Νόμος 1256 ΦΕΚ Α΄65/31.5.1982
Για την πολυθεσία, την πολυαπασχόληση και την καθιέρωση ανωτάτου ορίου απολαβών στο δημόσιο τομέα καθώς για το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Νομικό Συμβούλιο του κράτους και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον.

Άρθρο 1
Πολυθεσία

1.Απαγορεύεται στους λειτουργούς ή υπαλλήλους έμμισθους και άμισθους πολιτικούς και στρατιωτικούς ή μισθωτούς που απασχολούνται στο Δημόσιο και τα Κρατικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου του άρθρου 9 του Ν 1232/1982 για την “επαναφορά σε ισχύ τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις” και, άσχετα από τη φύση της σχέσεως που τους συνδέει με το Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο, να διορισθούν ή προσληφθούν και σε δεύτερη θέση ή απασχόληση στο δημόσιο τομέα αυτό, τόσο στην ημεδαπή, όσο και στην αλλοδαπή.

2. Ως δεύτερη θέση ή απασχόληση κατά την προηγούμενη παράγραφο δεν νοείται η συμμετοχή σε ειδικό διοικητικό δικαστήριο, ή συμβούλιο, ή επιτροπή ή ομάδα εργασίας, μόνιμης ή ευκαιριακής μορφής όταν η απασχόληση σ` αυτά δεν είναι πλήρης και έμμισθη.
Επίσης ως δεύτερη απασχόληση δεν νοείται η απασχόληση που δεν είναι κατά πλήρες ωράριο εργασίας, εφόσον η καταβαλλόμενη γι’ αυτή ακαθάριστη αμοιβή δεν υπερβαίνει το βασικό μισθό του 6ου βαθμού και το σύνολο των καθαρών τακτικών απολαβών και από τις δύο απασχολήσεις ή τη θέση και τη μερική απασχόληση δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του βασικού μισθού του 2ου βαθμού. Η πολλαπλή απασχόληση επιτρέπεται με τον περιορισμό ότι το σύνολο των καθαρών τακτικών απολαβών δεν μπορεί να υπερβαίνει το βασικό μισθό του 3ου βαθμού. Σε περίπτωση υπέρβασης του ορίου αυτού περικόπτεται το επιπλέον απ’ τις απολαβές της θέσης στο Δημόσιο και, αν και οι δύο θέσεις ή απασχολήσεις ανήκουν στο Δημόσιο, απ’ τη χρονικά δεύτερη θέση ή απασχόληση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 1400/1983, ΦΕΚ Α 156.

3. Η απαγόρευση ισχύει επίσης για:
α) τους αναπήρους μειωμένης οράσεως, ή τυφλούς για τους οποίους δεν συνυπολογίζεται το επίδομα ανικανότητας,
β) τους ιερείς, δασκάλους ή ιερείς καθηγητές που υπηρετούν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος,

γ) τους πολυτέκνους, και
δ) τους συνταξιούχους που θεμελίωσαν δικαίωμα συντάξεως βάσει υπηρεσίας τους σε θέση του κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου δημοσίου τομέα, εφ` όσον οι ακαθάριστες αποδοχές όλων των πιο πάνω κατηγοριών υπερβαίνουν το όριο των 3/5 των ακαθαρίστων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου.

Προκειμένου για τους πολύτεκνους που υπερβαίνουν το παραπάνω όριο, επιτρέπεται η κατοχή δεύτερης θέσης ή απασχόλησης με περιορισμό των ακαθάριστων αποδοχών τους μέχρι του ορίου αυτού. Για όσους έχουν από τρία μέχρι τέσσερα ανήλικα παιδιά το όριο του προηγούμενου εδαφίου αυξάνεται στα 3/5 και για όσους έχουν από πέντε ανήλικα παιδιά και πάνω αυξάνεται στα 4/5.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε του άρθρου31, 21 παρ. 3, Ν. 1400/1983 (ΦΕΚ Α 156).

4. Για τους κατά την παρ. 1 δημοσίου τομέα λειτουργούς ή υπαλλήλους ή μισθωτούς και συνταξιούχους, είναι δυνατός ο διορισμός ή η πρόσληψη σε δεύτερη θέση ή απασχόληση, όταν πρόκειται, για κύριο και βοηθητικό διδακτικό προσωπικό των ανωτέρων και ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων για εμπειρογνώμονες, ειδικούς επιστήμονες ή τεχνικούς και για τους κατά τα άρθρα 50 του Ν. 993/1979 και 8 του Ν. 1232/1982 ειδικούς συμβούλους και επιστημονικούς συνεργάτες και ειδικούς επιστήμονες της Προεδρίας της Δημοκρατίας του Ν. 161/1975 καθώς και για μετακλητούς ή με θητεία λειτουργούς του άρθρου 9 του ιδίου νόμου, εφ` όσον συντρέχουν οι ειδικοί όροι και ουσιαστικές προϋποθέσεις που θα καθορίζονται για κάθε κατηγορία ή για κάθε περίπτωση με κοινές αποφάσεις του Υπουργού προεδρίας Κυβερνήσεως, Οικονομικών και του οικείου Υπουργού. Οι αποφάσεις αυτές δημοσιευόμενες στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, θα ορίζουν ακόμα τα προσόντα κα το ποσοστό επί των αποδοχών της χρονικά δεύτερης θέσεως ή απασχολήσεως που θα δικαιούται να απολαμβάνει ο λειτουργός, υπάλληλος, μισθωτός ή συνταξιούχος που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί το όριο του άρθρου 6 του παρόντος.

5. Η παράβαση της θεσπιζόμενης με τις παρ. 1 και 3 του παρόντος άρθρου απαγορεύσεως διώκεται αυτεπάγγελτα ή κατόπιν καταγγελίας οποιουδήποτε πολίτη και τιμωρείται ποινικά σαν παράβαση καθήκοντος με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 5 του παρόντος και πειθαρχικά σύμφωνα με το ίδιο άρθρο.

6. Η αληθινή έννοια της παρ. 1 του άρθρου 9 του νόμου 1232/1982 για την “επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις” είναι ότι στο δημόσιο τομέα περιλαμβάνονται όλοι οι κρατικοί φορείς ανεξάρτητα από το καθεστώς δημοσίου ή ιδιωτικού ή μικτού δικαίου που τους διέπει ήτοι:
α) οι Κρατικές ή Δημόσιες υπηρεσίες, όπως εκπροσωπούνται από το νομικό πρόσωπο του Δημοσίου,
β) οι Κρατικοί ή Δημόσιοι Οργανισμοί σαν κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου,
Σχετικό: το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 1586/1986 (Α 37): “Η αληθινή έννοια της περίπτωσης β` της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 είναι ότι σ` αυτή περιλαμβάνονται και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης”.
γ) οι Κρατικές ή Δημόσιες και παραχωρηθείσες επιχειρήσεις όπως η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, η Ελληνική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση κλπ.
δ) Τα Κοινωφελή Ιδρύματα του Αστικού Κώδικα που περιήλθαν στο Δημόσιο και χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται απ` αυτό. “Και προκειμένου για τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών εφ` όσον το σύνολο των ακαθαρίστων απολαβών αυτών από έξοδα παράστασης ως μελών της Ακαδημίας, συντάξεις, μισθούς ενεργείας, υπερβαίνουν τις ακαθάριστες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου, όπως ορίζονται στο άρθρο 6 αρ. 1 αυτού το νόμου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 1320/1983 (ΦΕΚ Α 6).
ε) οι Τραπεζιτικές και άλλες ανώνυμες εταιρείες στις οποίες είτε τα κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις νομικά πρόσωπα έχουν το σύνολο ή την πλειοψηφία των μετοχών του εταιρικού κεφαλαίου είτε έχουν κρατικό προνόμιο ή κρατική επιχορήγηση, όπως η Τράπεζα Ελλάδος, η Αγροτική Τράπεζα, η Εθνική Τράπεζα, η Κτηματική Τράπεζα, η Εμπορική Τράπεζα, η Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως κ.α.
στ) τα κρατικά νομικά πρόσωπα που έχουν χαρακτηρισθεί από το νόμο ή τα δικαστήρια ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, όπως ο Οργανισμός Συγκοινωνιών Ελλάδος, ο Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός και που χρηματοδοτούνται ή επιχορηγούνται από οποιοδήποτε των προαναφερόμενων νομικών προσώπων.
ζ) Οι θυγατρικές ανώνυμες εταιρείες των πιο πάνω Νομικών Προσώπων των εδαφίων α` – στ` αυτής της παραγράφου που ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από αυτά.

Άρθρο 2
Δηλώσεις

1. Οι λειτουργοί ή υπάλληλοι ή μισθωτοί του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 του παρόντος που κατέχουν δεύτερη θέση ή έχουν και δεύτερη απασχόληση, οφείλουν το α` 15νθήμερο κάθε Ιανουαρίου και Ιουλίου να υποβάλλουν υπεύθυνη δήλωση “τύπου του Ν.Δ. 105/1969 περί ατομικής ευθύνης του δηλούντος”, σε απλό έντυπο χωρίς τέλος χαρτοσήμου” στην αρμόδια υπηρεσία και μονάδα προσωπικού και των δύο τυχόν κατεχομένων θέσεων, ή απασχολήσεών τους, που διαβιβάζεται για το σχετικό έλεγχο στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με κανονιστική απόφαση του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, για τις κατηγορίες, των θέσεων ή απασχολήσεων, συλλογικών οργάνων και απολαβών, τη δήλωση και διαδικασία ελέγχου της, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου τούτου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε από την παρ. 6 του άρθρου 3 του Ν. 1288/1982 (Α` 120).

2. Η για οποιοδήποτε λόγο παράλειψη υποβολής, καθώς και η υποβολή αόριστης ή εκπρόθεσμης δηλώσεως συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα παραβάσεως καθήκοντος για το οποίο ο λειτουργός υπάλληλος ή μισθωτός παραπέμπεται υποχρεωτικά στην οικεία πειθαρχική δικαιοδοσία για την επιβολή πειθαρχικής ποινής κατά το άρθρο 3 παρ. 5 του παρόντος, ενώ οι ανακριβείς δηλώσεις παραπέμπονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα για άσκηση ποινικής διώξεως με απ` ευθείας κλήση στο ακροατήριο.

3. Κάθε διοριζόμενος ή προσλαμβανόμενος κατά το άρθρο 1 στο δημόσιο τομέα λειτουργός ή υπάλληλος ή μισθωτός οφείλει προηγουμένως να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι δεν κατέχει άλλη θέση και δεν έχει άλλη απασχόληση, ή ότι έχει με μνεία της διατάξεως νόμου που τυχόν επιτρέπει την κατάληψη ή κατοχή τέτοιας θέσεως.

Άρθρο 3
Συμμετοχή σε συμβούλια.
Με την επιφύλαξη των διατάξεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του Ν. 2606/1998 (ΦΕΚ 89 Α), οι πρόσθετες μηνιαίες αμοιβές ή απολαβές των λειτουργών, υπαλλήλων και μισθωτών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, από συμμετοχή τους σε μόνιμα ή ευκαιριακά συλλογικά όργανα των υπηρεσιών αυτών (συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας) δεν μπορεί να υπερβαίνουν το 50% του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών της οργανικής τους θέσης.
Η ως άνω διάταξη δεν ισχύει προκειμένου για μέλη Δ.Ε.Π. των Α.Ε.Ι. και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι. μερικής απασχόλησης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 Ν.2703/1999 Α 72/8.4.1999,όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ.11 άρθρ.11 Ν.2954/2001,ΦΕΚ Α 255/2.11.2001.

2. Επιτρέπεται η συμμετοχή σε περισσότερα από δύο συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας αν καταβάλλεται αμοιβή μετά από σχετική δήλωση του υπαλλήλου περί παραιτήσεως λήψεως αμοιβής.
3. Στα συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας της παρ. 1 του παρόντος δεν περιλαμβάνονται οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και τα υπηρεσιακά συμβούλια.
4. Οι πρόσθετες μηνιαίες αποδοχές, ή απολαβές των λειτουργών υπαλλήλων και μισθωτών του δημόσιου τομέα και των συνταξιούχων δεν μπορούν να υπερβαίνουν το ποσοστό 30% του συνόλου των τακτικών αποδοχών της οργανικής τους θέσεως από συμμετοχή σε συμβούλια, που προσδιορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών.

5. Η παράβαση των παραγράφων 1 και 4 του παρόντος άρθρου συντελούμενη με την είσπραξη οποιασδήποτε ανεπίτρεπτης πρόσθετης αμοιβής ή απολαβής ή τη συμμετοχή σε συλλογικά όργανα πέρα από τα μνημονευόμενα στην παράγραφο 1 ή την είσπραξη μηνιαίων πρόσθετων αποδοχών που να υπερβαίνουν το 30% του συνόλου των τακτικών αποδοχών της οργανικής τους θέσεως που προσδιορίζονται σύμφωνα με την διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος, που τιμωρείται κατά το άρθρο 259 Ποιν. Κώδικα και την κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του παρόντος νόμου διαδικασία. Ο παραβάτης παραπέμπεται υποχρεωτικά στο οικείο πειθαρχικό συμβούλιο, για παράβαση καθήκοντος, κατά τις οικείες διατάξεις. Η στοιχειοθέτηση της παραβάσεως δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της συγκροτήσεως ή της συνθέσεως του συλλογικού οργάνου είτε το κύρος των πράξεών του.

Άρθρο 4
Έλεγχος συμμορφώσεως

1. Για να ελεγχθεί η συμμόρφωση προς τους περιορισμούς των άρθρων 1 και 3 οι λειτουργοί, υπάλληλοι ή μισθωτοί υποβάλλουν στην μονάδα προσωπικού της υπηρεσίας τους την κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ενιαία δήλωση της οποίας ο τύπος, το περιεχόμενο και η δυνατότητα ελέγχου αυτών με τη βοήθεια μηχανογραφικού συστήματος, ή άλλου τεχνικού μέσου, θα καθορισθούν με την κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου αυτού απόφαση του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως.
Στη δήλωση αυτή, πλην των άλλων, θα αναφέρονται υποχρεωτικά και:
α) Οι κατεχόμενες πέρα της μιας (κύριας) θέσεις ή απασχολήσεως οποιασδήποτε μορφής, όπως συμβούλια, επιτροπές και ομάδες εργασίας στις οποίες είχαν μετάσχει κατά το προηγούμενο εξάμηνο και ο χρόνος απασχολήσεώς των.
β) Οι οποιεσδήποτε πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές τις οποίες εισέπραξαν για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές.

2. Οι αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες των κατά το άρθρο 1 φορέων είναι υπεύθυνες για την κίνηση της διαδικασίας για την πειθαρχική και ποινική δίωξη, τη διαβίβαση αντιγράφου της υπεύθυνης δηλώσεως των λειτουργιών, υπαλλήλων ή μισθωτών την παροχή κάθε σχετικής πληροφορίας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή άλλο Δικαστήριο και γενικά για την κίνηση και προώθηση των διαδικασιών εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος.
Οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών προσωπικού η άλλοι αρμόδιοι υπάλληλοι που παραμελούν να εκπληρώσουν τα καθήκοντα της παραγράφου αυτής τιμωρούνται κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 1 παρ. 5 και 3 παρ. 5 του παρόντος.

Άρθρο 5
Επιστροφή απολαβών.
Οι πρόσθετες αμοιβές, αποδοχές ή αποζημιώσεις που εισέπραξε ο λειτουργός, υπάλληλος μισθωτός ή συνταξιούχος κατά παράβαση των διατάξεων των παρ. 1 και 3 του άρθρου 1 και της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος θεωρούνται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες και επιστρέφονται ή περιέρχονται στο Δημόσιο Ταμείο, υποχρεωτικά, πέρα απ` όλες τις άλλες έννομες συνέπειες ύστερα από καταλογισμό, κατά τη διαδικασία του νόμου περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων.

Άρθρο 6
Ανώτατο όριο απολαβών

1. Οι συνολικές μηνιαίες καθαρές απολαβές, από οποιονδήποτε φορέα, όπως αυτές προσδιορίζονται με την κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος υπουργική απόφαση, που προέρχονται από την άσκηση εργασίας, λειτουργήματος, έργου ή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση ή από συνταξιοδοτικό ή ασφαλιστικό φορέα κύριας και οποιασδήποτε επικουρικής ασφάλισης των μισθωτών γενικά και λειτουργών του δημόσιου τομέα του άρθρου 1 του παρόντος, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το 50/πλάσιο του εκάστοτε τεκμαρτού ημερομισθίου της κατά το άρθρο 37 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α`) 22ης ασφαλιστικής κλάσης του Ι.Κ.Α.. Ως καθαρές απολαβές λογίζεται το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση, από το ακαθάριστο ποσό των απολαβών των δικαιούχων, των κάθε είδους κρατήσεων, που κατά νόμο τις βαρύνουν και του φόρου εισοδήματος ως και της εισφοράς Ο.Γ.Α. που αναλογούν σε αυτές τις απολαβές. Για τον υπολογισμό του φόρου δε λαμβάνονται υπόψη τυχόν άλλα εισοδήματα του δικαιούχου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση θεωρείται ότι έχει σύζυγο και δύο τέκνα που τον βαρύνουν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 1326/1983 (Α` 19), αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 4 του Ν.2303/1995 (Α 80).

2. Υπέρβαση από το θεσπιζόμενο με την προηγούμενη παράγραφο ανώτατο όριο είναι ανεκτή, για την αντιμετώπιση επιτακτικής κρατικής ανάγκης μόνο ύστερα από κοινή απόφαση των Υπουργών Συντονισμού, Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προκειμένου για όλως ειδικές περιπτώσεις εμπειρογνωμόνων ή τεχνοκρατών υψηλής επιστημονικής στάθμης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι υπηρετούντες μέχρι τώρα πιλότοι και μηχανικοί του θαλάμου διακυβερνήσεως της Ολυμπιακής Αεροπορίας.

3. Καμιά αμοιβή εκτός από τις κύριες αποδοχές δεν καταβάλλεται για παροχή οποιασδήποτε φύσεως υπηρεσίας στα αναφερόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος πρόσωπα αν δεν διαβιβαστεί στον αρμόδιο για την πληρωμή υπάλληλο, βεβαίωση της οικείας υπηρεσιακής μονάδας προσωπικού ότι κατέθεσε σ` αυτήν υπεύθυνη δήλωση, σε απλό τυποποιημένο χαρτί για το ακριβές ποσό που θα εισπράξει, την υπηρεσία που θα το καταβάλει και την αιτία για την οποία καταβάλλεται.

4. Όλοι οι εκκαθαριστές αποδοχών και οι ταμίες ή άλλα αρμόδια όργανα των κατά το άρθρο 1 νομικών Προσώπων είναι υποχρεωμένα, όταν διαπιστώνουν ή λάβουν γνώση ότι υπάρχει υπέρβαση του ανωτάτου ορίου απολαβών να παρακρατούν, ή να μεριμνούν για τον καταλογισμό υπέρ του οργάνου που κατέβαλε τα επιπλέον ποσά. Οι καταλογστικές πράξεις υπόκεινται στο ένδικο μέσο της εφέσεως ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου κατά τις διατάξεις που εκάστοτε το διέπουν.
Αν το υπερβάλλον ποσό καταβλήθηκε από ταμείο κρατικού νομικού προσώπου Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου τότε το ποσό τούτο περιέρχεται σαν ειδικό έσοδο του Δημοσίου ή του οικείου Νομικού Προσώπου.
Στην περίπτωση εισπράξεως υπερβάλλοντος ποσού αυτός που το εισέπραξε οφείλει να το επιστρέψει στο Δημόσιο ταμείο ή στο οικείο Νομικό πρόσωπο και να προσκομίσει στον εκκαθαριστή αποδοχών το σχετικό αποδεικτικό καταθέσεώς του.

5. Ο έλεγχος για την τήρηση της απαγορεύσεως αυτής ανατίθεται στο ελεγκτικό Συνέδριο και ενεργείται από τις υπηρεσίες του, κατά τα οριζόμενα απ` τον Οργανισμό του.

6. Ως υπάλληλοι ή μισθωτοί κατά την έννοια του παρόντος νόμου νοούνται αποκλειστικά για την εφαρμογή του κα οι συνδεόμενοι με το Δημόσιο βάσει μισθώσεως έργου ή έμμισθης εντολής, τα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών που λαμβάνουν έξοδα παραστάσεως από το Δημόσιο Ταμείο, όπως και οι μισθολογικά εξομοιούμενοι προς τους δικαστικούς κρατικοί λειτουργοί.

Άρθρο 7
Ελεγκτικό Συνέδριο.

1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο ανεξάρτητο από κάθε άλλη αρχή, εποπτεύεται από τον Πρωθυπουργό. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται σαν φορέας εποπτείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου ο Υπουργός των Οικονομικών νοείται στο εξής ο Πρωθυπουργός.

2. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο ανατίθεται η αρμοδιότητα και η μέριμνα για την κατάρτιση:
α) Ελεγκτικού Κώδικα Δημοσίου Δικαίου με αντικείμενο τον έλεγχο των εξόδων του Κράτους και των Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου και την παρακολούθηση των εσόδων του Κράτους, των λογαριασμών των δημοσίων υπολόγων, των κάθε μορφής διαχειρίσεων που λειτουργούν σε Δημόσιες Υπηρεσίες και γενικά των λογαριασμών (απολογισμών) των Οργανισμών τοπικής Αυτοδιοικήσεως και όλων των Ν.Π.Δ.Δ.
β) Ελεγκτικού Κώδικα Ιδιωτικού Δικαίου με αντικείμενο τη μορφή, τον τρόπο, τα όργανα και τη διαδικασία ασκήσεως του ελέγχου των διαχειρίσεων χρηματικού και υλικού που ανήκουν σε Κρατικά Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου του άρθρου 9 του Ν. 1232/1982 “επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις”.
γ) Κωδικοποιημένου νόμου Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την οργάνωση και λειτουργία αυτού και τον τρόπο ασκήσεως των αρμοδιοτήτων του, με την ευχέρεια τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των κειμένων διατάξεων.

3 Για το σκοπό αυτό επιτρέπεται να συγκροτηθούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών οι παρακάτω ειδικές Επιτροπές. α) Πενταμελής νομοπαρασκευαστική επιτροπή αποτελούμενη από τρεις Συμβούλους ή Παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν καθηγητή του Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και έναν ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη σύνταξη του Σχεδίου του Πρώτου Κώδικα.
β) Ενδεκαμελής νομοπαρασκευαστική Επιτροπή, που θα αποτελείται από ένα Σύμβουλο Επικρατείας δύο μέλη ή Παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν καθηγητή οικονομικού μαθήματος στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή ή στην Ανωτάτη Σχολή Εμπορικών και Οικονομικών Επιστημών, έναν εκπρόσωπο του Σώματος Ορκωτών Λογιστών, έναν εκπρόσωπο του Οικονομικού Επιμελητηρίου, δύο ανώτερους υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, έναν ανώτερο υπάλληλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και από δύο εκπροσώπους των συνδικαλιστικών φορέων των παραπάνω Ν.Π.Ι.Δ. για τη σύνταξη του Σχεδίου του Δευτέρου Κώδικα και γ) Πενταμελής Επιτροπή από τρία μέλη ή Παρέδρους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και από δύο ανώτερους υπαλλήλους αυτού από τους οποίους ο ένας θα προτείνεται από το σύλλογο των υπαλλήλων του για τη σύνταξη του σχεδίου Κωδικοποιημένου νόμου.
Γραμματείς στις ανωτέρω επιτροπές ορίζονται από ένας υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας και του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η αποζημίωση που θα καταβληθεί στα μέλη και τους γραμματείς των ως άνω Επιτροπών είτε κατά συνεδρίαση είτε κατ` αποκοπή.

4. Καταργείται από 1 Ιανουαρίου 1982 κάθε διάταξη της κειμένης νομοθεσίας, που εξαιρεί από τον έλεγχο του ελεγκτικού Συνεδρίου Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.

Άρθρο 8
Διερεύνηση καταγγελιών

1. Η κατά το άρθρο 4 του Ν.Δ. 3983/1959 “περί μέτρων τίνων προς βελτίωσιν της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών” διοικητική εξέταση, για επώνυμες ιδιωτικές ή δημόσιες καταγγελίες ή παράπονα των πολιτών, όταν αφορούν παράνομες ή αθέμιτες υπηρεσιακές ενέργειες ή παραλείψεις ανωτάτων υπαλλήλων της κρατικής Διοικήσεως, των Οργανισμών τοπικής Αυτοδιοικήσεως των Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου και των Δημοσίων ή Παραχωρηθεισών Επιχειρήσεων και λοιπών κρατικών Νομικών Προσώπων Ιδιωτικού Δικαίου υπό οιαδήποτε νομική μορφή ενεργείται από Σύμβουλο ή Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή διοικητικό δικαστή. Η ανάθεση γίνεται, με κοινή απόφαση του Υπουργού Προεδρίας και του Υπουργού στον οποίο υπάγεται ή από τον οποίο εποπτεύεται η υπηρεσία στην οποία ανήκει ο υπάλληλος κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία ή το παράπονο, σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν.Δ. 4352/1964 “περί διατάξεων κλπ”.

2. Όταν η επώνυμη καταγγελία της προηγούμενης παραγράφου αναφέρεται σε ανώτερο ή κατώτερο υπάλληλο, ή διοικητική εξέταση και ο τυχόν προβλεπόμενος από τις ειδικές διατάξεις δημοσιονομικός ή οικονομικός έλεγχος ενεργείται από τα οικεία όργανα επιθεωρήσεως.
Σε περίπτωση που δεν προβλέπεται σχετική διαδικασία τέτοιου είδους ελέγχου ή το ειδικό ελεγκτικό ή επιθεωρησιακό προσωπικό είναι ανεπαρκές η εξέταση μπορεί να γίνει και από ανώτερο κατά βαθμό του εξεταζομένου υπάλληλο πτυχιούχο Ανωτάτης Σχολής οριζόμενο από τον αρμόδιο ή εποπτεύοντα Υπουργό.

3. Για τη διενέργεια της διοικητικής εξετάσεως ο Σύμβουλος ή Πάρεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ο διοικητικός δικαστής είχε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ανακριτών. Οι προϋποθέσεις και η διαδικασία βεβαιώσεως ειδικής αποζημιώσεως για τις τυχόν απαιτούμενες δαπάνες των ανακριτών, πραγματογνωμόνων ή μαρτύρων ορίζονται με κοινή κανονιστική απόφαση των Υπουργών προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών.
Με κοινή απόφαση των ίδιων Υπουργών ορίζεται κάθε φορά η αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί σε κάθε δικαιούχο. Η δαπάνη αυτή, όταν η διοικητική εξέταση στρέφεται κατά δημοσίου υπαλλήλου, βαρύνει ειδική πίστωση που εγγράφεται υπό ειδικό κωδικό αριθμό στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως, ενώ όταν στρέφεται κατά υπαλλήλου των λοιπών φορέων, βαρύνει πιστώσεις του αντιστοίχου φορέα που εγγράφονται στον προϋπολογισμό του, με βάση την παραπάνω κοινή υπουργική απόφαση.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών μπορεί να διενεργείται διοικητική εξέταση και στην περίπτωση που οποιοδήποτε τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή η Ολομέλεια αυτού αναφέρουν ή διαπιστώνουν ότι έγιναν πληρωμές κατά παράβαση διατάξεων ουσιαστικού και δικονομικού χαρακτήρα.

Άρθρο 9
Θέματα Ελεγκτικού Συνεδρίου.

1. Για την αντιμετώπιση από το Ελεγκτικό Συνέδριο των ανωτέρω πρόσθετων υποχρεώσεών του στις θέσεις των δικαστικών λειτουργών αυτού προστίθενται:
α) Μία (1) θέση Συμβούλου που συνιστάται στη Θεσσαλονίκη για να προΐσταται του Κλιμακίου Βορείου Ελλάδος που δημιουργείται με έδρα την πόλη αυτή.
β) Τέσσερις (4) θέσεις Παρέδρων. Οι τέσσερις αυτές θέσεις των Παρέδρων συνιστώνται ανά μία στις πρωτεύουσες των Νομών Αχαΐας, Ρεθύμνης, Ιωαννίνων και Ροδόπης όπου θα προΐστανται των αντιστοίχων Υπηρεσιών περιφερείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Νομών αυτών. Με απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου θα καθορισθεί η περιφερειακή αρμοδιότητα του πιο πάνω Κλιμακίου Βορείου Ελλάδος και του καθένα από τους τέσσερις αυτούς Παρέδρους.
γ) Στις θέσεις διοικητικών υπαλλήλων στις Υπηρεσίες Επιτρόπων του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Περιφέρεια προστίθενται άλλες είκοσι (20) θέσεις του Κλάδου ΑΤ και ορίζεται ότι το σύνολο των διοικητικών θέσεων όλων των Κλάδων των διοικητικών υπαλλήλων στις περιφερειακές υπηρεσίες του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν δύνανται να είναι λιγότερες από το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού των διοικητικών υπαλλήλων όλων των Κλάδων, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπηρετούν στη Γραμματεία του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στην Υπηρεσία του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας σ` αυτό.

2. Οι προβλεπόμενες προθεσμίες για τη διαδικασία πληρώσεως των κενών ή κενουμένων θέσεων των Παρέδρων και Συμβούλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου ορίζονται στο μισό χρόνο τους.

3. Συνιστώνται είκοσι (20) θέσεις Εισηγητών του Ελεγκτικού Συνεδρίου με βαθμό και αποδοχές Παρέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκου. Στις θέσεις αυτές διορίζονται με βαθμό και αποδοχές Παρέδρου Πρωτοδικών, αποκλειστικά απόφοιτοι της οικείας Σχολής κατά τα οριζόμενα με κανονιστική απόφαση του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, μετά γνώμη της ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Οι εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου από το διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση της οποίας το Ανώτατο (με επταμελή σύνθεση) Δικαστικό Συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αποφαίνεται για την επάρκεια και την ικανότητά τους.
Όσοι κριθούν επαρκείς μονιμοποιούνται με Προεδρικό Διάταγμα στο βαθμό και τις αποδοχές πρωτοδίκου ενώ οι υπόλοιποι μετατάσσονται με όμοιο Διάταγμα, υποχρεωτικά σε άλλη δημόσια υπηρεσία.
Κατά τα λοιπά για το διορισμό, την ορκοδοσία και γενικά την υπηρεσιακή κατάσταση των ανωτέρω εισηγητών, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις που ισχύουν για τους δικαστικούς λειτουργούς του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Οι ανωτέρω θέσεις εισηγητών θα πληρωθούν σταδιακά με τη λειτουργία της μεταπτυχιακής Σχολής Διοικήσεως κάθε χρόνο μετά την πρώτη επιτυχή έξοδο αποφοίτων από την παραπάνω Σχολή προοριζομένων γι` αυτές τις θέσεις, θα πληρώνονται πέντε από αυτές.
Ο Εισηγητής του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να προαχθεί σε Πάρεδρο με απόφαση του Οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου μετά πάροδο πενταετίας από τη μονιμοποίησή του.
Οι εισηγητές βοηθούν τους συμβούλους και τους παρέδρους στην προπαρασκευή και διάγνωση των υποθέσεων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορούν να χρησιμοποιούνται σαν αναπληρωτές Παρέδρων για την άσκηση του προληπτικού ελέγχου των δαπανών και μέχρι διμήνου το πολύ χρονικού διαστήματος, με πράξη του Προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

4. Η διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 34 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (Π.Δ. 774/1980) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως ακολούθως:
“6. Προκειμένου περί δαπανών οι οποίες αναγνωρίστηκαν και εκκαθαρίστηκαν από τα αρμόδια όργανα αλλά κρίνονται ως μη νόμιμες ή ως μη στηριζόμενες σε νόμιμα δικαιολογητικά, τον καταλογισμό ασκεί ο αρμόδιος Πάρεδρος ή Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου”.

5. Δαπάνες, που διενεργήθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού (τακτικού και δημοσίων επενδύσεων) για την πληρωμή αμοιβών συμβασιούχων ιδιωτών που δεν έχουν δημοσιοϋπαλληλική ιδιότητα με μίσθωση έργου κατά το άρθρο 681 κε. Α.Κ. καθώς και παρόμοιες δαπάνες ή απαιτήσεις που δεν έχουν πληρωθεί σ` αυτούς μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος για λόγους παράβασης ή μη τήρησης τυπικών και όχι ουσιαστικών διατάξεων νόμων, θεωρούνται σύννομες.

6. Σημ.: όπως η παράγραφος 6 καταργήθηκε με το άρθρο 15, παρ.6 του Ν.1735/1987 (Α 195).

Άρθρο 10
Νομική και Δικαστική Οργάνωση
Σημ.: όπως το άρθρο 10 καταργήθηκε με το άρθρο 39 παρ. 2 του Ν. 1884/1990 (ΦΕΚ Α 81).

Άρθρο 11
Ερμηνεία και συμπλήρωση του Ν. 1232/1982 “επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις.

1. Σημ.: όπως η παρ.1 καταργήθηκε με την περ.γ`του άρθρου 5 του Ν.2026/1992 (Α 43)

2. Η αληθινή έννοια της μεν παραγράφου 2 του άρθρου 10 του Ν.Δ. 4352/1964, όπως επαναφέρθηκε σε ισχύ και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 11 του Ν. 1232/1982 είναι ότι στους δικηγόρους υπάγονται και οι νομικοί συνεργάτες ή δικηγόροι των Δημοσίων Υπηρεσιών, της δε περιπτώσεως δ` της παρ. 3 του ίδιου άρθρου είναι ότι δικηγόροι που έχουν ενταγεί είναι μόνον εκείνοι που κατέχουν οργανικές θέσεις με ειδική πράξη κατατάξεως σε θέσεις προβλεπόμενες νομοθετικά ή κανονιστικά ή καταστατικά σαν οργανικές και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε μία μόνον έμμισθη απασχόληση και δεν αρκεί η μισθολογική αντιστοιχία που παρασχέθηκε σ` αυτούς από το Ν. 1093/1980, η από οποιαδήποτε άλλη νομική ή κανονιστική και καταστατική πράξη του προσώπου αυτού. Το ανώτατο όριο της αποζημίωσης, που προβλέπει για τους δικηγόρους το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του πιο πάνω άρθρου 11 του Ν. 1232/1982 είναι το οριζόμενο στην παρ. 2 του άρθρου 17 του Ν. 1183/1981 “περί συστάσεως πρωτοδικείων κλπ.” ενώ στους λοιπούς δικηγόρους καταβάλλεται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων αποζημίωση που δεν μπορεί να υπερβαίνει το πιο πάνω ανώτατο όριο.

3. Η αληθινή έννοια του άρθρου 14 του Ν. 1232/1982 είναι ότι επιτρέπεται η κατάργηση περιττών ή συγχώνευση ομοειδών διευθύνσεων τμημάτων και γραφείων και σύσταση νέων όπως και η λειτουργική υπαγωγή τους σε άλλη ανώτερη οργανωτική βαθμίδα χωρίς σύσταση νέων θέσεων αλλά με δυνητική κατάργηση ή μετατροπή των υφιστάμενων θέσεων του άρθρου 103 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος σε κενές οργανικές ή διαβαθμιζόμενες προσωρινές θέσεις, ως τον καταληκτικό βαθμό ή μισθό της θέσεως, στις κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες εσωτερικού και εξωτερικού όλων των Δημοσίων Υπηρεσιών και Νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου με κανονιστικές αποφάσεις του αρμοδίου Υπουργού και του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως. Επίσης καταργούνται οι διατάξεις οργανισμών και κανονισμών που προβλέπουν περιορισμούς για την επάνδρωση των πιο πάνω υπηρεσιακών μονάδων κάθε Υπουργείου, αποκεντρωμένης υπηρεσίας ή Ν.Π.Δ.Δ. Για την επάνδρωση και γενικότερα για τη μετακίνηση όλων των υπαλλήλων στις υπηρεσιακές αυτές μονάδες εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του άρθρου 143 παρ. 1. 2 και 3 του κωδικοποιητικού Πρ. Δ/γματος 611/1977, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 4 και 8 του Ν. 1232/1982.

4. Στο άρθρο 3 του Ν. 1232/1982 και μετά την παρ. 5 προστίθεται η ακόλουθη παρ. 6: “6. Με τα Π. Δ/τα της παρ. 2 για τη βαθμολογική επανένταξη ή με την έκδοση των κατά την παρ. 1 του άρθρου 12 του παρόντος κανονιστικών αποφάσεων ενοποιούνται υποχρεωτικά όλοι οι κατά Υπουργείο και Ν.Π.Δ.Δ. κλάδοι όλων των κατηγοριών που έχουν τους κατά επαγγελματική ή πραγματική υπηρεσιακή ειδίκευση του αντικειμένου της διεξαγόμενης υπηρεσίας σε κάθε Υπουργείο τίτλους σπουδών αναγνωρισμένων σχολών της ίδιας εκπαιδευτικής βαθμίδας και ειδικότητας ανεξάρτητα από την ονομασία του κλάδου στους οργανισμούς ή κανονισμούς των δημοσίων υπηρεσιών και των Ν.Π.Δ.Δ. Ο διαχωρισμός κλάδων επιτρέπεται μόνο σε περίπτωση διαφοράς της πιο πάνω ειδικεύσεως ή του τίτλου σπουδών ή γλωσσομάθειας που αποδεικνύεται μόνο είτε με τον πιο πάνω τίτλο, είτε με επιτυχία σε εξετάσεις των κατά τα άρθρα 22 ως 26 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 1811/1951) διαδικασιών όπως συμπληρώθηκαν και τροποποιήθηκαν.
Για όσους υπαλλήλους δεν διαθέτουν τους αντίστοιχους προς την ειδικότητα και ονομασία του Κλάδου τους τίτλους σπουδών της οικείας εκπαιδευτικής βαθμίδας και μονάδας όπως σχολής ή σχολείου είναι υποχρεωτική με τις ίδιες πράξεις η μεταφορά των θέσεών τους σε κλάδους ομοίων τυπικών προσόντων της ίδιας πάντοτε κατηγορίας και σε έλλειψη κλάδων τέτοιας κατηγορίας σε συνιστώμενους κλάδους προσωρινών θέσεων, με διατήρηση σε όλες τις περιπτώσεις των κεκτημένων δικαιωμάτων βαθμολογικής καταστάσεως και εξελίξεώς τους.

5. Τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του Ν. 1232/1982 αντικαθίστανται ως εξής: “Με απόφαση του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως μπορεί να διατίθενται και διορίζονται αυτοδίκαια με την πράξη διαθέσεως και τη βεβαιωτική πράξη διορισμού της Διοικήσεως των κατά το άρθρο 1 παρ. 6 Κρατικών Νομικών Προσώπων Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου με κριτήρια και διαδικασία οριζόμενα με κανονιστική απόφαση του Υπουργού Προεδρίας Κυβερνήσεως, επιτυχόντες από οποιοδήποτε πίνακα επιτυχίας κοινού ή ειδικού διαγωνισμού για την κάλυψη κενών θέσεων που θα κενωθούν των οργανισμών του δημόσιου τομέα στους οποίους δεν έχουν προκηρυχθεί διαγωνισμοί ή έχουν εξαντληθεί οι πίνακες επιτυχίας διενεργηθέντων διαγωνισμών ή έπαυσε η ισχύς πινάκων επιτυχίας διενεργηθέντων διαγωνισμών.
Όσοι από τους επιτυχόντες σε ειδικούς ή κοινούς διαγωνισμούς δεν αποδεχθούν το διορισμό τους σε κενές θέσεις είτε του Δημοσίου είτε οποιουδήποτε οργανισμού του δημοσίου τομέα για τις οποίες απαιτούνται τα ίδια τυπικά προσόντα, μέσα σε 15 ημέρες από την κοινοποίηση της σχετικής πράξεως διαγράφοντα, από τους πίνακες επιτυχίας.

6. Η ισχύς των πινάκων επιτυχίας, που αναφέρονται στο άρθρο 15 του Ν. 1232/1982 “επαναφορά σε ισχύ, τροποποίηση και συμπλήρωση των διατάξεων του Ν.Δ. 4352/1964 και άλλες διατάξεις”, λήγει την 30.6.1982.

7. Η παράγραφος 5 του άρθρου 15 του Ν. 1232/1982 αντικαθίσταται ως εξής: “5. Πίνακες διαγωνισμών άμισθων δικαστικών επιμελητών και συμβολαιογράφων των ετών 1980 και 1981 των οποίων η ισχύς έληξε μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1981, παρατείνονται επί δίμηνο από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου, συνιστωμένων αντιστοίχων άμισθων θέσεων με το νόμο αυτό.

8. Στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 1232/1982 μετά τη φράση “από τον εισαγωγικό” προστίθενται οι λέξεις “και τον καταληκτικό.

9. Σημ.: όπως η παρ. 9 καταργήθηκε με την περ. γ`της παρ.2 του άρθρου 5 του Ν. 2026/1992 (ΦΕΚ Α 43).

Άρθρο 12
Προσωρινές ρυθμίσεις

1. Επαναφέρονται σε ισχύ, για όλα τα Υπουργεία και για τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Εξωτερικού των Υπουργείων καθώς και των Ν.Π.Δ.Δ. οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Ν. 51/1975 “περί αναδιοργανώσεως των δημοσίων πολιτικών υπηρεσιών”, ο δε τύπος του διατάγματος που αναφέρεται στο άρθρο 3 του Ν. 51/1975 και στις διατάξεις του άρθρου 29 του Ν. 1199/1981 και των άρθρων 4, 6, 12 και 13 του Ν. 1232/1982, αντικαθίσταται με τον τύπο της Κανονιστικής Αποφάσεως, του αρμόδιου Υπουργού και των Υπουργών Προεδρίας Κυβερνήσεως και Οικονομικών. Καταργούνται ακόμη αυτοδίκαια όλα τα επιμίσθια ή επιδόματα ή με οποιαδήποτε ονομασία πρόσθετες αμοιβές σε συνάλλαγμα των υπηρετούντων στις τωρινές και διατηρούμενες ή μετατρεπόμενες με τις πιο πάνω αποφάσεις θέσεις λειτουργών ή υπαλλήλων εξωτερικού από οποιαδήποτε σχέση, το δε μσθολόγιό τους ορίζεται με τις πιο πάνω ή χωριστές Κανονιστικές Αποφάσεις κατά ενιαίο, δίκαιο και οικονομικό τρόπο. Ειδικώτερα για μεν το εξωτερικό καταργείται η παράγραφος 7 του άρθρου 9 του Ν. 1160/1981 για δε το εσωτερικό καταργείται το άρθρο 11 του Ν. 445/1976 “περί εκπροσωπήσεως κ.λ.π.” όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 1104/1980. Οι προθεσμίες των επαναφερομένων σε ισχύ διατάξεων αρχίζουν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

2. Στο άρθρο 4 του Ν. 993/1979 “περί του επί συμβάσει κλπ.” η λέξη “δώδεκα” αντικαθίσταται από τη λέξη “είκοσι τέσσερις” και προστίθεται η φράση “οπότε οι εργαζόμενοι αποχωρούν αυτοδίκαια από την εργασία τους”.

Άρθρο 13
Ειδικές απολαβές υπαλλήλων

1. Για την αποστολή οποιουδήποτε προσώπου από το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ και τα Κρατικά Ν.Π.Ι.Δ. στο εξωτερικό, (όπως για εκπροσώπηση σε διεθνές οργανισμούς, διεξαγωγή διαπραγματεύσεων συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια, εκπαίδευση και εκτέλεση οποιασδήποτε υπηρεσίας), απαιτείται προηγούμενη άδεια της τριμελούς εξ Υπουργών Επιτροπής. Επίσης με κανονιστική πράξη της Τριμελούς εξ Υπουργών Επιτροπής είναι δυνατό να μειώνονται οι κάθε είδους αποδοχές, αποζημιώσεις, οδοιπορικά και άλλα έξοδα που καταβάλλονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, “και να ρυθμίζονται διαφορετικά με εκχώρηση των παραπάνω αρμοδιοτήτων στους αρμόδιους κατά περίπτωση Υπουργούς, οι οποίοι με απόφασή τους μπορούν να τις εκχωρούν στους Υφυπουργούς, Γενικούς Γραμματείς Υπουργείων ή στους επικεφαλής των κρατικών φορέων του κατά το άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 δημόσιου τομέα”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του Ν. 1400/1983 (Α 156) και 21 του Ν. 1288/1982 (Α 120)

2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του Ν. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
“1. Οι ασφαλίσεις περί ουσιαστικών στοιχείων του Δημοσίου, Δήμων και Κοινοτήτων, Δημοσίων Επιχειρήσεων και πάσης φύσεως Οργανισμών του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ. ανατίθενται μόνο στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του κατά το άρθρο 1 παρ. 6 του παρόντος, δημόσιου τομέα, χωρίς καταβολή προμηθείας”.

3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 54 του Ν. 400/1970 αντικαθίσταται ως εξής:
“2. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται στους υπαλλήλους της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΑΤΕ) να μεσολαβούν μόνο για τις ασφαλίσεις που συνάπτει η ΑΤΕ. Επίσης κατ` εξαίρεση μπορούν υπάλληλοι εμπορικών Τραπεζών, του πιο πάνω δημόσιου τομέα να πρακτορεύουν Ασφαλιστικές Εταιρείες που υπάγονται και ελέγχονται απ` αυτές, σε πόλεις που βρίσκονται έξω απ` την περιοχή της τέως διοικήσεως Πρωτεύουσας και της Θεσσαλονίκης, με πληθυσμό κάτω των 10.000 κατοίκων και μόνο για ασφαλίσεις φυσικών ή Νομικών Προσώπων που κατοικούν, ή έχουν την έδρα τους στις πόλεις αυτές. Οι προμήθειες που προκύπτουν απ` τις ασφαλίσεις αυτές περιέρχονται σε ειδικό λογαριασμό του Νομικού Προσώπου, όπως προβλέπεται από την πιο κάτω παράγραφο 4 του παρόντος”.

4.Σημ.: όπως η παρ. 4 καταργήθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 4 του Ν. 1875/ 1990 (ΦΕΚ Α` 21).

Άρθρο 14
Στο τέλος του εδαφίου γ` του άρθρου 1 του Ν. 1183/1981 “περί συστάσεως Πρωτοδικείων κλπ” προστίθεται παράγραφος, που έχει ως εξής: “Κατ` εξαίρεση των γενικών διατάξεων του Α.Ν. 87/1936 “περί ιδρύσεως Ταμείου Προνοίας παρ` εκάστω Δικηγορικώ Συλλόγω” οι δικηγόροι του Δικηγορικού Συλλόγου του Πρωτοδικείου Αιγίου υπάγονται στο Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων του Πρωτοδικείου Πατρών τα δε δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των καθορίζονται από τις διατάξεις του ισχύοντος καταστατικού του”.

Άρθρο 15
Η διαχείριση, συντήρηση και εποπτεία του δημοσίου κτήματος που βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό Ηρώδου του Αττικού και είναι γνωστό ως Μέγαρο Μαξίμου, καταγραμμένο στα βιβλία της Οικονομικής Εφορίας Αθηνών με αριθμό 405 περιέρχονται στο Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως.
Οι δαπάνες για τη λειτουργία, συντήρηση, επισκευές, ανακαινίσεις κλπ. του ανωτέρω Μεγάρου, βαρύνουν τον προϋπολογισμό της Διευθύνσεως Διοικητικών Υποθέσεων (Φορέας 06-110) του Υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως η οποία φροντίζει για την εγγραφή, κάθε χρόνο, των αναγκαίων για το σκοπό αυτό πιστώσεων.

Άρθρο 16
Μεταβατικές διατάξεις.

1. Εκείνοι που κατέχουν περισσότερες από μία θέσεις ή απασχολήσεις ή ενώ είναι συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα έχουν προσληφθεί σε θέση ή απασχόληση κατά παρέκκλιση του άρθρου 1 παρ. 3 και 4 οφείλουν να υποβάλουν υπεύθυνη δήλωση επιλογής της θέσεως ή απασχολήσεως που προτιμούν να διατηρήσουν. Εάν επιλέξουν τη θέση αναστέλλεται η καταβολή ολόκληρου του ποσού της σύνταξης για όσο χρόνο βρίσκονται στη θέση ή απασχόληση.
Μέχρις ότου πληρωθεί από άλλον η θέση ή απασχόληση που αποποιείται ο λειτουργός ή υπάλληλος μισθωτός ή συνταξιούχος αυτός εξακολουθεί να παρέχει, τις υπηρεσίες του σ` αυτή και όχι πέρα από την 31 Οκτωβρίου 1982.

2. Εκείνοι που μετέχουν με αμοιβή σε περισσότερα από δύο συμβούλια επιτροπές ή ομάδες εργασίας οφείλουν να υποβάλουν σχετική υπεύθυνη δήλωση εκφράζοντας ταυτόχρονα την επιθυμία τους για τα δύο από αυτά τα οποία θέλουν να εξακολουθήσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους αμειβόμενοι, καθώς και για τα συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας στα οποία δέχονται να μετέχουν χωρίς αμοιβή ή από τα οποία θέλουν να απαλλαγούν. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μέχρι την αντικατάστασή τους από άλλα πρόσωπα, υποχρεώνονται να συνεχίσουν τη συμμετοχή τους μέχρι την 31 Οκτωβρίου 1982.

3. Οφείλουν να υποβάλουν σχετική δήλωση και εκείνοι από τους λειτουργούς, υπαλλήλους ή μισθωτούς που έχουν από το δημόσιο τομέα απολαβές μεγαλύτερες από τις αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου, κατά τη διαδικασία των άρθρων 2 και 4 του παρόντος νόμου.

4. Οι δηλώσεις των προηγουμένων παραγράφων 1 – 3 του παρόντος άρθρου όπως και οι δηλώσεις για το έτος 1981, υποβάλλονται μέσα σε δέκα το πολύ ημέρες από τη δημοσίευση της Υπουργικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του παρόντος στις οικείες υπηρεσίες προσωπικού.

5. Στους περιορισμούς των παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του παρόντος δεν περιλαμβάνονται:
“α) Οι Εφημέριοι εκπαιδευτικοί που υπηρετούν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος σε σχολεία δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης σε Κοινότητες και Δήμους που έχουν πληθυσμό κάτω των 3.000 κατοίκων εκτός των περιοχών της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης, καθώς και όσοι φοιτούσαν σε Παιδαγωγικές Ακαδημίες και Πανεπιστημιακές Σχολές “έως και το ακαδημαϊκό έτος 1981-1982” και εφόσον μετά την επιτυχή αποφοίτησή τους απ` αυτές θα διοριστούν σε παρόμοιες με τις παραπάνω θέσεις Σχολείων Δημοτικής ή Μέσης Εκπαίδευσης.
β) Οι Ιερείς εκπαιδευτικοί που υπηρετούν σε ιερατικές σχολές ή εκκλησιαστικά φροντιστήρια ή άλλους φορείς εκκλησιαστικής εκπαίδευσης καθώς και όσοι φοιτούσαν σε Πανεπιστημιακές Σχολές “έως και το ακαδημαϊκό έτος 1981-1982″ και εφόσον, μετά την επιτυχή αποφοίτησή τους απ` αυτές διοριστούν σε παρόμοιες θέσεις. Ομοίως δεν περιλαμβάνονται και οι ιεροψάλτες καθώς και οι εφημέριοι που κατείχαν κατά τη δημοσίευση του παρόντος θέση Γραμματέα Κοινότητας”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του Ν.1320/1983 (ΦΕΚ Α 6) και άρθρο 21 παρ. 6 του Ν. 1400/1983, ΦΕΚ Α 156.
γ) Οι μουσικοί και καθηγητές καλλιτεχνικών μαθημάτων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 40 του Ν. 1543/1985 (Α 73).

δ) Οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που είναι τεχνικοί της πολεμικής βιομηχανίας, οι πιλότοι, οι μηχανικοί και οι επιμελητές πτήσεων της Ολυμπιακής Αεροπορίας, της Ολυμπιακής Αεροπλοΐας και της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας.
ε) Οι απολυθέντες στη δικτατορία ή εξαναγκασθέντες σε παραίτηση, και

στ) Οι ανάπηροι της πολεμικής και ειρηνικής περιόδου.
ζ. Οι μετακλητοί υπάλληλοι της Βουλής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 1505/1984 (Α 194), ισχύει δε από τότε που ίσχυσε και ο Ν. 1256/1982.

Άρθρο 17
Τελικές Διατάξεις
Κάθε διάταξη νόμου, διατάγματος ή αποφάσεως, γενική ή ειδική που είναι αντίθετη προς το περιεχόμενο του παρόντος νόμου ή ρυθμίζει θέματα σχετικά με αυτό καταργούνται από την έναρξη της ισχύος του.

Άρθρο 18
Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στα προηγούμενα άρθρα.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήναι, 28 Μαΐου 1982

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ