Νόμος 1489 ΦΕΚ Α΄170/8.11.1984
Τροποποίηση και συμπλήρωση της κείμενης συνταξιοδοτικής νομοθεσίας και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον:

Άρθρο 1
Επιστροφή αποζημίωσης που καταβλήθηκε λόγω αποχώρησης από την υπηρεσία του υπαλλήλου.

1. Το έκτο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 11 του Π.Δ. 1041/1979 (ΦΕΚ Α 292) αντικαθίσταται ως εξής:
“Εάν ο αιτών πρόκειται να χρησιμοποιήσει το χρόνο αυτόν για να πάρει σύνταξη από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό, το ποσό που πρέπει να επιστρέψει βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο και εισπράττεται σε μηνιαίες δόσεις, που καθορίζονται με τη σχετική απόφαση καταλογισμού, ίσες με το 1/6 των μηνιαίων αποδοχών ή της σύνταξής του”.

2. Υποχρεώσεις επιστροφής αποζημίωσης, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις καταλογισμού μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού και έχουν ρυθμιστεί αντίθετα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, μπορεί, εφόσον υπάρχει ανεξόφλητο χρέος, να ρυθμίζονται, ύστερα από νέα αίτηση του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μόνο για το ανεξόφλητο χρέος και τις τυχόν προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.

Άρθρο 2
Επιστροφή αποζημίωσης που καταβλήθηκε λόγω αποχώρησης από την υπηρεσία του στρατιωτικού.

1. Το έκτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 36 του Π.Δ. 1041/1979 αντικαθίσταται ως εξής:
“Εάν ο αιτών πρόκειται να χρησιμοποιήσει το χρόνο αυτόν για να πάρει σύνταξη από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό, το ποσό που πρέπει να επιστρέψει βεβαιώνεται ως δημόσιο έσοδο και εισπράττεται σε μηνιαίες δόσεις που καθορίζονται με τη σχετική απόφαση καταλογισμού, ίσες με το 1/6 των μηνιαίων αποδοχών ή της σύνταξής του”.

2. Υποχρεώσεις επιστροφής αποζημίωσης, για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις καταλογισμού μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού και έχουν ρυθμιστεί αντίθετα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, δύνανται, εφόσον υπάρχει ανεξόφλητο χρέος, να ρυθμίζονται κατόπιν νέας αίτησης του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου μόνο για το ανεξόφλητο χρέος και τις τυχόν προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.

Άρθρο 3
Προσωπικό υποβρύχιων αποστολών του Λιμενικού Σώματος που έπαθε σε αυξημένο κίνδυνο σε ειρηνική περίοδο. Στο άρθρο 171 του Π.Δ. 1285/1981 (ΦΕΚ Α 314) προστίθεται παρ. 10 που έχει ως εξής:
“10. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τους άνδρες υποβρύχιων αποστολών του Λιμενικού Σώματος που υπηρετούν οργανικά στο 5ο Τμήμα της Διεύθυνσης Λιμενικής Αστυνομίας και στη Μονάδα Πολλαπλής Χρησιμότητας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και έχουν πτυχίο υποβρύχιου καταστροφέα του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.) ή άλλο πιστοποιητικό της Μονάδας Υποβρύχιων Καταστροφών του Π.Ν. από το οποίο προκύπτει ότι έχουν εκπαιδευθεί για καταδύσεις σε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα έξι (36) μέτρα, εφόσον γίνονται ανίκανοι, σε περίοδο ειρήνης, εξαιτίας τραύματος ή νοσήματος κατά την εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής που έχει διαταχθεί από το αρμόδιο κατά νόμο υπηρεσιακό όργανο. Η εκτέλεση υποβρύχιας αποστολής κατά το χρόνο που συνέβη το τραύμα ή το νόσημα, καθώς και το ότι η αποστολή αυτή είχε διαταχθεί αρμόδια, βεβαιώνονται από τη Διεύθυνση Λιμενικής Αστυνομίας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας”.

Άρθρο 4
Συμπλήρωση των διατάξεων για πτητικά και καταδυτικά εξάμηνα.

1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 41 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται περίπτ. στ` η οποία έχει ως εξής:
“στ) αποφοίτησε ευδόκιμα από τη Σχολή Αεροπορίας (Ικάρων – ΕΚΕΧ) και συμπλήρωσε, μετά την έξοδό του από την Πολεμική Αεροπορία, δεκαοκταετή (18ετη) πραγματική δημόσια πολιτική υπηρεσία”.

2. Στο άρθρο 41 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται παρ. 10 που έχει ως εξής:
“10. Οι διατάξεις των παρ. 1-7 του άρθρου αυτού, κατά το μέρος που αναφέρονται στους υποβρύχιους καταστροφείς του Πολεμικού Ναυτικού (Π.Ν.), εφαρμόζονται ανάλογα και για τους άνδρες υποβρύχιων αποστολών του Λιμενικού Σώματος που υπηρετούν οργανικά στο 5ο Τμήμα της Διεύθυνσης Λιμενικής Αστυνομίας και στη Μονάδα Πολλαπλής Χρησιμότητας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και έχουν πτυχίο υποβρύχιου καταστροφέα του Π.Ν. ή άλλο πιστοποιητικό της Μονάδας Υποβρύχιων Καταστροφών του Π.Ν. από όπου προκύπτει ότι έχουν εκπαιδευτεί για καταδύσεις σε βάθος μεγαλύτερο από τριάντα έξι (36) μέτρα. Η συμπλήρωση των καταδύσεων και υποβρύχιων πορειών που προβλέπει η παρ. 1 περ. γ του άρθρου αυτού βεβαιώνεται από τον Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος. Ο μέχρι την έναρξη της ισχύος της παραγράφου αυτής χρόνος υπηρεσίας, που προσφέρθηκε με τα προσόντα του πρώτου εδαφίου από τους άνδρες του Λιμενικού Σώματος στο 5ο Τμήμα της Διεύθυνσης Λιμενικής Αστυνομίας και στη Μονάδα Πολλαπλής Χρησιμότητας του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, υπολογίζεται διπλάσιος. Οι διατάξεις των παρ. 3 και 7 του άρθρου αυτού ισχύουν και στην προκειμένη περίπτωση”.

3. Στο άρθρο 43 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται παρ. 12 που έχει ως εξής:
“12. Οι διατάξεις των παρ. 2-16 του άρθρου αυτού, κατά το μέρος που αφορούν τους υποβρύχιους καταστροφείς του Π.Ν., εφαρμόζονται ανάλογα και στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος που αναφέρεται στην παρ. 10 του άρθρου 41”.

Άρθρο 5
Εξομοίωση βαθμών της ιεραρχίας των ΕΛ.ΤΑ. προς βαθμούς της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας.

1. Οι περιπτώσεις:
Β` Κλάδος Επικουρικού Προσωπικού Εσωτερικής Εκμετάλλευσης,
Γ` Κλάδος Δακτυλογράφων,
Δ` Κλάδος Σχεδιαστών,
Ε` Κλάδος Διανομέων,
Στ` κλάδος οδηγών Αυτοκινήτων και
Ζ` Κλάδος Τεχνιτών, του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1162/1972 (ΦΕΚ Α 82), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ΙΙ. 952/1979 (ΦΕΚ Α 175) και το άρθρο 45 του Ν. 1202/1981 (ΦΕΚ Α 247) (περ. Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ και Ζ παρ. 6 του άρθρου 82 του Π.Δ. 1041/1979, όπως ισχύει σήμερα), αντικαθίστανται ως εξής:
“Β. Κλάδος Επικουρικού Προσωπικού Εσωτερικής Εκμετάλλευσης.
1. ΕΟ Διευθυντής β` (3ος)
2. Ε1 Τμηματάρχης α` (4ος)
3. Ε2 Τμηματάρχης β` (5ος)
4. Ε3 Εισηγητής (6ος)
5. Ε4 Γραμματέας α` (7ος)
6. Ε5 Γραμματέας β` (8ος)
7. Ε6 Ακόλουθος (9ος)
8. Ε7 Γραφέας α` (10ος)
Γ’. Κλάδος Δακτυλογράφων.
1. ΔΚΟ Διευθυντής β` (3ος)
2. ΔΚΙ Τμηματάρχης α` (4ος)
3. ΔΚ2 Τμηματάρχης β` (5ος)
4. ΔΚ3 Εισηγητής (6ος)
5. ΔΚ4 Γραμματέας α` (7ος)
6. ΔΚ5 Γραμματέας β` (8ος)
7. ΔΚ6 Ακόλουθος (9ος)
8. ΔΚ7 Γραφέας α` (10ος)
Δ` Κλάδος Σχεδιαστών
1. ΣΧΟ Διευθυντής β` (3ος)
2. ΣΧΙ Τμηματάρχης α` (4ος)
3. ΣΧ2 Τμηματάρχης β` (5ος)
4. ΣΧ3 Εισηγητής (6ος)
5. ΣΧ4 Γραμματέας α` (7ος)
6. ΣΧ5 Γραμματέας β` (8ος)
7. ΣΧ6 Ακόλουθος (9ος)
8. ΣΧ7 Γραφέας α` (10ος)
Ε`. Κλάδος Διανομέων.
1. ΔΑ Διευθυντής β` (3ος)
2. ΔΟ Τμηματάρχης α` (4ος)
3. Δ1 Τμηματάρχης β` (5ος)
4. Δ2 Εισηγητής (6ος)
5. Δ3 Γραμματέας α` (7ος)
6. Δ4 Γραμματέας β` (8ος)
7. Δ5 Ακόλουθος (9ος)
8. Δ6 Γραφέας α` (10ος)
9. Δ7 Γραφέας β` (11ος)
ΣΤ`. Κλάδος Οδηγών Αυτοκινήτων.
1. ΟΔΑ Τμηματάρχης α` (4ος)
2. ΟΔΟ Τμηματάρχης β` (5ος)
3. ΟΔΙ Εισηγητής (6ος)
4. ΟΔ2 Γραμματέας α` (7ος)
5. ΟΔ3 Γραμματέας β` (8ος)
6. ΟΔ4 Ακόλουθος (9ος)
Ζ`. Κλάδος Τεχνιτών.
1. ΤΧΑ Τμηματάρχης α` (4ος)
2. ΤΧΟ Τμηματάρχης β` (5ος)
3. ΤΧΙ Εισηγητής (6ος)
4. ΤΧ2 Γραμματέας α` (7ος)
5. ΤΧ3 Γραμματέας β` (8ος)
6. ΤΧ4 Ακόλουθος (9ος)”.

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται, ύστερα από σχετική αίτηση και σ αυτούς που εξήλθαν από την υπηρεσία από 1 Ιανουαρίου 1981 μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, καθώς και στις οικογένειες όσων απ’ αυτούς έχουν πεθάνει. Η αύξηση της σύνταξης στην περίπτωση αυτή αρχίζει από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής της σχετικής αίτησης.

Άρθρο 6
Επανεξέταση λόγω επιδείνωσης της υγείας του αναπήρου πολέμου.
Το άρθρο 123 του Π.Δ. 1285/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 123.
Επανεξέταση λόγω επιδείνωσης της υγείας
1. Οι στρατιωτικοί γενικά και οι πολιτικοί υπάλληλοι οι οποίοι συνταξιοδοτούνται ως ανάπηροι πολέμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, εφόσον επικαλούνται επιδείνωση της κατάστασης της υγείας τους που οφείλεται στην εξέλιξη της νόσου ή του τραύματος, για τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν, χωρίς την επίδραση άλλων αιτίων, δικαιούνται με αίτησή τους να επανεξετασθούν από την οικεία Ανώτατή Υγειονομική Επιτροπή. Οι επανεξετάσεις του προηγούμενου εδαφίου σε καμιά περίπτωση δε μπορεί να είναι περισσότερες από δύο (2).
2. Η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται με αιτιολογημένη γνωμάτευση της για την επιδείνωση ή όχι της υγείας του επανεξεταζόμενου αναπήρου, για τα αίτια που προκάλεσαν αυτή, για το ποσοστό ανικανότητας κατά το χρόνο της επανεξέτασης και για το αν η επιδείνωση είναι συνέπεια του τραύματος ή του παθήματος για το οποίο συνταξιοδοτείται.
3. Η σύνταξη του αναπήρου κανονίζεται με βάση το νέο ποσοστό ανικανότητας που καθορίζεται μετά από κάθε επανεξέταση, είτε αυτό είναι μεγαλύτερο είτε είναι μικρότερο. Σε περίπτωση που καθορισθεί ποσοστό ανικανότητας που δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται. Η σύνταξη που διακόπτεται με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να καταβληθεί και πάλι μόνο στην περίπτωση που θα επανακολουθήσει νέα επανεξέταση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού, με την οποία θα καθορίζεται συντάξιμο ποσοστό ανικανότητας. Επανεξέταση για την επαναχορήγηση σύνταξης που έχει διακοπεί δεν επιτρέπεται να γίνει πριν παρέλθει ένα (1 ) τουλάχιστον έτος από την προηγούμενη επανεξέταση.
4. Σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης”.

Άρθρο 7
Επανεξέταση λόγω επιδείνωσης της υγείας αναπήρου ειρηνικής περιόδου.
Η παρ 2 του άρθρου 53 του Π Δ. 1041/1979 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Οι συνταξιούχοι γενικά οι οποίοι έπαθαν σε ειρηνική περίοδο εξαιτίας της υπηρεσίας τους, εφόσον επικαλούνται επιδείνωση της κατάστασης της υγείας τους που οφείλεται στην εξέλιξη της νόσου ή του τραύματος για τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν, χωρίς την επίδραση άλλων αιτίων, δικαιούνται με αίτησή τους να επανεξετασθούν από την οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή. Οι επανεξετάσεις του προηγούμενου εδαφίου σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να είναι περισσότερες από δύο (2). Η Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή αποφαίνεται με αιτιολογημένη γνωμάτευσή της, για την επιδείνωση ή όχι της υγείας του επανεξεταζόμενου αναπήρου, για τα αίτια που την προκάλεσαν για το ποσοστό ανικανότητας κατά το χρόνο της επανεξέτασης και για το αν η επιδείνωση είναι συνέπεια του τραύματος ή του παθήματος για το οποίο συνταξιοδοτείται. Η σύνταξη του αναπήρου κανονίζεται με βάση το νέο ποσοστό ανικανότητας που καθορίζεται μετά από κάθε επανεξέταση, είτε αυτό είναι μεγαλύτερο είτε είναι μικρότερο. Σε περίπτωση, κατά την οποία καθορισθεί ποσοστό ανικανότητας που δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται. Η σύνταξη που διακόπτεται με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να καταβληθεί και πάλι μόνο στην περίπτωση που θα επακολουθήσει νέα επανεξέταση, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, με την οποία καθορίζεται συντάξιμο ποσοστό ανικανότητας. Επανεξέταση για την επαναχορήγηση σύνταξης που έχει διακοπεί δεν επιτρέπεται να γίνει πριν παρέλθει ένα (1 ) τουλάχιστον έτος από την προηγούμενη επανεξέταση. Σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής της παραγράφου αυτής τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης”.

Άρθρο 8
Επανεξέταση λόγω επιδείνωσης της υγείας συνταξιούχων αναπήρων των Οργανισμών τοπικής Αυτοδιοίκησης
Η παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3913/1958 (ΦΕΚ Α 199) αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Οι συνταξιούχοι των δήμων, των άλλων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των οποίων το προσωπικό υπάγεται στο καθεστώς που διέπει τις συντάξεις των δημοτικών υπαλλήλων καθώς και των δημοτικών ιδρυμάτων οι οποίο έπαθαν σε ειρηνική περίοδο εξαιτίας της υπηρεσίας τους, εφόσον επικαλούνται επιδείνωση της κατάστασης της υγείας τους, που οφείλεται στην εξέλιξη της νόσου ή του τραύματος για τα οποία συνταξιοδοτήθηκαν, χωρίς την επίδραση άλλων αιτίων, δικαιούνται με αίτηση τους να επανεξετασθούν από την Ανώτατη Στρατού Υγειονομική Επιτροπή (ΑΣΥΕ). Οι επανεξετάσεις του προηγούμενου εδαφίου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι περισσότερες από δύο (2). Η ΑΣΥΕ αποφαίνεται, με αιτιολογημένη γνωμάτευσή της, για την επιδείνωση ή όχι της υγείας του επανεξεταζόμενου αναπήρου για τα αίτια που την προκάλεσαν, για το ποσοστό ανικανότητας κατά το χρόνο της επανεξέτασης και για το αν η επιδείνωση είναι συνέπεια του τραύματος ή του παθήματος για το οποίο συνταξιοδοτείται. Η σύνταξη του αναπήρου κανονίζεται με βάση το νέο ποσοστό ανικανότητας που καθορίζεται μετά από κάθε επανεξέταση, είτε αυτό είναι μεγαλύτερο είτε είναι μικρότερο. Σε περίπτωση κατά την οποία καθορισθεί ποσοστό ανικανότητας που δεν παρέχει δικαίωμα σύνταξης, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται. Η σύνταξη που διακόπτεται με τον παραπάνω τρόπο μπορεί να καταβληθεί και πάλι μόνο στην περίπτωση που θα επακολουθήσει νέα επανεξέταση σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου αυτής, με την οποία θα καθορίζεται συντάξιμο ποσοστό ανικανότητας. Επανεξέταση για την επαναχορήγηση σύνταξης που έχει διακοπεί δεν επιτρέπεται να γίνει πριν παρέλθει ένα (1 ) τουλάχιστον έτος από την προηγούμενη επανεξέταση. Σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμογής της παραγράφου αυτής τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης”.

Άρθρο 9
Επανεξέταση αναπήρων των οποίων η σύνταξη διακόπηκε στο παρελθόν.

1. Συντάξεις που έχουν διακοπεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Α.Ν. 1656/1951 (ΦΕΚ Α 19), όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την παρ. 3 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 2704/1953 (ΦΕΚ Α 320), τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου μόνου του Ν. 2256/1952 (ΦΕΚ Α 284) και τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν Δ. 3913/1958. μπορεί να επαναχορηγηθούν σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 123 του Π.Δ. 1285/1981. στην παρ. 2 του άρθρου 53 του Π.Δ. 1041 /1979 και στην παρ. 3 του άρθρου 13 του Ν.Δ. 3913/1958, όπως αντικαθίστανται με το νόμο αυτόν.

2. Για την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρ 1 του άρθρου 123 του Π.Δ. 1285/1981, όπως αντικαθίσταται με το νόμο αυτόν, δεν λαμβάνονται υπόψη τυχόν επανεξετάσεις, λόγω επιδείνωσης που έγιναν πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν 1656/1951. Το ίδιο ισχύει και για την εφαρμογή του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 53 του Π.Δ. 1041/1979 και της παρ.3 του άρ.13 Ν.Δ.3913/1958, όπως αντικαθίστανται με το νόμο αυτόν, ως προς τις επανεξετάσεις που έγιναν, αντίστοιχα, πριν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 2256/1952 και του Ν.Δ. 3913/1958.

Άρθρο 10
Στρατιωτική υπηρεσία σιδηροδρομικών.

1. Η β` περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 6 του Π.Δ. 85Ο/1980 (ΦΕΚ Α 211 ) αντικαθίστανται ως εξής:
“β) Η στρατιωτική υπηρεσία, εφόσον ο χρόνος αυτής δεν έχει υπολογισθεί για την απόκτηση δικαιώματος για σύνταξη από το δημόσιο ή από άλλο ασφαλιστικό οργανισμό ή για την αύξηση σύνταξης που παρέχεται απ` αυτούς ή εφόσον για την υπηρεσία αυτή δεν έχει καταβληθεί εφάπαξ αποζημίωση ή άλλη χρηματική παροχή. Ειδικά ο χρόνος θητείας κληρωτού δεν μπορεί να προσμετρηθεί ως συντάξιμος πριν από τη συμπλήρωση του 52ου έτους της ηλικίας του υπαλλήλου. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για το προσωπικό που δεν υπάγεται στις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8, καθώς και για όσους εξέρχονται από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας ή ανικανότητας από εργατικό ατύχημα ή αν πρόκειται για οικογένειες όσων πεθαίνουν”.

2. Η παρ. 7 του άρθρου 6 του Π.Δ. 850/1980 αντικαθίσταται ως εξής:
“7. Κατεξαίρεση ο χρόνος της στρατιωτικής υπηρεσίας των σιδηροδρομικών υπαλλήλων καθώς και ο χρόνος αυτών που υπηρέτησαν με απόσπαση χωρίς αποδοχές σε δημόσια υπηρεσία μέχρι ένα έτος, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος χρόνος υπηρεσίας χωρίς εξαγορά.

3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν εξέλθει ήδη από την υπηρεσία, καθώς και για τις οικογένειες αυτών που έχουν πεθάνει, από τους οποίους πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση για αύξηση της σύνταξής τους. Τα οικονομικά αποτελέσματα από την αναπροσαρμογή της σύνταξής τους αρχίζουν από την πρώτη του μήνα που εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.

Άρθρο 11
Υπαγωγή στην ασφάλιση του ΙΚΑ των τακτικών μηχανικών και υπομηχανικών ορισμένων Ν.Π.Δ.Δ. κ.λ.π.
Υπάγονται στην ασφάλιση του κλάδου συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), παράλληλα προς την ασφάλισή τους στο Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων έργων (ΤΣΜΕΔΕ) ή στο Ταμείο Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών (ΤΣΑΥ), σύμφωνα με όσα ισχύουν για το τακτικό διοικητικό προσωπικό, οι τακτικοί μηχανικοί και υπομηχανικοί οι εντεταγμένοι σε οργανικές θέσεις των Λιμενικών Ταμείων, του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και του Μπενακείου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου, οι ιατροί οι εντεταγμένοι σε οργανικές θέσεις του Ταμείου Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΥΔΚΥ), καθώς και οι τακτικοί φαρμακοποιοί του Ταμείου Ασφαλίσεως Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος (ΤΕΒΕ).

Άρθρο 12
Νομιμοποίηση υπαγωγής στρατιωτικών στις διατάξεις των νόμων 4506/1930, 4667/1930 και 5202/1931.

1. Πράξεις της διοίκησης, περί υπαγωγής στρατιωτικών στην κατάσταση της πολεμικής διαθεσιμότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 4506/1930 (ΦΕΚ Α 103), 4667/1930 (ΦΕΚ Α 147) και 5202/1931 (ΦΕΚ Α 254), όπως αυτοί τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν μεταγενέστερα, που εκδόθηκαν ύστερα από αιτήσεις των ενδιαφερομένων μέσα στις προθεσμίες που όρισαν διάφορες διατάξεις, οι οποίες ψηφίστηκαν χωρίς προηγούμενη, σύμφωνα με το Σύνταγμα, γνωμοδότηση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι την ισχύ του Ν. 1008/1949 (ΦΕΚ Α 151 ) θεωρούνται έγκυρες και ισχυρές από τη χρονολογία που εκδόθηκαν.

2. Υποθέσεις συντάξεων στρατιωτικών και οικογενειών της προηγούμενης παραγράφου, που κρίθηκαν οριστικά, τελεσίδικα ή αμετάκλητα επανεξετάζονται από την αρμόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων.

3. Η σύνταξη που αναγνωρίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού στις οικογένειες των στρατιωτικών που πέθαναν πριν από την ισχύ του είναι πληρωτέα από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης.

Άρθρο 13
Εξόφληση επιταγών συντάξεων.
Το άρθρο 6 του Ν.Δ. 326/1969 (ΦΕΚ Α 219) αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 6.
1. Η επιταγή πρέπει να εμφανισθεί για πληρωμή μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της. Μετά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής θεωρείται ότι ανακλήθηκε αυτοδικαίως.
2. Σε περίπτωση μεταβίβασης η επιταγή δεν εξοφλείται αν ο κομιστής δεν επιδείξει στον πληρωτή και το δελτίο αστυνομικής ταυτότητας του συνταξιούχου ή σχετική βεβαίωση του για τη μεταβίβαση, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή”.

Άρθρο 14
Κυρώνεται και αποκτά ισχύ νόμου από τότε που εκδόθηκε η κατωτέρω απόφαση του Υπουργού Οικονομικών:
“Αθήνα, 25 Φεβρουαρίου 1983
ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ `
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν.Δ. 326/1969 “περί εκδόσεως υπό του ελληνικού δημοσίου επιταγών δια την πληρωμή των υπ’ αυτού καταβαλλομένων συντάξεων και βοηθημάτων”.
2. Το γεγονός της μη έκδοσης των επιταγών συντάξεως για το μήνα Μάρτιο 1983 λόγω απεργίας των υπαλλήλων του ΜΗ.Κ.Υ.Ο., των δικαιούχων συνταξιούχων και βοηθηματούχων του δημοσίου.
3. Την ανάγκη πληρωμής στους δικαιούχους της σύνταξης του ανωτέρω μήνα.
4. Την κοινή απόφαση αριθ. 11355/12.7.82 του Πρωθυπουργού και Υπουργού των Οικονομικών.
Α π ο φ α σ ί ζ ο υ μ ε
Ορίζουμε τον προσωρινό τρόπο πληρωμής της σύνταξης για το μήνα Μάρτιο 1983, κατά τον κατωτέρω τρόπο.
1. Οι δικαιούχοι συνταξιούχοι και βοηθηματούχοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί (εκτός των πολεμικών και σιδηροδρομικών) θα πληρωθούν από τους φορείς που ορίζονται στο άρθρο 2 του Ν.Δ. 326/1969 (Τράπεζες κ.Απ.), μόνοι με την προσκόμιση του αποκόμματος της επιταγής σύνταξης του μήνα Φεβρουαρίου 1983.
2. Οι φορείς αυτοί (Τράπεζες κ λπ.) θα επισημειώσουν στην πίσω όψη του αποκόμματος την πληρωμή του καθαρού ποσού (μετά τις αναγραφόμενες σ` αυτό κρατήσεις) που αναγράφονται στην πρόσθια όψη και ο δικαιούχος θα υπογράφει για τη λήψη του ποσού.
3. Οι φορείς που θα πληρώνουν, στη συνέχεια, θα ακολουθήσουν τη διαδικασία που προβλέπεται από τις σχετικές διατάξεις.
4. Οι τυχόν υπάρχουσες διαφορές σύνταξης θα τακτοποιηθούν έγκαιρα.
5. `Όσοι είχαν εισπράξει αναδρομικά ποσά ή τρίμηνες συντάξεις στο Φεβρουάριο καθώς και όσοι δεν κατέχουν το απόκομμα του Φεβρουαρίου θα εφοδιαστούν με υπηρεσιακό σημείωμα των Διευθύνσεων Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που θα επέχει θέση αποκόμματος επιταγής.
6. Η απόφαση αυτή θα κυρωθεί με νόμο.
Ο Υπουργός
ΔΗΜ. ΚΟΥΛΟΥΡΙΑΝΟΣ”

Άρθρο 15
Έννοια του συντάξιμου μισθού.

1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 9 και το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 34 του Π. Δ. 1041/1979 αντικαθίστανται από τότε που ίσχυσαν ως εξής:
“Κάθε είδους επιδόματα, έστω και αν υπολογίζονται σε ποσοστό επί του βασικού μισθού, δεν αποτελούν αυξήσεις κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου εκτός αν αυτό προβλέπεται από σχετική συνταξιοδοτική διάταξη”.

2. Συνταξιοδοτικές υποθέσεις που αναφέρονται σε δικαιώματα που κρίθηκαν, βάσει των διατάξεων που αντικαθίστανται, αντίθετα από τις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου, επανακρίνονται οίκοθεν από την αρμόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και τυχόν διαφορές που καταβλήθηκαν δεν αναζητούνται. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν έχει εφαρμογή για όσες περιπτώσεις έχουν εκδοθεί αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.

Άρθρο 16
Αναδρομικές προαγωγές σιδηδρομικών.

1. Στο άρθρο 31 του Π.Δ. 850/1980 προστίθεται παρ. 6 με το ακόλουθο περιεχόμενο: “6. Προαγωγές σιδηροδρομικών υπαλλήλων που εξήλθαν από την υπηρεσία κατά το χρονικό διάστημα από 1 Ιανουαρίου 1980 μέχρι 27 Απριλίου 1980 οι οποίες έγιναν σε εφαρμογή της με αριθμό ΥΠ ΣΥΓΚ. Φ2/14263/402/22.4.1980 (ΦΕΚ 417/28.4.1980 τεύχος Β` ) κοινής απόφασης των Υπουργών Εργασίας και Συγκοινωνιών, μετά την έξοδό τους από την υπηρεσία από χρονολογία όμως προγενέστερη της εξόδου τους, λαμβάνονται υπόψη κατά τον κανονισμό της σύνταξής τους”.

2. Η αναπροσαρμογή της σύνταξης όσων εμπίπτουν στη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου γίνεται ύστερα από αίτησή τους και σε περίπτωση θανάτου, ύστερα από αίτηση των οικογενειών τους. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα του επόμενου της υποβολής της σχετικής αίτησης.

Άρθρο 17
Συρροή σύνταξης και μισθού.

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 58 του Π.Δ. 1041/1979, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 1379/1983 (ΦΕΚ Α 101) αντικαθίσταται και πάλι, ως εξής:
“1. Ο χρόνος υπηρεσίας των συνταξιούχων του δημοσίου γενικά που υπηρετούν ή προσλαμβάνονται σε θέσεις του δημόσιου τομέα, που ορίζεται στην παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ Α 65) και λαμβάνουν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, δεν αναγνωρίζεται ως συντάξιμος ούτε από το δημόσιο ούτε και από τους άλλους ασφαλιστικούς φορείς. Η προηγούμενη διάταξη δεν ισχύει όταν η σύνταξη είναι προσωρινή ή πολεμική ή γενικά στρατιωτική παθόντος στην υπηρεσία και ένεκα της υπηρεσίας ή εξομοιούμενη με πολεμική”.

2. Υποχρεώσεις επιστροφής σύνταξης για τους συνταξιούχους που υπάγονται στις μεταβατικές διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Ν. 1256/1982 για τις οποίες, σε εφαρμογή της παρ. 3 του άρθρου 58 του Π.Δ. 1041 /1979 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 1379/1983. έχουν εκδοθεί καταλογιστικές αποφάσεις μπορούν, εφόσον υπάρχει ανεξόφλητο χρέος, να ρυθμίζονται, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου προς το αρμόδιο Δημόσιο Ταμείο, σε μηνιαίες δόσεις ίσες με το 1/6 του μηνιαίου μισθού ή της σύνταξης του και μόνο για το ανεξόφλητο χρέος και τις τυχόν προσαυξήσεις λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.

Άρθρο 18
Κατάργηση διατάξεων που θέτουν προθεσμίες του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων.

1. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 329/1976 (ΦΕΚ 128) (δεύτερο εδ. της παρ. 8 του άρθρου 11 και της παρ. 6 του άρθρου 36 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“Η αναγνώριση του χρόνου, που προβλέπεται από την τελευταία περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, ως συντάξιμου, γίνεται με πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου”.

2. Η παρ. 6 του άρθρου 4 του Α.Ν. 599/1968 (ΦΕΚ 258) (έκτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“Η αίτηση για αναγνώριση υπηρεσίας που δεν αποδείχνεται από επίσημα στοιχεία υποβάλλεται είτε κατά διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του υπαλλήλου ή του στρατιωτικού είτε μετά την έξοδό του από αυτή”.

3. Οι παρ. 1 του άρθρου 22 και 1 του άρθρου 50 του Α.Ν. 1854/1951 (παρ. 21 του άρθρου 22 και 6 του άρθρου 50 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίστανται ως εξής:
“Κάθε αίτηση που αφορά την αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης, την αύξησή της ή την προσμέτρηση χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος”.

4. Οι παρ. 2 και 3 του άρθρου 22 και 2 και 3 του άρθρου 50 του Α.Ν. 1854/1951 (παρ. 22 και 23 του άρθρου 22 και 7 κα 8 του άρθρου 50 του Π.Δ. 1041 /1979) καταργούνται, οι δε παρ. 4 των ίδιων άρθρων παίρνουν αριθμό 2 (22 και 7 αντίστοιχα στο Π.Δ. 1041/1979).

5. Τα πρώτα εδάφια των παρ. 1 των άρθρων 23 και 51 του Α.Ν. 1854/1951 (παρ. 1 των άρθρων 23 και 51 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Η αίτηση για άσκηση δικαιώματος σύνταξης παθόντος εξαιτίας της υπηρεσίας υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος στο Υπουργείο που υπαγόταν ο υπάλληλος”.

6. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 12 του άρθρου 23 του Α.Ν. 1854/1951 (πρώτο εδάφ. παρ. 12 του άρθρου 23 του Π.Δ. 1041 /1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“12. Ο υπάλληλος που στρατεύθηκε και του οποίου το δικαίωμα συνταξιοδότησης προβλέπεται από το πέμπτο εδάφιο της περιπτ.στ` της παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντα Κώδικα οφείλει μετά την απόλυσή του από το Στρατό να ζητήσει με αίτησή του την ενέργεια της διαδικασίας που ορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα για τις στρατιωτικές συντάξεις, για την απόδειξη των περιστάσεων του παθήματος και της σχέσης του προς τη στρατιωτική του υπηρεσία”.

7. Η παρ. 1 του άρθρου 53 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041 /1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. `Όπου στον παρόντα Κώδικα προβλέπεται εξέταση από την οικεία Ανώτατη Υγειονομική Επιτροπή, επιτρέπεται η εφάπαξ επανεξέταση του παθόντα ή σε περίπτωση θανάτου του, του οικείου φακέλου από την ίδια Επιτροπή, με διαταγή του Υπουργού των Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου συνοδευόμενη υποχρεωτικά από το παράβολο, που ορίζεται, κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.

8. Η ονομασία του Κεφαλαίου Δ` του Γ` Τμήματος του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίστανται ως εξής:
“ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΣ”.

9. Το άρθρο 59 του Α.Ν. 1854/1951 (άρθρο 59 του Π. Δ. 1041 /1979) καταργείται.

10. Η παρ. 1 του άρθρου 60 του Α.Ν. 1854/1951 (παρ. 1 άρθρο 60 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Δεν επιτρέπεται σε καμία ανεξαιρέτως περίπτωση ν` αναγνωρισθούν αναδρομικά σε βάρος του Δημόσιου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέρα των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση”.

11. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του Α.Ν. 599/1968 (δεύτερο εδάφιο της παρ. 8 του άρθρου 66 του Π.Δ. 1041/1979) καταργείται.

12. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 40 του Ν. 955/1979 (ΦΕΚ 189) (πρώτο εδάφιο παρ. 2 άρθρου 96 του Π.Δ. 1041 /1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Για την επιστροφή του παραπάνω ποσού, με σκοπό την αναγνώριση ως συντάξιμου του χρόνου της προηγούμενης παραγράφου, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει σχετική δήλωση στην αρμόδια διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, η οποία και προβαίνει στον καταλογισμό του ποσού”.

13. Κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται στον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 1041/ 1979) και τάσσει προθεσμία για την υποβολή αίτησης για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή την αύξηση της σύνταξης γενικά, καθώς και διατάξεις που τάσσουν προθεσμία για τη χορήγηση επιδομάτων που καταβάλλονται με τη σύνταξη καταργούνται.

Άρθρο 19
Κατάργηση προθεσμιών του Κώδικα Σιδηροδρομικών Συντάξεων.
1. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 329/1976 (ΦΕΚ 128) (δεύτερο εδ. της παρ. 8 του άρθρου 11 και της παρ. 6 του άρθρου 36 του Π.Δ. 1041/1979) αντικαθίσταται ως εξής:
“Η αναγνώριση του χρόνου, που προβλέπεται από την τελευταία περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου, ως συντάξιμου, γίνεται με πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου”.

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3395/1955 (ΦΕΚ 276) (πρώτο εδάφιο παρ. 5 άρθρου 6 του Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Ο χρόνος υπηρεσίας που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου αυτού αναγνωρίζεται με πράξη της αρμόδιας διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και εξαγοράζεται με αίτηση των ενδιαφερομένων”.

2. Η παρ. 3 του άρθρου 6 του Ν.Δ. 3395/1955 (παρ. 6 άρθρου 6 του Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, έχουν ανάλογη εφαρμογή και στις περιπτώσεις των παρ. 2 και 3 του προηγούμενου άρθρου αν συντρέχει περίπτωση να μην έχουν πραγματοποιηθεί εισφορές για το χρόνο που προβλέπεται στις παραγράφους αυτές”.

3. Το άρθρο 15 του Ν.Δ. 3395/1955 (πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 15 του Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 15.
Η αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή αύξησή της σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος”.

4. Η παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3395/1955 (παρ. 1 του άρθρου 16 του Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Η αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης παθόντος εξαιτίας εργατικού ατυχήματος ή φυματίωσης υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον μετά τη γέννηση του δικαιώματος στην υπηρεσία του υπαλλήλου”.

5. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 16 του Ν.Δ. 3395/1955 (πρώτο εδάφιο της παρ. 6 άρθρου 16 του Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Επιτρέπεται η “εφάπαξ” επανεξέταση από την Α.Σ.Υ. Επιτροπή, μετά από αίτηση του ενδιαφερόμενου ή του δικτύου”.

6. Η ονομασία του Κεφαλαίου Ε` του Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής: “ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ – ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΣ”

7. Το άρθρο 22 του Ν.Δ. 3395/1955 (άρθρο 22 του Π.Δ. 850/1980) καταργείται.

8. Η παρ. 1 του άρθρου 23 του Ν.Δ. 3395/1955 (παρ. 1 άρθρου 23 του Π.Δ. 850/1980) αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Δεν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαιρέτως περίπτωση ν αναγνωριστούν αναδρομικά οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέρα των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση”.

9. Κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται στον Κώδικα Συντάξεων Προσωπικού Σιδηροδρόμων (Π.Δ. 850/ 1980) και τάσσει προθεσμία για την υποβολή αίτησης για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή την αύξηση της σύνταξης γενικά, καθώς και διατάξεις που τάσσουν προθεσμία για τη χορήγηση επιδομάτων, που καταβάλλονται με τη σύνταξη, καταργούνται.

Άρθρο 20
Κατάργηση προθεσμιών του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων

1. Τα εδάφια πρώτο και τέταρτο της παρ. 1 του άρθρου 16 του Ν. 2769/1922 (ΦΕΚ 78 Α) (πρώτο εδάφιο της παρ. 1 και παρ. 3 του άρθρου 12 του Π.Δ. 1285/1981) αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Οι αναφερόμενοι στις περιπτώσεις α` του άρθρου 6 και α` και β` του άρθρου 7, που έπαθαν από τραύματα ή νοσήματα τα οποία προήλθαν λόγω της επιστράτευσης ή της υπηρεσίας τους στον πόλεμο, πρέπει να υποβάλλουν την αίτησή τους για σύνταξη στον αρμόδιο Υπουργό που την παραπέμπει στον αρμόδιο Σωματάρχη, Κυβερνήτη ή Προϊστάμενο υπηρεσίας, ο οποίος οφείλει να χορηγήσει βάσει των στοιχείων που υπάρχουν σε αυτόν, κάθε χρήσιμη πληροφορία για τις περιστάσεις γενικά του παθήματος, απαραίτητα δε επίσημη πιστοποίηση για το Σώμα, το χρόνο και τον τόπο της υπηρεσίας τους”.
“3. Επί άμεσου θανάτου του παθόντος, η αίτηση υποβάλλεται από οποιονδήποτε δικαιούται σύνταξη”.

2. Οι παρ. 1 και 6 του άρθρου 12 του Ν. 3122/1924 (ΦΕΚ 175 Α`) (παρ. 1 και 5 του άρθρου 13 του Π.Δ. 1285/1981 ) αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Οι αναφερόμενοι στις περιπτώσεις β` και γ` του άρθρου 6 και γ` του άρθρου 7, που έπαθαν από τραύματα ή νοσήματα τα οποία προήλθαν λόγω της επιστράτευσης ή της υπηρεσίας τους στον πόλεμο, πρέπει να υποβάλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους την αίτησή τους για σύνταξη που θα συνοδεύεται:
α) από γνωμάτευση της Ανωτάτης Στρατιωτικής ή Ναυτικής Υγειονομικής Επιτροπής ή της αρμόδιας Επιτροπής Απαλλαγών που έκρινε τον παθόντα ανίκανο ή βοηθητικό για τη στρατιωτική υπηρεσία και
β) από πιστοποιητικό της Διεύθυνσης υγειονομικής υπηρεσίας του Υπουργείου εθνικής `Άμυνας ή του Σωματάρχη ή άλλου αξιωματικού υπό τις διαταγές του οποίου υπηρέτησε ο παθών ή πιστοποιητικό που να έχει εκδοθεί από το φύλλο μητρώου, από το οποίο να προκύπτει ότι το πάθημα του οπλίτη προήλθε κατά το χρόνο της υπηρεσίας του στον πόλεμο ή στην επιστράτευση”.
“5. Εάν ο κατά τα ανωτέρω παθών πεθάνει πριν από την υποβολή της αίτησης, αυτή υποβάλλεται από οποιονδήποτε δικαιούται σύνταξη”.

3. Το άρθρο 48 του Π.Δ. 1285/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
“Άρθρο 48.
1. Οι πολεμικές συντάξεις των άρθρων 24 μέχρι 47 του παρόντος αναγνωρίζονται ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων που πρέπει να υποβάλλουν στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους απευθείας ή δια της Αρχής που τους απόλυσε ή δια του αρμόδιου δημάρχου ή προέδρου κοινότητας. Η αίτηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά που ορίζονται κατά περίπτωση στα επόμενα άρθρα.
2. Εάν ο παθών πέθανε πριν από την υποβολή της αίτησης ή κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, αυτή υποβάλλεται από οποιονδήποτε δικαιούται σύνταξη ή έχει έννομο συμφέρον.
3. Οι οικογένειες αυτών που πέθαναν μετά την απόκτηση δικαιώματος σύνταξης πρέπει να υποβάλουν αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μαζί με τα δικαιολογητικά που ορίζονται στο άρθρο 50″.

4. Το άρθρο 57 του Π.Δ. 1285/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 57.
1. Οποιοσδήποτε δικαιούται αύξηση της σύνταξής του πρέπει να υποβάλει αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
2. Εάν ο συνταξιούχος πέθανε χωρίς να υποβάλει την παραπάνω αίτηση, αυτή υποβάλλεται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον”.

5. Η παρ. 4 του άρθρου μόνου του Α.Ν. 1855/1951 (ΦΕΚ 183 Α) (άρθρο 62 του Π.Δ. 1285/1981 ) αντικαθίσταται ως εξής
” Άρθρο 62
Η αναγνώριση του δικαιώματος για σύνταξη σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις γίνεται ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου”.

6. Το άρθρο 13 του Ν.Δ. 412/1970 (ΦΕΚ 14 Α`) (άρθρο 74 του Π.Δ. 1285/1981 ) αντικαθίσταται ως εξής:
” Άρθρο 74.
Οποιοσδήποτε δικαιούται σύνταξη σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις ή αύξηση της σύνταξης του πρέπει να υποβάλλει αίτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους”.

7. Η παρ. 1 του άρθρου 122 του Π.Δ. 1285/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
“1.`Οπου στον παρόντα κώδικα προβλέπεται εξέταση από την οικεία Ανωτάτη Υγειονομική Επιτροπή, επιτρέπεται η εφάπαξ επανεξέταση του παθόντα ή σε περίπτωση θανάτου του, του οικείου φακέλου από την ίδια Επιτροπή με διαταγή του Υπουργού των Οικονομικών, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου συνοδευόμενη υποχρεωτικά από το παράβολο που ορίζεται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως”.

8. Κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται στο Π.Δ. 1285/1981 και τάσσει προθεσμία για την άσκηση σε βάρος του Δημοσίου δικαιώματος σύνταξης ή βοηθήματος ή επιδόματος η αύξησης αυτών καταργείται.

9. Η παρ. 1 του άρθρου 115 του Π.Δ. 1285/1981 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Σε κάθε περίπτωση κανονισμού ή αύξησης αναδρομικά πολεμικής σύνταξης ή βοηθήματος ή επιδόματος δεν επιτρέπεται να αναγνωρισθούν ποσά εις βάρος του Δημοσίου για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών ετών από την πρώτη του αντίστοιχου μήνα που εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση”.

Άρθρο 21
Αποκαταστάσεις προσωπικού Σωμάτων Ασφαλείας και Λιμενικού Σώματος.
Στο άρθρο 76 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται παρ. 10 που έχει ως εξής:
“10. Ο χρόνος που διανύθηκε εκτός υπηρεσίας από τους αξιωματικούς και κατώτερους αυτών των Σωμάτων Ασφαλείας και Λιμενικού Σώματος, που αποκαθίστανται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του Ν. 1339/1983 (ΦΕΚ 35), λογίζεται ως χρόνος Πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας για όλες τις συνέπειες, εκτός από τη λήψη αναδρομικά αποδοχών ή σύνταξης. Η σύνταξη αυτών που δεν θα επανέλθουν στην υπηρεσία κανονίζεται με βάση το συντάξιμο μισθό του βαθμού ή της μισθολογικής προαγωγής που θα αποκατασταθούν”.

Άρθρο 22
Αξιωματικοί, αρχικελευστές και υπαξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος, σε οποιαδήποτε κατάσταση και να βρισκόντουσαν το Μάιο του 1948, ως και ναύτες και ιδιώτες, που παραπέμφθηκαν το 1948 στη δίκη του ναυτικού, αποκαθίστανται ηθικά, βαθμολογικά και συνταξιοδοτικά, όπως στα παρακάτω άρθρα ορίζεται.

Άρθρο 23
Όσοι από τους αναφερόμενους στο προηγούμενο άρθρο πέθαναν στη διάρκεια της προφυλακίσεως τους ή εκτελέσθηκαν, ανακτούν το βαθμό που έφεραν και αποκαθίστανται αυτεπάγγελτα, ως εξής:

α. Οι στρατιωτικοί αποκαθίστανται στο βαθμό που έφεραν και προάγονται μέχρι του τελευταίου βαθμού που προβλέποταν για τον κλάδο ή την ειδικότητα τους, αναδρομικά από το χρόνο του θανάτου ή της εκτελέσεώς τους.

β. Οι έφεδροι υπαξιωματικοί, οι ναύτες και οι ιδιώτες εξομοιώνονται συνταξιοδοτικά με μόνιμους σημαιοφόρους.

Άρθρο 24
`Όσοι από τους αναφερόμενους στο άρθρο 22 του παρόντος καταδικάστηκαν σε οποιαδήποτε ποινή ή αποστρατεύθηκαν ή έχασαν το βαθμό τους, επειδή παραπέμφθηκαν στη δίκη, ανακτούν το βαθμό που έφεραν και αποκαθίστανται αυτεπάγγελτα, ως εξής:

α. Οι μόνιμοι στρατιωτικοί προάγονται μέχρι του τελευταίου εξελικτικού βαθμού που προβλεπόταν, για τον κλάδο ή την ειδικότητα τους, αναδρομικά από το χρόνο της αμετάκλητης καταδίκης ή αποστρατείας τους και με το ίδιο π. διάταγμα της προαγωγής τους αποστρατεύονται.

β. Οι έφεδροι ανθυπολοχαγοί. εξομοιώνονται συνταξιοδοτικά με μόνιμους πλωτάρχες, οι επίκουροι σημαιοφόροι με μόνιμους υποπλοίαρχους και οι έφεδροι υπαξιωματικοί ναύτες και ιδιώτες με μόνιμους σημαιοφόρους.

Άρθρο 25
Η σύνταξη των στρατιωτικών και πολιτικών που θα αποκατασταθούν με τα άρθρα 22 μέχρι 24 του παρόντος ή των οικογενειών τους κανονίζεται με βάση 35 χρόνια πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας, υπολογιζόμενα και για το χρονοεπίδομα, στο βαθμό που αποκαθίστανται ή εξομοιώνονται.

Άρθρο 26

1 Δεν δικαιούνται αποκαταστάσεως όσοι επαναφέρθηκαν στο Πολεμικό Ναυτικό ή το Λιμενικό Σώμα και αποκαταστάθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο ή χαρίσθηκε η ποινή τους.

2. Η αποκατάσταση δεν παρέχει δικαίωμα για αναδρομική λήψη αποδοχών ή σύνταξης ή για αναδρομική αναπροσαρμογή της σύνταξης, ούτε δικαίωμα για λήψη, εφάπαξ ή συμπληρωματικού εφάπαξ βοηθήματος από τα Ταμεία Αλληλοβοηθείας ή για αναδρομικό μέρισμα ή διαφορά μερίσματος από το Μετοχικό Ταμείο Ναυτικού.

3. Οι αποκαθιστάμενοι ανακτούν τις ηθικές αμοιβές που τους έχουν αφαιρεθεί.

4. Η βαθμολογική αποκατάσταση αυτών που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του νόμου αυτού δεν φτάνει το βαθμό του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού.

Άρθρο 27
Για την εφαρμογή των συνταξιοδοτικών διατάξεων των άρθρων 22 έως 26 οι ενδιαφερόμενοι και σε περίπτωση θανάτου τα δικαιούμενα σύνταξης μέλη των οικογενειών τους, πρέπει να υποβάλουν σχετική αίτηση, με τα απαιτούμενα από το νόμο συνταξιοδοτικά δικαιολογητικά, στην 11η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.

Άρθρο 28
Με απόφαση του Υπουργού Εθνικής `Άμυνας, η οποία θα εκδοθεί σε δύο μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και θα δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα καθορισθούν οι λεπτομέρειες για την ηθική και διοικητική αποκατάσταση όσων αποκαθίστανται με τα άρθρα 22 έως 26.

Άρθρο 29
Αξιωματικοί αδελφές νοσοκόμες, που αποστρατεύθηκαν κατεφαρμογή της νομοθεσίας περί Σώματος Αξιωματικών Αδελφών Νοσοκόμων για παράβαση διατάξεων σχετικών με την τεκνοποίηση ή τέλεση γάμου, αποκαθίστανται ως εξής:
1. Ανακαλούνται στην ενέργεια με αίτηση τους, που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Εθνικής `Άμυνας, μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν.Δ. 1400/1973 (ΦΕΚ Α 114) και του άρθρου 51 του Ν.Δ. 178/1969 (ΦΕΚ Α 71 ).
2. Οι αποκαθιστάμενες με το νόμο αυτόν δεν απομακρύνονται από την υπηρεσία αν δεν έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν παραμένουν στην υπηρεσία εφόσον έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο για την απόλυσή τους ή συντρέχουν πειθαρχικοί ή ποινικοί λόγοι που επιφέρουν απόλυση από την υπηρεσία.
3. Η παραπάνω αποκατάσταση δεν παρέχει δικαίωμα για λήψη αναδρομικών αποδοχών, βοηθήματος ή μερίσματος από τα Μετοχικά Ταμεία.
4. Από την ισχύ του νόμου αυτού παύει και η απαίτηση του Δημοσίου για είσπραξη δόσεων από καταλογισμούς για την ανωτέρω αιτία. Δόσεις που καταβλήθηκαν ή ολοκληρωτικές εξοφλήσεις καταλογισμών δεν αναζητούνται.

Άρθρο 30

1. Στο άρθρο 73 του Π.Δ. 1041/1979 προστίθεται παρ. 8 που έχει ως εξής:
“8. Για τις αξιωματικούς αδελφές νοσοκόμες που είχαν αποστρατευθεί λόγω τεκνοποίησης ή τέλεσης γάμου βάσει διατάξεων που έχουν καταργηθεί με το Ν. 1293/1982 (ΦΕΚ 122) και αποκαθίστανται σε εφαρμογή του άρθρου 29 του παρόντος νόμου, ο χρόνος παραμονής τους εκτός υπηρεσίας και μέχρι τρία (3) έτη θεωρείται ως χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας. Για όσες από τις παραπάνω νοσοκόμες κατά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας δε θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης ή δεν ανακαλούνται στην ενέργεια λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας, αναγνωρίζεται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία χρόνος μέχρι τέσσερα (4) έτη”.

2. Αξιωματικοί αδελφές νοσοκόμες της προηγούμενης παραγράφου, που επανήλθαν στην ενεργό υπηρεσία, εξομοιώνονται, ως προς το δικαίωμα συντάξεως, με τους μόνιμους στρατιωτικούς.
Σημ.: όπως η παρ. 2 προστέθηκε με την παρ. 10 του άρθρου 2 του Ν. 1680/1987 (Α 7).

Άρθρο 31
Έναρξη οικονομικών αποτελεσμάτων.
Τα οικονομικά αποτελέσματα από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 18 έως 30 προκειμένου για συντάξεις αρχίζουν από την πρώτη του μήνα της χρονολογίας έκδοσης της σχετικής πράξης ή απόφασης. Το ίδιο ισχύει και για την έναρξη των οικονομικών αποτελεσμάτων από την εφαρμογή του Ν 1378/1983 (ΦΕΚ 101).

Άρθρο 32

1. Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 του Ζ` Ψηφίσματος του 1975 (ΦΕΚ Α 23) εφαρμόζεται και στις συντάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν Δ. 99/1974 (ΦΕΚ Α 295).

2. Το δεύτερο εδάφιο της παρ 3 του άρθρου 8 του Ζ ` Ψηφίσματος του 1975 αντικαθίστανται ως εξής:
“Στο χρόνο της βουλευτικής θητείας για θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης συνυπολογίζεται και χρόνος υπηρεσίας όσων έχουν διατελέσει Γενικοί Διοικητές επί κοινοβουλευτικών Κυβερνήσεων, καθώς και χρόνος από προγενέστερη ή μεταγενέστερη της βουλευτικής θητείας υπηρεσία σε θέση Γενικού Γραμματέα της Βουλής και των Υπουργείων επί Κοινοβουλευτικών Κυβερνήσεων και της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας της 23 Ιουλίου 1974. Η παρούσα διάταξη ισχύει για μια 5ετία”.

3. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν.Δ. 99/1974 αντικαθίσταται ως εξής:
“Κατεξαίρεση δικαιούνται ισόβια σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο και όσοι έχουν χρόνο ασφάλισης στο Ταμείο Ασφάλισης Βουλευτών, που καταργήθηκε, από 3 τουλάχιστον έτη και 6 μήνες, για τη συμπλήρωση του οποίου συνυπολογίζεται και χρόνος φυλάκισης εκτόπισης ή κράτησης κατά την περίοδο του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967, θεωρούμενος σαν χρόνος ασφάλισης”.

Άρθρο 33
Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του Ν. 1346/1983 (ΦΕΚ Α 46) έχει εφαρμογή τόσο για τη βαθμολογική όσο και τη συνταξιοδοτική αποκατάσταση των υπαλλήλων στους οποίους αναφέρεται.

Άρθρο 34
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 40 του Ν. 1731/1987 (/Α` 161), καταργήθηκε με το άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 1868/1989 (Α 230)

Άρθρο 35
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 22 παρ. 3 του Ν. 1868/1989 (Α 230)

Άρθρο 36
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά σ’ αυτόν.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 05 Νοεμβρίου 1984

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ