ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 2076ΦΕΚ 130/01.08.1992

Ανάλυση και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλες συναφείς διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο Νόμο που ψήφισε η Βουλή:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Σκοπός, ορισμοί και πεδίο εφαρμογής

Άρθρο 1
Με το νόμο αυτόν σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική τραπεζική νομοθεσία των διατάξεων της υπ` αριθμ. 2000/12/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων” (L 126/26.5.2000), των διατάξεων της υπ` αριθμ.2000/46/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου “για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος” (L 275/27.10.2000).”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.14Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003. και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 2
Ορισμοί
Κατά τον παρόντα νόμο νοούνται ως:

1. Πιστωτικό ίδρυμα είναι:

α) επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεωνή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση πιστώσεων για λογαριασμό της ή

β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της παραγράφου 16″.

Σημ.: όπως το στοιχείο 1 αντικαταστάθηκε  με την παρ.2 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

2.Άδειαλειτουργίας: πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος από την οποία απορρέειηδυνατότηταίδρυσηςκαιλειτουργίαςτουπιστωτικού ιδρύματος.

3.Υποκατάστημα:μονάδαεκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος η οποία δεν έχει ίδια νομική προσωπικότητα και η οποία διενεργεί απευθείας όλεςήμερικέςαπότις πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος. Περισσότερες της μιας μονάδες εκμετάλλευσης, που λειτουργούν σεάλλοΚράτος-ΜέλοςτωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων (Ε.Κ.) θεωρούνται ως ένα μόνο υποκατάστημα.

4.Ιδίακεφάλαια:ταίδια κεφάλαια κατά την έννοια της πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος(Π.Δ./Τ.Ε).2053/18.3.92(ΦΕΚ49 Α`).

5. “Αρμόδιες αρχές: οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει του νόμου ή κανονιστικών διατάξεων να ασκούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων” . *** Η παρ.5 αντικαταστάθηκε ως άνω με το την παρ.2 Άρθρου 11ΠΔ 267/1995 (Α 149).

6. Χρηματοδοτικό ίδρυμα: επιχείρησηηοποίαδενείναιπιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται σε τοποθετήσεις σετίτλουςή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες, που αναφέρονται στα σημεία β`-ιβ` του άρθρου 24 του παρόντος.

 

7. Κράτος-Μέλος καταγωγής: το Κράτος Μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όπου έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας.

8. Κράτος-Μέλος υποδοχής: το Κράτος Μέλος των ΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτων όπουέναπιστωτικόίδρυμα,το οποίο εδρεύει και λειτουργεί σε άλλο κράτος μέλος, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.

9. Έλεγχος: η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικήςεπιχείρησηςπρος θυγατρικήκατάτηνέννοια του άρθρου 42 ε παρ. 5 εδάφιο α` του κ.ν. 2190/1920,όπωςεκάστοτεισχύει,ήπαρεμφερήςσχέσημεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.

10.Ειδικήσυμμετοχή:η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης.

Για το σκοπό της εφαρμογής του ορισμού “ειδική συμμετοχή” λαμβάνεται υπόψη και του άρθρο 7 του π.δ. 51/1992 (ΦΕΚ 22 Α`)

11. Αρχικό κεφάλαιο:τοκαταβεβλημένομετοχικόκεφάλαιοκαιτα αποθεματικά,όπωςορίζονται στην Π.Δ./Τ.Ε. 253/18.3.1992, κεφ. ΙΑ (1 και 2).

12. Μητρική επιχείρηση: η μητρική επιχείρησηκατάτηνέννοιατων διατάξεωντουάρθρου42επαρ.5 εδ. α` του κ.ν. 2190/1920, όπως εκάστοτε ισχύει.

13. Θυγατρική επιχείρηση: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 42 ε παρ.5εδ.α`τουκ.ν.2190/1920όπως εκάστοτε ισχύει.

Κάθεθυγατρικήεπιχείρησηάλληςθυγατρικήςθεωρείταιεπίσης θυγατρικήτηςμητρικήςεπιχείρησηςπουείναιεπικεφαλήςτων επιχειρήσεων αυτών.

14.Συντελεστής φερεγγυότητας: Ο συντελεστής φερεγγυότητας κατά την έννοια της Π.Δ./Τ.Ε. 2054/18.3.1992 (ΦΕΚ 49 Α`).

15. “Στενοί δεσμοί: Η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω:

α. συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή δι` ενός δεσμού ελέγχου κατοχής του είκοσι τοις εκατό (20%) ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης, ή

β. δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω της μέσης που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής επιχείρησης και μιας θυγατρικής κατά την έννοια του άρθρου 42ε, παρ. 5 του Κ.Ν. 2190/20 όπως εκάστοτε ισχύει, ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική επιχείρηση μιας άλλης θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων.

Στενός δεσμός μεταξύ δύο ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων δημιουργείται και από μία κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μονίμως με το ίδιο πρόσωπο δια δεσμού ελέγχου.

Σημ.: όπως το στοιχ.15 προστέθηκε με την παρ.1 το άρθρου 2 του Π.Δ.258/1997(Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

16. Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος: επιχείρηση, εκτός του πιστωτικούιδρύματος της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, η οποίαεκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος.

17. Ηλεκτρονικό χρήμα: νομισματική αξία, η οποία αντιστοιχεί σε απαίτησηέναντι του εκδότη και:

α) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα,

β) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού και

γ) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, πέραν τηςεκδότριας.

Σημ.: όπως τα στοιχεία προστέθηκαν με την παρ.3 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

Σημ.: όπως το άρθρ2  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 3
Πεδίο εφαρμογής
Σημ.: όπως το άρθρο 3 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, με τηνεπιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού και των άρθρων 20α έως20ζ.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

2.Εξαιρούνταιαπότηνεφαρμογήτουπαρόντοςνόμου, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 6 τουάρθρου27,ταακόλουθαπιστωτικά ιδρύματα:

α. η Τράπεζα της Ελλάδος,

β. το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο

γ. η Ε.Τ.Β.Α

δ. το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.

3.Εξαιρούνταιεπίσηςταπιστωτικάιδρύματα,πουεδρεύουν και λειτουργούν σε άλλα Κράτη-Μέλη τωνΕυρωπαϊκώνΚοινοτήτωνκαιέχουν ρητά εξαιρεθεί από τις κοινοτικές οδηγίες, που αφορούν την ανάληψη και άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος.

4. Με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται μετά από έλεγχο της συνδρομής των απαιτούμενων τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, είναι δυνατόν να καταργείται η εξαίρεση υπαγωγής στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος νόμου πιστωτικών ιδρυμάτων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.”

Σημ.: όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 38 Ν.2937/2001ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

Άρθρο 4
Απαγόρευση αποδοχής καταθέσεων από μη πιστωτικά ιδρύματα.
Σημ.: όπως το άρθρο 4 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Απαγορεύεται σε πρόσωπα ή σε επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικά ιδρύματα η κατ` επάγγελμα αποδοχή καταθέσεων χρημάτων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό. Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας, απαγορεύεται επίσης η κατ` επάγγελμα χορήγηση δανείων ή πιστώσεων προς το κοινό, εφόσον δεν έχει παρασχεθεί ειδική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι όροι για τη χορήγηση της άδειας του προηγούμενου εδαφίου καθορίζονται με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η απαγόρευση του δεύτερου εδαφίου δεν καταλαμβάνει τη χορήγηση δανείων ή πιστώσεων με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως πιστωτικών καρτών, για τη διάθεση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών είτε από την ίδια τη διαθέτουσα το αγαθό ή την υπηρεσία επιχείρηση είτε από επιχείρηση συνδεδεμένη με αυτήν, κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του Κ.ν. 2190/1920 ή στενά με αυτήν συνεργαζόμενη, κατά τα οριζόμενα με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 Ν.2937/2001ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

2.Η απαγόρευση της προηγουμένης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν κωλύει:

(α) την έκδοση τίτλων από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα, εφόσον αυτό προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις,

(β)τηλήψηχρημάτωνήάλλωναξιώναπόεπιχειρήσεις,που εποπτεύονταιαπό την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά την, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, άσκηση της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.

3. Οι παραβάτες της διάταξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι τριών (3) ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ ή με αμφότερες τις ποινές.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 Ν.2937/2001ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

Άρθρο 4α
Περιορισμοί σχετικά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος
Σημ.: όπως το άρθρο 4α προστέθηκε με την παρ.5 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003. και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Απαγορεύεται σε πρόσωπα ή επιχειρήσεις που δεν αποτελούν πιστωτικάιδρύματα, κατά την έννοια του νόμου αυτού, να εκδίδουν ηλεκτρονικό χρήμα. Ηαπαγόρευση αυτή δεν κωλύει την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος από τιςεπιχειρήσεις που εξαιρούνται από διατάξεις του παρόντος νόμου, με βάση τοάρθρο 20στ.

2. Δεν επιτρέπεται η έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος κατόπιν παραλαβήςχρηματικού ποσού μικρότερου από την εκδοθείσα νομισματική αξία.

3. Η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης νομισματικής αξίας ανά ηλεκτρονικό υπόθεμαπου τίθεται στη διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί ναυπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ.

4. Τα εισπραττόμενα από τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος ποσά πρέπει ναανταλλάσσονται άμεσα με ηλεκτρονικό χρήμα. Η είσπραξη χρηματικών ποσών κατάτον τρόπο αυτόν δεν συνιστά αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέωνκεφαλαίων.

5. Σε περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης της πρώτης παραγράφου του άρθρουαυτού επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου4.

Άρθρο 4β
Δυνατότητα εξαργύρωσης
Σημ.: όπως το άρθρο 4β προστέθηκε με την παρ.6 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003 και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Ο κομιστής ηλεκτρονικού χρήματος δικαιούται, κατά την περίοδο της ισχύοςτου, να ζητήσει από τον εκδότη την εξαργύρωσή του στην ονομαστική αξία του σεκέρματα και χαρτονομίσματα ή με μεταφορά σε τραπεζικό λογαριασμό χωρίς άλλατέλη από τα απολύτως αναγκαία για την εκτέλεση της συγκεκριμένης πράξης.

2. Η σύμβαση μεταξύ του εκδότη και του κομιστή ορίζει σαφώς τους όρουςεξαργύρωσης, συμπεριλαμβανομένου του ελάχιστου ορίου εξαργύρωσης. Το όριοαυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα ευρώ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα και ανάκληση αυτής.

Άρθρο 5
Όροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος.
Σημ.: όπως το άρθρο 5 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα επιτρέπεται να συσταθούν και να λειτουργούν μόνομετη μορφή της ανώνυμης εταιρίας και κατ` εξαίρεση με τη μορφή αμιγούς πιστωτικού συνεταιρισμού του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ 196 Α`)”Τα πιστωτικά ιδρύματα που ιδρύθηκαν και λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να έχουν και την κεντρική διοίκησή τους στην Ελλάδα”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 3 του Π.Δ.258/1997(Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

Οι αμιγείς πιστωτικοί συνεταιρισμοί, που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως πιστωτικά ιδρύματα, δύνανται να χρησιμοποιούν στην επωνυμία τους τον όρο “Συνεταιριστική Τράπεζα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρο 16του Ν.2601/1998 Α 81/15.4.1998.

2. Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος απαιτείται η καταβολή αρχικού κεφαλαίου ισότιμου τουλάχιστο δέκα εκατομμυρίων(10.000.000) Ευρωπαϊκών Νομισματικών Μονάδων(ΕΝΣ/ECU)κατ’ εξαίρεση,γιατη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος σε συνεταιρισμό της ανωτέρωπαραγράφουκαιτην υπαγωγήτουστις διατάξεις του παρόντος νόμου, απαιτείται η καταβολή αρχικού κεφαλαίου ισότιμου τουλάχιστο δύο εκατομμυρίων(2.000.000) ΕυρωπαϊκώνΝομισματικώνΜονάδων(ΕΝΣ/ECU).

. Ο συνεταιρισμός που λαμβάνει άδεια λειτουργίας ως πιστωτικό ίδρυμασυναλλάσσεται με τα μέλη του με άλλα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και με τοΕλληνικό Δημόσιο. Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τουςειδικότερους όρους και προϋποθέσεις που τυχόν θέτει κατά περίπτωση, οσυνεταιρισμός μπορεί να συναλλάσσεται και με μη μέλη του μέχρι ποσού που σεκαμία περίπτωση δεν θα υπερβαίνει ποσοστό 50% επί των χορηγήσεών του ή τωνκαταθέσεών του. Η δυνατότητα αυτή ισχύει από 1.9.2006.

Κατόπιν έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπό τους ειδικότερους όρουςκαι προϋποθέσεις που τυχόν θέτει, στον πιο πάνω περιορισμό δεν υπόκεινται οισυναλλαγές: (i) οποιασδήποτε φύσεως όταν συμμετέχει και μέλος τουσυνεταιρισμού, καθώς και (ii) αυτές που αφορούν δευτερεύουσες τραπεζικέςεργασίες διαμεσολαβητικού χαρακτήρα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρο 16 του Ν.2601/1998 Α 81/15.4.1998,αντικαταστάθηκε πάλι με τοάρθρο 8 Ν.3483/2006,ΦΕΚ Α 169/7-8-2006.

3. Η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου ως προς την καταβολήμετρητών δενεφαρμόζεται,εφόσονπληρούνταιοι προϋποθέσεις για το ύψος του ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου και οι κανόνες που ισχύουν σχετικά μετην ρευστότητα,τησυγκέντρωσηκινδύνων, τη φερεγγυότητα και γενικά την επάρκεια κεφαλαίων πιστωτικών ιδρυμάτων στις περιπτώσεις:

α) συγχώνευσης πιστωτικών ιδρυμάτων,

β) μετατροπής υποκαταστημάτων αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος σε θυγατρικό του πιστωτικό ίδρυμα στην Ελλάδα και

γ) μετατροπής υφιστάμενου νομικού προσώπου σε πιστωτικό ίδρυμα

Στηντελευταίααυτήπερίπτωσηποσοστότουλάχιστον80%του ενεργητικούτουυπόμετατροπήνομικούπροσώπου θα πρέπει να είναι συνολικάτοποθετημένοσεμετρητά,σεκαταθέσεις,σετίτλους διαπραγματεύσιμουςστη χρηματαγορά ή σε επίσημη κεφαλαιαγορά και σε βραχυπρόθεσμες πιστώσεις, που έχουν χορηγηθεί με τραπεζικά κριτήρια.

4. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζεται το ελάχιστο όριο του απαιτούμενου αρχικού κεφαλαίου. Σεκάθεπερίπτωση, το αρχικό κεφάλαιο δεν πρέπει να είναι μικρότερο από πέντε εκατομμύρια (5.000.000)ECUκαιστηνπερίπτωσητουπιστωτικού συνεταιρισμού, μικρότερο από ένα εκατομμύριο (1.000.000) ECU.

5. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος πρέπεικαθ` όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε απαιτούμενου ελάχιστού αρχικού κεφαλαίου.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας τα πιστωτικάιδρύματαοφείλουν να αναπροσαρμόζουν τα ίδια κεφάλαια τους προς το εκάστοτε απαιτούμενο ελάχιστοαρχικόκεφάλαιο.Ηπροθεσμία αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τριάντα έξι (36) μήνες.

7. Σε περίπτωση μείωσης των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος ηΤράπεζατης Ελλάδος καθορίζει σύντομη προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12)μήνες,εντόςτηςοποίαςτοπιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιφέρει τα ίδια του κεφάλαια στο ύψος, που ορίζει η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 6
Υποχρεώσεις ιδρυτών πιστωτικών ιδρυμάτων διαδικασία και συναφείς αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος.
Σημ.: όπως το άρθρο 6 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.Γιατηλήψηάδειαλειτουργίαςπιστωτικούιδρύματοςοι ενδιαφερόμενοι προβαίνουν στις ακόλουθες ενέργειες:

α “Υποβάλλουν σχετική αίτηση και, πριν από τη χορήγηση της άδειας τηςΤράπεζας της Ελλάδος, καταθέτουν το αρχικό κεφάλαιο σε μετρητά, όπωςορίζεται στα άρθρα 5 και 20α.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.7 άρθρ.14Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

Σε περίπτωση υποβολής αίτησης για ίδρυση πολυμετοχικού πιστωτικού ιδρύματος,την αίτηση υποβάλλει δεόντως εξουσιοδοτημένη ιδρυτική επιτροπή,η οποία και διαλύεται μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας σύστασης του νομικού προσώπου του πιστωτικού ιδρύματος.

Η Τράπεζα της Ελλάδοςδικαιούται,σεεύλογηπροθεσμίαμετάτην υποβολήτηςαίτησης,ναζητάτην κατάθεση ισόποσης με το μετοχικό κεφάλαιο του υπόίδρυσηπιστωτικούιδρύματοςεγγυητικήςεπιστολής αναγνωρισμένουπιστωτικούιδρύματος,η οποία θα καταπίπτει υπερ της Τράπεζας της Ελλάδος, σε πίστωση για λογαριασμό για τη συγκέντρωσητου μετοχικού κεφαλαίου του υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος στην περίπτωση πουδενκατατεθείτομετοχικό κεφάλαιο σε μετρητά στην Τράπεζα της Ελλάδος μέχρι και την ημερομηνία κοινοποίησης της εγκριτικής απόφασης. Η εγγυητικήεπιστολήθαείναιμιαγιατοσύνολοτουμετοχικού κεφαλαίουτουυπόίδρυσηπιστωτικούιδρύματος, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ιδρυτών-μετόχων του και θα επιστρέφεται μετάτηνκατάτα πιοπάνωκατάθεσημετρητώνήτηνκοινοποίησητυχόν απορριπτικής απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Προκειμένου περί αυξήσεως των ιδίων κεφαλαίων πιστωτικώνιδρυμάτων, πουήδηλειτουργούν,επιτρέπεταιηκατάθεσησε οποιονδήποτε άλλο πιστωτικό ίδρυματουποσούκατάτοοποίοαυξάνεταιτομετοχικό κεφάλαιοή άλλο στοιχείο των ιδίων κεφαλαίων τους, εκτός αν η Τράπεζα της Ελλάδος επιβάλλει στη συγκεκριμένη περίπτωση η κατάθεση των ποσών να γίνει σε αυτήν.

β.ΓνωστοποιούνστηνΤράπεζατηςΕλλάδοςτηνταυτότητατων μετόχων,φυσικών ή νομικών προσώπων, που θα κατέχουν ειδική συμμετοχή στο πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και το ποσοστό της συμμετοχής.

Προκειμένου περί νομικών προσώπων, που θα κατέχουν ειδικήσυμμετοχή σύμφωναμεταπιο πάνω, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να ζητά τη γνωστοποίηση της ταυτότητας των φυσικών προσώπων, που άμεσαήέμμεσα ελέγχουν τα νομικά αυτά πρόσωπα.

Σεπερίπτωσηκατάτηνοποία οι μέτοχοι με ειδική συμμετοχή είναι λιγότεροι από δέκα, γνωστοποιείται η ταυτότητατωνδέκαμεγαλύτερων μετόχων και το ποσοστό συμμετοχής εκάστου στο πιστωτικό ίδρυμα.

Γιατοναποτελεσματικότεροέλεγχοτηςταυτότηταςτωνφυσικών προσώπων που ελέγχουν νομικά πρόσωπα, τα οποίαείτεκατέχουνειδική συμμετοχήσεέναπιστωτικόίδρυμαήείναιμεταξύτων δέκα (10) μεγαλύτερων μετόχων του, η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται:

(i) να επιβάλλει την υποχρέωση στα νομικάαυτάπρόσωπαναέχουν ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου.

(ii) να απαιτεί, όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των πιο πάνω ονομαστικώνμετοχώνμεδικαίωμαψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα, που τυγχάνουν της προηγούμενης έγκρισηςτηςΤράπεζας της Ελλάδος.

γ.(i)ΓνωστοποιούνστηνΤράπεζατηςΕλλάδοςδυο τουλάχιστον πρόσωπα, που θα είναι υπεύθυνα για τον καθορισμότουπροσανατολισμού της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος.

(ii)Ηύπαρξηδύοτουλάχιστονπροσώπωνεπιφορτισμένωνμε τις αρμοδιότητες αυτές αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος.

(iii) Τουλάχιστον το ένα από τα πρόσωπα που αναφέρονται σταεδάφια (i)και(ii)θασυμμετέχει, ως μέλος, στο διοικητικό συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος.

δ. Υποβάλλουν στην Τράπεζα τηςΕλλάδοςπρόγραμμαεπιχειρηματικής δραστηριότηταςγιατοείδος,τηνέκτασητωνεργασιώνκαιτο χρονοδιάγραμμα επίτευξης των στόχων τουπιστωτικούιδρύματος,καθώς καιγιατοπλαίσιο της διοικητικής και λογιστικής οργάνωσης του και των διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου.

ε. Υποβάλλουν δήλωση για την προέλευσητωνχρηματικώνμέσωντων μετόχων, ως ο νόμος ορίζει.

2. Πριν από την οριστική της απόφαση για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης καιλειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα η Τράπεζα της Ελλάδος πραγματοποιείδιαβουλεύσεις με τις Αρμόδιες Αρχές άλλου κράτους – μέλους εάν το πιστωτικόίδρυμα που πρόκειται να ιδρυθεί:

α. είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής επιχείρησης ήεπιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε κράτος – μέλος της Ε.Ε. ή

β. είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος,ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σεκράτος – μέλος της Ε.Ε. ή

γ. ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικόίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίαςσε κράτος – μέλος της Ε.Ε..”

Η Τράπεζα της Ελλάδος και οι Αρμόδιες Αρχές άλλου κράτους – μέλους πουαναφέρονται στις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 17 του άρθρου 2 τουνόμου με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία2002/87/ΕΚ, διαβουλεύονται μεταξύ τους, ιδίως όταν αξιολογούν την ποιότητατων μετόχων, καθώς και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικώνστελεχών που συμμετέχουν στη διαχείριση άλλης επιχείρησης του ίδιου ομίλου.

Οι εν λόγω Αρμόδιες Αρχές ανταλλάσσουν οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τηνποιότητα των μετόχων και την εντιμότητα και την ικανότητα των διευθυντικώνστελεχών, που ενδιαφέρει τις άλλες εμπλεκόμενες Αρμόδιες Αρχές, ότανπρόκειται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, καθώς και για τον έλεγχο τηςεφαρμογής των όρων λειτουργίας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.10 άρθρ.23Ν.3455/2006,ΦΕΚ Α 84/18.4.2006.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει

(α)τααναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία, καθώς και τις λοιπές λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και

(β)τουςειδικότερουςπεριορισμούςκαιόρουςωςπροςτις δραστηριότητες των φυσικών προσώπων, που αναφέρονται στις παρ. 1β` και 1γ`του παρόντος άρθρου για την αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σημαντικής σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σεβάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του πιστωτικού ιδρύματος.

4.ΗΤράπεζατης Ελλάδος δικαιούνται να καθορίζει με γενικές ή με ειδικές κατά περίπτωση αποφάσεις της ανώτατα όρια, σχετικά με τούψος τωνπάσηςφύσεωςπιστωτικώνδιευκολύνσεωνκαισυμμετοχώντων πιστωτικών ιδρυμάτωνστομετοχικόκεφάλαιοτωνεπιχειρήσεων,που ελέγχονταιαπότουςκύριουςήτους δέκα μεγαλύτερους μετόχους του πιστωτικού ιδρύματος.

Για τους σκοπούςτηςπαραγράφουαυτήςστηνέννοιατουελέγχου περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις, που ελέγχονται από το ίδιο φυσικό πρόσωποή ομάδα φυσικών προσώπων, που συνδέονται μεταξύ τους μέχρι β` βαθμού συγγενείας.

5. Για τη διασφάλιση μεγαλύτερης διασποράς και διαφάνειας ηΤράπεζα της Ελλάδος μπορεί να θέτει ως όριο στην εγκριτική της απόφαση, για τη χορήγησηάδειαςίδρυσηςκαιλειτουργίαςπιστωτικών ιδρυμάτων, την υποχρέωσηυποβολήςαίτησηςεισαγωγήςτωνμετοχώντουπιστωτικού ιδρύματος στο χρηματιστήριο αξιών.

Ηπροθεσμίαυποβολήςτηςαίτησηςεισαγωγήςτωνμετοχώνστο χρηματιστήριο αξιών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε(5)έτηήτο ελάχιστο διάστημα,που απαιτείται από τις ισχύουσες διατάξεις για τη θεμελίωση δικαιώματος υποβολής αίτησης εισαγωγής μετοχών των επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο αξιών.

Άρθρο 7
Διακριτική ευχέρεια της Τράπεζας της Ελλάδος για τη μη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος.
Σημ.: όπως το άρθρο 7 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.ΗΤράπεζατης Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, αν κρίνει ότι:

α. Τα πρόσωπα, που αναφέρονται στις παραγράφους1β`και1γ`του άρθρου6, δεν είναι αξιόπιστα ή εν γένει κατάλληλα να εξασφαλίσουν τη συνετή και χρηστή διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.

β. Ειδικότερα τα πρόσωπα, που αναφέρονται στηνπαράγραφο1γ`του άρθρου 6, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κατάρτιση και εμπειρία, όπως η εμπειρίααυτήπροκύπτειαπόπροϋπηρεσίατουςσεθέσεις ανάλογης ευθύνης, κατά προτίμηση σε πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα.

2. Εάν ο αγοραστής συμμετοχής που αναφέρεται στην παράγραφο 1α είναιπιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος ή μητρική πιστωτικού ιδρύματος,ασφαλιστικής επιχείρησης ή επιχείρησης επενδύσεων με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος – μέλος ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικόίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση ή επιχείρηση επενδύσεων με άδεια λειτουργίαςσε άλλο κράτος – μέλος και εάν, λόγω αυτής της εξαγοράς, η επιχείρηση στηνοποία ο αγοραστής σκοπεύει να αποκτήσει συμμετοχή καθίσταται θυγατρική του ενλόγω αγοραστή ή περιέρχεται υπό τον έλεγχό του, η Τράπεζα της Ελλάδος, πρινλάβει την οριστική της απόφαση, διαβουλεύεται με τις Αρχές που εποπτεύουν τοπιστωτικό ίδρυμα, την ασφαλιστική επιχείρηση ή την επιχείρηση επενδύσεων πουεδρεύει σε άλλο κράτος – μέλος και τους κοινοποιεί την απόφασή της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.11 άρθρ.23Ν.3455/2006,ΦΕΚ Α 84/18.4.2006.

3. Επίσης όταν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ ενός υπό ίδρυση πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας στο εν λόγω ίδρυμα εάν κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση της αποστολής της στον τομέα της εποπτείας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται επίσης τη χορήγηση άδειας εάν οι νομοθετικές κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης, εκτός Ευρωπαϊκής `Ένωσης, χώρας στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά Πρόσωπα, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, ή δυσχέρειες σχετικές με την εφαρμογή τους, παρεμποδίζουν την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής της στον τομέα της εποπτείας.

Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να της παρέχουν τις πληροφορίες που ζητεί ώστε να μπορεί να βεβαιώνεται ότι πληρούνται πάντοτε οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο.

Σημ.: όπως η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 2 του Π.Δ.258/1997(Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

Άρθρο 8
Ανάκληση άδειας πιστωτικού ιδρύματος.
Σημ.: όπως το άρθρο 8 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.Α.ΗΤράπεζατηςΕλλάδοςδύναταιναανακαλείτηνάδεια λειτουργίας ενός πιστωτικού ιδρύματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α. όταν το πιστωτικό ίδρυμα:

(i) δεν κάνει χρήση της άδειας μέσα σε διάστημα δώδεκα μηνών από τη χορήγηση της, εκτός αν η άδεια παρέχει μεγαλύτερη προθεσμία,

(ii) παραιτείται ρητώς από αυτήν, ή

(iii) έχει πάψει να ασκεί τη δραστηριότητα του για χρονικήπερίοδο μεγαλύτερη των έξι μηνών.

β.ότανηάδειαλειτουργίαςέχειχορηγηθείμεβάση ψευδείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές δηλώσεις.

γ. όταν το πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει επαρκή ίδιακεφάλαιακαι δενπροσφέρειπλέοντηνεγγύησηότιδύναταιναεκπληρώσειτις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του και ιδιαίτερα δενδιασφαλίζει πλέον τα επιστρεπτέα κεφάλαια που του εμπιστεύθηκαν.

δ.όταντοπιστωτικόίδρυμαδενεκπληρώνειπλέον τους όρους, σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας.

ε. όταν το πιστωτικό ίδρυμα:

(i) δεν μπορεί ή αρνείται να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια του,

(ii) παρακωλύει με οποιονδήποτε τρόπο τον έλεγχο και

(iii)παραβαίνειδιατάξειςνόμων,αποφάσεωνήκανονισμώντων νομισματικών αρχών.

στ.`Οταν δημιουργηθούν στενοί δεσμοί, μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, οι οποίοι παρεμποδίζουν κατά την κρίση της την αποτελεσματική άσκηση της εποπτικής της λειτουργίας.

Επίσης όταν επέλθουν μεταβολές στις νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας, στις οποίες υπάγονται ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, με τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα έχει στενούς δεσμούς, έτσι ώστε να παρεμποδίζεται η αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος στον τομέα της εποπτείας, ή εάν το πιστωτικό ίδρυμα αποκτά στενούς δεσμούς με ένα ή περισσότερο φυσικά ή νομικά πρόσωπα μιας τρίτης χώρας, της οποίος οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις παρεμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Σημ.: όπως η περ.στ` προστέθηκε με την παρ.3 του άρθρου 2 του Π.Δ.258/1997 (Α185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

“1.Β. Η Τράπεζα της Ελλάδος αιτιολογεί και κοινοποιεί στους ενδιαφερομένους,στις αρμόδιες αρχές των κρατών – μελών υποδοχής και στην Επιτροπή τωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων την απόφασή της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίαςπιστωτικού ιδρύματος.”

Σημ.: όπως η παρ.1Β αντικαταστάθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 13 του Ν.3458/2006(ΦΕΚ Α 94/2006).ΒΛ. και παρ.2 και 3 του ιδίου άρθρου.

2. (i) Οι αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, σχετικά με τη χορήγηση ή μη της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος ή την ανάκληση της, υπόκεινται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου τη Επικρατείας.

(ii)Σεαίτησηακυρώσεωςενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας υπόκεινται επίσης και η σιωπηρά παράλειψη της Τράπεζας της Ελλάδοςνα χορηγήσειάδειαλειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή όλων των στοιχείων, που απαιτούνται απότιςκείμενες διατάξεις και οπωσδήποτε εντός έτους από την υποβολή της αίτησης.

Άρθρο 9
Ενημέρωση της Επιτροπής για τη χορήγηση άδειας πιστωτικού ιδρύματος.
ΗΤράπεζας τηςΕλλάδος ενημερώνει την Επιτροπή των Ε.Κ. για κάθε άδεια λειτουργίας που χορηγεί και ειδικότερα,εφόσον πρόκειται περί μιας άμεσα ή έμμεσα θυγατρικής επιχείρησης,της οποίας η μητρική επιχείρηση ή επιχειρήσεις διέπονται από τη νομοθεσία τρίτης εκτόςτων Ε.Κ. χώρας.

Σημ.: όπως το άρθρο 9 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Ελεύθερη εγκατάσταση και ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

Άρθρο 10
Ίδρυση υποκαταστημάτων ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα και σε άλλα Κράτη-Μέλη των Ε.Κ.
Σημ.: όπως το άρθρο 10 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα, μπορεί ναιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος – μέλος των Ε.Κ., εφόσον οιδραστηριότητες του υποκαταστήματος περιλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 24 ή αφορούν τηνέκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας τουπιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διαδικασία των παραγράφων 2έως 6 του άρθρου αυτού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.8 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α136/5.6.2003.

2. Το πιστωτικό ίδρυμα, που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο Κράτος-Μέλος των Ε.Κ.προβαίνεισεσχετικήγνωστοποίησηπροςτην Τράπεζα της Ελλάδος. Η γνωστοποίηση αυτή πρέπει να περιλαμβάνει:

α. το Κράτος-Μέλος στο οποίο πρόκειται να ιδρυθεί υποκατάστημα.

β. το πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο, αναγράφονται μεταξύ άλλων το είδος των εργασιών, τις οποίες σχεδιάζει να ασκήσει το υποκατάστημα και η οργανωτική του δομή,

γ. τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο Κράτος-Μέλος υποδοχής, στην οποία μπορεί να ζητούνται έγγραφα στοιχεία.

δ. τα ονόματα των υπευθύνων για τη διεύθυνση του υποκαταστήματος.

3.ΗΤράπεζατης Ελλάδος μέσα σε τρεις μήνες αφότου περιέλθουν σε γνώση της οι πληροφορίες και τα στοιχεία της προηγουμένηςπαραγράφου, ταανακοινώνειστηναρμόδιααρχήτουΚράτους-Μέλους υποδοχής και ενημερώνει σχετικά το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοινώνει , επίσης στην αρμόδια αρχήτου Κράτους-Μέλουςυποδοχής το ύψος των ιδίων κεφαλαίων και το συντελεστή φερεγγυότητας του πιστωτικού ιδρύματος.

5. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος έχει λόγους να αμφιβάλλει ωςπροςτην επάρκειατηςδιοικητικήςοργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος, που σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα του σε άλλο Κράτος-ΜέλοςτωνΕ.Κ.τότεείτεπεριορίζειτιςπροτεινόμενες δραστηριότητεςτουενλόγωυποκαταστήματοςείτεαρνείταινα κοινοποιήσει στην αρμόδια αρχή του κράτουςυποδοχήςτιςπληροφορίες των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος άρθρου και γνωστοποιεί τους λόγους στοενδιαφερόμενοίδρυμαμέσασετρεις μήνες από τη λήψη όλων των σχετικών πληροφοριών των παραγράφων2και4.Ηάρνησηαυτήήη παράλειψηαπάντησηςμπορείνα υπόκειται σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

6.Το πιστωτικό ίδρυμα,υποκατάστημα του οποίου ζητείται να εγκατασταθεί σε άλλο Κράτος-Μέλος των Ε.Κ. σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με τις περιπτώσεις β`, γ` και δ` της παραγράφου 2, υποχρεούται να κοινοποιήσει με έγγραφο του αυτήν τη μεταβολή στην Τράπεζα της Ελλάδος τουλάχιστον ένα μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, έτσι σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου3 του παρόντος άρθρου.

7.Τα πιστωτικά ιδρύματα,που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορούν να ιδρύσουν νέα υποκαταστήματα στην Ελλάδα μετά πάροδο τριών(3)μηνών από τη γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος του αριθμού των νέων αυτών μονάδων και εφόσον μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα η Τράπεζατης Ελλάδος δεν διατυπώσει αντίρρηση με βάση τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 11
Ίδρυση υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων άλλων Κρατών-Μελών των Ε.Κ. στην Ελλάδα.
Σημ.: όπως το άρθρο 11 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί σε άλλο Κράτος – Μέλος τωνΕ.Κ., μπορεί να ασκεί τις δραστηριότητες που προβλέπονται στο άρθρο 24 ή τηδραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος μέσω υποκαταστήματος στηνΕλλάδα,εφόσον οι δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη χώρα καταγωγής και υπό τηναπαραίτητη προϋπόθεση της ανακοίνωσης στην Τράπεζα της Ελλάδος, από τηναρμόδια αρχή του κράτους καταγωγής όλων των πληροφοριών, που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 4 του άρθρου 10, καθώς και αναλυτικών πληροφοριών ως προςτο σύστημα εγγύησης καταθέσεων στη χώρα καταγωγής, εφόσον το σύστημα αυτόκαλύπτει και τις καταθέσεις στο υποκατάστημα στην Ελλάδα. Μέχρι τηνεναρμόνιση των σχετικών διατάξεων, η προϋπόθεση της ανακοίνωσης πληροφοριώνως προς το σύστημα εγγύησης ισχύει για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματοςμόνοεφόσον υπάρχει σχετική κάλυψη στη χώρα καταγωγής τους.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.9 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

2.Πριντουποκατάστημα του πιστωτικού ιδρύματος αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες του, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προθεσμία δύο μηνών απότηνπαραλαβήτηςανακοίνωσηςτηςπροηγούμενηςπαραγράφου, προκειμένουναοργανώσειτηνεποπτείατουπιστωτικούιδρύματος, σύμφωνα με το άρθρο 22παρ.2-5και,αντοκρίνει αναγκαίο,να γνωστοποιήσει, σύμφωνα με το άρθρο 19, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οιδραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού πρέπει να ασκούνται στην Ελλάδα.

3.Τουποκατάστηματουπιστωτικούιδρύματοςπουιδρύθηκεκαι λειτουργεί σε άλλο Κράτος-Μέλος, μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητες του μόλις λάβει σχετική ειδοποίηση της Τράπεζας της Ελλάδος,ήσεπερίπτωσησιωπής εκ μέρους της, μόλις λήξει η δίμηνη προθεσμία της προηγουμένης παραγράφου.

4.Τοπιστωτικόίδρυμαπουιδρύθηκεκαιλειτουργείσεάλλο Κράτος-Μέλοςγιαυποκατάστηματουοποίουζητείεγκατάστασηστην Ελλάδα, σύμφωνα με τη διαδικασία τουπαρόντοςάρθρου,σεπερίπτωση μεταβολήςτουπεριεχομένουμιας από τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις β`, γ` και δ` της παραγράφου 2 του άρθρου10ήτων συστημάτωνεγγύησηςτων καταθέσεων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κοινοποιεί γραπτώς αυτήν τημεταβολή,μέσωτων αρμόδιωναρχώντουκράτουςκαταγωγής,στηνΤράπεζατης Ελλάδος, τουλάχιστον ένα μήνα πριν γίνει η μεταβολή αυτή, ώστεηΤράπεζατης Ελλάδοςναπροβείστις ενέργειες, που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12
Εγκατάσταση ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων σε τρίτες χώρες και εγκατάσταση στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων, εκτός Ε.Κ. χωρών.
Σημ.: όπως το άρθρο 12 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Η Τράπεζα της Ελλάδοςαποφασίζει για τη χορήγηση άδειας σε πιστωτικά ιδρύματα,που ιδρύθηκαν και λειτουργούν στην Ελλάδα, προκειμένου να ιδρύσουν υποκατάστημα ή γραφείο αντιπροσωπείας σε τρίτες, εκτός Ε.Κ. χώρες.

2.Για την ίδρυση και λειτουργίας στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικού ιδρύματος χώρας εκτός Ελλάδος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:α.Πριναπότην έναρξη λειτουργίας του πρώτου υποκαταστήματος θα εισάγεται και θα δραχμοποιείται ποσό συναλλάγματος, που θα υπέχει θέση ιδίων κεφαλαίων για τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος στηνΕλλάδα καιτο οποίο ποσό θα καθορίζεται με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, που θα αφορά όλες τις περιπτώσεις εγκατάστασης υποκαταστημάτων των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρες εκτός Ε.Κ. Για την ίδρυση περισσότερων υποκαταστημάτωναπαιτείται έγκριση της Τράπεζαςτης Ελλάδος.

β.Υποβολή ανάλογωνστοιχείων και πληροφοριών, που ζητούνται στο άρθρο 11 παρ. 4 για την ίδρυση στην Ελλάδα υποκαταστημάτων άλλων Κρατών-Μελών.

γ.Θαυπάρχουνδύοτουλάχιστοναξιόπισταπρόσωπαμεεπαρκή επαγγελματική εμπειρία, τα οποία θα έχουν την ευθύνη διευθύνσεως του υποκαταστήματος και θα κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα.

δ.Τοκαθεστώς λειτουργίας υποκαταστήματος ή υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων χωρών εκτός Ε.Κ. δεν θα είναι σε καμία περίπτωση ευνοϊκότερο από το αντίστοιχο των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύην και λειτουργούν σεΚράτος-ΜέλοςτωνΕ.Κ.και ασκούν δραστηριότητα στην Ελλάδα.

ε.Τοπιστωτικόίδρυμαυποβάλλειτυχόνπρόσθεταστοιχεία και πληροφορίες,πουθατουζητηθούναπότηνΤράπεζατηςΕλλάδος, προκειμένου αυτή να διαμορφώσει σαφή εικόνα για τη δραστηριότητα του.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας υποκαταστήματοςπιστωτικούιδρύματος χώρας εκτός των Ε.Κ. όταν το εν λόγω υποκατάστημα δεν εκπληρώνει πλέον τους όρους της παρ.2σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας ή οποιοσδήποτε από τους όρουςτου άρθρου 8 1.Α και ιδιαίτερα, όταν έχει ανακληθεί η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος από τις αρχές της χώρας έδρας του.

4. Η Τράπεζα της ΕλλάδοςενημερώνειτηνΕπιτροπήτωνΕυρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες, που συναντούν τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την εγκατάσταση τους ή τηνάσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων σε τρίτη χώρα.

Άρθρο 13
Παροχή υπηρεσιών χωρίς εγκατάσταση-Διαφήμιση.
Σημ.: όπως το άρθρο 13 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην Ελλάδα και  επιθυμεί να παράσχει υπηρεσίες για πρώτη φορά σε άλλο Κράτος – Μέλος χωρίς  να  εγκατασταθεί σε αυτό, γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος εκείνες από τις  δραστηριότητες, που περιλαμβάνονται στο άρθρο 24 στις οποίες αφορούν οι  παρεχόμενες υπηρεσίες ή τη δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.10 άρθρ.14 Ν. 3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

2.   Η   Τράπεζα  της  Ελλάδος  κοινοποιεί  στην  αρμόδια  αρχή  του   Κράτους-Μέλους υποδοχής τη γνωστοποιήση  της  προηγούμενης  παραγράφου   μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την παραλαβή της.

3.  Για  την παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από πιστωτικό ίδρυμα άλλου   Κράτους-Μέλους πρέπει προηγουμένως να έχει κοινοποιηθεί  στην  Τράπεζα   της  Ελλάδος,  από  την  αρμόδια  αρχή του Κράτους-Μέλους καταγωγή του   ιδρύματος η αντίστοιχη γνωστοποιήση όπως αναφέρεται στις παραγράφους 1   και 2 του παρόντος άρθρου.

4. Η άσκηση δραστηριοτήτων εντός  Ελλάδος  πραγματοποιείται  με  την   επιφύλαξη του άρθρου 19 παρ. 3 του παρόντος νόμου.

5.  Τα  πιστωτικά  και  χρηματοδοτικά ιδρύματα, που εδρεύουν σε άλλο   Κράτος-Μέλος και δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είτε μέσω εγκατάστασης   είτε μέσω διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, επιτρέπεται να  διαφημίζουν   τις  παρεχόμενες  από αυτά υπηρεσίες υπό την προϋπόθεση ότι τηρούν τις   ισχύουσες  στην  Ελλάδα  διατάξεις,  που  διέπουν  τον  τύπο  και   το   περιεχόμενο  της  εν λόγω διαφήμισης με στόχο την ορθή πληροφόρηση του   κοινού. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να απαγορεύει, αφού  συμβουλευτεί   την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών, παραπλανητικές διαφημίσεις.

Άρθρο 14
Ιδρυση υποκαταστημάτων και παροχή υπηρεσιών στην Ελλάδα από χρηματοδοτικά ιδρύματα και εδρεύουν σε άλλο Κράτος-Μέλος των Ε.Κ. και είναι θυγατρικά πιστωτικών ιδρυμάτων.
Σημ.: όπως το άρθρο 14 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  Κάθε  χρηματοδοτικό  ίδρυμα,  που εδρεύει και λειτουργεί σε άλλο   Κράτος-Μέλος και είναι  θυγατρική  πιστωτικού  ιδρύματος  ή  θυγατρική   πολλών   πιστωτικών   ιδρυμάτων,  επιτρέπεται  να  ασκεί  στην  Ελλάδα   ορισμένες ή όλες τις δραστηριότητες του καταλόγου του άρθρου  24  (αρ.   β` έως ιβ`) είτε μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα είτε με   τη μορφή παροχής υπηρεσιών, σύμφωνα με τη διαδικασία των άρθρων 11 και   13 παρ. 3-5 και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις των άρθρων 18 παρ.   1β`,  19,  20  και  22 παρ. 2-5, εφόσον το καταστικό του επιτρέπει την   άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών και πληρούνται σωρευτικά οι  πιο  κάτω   προϋποθέσεις:

α.  Η  μητρική  επιχείρηση  ή  οι μητρικές επιχειρήσεις έχουν λάβει   άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα στο Κράτος-Μέλος,  στο  δίκαιο   του οποίου υπάγεται το χρηματικό ίδρυμα.       β.  Οι  ανωτέρω  δραστηριότητες  ασκούνται  ήδη  από  αυτό στο ίδιο   Κράτος-Μέλος της έδρας του χρηματοδοτικού ιδρύματος.

γ.  Η  μητρική  επιχείρηση  ή  οι  μητρικές  επιχειρήσεις  κατέχουν   τουλάχιστον το 90% των δικαιωμάτων ψήφου, που απορρέουν από την κατοχή   μεριδίων ή μετοχών της θυγατρικής.

δ.  Η  μητρική  επιχείρηση  ή  οι  μητρικές  επιχειρήσεις  μετά από   προηγούμενη  συγκατάθεση  των  αρμόδιων   αρχών   του   Κράτους-Μέλους   καταγωγής,  δηλώνουν ρητά στην Τράπεζα της Ελλάδος, ότι ευθύνονται εις   ολόκληρον για τις υποχρεώσεις, που αναλαμβάνει η θυγατρική τους.

ε. Η θυγατρική υπάγεται,  ειδικότερα  για  τις  δραστηριότητες  του   άρθρου  αυτού,  στο καθεστώς της εποπτείας ή καθεμιάς από τις μητρικές   επιχειρήσεις,  με  βάση  την   κοινοτική   νομοθεσία,   που   καλύπτει   τουλάχιστον τον υπολογισμό του συντελεστή φερεγγυότητας τον έλεγχο των   μεγάλων  χρηματοδοτικών  ανοιγμάτων  και τον αντίστοιχο περιορισμό των   συμμετοχών, σύμφωνα με το άρθρο 16 του παρόντος.

2. Η Τράπεζα της  Ελλάδος  ενημερώνεται  από  τα  μητρικά  πιστωτικά   ιδρύματα, με επιβεβαίωση των εποπτικών αρχών τους, για τη συνδρομή των   παραπάνω   προϋποθέσεων  της  παρ.  1  ή  για  την  παύση  της  ισχύος   οποιασδήποτε από τις προϋποθέσεις αυτές, καθώς και  για  το  ύψος  των   ιδίων  κεφαλαίων  του  χρηματοδοτικού  ιδρύματος  και  τον ενοποιημένο   συντελεστή φερεγγυότητος του πιστωτικού ιδρύματος που είναι μητρική  ή   των  πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι μητρικές του επιχειρήσεις, με βάση   τη διαδικασία των άρθρων 11 και 13 παρ. 3.

Στην περίπτωση που παύει να ισχύει  οποιαδήποτε  από  τις  πιο  πάνω   προϋποθέσεις,  η δυνατότητα, συνέχισης και οι όροι υπό τους οποίους το   χρηματοδοτικό ίδρυμα θα συνεχίσει  να  ασκεί  τις  δραστηριότητες  του   καθορίζονται σύμφωνα με την ισχύουσα στην Ελλάδα νομοθεσία.

3. Για την ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 11, 13 παρ. 3-5, 18 παρ. 1β`,   19,20  και  22  παρ. 2 έως 5 υπό τον όρο “πιστωτικό ίδρυμα” νοείται το   “χρηματοδοτικό ίδρυμα” του παρόντος άρθρου  και  υπό  τον  όρο  “άδεια   λειτουργίας” νοείται “το καταστατικό”.

Άρθρο 15
Ιδρυση υποκαταστημάτων και παροχή υπηρεσιών στην επικράτεια των λοιπών Κρατών-Μελών από χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν και λειτουργούν στην Ελλάδα και εποπτεία αυτών.
Σημ.: όπως το άρθρο 15 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  Η  Τράπεζα  της  Ελλάδος,  ασκεί εποπτεία επί των χρηματοδοτικών   ιδρυμάτων, που είναι θυγατρικές πιστωτικών ιδρυμάτων  και  αναφέρονται   στην  παρ.  2 του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τους ν. 1665/1986 (άρθρο   2, παρ. 7) (ΦΕΚ 194 Α`) 1905/1990 (άρθρο  5)  (ΦΕΚ  147  Α`)  και  τις   διατάξεις  των  άρθρων 5 παρ. 5, 6 παρ. 1β` με εξαίρεση τη διάταξη του   τέταρτου εδαφίου, και γ`, 17 με εξαίρεση τις διατάξεις των  παραγράφων   1α`  τρίτο  εδάφιο, και 1β` του άρθρου αυτού, 18, 21 και 22 παρ. 1 του   παρόντος νόμου, οι διατάξεις των οποίων ισχύουν  και  γα  τα  εν  λόγω   χρηματοδοτικά ιδρύματα.

Ειδικά για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 5 το ύψος των   ιδίων  κεφαλαίων δεν επιτρέπεται να υπολείπεται του μεγαλυτέρου από τα   ακόλουθα ποσά:

(ι) του ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου που προβλέπεται στους ν.  1665/  1986 και 1905/1990 και

(ιι) του σε δραχμές ισοτίμου των πέντε (5) εκατομμυρίων ECU.

2.  Τα  χρηματοδοτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα και τα οποία   σύμφωνα με την ισχύουσα  νομοθεσία  και  το  καταστατικό  τους  ασκούν   δραστηριότητες.

(ι) χρηματοδοτικής μίσθωσης (leasing) και

(ιι)    πρακτορείας    επιχειρηματικών    απαιτήσεων    (factoring,   forfaiting),

επιτρέπεται  να  ασκούν  τις  πιο  πάνω   δραστηριότητες   σε   άλλο   Κράτος-Μέλος είτε μέσως εγκατάσταστης υποκαταστημάτος είτε με τη μορφή   παροχής υπηρεσιών, εφόσον:

α.  συντρέχουν,  εφαρμοζομένων  αναλόγως των σχετικών διατάξεων, οι   ειδικότερες προϋποθέσεις του άρθρου 14  παρ.  1.  Ειδικότερα  για  την   ανάλογη  εφαρμογή  της  διάταξης της παρ. 1δ` του άρθρου 14 απαιτείται   προηγούμενη συγκατάθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για την  ανάληψη  από   τα  πιστωτικά  ιδρύματα,  που αποτελούν τη μητρική ή τις μητρικές τους   επιχειρήσεις, της  ευθύνης  για  τις  υποχρεώσεις  που  αναλαμβάνει  η   θυγατρική τους.

β.  γνωστοποιούν  στην Τράπεζα της Ελλάδος είτε τις πληροφορίες που   αναφέρονται στο άρθρο 10 παρ. 2  προκειμένου  περί  εγκατάστασης  μέσω   υποκαταστήματος  ή  το  είδος  της  δραστηριότητας  που προτίθενται να   ασκήσουν για πρώτη  φορά  προκειμένου  περί  παροχής  υπηρεσιών  χωρίς   εγκατάσταση.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος επαληθεύει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της   παρ. 2α, και χορηγεί στα χρηματοδοτικά ιδρύματα πιστοποιητικό το οποίο   επισυνάπτεται  (ι)  τις  πληροφορίες  της παρ. 2β` καθώς και (ιι) στην   ανακοίνωση του ύψους  των  ιδίων  κεφαλαίων  της  θυγατρικής  και  του   ενοποιημένου  συντελεστή  φερεγγυόητας  του  πιστωτικού  ή  πιστωτικών   ιδρυμάτων που είναι η μητρική ή οι μητρικές του επιχειρήσεις.       Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος έχει λόγους  να  αμφιβάλλει  ως  προς  την   επάρκεια  της  διοικητικής  οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του   χρηματοδοτικού ιδρύματος δεν κοινοποιεί τις πιο πάνω πληροφορίες  στην   αρμόδια αρχή του κράτους υποδοχής.

Για  την  προθεσμία  γνωστοποιήσης  της  απόφασης  της  Τράπεζας της   Ελλάδος στο χρηματοδοτικό ίδρυμα, τη διαδικασία  εγκατάστασης  και  τα   της  μεταβολής  των  πληροφοριών της παρ. 2β` εφαρμόζονται αναλόγως οι   διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 3, 5 και 6 και του άρθρου 13 παρ. 2.

4.  Στην  περίπτωση  που  παύει  και  ισχύει  οποιαδήποτε  από   τις   προϋποθέσεις  της  παρ.  2α`  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  ενημερώνει  το   Κράτος-Μέλος, ή τα Κράτη-Μέλη, στα  οποία  τα  χρηματοδοτικά  ιδρύματα   ασκούν τις δραστηριότητες τους.

5.  Η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  εξουσιοδοτείται να επεκτείνει το πεδίο   εφαρμογής του παρόντος άρθρου  και  σε  άλλα  χρηματοδοτικά  ιδρύματα,   εκτός  από  αυτά  που αναφέρονται στην παρ. 2, εφόσον εποπτεύονται από   αυτή, για την άσκηση των δραστηριοτήτων, που αναφέρονται στο άρθρο 24   του παρόντος.

6. Για την ανάλογη εφαρμογή των άρθρων 5  παρ.  5,  6  παρ.  1β`  με   εξαίρεση  τις  διατάξεις του τέταρτου εδαφίου και γ`, 10 παρ. 3, 5 και   6, 13 παρ. 2,μ 17, με εξαίρεση τις παραγράφους 1α`  τρίτο  εδάφιο  και   1β`  του  άρθρου  αυτού,  18, 21, και 22 παρ. 1 υπό τον όρο “πιστωτικό   ίδρυμα” νοείται το “χρηματοδοτικό ίδρυμα” του παρόντος άρθρου και  υπό   τον όρο “άδεια λειτουργίας” νοείται “το καταστατικό”.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
Ειδικές συμμετοχές

Άρθρο 16
Ειδικές συμμετοχές πιστωτικών ιδρυμάτων σε άλλες επιχειρήσεις.
Σημ.: όπως το άρθρο 16 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  Απαγορεύεται  στα πιστωτικά ιδρύματα η κατοχή ειδικής συμμετοχής   σε επιχείρηση μεγαλύτερης του 15% των ιδίων κεφαλαίων τους.

2. Το σύνολο των ειδικών συμμετοχών σε επιχειρήσεις δεν  επιτρέπεται   να  υπερβαίνει  το  60%  των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος.   Επιπρόσθετα η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να καθορίζει ανώτατο όριο   για το σύνολο των συμμετοχών (ειδικών και μη)  που  πραγματοποιούν  τα   πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με τα ίδια κεφάλαια τους.

3. Οι ειδικές συμμετοχές των πιστωτικών ιδρυμάτων σε

(ι) σε πιστωτικά ιδρύματα

(ιι) χρηματοδοτικά ιδρύματα

“(iii) ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις”.

(ιν)  εταιρίες  διαχείρησης υπηρεσιών των παρ. 1 και 2 του παρόντος   άρθρου. Η Τράπεζα της Ελλάδος,όμως δικαιούται να καθορίζει ότι για την   πραγματοποιήση τους απαιτείται κατά περίπτωση  η  προηγούμενη  έγκριση   της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.12 άρθρ.23 Ν.3455/2006,ΦΕΚ Α 84/18.4.2006.

4. Κατά τον υπολογισμό των ορίων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος   άρθρου δεν συμπεριλαμβάνονται οι μετοχές ή μερίδια:

α.  που  κατέχονται  από  το  πιστωτικό  ίδρυμα,  κατά  τη διάρκεια   χρηματοδοτικής ενίσχυσης ή στήριξης που αποσκοπεί στην εξυγίανση ή  τη   διάσωση  μιας επιχείρησης για χρονικό διάστημα ενός έτους, με ευχέρεια   παράτασης ενός ακόμη έτους, με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος,

β.  που  κατέχονται  λόγω   παροχής   υπηρεσιών   αναδόχου   τίτλων   (underwriting)  και  για  χρονικό διάστημα μέχρι δώδεκα (12) μήνες από   την ημερομηνία λήξης της περιόδου διάθεσης των τίτλων.

γ. που κατέχονται στο  όνομα  του  πιστωτικού  ιδρύματος  αλλά  για   λογαριασμό τρίτου.

δ.  που  δεν  αποτελούν  πάγια  χρηματοπιστωτικά  στοιχεία κατά την   έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του  κ.ν.  2190/1920,  όπως  εκάστοτε   ισχύει.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιτρέπει την υπέρβαση των ορίων,   που καθορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, μόνο σε   εξαιρετικές  περιπτώσεις  και  μέχρι  χρονικού διαστήματος δώδεκα (12)   μηνών.

Στην περίπτωση αυτήν η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί είτε  την  αύξηση   των ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος είτε τη λήψη άλλων μέτρων   ισοδύναμου αποτελέσματος.

6.  Η  τήρηση  ορίων  των  παραγράφων  1  και 2 αποτελεί αντικείμενο   εποπτείας και ελέγχου σε ενοποιημένη και μη βάση.

7. Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία κατά την ημέρα θέσεως σε ισχύ των   διατάξεων του παρόντος άρθρου υπερβαίνουν  τα  όρια  που  καθορίζονται   στις  παραγράφους 1 και 2, οφείλουν να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις   αυτές μέσα σε προθεσμία, που θα καθορίσει η Τράπεζα  της  Ελλάδος  και   όχι αργότερα από την 31η Δεκεμβρίου 2002.

8.  Η  Τράπεζα  της Ελλάδος μπορεί να επιτρέψει υπερβάσεις των ορίων   των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου υπό την προϋπόθεση  ότι  το   ποσό  κατά  το οποίο οι ειδικές συμμμετοχές υπερβαίνουν το ατομικό και   το συνολικό όριο καλύπτονται κατά 100% από τα ίδια κεφάλαια, τα  οποία   δεν   λαμβάνονται   υπόψη   κατά   τον   υπολογισμό   του   συντελεστή   φερεγγυότητας. Στην περίπτωση που υπάρχουν υπερβάσεις σε σχέση και  με   τα  δύο  κατά  τα  πιο  πάνω  όρια  συμμεοχών,  το  ποσό που πρέπει να   καλύπτεται με ίδια κεφάλαια είναι αυτό που αντιστοιχεί στο  μεγαλύτερο   ποσό υπέρβασης.

Άρθρο 17
Ειδικές συμμετοχές σε πιστωτικά ιδρύματα.
Σημ.: όπως το άρθρο 17 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  α.  Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο σκοπεύει να αποκτήσει    ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε και λειτουργεί στην   Ελλάδα, ενημερώνει  προηγουμένως  την  Τράπεζα  της  Ελλάδος  και  της   γνωστοποιει  το ποσό της συμμετοχής αυτής. Η ίδια υποχρέωση ισχύει και   όταν αυξάνεται ήδη υφιστάμενη ειδική συμμετοχή ούτως ώστε  η  αναλογία   των  δικαιωμάτων  ψήφου  που κατέχει ένα πρόσωπο, περιλαμβανομένων και   των περιπτώσεων που σύμφωνα με το π.δ. 51/1992 εξομοιώνονται με κατοχή   δικαιωμάτων ψήφου, από το αυτό πρόσωπο, να φτάνει ή να  υπερβαίνει  τα   κατώτατα  όρια  του  20% του 33% ή του 50% του συνόλου των δικαιωμάτων   ψήφου ή το πιστωτικό ίδρυμα να καθίσταται θυγατρική του  συμμετέχοντος   προσώπου.

Προκειμένου περί συμμετοχών που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα   η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται

(ι)  να ζητά πληροφορίες για την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που   άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν τα νομικά αυτά, πρόσωπα και

(ιι) να επιβάλλει την υποχρέωση να της γνωστοποιείται  οποιαδήποτε   μεταγενέστερη  μεταβολή στην ταυτότητα των φυσικών αυτών προσώπων. Για   την έννοια του ελέγχου έχει εφαρμογή η παράγραφος 9 του άρθρου 2.

Για  τον  αποτελεσματικότερο  έλεγχο  της  ταυτότητας  των   φυσικών   προσώπων   που  ελέγχουν  νομικά  πρόσωπα  τα  οποία  κατέχουν  ειδική   συμμετοχή σε πιστωτικά ιδρύματα ή  είναι  μεταξύ  των  10  μεγαλυτέρων   μετόχων πιστωτικών ιδρυμάτων η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται:

(α)  να  επιβάλλει  την  υποχρέωση στα νομικά αυτά πρόσωπα να έχουν   ονομαστικές τις μετοχές με δικαίωμα ψήφου.

(β) να απαιτεί όπως συγκεκριμένα ποσοστά του συνόλου των  πιο  πάνω   ονομαστικών  μετοχών  με  δικαίωμα  ψήφου ανήκουν σε ένα ή περισσότερα   φυσικά πρόσωπα που τυγχάνουν της προηγουμένης  έγκρισης  της  Τράπεζας   της Ελλάδος.

Εντός  τριών  μηνών  από  την  πιο  πάνω γνωστοποιήση, η Τράπεζα της   Ελλάδος υποχρεούται είτε να εγκρίνει τη συμμετοχή είτε  να  αντιταχθεί   σ`αυτή  με αιτιολογημένη απόφαση της, εφόσον κρίνει ότι τα πρόσωπα που   πραγματοποιούν τη συμμετοχή, περιλαμβανομένων και των φυσικών προσώπων   που ελέγχουν τα συμμετέχοντα νομικά πρόσωπα, δεν είναι  κατάλληλα  για   να  εξασφαλίζουν  τη  συνετή  και  χρηστή  διαχείρηση  του  πιστωτικού   ιδρύματος. Η έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να ορίζει μέγιστη   προθεσμία για την υλοποίηση της συμμετοχής.

Σε περίπτωση θανάτου κατόχου ειδικής συμμετοχής η ως  άνω  υποχρέωση   ενημέρωσης  από  τους  κληρονόμους  του επιτρέπεται να πραγματοποιηθεί   εντός προθεσμίας τεσσάρων (4) μηνών από  την  ημερομηνία  θανάτου  του   κατόχου της ειδικής συμμετοχής.

Κατά  την  ως άνω προθεσμία η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται, εφόσον   κρίνει ότι οι κληρονόμοι δεν είναι κατάλληλοι για να  εξασφαλίσουν  τη   συνετή  και  χρηστή  διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος, να επιβάλλει   τις κυρώσεις της παρ. 7β` του παρόντος άρθρου.

β. Πέραν των υποχρεώσεων, που αναφέρονται  στην  παράγραφο  1α`  οι   κάτοχοι  ειδικής  συμμετοχής  σε  πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιούν εκ των   προτέρων στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε αύξηση της συμμετοχής τους  που   υπερβαίνει  κατά  ποσό  που αντιστοιχεί σε δύο (2) ποσοστιαίες μονάδες   του μετοχικού κεφαλαίου του πιστωτικού ιδρύματος τη συμμετοχή που έχει   γνωστοποιηθεί προηγουμένως. Η υποχρέωση αυτή ισχύει μέχρι  η  συνολική   συμμετοχή να φτάσει το όριο του 33%.

2. Εάν τις συμμετοχές που προβλέπονται στην παράγραφο 1 (α) αποκτά         (ι) πιστωτικό ίδρυμα, του οποίου η άδεια λειτουργίας έχει χορηγηθεί   από το άλλο Κράτος-Μέλος,

(ιι)  μητρική  επιχείριση  πιστωτικού  ιδρύματος του οποίου η άδεια   λειτουργίας έχει χορηγηθεί από το άλλο Κράτος-Μέλος και

(ιιι)  φυσικό  ή  νομικό  πρόσωπο  που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα του   οποίου η άδεια λειτουργίας έχει χορηγηθεί από  άλλο  Κράτος-Μέλος  και   εάν,  λόγω της απόκτησης αυτής της συμμετοχής, το πιστωτικό ίδρυμα, το   κεφάλαιο  του  οποίου  αφορά  η  συμμετοχή,  γίνεται   θυγατρική   του   αποκτώντος  ή  περιέχεται στον έλεγχο του, η Τράπεζα της Ελλάδος, πριν   λάβει την οριστική απόφαση της της  διαβουλεύεται  με  τις  αρχές  που   εποπτεύουν   το   πιο  πάνω  πιστωτικό  ίδρυμα  που  εδρεύει  σε  άλλο   Κράτος-Μέλος των Ε.Κ. και τους κοινοποιεί στη συνέχεια την απόφαση της   αυτή.

3. Σε περίπτωση απόκτησης νέας συμμετοχής ή αύξησης ήδη  υφιστάμενης   συμμετοχής   στο   κεφάλαιο   πιστωτικού  ιδρύματος  που  εδρεύει  και   λειτουργεί στην Ελλάδα και η οποία θα έχει σαν αποτέλεσμα το πιστωτικό   αυτό ίδρυμα να καταστεί θυγατρική προσώπων  που  κατοικούν  σε  κράτος   εκτός Ε.Κ. η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί στην Επιτροπή των Ε.Κ. την   απόφαση  της  να  εγκρίνει  ή  να  αντιταχθεί  στην πραγματοποιήση της   συμμετοχής αυτής. Ειδικά στην περίπτωση που τα αρμόδια όργανα των Ε.Κ.   έχουν αποφασίσει περιορισμό ή προσωρινή  αναστολή  εξέτασης  παρόμοιων   αιτήσεων  για  πραγματοποίηση  συμμετοχών  σε  πιστωτικά  ιδρύματα που   εδρεύουν στις Ε.Κ.  από  κατοίκους  συγκεκριμένης  τρίτης  εκτός  Ε.Κ.   χώρας,  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  ενημερώνει  αμέσως  την Επιτροπή και   αναστέλλεται τη λήψη απόφασης για  όσο  χρονικό  διάστημα  τα  αρμόδια   όργανα  των  Ε.Κ.  έχουν  αποφασίσει  αντίστοιχη αναστολή ή περιορισμό   γενικής ισχύος σε όλα τα Κράτη-Μέλη των Ε.Κ. Οι πιο πάνω περιοριστικές   διατάξεις δεν αφορούν συμμετοχές που πραγματοποιούνται  από  πιστωτικά   ιδρύματα  που εδρεύουν και λειτουργούν σε Κράτος-Μέλος των Ε.Κ. και τα   οποία  ελέγχονται  από  κατοίκους  τρίτων  εκτός  Ε.Κ.  χωρών  ή   από   θυγατρικές  των  πιστωτικών  αυτών  ιδρυμάτων,  οι οποίες εδρεύουν και   λειτουργούν σε Κράτος-Μέλος των Ε.Κ.

4.  Με  την  επιφύλαξη  υποχρεώσεων  που  προκύπτουν  από   διεθνείς   συμφωνίες  των  Ε.Κ. με τρίτες χώρες οι οποίες διέπουν την ανάληψη και   άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος  από  κατοίκους  των  χωρών   αυτών  εντός  του κοινοτικού  χώρου, η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί τη   διακριτική ευχέρεια να αντιτάσσεται στην πραγματοποιήση συμμετοχών από   πρόσωπα κατοίκους χωρών εκτός Ε.Κ. σε πιστωτικά ιδρύματα που  εδρεύουν   και λειτουργούν στην Ελλάδα.

5.  Κάθε  φυσικό  ή  νομικό  πρόσωπο, το οποίο σκοπεύει να παύσει να   κατέχει άμεσα ή έμμεσα  ειδική  συμμετοχή  σε  ένα  πιστωτικό  ίδρυμα,   πρέπει  να  ενημερώνει προηγουμένως την Τράπεζα της Ελλάδος και να της   κοινοποιοεί το ύψος της συμμετοχής του που προστίθεται να  διατηρήσει.   Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει, ομοίως, να ενημερώνει την Τράπεζα   της Ελλάδος, εφόσον σκοπεύει να μειώσει την ειδική του συμμετοχή, έτσι   ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που   κατέχει να κατέλθει κάτω από τα κατώτατα όρια του 20%, 33% ή του 50% ή   το  πιστωτικό  ίδρυμα  να  παύσει  να είναι θυγατρική του. Η υποχρέωση   γνωστοποιήσις επεκτείνεται και  στα  φυσικά  πρόσωπα  που  παύσουν  να   ελέγχουν  νομικά  πρόσωπα  που  κατέχουν ειδική συμμετοχή σε πιστωτικό   ίδρυμα.

6. α. Τα πιστωτικά ιδρύματα ανακοινώνουν στην Τράπεζα  της  Ελλάδος,   μόλις  λάβουν  σχετική  γνώση, τις κτήσεις ή εκχωρήσεις συμμετοχών στο   κεφάλαιο τους, οι οποίες αυξάνουν ή  μειώσουν  τα  ποσοστά  συμμετοχής   πάνω  ή  κάτω  από  ένα  από  τα  κατώτατα  όρια  που αναφέρονται στις   παραγράφους 1 και 5. Ομοίως ανακοινώνουν μέχρι την  15η  Ιουλίου  κάθε   έτους  τα  ονόματα των μετόχων που έχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και   τα ποσά των συμμετοχών αυτών, όπως προκύπτουν, ιδίως από  τα  στοιχεία   που  συγκεντρώθηκαν κατά την ετήσια γενική συνέλευση των μετόχων ή από   τις πληροφορίες που περιέχονται σε γνώση τους, δυνάμει των υποχρεώσεων   που επιβάλλονται στις εταιρίες, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες   στο χρηματιστήριο.

β. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται εντός 10 ημερών αφότου λάβουν   γνώση να γνωστοποιούν στην Τράπεζα της Ελλάδος οποιαδήποτε αλλαγή στην   ταυτότητα των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1γ`  του  άρθρου   6,  καθώς  και  οποιδήποτε  αλλαγή στα στοιχεία των προσώπων αυτών που   λήφθηκαν υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 7, κατά  τη  χορήγηση  της  άδειας   λειτουργίας των πιστωτικών ιδρυμάτων.

7.  Σε  περίπτωση  που  πραγματοποιηθεί  ειδική  συμμετοχή ή αυξηθεί   υφιστάμενη ειδική συμμετοχή πάνω από τα  όρια  που  προβλέπονται  στην   παρ.  1α  είτε  χωρίς  να ανακοινωθεί εκ των προτέρων στην Τράπεζα της   Ελλάδος είτε χωρίς να εγκριθεί η πραγματοποιήση της, αυτοδικαίως παύει   να έχει αποτέλεσμα η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από τη   συμμετοχή αυτή. Επιπρόσθετα η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  με  απόφαση  της   μπορεί να επιβάλλει στους κατόχους των ειδικών συμμετοχών τις παρακάτω   κυρώσεις μεμονωμένα ή σωρευτικά:

α.  Πρόστιμο  υπέρ  του  Ελληνικού  Δημοσίου μέχρι ποσοστού 10% της   αξίας των μετοχών, που μεταβιβάστηκαν χωρίς να τηρηθούν  οι  διατάξεις   της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

β.  Αποκλεισμό  των  προσώπων  αυτών  από  το  Δ.Σ.  του πιστωτικού   ιδρύματος καθώς και από  οποιδήποτε  διευθυντική  θέση  στο  πιστωτικό   ίδρυμα   για  ορισμένο  ή  αόριστο  χρόνο,  προκειμένου  περί  φυσικών   προσώπων.

Σε περίπτωση μη γνωστοποίησης στην Τράπεζα της Ελλάδος  της  αλλαγής   της  ταυτότητας φυσικού προσώπου, που ελέγχει νομικό πρόσωπο με ειδική   συμμετοχή σε πιστωτικό ίδρυμα, αυτοδικαίως παύει να έχει αποτέλεσμα  η   άσκηση  των  δικαιωμάτων  ψήφου  που  απορρέουν  από  τη συμμετοχή του   νομικού προσώπου, στο δε φυσικό πρόσωπο η Τράπεζα της  Ελλάδος  μπορεί   να  επιβάλλει  την  κύρωση  του  εδαφίου β` ανωτέρω. Οι αυτές κυρώσεις   μπορεί να επιβληθούν στα πρόσωπα που δεν τηρούν τις  υποχρεώσεις,  που   προβλέπονται στην παρ. 1α`, 3η υποπαρ. του παρόντος άρθρου.

8.  Στα  πρόσωπα  που  δεν τηρούν την υποχρέωση ενημέρωσης βάσει της   παρ. 5 του παρόντος άρθρου η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί  να  επιβάλλει   πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ύψους μέχρι ποσοστού 5% της αξίας   των μετοχών που μεταβιβάσθηκαν χωρίς προηγούμενη ενημέρωση της.

9.  Η  Τράπεζα  της Ελλάδος εξουσιοδοτείται να λαμβάνει τα κατάλληλα   μέτρα προκειμένου να αποτρέπει την  άσκηση,  από  φυσικό  πρόσωπο  που   κατέχει  ειδική  συμμετοχή ή που ελέγχει άμεσα ή έμμεσα νομικό πρόσωπο   που κατέχει ειδική συμμετοχή σε  πιστωτικό  ίδρυμα,  που  εδρεύει  και   λειτουργεί  στην  Ελλάδα,  επιρροής η οποίας είναι δυνατό αν αποβεί σε   βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης  του  πιστωτικού  ιδρύματος.   Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί   στα  οικεία πρόσωπα τις ειδικότερες ενέργειες ή παραλείψεις τους ή τις   παραλληλες δραστηριότητες τους σέ άλλους τομείς που κατά την κρίση της   είναι δυνατό να αποβούν σε βάρος της συνεπής και  χρήστης  διαχείρησης   του  πιστωτικού  ιδρύματος  και  αφού  ακούσει  τις απόψεις τους, τους   υποδεικνύει τη λήψη των κατάλληλων διορθωτικών μέτρων εντός  ορισμένης   προθεσμίας.   Σε  περίπτωση  μη  συμμόρφωσης  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος   δικαιούται να λαμβάνει τα απαραίτητα  μέτρα  για  τον  τερματισμό  της   δυσμενούς  επιρροής  που  ασκούν τα φυσικά αυτά πρόσωπα στη διαχείριση   του πιστωτικού ιδρύματος και ειδικότερα:

α. να διατάσσει την απομάκρυνση τους από  το  διοικητικό  συμβούλιο   (Δ.Σ.)  του  πιστωτικού ιδρύματος και από οποιαδήποτε διευθυντική θέση   στο πιστωτικό ίδρυμα

β. να αναστέλλει μέχρι να αρθούν οι συνθήκες που επέβαλαν  τη  λήψη   των  συγκεκριμένων  μέτρων  την  άσκηση  των  δικαιωμάτων  ψήφου,  που   απορρέουν από τις μετοχές που κατέχουν τα πρόσωπα  αυτά  ή  τα  νομικά   πρόσωπα που αυτά ελέγχουν.

γ. να απαγορεύει οποιαδήποτε νέα συναλλαγή του πιστωτικού ιδρύματος   με τα πρόσωπα αυτά, ή με οποιαδήποτε νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από   αυτά, καθώς και να κηρύσσει ληξιπρόθεσμα και αμέσως απαιτητά τα δάνεια   που έχουν λάβει όλα τα πιο πάνω πρόσωπα από το πιστωτικό ίδρυμα.

δ.  να  εγκαλεί  τα  ανωτέρω  πρόσωπα  κατά την προβλεπόμενη από τη   διάταξη του άρθρου 10 του ν. 1665/1951 (ΦΕΚ 31 Α`) διαδικασία.

10. Η Τράπεζα της Ελλάδος δικαιούται να  επιβάλλει  την  κύρωση  της   παραγράφου  9  α,  δ  ανωτέρω  και  στα  πρόσωπα  που αναφέρονται στην   παράγραφο 1γ του  άρθρου  6,  εφόσον  αυτά  δεν  διαθέτουν  πλέον  την   απαραίτητη αξιοπιστία και γενικά δεν εξασφαλίζουν τη συνετή και χρηστή   διαχείριση του πιστωτικού ιδρύματος.

11.   Οι   αποφάσεις   της  Τράπεζας  της  Ελλάδος,  με  τις  οποίες   επιβάλλονται οι κυρώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 7, 8, 9 και   10 του παρόντος άρθρου, υπόκεινται σε  έλεγχο  ακυρώσεως  ενώπιον  του   Συμβουλίου της Επικρατείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε΄
Εννοια και έκταση αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος και των αρμόδιων αρχών για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων

Άρθρο 18
Αρμοδιότητα για την άσκηση εποπτείας
Σημ.: όπως το άρθρο 18 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  α.  Η  Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί την εποπτεία επί των πιστωτικών   ιδρυμάτων,  που  εδρεύουν  στην  Ελλάδα,  περιλαμβανομένων   και   των   υποκαταστημάτων τους στην αλλοδαπή.

Στην  έννοια  της εποπτείας περιλαμβάνονται ειδικότερα ο έλεγχος της   φερεγγυότητας, της ρευστότητας με την επιφύλαξη  του  άρθρου  19,  της   κεφαλικής επάρκειας και της συγκεντρώσης κινδύνων.

Για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει γενικούς ή ειδικούς κατά πιστωτικό ίδρυμα κανόνες.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 Ν.2937/2001       ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

1.  β.  Κατ`  αναλογία  τα  εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα   πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα  Κράτη-Μέλη  των  Ευρωπαϊκών   Κοινοτήτων  υπάγονται  στην  εποπτεία  των  αρμοδίων αρχών του κράτους   καταγωγής.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από κάθε πιστωτικό ίδρυμα που  έχει   λάβει   άδεια  ιδρυσης  και  λειτουργίας  στην  Ελλάδα  να  έχει  καλή   διοικητική και λογιστική οργάνωση και προσφορές διαδικασίες εσωτερικού   ελέγχου. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει  γενικά  κριτήρια  και   κανόνες για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

3.  Οι  παραγράφοι  1  και 2 δεν κωλύουν την εποπτεία σε ενοποιημένη   βάση.

4 . Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θεσπίζει κανόνες σχετικά με τις πληροφορίες και τα στοιχεία που τα εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα οφείλουν να παρέχουν στους συναλλασσόμενους με αυτά ως προς τους όρους των συναλλαγών τους.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει στα εποπτευόμενα από αυτήν προσωπα την υποχρέωση να περιλαμβάνουν είτε στους δημοσιευόμενους ισολογισμούς και αποτελέσματα χρήσεως ή στο προσάρτημα αυτών είτε στις εκθέσεις διαχείρισης του Διοικητικού Συμβουλίου προς τη Γενική Συνέλευση, στοιχεία και πληροφορίες πέραν των προβλεπομένων από τον κ.ν. 2190/1920, η αναφορά των οποίων προάγει κατά την κρίση της τη διαφάνεια μέσω της πληρέστερης ενημέρωσης των συναλλασσομένων και των αγορών για την οικονομική θέση των εποπτευόμενων ιδρυμάτων και την ακολουθούμενη από αυτά πολιτική ως προς την ανάληψη και διαχείριση κινδύνων. Τα ανωτέρω στοιχεία και πληροφορίες δύναται η Τράπεζα της Ελλάδος να διαφοροποιεί προκειμένου περί εποπτευόμενων προσώπων τα οποία έχουν εκδώσει τίτλους εισηγμένους σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά.

Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να καθορίζει κανόνες λογιστικής παρακολούθησης και αποτίμησης συγκεκριμένων στοιχείων εντός και εκτός ισολογισμού, καθώς και κανόνες λογιστοποίησης εσόδων και εξόδων που υποχρεούνται να τηρούν τα εποπτευόμενα από αυτήν πρόσωπα. Επίσης δύναται να επιβάλλει, στα ίδια πρόσωπα, το άνοιγμα και τον τρόπο λειτουργίας λογαριασμών για τη λογιστική παρακολούθηση συγκεκριμένων μεγεθών εποπτικού ενδιαφέροντος.

Οι ορκωτοί ελεγκτές, οι οποίοι ελέγχουν τις δημοσιευόμενες οικονομικές καταστάσεις των εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος προσώπων, οφείλουν να αναφέρουν στο πιστοποιητικό τους εάν θεωρούν επαρκείς τις σχηματισμένες προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις και, σε αντίθετη περίπτωση, να αναφέρουν το ποσό κατά το οποίο, σύμφωνα με την εκτίμησή τους, οι προβλέψεις υπολείπονται των απαιτουμένων. Στην ετήσια έκθεση των ορκωτών ελεγκτών πρέπει να αναφέρονται αναλυτικά οι εκτιμήσεις τους ως προς το ύψος των επισφαλειών και την επάρκεια των προβλέψεων, καθώς και οι τυχόν αδυναμίες ή προβλήματα στο λογιστικό σύστημα ή το σύστημα εσωτερικού ελέγχου που εντοπίστηκαν κατά τη διεξαγωγή του τακτικού ετήσιου ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  προστέθηκε με το άρθρο 38 Ν.2937/2001  ΦΕΚ Α 169/26.7.2001 και τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 του Ν.3483/2006, ΦΕΚ Α 169/7.8.2006

Άρθρο 19
Αρμοδιότητα για την άσκηση εποπτείας από τις αρχές του Κράτους-Μέλους υποδοχής – Αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των χρηματοδοτικών πρακτικών.
Σημ.: όπως το άρθρο 19 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος  εποπτεύει  τη  ρευστότητα  των  πιστωτικών   ιδρυμάτων,  που  εδρεύουν  και  λειτουργούν στην Ελλάδα, καθώς και των   υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών  ιδρυμάτων,  που  εδρεύουν  και   λειτουργούν  σε άλλα Κράτη-Μέλη των Ε.Κ. σε συνεργασία με τις αρμόδιες   αρχές των κρατών αυτών.

Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να καθορίζει για το σκοπό αυτόν κανόνες   γενικής εφαρμογής. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί  επίσης  την  ευθύνη   για  τον  καθορισμό  των  αναγκαίων  μέτρων εφαρμογής της νομισματικής   πολιτικής με την προϋπόθεση ότι τα μέτρα αυτά δεν προβλέπουν  άνιση  η   περιοριστική  μεταχείριση  σε  βάρος  των  πιστωτικών  ιδρυμάτων,  που   εδρεύουν σε άλλα Κράτη-Μέλη των Ε.Κ.

2. Για την άσκηση των πιο  πάνω  αρμοδιοτήτων  της,  η  Τράπεζα  της   Ελλάδος   απαιτεί   από   τα  υποκαταστήματα  στην  Ελλάδα  πιστωτικών   ιδρυμάτων, που εδρεύουν σε άλλα Κράτη-Μέλη των Ευρωπαικών  Κοινοτήτων,   τις  ίδιες  πληροφορίες  και στοιχεία με αυτά που απαιτεί για το σκοπό   αυτόν από τα πιστωτικά ιδρύματα, που εδρεύουν στην Ελλάδα. Επίσης  για   στατιστικούς  σκοπούς,  η  Τράπεζα  της Ελλάδος δύναται να απαιτεί την   υποβολή περιοδικών εκθέσεων για τις πράξεις  που  πραγματοποιούν  στην   Ελλάδα τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλα   Κράτη-Μέλη των Ε.Κ.

3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 1,τα πιστωτικά ιδρύματα που  εδρεύουν και λειτουργούν σε άλλα κράτη-μέλη των Ε.Κ. και ασκούν στην Ελλάδα  δραστηριότητες του καταλόγου του άρθρου 24 ή τη δραστηριότητα της έκδοσης  ηλεκτρονικού χρήματος, είτε μέσω υποκαταστημάτων είτε μέσω παροχής υπηρεσιών  χωρίς εγκατάσταση, επιτρέπεται να ασκούν τις δραστηριότητες αυτές με τον ίδιο  τρόπο που τις ασκούν στη χώρα καταγωγής τους, εφόσον δεν παραβιάζουν τις  διατάξεις, οι οποίες στα πλαίσια της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγορών,  κτηματικής πίστης και προστασίας του καταναλωτή, αποβλέπουν στην προστασία  των επενδυτών και καταναλωτών τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών,καθώς και  άλλες διατάξεις που αποβλέπουν στην προστασία του γενικού συμφέροντος.”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.11 άρθρ.14 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

Άρθρο 20
Θέματα συνεργασίας των αρμοδίων αρχών
Σημ.: όπως το άρθρο 20 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  Μετά  από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος   επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές των λοιπών Κρατών-Μελών των  Ε.Κ.  που   έχουν χορηγήσει άδεια λειτουργίας και εποπτευούν πιστωτικό ίδρυμα, που   παρέχει  υπηρεσίες  στην  Ελλάδα μέσω εγκατάστασης υποκαταστήματος στα   πλαίσια των διατάξεων του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι  ίδιες   είτε  μέσω  εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων σε επιτόπιο έλεγχο για   επαλήθευση  της  ακρίβειας  των   στοιχείων   και   πληροφοριών,   που   αναφέρονται στην παράγραφο 2.

Μετά  από  σχετικό  αίτημα  των  ως  άνω  αρμόδιων  αρχών των λοιπών   Κρατών-Μελών η Τράπεζα της Ελλάδος είτε ελέγχει η ίδια είτε  επιτρέπει   τον  έλεγχο  της  ακριβείας των σχετικών στοιχείων και πληροφοριών από   εμπειρογνώμονα ή ελεγκτή, που ορίζεται από τις ως άνω αρμόδιες αρχές.

2. Η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  ανακοινώνει  στις  αρμόδιες  αρχές  των   Κρατών-Μελών  που  εποπτεύουν,  στα  πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους που   απορρέουν από τον παρόντα νόμο, πιστωτικά ιδρύματα με υποκαταστήματα ή   θυγατρικές που  λειτουργούν  στην  Ελλάδα  όλες  τις  πληροφορίες  που   σχετίζονται  με  τη  διεύθυνση, διαχείριση, ιδιοκτησία, καθώς και όλες   τις πληροφορίες που  μπορεί  να  διευκολύνουν  τον  έλεγχο  αυτών  των   ιδρυμάτων  ως  προς  τη  ρευστότητα  φερεγγυότητα, εγγύηση καταθέσεων,   συγκέντρωση κινδύνων, τη διοικητική και λογιστική  οργάνωση  και  τους   μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΕΙΔΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Σημ.: όπως Κεφάλαιο ΣΤ΄προστέθηκε και το Κεφάλαιο ΣΤ` αναριθμήθηκε σε Ζ΄ με  το άρθρ.15 Ν.3148/2003,ΦΕΚ Α 136/5.6.2003.

Άρθρο 20α
20α Οροι και προϋποθέσεις ίδρυσης και λειτουργίας ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Σημ.: όπως το άρθρο 20α προστέθηκε 20γ προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003, ΦΕΚ Α 136/5.6.2003  και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να συσταθούν και να  λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας.

2. Για τη χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος άδειας λειτουργίας ιδρύματος  ηλεκτρονικού χρήματος απαιτείται η καταβολή σε μετρητά αρχικού κεφαλαίου τουλάχιστον τριών εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο κατατίθεται στην Τράπεζα της  Ελλάδος, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο άρθρο 6.

3. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, καθ`  όλη τη διάρκεια λειτουργίας του, να μην είναι κατώτερο του εκάστοτε  απαιτούμενου ελάχιστου αρχικού κεφαλαίου.

4. Με την επιφύλαξη του ελάχιστου ορίου της παραγράφου 3:

α) τα ίδια κεφάλαια του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος πρέπει, ανά πάσα  στιγμή, να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα ποσά, που  αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:

αα) του τρέχοντος υπολοίπου ή

ββ) του μέσου υπολοίπου των προηγούμενων έξι μηνών του συνόλου των  χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του  ηλεκτρονικού χρήματος που το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος έχει εκδώσει,

β) τα ίδια κεφάλαια ενός ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που δεν έχει  συμπληρώσει έξι μήνες λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της ημέρας έναρξης  λειτουργίας του, πρέπει να μην υπολείπονται του μεγαλύτερου από τα ακόλουθα  ποσά, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2% επί:

αα) του εκάστοτε τρέχοντος υπολοίπου ή

ββ) του προβλεπόμενου για έξι μήνες υπολοίπου του συνόλου των  χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος από το μη  αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που θα έχει εκδώσει.

Η εκτίμηση για το προβλεπόμενο για έξι μήνες ποσό, που αναφέρεται στην  περίπτωση (ββ) της παραγράφου αυτής, τεκμηριώνεται από το πρόγραμμα  επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, με την  επιφύλαξη προσαρμογών του προγράμματος ύστερα από αίτημα της Τράπεζας της  Ελλάδος.

5. Τα ελάχιστα όρια των παραγράφων 2 και 4 μπορούν να αναπροσαρμόζονται με  απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε κάθε περίπτωση, το ελάχιστο όριο του  αρχικού κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι μικρότερο του ενός εκατομμυρίου ευρώ.

Άρθρο 20β
Περιορισμοί στις δραστηριότητες ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Σημ.: όπως το άρθρο 20β προστέθηκε 20γ προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003  και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Οι δραστηριότητες των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος περιορίζονται στην  έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος και:

α) στην παροχή υπηρεσιών, χρηματοπιστωτικών και μη, οι οποίες συνδέονται  στενά με την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος, όπως η διαχείριση ηλεκτρονικού  χρήματος, με τη διενέργεια λειτουργικών και άλλων βοηθητικών εργασιών που  σχετίζονται με την έκδοσή του, καθώς και η έκδοση και διαχείριση άλλων μέσων  πληρωμής, με εξαίρεση οποιαδήποτε πιστοδοτική δραστηριότητα,

β) στην αποθήκευση στοιχείων στο ηλεκτρονικό υπό θεμα εκ μέρους επιχειρήσεων  ή φορέων του δημόσιου τομέα.

2. Απαγορεύεται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος να κατέχουν οποιοδήποτε  ποσοστό συμμετοχής σε άλλες επιχειρήσεις, εκτός εάν αυτές διενεργούν  λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό  χρήμα, το οποίο εκδίδεται ή διανέμεται από το συγκεκριμένο ίδρυμα  ηλεκτρονικού χρήματος. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να  καθορίζεται ότι, για την πραγματοποίηση κάθε ειδικής συμμετοχής στο μετοχικό  κεφάλαιο των επιχειρήσεων αυτών, απαιτείται προηγούμενη έγκρισή της.

Άρθρο 20γ
Περιορισμοί στις επενδύσεις ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Σημ.: όπως το άρθρο 20γ προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003  και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος επενδύουν ποσό τουλάχιστον ίσο με τις  χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τους από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του  ηλεκτρονικού χρήματος που έχουν εκδώσει, αποκλειστικά στα ακόλουθα στοιχεία:

α) στοιχεία ενεργητικού που σταθμίζονται με μηδενικό συντελεστή πιστωτικού  κινδύνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του έκτου κεφαλαίου, παρ. 1α, στοιχείο 1  έως και 4 της ΠΔ/ΤΕ 2054/18.3.1992 (ΦΕΚ 49 Α`), και έχουν επαρκή ρευστότητα,

β) καταθέσεις όψεως σε πιστωτικά ιδρύματα της ζώνης Α, όπως ορίζονται με τις  διατάξεις της παραγράφου 1 (β), του δεύτερου κεφαλαίου της ΠΔ/ΤΕ 2054/92,  όπως ισχύει,

γ) χρεωστικούς τίτλους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 19 του ν. 2396/1996  (ΦΕΚ 73 Α`). Οι τίτλοι πρέπει:

αα) να έχουν επαρκή ρευστότητα,

ββ) να μην περιλαμβάνονται στα στοιχεία της παραγράφου 1 (α),

γγ) να αναγνωρίζονται ως εγκεκριμένα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 2  παρ. 25 του ν. 2396/1996 και

δδ) να εκδίδονται από άλλες επιχειρήσεις εκτός από εκείνες οι οποίες  κατέχουν  ειδική συμμετοχή στο συγκεκριμένο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή οι οποίες  συμπεριλαμβάνονται στους ενοποιημένους λογαριασμούς αυτών των επιχειρήσεων,  σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

2. Οι επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1β και 1γ δεν επιτρέπεται να  υπερβαίνουν το εικοσαπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ηλεκτρονικού  χρήματος και υπόκεινται σε περιορισμούς τουλάχιστον ισοδύναμους προς αυτούς  που έχουν θεσπιστεί με τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2246/1993 (ΦΕΚ 198 Α΄), για  την εποπτεία και τον έλεγχο των μεγάλων χρηματοδοτικών ανοιγμάτων των  πιστωτικών ιδρυμάτων.

3. Για την κάλυψη των κινδύνων αγοράς από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος  και από τις επενδύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, τα ιδρύματα  ηλεκτρονικού χρήματος επιτρέπεται να χρησιμοποιούν επαρκούς ρευστότητας  στοιχεία εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με επιτόκια ή με συναλλαγματικές  ισοτιμίες είτε υπό μορφή χρηματοοικονομικών παραγώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη  αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 14 του ν. 2396/1996, στην  οποία υπόκεινται σε υποχρεώσεις καθημερινής τήρησης περιθωρίων, είτε υπό  μορφή συμβάσεων επί τιμών συναλλάγματος με αρχική προθεσμία λήξεως μέχρι  δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών. Η χρησιμοποίηση παραγώγων μέσων του  προηγούμενου εδαφίου επιτρέπεται υπό τον όρο ότι ο στόχος που επιδιώκεται  και  που, στο μέτρο του δυνατού, επιτυγχάνεται είναι η πλήρης εξάλειψη των  κινδύνων αγοράς.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς στους κινδύνους  αγοράς που τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος μπορούν να αναλαμβάνουν από τις  επενδύσεις που πραγματοποιούν, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού.

5. Για την εφαρμογή της παραγράφου 1, τα στοιχεία του ενεργητικού  αποτιμώνται  στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ της τιμής κτήσεως ή της τρέχουσας τιμής αγοράς.

6. Εάν η αξία του συνόλου των στοιχείων, που αναφέρονται στην παράγραφο 1  του  άρθρου αυτού, υπολειφθεί του ποσού των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το  μη αποδοθέν υπόλοιπο του εκδοθέντος ηλεκτρονικού χρήματος, η Τράπεζα της  Ελλάδος εξασφαλίζει ότι το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος θα λάβει τα  κατάλληλα  μέτρα για την άμεση αποκατάσταση της απαιτούμενης σχέσης μεταξύ των μεγεθών  αυτών. Για το σκοπό αυτόν, και μόνο προσωρινά, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί  να επιτρέψει στο ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καλύψει τις  χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις του, από το μη αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος που έχει εκδώσει, με  άλλα στοιχεία εκτός από εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μέχρι ποσού  που δεν υπερβαίνει το χαμηλότερο από τα ακόλουθα ποσά:

α) ποσό ίσο με το 5% των πιο πάνω χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων ή

β) το ποσό των ιδίων κεφαλαίων του.

Άρθρο 20δ
Κανόνες εσωτερικής διαχείρισης των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος
Τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούνται να έχουν χρηστή και συνετή  διαχείριση, καλή διοικητική οργάνωση, πρόσφορες λογιστικές διαδικασίες και  επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που να ανταποκρίνονται στους  χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς κινδύνους στους οποίους είναι  εκτεθειμένα, συμπεριλαμβανομένων του λειτουργικού κινδύνου, καθώς και των  κινδύνων που συνδέονται με τη συνεργασία με οποιαδήποτε επιχείρηση που  διενεργεί λειτουργικές ή άλλες βοηθητικές εργασίες σχετιζόμενες με τις  επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Σημ.: όπως το άρθρο 20δ προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003 και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 20ε
Εξακρίβωση της τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος
Η τήρηση των υποχρεώσεων του προηγούμενου άρθρου, καθώς και η τήρηση των εν  γένει απαιτήσεων και περιορισμών, που καθορίζονται σε σχέση με τη  δραστηριότητα των ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος αποτελεί αντικείμενο  εποπτείας και ελέγχου από την Τράπεζα της Ελλάδος, με αποφάσεις της οποίας  μπορούν να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που υποχρεούνται  οποτεδήποτε να της παρέχουν τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, καθώς και οι  λεπτομέρειες και η διαδικασία εξακρίβωσης της τήρησης των απαιτήσεων και  σχετικών περιορισμών.

Σημ.: όπως το άρθρο 20ε προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003 και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 20στ
Εξαιρέσεις
Σημ.: όπως το άρθρο 20στ προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003 και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 55 παράγραφος 21 του  Καταστατικού  της, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να εξαιρεί ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος  από την εφαρμογή διατάξεων του νόμου αυτού, εφόσον πληρούται τουλάχιστον ένα  από τα πιο κάτω κριτήρια:

α) Η δραστηριότητα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί στην ανάληψη από τον  εκδότη συνολικού ποσού χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη αποδοθέν  υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει κανονικά μεν τα  τρία εκατομμύρια ευρώ, ουδέποτε δε τα τέσσερα εκατομμύρια ευρώ.

β) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο  πληρωμής μόνο από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 42ε,  παράγραφος 5 του Κ.ν. 2190/1920, οι οποίες και διενεργούν λειτουργικές ή  άλλες βοηθητικές εργασίες σχετικές με το ηλεκτρονικό χρήμα, το οποίο εκδίδει  ή διανέμει το ίδρυμα.

γ) Το ηλεκτρονικό χρήμα που εκδίδεται από το ίδρυμα γίνεται δεκτό ως μέσο  πληρωμής μόνο από περιορισμένο αριθμό επιχειρήσεων, οι οποίες μπορούν να  διακριθούν σαφώς λόγω:

αα) της εγκατάστασής τους σε περιορισμένη περιοχή ή

ββ) των στενών οικονομικών ή επιχειρηματικών τους σχέσεων με το ίδρυμα –  εκδότη, όπως ύπαρξη κοινών μέσων προώθησης πωλήσεων ή διανομής.

2. Τα υπό στοιχεία β΄ και γ΄ κριτήρια εξαίρεσης της προηγούμενης παραγράφου  αναγνωρίζονται ως τέτοια, εφόσον η δραστηριότητα της έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος οδηγεί σε συνολικό ποσό χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων από το μη  αποδοθέν υπόλοιπο του ηλεκτρονικού χρήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό  των οκτώ εκατομμυρίων ευρώ. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναπροσαρμόζει  τα  όρια των κριτηρίων εξαίρεσης, τα οποία, πάντως, δεν είναι δυνατόν να  υπερβαίνουν, στην περίπτωση του υπό στοιχείο α΄ κριτηρίου, τα ποσά των πέντε  και έξι εκατομμυρίων ευρώ, αντίστοιχα.

3. Για τα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος που εξαιρούνται από διατάξεις του  παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις δύο πρώτες παραγράφους, ισχύουν τα ακόλουθα:

α) η ανώτατη ικανότητα αποθήκευσης ανά ηλεκτρονικό υπόθεμα που τίθεται στη  διάθεση των κομιστών για τη διενέργεια πληρωμών δεν μπορεί να υπερβαίνει τα  εκατόν πενήντα ευρώ,

β) υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον μία φορά  το χρόνο και μέχρι τρεις μήνες από την περίοδο αναφοράς, έκθεση περί των  δραστηριοτήτων τους, η οποία περιλαμβάνει το συνολικό ποσό των συναφών με το  ηλεκτρονικό χρήμα χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων που υπέχουν, καθώς και άλλα  στοιχεία που είναι δυνατόν να καθορίζονται με απόφαση της Τράπεζας της  Ελλάδος,

γ) δεν καλύπτονται από τις ρυθμίσεις αμοιβαίας αναγνώρισης που προβλέπονται  στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Άρθρο 20ζ
Συμπληρωματική εφαρμογή διατάξεων
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε το άρθρο 20ζ προστέθηκε με το άρθρ.15 Ν.3148/2003,     ΦΕΚ Α 136/5.6.2003 και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2, 3 και 4, τα ιδρύματα  ηλεκτρονικού χρήματος υπόκεινται, κατ` αναλογία, στις διατάξεις του νόμου  αυτού για τα πιστωτικά ιδρύματα.

2. Οι διατάξεις των άρθρων 5, 9, 14, 15, 16, 23, 24 και 27 έως και 36 δεν  εφαρμόζονται στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος.

3. Οι ρυθμίσεις για την αμοιβαία αναγνώριση που προβλέπονται στο Κεφάλαιο Γ`  του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται σε άλλες δραστηριότητες ιδρυμάτων  ηλεκτρονικού χρήματος εκτός από την έκδοση ηλεκτρονικού χρήματος.

4. Στα ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος εφαρμόζονται μόνο οι αναφορές σε  πιστωτικά ιδρύματα που περιλαμβάνονται:

α) στον Κ.ν. 2190/1920,

β) στο ν. 2331/1995 (ΦΕΚ 173 Α`) και τη λοιπή εν γένει νομοθεσία περί  πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές  δραστηριότητες,

γ) στο ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α`),

δ) στα π.δ. 267/1995 (ΦΕΚ 149 Α`) και 33/2000 (ΦΕΚ 27 Α`).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
Διάφορα θέματα

Άρθρο 21
Επαγγελματικό απόρρητο-Υπηρεσιακό απόρρητο
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  Ολα  τα  πρόσωπα  που  ασκούν  ή έχουν ασκήσει δραστηριότητα για   λογαριασμό της Τράπεζας  της  Ελλάδος  και  οι  εντεταλμένοι  από  την   Τράπεζα  της  Ελλάδος  ελεγκτές  ή  εμπειρογνώμονες  υποχρεούνται στην   τήρηση  του  επαγγελματικού  απορρήτου,  οποίο,  συνεπάγεται  ότι   οι   πληροφορίες   που   περιέρχονται   σ`   αυτούς  κατά  την  άσκηση  των   επαγγελματικών καθηκόντων τους σε σχέση με τη βάσει των άρθρων 18  και   19  του  παρόντος αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος δεν επιτρέπεται   να γνωστοποιούνται σε κανένα απολύτως πρόσωπο ή δημόσια αρχή παρά μόνο   με συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή ώστε να μην προκύπτει  η  ταυτότητα   το  συγκεκριμένου  πιστωτικού ιδρύματος. Οι παραβάτες του προηγουμένου   εδαφίου τιμωρούνται κατά τις διατάξεις του  άρθρου  371  του  Π.Κ.  Σε   περίπτωση  πτώχευσης  ή  αναγκαστικής διαχείρισης πιστωτικού ιδρύματος   κατόπιν  δικαστικής  απόφασης  επιτρέπεται  στα  παραπάνω  πρόσωπα   η   ανακοίνωση  των  εμπιστευτικών  πληροφοριών που δεν αφορούν σε τρίτους   που αναμείχθηκαν στις προσπάθειες διάσωσης  του  πιστωτικού  ιδρύματος   στα πλαίσια των διαδικασίων του Αστικού ή Εμπορικού Δικαίου.

2.  Η  Τράπεζα  της Ελλάδος μπορεί να ανταλλάσει, με τις αντίστοιχες   εποπτικές αρχές των άλλων Κρατών-Μελών, πληροφορίες που σχετίζονται με   την κατά το άρθρο 18 του παρόντος αρμοδιότητα της, υπό  την  επιφύλαξη   τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στην παράγραφο 1   του παρόντος άρθρου.

3.  Η  Τράπεζα  της  Ελλάδος χρησιμοποιεί τις κατά τις διατάξεις των   παραγράφων 1 και 2 του παρόντος  πληροφορίες  κατά  την  ενάσκηση  των   αρμοδιοτήτων  της  για  την  έρευνα  συνδρομής  των όρων πρόσβασης στη   δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος για τη διευκόλυνση της εποπτείας σε   ατομική  και  σε  ενοποιημένη  βάση,  των  όρων  ασκήσης   αυτής   της   δραστηριότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά την εποπτεία της ρευστότητας, της   φερεγγυότητας,  της  συγκεντρωσης  πιστωτικών  κινδύνων  καθώς και της   λογιστικής οργάνωσης  και  των  μηχανισμών  εσωτερικού  έλεγχου,  όπως   επίσης  και  για  την  επιβολή  κυρώσεων  ή  και κατά την ενάσκηση των   αρμοδιοτήτων της στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαφορών.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών, με τις αρμόδιες αρχές ή οργανισμούς τρίτων χωρών όπως ορίζονται στην παράγραφο 5 και 5α του άρθρου 21 του παρόντος νόμου, μόνον εάν οι κοινοποιούμενες πληροφορίες καλύπτονται, όσον αφορά το επαγγελματικό απόρρητο, από εγγυήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών ή οργανισμών.

Εάν η συγκεκριμένη πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος – μέλος, μπορεί να κοινοποιηθεί μόνο μετά από ρητή έγκριση των αρμόδιων αρχών που τη διαβίβασαν και, όπου αυτό ισχύει, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους δόθηκε η έγκριση αυτή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 12 Ν.2937/2001       ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

5. Επιτρέπεται υπό τον όρο τηρήσεως των προϋποθέσεων της  παραγράφου   1  αυτού  του  άρθρου,  η  ανταλλαγή  πληροφοριών  μεταξύ αφ` ενός της   Τράπεζας της Ελλάδος και αφ` ετέρου του  Υπουργού  Εθνικής  Οικονομίας   κατά  την  ενάσκηση  των  αρμοδιοτήτων  του  σύμφωνα με το π.δ. 437/19   Σεπτεμ. 1985 άρθρο 4 παράγραφος 2 (ΦΕΚ 157 Α`), του Υπουργού  Εμπορίου   κατά   την   ενάσκηση   των   καθηκόντων  εποπτείας  των  ασφαλιστικών   επιχειρήσεων και του Προέδρου της Επιτροπής  Κεφαλαιοαγοράς  κατά  την   ενάσκηση  των  προβλεπομένων  από  την ισχύουσα νομοθεσία αρμοδιοτήτων   του, καθώς και των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής, κατά την,   σύμφωνα προς τον κανονισμό της Βουλής, ενάσκηση των καθηκόντων τους.

Επιτρέπεται επίσης η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της  Τραπέζας  της   Ελλάδος  και  των  προσώπων  τα  οποία  νόμιμα μετέχουν σε διαδικασίες   εκκαθάρισης  ή  πτώχευσης  πιστωτικών   ιδρυμάτων,   καθώς   και   των   αναγνωρισμένων ελεγκτών, στους οποίους έχουν νόμιμα ανατεθεί καθήκοντα   ελέγχου των λογαριασμών των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων.

Παράλληλα επιτρέπεται η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος κοι αφετέρου του Υπουργού Ανάπτυξης κατά την ενάσκηση των κοθηκόντων εποπτεiας των ανωνύμων εταιρειών, καθώς και των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία των προσώπων και οργάνων του αμέσως προηγούμενου εδαφίου, με την προϋπόθεση ότι οι πληροφορίες αυτές προορίζονται για την εκπλήρωση της εποπτικής αποστολής των εν λόγω αρχών και υπό τον όρο της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 του άρθρου 4 του          Π.Δ.258/1997 (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

5α. Εάν ο Υπουργός Ανάπτυξης, κατά την ενάσκηση των καθηκόντων που αναφέρονται στο τρίτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου, χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες εντεταλμένων προς τούτο, λόγω ειδικών προσόντων, προσώπων που δεν ανήκουν στη δημόσια διοίκηση, η βάσει του εν λόγω εδαφίου ανταλλαγή πληροφοριών μπορεί, μετά σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος, να επεκταθεί και στα πρόσωπα αυτά.

Η ανταλλαγή πληροφοριών λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους όρους του ίδιου ως άνω εδαφίου κοι αφού ο Υπουργός Ανάπτυξης έχει προηγουμένως γνωστοποιήσει στην Τράπεζα της Ελλάδος την ταυτότητα και το ακριβές  περιεχόμενο της εντολής των προσώπων στα οποία διαβιβάζονται οι πληροφορίες”.

Σημ.: όπως η παρ.5α προστέθηκε με την παρ.2 του άρθρου 4 του Π.Δ.258/1997        (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

6.  Η  Τράπεζα  της  Ελλάδος μπορεί να γνωστοποιεί σε αρχές όργανα ή   πρόσωπα των άλλων Κρατών-Μελών των  Ε.Κ.  αντίστοιχα  προς  αυτά,  που   αναφέρονται  στην  παράγραφο  5  αυτού  του άρθρου τις πληροφορίες που   είναι απαραίτητες για την άσκηση της εποπτικής τους  αποστολής,  καθώς   και σε οργανισμούς που είναι αρμόδιοι για την εγγύηση των καταθέσεων.

7. Επιτρέπεται, υπό τον όρο τηρήσεως της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αφενός της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής και αφετέρου των κεντρικών τραπεζών και άλλων οργανισμών, που είτε ασκούν τη νομισματική πολιτική σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής `Ενωσης είτε ως δημόσιες αρχές ασκούν εποπτεία επί των συστημάτων πληρωμών, τα οποία λειτουργούν σε κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής `Ενωσης, για την εκπλήρωση της αποστολής της Τράπεζας της Ελλάδος ως εποπτικής αρχής, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και της αποστολής των λοιπών αρχών.

Οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος που ασκούν τις πιο πάνω αρμοδιότητες καθορίζονται με απόφαση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 του άρθρου 4 του       Π.Δ.258/1997 (Α 185/ΟΔ.95/26/ΕΚ)

8. Η διαβίβαση από την Τράπεζα της Ελλάδος πληροφοριών που προέρχονται από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών – μελών επιτρέπεται μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση των αρχών αυτών και μόνο για τους σκοπούς ως προς τους οποίους οι αρχές αυτές έδωσαν τη συγκατάθεσή τους”

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 του άρθρου 4 του        Π.Δ.258/1997 (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

9. Υπό τον όρο της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακοινώνει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο σε γραφείο συμψηφισμού ή παρόμοιο οργανιμό αναγνωρισμένο από το εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής `Ενωσης, να παρέχει υπηρεσίες συμψηφισμού ή διακανονισμού συναλλαγών στις αγορές χρήματος, διαπραγματευσίμων τίτλων ή παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, εάν θεωρεί ότι η ανακοίνωση αυτή είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των εν λόγω οργανισμών σε σχέση με αδυναμίες εκπλήρωσης των υποχρεώσεων, έστω και δυνητικές των συμμετεχόντων στις αγορές αυτές.

Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.6 του άρθρου 4 του           Π.Δ.258/1997 (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

10.   Σε   περίπτωση  παράβασης  των  διατάξεων  περί  επαγγελματικού   απορρήτου  του  παρόντος  άρθρου   εφαρμόζονται   οι   κυρώσεις,   που   προβλέπονται από το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.

Σημ.: όπως  αναριθμήθηκε με την παρ.6 του άρθρου    4 του Π.Δ.258/1997 (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ)

Άρθρο 21α

Σημ.: όπως το άρθρο 21Α προστέθηκε με την παρ.1 του άρθρου 6 του Π.Δ.258/1997 (Α 185/Συμμόρφωση ΟΔ.95/26/ΕΚ) και ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1 .α. Οι ορκωτοί ελεγκτές οι οποίοι διενεργούν βάσει του Π.Δ. 226/92 έλεγχο των ετήσιων και ενοποιημένων λογαριασμών των πιστωτικών ιδρυμάτων ή κάθε άλλη νόμιμη αποστολή, στα πλαίσια των καθηκόντων τους, υποχρεούνται να γνωστοποιούν ταχέως στην Τράπεζα της Ελλάδος αναφορικά με το πιστωτικό ίδρυμα που ελέγχουν, κάθε απόφαση ή γεγονός που περιήλθε εις γνώση τους κατά την άσκηση της αποστολής τους, εφόσον αυτή η απόφαση ή το γεγονός είναι δυνατό:
– ν` αποτελέσει ουσιαστική παράβαση των νομοθετικών ή κονονιστικών διατάξεων που θεσπίζουν τις προϋποθέσεις λειτουργίας ή διέπουν ειδικά την άσκηση δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων,
– να θίξουν τη συνέχεια της εκμετάλλευσης του πιστωτικού ιδρύματος ή να οδηγήσουν σε άρνηση της έγκρισης λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.
β. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τα ως άνω πρόσωπα όσον αφορά τα γεγονότα και τις αποφάσεις των οποίων έλαβαν γνώση στα πλαίσια μιας αποστολής, όπως αναφέρεται στο σημείο α της παρούσης παραγράφου, αποστολής η οποία εκπληρούται σε μια επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς απορρέοντες από δεσμό ελέγχου με το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο το πρόσωπο αυτό εκπληρώνει την προαναφερόμενη αποστολή.
2. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος γεγονότων ή αποφάσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παρόγραφο 1, από πρόσωπα που ορίζονται στην ίδια παράγραφο, δεν αποτελεί παράβαση τυχόν πε- ριορισμού γνωστοποίησης πληροφοριών που επιβάλλεται από σύμβαση ή νομοθετική ή κανονιστική ή διοικητική διάταξη και δεν συνεπάγεται καμιά ευθύνη για τα πρόσωπα αυτά”.

Άρθρο 22
Μέτρα εποπτείας – κυρώσεις
Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1α. Με την επιφύλαξη εφαρμογής των οικείων ποινικών διατάξεων και των   άρθρων  8  και  17  του  παρόντος,  σχετικά  με  την  ανάκληση  άδειας   λειτουργίας  του  πιστωτικού  ιδρύματος,  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  σε   περίπτωση   διαπίστωσης   παράβασης  των  νομοθετικών  ή  κανονιστικών   ρυθμίσεων σχετικά με τον έλεγχο ή την άσκηση των  δραστηριοτήτων  τους   μπορεί  να  επιβάλλει  κατά  των  πιστωτικών ιδρυμάτων και των νομικών   εκπροσώπουν και διευθυνόντων αυτά, τις κυρώσεις που  προβλέπονται  στο   ν.δ.  588/1948  (ΦΕΚ 85 Α`) στον α.ν. 1665/1951, το π.δ. 861/1975 (ΦΕΚ   275 Α`), που κυρώθηκε με το ν. 236/1975 (ΦΕΚ 283 Α`) όπως ισχύουν.

Επίσης στην περίπτωση  αυτήν,  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  δύναται  με   απόφαση  της  να  απαγορεύει  στα πιστωτικά ιδρύματα τη διενέργεια και   άλλων πράξεων πέρα από αυτές που αναφέρονται στο  άρθρο  11  του  α.ν.   1665/1951.  Η  Τραπέζα  της Ελλάδος μπορεί να επιβάλλει την απαγόρευση   αυτήν και στις περιπτώσεις που τα  πιστωτικά  ιδρύματα  αντιμετωπίζουν   σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας ή και φερεγγυότητας εφόσον, κατά την κρίση   της, η διενεργεία των εν λόγω πράξεων θα επιδείνωνε το πρόβλημα αυτό.

β. Οταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παρουσιάζει σημαντικά μειωμένη ρευστότητα με πιθανολογούμενη ανεπάρκεια ιδίων κεφαλαίων είναι δυνατόν, για λόγους προστασίας των καταθετών και άλλων πιστωτών του, να ορισθεί, με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδίδεται μετά προηγούμενη ακρόαση του νόμιμου εκπροσώπου του πιστωτικού ιδρύματος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, παράταση του χρόνου εκπλήρωσης ορισμένων ή του συνόλου των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος για χρονικό διάστημα μέχρι δύο (2) μηνών, που μπορεί να ανανεωθεί, με νεότερη Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για ένα (1) ακόμη μήνα. Με την ίδια ως άνω Πράξη και για το αυτό χρονικό διάστημα διορίζεται στο πιστωτικό ίδρυμα Επίτροπος, ο οποίος έχει τις εξουσίες που αναφέρονται στην παρ. 3 του άρθρου 8 του α.ν. 1665/1951. Δεν απαιτείται ο διορισμός που προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο εάν έχει ήδη διορισθεί Επίτροπος στο πιστωτικό ίδρυμα.

Κατά τη διάρκεια της ως άνω παράτασης αναστέλλονται οι προθεσμίες και η άσκηση των διαδικαστικών πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του πιστωτικού ιδρύματος.

Το ίδιο ισχύει για τις αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και κήρυξης της πτώχευσης.

Η παράταση της εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων τερματίζεται αυτοδικαίως με τη λήξη της αναφερόμενης στην Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος προθεσμίας, μπορεί δε να αρθεί, με νεότερη Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, και πριν από την πάροδο του χρόνου που ορίζεται στην προγενέστερη πράξη.

Η παράταση της εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων δεν συνιστά καθεαυτήν περίπτωση “μη διαθέσιμης κατάθεσης” κατά την έννοια του άρθρου 6 του Ν. 2832/2000, ούτε περίπτωση παύσης πληρωμών κατά την έννοια του άρθρου 526 Εμπ. Ν..

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε      με το άρθρο 38 Ν.2937/2001 ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

2.  Η Τράπεζα της Ελλάδος εφόσον διαπιστώσει ότι πιστωτικό ίδρυμα με   έδρα σε χώρα των Ε.Κ. που διαθέτει υποκατάστημα στην Ελλάδα ή  παρέχει   υπηρεσίες  στο  έδαφος της δεν τηρεί τις διατάξεις του παρόντος νόμου,   απαιτεί την εκ μέρους του συμμόρφωση σε αυτές.

Εάν το ενδιαφερόμενο  πιστωτικό  ίδρυμα  δεν  συμμορφωθεί  προς  τις   διατάξεις  αυτές, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνει σχετικά την αρμόδια   αρχή  του   Κράτους-Μέλους   καταγωγής   του   πιστωτικού   ιδρύματος,   προκειμένου  να  λάβει τα κατάλληλα μέτρα για τον τερματισμό αυτής της   κατάστασης.

Εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα, παρά τη λήψη των μέτρων  αυτών  από  την   αρμόδια  αρχή  του Κράτους-Μέλους καταγωγής ή λόγω ακαταλλήλοτητας των   μέτρων αυτών ή διότι δεν ελήφθησαν καθόλου τέτοια μέτρα εξακολουθεί να   παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος,  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  αφού   ενημερώσει προηγουμένως την αρμόδια αρχή της χώρας καταγωγής, λαμβάνει   μέτρα για την πρόσληψη ή την καταστολή νέων παραβάσεων ή εφόσον κρίνει   τούτο  απαραίτητο,  απαγορεύει  στο πιστωτικό ίδρυμα να διενεργεί νεές   πράξεις στο ελληνικό έδαφος.

3. Οι κυρώσεις κατά του παραβαίνοντος  τις  διατάξεις  του  παρόντος   νόμου  πιστωτικού  ιδρύματος επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της   Τράπεζας της Ελλάδος, που  κοινοποιείται  στο  υποκατάστημα  του  στην   Ελλάδα  και  η  οποία μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον   του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος πριν από την  έναρξη  της  διαδικασίας  της   παραγράφου  2 του άρθρου αυτού μπορεί να χωρήσει στα αναγκαία κατά την   κρίση της εξασφαλιστικά, εξώδικα  ή  δικαστικά  μέτρα  προστασίας  των   συμφερόντων  των  καταθέτων,  των  επενδυτών  ή των άλλων προσώπων στα   οποία παρέχονται  οι  υπηρεσίες,  ενημερώνοντας  προς  το  σκοπό  αυτό   σχετικά την Επιτροπή των Ε.Κ. και την αρμόδια αρχή στου Κράτους-Μέλους   καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.

5.   Σε   περίπτωση  ανάκλησης  της  άδειας  λειτουργίας  πιστωτικού   ιδρύματος από την αρμόδια αρχή του  Κράτους-Μέλους  καταγωγής  του,  η   Τράπεζα της Ελλάδος απαγορεύει στο πιστωτικό αυτό ίδρυμα τη διενέργεια   νέων πράξεων στην ελληνική επικράτεια και λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα   διασφάλισης των συμφερόντων των καταθετών.

6. Σε περίπτωση άσκησης δραστηριότητας χωρίς την απαιτούμενη από την ισχύουσα νομοθεσία άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος, η τελευταία μπορεί να επιβάλλει κατά του παραβάτη με Πράξη του Διοικητή της ή εξουσιοδοτούμενων από αυτόν οργάνων, πρόστιμο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μέχρις ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ.

Το όριο του προστίμου αναπροσαρμόζεται με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Ανεξαρτήτως της παραπάνω ή τυχόν άλλων προβλεπόμενων κυρώσεων είναι δυνατή η σφράγιση των γραφείων και εγκαταστάσεων του παραβάτη από όργανα της Τράπεζας τηςΕλλάδος με τη συνδρομή της αστυνομικής αρχής κατά τους όρους του νόμου.

Σημ.: όπως η παρ.6 προστέθηκε με το άρθρο 38 Ν.2937/2001,       ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.

Άρθρο 23
Μεταβατικές διατάξεις
Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

1.  Με εξαίρεση τις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2-5 και   11 παρ. 1-3 οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται και  επί  των   υποκαταστημάτων   των   ελληνικών   πιστωτικών  ιδρυμάτων,  που  είναι   εγκατεστημένα κατά την 1.1.93 στα λοιπά Κράτη-Μέλη των Ε.Κ. καθώς  και   επί   των   υποκαταστημάτων  πιστωτικών  ιδρυμάτων  προελεύσεως  άλλων   Κρατών-Μελών, που είναι εγκατεστημένα και  λειτουργούν  κατά  την  πιο   πάνω ημερομηνία στην Ελλάδα.

2.  Τα  υποκαταστήματα  των  πιστωτικών ιδρυμάτων που έχουν την έδρα   τους σε άλλα κράτη μέλη των Ε.Κ. και λειτουργούν κατά  την  ημερομηνία   ισχύος του παρόντος νόμου στην Ελλάδα, έχουν δικαίωμα ελεύθερης χρήσης   εντός  ή  εκτός  Ελλάδας  των κεφαλαίων, που εισήχθησαν και παρέμειναν   στην Ελλάδα με βάση τις διατάξεις της αποφ. Ν.Ε.  301/3/12.2.81,  όπως   τροποποιήθηκε μεταγενέστερα.

Άρθρο 24
Κατάλογος δραστηριοτήτων στις οποίες αναφέρονται       τα άρθρα 2 παρ. 6, 10 παρ. 1, 11 παρ. 1, 13       παρ. 1, 14   παρ. 1, 15 παρ. 5 και 19 παρ. 3

1.  Οι  δραστηριότητες στις οποίες αναφέρονται τα άρθρα 2 παρ. 6, 10   παρ. 1, 11 παρ. 1, 13 παρ. 1, 14 παρ. 1, 15 παρ. 5 και 19 παρ. 3 είναι   οι εξής:

α. αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων.

β. χορήγηση πιστώσεων συμπεριλαμβανομένων και των  πράξεων  πράξεων   πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων,

γ. χρηματοδοτική μίσθωση (leasing),

δ. πράξεις διενέργειας πληρωμών και μεταφοράς κεφαλαίων,

ε.  έκδοση και διαχείριση μέσων πληρωμής (πιστωτικών και χρεωστικών   καρτών, ταξιδιωτικών και τραπεζικών επιταγών),

στ. εγγυήσεις και αναλήψεις υποχρεώσεων,

ζ.  συναλλαγές  για  λογαριασμό  του  ίδιου  του  ιδρύματος  ή  της   πελατείας του, σε:

α. μέσα χρηματαγοράς (αξιόγραφα, πιστοποιητικά καταθέσεων κλπ.)

β. συνάλλαγμα,

γ.     προθεσμιακά    συμβόλαια    χρηματοπιστωτικων    τίτλων    ή   χρηματοκοοικονομικά δικαιώματα,

δ. συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων και νομισμάτων,

ε. κινητές αξίες,

η. συμμετοχές σε  εκδόσεις  τίτλων  και  παροχή  συναφών  υπηρεσιών   περιλαμβανομένων   ειδικότερα  και  των  υπηρεσιών  αναδόχου  εκδόσεων   τίτλων,

θ. παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις όσον  αφορά  τη  διάρθρωση  του   κεφαλαίου,  τη βιομηχανική στρατηγική και συναφή θέματα και συμβουλών,   καθώς και υπηρεσιών  στον  τομέα  της  συγχώνευσης  και  της  εξαγοράς   επιχειρήσεων,

ι. μεσολάβηση στις διατραπεζικές αγορές,

ια.  διαχείριση  χαρτοφυλακίου ή παροχή συμβουλών για τη διαχείριση   χαρτοφυλακίου,

ιβ. φύλαξη και διαχείριση κινητών αξιών,

ιγ.  εμπορικές  πληροφορίες,  περιλαμβανομένων  και  των  υπηρεσιών   αξιολόγησης πιστοποιητικής ικανότητας πελατών,

ιδ. εκμίσθωση θυρίδων.

2.  Ειδικά  προκειμένου  περί  των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν   στην  Ελλάδα,  καθώς  και  υποκαταστημάτων  πιστωτικών  ιδρυμάτων  που   εδρεύουν   σε   τρίτες   εκτός  Ε.Κ.  χώρες  η  άσκηση  των  πιο  πάνω   δραστηριοτήτων πραγματοποιείται με την επιφύλαξη των ισχουσών  γενικών   διατάξεων.

Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 25
Διατήρηση αρμοδιοτήτων
Με  την  επιφύλαξη  των διατάξεων του παρόντος νόμου δεν θίγονται οι   αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος κατά το ν.δ. 588/1988, τον  α.ν.   1665/1951,  το π.δ. 861/1975, που κυρώθηκε με το ν. 236/1975 και το ν.   1266/1982 (ΦΕΚ 81 Α`).

Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 26
Καταργούμενες-τροποποιούμενες διατάξεις
Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου τροποποιούνται  ή  καταργούνται   οι ακόλουθες διατάξεις:

1. Το άρθρο 7 του α.ν. 1665/1951 (ΦΕΚ 31 Α`) αντικαθίσταται ως εξής:

“Καθέ  τροποποίηση  καταστατικών  διατάξεων πιστωτικού ιδρύματος που   αφορούν σε  αύξηση  μετοχικού  κεφαλαίου  ή  σε  μεταβολή  ονομαστικής   έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Η εν λόγω τροποποίηση γνωστοποιείται   στην  Τράπεζα  της  Ελλάδος μέσα σε προθεσμία 5 ημερών από τη λήψη της   σχετικής απόφασης.

2. Η παράγραφος 2 του  άρθρου  2  του  ν.  5422/1932  (ΦΕΚ  133  Α`)   αντικαθίσταται ως εξής:     “2.  Η  αγορά  και  πώληση συναλλάγματος και ξένων τραπεζογραμματίων   ασκείται από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και   από άλλα πρόσωπα, που ορίζει η Τράπεζα  της  Ελλάδος.  Η  Τράπεζα  της   Ελλάδος  διατηρεί  το  δικαίωμα  να  απαγορεύει  τη διενεργεία πράξεων   συναλλάγματος από συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα ή πρόσωπο”.

3. Καταργείται το άρθρο 7 του ν. 5638/1932 (ΦΕΚ 307 Α`).

4.  Καταργείται  η  διάταξη  της  παραγράφου  2  του  άρθρου  1  του   διατάγματος  της  22ης  Σεπτεμβρίου  1931  (ΦΕΚ  376 Α`) που προβλέπει   ειδική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την ίδρυση της Κτηματικής   Τράπεζας.

5. Καταργείται το ν.δ. 3838/1958 (ΦΕΚ 141 Α`).

6. Η περίπτωση α` του άρθρου 3  παρ.  1  του  κωδικοποιημένου  νόμου   3221/1924 περί κτηματικών τραπεζών αντικαθίσταται ως ακολούθως:

“α. Η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, με εμπράγματη ασφάλεια, καθώς   και  η  έκδοση  με βάση τα δάνεια αυτά κτηματικών ομολογιών ανωνύμων ή   ονομαστικών ή εις διαταγήν.”

Στο άρθρο 4 του ανωτέρω νόμου προστίθενται περιπτώσεις ζ`, η` και θ`   που έχουν ως ακολούθως:

“ζ) Να διενεργηθούν κάθε άλλη εργασία  επιβοηθητική,  παρεπόμενη  ή   συμπληρωματική του έργου τους, όπως αυτό καθορίζεται στο παρόν και στο   προηγούμενο άρθρο και ειδικότερα να εφαρμόζουν κάθε σύγχρονη τραπεζική   τεχνική για την άντληση κεφαλαίων και την παροχή πιστώσεων.

η)  να  χορηγούν πιστώσεις μέσω πιστωτικών δελτίων, καθώς και λοιπά   δάνεια και πιστώσεις με προσωπική ασφάλεια κατόπιν  έγκρισης  και  υπό   τους  ειδικοτέρους  όρους  και  προϋποθέσεις  που  θέτει η Τράπεζα της   Ελλάδος.

θ) Να παρέχουν υπηρεσίες επενδύσεων κατόπιν έγκρισης και  υπό  τους   όρους και προϋποθέσεις που θέτει η Τράπεζα της Ελλάδος”.

Η  περίπτωση  γ)  του  άρθρου  5 του κωδικοποιημένου νόμου 3221/1924   καταργείται.

Η παρ. 1 του άρθρου 19 του ν. 3221/1924 όπως  ισχύει  αντικαθίσταται   ως ακολούθως:

“1.  Με  την  επιφύλαξη  των διατάξεων των περιπτώσεων β` και γ` του   άρθρου 3 και της περιπτώσεως ή του άρθρου 4,  οι  κτηματικές  τράπεζες   δανείζουν με εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτων πλήρους κυριότητας”.

7.  Η  διάταξη του άρθρου 2 ν.2292/1953 αντικαθίσταται ως   ακολούθως:

“Στις Γενικές Συνέλευσεις των μετόχων της Τραπέζας της  Ελλάδος,  τα   νομικά   πρόσωπα  δημόσιου  δικαίου,  οι  δημόσιοι  οργανισμοί  κοινής   ωφέλειας ως και τα ασφαλιστικά ταμεία που είναι μέτοχοι εκπροσωπούνται   από τον Υπουργό Οικονομικών Εργασίας Υγείας  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων ή του υπό τούτων οριζομένου κοινού εκπροσώπου τους, με βάση   κοινή  δήλωση τους, που κοινοποιείται στην Τράπεζα της Ελλάδος 48 ώρες   προς της συνεδριάσεως”.

8. Διατάξεις νόμων που ρυθμίζουν θέματα  καταστατικού  των  τραπεζών   που  έχουν  έδρα  στην  Ελλάδα καταργούνται. Τα υφιστάμενα καταστατικά   διατηρούν  την  ισχύ  τους  και  μπορούν  να  τροποποιηθούν  κατά  τις   διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών.

9. “Η εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ/τος 17/7-13/8/23 επεκτείνεται αυτόματα σε όλα τα, κατά την έννοια του παρόντος νόμου πιστωτικά ιδρύματα, αφότου δοθεί η άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος για τη λειτουργία τους”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.3 άρθρ.16         Ν.2601/1998 Α 16.

10.  Οι  διατάξεις  που  προβλέπουν  ποινικές  κυρώσεις σε περίπτωση   παράβασης της νομοθεσίας περί συναλλάγματος καταργούνται. Οι παραβάτες   των διατάξεων αυτών υποχρεούνται να καταβάλουν την Τράπεζα της Ελλάδος   ισόποσο  συνάλλαγμα  με  την  εξαιτίας  της   παράβασης   μείωση   του   συναλαγματικού  αποθέματος  της  χώρας  νομιμότοκα με το προεξοφλητικό   επιτόκιο πλέον τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, που ισχύει κατά το  χρόνο   της  εκχώρησης,  στη  χώρα  που κυκλοφορεί αναγκαστικά το συγκεκριμένο   νόμισμα. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως τους  εφαρμόζονται  αναλόγως  οι   διατάξεις  περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Οι μέχρι οι διατάξεις περί   εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Οι μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος  νόμου   εκκρεμείς  ποινικές  υποθέσεις,  που  αφορούν  σε  παραβάσεις της περί   συναλλάγματος  νομοθεσίας  εκδικάζονται  σύμφωνα  με  την  προϊσχύουσα   νομοθεσία.

11.  Λογαριασμοί  συναλλάγματος  κατοίκων  εσωτερικού  σε  πιστωτικό   ίδρυμα στην Ελλάδα τροφοδοτούνται από το εξωτερικό ή το  εσωτερικό  με   κάθε μορφής συνάλλαγμα και με ξένα τραπεζογραμμάτια.

Η  συναλαγματική  προέλευση των κεφαλαίων με τα οποία τροφοδοτούνται   οι πιο πάνω λογαριασμοί δεν ελέγχεται.

Άρθρο 27
Εκτοκισμός δανείων

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην  Ελλάδα  υποχρεούνται  να   παύουν  τον  εκτοπισμό δανείων μετά τη συμπλήρωση χρονικού διαστήματος   “έξι μηνών”, κατά το οποίο λογισθέντες τόκοι επί  των  δανείων  αυτών   παραμένουν  ανείσπρακτοι.  Μετά  την  πάροδο  του  ως  άνω “εξαμήνου”   επιτρέπεται   μόνο   ο   εξωλογιστικός   προσδιορισμός   των    τόκων,   περιλαμβανομένων   και   τυχόν   τόκων   υπερημερίας,   οι  οποίοι  θα   λογιστικοποιούνται όταν και εφόσον εισπράττονται.  Ειδικά  προκειμένου   περί   δανείων   με   τη  μορφή  αλληλόχρεων  λογαριασμών,  εφόσον  οι   λογιζόμενοι και μη εισπραττόμενοι  τόκοι,  προσαυξάνουν  τα  χρεωστικά   υπόλοιπα  των  λογαριασμών,  θα  πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον ισόποση   πίστωση των λογαριασμών αυτών εντός του  εξαμήνου  που  έπεται  της   ημερομηνίας  λογισμού  των τόκων προκειμένου να μη παύσει ο εκτοκισμός   των δανείων.                                                               Σημ.: όπως τροποποιήθηκε    με το άρθρο 38 Ν.2937/2001, ΦΕΚ Α 169/26.7.2001.Ισχύς από 1.1.2002.και  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με  το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

2. Απαγορεύεται σε πιστωτικό ίδρυμα να χορηγεί νεά  δάνεια  για  την   πληρωμή  οφειλομένων  σε  αυτό  ληξιπρόθεσμων  τόκων με απότελεσμα την   αναστολή εφαρμογής της διάταξης της παρ. 1 καθώς και  ρύθμιση  οφειλών   ισοδύναμου  αποτελέσματος  εκτός εάν πρόκειται για σύμβαση γενικότερης   ρύθμισης οφειλών των δανειολήπτη, που θα στηρίζεται σε εμπεριστατωμένη   μελέτη από  το  πιστωτικό  ίδρυμα  της  δυνατότητας  εξυπηρέτησης  των   ρυθμιζομένων οφειλών με βάση συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα.

Απαγορεύεται  επίσης  η κεφαλαιοποίηση τόκων, που δεν προβλέπεται σε   αρχική δανειακή σύμβαση μεσομακροπρόθεσμης χρηματοδότησης ή σε σύμβαση   γενικότερης ρύθμισης οφειλών κατά τα ανωτέρω.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με  το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

3. Εξουσιοδοτείται η Τράπεζα της Ελλάδος να παρέχει  διευκρινιστικές   οδηγίες για την εφαρμογή των ανωτέρω προβλέψεων της παραγράφου αυτής.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με  το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

4.  Η  περίπτωση  γ` του άρθρου 9 του ν. 1676/1986 αντικαθίσταται ως   εξής:

“γ. επί των ακαθάριστων εδόδων, κατά το χρόνο κατά  τον  οποίο  αυτά   έγιναν  αντικείμενο  δικαιώματος, το οποίο είναι ώριμο για να ασκηθεί,   με εξαίρεση τους επισφαλείς ή μη εισπράξιμους τόκους  απαιτήσεων,  που   ορίζει  το άρθρο μόνο του α.ν. 396/1968, για τους οποίους η φορολογική   υποχρέωση γεννιέται  κατά  τη  λογιστικοποίηση  τους  στα  βιβλία  της   Τράπεζας”.

Το  φορολογητέρο  εισόδημα  των  πιστωτικών  ιδρυμάτων προσαρμόζεται   σύμφωνα με τις προβλέψεις των παραγράφων  1,  2  και  4  του  παρόντος   άρθρου.

Άρθρο 28
Νόμιμο ενέχυρο υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος
Επί  των  κατατεθειμένων  υποχρεωτικώς  ή προαιρετικώς εκ μέρους των   πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδος τίτλων του  Δημοσίου,  η   Τράπεζα  της  Ελλάδος  έχει νόμιμο ενέχυρο για την κάλυψη των εκάστοτε   χρεωστικών υπολοίπων των τρεχουμένων λογαριασμών που τηρούν  τα  λοιπά   πιστωτικά ιδρύματα σ` αυτήν.

Σε περίπτωση κατά την οποία ανωτέρω υπόλοιπα δεν καλύπτονται δια του   ενεχύρου  οι  οφειλέτες  υποχρεούνται  σε  συμπλήρωση  του  εντός  δύο   εργάσιμων ημερών.

Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 29
Γενική ρύθμιση
Τα πιστωτικά ιδρύματα στα οποία  έχουν  εφαρμογή  οι  διατάξεις  του   παρόντος  νόμου  υπόκεινται  και  στις  διατάξεις  της  ισχύουσας περί   τραπεζών νομοθεσίας, εφόσον αυτές δεν  έρχονται  σε  αντίθεση  με  τις   διατάξεις του παρόντος νόμου.

Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

Άρθρο 30
Απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης

1.   Από  την  1.1.1994  και  εφεξής,  η  Τράπεζα  της  Ελλάδος  δεν   επιτρέπεται να  παρέχει  προκαταβολές  ή  οποιαδήποτε  άλλη  πιστωτική   διευκόλυνση    στο    ελληνικό   Δημόσιο,   σε   οργανισμούς   τοπικής   αυτοδιοίκησης,  νομικά  πρόσωπα  δημοσίου  δικαίου  και  σε   δημόσιες   επιχειρήσεις  ούτε  να  αγοράζει απευθείας τίτλους των πιο πάνω φορέων   κατά την έκδοση τους. Κατά τη διάρκεια του έτους 1993, το προβλεπόμενο   από το άρθρο 5 παρ. 1 του  ν.  1266/1982  όριο  προκαταβολών  από  την   Τράπεζα  της  Ελλάδος  προς  το  ελληνικό  Δημόσιο  δεν επιτρέπεται να   αυξηθεί κατά ποσό μεγαλύτερο εκείνου που αντιστοιχεί σε ποσοστό  πέντε   στα εκατό (5%) της αύξησης έναντι του 1992 του συνόλου των δαπάνων του   τακτικού προυπολογισμού και του προγράμματος δημόσιων επενδύσεων.

Σημ.: όπως  ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 92 παρ.1 Ν.3601/2007,ΦΕΚ Α 178/1.8.2007

2. Από της 1.1.1994 το άρθρο του ν. 1266/1982 καταργείται.

Άρθρο 31
Εφαρμογή του Κοινοτικού Δικαίου
Χρονικό  όριο  χρήσεως της εξουσιοδοτήσεως πλαισίου του άρθρου 4 του   ν. 1338/1983, (ΦΕΚ 34 Α`), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του  ν.   1440/1984  (ΦΕΚ  70  Α`) και τροποποιήθηκε από το άρθρο 7 του ν. 1775/  1988 (ΦΕΚ 101 Α`), ορίζεται η 31 Δεκεμβρίου 1995.

Άρθρο 32
Σημ.: όπως Το άρθρο 32 καταργήθηκε με την παρ.8 του άρθρου 18 του Ν.2231/1994 (Α      139)

Άρθρο 33

1. Με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση  του  Υπουργού  Εθνικής   Οικονομίας,  μπορούν να κωδικοποιηθούν σε ενιαίο κείμενο υπό τον τίτλο   “Χρηματιστήριο  Αξιών”  όλες  οι  διατάξεις  της  νομοθεσίας  για   τα   Χρηματιστήρια,  μεταγλωτιζόμενες  στη  δημοτική  γλώσσα  και  κατά  το   μονοτονικό σύστημα.

2. Κατά την κωδικοποίηση επιτρέπεται ή νέα διάρθρωση της νομοθετικής   ύλης, η διάσπαση ή συγχώνευση άρθρων  ή  απάλειψη  των  διατάξεων  που   έχουν  ρητά ή σιωπηρά καταργηθεί και των μεταβατικών διατάξεων που δεν   ισχύουν, η διόρθωση φράσεων που περιέχουν κανόνες που καταργήθηκαν,  η   ενέργεια  διορθώσεων και προσαρμογών στη φραστική διατύπωση, καθώς και   κάθε άλλη αναγκαία προσαρμογή με την ισχύουσα νομοθεσία.

Άρθρο 34
Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων   μπορεί  να  ανατίθεται  η  εκτίμηση της ακίνητης περιουσίας των Φορέων   Κοινωνικής Ασφάλισης απευθείας σε οποιοδήποτε ν.π.δ.δ. ή  τράπεζα  του   δημόσιου τομέα.

Η   σχετική   δαπάνη  βαρύνει  το  Λογαριασμό  Βελτίωσης  Κοινωνικής   Ασφάλισης.

Άρθρο 35

1.Οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης δύναται να συστήνουν  όλοι  μαζί  ή   κατά  ομάδες  ανώνυμες εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων, στις   οποίες θα συμμετέχει μία  νόμιμα  λειτουργούσα  στην  Ελλάδα  τράπεζα,   τηρουμένων των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 26 του ν. 1969/1991.

2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και   Υγείας,   Πρόνοιας   και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  συγκροτείται  ειδική   επιτροπή εμπειρογνωμόνων, τουλάχιστον πενταμελής, μετά από πρόταση της   επιτροπής κεφαλαιοαγοράς, με έργο την  αξιολόγηση  των  προσφορών  των   εταιρειών διαχείρισης της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 1902/1990.

Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο χρόνος  περαίωσης  του  έργου  της   επιτροπής,  η  αμοιβή  των  μελών  που  θα  βαρύνει κατά περίπτωση τον   ενδιαφερόμενο φορέα κοινωνικής ασφάλισης καθώς και κάθε  αναγκαία  για   το θέμα αυτό λεπτομέρεια.

Η   γνωμοδότηση   της  επιτροπής  εμπειρογνωμόνων  κατατίθεται  στον   ενδιαφερόμενο  φορέα  κοινωνικής  ασφάλισης,  το  Δ.Σ.    του   οποίου   αποφασίζει περί της κατακύρωσης της ανάθεσης σε διαχειριστικά εταιρεία   των συγκροτούμενων βάσει των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν.   1902/1990 αμοιβαίων κεφαλαίων.

3. Οι  φορείς κοινωνικής ασφάλισης που ανταλλάσσουν κινητές αξίες με   μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων βάσει των διατάξεων της παρ. 2 του  άρθρου   49  του  ν.1969/1991,  απαλλάσσονται εκτός  των  λοιπών  απαλλαγών των   διατάξεων αυτών και από τις επιβαρύνσεις των δικαιωμάτων  μεταβιβάσεως   των ονομαστικών μετοχών.

Άρθρο 36
Εναρξη ισχύος

1.  Με  εξαίρεση  τις  διατάξεις της παρ. 2 ο παρών νόμος τίθεται σε   ισχύ από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

2. Οι διατάξεις των πιο κάτω άρθρων τίθενται σε ισχύ την 1.1.1993.

Αρθρο 10 (παρ. 1 εως 6), 11, 13, 14, 15, 17 παρ. 3, 18 παρ. 1Β,  19,   20 παρ. 1, 22 παρ. 2-5, 23 και 24.

Παραγγέλουμε   τη   δημοσίευση   του  παρόντος  στην  Εφημερίδα  της   Κυβερνήσεως και την εκτέλεση του ως Νόμου του Κράτους.

Μύκονος, 31 Ιουλίου 1992

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΗΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ                     ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΣΤ. ΜΑΝΟΣ                                ΙΩ. ΠΑΛΑΙΟΚΡΑΣΣΑΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ

ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ  ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΔΗΜ. ΣΙΟΥΦΑΣ

Μ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

ΕΜΠΟΡΙΟΥ

Α. ΑΝΔΡΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους

Αθήνα, 31 Ιουλίου 1992

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΜΙΧ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ