Νόμος 1699 ΦΕΚ Α’ 59/4.5.1987

Κύρωση της από 21 Μαΐου 1986 Συμπληρωματικής Σύμβασης στην από 14 Δεκεμβρίου 1979 Σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αυστριακής Δημοκρατίας.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος η Συμπληρωματική Σύμβαση στην από 14 Δεκεμβρίου 1979 Σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αυστριακής Δημοκρατίας, που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 21 Μαΐου 1986, της οποίας το κείμενο στην ελληνική και γερμανική γλώσσα έχει ως εξής:

Συμπληρωματική σύμβαση

Στην από 14 Δεκεμβρίου 1979 σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Αυστριακής Δημοκρατίας

Η Ελληνική Δημοκρατία και η Αυστριακή Δημοκρατία

συμφώνησαν να τροποποιήσουν και να συμπληρώσουν την από 14 Δεκεμβρίου 1979 συναφθείσα Σύμβαση Κοινωνικής Ασφάλειας -που θα καλείται στα επόμενα Σύμβαση- όπως ακολουθεί:

Άρθρο Ι

1. Στο άρθρο 1 παράγραφος 1 αριθμός 5 της Σύμβασης αντικαθίσταται ο όρος “τον Ομοσπονδιακό Υπουργό των Οικονομικών” με τον όρο “τον Ομοσπονδιακό Υπουργό Οικογένειας, Νεολαίας και Προστασίας Καταναλωτών” και ο όρος “τον Υπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών” με τον όρον “τον Υπουργό Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων”.

2. α) Το άρθρο 2 παράγραφος 1 αριθμός 2 στοιχείο β` της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

β) που αναφέρονται στα ειδικά συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων που καλύπτουν για συγκεκριμένους κινδύνους ορισμένες κατηγορίες μισθωτών και εξομοιούμενων με αυτούς, καθώς και αυτοτελώς απασχολούμενους ή ελεύθερους επαγγελματίες, με την εξαίρεση του ειδικού συστήματος των ναυτικών της εμπορικής ναυτιλίας”.

β) Το άρθρο 2 παράγραφος 1 αριθμός 2 στοιχείο γ` της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“γ) που αναφέρονται στο ειδικό σύστημα δημοσίων υπαλλήλων, εφ` όσον αυτό προβλέπει παροχές ασθενείας σε είδος”.

γ) Το άρθρο 2 παράγραφος 1 αριθμός 2 στοιχείο γ` της Σύμβασης, όπως διατυπώνεται μέχρι σήμερα, λαμβάνει το διακριτικό στοιχείο δ`.

δ) Το άρθρο 2 παράγραφος 4 της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“(4) Νομικές διατάξεις, που προέρχονται από Συμφωνία με τρίτα Κράτη ή από υπερκρατικό δίκαιο, δε λαμβάνονται υπόψη κατά την εφαρμογή αυτής της Σύμβασης”.

3. Μετά το άρθρο 5 της Σύμβασης προστίθεται άρθρο 5α με την ακόλουθη διατύπωση:

“(1) Εφ` όσον σύμφωνα με τις ελληνικές νομικές διατάξεις εισοδήματα από βιοποριστική απασχόληση ή παροχή κοινωνικών ασφαλίσεων επιφέρουν νομικές συνέπειες σε παροχή κοινωνικών ασφαλίσεων, την ίδια συνέπεια επιφέρει παροχή που αποκτήθηκε σύμφωνα με τις αυστριακές νομικές διατάξεις ή εισόδημα που αποκτήθηκε από βιοποριστική απασχόληση στην Αυστρία, αυτό δεν ισχύει, εφ` όσον πρόκειται για παροχές ίδιας φύσης, που χορηγούνται σύμφωνα με το Μέρος ΙΙΙ Κεφάλαιο 2 της Σύμβασης.

(2) Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1 παροχές που αποκτήθηκαν σύμφωνα με τις αυστριακές νομικές διατάξεις ή εισοδήματα που αποκτήθηκαν στην Αυστρία, λαμβάνονται υπόψη μόνο μειωμένες κατά το κλάσμα που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχείο γ`”.

4. Το άρθρο 11 παράγραφος 1 της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“(1) Πρόσωπο, που συμπληρώνει τις προϋποθέσεις για αξίωση παροχής σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις ενός συμβαλλόμενου κράτους ή θα τις συμπλήρωνε εάν βρισκόταν στην περιοχή του κράτους αυτού, λαμβάνει:

α) κατά τη συνήθη διαμονή, στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους από το φορέα του τόπου διαμονής και σύμφωνα με τις ισχύουσες για το φορέα αυτό νομικές διατάξεις παροχές σε είδος σε βάρος του αρμόδιου φορέα,

β) κατά την προσωρινή διαμονή στην περιοχή του άλλου συμβαλλόμενου κράτους σε βάρος του αρμόδιου φορέα, παροχές σε είδος από το φορέα του τόπου διαμονής, σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις που ισχύουν για το φορέα αυτόν, εφ` όσον η κατάσταση του προσώπου καθιστά αναγκαία την άμεση χορήγηση τέτοιου είδους παροχής”.

5. Στο άρθρο 13 της Σύμβασης αντικαθίσταται ο όρος “Περιφερειακό ταμείο ασθένειας για εργάτες και υπαλλήλους” με τον όρο “Περιφερειακό Ταμείο Ασθένειας”.

6. Το άρθρο 15 της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“Εάν ένα πρόσωπο έχει αποκτήσει χρόνους ασφάλισης σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις και των δύο συμβαλλόμενων κρατών, αυτοί συνυπολογίζονται για τη θεμελίωση δικαιώματος για προαιρετική συνέχιση της ασφάλισης καθώς και για τη θεμελίωση δικαιώματος σε παροχή, εφ` όσον δε συμπίπτουν”.

7. α) Το άρθρο 16 παράγραφος 2 της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“(2) Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 1 στοιχεία β` και γ` οι επικαλυπτόμενοι χρόνοι λαμβάνονται υπόψη ως εάν δεν επικαλύπτονταν”.

7. β) Στο άρθρο 16 παράγραφος 3 της Σύμβασης (στο γερμανικό κείμενο) αντικαθίσταται ο όρος “ΑBSATZ 1 BUCHSTABE C” με τον όρο “ABSATZ I LITERA C”

8. α) το άρθρο 17 αριθμός 3 στοιχείο α` της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“α) Ως ουδέτεροι χρόνοι θεωρούνται επίσης χρόνοι κατά τη διάρκεια των οποίων ο ασφαλισμένος είχε αξίωση για σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας, σύμφωνα με τις ελληνικές νομικές διατάξεις”.

8. β) Το άρθρο 17 αριθμός 4 στοιχείο β της Σύμβασης λαμβάνει την ακόλουθη διατύπωση:

“β) Για τον υπολογισμό του επιδόματος αβοηθήτων ισχύει το άρθρο 16 παράγραφος 1 στοιχεία β` και γ`, το άρθρο 20 εφαρμόζεται ανάλογα”.

9. Στο άρθρο 18 της Σύμβασης προστίθενται οι αριθμοί 4, 5 και 6 με την ακόλουθη διατύπωση:

“4. Χρόνοι ασφάλισης, που διανύθηκαν σύμφωνα με τις αυστριακές νομικές διατάξεις στην ασφάλιση σύνταξης μεταλλευτών, λαμβάνονται υπόψη για τη χορήγηση παροχών σύμφωνα με τις ελληνικές νομικές διατάξεις για βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα και μεταλλευτές”.

5. Εάν ένα πρόσωπο συμπληρώνει όλες τις προβλεπόμενες από τις ελληνικές νομικές διατάξεις προϋποθέσεις για αξίωση σε παροχή, χωρίς να απαιτείται ο συνυπολογισμός περιόδων ασφάλισης που διανύθηκαν σύμφωνα με τις αυστριακές νομικές διατάξεις, ο ελληνικός φορέας είναι υποχρεωμένος να χορηγήσει το ποσό της οφειλόμενης παροχής αποκλειστικά με βάση τις περιόδους ασφάλισης που λαμβάνονται υπόψη κατά τις ελληνικές νομικές διατάξεις. Αυτό ισχύει επίσης και στην περίπτωση που, σύμφωνα με τις αυστριακές νομικές διατάξεις, υφίσταται αξίωση για παροχή που υπολογίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 16.

6. Εάν η συνολική διάρκεια των χρόνων ασφάλισης που διανύθηκαν κατά τις νομικές διατάξεις και των δύο συμβαλλομένων κρατών και που λαμβάνονται υπόψη υπερβαίνουν τον προβλεπόμενο από τις ελληνικές νομικές διατάξεις ανώτατο χρόνο για τη χορήγηση ορισμένων παροχών, η οφειλόμενη τμηματική παροχή υπολογίζεται κατά τη σχέση που υφίσταται μεταξύ της διάρκειας των χρόνων ασφάλισης που λαμβάνονται υπόψη κατά τις ελληνικές νομικές διατάξεις και αυτού του ανώτατου χρόνου”.

10. Στο άρθρο 21 παράγραφος 2 της Σύμβασης ο όρος “Περιφερειακό Ταμείο Ασθένειας για Εργάτες και Υπαλλήλους” αντικαθίσταται με τον όρο “Περιφερειακό Ταμείο Ασθένειας”.

11. Μετά το σημείο ΙV του Τελικού πρωτοκόλλου της Σύμβασης, προστίθεται σημείο ΙVα με την ακόλουθη διατύπωση:

“IV. α. Στα άρθρα 10 και 12 της Σύμβασης:

Οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στο ελληνικό ειδικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων”.

Άρθρο ΙΙ

(1) Η Συμπληρωματική αυτή Σύμβαση χρειάζεται επικύρωση. Τα κυρωτικά έγγραφα θα ανταλλαγούν το συντομότερο δυνατό στην Αθήνα.

(2) Η Συμπληρωματική αυτή Σύμβαση τίθεται σε ισχύ την πρώτη ημέρα του τρίτου μήνα μετά την παρέλευση του μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου έγινε η ανταλλαγή των κυρωτικών εγγράφων.

Σε περίπτωση αυτού οι πληρεξούσιοι των δύο συμβαλλόμενων κρατών υπέγραψαν αυτή τη Συμπληρωματική Σύμβαση.

Έγινε στη Βιέννη, την 21 Μαΐου 1986 σε δύο πρωτότυπα στην ελληνική και γερμανική γλώσσα, και τα δύο κείμενα είναι εξίσου αυθεντικά.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και της Συμπληρωματικής Σύμβασης σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο ΙΙ, 2 αυτής.

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 22 Απριλίου 1987

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΧΡΗΣΤΟΣ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗΣ