ΝΟΜΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ. 2120 ΦΕΚ 24/4.3.1993

Ρύθμιση σχέσεων κράτους και φορολογούμενων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή

Άρθρο 1
Έλεγχος φορολογικών δηλώσεων
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 50 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:”3. Ο έλεγχος των δηλώσεων, ο οποίος προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου 1 ενεργείται κατ΄ αρχήν μόνο στην τελευταία ανέλεγκτη διαχειριστική περίοδο. Εάν κατά τον έλεγχο της περιόδου αυτής τα βιβλία κριθούν ειλικρινή περαιώνονται οριστικά και όλες οι προηγούμενες ανέλεγκτες περίοδοι κατά τα κατωτέρω ειδικότερα οριζόμενα.

Εάν από τον έλεγχο, τα βιβλία και στοιχεία κριθούν ανακριβή κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 30 Κ.Β.Σ. Π.Δ. 186/1992 (ΦΕΚ 84 Α΄) ο έλεγχος επεκτείνεται και σε όλες τις προηγούμενες ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους.

Εάν από τον έλεγχο τα βιβλία Γ΄ κατηγορίας κριθούν ειλικρινή, το δηλωθέν εισόδημα της ελεγχόμενης περιόδου προσαυξάνεται κατά το ποσό των λογιστικών διαφορών, οι οποίες τυχόν προέκυψαν από τον έλεγχο.

Το ύψος των λογιστικών αυτών διαφορών μειούμενο κατά δέκα τοις εκατό (10%) για κάθε προηγούμενη ανέλεγκτη διαχειριστική περίοδο, προστίθεται στα δηλωθέντα αποτελέσματα των περιόδων αυτών.

Εάν ο ελεγχόμενος επιτηδευματίας με δήλωση του προς τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. δεν αποδέχεται την εφαρμογή του συστήματος τεκμαρτού προσδιορισμού του εισοδήματος του για όλες τις ανέλεγκτες διαχειριστικές περιόδους, διενεργείται τακτικός έλεγχος των ανέλεγκτων δηλώσεων εισοδήματος όλων των οικονομικών ετών.

Εάν από τον τακτικό έλεγχο της τελευταίας ανέλεγκτης περιόδου τα βιβλία οποιασδήποτε κατηγορίας κριθούν ειλικρινή, ενώ σε προηγούμενο έτος υφίστανται διαπιστωμένες παραβάσεις Κ.Β.Σ., που καθιστούν τα βιβλία ανακριβή κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, τότε ενεργείται έλεγχος στο έτος αυτό, που υφίστανται οι παραβάσεις. Το αυτό ισχύει και σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής δηλώσεως.

Στον έλεγχο όλων των ως άνω επιχειρήσεων και ελεύθερων επαγγελματιών ενεργείται διαπίστωση της ορθής απόδοσης παρακρατούμενων φόρων και Φ.Π.Α. για τα ανέλεγκτα έτη και λαμβάνονται υποχρεωτικά υπόψη τα αποστελλόμενα στις Δ.Ο.Υ. από τη Γενική Διεύθυνση Φορολογίας και Δ.Π., τη Γενική Διεύθυνση Επιθεώρησης και Ελέγχων και το ΚΕ.Π.Υ.Ο. στοιχεία ελεγκτικών επαληθεύσεων.

Τελευταία ανέλεγκτη χρήση θεωρείται εκείνη για την οποία υποβλήθηκε εμπρόθεσμα δήλωση φορολογίας εισοδήματος και δεν παρήλθε η προθεσμία υποβολής της δήλωσης της επόμενης χρήσεως.

Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να καθορίζονται οι αρχές, οι κανόνες, ο τρόπος, τα κριτήρια, τα στοιχεία και γενικά οι διαδικασίες και επαληθεύσεις που πρέπει να ακολουθούνται κατά τον έλεγχο των δηλώσεων, όπως αυτός προβλέπεται από την παράγραφο αυτή.

2. Στη παράγραφο 5 του άρθρου 50 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:”Τα δικαιώματα ελέγχου, που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 3 και 4, έχουν και οι γενικοί διευθυντές Φορολογίας και Δημόσιας Περιουσίας και Επιθεώρησης και Ελέγχων, οι οποίοι μπορούν να εκδίδουν εντολές διενέργειας ελέγχων με φοροτεχνικούς υπαλλήλους οποιασδήποτε Δ.Ο.Υ. και ΥΠ.Ε.Δ.Α.»

3. Η παράγραφος 8 του άρθρου 50 του Ν.Δ. 3323/1955 αντικαθίσταται ως εξής:«8. Επιφυλλασσόμενης της εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 3 του παρόντος από τις ανέλεγκτες δηλώσεις, των οποίων επίκειται ο χρόνος παραγραφής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68 του Ν.Δ. 3323/1955, ελέγχονται υποχρεωτικά κατά προτεραιότητα οι δηλώσεις με τα μεγαλύτερα εισοδήματα.

Στις περιπτώσεις που δεν καθίσταται εφικτός ο έλεγχος των υπόλοιπων δηλώσεων μέχρι να συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής, οι δηλώσεις αυτές περαιώνονται με έλεγχο, που καθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.

Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου λόγω εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 3 δεν δημιουργεί πειθαρχική ευθύνη φοροτεχνικών υπαλλήλων.»

4. Στη παράγραφο 7 του άρθρου 68 του Ν.Δ. 3323/1955 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:«Η αξίωση προς το Δημόσιο επιστροφής φόρου βάσει υποβληθείσης εμπρόθεσμης δηλώσεως αναβιώνει από της κοινοποιήσεως φύλλου ή πράξεως ελέγχου.»

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν καταλαμβάνουν φορολογικούς ελέγχους που έχουν αρχίσει και συνεχίζονται.
Άρθρο 2
Ρύθμιση οφειλόμενων φόρων
1. Οι οφειλόμενοι μέχρι 30-10-1992 πάσης φύσεως παρακρατούμενοι φόροι και φόρος προστιθέμενης αξίας, που δηλώνονται με εκπρόθεσμες αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις, που θα υποβληθούν μέχρι 12-3-1993, δύνανται να καταβληθούν σε έξι (6) μηνιαίες συνεχείς δόσεις με επιβολή μόνο πρόσθετου φόρου, ο οποίος υπολογίζεται σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) για κάθε μήνα καθυστέρησης καταβολής του οφειλόμενου ποσού.
2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και στους λοιπούς φόρους, τέλη και τέλη χαρτοσήμου με πρόσθετο φόρο δύο και μισό τοις εκατό (2,5%).
3. Το ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση έναρξης τακτικού ελέγχου οποιασδήποτε ανέλεγκτης χρήσης. Ημέρα έναρξης τακτικού ελέγχου θεωρείται η ημέρα έκδοσης εντολής ελέγχου και θεωρήσεως υπό συνεργείου ελέγχου των τηρούμενων από την επιχείρηση βιβλίων του Κ.Β.Σ.
Άρθρο 3
Μη καταβολή πρόσθετων φόρων και έντοκη επιστροφή φόρων
1. Πρόσθετοι φόροι, προσαυξήσεις, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις δεν επιβάλλονται, όταν ο υπόχρεος κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσης του ή την κατάθεση της διασάφησης ακολούθησε την ερμηνεία που δόθηκε στις διατάξεις της άμεσης και έμμεσης φορολογίας από ερμηνευτικές οδηγίες του Υπουργείου Οικονομικών ή από έγγραφο της φορολογικής αρχής ή από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή από τη νομολογία των διοικητικών δικαστηρίων αν δεν υπάρχουν αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και στην περίπτωση που ο υπόχρεος δεν υπέβαλε φορολογική δήλωση. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου και εφόσον, για την επιβολή του φόρου, δεν απαιτείται από το νόμο η υποβολή φορολογικής δήλωσης λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.
2. Κάθε άμεσος ή έμμεσος φόρος ή δασμός, κύριος ή πρόσθετος, ή πρόστιμο, που έχει καταβληθεί, κατά το ποσό που δεν οφείλεται με βάση οριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου οιουδήποτε βαθμού, συμψηφίζεται ή επιστρέφεται εντόκως με το επιτόκιο που ισχύει, για τα έντοκα γραμμάτια του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας. Το έντοκο της επιστροφής του φόρου αρχίζει μετά την πάροδο εξαμήνου, από την πρώτη του μήνα του επομένου της κοινοποίησης στη φορολογική αρχή της απόφασης του αρμόδιου δικαστηρίου. Το ίδιο ισχύει και για τον επιστρεπτέο φόρο που προκύπτει από τη δήλωση του φορολογούμενου. Στην περίπτωση αυτήν η εξάμηνη προθεσμία για το έντοκο επιστροφής του φόρου αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της υποβολής της δήλωσης του φορολογούμενου.Στις εκκρεμείς κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου περιπτώσεις επιστροφής των άνω ποσών, το εξάμηνο αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της δημοσιεύσεως του.

Τυχόν άσκηση έφεσης από το Δημόσιο κατά οριστικών αποφάσεων διοικητικών πρωτοδικείων δεν αναστέλλει σε καμιά περίπτωση τη διαδικασία της έκπτωσης των ποσών, που βεβαιώθηκαν ή της επιστροφής ή του συμψηφισμού των ποσών, που καταβλήθηκαν, αλλά δεν οφείλονται βάσει των αποφάσεων αυτών.

Επιφυλλασσομένων των κατά περίπτωση κειμένων διατάξεων για την επιβολή πρόσθετων φόρων, το οφειλόμενο ποσό με βάση απόφαση ανώτερου δικαστηρίου ή λόγω διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς προσαυξάνεται με επιτόκιο των έντοκων γραμματίων του Δημοσίου τρίμηνης διάρκειας, που ισχύει κατά το χρόνο της νέας βεβαιώσεως για το χρονικό διάστημα από της ανωτέρω επιστροφής μέχρι της νέας αυτής βεβαιώσεως. Τα αυτά ισχύουν σε περίπτωση επιστροφής φόρου βάσει δηλώσεως, η οποία ελέγχεται ανακριβής.

Η παράλειψη επιστροφής του φόρου εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα, του προϊσταμένου και του αναπληρωτή προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., του προϊσταμένου της αρμόδιας διεύθυνσης εκκαθάρισης των δηλώσεων εισοδήματος Κέντρου Πληροφορικής Υπουργείου Οικονομικών (ΚΕ.Π.Υ.Ο.) και μέχρι δύο υπ΄ αυτών οριζόμενων υπεύθυνων υπαλλήλων. Το αδίκημα αυτό τιμωρείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα.

Πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο με τις ίδιες διατάξεις για τους ως άνω υπαλλήλους Δ.Ο.Υ. αποτελεί η παράλειψη της, εντός εξαμήνου από της εκάστοτε προθεσμίας καταβολής των χρεών, λήψεως όλων των υπό του Κ.Ε.Δ.Ε. Ν.Δ. 356/1974 (ΦΕΚ 90 Α΄) προβλεπόμενων για την είσπραξη μέτρων. Στην περίπτωση αυτήν το εξάμηνο αρχίζει από την επόμενη ημέρα της λήξεως της προθεσμίας καταβολής του χρέους. Στις περιπτώσεις ληξιπρόθεσμων χρεών κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το εξάμηνο αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επομένου της δημοσιεύσεως

Άρθρο 4
Περαίωση εκκρεμών υποθέσεων Φ.Α.Π.
1. Υποθέσεις Φόρου Ακίνητης Περιουσίας (Φ.Α.Π.), των ετών έως και 1992, οι οποίες αφορούν ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές που, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δεν ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας τους και εκκρεμούν ενώπιον Δημόσιων Οικονομικών Υπηρεσιών (Δ.Ο.Υ.), σε οποιοδήποτε στάδιο διαδικασίας και αν βρίσκονται, περαιώνονται οριστικώς με αύξηση της αξίας κάθε ακινήτου, που έχει δηλωθεί κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
2. Υποθέσεις Φ.Α.Π. ετών έως και 1992, για ακίνητα που βρίσκονται στις περιοχές που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας τους, και εκκρεμούν ενώπιον των Δ.Ο.Υ., περαιώνονται οριστικώς με βάση την αντικειμενική αξία του κάθε έτους φορολογίας τους. Για τα έτη, που προηγούνται του χρόνου της πρώτης εφαρμογής του συστήματος στην περιοχή των ακινήτων, η αντικειμενική αξία θα μειώνεται κατά την ποσοστιαία μεταβολή του μέσου ετήσιου τιμάριθμου καταναλωτή της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), για κάθε προηγούμενο εκείνου της πρώτης εφαρμογής έτος.
3. Οι υποθέσεις περαιώνονται με οίκοθεν ενέργεια και διαδικασία του προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ..Αν η αξία που δηλώθηκε είναι μεγαλύτερη από την προκύπτουσα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, λαμβάνεται υπόψη η αξία που δηλώθηκε.

4. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν αν ο υπόχρεος, με αίτηση που θα υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1992, ζητήσει την εξαίρεση του, για όλα τα χρόνια που εκκρεμούν, από τον ως άνω τρόπο περαίωσης και τη διενέργεια τακτικού ελέγχου, προκειμένου να καθορισθεί η αγοραία αξία των ακινήτων του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 έως και 36 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α΄).
5. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και στις υποθέσεις για τις οποίες, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, λόγω άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, εκκρεμούν ενώπιον διοικητικών πρωτοδικείων σε πρώτο βαθμό, εφόσον αυτές δεν έχουν συζητηθεί στην ουσία τους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου, έστω και αν έχουν εκδοθεί για αυτές προδικαστικές αποφάσεις.Για τις υποθέσεις αυτές, ο υπόχρεος προσκομίζει, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1992, σχετική βεβαίωση του γραμματέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η προσφυγή, στον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., με μέριμνα του οποίου επαναφέρεται στη Δ.Ο.Υ. ο φάκελος της υπόθεσης.

Ομοίως στη ρύθμιση αυτήν υπόκεινται και οι υποθέσεις Φ.Α.Π., οι οποίες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών εφετείων, λόγω άσκησης έφεσης μόνο από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Οι υποθέσεις αυτές περαιώνονται με βάση την απόφαση του διοικητικού πρωτοδικείου, με μέριμνα του προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή.

6. Η παράγραφος 2 και επόμενες εφαρμόζονται αναλόγως και στις εκκρεμείς υποθέσεις ετών έως και 1992 των φορολογιών κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και μεταβίβασης ακινήτων, για τις οποίες έχουν υποβληθεί εμπρόθεσμες δηλώσεις.
7. Με την κατά τις προηγούμενες παραγράφους ρύθμιση βεβαιώνεται μόνο κύριος φόρος, ο οποίος καταβάλλεται σε τέσσερις (4) συνεχείς ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Σε περίπτωση καταβολής ολόκληρου του ποσού εντός της πρώτης μηνιαίας δόσης, εκπίπτεται ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
8. Όπου ,από την ισχύουσα νομοθεσία απαιτείται, προκειμένης κατάρτισης οποιασδήποτε δικαιοπραξίας, η προσκόμιση πιστοποιητικού, που να αποδεικνύει ότι το ακίνητο δηλώθηκε στην ακίνητη περιουσία, η προσκόμιση τούτου αμελείται. Η προθεσμία της παραγράφου 5 του άρθρου 44 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄) παρατείνεται μέχρι 31-12-1993.
9. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να ρυθμιστούν λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 5
1. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στις διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 2367/1953 (ΦΕΚ 82 Α΄), τα τέλη κυκλοφορίας στα επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα, στις επιβατικές δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσυκλέτες ιδιωτικής χρήσης, στα τύπου JΕΕΡ αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό τους ως επιβατικών ή φορτηγών και στα επιβατικά ρυμουλκούμενα, ημιρυμουλκούμενα ιδιωτικής χρήσης (τροχόσπιτα) είναι ετήσια και αδιαίρετα και οφείλονται για ολόκληρο το έτος, ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα κυκλοφορίας τους εντός του έτους.
2. Τα τέλη κυκλοφορίας των οχημάτων της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται ως εξής:α) Ετήσια τέλη δραχμών δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) για:

– Επιβατικά και τύπου JΕΕΡ ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα συμβατικής ή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας και επιβατικές ιδιωτικής χρήσης δίκυκλες και τρίκυκλες μοτοσυκλέτες, κυλινδρισμού κινητήρα από επτακόσια ογδόντα έξι (786) μέχρι χίλια τριακόσια πενήντα επτά (1357) κυβικά εκατοστά.

– Ρυμουλκούμενα, ημιρυμουλκούμενα ιδιωτικής χρήσης (τροχόσπιτα).

β) Ετήσια τέλη δραχμών είκοσι πέντε χιλιάδων (25.000) για τα επιβατικά και τύπου JΕΕΡ ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα συμβατικής ή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας κυλινδρισμού κινητήρα από χίλια τριακόσια πένητα οκτώ (1358) μέχρι χίλια εννιακόσια είκοσι οκτώ (1928) κυβικά εκατοστά και για τις επιβατικές ιδιωτικής χρήσης δίκυκλες ή τρίκυκλες μοτοσυκλέτες κυλινδρισμού κινητήρα από χίλια τριακόσια πένητα οκτώ (1358) κυβικά εκατοστά και άνω.

γ) Ετήσια τέλη δραχμών πενήντα χιλιάδων (50.000) για επιβατικά και τύπου JΕΕΡ ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα συμβατικής ή αντιρρυπαντικής τεχνολογίας κυλινδρισμού κινητήρα από χίλια εννιακόσια είκοσι εννέα (1929) κυβικά εκατοστά και άνω.

Εάν γίνει αλλαγή κινητήρα με βάση τον οποίο μεταβάλλεται η κατηγορία των τελών κυκλοφορίας, τα νέα τέλη οφείλονται από το επόμενο ημερολογιακό έτος.

3. Τα τέλη κυκλοφορίας, που επιβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων, καταβάλλονται με την προμήθεια ειδικού σήματος, που αποτελεί αποδεικτικό καταβολής, η προμήθεια του οποίου γίνεται με μέριμνα των ιδιοκτητών των ανωτέρω οχημάτων.Με το ειδικό σήμα δύναται να κυκλοφορεί το αυτοκίνητο από την 1η Δεκεμβρίου μέχρι και την 31η Ιανουαρίου του προηγούμενου και επόμενου αντίστοιχα έτους εκείνου για το οποίο εκδίδεται.

Η ονομαστική αξία κάθε σήματος είναι ίση με τα τέλη κυκλοφορίας κάθε κλιμακίου.

Ειδικά για τα οχήματα που τίθενται για πρώτη φορά σε κυκλοφορία, καθώς και γι΄ αυτά που τίθενται σε κυκλοφορία ως επιβατικά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα από μετατροπή άλλης κατηγορίας οχήματος, η προμήθεια του σήματος γίνεται κατά τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας. Για το έτος 1993 η προμήθεια του σήματος μπορεί να γίνει μέχρι 30.6.1993.

Το ειδικό σήμα χορηγείται υποχρεωτικά και στα οχήματα οποιουδήποτε αριθμού κυκλοφορίας, για τα οποία προβλέπεται απαλλαγή από τα τέλη κυκλοφορίας έναντι αξίας καθοριζόμενης με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που αποτελεί το κόστος παραγωγής και διαθέσεως του.

Για την εκπρόθεσμη προμήθεια του ειδικού σήματος των πάσης κατηγορίας οχημάτων επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο ίσο με το διπλάσιο του τέλους που αντιστοιχεί στον κυλινδρισμό του κινητήρα του αυτοκινήτου.

4. Για την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 1 εδάφιο δεύτερο και 2 του άρθρου 18 του Ν. 2367/1953, ως τέλη κυκλοφορίας λαμβάνονται τα τέλη που ορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.
5. Στην περίπτωση κυκλοφορίας οχήματος χωρίς το ειδικό σήμα αφαιρούνται οι πινακίδες και η άδεια κυκλοφορίας του με πράξη της Αστυνομικής Αρχής, από την οποία δεν επιστρέφονται εάν ο ενδιαφερόμενος δεν προμηθευτεί και προσκομίσει το σχετικό σήμα.
6. Για την αφαίρεση των πινακίδων και της άδειας κυκλοφορίας, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου, καταβάλλεται αμοιβή στα αστυνομικά όργανα. Το ύφος της αμοιβής αυτής, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την αξία διαθέσεως του σήματος στα απαλλασσόμενα οχήματα, ο τρόπος καταβολής, τα δικαιούμενα πρόσωπα, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια, σχετική με την αμοιβή αυτή, καθορίζεται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Δημόσιας Τάξης, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο του ειδικού σήματος, οι υπηρεσίες ή άλλα πρόσωπα που διαθέτουν αυτό και κάθε άλλη λεπτομέρεια που είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

7. Με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγονται απαλλαγές από τα τέλη κυκλοφορίας για τα οχήματα της παραγράφου 1.Από την έναρξη της ισχύος του παρόντος άρθρου παύει να ισχύει, ως προς τα οχήματα της παραγράφου 1, κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά θέματα που ρυθμίζονται με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

8. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 1993.»
Άρθρο 6
Η προβλεπόμενη υπό των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 35 του Ν.Δ. 3323/1955 έκπτωση χωρίς δικαιολογητικά από τα ακαθάριστα έσοδα υπολογίζεται, ειδικά για τις επιχειρήσεις έκδοσης ημερήσιων και εβδομαδιαίων πολιτικών, αθλητικών και οικονομικών εφημερίδων και περιοδικών, σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) επί των ακαθάριστων εσόδων των οριζόμενων υπό των ιδίων διατάξεων και ανεξάρτητα από το ύψος αυτών.Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται επί των ακαθάριστων εσόδων, που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 1992 και εφεξής.

Άρθρο 7
Οι διατάξεις του άρθρου 48 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α΄) εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις οφειλών φυσικών ή νομικών προσώπων χρεών προς το Δημόσιο, ληξιπρόθεσμων και απαιτητών πέραν του έτους.Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από τη λήψη άλλων προβλεπόμενων για την είσπραξη μέτρων.

Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 46 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ 113 Α) εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αυτή.

Άρθρο 8
1. Στη συνέχεια του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 4 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:Επίσης, οι επιτηδευματίες φυσικά πρόσωπα των πιο πάνω περιφερειών, που πραγματοποιούν ακαθάριστα έσοδα από χονδρικές πωλήσεις κατά ποσοστό τουλάχιστον εξήντα στα εκατό (60%) ή εξαγωγές, ανεξάρτητα από ποσοστό εντάσσονται με βάση τα ακαθάριστα έσοδα τους, όχι όμως σε κατηγορία κατώτερη της δεύτερης.

2. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 11 αντικαθίσταται ως εξής:γ) ο τόπος από τον οποίο τα αγαθά αποστέλλονται, καθώς και ο τόπος προορισμού, όταν δεν συμπίπτει με τη διεύθυνση του καταστήματος ή του υποκαταστήματος του αποστολέα και του καταστήματος του παραλήπτη, κατά περίπτωση.

3. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 16 του άρθρου 12 αντικαθίσταται ως εξής:”β) στις πωλήσεις ύδατος μη ιαματικού, αεριόφωτος, ηλεκτρικού ρεύματος, θερμικής ενέργειας ή παροχής τηλεπικοινωνιακών, ταχυδρομικών, τραπεζικών, χρηματιστηριακών και χρηματοδοτικών εργασιών, εφόσον από τις επιχειρήσεις πώλησης των ειδών ή παροχής των υπηρεσιών αυτών εκδίδονται άλλα έγγραφα, που περιλαμβάνουν τα στοιχεία του τιμολογίου, εκτός από τη Δ.Ο.Υ. του αντισυμβαλλομένου και αντίτυπο αυτών των εγγράφων παραδίδεται στον πελάτη”.

4. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 13 προστίθενται δύο νέα εδάφια ως εξής:”Κατ΄ εξαίρεση, για τις πωλήσεις ύδατος μη ιαματικού, ηλεκτρικού ρεύματος και παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στα εκδιδόμενα φορολογικά στοιχεία ή αλλά παραστατικά αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο του πελάτη-καταναλωτή, η διεύθυνση του και ο αριθμός φορολογικού μητρώου ή ο αριθμός της αστυνομικής του ταυτότητας, αν στερείται αριθμού φορολογικού μητρώου.

Τις υποχρεώσεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν και οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.”

5. Η ισχύς των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου αρχίζει από 1ης Ιουλίου 1993.
Άρθρο 9
Οι διατάξεις του άρθρου 1 παράγραφος 1 του Οργανισμού Διοίκησης και Διαχείρισης του Ιδρύματος με την επωνυμία «ΊΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ» που κυρώθηκε με την παράγραφο 4 του άρθρου πρώτου του Ν. 1610/1986 (ΦΕΚ 89 Α) εφαρμόζονται αναλόγως και στα κοινωφελή ιδρύματα με την επωνυμία «ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ», «ΕΓΝΑΤΙΑ ΗΠΕΙΡΟΥ- και -ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΣ Ο ΛΙΝΔΙΟΣ – ΜΝΗΜΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ ΠΑΠΑΊΏΑΝΝΟΥ – ΖΙΓΔΗ»Για το κοινωφελές ίδρυμα με την επωνυμία «ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ» ορίζεται ότι:

α) Ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) τουλάχιστον εκ των συνολικώς διανεμητέων καθαρών ετήσιων κερδών της ανώνυμης εταιρείας «ΊΔΡΥΜΑ ΤΥΠΟΥ Α.Ε.», που αναλογούν στο μερίδιο του κοινωφελούς ιδρύματος «ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ» ως μετόχου αυτής, καταβάλλεται σ΄ αυτό υποχρεωτικά, για την εκτέλεση των κοινωφελών σκοπών του.

β) Σε περίπτωση, κατά την οποία, για ειδικούς ή εξαιρετικούς λόγους, που έχουν σχέση με τις ανάγκες της ανώνυμης εταιρείας «ΙΔΡΥΜΑ ΤΥΠΟΥ Α.Ε.» τα αρμόδια, κατά το καταστατικό της, όργανα αποφασίσουν τη μη διανομή ή τη διανομή ποσοστού μικρότερου από το ως άνω είκοσι τοις εκατό (20%), απαιτείται προηγούμενη σχετική έγκριση του Υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 2039/1939.

Άρθρο 10
Οι διατάξεις του άρθρου έκτου του Ν. 1747/1988 (ΦΕΚ 6. Α΄) εφαρμόζονται αναλογικά και για τη συνομολόγηση από τον Υπουργό Οικονομικών δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών στους τομείς, που αναφέρονται στα παραρτήματα ΙΑ΄ και ΙΒ΄ της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, τα οποία προσαρτώνται και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του παρόντος.ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΑ

Κατηγορία

Υπηρεσίες

Αριθμός αναφοράς CPC

1.

Υπηρεσίες συντήρησης και επισκευών

6112, 6122, 633, 886

2.

Υπηρεσίες χερσαίων μεταφορών (1), συμπεριλαμβανομένων των μεταφορών με θωρακισμένα οχήματα και των υπηρεσιών ταχείας αποστολής εγγράφων ή μικροδεμάτων (courier services) εξαιρουμένης της μεταφοράς ταχυδρομικής αλληλογραφίας.

712 (Πλην 71235, 7512, 87304)

3.

Υπηρεσίες επιβατικών και εμπορευματικών εναέριων μεταφορών, εξαιρουμένης της μεταφοράς ταχυδρομικής αλληλογραφίας.

73 (πλην 7321)

4.

Χερσαία και αεροπορική μεταφορά ταχυδρομικής αλληλογραφίας (1),

71235, 7321,

5.

Τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες (2)

752

6.

Χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες α) υπηρεσίες ασφαλίσεων β) τραπεζικές και επενδυτικές υπηρεσίες (3)

ex 81, 812, 814

7.

Υπηρεσίες πληροφορικής και συναφείς υπηρεσίες

84

8.

Υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης (4)

85

9.

Υπηρεσίες λογιστικής, λογιστικού ελέγχου και τήρησης λογιστικών βιβλίων

862

10.

Υπηρεσίες έρευνας αγοράς και δημοσκοπήσεων

864

11.

Υπηρεσίες παροχής συμβουλών διοίκησης επιχειρήσεων (5) και συναφείς υπηρεσίες

865, 866

12.

Διαφημιστικές υπηρεσίες

871

13.

Υπηρεσίες καθαρισμού κτιρίων και διαχείρισης ακινήτων

874, 82201 έως 82206

14.

Υπηρεσίες εκδόσεων και εκτυπώσεων, έναντι αμοιβής ή βάσει σύμβασης

88442

15.

Αποχετεύσεις και διάθεση απορριμμάτων εγκαταστάσεις υγιεινής και συναφείς υπηρεσίες

94

(1) Πλην των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών, υπαγομένων στην κατηγορία 18

(2) Πλην των υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας, τηλετυπίας, ραδιοτηλεφωνίας, τηλεειδοποίησης και των υπηρεσιών μέσω δορυφόρου.

(3) Πλην των συμβάσεων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών έκδοση, αγοράς, πώλησης και μεταβίβαση τίτλων ή άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων, και των υπηρεσιών που παρέχουν οι κεντρικές τράπεζες.

(4) Πλην των συμβάσεων υπηρεσιών έρευνας και ανάπτυξης εφόσον δεν υπάγονται στις συμβάσεις Ε&Α των οποίων τα αποτελέσματα ανήκουν στην αναθέτουσα αρχή για ιδία χρήση κατά την άσκηση της δραστηριότητας της στο βαθμό που για την υπηρεσία παρέχεται πλήρης αμοιβή από την αναθέτουσα αρχή.

(5) Εκτός των υπηρεσιών διαιτησίας και συνδιαλλαγής.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IB

Κατηγορία

Υπηρεσίες

Αριθμός αναφοράς CPC

16.

Υπηρεσίες ξενοδοχειακές και εστίασης

64

17.

Υπηρεσίες σιδηροδρομικών μεταφορών

711

18.

Υπηρεσίες πλωτών μεταφορών

72

19.

Υπηρεσίες βοηθητικών μεταφορών και μεταφορών υποστήριξης

74

20.

Νομικές υπηρεσίες

861

21.

Υπηρεσίες εξεύρεσης και τοποθέτησης προσωπικού

872

22.

Υπηρεσίες ερευνών και ασφαλείας (πλην των υπηρεσιών θωρακισμένων αυτοκινήτων)

873 (πλην 87304)

23.

Υπηρεσίες εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης

92

24.

Υπηρεσίες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας

93

25.

Υπηρεσίες αναψυχής, πολιτιστικές και αθλητικές

96

26.

Λοιπές υπηρεσίες
Άρθρο 11
Έναρξη ισχύος
Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 1, 2 και 4 αρχίζει από 20.11.1992, των δε υπολοίπων από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις αυτών.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως Νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 3 Μαρτίου 1993

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ