ΝΟΜΟΣ 2042 ΦΕΚ Α 75 /14.5.1992

Αύξηση των συντάξεων και άλλες ασφαλιστικές διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ  ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδουμε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1
Αύξηση συντάξεων

1. Οι συντάξεις και τα βοηθήματα,  που  καταβάλλει  το  Δημόσιο  και   μέχρι  του  ακαθάριστου ποσού των διακοσίων χιλιάδων (200.000) δραχμών   μηνιαίως  αυξάνονται  κατά  ποσοστό  τρία  τοις  εκατό  (3%)  από  1ης   Ιανουαρίου  1992  και  κατά ποσοστό τρία ακόμη τοις εκατό (3%) από 1ης   Ιουλίου 1992 επί του  ποσού  αυτών,  όπως  έχει  διαμορφωθεί  την  31η   Δεκεμβρίου  1991  και  όπως  θα  διαμορφωθεί  την  30ή  Ιουνίου  1992,   αντίστοιχα. Για το  τμήμα  σύνταξης  άνω  του  ακαθάριστου  ποσού  των   διακοσίων   χιλιάδων  (200.000)  δραχμών  δεν  χορηγείται  αύξηση.  Ως   συντάξεις ή βοηθήματα νοούνται ποσά,  που  λαμβάνονταν  υπόψη  για  τη   χορήγηση  της Α.Τ.Α., καθώς και τα ποσά που αντιστοιχούν στις αυξήσεις   που προβλέπει η αριθ. 64117/2589/24.12.1990 κοινή απόφαση των Υπουργών   Εθνικής  Οικονομίας,  Οικονομικών,  Υγείας,  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων  και Εργασίας, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 24 του ν. 1947/  1991 (ΦΕΚ 70 Α`). Από 1ης Ιουλίου 1992 και  εφεξής,  λαμβάνεται  υπόψη   και  το  ποσό,  που  αντιστοιχεί  στην κατά 3% αύξηση του προηγούμενου   εξαμήνου.

2. Οι  αυξήσεις  της  προηγούμενης  παραγράφου  χορηγούνται  και  σε   εκείνους που θα καταστούν συνταξιούχοι μετά την 1ην Ιανουαρίου 1992. Η   καταβολή τους αρχίζει από την ημερομηνία που αρχίζει και η σύνταξη.

3.  Εάν για οποιαδήποτε αιτία επέλθει μεταβολή στο ποσό της σύνταξης   ή του βοηθήματος, όπως αυτά ορίζονται  στην  παράγραφο  1  του  άρθρου   αυτού,  μεταβάλλεται  και το ποσό της αύξησης με βάση τη νέα σύνταξη ή   το βοήθημα, από τη χρονολογία που επέρχεται η μεταβολή.

4. Η αύξηση της  παρ.  1  καταβάλλεται  και  σε  συνταξιούχους,  που   απασχολούνται  και ως μισθωτοί στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός   έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις της παρ.  6  του  άρθρου  1  του  ν.   1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α`), εφόσον δεν θα λάβουν αύξηση από τη μισθωτή τους   υπηρεσία,  αν  όμως  λάβουν αύξηση από την υπηρεσία τους, εφαρμόζονται   ανάλογα οι διατάξεις, που διέπουν τη χορήγηση της Α.Τ.Α..

5. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού έχουν ανάλογη εφαρμογή και για  τις   συντάξεις  των υπαλλήλων, που δεν συνταξιοδοτούνται μεν από το Δημόσιο   διέπονται όμως  από  το  ίδιο  νομοθετικό  καθεστώς  βάσει  ιδιαίτερων   νομοθετημάτων,  που  είτε  παραπέμπουν  στις  διατάξεις  των  δημοσίων   υπαλλήλων είτε επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές, καθώς και   για τις συντάξεις των σιδηροδρομικών, που διέπονται  από  το  καθεστώς   του ν.δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276 Α`) όπως ισχύει.

6. Ειδικά για το έτος 1992, τα κατώτατα όρια συντάξεων, καθώς και οι   συντάξεις  του Ι.Κ.Α., Ι.Κ.Α.-Τ.Ε.Α.Μ., Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Ε.Α.Μ., των Ειδικών   Ταμείων της παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α`), ως  και   του  Ν.Α.Τ. και του κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης Ναυτικών του ν. 1482/  1984 (ΦΕΚ 153 Α`), αυξάνονται κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του  άρθρου   αυτού.  Για  το τμήμα σύνταξης άνω του ακαθάριστου ποσού των διακοσίων   χιλιάδων (200.000) δραχμών δεν χορηγείται αύξηση.

7. Οι αυξήσεις της παρ. 1 του άρθρου  αυτού  χορηγούνται  και  στους   συνταξιούχους των ταμείων ή κλάδων επικουρικής ασφάλισης, για τα οποία   προβλέπεται  αύξηση των συντάξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου   39 του ν.1469/1984 (ΦΕΚ 111 Α`).

8.  α.  Οπου  από  τη  νομοθεσία  των  ασφαλιστικών  οργανισμών  δεν   παρέχεται  εξουσιοδότηση  για αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και των   συντάξεων με υπουργική απόφαση ή προβλέπεται άλλη διαδικασία  για  την   αύξηση  αυτήν,  είναι  δυνατόν  τα  ποσά των ασφαλιστικών εισφορών και   συντάξεων των οργανισμών αυτών να αυξάνονται με απόφαση  του  Υπουργού   Υγείας,  Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από γνώμη του Δ.Σ.   του οικείου ταμείου.

β. Η αύξηση αυτή μπορεί να  γίνει  και  πέρα  από  τις  αποδοχές  ή   ανώτατα  όρια,  που  προβλέπονται για τον υπολογισμό των συντάξεων και   εισφορών, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις των οικείων  ασφαλιστικών   φορέων.

γ. Στην περίπτωση που μετά από ποσοστιαία αύξηση των εισφορών με τη   διαδικασία  αυτήν  επακολουθήσει  αύξηση των αποδοχών πάνω στις οποίες   υπολογίζονται οι ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με τις  διατάξεις  της   νομοθεσίας  του  ασφαλιστικού  οργανισμού,  ο υπολογισμός των εισφορών   γίνεται  κατ`  εφαρμογή  των  διατάξεων  αυτών,  εκτός   αν   οι   ήδη   καταβαλλόμενες   εισφορές   είναι  ανώτερες,  οπότε  καταβάλλονται  οι   ανώτερες αυτές εισφορές.

Άρθρο 2
Ανώτατο όριο συντάξεων

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 55 του Κώδικα Πολιτικών και   Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ 292 Α`), όπως συμπληρώθηκε   με την παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 1976/1991, αντικαθίσταται ως εξής:

“4. Το  καθαρό  ποσό  σύνταξης  ή  το  άθροισμα  των  καθαρών  ποσών   συντάξεων,  που  δικαιούται  κάθε άμεσος ή έμμεσος συνταξιούχος από το   Δημόσιο, ν.π.δ.δ., ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής   ασφάλισης, δεν επιτρέπεται να  υπερβαίνει  το  50πλάσιο  του  εκάστοτε   τεκμαρτού ημερομισθίου της κατά το άρθρο 37 του α.ν.1846/1951 (ΦΕΚ 179   Α`)  22ης  ασφαλιστικής  κλάσης,  εφόσον έστω και σε έναν από τους πιο   πάνω φορείς η εισφορά του εργοδότη υπερβαίνει, κατά το χρόνο  απονομής   της  σύνταξης,  την  εισφορά του ασφαλισμένου ή υπάρχει υπέρ του φορέα   κοινωνικός πόρος  ή  επιβάρυνση  τρίτων  ή  ο  εργοδότης  ενισχύει  με   οποιονδήποτε   τρόπο  τον  ασφαλιστικό  φορέα.   Στον  περιορισμό  του   προηγούμενου εδαφίου υπάγονται οι συντάξεις, οι οποίες  απορρέουν  από   μισθό,  ο  οποίος  καθορίζεται  με  τυπικό  νόμο ή υπουργική απόφαση ή   συλλογική σύμβαση, οι συντάξεις των αναπήρων και θυμάτων  πολέμου  και   των  εξομοιούμενων  με  αυτούς,  οι χορηγίες δημάρχων και κοινοταρχών,   καθώς  και  οι  συντάξεις,  που  προέρχονται   από   ελεύθερη   άσκηση   επαγγέλματος και από αυτοαπασχόληση. Ως καθαρό ποσό σύνταξης λογίζεται   το ποσό, που απομένει  μετά από την αφαίρεση  από  το ακαθάριστο  ποσό    συντάξεως του δικαιούχου των κάθε είδους κρατήσεων,  που κατά νόμο τον   βαρύνουν  και  του  φόρου εισοδήματος  και της  εισφοράς  Ο.Γ.Α.,  που    αναλογεί  στο ποσό αυτό.  Για τον υπολογισμό του φόρου δεν  λαμβάνεται   υπόψη  ο  φόρος,  που  αντιστοιχεί  για   τυχόν  άλλα  εισοδήματα  του   συνταξιούχου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θεωρείται ότι έχει σύζυγο και   δύο τέκνα που τον βαρύνουν”.

2. Η ασφαλιστική κλάση, που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 16   του  ν.  1902/1990  για  τον  υπολογισμό του ανώτατου ορίου συντάξεων,   ορίζεται από 1ης Ιανουρίου 1992 η 22η, ως ποσό δε  σύνταξης  λογίζεται   το   καθαρό   ποσό,   όπως   προσδιορίζεται  από  τις   διατάξεις  της   προηγούμενης παραγράφου.

3. Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1ης Ιανουαρίου 1992.

Άρθρο 3
Διατήρηση συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων
Στο  τέλος  του  άρθρου  83  του  Κώδικα  Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων π.δ.  1041/1979 (ΦΕΚ 292 Α`)  προστίθεται  παράγραφος  4  ως   εξής:

“4. Το προσωπικό του Υπουργείου Γεωργίας,  το  οποίο  μεταφέρεται  ή   εντάσσεται,  σύμφωνα  με  τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1845/1989   (ΦΕΚ 102 Α`), στο Εθνικό Ιδρυμα  Αγροτικής  Ερευνας  (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.)  και   κατά  το χρόνο μεταφοράς ή ένταξης είχε τη δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα,   εξακολουθεί να διατηρεί τα συνταξιοδοτικά του  δικαιώματα  έναντι  του   Δημοσίου και όλη η υπηρεσία του στο ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε., από το χρόνο μεταφοράς   ή  ένταξης  και  εφεξής, λογίζεται για κάθε συνέπεια ότι διανύθηκε στο   Δημόσιο. Το ίδιο ισχύει και για το επί συμβάσει προσωπικό εφόσον  κατά   το  χρόνο μεταφοράς ή ένταξής του είχε υπαχθεί στις διατάξεις του ν.δ.   874/1971 (ΦΕΚ 81 Α`).

Το προσωπικό της παραγράφου αυτής εξακολουθεί να ασφαλίζεται και στα   ταμεία επικουρικής ασφάλισης και  πρόνοιας,  στα  οποία  είχε  υπαχθεί   μέχρι  τη  μεταφορά  ή  ένταξή  του  στο  ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.,  καθώς  και στην   υγειονομική περίθαλψη του Δημοσίου.

Το λοιπό προσωπικό, καθώς και το νεοπροσλαμβανόμενο  στο  ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.   υπάγεται στην κοινή ασφάλιση του Ι.Κ.Α. α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α`).

Άρθρο 4
Επιλογή ασφαλιστικού φορέα μετατασσόμενων υπαλλήλων

1.  Στο  τέλος  του  άρθρου 84 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών   Συντάξεων προστίθενται παράγραφοι 9 και 10 ως εξής:

” 9. Τακτικοί υπάλληλοι του  Δημοσίου,  οι  οποίοι  μετατάσσονται  ή   μεταφέρονται,  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1876/1990   (ΦΕΚ 27 Α`), όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις  της  παρ.  1  του   άρθρου  56  του  ν.  1943/1991  (ΦΕΚ  50  Α`),  σε οργανισμούς τοπικής   αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά πρόσωπα  δημόσιου  δικαίου  (ν.π.δ.δ.),   δικαιούνται να επιλέξουν την παραμονή τους στο συνταξιοδοτικό καθεστώς   του  Δημοσίου  αντί  του  συνταξιοδοτικού  καθεστώτος του φορέα κύριας   ασφάλισης, στο οποίο υπάγεται το τακτικό προσωπικό της υπηρεσίας  στην   οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται και όλη η υπηρεσία από το χρόνο της   μετάταξης  ή  μεταφοράς  τους και εφεξής λογίζεται ότι παρασχέθηκε στο   Δημόσιο για κάθε συνέπεια. Το ίδιο ισχύει και για  τους  επί  συμβάσει   υπαλλήλους του Δημοσίου, οι οποίοι κατά το χρόνο μετάταξης ή μεταφοράς   τους, είχαν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.δ. 874/1971.    10.  Τακτικοί  υπάλληλοι  οργανισμών  τοπικής  αυτοδιοίκησης ή άλλων   νομικών  προσώπων  δημόσιου  δικαίου,  οι   οποίοι   μετατάσσονται   ή   μεταφέρονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ν. 1876/1990,   όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 56 του ν. 1943/1991,   στο  Δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή σε άλλα νομικά   πρόσωπα δημόσιου δίκαιου, δικαιούνται να επιλέξουν την  παραμονή  τους   στο  συνταξιοδοτικό καθεστώς του φορέα κύριας ασφάλισης, που υπάγονται   μέχρι τη μετάταξη ή μεταφορά τους, αντί του συνταξιοδοτικού καθεστώτος   του φορέα κύριας ασφάλισης, στο οποίο υπάγεται  το  τακτικό  προσωπικό   της  υπηρεσίας,  στην  οποία  μετατάσσονται  ή  μεταφέρονται και όλη η   υπηρεσία από τη μεταφορά ή μετάταξή  τους  και  εφεξής  λογίζεται  ότι   παρασχέθηκε  στην υπηρεσία από την οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται.   Οι διατάξεις των δύο πρώτων εδαφίων της παρ. 9 και  της  παρ.  14  του   άρθρου  20  του  ν.  1735/1987  (ΦΕΚ  195  Α`) δεν έχουν εφαρμογή στην   προκειμένη περίπτωση. Εργοδοτικές  εισφορές  για  κύρια  σύνταξη,  που   βάρυναν την προηγούμενη υπηρεσία, βαρύνουν τη νέα τους υπηρεσία από το   χρόνο της μετάταξης ή μεταφοράς τους”.

2.  Τακτικοί  υπάλληλοι  του  Δημοσίου,  των  ο.τ.α.  και  των άλλων   ν.π.δ.δ., οι οποίοι  μετατάσσονται  ή  μεταφέρονται,  σύμφωνα  με  τις   διατάξεις  της  προηγούμενης παραγράφου, εφόσον επιλέξουν την παραμονή   τους στο συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας ασφάλισης, στο οποίο υπάγονται   μέχρι τη μετάταξη  ή  μεταφορά  τους,  διατηρούν  υποχρεωτικά  και  τα   αντίστοιχα  ταμεία  επικουρικής  ασφάλισης,  πρόνοιας και υγειονομικής   περίθαλψης, στα οποία υπάγονται μέχρι  τη  μετάταξη  ή  μεταφορά  τους   θεωρούμενοι ότι ουδέποτε εξήλθαν από την ασφάλισή τους.

Εργοδοτικές εισφορές, που τυχόν βάρυναν την προηγούμενη υπηρεσία για   επικουρική  ασφάλιση,  πρόνοια  και  υγειονομική  περίθαλψη,  βαρύνουν   εφεξής τη νέα τους υπηρεσία.  Αν  όμως,  υπαχθούν  στο  συνταξιοδοτικό   καθεστώς  κύριας  ασφάλισης  των τακτικών υπαλλήλων της υπηρεσίας στην   οποία μετατάσσονται ή  μεταφέρονται,  υπάγονται  υποχρεωτικά  και  στο   αντίστοιχο  καθεστώς  επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής   περίθαλψης των υπαλλήλων αυτών από το χρόνο της μετάταξης ή  μεταφοράς   τους.

3.  Η επιλογή του συνταξιοδοτικού φορέα των αναφερομένων στην παρ. 1   γίνεται  με  υπεύθυνη  δήλωση  του  ν.  1599/1986  (ΦΕΚ  75  Α`),  που   υποβάλλεται  στην υπηρεσία στην οποία μετατάσσονται ή μεταφέρονται και   δεν μπορεί να ανακληθεί.

Η προθεσμία για την υποβολή της δήλωσης  είναι  έξι  (6)  μήνες  και   αρχίζει,  για  όσους  μεν  έχουν  ήδη  μεταταγεί ή μεταφερθεί, από την   έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, για όσους δε πρόκειται να μεταταγούν  ή   να  μεταφερθούν μετά την ισχύ του παρόντος, από την ημερομηνία έκδοσης   της σχετικής πράξης. Οσοι από τους  μετατασσομένους  ή  μεταφερομένους   είχαν  συνταξιοδοτικό  φορέα  κατ`  εφαρμογή  των  διατάξεων των νόμων   1583/1985 (ΦΕΚ 222 Α`), 1813/1988 (ΦΕΚ 243 Α`), 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α`)   και 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α`), η επιλογή τους παραμένει ισχυρή.

4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν  ανάλογη  εφαρμογή   και  για τους αποσπωμένους κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του ν. 1943/  1991, από οποιονδήποτε φορέα της  παρ.  1  του  άρθρου  αυτού  και  αν   προέρχονται,  οι  οποίοι εν συνεχεία μετατάσσονται στις υπηρεσίες, που   αποσπώνται.

5. Η προβλεπόμενη από το τρίτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 9 του ν.   1902/1990 προθεσμία επιλογής συνταξιοδοτικού  φορέα  παρατείνεται  για   ένα τρίμηνο, που αρχίζει από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού.

Άρθρο 5
Διατάξεις για το Ταμείο Νομικών

1.   Η   παράγραφος  8  του  άρθρου  29  του  ν.δ.  4114/1960,  όπως   αντικαταστάθηκε  από  τη  διάταξη  του  άρθρου  16  του  ν.  730/1977,   τροποποιείται ως εξής:

“8  α.  Σε  περίπτωση, που οι ασφαλισμένοι δεν τηρούν το ασφαλιστικό   τους βιβλιάριο, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφίου γ` της παραγράφου 10   του παρόντος, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του  ν.   1090/1980  ή  το τηρούν ελλιπώς, έχουν την υποχρέωση να εξοφλήσουν την   οφειλή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του  άρθρου  21   του ν. 1976/1991.

Ο  υπολογισμός  των  πρόσθετων τελών αρχίζει από τη λήξη της δίμηνης   προθεσμίας παράδοσης του ασφαλιστικού βιβλιαρίου.

Σε περίπτωση αναπροσαρμογής των εισφορών η  προσαύξηση  υπολογίζεται   με  το  ίδιο  τρόπο  από  την ημερομηνία, που οι ασφαλιστικές εισφορές   καθίστανται απαιτητές και επί του ποσού  των  αναπροσαρμοσμένων  αυτών   εισφορών.

β.  Χρόνος  ασφάλισης,  που  έχει  διαγραφεί  από το συνολικό χρόνο   ασφάλισης, σύμφωνα με τις προϊσχύουσες διατάξεις θεωρείται συντάξιμος,   ύστερα από αίτηση που  θα  υποβάλει  ο  ασφαλισμένος  ή  συνταξιούχος,   εφόσον  έχουν  καταβληθεί  οι  εισφορές, οι οποίες προσαυξάνονται κατά   ποσοστό 50% στο ποσό που ίσχυε κατά το χρόνο της καταβολής.

Τα ποσά αυτά σε περιπτώσεις συνταξιούχων είναι δυνατό να  εξοφληθούν   σε 12 ισόποσες μηνιαίες δόσεις και να παρακρατηθούν από τη σύνταξη.

Τα  οικονομικά  αποτελέσματα  από τον υπολογισμό του πιο πάνω χρόνου   αρχίζουν από την ημερομηνία εξόφλησης ολόκληρου του ποσού της οφειλής.

γ. Θεωρούνται νόμιμες οι αποφάσεις του  Δ.Σ.  του  Ταμείου  με  τις   οποίες  υπολογίστηκε  ο χρόνος ασφάλισης κατά παρέκκλιση των διατάξεων   της παρ. 8 του άρθρου 29 του ν.δ. 4114/1960, όπως αντικαστάθηκε με  το   άρθρο  16  του ν.730/1977 και ίσχυαν πριν από την αντικατάστασή της με   την παρ. 1 του άρθρου αυτού”.

2. Η παράγραφος 6 του άρθρου 13 του ν.δ. 4114/1960 αντικαθίσταται ως   εξής:

“6. Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί με απόφασή  του,  που  εγκρίνεται   από  τον  Υπουργό  Υγείας,  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων,  να   αναθέτει με προμήθεια ή άλλη αποζημίωση σε μία ή και περισσότερες  από   τις  αναγνωρισμένες  τράπεζες  ή  τα ταχυδρομικά γραφεία, σε δημόσιους   υπαλλήλους ασφαλισμένους και μη, στα  δημόσια  ταμεία  και  τα  Ταμεία   Προνοίας   Δικηγόρων,  καθώς  και  στους  Δικηγορικούς  Συλλόγους  την   είσπραξη των πόρων του Ταμείου, την πώληση των ενσήμων και την πληρωμή   των παροχών.

Η ισχύς της διάταξης αυτής αρχίζει από 1/1/1990”.

3. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση  του  Υπουργού   Υγείας,  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων,  ύστερα  από γνώμη του   διοικητικού  συμβουλίου  του  Ταμείου  Νομικών  και   του   Συμβουλίου   Κοινωνικής    Ασφάλειας,    είναι   δυνατό   να   συμπληρώνονται,   να   τροποποιούνται και να αντικαθίστανται οι διατάξεις της νομοθεσίας  του   Ταμείου,  που  αφορούν  τα  ασφαλιζόμενα  πρόσωπα, τον τρόπο απόδειξης   άσκησης  του  επαγγέλματος  των  ασφαλισμένων  του,  τις  προϋποθέσεις   απονομής των παροχών, το είδος, την έκταση και το ύψος των παροχών, τη   διαδικασία   χορήγησής   τους,  τους  λόγους  έκπτωσης  και  αναστολής   καταβολής των παροχών, την παραγραφή των  αξιώσεων  στις  παροχές,  το   χρόνο  έναρξης  και λήξης του δικαιώματος στις παροχές, την αναγνώριση   χρόνου υπηρεσίας, το ποσό της εισφοράς  για  την  αναγνώριση  και  τον   τρόπο εξαγοράς του, την απόδειξη της ηλικίας των ασφαλισμένων του, την   τήρηση  μητρώου  ασφαλισμένων,  το ύψος, τη βεβαίωση, την είσπραξη και   τις συνέπειες καθυστέρησης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών.

Άρθρο 6
Τρόπος είσπραξης ασφαλιστικών εισφορών Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε., Τ.Σ.Α.

1. Στο άρθρο 33 του ν. 1902/1990 προστίθεται παράγραφος 6, που  έχει   ως εξής:

“6.  Με  τον  Κανονισμό που εκδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του   επόμενου  άρθρου  είναι  δυνατόν  να  προβλέπεται   η   είσπραξη   των   ασφαλιστικών  εισφορών των Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α. με την εφαρμογή   μηχανογραφικού συστήματος. Στη περίπτωση αυτή, με τον ίδιο  Κανονισμό,   καθορίζεται  και  ο  τρόπος  και  ο  χρόνος είσπραξης των ασφαλιστικών   εισφορών, ως και οι συνέπειες από την καθυστέρηση καταβολής τους”.

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 34 του ν. 1902/1990  αντικαθίσταται  ως   εξής:

“1.  Η  καταβολή  των  μηνιαίων  εισφορών από τους ασφαλισμένους των   Τ.Ε.Β.Ε., Τ.Α.Ε. και Τ.Σ.Α. γίνεται σε  μετρητά  στις  υπηρεσίες  κάθε   Ταμείου   ή  υποκαταστήματα  τραπεζών  που  συνεργάζονται  με  αυτά  ή   υποκαταστήματα άλλων υπηρεσιών, που λειτουργούν με τη μορφή ν.π.δ.δ. η   ν.π.ι.δ. ή  δημόσιας  επιχείρησης  ή  δημόσιου  οργανισμού  και  έχουν   σύμβαση με τα ανωτέρω Ταμεία για την είσπραξη των εσόδων τους.

Το  Ταμείο  αποστέλλει  στον υπόχρεο ασφαλισμένο του, μέσα στο τρίτο   δεκαήμερο κάθε μήνα, δελτίο ασφάλισης και εισφορών, το οποίο  περιέχει   όλα  τα  ατομικά και ασφαλιστικά στοιχεία του υποχρέου και το ύψος της   εισφοράς του μήνα αποστολής.

Ο ασφαλισμένος καταβάλλει την αναγραφόμενη στο δελτίο εισφορά, εντός   του επομένου μήνα από εκείνο στον οποίο ανάγεται αυτή,  στην  υπηρεσία   του   Ταμείου   ή  στις  συνεργαζόμενες  με  αυτό  τράπεζες  ή  άλλους   οργανισμούς.

Η μετά την πάροδο του μήνα καταβολή της  εισφοράς  γίνεται  μόνο  σε   υπηρεσίες του Ταμείου.

Σε όλες τις περιπτώσεις ένα απόκομμα του δελτίου αυτού παραμένει στα   χέρια του καταβάλλοντος”.

3.  Η  παράγραφος 4 του άρθρου 34 του ν. 1902/1990 αντικαθίσταται ως   εξής:

“4. Με Κανονισμό, που εκδίδεται από  το  διοικητικό  συμβούλιο  κάθε   ταμείου και εγκρίνεται από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων,  καθορίζεται  η  διαδικασία  εφαρμογής των οριζομένων στην   παράγραφο 1, ο τύπος και το περιεχόμενο των μηχανογραφικών αποδείξεων,   καθώς και ο χρόνος αποστολής αυτών,  οι  αρμόδιες  υπηρεσίες  για  την   είσπραξη   των   αποδείξεων,   ο   τρόπος  τηρήσεως  των  ασφαλιστικών   λογαριασμών, η μηχανογραφική  παραγωγή  των  απαραίτητων  ασφαλιστικών   στοιχείων  προς χρήση των ασφαλισμένων και των υπηρεσιών κάθε Ταμείου,   ως και κάθε  σχετική  λεπτομέρεια.  Μέχρι  να  εφαρμοσθεί  το  σύστημα   καταβολής  των  εισφορών  σε  μετρητά, η είσπραξη των εισφορών σε κάθε   Ταμείο εξακολουθεί να πραγματοποιείται κατά τις ισχύουσες διατάξεις”.

4. Στο άρθρο 3 του ν.δ. 4435/1964 (ΦΕΚ 217 Α`),  όπως  τροποποιήθηκε   με το ν.δ. 4521/1966, προστίθεται τέταρτο εδάφιο, που έχει ως εξής:

“Οπου   εφαρμόζεται  μηχανογραφικό  σύστημα  για  την  είσπραξη  των   εισφορών η προθεσμία των  έξι  (6)  μηνών  αρχίζει  από  τη  λήξη  του   χρονικού  διαστήματος,  στο  οποίο  ανάγεται  η  εισφορά που πρέπει να   καταβληθεί.”

Άρθρο 7
Υπολογισμός εφάπαξ βοηθήματος Ταμείου Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων
Για  τον  υπολογισμό  του  εφάπαξ  βοηθήματος, που χορηγήθηκε από το   Ταμείο Προνοίας Δημοσίων Υπαλλήλων  (Τ.Π.Δ.Υ.)  σε  ασφαλισμένους  του   κατά  το χρονικό διάστημα από 1/1/1984-30/4/1985, λαμβάνεται υπόψη και   το 25% της διαφοράς των αποδοχών, που προέκυψε από  την  κατάταξη  των   ανωτέρω σε μισθολογικά κλιμάκια βάσει του ν. 1505/1984, συμψηφιζομένων   των  προβλεπόμενων  από  το  καταστατικό του Ταμείου εισφορών, που δεν   έχουν καταβληθεί.

Χρηματικές  απαιτήσεις, που  προκύπτουν  από   υπολογισμό   ποσοστού   μεγαλύτερου  του  ανωτέρω  δεν  αναγνωρίζονται, εκκρεμείς δε δίκες που   αφορούν τέτοιες απαιτήσεις καταργούνται.

Άρθρο 8
Ανάθεση εργασιών ασφαλιστικών οργανισμών

1. Οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, που  εποπτεύονται  από  το  Υπουργείο   Υγείας,  Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορούν ύστερα από απόφαση   του Δ.Σ. αυτών, εγκρινομένης από  τον  Υπουργό  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων,  να  αναθέτουν  σε  φυσικά  ή  νομικά  πρόσωπα   δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου τις ακόλουθες εργασίες.

α)  Τη  μελέτη,  καταγραφή,  αποτίμηση,  αξιολόγηση   και   υποβολή   προτάσεων για αξιοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων.

β) Τη διοικητική και οικονομική οργάνωση των υπηρεσιών τους.

γ)  Το  κλείσιμο  των  ισολογισμών-απολογισμών  και τη λογιστική εν   γένει ενημέρωση.

δ) Τη μελέτη σκοπιμότητας  για  μηχανογράνωση-μηχανογράφηση,  καθώς   και  αυτήν  την  ίδια  την  μηχανοργάνωση-μηχανογράφηση  των υπηρεσιών   αυτών.

2. Με αποφάσεις  του  Υπουργείου  Υγείας,  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων  μπορούν  να  διατίθενται  από  το  Λ.Β.Κ.Α.  ποσά, για την   ανάπτυξη   προληπτικών   δραστηριοτήτων   και   υπηρεσιών   κοινωνικής   φροντίδας,  καθώς και την άσκηση και βελτίωση της πρωτοβάθμιας παροχής   υπηρεσιών   υγείας   στους   ασφαλισμένους   και   συνταξιούχους   των   ασφαλιστικών  οργανισμών  και  την  εν γένει προαγωγή της ασφαλιστικής   προστασίας αυτών.

Στις αποφάσεις αυτές θα καθορίζεται κατά περίπτωση το  ακριβές  ύψος   του διατιθέμενου από το Λ.Β.Κ.Α. ποσού, ο σκοπός για τον οποίο γίνεται   η  διάθεση αυτή, ο φορέας ή φορείς που θα αναλάβουν την υλοποίησή του,   τυχόν χρονοδιάγραμμα, διαδικασίες και ό,τι θα  κριθεί  απαραίτητο  για   την περαίωση του συγκεκριμένου σκοπού.

3.  α)  Με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων δύνανται να συνιστώνται  επιτροπές  ή  ομάδες  εργασίας  με   αντικείμενο   την   κωδικοποίηση   της   νομοθεσίας  των  ασφαλιστικών   οργανισμών, την  απογραφή,  αποτίμηση  και  εν  γένει  αξιοποίηση  της   περιουσίας   τους,   τη   διοικητική   και  οικονομική  οργάνωση,  την   πληροφορική των  ασφαλιστικών  οργανισμών,  τη  σύνταξη  αναλογιστικών   μελετών,  τη μελέτη για την επίλυση θεμάτων ασφαλιστικού περιεχομένου,   καθώς και την εκτέλεση εργασιών, οι οποίες  εξυπηρετούν  τους  σκοπούς   της κοινωνικής ασφάλισης.

β)  Με την ίδια απόφαση καθορίζεται ο αριθμός των μελών, η ιδιότητα   αυτών και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία τους.

γ) Στους προέδρους, τα μέλη και τους  γραμματείς  των  επιτροπών  ή   ομάδων, καταβάλλεται κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων αποζημίωση   κατά  συνεδρίαση  ή  εφάπαξ ποσό, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού   Οικονομικών  και  του  Υπουργού  Υγείας,   Πρόνοιας   και   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων.

δ)  Η σχετική δαπάνη θα βαρύνει το Λ.Β.Κ.Α. και δεν υπόκειται στους   περιορισμούς των παρ. 1 και 4, του άρθρου 3 του ν. 1256/1982  και  του   άρθρου 18 του ν. 1505/1984.

ε) Οι διατάξεις της παρ. αυτής έχουν εφαρμογή και για τις επιτροπές   ή ομάδες, που έχουν συσταθεί με την

1)  Φ1/2/4156/27.11.1991  απόφαση  των  Υπουργών Εθνικής Οικονομίας,   Οικονομικών και Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, την

2) Φ.9/οικ. 173/22.1.1992 απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας  και   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων,  την  Φ.9 οικ. 546/25.2.1992 και Β/7/οικ.1400/  6-4-1992 απόφαση του ιδίου, την

3) 479/14.10.1991 απόφαση  του  ιδίου,  όπως  τροποποιήθηκε  με  τις   αποφάσεις  733/11.12.1991,  12/20.1.1992,  70/3.2.1992  και  την  734/  11.12.1991 απόφαση του ιδίου, όπως τροποποιήθηκε  με  την  απόφαση  8/  3.2.1992 και από την ημερομηνία συγκρότησής τους.

4.  α)  Ομοίως  με  απόφαση  του  Υπουργείου  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων  μπορεί  ν`  ανατίθεται  το   αντικείμενο   των   επιτροπών  ή  ομάδων  εργασίας της προηγούμενης παραγράφου μέχρι ποσού   2.500.000 δρχ.  χωρίς  διαγωνισμό  και  για  επί  πλέον  ποσό  κατόπιν   δημόσιου  διαγωνισμού  σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημόσιου ή ιδιωτικού   δικαίου. Κατ` εξαίρεση η ανάθεση του παραπάνω  αντικειμένου  στο  Σώμα   Ορκωτών  Λογιστών και το Οικονομικό Επιμελητήριο Ελλάδος γίνεται χωρίς   διαγωνισμό και για ποσό άνω των 2.500.000 δρχ.        β)  Με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων ορίζεται το ποσό της αμοιβής που θα βαρύνει το Λ.Β.Κ.Α. και   ο τρόπος καταβολής του.

5.   Με   απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων δύναται να  συνιστώνται  στους  ασφαλιστικούς  οργανισμούς,   επιτροπές   ή   ομάδες   εργασίας   με  αντικείμενο  το  κλείσιμο  των   Ισολογισμών-Απολογισμών και την περαίωση λοιπών εκκρεμών υποθέσεων.

Οι διατάξεις των εδ. β` και γ` της παρ. 3 και του εδ. α` της παρ.  4   του παρόντος άρθρου αναφορικά με την ανάθεση εφαρμόζονται ανάλογα στην   προκειμένη περίπτωση. Η σχετική δαπάνη θα βαρύνει το προϋπολογισμό των   ασφαλιστικών  οργανισμών και δεν υπόκειται στους περιορισμούς των παρ.   1 και 4 του άρθρου 3 του ν. 1256/1982 και του άρθρου 18 ν. 1505/1984.

6. Με απόφαση των Υπουργών  Οικονομικών  και  Υγείας,  Πρόνοιας  και   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων,  μπορεί  να  ανατίθεται  σε εκπαιδευτικούς και   ερευνητικούς φορείς ή σε πρόσωπα  εγνωσμένου  επιστημονικού  κύρους  η   εκτέλεση  εκπαιδευτικών  προγραμμάτων,  για  την παροχή εξειδικευμένων   γνώσεων  στους   υπαλλήλους   της   Γενικής   Γραμματείας   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων,  των  εποπτευόμενων  ασφαλιστικών οργανισμών, καθώς και τα   μέλη των  διοικήσεών  τους,  με  στόχο  την  προαγωγή  του  έργου  της   κοινωνικής ασφάλισης.

Η  αποζημίωση  των  ανωτέρω  φορέων  ή  προσώπων και οι όροι για την   παροχή  των  υπηρεσιών  τους  καθορίζονται  με  τη  σχετική  υπουργική   απόφαση.   Με   την   ίδια  απόφαση  ορίζεται  και  η  αποζημίωση  των   εκπαιδευομένων  στις  περιπτώσεις,  που  τα  εκπαιδευτικά  προγράμματα   πραγματοποιούνται εκτός ωρών εργασίας.

Οι  σχετικές  δαπάνες  βαρύνουν  το  Λογαριασμό Βελτίωσης Κοινωνικής   Ασφάλισης.

Άρθρο 9
Τροποποίηση της νομοθεσίας ασφαλιστικών οργανισμών με προεδρικά διατάγματα

1. Οι διατάξεις της νομοθεσίας

α) του Ταμείου Προνοίας Δικαστικών Επιμελητών,

β) του Επικουρικού Ταμείου Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος,

γ) των Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων τροποποιούνται,  αντικαθίστανται,   συμπληρώνονται  και  κωδικοποιούνται  σε  ενιαίο  κείμενο με προεδρικό   διάταγμα, προτεινόμενο από τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου  των  Ταμείων  ή   προκειμένου  περί  των Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων μετά από απόφαση της   γενικής συνέλευσης των μελών του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου ή ετέρων   οργάνων αυτού ή του οικείου Ταμείου εξουσιοδοτουμένου  εφάπαξ  από  τη   γενική  συνέλευση  των  μελών  του  Δικηγορικού Συλλόγου και γνώμη του   Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλειας.

2.  Με  απόφαση  του  Υπουργού  Υγείας,  Πρόνοιας   και   Κοινωνικών   Ασφαλίσεων,  που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του διοικητικού συμβουλίου   του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών, μπορεί να  αυξάνονται  τα   καταβαλλόμενα   εκάστοτε   ποσά   συντάξεων,  εφόσον  το  επιτρέπει  η   οικονομική κατάσταση του Ταμείου.

Άρθρο 10
Ανώτατο όριο εφάπαξ βοηθήματος Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Ο.Σ.Ε.

1. Το εφάπαξ βοήθημα του Ταμείου  Προνοίας  Προσωπικού  Ο.Σ.Ε.,  από   29-7-1991  και στο εξής, δεν υπόκειται στον περιορισμό ανώτατου ορίου,   που καθορίζεται από το άρθρο 4 του α.ν.  173/1967,  όπως  αυτό  ισχύει   κάθε  φορά,  εφόσον  ο  μέσος όρος των εσόδων της τελευταίας τριετίας,   πριν από την έναρξη του κάθε οικονομικού έτους,  που  προέρχονται  από   τον   κοινωνικό  πόρο,  που  έχει  θεσπισθεί  υπέρ  του  Ταμείου,  δεν   υπερβαίνει το 15% των εσόδων, που προέρχονται από  τις  εισφορές,  που   καταβάλλουν οι ασφαλισμένοι στο Ταμείο για την ίδια χρονική περίοδο.

2.  Για τους ασφαλισμένους, που αποχώρησαν από την υπηρεσία από 1/1/  1985 έως 28/7/1991,  δεν  υφίσταται  περιορισμός  ανώτατου  ορίου  του   εφάπαξ   βοηθήματος,   εφόσον   κρίθηκε   δικαστικώς   ότι,   κατά  τη   διαχειριστική περίοδο, την προηγούμενη εκείνης που εξήλθαν,  τα  έσοδα   του  Ταμείου  από  τον κοινωνικό πόρο δεν ήταν ουσιώδη, σε σχέση με τα   έσοδα που προέρχονται από τις εισφορές των ασφαλισμένων κατά την  ίδια   περίοδο.

Η  καταβολή  των  χρηματικών  διαφορών  στους  πιο  πάνω δικαιούχους   γίνεται σε πέντε άτοκες εξαμηνιαίες δόσεις, η πρώτη από τις οποίες  θα   καταβληθεί την 1-7-1992.

Αν  το  οφειλόμενο  ποσό  είναι  μικρότερο  των  500.000  δρχ., τότε   καταβάλλεται ολόκληρο την 1-7-1992.

Άρθρο 11
Κράτηση υπέρ της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας πολιτικών Συνταξιούχων.
Σημ.: όπως το άρθρο 11 ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με τη παρ.7 υποπαρ.Δ.12 άρθρου 2  Ν.4336/2015,  ΦΕΚ Α 94/14.9.2015

1. Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ.   645/1970  (ΦΕΚ  175 Α`) κράτηση, που ενεργείται από τη μηνιαία σύνταξη   των πολιτικών συνταξιούχων για λογαριασμό της Πανελλήνιας  Ομοσπονδίας   Πολιτικών  Συνταξιούχων  (Π.Ο.Π.Σ.),  μεταβάλλεται  σε προαιρετική και   αυξάνεται σε είκοσι (20) δραχμές.

2.  Οσοι  δεν  επιθυμούν  την παρακράτησή της θα πρέπει να υποβάλουν   απλή έγγραφη δήλωση στην αρμόδια 45η Διεύθυνση  Ελέγχου  και  Πληρωμής   Πολιτικών  Συντάξεων  του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, οπότε παύει   να ενεργείται η κράτηση από την πρώτη του  μεθεπόμενου  μήνα  από  την   υποβολή της δήλωσης.

3. Με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από   πρόταση της Π.Ο.Π.Σ., δύναται να αναπροσαρμόζεται η παραπάνω κράτηση.

4.  Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου αυτού αρχίζει από την πρώτη του   μεθεπομένου μήνα από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα  της   Κυβερνήσεως.

Άρθρο 12
Προστασία αυτοαπασχολουμένων που επλήγησαν από τρομοκρατικές πράξεις

1. Ασφαλισμένοι σε οργανισμούς κύριας ασφάλισης  αυτοαπασχολουμένων,   οι   οποίοι   εξαιτίας   ή   εξ   αφορμής  τρομοκρατικής  πράξης,  που   αποδεικνύεται σύμφωνα με την παρ. 6 του  άρθρου  2  του  ν.  1977/1991   αναγκάστηκαν   να   διακόψουν  τη  λειτουργία  της  επιχείρησής  τους,   δικαιούνται σύνταξη, κατόπιν υποβολής αιτήσεως, από τον οικείο  φορέα,   εφόσον έχουν πραγματοποιήσει είκοσι (20) έτη ασφάλισης, ανεξάρτητα από   το όριο ηλικίας τους και δεν εργάζονται. Η συνταξιοδότηση αρχίζει μετά   την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και από της υποβολής της σχετικής   αιτήσεως.

2.   Για   την  αιτιώδη  σχέση  της  διακοπής  της  λειτουργίας  της   επιχειρήσης και της  τρομοκρατικής  πράξης,  αποφασίζει  το  Δ.Σ.  του   οικείου  ασφαλιστικού  οργανισμού με βάση τα πραγματικά δεδομένα, ιδία   αν εχώρησε τραυματισμός του ασφαλισμένου ή διαρκής και  σοβαρή  απειλή   κατά της ζωής του.

3. Το ποσό της σύνταξης των πιο πάνω προσώπων ισούται με το ποσό που   αντιστοιχεί  σε  τριάντα  πέντε (35) έτη ασφάλισης και την ασφαλιστική   κλάση ή κατηγορία, στην οποία  είχαν  καταταγεί  κατά  την  ημερομηνία   διακοπής λειτουργίας της επιχείρησης.

Άρθρο 13

1.  Με  κοινές  αποφάσεις  των  Υπουργών  Οικονομικών  και Εμπορικής   Ναυτιλίας δύναται να ορίζεται ως πόρος του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου   (Ν.Α.Τ.) ποσοστό του εισπραττόμενου από τα Λιμενικά Ταμεία τέλους κατά   επιβάτη, όπως αυτό εκάστοτε καθορίζεται με κοινή απόφαση  των  ανωτέρω   Υπουργών,  η οποία εκδίδεται κατ` εξουσιοδότηση του ν.δ. 3878/1958 και   ν.δ. 158/1969.

Ο υπέρ του Ν.Α.Τ. πόρος του προηγούμενου εδαφίου σε καμία  περίπτωση   δεν  επιφέρει  μείωση  του εκάστοτε κατά επιβάτη εισπραττόμενου από τα   Λιμενικά Ταμεία ποσού. Ο τρόπος  αποδόσεως  του  ανωτέρω  υπέρ  Ν.Α.Τ.   πόρου,  καθώς  και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας   διάταξης καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.

2. Η εισφορά της περίπτωσης ζ της παραγράφου 2 του άρθρου 39 του ν.  2008/1992 (ΦΕΚ 16 Α`) υπέρ του Ν.Α.Τ. βαρύνει προσαυξημένη κατά 0,22 %, τον  χρήστη των ρυμουλκικων υπηρεσιών και εισπράττεται από την αρμόδια Λιμενική  Αρχή που την αποδίδει στο NAT.. Υπόχρεοι για την καταβολή της εισφοράς αυτής  είναι, εκτός από αυτούς που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 86 του  π.δ. 913/1978 (ΦΕΚ 220 Α`) και ο ναυτικός πράκτορας του πλοίου. Σε περίπτωση  μη εμπρόθεσμης καταβολής της εισφοράς από τους υπόχρεους, αυτή προσαυξάνεται  με τα νόμιμα πρόσθετα τέλη και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις  είσπραξης των λοιπών εισφορών και δικαιωμάτων του NAT.. Ποσοστό 5% της  ανωτέρω εισφοράς αποτελεί έσοδο του Ειδικού Κλάδου Οικονομικής Ενίσχυσης Με- ρισματούχων Ναυτικού.

Με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται στην  Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται τα απαιτούμενα παραστατικά, η  διαδικασία είσπραξης και απόδοσης της εισφοράς στο Ν.Α.Τ, οι κυρώσεις σε  περίπτωση μη τήρησης των προβλεπόμενων προθεσμιών καθώς και κάθε άλλο σχετικό  θέμα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 Ν.3569/2007,     ΦΕΚ Α 122/8.6.2007.

3.  Με  απόφαση  του  Δ.Σ.  του  Ν.Α.Τ., εγκρινόμενη από τον Υπουργό   Εμπορικής Ναυτιλίας, δύναται να χορηγείται  προς  τα  Ταμεία  Προνοίας   Εμπορικού  Ναυτικού  (Τ.Π.Ε.Ν.), κατόπιν αιτήσεώς τους, δια λογιστικών   εγγραφών, έντοκο δάνειο, σε δραχμές ή  συνάλλαγμα,  από  τα  διαθέσιμα   κεφάλαια  του Κλάδου Επικουρικής Ασφαλίσεως Ναυτικών με τους όρους που   η εν λόγω απόφαση καθορίζει.

4. Τα χορηγούμενα δάνεια της προηγούμενης  παραγράφου  απαλλάσσονται   από κάθε φόρο, τέλος ή άλλη επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων.

5.  Με  κοινές  αποφάσεις  των  Υπουργών  Οικονομικών  και Εμπορικής   Ναυτιλίας δύναται να ορίζεται ως πόρος του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου   ποσοστό, εκ των εισπραττόμενων από τους Οργανισμούς  Λιμένος  Πειραιώς   και  Θεσσαλονίκης,  καθώς  και  από  τα  Λιμενικά  Ταμεία, δικαιωμάτων   προσόρμισης, παραβολής, πρυμνοδέτησης,  ελλιμενισμού  και  παροπλισμού   πάσης  φύσεως  πλοίων,  πλοιαρίων  και  πλωτών  ναυπηγημάτων όπως αυτά   καθορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία.

Ο υπέρ του Ν.Α.Τ. πόρος του προηγούμενου εδαφίου σε καμία  περίπτωση   δεν  επιφέρει μείωση του εκάστοτε κατά πλοίο, πλοιάριο πλωτό ναυπήγημα   εισπραττόμενου από τους Λιμενικούς  Οργανισμούς  και  Λιμενικά  Ταμεία   ποσού, που εισπράττετο προ του εκάστοτε καθορισμού του υπέρ του Ν.Α.Τ.   ποσοστού.

Ο  τρόπος  αποδόσεως  του  ανωτέρω ποσού υπέρ Ν.Α.Τ., καθώς και κάθε   άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας διάταξης καθορίζεται με   απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το Ν. 4254(ΦΕΚ Α΄85/07/04/2014) ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.3 περ.2Α  κβ.

Άρθρο 14
Επενδύσεις διαθεσίμων δημόσιων οργανισμών και ασφαλιστικών ταμείων
Ι. Επιτρέπεται η διάθεση από τους δημόσιους οργανισμούς και τα ασφαλιστικά ταμεία μέχρι ποσοστού είκοσι τοις εκατό (20%) ετησίως από τα κατατεθειμένα στην Τράπεζα της Ελλάδος (ή άλλη τράπεζα) βάσει του α.ν. 1611/1950 διαθέσιμα κεφάλαιά τους, για επενδύσεις σε ακίνητα και σε κινητές αξίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με τους πιο κάτω όρους και προϋποθέσεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρου 11      Ν.2469/1997 (Α 38).

1. Το εντός του πιό πάνω  συνολικού  ορίου  (20%)  διατιθέμενο  ποσό   μπορεί  να  επενδυθεί  κατά  ποσοστό  40% αυτού σε ακίνητα και κατά το   υπόλοιπο 60% σε χρεόγραφα.

2. Τα ενδιαφερόμενα ασφαλιστικά ταμεία ή οργανισμοί μπορούν, εφόσον επιθυμούν, να προβούν σε επένδυση μόνο σε ακίνητα ή μόνο σε κινητές αξίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, με τον περιορισμό ότι το ποσό που θα διατεθεί δεν θα υπερβαίνει το πιο πάνω καθοριζόμενο ποσοστό για κάθε περίπτωση, δηλαδή το 40% ή 60% αντίστοιχα του ενός δεκάτου των διαθέσιμων κεφαλαίων τους.”     Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.3 άρθρου 11 Ν.2469/1997

3.  Κατά  τον  υπολογισμό του ποσοστού (20%), που μπορεί να διατεθεί   για τον πιο πάνω σκοπό από το σύνολο των ρευστών διαθέσιμων  κεφαλαίων   κάθε  οργανισμού  ή  ταμείου,  θα προστίθενται τα τακτικά έσοδά του τα   προβλεπόμενα στον αρμοδίως εγκεκριμένο προϋπολογισμό του για  το  έτος   κατά  το οποίο υποβάλλεται η αίτηση διάθεσης κεφαλαίων, θα αφαιρούνται   δε στη συνέχεια:

α) Ποσό που αντιστοιχεί είτε στο ήμισυ των  προβλεπόμενων  στον  εν   λόγω  προϋπολογισμό  του  οργανισμού ή Ταμείου τακτικών δαπανών αυτού,   εάν η  αναλογική  σχέση  μεταξύ  των  ασφαλισμένων  του,  εν  ενεργεία   υπαλλήλων  και συνταξιούχων είναι τουλάχιστον 3 προς 1, είτε το σύνολο   των ετήσιων τακτικών δαπανών του, που έχουν προϋπολογισθεί  εάν  η  εν   λόγω  σχέση  των  εν  ενεργεία υπαλλήλων προς τους συνταξιούχους είναι   δυσμενέστερη.

β) Ποσό ίσο προς το αχρησιμοποίητο υπόλοιπο, που υφίσταται κατά την   υποβολή της αίτησης από χορηγηθείσες ήδη εγκρίσεις διάθεσης  κεφαλαίων   για επένδυση σε χρεόγραφα και ακίνητα.

4. Τα ενδιαφερόμενα ασφαλιστικά ταμεία και οργανισμοί θα πρέπει στις   σχετικές   αιτήσεις   τους   να  επισυνάπτουν  πίνακα  στον  οποίο  θα   περιέχονται τα πιο κάτω στοιχεία:

α) Συνολικό ύψος διαθέσιμων ρευστών κεφαλαίων τους (α.ν. 1611/1950)   και πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχουν κατατεθεί αυτά.

β) Επενδύσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί:

ι) σε χρεόγραφα και

ιι) σε ακίνητα (τιμές κτήσης).

γ)  Υψος  επενδύσεων  που  τυχόν  έχουν  εγκριθεί  και  δεν   έχουν   πραγματοποιηθεί ακόμη:

ι) σε χρεόγραφα και

ιι)  σε  ακίνητα  (με  αναφορά στον αριθμό των σχετικών εγκριτικών   αποφάσεων).

δ) Αριθμός ασφαλισμένων:

ι) εν ενεργεία υπαλλήλων και

ιι) συνταξιούχων.

ε) Ετήσιες τακτικές  δαπάνες  (συντάξεις,  βοηθήματα  κ.λ.π.)  όπως   αυτές  προκύπτουν  από  τον  αρμοδίως  εγκεκριμένο  προϋπολογισμό  του   Ταμείου.

στ) Αιτούμενο ποσό προς διάθεση για επένδυση:

ι) σε χρεόγραφα και

ιι) σε ακίνητα

ζ)  Απαιτούμενος  χρόνος  για  την  πραγματοποίηση  της  αιτούμενης   επένδυσης.

ΙΙ.  Η  ανάληψη  των απαιτούμενων κεφαλαίων των ασφαλιστικών ταμείων   και  λοιπών  δημόσιων  οργανισμών  για  τις  πιο  πάνω  επενδύσεις  θα   πραγματοποιείται  βάσει  εντολής  προς  την  τράπεζα  στην οποία είναι   κατατεθειμένα τα διαθέσιμα κεφάλαια κάθε οργανισμού και θα συνοδεύεται   από  τη  σχετική  απόφαση  του  Δ.Σ.  αυτού,  καθώς  και  έγγραφο  του   εποπτεύοντος  υπουργείου  περί της συνδρομής των όρων και προϋποθέσεων   τοποθέτησης των διαθεσίμων, που καθορίζονται με το άρθρο αυτό.

Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 23-12-1980.

Άρθρο 15
Ρύθμιση ασφαλιστικών εισφορών,αυτοαπασχολουμένων που επλήγησαν από τρομοκρατικές πράξεις

1. Οι ασφαλισμένοι των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, αρμοδιότητας του   Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων,  που  ανήκουν   στην  κατηγορία των αυτοτελώς ή ανεξάρτητα απασχολουμένων προσώπων, οι   επιχειρήσεις  ή  επαγγελματικές  στέγες  των  οποίων   επλήγησαν   από   τρομοκρατικές  ή  άλλες  βίαιες  ενέργειες  τρίτων,  με  αποτέλεσμα να   υπάρξει ουσιώδης βλάβη των επαγγελματικών τους συμφερόντων,  υπάγονται   στη  ρύθμιση  της  Φ.  11/616/15-3-91 απόφασης, η οποία κυρώθηκε με το   άρθρο 23 του ν. 1976/1991 (ΦΕΚ 184 Α`) για  τις  οφειλόμενες  ατομικές   ασφαλιστικές    εισφορές,   στους   οικείους   ασφαλιστικούς   φορείς,   εφαρμοζόμενων αναλόγως των διατάξεων της απόφασης αυτής.

2. Στη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να υπαχθούν και τα   πρόσωπα  των  ανωτέρω  κατηγοριών  των  οποίων   οι   επιχειρήσεις   ή   επαγγελματικές  στέγες  έχουν  υποστεί ζημιές, σύμφωνα με τα οριζόμενα   στην ίδια παράγραφο, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/90 μέχρι και την   ισχύ του παρόντος και έχουν υποβάλει ή θα υποβάλουν αίτηση  μέχρι  30/  6/92.

Άρθρο 16
Ρύθμιση θεμάτων παραπληγικών-τετραπληγικών

1.  Το  πρώτο  εδάφιο  της  παρ. 1  του  άρθρου 42 του ν.1140/1981,   αντικαθίσταται ως εξής:

“1.   Ασφαλισμένοι   φορέων   κοινωνικής   ασφάλισης,   αρμοδιότητας   Υπουργείου  Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρινόμενοι από   Ειδική Επιτροπή, ως πάσχοντες εκ τετραπληγίας-παραπληγίας  με  ποσοστό   ιατρικής  αναπηρίας  67%  και  άνω δικαιούνται μηνιαίου εξωιδρυματικού   επιδόματος.”

Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από 1/1/1990.

2. Το  προβλεπόμενο  από  το  άρθρο  42  του  ν.  1140/1981  επίδομα   τετραπληγίας-παραπληγίας,   χορηγείται   από   το   Ιδρυμα  Κοινωνικών   Ασφαλίσεων  και  στους  εν  ενεργεία  και   συνταξιούχους   υπαλλήλους   ν.π.δ.δ.,  που  υπάγονται  στο  ειδικό  συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν.   3163/1955,  καθώς  και  στα  μέλη  οικογενείας  τους,  με  τις   ίδιες   προϋποθέσεις  και  στο  ίδιο  ποσό,  που  χορηγείται και στους λοιπούς   ασφαλισμένους του.

Το ίδιο  επίδομα  χορηγείται  και  από  τους  λοιπούς  ασφαλιστικούς   οργανισμούς,  που  συνταξιοδοτούν  το  προσωπικό  τους,  βάσει ειδικών   διατάξεων, που παραπέμπουν στις διατάξεις  των  δημοσίων  υπαλλήλων  ή   επαναλαμβάνουν κατά βάση τις διατάξεις αυτές.

3. Η παρ. 13 του άρθρου 38 του ν. 1759/1988 αντικαθίσταται ως εξής:

“13.  Οπου  από  την ισχύουσα νομοθεσία των ασφαλιστικών οργανισμών,   αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας,  Πρόνοιας  και  Κοινωνικών  Ασφαλίσεων   προβλέπεται  συμμετοχή, για τη χορήγηση αναπηρικών αμαξιδίων, τεχνητών   μελών,  ορθοπεδικών  μηχανημάτων  και  ορθοπεδικών  βοηθημάτων   στους   ασφαλισμένους   τους,   που  πάσχουν  από  τετραπληγία  ή  παραπληγία,   καταργείται.

Η παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1876/1990 καταργείται.

Άρθρο 17
\Εναρξη ισχύος\
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα   της  Κυβερνήσεως,  εκτός  αν  ορίζεται  διαφορετικά  στις  επί  μέρους   διατάξεις.

Παραγγέλλομε   τη   δημοσίευση   του  παρόντος  στην  Εφημερίδα  της   Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 5 Μαϊου 1992

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ             ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΣΤΕΦ. ΜΑΝΟΣ                        Ι. ΠΑΛΑΙΟΚΡΑΣΣΑΣ

ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ  ΥΓΕΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ

ΚΑΙ ΚΟΙΝ. ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ                     ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ

ΔΗΜ. ΣΙΟΥΦΑΣ                          ΑΡΙΣΤ. ΠΑΥΛΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 7 Μαϊου 1992

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ

ΜΙΧ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ