαφίων.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τους γενικούς διευθυντές του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ., που αποχωρούν ή αποχώρησαν από την υπηρεσία, με τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου διατάξεις, καθώς και για όσους από αυτούς αποχώρησαν από την υπηρεσία μετά την 1η Ιανουαρίου 1994.

Σχετικό:  το άρθρ.4παρ.4 Ν.3513/2006,ΦΕΚ Α 265/5.12.2006

Άρθρο 4
Ειδικά θέματα

1. Η παράγραφος 4 του άρθρου 26 του Κώδικα του Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Ο μη μόνιμος στρατιωτικός δικαιούται σύνταξη στις περιπτώσεις β`, γ`, δ` και ε` της παρ. 1 του παρόντος άρθρου ή αν απομακρυνθεί των τάξεων και έχει εικοσιπενταετή τουλάχιστον πραγματική συντάξιμη υπηρεσία από την οποία δεκαπενταετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία”.

2. Στο άρθρο 51 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθεται παράγραφος 16, ως εξής:

“16. Εάν οι ανακρίσεις και το πόρισμα που αναφέρονται στα εδάφια πρώτο και δεύτερο της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού έχουν γίνει βάσει διατάξεων του Οργανισμού ή του Στρατιωτικού Κανονισμού του υπουργείου στο οποίο υπαγόταν ο παθών, η σχετική διαδικασία μπορεί να μην επαναληφθεί για τον κανονισμό της σύνταξης, εφόσον το πόρισμα είναι θετικά, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και σύμφωνη γνώμη της υπηρεσίας του παθόντος”.

3. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, που προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α`), αντικαθίσταται ως εξής:

“Η κατά το προηγούμενο εδάφιο εξαίρεση ισχύει και επί συντάξεων υπαλλήλων οι οποίοι λαμβάνουν επί του συντάξιμου μισθού τους προσαύξηση κατά 1/50 για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου και μέχρι του 40ού, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 1902/1990, επί συντάξεων που καταβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 4 των άρθρων 17 και 45 του παρόντος, καθώς και επί των συνταξιοδοτουμένων βάσει των διατάξεων των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α`) και 1977/1991”.

4. Η παράγραφος 5 του άρθρου 58 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“5. Όσοι από τους συνταξιούχους προτιμήσουν τη σύγχρονη καταβολή αποδοχών και σύνταξης με συνέπεια τη μη αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου υπηρεσίας τους, δεν απαλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτού της υποχρεώσης καταβολής των κρατήσεων για κύρια σύνταξη”.

5. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β` της παρ. 1 του άρθρου 35 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (π.δ. 1285/1981, ΦΕΚ 314 Α`), όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:

“Τα τέκνα, είτε γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίστηκαν, οι μεν θυγατέρες εάν είναι άγαμες, οι δε υιοί μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω”.

6. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 92 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“Η προσαύξηση της σύνταξης των ανωτέρω, λόγω επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του βαθμού του οποίου τη σύνταξη δικαιώθηκαν”.

7. Η παρ. 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 1859/1989, αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Στους αναπήρους πολέμου αξιωματικούς και σε όσους εξομοιώνονται με αυτούς παρέχεται, μαζί με τη σύνταξη, προσωπικό και αμεταβίβαστο επίδομα ανάλογα με το βαθμό μείωσης της ικανότητας για εργασία εξ` αιτίας του παθήματος, ως εξής:

Σε όσους έχουν αναπηρία 25-35% δραχμές 1.364

“”””40-45%”2.388″”””50-65%”3.554

“”””70-80%”4.662″”””85-95%”5.756

8. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 102 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων αντικαθίσταται ως εξής:

“1. Οι συνταξιοδοτούμενοι ως πάσχοντες από παραπληγία με ορθοκυστικές διαταραχές δικαιούνται επαύξησης του κατά το προηγούμενο άρθρο επιδόματος ανικανότητας κατά δραχμές 39.398.”

9. Η παρ. 4 του άρθρου 102 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων καταργείται.

10. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 1803/1988 (ΦΕΚ 176 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“3. Το παραπάνω προσωπικό που μετατάσσεται στο υπουργείο Οικονομικών και διατηρεί την κύρια ασφάλιση που είχε πριν τη μετάταξή του, διατηρεί υποχρεωτικά και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης με καταβολή από το Δημόσιο των εργοδοτικών εισφορών, όπου αυτές προβλέπονται”.

11. Η παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 1863/1969 αντικαθίσταται ως εξής:

“2. Δικαίωμα σύνταξης κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού έχουν και οι χήρες, οι γονείς, τα ανήλικα άγαμα τέκνα, τα ανάπηρα τέκνα και οι ανάπηρες άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% όσων από τους αναφερομένους στα άρθρα 3 και 4 του νόμου αυτού σκοτώθηκαν ή εκτελέστηκαν ή πέθαναν ή εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των κατά το άρθρο 3 εμφυλίων συγκρούσεων και μετά τη λήψη των συγκρούσεων αυτών, όχι όμως πέραν της 31ης Δεκεμβρίου 1955, καθώς και όσων πεθαίνουν μετά την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης ή, ενώ είχαν τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, πέθαναν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ή και μετά από αυτήν, χωρίς να έχουν αναγνωρίσει δικαίωμα σύνταξης, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων που ισχύουν για τις οικογένειες αναπήρων πολέμου οπλιτών”.

12. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης της παρ. 34 του άρθρου 9 του ν. 2266/1994 (ΦΕΚ 218 Α`), για το προσωπικό των Ν.Π.Ι.Δ. και των τραπεζών του δημόσιου τομέα, όπωςαυτός είχε αρχικά οριοθετηθεί με τις διατάξεις του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 68 Α`), που από τους οικείους οργανισμούς ή κανονισμούς των υπηρεσιών αυτών προβλέπεται ως τακτικό και υπηρετούσε με οποιονδήποτε τρόπο την 21η Νοεμβρίου 1994 σε οποιαδήποτε μονάδα του υπουργείου Οικονομικών, εφαρμόζονται τα οριζόμενα για τους λοιπούς τακτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., με συνυπολογισμό για την κατάταξή τους σε βαθμό και τη μισθολογική τους εξέλιξη όλου του χρόνου υπηρεσίας τους ως υπαλλήλων των υπηρεσιών αυτών του δημόσιου τομέα.

13. Το τακτικό προσωπικό του πρώην Εθνικού Θεάτρου, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, που μεταφέρεται ή μετατάσσεται με τα άρθρα 4 και 12 του ν. 2273/1994 (ΦΕΚ 233 Α`) στο υπουργείο Πολιτισμού, σε άλλα υπουργεία, σε Ν.Π.Δ.Δ. ή Ν.Π.Ι.Δ., εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, καθώς και υγειονομικής περίθαλψης, που είχε πριν από τη μεταφορά του ή μετάταξή του.

Η εφεξής υπηρεσία που παρέχει το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου στις μεταφερόμενες ή μετατασσόμενες υπηρεσίες θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μεταφέρεται ή μετατάσσεται.

Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού καταβάλλονται από τις υπηρεσίες στις οποίες έχει μεταφερθεί το προσωπικό αυτό.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν από τη δημοσίευση του ν. 2273/1994.

Οι Λογαριασμοί που είχαν συσταθεί στο πρώην Εθνικό Θέατρο, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και Εθνική Λυρική Σκηνή βάσει του ν. 103/1975 και του π.δ/τος 913/1981 για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στο τακτικό προσωπικό τους μεταφέρονται στο υπουργείο Πολιτισμού μαζί με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπαγόμενων στους Λογαριασμούς αυτούς υπαλλήλων σε ειδικό Λογαριασμό, ο οποίος θα διέπεται από τις διατάξεις του ν. 103/1975 και του π.δ/τος 913/1981 για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος κατά την αποχώρηση των υπαλλήλων αυτών από την υπηρεσία. Ο ειδικός αυτός Λογαριασμός θα διατηρηθεί μέχρι την αποχώρηση όλων των υπαλλήλων από την υπηρεσία, οπότε και θα διαλυθεί αυτοδικαίως.

14. Όπου συντρέχει περίπτωση και δεν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις, οι διατάξεις των άρθρων 2, 3 και του παρόντος έχουν εφαρμογή και για τους υπαλλήλους που έχουν απέλθει ήδη της υπηρεσίας, καθώς και για τις οικογένειες όσων τυχόν έχουν αποβιώσει, η δε αίτηση της σύνταξης ή των προβλεπόμενων επιδομάτων γίνεται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής στις αρμόδιες υπηρεσίες της σχετικής αιτήσεως.

Επίσης, εφαρμόζεται ανάλογα και στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου που διέπονται από δημοσιοϋπαλληλικό συνταξιοδοτικό καθεστώς, καθώς και από το καθεστώς του π.δ/τος 850/1980 (ΦΕΚ 211 Α`).

15. Η διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 6 του ν. 2227/1994 ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1995.

Άρθρο 5
Τροποποίηση- συμπλήρωση διατάξεων του ν. 2084/1992

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992 αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

“1. Επιβάλλεται υποχρεωτικά μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου στο σύνολο των πάσης φύσεως τακτικών αποδοχών και των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των προσώπων που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 7, καθώς και των λοιπών δημόσιων λειτουργών που δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο. Η εισφορά αυτή ανέρχεται στο ποσοστό που ισχύει κάθε φορά για τους ασφαλισμένους στην κύρια κοινή ασφάλιση του Ι.Κ.Α.”.

2. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

“2. Για την αναγνώριση των υπηρεσιών της παρ. 2 του άρθρου 4, καθώς και για κάθε άλλη συντάξιμη υπηρεσία για την οποία δεν έχουν καταβληθεί εισφορές στο Δημόσιο ή σε άλλον ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, καταβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο ηασφαλιστική εισφορά που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου αυτού, υπολογίζεται δε στο σύνολο των πάσης φύσεως τακτικών αποδοχών που λαμβάνει, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για αναγνώριση”.

3. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992 αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

“3. Αν για κάποια από τις υπηρεσίες της προηγούμενης παραγράφου έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν.δ/τος 4202/1961 (ΦΕΚ 175 Α`), όπως αντικαταστάθηκαν, τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11 του ν. 1405/1983 (ΦΕΚ 180 Α`), 4 του ν. 1539/1985 (ΦΕΚ 64 Α`), 15 του ν. 1902/1990 και 69 του παρόντος”.

4. Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 2084/1992 προστίθενται εδάφια, η ισχύς των οποίων ανατρέχει στο χρόνο ισχύος του ν. 2084/1992 με το εξής περιεχόμενο:

“Αν η υποχρεωτική αυτή ασφάλιση στους ανωτέρω φορείς έχει πραγματοποιηθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, δύναται ο υπάλληλος, εφόσον επιθυμεί, να ασφαλισθεί και στο Δημόσιο, καταβάλλοντας την εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 1902/1990, δηλώνοντας τούτο εγγράφως στην υπηρεσία του.

Ειδικά η ασφάλιση στο ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.) και στο Ταμείο Συντάξεως Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.) είναι υποχρεωτική προκειμένου για όσους υπάγονται για πρώτη φορά στην ασφάλιση των ταμείων αυτών από 1ης Ιανουαρίου 1993 και μετά, όπως ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 39 του παρόντος και στο Δημόσιο προαιρετικής με καταβολή σε αυτό του συνόλου των εισφορών από τους ασφαλιζομένους, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου αυτής”.

Η δήλωση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται για μεν τους νεοδιοριζομένους εντός τριμήνου από του διορισμού τους, για όσους δε υπηρετούν, εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

5. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 18 του ν. 2084/1992 αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν, ως εξής:

“1. Στις διατάξεις των άρθρων 3 έως και 17 του παρόντος υπάγονται τα πρόσωπα που διορίζονται για πρώτη φορά ως μόνιμοι υπάλληλοι ή κατατάσσονται ως στρατιωτικοί από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά, εφόσον δεν έχουν ασφαλισθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης.

2. Οι λοιποί υπάλληλοι ή στρατιωτικοί που προσλαμβάνονται ή κατατάσσονται με οποιαδήποτε άλλη σχέση για πρώτη φορά από την 1η Ιανουαρίου 1993 και μετά και δεν περιλαμβάνονται στα πρόσωπα που αναφέρονται στα άρθρα 3 και 7, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στο Ι.Κ.Α. ή στον οικείο, ανάλογα με την ειδικότητά τους, φορέα κύριας ασφάλισης. Αν όμως μεταγενέστερα διορισθούν σε μόνιμες θέσεις, υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 3 έως και 17 του παρόντος, εφόσον μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992 δεν έχουν ασφαλιστεί σε κανέναν ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης”.

Τυχόν επιπλέον καταβληθείσες εισφορές μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού δεν επιστρέφονται.

Οι αναφερόμενοι στις διατάξεις της παραγράφουαυτής, εφόσον έχουν ασφαλισθεί σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992, υπάγονται στο συνταξιοδοτικό καθεστώς που διέπει τους διορισθέντες στο Δημόσιο από την 1η Ιανουαρίου 1983 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1992.

6. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 56 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, το οποίο συμπληρώθηκε με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, αντικαθίσταται, από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

“Στην κατά το προηγούμενο εδάφιο τριακονταπενταετή συντάξιμη υπηρεσία περιλαμβάνεται και ο χρόνος που αναγνωρίζεται ως συντάξιμος με τις διατάξεις του ν.δ/τος 4202/1961, όπως ήδη ισχύουν, καθώς και οι προσαυξήσεις των συντάξεων με τριακοστά πέμπτα ή πεντηκοστά”.

7. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992, που αντικαταστάθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 2227/1994, αντικαθίσταται και πάλι από τότε που ίσχυσε, ως εξής:

” Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 17 έχουν εφαρμογή για όσους προσλήφθηκαν για πρώτη φορά στο Δημόσιο από 1ης Ιανουαρίου 1983 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, πράξεις δε ή αποφάσεις, που έχουν εκδοθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992 κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 έως 6 του ν. 1405/1983 για αναγνώριση προϋπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα, μπορούν είτε να παραμείνουν ισχυρές, οπότε το συντάξιμο των προϋπηρεσιών αυτών κρίνεται με τις διατάξεις βάσει των οποίων αναγνωρίσθηκαν, είτε να ανακληθούν, κατόπιν αιτήσεων των ενδιαφερομένων, οπότε οι εισφορές που έχουν αποδοθεί στο Δημόσιο επιστρέφονται στους υπαλλήλους, ύστερα από πράξη του αρμόδιου εκκαθαριστή αποδοχών, η δε παραγραφή της σχετικής βεβαίωσης αρχίζει από την ημερομηνία έκδοσης της ανακλητικής πράξης και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που έχουν αποδώσει στο Δημόσιο τις εισφορές για τον αναγνωριζόμενο χρόνο (εργοδότη και ασφαλισμένου) απαλλάσσονται της υποχρέωσης συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης του υπαλλήλου. Αμφισβητήσεις, που αναφύονται από την επέκταση του ν.δ/τος 4202/1961 και στο Δημόσιο, επιλύονται με τη διαδικασία των ενδίκων μέσων του άρθρου 68 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων”.

Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή στα πρόσωπα για τα οποία προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις υποχρεωτική ασφάλιση και σε άλλους φορείς κύριας ασφάλισης λόγω της ιδιότητάς τους, εφόσον έχουν διορισθεί στο Δημόσιο και ασφαλισθεί στους φορείς αυτούς μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, για την οποία εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 32 του ν. 1654/1986 (ΦΕΚ 177 Α`).

Τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου, εφόσον καταλάβουν μόνιμες θέσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, δύνανται, με δήλωση του ν. 1599/1988 προς την υπηρεσία τους, να διατηρήσουν το ασφαλιστικό καθεστώς κύριας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που υπάγονταν πριν τη μονιμοποίησή τους και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη μονιμοποίηση ή από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού για όσους έχουν ήδη μονιμοποιηθεί.

8. Πράξεις ή αποφάσεις της προηγούμενης παραγράφου που έχουν ήδη ανακληθεί ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, λογίζονται ισχυρές και η ανακλητική πράξη θεωρείται ότι ουδέποτε ίσχυσε, εφόσον αυτοί καταθέσουν στο Δημόσιο εφάπαξ το ποσό που τους έχει επιστραφεί εντός εξαμήνου από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και δηλώσουν εγγράφως στην υπηρεσία τους ότι επιθυμούν να κριθεί το δικαίωμά τους βάσει των αρχικών πράξεων ή αποφάσεων, καταθέτοντας και το σχετικό διπλότυπο είσπραξης, το οποίο κατά την έξοδο του υπαλλήλου θα επισυνάπτεται στα δικαιολογητικά συνταξιοδότησής του.

Η διάταξη της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζεται για όσους έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

9. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992 αντικαθίσταται ως εξής:

” 8. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5 του ν. 4448/1964 (ΦΕΚ 253 Α`), αχρεωστήτως καταβαλλόμενες συντάξεις, βοηθήματα, καθώς και επιδόματα που καταβάλλονται μαζί με τη σύνταξη ή το βοήθημα, μέχρι ποσού τριακοσίων χιλιάδων (300.000) δραχμών, παρακρατούνται με απόφαση του διευθυντή της αρμόδιας διεύθυνσης συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από τις συντάξεις των επόμενων μηνών σε έξι (6) μηνιαίες δόσεις, καθεμία από τις οποίες δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα τέταρτο (1/4) του ακαθάριστου ποσού της μηνιαίας σύνταξης. Στην περίπτωση που ο αριθμός των μηνιαίων δόσεων δεν επαρκεί για την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, ο χρόνος επιμηκύνεται ανάλογα”.

10. Στο τέλος του άρθρου 33 του ν. 2084/1992 προστίθεται διάταξη ως ακολούθως: “Για τα Ταμεία Αρωγής Δημοσίων Υπαλλήλων και λοιπά επικουρικά Ταμεία οι ασφαλισμένοι των οποίων συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο ή δεν συνταξιοδοτούνται από το Δημόσιο, αλλά διέπονται από το ίδιο συνταξιοδοτικό καθεστώς βάσει ιδιαίτερων νομοθετημάτων που είτε παραπέμπουν στις διατάξεις των δημοσίων υπαλλήλων είτε επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των άρθρων 3 έως και 18 του παρόντος, όπως ισχύουν κάθε φορά.

Άρθρο 6
Επαναχορήγηση συντάξεων σε αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης συνταξιούχους Ο.Γ.Α.

1. Από την 1η Φεβρουαρίου 1995 επαναχορηγούνται οι συντάξεις που προβλέπονταν από τις διατάξεις του άρθρου 27 του ν.1813/1988 (ΦΕΚ 245 Α`) για τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης συνταξιούχους του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) και τις οικογένειές τους, οι οποίες καταργήθηκαν με το άρθρο 7 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 134 Α`) και ανέρχονται στο ποσό που προκύπτει από τη διαφορά μεταξύ των ποσών της κατώτατης πολιτικής σύνταξης του Δημοσίου και της σύνταξης γήρατος του Ο.Γ.Α., όπως αυτό ισχύει κατά την 31η Δεκεμβρίου 1994, χωρίς να αυξάνεται περαιτέρω.

2. Η επαναχορήγηση γίνεται στα πρόσωπα τα οποία είχαν αναγνωρισθεί ως δικαιούχα με πράξεις ή αποφάσεις των αρμόδιων οργάνων, είτε η σύνταξη καταβαλλόταν και διεκόπη από 1η Σεπτεμβρίου 1991 είτε δεν είχε δοθεί εντολή καταβολής, διότι, λόγω της διακοπής, οι πράξεις ή αποφάσεις συνταξιοδότησης δεν εκτελέσθηκαν και οι σχετικοί φάκελοι τέθηκαν στο αρχείο.

3. Δεν δικαιούνται της παραπάνω σύνταξης τα πρόσωπα τα οποία, κατά το χρονικό διάστημα απόδιακοπή της σύνταξης μέχρι την 1η Φεβρουαρίου 1995, έλαβαν και άλλη σύνταξη, είτε από το Δημόσιο είτε από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, πλην της σύνταξης του Ο.Γ.Α. ως αγρότες ή ανασφάλιστοι υπερήλικες.

4. Για την επαναχορήγηση της σύνταξης οι ενδιαφερόμενοι υποβάλλουν αίτηση, στην οποία επισυνάπτεται και υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από αστυνομική αρχή και στην οποία αναφέρεται αν λαμβάνουν άλλη σύνταξη, πλην της σύνταξης του Ο.Γ.Α., η νομαρχία από την Πρωτοβάθμια Επιτροπή Κρίσεως της οποίας αναγνωρίστηκαν ως αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης, το αμετάβλητο της προσωπικής κατάστασης, προκειμένου για μέλη της οικογένειάς τους, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία προς διευκόλυνση των αρμόδιων υπηρεσιών (αριθμό και ημερομηνία πρακτικού της οικείας νομαρχίας, οργάνωση στην οποία υπηρέτησε, αριθμό μητρώου της σύνταξης που διεκόπη κ.λ.π.).

5. Η σύνταξη που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού μεταβιβάζεται και στα πρόσωπα της οικογένειας όσων, ενώ είχαν δικαιωθεί της σύνταξης, απεβίωσαν ή αποβιώνουν μετά την επαναχορήγησή της. Ως πρόσωπα της οικογένειας νοούνται αυτά που αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατ` ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων αυτών ως προς τους όρους και τις προϋποθέσεις μεταβίβασης, καθώς και των λοιπών διατάξεων του Κώδικα αυτού ως προς το ποσό της οικογενειακής σύνταξης, τα υποβαλλόμενα δικαιολογητικά, τα ένδικα μέσα κ.λπ.

Το ποσό της μεταβιβαζομένης σύνταξης είναι το ίδιο με αυτό που δικαιούνταν ο δικαιοπάροχος, καταβάλλεται δε, εφόσον τα πρόσωπα αυτά δεν λαμβάνουν άλλη σύνταξη είτε από το Δημόσιο είτε από άλλο φορέα κύριας ασφάλισης, με εξαίρεση της σύνταξης του Ο.Γ.Α. ως αγροτών ή ανασφάλιστων υπερηλίκων και δεν είχαν εισόδημα κατά το προηγούμενο της μεταβίβασης έτος, μεγαλύτερο από την κατώτατη σύνταξη γήρατος του Ι.Κ.Α.. Αυτά θα αποδεικνύονται από υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από αστυνομική αρχή, καθώς και από πιστοποιητικό της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) στο οποίο να βεβαιώνεται το εισόδημα που δηλώθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, οι πρόσοδοι από κάθε πηγή και επιπλέον ότι η δήλωσή του ελέγχθηκε ως αληθής ή ότι δεν επιδόθηκε δήλωση.

Άρθρο 7
Ανασύσταση Πρωτοβάθμιων Επιτροπών Κρίσεως

1. Με αποφάσεις των οικείων νομαρχών, ανασυνιστώνται οι Πρωτοβάθμιες Επιτροπές Κρίσης που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 9 του π.δ/τος 379/1983 (ΦΕΚ 136 Α`) σε κάθε νομαρχία για την αναγνώριση της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και συγκροτούνται από ένα δικαστικό λειτουργό ως πρόεδρο, έναν ανώτερο υπάλληλο της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, έναν εκπρόσωπο της τοπικής αυτοδιοίκησης και από δύο πρόσωπα που φέρουν την ιδιότητα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, από τα οποία το ένα να είναι μέλος του νομαρχιακού παραρτήματος Πανελλήνιας Οργάνωσης και το άλλο του παραρτήματος της Πανελλήνιας ‘Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και όπου δεν υπάρχει παράρτημα, τα δύο μέλη θα υποδεικνύονται από τις αναφερόμενες κεντρικές οργανώσεις Αντίστασης.

2. Η λειτουργία των Επιτροπών διέπεται από τις διατάξεις του π.δ/τος 379/1983 και τηςεξουσιοδότησης του άρθρου 12 αυτού εκδοθείσας κοινής απόφασης των Υπουργών Εθνικής `Άμυνας και Εσωτερικών με αριθμ. 84300/25.10.1983 (ΦΕΚ 621 Β`) εφαρμοζομένων ανάλογως σε κάθε περίπτωση.

3. `Έργο των Επιτροπών είναι η, βάσει των δικαιολογητικών των οικείων φακέλων και κατόπιν σχετικού εγγράφου της αρμόδιας διεύθυνσης συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, επανάκριση των πράξεων με τις οποίες έχει αναγνωρισθεί η ιδιότητα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης στους δικαιούχους της, κατά το προηγούμενο άρθρο, σύνταξης, οι οποίοι κατά το χρόνο συμμετοχής του στην Εθνική Αντίσταση δεν είχαν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους.

4. Για τη διατήρηση και την αναγνώριση της ιδιότητας του αγωνιστή των επανακρινομένων απαιτείται η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων για την, κατ` αρχήν, συμμετοχή τους στην Εθνική Αντίσταση, όπως έγγραφα, βεβαιώσεις οργανώσεων στις οποίες υπηρέτησαν, ιστορικά ντοκουμέντα φιλμς, φωτογραφίες, βιβλιογραφία κ.λπ. και μόνο σε περίπτωση μερικής ανεπάρκειας και κατά την ελεύθερη κρίση των επιτροπών θα λαμβάνονται επικουρικώς υπόψη υπεύθυνες δηλώσεις του ν.δ/τος 105/1969 ή του ν. 1599/1986 δύο τουλάχιστον προσώπων που φέρουν την ιδιότητα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης για τον προσδιορισμό κυρίως της οργάνωσης στην οποία υπηρέτησαν και τη διάρκεια της υπηρεσίας τους και πάντως η ιδιότητα του αγωνιστή θα διατηρείται μετά από εμπεριστατωμένη αιτιολογία της Επιτροπής.

5. Πρόσωπα για τα οποία διαπιστώνεται με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις ότι απέκτησαν την ιδιότητα του αγωνιστή με ψευδείς βεβαιώσεις δηλώσεις ή παραποιημένα στοιχεία και ότι, κατά την επανάκριση, σύμφωνα με την παρ.4, δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, στερούνται της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, διαγράφονται από τους οικείους πίνακες, ανακαλούνται τα σχετικά έγγραφα, διπλώματα, μετάλλια κλπ. που τους έχουν απονεμηθεί και καταργούνται τα συνταξιοδοτικά και άλλα ευεργετήματα.

6. Οι Γραμματείες των Επιτροπών ενημερώνουν αμέσως και εγγράφως τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οι οποίες προβαίνουν στην ανάκληση των σχετικών πράξεων ή αποφάσεων συνταξιοδότησης και στη διακοπή της τυχόν καταβαλλόμενης σύνταξης που επαναχορηγήθηκε στους ενδιαφερομένους ή στις οικογένειές τους. Η διακοπή γίνεται από την πρώτη του μήνα του επόμενου της λήψεως της ανακλητικής πράξεως, ποσά δε που έχουν καταβληθεί δεν αναζητούνται.

7. Κατά των αποφάσεων των εν λόγω Επιτροπών επιτρέπεται η άσκηση, οπό τους ενδιαφερομένους, προσφυγής ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Κρίσης του άρθρου 11 του π.δ/τος 379/1983 και μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης. Η προσφυγή δεν αναστέλλει την κατάργηση των συντάξεων, τυχόν δε δικαίωση, συνεπάγεται την αναδρομική καταβολή τους.

8. Αιτήσεις αγωνιστών που έχουν κριθεί από τις Επιτροπές Κρίσης, οι οποίες λειτούργησαν μέχρι την ισχύ του ν. 1976/1991 και εκκρεμούν είτε στις Νομαρχίες είτε στη ΔΕΠΑΘΑ είτε σε οποιαδήποτε άλλη κρατική υπηρεσία εισάγονται προς νέα κρίση ενώπιον των ανασυνιστώμενων Επιτροπών με το παρόν άρθρο. Για την αναγνώριση της ιδιότητας του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης και μόνο παρέχεται προθεσμία από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την 31η Αυγούστου 1995 υποβολής σχετικής αίτησης.

Κατά την επανάκριση ή αρχική κρίση, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις της παρ. 4 του παρόντος άρθρου.

Σχετικό:  παρ.3 άρθρ.4 Ν.2703/199

9. Κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού, ιδιαίτεραπρος τη λειτουργία των Επιτροπών και την τυχόν αποζημίωση των μελών των Επιτροπών και των γραμματέων, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, ρυθμίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών.

Άρθρο 8

1. Η ειδική αποζημίωση του άρθρου 7 του ν. 2019/1992 (ΦΕΚ 34 Α`), όπως αυτή μετατράπηκε σε ειδικό επίδομα με το άρθρο 41 του ν 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α`), δύναται να χορηγηθεί αναδρομικά στους υπαλλήλους του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθώς και στους υπαλλήλους των νομικών προσώπων που εποπτεύονται από αυτό και στο αντίστοιχο προσωπικό των Πανεπιστημιακών Νοσοκομείων.

Το ύψος του ποσού για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ο τρόπος καταβολής του, ο αριθμός των δόσεων, η ημεροχρονολογία εξοφλήσεώς τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζονται με αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Ειδικά για την πληρωμή της πρώτης δόσης, η οποία θα γίνει αμέσως μετά τη δημοσίευση του παρόντος, το ύψος του ποσού ορίζεται στα πενήντα πέντε εκατοστά (55/100) του συνολικού καθαρού πληρωτέου ποσού που θα προκύπτει, χωρίς κρατήσεις και φόρο που θα αποδοθούν με τις επόμενες δόσεις.

2. Το χορηγηθέν από 1ης Ιουλίου 1991 μηνιαίο επίδομα τροφής σε όλες τις κατηγορίες προσωπικού των Νοσοκομείων με την Α3β/Φ.15/οικ. 7823/28.6.1991 κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που κυρώθηκε νομοθετικά με το άρθρο 19 του ν. 1963/1991 (ΦΕΚ 138 Α`), και οναπροσαρμόσθηκε με το άρθρο 7 του ν. 2256/1994 (ΦΕΚ 196 Α`), επεκτείνεται από 1ης Ιανουαρίου 1995 και στο Πολιτικό Προσωπικό των Στρατιωτικών Νοσοκομείων και του Ν.Ι.Μ.Τ.Σ.

Άρθρο 9
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσιν του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα,21 Ιουνίου 1995

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ Κ.ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ.ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Α.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Δ. ΚΡΕΜΑΣΤΙΝΟΣ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ Γ.ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Γ.ΚΑΤΣΙΦΑΡΑΣ

Ο ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ Φ.ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα 22 Ιουνίου1995

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Α.ΠΕΠΟΝΗΣ