Νόμος 1708 ΦΕΚ Α΄108/26.6.1987

Κύρωση της σύμβασης για τη μεταφορά των καταδίκων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του  Συντάγματος η σύμβαση για τη μεταφορά των καταδίκων, που υπογράφηκε  στο Στρασβούργο στις 21 Μαρτίου 1983, με τις εξής δηλώσεις:

1. Άρθρο 3 παράγραφος 3.

Η Ελλάδα δηλώνει ότι αποκλείει την εφαρμογή της διαδικασίας που  προβλέπεται στο άρθρο 9.1.β. Κατ` εξαίρεση, αν η μεταφορά στην Ελλάδα  ενός καταδίκου δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τη  διαδικασία του άρθρου 9.1.α., το Ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης θα  είναι αρμόδιο να αποφασίσει αν θα ακολουθηθεί η διαδικασία του άρθρου  9.1.β.

2. Άρθρο 3 παράγραφος 4.

Η Ελλάδα δηλώνει ότι η υπηκοότητα κρίνεται σύμφωνα με τα  προβλεπόμενα από τον Κώδικα της Ελληνικής ιθαγενείας.

3. Άρθρο 5 παράγραφος 3.

Η Ελλάδα δηλώνει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει παράλληλα και τη  διπλωματική οδό.

4. Άρθρο 9 παράγραφος 4.

Η Ελλάδα δηλώνει ότι θα εφαρμόζει τη διαδικασία που προβλέπεται από  τη διάταξη του άρθρου 9.1.β.

5. Άρθρο 16 παράγραφος 7.

Η Ελλάδα δηλώνει ότι πρέπει να της γνωστοποιείται οποιαδήποτε  διαμεταγωγή λαμβάνει χώρα πάνω από το έδαφός της.

6. Άρθρο 17 παράγραφος 3.

Η Ελλάδα δηλώνει ότι οι αιτήσεις για μεταφορά των καταδίκων και τα  αποδεικτικά έγγραφα πρέπει να συνοδεύονται από μετάφραση στην ελληνική  γλώσσα.

Το κείμενο της σύμβασης, στο πρωτότυπο στη γαλλική γλώσσα και σε  μετάφραση στην ελληνική, έχει ως εξής:

ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΙΚΩΝ

Τα κράτη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα κράτη που  υπογράφουν τη σύμβαση αυτή.

Κρίνοντας ότι σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η σύσφιξη των  σχέσεων μεταξύ των μελών του,

Επιθυμώντας την περαιτέρω ανάπτυξη της διεθνούς συνεργασίας σε  θέματα ποινικού δικαίου,

Κρίνοντας ότι η συνεργασία αυτή πρέπει να εξυπηρετεί την ορθή  απονομή της δικαιοσύνης και να ευνοεί την αποκατάσταση των καταδίκων.

Κρίνοντας ότι οι σκοποί αυτοί απαιτούν να παρέχεται η δυνατότητα  στους αλλοδαπούς που έχουν στερηθεί την ελευθερία τους εξαιτίας  κάποιας ποινικής παράβασης, να εκτίουν την ποινή τους στον κοινωνικό  χώρο που ανήκουν.

Κρίνοντας ότι ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός  είναι η μεταφορά τους στη χώρα τους,

Συμφώνησαν τα ακόλουθα:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της σύμβασης αυτής οι όροι:

α) “καταδίκη” σημαίνει κάθε στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο  ασφάλειας, που έχει επιβληθεί από δικαστή για ορισμένο ή αόριστο  χρονικό διάστημα λόγω ποινικής παράβασης,

β) “απόφαση” σημαίνει δικαστική απόφαση που επιβάλλει καταδίκη,

γ) “κράτος της καταδίκης” σημαίνει το κράτος στο οποίο καταδικάστηκε  το πρόσωπο που μπορεί να μεταφερθεί ή έχει ήδη μεταφερθεί,

δ) “κράτος της εκτέλεσης” σημαίνει το κράτος στο οποίο ο κατάδικος  μπορεί να μεταφερθεί ή έχει ήδη μεταφερθεί, προκειμένου να εκτίσει την  ποινή του.

Άρθρο 2

Γενικές Γραμμές

1. Τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να παρέχουν  αμοιβαία την ευρύτερη συνεργασία στα θέματα μεταφοράς των καταδίκων,  σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται από τη σύμβαση αυτή.

2. Ένα πρόσωπο που καταδικάζεται στο έδαφος ενός Μέρους μπορεί,  σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης αυτής, να μεταφέρεται στο έδαφος  ενός άλλου Μέρους για να εκτίσει εκεί την ποινή που του έχει  επιβληθεί. Για το σκοπό αυτό, μπορεί να εκφράσει, είτε στο κράτος της  καταδίκης είτε στο κράτος της εκτέλεσης, την επιθυμία να μεταφερθεί,  σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή.

3. Η μεταφορά μπορεί να ζητηθεί είτε από το κράτος της καταδίκης  είτε από το κράτος της εκτέλεσης.

Άρθρο 3

Προϋποθέσεις μεταφοράς

1. Μια μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τους όρους  της σύμβασης, παρά μόνο υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α. Ο κατάδικος πρέπει να είναι υπήκοος του κράτους της εκτέλεσης,

β. η απόφαση πρέπει να είναι αμετάκλητη,

γ. η διάρκεια της ποινής που υπολείπεται να εκτίσει ο κατάδικος να  είναι τουλάχιστον εξάμηνη κατά την ημερομηνία λήψης της αίτησης  μεταφοράς ή η διάρκεια της να είναι αόριστη,

δ. να έχει συγκατατεθεί για τη μεταφορά ο κατάδικος ή ο νόμιμος  αντιπρόσωπος του, στην περίπτωση που αυτό θεωρείται από ένα από τα δύο  Μέρη αναγκαίο λόγω της ηλικίας του ή της φυσικής ή πνευματικής του  κατάστασης,

ε. οι πράξεις ή οι παραλείψεις που αποτέλεσαν το λόγο της καταδίκης  να αποτελούν ποινικό αδίκημα σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους της  εκτέλεσης, ή θα έπρεπε να αποτελούσαν ένα τέτοιο αδίκημα, εάν είχαν  διαπραχθεί στο έδαφός του, και

ζ. το κράτος της καταδίκης και το κράτος της εκτέλεσης πρέπει να  συμφωνούν για τη μεταφορά αυτή.

2. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, τα Μέρη μπορούν να συμφωνήσουν για  μια μεταφορά ακόμη και αν το υπόλοιπο της ποινής που έχει να εκτίσει ο  κατάδικος είναι μικρότερο από αυτό που καθορίζεται στο στοιχείο γ της  παραγράφου 1.

3. Κάθε Μέρος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης  του εγγράφου του επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, με  δήλωση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να κάνει  γνωστό ότι προτίθεται να αποκλείσει την εφαρμογή μιας από τις  προβλεπόμενες στο άρθρο 9 παρ. 1α και β διαδικασίες, στις σχέσεις του  με τα άλλα μέρη.

4. Κάθε κράτος μπορεί, οποτεδήποτε, με δήλωση προς το Γενικό  Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να προσδιορίσει, στον τομέα που  το αφορά, τον όρο “υπήκοος” για τους σκοπούς της σύμβασης αυτής.

Άρθρο 4

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

1. Κάθε κατάδικος για τον οποίο μπορεί να εφαρμοστεί αυτή η σύμβαση  πρέπει να πληροφορείται από το κράτος της καταδίκης το περιεχόμενο  αυτής της σύμβασης.

2. Εάν ο κατάδικος έχει εκφράσει στο κράτος της καταδίκης την  επιθυμία να μεταφερθεί βάσει της παρούσας σύμβασης, το κράτος αυτό  πρέπει να πληροφορήσει σχετικά το κράτος της εκτέλεσης στο συντομότερο  δυνατό χρόνο από τότε που η απόφαση θα γίνει αμετάκλητη.

3. Οι πληροφορίες πρέπει να περιλαμβάνουν:

α. το όνομα, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του καταδίκου,

β. τη διεύθυνσή του, εάν υπάρχει, στο κράτος της εκτέλεσης,

γ. έκθεση των πραγματικών περιστατικών στα οποία βασίστηκε η  καταδίκη,

δ. τη φύση, τη διάρκεια και την ημερομηνία έναρξης της καταδίκης.

4. Εάν ο κατάδικος έχει εκφράσει στο κράτος της εκτέλεσης την  επιθυμία να μεταφερθεί βάσει της παρούσας σύμβασης, το κράτος της  καταδίκης ανακοινώνει σ` αυτό το κράτος, μετά από αίτηση του, τις  πληροφορίες που αναφέρονται στην παραπάνω παράγραφο 3.

5. Ο κατάδικος πρέπει να πληροφορείται εγγράφως κάθε ενέργεια του  κράτους της καταδίκης ή του κράτους της εκτέλεσης, σε εφαρμογή των  προηγουμένων παραγράφων καθώς και κάθε απόφαση που λαμβάνεται από ένα  από τα δύο κράτη σχετικά με μία αίτηση μεταφοράς.

Άρθρο 5

Αιτήσεις και απαντήσεις

1. Οι αιτήσεις για μεταφορά και οι απαντήσεις πρέπει να  διατυπώνονται εγγράφως.

2. Αυτές οι αιτήσεις πρέπει να υποβάλλονται από το Υπουργείο  Δικαιοσύνης του αιτούντος κράτους στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του  κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση. Οι απαντήσεις πρέπει να  ανακοινώνονται μέσω της ιδίας οδού.

3. Κάθε Μέρος μπορεί, με δήλωση προς το Γενικό Γραμματέα του  Συμβουλίου της Ευρώπης, να κάνει γνωστό ότι θα χρησιμοποιήσει άλλες  οδούς ανακοίνωσης.

4. Το κράτος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση πρέπει να πληροφορεί το  κράτος που την υποβάλλει, το συντομότερο δυνατό, για την απόφαση του  να δεχτεί ή να αρνηθεί τη μεταφορά που ζητείται.

Άρθρο 6

Αποδεικτικά έγγραφα

Το κράτος της εκτέλεσης οφείλει, μετά από αίτηση του κράτους της  καταδίκης, να υποβάλει σ` αυτό:

α. ένα έγγραφο ή μία δήλωση από όπου να προκύπτει ότι ο κατάδικος  είναι υπήκοος αυτού του Κράτους,

β. ένα αντίγραφο των νομικών διατάξεων του κράτους της εκτέλεσης,  από τις οποίες να προκύπτει ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις για τις  οποίες εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση στο κράτος της καταδίκης  αποτελούν έγκλημα σύμφωνα με το δικό του δίκαιο ή θα αποτελούσαν ένα  τέτοιο έγκλημα εάν είχαν γίνει στο έδαφος του,

γ. μία δήλωση η οποία να περιέχει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 9.2  πληροφορίες.

2. Εάν ζητείται μία μεταφορά, το κράτος της καταδίκης πρέπει να  παρέχει τα ακόλουθα έγγραφα στο κράτος της εκτέλεσης, εκτός εάν ένα  από τα δύο κράτη έχει ήδη κάνει γνωστό ότι δε θα δώσει τη συναίνεσή  του για τη μεταφορά:

α. επικυρωμένο αντίγραφο της απόφασης και των νομικών διατάξεων που  εφαρμόσθηκαν,

β. δήλωση από την οποία να προκύπτει η διάρκεια της ποινής που έχει  ήδη εκτιθεί, στην οποία περιλαμβάνονται και πληροφορίες για κάθε  προσωρινή κράτηση, μείωση της ποινής ή άλλη πράξη σχετική με την  εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης,

γ. δήλωση που να περιέχει στη συναίνεση για τη μεταφορά όπως αυτή  προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. 1 δ, και

δ. όπου τούτο ενδείκνυται, κάθε έκθεση ιατρική ή κοινωνικού  λειτουργού για τον κατάδικο, πληροφορίες για τη μεταχείρισή του στο  κράτος της καταδίκης και κάθε σύσταση για συνέχιση της σωφρονιστικής  αγωγής του στο κράτος της εκτέλεσης.

3. Τόσο το κράτος της καταδίκης όσο και το κράτος της εκτέλεσης  μπορούν να ζητούν να τους αποστέλλεται οποιοδήποτε από τα έγγραφα ή  τις δηλώσεις που αναφέρονται στις παραπάνω παραγράφους 1 και 2, πριν  υποβάλλουν την αίτηση για μεταφορά ή λάβουν απόφαση για το εάν θα την  εγκρίνουν ή θα την απορρίψουν.

Άρθρο 7

Συναίνεση και επαλήθευση της

1. Το κράτος της καταδίκης πρέπει να βεβαιωθεί ότι το πρόσωπο που  απαιτείται να δώσει τη συναίνεσή του για τη μεταφορά, βάσει του άρθρου  3 παρ. 1δ ενεργεί με τη θέλησή του και έχοντας πλήρη γνώση των νομικών  συνεπειών που μπορεί να πηγάζουν απ` αυτή. Η διαδικασία που πρέπει να  ακολουθηθεί σχετικά θα διέπεται από το δίκαιο του κράτους της  καταδίκης.

2. Το κράτος της καταδίκης πρέπει να δώσει στο κράτος της εκτέλεσης  τη δυνατότητα να επαληθεύσει μέσω προξένου ή άλλου δημοσίου υπαλλήλου,  διορισμένου μετά από συμφωνία με το κράτος της εκτέλεσης, ότι η  συναίνεση δόθηκε σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην  προηγούμενη παράγραφο.

Άρθρο 8

Συνέπειες της μεταφοράς για το κράτος της καταδίκης

1. Η ανάληψη της ευθύνης για τον κατάδικο από τις αρχές του κράτους  της εκτέλεσης έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της εκτέλεσης της  καταδικαστικής απόφασης στο κράτος της καταδίκης.

2. Το κράτος της καταδίκης δε θα μπορεί πλέον να εκτελέσει την  καταδικαστική απόφαση εάν το κράτος της εκτέλεσης κρίνει ότι η  εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης έχει ολοκληρωθεί.

Άρθρο 9

Συνέπειες της μεταφοράς για το κράτος της  εκτέλεσης

1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους της εκτέλεσης οφείλουν είτε:

α. να εξακολουθήσουν την εκτέλεση της καταδίκης αμέσως ή βάσει  δικαστικής ή διοικητικής απόφασης, σύμφωνα με τους όρους που  αναφέρονται στο άρθρο 10,

β. να μετατρέψουν την καταδίκη, με μια δικαστική ή διοικητική  διαδικασία, σε απόφαση του κράτους αυτού, αντικαθιστώντας με αυτόν τον  τρόπο την επιβληθείσα ποινή από το κράτος της καταδίκης σε μία ποινή  που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης για το ίδιο  έγκλημα, κατά τους όρους που αναφέρονται στο άρθρο 11.

2. Το κράτος της εκτέλεσης οφείλει, εάν έχει υποβληθεί η αίτηση σ`  αυτό, να κάνει γνωστό στο κράτος της καταδίκης πριν από τη μεταφορά  του καταδίκου ποια από τις διαδικασίες αυτές θα ακολουθήσει.

3. Η εκτέλεση της καταδίκης διέπεται από το δίκαιο του κράτους της  εκτέλεσης και αυτό το κράτος είναι το μόνο αρμόδιο για να λάβει τις  κατάλληλες αποφάσεις.

4. Κάθε κράτος, το οποίο, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο, δεν  μπορεί να ακολουθήσει μία από τις διαδικασίες που αναφέρονται στην  παράγραφο 1, για να εκτελεσθούν μέτρα που έχουν επιβληθεί σε άλλο  κράτος και αφορούν καταδίκους οι οποίοι για λόγους πνευματικής  κατάστασης δεν έχουν θεωρηθεί ποινικά υπεύθυνοι για ένα έγκλημα και το  οποίο προδιατίθεται να δεχθεί αυτά τα πρόσωπα για περαιτέρω  σωφρονιστική μεταχείριση, μπορεί να καθορίσει τις διαδικασίες που θα  ακολουθήσει σ` αυτές τις περιπτώσεις, με δήλωση που απευθύνεται στο  Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Άρθρο 10

Συνέχιση της εκτέλεσης

1. Στην περίπτωση που θα συνεχιστεί η εκτέλεση της ποινής, το κράτος  δεσμεύεται από τη νομική φύση και τη διάρκεια της ποινής, όπως αυτές  καθορίζονται στην καταδικαστική απόφαση.

2. Εν τούτοις, εάν η φύση ή η διάρκεια της ποινής δεν συμβιβάζονται  με τη νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης, ή εάν η νομοθεσία του  κράτους αυτού το απαιτεί, το κράτος της εκτέλεσης μπορεί, με δικαστική  ή διοικητική απόφαση, να προσαρμόσει αυτή την κύρωση στην ποινή ή στο  μέτρο που προβλέπονται από τη δική του νομοθεσία για παραβάσεις της  ίδιας φύσης. Η ποινή αυτή ή το μέτρο αντιστοιχούν, κατά το δυνατό, ως  προς τη φύση τους, στην ποινή ή στο μέτρο που επιβάλλονται από την  καταδικαστική απόφαση και δεν μπορούν να επιβαρύνουν με τη φύση τους ή  τη διάρκειά τους την ποινή που έχει απαγγελθεί στο κράτος της  καταδίκης ούτε να υπερβούν το ανώτατο όριο που προβλέπεται από το  δίκαιο του κράτους της εκτέλεσης.

Άρθρο 11

Μετατροπή της καταδίκης

1. Στην περίπτωση μετατροπής της καταδίκης εφαρμόζεται η διαδικασία  που προβλέπεται από τη νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης.

Κατά τη μετατροπή η αρμόδια αρχή:

α. θα δεσμεύεται από τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών,  όπως αυτά αναφέρονται ρητά ή προκύπτουν έμμεσα από την απόφαση που  εκδόθηκε στο Κράτος της καταδίκης,

β. δε θα μπορεί να μετατρέψει μία στερητική της ελευθερίας ποινή σε  χρηματική ποινή,

γ. θα εκπίπτει ολόκληρη την περίοδο στέρησης της ελευθερίας που  εξέτισε ο κατάδικος και

δ. δε θα επιβαρύνει την ποινική κατάσταση του καταδίκου και δε θα  δεσμεύεται από την ελάχιστη κύρωση που τυχόν προβλέπεται από τη  νομοθεσία του κράτους της εκτέλεσης για το έγκλημα ή τα εγκλήματα που  έχουν διαπραχθεί.

2. Εάν η διαδικασία μετατροπής γίνεται μετά τη μεταφορά του  καταδίκου, το κράτος της εκτέλεσης θα τον υποβάλει σε κράτηση ή θα  λάβει άλλα μέτρα, προκειμένου να εξασφαλίσει την παρουσία του στο  κράτος της εκτέλεσης μέχρι το τέλος της διαδικασίας αυτής.

Άρθρο 12

Χάρη, αμνηστία, μείωση ποινής

Κάθε Μέρος μπορεί να απονέμει χάρη, να χορηγεί αμνηστία ή μείωση  της ποινής, σύμφωνα με το Σύνταγμα του ή τους νόμους του.

Άρθρο 13

Επανάληψη της διαδικασίας

Μόνο το κράτος της καταδίκης έχει το δικαίωμα να αποφασίσει για κάθε  αίτηση επανάληψης της διαδικασίας.

Άρθρο 14

Παύση της εκτέλεσης

Το κράτος της εκτέλεσης πρέπει να παύσει την εκτέλεση της ποινής  μόλις πληροφορηθεί από το κράτος της καταδίκης οποιαδήποτε απόφαση ή  μέτρο που έχει ως αποτέλεσμα τη μη εκτέλεση της καταδικαστικής  απόφασης.

Άρθρο 15

Πληροφορίες σχετικά με την εκτέλεση

Το Κράτος της εκτέλεσης θα παρέχει πληροφορίες στο Κράτος της  καταδίκης σχετικά με την εκτέλεση της καταδικαστικής απόφασης:

α. όταν κρίνει ότι έχει ολοκληρωθεί η εκτέλεση της καταδικαστικής  απόφασης,

β. όταν ο κατάδικος δραπετεύει πριν ολοκληρωθεί η εκτέλεση της  καταδικαστικής απόφασης, ή

γ. όταν το κράτος της καταδίκης του ζητά ειδική έκθεση.

Άρθρο 16

Διαμεταγωγή

1. Ένα Μέρος οφείλει, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, να αποδεχθεί μία  αίτηση διαμεταγωγής καταδίκου μέσα από το έδαφός του, εάν η αίτηση  υποβληθεί από άλλο Μέρος το οποίο έχει ήδη συμφωνήσει με ένα άλλο  Μέρος ή με ένα τρίτο κράτος για τη μεταφορά του καταδίκου προς ή από  το έδαφός του.

2. Ένα Μέρος μπορεί να αρνηθεί να επιτρέψει τη διαμεταγωγή:

α. εάν ο κατάδικος είναι υπήκοος του, ή

β. εάν η παράβαση για την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση  δεν αποτελεί παράβαση σύμφωνα με τη νομοθεσία του.

3. Οι αιτήσεις για διαμεταγωγή και οι απαντήσεις πρέπει να  ανακοινώνονται με τους τρόπους που αναφέρονται στις διατάξεις του  άρθρου 5 παρ. 2 και 3.

4. Ένα Μέρος μπορεί να αποδεχθεί μία αίτηση για διαμεταγωγή ενός  καταδίκου από το έδαφός του, που υποβάλλεται από ένα τρίτο κράτος, εάν  το κράτος αυτό έχει συμφωνήσει με ένα άλλο Μέρος για τη μεταφορά μέσα  ή από το έδαφός του.

5. Το Μέρος μέσω του οποίου ζητείται η διαμεταγωγή μπορεί να θέσει  σε κράτηση τον κατάδικο κατά το χρόνο που είναι απολύτως απαραίτητος  για τη διέλευση από το έδαφός του.

6. Το Μέρος προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση για διαμεταγωγή  μπορεί να κληθεί να εγγυηθεί ότι ο κατάδικος δε θα διωχθεί ούτε θα  κρατηθεί, με την επιφύλαξη της εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου,  ούτε θα υποβληθεί σε κανένα άλλο περιορισμό της ατομικής του  ελευθερίας στο έδαφος του κράτους της διαμεταγωγής, για πράξεις που  διέπραξε, ή προκειμένου να εκτελεσθεί καταδικαστική απόφαση που ελήφθη  πριν από το χρόνο της αναχώρησής του από το έδαφος του κράτους της  καταδίκης.

7. Καμία αίτηση για διαμεταγωγή δεν είναι απαραίτητη εάν  χρησιμοποιείται ο εναέριος χώρος πάνω από το έδαφος ενός Μέρους και  δεν προβλέπεται προσγείωση σ` αυτό. Εν τούτοις, κάθε κράτος μπορεί, με  δήλωση προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά το  χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης του οργάνου του επικύρωσης,  αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, να απαιτήσει να του γίνεται γνωστή  οποιαδήποτε διαμεταγωγή πάνω από το έδαφός του.

Άρθρο 17

Γλώσσες και έξοδα

1. Οι πληροφορίες βάσει του άρθρου 4 παράγρ. 2 έως 4 πρέπει να  δίδονται στη γλώσσα του μέρους προς το οποίο απευθύνεται ή σε μία από  τις επίσημες γλώσσες του Συμβουλίου της Ευρώπης.

2. Με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου 3, η μετάφραση των  αιτήσεων για μεταφορά ή των αποδεικτικών εγγράφων δεν είναι αναγκαία.

3. Κάθε κράτος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης  του εγγράφου του επικύρωσης, αποδοχής έγκρισης ή προσχώρησης με δήλωση  προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, να απαιτήσει οι  αιτήσεις για μεταφορά και τα αποδεικτικά έγγραφα να συνοδεύονται από  μετάφραση στη δική του γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του  Συμβουλίου της Ευρώπης ή σε μία από τις γλώσσες που θα υποδείξει  εκείνο. Μπορεί, με την ευκαιρία αυτή, να δηλώσει ότι είναι  διατεθειμένο να δεχθεί μεταφράσεις σε κάθε άλλη γλώσσα πέρα από την  επίσημη ή τις επίσημες γλώσσες του Συμβουλίου της Ευρώπης.

4. Με εξαίρεση την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 6 παρ. 2α, τα  έγγραφα που διαβιβάζονται σε εφαρμογή της σύμβασης αυτής δεν  απαιτείται να είναι επικυρωμένα.

5. Τα έξοδα που δημιουργούνται από την εφαρμογή της σύμβασης αυτής  βαρύνουν το κράτος της εκτέλεσης, εκτός από αυτά που δημιουργούνται  αποκλειστικά στο έδαφος του κράτους της καταδίκης.

Άρθρο 18

Υπογραφή και έναρξη ισχύος

1. Η παρούσα σύμβαση είναι ανοικτή για υπογραφή από τα κράτη – μέλη  του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα κράτη μη μέλη που έχουν συμμετάσχει  στην κατάρτισή της. Θα υποβληθεί για επικύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα  έγγραφα επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατεθούν στο Γενικό  Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

2. Η σύμβαση αυτή θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που  ακολουθεί την πάροδο τρίμηνης περιόδου μετά την ημερομηνία κατά την  οποία τρία μέρη – μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης θα έχουν εκφράσει τη  συγκατάθεσή τους να δεσμεύονται από τη σύμβαση αυτή, σύμφωνα με τις  διατάξεις της παραγράφου 1.

3. Για κάθε κράτος που υπογράφει και που θα δώσει μεταγενεστέρως τη  συγκατάθεσή του να δεσμεύεται από τη σύμβαση, η σύμβαση αυτή θα  αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την πάροδο  τρίμηνης περιόδου μετά την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου  επικύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης.

Άρθρο 19

Προσχώρηση κρατών μη μελών

1. Μετά την έναρξη ισχύος αυτής της σύμβασης η Επιτροπή Υπουργών του  Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί, αφού συμβουλευθεί τα Συμβαλλόμενα Μέρη,  να καλέσει κάθε κράτος μη μέλος του Συμβουλίου και μη αναφερόμενοι στο  άρθρο 18 παρ. 1 να προσχωρήσει σ` αυτή τη σύμβαση, με απόφαση που θα  έχει ληφθεί από την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 20δ του  καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης και με ομοφωνία των  αντιπροσώπων των συμβαλλομένων κρατών που έχουν το δικαίωμα να  μετέχουν στην Επιτροπή.

2. Για κάθε κράτος που προσχωρεί, η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει την  πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την πάροδο τρίμηνης περιόδου από  την ημερομηνία κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα  του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Άρθρο 20

Εδαφική εφαρμογή

1. Κάθε κράτος μπορεί, κατά το χρόνο της υπογραφής ή της κατάθεσης  του εγγράφου του επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης να  ορίσει την εδαφική περιοχή ή τις εδαφικές περιοχές του στις οποίες θα  εφαρμοσθεί η σύμβαση αυτή.

2. Κάθε κράτος μπορεί, οποτεδήποτε μεταγενεστέρως, με δήλωση που  απευθύνεται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης να  επεκτείνει την εφαρμογή της σύμβασης αυτής σε κάθε άλλη εδαφική  περιοχή που ορίζεται στη δήλωση. Η σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει για  την περιοχή αυτή την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την πάροδο  τρίμηνης περιόδου από την ημερομηνία λήψης της δήλωσης από το Γενικό  Γραμματέα.

3. Κάθε δήλωση που γίνεται δυνάμει των δύο προηγούμενων παραγράφων  μπορεί να ανακληθεί όσον αφορά την περιοχή που ορίζεται στη δήλωση  αυτή, με γνωστοποίηση στο Γενικό Γραμματέα. Η ανάκληση αυτή θα αρχίσει  να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την πάροδο τρίμηνης  περιόδου μετά την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης από το Γενικό  Γραμματέα.

Άρθρο 21

Χρόνος εφαρμογής

Η σύμβαση αυτή θα μπορεί να εφαρμόζεται ως προς την εκτέλεση των  καταδικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί είτε πριν είτε μετά την  έναρξη ισχύος της.

Άρθρο 22

Σχέση με άλλες συμβάσεις και συμφωνίες

1. Η σύμβαση αυτή δε θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που  προκύπτουν από συνθήκες έκδοσης και άλλες συνθήκες διεθνούς  συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις που προβλέπουν τη μεταφορά  κρατουμένων για να καταθέσουν σε αντιπαράθεση ή ως μάρτυρες.

2. Εάν δύο ή περισσότερα Μέρη έχουν ήδη συνάψει ή πρόκειται να  συνάψουν συμφωνία ή συνθήκη για τη μεταφορά των καταδίκων ή με άλλο  τρόπο έχουν καθορίσει ή πρόκειται να καθορίσουν τις σχέσεις του στον  τομέα αυτόν, θα έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν εκείνη τη συμφωνία ή  συνθήκη, ή διευθέτηση, στη θέση αυτής της σύμβασης.

3. Η σύμβαση αυτή δε θίγει το δικαίωμα των κρατών που είναι Μέρη της  Ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διεθνή ισχύ των ποινικών αποφάσεων, να  συνάψουν μεταξύ τους διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες σχετικά με θέματα  ρυθμιζόμενα από την παρούσα σύμβαση, για να συμπληρώσουν τις διατάξεις  ή να διευκολύνουν την εφαρμογή των αρχών από τις οποίες εμπνέεται.

4. Εάν μία αίτηση για μεταφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της  σύμβασης αυτής και της Ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διεθνή ισχύ των  ποινικών αποφάσεων ή μιας άλλης συμφωνίας ή συνθήκης για τη μεταφορά  καταδίκων, το κράτος που υποβάλλει την αίτηση οφείλει, όταν συντάσσει  αυτή την αίτηση να προσδιορίζει βάσει ποιου κειμένου συντάσσεται η  αίτηση.

Άρθρο 23

Φιλικός διακανονισμός

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Εγκληματολογικά Προβλήματα θα  παρακολουθεί την εφαρμογή της σύμβασης αυτής και θα διευκολύνει, εάν  παραστεί ανάγκη, το φιλικό διακανονισμό κάθε δυσκολίας στην εφαρμογή.

Άρθρο 24

Καταγγελία

1. Κάθε Μέρος μπορεί, οποτεδήποτε να καταγγείλει τη Σύμβαση  απευθύνοντας μια γνωστοποίηση στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της  Ευρώπης.

2. Η καταγγελία θα αρχίσει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μηνός που  ακολουθεί την πάροδο τρίμηνης περιόδου μετά την ημερομηνία λήψης της  γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.

3. Η σύμβαση αυτή θα συνεχίσει παρ` όλα αυτά να εφαρμόζεται για την  εκτέλεση, καταδικαστικών αποφάσεων προσώπων που μεταφέρονται σύμφωνα  μ` αυτή τη σύμβαση πριν αρχίσει να ισχύει η καταγγελία.

Άρθρο 25

Γνωστοποιήσεις

Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα γνωστοποιεί στα  κράτη μέλη του Συμβουλίου και σε κάθε κράτος μη μέλος που έχει  προσχωρήσει στη σύμβαση αυτή:

α. κάθε υπογραφή,

β. την κατάθεση κάθε εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή  προσχώρησης,

γ. κάθε ημερομηνία έναρξης ισχύος της σύμβασης αυτής σύμφωνα με τα  άρθρα της 18 παρ. 2 και 3, 19 παρ. 2 και 20 παρ. 2 και 3,

δ. κάθε άλλη πράξη, δήλωση, γνωστοποίηση ή ανακοίνωση που έχει  σχέση με τη σύμβαση αυτή.

Για την πιστότητα των παραπάνω, οι υπογράφοντες, ειδικά  εξουσιοδοτημένοι για το σκοπό αυτό, υπέγραψαν τη σύμβαση αυτή.

Έγινε στο Στρασβούργο στις 21 Μαρτίου 1983 στα γαλλικά και τα  αγγλικά, σε δύο δηλαδή κείμενα τα οποία έχουν την ίδια ισχύ και σε ένα  αντίτυπο που θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο  Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιήσει ακριβές  επικυρωμένο αντίγραφο σε κάθε κράτος – μέλος του Συμβουλίου της  Ευρώπης και σε κάθε κράτος μη μέλος που έχει συμμετάσχει στην  κατάρτιση της παρούσας σύμβασης και σε κάθε κράτος που καλείται να  προσχωρήσει σ` αυτή.

Άρθρο δεύτερο
Για την εφαρμογή των άρθρων 10 και 11 παρ. 1 της σύμβασης αρμόδια  αρχή είναι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, για την εφαρμογή δε  του άρθρου 11 παρ. 2 το Τριμελές Πλημμελειοδικείο του τόπου όπου  κρατείται ο κατάδικος.

Κατά της απόφασης αυτού επιτρέπεται στον εισαγγελέα και στον  καταδικασθέντα το ένδικο μέσο της αναίρεσης.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 19 Ιουνίου 1987

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ