Νόμος 1765 ΦΕΚ Α΄58/24.3.1988

Κύρωση Σύμβασης για τη μεταφορά των καταδίκων μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Σύμβαση για τη μεταφορά των καταδίκων μεταξύ των Κυβερνήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, που υπογράφηκε στο Κάϊρο στις 22 Δεκεμβρίου 1986, της οποίας το κείμενο σε πρωτότυπο στην ελληνική και γαλλική γλώσσα έχει ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Η Κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση της Αραβικής Δημοκρατίας της Αιγύπτου, μεριμνώντας για την προαγωγή της συνεργασίας τους σε ποινικές υποθέσεις, αποφάσισαν να συνάψουν Συμφωνία για τη μεταφορά των καταδίκων και συμφώνησαν τις ακόλουθες διατάξεις:

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Άρθρο 1.

Κατά την έννοια της σύμβασης αυτής:

α) Ο όρος “Κράτος της καταδίκης” σημαίνει το κράτος, όπου ο εγκληματίας καταδικάστηκε και απ` όπου μεταφέρεται.

β) Ο όρος “Κράτος της εκτέλεσης” σημαίνει, το Κράτος στο οποίο ο κατάδικος μεταφέρεται, προκειμένου να εκτίσει την ποινή του.

γ) Ο όρος “κατάδικος” σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο, έχοντας αποτελέσει αντικείμενο στο έδαφός του ενός ή του άλλου Κράτους μιας καταδικαστικής απόφασης, υποχρεώνεται να εκτίσει μια στερητική της ελευθερίας ποινή και βρίσκεται υπό κράτηση.

Άρθρο 2

Τα δύο Κράτη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν αμοιβαία τη μεταφορά των καταδίκων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τη σύμβαση αυτή.

Άρθρο 3

Η αίτηση μεταφοράς μπορεί να υποβάλλεται:

α) Από το Κράτος της καταδίκης.

β) Από το Κράτος της εκτέλεσης.

γ) Από τον ίδιο τον κατάδικο. Ο τελευταίος αυτός μπορεί να υποβάλει την αίτηση στο ένα ή στο άλλο από τα δύο Κράτη.

Άρθρο 4

Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Η παράβαση που αιτιολογεί την αίτηση πρέπει να τιμωρείται από τη νομοθεσία και των δύο Κρατών.

β) Η δικαστική απόφαση που απαγγέλλει την καταδίκη πρέπει να είναι αμετάκλητη και εκτελεστή.

γ) Ο κατάδικος πρέπει να έχει την υπηκοότητα του Κράτους στο οποίο θα μεταφερθεί.

δ) Ο κατάδικος πρέπει να συναινεί για τη μεταφορά.

ε) Ο κατάδικος πρέπει ακόμη, κατά το χρόνο της αίτησης μεταφοράς, να έχει να εκτίσει ποινή στερητική της ελευθερίας τουλάχιστον ενός έτους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις τα δύο Κράτη μπορούν να συμφωνήσουν για τη μεταφορά ακόμη και αν η διάρκειά της προς έκτιση ποινής είναι μικρότερη.

Άρθρο 5

Το Κράτος της καταδίκης πληροφορεί το άλλο Κράτος για κάθε καταδίκη που έχει απαγγελθεί σε βάρος ενός υπηκόου του Κράτους αυτού, η οποία θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη μεταφορά κατ` εφαρμογή της Σύμβασης αυτής.

Οι αρμόδιες αρχές του Κράτους της καταδίκης πληροφορούν κάθε υπήκοο του άλλου Κράτους, εις βάρος του οποίου απαγγέλθηκε μια αμετάκλητη καταδίκη, για τη δυνατότητα που του παρέχεται να επιτύχει, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης αυτής, τη μεταφορά του για την εκτέλεση της ποινής τους στη χώρα της οποίας είναι υπήκοος.

Ο κατάδικος πρέπει να πληροφορείται εγγράφως για κάθε απόφαση που λαμβάνεται από ένα από τα δύο κράτη σχετικά με την αίτηση μεταφοράς.

Άρθρο 6

Η μεταφορά του καταδίκου δε γίνεται δεκτή:

α) Εάν θεωρείται από ένα από τα δύο Κράτη ότι η μεταφορά μπορεί να θίξει την κυριαρχία του, την ασφάλειά του, τη δημόσια τάξη του ή τις θεμελιώδεις αρχές της έννομης τάξης του.

β) Εάν η αίτηση μεταφοράς αφορά ποινή που έχει απαγγελθεί για πράξεις που δικάστηκαν οριστικά στο Κράτος της εκτέλεσης και η ποινή για τις πράξεις αυτές έχει εκτελεσθεί ή παραγραφεί.

γ) Εάν έχει επέλθει παραγραφή του εγκλήματος σύμφωνα με το νόμο του Κράτους της εκτέλεσης.

δ) Εάν η καταδίκη έχει απαγγελθεί για στρατιωτικό έγκλημα.

Άρθρο 7

Η μεταφορά του καταδίκου μπορεί να μη γίνει δεκτή:

α) Εάν οι αρμόδιες αρχές του Κράτους της εκτέλεσης αποφάσισαν να μην ασκήσουν δίωξη ή να θέσουν τέλος στη δίωξη που άσκησαν για τις ίδιες πράξεις.

β) Εάν οι πράξεις που δικαιολόγησαν την καταδίκη αποτελούν αντικείμενο δίωξης στο Κράτος της εκτέλεσης.

γ) Εάν ο κατάδικος δεν έχει εξοφλήσει ποσά, πρόστιμα, δικαστικά έξοδα, αποζημιώσεις και χρηματικές καταδίκες πάσης φύσεως που είχαν επιβληθεί εις βάρος του.

δ) Εάν ο κατάδικος έχει επίσης την υπηκοότητα του Κράτους της καταδίκης. Η ιδιότητα του υπηκόου λαμβάνεται υπόψη κατά το χρόνο τελέσεως των πράξεων που αποτέλεσαν το λόγο της καταδίκης.

ε) Εάν το μέγιστο της στερητικής της ελευθερίας ποινής που προβλέπεται από το νόμο του Κράτους της εκτέλεσης είναι πολύ κατώτερο της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβάλλεται από το Κράτος της καταδίκης.

Άρθρο 8

1. Ο κατάδικος πρέπει να δίδει τη συγκατάθεσή του για τη μεταφορά που προβλέπεται στο άρθρο 3 εδάφια (α) και (β) και να έχει πλήρη γνώση των νομικών συνεπειών που πηγάζουν από αυτήν. Η συγκατάθεση δίνεται από το νόμιμο αντιπρόσωπο του καταδίκου, όταν τούτο θεωρείται αναγκαίο από ένα από τα δύο κράτη, λόγω της ηλικίας ή της φυσικής ή πνευματικής κατάστασης του καταδίκου. Η διαδικασία που ακολουθείται γι` αυτό το θέμα διέπεται από το δίκαιο του Κράτους της καταδίκης.

2. Το Κράτος της καταδίκης πρέπει να δίδει στο Κράτος της εκτέλεσης τη δυνατότητα να πιστοποιεί, μέσω ενός προξενικού λειτουργού, ότι η συγκατάθεση για τη μεταφορά δόθηκε σύμφωνα με τους όρους που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρο 9

1. Η ποινή που έχει απαγγελθεί στο Κράτος της καταδίκης είναι εκτελεστή στο Κράτος της εκτέλεσης, για το υπόλοιπο που απομένει προς εκτέλεση στο Κράτος της καταδίκης, σύμφωνα με το άρθρο 11 της Σύμβασης αυτής.

2. Όταν η ποινή που επιβάλλεται από το Κράτος της καταδίκης είναι λόγω της φύσης ή της διάρκειάς της, αυστηρότερη από αυτήν που προβλέπεται από το νόμο του Κράτους της εκτέλεσης για τις ίδιες πράξεις, η αρμόδια αρχή του τελευταίου αυτού Κράτους αντικαθιστά τη στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία ανταποκρίνεται το περισσότερο στη νομοθεσία του ή μειώνει την επιβληθείσα ποινή στο μέγιστο νομίμως εφαρμόσιμο στο Κράτος της εκτέλεσης.

3. Η μετά την αντικατάσταση ποινή δεν μπορεί να επιβαρύνει λόγω της φύσης ή της διάρκειάς της τη στερητική της ελευθερίας ποινή που έχει απαγγελθεί από το Κράτος της καταδίκης ούτε να υπερβεί το μέγιστο όριο που προβλέπεται από το νόμο του Κράτους της εκτέλεσης.

Άρθρο 10

Το Κράτος της εκτέλεσης πληροφορεί το Κράτος της καταδίκης, εάν το ζητήσει, για τη συνέχιση της εκτέλεσης της καταδίκης.

Άρθρο 11

Οι τρόποι εκτέλεσης της ποινής διέπονται από το νόμο του Κράτους της εκτέλεσης, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο για να λάβει όλες τις σχετικές αποφάσεις.

Άρθρο 12

Κάθε Κράτος μπορεί να απονέμει χάρη, να χορηγεί αμνηστία ή να μετριάζει την ποινή, σύμφωνα με το Σύνταγμά του ή τους άλλους νόμους του.

Άρθρο 13

Μόνο το Κράτος της καταδίκης έχει το δικαίωμα να αποφασίζει για κάθε αίτηση επανάληψης της διαδικασίας.

Άρθρο 14

1. Το Κράτος της καταδίκης πληροφορεί χωρίς καθυστέρηση το Κράτος της εκτέλεσης για κάθε απόφαση ή μέτρο που παύει εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της ποινής.

2. Οι αρμόδιες αρχές του Κράτους της εκτέλεσης θέτουν τέλος στην εκτέλεση της ποινής μόλις πληροφορηθούν οποιαδήποτε απόφαση ή μέτρο που έχει σαν αποτέλεσμα την άρση του εκτελεστού χαρακτήρα της ποινής.

Άρθρο 15

Κανένας κατάδικος που έχει μεταφερθεί σε εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης δεν μπορεί να διωχθεί, να συλληφθεί ή να κρατηθεί εκ νέου στο Κράτος της εκτέλεσης για παράβαση η οποία έχει επισύρει την επιβληθείσα από το Κράτος της καταδίκης ποινή, για την οποία και έλαβε χώρα η μεταφορά.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρθρο 16

Κάθε αίτηση για μεταφορά διατυπώνεται εγγράφως. Αναφέρει την ταυτότητα του καταδίκου, τον τόπο κράτησής του στο Κράτος της καταδίκης και τον τόπο διαμονής του στο Κράτος της εκτέλεσης. Συνοδεύεται από δήλωση που αποδεικνύει τη συγκατάθεση του καταδίκου ή του αντιπροσώπου του για τη μεταφορά.

Άρθρο 17

Το Κράτος της καταδίκης αποστέλλει στο Κράτος της εκτέλεσης το πρωτότυπο ή ακριβές αντίγραφο της καταδικαστικής απόφασης. Πιστοποιεί τον εκτελεστό χαρακτήρα της απόφασης και διευκρινίζει, κατά το δυνατό, τις συνθήκες, το χρόνο και τον τόπο διάπραξης της παράβασης, καθώς και το νομικό χαρακτηρισμό της. Παρέχει κάθε απαραίτητη πληροφορία για τη διάρκεια του υπολοίπου της ποινής, για τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης που έχει ήδη εκτιθεί και για τους μετριασμούς της ποινής που έχουν ήδη χορηγηθεί, καθώς και για την προσωπικότητα του καταδίκου και τη διαγωγή του στο Κράτος της καταδίκης πριν και μετά την απαγγελία της καταδικαστικής απόφασης.

Το Κράτος της εκτέλεσης γνωστοποιεί στο Κράτος της καταδίκης πριν από την αποδοχή της αίτησης μεταφοράς, τη μέγιστη ποινή που προβλέπεται από τη νομοθεσία του για τις ίδιες πράξεις. Εάν το ένα από τα δύο Κράτη κρίνει ότι οι πληροφορίες που δόθηκαν από το άλλο Κράτος είναι ανεπαρκείς, για να του επιτρέψουν να εφαρμόσει την παρούσα Σύμβαση, ζητά τις απαραίτητες συμπληρωματικές πληροφορίες.

Άρθρο 18

Οι αιτήσεις μεταφοράς διαβιβάζονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του αιτούντος Κράτους, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

Άρθρο 19

Τα έγγραφα και δικαιολογητικά που διαβιβάζονται σε εφαρμογή της Σύμβασης αυτής είναι απαλλαγμένα από κάθε υποχρέωση επικύρωσης, περιέχουν την υπογραφή και τη σφραγίδα της αρμόδιας αρχής.

Άρθρο 20

1. Τα έξοδα μεταφοράς βαρύνουν το Κράτος που έχει υποβάλει την αίτηση μεταφοράς, εκτός από αυτά που έγιναν αποκλειστικά στο έδαφος του άλλου Κράτους.

2. Εάν η μεταφορά ζητείται από τον ίδιο τον κατάδικο, τα έξοδα μεταφοράς, εάν δεν μπορούν να πληρωθούν από τον τελευταίο αυτόν, βαρύνουν το Κράτος της εκτέλεσης.

3. Το Κράτος που αναλαμβάνει τα έξοδα μεταφοράς παρέχει τη συνοδεία. Στην περίπτωση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, η συνοδεία παρέχεται από το Κράτος της εκτέλεσης.

4. Το Κράτος της εκτέλεσης δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να απαιτήσει την καταβολή των εξόδων που αυτό πραγματοποίησε για εκτέλεση της ποινής και την επίβλεψη του καταδίκου.

Άρθρο 21

Οι αιτήσεις μεταφοράς και τα συνοδευτικά έγγραφα και δικαιολογητικά καθώς και οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, συντάσσονται στη γλώσσα του αιτούντος Κράτους και συνοδεύονται από επίσημη μετάφραση στη γλώσσα του Κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 22

1. Η παρούσα Σύμβαση τίθεται σε ισχύ ένα μήνα μετά την ημερομηνία υπογραφής της.

2. Καθένα από τα δύο κράτη μπορεί να καταγγείλει τη Σύμβαση αυτή, ανά πάσα στιγμή, απευθύνοντας στο άλλο, με τη διπλωματική οδό, γραπτή ανακοίνωση καταγγελίας. Στην περίπτωση αυτήν η καταγγελία τίθεται σε ισχύ ένα χρόνο μετά την ημερομηνία λήψης της εν λόγω ανακοίνωσης.

Σε ΠΙΣΤΩΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ, οι αντιπρόσωποι των δύο Κυβερνήσεων, δεόντως εξουσιοδοτημένοι, υπέγραψαν τη Σύμβαση αυτή.

Έγινε στο Κάιρο στις 22 Δεκεμβρίου 1986 σε διπλό αντίτυπο, στα ελληνικά, αραβικά και γαλλικά. Τα τρία κείμενα έχουν την ίδια ισχύ.

Σε περίπτωση διάστασης υπερισχύει το γαλλικό κείμενο.

Άρθρο δεύτερο
Για την εφαρμογή, αυτής της Σύμβασης αρμόδιο είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών. Κατά της απόφασης αυτού επιτρέπεται στον Εισαγγελέα και στον καταδικασθέντα το ένδικο μέσο της αναίρεσης.

Άρθρο τρίτο
Η ισχύς του νόμου αυτού, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, της δε κυρουμένης Σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 22 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 24  Μαρτίου 1988

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ