Νόμος 1732 ΦΕΚ Α΄164/15.9.1987

Τροποποίηση του ν.δ. 136/1946 “περί κυρώσεως, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του από 10/11.5.1946 ν.δ. “περί Αγορανομικού Κώδικος”.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο 1

1. Η παράγραφος 19 του άρθρου 30 του νομοθετικού διατάγματος 136/ 1946 αντικαθίσταται ως εξής:

“19. Η μη παρασκευή, εν όλω ή εν μέρει, φαγητών και λοιπών βιοτικής ανάγκης από εστιατόρια και άλλα καταστήματα, εργαστήρια ή εργοστάσια που προορίζονται για την εξυπηρέτηση του κοινού, τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο”.

2. Στο άρθρο 30 του νομοθετικού διατάγματος 136/1946 προστίθεται παράγραφος 20, ως εξής:

“20. Για τα αντικείμενα, τις παροχές και λοιπά είδη βιοτικής ανάγκης, που κάθε φορά χαρακτηρίζονται και είναι καταταγμένα στην αγορανομική κατηγορία των ελεγχομένων για υπερβολικό κέρδος, η επίτευξη ή επιδίωξη τέτοιου κέρδους τιμωρείται μόνο με διοικητικό πρόστιμο”.

Άρθρο 2
Η παράγραφος 8 του άρθρου 38 του νομοθετικού διατάγματος 136/1946 αντικαθίσταται ως εξής:

“8. Οι παραβάτες των διατάξεων των παραγράφων 1 και 7 τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Οι παραβάτες των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 6 τιμωρούνται μόνο με διοικητικό πρόστιμο”.

Άρθρο 3
Στο νομοθετικό διάταγμα 136/1946 προστίθεται άρθρο 57ε` ως εξής:

“Άρθρο 57ε`”

1. Το πρόστιμο που προβλέπεται στο άρθρο 30 παράγραφοι 19 και 20 και στο άρθρο 38 παράγραφος 8 ορίζεται από δρχ. 10.000 (δέκα χιλιάδες) μέχρι 700.000 (επτακόσιες χιλιάδες). Τα ποσά αυτά μπορεί να μεταβάλλονται με αποφάσεις του Υπουργού Εμπορίου, μετά από γνώμη της γνωμοδοτικής επιτροπής τιμών.

2. Σε περίπτωση νέας παράβασης των διατάξεων του άρθρου 30 παράγραφοι 19 και 20 ή του άρθρου 38 παράγραφοι 2 έως 6 μέσα σε χρονικό διάστημα δεκαοκτώ μηνών από την τέλεση της προηγουμένης παράβασης, για την οποία έχει επιβληθεί πρόστιμο, το ανώτατο όριο του προστίμου διπλασιάζεται.

3. Η επιμέτρηση του προστίμου γίνεται σε αναλογία με την βαρύτητα της παράβασης, έπειτα από στάθμιση όλων των ειδικών συνθηκών. Ελαφρότατες παραβάσεις που έγιναν χωρίς δόλο ή βαρειά αμέλεια μπορούν να μένουν ατιμώρητες, αν αυτό δικαιολογείται από το σύνολο των ειδικών συνθηκών.

4. Το πρόστιμο επιβάλλεται σε βάρος του φορέα της επιχείρησης με απόφαση του νομάρχη, στην περιφέρεια του οποίου έγινε η παράβαση, μετά από σύμφωνη γνώμη της αρμοδίας αγορανομικής επιτροπής. Η επιτροπή γνωμοδοτεί και για την τέλεση της παράβασης και για το ύψος του προστίμου.

Η επιτροπή, πριν γνωμοδοτήσει, καλεί τον υπόχρεο να παράσχει γραπτές εξηγήσεις μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την επίδοση της σχετικής πρόσκλησης. Η επιτροπή μπορεί να καλεί τον υπόχρεο και για την παροχή προφορικών εξηγήσεων, αν το κρίνει αναγκαίο.

5. Στην απόφαση επιβολής προστίμου αναφέρονται περιληπτικά τα πραγματικά περιστατικά της παράβασης καθώς και οι αγορανομικές και άλλες διατάξεις που προβλέπουν την παράβαση και το πρόστιμο.

6. Μαζί με την απόφαση επιβολής του προστίμου επιδίδεται στον υπόχρεο και αντίγραφο γνωμοδότησης της αρμοδίας αγορανομικής επιτροπής. Οι επιδόσεις γίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 59 έως 67 του κώδικα φορολογικής δικονομίας.

7. Κατά της απόφασης που επιβάλλει το πρόστιμο χωρεί προσφυγή στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια. Η άσκηση και εκδίκαση της προσφυγής και των ενδίκων μέσων διέπονται από τον κώδικα φορολογικής δικονομίας, με τις ακόλουθες παρεκκλίσεις:

α) Όπου στον κώδικα φορολογικής δικονομίας αναφέρονται “οικονομική αρχή” ή “φορολογική αρχή”, νοείται ο αρμόδιος νομάρχης ενώ όπου αναφέρεται ο “Υπουργός Οικονομικών” νοείται ο Υπουργός Εμπορίου.

β) Προσφυγές κατά αποφάσεων επιβολής προστίμου μέχρι ποσού δραχμών 200.000 (διακοσίων χιλιάδων) εκδικάζονται από το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο.

γ) Σε έφεση υπόκεινται μόνο οι οριστικές αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων με τις οποίες καταλογίζεται πρόστιμο δραχμών 30.000 (τριάκοντα χιλιάδων) και άνω. Οι διατάξεις των εδαφίων α` και β` της παραγράφου 2 του άρθρου 165 του κώδικα φορολογικής δικονομίας έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση αυτήν.

δ) Όπου για την ενέργεια διαδικαστικής πράξης ή την άσκηση ένδικου μέσου απαιτείται η σύμπραξη του οικονομικού εφόρου με άλλη αρχή, ενεργεί μόνος ο αρμόδιος νομάρχης.

ε) Στις υποθέσεις αυτές αποκλείεται η διοικητική επίλυση της διαφοράς.

8. Μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, το ποσό του προστίμου βεβαιώνεται στο δημόσιο ταμείο της έδρας της επιχείρησης ή της επαγγελματικής ή αστικής κατοικίας του υπόχρεου και εισπράττεται σύμφωνα με τον κώδικα είσπραξης των δημοσίων εσόδων. Εάν ασκηθεί προσφυγή κατά της απόφασης επιβολής του προστίμου, βεβαιώνεται αμέσως ποσοστό 20% (είκοσι στα εκατό) του προστίμου. Στην περίπτωση αυτήν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2 του νόμου 820/1978.

9. Σε περίπτωση αλλαγής του φορέα της επιχείρησης μετά την τέλεση της παράβασης, ο νέος φορέας ευθύνεται εις ολόκληρο με τον παλαιό για την πληρωμή του προστίμου, εκτός εάν ο νέος φορέας τελεί σε καλεί πίστη κατά το χρόνο της μεταβίβασης.

10. Στην υπηρεσία εμπορίου κάθε νομαρχίας τηρείται αλφαβητικά μητρώο παραβατών των διατάξεων του άρθρου 30 παράγραφοι 19 και 20 και του άρθρου 38 παράγραφοι 2 έως 6, ενώ στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Εμπορίου τηρείται αλφαβητικά γενικό μητρώο για τους παραβάτες όλης της χώρας. Τα μητρώα είναι δημόσια βιβλία προσιτά σε οποιονδήποτε. Με απόφαση του Υπουργού Εμπορίου μπορούν να καθορίζονται οι λεπτομέρειες της τήρησης καθώς και οι όροι δημοσιότητας των μητρώων. Με όμοια απόφαση τα μητρώα αυτά μπορεί να συγχωνεύονται με τα ειδικά βιβλία που προβλέπονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 57β.

11. Οι διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις επιβολής των διοικητικών κυρώσεων, που προβλέπονται από το άρθρο 57α`, εφ` όσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο”.

Άρθρο 4
Στο άρθρο 57α` του νομοθετικού διατάγματος 136/1946, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του νόμου 1401/1983, προστίθεται παράγραφος 10, ως εξής:

“10. Επί προσφύγων κατά πράξεων που διατάσσουν την προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου, αρμόδιο είναι το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, η απόφαση του οποίου υπόκειται πάντοτε σε έφεση.

Η άσκηση προσφυγής κατά πράξης που διατάσσει την οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας της επιχείρησης ή του κέντρου δεν αναστέλλει την εκτέλεση της πράξης. Το δικαστήριο όμως μπορεί, ως συμβούλιο και μετά από αίτηση του υπόχρεου που έχει ήδη ασκήσει προσφυγή, να αναστείλει την εκτέλεση της πράξης σε περίπτωση πιθανολόγησις ευδοκίμησης της προσφυγής. Στην αίτηση πρέπει να αναφέρονται οι ειδικοί και συγκεκριμένοι λόγοι που είναι ικανοί να δικαιολογήσουν την αναστολή. Αντίγραφο της αίτησης κοινοποιείται στον Υπουργό ή το Νομάρχη για να εκθέσουν τις απόψεις τους μέσα σε προθεσμία έξι (6) ημερών”.

Άρθρο 5

1. Εκκρεμείς δίκες για παραβάσεις, οι οποίες μετά το νόμο αυτόν παύουν να είναι αξιόποινες, καταργούνται και οι σχετικές υποθέσεις αποσύρονται, έστω και αν έχουν εισαχθεί στο ακροατήριο.

Οι σχετικές δικογραφίες σε κάθε περίπτωση, είτε έχει είτε δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, διαβιβάζονται στις αρμόδιες αγορανομικές επιτροπές.

2. Ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 7 Σεπτεμβρίου 1987

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ