Νόμος 1335 ΦΕΚ Α΄32/14.3.1983
Κύρωση Διεθνούς Σύμβασης για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος η Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης, που υπογράφτηκε στη Βέρνη στις 19 Σεπτεμβρίου 1979, της οποίας το κείμενο με τα Παραρτήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και IV σε πρωτότυπο στη Γαλλική γλώσσα και σε μετάφραση στην Ελληνική έχουν ως εξής:
Διεθνής Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας ζωής και του φυσικού περιβάλλοντος της Ευρώπης
Προοίμιο
Τα Κράτη -Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Μέρη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση.
– Εχοντας υπόψη ότι ο σκοπός του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι η περαιτέρω σύσφιγξη της ενότητας των μελών του,
– Λαμβάνοντας υπόψη τη θέληση του Συμβουλίου της Ευρώπης για συνεργασία με άλλα Κράτη στον τομέα της διατήρησης της φύσης,
– Αναγνωρίζοντας ότι η άγρια χλωρίδα και πανίδα αποτελούν φυσική κληρονομία με αξία αισθητική, επιστημονική, ψυχαγωγική, οικονομική και ενδογενή η οποία είναι αναγκαίο να διατηρηθεί και να μεταβιβασθεί στις επερχόμενες γενεές,
– Αναγνωρίζοντας τον ουσιαστικό ρόλο τον οποίο διαδραματίζουν η άγρια χλωρίδα και πανίδα στη διατήρηση της βιολογικής ισορροπίας,
– Διαπιστώνοντας τη σπανιότητα πολυάριθμων ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας και την απειλή αφανισμού η οποία βαρύνει ορισμένα από αυτά,
– Εχοντας συνείδηση ότι η διατήρηση των φυσικών οικοτόπων είναι ένα από τα ουσιώδη στοιχεία για τη προστασία και διαφύλαξη της άγριας χλωρίδας και πανίδας,
– Αναγνωρίζοντας ότι οι Κυβερνήσεις θα ήταν σκόπιμο να λάβουν υπόψη τους τη διατήρηση της άγριας χλωρίδας και πανίδας κατά τον καθορισμό των στόχων και των εθνικών προγραμμάτων τους και ότι μια διεθνής συνεργασία θα ήταν σκόπιμο να ληφθεί για τη διατήρηση ιδίως των αποδημητικών ειδών,
– Εχοντας σοβαρώς συνείδηση των αιτήσεων ανάληψης κοινής δράσης των προερχόμενων από Κυβερνήσεις ή Οργανισμούς διεθνούς δικαίου,ιδίως των αιτήσεων που εκφράστηκαν από τη Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά τη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον του 1972,
– Επιθυμώντας ιδίως να ακολουθήσουν στον τομέα της διατήρησης της άγριας ζωής τις συστάσεις της υπ` αριθμόν 2 Απόφασης της Δεύτερης Ευρωπαικής Υπουργικής Διάσκεψης για το Περιβάλλον,
Συμφώνησαν τα ακόλουθα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Άρθρο 1
Γενικές διατάξεις
1. Σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι η εξασφάλιση της διατήρησης της άγριας χλωρίδας και πανίδας και των φυσικών αυτών οικοτόπων,ιδίως των ειδών και των οικοτόπων εκείνων για τη διατήρηση των οποίων απαιτείται συνεργασία μεταξύ περισσότερων Κρατών καθώς και η προώθηση της συνεργασίας αυτής.
2. Ιδιαίτερη προσοχή αποδίδεται στα είδη εκείνα, συμπεριλαμβανομένων και των αποδημητικών, τα οποία απειλούνται δι`αφανισμού ή είναι ευπαθή.
Άρθρο 2
Τα συμβαλλόμενα Μέρη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διατηρήσουν ή να προσαρμόσουν τον πληθυσμό της άγριας χλωρίδας και πανίδας σε επίπεδο ανταποκρινόμενο ιδίως στις οικολογικές,επιστημονικές και πολιτιστικές απαιτήσεις, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως υπόψη τις οικονομικές και ψυχαγωγικές απαιτήσεις καθώς και τις ανάγκες των υποειδών,ποικιλιών ή τύπων οι οποίοι απειλούνται σε τοπικό επίπεδο. Άρθρο 3
1. Κάθε συμβαλλόμενο μέρος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή εθνικής πολιτικής διατήρησης της άγριας χλωρίδας και πανίδας και των φυσικών οικοτόπων αυτών, δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στα είδη που απειλούνται με αφανισμό ή που βρίσκονται σε κίνδυνο κυρίως δε στα ενδημικά είδη και στους απειλούμενους οικοτόπους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης.
2. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη τη διατήρηση της άγριας χλωρίδας κατά τη χάραξη της χωροταξικής και αναπτυξιακής πολιτικής αυτού καθώς και κατά τη λήψη των μέτρων καταπολέμησης της ρύπανσης. 3. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος ενθαρρύνει την εκπαίδευση και τη διάδοση γενικών πληροφοριών περί της ανάγκης διατήρησης των ειδών άγριας χλωρίδας και πανίδας και των οικοτόπων αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 4
Προστασία οικοτόπων
1. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα και απαραίτητα νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα για την προστασία των οικοτόπων των άγριων ειδών χλωρίσας και πανίδας, ιδίως των απαριθμουμένων στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ και για τη διαφύλαξη των φυσικών οικοτόπων οι οποίοι κινδυνεύουν να εξαφανισθούν.
2. Τα συμβαλλόμενα Μέρη λαμβάνουν υπόψη, κατά τη χάραξη της χωροταξικής και αναπτυξιακής τους πολιτικής,τις ανάγκες διατήρησης των προστατευόμενων ζωνών των αναφερόμενων στην προηγούμενη παράγραφο, ώστε να αποφευχθεί ή να μειωθεί όσο το δυνατό περισσότερο κάθε υποβάθμιση τοιούτων ζωνών.
3. Τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να στρέψουν ιδιαίτερα την προσοχή τους στην προστασία των ζωνών που έχουν σημασία για τα αποδημητικά είδη τα απαριθμούμενα στα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ και οι οποίες έχουν κατάλληλη θέση σε σχέση προς τις διόδους αποδημίας, ως περιοχές διαχείμασης, συγκέντρωσης διατροφής, αναπαραγωγής ή έκδυσης.
4. Τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συντονίσουν, όσο τούτο είναι αναγκαίο, τις προσπάθειές τους για να προστατεύσουν τους φυσικούς οικοτόπους που αναφέρονται στο άρθρο αυτό όποτε βρίσκονται εκατέρωθεν συνόρων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Άρθρο 5
Διατήρηση ειδών
Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα και απαραίτητα νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την ειδική διατήρηση των ειδών άγριας πανίδας που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι. Θα απαγορεύονται η εκ προθέσεως συγκομιδή, συλλογή, κοπή ή εκρίζωση των αναφερομένων φυτών. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος απαγορεύτει, όσο είναι τούτο αναγκαίο, την κατοχή ή την εμπορία των ειδών αυτών.
Άρθρο 6
Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα και απαραίτητα νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα ώστε να εξασφαλίσει την ειδική διατήρηση των ειδών άγριας πανίδας που απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙ. Θα απαγορεύονται για τα είδη αυτά ιδίως:
α) Ολοι οι τρόποι εκ προθέσεως σύλληψης, κατοχής ή θανάτωσης.
β) Η εκ προθέσεως υποβάθμιση ή καταστροφή των τόπων αναπαραγωγής ή των περιοχών αναπαύσεως.
γ) Η εκ προθέσεως διατάραξη της άγριας πανίδας,ιδίως κατά την περίοδο αναπαραγωγής, εξάρτησης ή διαχείμασης στο μέτρο που η διατάραξη θα μπορούσε να έχει σημαντικό αποτέλεσμα λαμβανομένων υπόψη των στόχων της παρούσας Σύμβασης.
δ) Η εκ προθέσεως καταστροφή ή συλλογή ωών εκ του φυσικού περιβάλλοντος ή η κατοχή των έστω και κενών,
ε) Η κατοχή και το εσωτερικό εμπόριο των ζώων αυτών, ζώντων ή νεκρών,συμπεριλαμβανομένων των ταριχευμένων ζώων, καθώς και η κατοχή ή εσωτερικό εμπόριο οιουδήποτε τμήματος ή προιόντος, ευκόλως διακρινομένων, προερχομένων εκ του ζώου, οσάκις το μέτρο τούτο συμβάλλει στην αποτελεσματικότητα των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 7
1. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος λαμβάνει τα κατάλληλα και απαραίτητα νομοθετικά και κανονιστικά μέτρα για την προστασία των ειδών της άγριας πανίδας τα οποία απαριθμούνται στο Παράρτημα ΙΙΙ.
2. Οποιαδήποτε εκμετάλλευση των ειδών άγριας πανίδας των απαριθμουμένων στο Παράρτημα ΙΙΙ οργανώνεται κατά τρόπο διασφαλίζοντα τη διατήρηση των πληθυσμών αυτών, εκτός κινδύνου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων του άρθρου 2.
3. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως:
α) Τον καθορισμό περιόδων απαγόρευσης ή και άλλα κανονιστικά της εκμετάλλευσης μέτρα,
β) Την προσωρινή ή τοπική απαγόρευση, εκμετάλλευση, εάν τούτο είναι αναγκαίο, ώστε να επιτραπεί στους υπάρχοντες πληθυσμούς να επανακτήσουν ένα ικανοποιητικό επίπεδο,
γ) Τη ρύθμιση, εάν είναι αναγκαίο, της πώλησης, της κατοχής, της μεταφοράς ή της προσφοράς προς πώληση άγριων ζώων, ζώντων ή νεκρών.
Άρθρο 8
Προκειμένου περί της σύλληψης η της θανάτωσης των ειδών άγριας πανίδας των απαριθμουμένων στο Παράρτημα ΙΙΙ, και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες γίνονται παρεκκλίσεις του άρθρου 9 εν σχέσει προς τα είδη τα απαριθμούμενα στο Παράρτημα ΙΙ, τα συμβαλλόμενα Μέρη απαγορεύουν τη χρήση οποιουδήποτε μη επιλεκτικού μέσου σύλληψης ή θανάτωσης καθώς και μέσων τα οποία ενδέχεται να προκαλέσουν την τοπική εξαφάνιση ή να διαταράξουν σοβαρά την ησυχία των πληθυσμών ενός είδους, ειδικότερα δε των μέσων των απαριθμουμένων στο Παράρτημα IV.
Άρθρο 9
1. Με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει άλλη ικανοποιητική λύση και εφόσον η παρέκκλιση δεν βλάπτει την επιβίωση του συγκεκριμένου πληθυσμού, κάθε συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να παρεκκλίνει των διατάξεων των άρθρων 4,5,6,7 και της απαγόρευσης χρησιμοποίησης των μέσων των αναφερομένων στο άρθρο 8: – για το σκοπό της διατήρησης της χλωρίδας και της πανίδας, – για την πρόληψη σημαντικών ζημιών στην καλλιέργεια, την κτηνοτροφία, τα δάση, την αλιεία, τα ύδατα και σε άλλες μορφές ιδιοκτησίας, – για το συμφέρον της δημόσιας υγείας και ασφάλειας, της ασφάλειας της αεροπλοίας ή άλλων πρωταρχικών δημοσίων συμφερόντων, – για το σκοπό έρευνας και εκπαίδευσης, επανεγκατάστασης πληθυσμού, επανεισαγωγής και εκτροφής, – για να επιτρέπεται, με αυστηρές ελεγχόμενες προυποθέσεις, σε επιλεκτική βάση και εντός ορισμένου μέτρου η σύλληψη, η κατοχή η οποιαδήποτε άλλη ορθολογική εκμετάλλευση ορισμένων άγριων ζώων και φυτών σε μικρές ποσότητες.
2. Τα συμβαλλόμενα Μέρη υποβάλλουν στη Διαρκή Επιτροπή έκθεση ανά διετία επί των παρεκκλίσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου. Οι εκθέσεις αυτές πρέπει να αναφέρουν: – τους πληθυσμούς οι οποίοι αποτελούν ή απετέλεσαν αντικείμενο παρεκκλίσεων και εάν είναι δυνατό, τον αριθμόν των εμπλεκόμενων δειγμάτων, – τα επιτρεπόμενα μέσα θανάτωσης ή σύλληψης, – τις συνθήκες κινδύνου, τις τοπικές και χρονικές περιστάσεις υπό τας οποίας αι παρεκκλίσεις αυτές εφαρμόζονται, – την αρχή η οποία είναι αρμόδια να πιστοποιήσει ότι οι συνθήκες αυτές πραγματοποιήθηκαν και να αποφασίζει ως προς τα μέσα τα οποία είναι δυνατό να εφαρμοστούν, ως προς τα όρια τους και ως προς τα πρόσωπα τα επιφορτισμένα με την εκτέλεση, – τους πραγματοποιηθέντες ελέγχους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Άρθρο 10
Ειδικές διατάξεις σχετικές προς τα αποδημητικά είδη
1. Επιπλέον των μέτρων των υποδεικνυομένων στα άρθρα 4,6,7 και 8 τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συντονίσουν τις προσπάθειές τους για τη διατήρηση των αποδημητικών ειδών της των απαριθμουμένων στα Παραρτήματα ΙΙ και ΙΙΙ και των οποίων η γεωγραφική κατανομή εκτείνεται στο έδαφός τους.
2. Τα συμβαλλόμενα Μέρη λαμβάνουν μέτρα ώστε να είναι βέβαιο ότι οι περίοδοι απαγόρευσης ή και άλλα κανονιστικά της εκμετάλλευσης μέτρα ληφθέντα δυνάμει της παραγράφου 3α του άρθρου 7, ανταποκρίνονται ακριβώς στις ανάγκες των αποδημητικών ειδών των απαριθμουμένων στο Παράρτημα ΙΙΙ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Άρθρο 11
Συμπληρωματικές διατάξεις
1. Κατά την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας Συμβάσεως τα συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση όπως:
α) να συνεργάζονται όταν θα είναι τούτο χρήσιμο, ιδίως όταν η συνεργασία αυτή θα μπορούσε να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των μέτρων των ληφθέντων σύμφωνα προς τα λοιπά άρθρα της παρούσας Συμβάσεως,
β) να ενθαρρύνουν και συντονίζουν τις ερευνητικές εργασίες οι οποίες έχουν σχέση με τους στόχους της παρούσας Συμβάσεως.
2. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση όπως:
α) να ενθαρρύνει την επανεισαγωγή ιθαγενών ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας εφόσον το μέτρο αυτό θα μπορούσε να συμβάλει στη διατήρηση ενός είδους απειλούμενου με αφανισμό, με την προϋπόθεση ότι θα πραγματοποιήσει προηγουμένως και υπό το φως της εμπειρίας άλλων συμβαλλόμενων Μερών, μελέτη προς διερεύνηση του κατά ποσόν μια τέτοια επανεισαγωγή θα ήταν αποτελεσματική και αποδεκτή,
β) να ελέγχει αυστηρά την εισαγωγή ειδών μη ιθαγενών.
3. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος γνωστοποιεί στην Διαρκή Επιτροπή τα είδη τα οποία στο έδαφος του απολαύουν πλήρους προστασίας και τα οποία δεν περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα Ι και ΙΙ.
Άρθρο 12
Τα συμβαλλόμενα Μέρη μπορούν να θεσπίσουν μέτρα αυστηρότερα από τα προβλεπόμενα στην παρούσα Σύμβαση για τη διατήρηση της άγριας χλωρίδας και πανίδας και των φυσικών οικοτόπων αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Άρθρο 13
Διαρκής Επιτροπή
1. Ιδρύεται Διαρκής Επιτροπή για τις ανάγκες της παρούσας Σύμβασης.
2. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να εκπροσωπείται στην Διαρκή Επιτροπή με έναν ή περισσότερους εκπροσώπους. Κάθε αντιπροσωπεία διαθέτει μια ψήφο. Η Ευρωπαική Οικονομική Κοινότητα, στους τομείς τους αναγόμενους στις αρμοδιότητες της, διαθέτει τόσες ψήφους όσα είναι και τα Κράτη – Μέλη αυτής τα οποία είναι συμβαλλόμενα Μέρη στην παρούσα Σύμβαση. Η Ευρωπαική Οικονομική Κοινότητα δεν ασκεί το δικαίωμα ψήφου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ενδιαφερόμενα Κράτη – Μέλη ασκούν το δικό τους και αντίστροφα.
3. Κάθε Κράτος – Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο Μέρος στην παρούσα Σύμβαση μπορεί να αντιπροσωπευθεί στην Διαρκή Επιτροπή με έναν παρατηρητή.
Η Επιτροπή μπορεί, ομόφωνα, να καλέσει κάθε κράτος μη μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης το οποίο δεν είναι συμβαλλόμενο Μέρος στην παρούσα Σύμβαση, να εκπροσωπηθεί με έναν παρατηρητή σε μια των συνεδριάσεών της.
Κάθε οργανισμός ή οργάνωση τεχνικώς καταρτισμένη στον τομέα της προστασίας της διατήρησης η της διαχείρισης της άγριας χλωρίδας και πανίδας και των φυσικών οικοτόπων των, και υπαγόμενη σε μια των κατωτέρω κατηγοριών.
α) οργανισμοί, ή οργανώσεις διεθνείς, είτε κυβερνητικοί είτε μη κυβερνητικοί ή οργανισμοί ή οργανώσεις εθνικοί κυβερνητικοί,
β) οργανισμοί ή οργανώσεις εθνικοί μη κυβερνητικοί οι οποίοι είναι αναγνωρισμένοι από το Κράτος στο οποίο είναι εγκαταστημένοι, μπορούν να ενημερώνουν το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, τρεις μήνες τουλάχιστον πριν από τη συνεδρίαση της Επιτροπής σχετικά με πρόθεσή τους να εκπροσωπηθούν στη συνεδρίαση αυτή από παρατηρητές. Γίνονται δεκτοί εκτός εάν, έναν τουλάχιστον μήνα προ της συνεδριάσεως, το ένα τρίτο των συμβαλλόμενων Μερών ειδοποιήσει το Γενικό Γραμματέα ότι αντιτίθενται.
4. Η Διαρκής Επιτροπή συγκαλείται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η πρώτη συνεδρίαση αυτής πραγματοποιείται εντός προθεσμίας ενός έτους υπολογιζομένης από της ημέρας θέσεως σε ισχύ της Σύμβασης. Συνέρχεται εν συνεχεία τουλάχιστον ανά διετία και εν πάση περίπτωση οσάκις το ζητήσει η πλειοψηφία των συμβαλλόμενων Μερών.
5. Η πλειοψηφία των συμβαλλόμενων Μερών αποτελεί την αναγκαία απαρτία για την πραγματοποίηση μιας συνεδρίασης της Διαρκούς Επιτροπής. 6. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρούσας Σύμβασης, η Διαρκής Επιτροπή καταρτίζει τον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας της.
Άρθρο 14
1. Η Διαρκής Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με την παρακολούθηση της εφαρμογής της παρούσας Σύμβασης. Μπορεί ειδικότερα. – να αναθεωρεί διαρκώς τις διατάξεις της παρούσας Σύμβασης περιλαμβανομένων και των Παραρτημάτων και να εξετάζει τις τροποποιήσεις που δυνατό να είναι αναγκαίες, – να απευθύνει συστάσεις προς τα συμβαλλόμενα Μέρη περί των ληπτέων μέτρων για την ενεργοποίηση της παρούσας Σύμβασης, – να συνιστά τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλιση της ενημέρωσης του κοινού επί των έργων των αναληφθέντων εντός του πλαισίου της παρούσας Σύμβασης, – να απευθύνει συστάσεις προς το Συμβούλιο των Υπουργών σχετικά με την πρόσκληση Κρατών μη μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης όπως προσχωρήσουν στην παρούσα Σύμβαση – να κάνει οποιαδήποτε πρόταση τείνουσα στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της παρούσας Σύμβασης και αναφερόμενη κυρίως στη σύναψη, μετ` άλλων Κρατών, τα οποία δεν είναι συμβαλλόμενα Μέρη στη Σύμβαση συμφωνιών ικανών να καταστήσουν πλέον αποτελεσματική την διατήρηση ειδών ή ομάδων ειδών.
2. Η Διαρκής Επιτροπή μπορεί για την πραγμάτωση της αποστολής της,να προβλέπει με πρωτοβουλία της συναντήσεις ομάδων εμπειρογνωμόνων.
Άρθρο 15
Μετά από κάθε συνάντησή της η Διαρκής Επιτροπή διαβιβάζει στο Συμβούλιο των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης έκθεση επί των εργασιών της και επί της λειτουργίας της Σύμβασης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Άρθρο 16
Τροποποιήσεις
1. Οποιαδήποτε τροποποίηση στα άρθρα της παρούσας Σύμβασης προταθείσα από συμβαλλόμενο Κράτος ή από την Επιτροπή Υπουργών κοινοποιείται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και διαβιβάζεται επιμελεία αυτού δύο τουλάχιστον μήνες πριν από την συνέλευση της Διαρκούς Επιτροπής στα Κράτη – Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε κάθε υπογράφοντα, σε κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, σε κάθε Κράτος κληθέν όπως υπογράψει την παρούσα Σύμβαση σύμφωνα προς τις διατάξεις του άρθρου 19 και σε κάθε Κράτος κληθέν όπως προσχωρήσει σ` αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
2. Κάθε τροποποίηση προταθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου εξετάζεται από τη Διαρκή Επιτροπή η οποία:
α) προκειμένου περί των τροποποιήσεων των άρθρων 1 έως 12, υποβάλλει το κείμενο το γενόμενο αποδεκτό από την πλειοψηφία τριών τετάρτων των ψηφισάντων μελών προς αποδοχή από τα συμβαλλόμενα Μέρη.
β) προκειμένου περί των τροποποιήσεων των άρθρων 13 έως 24, υποβάλλει το κείμενο το γενόμενο αποδεκτό από την πλεοψηφία τριών τετάρτων των ψηφισάντων μελών προς έγκριση από την Επιτροπή των Υπουργών. Το κείμενο τούτο κοινοποιείται μετά την έγκρισή του στα συμβαλλόμενα Μέρη προς αποδοχή.
3. Κάθε τροποποίηση τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ανακοίνωση όλων των συμβαλλόμενων Μερών προς τον Γενικό Γραμματέα ότι την αποδέχθησαν.
4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2α και 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για την υιοθέτηση νέων παραρτημάτων στην παρούσα Σύμβαση.
Άρθρο 17
1. Κάθε τροποποίηση στα Παραρτήματα της παρούσας Σύμβασης, προταθείσα υφ` ενός συμβαλλόμενου Μέρους ή υπό της Επιτροπής των Υπουργών, κοινοποιείται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης και επιμελεία του διαβιβάζεται, δύο τουλάχιστο μήνες προ της συνόδου της Διαρκούς Επιτροπής, προς τα Κράτη – Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, προς πάντα υπογράφοντα, σε κάθε συμβαλλόμενο Μέρος και σε κάθε Κράτος κληθέν όπως υπογράψει την παρούσα Σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20.
2. Κάθε τροποποίηση προταθείσα σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εξετάζεται από την Διαρκή Επιτροπή η οποία μπορεί να την αποδεχθεί κατά πλειοψηφία δύο τρίτων των συμβαλλόμενων Μερών. Το γενόμενο αποδεκτό κείμενο κοινοποιείται στα συμβαλλόμενα Μέρη.
3. Κάθε τροποποίηση τίθεται σε ισχύ, έναντι των συμβαλλόμενων Μερών τα οποία δεν διετύπωσαν αντιρρήσεις, μετά πάροδο τριών μηνών από την αποδοχή της εκ μέρους της Διαρκούς Επιτροπής και εφόσον το ένα τρίτο των συμβαλλόμενων Μερών δεν έχει διατυπώσει αντιρρήσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Άρθρο 18
Διευθέτηση διαφορών
1. Η Διαρκής Επιτροπή διευκολύνει όσο είναι αναγκαίο, τη φιλική διευθέτηση δυσχέρειας η οποία θα ήταν δυνατό να προκύψει από την εκτέλεση της Σύμβασης.
2. Οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ συμβαλλόμενων Μερών σχετική με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης η οποία δεν διευθετήθηκε επί τη βάσει των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ή μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαφωνούντων μερών, εκτός αντίθετης συμφωνίας αυτών, υποβάλλεται σε διαιτησία, κατόπιν αιτήσεως ενός των Μερών. Εκαστο μέρος διορίζει διαιτητή και οι δύο διαιτητές ορίζουν τρίτο διαιτητή. Εάν, επιφυλασσομένων των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, το ένα των μερών δεν έχει διορίσει διαιτητή εντός προθεσμίας τριών μηνών από της αιτήσεως περί διαιτησίας ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προβαίνει μετά από αίτηση του άλλου Μέρους σε διορισμό διαιτητή εντός νέας προθεσμίας τριών μηνών. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και στην περίπτωση κατά την οποία οι δύο διαιτητές δεν μπορούν να συμφωνήσουν στην εκλογή του τρίτου διαιτητή εντός προθεσμίας τριών μηνών υπολογιζομένης από το διορισμό των δύο πρώτων διαιτητών.
3. Σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ δύο συμβαλλόμενων Μερών εκ των οποίων το ένα είναι Κράτος – Μέλος της Ευρωπαικής Οικονομικής Κοινότητας , συμβαλλόμενου Μέρους και αυτής , το έτερο συμβαλλόμενο Μέρος απευθύνει την αίτηση περί διαιτησίας ταυτοχρόνως προς το Κράτος – Μέλος και προς την Κοινότητα, οι οποίοι του γνωστοποιούν από κοινού, εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη λήψη της αιτήσεως, εάν το Κράτος – Μέλος ή η Κοινότης, ή το Κράτος – Μέλος και η Κοινότης ομού μετέχουν ως Μέρη στη διαφορά. Ελλείψει τοιαύτης γνωστοποιήσεως εντός της ειρημένης προθεσμίας, το Κράτος – Μέλος και η Κοινότης θεωρούνται ως ένα και το αυτό μέρος στη διαφορά για την εφαρμογή των διατάξεων , που διέπουν τη συγκρότηση και τη διαδικασία του διαιτητικού δικαστηρίου. Το αυτό ισχύει και οσάκις το Κράτος – Μέλος και η Κοινότης μετέχουν από κοινού ως Μέρος στη διαφορά.
4. Το διαιτητικό δικαστήριο συντάσσει ίδιους κανόνες εσωτερικής διαδικασίας. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία. Η απόφαση αυτού είναι οριστική και υποχρεωτική.
5. Εκαστο μέρος στη διαφορά επιβαρύνεται με τα έξοδα του διαιτητή του υπ` αυτού διορισθέντος και τα Μέρη επιβαρύνονται, εξ ίσου, με τα έξοδα του τρίτου διαιτητή καθώς και με τις υπόλοιπες δαπάνες που προκύπτουν από τη διαιτησία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Άρθρο 19
Τελικές διατάξεις
1. Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή προς υπογραφή έναντι των Κρατών – Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και των Κρατών μη Μελών τα οποία συμμετείχαν στην κατάρτιση αυτής καθώς και έναντι της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας.
Μέχρι την ημερομηνία της ισχύος της, η Σύμβαση είναι επίσης ανοικτή προς υπογραφή έναντι παντός άλλου Κράτους κληθέντος από την Επιτροπή των Υπουργών να την υπογράψει.
Η Σύμβαση θα υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Οι πράξεις κύρωσης αποδοχής ή έγκρισης θα κατατίθενται στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. Η Σύμβαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα ο οποίος ακολουθεί την εκπνοή μιας περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία πέντε Κράτη, εκ των οποίων τα τέσσερα τουλάχιστον μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα έχουν δηλώσει ότι συγκατατίθενται να δεσμεύονται από τη Σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Η Σύμβαση αρχίζει να ισχύει έναντι οποιουδήποτε υπογράφοντος Κράτους ή έναντι της Ευρωπαικής Οικονομικής Κοινότητας, που δήλωσαν μεταγενέστερα ότι επιθυμούν να δεσμεύονται εξ` αυτής την πρώτη ημέρα του μήνα ο οποίος ακολουθεί την εκπνοή μιας περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης κύρωσης αποδοχής ή έγκρισης.
Άρθρο 20
1. Μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας Σύμβασης, η Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί κατόπιν συνεννοήσεως μετά των συμβαλλόμενων Μερών, να καλέσει να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση κάθε Κράτος μη Μέλος του Συμβουλίου το οποίον κληθέν να την υπογράψει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, δεν έχει ακόμη υπογράψει καθώς επίσης και κάθε Κράτος μη Μέλος.
2. Εναντι κάθε προσχωρούντος Κράτους η Σύμβαση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα ο οποίος ακολουθεί την εκπνοή μιας περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατάθεσης της πράξης προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Άρθρο 21
1. Κάθε Κράτος μπορεί κατά την υπογραφή ή την κατάθεση της πράξης κύρωσης αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, να καθορίσει το ή τα εδάφη επί των οποίων θα εφαρμόζεται η παρούσα Σύμβαση.
2. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, κατά την κατάθεση της πράξης κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, ή σε κάθε άλλη στιγμή μεταγενέστερα να επεκτείνει την εφαμογή της παρούσας Σύμβασης, με δήλωσή του απευθυνόμενη προς το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, εφ` οιουδήποτε άλλου εδάφους οριζομένου στη δήλωση επί του οποίου ασκεί αρμοδιότητα διεθνών σχέσεων ή για λογαριασμό του οποίου έχει την εξουσία να ενεργεί.
Κάθε δήλωση γενόμενη δυνάμει της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατό να ανακληθεί, όσον αφορά σε οποιοδήποτε έδαφος καθοριζόμενο στη δήλωση αυτή με γνωστοποίηση απευθυνόμενη προς τον Γενικόν Γραμματέα. Η ανάκληση αρχίζει να ισχύει την πρώτη ημέρα του μήνα ο οποίος ακολουθεί την εκπνοή μιας περιόδου έξη μηνών μετά την ημερομηνία λήψεως της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 22
1. Κάθε Κράτος μπορεί, κατά την υπογραφή ή την κατάθεση της πράξης κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης, ή προσχώρησης να διατυπώσει μια ή περισσότερες επιφυλάξεις ως προς ορισμένα είδη απαριθμούμενα στα Παραρτήματα Ι ως και ΙΙ ή για ορισμένα εκ των ειδών των κατονομαζομένων στην ή στις επιφυλάξεις όσον αφορά σε μέσα ή μεθόδους θήρας και άλλες μορφές εκμετάλλευσης αναφερόμενες στο Παράρτημα IV. Επιφυλάξεις γενικού χαρακτήρα δεν γίνονται δεκτές.
2. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης επί εδάφους καθοριζομένου στη δήλωση την προβλεπόμενη στην παράγραφο 2 του άρθρου 21 μπορεί, για το συγκεκριμένο έδαφος, να διατυπώσει μια ή περισσότερες επιφυλάξεις σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
3. Ουδεμία άλλη επιφύλαξη γίνεται δεκτή.
4. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο διατύπωσε επιφύλαξη δυνάμει των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου μπορεί να την ανακαλέσει ενόλω η εν μέρει απευθύνοντας γνωστοποίηση στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ανάκληση αρχίζει να ισχύει κατά την ημερομηνία λήψης της γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 23
1. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, οποτεδήποτε, να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση απευθύνοντας γνωστοποίηση στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. 2. Η καταγγελία παράγει τα έννομα αυτής αποτελέσματα την πρώτη ημέρα του μήνα ο οποίος ακολουθεί την εκπνοή μιάς περιόδου έξη μηνών μετά τη λήψη γνωστοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.
Άρθρο 24
Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα κοινοποιεί στα Κράτη – Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης σε κάθε υπογράφον Κράτος, στην Ευρωπαική Οικονομική Κοινότητα υπογράφουσα την παρούσα Σύμβαση και σε κάθε συμβαλλόμενο Μέρος:
α) Κάθε υπογραφή,
β) Την κατάθεση κάθε πράξης κύρωσης αποδοχής,έγκρισης ή προσχώρησης,
γ) Κάθε ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα προς τα άρθρα 19 και 20 αυτής,
δ) Κάθε πληροφορία κοινοποιούμενη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 13,
ε) Κάθε έκθεση συντασσόμενη κατ` εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15,
στ) Κάθε τροποποίηση ή κάθε νέο παράρτημα υιοθετηθέν σύμφωνα προς τα άρθρα 16 και 17 καθώς και την ημερομηνία κατά την οποία η τροποποίηση ή το νέο παράρτημα αρχίζουν να ισχύουν,
ζ) Κάθε δήλωση γενόμενη δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 21.
η) Κάθε επιφύλαξη διατυπωθείσα δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 22,
θ) Την ανάκληση κάθε επιφύλαξης γενόμενη δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 22,
ι) Κάθε γνωστοποίηση γενόμενη δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23 και την ημερομηνία κατά την οποία η καταγγελία αρχίζει να ισχύει.
Σε περίπτωση των ανωτέρω οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Εγινε στη Βέρνη, στις 19 Σεπτεμβρίου 1979, στη γαλλική και αγγλική γλώσσα των δύο κειμένων εχόντων την αυτή τυπική ισχύ, σε ένα αντίτυπο, το οποίο θα είναι κατατεθειμένο στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης κοινοποιεί ακριβές αντίγραφο σε κάθε Κράτος – Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, σε κάθε Κράτος – Μέλος και στην Ευρωπαική Οικονομική Κοινότητα, καθώς και σε κάθε Κράτος, κληθέν να υπογράψει την παρούσα Σύμβαση η να προσχωρήσει σ` αυτή.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 12 Μαρτίου 1983

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ