Νόμος 1339 ΦΕΚ Α΄35/18.3.1983
Αποκατάσταση του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας και του Λιμενικού Σώματος που διώχθηκε για πολιτικούς λόγους και ρύθμιση θεμάτων του προσωπικού των Σωμάτων αυτών που είναι στην ενέργεια.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΩΧΘΕΝΤΩΝ

Άρθρο 1
Παράταση – Χορήγηση προθεσμιών.

1. Οι διατάξεις των νομοθετικών διαταγμάτων 119/1974 και 198/1974 όπως τροποποιήθηκαν με τους νόμους 14/1975 και 81/1975, εφαρμόζονται και για όσους από το Προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας αποστρατεύθηκαν απολύθηκαν, αποτάχθηκαν, εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διώχθηκαν για πολιτικούς λόγους κατά το χρονικό διάστημα από 15 Ιουλίου 1965 μέχρι 23 Ιουλίου 1974. Το ίδιο δικαίωμα επανάκρισης παρέχεται και σε όσους ζητήσουν αποκατάσταση σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων αυτών και η αίτησή τους απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή αλλά θεωρούν ότι η αποκατάστασή τους δεν ήταν πλήρης.

2. Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να υποβάλλουν σχετική αίτηση στο οικείο Αρχηγείο μέσα σε 60 ημέρες από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού. Η ίδια προθεσμία ισχύει και για την άσκηση της αίτησης ακύρωσης από όσους εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.Δ/τος 198/1974 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 14/1975.

Άρθρο 2
Επανάκριση υποθέσεων.

1. Όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εξαιτίας της αντίθεσης τους προς αυτή εκτοπίσθηκαν ή φυλακίσθηκαν ή προφυλακίσθηκαν ή σχηματίσθηκε σε βάρος τους δικογραφία για παραπομπή σε Στρατοδικείο, ανεξάρτητα από την παραπομπή τους ή όχι στο ακροατήριο και το αποτέλεσμα της δίκης προάγονται χωρίς κρίση στο βαθμό στον οποίο έχει προαχθεί νεώτερός τους, όχι όμως πέραν του βαθμού του υποστράτηγου και αντίστοιχου. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για όσους κατά το χρόνο της εκτόπισης της φυλάκισης της προφυλάκισης ή του σχηματισμού της δικογραφίας δεν ήσαν στην ενέργεια.

2.α. Όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας από 15.7.1965 μέχρι την 23.7.1974 παρακωλύθηκαν για πολιτικούς λόγους να συμμετάσχουν σε εξετάσεις των παραγωγικών Σχολών ή σε προαγωγικές εξετάσεις είτε υπηρετούντες είτε απομακρυνθέντες από τα Σώματα Ασφαλείας είτε ευρισκόμενοι στο εξωτερικό εξαιτίας της αντίθεσής τους προς τη δικτατορία, καθώς και οι αποπεμφθέντες από τις Σχολές αυτές κατά το χρόνο της φοίτησής των, προάγονται στο βαθμό τον οποίο κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού κατέχουν εκείνοι που φοίτησαν στην Παραγωγική Σχολή κατά την παραπάνω χρονική περίοδο και είχαν αποκτήσει τα ίδια τυπικά προσόντα συμμετοχής κατά το χρόνο των εξετάσεων έστω και αν δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις, εφόσον μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού αποφοίτησαν από την Παραγωγική Σχολή ή απόκτησαν το βαθμό για το οποίο θα έδιναν προαγωγικές εξετάσεις. Η αρχαιότητα των αποκαθισταμένων σύμφωνα με το άρθρο αυτό καθορίζεται με βάση το βαθμό αποφοίτησής τους από την Παραγωγική Σχολή. Οι αποκαθιστάμενοι εντάσσονται μεταξύ των εχόντων μεγαλύτερο και μικρότερο βαθμό αποφοίτησης συναδέλφων τους της περιόδου κατά την οποία είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις εισαγωγικές εξετάσεις. Σε περίπτωση ισοβαθμίας εντάσσονται προ του έχοντος ίσο βαθμό αποφοίτησης, τηρούνται δε και οι διατάξεις που ισχύουν για τις περιπτώσεις ισοβαθμίας των αποφοίτων από τις Παραγωγικές Σχολές.
Ως βαθμός αποφοίτησης για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός που έλαβαν στα κοινά και από απόψεως συντελεστών αξιολόγησης αμετάβλητα μαθήματα.
Όσοι αποπέμφθηκαν από Παραγωγική Σχολή εάν δεν αποφοίτησαν μεταγενέστερα από αυτή εντάσσονται στην επετηρίδα των αποφοιτησάντων από τη Σχολή συμμαθητών τους, με βάση τη σειρά επιτυχίας αυτών κατά τις εξετάσεις για την είσοδό τους στη Σχολή και προάγονται στο βαθμό τον οποίο φέρει ο αμέσως αρχαιότερός τους.
β. Προκειμένου περί ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων που έχουν τα τυπικά προσόντα εισαγωγής στη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών και συντρέχουν οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου της παραγράφου αυτής η μη φοίτηση στη Σχολή αυτή δεν αποτελεί κώλυμα για την προαγωγή και την εξέλιξή τους.
γ. Εάν η αρχαιότητα των αποκαθιστάμενων δεν είναι δυνατό να καθοριστεί με άλλο τρόπο κανονίζεται με βάση τη χρονολογία και τη σειρά της κατάταξης.

3. Όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και εξαιτίας της αντίθεσης προς αυτή απομακρύνθηκαν από την υπηρεσία ή εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση επανήλθαν δε στην ενέργεια μετά την 23.7.1974 δικαιούται να ζητήσουν επανάκριση της υπόθεσής τους από το αρμόδιο δευτεροβάθμιο συμβούλιο του άρθρου 4 του νόμου αυτού για το χρονικό διάστημα από 24.7.1974 μέχρι την οριστική τους έξοδο αν κατά το χρονικό αυτό διάστημα θεωρούν ότι κρίθηκαν δυσμενώς ή εξαναγκάσθηκαν σε παραίτηση.

Άρθρο 3
Διαδικασία αποκατάστασης.

1. Οι προαγωγές ή άλλης μορφής αποκαταστάσεις που θα γίνουν κατ` εφαρμογή του νόμου αυτού ενεργούνται για μεν τους αξιωματικούς με απόφαση του Υπουργού Δημόσιας Τάξης για δε τους κατώτερους με απόφαση του οικείου Αρχηγού. Με όμοιες αποφάσεις καταργούνται ή ανακαλούνται οι διοικητικές πράξεις που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση αυτών που θα αποκατασταθούν. Όσοι αποκατασταθούν κατ` εφαρμογή του νόμου αυτού προάγονται εν αποστρατεία στον επόμενο της αποκατάστασής τους βαθμό σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους ομοιοβάθμους τους που είναι στην ενέργεια.

2. Οι προαγωγές ή άλλης μορφής αποκαταστάσεις που θα γίνουν σύμφωνα με το νόμο αυτόν δεν δημιουργούν δικαίωμα για αναδρομική λήψη αποδοχών ή σύνταξης. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος αυτών που θα αποκατασταθούν δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος συμμετοχής στους φορείς ασφάλισης του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας οι σχέσεις δε τούτων προς τους ασφαλιστικούς αυτούς φορείς ρυθμίζονται ως εξής:
α. Όσοι δεν θα επανέλθουν στην ενέργεια δικαιούνται του μερίσματος που αναλογεί στο βαθμό στον οποίο θα αποκατασταθούν, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν αναπροσαρμογή του εφάπαξ βοηθήματος που τους είχε χορηγηθεί κατά την έξοδό τους από την Υπηρεσία.
β. Για όσους θα επανέλθουν στην ενέργεια αρχίζει νέα ασφάλιση στα οικεία Ταμεία, όταν δε εξέλθουν οριστικά από την υπηρεσία θα λάβουν το μέρισμα που αναλογεί στο βαθμό της οριστικής εξόδου τους και το εφάπαξ βοήθημα που αντιστοιχεί στα έτη της νέας ασφάλισής τους.
γ. Οι υπέρ των Ταμείων τούτων κρατήσεις για τον εκτός υπηρεσίας χρόνο δεν αναζητούνται.
δ. Οι αποκαθιστάμενοι δεν υποχρεούνται να επιστρέφουν τα ποσά που έχουν λάβει ως μερίσματα.

3. Οι ανθυπασπιστές Χωροφυλακής οι οποίοι έλαβον αποδοχές αξιωματικών και αποστρατεύθηκαν μέχρι τη χρονολογία που άρχισε να ισχύει ο Ν. 1167/1981 δικαιούνται από το Ταμείο Αρωγής Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών εφάπαξ βοηθήματος του βαθμού του ανθυπασπιστού και όχι του βαθμού του αξιωματικού τη σύνταξη του οποίου λαμβάνουν. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την έναρξη της ισχύος του Ν.Δ. 445/ 1974.

Άρθρο 4
Σύσταση Συμβουλίων και Επιτροπών.

1. Για την κρίση σε πρώτο βαθμό των αιτήσεων που θα υποβληθούν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 παραγρ. 1 και 3 του νόμου αυτού συνιστώνται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης τα ακόλουθα συμβούλια τα οποία λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις των Ν.Δ. 119/ 1974 και 198/1974 και των Ν. 14/1975 και 81 /1975:
α. Συμβούλιο κρίσης υποθέσεων ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων και κατωτέρων απο αυτούς Τακτικά μέλη ορίζονται για τη Χωροφυλακή ένας συνταγματάρχης ως πρόεδρος και δυο αντισυνταγματάρχες ως μέλη με αναπληρωτές τους ένα συνταγματάρχη και έναν αντισυνταγματάρχη για δε την Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα αξιωματικοί αντιστοίχων βαθμών.
β. Συμβούλιο κρίσης αξιωματικών Τακτικά μέλη ορίζονται για τη Χωροφυλακή ένας ταξίαρχος και δυο συνταγματάρχες με αναπληρωτές τους ένα ταξίαρχο και ένα συνταγματάρχη για δε τη Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα αξιωματικοί αντίστοιχων βαθμών. Εάν ο αιτών έχει βαθμό συνταγματάρχη αστυνομικού διευθυντή Α` ή πυράρχου ή ανώτερο από αυτούς ή εάν πρόκειται να προαχθεί σε βαθμό ανώτερο του συνταγματάρχη και αντίστοιχο των άλλων Σωμάτων το Συμβούλιο συγκροτείται από τον Αρχηγό του οικείου Σώματος και δυο από τους νεώτερους υποστράτηγους για τη Χωροφυλακή δύο δε υπαρχηγούς Αστυνομίας Πόλεων για την Αστυνομία Πόλεων και προκειμένου για το Πυροσβεστικό Σώμα από τον υπαρχηγό του και έναν υπαρχηγό Αστυνομίας Πόλεων. Οι επανακρίσεις των υποθέσεων αυτών αν σύντρεξει περίπτωση γίνονται από το Ανώτατο Συμβούλιο του οικείου Σώματος.

2. Για την κρίση σε δεύτερο βαθμό των αιτήσεων που θα απορροφιθούν από τα συμβούλια της προηγουμένης παραγράφου ως και εκείνων που θα γίνουν εν μέρει δεκτές συγκροτούνται τα ακόλουθα συμβούλια:
α. Συμβούλιο επανάκρισης υποθέσεων ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων και κατωτέρων από αυτούς. Τακτικά μέλη ορίζονται για τη Χωροφυλακή ένας ταξίαρχος ως πρόεδρος και δυο συνταγματάρχες ως μέλη με αναπληρωτές έναν ταξίαρχο και ένα συνταγματάρχη για δε την Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα αξιωματικοί αντίστοιχων βαθμών.
β. Συμβούλιο επανάκρισης υποθέσεων αξιωματικών. Πρόεδρος ορίζεται ο Αρχηγός του οικείου Σώματος, ως μέλη δε για τη Χωροφυλακή δυο υποστράτηγοι για την Αστυνομία Πόλεων ένας υπαρχηγός και ένας γενικός αστυνομικός διευθυντής και για το Πυροσβεστικό Σώμα ο υπαρχηγός του και ένας υπαρχηγός Αστυνομίας Πόλεων. Ως αναπληρωματικά μέλη ορίζονται αντιστοίχως ένας υποστράτηγος ένας υπαρχηγός Αστυνομίας Πόλεων και ένας γενικός αστυνομικός διευθυντής.

3. Οι αξιωματικοί που μετέχουν στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο πρέπει να είναι αρχαιότεροι των τυχόν ομοιοβάθμων τους που μετέχουν στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο. Στα συμβούλια του Πυροσβεστικού Σώματος εάν δεν υπάρχουν υπαρχηγός ή αρχιπύραρχος ή πύραρχοι μετέχουν αντιστοίχως υπαρχηγός Αστυνομίας Πόλεων γενικός αστυνομικός διευθυντής και αστυνομικοί διευθυντές Α`.

4. Για την κρίση των αιτήσεων που θα υποβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 4 του Ν. 81/1975 ανασυνιστάται η επιτροπή που προβλέπεται από τη διάταξη αυτή. Κατά την ίδια διαδικασία συγκροτείται και δευτεροβάθμια επιτροπή για την επανάκριση των αιτήσεων που απορρίφθηκαν ή θα απορριφθούν.

5. Γραμματέας των Συμβουλίων και Επιτροπών ορίζεται με την απόφαση της συγκρότησης των αξιωματικός του οικείου Σώματος. Στους προέδρους τα μέλη και τους γραμματείς των Συμβουλίων και Επιτροπών του άρθρου αυτού δεν χορηγείται αμοιβή ή αποζημίωση οποιασδήποτε μορφής. Οι αποφάσεις των Συμβουλίων είναι υποχρεωτικές για την Υπηρεσία.

6. Σε περίπτωση που θα ακυρωθεί από Διοικητικό Δικαστήριο απόφαση Συμβουλίου του άρθρου αυτού αρμόδιο να επανακρίνει την υπόθεση είναι το οικείο συμβούλιο προαγωγών καθενός από τα Σώματα Ασφαλείας.

Άρθρο 5
Επανακατατάξεις – Επανακρίσεις πειθαρχικών υποθέσεων

1.α. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου αυτού επιτρέπεται η επανακατάταξη υπαξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας χωροφυλάκων αστυφυλάκων και πυροσβεστών που εξήλθαν του Σώματος με αίτησή τους κατά το χρονικό διάστημα από 24.7.1974 μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού εφόσον οι ενδιαφερόμενοι έχουν τα προσόντα που απαιτούνται για την αρχική κατάταξη και μέχρι την 31.12.1982 δεν έχουν υπερβεί το 36ο έτος της ηλικίας τους.
β. Η αίτηση για επανακατάταξη πρέπει να υποβληθεί από τον ενδιαφερόμενο μέσα σε 60 ημέρες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.

2.α Υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας χωροφύλακες αστυφύλακες και πυροσβέστες οι οποίοι αποτάχθηκαν ή απολύθηκαν από την υπηρεσία διότι κρίθηκαν ακατάλληλοι για μονιμοποίηση κατά το χρονικό διάστημα από 24.7.1974 μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού εάν μέχρι την 31.12.1982 δεν συμπλήρωσαν το 36ο έτος της ηλικίας τους συγκεντρώνουν τα προσόντα που απαιτούνται για την αρχική τους κατάταξη και επιθυμούν να επανέλθουν στην υπηρεσία έχουν δικαίωμα να ζητήσουν επανάκριση των υποθέσεων αυτών εάν υποβάλουν σχετική αίτηση μέσα σε 60 ημέρες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
β. Η επανάκριση γίνεται από συμβούλιο ομοειδές με εκείνο που αποφάνθηκε για την απόλυση. Η παραπομπή της υποθέσεως στο συμβούλιο αυτό γίνεται με απόφαση του οικείου Αρχηγού.
Σε περίπτωση που η απόφαση του συμβουλίου δικαιολογεί την επαναφορά των κρινομένων στην Υπηρεσία το ίδιο Συμβούλιο αποφασίζει και για τη μετατροπή των ποινών που επιβλήθηκαν.

3. Ο εκτός υπηρεσίας χρόνος αυτών που θα επανακαταταγούν ή θα επανέλθουν στην ενέργεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού δεν αναγνωρίζεται ως χρόνος πραγματικής ή συντάξιμης υπηρεσίας ούτε ως χρόνος συμμετοχής στους φορείς ασφάλισης του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΡΥΘΜΙΣΗ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ

Άρθρο 6
Απόλυση πριν από τη λήξη της θητείας.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί στρατολογίας υπαξιωματικών Σωμάτων Ασφαλείας και οι χωροφύλακες αστυφύλακες και πυροσβέστες δικαιούνται να ζητήσουν την απόλυσή τους και πριν από τη λήξη του χρόνου της υποχρεωτικής υπηρεσίας που έχουν αναλάβει είτε λόγω της αρχικής κατάταξής τους είτε λόγω εκπαίδευσής τους με δαπάνες του Δημοσίου εάν η παραμονή τους στην Υπηρεσία αποβαίνει ιδιαίτερα επαχθής για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία σε άλλους τομείς ή παρακωλύει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους εφόσον έχουν διανύσει τα 2/3 του χρόνου της υποχρεωτικής υπηρεσίας.
Η απόλυση διατάσσεται με απόφαση του οικείου Αρχηγού μετά την σύμφωνη γνωμοδότηση του πρωτοβαθμίου συμβουλίου που είναι αρμόδιο για τη μονιμοποίηση των χωροφυλάκων αστυφυλάκων και πυροσβεστών. Το συμβούλιο συνέρχεται εντός 10 ημερών από τη χρονολογία που θα περιέλθει στο Αρχηγείο η αίτηση. Κατά της δυσμενούς γνωμοδότησης ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να προσφύγει στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο μονιμοποίησης των χωροφυλάκων αστυφυλάκων και πυροσβεστών εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 15 ημερών από την κοινοποίηση της γνωμοδότησης του πρωτοβαθμίου συμβουλίου.

2. Όσοι έχουν αναλάβει υποχρέωση υπηρεσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 683/1977 εάν απολυθούν κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο υποχρεούνται να καταβάλουν στο Δημόσιο την αποζημίωση που προβλέπεται από το άρθρο 10 του Ν. 683/1977.

Άρθρο 7
Προσόντα υποψηφίων.

1. Σε όσες περιπτώσεις οι διατάξεις των οργανικών νόμων των Σωμάτων Ασφαλείας προβλέπουν την πλήρωση θέσεων αξιωματικών ειδικών υπηρεσιών των Σωμάτων Ασφαλείας με απευθείας πρόσληψη ιδιωτών με το βαθμό μοιράρχου αστυνόμου β` ή πυραγού εισαγωγικός βαθμός των εφεξής προσλαμβανομένων ορίζεται ο βαθμός του υπομοιράρχου υπαστυνόμου Α` και υποπυράγου οι θέσεις δε των δυο αυτών βαθμών καθίστανται ενιαίες.
Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την πρόσληψη των προσωπικού αυτού.

2. Του δικαιώματος εισαγωγής καθ` υπέρβαση σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 1348/1973 οι ενδιαφερόμενοι δικαιούνται να κάνουν χρήση είτε στη Σχολή υπαξιωματικών είτε στη Σχολή αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας. Το αυτό δικαίωμα έχουν και όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας είναι ο ίδιοι πολύτεκνοι γονείς.

3. Τα προσόντα των υποψηφίων για κατάταξη ως χωροφυλάκων αστυφυλάκων και πυροσβεστών καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Έως ότου εκδοθούν οι αποφάσεις αυτές δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις έχουν οι κάτοχοι τουλάχιστον απολυτηρίου 3ταξίου γυμνασίου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής ή Μέσης Τεχνικής Σχολής για τα δε λοιπά προσόντα εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για το θέμα αυτό κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού.

4. Σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητος, σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, συνεπεία τραυματισμού, αστυνομικού ή πυροσβεστικού υπαλλήλου, κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας και ένεκα αυτής, ο σύζυγος ή ένα τέκνο αυτού προσλαμβάνετοι, κατόπιν αιτήσεώς του, στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης, ως διοικητικός υπάλληλος ή με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ανάλογα με τα προσόντα του, κατ` εξαίρεση των ισχυουσών διατάξεων και ανεξαρτήτως ύπαρξης κενής οργανικής θέσης, επιφυλασσομένων των διατάξεων περί κωλυμάτων διορισμού (άρθρο 21 έως 23 του π.δ/τος 611/1977). Αν οι κατά τα ανωτέρω αποβιούντες ή καθιστάμενοι ανίκανοι δεν έχουν σύζυγο ή τέκνα, το δικαίωμα διορισμού παρέχεται κατά προτεραιότητα σε έναν από τους γονείς ή μία αδελφή ή έναν αδελφό αυτών. Η αίτηση για πρόσληψη των δικαιούμενων προσώπων υποβάλλεται “μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών” από την απόκτηση των απαραίτητων προσόντων διορισμού τους σε οποιαδήποτε θέση.

Της ως άνω προστασίας απολαμβάνουν με τις ίδιες προϋποθέσεις και περιορισμούς ο/η σύζυγος, τα τέκνα, οι γονείς και οι αδελφοί των πολιτών που τραυματίζονται θανάσιμα ή καθίστανται ανίκανοι σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, εξαιτίας της ενεργούς συμμετοχής τους στην καταδίωξη ή σύλληψη δραστών εγκληματικών πράξεων ή εξαιτίας αστυνομικής επιχείρησης προς πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος ή επιχείρησης του Πυροσβεστικού Σώματος προς κατάσβεση πυρκαγιάς.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 11 Ν.2713/1999 Α 89/30.4.1999 και με τη παρ.6 του άρθρου 9 του Ν. 4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014).
Η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών διαπιστώνεται με `Ένορκη Διοικητική Εξέταση που ενεργείται μετά την υποβολή αιτήματος πρόσληψης.
Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται από 1.1.1978. Για τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές και συνέβησαν πριν τη δημοσίευση της παρούσας διάταξης, η ως άνω 2ετής προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής της.
Σημ.: όπως η παρ.4 αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.3 άρθρ.5 Ν.2452/1996 (Α 283), όπως αυτή (η παρ.3) τροποποιήθηκε με τη παρ.6 του άρθρου 9 του Ν. 4249/2014 (ΦΕΚ Α 73 24.3.2014) και διατηρήθηκε σε ισχύ με το εδάφιο η΄ άρθρου 3Ν.3812/2009, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 13 παρ.1 Ν.3938/2011,ΦΕΚ Α 61/31.3.2011.

5. Οι διατάξεις των άρθρων 1 παραγρ. 1 περιπτ. β. 2 παραγρ. 2 και 3 παραγρ. 2 περιπτ. δ του Ν.Δ. 121/ 1974 εφαρμόζονται και για τους πτυχιούχους της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής.

6. Το άρθρο 2 του Ν.Δ. 1348/1973 “Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί Σχολών Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων διατάξεων” όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 121 /1974 αντικαθίσταται ως εξής: ”

Άρθρο 2

Προέλευση ανθυπομοιράρχων και αστυνόμων Β` τάξεως.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν.Δ. 649/1970 και του Ν.36/ 1946 οι ανθυπομοίραρχοι και υπαστυνόμοι Β` τάξεως προέρχονται από τις κατωτέρω κατηγορίες υποψηφίων ύστερα από επιτυχείς εισιτηρίους διαγωνισμούς και αποφοίτηση από τις οικείες σχολές των Σωμάτων.
α. Από ανθυπασπιστές ανθυπαστυνόμους ενωματάρχες και αρχιφύλακες οι οποίοι έχουν τουλάχιστον απολυτήριο Λυκείου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής ως και υγεία και αρτία σωματική διάπλαση μετά από πρόταση των ιεραρχικώς προϊσταμένων τους σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από τους οικείους Κανονισμούς επιπλέον δε να μην έχουν συμπληρώσει το 32ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού.
β. Από χωροφύλακες αστυφύλακες υπενωμοτάρχες υπαρχιφύλακες ενωμοτάρχες αρχιφύλακες, ανθυπασπιστές και ανθυπαστυνόμους πτυχιούχους Νομικής ή Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών ή Ανωτάτης Εμπορικής ή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής εφόσον έχουν και τα λοιπά προσόντα του προηγούμενου εδαφίου.
γ. Από ιδιώτες πτυχιούχους Νομικής (των Τμημάτων Νομικού ή Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικών Επιστημών) ή Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών οι οποίοι δεν έχουν υπερβεί το 28ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο της προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού επιπλέον δε έχουν υγεία και αρτία σωματική διάπλαση ως και τα λοιπά προσόντα όπως προβλέπονται από τις ισχύουσες διατάξεις για την κατάταξη και τη συμμετοχή σε εισιτήριες εξετάσεις των σχολών Σωμάτων Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων. Οι υποψήφιοι αυτοί εισάγονται κατά ποσοστό που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί το μισό του αριθμού που ορίζεται ότι πρέπει να εισαχθεί.
Η διάρκεια της εκπαίδευσης των εισαγομένων στις σχολές σύμφωνα με τα εδαφ. α β και γ ορίζεται σε 15 μήνες.
Οι λεπτομέρειες της κατάρτισης των πινάκων ικανών να συμμετέχουν στις εισιτήριες εξετάσεις της διενεργείας εισιτηρίων εξετάσεων των εξεταστέων μαθημάτων της κατάρτισης των πινάκων επιτυχόντων και αποτυχόντων της εκπαίδευσης στη Σχολή, της εξόδου από αυτή, των εκπαιδευτικών ετών, των διδασκομένων κατά τάξη μαθημάτων ως και κάθε άλλη λεπτομέρεια που αφορά στην εκπαίδευση των εισαγομένων στη Σχολή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου αυτού καθορίζονται ειδικότερα με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης.
δ. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων των παραπάνω εδαφίων β και γ της παραγράφου αυτής δεν ισχύει ο περιορισμός του ποσοστού εισαγομένων στις σχολές ο δε αριθμός των εισαγομένων θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης.
2. Ο καθορισμός της ηλικίας των υποψηφίων γίνεται με βάση τη χρονολογία γέννησης αυτών.”

7. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 του Ν.Δ. 121 /1974 όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα αντικαθίστανται ως εξής:
“2. Οι δόκιμοι ενωμοτάρχες προέρχονται:
α. Από χωροφύλακες υπενωμοτάρχες και δοκίμους χωροφύλακες ανεξαρτήτως χρόνου υπηρεσίας τουλάχιστον αποφοίτους Λυκείου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής εφόσον δεν συμπλήρωσαν το 35ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο της προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού και έχουν υγεία και αρτία σωματική διάπλαση σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από τον οικείο κανονισμό.
β. Από ιδιώτες αποφοίτους Λυκείου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής οι οποίοι δεν έχουν υπερβεί το 22ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο της προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού και έχουν υγεία και αρτία σωματική διάπλαση σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από τον οικείο κανονισμό.
γ. Από χωροφύλακες και υπενωματάρχες αποφοίτους τουλάχιστον 3ταξίου γυμνασίου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής εφόσον δεν συμπλήρωσαν το 35ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού και έχουν υγεία και αρτία σωματική διάπλαση σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα από τον οικείο κανονισμό.
Η συμμετοχή στις εξετάσεις των υποψηφίων του εδαφίου αυτού γίνεται με τις ίδιες προϋποθέσεις συμμετοχής των υποψηφίων του εδαφίου α της παραγράφου αυτής για 3 χρόνια από την ισχύ του νόμου αυτού μετα την παρέλευση των οποίων δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις θα έχουν μόνο οι υποψήφιοι των εδαφίων α και β της ίδιας παραγράφου.
δ. Από χωροφύλακες και υπενωματάρχες πτυχιούχους της Νομικής ή Παντείου Ανωτάτης Σχολής Πολιτικών Επιστημών ή Ανωτάτης Εμπορικής ή Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής οι οποίοι εισάγονται στη Σχολή καθ` υπέρβαση του αριθμού εισακτέων που ορίζεται κάθε φορά και εγγράφονται στο τέλος του πίνακα των εισαγομένων στη Σχολή.
3. Ο αριθμός εκείνων που πρέπει να εισαχθούν κάθε φορά στη Σχολή ενωμοταρχών ορίζεται σε ποσοστά κάθε κατηγορίας των προηγουμένων παραγράφων με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης. Εάν τα ποσοστά που ορίζονται για κάθε κατηγορία δεν καλύπτονται από τους πίνακες επιτυχόντων κάθε κατηγορίας συμπληρώνονται από τον πίνακα της άλλης κατηγορίας”.

8. Για την εισαγωγή αστυνομικών στη σχολή Αρχιφυλάκων της Αστυνομίας Πόλεων από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού απαιτείται απολυτήριο τουλάχιστον 3ταξίου γυμνασίου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής και μη συμπλήρωση του 35ου έτους της ηλικίας κατά το χρόνο προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού. Η διάταξη αυτή θα ισχύσει για 3 χρόνια από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου μετά την παρέλευσιν των οποίων δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις θα έχουν οι απόφοιτοι τουλάχιστο Λυκείου ή άλλης ισότιμης δημοσίας ή αναγνωρισμένης σχολής που δεν συμπληρώνουν το 35ο έτος της ηλικίας τους κατά το χρόνο προκήρυξης του εισιτηρίου διαγωνισμού.

9. Στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξης συνίσταται 7μελές Συμβούλιο Εκπαίδευσης αποτελούμενο από καθηγητές των παραγωγικών σχολών και δυο ανωτάτους ή ανωτέρους αξιωματικούς των Σωμάτων Ασφαλείας. Η συγκρότηση και λειτουργία του συμβουλίου αυτού γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης.
Το Συμβούλιο Εκπαίδευσης είναι συμβουλευτικό όργανο του Υπουργού Δημοσίας Τάξης σε θέματα εκπαίδευσης μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας.

Άρθρο 8
Ρύθμιση θεμάτων των Υγειονομικών Υπηρεσιών

1. Οι θέσεις των υγειονομικών αξιωματικών της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων και των αστυκτηνιάτρων και χημικών αξιωματικών με βαθμό ταγματάρχη αντισυνταγματάρχη και συνταγματάρχη αστυνόμου Α` και αστυνομικού διευθυντή Β` και Α` γίνονται ενιαίες.

2. Όσοι από το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας έχουν ή αποκτούν πτυχίο Ιατρικής ή Οδοντιατρικής Σχολής μετατάσσονται εφόσον το επιθυμούν στην υγειονομική υπηρεσία του Σώματος στο οποίο ανήκουν με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης. Οι αξιωματικοί μετατάσσονται με το βαθμό που έχουν οι ανθυπασπιστές ανθυπαστυνόμοι πυρονόμοι και οι κατώτεροι αυτών με το βαθμό του ανθυπομοιράρχου και αντιστοίχων και εφόσον έχουν αποκτήσει την κατά νόμο ειδικότητα με το βαθμό του υπομοιράρχου και αντίστοιχων και καταλαμβάνουν τις κενές θέσεις που υπάρχουν. Εάν δεν υπάρχουν κενές θέσεις διατηρούνται ως υπεράριθμοι μέχρι να ενταχθούν σε οργανικές θέσεις.
Οι ανθυπομοίραρχοι και οι αντίστοιχοι προς αυτούς προάγονται στον επόμενο βαθμό όταν συμπληρώσουν ένα έτος στο βαθμό τους όσο, από τους αστυνομικούς των Σωμάτων Ασφαλείας κατέχουν πτυχίο ιατρικής ή οδοντιατρικής σχολής και προσφέρουν υπηρεσίες της ειδικότητάς τους στο Σώμα μετατάσσονται στην Υγειονομική Υπηρεσία εφόσον το επιθυμούν ανεξαρτήτως βαθμού με τον εισαγωγικό βαθμό.

3. Με Προεδρικό Διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης επιτρέπεται να συνιστώνται υγειονομικές επιτροπές από υγειονομικούς αξιωματικούς της Χωροφυλακής για την κρίση της σωματικής ικανότητας του προσωπικού της Χωροφυλακής και των υποψηφίων για κατάταξη στο Σώμα αυτό και να καθορίζονται οι αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 9
Μετάταξη στην υπηρεσία γραφείου.

1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του Ν. 671/1977 αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Οι αξιωματικοί που τίθενται στην κατάσταση της υπηρεσίας γραφείου προάγονται μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη αστυνομικού διευθυντή Α` και πυράρχου όσοι απ` αυτούς προαχθούν στο βαθμό του συνταγματάρχη αστυνομικού διευθυντή Α` και πυράρχου προάγονται στον επόμενο βαθμό ένα μήνα πριν από την έξοδο τους από την υπηρεσία σύμφωνα με όσα διέπουν τους λοιπούς ομοιοβάθμους τους”.

2. Οι υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας οι χωροφύλακες αστυφύλακες και πυροσβέστες που κρίνονται ανίκανοι για την ενεργό υπηρεσία για λόγους υγείας διατηρούνται στην ενέργεια σε θέσεις που συνιστώνται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης και καταργούνται με την αποχώρησή τους από την υπηρεσία. Οι διατηρούμενοι διατίθενται σε γραφική ή άλλη υπηρεσία ανάλογα με τα προσόντα τους εφόσον η οικεία υγειονομική επιτροπή κρίνει ότι μπορούν να εκτελούν υπηρεσία γραφείου. Η διατήρηση στην ενέργεια γίνεται με απόφαση του οικείου αρχηγού ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του Συμβουλίου προαγωγών υπαξιωματικών του οικείου Σώματος.

Άρθρο 10
Ρύθμιση ειδικών θεμάτων.

1. Οι υπηρεσίες των Σωμάτων Ασφαλείας και οι θέσεις των υπηρεσιών αυτών στις οποίες πρέπει να υπηρετήσουν οι αξιωματικοί για να αποκτήσουν τα κατά τα άρθρα 11 του Ν. 671/1977 και 1 του Ν. 1145/1981 ειδικά τυπικά προσόντα προαγωγής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης.

2. Η διετής υπηρεσία σε θέση διοικητή ή υποδιοικητή των Υπηρεσιών του άρθρου 11 παρ. 1 του Ν. 671/1977 που απαιτείται για την προαγωγή των μοιράρχων αστυνόμων Β` και πυράγων πρέπει να έχει διανυθεί είτε στον κατεχόμενο βαθμό είτε στους προηγούμενους βαθμούς.

3. Σε όλα τα υπηρεσιακά συμβούλια των Σωμάτων Ασφαλείας διορίζονται με την πράξη της συγκρότησής τους και αναπληρωματικά μέλη ισάριθμα προς τα τακτικά καθώς και γραμματέας με τον αναπληρωτή του εκτός εάν η ειδική διάταξη που καθορίζει τη συγκρότηση του κάθε συμβουλίου προβλέπει τη συμμετοχή αναπληρωματικών μελών και γραμματέα.

4. Οι αξιωματικοί και οι κατώτεροι αυτών του Πυροσβεστικού Σώματος επιτρέπεται να αποσπώνται σε άλλη πόλη για υπηρεσιακούς λόγους και για χρονικό διάστημα μέχρι 4 μήνες κάθε έτος. Οι αποσπάσεις διατάσσονται από τον Αρχηγό του Σώματος για τους μέχρι του βαθμού του επιπυραγού για τους λοιπούς δε από τον Υπουργό Δημοσίας Τάξης.

5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 5 του Ν. 1234/1982 “για τη ρύθμιση θεμάτων του προσωπικού των Σωμάτων Ασφαλείας” αντικαθίσταται ως εξής:
“6. Οι υπαξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας οι χωροφύλακες αστυφύλακες και πυροσβέστες που απολύθηκαν ή αποτάχθηκαν για τέλεση γάμου χωρίς άδεια της υπηρεσίας επαναφέρονται στην ενέργεια με το βαθμό που είχαν κατά την έξοδό τους ύστερα από αίτησή τους αν δεν έχουν υπερβεί το 36ο έτος της ηλικίας τους μέχρι 31.12.1982 και συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις που απαιτούνται για την αρχική τους κατάταξη “.
Με τις ίδιες προϋποθέσεις επαναφέρονται με το βαθμό του χωροφύλακα αστυφύλακα και πυροσβέστη όσοι αποπέμφθηκαν από τη Σχολή Χωροφυλάκων Αστυφυλάκων και Πυροσβεστών επειδή κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης τέλεσαν γάμο χωρίς άδεια της υπηρεσίας “.

6. Το άρθρο 35 του Ν. 4101/1960 αντικαθίσταται ως εξής:
Άρθρο 35.
Οι υποψήφιοι για κατάταξη στο Σώμα της Χωροφυλακής εξετάζονται από Συμβούλια Επιλογής των οποίων ο αριθμός η σύνθεση ο χρόνος και ο τόπος λειτουργίας τους και οι άλλες σχετικές λεπτομέρειες ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης μετά από πρόταση του Αρχηγού Χωροφυλακής.”

7. Οι αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας που είναι γραμμένοι στα στελέχη της εφεδρείας είναι δυνατό να ανακαλούνται στην ενέργεια με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης όταν συντρέχουν ειδικοί υπηρεσιακοί λόγοι. Οι ανακαλούμενοι επαναφέρονται με το βαθμό που τους απονεμήθηκε κατά την αποστρατεία τους, εάν έχει προαχθεί νεώτερός τους. Διαφορετικά ανακαλούνται με το βαθμό που είχαν όταν ήταν στην ενέργεια.

8. Το όριο ηλικίας των αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας που καθορίζεται στο άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 671/1977 των βαθμών υπομοιράρχου μέχρι και του ταγματάρχη και των αντιστοιχούντων της Αστυνομίας Πόλεων και του Πυροσβεστικού Σώματος αυξάνεται κατά ένα έτος για κάθε βαθμό.

9. Καταργείται η Διεύθυνση Επιθεώρησης της Υπηρεσίας Αγροφυλακής που προβλέπεται από το άρθρο 2 του Π.Δ. 543/1977 “περί Οργανισμού της Γενικής Διευθύνσεως Αγροφυλακής του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης.”
Οι θέσεις επιθεωρητών Αγροφυλακής με βαθμό 3ο έως 2ο που προβλέπονται από το άρθρο 12 του Π. Δ/τος τούτου καθίστανται θέσεις διοικητών Αγροφυλακής με βαθμό 3ο και 2ο.

Άρθρο 11
Μισθολογικές προαγωγές – Ρύθμιση οικονομικών θεμάτων.

1. Οι μισθολογικές προαγωγές και προσαυξήσεις που προβλέπονται από διατάξεις νόμου χορηγούνται ύστερα από απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου που είναι αρμόδιο για τη βαθμολογική προαγωγή του δικαιούχου. Κατά της απορριπτικής απόφασης δεν επιτρέπεται προσφυγή η υπόθεση όμως εξετάζεται και πάλι ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου όταν συμπληρώνεται εξάμηνο από τη χρονολογία της τελευταίας απορριπτικής απόφασης. Δεν απαιτείται απόφαση συμβουλίου για μισθολογική προαγωγή εκείνων που έχουν εγγραφεί σε πίνακα προακτέων ή διατηρητέων.

2. Οι διατάξεις του Π.Δ. 934/1980 “περί χορηγήσεως παγίων οδοιπορικών εξόδων στους στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων” (ΦΕΚ τ. Α` 237/ 1980) όπως τροποποιήθηκε το Π.Δ/γμα 1135/1981 (ΦΕΚ τ. Α` 270/1981) δεν εφαρμόζονται για το προσωπικό των Σωμάτων Ασφαλείας.

3. Το Συντονιστικό Επιτελείο του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης καταρτίζει ιδιαίτερο προϋπολογισμό στον οποίο εγγράφονται οι πιστώσεις που απαιτούνται για τη λειτουργία αυτού και α) της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας του Υπουργείου τούτου β) της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Υπηρεσιών και γ) της Υπηρεσίας Πολιτικής Σχεδίασης Έκτακτης Ανάγκης. Ο προϋπολογισμός αυτός εκτελείται από τη Διεύθυνση Οικονομικού του Συντονιστικού Επιτελείου σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν το θέμα αυτό ως προς το Σώμα της Χωροφυλακής. Η Διεύθυνση αυτή ανασυγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης.

4. Στον προϋπολογισμό των φορέων του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης εγγράφονται οι αναγκαίες πιστώσεις για την προμήθεια συγγραμμάτων ή άλλων εκπαιδευτικών βοηθημάτων για τους εκπαιδευομένους στις Παραγωγικές Σχολές των Σωμάτων Ασφαλείας δοκίμους υπαξιωματικούς και δοκίμους αξιωματικούς στους οποίους χορηγούνται δωρεάν.

Άρθρο 12
Πειθαρχικές ποινές προσωπικού.

1. Στους υπαξιωματικούς των Σωμάτων Ασφαλείας στους χωροφύλακες αστυφύλακες και πυροσβέστες επιβάλλεται με απόφαση του οικείου Αρχηγού η πειθαρχική ποινή της αργίας με πρόσκαιρη παύση διαρκείας από 15 ημέρες μέχρι 3 μήνες για τα εξής παραπτώματα:
α. Παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθιας
β. Σοβαρή παραμέληση της εκτέλεσης των καθηκόντων τους.
γ. Ανάρμοστη ενέργεια ή συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
δ. Κάθε ενέργεια ή παράλειψη που αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο οι κατώτερες πειθαρχικές ποινές κρίνονται ανεπαρκείς.

2. Τα παραπτώματα της προηγούμενης παραγράφου βεβαιώνονται με ένορκη εξέταση η οποία ενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ 935/ 1971. Ο χρόνος αργίας με πρόσκαιρη παύση είναι χρόνος υπηρεσίας ως προς όλες τις συνέπειες. Για την παραγραφή εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των παραπτωμάτων που επισύρουν την ποινή αργίας με απόλυση.

3. Όσοι τιμωρούνται με ποινή αργίας με πρόσκαιρη παύση λαμβάνουν το 80% των αποδοχών τους. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται ότι ισχύει για όσους τιμωρούνται με την ποινή της αργίας με απόλυση.

4. Στους αξιωματικούς και τους κατωτέρους αυτών των Σωμάτων Ασφαλείας επιβάλλονται οι εξής κατώτερες πειθαρχικές ποινές οι οποίες καταχωρούνται στα ατομικά τους έγγραφα.
α. Παρατήρηση
β. Επίπληξη.
γ. Πρόστιμο μέχρι ενός βασικού μηνιαίου μισθού του τιμωρουμένου.

5. Τα παραπτώματα που επισύρουν τις ποινές της προηγούμενης παραγράφου τα όργανα που τις επιβάλλουν και η αρμοδιότητα καθενός από αυτά καθορίζονται από τους Κανονισμούς της Χωροφυλακής και του Πυροσβεστικού Σώματος. Έως ότου αναμορφωθούν οι κανονισμοί αυτοί εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν. Για την Αστυνομία Πόλεων εφαρμόζονται οι διατάξεις του οργανικού της νόμου.

6. Τα χρηματικά ποσά των προστίμων περιέρχονται ανάλογα με το βαθμό του τιμωρουμένου στα Ταμεία Αρωγής Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών Χωροφυλακής. Για τα άλλα Σώματα Ασφαλείας εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.

7. Τα παραπτώματα για τα οποία επιβάλλονται οι ποινές της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού παραγράφονται μετά δυο (2) χρόνια από την ημέρα που τελέσθηκαν.

Άρθρο 13
Ρύθμιση θεμάτων προαγωγών προσωπικού

1. Οι γυναίκες ανθυπομοίραρχοι και υπαστυνόμοι Β` προέρχονται από απόφοιτες της αντίστοιχης Παραγωγικής Σχολής των ανδρών ομοιοβάθμων τους στην οποία εισάγονται ύστερα από εξετάσεις και σύμφωνα με όσα διέπουν την εισαγωγή στη Σχολή αυτή του άρρενος προσωπικού. Ο αριθμός των γυναικών που εισάγεται στη Σχολή Αξιωματικών του κάθε Σώματος ορίζεται ίσος προς το 10% των προκηρυσσομένων θέσεων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλασματικά υπόλοιπα σε καμία όμως περίπτωση ο αριθμός των εισαγομένων στη Σχολή δεν μπορεί να είναι μικρότερος των 2.
Οι θέσεις των γυναικών αξιωματικών Χωροφυλακής και Αστυνομίας Πόλεων που υπάρχουν κατά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού προστίθενται στις θέσεις των ανδρών αξιωματικών των αντιστοίχων βαθμών και ενοποιούνται με τις θέσεις αυτές.

2. Οι υπαρχιπυροσβέστες που κατατάχθηκαν στο Πυροσβεστικό Σώμα πριν από την ισχύ του Ν.Δ. 974/1971 και έχουν προαχθεί στο βαθμό τους κατ` εφαρμογή του άρθρου 18 του Ν. 772/1978 προάγονται στο βαθμό του αρχιπυροσβέστη όταν συμπληρώσουν 10ετή υπηρεσία στο βαθμό τους.
Όσοι προάγονται στο βαθμό του αρχιπυροσβέστη σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής καθώς και οι αρχιπυροσβέστες που έχουν προαχθεί στο βαθμό τους σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Ν.Δ. 146/1974 προάγονται στο βαθμό του πυρονόμου όταν συμπληρώσουν εννιά (9) χρόνια στο βαθμό τους ή δέκα πέντε (15) χρόνια ως υπαξιωματικοί. Οι διατάξεις του άρθρου 18 του Ν. 772/1978 εφαρμόζονται και για όσους κατά την έναρξη της ισχύος του είχαν αποκτήσει το βαθμό του αρχιπυροσβέστη λόγω αποφοίτησης από την Παραγωγική Σχολή Αρχιπυροσβεστών ή του υπαξιωματικού Ειδικών Υπηρεσιών εφόσον προέρχονται από μετάταξη.

3. Οι αποστρατευόμενοι μόνιμοι αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας όταν ανακαλούνται στην ενέργεια ως έφεδροι προάγονται κατά ένα βαθμό οι ανώτεροι όχι όμως πέρα από το βαθμό του συνταγματάρχη και κατά δυο βαθμούς οι κατώτεροι εφόσον κρίνονται προακτέοι από το αρμόδιο Συμβούλιο. Εάν ο αξιωματικός κριθεί μη προακτέος δικαιούται προσφυγής στο Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο σύμφωνα με όσα ισχύουν για τους μονίμους αξιωματικούς.

4. Οι αξιωματικοί που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο προάγονται εάν μετά την ανάκληση τους στην εφεδρεία έχουν συμπληρώσει το χρόνο παραμονής στο βαθμό που προβλέπεται για τους μονίμους εν ενεργεία ομοιοβάθμους τους και έχει προαχθεί μόνιμος ομοιόβαθμος τους ο οποίος κατά το χρόνο αποστρατείας των εφέδρων ήταν νεότερός τους.

5. Οι ταγματάρχες και οι αντίστοιχοι αυτών των Σωμάτων Ασφαλείας προάγονται “κατ` εκλογή” και “κατ` αρχαιότητα” με αναλογία 7/10 “κατ` εκλογή” και 3/10 “κατ` αρχαιότητα.”
6. Κατά τις τακτικές κρίσεις των αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας του έτους 1983 και μέχρι να λήξει η ισχύς των πινάκων που θα συνταχθούν σ` αυτές οι αστυνομικοί διευθυντές Β` κρίνονται και προάγονται όταν συμπληρώνουν 18 έτη υπηρεσίας αξιωματικού από τα οποία ένα έτος στο βαθμό τους μέχρι το τέλος του έτους κατά το οποίο ενεργούνται οι κρίσεις.

7. Ο χρόνος παραμονής στο βαθμό για την προαγωγή των αντιπυράρχων Γενικών Υπηρεσιών ορίζεται σε ένα έτος. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει για δυο χρόνια από την έναρξη της ισχύος του νόμου τούτου.

8. Στα συνεκτιμώμενα κατά τις ισχύουσες διατάξεις προσόντα για τις προαγωγές των αξιωματικών των Σωμάτων Ασφαλείας διαλαμβάνεται και η επίδοση αυτών κατά τη φοίτησή τους στις υπηρεσιακές σχολές μετεκπαίδευσης και ξένων γλωσσών. Η επίδοση αυτή ανάλογα με τη βαθμολογία χαρακτηρίζεται ως εξής: ΜΕΤΡΙΟΣ από 10 έως και 12 ΚΑΛΟΣ από 12 έως 15 ΛΙΑΝ ΚΑΛΟΣ από 15 έως και 18 ΑΡΙΣΤΟΣ από 18 έως και 20 κάτω των 10 ΑΠΟΤΥΧΩΝ.

Άρθρο 14
Προσφυγή δυσμενώς κρινομένων – Προαγωγές.

1. Αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας οι οποίοι κατά το χρόνο των τακτικών κρίσεων του έτους 1982 δεν είχαν συμπληρώσει το χρόνο παραμονής στο βαθμό για προαγωγή που ορίζεται στο άρθρο 10 του Ν. 671/ 1977 εάν εντός τετραμήνου από την κύρωση των πινάκων των τακτικών κρίσεων του έτους τούτου έχουν προαχθεί προς πλήρωση κενής θέσης λογίζεται ότι έχουν προαχθεί αναδρομικά από τη χρονολογία της προαγωγής ομοιοβάθμων τους που είχαν συμπληρώσει στο χρόνο προαγωγής χωρίς δικαίωμα να λάβουν αποδοχές αναδρομικώς.

2. Οι αξιωματικοί οι οποίοι δικαιούνται προαγωγής σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 2 του Ν. 671/1977 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1145/1981 προάγονται εντός 30 ημερών από την κύρωση των πινάκων που συντάσσονται κατά τις τακτικές κρίσεις του έτους που συμπληρώνουν το χρόνο που καθορίζεται από τις διατάξεις αυτές. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται από 1.4. 1982.

3. Οι αξιωματικοί που εγγράφονται σε πίνακα διατηρητέων και παραλείπονται κατά τις προαγωγές ή παραλείφθηκαν από τότε που άρχισε να ισχύει ο Ν. 1234/1982 καθώς και αυτοί που αποστρατεύονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους δικαιούνται να προσφύγουν στο δευτεροβάθμιο συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 671/1977. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για όσους αποστρατεύονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους λόγω 35ετούς υπηρεσίας ή παράλειψης τους κατά την επιλογή Αρχηγού.

4. Οι αξιωματικοί των Σωμάτων Ασφαλείας οι οποίοι λογίζονται διατηρητέοι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 9 του Ν. 1145/ 1981 και 3 παρ. 7 του Ν. 1234/1982 εάν κατά την επιλογή τους για προαγωγή παραλειφθούν σε δυο συνεχείς τακτικές κρίσεις λογίζονται ως παραμένοντες στον αυτόν βαθμό. Για όσους σύμφωνα με τη διάταξη αυτή λογίζονται ως παραμένοντες στο βαθμό εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 29 παράγραφος 6 και 37 του Ν. 671/1977.

Σχετικό: το άρθρο 2 παρ. 5 του ΠΔ 90/1991, ΦΕΚ Α 42:
“Η παράγραφος 4 του άρθρου 14 του Ν 1339/1983 δεν ισχύει για τους Αξιωματικούς του Πυροσβεστικού Σώματος”.

5. Οι ανθυπασπιστές χωροφυλακής οι ανθυπαστυνόμοι οι πυρονόμοι και οι κατώτεροι αυτών που κρίνονται δυσμενώς κατά τις κρίσεις για προαγωγή δικαιούνται να ζητήσουν την επανάκριση της υπόθεσής τους σύμφωνα με όσα ορίζονται από τις ισχύουσες διατάξεις έστω και αν η δυσμενής κρίση αποφασίζεται με παμψηφία.

6. Αντισυνταγματάρχες, αστυνομικοί διευθυντές Β` και αντυπύραρχοι που έχουν εγγραφεί σε πίνακα διατηρητέων εάν δικαιούνται προαγωγής κατ` εφαρμογή του άρθρου 28 παράγραφος 2 του Ν. 671/1977 προάγονται χωρίς την τήρηση της διαδικασίας που καθορίζεται στο άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 1234/ 1982.

7. Στο άρθρο 39 του Ν. 671/1977 “περί ιεραρχίας προαγωγών αποστρατείας και μεταθέσεων μονίμων Αξιωματικών των Σωμάτων Χωροφυλακής Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού” προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
“4. Σε περίπτωση κατά την οποία λόγω εκδόσεως ακυρωτικής αποφάσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας που αφορά στην προαγωγή σε θέση Αρχηγού των Σωμάτων Χωροφυλακής Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού Σώματος απαιτείται αναπομπή της υπόθεσης ενώπιον του ΚΥΣΕΑ αυτή ενεργείται μέσα σε 60 ημέρες από την κοινοποίηση της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας στο οικείο Αρχηγείο. Σε περίπτωση που το ΚΥ.Σ.Ε.Α θα αποφανθεί υπέρ της προαγωγής του επιτυχόντος την ακύρωση αυτός προάγεται αναδρομικώς ως υπεράριθμος και αποστρατεύεται με το ίδιο Προεδρικό Διάταγμα από τότε που προήχθη ο εναντίον του οποίου έγινε η ακύρωση”.

Άρθρο 15
Βαθμολογική εξέλιξη ανθυπασπιστών

1. Οι ανθυπασπιστές ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι Γενικών Υπηρεσιών εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών που προβλέπεται από το Ν.Δ. 649/1970: α) με εξετάσεις και β) κατά τη σειρά αρχαιότητας σύμφωνα με όσα καθορίζονται στις επόμενες παραγράφους.

2. Το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης με απόφασή του που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου Αρχηγού καθορίζει τον αριθμό των θέσεων των αξιωματικών που θα πληρωθούν μέσα στο επόμενο έτος με προαγωγή αποφοίτων της Σχολής Μετεκπαίδευσης ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων. Ο αριθμός των θέσεων αυτών δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 10% ούτε μεγαλύτερος του 20% του συνόλου των οργανικών θέσεων των αξιωματικών της κατηγορίας αυτή στο καθένα από τα Σώματα Ασφαλείας κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης.
Ειδικά για το Πυροσβεστικό Σώμα εκδίδεται απόφαση μόνο αν το έτος της έκδοσής της ενεργηθούν εξετάσεις για τη Σχολή Ανθυποπυραγών.

3. Από τις θέσεις που καθορίζονται σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο τα 2/5 πληρούνται με προαγωγή ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων που εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης κατά τη διαδικασία που καθορίζεται στο Ν.Δ. 649/ 1970 τα δε 3/5 με προαγωγή ομοιοβάθμων τους που εισάγονται στη Σχολή με εξετάσεις.
Τα κλασματικά υπόλοιπα που προκύπτουν κατά τον καθορισμό των θέσεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού στρογγυλοποιούνται στην αμέσως επόμενη μονάδα. Η πλήρωση ή συμπλήρωση των θέσεων που αναλογούν σε κάθε κατηγορία εισαγομένων στη Σχολή από υποψηφίους της άλλης κατηγορίας απαγορεύεται.

4. Στις εξετάσεις για την εισαγωγή στη Σχολή Μετεκπαίδευσης ανθυπασπιστών, ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων δικαιούνται να μετέχουν οι ανθυπασπιστές και οι ομοιόβαθμοι τους που έχουν απολυτήριο Λυκείου ή εξεταξίου Γυμνασίου ή άλλης ισότιμης αναγνωρισμένης Σχολής και 4ετή τουλάχιστον υπηρεσία στο βαθμό τους κατά το χρόνο της έναρξης των εξετάσεων εφόσον κρίνονται κατάλληλοι και έχουν ηλικία κατά την έναρξη των εξετάσεων 38 έως 42 η οποία υπολογίζεται με βάση τη χρονολογία της γέννησής τους. Για τρία χρόνια από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού δικαιούνται να λάβουν μέρος στις εξετάσεις και όσοι έχουν υπερβεί το 42 έτος της ηλικίας τους.

5. Με απόφαση του Υπουργού Δημοσίας Τάξης ρυθμίζονται τα θέματα διενεργείας των εξετάσεων της προηγουμένης παραγράφου ιδίως δε τα εξεταζόμενα μαθήματα ο χρόνος των εξετάσεων και ο τρόπος υποβολής των προτάσεων συμμετοχής σ` αυτές.

6. Οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι που έχουν πτυχίο αναγνωρισμένης ανωτάτης σχολής ή Παιδαγωγικής Ακαδημίας ή ανώτερης σχολής 3ετούς φοίτησης και έχουν υπερβεί το όριο της ηλικίας μέχρι το οποίο επιτρέπεται η συμμετοχή στις εξετάσεις για την Παραγωγική Σχολή Αξιωματικών εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης χωρίς εξετάσεις ανεξάρτητα από τη σειρά αρχαιότητάς τους και την ηλικία τους και πέρα από τον αριθμό των θέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

7. Οι ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι που αποφοιτούν από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών προάγονται στον επόμενο βαθμό έστω και αν δεν υπάρχουν κενές οργανικές θέσεις, όσοι δε προάγονται σε μη κενές οργανικές θέσεις διατηρούνται ως υπεράριθμοι μέχρι να καταλάβουν κενή θέση. Πάντως σε καμία περίπτωση ο συνολικός αριθμός των υπαξιωματικών που προέρχονται από την Παραγωγική Σχολή των ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων Γενικών Υπηρεσιών και των αξιωματικών που προέρχονται απ` αυτούς δεν πρέπει να υπερβαίνει το σύνολο των οργανικών θέσεων των βαθμών αυτών.

8. Η αρχαιότητα στο βαθμό του αξιωματικού αυτών που αποφοιτούν από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης ανθυπασπιστών ανθυπαστυνόμων και πυρονόμων καθορίζεται με βάση το βαθμό αποφοίτησης από τη Σχολή.

9. Οι ανθυπασπιστές , ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι που έχουν αποφοιτήσει από τη Σχολή Μετακπαίδευσης και δεν έχουν προαχθεί μέχρι την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού προάγονται στο βαθμό του ανθυπομοιράρχου υπαστυνόμου Β και ανθυποπυράγου εφόσον κρίνονται προακτέοι από το αρμόδιο συμβούλιο σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 7 του άρθρου αυτού έστω και αν δεν υπάρχουν κενές θέσεις. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 7 του αριθμού αυτού.

10. Για τους αξιωματικούς που προέρχονται από ανθυπασπιστές ανθυπαστυνόμους και πυρονόμους Γενικών Υπηρεσιών λογίζεται ως χρόνος αξιωματικού και ο χρόνος που διανύθηκε από τότε που αποφοίτησαν από τη Σχολή Μετεκπαίδευσης αυτών μέχρι την προαγωγή τους στο βαθμό του ανθυπομοιράρχου υπαστυνόμου Β και ανθυποπυραγού.

11. Οι διατάξεις του Ν.Δ. 649/1970 όπως τροποποιούνται με το άρθρο αυτό εφαρμόζονται και για τις γυναίκες ανθυπασπιστές και ανθυπαστυνόμους.
Ο αριθμός των γυναικών που εισάγονται στη Σχολή Μετεκπαίδευσης ορίζεται ίσος προς το 10% των θέσεων που προκηρύσσονται κάθε φορά χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα κλασματικά υπόλοιπα. Σε καμία περίπτωση οι εισαγόμενες δεν πρέπει να είναι λιγότερες από 2. Εάν οι εισαγόμενες είναι 2 η μία εισάγεται με εξετάσεις και η άλλη με τη σειρά αρχαιότητας της.
Εάν είναι περισσότερες εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 16
Η Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων αποτελούν ιδιαίτερα Ένοπλα Σώματα που έχουν σαν αποστολή τη διαχείριση της δημοσίας και εθνικής ασφαλείας την τήρηση της δημοσίας τάξης και γενικά την άσκηση της αστυνομίας. Τα Σώματα αυτά λειτουργούν με βάση μόνο τους δικούς τους οργανικούς νόμους και δεν εφαρμόζονται σ` αυτά οι διατάξεις που αφορούν τους δημοσίους πολιτικούς και γενικά τους υπολοίπους υπαλλήλους.

Άρθρο 17

1 α. Οι διατάξεις των άρθρων 1,2,3 παρ. 1 και 2 πλην της περιπτ.(α) 4 και 5 του νόμου αυτού εφαρμόζονται ανάλογα και για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος. Όπου στο νόμο αυτόν αναφέρονται τα Ν. Δ. 119/1974 και 198/1974 για το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος νοούνται το Ν.Δ. 197/1974 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 322/1976 και ο Ν. 2/1975. Όπου σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου αυτού προβλέπεται συμμετοχή σε Συμβούλια δυο υποστρατηγών μετέχει ο υπαρχηγός του Λιμενικού Σώματος και ένας απόστρατος υποναύαρχος του Λιμενικού Σώματος με αναπληρωτή του που ανακαλούνται στην ενέργεια με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και απολύονται μόλις τελειώσει το έργο του συμβουλίου.
β. Όσοι από το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος δεν θα επανέλθουν στην ενέργεια δεν δικαιούνται να ζητήσουν αναπροσαρμογή των εφάπαξ βοηθημάτων που τους είχαν χορηγηθεί κατά την έξοδό τους από την υπηρεσία ούτε διαφορά μερίσματος για το βαθμό που θα αποκατασταθούν.

2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 23 του Ν. 773/1978 “περί προσόντων Υπαξιωματικών Λιμενικού Σώματος (Λ.Σ) συγκροτήσεως και λειτουργίας Συμβουλίων Κρίσεως αυτών και άλλων τινών διατάξεων” (ΦΕΚ 59 Α / 25.4.78) αντικαθίστανται ως εξής:
“3. Εάν ως Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος επιλέγεται ο υποναύαρχος υπαρχηγός Λιμενικού Σώματος προάγεται σε αντιναύαρχο ανεξάρτητα από το χρόνο παραμονής στον κατεχόμενο βαθμό, εάν δε Αρχιπλοίαρχος Λιμενικού Σώματος, προάγεται αμέσως σε υποναύαρχο και μετά 30 ημέρες παραμονή στο βαθμό κατά το διάστημα των οποίων ασκεί τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες του Αρχηγού Λιμενικού Σώματος, προάγεται αυτοδίκαια στο βαθμό του αντιναυάρχου.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για τον υπηρετούντα κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού Αρχηγό του Λιμενικού Σώματος.”

3.α. Για τους αρχιπλοίαρχους του Λιμενικού Σώματος το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεως συντάσσει τους εξής πίνακες:
(ι) Πίνακας “Διατηρητέων”
(ιι) Πίνακα “Ευδοκίμως τερματίσαντων τη σταδιοδρομία τους”
(ιιι) Πίνακα “Αποστρατευτέων”
β. (ι) “Διατηρητέοι” κρίνονται οι θεωρούμενοι κατάλληλοι για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του βαθμού τους.
(ιι) “Ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους” κρίνονται όσοι κατά την κρίση των αρμοδίων συμβουλίων δεν συγκεντρώνουν σε απόλυτο βαθμό τα ουσιαστικά προσόντα για την κάλυψη ανώτερης θέσης ή δεν αποδίδουν σε απόλυτο βαθμό.
γ. Η διάταξη της παραγρ. 2 του άρθρου 3 του Ν. 525/1977 (ΦΕΚ 7 Α / 20.1.77) αντικαθίστανται ως εξής:
“2. Αρχιπλοίαρχοι Λ.Σ κρινόμενοι από το αρμόδιο Συμβούλιο Κρίσεως ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους προάγονται στον επόμενο βαθμό τιθέμενοι εκτός οργανικών θέσεων και αποστατεύονται μετά ένα μήνα από την προαγωγή τους”.

4. Όταν κενώνεται η θέση του υποναυάρχου – υπαρχηγού του Λιμενικού Σώματος και μέχρι πληρώσεως αυτής τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του υπαρχηγού Λ.Σ ασκούνται από τον αρχαιότερο αρχιπλοίαρχο Λ.Σ.

5. Αρχιπλοίαρχοι Λ.Σ. και πλοίαρχοι Λ.Σ., εφόσον έχουν συμπληρώσει έξι (6) μήνες υπηρεσίας στο βαθμό και υποβάλουν οποτεδήποτε αίτηση αποστρατείας, προάγονται στον επόμενο βαθμό εκτός οργανικών θέσεων και αποστρατεύονται μετά ένα (1) μήνα από την προαγωγή τους”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.4 του άρθρου 9 του Ν.2329/1995 (Α 172)

6. Οι αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, υπαξιωματικοί του Λιμενικού Σώματος και Λιμενοφύλακες απαγορεύεται να υπηρετούν σε Λιμενικές Αρχές καθώς και σε τμήματα ή φυλάκια Λιμενικών Αρχών η έδρα των οποίων συμπίπτει με τον τόπο γεννήσεως αυτών ή των συζύγων τους.

7. Η απαγόρευση της προηγούμενης παραγράφου δεν ισχύει αν ο τόπος γεννήσεως των αξιωματικών ανθυπασπιστών υπαξιωματικών λιμενοφυλάκων και των συζύγων τους είναι πόλη, η οποία με βάση την ισχύουσα απογραφή έχει πληθυσμό πάνω από 20.000 κατοίκους.

Άρθρο 18
Ως Σώματα Ασφαλείας νοούνται στο νόμο αυτόν η Χωροφυλακή, η Αστυνομία Πόλεων και το Πυροσβεστικό Σώμα.

Άρθρο 19
Σημ.: όπως το άρθρο 19 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1590/1986 (Α 49), με το οποίο και προστέθηκε παρ. 10 στο άρθρο 12 του Ν. 1481/1984.

1. Για τις ανάγκες ασφάλειας ή φρούρησης εγκαταστάσεων ή χώρων ή τη συνοδεία χρηματαποστολών ν.π.δ.δ., τραπεζών, ταμιευτηρίων, οργανισμών και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε φύσης επιχειρήσεων, υπηρεσιών και εγκαταστάσεων, επιτρέπεται η πρόσληψη από αυτές ιδιωτών μετά από επιλογή, από τον Υπουργό Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης και ύστερα από αίτηση της ενδιαφερόμενης υπηρεσίας, νομικού προσώπου, οργανισμού ή επιχείρησης. Το προσωπικό ασφαλείας αποτελεί ειδική κατηγορία προσωπικού του φορέα στον οποίο προσλαμβάνεται, απαγορεύεται δε η μετάταξή του σε άλλη κατηγορία προσωπικού του ίδιου ή άλλου φορέα, πριν τη συμπλήρωση του 53ου έτους της ηλικίας του, ή η ανάθεση σε αυτό καθηκόντων άλλης κατηγορίας εργαζομένων. Κάθε πράξη με την οποία μεταβάλλεται η κατηγορία του προσωπικού αυτού ή ανατίθενται σε αυτό καθήκοντα άλλης κατηγορίας εργαζομένων είναι αυτοδικαίως άκυρη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.10 άρθρ.4 Ν.2622/1998 Α 138.

2. Με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης καθορίζονται για τους ιδιώτες αυτούς:
α. Τα ειδικότερα προσόντα.
β. Ο τρόπος και η διαδικασία της επιλογής.
γ. Η οπλοφορία, κατά τις διατάξεις που ισχύουν.
δ. Η εκπαίδευση τους στις αστυνομικές σχολές. ε. Η στολή που θα πρέπει να φέρουν.
στ. Τα πειθαρχικά αδικήματα κατά την εργασία ή εκτός αυτής και ο τρόπος βεβαίωσής τους καθώς και η πειθαρχική διαδικασία οι πειθαρχικές ποινές και ο τρόπος επιβολής τους.
ζ. Τα πειθαρχικά αδικήματα που δικαιολογούν λύση της σύμβασης εργασίας και απόλυσης καθώς και ο τρόπος ανάκλησης πρόσληψης ή απόλυσης για λόγους πειθαρχίας ή υπηρεσιακής ανεπάρκειας.
η. Κάθε λεπτομέρεια αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

3. Οι αποδοχές και οι δαπάνες για την προμήθεια ειδών στολής και οπλισμού και την εκπαίδευση του προσωπικού αυτού βαρύνουν τον εργοδότη.

4. Οι συμβατικές εργασιακές σχέσεις εργοδότη και εργαζόμενου και τα εν γένει δικαιώματα και υποχρεώσεις τους ρυθμίζονται από τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Οι αποδοχές των προσλαμβανομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, δεν μπορούν να ορίζονται κατώτερες των αποδοχών του πρωτοδιοριζόμενου αστυφύλακα.

5. Λύση της σύμβασης εργασίας δικαιολογείται:
α. Για πειθαρχικούς λόγους ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
β. Λόγω καταγγελίας της σύμβασης ή λήξης του χρόνου διάρκειάς της ή απόλυσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας.

6. Την απόλυση δικαιούται να ζητήσει και η αστυνομική υπηρεσία που ορίζεται για την εποπτεία του απασχολουμένου, για τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο α` της προηγούμενης παραγράφου.

7. Η αποζημίωση λόγω απόλυσης ή καταγγελίας της σύμβασης εργασίας καταβάλλεται από τον εργοδότη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας. Το Δημόσιο δεν υποχρεούται σε αποζημίωση απολυομένου ή τρίτου για πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση της εργασίας του.

Άρθρο 20

1. Η παρ. 5 του άρθρου 4 του Ν. 1145/1981 “περί τροποποιήσεως διατάξεων του Ν. 671/ 1977 περί ιεραρχίας προαγωγών αποστρατείας και μεταθέσεων των μονίμων αξιωματικών των Σωμάτων Χωροφυλακής Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού και άλλων τινών διατάξεων” αντικαθίσταται ως εξής:
“5. Αστυνομικοί διευθυντές Α` τάξης γενικοί αστυνομικοί διευθυντές και υπαρχηγοί της Αστυνομίας Πόλεων όταν παραλείπονται κατά την επιλογή γενικού αστυνομικού διευθυντή υπαρχηγού ή αρχηγού κρίνονται σαν παραμένοντες στον αυτόν βαθμό. Οι αρχαιότεροι από αυτούς που επιλέγονται για το βαθμό του γενικού αστυνομικού διευθυντή υπαρχηγού ή αρχηγού προάγονται πλην του υπαρχηγού στον αμέσως ανώτερο βαθμό μαζί με αυτούς εκτός οργανικών θέσεων 30 δε ημέρες μετά από την προαγωγή τους αυτή αποστρατεύονται αυτεπάγγελτα σαν ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους”.

2. Η παρ. 7 εδ. γ` και παρ. 9 του άρθρου 4 του Ν. 1145/1981 καταργούνται κατά το μέρος που αφορούν την Αστυνομία Πόλεων.

Άρθρο 21
Η κατά τη δημοσίευση του παρόντος υφιστάμενη οργανική δύναμη Υπηρεσιών των Σωμάτων Ασφαλείας αυξάνεται για τη Χωροφυλακή κατά 180 ανθ/ρχους και 200 χωροφύλακες και για την Αστυνομία Πόλεων κατά 120 υπαστυνόμους Β και 300 αστυφύλακες.
Επίσης αυξάνονται κατα οκτώ (8) οι οργανικές θέσεις των αντιπυράρχων με αντίστοιχη μείωση των οργανικών θέσεων των επιπυραγών και τοποθετούνται ως υποδιοικητές Διοίκησης ή Διοικητές Σταθμών Α` Τάξεως.

Άρθρο 22
Οι διατάξεις της παραγράφου 5 της ΠΥΣ 261 της 25.11.1966 (ΦΕΚ 276/ 1966 τ Α`) “περί αναλήψεως υπό του δημοσίου των δαπανών αντιμισθίας του υπηρεσιακού προσωπικού των εν τη Σχολή Οπλιτών Χωροφυλακής και τοις Παραρτήμασι αυτής εκπαιδευομένων Δοκίμων Χωροφυλάκων” που κυρώθηκε με τον Α.Ν 580/1968 (ΦΕΚ 225/1968 τ Α`) επεκτείνονται και για τους δοκίμους αστυφύλακες και δοκίμους πυροσβέστες. Το προβλεπόμενο ποσό μπορεί να αυξομειώνεται κάθε φορά με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίας Τάξης.

Άρθρο 23
Μεταβατική διάταξη.
Αξιωματικοί, ανθυπασπιστές, ανθυπαστυνόμοι και πυρονόμοι των Σωμάτων Ασφαλείας, οι οποίοι διανύουν περίοδο διαθεσιμότητας κατ` εφαρμογή του άρθρου 4 παραγρ. 1 περπτ. γ` του Ν.Δ. 343/1969 επειδή εκκρεμεί ενώπιον του οικείου Δικαστηρίου η εκδίκαση προσφυγής ή αίτηση ακυρώσεως αυτών κατά πράξεως επιβολής ποινής απόταξης ή αργίας δι` απολύσεως επανέρχονται στη κατάσταση της ενεργείας αυτοδικαίως μόλις δημοσιευθεί ο νόμος αυτός και εκτίουν την ποινή τους.

Άρθρο 24
Καταργούμενες διατάξεις.

1. Από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού καταργούνται:
α. Η περίπτωση γ` του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν.Δ. 343/1969.
β. Τα άρθρα 222 και 223 του Ν. 3365/1955.
γ. Το άρθρο 2 παραγρ. 4 του Ν. 1009/1980

2. Καταργείται επίσης κάθε διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του νόμου αυτού ή ρυθμίζει διαφορετικά θέματα που ρυθμίζονται από αυτόν.

Άρθρο 25
Έναρξη ισχύος.
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός από τις διατάξεις που ορίζουν διαφορετικό χρόνο έναρξης της ισχύος τους.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 17 Μαρτίου 1983

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ