ΝΟΜΟΣ ΥΠ` ΑΡΙΘ. 2102 ΦΕΚ A 193/2.12.1992
Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Κυρώνεται και έχει την ισχύ, που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 τουΣυντάγματος, η Σύμβαση για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγήςπαιδιών, που υπογράφηκε στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980 με τις εξήςδηλώσεις:
1. Σύμφωνα με το άρθρο 42 της σύμβασης η Ελλάδα δηλώνει ότι δενδεσμεύεται για την πληρωμή των εξόδων, που προβλέπονται στη δεύτερηπαράγραφο του άρθρου 26 και συνδέονται με σύμπραξη δικηγόρου ή νομικούσυμβούλου ή για τα δικαστικά έξοδα παρά μόνο κατά το μέτρο που αυτά ταέξοδα αφορούν περιπτώσεις δωρεάν δικαστικής ή νομικής συνδρομής.
2. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της σύμβασης σύμφωνα με ταάρθρα 6 επ. ως Κεντρική Αρχή ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
3. Η αρμοδιότητα για τη διενέργεια των δικαστικών πράξεων και τηδιεξαγωγή των δικών επ ονόματι ή για λογαριασμό της κεντρικής Αρχής καιτων προσώπων ή υπηρεσιών που δικαιούνται κατά τους όρους της σύμβασηςνα ζητήσουν την επιστροφή του παιδιού ή κρίνονται απαραίτητες για τηνεπίτευξη του σκοπού της σύμβασης ανατίθεται στα κατά τόπους αρμόδιαΓραφεία Νομικού Συμβούλου ή Δικαστικά Γραφεία του Νομικού Συμβουλίουτου Κράτους. `Όπου δεν λειτουργούν τέτοια γραφεία η αρμοδιότητα αυτήανατίθεται σε δικηγόρο του Δημοσίου με εντολή του Προέδρου του ΝομικούΣυμβουλίου του Κράτους.
4. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας καιΚοινωνικών Ασφαλίσεων αναλαμβάνουν μέσω των ιδρυμάτων τους και ύστερααπό σχετική παραγγελία του παρανόμως μετακινούμενου ή κατακρατούμενουκατά τους όρους της σύμβασης παιδιού μέχρι την επιστροφή του στοναναγνωριζόμενο δικαιούχο.Το κείμενο της σύμβασης στο πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα και σεμετάφραση στην ελληνική έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΑΠΑΓΩΓΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ
Τα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση.
Πιστεύοντας βαθειά ότι το συμφέρον του παιδιού είναι πρωταρχικήςσημασίας για κάθε ζήτημα με την επιμέλειά του,
Επιθυμώντας να προστατεύσουν διεθνώς το παιδί κατά των επιβλαβώνσυνεπειών της παράνομης μετακίνησης ή κατακράτησης του και ναδημιουργήσουν διαδικασίες που αποβλέπουν στο να διασφαλίσουν την άμεσηεπιστροφή του παιδιού στο Κράτος της συνήθους διαμονής του, καθώς καιτην προστασία του δικαιώματος επικοινωνίας,Αποφάσισαν τη σύναψη Σύμβασης γι` αυτόν το σκοπό και συμφώνησαν στιςπαρακάτω διατάξεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι – ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Άρθρο 1
Η παρούσα Σύμβαση έχει ως σκοπό:
α) να διασφαλίσει την άμεση επιστροφή των παιδιών που μετακινήθηκαν ήκατακρατήθηκαν παράνομα σε ένα από τα Συμβαλλόμενα Κράτη,
β) να διασφαλίσει ότι τα δικαιώματα επιμέλειας και επικοινωνίας πουυφίστανται κατά το δίκαιο ενός από τα Συμβαλλόμενα Κράτη θα είναισεβαστά και στα άλλα Συμβαλλόμενα Κράτη.
Άρθρο 2
Τα Συμβαλλόμενα Κράτη λαμβάνουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα για ναδιασφαλίσουν, εντός των εδαφικών τους ορίων, την πραγματοποίηση τωνσκοπών της Σύμβασης. Για το σκοπό αυτόν θα χρησιμοποιούν τιςδιαδικασίες επειγόντος χαρακτήρος που διαθέτουν.
Άρθρο 3
Η μετακίνηση ή η κατακράτηση παιδιού θεωρούνται παράνομες:
α) εφόσον έγιναν κατά παραβίαση δικαιώματος επιμέλειας,αναγνωρισμένου σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή άλλη οργάνωση, είτεαποκλειστικά είτε από κοινού με άλλους, από το δίκαιο του Κράτους στοοποίο το παιδί είχε τη συνήθη διαμονή του αμέσως πριν από τηνμετακίνηση ή την κατακράτηση του και
β) το δικαίωμα αυτό ασκείτο πραγματικά, αποκλειστικά ή από κοινού μεάλλους, κατά το χρόνο της μετακίνησης ή της κατακράτησης, ή θα είχεασκηθεί κατ` αυτόν τον τρόπο εάν δεν είχαν επισυμβεί τα γεγονότα αυτά.Το δικαίωμα επιμέλειας που αναφέρεται στην περίπτωση α) μπορεί νααπορρέει ιδίως είτε απευθείας από το νόμο, είτε από δικαστική ήδιοικητική απόφαση, είτε από συμφωνία που ισχύει σύμφωνα με το δίκαιοαυτού του Κράτους.
Άρθρο 4
Η Σύμβαση εφαρμόζεται για κάθε παιδί το οποίο είχε τη συνήθη διαμονήτου σε Συμβαλλόμενο Κράτος αμέσως πριν από την προσβολή των δικαιωμάτωνεπιμέλειας ή επικοινωνίας. Η εφαρμογή της Σύμβασης παύει όταν το παιδίαποκτήσει την ηλικία των 16 ετών.
Άρθρο 5
Κατά την έννοια της παρούσας Σύμβασης:
α) το “δικαίωμα επιμέλειας” περιλαμβάνει το δικαίωμα που αφορά στημέριμνα για το πρόσωπο του παιδιού και ιδίως το δικαίωμα καθορισμού τουτόπου διαμονής του.
β) το “δικαίωμα επικοινωνίας” περιλαμβάνει το δικαίωμα να μεταφέρεικάποιος το παιδί για ορισμένο χρονικό διάστημα σε τόπο άλλο από τοντόπο της συνήθους διαμονής του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ – ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
Άρθρο 6
Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος υποδεικνύει μια Κεντρική Αρχή επιφορτισμένηνα εκπληρώνει ης υποχρεώσεις που επιμελούνται από τη Σύμβαση,Ομοσπονδιακά Κράτη, Κράτη στα οποία ισχύουν περισσότερα νομικάσυστήματα, ή κράτη τα οποία έχουν αυτόνομες εδαφικές ενότητες, είναιελεύθερα να υποδείξουν περισσότερες από μια Κεντρική Αρχή και ναπροσδιορίσουν την εδαφική έκταση και τις εξουσίες καθεμιάς από τιςΑρχές αυτές. Το Κράτος που κάνει χρήση αυτής της ευχέρειας υποδεικνύειτην Κεντρική Αρχή προς την οποία θα απευθύνονται οι αιτήσεις προς τοσκοπό της διαβίβασης τους στην αρμόδια Κεντρική Αρχή εντός αυτού τουΚράτους.
Άρθρο 7
Οι Κεντρικές Αρχές οφείλουν να συνεργάζονται μεταξύ τους και ναπροωθούν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων υπηρεσιών στα αντίστοιχαΚράτη για την εξασφάλιση της άμεσης επιστροφής των παιδιών και τηνπραγματοποίηση των άλλων σκοπών της παρούσας Σύμβασης.
Ειδικότερα, είτε απευθείας είτε με τη συνδρομή κάθε ενδιάμεσουοργάνου, οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα:
α) για να εντοπίζουν ένα παιδί που μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκεπαράνομα,
β) Μα να προλαμβάνουν νέους κινδύνους για το παιδί ή βλάβες στουςενδιαφερομένους, λαμβάνοντας ή προκαλώντας τη λήψη προσωρινών μέτρων,
γ) για να εξασφαλίζουν την εκούσια απόδοση του παιδιού ή ναδιευκολύνουν μια συμβιβαστική λύση,
δ) γ’ να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικές με την κοινωνική κατάστασητου παιδιού, εφόσον αυτό είναι χρήσιμο,
ε) για να παρέχουν γενικές πληροφορίες που αφορούν το εθνικό τουςδίκαιο σχετικά με την εφαρμογή της Σύμβασης,
στ) για να αρχίζουν ή να διευκολύνουν την έναρξη δικαστικής ήδιοικητικής διαδικασίας με σκοπό να επιτύχουν την επιστροφή του παιδιούκαι, αν υπάρχει ανάγκη, να καταστήσουν δυνατή την οργάνωση ή τηνουσιαστική άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας,
ζ) για να παρέχουν ή, κατά τις περιστάσεις, να διευκολύνουν τηνπαροχή νομικής και δικαστικής αρωγής, συμπεριλαμβανομένης και τηςχρησιμοποιήσεως δικηγόρου ή νομικού συμβούλου,
η) για να εξασφαλίζουν σε διοικητικό επίπεδο, εάν είναι αναγκαίο καισκόπιμο, την ακίνδυνη επιστροφή του παιδιού,
θ) για να τηρούνται αμοιβαίως ενήμερες για τη λειτουργία της Σύμβασηςκαι, στο μέτρο του δυνατού, να αίρουν τα εμπόδια που ενδεχομένωςσυναντώνται κατά την εφαρμογή της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ – ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ
Άρθρο 8
Το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση, που ισχυρίζονται ότι έναπαιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε κατά παραβίαση δικαιώματοςεπιμέλειας, μπορούν να απευθυνθούν είτε στην Κεντρική Αρχή του τόπουτης συνήθους διαμονής του παιδιού, είτε σ` αυτήν οποιουδήποτε άλλουΣυμβαλλόμενου Κράτους, για να τους παράσχουν τη συνδρομή τους με σκοπόνα εξασφαλιστεί η επιστροφή του παιδιού.
Η αίτηση πρέπει να περιέχει:
α) πληροφορίες που αφορούν την ταυτότητα του αιτούντος, του παιδιούκαι του προσώπου για το οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι μετέφερε ήκατακράτησε το παιδί,
β) τη χρονολογία γέννησης του παιδιού, εφόσον είναι δυνατό ναπαρασχεθεί,
γ) τους λόγους επί των οποίων στηρίζεται ο αιτών για να ζητήσει τηνεπιστροφή του παιδιού,δ) κάθε διαθέσιμη πληροφορία που αφορά τον εντοπισμό του παιδιού καιτην ταυτότητα του προσώπου με το οποίο τεκμαίρεται ότι αυτό ευρίσκεται.Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται ή να συμπληρώνεται από:ε) επικυρωμένο αντίγραφο κάθε χρήσιμης απόφασης ή συμφωνίας,στ) πιστοποιητικό ή βεβαίωση προερχόμενη από την Κεντρική Αρχή ή κάθεάλλη αρμόδια αρχή του Κράτους της συνήθουςδιαμονής ή από κάποιοαρμόδιο πρόσωπο, σύμφωνα με το δίκαιο του Κράτους αυτού,ζ) κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο.
Άρθρο 9
Εφόσον η Κεντρική Αρχή που λαμβάνει την αίτηση, σύμφωνα με το άρθρο8, έχει λόγους να πιστεύει ότι το παιδί βρίσκεται σε άλλο Συμβαλλόμενοκράτος, διαβιβάζει την αίτηση απευθείας και χωρίς καθυστέρηση στηνΚεντρική Αρχή του Συμβαλλόμενου αυτού Κράτους και πληροφορεί σχετικάτην Κεντρική Αρχή από την οποία προέρχεται η αίτηση ή, ενδεχομένως, τοναιτούντα.
Άρθρο 10
Η Κεντρική Αρχή του Κράτους όπου βρίσκεται το παιδί λαμβάνει ήπροκαλεί τη λήψη κάθε μέτρου ικανού να εξασφαλίσει την εκούσια απόδοσητου.
Άρθρο 11
Οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές των Συμβαλλόμενων Κρατών οφείλουννα εφαρμόζουν τις διαδικασίες επείγοντος χαρακτηρος για την επιστροφήτου παιδιού.
Αν η δικαστική ή διοικητική αρχή που έχει επιληφθεί δεν έχειαποφασίσει εντός προθεσμίας έξι εβδομάδων από την έναρξη τηςδιαδικασίας, ο αιτών ή η Κεντρική Αρχή του Κράτους προς το οποίοαπευθύνεται η αίτηση μπορούν, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματοςτης Κεντρικής Αρχής του Κράτους από το οποίο προέρχεται η αίτηση, ναζητήσουν επίσημη έκθεση για τους λόγους αυτής της καθυστέρησης. Τηναπάντηση που θα λάβει η Κεντρική Αρχή του Κράτους προς το οποίοαπευθύνεται η αίτηση οφείλει να τη διαβιβάσει στην Κεντρική Αρχή τουΚράτους από το οποίο προέρχεται η αίτηση ή, ενδεχομένως, στον αιτούντα.
Άρθρο 12
Εφόσον ένα παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα κατά τηνέννοια του άρθρου 3 και από τη μετακίνηση ή κατακράτηση του μέχρι τοχρόνο κατάθεσης της αίτησης ενώπιον της δικαστικής ή διοικητικής αρχήςτου Συμβαλλόμενου Κράτους, όπου βρίσκεται το παιδί, διέρρευσε χρονικόδιάστημα μικρότερο του ενός έτους, η επιληφθείσα αρχή διατάσσει τηνάμεση επιστροφή του.
Ακόμη κι αν η δικαστική ή διοικητική αρχή επιλήφθηκε μετά την πάροδοτου χρονικού διαστήματος ενός έτους, που προβλέπεται στην προηγούμενηπαράγραφο, οφείλει ομοίως να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εκτόςαν αποδειχθεί ότι το παιδί έχει ήδη προσαρμοσθεί στο νέο τουπεριβάλλον.
Εφόσον η δικαστική ή διοικητική αρχή του Κράτους προς το οποίοαπευθύνεται η αίτηση έχει λόγους να πιστεύει ότι το παιδί έχειμεταφερθεί σε άλλο Κράτος, μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία ή νααπορρίψει την αίτηση επιστροφής του παιδιού.
Άρθρο 13
Παρά τις διατάξεις του προηγούμενου Άρθρου. η δικαστική ή διοικητικήαρχή του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση δεν δεσμεύεται ναδιατάξει την επιστροφή του παιδιού, εφόσον το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ήη οργάνωση που αντιτίθεται στην επιστροφή του αποδεικνύει:
α) ότι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή η οργάνωση που είχε τη μέριμνατου προσώπου του παιδιού δεν ασκούσε ουσιαστικά το δικαίωμα επιμέλειαςκατά το χρόνο της μετακίνησης ή κατακράτησης ή είχε συναινέσει στημετακίνηση ή κατακράτηση αυτήν ή την είχε εγκρίνει εκ των υστέρων ή
β) ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος η επιστροφή του παιδιού να το εκθέσεισε φυσική ή ψυχική δοκιμασία ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να τοπεριαγάγει σε μια αφόρητη κατάσταση. Η δικαστική ή διοικητική αρχήμπορεί επίσης να αρνηθεί να διατάξει την επιστροφή του παιδιού, εάνδιαπιστώσει ότι το παιδί αντιτίθεται στην επιστροφή του και έχει ήδητην ηλικία και την ωριμότητα που υπαγορεύουν να ληφθεί υπόψη η γνώμητου. Κατά την εκτίμηση των περιστάσεων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό,οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές οφείλουν να λάβουν υπόψη τιςπληροφορίες για την κοινωνική κατάσταση του παιδιού που παρέχονται απότην Κεντρική Αρχή ή άλλη αρμόδια υπηρεσία του Κράτους της συνήθουςδιαμονής του.
Άρθρο 14
Για να διαπιστώσει την ύπαρξη μιας παράνομης μετακίνησης ήκατακράτησης κατά την έννοια του άρθρου 3, η δικαστική ή διοικητικήαρχή του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση μπορούν ναλαμβάνουν υπόψη απευθείας το δίκαιο και τις δικαστικές ή διοικητικέςαποφάσεις που αναγνωρίζονται επίσημα ή όχι στο Κράτος της συνήθουςδιαμονής του παιδιού, χωρίς να γίνεται προσφυγή στις ειδικέςδιαδικασίες, οι οποίες ακολουθούνται αλλιώς για την απόδειξη αυτού τουδικαίου ή για την αναγνώριση των αλλοδαπών αποφάσεων.
Άρθρο 15
Οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές ενός Συμβαλλόμενου Κράτους, πρινδιατάξουν την επιστροφή του παιδιού, μπορούν να ζητήσουν από τοναιτούντα να προσκομίσει μια απόφαση ή ένα πιστοποιητικό των αρχών τουΚράτους της συνήθους διαμονής του παιδιού, με το οποίο διαπιστώνεταιότι η μετακίνηση ή η κατακράτηση ήταν παράνομες κατά την έννοια τουάρθρου 3 της Σύμβασης, εφόσον αυτή η απόφαση ή αυτό το πιστοποιητικόμπορούν να αποκτηθούν στο Κράτος αυτό. Οι Κεντρικές Αρχές τωνΣυμβαλλόμενων Κρατών παρέχουν, στο μέτρο του δυνατού, συνδρομή στοναιτούντα για να αποκτήσει την απόφαση ή το πιστοποιητικό αυτό.
Άρθρο 16
Αφότου τους γνωστοποιηθεί η παράνομη μετακίνηση ενός παιδιού ή ηκατακράτηση του κατά το άρθρο 3, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές τουΣυμβαλλόμενου Κράτους, όπου το παιδί μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε, δενμπορούν να κρίνουν επί του κυρίου θέματος του δικαιώματος τηςεπιμέλειας, μέχρι να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει περίπτωση επιστροφήςτου παιδιού κατά την παρούσα Σύμβαση ή μέχρι να διαρρεύσει εύλογοχρονικό διάστημα χωρίς να υπάρξει αίτηση εφαρμογής της Σύμβασης.
Άρθρο 17
Μόνο το γεγονός ότι μια απόφαση σχετική με την επιμέλεια εκδόθηκε ήμπορεί να αναγνωρισθεί στο Κράτος προς το οποίο απευθύνεται η αίτησηδεν μπορεί να δικαιολογήσει την άρνηση να επιστραφεί το παιδί σταπλαίσια της Σύμβασης αυτής, αλλά οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές τουΚράτους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μπορούν να λάβουν υπόψη τοαιτιολογικό αυτής της απόφασης κατά την εφαρμογή της Σύμβασης.
Άρθρο 18
Οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου δεν περιορίζουν την εξουσία τηςδικαστικής ή διοικητικής αρχής να διατάξει την επιστροφή του παιδιού σεοποιονδήποτε χρόνο.
Άρθρο 19
Απόφαση για την επιστροφή του παιδιού, που εκδόθηκε στο πλαίσιο τηςΣύμβασης, δεν θίγει το κύριο θέμα του δικαιώματος επιμέλειας.
Άρθρο 20
Η επιστροφή του παιδιού, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 12,μπορεί να απορριφθεί, εφόσον αυτή δεν επιτρέπεται από τις θεμελιώδειςαρχές του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, οι οποίεςαναφέρονται στην προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και τωνθεμελιωδών ελευθεριών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV – ΔΙΚΑΙΩMA ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Άρθρο 21
Αίτηση που αποσκοπεί στην οργάνωση ή την προστασία της ουσιαστικήςάσκησης ενός δικαιώματος επικοινωνίας μπορεί να απευθύνεται προς τηνΚεντρική Αρχή Συμβαλλόμενου Κράτους κατά τον ίδιο τρόπο όπως η αίτησηεπιστροφής του παιδιού.
Οι Κεντρικές Αρχές δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις συνεργασίας πουαναφέρονται στο άρθρο 7 για να εξασφαλίσουν την αδιατάρακτη άσκηση τουδικαιώματος επικοινωνίας και την πραγματοποίηση κάθε όρου πουαπαιτείται για την άσκηση του δικαιώματος αυτού και για να άρουν στομέτρο του δυνατού κάθε εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος αυτού.
Οι Κεντρικές Αρχές μπορούν, είτε απευθείας είτε μέσω ενδιάμεσωνοργάνων, να κινούν ή προωθούν νόμιμες διαδικασίες για να οργανώσουν ήνα προστατεύσουν το δικαίωμαεπικοινωνίας και τους όρους στους οποίουςυπόκειται η άσκηση του δικαιώματός αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ V – ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 22
Καμιά εγγυοδοσία ή κατάθεση, με οποιαδήποτε ονομασία, δεν μπορεί ναεπιβληθεί για να διασφαλίσει την πληρωμή των εξόδων και δαπανών στοπλαίσιο των δικαστικών και διοικητικών διαδικασιών που προβλέπονται απότη Σύμβαση.
Άρθρο 23
Καμιά επικύρωση ή παρόμοια διατύπωση δεν απαιτείται στο πλαίσιο αυτήςτης Σύμβασης.
Άρθρο 24
Κάθε αίτηση, κοινοποίηση ή άλλο έγγραφο διαβιβάζονται στην ΚεντρικήΑρχή του Κράτους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, στη γλώσσα τουπρωτοτύπου και συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μιααπό τις επίσημες γλώσσες αυτού του Κράτους ή, εφόσον η μετάφραση αυτήείναι δύσκολο να γίνει, από μετάφραση στη γαλλική ή αγγλική.
Πάντως ένα Συμβαλλόμενο Κράτος, κάνοντας χρήση της επιφύλαξης πουπροβλέπεται στο άρθρο 42, μπορεί να εναντιωθεί στη χρήση ή της γαλλικήςή της αγγλικής γλώσσας σε κάθε αίτηση, κοινοποίηση ή άλλο έγγραφο πουαπευθύνεται στην Κεντρική του Αρχή.
Άρθρο 25
Οι υπήκοοι ενός Συμβαλλόμενου Κράτους και τα πρόσωπα που έχουν τησυνήθη διαμονή τους σ` αυτό το Κράτος, έχουν, για ό,τι αφορά τηνεφαρμογή της Σύμβασης, δικαίωμα νομικής και δικαστικής αρωγής σε κάθεάλλο Συμβαλλόμενο Κράτος υπό ης ίδιες προϋποθέσεις σαν να ήταν οι ίδιοιυπήκοοι αυτού του άλλου Κράτους ή είχαν εκεί τη συνήθη διαμονή τους.
Άρθρο 26
Κάθε Κεντρική Αρχή αναλαμβάνει τα έξοδά της, που αφορούν την εφαρμογήτης Σύμβασης.
Η Κεντρική Αρχή και οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες των ΣυμβαλλόμενωνΚρατών δεν καταλογίζουν κανένα έξοδο σε σχέση με τις αιτήσεις πουυποβάλλονται κατ` εφαρμογή της Σύμβασης. Ιδίως δεν μπορούν νααπαιτήσουν από τον αιτούντα την πληρωμή των εξόδων και δαπανών τηςδίκης ή ενδεχομένως των εξόδων που προκύπτουν από τη σύμπραξηδικηγόρου. Εν τούτοις μπορούν να ζητήσουν την πληρωμή των δαπανών πουπροκλήθηκαν ή που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις ενέργειες πουσυνδέονται με την επιστροφή του παιδιού.
Εν τούτοις ένα Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί, κάνοντας χρήση τηςεπιφύλαξης που προβλέπεται στο άρθρο 42, να δηλώσει ότι δεν δεσμεύεταιγια την πληρωμή των εξόδων που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφοκαι συνδέονται με τη σύμπραξη δικηγόρου ή νομικού συμβούλου ή για ταδικαστικά έξοδα, παρά μόνο κατά το μέτρο που αυτά τα έξοδα μπορούν νακαλυφθούν από το σύστημά του που αφορά τη δωρεάν δικαστική και νομικήσυνδρομή.
Διατάσσοντας την επιστροφή του παιδιού ή αποφασίζοντας επί τουδικαιώματος επικοινωνίας στο πλαίσιο της Σύμβασης, η δικαστική ήδιοικητική αρχή μπορεί ενδεχομένως να καταλογίσει σε βάρος του προσώπουπου μετακίνησε ή κατακράτησε το παιδί ή παρεμπόδισε την άσκηση τουδικαιώματος επικοινωνίας, την πληρωμή όλων των αναγκαίων εξόδων πουκαταβλήθηκαν, από τον αιτούντα ή στο ονομά του, ιδίως τα έξοδαταξιδίου, τα έξοδα δικαστικής πληρεξουσιότητας και εκπροσώπησήςτουαιτούντος, τα έξοδα επιστροφής του παιδιού, καθώς και όλα τα έξοδα καιδαπάνες που έγιναν για να εντοπισθεί το παιδί.
Άρθρο 27
Εφόσον είναι προφανές ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες από τηΣύμβαση προϋποθέσεις ή ότι η αίτηση είναι αβάσιμη, μια Κεντρική Αρχήδεν δεσμεύεται να κάνει δεκτή μια τέτοια αίτηση. Στην περίπτωση αυτήν ηκεντρική Αρχή οφείλει να γνωστοποιήσει αμέσως τους λόγους της στοναιτούντα ή, ενδεχομένως, στην Κεντρική Αρχή που διαβίβασε την αίτηση.
Άρθρο 28
Μια Κεντρική Αρχή μπορεί να απαιτήσει η αίτηση να συνοδεύεται απόγραπτή εξουσιοδότηση με την οποία της παρέχεται η εξουσία να ενεργείγια λογαριασμό του αιτούντος ή να ορίζει πληρεξούσιο που να ενεργείστο όνομά του.
Άρθρο 29
Η Σύμβαση δεν αποκλείει τη δυνατότητα για το φυσικό ή νομικό πρόσωποή την οργάνωση, που ισχυρίζονται ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματοςεπιμέλειας ή επικοινωνίας κατά την έννοια των άρθρων 3 και 21, νααπευθυνθούν απευθείας στις δικαστικές ή διοικητικές αρχές τωνΣυμβαλλόμενων Κρατών κατ` εφαρμογή ή όχι των διατάξεων της Σύμβασης.
Άρθρο 30
Κάθε αίτηση, που υποβάλλεται στην κεντρική Αρχή ή απευθείας στιςδικαστικές ή διοικητικές αρχές ενός Συμβαλλόμενου Κράτους κατ` εφαρμογήτης Σύμβασης, καθώς και κάθε έγγραφο ή άλλη κοινοποίηση, πουεπισυνάπτονται στην αίτηση ή διαβιβάζονται από μια Κεντρική Αρχή,γίνονται δεκτά ενώπιον των δικαστηρίων ή των διοικητικών αρχών τωνΣυμβαλλόμενων Κρατών.
Άρθρο 31
`Όταν πρόκειται για ένα Κράτος που έχει για το θέμα της επιμέλειαςτων παιδιών δύο ή περισσότερα νομικά συστήματα που εφαρμόζονται σεδιάφορες εδαφικές ενότητες:
α) κάθε αναφορά στη συνήθηδιαμονή στο Κράτος αυτό αφορά τη συνήθηδιαμονή σε μια εδαφική ενότητα αυτού του Κράτους
β) κάθε αναφορά στο δίκαιο του Κράτους της συνήθους διαμονής αφορά τοδίκαιο της εδαφικής ενότητας, εντός της οποίας έχει το παιδί τη συνήθηδιαμονή του.
Άρθρο 32
`Όταν πρόκειται για ένα Κράτος που έχει για το θέμα της επιμέλειαςτων παιδιών δύο ή περισσότερα νομικά συστήματα που εφαρμόζονται σεδιάφορες κατηγορίες προσώπων, κάθε αναφορά στο δίκαιο του Κράτουςαυτού αφορά το νομικό σύστημα που ορίζεται από το δίκαιο αυτού τουΚράτους.
Άρθρο 33
`Ένα Κράτος, εντός του οποίου διάφορες ενότητες έχουν τους δικούςτους νομικούς κανόνες σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών, δενυποχρεούται να εφαρμόσει τη Σύμβαση στην περίπτωση που ένα Κράτος μεενιαίο νομικό σύστημα δεν θα ήταν υποχρεωμένο να την εφαρμόσει.
Άρθρο 34
Η Σύμβαση αυτή υπερισχύει, στα θέματα επί των οποίων εφαρμόζεται, τηςΣύμβασης της 5 Οκτωβρίου 1961 που αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία τωνοργάνων και το εφαρμοστέο δίκαιο σε θέματα προστασίας ανηλίκων, ως προςτις σχέσεις μεταξύ των Κρατών μελών και στις δύο Συμβάσεις.
Εξάλλου η παρούσα Σύμβαση δεν εμποδίζει την επίκληση ενός άλλουδιεθνούς κειμένου που δεσμεύει το Κράτος προέλευσης και το Κράτος προςτο οποίο απευθύνεται η αίτηση ή την επίκληση του μη συμβατικού δικαίουτου τελευταίου αυτού Κράτους για να επιτευχθεί η επιστροφή του παιδιούπου μετακινήθηκε ή κατακρατήθηκε παράνομα ή για να οργανωθεί τοδικαίωμα επικοινωνίας.
Άρθρο 35
Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται μεταξύ των Συμβαλλόμενων Κρατών παρά μόνοστις παράνομες αναγωγές και κατακρατήσεις, που έγιναν μετά τη θέσητης σε ισχύ στα Κράτη αυτά.
Εάν έχει γίνει μια δήλωση σύμφωνα με τα άρθρα 39 ή 40, η αναφορά σεένα Συμβαλλόμενο Κράτος που γίνεται στην προηγούμενη παράγραφολαμβάνεται ως αναφορά στην εδαφική ενότητα ή στις εδαφικές ενότητεςστις οποίες εφαρμόζεται η Σύμβαση.
Άρθρο 36
Η Σύμβαση αυτή δεν εμποδίζει δύο ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Κράτη νασυμφωνήσουν μεταξύ τους, προς το σκοπό να μειώσουν τους περιορισμούςστους οποίους μπορεί να υπόκειται η επιστροφή του παιδιού, την εξαίρεσηεκείνων των διατάξεων της Σύμβασης που μπορούν να προκαλέσουν τέτοιουςπεριορισμούς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ VΙ – ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 37
Η Σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από τα Κράτη που ήταν μέλη τηςΣυνδιάσκεψης της Χάγης του Ιδιωτικού Διεθνούς Δικαίου κατά τη ΔέκατηΤέταρτη Σύνοδό της.Θα επικυρωθεί, θα γίνει αποδεκτή ή θα εγκριθεί και τα έγγραφα τηςεπικύρωσης, της αποδοχής ή της έγκρισης θα κατατεθούν στο ΥπουργείοΕξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Άρθρο 38
Κάθε Κράτος μπορεί να προσχωρήσει στη Σύμβαση.
Το έγγραφο της προσχώρησης θα κατατεθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών τουΒασιλείου των Κάτω Χωρών.
Η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ στο Κράτος που προσχωρεί την πρώτη ημέρατου τρίτου ημερολογιακού μήνα μετά την κατάθεση του εγγράφουπροσχώρησης.
Η προσχώρηση δεν έχει αποτελέσματα παρά μόνο στις σχέσεις μεταξύ τουπροσχωρούντος Κράτους και των Συμβαλλόμενων Κρατών που δηλώνουν ότιαποδέχονται αυτήν την προσχώρηση. Μια τέτοια δήλωση πρέπει επίσης ναγίνει από κάθε Κράτος που επικυρώνει, αποδέχεται ή εγκρίνει τη Σύμβασημετά την προσχώρηση. Η δήλωση αυτή θα κατατεθεί στο ΥπουργείοΕξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών. Το Υπουργείο αυτό θααποστείλει δια της διπλωματικής οδού επικυρωμένο αντίγραφο σε καθένααπό τα Συμβαλλόμενα Κράτη.
Η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ, μεταξύ του προσχωρούντος Κράτους και τουΚράτους που δήλωσε ότι αποδέχεται αυτήν την προσχώρηση, την πρώτη ημέρατου τρίτου ημερολογιακού μήνα μετά την κατάθεση της δήλωσης αποδοχής.
Άρθρο 39
Κάθε Κράτος, κατά το χρόνο της υπογραφής, της επικύρωσης, τηςαποδοχής, της έγκρισης ή της προσχώρησης, μπορεί να δηλώσει ότι ηΣύμβαση εκτείνεται στο σύνολο των εδαφών που εκπροσωπεί επί διεθνούςπεδίου ή σε ένα ή περισσότερα από τα εδάφη αυτά. Η δήλωση αυτή επιφέρειαποτελέσματα από το χρονικό σημείο όπου η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ γι’αυτό το Κράτος.
Η δήλωση αυτή, καθώς και κάθε μεταγενέστερη επέκταση γνωστοποιούνταιστο Υπουργείο Εξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Άρθρο 40
Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος, που περιλαμβάνει δύο ή περισσότερεςεδαφικές ενότητες εντός των οποίων εφαρμόζονται διάφορα νομικάσυστήματα για τα θέματα που ρυθμίζονται από τη Σύμβαση αυτήν, μπορεί,κατά το χρόνο της υπογραφής, της επικύρωσης, της αποδοχής, τηςέγκρισης ή της προσχώρησης, να δηλώσει ότι η παρούσα Σύμβασηεφαρμόζεται σε όλες τις εδαφικές ενότητές του ή μόνο σε μια ήπερισσότερες από αυτές και μπορεί κατά πάντα χρόνο να μεταβάλει αυτήντη δήλωση, κάνοντας μια νέα δήλωση.
Οι δηλώσεις αυτές γνωστοποιούνται στο Υπουργείο Εξωτερικών τουΒασιλείου των Κάτω Χωρών και αναφέρουν ρητώς τις εδαφικές ενότητες στιςοποίες εφαρμόζεται η Σύμβαση.
Άρθρο 41
`Όταν ένα Συμβαλλόμενο Κράτος έχει σύστημα διακυβέρνησης κατά τοοποίο η εκτελεστική, η δικαστική και η νομοθετική εξουσία κατανέμονταιμεταξύ μιας Κεντρικής Αρχής και άλλων αρχών αυτού του Κράτους, ηυπογραφή, επικύρωση, αποδοχή και έγκριση της Σύμβασης η προσχώρησηστη Σύμβαση ή μια δήλωση που Μνεται κατά το άρθρο 40 δεν επιφέρουνκανένα αποτέλεσμα ως προς την εσωτερική κατανομή των εξουσιών εντός τουΚράτους αυτού.
Άρθρο 42
Κάθε Συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί, το αργότερο κατά το χρόνο τηςεπικύρωσης, της αποδοχής, της έγκρισης ή της προσχώρησης, ή κατά τοχρόνο της δήλωσης που γίνεται κατά τα άρθρα 39 ή 40, να κάνει χρήσηείτε της μιας είτε και των δύο επιφυλάξεων που προβλέπονται στα άρθρα24 και 26 παρ. 3. Καμιά άλλη επιφύλαξη δεν γίνεται δεκτή.
Κάθε Κράτος μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλέσει μια επιφύλαξη που είχεκάνει. Η ανάκληση αυτή γνωστοποιείται στο Υπουργείο Εξωτερικών τουΒασιλείου των Κάτω Χωρών. Τα αποτελέσματα της επιφύλαξης παύουν τηνπρώτη ημέρα του τρίτου ημερολογιακού μήνα μετά τη γνωστοποίηση πουαναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 43
Η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του τρίτου ημερολογιακούμήνα μετά την κατάθεση του τρίτου εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής ήπροσχώρησης που προβλέπονται από τα άρθρα 37 και 38.
Στη συνέχεια η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ:
1. Μα κάθε Κράτος που επικυρώνει, αποδέχεται, εγκρίνει ή προσχωρείμεταγενεστέρως, την πρώτη ημέρα του τρίτου ημερολογιακού μήνα μετά τηνκατάθεση του εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης του`
2. Μα τα εδάφη ή ης εδαφικές ενότητες, όπου η Σύμβαση εκτείνει τηνεφαρμογή της συμφώνως προς τα άρθρα 39 ή 40, την πρώτη ημέρα του τρίτουημερολογιακού μήνα μετά τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στα άρθρα αυτά.
Άρθρο 44
Η Σύμβαση έχει διάρκεια πέντε ετών από την ημερομηνία που τέθηκε σεισχύ συμφώνως προς το άρθρο 43 παρ. 1, ακόμη και για τα Κράτη τα οποίαθα την επικυρώσουν, αποδεχθούν, εγκρίνουν ή θα προσχωρήσουν σ` αυτήμεταγενεστέρως.
Η Σύμβαση ανανεώνεται σιωπηρώς ανά πενταετία, εκτός εάν υπάρξεικαταγγελία.
Η καταγγελία γνωστοποιείται τουλάχιστον έξι μήνες πριν την πάροδο τηςπροθεσμίας των πέντε ετών στο Υπουργείο Εξωτερικών του Βασιλείου τωνΚάτω Χωρών.
Η καταγγελία μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένα εδάφη ή εδαφικέςενότητες επι των οποίων εφαρμόζεται η Σύμβαση. Η καταγγελία δενεπιφέρει αποτελέσματα παρά μόνο απέναντι στο Κράτος που τηγνωστοποίησε. Η Σύμβαση παραμένει σε ισχύ για τα άλλα ΣυμβαλλόμεναΚράτη.
Άρθρο 45
Το Υπουργείο Εξωτερικών του Βασιλείου των Κάτω Χωρών γνωστοποιεί σταΚράτη μέλη της Συνδιάσκεψης, καθώς και στα κράτη που προσχώρησαν στηΣύμβαση συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 38:
1. τις υπογραφές, επικυρώσεις, αποδοχές και εγκρίσεις πουπροβλέπονται στο άρθρο 37`
2. τις προσχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 38`
3. τη χρονολογία, κατά την οποία η Σύμβαση τίθεται σε ισχύ συμφώνωςπρος τις διατάξεις του Άρθρου 43`
4. τις επεκτάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 39`
5. τις δηλώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 38 και 40`
β. τις επιφυλάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 24 και 26 παρ. β καιτην ανάκληση των επιφυλάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 42`
7. τις καταγγελίες που προβλέπονται στο άρθρο 44.
Για να πιστοποιηθούν τα παραπάνω οι υπογράφοντες δεόντωςεξουσιοδοτημένοι υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Καταρτίσθηκε στη Χάγη στις 25 Οκτωβρίου 1980, σε δύο κείμενα στηγαλλική και αγγλική γλώσσα, που είναι ισοδύναμα, σε ένα πρωτότυπο πουκατατέθηκε στα αρχεία της Κυβέρνησης τουΒασιλείου των Κάτω Χωρών,επικυρωμένο αντίγραφο του οποίου θα επιδοθεί δια της διπλωματικής οδούσε κάθε Κράτος που ήταν μέλος της Συνδιάσκεψης της Χάγης του ΙδιωτικούΔιεθνούς Δικαίου κατά τη Δέκατη Τέταρτη Σύνοδό της.

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδατης Κυβερνήσεως, της δε κυρούμενης Σύμβασης από την ολοκλήρωση τωνπροϋποθέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 43 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα τηςΚυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 1992

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΥΓΕΙΑΣ. ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

ΣΤ. ΜΑΛΙΟΣ   Γ. ΣΟΥΡΛΑΣ

Η ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΝ ΙΩ. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ ΒΙΡ. ΤΣΟΥΔΕΡΟΥ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 2 Δεκεμβρίου 1992

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΙΩΑN. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ