ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2304 ΦΕΚ Α’ 83/11.5.1995
Κύρωση του Κώδικα Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται ο Κώδικας Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων του οποίου το κείμενο ακολουθεί, όπως καταρτίσθηκε από την αναθεωρητική νομοπαρασκευαστική επιτροπή του άρθρου 6 παρ. 10 του ν. 1911/1990.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Έκταση εφαρμογής – Λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία
Άρθρο 1
Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται στους δικαστικούς λειτουργούς του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων.
Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού εφαρμόζονται στους δικαστικούς λειτουργούς του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων.
Άρθρο 2
Λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία
Οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων απολαύουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Διαγωνισμός – Διορισμός
Άρθρο 3
Διαγωνισμός
Σε θέση παρέδρου διορίζεται αυτός που πέτυχε στο σχετικό διαγωνισμό, ο οποίος γίνεται από ειδική επιτροπή.
Άρθρο 4
Εξεταστική επιτροπή
1. Η Εξεταστική επιτροπή που διενεργεί το διαγωνισμό διορισμού των παρέδρων αποτελείται από:
α) τον Πρόεδρο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ως Πρόεδρο,
β) τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου,
γ) έναν καθηγητή ποινικού δικαίου, έναν καθηγητή αστικού δικαίου και έναν καθηγητή συνταγματικού ή διοικητικού δικαίου νομικής σχολής ελληνικού πανεπιστημίου, που ορίζονται με τους αναπληρωτές τους από τον Πρόεδρο του οικείου τμήματος μετά από αίτημα του Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ως μέλη.
2. Ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου σε περίπτωση απουσίας η κωλύματος αναπληρώνεται από τον Εισαγγελέα του αυτού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτήν ο εισαγγελέας αναπληρώνεται από Αναθεωρητή τον οποίο ορίζει ο ίδιος.
3. Ο Εισαγγελέας, σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος, αναπληρώνεται από Αναθεωρητή τον οποίο ορίζει ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
4. Γραμματέας της επιτροπής ορίζεται ο γραμματέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ή ο νόμιμος αναπληρωτής του.
Άρθρο 5
Ποιοι γίνονται δεκτοί στο διαγωνισμό
Γίνονται δεκτοί στο διαγωνισμό:
α) δικαστικοί λειτουργοί,
β) δικηγόροι που έχουν τουλάχιστον ένα χρόνο δικηγορία,
γ) όσοι έχουν διατελέσει δικηγόροι ή δικαστικοί λειτουργοί για έναν τουλάχιστον χρόνο,
δ) πτυχιούχοι νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή ισότιμου της αλλοδαπής, εφόσον είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικών ή πολιτικών επιστημών ή κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος των ίδιων επιστημών που απονέμεται από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της ημεδαπής ή ισότιμο της αλλοδαπής, μετά από παρακολούθηση τουλάχιστον ενός έτους μεταπτυχιακών μαθημάτων και εξετάσεις,ε) κάτοχοι πτυχίου αμφοτέρων των τμημάτων της Νομικής Σχολής (πολιτικού και νομικού), εφόσον τουλάχιστον το ένα από τα πτυχία αυτά έχουν λάβει με βαθμό τουλάχιστον λίαν καλώς και
στ) στρατιωτικοί δικαστικοί γραμματείς και οι κάθε βαθμού δημόσιοι υπάλληλοι, αφού συμπληρώσουν δύο χρόνια υπηρεσίας μετά τη λήψη πτυχίου νομικού τμήματος ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος ή ένα χρόνο, εφόσον έχουν τριετή συνολική υπηρεσία δικαστικού γραμματέως ή δημοσίου υπαλλήλου, αντίστοιχα. Οι δικηγόροι, οι πτυχιούχοι των εδαφίων δ` και ε` και οι δημόσιοι υπάλληλοι γίνονται δεκτοί μόνο εφόσον έχουν υπηρετήσει τη νόμιμη στρατιωτική τους θητεία ή έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτήν.
Άρθρο 6
Διεξαγωγή διαγωνισμού
1. Ο διαγωνισμός ενεργείται μόνο για την πλήρωση των κενών θέσεων δικαστικών λειτουργών που υπάρχουν κατά το χρόνο της προκηρύξεως του διαγωνισμού. Στις κενές θέσεις υπολογίζονται και αυτές που θα προκύψουν κατά την 30ή Ιουνίου του έτους της ενάρξεως του διαγωνισμού με την αποχώρηση δικαστικών λειτουργών λόγω ορίου ηλικίας. Στην υπουργική απόφαση προκηρύξεως πρέπει να μνημονεύεται ο αριθμός των θέσεων που θα πληρωθούν με το διαγωνισμό.
2. Ο διαγωνισμός περιλαμβάνει γραπτή και προφορική εξέταση στα εξής μαθήματα:
α) ποινικό δίκαιο,β) ποινική δικονομία,γ) στρατιωτικό ποινικό δίκαιο (ουσιαστικό – Δικονομία και οργανισμό των στρατιωτικών δικαστηρίων),
δ) αστικό δίκαιο,
ε) συνταγματικό δίκαιο και
στ) διοικητικό δίκαιο.
Προαιρετική είναι η εξέταση σε μία ή περισσότερες από τις γλώσσες αγγλική, γαλλική, γερμανική και ιταλική. Η εξέταση αυτή είναι γραπτή και προφορική και γίνεται είτε από μέλος της επιτροπής ή από ειδικό εξεταστή που ορίζει ο πρόεδρος της επιτροπής. Η επιτυχής εξέταση στην ξένη γλώσσα με βαθμό τουλάχιστον δεκαπέντε (με άριστα το 20) προσαυξάνει το σύνολο της βαθμολογίας του υποψηφίου με μία μονάδα για κάθε ξένη γλώσσα.
3. Η σειρά κατατάξεως των επιτυχόντων σε περίπτωση ισοψηφίας καθορίζεται με κλήρωση.4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, καθορίζονται ο τρόπος προκηρύξεως του διαγωνισμού, οι αναγκαίες δημοσιεύσεις, ο τρόπος υποβολής των αιτήσεων και δικαιολογητικών, ο έλεγχος των προσόντων, οι υγειονομικές επιτροπές, τα κριτήρια, η διαδικασία και ο χρόνος εξετάσεως της σωματικής ικανότητας και υγείας των υποψηφίων, ο τρόπος διενέργειας του διαγωνισμού, βαθμολόγησης και εξαγωγής των αποτελεσμάτων και η ανακήρυξη των επιτυχόντων, όπως και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Άρθρο 7
Πράξη διορισμού
Οι επιτυχόντες στο διαγωνισμό διορίζονται, κατά τη σειρά επιτυχίας τους με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας. Αυτοί τοποθετούνται κατά προτίμηση στα στρατιωτικά δικαστήρια που υπηρετούν πάνω από έξι (6) συνολικά δικαστικοί λειτουργοί.
Άρθρο 8
Δημοσίευση του διατάγματος διορισμού
Το διάταγμα του διορισμού δημοσιεύεται περιληπτικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η περίληψη περιλαμβάνει:
α) την ημερομηνία του διατάγματος,
β) όλα τα στοιχεία του διοριζομένου (το άνομα, το επώνυμο, το όνομα του πατέρα και της μητέρας, τον τόπο και το έτος γεννήσεως),
γ) το δικαστήριο στο οποίο τοποθετείται,
δ) το βαθμό και
ε) κάθε άλλο ειδικό προσδιορισμό που υπάρχει στο διάταγμα.
Άρθρο 9
Κοινοποίηση του διορισμού
1. Το διάταγμα του διορισμού ανακοινώνεται στον διοριζόμενο με έγγραφο του υπουργού Εθνικής Άμυνας. Το έγγραφο αυτό επιδίδεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη δημοσίευση του διατάγματος.
2. Στο έγγραφο της προηγούμενης παραγράφου πρέπει να αναφέρονται ο αριθμός και η ημερομηνία του Φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπου δημοσιεύτηκε η περίληψη του άρθρου 8.
3. Στο πιο πάνω έγγραφο ορίζεται και προθεσμία δέκα έως τριάντα ημερών από την επίδοση, για την ορκωμοσία και την Ανάληψη υπηρεσίας από τον διοριζόμενο. Αν δεν ορίζεται, η προθεσμία θεωρείται ότι αυτή είναι τριάντα ημερών. Ύστερα από αίτηση του διοριζομένου, είναι δυνατόν να παραταθεί η προθεσμία αυτή και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, για τριάντα ακόμη ημέρες.
4. Αν δεν πραγματοποιηθεί η επίδοση που προβλέπει η παράγραφος 1, θεωρείται ότι η επίδοση του εγγράφου του Υπουργού Εθνικής Άμυνας έγινε την τριακοστή ημέρα από τη δημοσίευση του διατάγματος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Από τότε αρχίζει και η προθεσμία των τριάντα ημερών για την ορκωμοσία και την Ανάληψη υπηρεσίας από τον διοριζόμενο.
Άρθρο 10
Αποδοχή του διορισμού
1. Η δημόσια υπηρεσιακή σχέση του δικαστικού λειτουργού δημιουργείται με το διορισμό και την αποδοχή του.
2. Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία. Πριν από την ορκωμοσία δεν επιτρέπεται Ανάληψη υπηρεσίας.
3. Ο αποδεχόμενος το διορισμό του δίνει τον όρκο του στρατιωτικού και τον όρκο του επόμενου άρθρου. Ο τελευταίος δίνεται ενώπιον στρατιωτικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίασή του.
4. Για την ορκομωσία συντάσσεται πρακτικό.
Άρθρο 11
Όρκος δικαστικού λειτουργού
Ο τύπος του όρκου είναι: “Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, υπακοή στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.
Άρθρο 12
Ανάληψη υπηρεσίας
Η Ανάληψη υπηρεσίας από το δικαστικό λειτουργό βεβαιώνεται με έκθεση. Αυτή συντάσσεται από το γραμματέα του δικαστηρίου στο οποίο τοποθετήθηκε και υπογράφεται και από τον διοριζόμενο.
Άρθρο 13
Ανάκληση του διορισμού
1. Το προεδρικό διάταγμα του διορισμού ανακαλείται, αν ο διοριζόμενος δεν τον αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά. Σιωπηρή μη αποδοχή υπάρχει όταν περάσει η προθεσμία χωρίς αυτός να έχει ορκισθεί και να έχει αναλάβει υπηρεσία.
2. Διορισμός, που έγινε χωρίς να τηρηθούν οι διατάξεις αυτού του νόμου, ανακαλείται μέσα σε δύο χρόνια από τη δημοσίευση του διατάγματος. Αν τον παράνομο διορισμό προκάλεσε ή υποβοήθησε ο ενδιαφερόμενος, η ανάκληση χωρεί και μετά την πάροδο αυτής της προθεσμίας.
3. Παρά την ανάκληση:
α) Εκείνος που διορίστηκε παράνομα έχει τις ευθύνες του δικαστικού λειτουργού για όσο χρονικό διάστημα άσκησε τα καθήκοντά του.
β) Οι πράξεις του είναι έγκυρες.
γ) Δεν αναζητούνται οι αποδοχές που του καταβλήθηκαν μέχρι την Ανάκληση του διορισμού
Άρθρο 14
Ιθαγένεια δικαστικού λειτουργού
1. Δικαστικός λειτουργός διορίζεται εκείνος που έχει την ελληνική ιθαγένεια.
2. Έλληνας το γένος, που δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια, είναι δυνατόν να διορισθεί δικαστικός λειτουργός σύμφωνα με τις εξαιρέσεις που προβλέπονται από ειδικούς νόμους.
3. Αλλογενής, που έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, δεν διορίζεται δικαστικός λειτουργός.
Άρθρο 15
Ηλικία δικαστικού λειτουργού
1. Δικαστικός λειτουργός διορίζεται εκείνος που συμπλήρωσε το 27ο έτος και δεν έχει υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας του.
2. Για την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου, ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται εκείνη που αποδεικνύεται από ληξιαρχική πράξη, η οποία έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα ημέρες το πολύ από την ημέρα της γεννήσεως.
3. Αν δεν έχει συνταχθεί τέτοια ληξιαρχική πράξη, ως ημέρα γεννήσεως λαμβάνεται η 30ή Ιουνίου του έτους γεννήσεως, Τότε το έτος γεννήσεως αποδεικνύεται από τα σχετικά μητρώα του οικείου δήμου ή της κοινότητας. Αν υπάρχουν περισσότερες εγγραφές στα μητρώα, επικρατεί η χρονικά προγενέστερη.
4. Δικαστικές Αποφάσεις που βεβαιώνουν την ηλικία ή διορθώνουν τις σχετικές εγγραφές δεν λαμβάνονται υπόψη.
Άρθρο 16
Ανίσχυρο προνομίων
Διατάξεις νόμων που θεσπίζουν προνόμια για την κατά προτίμηση κατάληψη θέσεων, δεν έχουν εφαρμογή για το διορισμό σε θέση δικαστικού λειτουργού.
Άρθρο 17
Κωλύματα διορισμού
Δεν διορίζεται δικαστικός λειτουργός:
α. Εκείνος που δεν είναι γραμμένος στα μητρώα αρρένων προκειμένου για άνδρα ή στα γενικά μητρώα των δημοτών, προκειμένου για γυναίκα.
β. Εκείνος που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα, με αμετάκλητη καταδίκη και μετά τη λήξη του χρόνου στερήσεως.
γ. Εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη από τρεις μήνες για έγκλημα εκ δόλου.
δ. Εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή, για κλοπή (άρθρα 372, 373, 374 Π.Κ.), ζωοκλοπή, απάτη (άρθρα 386, 386α Π.Κ.), υπεξαίρεση κοινή ή στην υπηρεσία (άρθρα 375, 258 Π.Κ.), εκβίαση άρθρο 385 Π.Κ.), πλαστογραφία (άρθρο 216 Π.Κ.), πλαστογραφία πιστοποιητικών (άρθρο 217 Π.Κ.), πλαστογραφία και κατάχρηση ενσήμων (άρθρο 218 Π.Κ.), ψευδή βεβαίωση και νόθευση (άρθρο 242 Π.Κ.), προσβολή συμβόλων του ελληνικού κράτους (άρθρο 181 Π Κ.), ψευδορκία και ψευδή ανώμοτη κατάθεση (άρθρα 224, 225 Π.Κ.), παραπλάνηση σε ψευδορκία (άρθρο 228 Π.Κ.), ψευδή καταμήνυση (άρθρο 229 Π.Κ.), απιστία δικηγόρου (άρθρο 233 Π.Κ.), απιστία περί την υπηρεσία (άρθρο 256 Π.Κ.), δωροδοκία (άρθρα 235, 236, 237 Π.Κ.), καταπίεση (άρθρο 244 Π.Κ.), παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.), συκοφαντική δυσφήμηση (άρθρο 363 Π.Κ.), υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσέως (άρθρο 220 Π.Κ.), υπεξαγωγή εγγράφου (άρθρο 222 Π.Κ.), παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου (άρθρο 252 Π.Κ.), έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (άρθρα 336 έως 353 Π.Κ.), παραβίαση του απορρήτου των τηλεφωνημάτων και της προφορικής συνομιλίας (άρθρα 370Α, 370Β, 370Γ Π.Κ.) για παράβαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, λαθρεμπορίας, όπλων, πυρομαχικών κ.λπ., τυχερών παιχνιδιών, εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, καθώς και για ανυποταξία, λιποταξία, προσβολή της σημαίας ή του στρατού (άρθρο 74 Σ.Π.Κ.), δυσφήμηση ανωτέρου (άρθρο 78 Σ.Π.Κ.), κλοπή ή υπεξαίρεση στρατιωτικών πραγμάτων και πλαστογραφία (άρθρο 115 Σ.Π.Κ.).
ε. Εκείνος που έχει τεθεί υπό απαγόρευση ή δικαστική αντίληψη.
στ. Εκείνος που έχει παυθεί οριστικώς από θέση δικαστικού λειτουργού, δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή υπαλλήλου του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
ζ. Εκείνος που έχει απολυθεί από θέση δικαστικού λειτουργού, δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή υπαλλήλου του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή από θέση δικηγόρου ή συμβολαιογράφου, λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης ή για πειθαρχικούς λόγους.
η. Εκείνος ο οποίος δεν έχει το ήθος και το χαρακτήρα που αρμόζουν σε δικαστικό λειτουργό. Για το ήθος και το χαρακτήρα του υποψήφιου δικαστικού λειτουργού αποφαίνεται με αιτιολογημένη απόφασή του, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου:α) το δικαστικό συμβούλιο του Πρωτοδικείου του τόπου της κατοικίας του, που συγκροτείται κατά τις διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων, εάν είναι δικηγόρος, ασκούμενος δικηγόρος, πτυχιούχος ή δημόσιος υπάλληλος,
β) το δικαστικό συμβούλιο του στρατιωτικού δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο στρατιωτικός δικαστικός γραμματέας ή στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η υπηρεσία εκείνου που δεν υπηρετεί σε αυτό. Σε περίπτωση που η απόφαση δεν είναι θετική ή ομόφωνη, το θέμα του ήθους των συγκεκριμένων υποψηφίων δικαστικών λειτουργών παραπέμπεται από το συμβούλιο υποχρεωτικά στο Συμβούλιο Εφετών ή στο συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, αντίστοιχα.
θ. Εκείνος που έχει παραπεμφθεί για πλημμέλημα από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο δ` αυτού του άρθρου ή για κακούργημα, καθώς και εκείνος που έχει καταδικασθεί με Οριστική απόφαση για ένα από αυτά τα εγκλήματα. Το κώλυμα αυτό ισχύει μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή αμετάκλητη αθωωτική απόφαση.
ι. Εκείνος που δεν είναι αρτιμελής και υγιής σωματικά ή ψυχικά. Η εξέταση της υγείας των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών γίνεται με τη διαδικασία που καθορίζεται από το προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 6 του παρόντος.
Άρθρο 18
Άρση κωλυμάτων
1. Η παραγραφή κακουργήματος ή πλημμελήματος από εκείνα που αναφέρονται στην περίπτωση δ` του ποοηγούμενου άρθρου ή κακουργήματος δεν αίρει το κώλυμα, εφόσον ο υποψήφιος έχει παραπεμφθεί αμετακλήτως στο ακροατήριο. Επίσης δεν αίρουν το κώλυμα η αποκατάσταση, η χάρη και η αναστολή εκτελέσεως της ποινής, έστω και αν πέρασε ο χρόνος της αναστολής.
2. Η παραγραφή της ποινής, που έχει επιβληθεί με την καταδικαστική απόφαση ή η άρση των συνεπειών της αποφάσεως για ένα από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 δεν αίρει το κώλυμα.
Άρθρο 19
Χρόνος συνδρομής προσόντων και ελλείψεως κωλυμάτων
1. Τα απαιτούμενα προσόντα για το διορισμό πρέπει να συντρέχουν κατά το χρόνο της ενάρξεως του διαγωνισμού και κατά το χρόνο του διορισμού. Μόνο το προσόν της ηλικίας αρκεί να υπάρχει κατά το χρόνο ενάρξεως του διαγωνισμού.
2. Τα κωλύματα, που αναφέρονται στο άρθρο 17, πρέπει να μην υπάρχουν κατά το χρόνο του διαγωνισμού και κατά το χρόνο του διορισμού.
Άρθρο 20
Αναδιορισμός
1. Επιτρέπεται ο Αναδιορισμός στο δικαστικό σώμα ενόπλων δυνάμεων του δικαστικού λειτουργού που παραιτήθηκε ή απολύθηκε από αυτό λόγω σωματικής ανικανότητας, μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Β` σε κενή θέση, ομοιόβαθμη εκείνης από την οποία έχει αποχωρήσει. Πρέπει όμως εκείνος που παραιτήθηκε ή απολύθηκε:α) να ζητήσει τον αναδιορισμό του μέσα σε πέντε χρόνια από την έξοδό του από την υπηρεσία,
β) να έχει όλα τα προσόντα που απαιτούνται για το διορισμό δικαστικού λειτουργού, πλην της ηλικίας,
γ) να μην έχει κώλυμα διορισμού και
δ) να έχει τριετή τουλάχιστον προϋπηρεσία, εφόσον δεν απολύθηκε ή παραιτήθηκε για λόγους υγείας.
2. Ο Αναδιορισμός εκείνου που απολύθηκε λόγω ελλείψεως σωματικής ή ψυχικής υγείας γίνεται μετά από διαπίστωση της πλήρους αποκαταστάσεως της σωματικής ή ψυχικής του υγείας. Η διαπίστωση αυτή γίνεται από τη δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή με τη διαδικασία που καθορίζεται από το προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 6.
3. Για τον αναδιορισμό και την αρχαιότητα του αναδιοριζομένου αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικά Συμβούλιο του σώματος, μετά από αφαίρεση του εκτός υπηρεσίας χρόνου.
4. Οι διατάξεις των άρθρων 7-13 και 19 του παρόντος εφαρμόζονται και στην περίπτωση του αναδιορισμού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού
Άρθρο 21
Πίστη στην πατρίδα και στη δημοκρατία
Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Είναι υποχρεωμένος να μη συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.
Άρθρο 22
Εχεμύθεια του δικαστικού λειτουργού
Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να τηρεί εχεμύθεια για γεγονότα ή πληροφορίες που γνωρίζει από την Εκτέλεση των καθηκόντων του ή λόγω της ιδιότητάς του.
Άρθρο 23
Διαμονή του δικαστικού λειτουργού
1. Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ή σε προάστιό της. Η Αθήνα και ο Πειραιάς με τα προάστιά τους θεωρούνται μία πόλη.
2. Επιτρέπεται απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες αργίας, μετά από προφορική συναίνεση του προέδρου του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί.
Άρθρο 24
Απεργία δικαστικών λειτουργών
Η απεργία, με οποιαδήποτε μορφή, απαγορεύεται.
Άρθρο 25
Εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα
Απαγορεύονται στους δικαστικούς λειτουργούς οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων.
Άρθρο 26
Συμμετοχή σε σωματεία και οργανώσεις
Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σε σωματεία, ιδρύματα ή ενώσεις και γενικά σε οργανώσεις που έχουν κρυφούς σκοπούς ή δραστηριότητες ή που επιβάλλουν στα μέλη τους μυστικότητα. Επιτρέπεται όμως η συμμετοχή σε επιστημονικές ενώσεις και σωματεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ασυμβίβαστα – Κωλύματα
Άρθρο 27
Ασυμβίβαστα
1. Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν οποιαδήποτε άλλη έμμισθη υπηρεσία, να ασκούν άλλα επαγγέλματα ή να συμμετέχουν σε διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων και εμπορικών εταιριών.
2. Επιτρέπεται η εκλογή τους ως μελών της Ακαδημίας ή ως καθηγητών ανώτατων σχολών οποιασδήποτε βαθμίδας, καθώς και η συμμετοχή τους σε συμβούλια ή επιτροπές ή ομάδες εργασίας.
3. Η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών σε συμβούλια ή επιτροπές ή ομάδες εργασίας πρέπει να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου. Στην περίπτωση αυτή αποφασίζει για τη συμμετοχή ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας μετά από πρόταση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η συμμετοχή του δικαστικού λειτουργού, κατά τα λοιπά, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη συγκρότηση και τη λειτουργία του συμβουλίου, της επιτροπής ή της ομάδας εργασίας.
4. Μέχρι να ιδρυθεί το Σώμα των Αξιωματικών Νομικών Συμβούλων επιτρέπεται η ανάθεση στους δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων είτε παράλληλα προς την άσκηση των κυρίων καθηκόντων τους είτε αποκλειστικά, μόνον όπου προβλέπεται από διάταξη νόμου ή κανονισμού, ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Στις περιπτώσεις αυτές δεν επιτρέπεται η ανάθεση άλλων καθηκόντων ή υπηρεσιών εκτός των καθαρώς νομικών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4άρθρ.14 Ν.2913/2001, ΦΕΚ Α 102/23.5.2001.
5. Απαγορεύεται η συμμετοχή δικαστικών λειτουργών στην Κυβέρνηση.
Άρθρο 28
Κωλύματα από προϋπηρεσία ή συγγένεια
1. Δεν επιτρέπεται η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού:
α. Σε δικαστήριο στην έδρα του οποίου ήταν διορισμένος ως δικηγόρος, πριν περάσουν πέντε χρόνια από το διορισμό του ως δικαστικού λειτουργού, και
β. Σε δικαστήριο στην έδρα του οποίου υπηρετεί ως δικηγόρος σύζυγος ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού.
2. Τα κωλύματα της παρ. 1 δεν ισχύουν για τα δικαστήρια της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και της Λάρισας.
3. Δικαστικός λειτουργός που η τοποθέτηση ή η μετάθεση του έγινε αντίθετα προς τις πιο πάνω διατάξεις, οφείλει να υποβάλει δήλωση για το κώλυμα αμέσως μόλις λάβει γνώση. Την ίδια υποχρέωση έχει και αν το κώλυμα ανακύψει εκ των υστέρων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Δικαιώματα δικαστικών λειτουργών
Άρθρο 29
Εκπαιδευτική άδεια
Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή στους δικαστικούς λειτουργούς, εφόσον γνωρίζουν καλώς τη γλώσσα της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβούν για εκπαίδευση.
Άρθρο 30
Δικαιούχοι εκπαιδευτικής άδειας
Ο αριθμός των δικαστικών λειτουργών που αποστέλλονται στην αλλοδαπή με εκπαιδευτική άδεια, για κάθε εκπαιδευτικό έτος, ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας που εκδίδεται μέχρι τέλους Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.
Άρθρο 31
Διαδικασία χορηγήσεως
1. Οι άδειες χορηγούνται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας το αργότερο μέχρι τέλους Μαρτίου του έτους ενάρξεως της άδειας, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου δικαστικού λειτουργού και σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφαίνεται μετά από ερώτημα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και μόνο μέχρι του αριθμού των αναφερόμενων σε αυτό θέσεων. Στην αίτηση πρέπει να προσδιορίζονται τα θέματα με τα οποία πρόκειται να ασχοληθεί ο δικαστικός λειτουργός και να επισυνάπτονται τα τυχόν δικαιολογητικά. Ο Υπουργός έχει δικαίωμα διαφωνίας με τη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, επί της οποίας αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με ενδεκάμελή σύνθεση.
2. Η εκπαιδευτική άδεια χορηγείται για διάστημα μέχρι ένα έτος και είναι δυνατόν να παραταθεί μέχρι ένα ακόμη έτος, με τις αυτές προϋποθέσεις.
3. Η διαπίστωση της γνώσεως της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί ο δικαστικός λειτουργός, γίνεται από μέλος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου ή από οριζόμενον από αυτό άλλον δικαστικό λειτουργό ή ειδικό εξεταστή.
Άρθρο 32
Υποχρεώσεις εκπαιδευομένων
Αυτός που πήρε εκπαιδευτική άδεια οφείλει να αναφέρει, με δήλωση του στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, την ημερομηνία αναχωρήσεως και εγκαταστάσεώς του στην αλλοδαπή, την έναρξη της εκπαιδεύσεώς του, καθώς και τον τόπο και τη διεύθυνση της διαμονής του. Οφείλει επίσης, στο τέλος κάθε εξαμήνου, να υποβάλλει στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λεπτομερή έκθεση για τη συντελεσθείσα εργασία και για την πορεία της εκπαιδεύσεώς του, με τα αποδεικτικά των σπουδών του. Παράβαση της υποχρεώσεως αυτής είναι δυνατόν να επιφέρει την ανάκληση του υπολοίπου της εκπαιδευτικής άδειας.
Άρθρο 33
Αποδοχές εκπαιδευομένων
1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που αποστέλλονται με εκπαιδευτική άδεια, παρέχονται στο διπλάσιο οι αποδοχές της οργανικής τους θέσεως, καθώς και τα έξοδα μεταβάσεως και επιστροφής (οδοιπορικά).
2. Σε αυτόν που πήρε υποτροφία από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών ή από οποιονδήποτε άλλον οργανισμό ή ξένο κράτος, οι πλέον των τακτικών αποδοχές του καταβάλλονται μειωμένες κατά το ποσό της υποτροφίας.
Άρθρο 34
Διακοπή εκπαιδευτικής άδειας
Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας είναι δυνατόν, μετά από σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, να διακόπτει οποτεδήποτε την εκπαιδευτική άδεια, αν οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιβάλλουν ή αν ο δικαστικός λειτουργός δεν παρουσιάζει την αναμενόμενη επίδοση ή ασκήθηκε εις βάρος του πειθαρχική δίωξη.
Άρθρο 35
Ανάθεση ειδικών εργασιών
Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας ή ο Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι δυνατόν να αναθέσει σε δικαστικό λειτουργό, που βρίσκεται με εκπαιδευτική άδεια στην αλλοδαπή, τη μελέτη ή έρευνα ορισμένων ζητημάτων που αφορούν τη λειτουργία των δικαστηρίων ή των φυλακών και τη νομοθεσία περί της δικαιοσύνης ή άλλα ειδικά θέματα νομοθεσίας, της χώρας στην οποία εκπαιδεύεται.
Άρθρο 36
Υποχρέωση υπηρεσίας – Υπέρβαση άδειας
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί που πήραν εκπαιδευτική άδεια είναι υποχρεωμένοι, μετά την επιστροφή τους, να υπηρετήσουν ως δικαστικοί λειτουργοί επί χρόνο τετραπλάσιο του χρόνου της αδείας τους.
2. Αν οι δικαστικοί λειτουργοί αθετήσουν την υποχρέωση τους αυτή, οφείλουν να επιστρέψουν στο Δημόσιο, εντός ενός έτους τις ληφθείσες κατά το χρόνο της άδειας επιπλέον αποδοχές και το έξοδα μεταβάσεως και επιστροφής, με το νόμιμο τόκο από τη λήψη τους. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα εισπράξεως δημόσιων εσόδων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
Άρθρο 37
Πάρεδροι
1. Οι Πάρεδροι διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία, στη διάρκεια της οποίας έχουν όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του δικαστικού λειτουργού.
2. Ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του στρατιωτικού δικαστηρίου παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή τους παρέδρους που υπηρετούν υπό την εποπτεία τους σε ό,τι αφορά την επιμέλεια, εργατικότητα και την εκδηλούμενη έφεση προσαρμογής τους στις απαιτήσεις του δικαστικού λειτουργήματος, τους καθοδηγούν στην τεχνική της εργασίας και τους βοηθούν στην ορθή εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Για κάθε έτος υπηρεσίας του παρέδρου ο Πρόεδρος συντάσσει ειδική έκθεση, στην οποία γίνεται αξιολόγηση της αποδόσεώς του και ειδική αναφορά στο ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την κρίση, την αντίληψη και τη συμπεριφορά του. Στο τέλος της εκθέσεως διατυπώνεται και κρίση για την καταλληλότητα του παρέδρου να διορισθεί σε θέση Στρατιωτικού Δικαστή Δ`. Ο Πρόεδρος που μετακινείται πριν συμπληρωθεί έτος από την τοποθέτηση του παρέδρου στο δικαστήριο συντάσσει υποχρεωτικά έκθεση πριν από τη μετακίνησή του αν είχε την εποπτεία του για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών.
3. Οι εκθέσεις και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο για την απόδοση ή την καταλληλότητα των παρέδρων τοποθετούνται σε ειδικό για καθένα τους φάκελο, που στο τέλος της δοκιμαστικής υπηρεσίας υποβάλλεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μέσω της διευθύνσεως στρατιωτικής δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Άρθρο 38
Δοκιμαστική υπηρεσία – Επιμόρφωση
1 Στη διάρκεια της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας οι Πάρεδροι:α) μετέχουν στη σύνθεση του στρατιωτικού δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου,
β) ασκούν τα λοιπά καθήκοντα των Στρατιωτικών Δικαστών Δ`, κατά την κρίση του προέδρου του δικαστηρίου, πλην εκείνων του τακτικού ανακριτή και
γ) οι τοποθετούμενοι στην εισαγγελία ασκούν τα καθήκοντα του εισαγγελέα, κατά την κρίση του εισαγγελέα του δικαστηρίου, πλην της κινήσεως ποινικής διώξεως.
2. Οι Πάρεδροι είναι υποχρεωμένοι να παρακολουθούν κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας μαθήματα επιμορφώσεως, μία φορά τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο. Την εποπτεία των μαθημάτων αυτών έχει ένας Στρατιωτικός Δικαστής Β` ή Γ`, που ορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου. Οι λεπτομέρειες παρακολουθήσεως των μαθημάτων καθορίζονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου.
Άρθρο 39
Στρατιωτικοί Δικαστές Δ`
1. Μετά τη συμπλήρωση της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφασίζει, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, για το διορισμό των παρέδρων σε θέσεις Στρατιωτικών Δικαστών Δ`. Η απόφαση είναι αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τις σχετικές με αυτούς εκθέσεις των προέδρων και επιθεωρητών, όπως και κάθε στοιχείο σχετικό με το ήθος, την επιστημονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και την επίδοση τους γενικά. Αν αντίθετα το Συμβούλιο κρίνει ότι ο πάρεδρος δεν πρέπει να διορισθεί Στρατιωτικός Δικαστής Δ`, λόγω ελλείψεως ήθους ή ανεπάρκειας, αποφασίζει αιτιολογημένα την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, που γίνεται με προεδρικό διάταγμα το οποίο εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
2. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί επίσης με αιτιολογημένη απόφασή του να παρατείνει τη δοκιμαστική υπηρεσία του παρέδρου για ένα χρόνο, αν κρίνει ότι αυτός δεν είναι ακόμα ώριμος να διορισθεί Στρατιωτικός Δικαστής Δ`. Αν όμως και μετά την πάροδο του πρόσθετου αυτού χρόνου κρίνει το Συμβούλιο ότι δεν πρέπει να διορισθεί Στρατιωτικός Δικαστής Δ`, αποφασίζει ταυτόχρονα με αιτιολογημένη απόφαση, την οριστική του απόλυση από την υπηρεσία, η οποία γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
3. Οι Πάρεδροι διορίζονται για την πλήρωση κενών θέσεων Στρατιωτικών Δικαστών Δ, σύμφωνα με τη σειρά επιτυχίας τους στο σχετικό διαγωνισμό. Ως κενές θέσεις Στρατιωτικών Δικαστών Δ`, θεωρούνται και οι κενές θέσεις των ανωτέρων βαθμών. Οι Πάρεδροι που κρίνονται διοριστέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο διορίζονται υποχρεωτικά Στρατιωτικοί Δικαστές Δ`.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Μητρώο και ατομικοί φάκελοι των δικαστικών λειτουργών
Άρθρο 40
Ατομικοί φάκελοι
1. Για κάθε δικαστικό λειτουργό τηρείται στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Σώματος ατομικός φάκελος, όπου περιλαμβάνονται όλα τα αναφερόμενα στο διορισμό του και στην προσωπική του κατάσταση στοιχεία και έγγραφα, οι εκθέσεις των επιθεωρητών, οι πειθαρχικές και ποινικές του διώξεις, οι Αποφάσεις που εκδόθηκαν σχετικά με αυτές, καθώς και τα έγγραφα που τηρούνται στον ατομικό του φάκελο μέχρι την έναρξη της ισχύος του παρόντος.
2. Έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση του φακέλου:
α) ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας,
β) τα μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου,γ) τα μέλη του οικείου πειθαρχικού συμβουλίου ή δικαστηρίου,
δ) ο επιθεωρητής και
ε) ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός.Ανακοίνωση στοιχείων του φακέλου σε άλλα πρόσωπα απαγορεύεται.
3. Οι λεπτομέρειες τηρήσεως των ατομικών φακέλων ρυθμίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
Άρθρο 41
Μητρώο
1. Μητρώο των δικαστικών λειτουργών τηρείται στη Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
2. Στο Μητρώο αυτό, σε ξεχωριστό φύλλο για κάθε δικαστικό λειτουργά, αναγράφονται η οικογενειακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού, τα προσόντα, τα του διορισμού, οι μεταβολές της καταστάσεως, οι ηθικές αμοιβές, οι Πειθαρχικές ποινές και κάθε άλλο στοιχείο που αφορά την υπηρεσιακή του δραστηριότητα.
3. Η παράγραφος 3 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και για τον τύπο του Μητρώου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η΄
Τοποθετήσεις – Προαγωγές – Μεταθέσεις – Αποσπάσεις
Άρθρο 42
Τοποθετήσεις – Προαγωγές
1. Οι τοποθετήσεις των διοριζόμενων ή προαγόμενων δικαστικών λειτουργών, οι Μεταθέσεις και Αποσπάσεις τους ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
2. Οι Προαγωγές των δικαστικών λειτουργών μέχρι το βαθμό του Αναθεωρητή Γ`, ενεργούνται με προεδρικά διατάγματα, μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου προκαλείται με ερώτημα του Υπουργού, μέσα σε ένα μήνα από την κένωση ή την κατανομή νέων θέσεων, η δε προαγωγή του δικαστικού λειτουργού ανατρέχει στη λήξη της μηνιαίας προθεσμίας από την κένωση ή την κατανομή.
3. Η επιλογή του Προέδρου, του Εισαγγελέα και των Αντιπροέδρων τουΑναθεωρητικού Δικαστηρίου γίνεται με απόφαση του ΚΥ.Σ.Ε.Α. το οποίο, ύστερααπό εισήγηση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, επιλέγει για την κάλυψη των θέσεωναυτών μεταξύ όλων των υπηρετούντων αναθεωρητών Β` και Γ`. Οι αναθεωρητές πουεπιλέγονται για τη θέση του Προέδρου ή του Εισαγγελέα προάγονται σεαναθεωρητές Α` και οι αναθεωρητές που επιλέγονται σε θέση αντιπροέδρουπροάγονται σε αναθεωρητές Β` με προεδρικό διάταγμα.»
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.23 Ν.3036/2002,ΦΕΚ Α 171/23.7.2002,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 9 παρ.7Ν.3861/2010,ΦΕΚ Α 112/13.7.2010.
Άρθρο 43
Προϋποθέσεις προαγωγής
Για την προαγωγή δικαστικού λειτουργού σε ανώτερο βαθμό απαιτούνται:
α. Η ύπαρξη κενής θέσεως ανώτερου βαθμού, εφόσον οι θέσεις είναι οργανικά διακεκριμένες.
β. Η συμπλήρωση του νόμιμου χρόνου παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό.”Στο χρόνο αυτόν δεν υπολογίζεται ο χρόνος προσωρινής παύσεως,αδικαιολόγητης αποχής από τα καθήκοντα λόγω της οποίας επιβλήθηκε τελεσίδικαπειθαρχική ποινή, ο χρόνος προσωρινής αργίας και αναρρωτικής αδείας πέραν του έτους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 παρ.1 Ν.3421/2005,ΦΕΚ Α 302/13.12.2005.
γ. Η συνδρομή των ουσιαστικών προσόντων που απαιτούνται για τον ανώτερο βαθμό.
Άρθρο 44
Τρόποι προαγωγής
1. Κρίνονται ως κατ` απόλυτη εκλογή προακτέοι, μεταξύ όλων εκείνων που έχουν τα τυπικά προσόντα, οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν εξαιρετικά προσόντα μορφώσεως, ήθους και εργατικότητας. Ως κατεκλογή προακτέοι κρίνονται οι δικαστικοί λειτουργοί που συγκεντρώνουν τα προσόντα μορφώσεως, ήθους και εργατικότητας για να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθμού.
2. Οι Αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου πρέπει να είναι αιτιολογημένες Ειδικότερη αιτιολογία απαιτείται προκειμένου για προαγωγή κατ` απόλυτη εκλογή ή για μη προαγωγή.
Άρθρο 45
Προαγωγές
1 .Η προαγωγή στους βαθμούς του Στρατιωτικού Δικαστή Γ` και του Στρατιωτικού Δικαστή Β` γίνεται κατ` εκλογή.
2. Η προαγωγή στους βαθμούς του Στρατιωτικού Δικαστή Α` και του Αναθεωρητή γίνεται μόνο κατ` απόλυτη εκλογή.
3. Αυτοί που προάγονται με την ίδια απόφαση διατηρούν τη μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας.
Άρθρο 46
Τυπικά προσόντα προαγωγής
1. Σε Στρατιωτικό Δικαστή Γ` προάγεται Στρατιωτικός Δικαστής Δ` με πέντε τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του.
2. Σε Στρατιωτικό Δικαστή Β` προάγεται Στρατιωτικός Δικαστής Γ` που έχει τέσσερα τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του ή δέκα χρόνο υπηρεσίας συνολικά ως Στρατιωτικός Δικαστής Γ` και Δ`.
3 «Σε Στρατιωτικό Δικαστή Α΄ προάγεται Στρατιωτικός Δικαστής Β΄ που έχει τέσσερα (4)τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του ή οκτώ (8) χρόνια υπηρεσίας συνολικά ωςΣτρατιωτικός Δικαστής Β΄ και Γ΄.»
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 παρ.13 Ν.3883/2010,ΦΕΚ Α 167αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 2Ν.4284/2014,ΦΕΚ Α 190/10.9.2014.
4. Σε Αναθεωρητή Γ` προάγεται Στρατιωτικός Δικαστής Α που έχει δύο τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του ή επτά χρόνια υπηρεσίας συνολικά ως Στρατιωτικός Δικαστής Α` και Β`.
5. Σε Αναθεωρητή Β` προάγεται Αναθεωρητής Γ` που έχει δύο τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στο βαθμό του6. Σε Αναθεωρητή Α` προάγεται Αναθεωρητής Β` ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας στοβαθμό του.
Άρθρο 47
Μεταθέσεις
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορεί να μετατίθενται
α) για πλήρωση κενής θέσης, ύστερα από αίτηση ή αν συντρέχουν υπηρεσιακές ανάγκες,
β) αν υποβληθούν αιτήσεις αμοιβαίας μετάθεσης,
γ) αν η μετάθεση επιβάλλεται λόγω συνθηκών που δημιουργούν στο δικαστικό λειτουργό δυσχέρειες στην εκπλήρωση των καθηκόντων του,
δ) αν υπάρχει περίπτωση κωλύματος.
2. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού χωρίς αίτηση του γίνεται μόνο με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά της οποίας χωρεί αίτηση ανάκλησης από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον του ίδιου Συμβουλίου για σπουδαίο λόγο. Η αίτηση αυτή ασκείται στη Γραμματεία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου μέσα σε δέκα ημέρες από την τηλεγραφική ειδοποίηση του ενδιαφερομένου, στην οποία προβαίνει ο Γραμματέας του Συμβουλίου. Αν η μετάθεση γίνεται για λόγους που ανάγονται στη συμπεριφορά ή την Εκτέλεση των καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη κλήση του σε ακρόαση.
δ. Δεν χωρεί αίτηση ανάκλησης από τον δικαστικό λειτουργό κατά τηςμετάθεσής του εντός του ίδιου νομού.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 παρ.2 Ν.3421/2005,ΦΕΚ Α 302/13.12.2005.
3. Δημόσιος υπάλληλος και υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου σύζυγος δικαστικού λειτουργού μετατίθεται ύστερα από αίτηση του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός του, εφόσον υπάρχει κενή θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία. Η αποδοχή της αίτησης δεν είναι υποχρεωτική για τη διοίκηση αν δεν έχει παρέλθει έτος από προηγούμενη μετάθεση. Δικαστικοί λειτουργοί σύζυγοι δικαστικών λειτουργών μετατίθενται ύστερα από αίτησή τους στην περιφέρεια που υπηρετεί ο άλλος σύζυγος, εφόσον δεν υπάρχει κώλυμα συνυπηρέτησης.
Άρθρο 48
Αποσπάσεις
1. Επιτρέπεται η απόσπαση δικαστικών λειτουργών, αν υπάρχει υπηρεσιακή ανάγκη ενισχύσεως των υπηρετούντων σε άλλο ομοιόβαθμο δικαστήριο.
2. Η διαπίστωση της υπηρεσιακής ανάγκης γίνεται με αιτιολογημένη έκθεση του Προέδρου του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ή του Επιθεωρητή. Στην έκθεση περιλαμβάνεται και πρόταση για το δικαστήριο από το οποίο είναι δυνατόν να αποσπασθεί ο δικαστικός λειτουργός.
3. Η διάρκεια της αποσπάσεως δεν είναι δυνατόν να υπερβεί τους έξι μήνες. Επιτρέπεται παράταση μόνο μέχρι έξι μήνες ακόμη.
4. Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού λειτουργού δεν επιτρέπεται πριν περάσουν δύο χρόνια οπό τη λήξη της πρώτης ανεξάρτητα από το βαθμό που είχε εκείνος όταν αποσπάσθηκε.
5. Μετά τη λήξη ή την ανάκληση της αποσπάσεως, ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται αυτοδικαίως και υποχρεωτικώς στην οργανική θέση του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ΄
Αρχαιότητα δικαστικών λειτουργών
Άρθρο 49
Καθορισμός αρχαιότητας
1. Η αρχαιότητα των δικαστικών λειτουργών σε κάθε βαθμό ιεραρχίας καθορίζεται από τη χρονολογία υπογραφής του προεδρικού διατάγματος διορισμού ή προαγωγής τους. Μεταξύ περισσοτέρων που διορίζονται ή προάγονται με το ίδιο προεδρικό διάταγμα, αρχαιότερος θεωρείται αυτός που προηγείται στο διάταγμα. Στο διάταγμα αυτό τηρείται υποχρεωτικά η σειρά που έχει τεθεί στην περί προαγωγής απόφαση του ΚΥ.Σ.Ε.Α. ή του Ανώτατου Συμβουλίου και σε περίπτωση διορισμού η σειρά επιτυχίας στο διαγωνισμό.
2. Ο Αναθεωρητής που επιλέγεται ως Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου καθίσταται αρχαιότερος έναντι των άλλων Αναθεωρητών Β`.
3. Σε περίπτωση διαφωνίας του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, ως προς την παράλειψη δικαστικού λειτουργού ή προσφυγής του τελευταίου, όταν το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο αποφανθεί υπέρ της προαγωγής, η απόφασή του θεωρείται σύγχρονη με την απόφαση του Συμβουλίου που τον παρέλειψε. Το Συμβούλιο τότε αποκαθιστά τον προαγόμενο στη σειρά αρχαιότητάς του.
4. Σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερα προεδρικά διατάγματα, με την ίδια ή διαφορετική χρονολογία, λαμβάνεται υπόψη η χρονολογία και η σειρά των σχετικών αποφάσεων του ΚΥ.Σ.Ε.Α. ή του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
Άρθρο 50
Πίνακες αρχαιότητας
1. Κάθε Ιανουάριο συντάσσονται από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας πίνακες της σειράς αρχαιότητας των δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν την 1η Ιανουαρίου. Στους πίνακες αυτούς σημειώνεται η χρονολογία υπογραφής των διαταγμάτων του αρχικού διορισμού και της τελευταίας προαγωγής του δικαστικού λειτουργού, καθώς και το έτος γεννήσεως.
2. Τους πίνακες κυρώνει ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας αποστέλλει μέχρι τέλος Μαρτίου κάθε έτους αντίτυπο των πινάκων αυτών στους προέδρους των δικαστηρίων για να κοινοποιηθούν στους δικαστικούς λειτουργούς.
3. Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν ένσταση κατά των πινάκων αρχαιότητας μέσα σε ένα μήνα αφότου έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους. Η ένσταση ασκείται με κατάθεσή της στη γραμματεία του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί ο ενιστάμενος, διαβιβάζεται μέσω του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Σώματος και κοινοποιείται στους θιγόμενους από αυτή. Σε περίπτωση παραδοχής της ενστάσεως τροποποιείται ο πίνακας με πράξη του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, που ανακοινώνεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στον ενδιαφερόμενο και στους θιγόμενους. Κατά της αποφάσεως του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρεί προσφυγή, σε κάθε περίπτωση, από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ενώπιον του αυτού Συμβουλίου με ενδεκαμελή σύνθεση. Η προσφυγή αυτή ασκείται μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την κοινοποίηση της πράξεως του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ή των νέων πινάκων αρχαιότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
Βαθμοί ιεραρχίας – Αντιστοιχία
Άρθρο 51
Βαθμοί
Οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων είναι οι εξής:
α. Αναθεωρητής Α`
β. Αναθεωρητής Β`
γ. Αναθεωρητής Γ`
δ. Στρατιωτικός Δικαστής Α`ε. Στρατιωτικός Δικαστής Β`
στ. Στρατιωτικός Δικαστής Γ`
ζ. Στρατιωτικός Δικαστής Δ`
η. Πάρεδρος Στρατιωτικού Δικαστηρίου
Άρθρο 52
Αντιστοιχία
1. Εξομοιώνονται βαθμολογικά:
α. Ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και ο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου.
β. Οι Αναθεωρητές και οι Αρεοπαγίτες.γ. Οι Στρατιωτικοί Δικαστές Α` Β`, Γ`, Δ` και οι Πάρεδροι του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων και οι Πρόεδροι Εφετών, Εφέτες, Πρόεδροι Πρωτοδικών, Πρωτοδίκες και Πάρεδροι των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, αντίστοιχα.
2. Η αρχαιότητα μεταξύ αυτών που εξομοιώνονται προσδιορίζεται από τη χρονολογία προαγωγής τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ΄
Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων
Άρθρο 53
Αρμοδιότητα
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων αποφασίζει για το διορισμό των Στρατιωτικών Δικαστών Δ` και για τις τοποθετήσεις, Μεταθέσεις, Αποσπάσεις και Προαγωγές των δικαστικών λειτουργών του σώματος. Επίσης αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από το νόμο.
Άρθρο 54
Έδρα και σύνθεση
Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εδρεύει στο κατάστημα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Συγκροτείται από πέντε μέλη, εκτός εάν πρόκειται να αποφασίσει επί προσφυγής, οπότε συγκροτείται από ένδεκα μέλη. Τακτικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου είναι ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και τρεις μεν Αναθεωρητές, που ορίζονται με κλήρωση, για την πενταμελή σύνθεση, έξι δε Αναθεωρητές και τρεις Αρεοπαγίτες, που ορίζονται με κλήρωση, για την ενδεκαμελή σύνθεση.
Άρθρο 55
Κλήρωση και θητεία των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου
1. Η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου γίνεται από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο στην πρώτη δημόσια συνεδρίαση του μηνός Δεκεμβρίου.
2. Για την κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου θέτει σε μια κληρωτίδα ως κλήρους σφαιρίδια αδιαφανή με τα ονόματα όλων των Αναθεωρητών, πλην του Εισαγγελέα και σε άλλη κληρωτίδα με τα ονόματα όλων των Αρεοπαγιτών, τα οποία δίδονται σε αυτόν από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Ακολούθως εξάγει από κάθε κληρωτίδα κατά σειρά εννέα και δεκαέξι σφαιρίδια, αντίστοιχα. Οι τρεις πρώτοι κληρωθέντες Αναθεωρητές αποτελούν τα τακτικά μέλη της πενταμελούς συνθέσεως, ενώ οι επόμενοι έξι Αναθεωρητές και οι πρώτοι τρεις Αρεοπαγίτες αποτελούν τα λοιπά τακτικά μέλη για τη συγκρότηση της ενδεκαμελούς συνθέσεως. Οι επόμενοι πέντε Αρεοπαγίτες αποτελούν τα αναπληρωματικά μέλη της πενταμελούς συνθέσεως, ενώ οι τελευταίοι οκτώ αποτελούν τα αναπληρωματικά μέλη της ενδεκαμελούς συνθέσεως.
3. Εάν ο αριθμός των Αναθεωρητών δεν επαρκεί για τη συγκρότηση του Συμβουλίου, σύμφωνα με την παράγραφο 2, τότε ο αριθμός των Αναθεωρητών που ελλείπουν προστίθεται κατά περίπτωση και σειρά κληρώσεως στον αντίστοιχο αριθμό Αρεοπαγιτών.4. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμιά άλλη διατύπωση. Η θητεία τους αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου από την κλήρωση έτους. Για την κλήρωση συντάσσεται πρακτικό το οποίο διαβιβάζεται στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας.
Άρθρο 56
Συμπληρωματική κλήρωση
1. Για την αντικατάσταση τακτικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία γίνεται Συμπληρωματική κλήρωση κατά τον ως άνω τρόπο.
2. Η κλήρωση γίνεται σε δημόσια συνεδρίαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και σε αυτή μετέχουν τα αναπληρωματικά μέλη του Συμβουλίου, καθώς και οι Αναθεωρητές και Αρεοπαγίτες που δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος βγάζει από κάθε κληρωτίδα τόσα σφαιρίδια όσα και τα τακτικά μέλη που αντικαθίστανται.
3. Για την αντικατάσταση αναπληρωματικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία ή κληρώθηκαν συμπληρωματικά ως τακτικά μέλη γίνεται Συμπληρωματική κλήρωση, όπως και στηνπροηγούμενη παράγραφο, στην οποία μετέχουν οι Αναθεωρητές και Αρεοπαγίτες που δεν αποτελούν ήδη τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
4. Εάν ο αριθμός των Αναθεωρητών δεν επαρκεί για την αντικατάσταση, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, των τακτικών μελών που αποχώρησαν από την υπηρεσία, τότε, οι μεν Αναθεωρητές της πενταμελούς συνθέσεως αντικαθίστανται από ανάλογο αριθμό Αναθεωρητών της ενδεκαμελούς συνθέσεως, κατά τη σειρά που έχουν κληρωθεί, οι τελευταίοι δε, σε κάθε περίπτωση, από ανάλογο αριθμό Αναθεωρητών ή Αρεοπαγιτών, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος και με ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου.
5. Αυτοί που κληρώνονται γίνονται τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου χωρίς καμία άλλη διατύπωση και η θητεία τους λήγει μαζί με τη θητεία και των λοιπών μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
Άρθρο 57
Αναπλήρωση και εξαίρεση μελών – Γραμματέας
1 “Ο πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου προεδρεύει στο ΑνώτατοΔικαστικό Συμβούλιο και όταν απουσιάζει ή κωλύεται αναπληρώνεται από τονΕισαγγελέα του αυτού Δικαστηρίου, σε περίπτωση δε απουσίας και κωλύματοςκαι του Εισαγγελέα αυτός αναπληρώνεται από το νεότερο Αντιπρόεδρο τουΑρείου Πάγου ή σε περίπτωση κωλύματος και του τελευταίου από τον αμέσωςαρχαιότερο μη κωλυόμενο αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου.” Τα λοιπά μέλη του Συμβουλίου αναπληρώνονται από αναπληρωματικά μέλη κατά τη σειρά της κληρώσεώς τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τηνπαρ.2άρθρ.23 Ν.3036/2002,ΦΕΚ Α 171/23.7.2002.
2. Όσα ισχύουν για την εξαίρεση των μελών του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου ισχύουν αντίστοιχα και για την εξαίρεση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
3. Καθήκοντα γραμματέα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εκτελεί ο γραμματέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου και σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος ο νόμιμος αναπληρωτής του.
Άρθρο 58
Αποφάσεις
1. Οι Αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου προκαλούνται ύστερα από σχετικό ερώτημα του Υπουργού Εθνικής Άμυνας προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου.
2. Οι αιτήσεις των δικαστικών λειτουργών, οι εκθέσεις δικαστικών αρχών, όπως και κάθε έγγραφο άλλης αρχής που απευθύνεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, υποβάλλονται σε αυτό δια του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
3. Το Συμβούλιο για να μορφώσει πληρέστερα γνώμη μπορεί να ζητήσει πληροφορίες και στοιχεία από τον επιθεωρητή. Μπορεί, επίσης, να καλεί τον ίδιο το δικαστικό λειτουργό για την παροχή εξηγήσεων και να ενεργεί ειδική εξέταση ή Επιθεώρηση αναθέτοντάς την στον επιθεωρητή. Ο επιθεωρητής, που δεν είναι μέλος του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, μπορεί να κληθεί από τον Πρόεδρο και προφορικά ακόμη για την παροχή πληροφοριών και στοιχείων στο Συμβούλιο.
4. Οι Αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία, ύστερα από ψηφοφορία που είναι φανερή και είναι πάντοτε αιτιολογημένες. Αν κατά την ψηφοφορία διατυπωθούν περισσότερες από δύο γνώμες, εφαρμόζονται ανάλογα αυτά που ορίζονται στο άρθρο 302 παράγραφος 2 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Η γνώμη των μειοψηφούντων καταχωρίζεται στα πρακτικά.
5. Οι Αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου εκδίδονται μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από τη λήψη του σχετικού ερωτήματος και διαβιβάζονται από τον Πρόεδρό του στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την έκδοσή τους, μαζί με κυρωμένο αντίγραφο του πρακτικού συνεδριάσεως.
6. Στον κρινόμενο δίνεται, ύστερα από αίτησή του, απόσπασμα του πρακτικού το οποίο εκδίδει ο Γραμματέας του Συμβουλίου.
Άρθρο 59
Διαφωνία Υπουργού – Προσφυγή δικαστικών λειτουργών
1. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών αφότου περιέλθει στο Υπουργείο η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, μπορεί να διαφωνήσει προς την απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο με ενδεκαμελή σύνθεση, εκθέτοντας τους λόγους της διαφωνίας. Το Συμβούλιο δεν δεσμεύεται από τους λόγους της διαφωνίας, αλλά υποχρεούται να εξετάσει στο σύνολό της την υπόθεση που παραπέμφθηκε σε αυτό.
2. Προσφυγή κατά της αποφάσεως του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, που αφορά Προαγωγές ή άλλο αίτημα σχετικό με την υπηρεσιακή κατάστασή του, έχει δικαίωμα να ασκήσει και ο δικαστικός λειτουργός που κρίθηκε και παραλείφθηκε από αυτές ή δεν έγινε δεκτό άλλο αίτημά του σχετικό με την υπηρεσιακή του κατάσταση. Η προσφυγή κατατίθεται στον Πρόεδρο του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από τότε που γνωστοποιήθηκε σε αυτόν από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η προσφυγή διαβιβάζεται αμέσως στον Πρόεδρο του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, δια του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
3. Ο δικαστικός λειτουργός που έχει ασκήσει προσφυγή καλείται, ύστερα από αίτησή του, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για την παροχή προφορικών εξηγήσεων και την προσκόμιση στοιχείων. Η κλήτευση είναι υποχρεωτική και γίνεται εγγράφως τρεις (3) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση της προσφυγής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονταιοι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του προηγούμενου άρθρου.
4. Η άσκηση της διαφωνίας του Υπουργού, όπως και η προσφυγή του δικαστικού λειτουργού, αναστέλλουν την Εκτέλεση της αποφάσεως του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Συμβουλίου με την ενδεκαμελή σύνθεση. Η Εκτέλεση της αποφάσεως του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου αναστέλλεται επίσης και κατά τη διάρκεια της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής από τον ενδιαφερόμενο δικαστικό λειτουργό.
5. Η εφαρμογή των αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου με ενδεκαμελή σύνθεση και του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, κατά των οποίων δεν ασκήθηκε διαφωνία ή προσφυγή, είναι υποχρεωτική για τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ΄
Προσωρινή αργία δικαστικών λειτουργών
Άρθρο 60
Αργία
1. Ο δικαστικός λειτουργός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία με ένταλμα προσωρινής κρατήσεως, με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση ή στον οποίο επιβλήθηκαν περιοριστικοί όροι τίθεται αυτοδικαίως σε κατάσταση προσωρινής αργίας. Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός τέθηκε σε κατάσταση προσωρινής αργίας, επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία.
2. Ο δικαστικός λειτουργός είναι δυνατόν να τεθεί σε κατάσταση προσωρινής αργίας όταν εκκρεμεί εναντίον του:
α) ποινική δίωξη για έγκλημα που μπορεί να επισύρει αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων ή
β) πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσεως.
3. Η θέση σε κατάσταση προσωρινής αργίας κατά την προηγούμενη παράγραφο γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας και απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος.
4. Η κατάσταση προσωρινής αργίας της παραγράφου 2 αρχίζει ή τελειώνει από την ανακοίνωση στο δικαστικό λειτουργό του σχετικού προεδρικού διατάγματος. Δεν απαιτείται έκδοση προεδρικού διατάγματος για τη λήξη της αργίας, αν εκδοθεί αθωωτική απόφαση ή απαλλακτικό βούλευμα (που έγιναν αμετάκλητα) ή τελέσίδικη απαλλακτική πειθαρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία. Επίσης, επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία, αν καταδικάστηκε αμετάκλητα για έγκλημα ή τιμωρήθηκε τελεσίδικα για πειθαρχικό παράπτωμα, που δεν συνεπάγονται την Οριστική παύση από την υπηρεσία. Στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης επανόδου εκδίδεται διαπιστωτικό προεδρικά διάταγμα, μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας.
5. Από τις αποδοχές του δικαστικού λειτουργού που έχει τεθεί σε αργία παρακρατείται το ένα τέταρτο (1/4). Τούτο αποδίδεται στο δικαστικό λειτουργό, αν απαλλαγεί από την κατηγορία, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Είναι δυνατόν να του αποδοθεί, με απόφαση του ίδιου Συμβουλίου, αν καταδικασθεί για έγκλημα ή τιμωρηθεί για πειθαρχικό παράπτωμα που δεν συνεπάγονται την Οριστική παύση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ΄
Λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσεως
Άρθρο 61
Τρόποι λύσεως
Η δημόσια υπηρεσιακή σχέση των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων λύνεται με το θάνατο, την Παραίτηση, την Οριστική παύση και την Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας, κατά τα οριζόμενα στα επόμενα άρθρα.
Λύεται επίσης, ειδικά για τον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του ΑναθεωρητικούΔικαστηρίου, λόγω ανικανότητας εκτελέσεως των υπηρεσιακών τους καθηκόντων που οφείλεται σε νόσο ή αναπηρία, σωματική ή πνευματική, όταν για το λόγο αυτόντους χορηγείται για την ίδια πάθηση αναρρωτική άδεια η οποία υπερβαίνεισυνολικά ή τμηματικά, τους δώδεκα (12) μήνες μη εφαρμοζομένης εν προκειμένωγια τους παραπάνω της διάταξης του άρθρου 65 παρ. 2 εδ. α΄ του παρόντοςΚώδικα σε συνδυασμό με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 παρ.3 Ν.3421/2005,ΦΕΚ Α 302/13.12.2005.
Άρθρο 62
Παραίτηση
1. Ο δικαστικός λειτουργός έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί εγγράφως. Αίρεση, όρος ή προθεσμία, που τέθηκαν στο έγγραφο παραιτήσεως, θεωρούνται ότι δεν γράφτηκαν.
2. Η αποδοχή της παραιτήσεως πρέπει να γίνει μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της. Μέσα στην ίδια προθεσμία, αυτός που παραιτήθηκε έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει εγγράφως την Παραίτηση του, εφόσον το διάταγμα της αποδοχής δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί.
3. Δεν είναι υποχρεωτική για τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας η αποδοχή της παραιτήσεως και δεν έχει εφαρμογή η παρακάτω παράγραφος 5, αν κατά το χρόνο υποβολής της παραιτήσεως η χώρα τελεί σε κατάσταση πολέμου, πολιορκίας ή γενικής επιστρατεύσεως ή είναι εκκρεμής σε βάρος του παραιτούμενου:
α) ποινική δίωξη για κακούργημα ή για πλημμέλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 17 εδάφιο δ` ή
β) πειθαρχική δίωξη.
4. Η Λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσεως επέρχεται από τη στιγμή που θα ανακοινωθεί σε αυτόν που παραιτήθηκε το προεδρικό διάταγμα αποδοχής της παραιτήσεως.
5. Θεωρείται ότι έγινε αποδεκτή η Παραίτηση και λύνεται αυτοδικαίως η δημόσια υπηρεσιακή σχέση, ενενήντα (90) ημέρες μετά την υποβολή της, εφόσον μέχρι την ημέρα αυτή δεν έχει δημοσιευθεί και ανακοινωθεί το διάταγμα της αποδοχής της παραιτήσεως.
Άρθρο 63
Αποχώρηση λόγω ορίου ηλικίας
1. Οι δικαστικοί λειτουργοί μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α`αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 60ό έτος τηςηλικίας τους. Οι Αναθεωρητές αποχωρούν μόλις συμπληρώσουν το 62ο έτος τηςηλικίας τους. Κατ` εξαίρεση ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του ΑναθεωρητικούΔικαστηρίου αποχωρούν πριν από τη συμπλήρωση του παραπάνω ορίου ηλικίας,εφόσον συμπληρώνουν δύο (2) έτη στις θέσεις αυτές. Οι δικαστικοί λειτουργοίτου δικαστικού σώματος Ενόπλων Δυνάμεων οι οποίοι φέρουν τους βαθμούς τουΑναθεωρητή Β` και Γ, αποχωρούν από την υπηρεσία, ως ευδοκίμως τερματίσαντεςτη σταδιοδρομία τους, ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας προαγόμενοι στονεπόμενο βαθμό, αφού κριθούν προακτέοι με απόφαση του Ανωτάτου ΔικαστικούΣυμβουλίου, εφόσον συμπληρώνουν οκτώ (8) χρόνια στον ένα ή συνολικά καιστους δύο αυτούς βαθμούς, από την προαγωγή τους στο βαθμό του Αναθεωρητή Γ.Η προηγούμενη διάταξη ισχύει και για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς πουαποχωρούν από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης του προβλεπομένου ορίου ηλικίαςτου βαθμού τους. Για την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων θεωρείται ως ημέρασυμπληρώσεως του ορίου ηλικίας ή της οκταετίας ή του χρόνου παραμονής στοβαθμό του Αναθεωρητή Α`, η 30ή Ιουνίου του έτους αποχωρήσεως, κατά την οποίαλύεται αυτοδικαίως η υπηρεσιακή σχέση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 15 Ν.2408/1996 και με το άρθρο 23 παρ.3 Ν.3036/2002 (Α` 171) και το άρθρο 77 παράγραφοι 4 και 5 Ν.3421/2005 (Α` 302),αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 111 Ν.3978/2011,ΦΕΚ Α 137/16.6.2011.
2. Η ηλικία των αποχωρούντων δικαστικών λειτουργών αποδεικνύεται κατά το άρθρο 14. Αν από τα στοιχεία που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο δεν προκύπτει η ημέρα γεννήσεως, τότε αυτή αποδεικνύεται από το Μητρώο του δικαστικού λειτουργού, που καταρτίστηκε κατά τις διατάξεις τις ισχύουσες κατά το χρόνο του αρχικού του διορισμού ή από άλλη σχετική δήλωση που υποβλήθηκε κατά νόμο από αυτόν. Αλλως, ως ημέρα γεννήσεως λογίζεται η 30ή Ιουνίου του έτους γεννήσεως.
3. Το προεδρικό διάταγμα που βεβαιώνει την αποχώρηση από την υπηρεσία πρέπει να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να ανακοινωθεί στον αποχωρούντα δικαστικό λειτουργό μέχρι την 20ή Ιουλίου του έτους αποχωρήσεως.
Άρθρο 64
Επίτιμος τίτλος
1. Ο δικαστικός λειτουργός, που συμπλήρωσε είκοσι πέντε (25) έτη δικαστικού λειτουργού, διατηρεί τιμητικά τον τίτλο της θέσης που κατείχε τελευταία και μετά τη λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2άρθρ.14 Ν.2913/2001, ΦΕΚ Α 102/23.5.2001
Η διάταξη του πρώτου εδαφίου ισχύει και για όσους δικαστικούς λειτουργούςείχαν συμπληρώσει, κατά τη Λύση της δημόσιας υπηρεσιακής σχέσεως, είκοσιπέντε (25) χρόνια πραγματικής υπηρεσίας δικαστικού λειτουργού και οι οποίοιαποχώρησαν από το δικαστικό σώμα Ενόπλων Δυνάμεων πριν από την 23.5.2001. Ηαπονομή του επίτιμου τίτλου της θέσεως που κατείχαν κατά την αποχώρησή τουςσε όσους αποκτούν το δικαίωμα αυτό με βάση το προηγούμενο εδάφιο, γίνεται μεπροεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας,κατόπιν αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου στην οποία μνημονεύονται όλοι οι δικαιούμενοι.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 παρ.6Ν.3421/2005,ΦΕΚ Α 302/13.12.2005.
2. Ο δικαστικός λειτουργός, που έχει παυθεί οριστικά για πειθαρχικό αδίκημα ή κατά τις διατάξεις του άρθρου 65 παράγραφος 1 και παράγραφος 2 περίπτωση β`, καθώς και αυτός που τιμωρήθηκε στο βαθμό εξόδου από την υπηρεσία με πειθαρχική ποινή προσωρινής παύσεως στερείται τον τίτλο της παραγράφου 1 του παρόντος.
3. Από τον τίτλο αυτόν εκπίπτει αυτοδικαίως εκείνος που καταδικάστηκε αμετάκλητα για μια από τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 17 εδάφιο δ`.
Άρθρο 65
Οριστική παύση
1. Εκτός από την περίπτωση της επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, ο δικαστικός λειτουργός παύεται οριστικά:α) αν στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα λόγω αμετάκλητης καταδίκης,
β) αν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη των τριών μηνών για έγκλημα εκ δόλου,
γ) αν καταδικάστηκε αμετάκλητα σε οποιαδήποτε ποινή για έγκλημα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 17 εδάφιο δ`.
2. Είναι δυνατόν να παυθεί οριστικά ο δικαστικός λειτουργός:
α) για ανικανότητα εκτελέσεως των υπηρεσιακών του καθηκόντων, λόγω νόσου ή αναπηρίας, σωματικής ή πνευματικής,
β) για υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
3. Για την Οριστική παύση του δικαστικού λειτουργού, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, αποφασίζει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσεως.
4. Η διαδικασία για την Οριστική παύση του δικαστικού λειτουργού ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου κινείται σε κάθε περίπτωση από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Την ίδια διαδικασία για τους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α` είναι δυνατόν να κινήσει και ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, διαβιβάζοντας τα σχετικά στοιχεία στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.
5. Ως προς τη λοιπή διαδικασία για την παύση δικαστικού λειτουργού εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δικαστικούς λειτουργούς πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.
Άρθρο 65α
Σημ.: όπως το άρθρο 65α προστέθηκε με την παρ.1 άρθρ.14 Ν.2913/2001,ΦΕΚ Α 102/23.5.2001,και τροποποιήθηκε με το άρθρο 77 παρ.8 Ν.3421/2005,ΦΕΚ Α 302/13.12.2005.
1. Οι Αναθεωρητές Γ΄ και οι Στρατιωτικοί Δικαστές του Δικαστικού Σώματοςτων Ενόπλων Δυνάμεων, που αποχωρούν από την υπηρεσία με Παραίτηση, προάγονται στον επόμενο βαθμό, εφόσον έχουν τα τυπικά προς προαγωγή προσόντα και κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Με προεδρικό διάταγμα, πουεκδίδεται μετά πάροδο ενός (1) πλήρους ημερολογιακού μήνα από την προαγωγήτους, αποχωρούν από την υπηρεσία ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομίατους.
*** Η παρ.1 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 77 παρ.7Ν.3421/2005,ΦΕΚ Α 302/13.12.2005.
2. Οι Αναθεωρητές Γ` και οι Στρατιωτικοί Δικαστές που αποχωρούν από την υπηρεσία λόγω ορίου ηλικίας ή με Οριστική παύση για ανικανότητα εκτελέσεως των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, λόγω νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, προάγονται στον επόμενο βαθμό, εφόσον κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, ανεξάρτητα από την ύπαρξη τυπικών προσόντων. Η ανωτέρω διάταξη ισχύει και για τους δικαστικούς λειτουργούς των Ενόπλων Δυνάμεων, που αποβιώνουν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους. Με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται μέσα σε ένα μήνα από την προαγωγή τους, αποχωρούν από την υπηρεσία, εκτός από εκείνους που αποχωρούν λόγω θανάτου, οι οποίοι προάγονται στον επόμενο βαθμό από την προηγουμένη του θανάτου τους.
3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 εφαρμόζονται και στους ΑναθεωρητέςΒ΄, εφόσον αυτοί έχουν έναν χρόνο στον κατεχόμενο βαθμό και κριθούν προακτέοι από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
4. Οι Στρατιωτικοί Δικαστές Α΄ ή Αναθεωρητές μπορεί να ανακαλούνται εντόςπέντε (5) ετών από τότε που λύθηκε για αυτούς η δημόσια υπηρεσιακή σχέση, για κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών νομικού συμβούλου σε διοικητικές θέσεις τουΥπουργείου Εθνικής Άμυνας και των υπηρεσιών ή των νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται σε αυτό ή εποπτεύονται από αυτό. Η ανάκλησηγίνεται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού ΕθνικήςΆμυνας κατόπιν προτάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Με όμοιο τρόπογίνεται και η απόλυση.
Όσοι ανακαλούνται για τον παραπάνω λόγο, κατά το χρόνο παραμονής τους στηνενέργεια τίθενται εκτός επετηρίδας δικαστικού σώματος.
5. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας μπορεί να ανακαλεί με απόφασή του στην ενεργόυπηρεσία λόγω σοβαρών ασθενειών δικαστικούς λειτουργούς που αποχώρησαν απότην υπηρεσία, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, μετά από γνωμάτευση της αρμόδιαςΑνώτατης Υγειονομικής Επιτροπής των Ενόπλων Δυνάμεων και κατόπιν εισηγήσεωςτου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Όσοι ανακαλούνται για το λόγο αυτόν,εγγράφονται ως προσωπικό εκτός Οργανικής Δύναμης στη Διεύθυνση ΣτρατιωτικήςΔικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Η απόλυση των παραπάνω γίνεται μεαπόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μετά από εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αμέσως μόλις εκλείψουν οι λόγοι για τους οποίους ανεκλήθησαν.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ΄
Γενικές διατάξεις
Άρθρο 66
1. Οι διατάξεις του δευτέρου μέρους του παρόντος καθορίζουν την πειθαρχική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων, για όλες τις πειθαρχικές τους παραβάσεις.
2. Οι παραπάνω δικαστικοί λειτουργοί διέπονται από τις διατάξεις του μέρους αυτού και όταν λόγω της ιδιότητάς τους μετέχουν σε ειδικά δικαστήρια, συμβούλια και επιτροπές ή όταν τους ανατίθενται διοικητικά καθήκοντα βάσει ειδικών διατάξεων.
Άρθρο 67
Απαγόρευση περισσότερων διώξεων και ποινών για το ίδιο παράπτωμα
1. Κανείς δεν διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Τυχόν νέα πειθαρχική αγωγή γι` αυτό κηρύσσεται απαράδεκτη. Εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση για την πρώτη πειθαρχική αγωγή, τα στοιχεία που διαβιβάζονται για τη δεύτερη συμπληρώνουν το φάκελο της υπόθεσης.
2. Για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα μία και μόνη πειθαρχική ποινή μπορεί να επιβληθεί.
Άρθρο 68
Αν από την τέλεση του πειθαρχικού παραπτώματος μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται ο νόμος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον διωκόμενο διατάξεις.
Άρθρο 69
Αυτοτέλεια πειθαρχικής δίκης
1. Η πειθαρχική δίκη είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη.
2. Η πειθαρχική δίκη δεν επηρεάζεται από την τυχόν, κατά τη διάρκειά της, προαγωγή ή άλλη μεταβολή της υπηρεσιακής καταστάσεως του διωκομένου, εκτός αν αυτή επιφέρει και μεταβολή στην καθ` ύλην αρμοδιότητα του πειθαρχικού οργάνου. Στην περίπτωση αυτή η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο μετά τη μεταβολή πειθαρχικό όργανο.
Άρθρο 70
Σχέση της πειθαρχικής με την ποινική δίκη
Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική. Ο πειθαρχικός δικαστής μπορεί να διατάξει την αναστολή της πειθαρχικής δίκης μέχρι να περατωθεί η ποινική.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ΄
Πειθαρχικό παράπτωμα – Άρση ή έλλειψη πειθαρχικής ευθύνης
Άρθρο 71
Έννοια πειθαρχικού παραπτώματος
1. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ή συμπεριφορά, εν γένει του δικαστικού λειτουργού εντός η εκτός υπηρεσίας, εφόσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του ως δικαστικού λειτουργού η ως αξιωματικού και θίγει το κύρος της δικαιοσύνης ή του ίδιου.
2. Οι ειδικότερες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται από τις διατάξεις που αναφέρονται στην απονομή της δικαιοσύνης, την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία των στρατιωτικών δικαστηρίων και την κατάστασή τους ως δικαστικών λειτουργών και αξιωματικών.
3. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού συνιστούν ιδίως:
α. Πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστεως και αφοσιώσεως προς την πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας ή υπονομεύουν τη δημοκρατική νομιμότητα και η συμμετοχή του σε πράξεις που οδηγούν στην κατάλυση της.
β. Η συμμετοχή του σε οργάνωση, της οποίας οι σκοποί είναι κρυφοί ή επιβάλλει στα μέλη της μυστικότητα.
γ. Η χρησιμοποίηση της ιδιότητας του για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών.
δ. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην Εκτέλεση των καθηκόντων του.
ε. Η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας.
στ. Η αποσιώπηση των νόμιμων λόγων αποκλεισμού ή εξαιρέσεως.
ζ. Η αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά εντός ή εκτός υπηρεσίας.
Άρθρο 72
Πειθαρχικό παράπτωμα κατ` εξακολούθηση
Περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου παραπτώματος θεωρούνται ως ενιαίο σύνολο, η βαρύτητα του οποίου λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής.
Άρθρο 73
Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό:
α. Η άρνησή του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος ή είναι αντίθετες με αυτό.
β. Η έκφραση δημόσιας γνώμης, εκτός εάν γίνεται με σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης.
γ. Η συμμετοχή και ανάπτυξη δραστηριότητας σε αναγνωρισμένες ενώσεις δικαστών ή άλλα επιστημονικά σωματεία ή ενώσεις.
Άρθρο 74
Λόγοι που δεν αίρουν την πειθαρχική ευθύνη
1. Η προαγωγή του δικαστικού λειτουργού δεν αίρει τον πειθαρχικό κολασμό για παράπτωμα που διέπραξε πριν από την προαγωγή του.
2. Η χάρη, η αποκατάσταση, καθώς και η με οποιονδήποτε άλλο τρόπο άρση του ποινικώς κολασίμου της πράξεως ή η άρση, εν όλω ή εν μέρει, των συνεπειών της ποινικής καταδίκης δεν αίρουν το πειθαρχικώς κολάσιμο της πράξεως.
Άρθρο 75
Παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος
1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα των δικαστικών λειτουργών παραγράφονται μετά πέντε (5) χρόνια από την τέλεσή τους.
2. Πειθαρχικό παράπτωμα που είναι συγχρόνως και ποινικό δεν παραγράφεται πριν παρέλθει ο χρόνος που ορίζεται για την παραγραφή του τελευταίου. Όσο διαρκεί η ποινική διαδικασία και μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως ή αμετάκλητου απαλλακτικού βουλεύματος, αναστέλλεται η Παραγραφή του πειθαρχικού παραπτώματος.
3. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται από την επίδοση της πειθαρχικής αγωγής, ο χρόνος όμως της αναστολής αυτής δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση για την πειθαρχική δίωξη.
4. Η παραγραφή πειθαρχικού παραπτώματος διακόπτεται με την τέλεση άλλου πειθαρχικού παραπτώματος, που αποσκοπεί στην απόκρυψη του πρώτου ή τη ματαίωση εγέρσεως πειθαρχικής αγωγής γι` αυτό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ΄
Πειθαρχικές ποινές
Άρθρο 76
Πειθαρχικές ποινές
Οι Πειθαρχικές ποινές που μπορεί να επιβληθούν στο δικαστικό λειτουργό είναι:
α. Η έγγραφη επίπληξη.
β. Το πρόστιμο από καθαρές αποδοχές δύο (2) ημερών μέχρι τις αποδοχές δύο (2) μηνών. Ως αποδοχές νοούνται ο βασικός μισθός με τις πάγιες προσαυξήσεις.
γ. Η προσωρινή παύση από δέκα (10) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες και
δ. Η Οριστική παύση.
Άρθρο 77
Οριστική παύση
Η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως επιβάλλεται σε ιδιαιτέρως βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες τελέσεως και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκομένου μαρτυρούν έλλειψη συνειδήσεως των βασικών του υποχρεώσεων ως δικαστικού λειτουργού ή θίγουν σοβαρά το κύρος της δικαιοσύνης.
Άρθρο 78
Καθορισμός και επιμέτρηση της ποινής
1. Η ποινή που θα επιβληθεί και η επιμέτρησή της προσδιορίζονται:α. Από τη βαρύτητα του παραπτώματος.
β. Από το βαθμό και την πείρα του δικαστικού λειτουργού.
γ. Από τις περιστάσεις τελέσεως του παραπτώματος.
δ. Από την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειας του διωκομένου.
2. Όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια του διωκομένου, ο πειθαρχικός δικαστής δύναται, εκτιμώντας τις συνθήκες τελέσεως του παραπτώματος και την προσωπικότητά του, να τον κρίνει ατιμώρητο.
Άρθρο 79
Συνολική ποινή
1. Όταν συνεκδικάζονται περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, εφόσον οι Πειθαρχικές ποινές, που έχουν επιβληθεί για καθένα από αυτά, είναι του αυτού είδους, επιβάλλεται μια Συνολική ποινή η οποία αποτελείται από την πιο βαρειά ή, όταν οι ποινές είναι ίσες, από τη μια, που προσαυξάνεται μέχρι το ανώτερο όριό της. Σε κάθε περίπτωση η επαύξηση δεν δύναται να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων πειθαρχικών ποινών.
2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και όταν επιβληθούν περισσότερες Πειθαρχικές ποινές του αυτού είδους για πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία εκδικάστηκαν χωριστά, εφόσον οι ποινές αυτές δεν έχουν ολοσχερώς αποτιθεί, παραγραφεί ή χαριστεί. Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής αρμόδιο είναι το ανώτερο κατά βαθμόν δικαστήριο ή συμβούλιο.
Άρθρο 80
Υποτροπή
1. Εφόσον επιβλήθηκε σε δικαστικό λειτουργό ποινή προστίμου ή προσωρινής παύσεως, η διάπραξη από αυτόν άλλου πειθαρχικού παραπτώματος, πριν από την άρση των συνεπειών της ποινής αυτής, συνιστά Υποτροπή.
2. Σε περίπτωση Υποτροπής, ο πειθαρχικός δικαστής δύναται είτε να επαυξήσει τη νέα πειθαρχική ποινή μέχρι το ανώτατο όριό της είτε, εφόσον εκτιμήσει ότι η διάπραξη του νεότερου παραπτώματος είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική, να επιβάλλει βαρύτερη πειθαρχική ποινή, μέχρι και την Οριστική παύση, σύμφωνα με το άρθρο 77 του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ¨
Έναρξη και λήξη πειθαρχικής ευθύνης
Άρθρο 81
Έναρξη της πειθαρχικής ευθύνης
Η πειθαρχική ευθύνη του δικαστικού λειτουργού αρχίζει από την αποδοχή του διορισμού του.
Άρθρο 82
Πράξεις που τελέστηκαν πριν από το διορισμό
1. Πράξεις που τελέστηκαν κατά τη διάρκεια προγενέστερης υπηρεσίας του δικαστικού λειτουργού στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή υπό την ιδιότητα του δικηγόρου τιμωρούνται πειθαρχικώς, εφόσον δεν παρήλθε ο χρόνος παραγραφής που ορίζεται γι` αυτές. Στην περίπτωση αυτή, ο τυχόν εκτός υπηρεσίας χρόνος, εφόσον δεν υπερβαίνει την πενταετία, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση της παραγραφής.
2. Η τέλεση από το δικαστικό λειτουργό, κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού και μέχρι την Αποδοχή του διορισμού του, παράνομης πράξεως, σχετικής με τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό ή τις προϋποθέσεις διορισμού του, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα. Ο χρόνος της προγραφής αρχίζει από την Αποδοχή του διορισμού.
Άρθρο 83
Λήξη της πειθαρχικής ευθύνης
1. Ο δικαστικός λειτουργός που αποχώρησε με οποιονδήποτε τρόπο από την υπηρεσία δεν διώκεται πειθαρχικώς. Η πειθαρχική όμως δίκη που άρχισε πριν από τη λύση της υπηρεσιακής σχέσεως συνεχίζεται μέχρις ότου εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση.
2. Η καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται κατά την προηγούμενη παράγραφο δεν εκτελείται. Επιδίδεται πάντως στον τέως δικαστικό λειτουργό και τίθεται στον ατομικό του φάκελο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ΄
Πειθαρχικές δικαιοδοσίες
Άρθρο 84
Όργανα ασκήσεως πειθαρχικής δικαιοδοσίας
1. Η πειθαρχική δικαιοδοσία στους δικαστικούς λειτουργούς του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων ασκείται από δικαστήριο και πειθαρχικά συμβούλια.
2. Το δικαστήριο που ασκεί πειθαρχική δικαιοδοσία είναι η ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
3. Τα συμβούλια που ασκούν πειθαρχική δικαιοδοσία είναι:α. Το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.β. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
γ. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο του άρθρου 91 του Συντάγματος.
Άρθρο 85
Αρμοδιότητα δικαστηρίου ολομέλειας
1. Η ολομέλεια του Αρείου Πάγου είναι αρμόδια για την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσεως σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων.
2. Το παραπάνω δικαστήριο κρίνει αυτόν που διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα, ύστερα από παραπομπή του από το πειθαρχικό συμβούλιο. Εφόσον τελικά το δικαστήριο κρίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός είναι υπαίτιος πειθαρχικού παραπτώματος, που τιμωρείται με ποινή κατώτερη από την Οριστική παύση, επιβάλλει την ποινή που πρέπει, χωρίς να δεσμεύεται από την απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου για την παραπομπή.
Άρθρο 86
Αρμοδιότητα του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου
Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο είναι αρμόδιο να κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις Πειθαρχικές ποινές, εκτός από την Οριστική παύση, στα μέλη του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Άρθρο 87
Αρμοδιότητες των άλλων πειθαρχικών συμβουλίων
1. Το πενταμελές πειθαρχικά συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι αρμόδιο να κρίνει σε πρώτο βαθμό τα πειθαρχικά παραπτώματα και να επιβάλλει όλες τις Πειθαρχικές ποινές, εκτός από την Οριστική παύση, στους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α`.
2. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου είναι αρμόδιο να κρίνει τις εφέσεις κατά των πειθαρχικών αποφάσεων, που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό από το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο.
Άρθρο 88
Συγκρότηση δικαστηρίου
Το δικαστήριο που προβλέπεται από το άρθρο 84 παράγραφος 2 του παρόντος συγκροτείται για να ασκήσει τη δικαιοδοσία του, όπως ορίζει ο οργανικός του νόμος
Άρθρο 89
Συγκρότηση και σύνθεση του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου
1. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο, όταν καλείται να αποφανθεί επί πειθαρχικού παραπτώματος μέλους του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, συγκροτείται όπως ορίζει το άρθρο 91 παράγραφος 2 του Συντάγματος, χωρίς τη συμμετοχή των δύο καθηγητών.
2. Σε περίπτωση ελλείψεως ή κωλύματος του Προέδρου του Συμβουλίου της επικρατείας συμμετέχει και προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
3. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις περί συγκροτήσεως και λειτουργίας του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.
Άρθρο 90
Συγκρότηση και σύνθεση των άλλων πειθαρχικών συμβουλίων
1. Το πενταμελές πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται από τον Α Αντιπρόεδρο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ως Πρόεδρο, και τέσσερις Αναθεωρητές Γ`.
2. Το επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, ως Πρόεδρο, τρεις Αναθεωρητές Γ` και τρεις Αρεοπαγίτες
3. Οι Αρεοπαγίτες που μετέχουν στα παραπάνω συμβούλια λαμβάνονται από εκείνους που έχουνκληρωθεί ως μέλη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος, με τη σειρά που έχουν κληρωθεί. Ειδικότερα, οι τρεις πρώτοι Αρεοπαγίτες αποτελούν τα τακτικά μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, οι επόμενοι πέντε αποτελούν τα αναπληρωματικά μέλη του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου και οι επόμενοι επτά αποτελούν τα αναπληρωματικά μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου.
4. Οι Αναθεωρητές που μετέχουν στα παραπάνω συμβούλια ορίζονται κάθε χρόνο με κλήρωση. Η κλήρωση γίνεται το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε χρόνου σε δημόσια συνεδρίαση του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Σε μια κληρωτίδα τίθενται ως κλήροι σφαιρίδια αδιαφανή με τα ονόματα όλων των Αναθεωρητών Γ` και ο Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου εξάγει διαδοχικώς επτά σφαιρίδια. Οι Αναθεωρητές των οποίων τα ονόματα αναφέρονται στα τέσσερα πρώτα σφαιρίδια αποτελούν τα τακτικά μέλη του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, ενώ οι Αναθεωρητές που αναφέρονται στα επόμενα τρία σφαιρίδια αποτελούν τα τακτικά μέλη του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου.
5. Εάν ο αριθμός των Αναθεωρητών δεν επαρκεί για τη συγκρότηση συμβουλίων, σύμφωνα με την παραπάνω παράγραφο 4, εφαρμόζεται ανάλογα η παράγραφος 3 του άρθρου 55.
6. Τα αναπληρωματικά μέλη κατά τη σειρά της κληρώσεώς τους αναπληρώνουν τα τακτικά μέλη που απουσιάζουν ή κωλύονται. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ελλείψεως τακτικού μέλους, μέχρι να γίνει Συμπληρωματική κλήρωση με ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 56.
7. Η θητεία των μελών των παραπάνω πειθαρχικών συμβουλίων αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους. Η θητεία των μελών που κληρώνονται συμπληρωματικά, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, διαρκεί μέχρι τη λήξη του ημερολογιακού έτους.
8. Καθήκοντα γραμματέα στα παραπάνω συμβούλια ασκεί ο δικαστικός γραμματέας, που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
Άρθρο 91
1. Δεν μπορούν να μετάσχουν σε πειθαρχικό συμβούλιο ή δικαστήριο για την εκδίκαση ορισμένης πειθαρχικής υποθέσεως:
α. Οι δικαστικοί λειτουργοί κατά των οποίων στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα.
β. Οι συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή σε πλάγια γραμμή και μέχρι τον τέταρτο βαθμό ή εξ αγχιστείας μέχρι το δεύτερο βαθμό, καθώς και ο σύζυγος εκείνου που διώκεται ή του δικαστικού λειτουργού κατά του οποίου στρέφεται το πειθαρχικό παράπτωμα.
γ. Εκείνος που έχει ασκήσει την πειθαρχική δίωξη, καθώς και αυτός που έχει ενεργήσει Ανάκριση στην ίδια πειθαρχική υπόθεση.
δ. Αυτοί που έχουν εξεταστεί ως μάρτυρες στην ίδια υπόθεση.
ε. Οι δικαστές που συμμετείχαν σε ποινική δίκη για την ίδια πράξη.
στ. Αυτοί που συνδέονται με ιδιαίτερη φιλία ή βρίσκονται σε οξεία αντίθεση με αυτόν που διώκεται ή έχουν ιδιαίτερη σχέση με την υπόθεση που κρίνεται ώστε να μπορεί να δημιουργηθεί αμφιβολία για την αμεροληψία τους.
2. Όσοι μετείχαν στο συμβούλιο που έκρινε σε πρώτο βαθμό δεν μπορούν να μετάσχουν και στο δευτεροβάθμιο.
3. Δεν επιτρέπεται η εξαίρεση τόσων μελών ώστε να μην είναι δυνατή η σύνθεση του συμβουλίου από τα υπόλοιπα.
4. Ο δικαστικός λειτουργός, που κωλύεται κατά τα παραπάνω, έχει τις υποχρεώσεις του άρθρου 23 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας που εφαρμόζεται αναλόγως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ΄
Γενικές δικονομικές διατάξεις
Άρθρο 92
Δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Η Δίωξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων γίνεται αυτεπαγγέλτως με βάση τα στοιχεία που περιέρχονται σε αυτόν που είναι αρμόδιος να την ασκήσει.
2. Τα πειθαρχικά συμβούλια ασχολούνται με μία υπόθεση, μόνον όταν ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, το δε πειθαρχικό δικαστήριο μόνον όταν παραπέμπουν σε αυτό την υπόθεση τα πειθαρχικά συμβούλια.
Άρθρο 93
1. Η Προδικασία ενώπιον του πειθαρχικού δικαστηρίου και των συμβουλίων είναι μυστική. Η κυρία διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού δικαστηρίου και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι δημόσια και η απόφαση τους εκδίδεται σε δημόσια συνεδρίαση. Η κυρία διαδικασία στα άλλα πειθαρχικά συμβούλια είναι μυστική.
2. Η πειθαρχική διαδικασία γίνεται ατελώς σε όλα τα στάδιά της. Έξοδα δεν επιδικάζονται ούτε υπέρ ούτε εις βάρος του διωκομένου.
3. Κατά τη διαδικασία ενώπιον των δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων επιτρέπεται συμπαράσταση με δικηγόρο, εφόσον η ποινή που επιβλήθηκε πρωτοδίκως είναι ανώτερη από την ποινή του προστίμου.
Άρθρο 94
Συνάφεια και συμμετοχή
1. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα που φέρονται ότι έχουν διαπραχθεί από τον ίδιο δικαστικό λειτουργό, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο πειθαρχικής διώξεως με την άσκηση μιας μόνο πειθαρχικής αγωγής. Εφόσον ο πειθαρχικός δικαστής κρίνει ότι η συνεκδίκαση των παραπάνω παραπτωμάτων θα προξενήσει βλάβη, διατάσσει χωρισμό.
2. Περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία ασκήθηκαν χωριστές πειθαρχικές αγωγές, μπορούν να συνεκδικαστούν από τον πειθαρχικό δικαστή, εφόσον τούτο δεν προκαλεί βλάβη.
3. Όταν διώκονται περισσότεροι ως συμμέτοχοι για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, η πειθαρχική δίκη γίνεται ενιαία για όλους. Αν οι διωκόμενοι υπάγονται σε πειθαρχικά συμβούλια με διαφορετική καθ` ύλην αρμοδιότητα, αρμόδιο είναι το συμβούλιο στο οποίο υπάγεται ο κατά βαθμόν ανώτερος.
4. Σε περίπτωση συμμετοχής δικαστικών λειτουργών και δικαστικών γραμματέων στο ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, καθένας υπάγεται στον πειθαρχικό δικαστή, που είναι αρμόδιος γι` αυτόν.
Άρθρο 95
Εκθέσεις – Επιδόσεις
1. Για τη διενέργεια κάθε πράξεως της πειθαρχικής διαδικασίας συντάσσεται έκθεση, εφόσον προβλέπεται ειδικά από τον παρόντα νόμο.
2. Όλες οι κλήσεις και προσκλήσεις προσώπων κατά την πειθαρχική διαδικασία και τα έγγραφα, που η κοινοποίηση τους προβλέπεται από τον παρόντα νόμο, επιδίδονται και συντάσσεται σχετική έκθεση. Τα έγγραφα που πρέπει να επιδοθούν στον διωκόμενο διαβιβάζονται με εμπιστευτική αλληλογραφία στον Πρόεδρο του δικαστηρίου, ο οποίος μεριμνά για την επίδοση τους.
3. Στα παραπάνω εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 148 μέχρι 153 και 155 μέχρι 163 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 96
Αρμοδιότητα για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως
Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως είναι:
α. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς.
β. Ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου για τους δικαστικούς λειτουργούς μέχρι και το βαθμό του Στρατιωτικού Δικαστή Α`.
Άρθρο 97
Υποχρέωση για την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως
1. Ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, όταν λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση, ότι τελέστηκε από δικαστικό λειτουργό πράξη, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως πειθαρχικό παράπτωμα, υποχρεούται να ασκήσει πειθαρχική αγωγή.
2. Αν τα στοιχεία, που περιέρχονται στον Εισαγγελέα, καθώς και όσα συλλέγει ο ίδιος δεν πιθανολογούν τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δεν συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξαλείψεως του αξιοποίνου ή λήξεως της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του που κοινοποιείται στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
3. Σε πειθαρχικά παραπτώματα που οφείλονται σε ελαφρά αμέλεια και δικαιολογούν προδήλως μόνο ποινή επιπλήξεως, η δίωξη είναι στη διακριτική ευχέρεια του Εισαγγελέα, ο οποίος πρέπει να λάβει υπόψη το συμφέρον της δικαιοσύνης και τη διαγωγή του δικαστικού λειτουργού εντός της υπηρεσίας και εκτός αυτής.
Άρθρο 98
Γνωστοποίηση πειθαρχικών παραπτωμάτων
1. Πρόεδροι και εισαγγελείς δικαστηρίων, όταν λάβουν γνώση ότι ο δικαστικός λειτουργός που υπηρετεί στο δικαστήριο ή την εισαγγελία διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα, οφείλουν να το ανακοινώσουν στον αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως και να αποστείλουν τα σχετικά στοιχεία.
2. Εκθέσεις επιθεωρητών, που περιέχουν πρόταση για πειθαρχική δίωξη δικαστικού λειτουργού, διαβιβάζονται στον αρμόδιο για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως με τα σχετικά στοιχεία.
3. Οι εισαγγελείς πλημμελειοδικών υποχρεούνται να γνωστοποιούν αμέσως στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως κάθε ποινική δίωξη που ασκούν κατά δικαστικού λειτουργού.
4. Αν κατά τη διάρκεια ποινικής ή πειθαρχικής ανακρίσεως προκύπτουν πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν άλλο πειθαρχικό παράπτωμα, ο ανακριτής συντάσσει σχετική έκθεση και τη στέλνει αμέσως στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως.
Άρθρο 99
1. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως έχει το δικαίωμα να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση για τον έλεγχο των στοιχείων, που έχουν περιέλθει σε αυτόν και την εκτίμηση της συνδρομής των λόγων για την άσκηση πειθαρχικής διώξεως. Η προκαταρκτική εξέταση είναι άτυπη και γίνεται από τον ίδιο ή με εντολή του από άλλο δικαστικό λειτουργό ανώτερο στο βαθμό εκείνου που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα.
2. Εκείνος που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση οφείλει να ζητήσει προφορικές ή έγγραφες εξηγήσεις από αυτόν που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα και μπορεί να ζητήσει πληροφορίες ή τη διαβίβαση άλλων στοιχείων από κάθε άλλη αρχή. Ο καλούμενος να δώσει εξηγήσεις οφείλει να τις δώσει και έχει δικαίωμα να λάβει γνώση όλων των στοιχείων που τον αφορούν.
3. Εκείνος που ενεργεί προκαταρκτική εξέταση μεριμνά επίσης για τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων και εξετάζει μάρτυρες, αν το κρίνει αναγκαίο.
4. Για την προκαταρκτική εξέταση συντάσσεται έκθεση, της οποίας το πόρισμα πρέπει να έχει επαρκή αιτιολογία.
5. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής διώξεως, αν από την προκαταρκτική εξέταση καταλήξει σε κρίση ότι δεν συντρέχει λόγος ασκήσεως πειθαρχικής διώξεως, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη. Όταν η πράξη αυτή εκδίδεται από τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου κοινοποιείται στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
Άρθρο 100
Έναρξη πειθαρχικής διώξεως
1. Η πειθαρχική δίωξη αρχίζει με την έγερση πειθαρχικής αγωγής.
2. Η πειθαρχική αγωγή πρέπει να περιέχει:
α. Το ονοματεπώνυμο και τα υπηρεσιακά στοιχεία του διωκομένου.
β. Πλήρη και σαφή καθορισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία στοιχειοθετούν το πειθαρχικό παράπτωμα που του αποδίδεται, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε και τις διατάξεις των νόμων που το προβλέπουν.
3. Η πειθαρχική αγωγή απευθύνεται στο αρμόδιο συμβούλιο και συνοδεύεται από την πειθαρχική δικογραφία που σχηματίστηκε και τα στοιχεία που υπάρχουν. Η αρμοδιότητα του συμβουλίου κρίνεται από το βαθμό του διωκομένου κατά το χρόνο ασκήσεως της πειθαρχικής αγωγής με την επιφύλαξη της διατάξεως του άρθρου 69 παράγραφος 2.
4. Εφόσον η πειθαρχική αγωγή ασκείται από τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, κοινοποιείται αντίγραφό της στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας. Η πειθαρχική αγωγή κοινοποιείται επίσης στον πρόεδρο και τον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου υπηρετεί ο δικαστικός λειτουργός, τον οποίο αφορά η πειθαρχική αγωγή.
Άρθρο 101
Η πειθαρχική δίωξη τελειώνει με την έκδοση οριστικής, ανέκκλητης ή τελεσίδικης αποφάσεως πειθαρχικού δικαστηρίου ή συμβουλίου, κατά περίπτωση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ΄
Προδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων
Άρθρο 102
Ορισμός εισηγητή
1. Ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου ορίζει ένα από τα τακτικά μέλη του ως εισηγητή. Η πράξη ορισμού του εισηγητή με αντίγραφο της πειθαρχικής αγωγής επιδίδεται στον διωκόμενο.
2. Σε περίπτωση κωλύματος του εισηγητή, ο πρόεδρος τον αντικαθιστά με άλλον από τα τακτικά μέλη του συμβουλίου.
3. Ο διωκόμενος έχει δικαίωμα, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της πράξεως ορισμού εισηγητή, να ζητήσει την εξαίρεση του τελευταίου, αναφέροντας τους λόγους εξαιρέσεως. Για την αίτηση αποφασίζει το πειθαρχικό συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του εισηγητή, του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση. Αν γίνει δεκτή η αίτηση, ο πρόεδρος ορίζει άλλον εισηγητή.
4. Ο διωκόμενος δεν μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση και άλλου εισηγητή.
Άρθρο 103
Κλήση σε Απολογία
1. Ο εισηγητής μελετά τη δικογραφία και καλεί τον διωκόμενο σε Απολογία.
2. Με την κλήση τάσσεται εύλογη προθεσμία για Απολογία, όχι βραχύτερη των δέκα (10) ημερών. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί με αίτηση του διωκομένου μέχρι το τριπλάσιο.
3. Από την επίδοση της κλήσεως σε Απολογία μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, που τάχθηκε, άλλα όχι περισσότερο οπό δεκαπέντε (15) ημέρες, ο διωκόμενος θεωρείται ότι είναι σε κανονική άδεια, την οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει, αφού κάνει σχετική δήλωση στον προϊστάμενό του.
Άρθρο 104
Απολογία
1. Ο διωκόμενος, πριν απολογηθεί, έχει δικαίωμα να λάβει γνώση της δικογραφίας που σχηματίστηκε και να ζητήσει να του χορηγηθούν αντίγραφα της δικογραφίας αφού συνταχθεί σχετική έκθεση.
2. Η Απολογία είναι έγγραφη και υποβάλλεται είτε στον εισηγητή με χορήγηση αποδείξεως είτε με συστημένη επιστολή.
3. Στην Απολογία του μπορεί ο διωκόμενος να προτείνει μάρτυρες, από τους οποίους οι πέντε εξετάζονται υποχρεωτικώς. Επίσης, μπορεί να αναφέρει την ύπαρξη κρίσιμων εγγράφων ή άλλων στοιχείων, που βρίσκονται σε οποιαδήποτε αρχή, με τα οποία πρέπει να συμπληρωθεί η πειθαρχική δικογραφία, με την επιφύλαξη αυτών που ορίζονται στο άρθρο 106 παράγραφος 4.
4. Στην Απολογία του ο διωκόμενος επισυνάπτει όσα στοιχεία έχει στη διάθεση του. Ο διωκόμενος μπορεί να ζητήσει εύλογη προθεσμία για τη συμπληρωματική υποβολή στοιχείων, που δεν βρίσκονται στην κατοχή του.
Άρθρο 105
Ορισμός ανακριτή
1 Εφόσον, μετά την Απολογία του διωκομένου, τα στοιχεία που υπάρχουν στη δικογραφία κρίνονται από τον εισηγητή και τον πρόεδρο επαρκή για να εισαχθεί η υπόθεση στο πειθαρχικό συμβούλιο, ενεργούνται όσα ορίζονται στο άρθρο 111. Εφόσον όμως τα στοιχεία αυτά κρίνονται από τον εισηγητή ή τον πρόεδρο ελλιπή, ο τελευταίος ορίζει με πράξη του ως ανακριτή άλλο μέλος, τακτικό ή αναπληρωματικό, του συμβουλίου και του δίνει παραγγελία να διενεργήσει Ανάκριση
2. Η πράξη του προέδρου για τον ορισμό ανακριτή επιδίδεται στον διωκόμενο. Αυτός έχει δικαίωμα να ζητήσει την εξαίρεση του ανακριτή, όπως ορίζεται και για τον εισηγητή στο άρθρο 102 παράγραφοι 3 και 4.
Άρθρο 106
1. Η Ανάκριση αποβλέπει στη συλλογή κάθε πρόσφορου αποδεικτικού στοιχείου και στη διερεύνηση όλων των πραγματικών περιστατικών για το σχηματισμό της κρίσεως του πειθαρχικού συμβουλίου
2. Ανακριτικές πράξεις είναι κυρίως:
α. Η εξέταση μαρτύρων.
β. Η εξέταση του διωκομένου
γ. Η αυτοψία.
δ. Η πραγματογνωμοσύνη και
ε. Η Αναζήτηση εγγράφων.
3. Για κάθε ανακριτική πράξη της προηγούμενης παραγράφου συντάσσεται έκθεση
4. Δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ανακριτικής πράξεως υπηρεσιακό απόρρητο, εφόσον δεν συναινεί στην ανακοίνωσή του η αρμόδια αρχή, καθώς και κάθε επαγγελματικό απόρρητο κατά νόμο.
5. Ο ανακριτής ενεργεί αυτοπροσώπως τις ανακριτικές πράξεις. Εάν πρόκειται να διενεργηθεί ανακριτική πράξη έξω από την έδρα του ανακριτή, μπορεί αυτός, εφόσον δεν κρίνει αναγκαία τη μετακίνηση του ή την κλήτευση των μαρτύρων στην έδρα του, να παραγγείλει τη διενέργειά της από δικαστικό λειτουργό του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων, που υπηρετεί στην περιφέρεια όπου πρόκειται να διενεργηθεί η ανακριτική πράξη, αρκεί να είναι ανώτερος στο βαθμό ή αρχαιότερος του διωκομένου.
Άρθρο 107
Εξέταση μαρτύρων και του διωκομένου
1. Οι μάρτυρες εξετάζονται ενόρκως κατά τον τύπο που προβλέπουν τα άρθρα 218 και 220 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
2. Η μη εμφάνιση ή άρνηση καταθέσεως μάρτυρα χωρίς εύλογη αιτία τιμωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα για απείθεια. Εύλογη αιτία θεωρείται και η συγγένεια του μάρτυρα με τον διωκόμενο σε ευθεία γραμμή ή σε πλάγια γραμμή μέχρι και τον τρίτο βαθμό.
3. Η εξέταση των μαρτύρων που προτείνει ο διωκόμενος, πέρα από τον αριθμό των πέντε, είναι στην κρίση του ανακριτή. κατά τα λοιπά, για την εξέταση των μαρτύρων εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 213 μέχρι και 217 και 223 μέχρι 227 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
4. Κατά την Ανάκριση καλείται υποχρεωτικά από τον ανακριτή ο διωκόμενος για εξέταση, η οποία γίνεται ανωμοτί. Η μη προσέλευση ή η άρνηση του διωκομένου για εξέταση δεν εμποδίζει την πρόοδο της ανακρίσεως.
5. Ο διωκόμενος, πριν από την εξέτασή του, έχει δικαίωμα να λάβει γνώση των εγγράφων της ανακρίσεως, καθώς και τα δικαιώματα του άρθρου 104 παράγραφοι 1 και 3 του παρόντος.
Άρθρο 108
1. Η αυτοψία ενεργείται είτε από τον ανακριτή είτε μετά από πρότασή του από ολόκληρο το πειθαρχικό συμβούλιο, για τη διαπίστωση των πραγματικών συνθηκών τελέσεως του πειθαρχικού παραπτώματος ή άλλων συναφών στοιχείων με αυτό.
2. Η εξέταση δημόσιων εγγράφων ή ιδιωτικών εγγράφων που έχουν κατατεθεί σε δημόσια αρχή ενεργείται, εφόσον είναι δυνατόν, στο γραφείο, όπου φυλάσσονται αυτά.
3. Πραγματογνώμονες ορίζονται δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων ή δημόσιοι πολιτικοί ή στρατιωτικοί υπάλληλοι ή επιστήμονες ή τεχνικοί από τον πίνακα του άρθρου 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ότανγίνει η πραγματογνωμοσύνη οι αμοιβές των πραγματογνωμόνων εκκαθαρίζονται από τον πρόεδρο του πειθαρχικού συμβουλίου και καταβάλλονται από το Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις για το δημόσιο λογιστικό.
4. Κατά τα λοιπά, στην αυτοψία και στην πραγματογνωμοσύνη εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Άρθρο 109
Αναζήτηση εγγράφων
1. Ο ανακριτής μπορεί να ζητήσει από κάθε δημόσια αρχή την παροχή σε αυτόν στοιχείων ή την αποστολή πιστοποιητικών ή βεβαιώσεων για αντικείμενα που ανάγονται στην αρμοδιότητά της ή αντιγράφων των εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή της.
2. Έγγραφα τα οποία κατέχει ιδιώτης μπορούν να ζητηθούν από τον ανακριτή και επιστρέφονται υποχρεωτικά μετά το τέλος της πειθαρχικής δίκης. Ο ανακριτής είναι υποχρεωμένος μετά από αίτηση του ιδιώτη να χορηγήσει ατελώς, εκτός από την απόδειξη, επίσημο αντίγραφο ή απόσπασμα των εγγράφων που παρέλαβε. Αν πρόκειται για έγγραφα αναγκαία στον ιδιώτη προς εξυπηρέτηση συμφέροντός του, αυτά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εξετάσεως στον τόπο όπου βρίσκονται.
3. Η άρνηση της παραδόσεως ή ανακοινώσεως τιμωρείται κατά τις διατάξεις του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 110
Τέλος της ανακρίσεως
Μετά το Τέλος της ανακρίσεως, ο ανακριτής υποβάλλει τη δικογραφία στον πρόεδρο του συμβουλίου με το πόρισμά του για την υπόθεση.
Άρθρο 111
Ορισμός δικασίμου – Κλήση του διωκομένου
1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου, όταν λάβει τη δικογραφία της υποθέσεως, μετά το Τέλος της ανακρίσεως ή όταν κρίνει και αυτός, κατά το άρθρο 105, ότι η Ανάκριση δεν είναι αναγκαία, ορίζει με πράξη του δικάσιμο για τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου. Η πράξη κοινοποιείται σε όλα τα μέλη του πειθαρχικού συμβουλίου. Η δικάσιμος δεν μπορεί να απέχει χρονικώς λιγότερο από δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξεως.
2. Η παραπάνω πράξη κοινοποιείται και στον διωκόμενο μαζί με την κλήση για να προσέλθει και λάβει γνώση της δικογραφίας και να παρασταθεί κατά τη συζήτηση. Η κλήση επιδίδεται δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο
3. Για την προσέλευση του διωκομένου συντάσσεται έκθεση στην οποία αναφέρεται αν έλαβε γνώση όλης της δικογραφίας. Η έκθεση υπογράφεται από τον διωκόμενο και το γραμματέα. Η μη προσέλευση του διωκομένου για να λάβει γνώση της δικογραφίας πριν τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου δεν εμποδίζει την πρόοδο της πειθαρχικής δίκης.
4. Ο πρόεδρος του συμβουλίου, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του διωκομένου, μπορεί να καλέσει ενώπιον του συμβουλίου μάρτυρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ΄
Κύρια διαδικασία ενώπιον των πειθαρχικών συμβουλίων
Άρθρο 112
Συνεδρίαση πειθαρχικού συμβουλίου
1. Με την έναρξη της συνεδριάσεως βεβαιώνεται η νόμιμη σύνθεση του συμβουλίου και η παρουσία ή όχι του διωκομένου.
2. Αν ο διωκόμενος δεν εμφανίστηκε και δεν έχει κλητευθεί νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή δεν προσήλθε λόγω ανυπέρβλητου κωλύματος, ορίζεται νέα δικάσιμος και παραγγέλλεται η γνωστοποίησή της.
3. Το συμβούλιο μπορεί και αν δεν συντρέχουν οι όροι της προηγούμενης παραγράφου να αναβάλει τη συνεδρίαση σε νέα δικάσιμο, λόγω της μη προσελεύσεως του διωκομένου ή μάρτυρα, του οποίου η εμφάνιση κρίνεται αναγκαία ή για άλλο σπουδαίο λόγο. Για τους μάρτυρες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τη βίαιη προσαγωγή στο ακροατήριο. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αναβολής της συνεδριάσεως, το συμβούλιο προχωρεί στη συζήτηση της υποθέσεως και με απόντα τον διωκόμενο.
4. Ο διωκόμενος μπορεί να ζητήσει την εξαίρεση δύο το πολύ μελών του πειθαρχικού συμβουλίου, αναφέροντας τους λόγους εξαιρέσεως. Για την αίτηση αυτή που υποβάλλεται εγγράφως, μέχρι την έναρξη της συνεδριάσεως, αποφασίζει το συμβούλιο, χωρίς τη συμμετοχή του μέλους του οποίου ζητήθηκε η εξαίρεση, με αιτιολογημένη απόφαση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Τα μέλη των οποίων ζητείται η εξαίρεση ή την εξαίρεση των οποίων αποφάσισε το συμβούλιο, αντικαθίστανται από τα αναπληρωματικά μέλη κατά τη συζήτηση της αιτήσεως εξαιρέσεως ή της υποθέσεως, αντίστοιχα.
5. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ο εισηγητής διαβάζει την πειθαρχική αγωγή και το πόρισμα της ανακρίσεως. Στη συνέχεια ο πρόεδρος καλεί για εξέταση καθένα από τους μάρτυρες και δίνει το λόγο στον διωκόμενο για να αναπτύξει προφορικά την Απολογία του και να απαντήσει στα ερωτήματα που θα θέσουν σε αυτόν τα μέλη του συμβουλίου. Ο διωκόμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει υπόμνημα, μέσα σε εύλογη προθεσμία που ορίζει ο πρόεδρος.
Άρθρο 113
Διεύθυνση συζητήσεως – Πρακτικά
1. Ο πρόεδρος του συμβουλίου διευθύνει τη συζήτηση, δίνει το λόγο στον εισηγητή, τον διωκόμενο και το συνήγορό του, απευθύνει ερωτήσεις προς τον διωκόμενο και τους μάρτυρες και δίνει την άδεια στα μέλη του συμβουλίου, στον διωκόμενο και στο συνήγορό του να υποβάλουν ερωτήσεις.
2. Για τη συνεδρίαση του πειθαρχικού συμβουλίου συντάσσεται από το γραμματέα πρακτικό, το οποίο υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο. Το πρακτικό περιέχει με συντομία τις καταθέσεις των μαρτύρων, την προφορική Απολογία του διωκομένου, καθώς και έκθεση για κάθε αξιόλογο γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της συνεδριάσεως. Ο πρόεδρος μπορεί να διατάξει την αυτολεξεί καταχώριση ουσιωδών μερών των καταθέσεων ή δηλώσεων, που γίνονται κατά τη συνεδρίαση, επιτρέποντας ενδεχομένως και την υπαγόρευση αυτών.
Άρθρο 114
Προδικαστική απόφαση
Το συμβούλιο εκτιμά ελεύθερα τα αποδεικτικά στοιχεία και αν τα κρίνει ανεπαρκή μπορεί με απόφασή του να διατάξει κρείσσονες αποδείξεις. Εφόσον αποφασιστεί η Διενέργεια αυτοψίας, αυτή διενεργείται από το συμβούλιο. Η Προδικαστική απόφαση επιδίδεται στον διωκόμενο και όταν εκτελεσθούν όσα διατάσσονται με αυτή επαναλαμβάνεται η κυρία διαδικασία, όπως ορίζεται στο άρθρο 112 του Κώδικα.
Άρθρο 115
Οριστική απόφαση
1. Για την έκδοση οριστικής αποφάσεως, το συμβούλιο σε διάσκεψη μελετά όλη τη δικογραφία και στη συνέχεια γίνεται ψηφοφορία, παρουσία και του γραμματέα, για τα ζητήματα που ανακύπτουν στην υπόθεση. Αν σε κάποιο ζήτημα σχηματίζονται περισσότερες από δύο γνώμες, αυτοί που ψήφισαν υπέρ της δυσμενέστερης για τον διωκόμενο γνώμης ή υπέρ της βαρύτερης ποινής προσχωρούν στην αμέσως ευνοϊκότερη. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για καθένα από τα ζητήματα βεβαιώνεται στο πρακτικό της διασκέψεως, το οποίο υπογράφεται από όλους τους παρισταμένους.
2. Η Οριστική απόφαση πρέπει να περιέχει τη σύνθεση του συμβουλίου, το ονοματεπώνυμο και το βαθμό του διωκομένου, μνεία της τυχόν παραστάσεώς του, άλλως της νόμιμης κλητεύσεώς του, περίληψη της κατηγορίας, καθώς και της Απολογίας με τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του διωκομένου, αιτιολογικό και διατακτικό. Η απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη, τόσο ως προς τη διαπίστωση ή μη της ενοχής, όσο και ως προς την επιμέτρηση της ποινής.
3. Το σχέδιο της αποφάσεως συντάσσεται από τον εισηγητή και υπογράφεται από αυτόν και τον πρόεδρο, το δε πρωτότυπό της από τον πρόεδρο και το γραμματέα και καταχωρίζεται στο βιβλίο αποφάσεων του συμβουλίου. Ως χρονολογία εκδόσεως της αποφάσεως λαμβάνεται η χρονολογία υπογραφής του πρωτοτύπου της από τον πρόεδρο.
Άρθρο 116
Κοινοποίηση αποφάσεως
1. Η Οριστική απόφαση επιδίδεται με μέριμνα του γραμματέα στον διωκόμενο.
2. Η απόφαση αυτή επιδίδεται και στον πρόεδρο του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί ο διωκόμενος και σε όσους έχουν δικαίωμα εφέσεως. Επίσης, επιδίδεται στον εισαγγελέα, εφόσον ο διωκόμενος υπηρετεί σε εισαγγελία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ΄
Ένδικα μέσα
Άρθρο 117
Έφεση
1. Οι οριστικές Αποφάσεις του πενταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου είναι εκκλητές.
2. Δικαίωμα εφέσεως σε κάθε απόφαση έχουν:
α. Ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
β. Ο Εισαγγελέας του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
3. Δικαίωμα εφέσεως έχει αυτός που τιμωρήθηκε πειθαρχικά ή απαλλάχθηκε με δυσμενή αιτιολογία.
4. Η έφεση ασκείται από αυτόν που διώχθηκε μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως και αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή μέσα σε τρεις (3) μήνες. Όταν πρόκειται για τους αναφερομένους στην παράγραφο 2 η έφεση ασκείται μέσα σε ένα (1) μήνα από την κοινοποίηση της αποφάσεως κατά το άρθρο 116 παράγραφος 2, πάντως δε όχι πέρα από τρεις μήνες από την έκδοση της αποφάσεως.
5. Η έφεση ασκείται από αυτόν που διώχθηκε με την κατάθεσή της στο γραμματέα του συμβουλίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και συντάσσεται σχετική έκθεση και από αυτούς που έχουν δικαίωμα εφέσεως κατά την παράγραφο 2 με την αποστολή του εγγράφου που απευθύνεται προς τον παραπάνω γραμματέα, οπότε η έφεση θεωρείται ότι έχει ασκηθεί με την πρωτοκόλληση του εγγράφου. Η έφεση μπορεί να ασκηθεί από αυτόν που διώχθηκε και με κατάθεση της στο γραμματέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής στην αλλοδαπή, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να την αποστείλουν αμέσως στο γραμματέα του συμβουλίου που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε θεωρείται ότι ασκήθηκε με την κατάθεση της.
6. Με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο επταμελές πειθαρχικό συμβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να κάνει χειρότερη τη θέση του διωκομένου, αν μόνο αυτός έχει ασκήσει έφεση.
7. Η προθεσμία για την άσκηση της εφέσεως και η άσκησή της αναστέλλουν την Εκτέλεση της αποφάσεως.
8. Ως προς τη διαδικασία ενώπιον του επταμελούς πειθαρχικού συμβουλίου, τα δικαιώματα εκείνου που διώχθηκε, την έκδοση και επίδοση της αποφάσεως προς αυτόν, ισχύουν αναλόγως, όσα ορίζονται παραπάνω για το πενταμελές συμβούλιο.
9. Οι Αποφάσεις του επταμελούς συμβουλίου δεν υπόκεινται σε κανένα ένδικο μέσο, εκτός από την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης.
Άρθρο 118
Επανάληψη πειθαρχικής δίκης
1. Μετά την έκδοση ανέκκλητης ή τελεσίδικης αποφάσεως πειθαρχικού συμβουλίου, μπορεί να ζητηθεί η επανάληψη της πειθαρχικής δίκης:
α) αν μετά την καταδικαστική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε για την ίδια πράξη αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα που αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία,
β) αν μετά την αθωωτική πειθαρχική απόφαση εκδόθηκε αμετάκλητη καταδικαστική ποινική απόφαση για την ίδια πράξη σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργήματος και
γ) αν μετά την έκδοση καταδικαστικής πειθαρχικής αποφάσεως αποκαλύφθηκαν νέα αποδεικτικά στοιχεία ή ανατράπηκε, με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η αποδεικτική δύναμη στοιχείων που είχαν ληφθεί υπόψη και γι` αυτό δεν ήταν φανερή η αθωότητα εκείνου που διώχθηκε.
2. Την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης ζητά στις περιπτώσεις α` και γ` της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αυτός που διώχθηκε πειθαρχικά και στην περίπτωση β` της ίδιας παραγράφου ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας. Η αίτηση απευθύνεται προς το συμβούλιο που έχει εκδώσει την απόφαση κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
3. Η αίτηση επαναλήψεως της πειθαρχικής δίκης ασκείται μέσα σε ένα χρόνο από την ημέρα που έγινε αμετάκλητη η δικαστική απόφαση, στην οποία στηρίζεται, ή αφότου αποκαλύφθηκαν τα νέα αποδεικτικά στοιχεία.
4. Η αίτηση ασκείται κατά το άρθρο 117 παράγραφος 5 του παρόντος.
5. Τυχόν μεταβολή της υπηρεσιακής καταστάσεως αυτού που διώχθηκε δεν επιδρά στην αρμοδιότητα του συμβουλίου που έχει εκδώσει την απόφαση κατά την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου για την επανάληψη της δίκης.
6. Κατά την επανάληψη της δίκης τηρείται η διαδικασία που ορίζεται στα άρθρα 111 έως 115 και η απόφαση που εκδίδεται, εφόσον είναι αθωωτική ή επιβάλλει ελαφρότερη ποινή, διότι έγινε δεκτή η αίτηση που άσκησε ο Υπουργός, εξαφανίζει αυτή που εκδόθηκε αρχικά.
Άρθρο 119
Απαράδεκτο άλλων ενδίκων μέσων
Εκτός από τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στα προηγούμενα άρθρα οι Αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων δεν υπόκεινται σε κανένα άλλο ένδικο μέσο ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου, ούτε σε προσφυγή ενώπιον οποιασδήποτε αρχής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΓ΄
Συνέπειες αποφάσεων
Άρθρο 120
Εκτελεστές Αποφάσεις
1. Οι ανέκκλητες ή τελεσίδικες πειθαρχικές Αποφάσεις είναι υποχρεωτικά εκτελεστές.
2. Όταν η απόφαση είναι ανέκκλητη ή γίνει τελεσίδικη, ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διατάζει την επίδοση του κυρωμένου αντιγράφου της εκτελεστής αποφάσεως σε αυτόν που διώχθηκε πειθαρχικά και διαβιβάζει όλη τη δικογραφία με το αποδεικτικό επιδόσεως της αποφάσεως στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο επιμελείται για τις περαιτέρω ενέργειες εκτελέσεως.
Άρθρο 121
Καταχώριση πειθαρχικών αποφάσεων
Όλες οι πειθαρχικές Αποφάσεις καταχωρίζονται στο Μητρώο αυτού που διώχθηκε, αντίγραφο δε αυτών τίθεται στον ατομικό φάκελό του. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της Διευθύνσεως Στρατιωτικής Δικαιοσύνης του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Άρθρο 122
Εκτέλεση ποινών προστίμου και προσωρινής παύσεως
1. Η Εκτέλεση της αποφάσεως περί επιβολής προστίμου ανήκει στον εκκαθαριστή των αποδοχών του τιμωρημένου δικαστικού λειτουργού. Σε περίπτωση μεταγενέστερης αποχωρήσεώς του από την υπηρεσία, τα οφειλόμενα ποσά από την παραπάνω αιτία εισπράττονται κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, σε περίπτωση δε θανάτου, η ποινή δεν εκτελείται.
2. Το ποσόν του προστίμου που επιβλήθηκε παρακρατείται από τις αποδοχές του πρώτου μηνός από την κοινοποίηση της πειθαρχικής αποφάσεως στον εκκαθαριστή αποδοχών. Αν το ποσό τούτο είναι ανώτερο του ενός τετάρτου των μηνιαίων αποδοχών τον τιμωρημένου, η παρακράτηση γίνεται σε περισσότερες μηνιαίες δόσεις, που ορίζονται με την πειθαρχική απόφαση χωρίς να μπορεί καθεμία να υπερβεί το ένα τέταρτο των μηνιαίων αποδοχών.
3. Η Εκτέλεση της ποινής προσωρινής παύσεως αρχίζει από την επόμενη ημέρα της κοινοποιήσεως της ανέκκλητης ή τελεσίδικης κατά περίπτωση αποφάσεως στον τιμωρημένο ή από την επόμενη ημέρα εκείνης, κατά την οποία η απόφαση που υπόκειται σε έφεση έγινε τελεσίδικη.
4. Η ποινή της επιπλήξεως θεωρείται ότι εκτελέστηκε με την επίδοση της ανέκκλητης ή τελεσίδικης καταδικαστικής αποφάσεως.
5. Κατά τη διάρκεια εκτελέσεως της ποινής προσωρινής παύσεως, ο τιμωρημένος:
α) δεν μπορεί να ασκήσει τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, καθώς και κάθε άλλη αρμοδιότητα που έχει ανατεθεί σε αυτόν με την ιδιότητά του ως δικαστικού λειτουργού και
β) στερείται το μισό των αποδοχών του κάθε μήνα. Η παρακράτηση γίνεται από τον εκκαθαριστή των αποδοχών του και το ποσό που παρακρατείται περιέρχεται στο μετοχικό ταμείο του κλάδου όπου υπηρετεί ο τιμωρημένος.
Άρθρο 123
Παραγραφή πειθαρχικών ποινών
Οι Πειθαρχικές ποινές που επιβλήθηκαν με ανέκκλητες ή τελεσίδικες πειθαρχικές Αποφάσεις, εφόσον παρέμειναν ανεκτέλεστες, παραγράφονται: (α) η πειθαρχική ποινή της επιπλήξεως μετά από διετία, (β) η πειθαρχική ποινή του προστίμου μετά από τριετία και (γ) η πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσεως μετά από πενταετία από την επιβολή τους.
Άρθρο 124
Άρση συνεπειών
Διαγράφονται από το Μητρώο του δικαστικού λειτουργού και δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τις κρίσεις του οι ποινές της επίπληξης μετά ένα έτος, του προστίμου μετά διετία, της προσωρινής παύσεως, έως ένα μήνα, μετά τριετία και της προσωρινής παύσεως άνω του μηνός μετά πενταετία, αν κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα δεν έχει επιβληθεί σε αυτόν οποιαδήποτε νέα πειθαρχική ποινή. Αν μέσα στον άνω χρόνο επιβλήθηκε νέα πειθαρχική ποινή, η διαγραφή επέρχεται μετά την πάροδο του χρόνου που προβλέπεται γι` αυτήν, ο οποίος υπολογίζεται από τη λήξη του χρόνου που προβλέπεται για την πρώτη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΔ΄
Διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού δικαστηρίου
Άρθρο 125
Απόφαση για παραπομπή
1. Εφόσον το πειθαρχικό συμβούλιο κρίνει ότι ο δικαστικός λειτουργός που παραπέμφθηκε ενώπιόν του είναι υπαίτιος του πειθαρχικού παραπτώματος και πρέπει να τιμωρηθεί με ποινή οριστικής παύσεως, εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση για παραπομπή της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο.
2. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στον διωκόμενο και διαβιβάζεται αμέσως με όλη τη δικογραφία στον πρόεδρο του παραπάνω δικαστηρίου.
3. Κατά της αποφάσεως για την παραπομπή δεν επιτρέπεται κανένα ένδικο μέσο.
Άρθρο 126
Προδικασία
1. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου ορίζει ένα από τα μέλη του ως εισηγητή. Η πράξη ορισμού του εισηγητή επιδίδεται στον διωκόμενο.
2. Κατά την Προδικασία δεν απαιτείται επανάληψη αυτών που ορίζονται στα άρθρα 103 μέχρι 110. Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως όσα ορίζονται στο άρθρο 111 του παρόντος.
Άρθρο 127
Κύρια διαδικασία
1. Η συνεδρίαση του δικαστηρίου διέπεται από τις οικείες διατάξεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στα άρθρα 112 μέχρι 116 του παρόντος.
2. Κατά τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου παρίσταται και ο Εισαγγελέας. Ο διωκόμενος μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως μόνος ή με δικηγόρο ή να εκπροσωπείται από δικηγόρο.
Άρθρο 128
Ένδικα μέσα
Η πειθαρχική δίκη ενώπιον του δικαστηρίου μπορεί να επαναληφθεί κατά τους όρους του άρθρου 118 του παρόντος.
Άρθρο 129
Εκτέλεση
1. Η δικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή οριστικής παύσεως διαβιβάζεται στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας για την έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος.
2. Εφόσον το δικαστήριο επέβαλε ελαφρότερη ποινή ή εκήρυξε αθώο τον διωκόμενο, ενεργούνται τα οριζόμενα στα άρθρα 120 μέχρι 124.
3. Εφόσον ο διωκόμενος κηρύχθηκε αθώος ή τιμωρήθηκε με ελαφρότερη ποινή μετά από επανάληψη της δίκης, η δικαστική απόφαση διαβιβάζεται στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, για την έκδοση του προεδρικού διατάγματος για την αποκατάσταση εκείνου που διώχθηκε.
4. Ο δικαστικός λειτουργός που αποκαθίσταται με την ακύρωση ή επιβολή ελαφρότερης πειθαρχικής ποινής καταλαμβάνει την κενή θέση του βαθμού του που τυχόν υπάρχει και σε αντίθετη περίπτωση παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που θα κενωθεί. Ο απαλλασσόμενος ως αθώος ανακτά τη σειρά αρχαιότητάς του.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ, ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕ΄
Επιθεώρηση
Άρθρο 130
Η Επιθεώρηση των στρατιωτικών δικαστηρίων, των γραμματειών τους και των δικαστικών λειτουργών ενεργείται σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις.
Άρθρο 131
Όργανα Επιθεώρησης
1. Την Επιθεώρηση ενεργούν:
α. Στα στρατιωτικά δικαστήρια και στις αντίστοιχες εισαγγελίες ένας Αναθεωρητής.
β. Στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών ο ίδιος επιθεωρητής και οι εισαγγελείς των δικαστηρίων αυτών.
2. Με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται το μήνα Δεκέμβριο κάθε έτους ο επιθεωρητής Αναθεωρητής, ο οποίος πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον ένα (1) χρόνο στο βαθμό του Αναθεωρητή και, εάν είναι δυνατόν, να μην έχει εκτελέσει καθήκοντα επιθεωρητή κατά την προηγούμενη διετία.
3. Η θητεία του επιθεωρητή είναι ετήσια και αρχίζει την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους από το διορισμό του. Παράταση της θητείας του μέχρι δύο (2) μήνες είναι δυνατή με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.
4. Σε περίπτωση θανάτου, κωλύματος ή αποχώρησης από την υπηρεσία του επιθεωρητή ορίζεται, κατά την παράγραφο 2, αντικαταστάτης για το υπόλοιπο της θητείας του.
5. Ο επιθεωρητής Αναθεωρητής, κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων του, δύναται, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, να απαλλάσσεται από οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία για ορισμένο διάστημα της θητείας του. Σε περίπτωση παράτασης της θητείας του μπορεί να απαλλάσσεται μέχρι το τέλος του χρόνου της παράτασης.
6. Σε περίπτωση θανάτου, αποχώρησης από την υπηρεσία, μετάθεσης ή κωλύματος του εισαγγελέα, την Επιθεώρηση ενεργεί ή συνεχίζει ο αντικαταστάτης του και, εφόσον δεν τοποθετήθηκε αυτός, ο νόμιμος αναπληρωτής του.
Άρθρο 132
Αρμοδιότητες επιθεωρητή και χρόνος Επιθεώρησης
1. Ο επιθεωρητής Αναθεωρητής:
α. Επιθεωρεί όλα τα στρατιωτικά δικαστήρια και τις αντίστοιχες εισαγγελίες και γραμματείες.
β. Ενεργεί, ύστερα από παραγγελία του Υπουργού Εθνικής Άμυνας ή του Προέδρου ή του Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου, έκτακτη ή συμπληρωματική Επιθεώρηση κάθε δικαστηρίου, εισαγγελίας, γραμματείας ή δικαστικού λειτουργού.
2. Ο επιθεωρητής Αναθεωρητής μεταβαίνει στις έδρες των στρατιωτικών δικαστηρίων για διενέργεια Επιθεώρησης από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου. Έκτακτες ή συμπληρωματικές επιθεωρήσεις ενεργεί οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της θητείας του.
3. Η Επιθεώρηση της παραγράφου 1 αφορά την εργασία που συντελέστηκε από την ημέρα ενάρξεως της προηγούμενης επιθεωρήσεως μέχρι την ημέρα ενάρξεως της νέας.
Άρθρο 133
Τρόπος διενέργειας της Επιθεώρησης
1. Ο επιθεωρητής εξετάζει τον τρόπο κατά τον οποίο διεξάγεται η υπηρεσία των στρατιωτικών δικαστηρίων, των εισαγγελιών και των γραμματειών και την εργασία που συντελέστηκε κατά το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα. Επίσης εξετάζει την ενημερότητα της υπηρεσίας στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, την τακτική και ομαλή διεξαγωγή των συνεδριάσεων και την καταλληλότητα των κτιρίων.
2. Ο επιθεωρητής εξετάζει την εργασία των δικαστικών λειτουργών και διεξάγει κάθε χρήσιμη έρευνα, συμβουλευόμενος και τον πρόεδρο ή τον εισαγγελέα του δικαστηρίου, για τη μόρφωση ασφαλούς γνώμης σχετικά με το ήθος, το σθένος, την επιστημονική κατάρτιση, την υπηρεσιακή απόδοση, την ευθυκρισία, φιλοπονία και υπηρεσιακή και κοινωνική παράσταση των δικαστικών λειτουργών. Οφείλει δε να διεξάγει με κάθε λεπτομέρεια την έρευνά του για το σχηματισμό ασφαλούς γνώμης ως προς τους επιθεωρουμένους, χρησιμοποιώντας απαραίτητα και την προσωπική επαφή με αυτούς.
Άρθρο 134
Εκθέσεις Επιθεώρησης
1. Ο επιθεωρητής συντάσσει γενικές εκθέσεις για τη λειτουργία κάθε στρατιωτικού δικαστηρίου, εισαγγελίας και γραμματείας. Σε αυτές εισηγείται απαραιτήτως και τα μέτρα που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών αυτών.
2. Ο επιθεωρητής συντάσσει ιδιαίτερη λεπτομερή και ειδικά αιτιολογημένη ατομική έκθεση για κάθε δικαστικό λειτουργό. Στην έκθεση αυτή αξιολογούνται τα εξής προσόντα του δικαστικού λειτουργού:
α) το ήθος και το σθένος,
β) η επιστημονική κατάρτιση,
γ) η κρίση και η αντίληψη,δ) η επιμέλεια η εργατικότητα και η υπηρεσιακή απόδοση,
ε) η ικανότητα στην απονομή της δικαιοσύνης, ιδιαίτερα στη διεύθυνση της ποινικής διαδικασίας και η συμπεριφορά στο ακροατήριο και
στ) η συμπεριφορά του γενικά και η κοινωνική παράσταση.
Ειδικά για τους τοποθετημένους στις εισαγγελίες αξιολογείται και η ικανότητα στο χειρισμό του προφορικού λόγου.
3. Για την αξιολόγηση του δικαστικού λειτουργού ως προς τα πιο πάνω προσόντα, ο επιθεωρητής χρησιμοποιεί υποχρεωτικά την εξής κλίμακα
α. Για την επιστημονική κατάρτιση: (1) άρτια ή εξαίρετη, (2) πολύ καλή, (3) περισσότερο από καλή, (4) καλή, (5) μέτρια και (6) ανεπαρκής.
β. Για το ήθος και το σθένος: (1) προσήκον και (2) μη προσήκον.
4. Ο επιθεωρητής σημειώνει επίσης στην ατομική έκθεση των δικαστικών λειτουργών κάθε άλλη παρατήρηση που θεωρεί χρήσιμη.
5. Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθιερώνεται ενιαίο έντυπο για τις εκθέσεις Επιθεώρησης των δικαστικών λειτουργών. Στο έντυπο αυτό περιλαμβάνονται τα στοιχεία του επιθεωρούμενου, τα αξιολογούμενα προσόντα του και χώρος για την ειδική αιτιολογία ή ειδικές και άλλες παρατηρήσεις.
Άρθρο 135
Υποβολή των εκθέσεων
Οι εκθέσεις του επιθεωρητή υποβάλλονται στον προϊστάμενο της Επιθεώρησης μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήξη της ετήσιας Επιθεώρησης. Σε περίπτωση έκτακτης ή συμπληρωματικής Επιθεώρησης, η έκθεση υποβάλλεται αμέσως μετά τη διενέργειά της. Αντίγραφο της έκθεσης κάθε τακτικής ή έκτακτης Επιθεώρησης υποβάλλεται από τον προϊστάμενο της Επιθεώρησης στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας και στον Πρόεδρο και στον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας θέτει αντίγραφο της έκθεσης Επιθεώρησης στον ατομικό φάκελο του επιθεωρουμένου και επιδίδει όμοιο σε αυτόν.
Άρθρο 136
Προϊστάμενος της Επιθεώρησης
1. Προϊστάμενος της Επιθεώρησης είναι ο νεότερος Αντιπρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
2. Ο Προϊστάμενος της Επιθεώρησης:
α) συγκεντρώνει τις Εκθέσεις Επιθεώρησης,
β) διατυπώνει σε ιδιαίτερη έκθεσή του τις τυχόν παρατηρήσεις του πάνω σε αυτές,
γ) ασκεί πειθαρχική αγωγή σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αν κατά την κρίση του συντρέχει τέτοια περίπτωση,
δ) παραγγέλλει έκτακτη Επιθεώρηση ή την επανάληψη η τη συμπλήρωση προηγούμενης, εφόσον συντρέχει λόγος,
ε) ενεργεί αυτοπροσώπως Επιθεώρηση οποιουδήποτε δικαστηρίου, εισαγγελίας, γραμματείας, ή δικαστικού λειτουργού, αν κατά την κρίση του συντρέχει εξαιρετικός λόγος.
3.Με γενική προς τον Υπουργό Εθνικής Άμυναςέκθεσή του, ο προϊστάμενος της Επιθεώρησης περιγράφει την κατάσταση των δικαστηρίων, των εισαγγελιών και της γραμματείας τους και υποδεικνύει τα τυχόν αναγκαία μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους. Επιπλέον, σημειώνει τυχόν ειδικές παρατηρήσεις για δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν ή υπηρέτησαν σε αυτά, καθώς και για τους δικαστικούς γραμματείς των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Αντίγραφο της έκθεσής του διαβιβάζει στον Πρόεδρο και τον Εισαγγελέα του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΣΤ΄
Προσφυγή του επιθεωρουμένου
Άρθρο 137
Προσφυγή του επιθεωρουμένου
1. Η επίδοση των εκθέσεων της Επιθεώρησης στους επιθεωρουμένους γίνεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή τους στο Υπουργείο. Ο επιθεωρούμενος δικαστικός λειτουργός έχει δικαίωμα, σε τριάντα (30) ημέρες αφότου λάβει την έκθεση, να προσφύγει, υπηρεσιακώς ή με συστημένη επιστολή στον προϊστάμενο της Επιθεώρησης και να ζητήσει διόρθωση της έκθεσης ή επανάληψη επιθεωρήσεως μόνο αν η έκθεση:
α) περιέχει ανακριβή περιστατικά,
β) είναι αναιτιολόγητη ή
γ) περιέχει ανακριβείς αιτιολογίες ή δυσμενείς κρίσεις και χαρακτηρισμούς, οι οποίοι δεν δικαιολογούνται από τις διαπιστώσεις που αναφέρονται σε αυτήν ή στηρίζονται σε στοιχεία αντικειμενικώς ανακριβή ή ευρίσκονται σε αντίθεση με προηγούμενες εκθέσεις.
2. Ο Προϊστάμενος της Επιθεώρησης υποβάλλει την προσφυγή, μαζί με τις παρατηρήσεις του, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (πενταμελούς συνθέσεως).
3. Αν τα παράπονα κριθούν βάσιμα, το Συμβούλιο, με αιτιολογημένηαπόφασή του, προβαίνει σε διόρθωση της έκθεσης, εκτός αν κρίνει αναγκαία την επανάληψη της Επιθεώρησης, οπότε διατάσσει άλλον, ειδικά οριζόμενο από αυτό Αναθεωρητή, ο οποίος πρέπει, κατά το δυνατόν να είναι αρχαιότερος του πρώτου επιθεωρητή, να ενεργήσει τη νέα Επιθεώρηση. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με την οποία διατάσσεται διόρθωση της έκθεσης, τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου, ενώ η έκθεση που συντάσσεται, ύστερα από επανάληψη της Επιθεώρησης, αντικαθιστά την προηγούμενη έκθεση, η οποία αποσύρεται από το φάκελο του επιθεωρουμένου, εφόσον η επανάληψη της επιθεωρήσεως είναι γενική. Αν τα παράπονα κριθούν αβάσιμα, το Συμβούλιο απορρίπτει την προσφυγή με αιτιολογημένη απόφασή του, η οποία τίθεται στο φάκελο του επιθεωρουμένου. Κατά της απόφασης του Συμβουλίου που διορθώνει την έκθεση επιθεωρήσεως και κατά της έκθεσης που συντάσσεται ύστερα από επανάληψη της επιθεωρήσεως δεν παρέχεται δικαίωμα προσφυγής.
4. Οι Αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και η νέα έκθεση υποβάλλονται και επιδίδονται κατά τις διατάξεις του άρθρου 135 του παρόντος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Επιθεώρηση της γραμματείας
Άρθρο 138
Έκθεση για Οριστική παύση ή μετάθεση
1. Εάν κατά την Επιθεώρηση διαπιστωθεί ανικανότητα ή ανεπάρκεια δικαστικού λειτουργού ο επιθεωρητής συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση και την υποβάλλει στον προϊστάμενο της Επιθεώρησης, ο οποίος τη διαβιβάζει, μαζί με τις τυχόν παρατηρήσεις του, στον αρμόδιο για την κίνηση της διαδικασίας οριστικής παύσεως.
2. Εάν από την Επιθεώρηση διαπιστωθεί ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει τη μετάθεση δικαστικού λειτουργού, ο επιθεωρητής συντάσσει ιδιαίτερη έκθεση και την υποβάλλει στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, σύμφωνα με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου, για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η
Επιθεώρηση της γραμματείας
Άρθρο 139
1. Ο επιθεωρητής και οι εισαγγελείς των στρατιωτικών δικαστηρίων επιθεωρούν τους γραμματείς και τις γραμματείες των αντίστοιχων στρατιωτικών δικαστηρίων και εισαγγελιών κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 132 παράγραφος 2.
2. Κατά την Επιθεώρηση εξετάζεται η ενημερότητα της γραμματείας και η εύρυθμη λειτουργία της. Για κάθε γραμματεία συντάσσεται ιδιαίτερη έκθεση, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 134 παράγραφος 1 και 135. Αντίγραφο της έκθεσης παραδίδεται και στον πρόεδρο του δικαστηρίου.
3. Ειδικά ως προς τη βεβαίωση και είσπραξη χρηματικών ποινών και δικαστικών εξόδων, η Επιθεώρηση της γραμματείας από τον οικείο εισαγγελέα γίνεται ανά εξάμηνο. Η σχετική έκθεση συντάσσεται και υποβάλλεται όπως ορίζεται στην παράγραφο 2.
4. Κατά την Επιθεώρηση εξετάζεται:
α. Εάν τηρούνται οι διατάξεις του Κώδικα για την είσπραξη τελών χαρτοσήμου, την επικόλληση και διαγραφή των ενσήμων, καθώς και οι διατάξεις περί παραστατικών των πόρων των διαφόρων ταμείων για τις παραστάσεις των δικηγόρων.
β. Εάν διεξάγεται ορθά η είσπραξη των χρηματικών ποινών και προστίμων, των χρηματικών ποσών που προέρχονται από μετατροπή ποινών, καθώς και των δικαστικών εξόδων και αν τα εισπραχθέντα κατατέθηκαν εγκαίρως στο δημόσιο ταμείο.
γ. Εάν έγινε σωστά και εγκαίρως η εκκαθάριση των χρηματικών ποινών και δικαστικών εξόδων και η βεβαίωση τους στο αρμόδιο ταμείο για είσπραξη.
δ. Εάν τηρούνται οι διατάξεις περί προεισπράξεως των αμοιβών των δικηγόρων και περί αναγραφής του αριθμού του δελτίου ταυτότητας αυτών στα πρακτικά ή τις Αποφάσεις.
ε. Εάν καθαρογράφονται εγκαίρως οι Αποφάσεις και τα βουλεύματα.
στ. Εάν έγινε εγκαίρως η επίδοση των ποινικών δικογράφων, ο προσδιορισμός των υποθέσεων, η Εκτέλεση των βουλευμάτων και των εν απουσία των κατηγορουμένων εκδιδομένων αποφάσεων και γενικώς εάν διεξάγεται κανονικώς η υπηρεσία της γραμματείας.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΤΕΛΙΚΕΣ, ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 140
Τελικές διατάξεις
1. Το δικαστικό σώμα ενόπλων δυνάμεων υπάγεται απευθείας στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
2. Στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας ιδρύεται Διεύθυνση Στρατιωτικής Δικαιοσύνης υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Εθνικής Άμυνας.
3. Οι προβλεπόμενες από τον Κώδικα αρμοδιότητες του Υπουργού Εθνικής Άμυνας δεν μεταβιβάζονται σε άλλα όργανα και ασκούνται δια της Διευθύνσεως Στρατιωτικής Δικαιοσύνης.
4. Οι Στρατιωτικοί Δικαστές και Αναθεωρητές κατά τις συνεδριάσεις των δικαστηρίων φέρουν ειδική τήβεννο, ενώ στην Εκτέλεση των λοιπών καθηκόντων τους πολιτική περιβολή. Σε πολεμική περίοδο φέρουν στρατιωτική στολή.
Άρθρο 141
1. Όπου σε άλλες διατάξεις αναφέρονται Στρατιωτικοί Δικαστικοί Σύμβουλοι η “Δικαστικοί Σύμβουλοι” ή “Σύμβουλοι της Στρατιωτικής, Ναυτικής ή Αεροπορικής Δικαιοσύνης” νοούνται οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων, οι οποίοι και αποτελούν τα μέλη αυτού κατά την έννοια του άρθρου 96 παράγραφος 5 του Συντάγματος.
2. Όπου στον Κώδικα αυτόν αναφέρονται `Στρατιωτικοί Δικαστές Α`, Β`, Γ` ή Δ` Τάξεως” νοούνται οι κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις “Δικαστικοί Σύμβουλοι Α`, Β`, Γ` Τάξεως” και οι Βοηθοί Δικαστικοί Σύμβουλοι Α` Τάξεως`, αντίστοιχα.
3. Οι κατά τις κείμενες διατάξεις Επίτροποι και Αντεπίτροποι των στρατιωτικών δικαστηρίων και του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου μετονομάζονται σε Εισαγγελείς και Αντεισαγγελείς των αντίστοιχων δικαστηρίων. Οι Γραμματείες Επιτρόπου των παραπάνω δικαστηρίων μετονομάζονται αντίστοιχα σε Γραμματείες Εισαγγελιών αυτών.
4. `Οπου στον Κώδικα αυτόν αναφέρεται “Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο” νοείται το κατά το άρθρο 54 Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων.
Άρθρο 142
Η βαθμολογική Αντιστοιχία των δικαστικών λειτουργών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων προς τους αξιωματικούς των ενόπλων δυνάμεων είναι η ακόλουθη:
α. Αναθεωρητής Α`- Αντιστράτηγος καιαντίστοιχοιβ. Αναθεωρητής Β`- Υποστράτηγος καιαντίστοιχοιγ. Αναθεωρητής Γ`- Ταξίαρχοι και αντίστοιχοιδ. Στρατιωτικός- Συνταγματάρχης και Δικαστής Α`αντίστοιχοιε. Στρατιωτικός- Αντισυνταγματάρχης και Δικαστής Β`αντίστοιχοιστ. Στρατιωτικός- Ταγματάρχης και Δικαστής Γ`αντίστοιχοιζ. Στρατιωτικός- Λοχαγός και αντίστοιχοι Δικαστής Δ`η. Πάρεδρος- Υπολοχαγός και αντίστοιχοιΣτρατιωτικού Δικαστηρίου
Άρθρο 143
1. Διατάξεις με τις οποίες καθορίζονται Οργανικές θέσεις στο δικαστικό σώμα ενόπλων δυνάμεων εξακολουθούν να ισχύουν.
2. Η σύσταση νέων οργανικών θέσεων ενεργείται με διάταξη νόμου.
3. Σε περίπτωση μείωσης των οργανικών θέσεων οι υπεράριθμοι κατά βαθμό δικαστικοί λειτουργοί εξακολουθούν να υπηρετούν και να εξελίσσονται, καταλαμβάνοντεςκενούμενες θέσεις.
4. Η κατανομή των οργανικών θέσεων στα στρατιωτικά δικαστήρια και τις λοιπές υπηρεσίες των ενόπλων δυνάμεων και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας ενεργείται με τους Πίνακες Οργανώσεως και Υλικού (Π.Ο.Υ.). Οι πίνακες αυτοί εκδίδονται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας, μετά σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Σώματος, εφόσον αφορούν στα στρατιωτικά δικαστήρια και του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων, εφόσον αφορούν στις λοιπές θέσεις.
5. Οι τροποποιήσεις και συμπληρώσεις των πινάκων τούτων γίνονται από τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου.
6. Οι πίνακες οργανώσεως και υλικού, που υπάρχουν κατά τη δημοσίευση του νόμου που κυρώνει τον Κώδικα, διατηρούνται σε ισχύ και μπορούν να τροποποιηθούν, συμπληρωθούν, αντικατασταθούν ή καταργηθούν με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου.
7. Οι Οργανικές θέσεις των Αναθεωρητών Γ` ορίζονται σε επτά (7).
8. Η κατανομή των υφιστάμενων οργανικών θέσεων κατά βαθμό ενεργείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων.
Σημ.: όπως η παρ.8 προστέθηκε με την παρ.3άρθρ.14 Ν.2913/2001, ΦΕΚ Α 102/23.5.2001.
Άρθρο 144
Οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων, όταν εξαιρούνται της δικαιοδοσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων για τα παρ` αυτών πραττόμενα εγκλήματα, δωσιδικούν ενώπιον των δικαστηρίων που είναι αρμόδια για τους δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.
Άρθρο 145
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.12 άρθρ.5Ν.2408/1996 (Α 104).
Με προεδρικά διατάγματα, που καταρτίζονται μετά από πρόταση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας, καθορίζονται τα θέματα που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία εν γένει των στρατιωτικών δικαστηρίων, στη συγκρότηση, στις αρμοδιότητες και στον τρόπο λειτουργίας της ολομέλειας αυτών, στη διάρκεια του δικαστικού έτους και των δικαστικών διακοπών, στις προϋποθέσεις, στην αρμοδιότητα χορήγησης και στη διάρκεια των αδειών εν γένει των δικαστικών λειτουργών, στον τρόπο κατάρτισης και στο περιεχόμενο των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας των στρατιωτικών δικαστηρίων, που καταρτίζονται από αυτά, στη πειθαρχική δικαιοδοσία των προέδρων και εισαγγελέων των στρατιωτικών δικαστηρίων επί του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε αυτά, στην οργάνωση και στις αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Στρατιωτικής Δικαιοσύνης, καθώς και στην πειθαρχική δικαιοδοσία του Διευθυντή της επί του στρατιωτικού και πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν, στις ηθικές αμοιβές, στον τύπο του δελτίου ταυτότητας και στην αρχή εκδόσεως αυτού, στα ειδικά προνόμια των επίτιμων δικαστικών λειτουργών, στον τύπο της τηβένου, της στολής και των διακριτικών σημείων των δικαστικών λειτουργών και γενικώς στα θέματα που προβλέπονται από των Κώδικα και απαιτούν ειδικότερη ρυθμιση.
Άρθρο 146
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 46 Ν.2721/1999Α 112/3.6.1999.
Άρθρο 147
Οι δικαστικοί λειτουργοί του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων ασφαλίζονται υποχρεωτικώς στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού και στο Ταμείο Συντάξεως Νομικών. Όσοι δεν είναι εγγεγραμμένοι στο Ταμείο Συντάξεως Νομικών, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, δικαιούνται να εγγραφούν σε αυτό και να αναγνωρίσουν το χρόνο ασφαλίσεως από το διορισμό τους, αφού καταβάλουν τις οφειλόμενες εισφορές.
Άρθρο 148
Στους παρέδρους που απολύονται οριστικά, με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 39 του παρόντος Κώδικα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 108 του ν. 1756/1989 “Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και κατάσταση δικαστικών λειτουργών”, όπως ισχύει κάθε φορά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Λ΄
Μεταβατικές διατάξεις
Άρθρο 149
Από τη δημοσίευση του νόμου που κυρώνει τον Κώδικα και μέχρι της ισχύος του αναστέλλονται οι κρίσεις των υπηρετούντων στο δικαστικό σώμα Αναθεωρητών και Δικαστικών Συμβούλων.
Άρθρο 150
1. Αναθεωρητές και Δικαστικοί Σύμβουλοι, που ανακλήθηκαν στην ενεργό υπηρεσία κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 66 του ν.δ/τος 1400/1973 `Περί καταστάσεως αξιωματικών ενόπλων δυνάμεων και του άρθρου 51 του ν.δ/τος 178/1969 “Περί ιεραρχίας, προαγωγών και τοποθετήσεων των μονίμων αξιωματικών ενόπλων δυνάμεων” ή έχουν τεθεί εκτός οργανικών θέσεων ή έχουν επανέλθει από την κατάσταση της αποστρατείας στην ενεργό υπηρεσία μετά από ευμενή επανάκριση τους και υπηρετούν κατά τη δημοσίευση του νόμου που κυρώνει τον Κώδικα, εκτελούν καθήκοντα στις κατά το άρθρο 27 διοικητικές θέσεις των υπηρεσιών των ενόπλων δυνάμεων και εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν γι` αυτούς πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος.
2. Η επανάκριση μετά από ακυρωτική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, Αναθεωρητών και Δικαστικών Συμβούλων που αποστρατεύθηκαν με δυσμενή κρίση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ/τος 178/1969 ενεργείται από τα συμβούλια των οποίων οι Αποφάσεις ακυρώθηκαν. Όσοι από αυτούς επανέρχονται στην ενεργό υπηρεσία ύστερα από ευμενή κρίση εκτελούν καθήκοντα στις κατά το άρθρο 27 διοικητικές θέσεις των υπηρεσιών των ενόπλων δυνάμεων και εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις που ίσχυαν για αυτούς πριν από την εφαρμογή του παρόντος.
Άρθρο 151
1. Μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, το ΚΥ.Σ.Ε.Α. τοποθετεί τους Αναθεωρητές Β` Τάξεως στις θέσεις Εισαγγελέα και Αντιπροέδρων του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου. Μέχρι τότε τα καθήκοντα Εισαγγελέα εκτελεί ο Αναθεωρητής που έχει τοποθετηθεί ως Επίτροπος.
2. Μέσα σε τρεις (3) μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Σώματος ορίζει τον επιθεωρητή και τοποθετεί τους Προέδρους, Εισαγγελείς, Ανακριτές και λοιπούς Δικαστές στα στρατιωτικά δικαστήρια. Μέχρι τότε στις παραπάνω θέσεις υπηρετούν οι δικαστικοί λειτουργοί που έχουν τοποθετηθεί σε αυτές.
3. Η θητεία του επιθεωρητή που ορίστηκε κατά την παράγραφο 2 διαρκεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους.
Άρθρο 152
1. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος διενεργείται η κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 55.
2. Η θητεία των μελών του Συμβουλίου αυτού λήγει την 31η Δεκεμβρίου του επόμενου έτους.
Άρθρο 153
Η ισχύς του παρόντος αρχίζει μετά ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του κυρωτικού του νόμου στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός από τη διάταξη του άρθρου 149 που ισχύει από της δημοσιεύσεως αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΛΑ΄
Καταργούμενες διατάξεις
Άρθρο 154
Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος ή αφορά σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν καταργείται από την έναρξη της ισχύος του, εκτός αν ορίζεται σε αυτόν διαφορετικά.
Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και του Κώδικα που κυρώνεται με αυτόν όπως ορίζεται στο άρθρο 153 αυτού.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 11 Μαΐου 1995
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΦΥΠ. ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ Α. ΠΕΠΟΝΗΣ ΕΜΜ. ΜΠΕΝΤΕΝΙΩΤΗΣ
Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους
Αθήνα, 11 Μαΐου 1995
Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΕΠΟΝΗΣ