Νόμος 1325 ΦΕΚ Α΄ 16/27.1.1983
Κύρωση της Σύμβασης για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης που συνομολογήθηκε στη Χάγη στις 5 Οκτωβρίου 1961.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον

Άρθρο πρώτο
Κυρώνεται και έχει την ισχύ που ορίζει η παράγραφος 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος η Σύμβαση για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης που συνομολογήθηκε στη Χάγη στις 5 Οκτωβρίου 1961 της οποίας το κείμενο στα δύο πρωτότυπα στη Γαλλική και στην Αγγλική γλώσσα και σε μετάφραση στην Ελληνική έχει ως εξής:
ΣΥΜΒΑΣΗ
Για τις συγκρούσεις νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης (συνομολογήθηκε την 5 Οκτωβρίου 1961).
Τα Κράτη που υπογράφουν την παρούσα Σύμβαση, επιθυμώντας να θεσπίσουν κοινούς κανόνες για τη λύση των συγκρούσεων νόμων που αφορούν τον τύπο διατάξεων διαθήκης, αποφάσισαν να συνάψουν Σύμβαση για το σκοπό αυτό και συμφώνησαν στις ακόλουθες διατάξεις :
Άρθρο 1
Διάταξη διαθήκης είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη με το εσωτερικό δίκαιο:
α) του τόπου όπου ο διαθέτης επιχείρησε τη διαθήκη, ή
β) μιας ιθαγένειας που είχε ο διαθέτης είτε κατά το χρόνο επιχειρήσεως της διαθήκης είτε κατά το χρόνο του θανάτου του, ή
γ) ενός τόπου όπου ο διαθέτης είχε την κατοικία του είτε κατά το χρόνο επιχειρήσεως της διαθήκης είτε κατά το χρόνο του θανάτου του, ή
δ) του τόπου όπου ο διαθέτης έχει τη συνήθη διαμονή του είτε κατά το χρόνο επιχειρήσεως της διαθήκης, είτε κατά το χρόνο του θανάτου του, ή
ε) προκειμένου για ακίνητα, της τοποθεσίας τους.
Για τους σκοπούς της Συμβάσεως, αν το δίκαιο της ιθαγένειας αποτελεί μη ενοποιημένο σύστημα, το εφαρμοστέο δίκαιο καθορίζεται από τους κανόνες που ισχύουν στο σύστημα αυτό και, αν δεν υπάρχουν τέτοιοι κανόνες, από το στενότερο δεσμό του διαθέτη με μια από τις νομοθεσίες που συγκροτούν αυτό το σύστημα.
Το ζήτημα αν ο διαθέτης είχε κατοικία σε ορισμένο τόπο διέπεται από το δίκαιο του τόπου αυτού.
Άρθρο 2
Το άρθρο 1 εφαρμόζεται και σε διατάξεις διαθήκης που ανακαλούν προγενέστερη διάταξη διαθήκης.
Η ανάκληση είναι επίσης έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι σύμφωνη με ένα από τα δίκαια κατά τις διατάξεις του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 1 η διάταξη διαθήκης που ανακλήθηκε είναι έγκυρη.
Άρθρο 3
Η παρούσα Σύμβαση δεν θίγει τωρινούς ή μελλοντικούς κανόνες των συμβαλλομένων Κρατών που αναγνωρίζουν ως έγκυρες διατάξεις διαθήκης οι οποίες έγιναν σύμφωνα με τον τύπο ενός δικαίου που δεν προβλέπεται από τα προηγούμενα άρθρα.
Άρθρο 4
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται και στον τύπο διατάξεων διαθήκης που έγιναν με την ίδια πράξη από δύο ή περισσότερα πρόσωπα.
Άρθρο 5
Για τους σκοπούς της παρούσας Συμβάσεως οι διατάξεις που περιορίζουν τους προβλεπομένους τύπους διαθήκης και αφορούν την ηλικία, την ιθαγένεια ή άλλες προσωπικές ιδιότητες του διαθέτη θεωρούνται ότι ανήκουν στο πεδίο του τύπου. Το ίδιο ισχύει και για τις ιδιότητες που πρέπει να έχουν οι απαιτούμενοι για το κύρος διαθήκης μάρτυρες.
Άρθρο 6
Η εφαρμογή των κανόνων συγκρούσεως που θεσπίζει η παρούσα Σύμβαση είναι ανεξάρτητη από κάθε όρο αμοιβαιότητας. Η Σύμβαση εφαρμόζεται ακόμη και αν η ιθαγένεια των ενδιαφερομένων ή το εφαρμοστέο κατά τις διατάξεις των προηγουμένων άρθρων δίκαιο δεν είναι η ιθαγένεια ή το δίκαιο ενός συμβαλλόμενου Κράτους.
Άρθρο 7
Η εφαρμογή ενός από τα δίκαια που ορίζονται ως εφαρμοστέα από την παρούσα Σύμβαση δεν μπορεί να αποκλεισθεί παρά μόνο αν είναι πρόδηλα ασυμβίβαστη με τη δημοσία τάξη.
Άρθρο 8
Η παρούσα Σύμβαση εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που ο διαθέτης αποβίωσε μετά την έναρξη της ισχύος της.
Άρθρο 9
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να επιφυλάξει το δικαίωμα, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 1 παράγραφος 3, να καθορίζει σύμφωνα με το δίκαιο του δικάζοντος δικαστή το τόπο που ο διαθέτης είχε την κατοικία του.
Άρθρο 10
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να επιφυλαχθεί να μην αναγνωρίζει τις διατάξεις διαθήκης που έγιναν με προφορικό τύπο από πρόσωπο που δεν έχει παρά μόνο την ιθαγένεια του Κράτους αυτού, εκτός από τις διατάξεις που έγιναν κάτω από έκτακτες συνθήκες.
Άρθρο 11
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να επιφυλαχθεί να μην αναγνωρίζει, με βάση σχετικές διατάξεις του δικαίου του, ορισμένους τύπους διαθήκης που έγιναν στην αλλοδαπή εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) η διάταξη διαθήκης είναι έγκυρη ως προς τον τύπο σύμφωνα μόνο με ένα δίκαιο που είναι αρμόδιο αποκλειστικά εξαιτίας του τόπου όπου ο διαθέτης επιχειρήσει τη διαθήκη.
β) ο διαθέτης είχε την ιθαγένεια του Κράτους που διατύπωσε την επιφύλαξη.
γ) ο διαθέτης είχε την κατοικία του ή τη συνήθη διαμονή του στο Κράτος αυτό και
δ) ο διαθέτης αποβίωσε σε κράτος άλλο από εκείνο που είχε επιχειρήσει τη διαθήκη.
Η επιφύλαξη αυτή δεν έχει αποτελέσματα παρά μόνο ως προς τα περιουσιακά στοιχεία που βρίσκονται στο Κράτος που τη διατύπωσε.
Άρθρο 12
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να επιφυλαχθεί να αποκλείσει την εφαρμογή της παρούσας Συμβάσεως στις ρήτρες της διαθήκης που σύμφωνα με το δίκαιό του δεν έχουν κληρονομικό χαρακτήρα.
Άρθρο 13
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί να επιφυλαχθεί κατά παρέκκλιση από το άρθρο 8, να μην εφαρμόζει την παρούσα Σύμβαση παρά μόνο σε διατάξεις διαθήκης που έγιναν μετά την έναρξη της ισχύος της.
Άρθρο 14
Η παρούσα Σύμβαση είναι ανοικτή για την υπογραφή από τα Κράτη που αντιπροσωπεύθηκαν στη Ένατη Σύνοδο της Συνδιασκέψεως της Χάγης ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.
Θα επικυρωθεί και τα έγγραφα επικυρώσεώς της θα κατατεθούν στο Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών.
Άρθρο 15
Η παρούσα Σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει την εξηκοστή ημέρα μετά την κατάθεση του τρίτου εγγράφου επικυρώσεως που προβλέπεται από το άρθρο 14 παράγραφος 2.
Η Σύμβαση θα ισχύσει, για κάθε υπογράφον Κράτος που θα την επικυρώσει μεταγενέστερα, την εξηκοστή ημέρα μετά την κατάθεση του εγγράφου επικυρώσεώς του.
Άρθρο 16
Κάθε Κράτος που δεν αντιπροσωπεύθηκε στην Ένατη Σύνοδο της Συνδιασκέψεως της Χάγης ιδιωτικού διεθνούς δικαίου μπορεί να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση, μετά την έναρξη της ισχύος της κατά το άρθρο 15 παράγραφος 1. Το έγγραφο προσχωρήσεως να κατατεθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών.
Για το Κράτος που προχωρεί η Σύμβαση θα αρχίσει να ισχύει την εξηκοστή ημέρα μετά την κατάθεση του εγγράφου προσχωρήσεώς του.
Άρθρο 17
Κάθε Κράτος κατά την υπογραφή, επικύρωση ή προσχώρηση μπορεί να δηλώσει ότι η παρούσα Σύμβαση θα επεκταθεί σε όλα τα εδάφη που εκπροσωπεί διεθνώς ή σ` ένα ή περισσότερα από αυτά. Η δήλωση αυτή αναπτύσσει τις συνέπειές της την ημέρα που η Σύμβαση αρχίζει να ισχύει για το Κράτος αυτό.
Στη συνέχεια, κάθε παρόμοια επέκταση θα γνωστοποιείται στο Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών.
Η Σύμβαση θα ισχύσει, ως προς τα εδάφη που αναφέρονται στη δήλωση επεκτάσεως, την εξηκοστή ημέρα μετά τη γνωστοποίηση που προβλέπεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 18
Κάθε Κράτος, το αργότερο κατά την επικύρωση ή την προσχώρηση, μπορεί να διατυπώσει μια ή περισσότερες από τις επιφυλάξεις που προβλέπονται στα άρθρα 9, 10, 11, 12 και 13 της παρούσας Συμβάσεως. Καμιά άλλη επιφύλαξη δεν θα γίνει δεκτή.
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί επίσης, κατά τη γνωστοποίηση επεκτάσεως της Συμβάσεως σύμφωνα με το άρθρο 17, να διατυπώσει μια ή περισσότερες από τις επιφυλάξεις αυτές με αποτέλεσμα περιορισμένο στα εδάφη που αναφέρονται στη δήλωση επεκτάσεως ή σε ορισμένα από αυτά.
Κάθε συμβαλλόμενο Κράτος μπορεί, οποτεδήποτε, να ανακαλέσει επιφύλαξη που έχει διατυπώσει. Η ανάκληση θα γνωστοποιηθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών. Η ενέργεια της επιφυλάξεως θα παύσει την εξηκοστή ημέρα μετά τη γνωστοποίηση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο.
Άρθρο 19
Η παρούσα Σύμβαση θα έχει διάρκεια πέντε ετών από την ημερομηνία που θα αρχίσει να ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1, ακόμη και για τα Κράτη που θα την έχουν επικυρώσει ή θα έχουν προσχωρήσει σ` αυτήν μεταγενέστερα.
Η Σύμβαση θα ανανεώνεται σιωπηρά κάθε πέντε έτη, εκτός αν καταγγελθεί.
Η καταγγελία θα γνωστοποιηθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών τουλάχιστο έξι μήνες πριν εκπνεύσει η προθεσμία των πέντε ετών.
Μπορεί να περιορισθεί σε ορισμένα από τα εδάφη στα οποία εφαρμόζεται η Σύμβαση.
Η καταγγελία δεν θα ισχύει παρά μόνο ως προς το Κράτος που την έχει γνωστοποιήσει. Η Σύμβαση θα παραμείνει σε ισχύ για τα άλλα συμβαλλόμενα Κράτη.
Άρθρο 20
Το Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών θα γνωστοποιήσει στα Κράτη που προβλέπονται, στο άρθρο 14, καθώς και στα Κράτη που θα προσχωρήσουν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16:
α) τις υπογραφές και επικυρώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 14,
β) την ημερομηνία που θα αρχίσει να ισχύει η παρούσα Σύμβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 παράγραφος 1,
γ) τις προσχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 16 και την ημερομηνία από την οποία θα ισχύσουν,
δ) τις δηλώσεις επεκτάσεως που προβλέπονται στο άρθρο 17 και την ημερομηνία από την οποία θα ισχύσουν,
ε) τις επιφυλάξεις και ανακλήσεις επιφυλάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 18.
στ) τις καταγγελίες που προβλέπονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3.
Σε πίστη των ανωτέρω, οι υπογραφόμενοι, δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.
Έγινε στη Χάγη, την 5η Οκτωβρίου 1961 σ` ένα μόνο αντίτυπο στη γαλλική και αγγλική. Σε περίπτωση διαφοράς των δύο κειμένων υπερισχύει το γαλλικό. Το αντίτυπο αυτό θα κατατεθεί στα αρχεία της Κυβερνήσεως των Κάτω Χωρών και ένα κυρωμένο αντίγραφό του θα διαβιβασθεί δια της διπλωματικής οδού σε καθένα από τα Κράτη που αντιπροσωπεύθηκαν στην Ένατη Σύνοδο της Συνδιασκέψεως της Χάγης ιδιωτικού διεθνούς δικαίου.

Άρθρο δεύτερο
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 1983

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ