ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2265 ΦΕΚ 209 – 05.12.1994

Επέκταση διατάξεων του Ν. 1264/1982 “Για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων” και στο αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή;

Άρθρο 1
Στο ν. 1264/1982 (ΦΕΚ 79 Α`) μετά το άρθρο 30 προστίθεται άρθρο 30α ως εξής:

“Άρθρο 30α

1. Ο νόμος αυτός, όπως ισχύει σήμερα, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3, 7 παρ.1 και 3, 11 παρ. 1 εδάφ.2, 12, 14 παρ.3-10, 15, 16 παρ. 5 και 7-9, 17, 18 παρ.1, 19-22, 23 παρ.1 και 2, 24, 26, 27 και 30, εφαρμόζεται ανάλογα, με τις ειδικές ρυθμίσεις που προβλέπονται στις επόμενες παραγράφους του άρθρου αυτού και στους εν ενεργεία αστυνομικούς υπαλλήλους κάθε βαθμού της Ελληνικής Αστυνομίας.
2. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, όπου στο νόμο αυτόν χρησιμοποιούνται οι όροι εργοδότης, “επιχείρηση” ή ” εκμετάλλευση” νοείται το Δημόσιο και όπου χρησιμοποιείται ο όρος εργαζόμενοι νοούνται οι υπάλληλοι της προηγούμενης παραγράφου. Ομοίως, όπου γίνεται λόγος για Εργατικό Κέντρο, η μνεία δεν αφορά τους υπαλλήλους της προηγούμενης παραγράφου.
3. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, η άσκηση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των αστυνομικών υπαλλήλων δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα όρια που προσδιορίζονται από τις ιδιομορφίες, την αποστολή και ιδιαίτερα τον εθνικό, κοινωνικό και υπερκομματικό χαρακτήρα της Ελληνικής Αστυνομίας.
4. Οι εν ενεργεία αστυνομικοί υπάλληλοι επιτρέπεται να συστήσουν:
α. Σε κάθε νομό μία ένωση αστυνομικών υπαλλήλων μέχρι και το βαθμό του ανθυπαστυνόμου και σε κάθε διοικητική περιφέρεια μία ένωση αξιωματικών ως πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέλη των οργανώσεων αυτών μπορούν να είναι μόνο όσοι υπηρετούν στα όρια του νομού ή της διοικητικής περιφέρειας, αντίστοιχα. Οι αξιωματικοί δύνανται, αντί της ένωσης αξιωματικών, να γίνονται μέλη της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων. Οι ανθυπαστυνόμοι δύνανται αντί της ένωσης αστυνομικών υπαλλήλων να γίνονται μέλη της ένωσης αξιωματικών.
β. Μία ομοσπονδία των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων αστυνομικών υπαλλήλων και μία ομοσπονδία των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων αξιωματικών, ως δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις.
γ. Μία τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση (συνομοσπονδία), την οποία απαρτίζουν οι δύο παραπάνω ομοσπονδίες και στην οποία εκπροσωπούνται με αριθμό αντιπροσώπων, που καθορίζεται με το καταστατικό της. Η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 9 του παρόντος νόμου δεν έχει εφαρμογή για την εκπροσώπηση των ανωτέρω ομοσπονδιών στην τριτοβάθμια οργάνωση.
5. Κάθε αστυνομικός υπάλληλος δικαιούται να είναι μέλος μόνο της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης του νομού ή της διοικητικής περιφέρειας όπου υπηρετεί. Σε περίπτωση μετάθεσής του σε άλλο νομό ή σε άλλη περιφέρεια διαγράφεται υποχρεωτικά από τη συνδικαλιστική οργάνωση, της οποίας ήταν μέλος και δικαιούται να εγγραφεί στη συνδικαλιστική οργάνωση του νομού ή της διοικητικής περιφέρειας στην οποία μετατίθεται.
6. Οι εισφορές των μελών παρακρατούνται από τη διαχείριση χρηματικού της υπηρεσίας από την οποία πληρώνονται και αποδίδονται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τις καταστάσεις μελών που υποβάλλονται από αυτές.
7. Από την παρούσα δύναμη κάθε υπηρεσίας δεν επιτρέπεται να απουσιάζει, για συμμετοχή σε συνελεύσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους, ποσοστό μεγαλύτερο του 113 των αξιωματικών και του 1/4 των κατώτερων υπαλλήλων και με την προϋπόθεση ότι το επιτρέπουν οι ανάγκες της υπηρεσίας, κατά την αιτιολογημένη κρίση του διοικητή της μονάδας. Αν τα μέλη που επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συνέλευση ξεπερνούν τα παραπάνω ποσοστά, διενεργείται κλήρωση μεταξύ τους με τρόπο που ορίζεται στο καταστατικό της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης.
8. Στον πρόεδρο και στο γενικό γραμματέα κάθε συνδικαλιστικής οργάνωσης των αστυνομικών υπαλλήλων παρέχονται, για την εκπλήρωση των συνδικαλιστικών τους υποχρεώσεων, ειδικές άδειες απουσίας έως τέσσερις (4) ημέρες. Το μήνα κατ` ανώτατο όριο. Στους αντιπροσώπους της ομοσπονδίας παρέχεται άδεια απουσίας καθόλη τη διάρκεια των συνεδρίων στα οποία μετέχουν, η οποία όμως δεν δύναται να υπερβαίνει τις τέσσερις (4) ημέρες κατ` έτος. Οι δικαιούμενοι άδειας υποχρεούνται να ενημερώνουν για τη τουλάχιστον διοικητή της υπηρεσίας τους, πριν δύο (2) ημέρες. Τα παραπάνω πρόσωπα δεν μετατίθενται όσο διαρκεί η θητεία τους έξω από το νομό, στον οποίο υπηρετούν, εκτός αν το ζητήσουν τα ίδια ή κριθεί τούτο αναγκαίο λόγω προαγωγής, άσκησης πειθαρχικής διώξεως για πειθαρχικά παράπτωμα, Μα το. οποίο προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις ανώτερη πειθαρχική ποινή ή θέσης τους σε κατάσταση διαθεσιμότητας για λόγους πειθαρχίας.

9. Η εκλογή των οργάνων και αντιπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων γίνεται από ενιαίο ψηφοδέλτιο, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται όλοι οι υποψήφιοι. Κάθε εκλογέας μπορεί να θέσει αριθμό σταυρών ίσο με το 113 του αριθμού των εδρών του διοικητικού συμβουλίου ή τής ελεγκτικής επιτροπής ή των αντιπροσώπων. Σε περίπτωση κλάσματος, ο επιτρεπόμενος αριθμός σταυρών στρογγυλοποιείται στον αμέσως προηγούμενο ακέραιο. εκλέγονται κατά σειρά οι υποψήφιοι που συγκέντρωσαν τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης, έως ότου συμπληρωθεί ο αριθμός των εδρών του διοικητικού συμβουλίου ή της ελεγκτικής επιτροπής ή των αντιπροσώπων.

10. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις των αστυνομικών υπαλλήλων, καθώς και τα μέλη τους, δεν επιτρέπεται ιδίως: α. Να συμμετέχουν σε απεργίες, καθώς και σε κάθε είδους εκδηλώσεις πολιτικών ή συνδικαλιστικών φορέων ή πολιτικών προσώπων ή να ασκούν προπαγάνδα υπέρ ή κατά αυτών. Εξαιρούνται τα συνέδρια και οι πολιτιστικές εκδηλώσεις των συνδικαλιστικών φορέων.
β. Να προσχωρούν ή να γίνονται μέλη άλλων επαγγελματικών συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός των Διεθνών Αστυνομικών Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, ή να εκπροσωπούν άλλους εργαζομένους.

γ. Να αναμειγνύονται με οποιονδήποτε τρόπο σε θέματα διοίκησής των Υπηρεσιών.

11. Οργανώσεις αστυνομικών υπαλλήλων της Ελληνικής Αστυνομίας, που έχουν ήδη συσταθεί, οφείλουν να προσαρμόσουν τα καταστατικά τους στις ρυθμίσεις των παραπάνω διατάξεων και να ζητήσουν την έγκριση αυτών από τα αρμόδια δικαστήρια μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Οι οργανώσεις αυτές, καθώς και όσες ιδρυθούν βάσει του νόμου αυτού, οφείλουν να προκηρύξουν εκλογές για την ανάδειξη των οργάνων τους όχι νωρίτερα από τέσσερις (4) μήνες και όχι αργότερα από έξι (6) μήνες από την έγκριση του καταστατικού τους. Μόνο οι ενώσεις αστυνομικών, που συνιστώνται και λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, εκπροσωπούν τα συμφέροντα των αστυνομικών.
12. Αστυνομικοί, που ως μέλη διοικητικού συμβουλίου αστυνομικών οργανώσεων, τιμωρήθηκαν πειθαρχικά για παραπτώματα που είχαν άμεση σχέση με τη συνδικαλιστική τους δράση, δικαιούνται, εφόσον είναι στην ενέργεια, να ζητήσουν την επανεξέταση. Των πειθαρχικών τους υποθέσεων, υποβάλλοντας σχετική αίτηση στην Υπηρεσία τους εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος. Οι αιτήσεις εξετάζονται από τα αρμόδια όργανα, τα οποία επέβαλαν τις πειθαρχικές ποινές”.

Άρθρο 2

1. Για τους Αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος επαναφέρονται σε ισχύ από τότε που καταργήθηκαν οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 10 του ν. 1339/1983 (ΦΕΚ 35 Α`).

2. Από την ισχύ των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, οι ανακαλούμενοι στην ενέργεια από την εφεδρεία Αξιωματικοί του Πυροσβεστικού Σώματος με το βαθμό του Υποστράτηγου δύνανται και αυτοί να επιλέγονται, από τα οικεία Συμβούλια για την κάλυψη των θέσεων του Υπαρχηγού ή Αρχηγού Πυροσβεστικού Σώματος.

Άρθρο 3

1. Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας με βαθμό Αστυνόμου Α`, οι οποίοι λαμβάνουν μισθολογική προαγωγή του Αστυνομικού Υποδιευθυντή, αποστρατευόμενοι λόγω ορίου ηλικίας ή τριακονταπενταετίας, προάγονται μισθολογικώς στο βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή ένα (1) μήνα πριν την κατά τα ανωτέρω αποστρατεία τους, εφόσον, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους. Οι ανωτέρω αποστρατευόμενοι δεν δικαιούνται βαθμολογικής προαγωγής στο βαθμό του Αστυνομικού Διευθυντή. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται αναλόγως και για τους Αξιωματικούς των αντίστοιχων βαθμών του Πυροσβεστικού Σώματος και εφόσον κρίνονται προακτέοι.

2. Υπαρχιπυροσβέστες που προήχθησαν στο βαθμό αυτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 του ν. 1590/1986 (ΦΕΚ 49 Α`) και σήμερα φέρουν το βαθμό του Αρχιπυροσβέστη προάγονται στο βαθμό του Πυρονόμου με τη συμπλήρωση δεκαοκτώ (18) ετών υπηρεσίας στο Πυροσβεστικά Σώμα από την κατάταξή τους. Οι προαγόμενοι σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν δικαιούνται αναδρομικών αποδοχών.

3. Οι δικαιούμενοι να καταταγούν στο Πυροσβεστικό Σώμα κατά τα έτη 1995 και 1996, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 του ν. 2190/1994, κατατάσσονται σε αυτό από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

Άρθρο 4

1. Συνιστάται στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης Επιστημονικό Συμβούλιο Ανάλυσης, Ερευνών και Προγραμματισμού για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος, το οποίο λειτουργεί υπό την άμεση εποπτεία του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, στον οποίο και υποβάλλει τα πορίσματα, τις προτάσεις και τα προγράμματα που καταρτίζει.
#####

2. `Έργο του Επιστημονικού Συμβουλίου είναι η μελέτη και ανάλυση των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος και ιδίως των ειδικών εγκλημάτων βίας, η συστηματική μελέτη και ανάλυση των στοιχείων που υπάρχουν για τέτοια εγκλήματα, η εκπόνηση προγραμμάτων και η χάραξη κατευθύνσεων για την κατάλληλη οργάνωση των διωκτικών αρχών και την εκπαίδευση και επιμόρφωση του προσωπικού τους, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εγκληματικών αυτών φαινομένων, καθώς και για την αποτελεσματική θωράκιση της χώρας έναντι του κινδύνου εισαγωγής τέτοιας εγκληματικής δραστηριότητας από άλλες χώρες.
“Επιπλέον στο έργο του Συμβουλίου περιλαμβάνεται και η συλλογή από τις αρμόδιες υπηρεσίες των επί μέρους εκτιμήσεων τρομοκρατικής απειλής, η περαιτέρω επεξεργασία και αξιολόγησή τους και η σύνταξη, ανά εξάμηνο, Έκθεσης, με την οποία εκτιμάται σε εθνικό επίπεδο η ύπαρξη τρομοκρατικής απειλής (Εθνική Εκτίμηση Τρομοκρατικής Απειλής). Για το σκοπό αυτόν συνεργάζονται υποχρεωτικά οι αρμόδιες Αστυνομικές Υπηρεσίες, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας και το Λιμενικό Σώμα. Επίσης στη διάθεση του Συμβουλίου τίθενται όλες οι σχετικές πληροφορίες κάθε δημόσιας αρχής ή υπηρεσίας.”
Το Συμβούλιο μπορεί να λαμβάνει γνώση όλων των στοιχείων της προανάκρισης για τέτοια εγκλήματα που τελέστηκαν στη χώρα, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Επίσης, το Συμβούλιο αναπτύσσει άμεση συνεργασία με τα αρμόδια τμήματα των υπηρεσιών ασφαλείας για γενικά θέματα ή για συγκεκριμένες περιπτώσεις εγκληματικής δραστηριότητας και ιδιαίτερο ευρίσκεται σε συνεχή συνεργασία με το Διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας για την αντιμετώπιση των ειδικών εγκλημάτων βίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ 23 παρ.4 Ν.3511/2006,ΦΕΚ Α 258/27.11.2006.

3. Το ως άνω Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης και απαρτίζεται από έναν εισαγγελικό λειτουργό, ως πρόεδρο, ο οποίος ορίζεται με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση για μία τριετία, που μπορεί να ανανεώνεται και από έξι ανώτατους ή ανώτερους αξιωματικούς της Ελληνικής Αστυνομίας, ως μέλη” «Αν ο εισαγγελικός λειτουργός απουσιάζει ή για οποιονδήποτε λόγο κωλύεται, αναπληρώνεται από τον εισαγγελικό λειτουργό που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3649/2008.»
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 12 Ν.3424/2005,ΦΕΚ Α 305/13.12.2005 και  με το άρθρο 54 παρ.1 του Ν.4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014).
Σε περίπτωση εξέτασης, μελέτης ή ανάλυσης ειδικών θεμάτων αρμοδιότητας του Συμβουλίου δύνανται να συμμετέχουν και ειδικευμένοι στα θέματα αυτά επιστήμονες, οι οποίοι προσλαμβάνονται με σύμβαση μίσθωσης έργου ή υπηρετούν στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης με οποιαδήποτε σχέση εργασίας. Με απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Εθνικής Άμυνας είναι δυνατόν να συμμετέχουν στο Συμβούλιο και αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων.
Σε περίπτωση που οι διωκτικές αρχές διεξάγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Π.Δ., προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση για υποθέσεις ειδικών εγκλημάτων βίας, ο εισαγγελικός λειτουργός που μετέχει του συμβουλίου, πέραν των καθηκόντων που ασκεί βάσει των διατάξεων του κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου εκδιδόμενου προεδρικού διατάγματος, ενεργεί και ο ίδιος κατά την κρίση του την ως άνω προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 18 Ν.2622/1998 (ΦΕΚ Α 138)

4. Τα μέλη του Επιστημονικού Συμβουλίου, πλην των απασχολουμένων με σύμβαση έργου, λαμβάνουν κατ` αποκοπή μηνιαία αποζημίωση, το ύψος της οποίας καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δημόσιας Τάξης και Οικονομικών. Στα μέλη του Συμβουλίου παρέχεται κάθε δυνατή διευκόλυνση και προστασία για την απρόσκοπτη εκτέλεση των καθηκόντων τους.

5. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, καθορίζονται τα ειδικότερα προσόντα και ο αριθμός των μελών του Συμβουλίου, η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του, καθώς και τα διατιθέμενα σε αυτό υλικά μέσα και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 5
Στα ασφαλιστικά ταμεία του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας (ΤΑΑΧ-ΤΑΟΧ) τοποθετούνται ως Διευθυντές και Υποδιευθυντές αυτών ανώτεροι Αξιωματικοί της Ελληνικής Αστυνομίας, οριζόμενοι με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται ως Γραμματείς στα ανωτέρω ταμεία κατώτεροι Αξιωματικοί ή Ανθυπαστυνόμοι της Ελληνικής Αστυνομίας. Με απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας τοποθετείται ανάλογο αστυνομικό προσωπικό (Ανθυπαστυνόμοι, Αρχιφύλακες, Αστυφύλακες), για την αντιμετώπιση υπηρεσιακών αναγκών των ως άνω Ταμείων.

Άρθρο 6
Ο εκτός Υπηρεσίας χρόνος των αστυνομικών και των πυροσβεστικών υπαλλήλων που επανήλθαν στην ενέργεια κατ` εφαρμογή των διατάξεων τής παρ. 2 του Άρθρου 5 του ν. 1339/1983 (ΦΕΚ 35 Α`) λογίζεται ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας, χωρίς να δικαιούνται αναδρομικών αποδοχών ή αποζημίωσης για οποιαδήποτε αιτία. Οι ασφαλιστικές σχέσεις αυτών ρυθμίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις, που διέπουν τους οικείους ασφαλιστικούς φορείς του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας.

Άρθρο 7
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επι μέρους διατάξεις του.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 30 Νοεμβρίου 1994

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ, ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΠΡΟΕΔΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ Α. ΠΕΠΟΝΗΣ Γ. ΑΡΣΕΝΗΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ & ΚΟΙΝ. ΑΣΦ/ΣΕΩΝ Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Φ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ ΣΤ.-ΑΓΓ. ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 1 Δεκεμβρίου 1994

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Γ. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ