Νόμος 1221 ΦΕΚ Α΄292/5.10.1981
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως του Ν. 960/1979 “περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων και ρυθμίσεως συναφών θεματών” και άλλων τινών διατάξεων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Κυρούμεν και εκδίδομεν τον κατωτέρω υπό της Βουλής ψηφισθέντα νόμον.

Άρθρο 1
Το άρθρον 1 του Ν. 960/1979 αντικαθίσταται ως κάτωθι:
Άρθρον 1.
1. Δια την ανέγερσιν των κτιρίων επιβάλλεται η εκπλήρωσις των κατά τας διατάξεις του παρόντος υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων.
Των υποχρεώσεων τούτων απαλλάσσονται:
α) Ανεγειρόμενα νέα κτίρια, ή προσθήκαι επί υφισταμένων κτιρίων προ της ενάρξεως εφαρμόγη του παρόντος, ή προσθήκαι επί κτιρίων δι` α εξεδόθη νομίμως άδεια οικοδομής άνευ της επιβολής των κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου υποχρεώσεων. Το συνολικόν εμβαδόν των απαλλασσομένων των υποχρεώσεων του παρόντος νόμου νέων κτιρίων ή προσθηκών, δύναται να εξικνήται μέχρι του ορίου των 200 τ.μ. ως ειδικώτερον υπό των Π.Δ/των τωνπαραγρ. 7 και 8 του παρόντος ορίζεται.
β) Τα αναστηλούμενα παραδοσιακά κτίρια, εφ` όσον δια της εν λόγω αναστηλώσεως επαναφέρεται το κτίριον εις την αρχικήνμορφήν του.
γ) Τα κτίρια τα οποία ανεγείρονται εντός οικισμών ή τμημάτων οικισμών χαρακτηριζομένων ως παραδοσιακών και δια τα οποία έχουν θεσπισθή ειδικοί όροι και περιορισμοί δομήσεως και προστασίας.
δ) Κτίρια κριθέντα κατεδαφιστέα εν όλω ή εν μέρει, συνεπεία σεισμών, εφ` όσον επανοικοδομούνται κατά την αυτήν επιφάνειαν και χρήσιν.
2. Αι κατά την προηγουμένηνπαράγραφον υποχρεώσεις του κυρίου ή των συγκυρίων του ακινήτου δύνανται να εκπληρούνται εν όλω ή εν μέρει: α) Δια δημιουργίας επί εστεγασμένων ή μη χώρων, των απαιτουμένων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων επί του αυτού γηπέδου, εφ` ου το κτίριον.
β) βα. Δια της κτήσεως κατά κυριότητα επί εστεγασμένων χώρων δημιουργουμένων μετά την 1ην Ιανουαρίου 1981 των απαιτουμένων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, αποτελουσών διηρημένας ιδιοκτησίας, εις έτερον ακίνητον, και
ββ. δια της διαμορφώσεως επί υπαιθρίων χώρων, των απαιτουμένων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων εις έτερον ιδιόκτητονγήπεδον.
Οι κατά τας περιπτώσεις βα και ββ χώροι σταθμεύσεως δέον να ευρίσκωνται επί καταλλήλου ακινήτου μη απέχοντος του εξυπηρετουμένου κτιρίου πλέον των οκτακοσίων (800) μέτρων, εις νοητήν ευθείαν γραμμήνμετρουμένην μεταξύ των δύο πλησιεστέρων σημείων των ακινήτων.
Επί των ως άνω περιπτώσεων α και β ο κύριος των χώρων σταθμεύσεως συντάσσει ενώπιον συμβολαιογράφου δήλωσιν, μεταγραφομένην εις τα βιβλία μεταγραφών, ότι αι θέσεις αύται τίθενται κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου εις εξυπηρέτησιν του συγκεκριμένου κτιρίου ή διηρημένων ιδιοκτησιών τούτου.
Επιτρέπεται η χρήσις μη εστεγασμένων χώρων κατά τα ειδικώτερονοριζόμεια εις την παρ. 3 του παρόντος άρθρου καθώς και η αυτότεληςμεταβίβασιςεστεγασμένων χώρων κατά τα ειδικώτερον εις την παρ. 5 του παρόντος άρθρου οριζόμενα. Ωσαύτως επιτρέπεται η αντικατάστασις του κατά την παρούσανπερίπτωσινεξασφαλιζομένου χώρου σταθμεύσεως δι` εξασφαλίσεως υπέρ του δια του χώρου τούτυνεξυπηρετουμένου κτιρίου ετέρου χώρου υπό τας ειδικωτέρας προϋποθέσεις των περιπτώσεων α και β της παρούσης παραγράφου.
γ) Δια καταβολής χρηματικής εισφοράς αναλόγως των απαιτουμένων δια το εξυπηρετούμενονκτίριον θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Η εισφορά αύτη, υπολογιζομένη κατά το άρθρον 5 του παρόντος, καταβάλλεται ως συμμετοχή δια την κατασκευήν δημοσίας χρήσεως χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων κατά τα ειδικώτερον εις το άρθρον 6 οριζόμενα.
3. Η εκπλήρωσις των υποχρεώσεων της ως άνω παραγράφου 2 αποτελεί προϋπόθεσιν δια την έκδοσιν της αδείας οικοδομής. Χώροι σταθμεύσεως δημιουργηθέντες κατά την ως άνω παράγραφον δεν δύνανται να χρησιμοποιοιθούν δι` έκδοσιν αδείας οικοδομής και ετέρου πλην του εξυπηρετουμένου κτιρίου, εκτός εαν προκειμένου περί μη εστεγασμένων χώρων εξασφαλισθή η αντικατάστασις των χώρων αυτών δι` εφαρμογής των περιπτώσεων α και β της ως άνω παραγράφου 2, ή καταβληθή κατά την περίπτωσιν γ της αυτής παραγράφου 2 εισφορά, ήτις αντιστοιχεί εις τους υπ` όψιν χώρους σταθμεύσεως υπολογιζομένη κατά τον χρόνον εκδόσεως της αδείας του νέου προς εξυπηρέτησιν κτιρίου, ή εαν προκειμένου περί εστεγασμένου χώρου αντικατασταθή από χώρον έτερον, ως ειδικώτερον ορίζεται εις τας περιπτώσεις α και β της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.
Δύναται να κατασκευασθούν και μηχανικοί χώροι σταθμεύσεως (λειτουργούντες αποκλειστικώς με μηχανικόν τρόπον τοποθετήσεως των αυτοκινήτων εις θέσιν σταθμεύσεως) εφ` όσον εφοδιασθούν με σχετικήνμηχανολογικήνάδειαν.
4. Εις περίπτωσιν ανεγέρσεως κτιρίου υπό εργολήπτου, έναντι αντιπαροχής, αι υποχρεώσεις της ως άνω παραγρ. 2 του παρόντος δύνανται να εκπληρούνται είτε υπό του κυρίου η των συγκυρίων του ακινήτου, είτε υπό του εργολήπτου.
5. Εαναρχήθεν ή μεταγενεστέρως το κτίριον επί του οποίου ευρίσκονται οι εστεγασμένοι χώροι σταθμεύσεως υπαχθή υπό το σύστημα της διηρημένης ιδιοκτησίας, εκάστη θέσις σταθμεύσεως αποτελεί διηρημένηνιδιοκτησίαν.
Εις την περίπτωσιν ταύτην, ως και εις την περίπτωσιν β (βα) της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβασις της κυριότητος των επί των χώρων σταθμεύσεως διηρρημένων ιδιοκτησιών, προς οιονδήποτε και μη έχοντα έτι σχέσιν με το εξυπηρετουμενονακίνητον, τηρουμένων πάντως των διατάξεων της παραγράφου 3 του παρόντος.
Αι τυχόν δημιουργούμεναι θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερονισόγειονχώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (PILLOTIS) κατά τας ισχυούσας διατάξεις, δεν δύνανται να αποτελέσουν διηρημένας ιδιοκτησίας.
6. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Δικαιοσύνης και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος καθορίζονται αι λεπτομέρειαι εφαρμογής των κατά τας προηγουμένας παραγράφους 2 εως και 5 διατάξεων.
7. Δια Π.Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων καθορίζεται δια περιοχάς εντός της Μείζονος Περιοχής Πρωτευούσης το συνολικόν εμβαδόν των απαλλασσομένων των διατάξεων του παρόντος νέων κτιρίων ή προσθηκών βάσει της χρήσεως, της θέσεως και του μεγέθους αυτών, ως και των εν γένει κυκλοφοριακών, πολεοδομικών και οικονομικών συνθηκών των εν λόγω περιοχών.
8. Δι` ομοίου Π.Δ/τος εκδιδομένου κατά την διαδικασίαν και τα κριτήρια της προηγουμένης παραγράφου καθορίζονται ανώτατα και κατώτατα όρια του συνολικού εμβαδού των απαλλασσομένων των διατάξεων του παρόντος νέων κτιρίων ή προσθηκών δια τας υπαγομένας εις την παράγραφον 2 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου περιοχάς. Υπό των Νομαρχιακών Αποφάσεων της παρ. 4 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου, καθορίζεται προσθέτως και το συνολικόν εμβαδόν των απαλλασσομένων νέων κτιρίων ή προσθηκών εντός των καθοριζομένων ορίων υπό του κατά την παρούσανπαράγραφον Π.Δ/τος.
9. Δια των κατά τας παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 2 Π. Δ/των ή των αποφάσεων της παρ. 4 του αυτού άρθρου δύναται, μετ` εκτίνησιν των κυκλοφοριακών και πολεαδομικών συνθηκών, να αποκλείεται εν μέρει ή εν όλω, ή εφαρμογή των περιπτώσεων β και γ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου εις τας περιπτώσεις κτιρίων μη χρησιμοποιουμένων αμιγώς δια κατοικίαν, τα οποία ως εκ της χρήσεως των προκαλούν ηυξημένηνκίνησιν . οχημάτων, ως επίσης και εις τας περιπτώσεις μεγάλων συγκροτημάτων προοριζομένων δια κατοικίας.

Άρθρο 2
Η παράγραφος 3 του άρθρου 2 του αυτού ως άνω νόμου αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“3. Δια Π.Δ/των εκδιδομένων προτάσει του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Έργων ως και του οικείου Δημοτικού ή Κοινοτικού Συμβουλίου ή μετά πάροδον απράκτου μηνιαίας προθεσμίας αφ` ής εζητήθη η τελευταία αύτη γνώμη, δύναται δια τας κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου καθοριζομένας περιοχάς να απαγορεύεται, εν όλω ή εν μέρει, ή δημιουργία χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων εις περιοχάς ή τμήματα αυτών ή συγκεκριμένας οδούς και πλατείας ή μεμονωμένα οικόπεδα λόγω χρήσεως, εμβαδού και διαστάσεων αυτών ή διότι λόγοι πολεοδομικοί, κυκλοφοριακοί, αισθητικοί, προστασίας περιβάλλοντος επιβάλλουν τούτο. Δια των αυτών Π.Δ/των δύνανται να επιβάλλωνται υποχρεώσεις ως προς το είδος του χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων (εστεγασμένουυπεργείου ή υπογείου ή υπαιθρίου), αναλόγως των ως άνω πολεοδομικών και λοιπών συνθηκών της περιοχής, ως και να ρυθμίζεται παν συναφές προς τ` ανωτέρω θέμα”.

Άρθρο 3
Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 του αυτού ως άνω νόμου αντικαθίσται αι υπό των ως κάτωθι παραγράφων 1, 2, 3 και 4, των παραγράφων 2, 3 και 4 αριθμουμένων 5, 6 και 7 αντιστοίχως.
“1. Εις περίπτωσιν προσθήκης καθ` ύψος ή κατ` επέκτασιν υφισταμένου κτιρίου αι θέσεις σταθμεύσεως υπολογίζονται βάσει της επιφανείας προσθήκης του κτιρίου κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα υπό των Π. Δ/των του άρθρου 2 του παρόντος.
2. Εις τας περιπτώσεις ακινήτων τα οποία εμπίπτουν εις τας απαγορεύσεις δημιουργίας χώρων σταθμεύσεως ως αύται καθορίζονται υπό των Π.Δ/των της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του παρόντος και των αποφάσεων της παραγράφου 4 του αυτού άρθρου 2 δύναται να εφαρμόζεται η περίπτωσις β ή γ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος, καταβαλλομένης κατά την εφαρμογήν της περιπτώσεως γ μειωμένης εισφοράς, ως ειδικώτερον υπό του άρθρου 5 του παρόντος ορίζεται.
3. Ομοίως μειωμένη εισφορά καταβάλλεται εις τας περιπτώσεις: α) Ακινήτων τα οποία πληρούν μίαν των κατωτέρω προϋποθέσεων:
Ελάχιστον πρόσωπον 8.00 μέτρα.
Ελάχιστον βάθος 10.00 μέτρα.
Ελάχιστον εμβαδόν 200.00 τετραγωνικά μέτρα.
β) Ακινήτων μη εχόντων πρόσωπον επί οδών πλάτους μεγαλυτέρου των 7.50 μέτρων ή κλίσεως μικροτέρας του 15%.
γ) Προσθηκών καθ` ύψοι υφισταμένων κτιρίων, ή κτιρίων δι` α εξεδόθη νομίμως άδεια οικοδομής άνευ της επιβολής των κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου υποχρεώσεων. δ) Προσθηκών κατ` επέκτασιν υφισταμένων κτιρίων υπό την προϋπόθεσιν ότι το εναπομένον οικόπεδον μετά την αφαίρεσιν της καλυπτομένης από το υφιστάμενονκτίριον επιφανείας αυτού, υπάγεται εις τας περιπτώσεις α και β της παρούσης παραγράφου.
ε) Μεταβολής της χρήσεως υφισταμένων κτιρίων ή μέρος αυτών.
στ) Επί προσθηκών κατ` επέκτασιν υφισταμένων κτιρίων ή το πρώτον ανεγέρσεως τοιούτων, όσον αφορά μόνον διηρημένας καθέτους ιδιοκτησίας επί πλειόνων αυτοτελών κτιρίων κατά τας διατάξεις του Ν.Δ. 1024/1971, συσταθείσας νομίμως προ της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου.
Η καταβολή της μειωμένης εισφοράς εις την περίπτωσιν ταύτην επιτρέπεται μόνον εάν το μέρος του όλου οικοπέδου το οποίον κατά την πράξιν συστάσεως των διηρημένων ιδιοκτησιών προορίζεται δι` αποκλειστικήνχρήσιν της συγκεκριμένης καθέτου ιδιοκτησίας, πληροί τας προϋποθέσεις μιας τουλάχιστον των ως άνω α, β, γ, δ και ε περιπτώσεων. 4. Η κατά τας ως άνω περιπτώσεις της παραγράφου 3 μειωμένη εισφορά καταβάλλεται υπό των υποχρέων, εφ` όσον ούτοι δεν εφαρμόζουν κατά την κρίσιν των την περίπτωσιν α ή β της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του παρόντος”.

Άρθρο 4

1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του αυτού ως άνω νόμου αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“2. Το ποσόν της εισφοράς ανά θέσιν σταθμεύσεως ιδιωτικής χρήσεως επιβατικού αυτοκινήτου υπολογίζεται εις δραχμάς, βάσει της αξίας γης ανά τετραγωνικόν μέτρον γηπέδου, εφ` ου το κτίριον και αναλόγως του ισχύοντος δια το υπ` όψινγήπεδονσυντελεστού δομήσεως ως εξής:
α) Δια συντελεστήν δομήσεως μικρότερον ή ίσον προς τον αριθμόν ένα (1) η ανά θέσιν σταθμεύσεως εισφορά καθορίζεται ίση προς την αξίαν του τετραγωνικού μέτρου γης πολλαπλασιαζομένης επί την απαιτουμένην διά μιάνθέσιν σταθμεύσεως επιφάνειαν, εκπεφρασμένην εις απόλυτον αριθμόν, ως η επιφάνεια αύτη ορίζεται ειδικώτερον υπό των Π. Δ/των των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 του παρόντος. β) Δια συντελεστήν δομήσεως μεγαλύτερον του ένα (1) εις την ως άνω περίπτωσιν (α) διηρημένου του ούτω προκύποντος ποσού δια του αντιστοίχου συντελεστού δομήσεως”.

2. Η παράγραφος 3 του αυτού άρθρου αντίκαθισταται ως κάτωθι:
“3. Προκειμένου περί ακινήτων δια τα οποία εφαρμόζεται, κατά τας διατάξεις του παρόντος, η καταβολή μειωμένης εισφοράς, η εισφορά αύτη καθορίζεται εις το εν τέταρτον (1/4) της κατά την προηγουμένηνπαράγραφονπροκυπτούσης”.

3. Τα δύο τελευταία εδάφια της παραγράφου 5 του αυτού ως άνω άρθρου 5 καταργούνται.

Άρθρο 5

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 6 του αυτού ως άνω νόμου αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“1. Το κατά τας διατάξεις του προηγουμένου άρθρου έσοδον του ΕΤΕΡΠΣ, ως και το προϊόν των κατά τας παραγράφους 5 και 6 του άρθρου 3 και παράγραφον 2 του άρθρου 4 του παρόντος προστίμων τα οποία επίσης περιέρχονται εις το ΕΤΕΡΠΣ, διατίθενται αποκλειστικώς δια την δημιουργίαν δημοσίας χρήσεως χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων προς εξυπηρέτησιν της περιοχής της υπαγομένης εις τα Διοικητικά όρια των Δήμων ή Κοινοτήτων εξ ων τούτο προέρχεται, μη αποκλειομένης της διαθέσεως προς τον σκοπόν τούτον και ετέρων πόρων του ΕΤΕΡΠΣ. Προς τούτο χρηματοδοτούνται ή δανειοδοτούνται υπό του ΕΤΕΡΠΣ κατά προτεραιότητα
α) Δήμοι ή Κοινότητες ή Δημοτικαί ή Κοινοτικαί Επιχειρήσεις,
β) το Δημόσιον,
γ) Δημόσιαι Επιχειρήσεις,
δ) Οργανισμοί Κοινής Ωφελείας, ή και δανειοδοτούνται
α) Συνεταιρισμοί,
β) Ιδιωτικαί Επιχειρήσεις.
Το ήμισυ των ανωτέρω προστίμων αποδίδεται υπό του ΕΤΕΡΠΣ εις τους οικείους Δήμους ή Κοινότητας εντός τριμήνου από της εγκρίσεως της μελέτης ανεγέρσεως δημοσίας χρήσεως σταθμού αυτοκινήτων από τας αρμοδίας αρχάς χρησιμοποιούμενον πάντοτε δια τον αυτόν σκοπόν”.

2. Η παράγραφος 2 του αύτου ως άνω άρθρου αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“2. Από της δημιουργίας δημοσίας χρήσεως χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων, κατά την ως άνω παράγραφον 1, παρέχεται δικαίωμα προτεραιότητας αποκτήσεως χώρου σταθμεύσεως ή και απλής σταθμεύσεως εις τον χώρον τούτον, δια τους έχοντας καταβάλει το σύνολον της επί τη δηλώσει κατά το άρθρ. 5 του παρόντος οφειλομένης εισφοράς, εφ` όσον ο χώρος σταθμεύσεως δεν απέχει πλέον των οκτακοσίων (800) μέτρων από του κτιρίου δια το οποίον κατεβλήθη η εισφορά. Το εκάστοτε καθοριζόμενονχρηματικόν αντάλλαγμα δια την απόκτησιν του χώρου σταθμεύσεως και την παροχήν δικαιώματος σταΘμεύσεως εις τους εν λόγω σταθμούς μειούται δια τους κατά την παρούσανπαράγραφον δικαιούχους κατά το ήδη καταβληθέν υπ` αυτών ποσόν εισφοράς προσηυξημένον κατά τον νόμιμοντόκον τον αντιστοιχούντα εις το ως άνω ποσόν εισφοράς δια το χρονικόν διάστημα από της καταβολής της εισφοράς μέχρι τη παροχής του υπ` όψιν δικαιώματος σταθμεύσεως.
Το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα προτεραιότητος δεσμεύει τον αρμόδιον φορέα επί εξάμηνον από της προς τούτο προσκλήσεως των ενδιαφερομένων δια του τύπου, η δε προβλεπομένη καταβολή μειωμένης εισφοράς ισχύει επί μιανπενταετίαν από της ενάρξεως λειτουργίας του δημοσίας χρήσεως σταθμού αυτοκινήτων”.

3. Εις το τέλος της παραγράφου 5 του αυτού άρθρου προστίθενται τα κάτωθι δύο εδάφια:
“Εις περίπτωσιν κατά την οποίαν ο ιδιοκτήτης ακινήτου, χαρακτηρισθέντος κατά τα ανωτέρω ως χώρος δια την ανέγερσιν σταθμού αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως, δηλώσει ταυτοχρόνως προς τον οικοίον Δήμον και την αρμοδίανΥπηρεσίαν του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος ότι προτίθεται εντός εξαμήνου από της τοιαύτης δηλώσεως να ανεγείρησταθμόν αυτοκινήτων δημοσίας χρήσεως εις το εν λόγω ακίνητον, δύναται, δι` αποφάσεως του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μετά γνώμην του οικείου Δήμου ή Κοινότητος, να επιτραπή η τοιαύτη ανέγερσις, επιτρεπομένης εν ταύτα και της χρησιμοποιήσεως ποσοστού του ισχύοντος συντελεστού δομήσεως του ακινήτου, δι` άλλας χρήσεις, του ποσοστού τούτου καθοριζομένου δια της αυτής ως άνω αποφάσεως.
Παν θέμα αναγόμενον εις την διαδικασίαν και τον τρόπον εφαρμογής των διατάξεων του ανωτέρω εδαφίου καθορίζεται δια Π. Δ/τος εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος”.

Άρθρο 6

1. Το εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του. Ν. 960/1979 υπ` αριθ. 721/3.9.1979 Π.Δ/γμα “περί καθορισμού του απαιτουμένου αριθμού θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων αναλόγως της χρήσεως και του μεγέθους των κτιρίων εις περιοχάς εντός της μείζονος περιοχής πρωτευούσης” (ΦΕΚ 216/Α/15.9.79) δύναται να τροποποιηθή, περιλαμβανομένης και της μειώσεως του δι` αυτού καθορισθέντος αριθμού θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, της τροποποιήσεως ταύτης επιτρεπομένης μόνον εφ` άπαξ.

2. Το εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του Ν. 960/1979 υπ` αριθ. 721/3.9.1979 Π.Δ/γμα “περί ρυθμίσεως των υποχρεώσεων εξασφαλίσεως χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων εις πόλεις ή οικισμούς της χώρας πληθυσμού άνω των 15.000 κατοίκων και εις εντός εγκεκριμένου σχεδίου περιοχάς” (ΦΕΚ 216Α/15.9.1979) δύναται να τροποποιηθή περιλαμβανομένης και της μειώσεως των δι` αυτού καθορισθέντων ανωτάτων και κατωτάτων οριών του απαιτουμένου αριθμού θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της τροποποιήσεως ταύτης επιτρεπομένης μόνον εφ` άπαξ.

3. Το εφ` άπαξ εκδοθέν δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Ν. 960/1979 υπ` αριθ. 697/1.9.1979 Π. Δ/γμα “περί καθορισμού ειδικών όρων ως προς την δόμησιν και διαμόρφωσιν των χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων” (ΦΕΚ 208Α/6.9.1979) δύναται να τροποποιηθή, της τροποποιήσεως ταύτης επιτρεπομένης μόνον εφ` άπαξ.

4. Αι τροποποιήσεις των εις τας προηγουμένας παραγράφους Π. Δ/των επιτρέπονται εντός των ορίων της, δυνάμει των διατάξεων των παραγρ. 1 και 2 και της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του Ν. 960/1979 παρεχομένης εξουσιοδοτήσεως.

5. Η παράγραφος 2 του άρθρου 9 του Ν. 960/1979 αντικαθίσταται ως κάτωθι:
“2. Δια των κατά τας παρ. 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του παρόντος νόμου προβλεπομένων Π.Δ. ή των κατά την παρ. 4 του αυτού άρθρου 2 αποφάσεων, δύναται να ορίζεται η ανάλογος εφαρμογή των περιπτώσεων α και β της παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 651/1977, τηρουμένης της προϋποθέσεως της κατωτέρω παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου”.

Άρθρο 7

1. Δια λόγους κυκλοφοριακούς, πολεοδομικούς, αισθητικούς, προστασίας περιβάλλοντος, δύνανται να απαλλοτριούνται υπέρ και δαπάναις του οικείου Δήμου ή Κοινότητας ή του Δημοσίου υφιστάμενα κτίρια ή τμήματα αυτών τα οποία βάσει της αδείας ανεγέρσεώς των προβλέπονται δια την χρήσιν σταθμεύσεως αυτοκινήτων.
Ο σκοπός των απαλλοτριώσεων αυτών συνιστά δημοσίανωφέλειαν.

2. Σταθμοί αυτοκινήτων μικρού και μέσου μεγέθους ως ορίζονται κατά τας διατάξεις του Π.Δ. 455/1976 “περί όρων και προϋποθέσεων ιδρύσεως και λειτουργίας σταθμών αυτοκινήτων κλπ.” κατασκευασθέντες προς εξυπηρέτησιν των αναγκών του κτιρίου ένθα στεγάζονται, κατά παράβασιν των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και των διατάξεων του Π.Δ. 345/1976, μέχρι της ισχύος του παρόντος, χαρακτηρίζονται ως μη κατεδαφιστέοι δι` αποφάσεως του οικείου Νομάρχου, κατά τας διατάξεις του Α.Ν. 410/1968, εφ` όσον δεν θέτουν εν κινδύνω την ασφάλειαν της κατασκευής και δεν αποβαίνουν υπερμέτρως εις βάρος της πόλεως.
Εις τας περιπτώσεις ταύτας η εξάμηνος προθεσμία της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Α.Ν. 410/1968 άρχεται από της ισχύος του παρόντος.

Άρθρο 8

1. Δια την κατά τας διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 1032/1980 έκδοσιν του Οργανισμού του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος τάσσεται νέα δίμηνος προθεσμία από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

2. Δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Προεδρίας της Κυβερνήσεως και Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, δύνανται δι` υπηρεσιακούς λόγους και επί δύο (2) έτη από της ισχύος του παρόντος, να εξαιρούνται οι υπάλληλοι του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος της υποχρεώσεως της παρ. 2 του άρθρου 19 του Ν. 232/1975 “περί επιμορφώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων”.

3. Δια την πρώτηνπλήρωσιν των επί 1ω βαθμώ ή των επί βαθμώ Αναπληρωτού Γενικού Διευθυντού θέσεων και των επί 3ω βαθμώ θέσεων των προβλεφθησομένων υπό των Οργανισμών του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος κρίνονται πάντες οι κατά την δημοσίευσιν του παροντός υπάλληλοι των αντιστοίχων κλάδων ΑΤ του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος επί βαθμοίς 2ω και 4ω οι έχοντες δια μεν την πρώτηνπερίπτωσιν πλέον των είκοσι ετών μόνιμονδημοσίανυπηρεσίαν, δια δε την δευτέρανπερίπτωσιν πλέον των δέκα πέντε ετών δημοσίανυπηρεσίαν, κατ` εξαίρεσιν πάσης ετέρας σχετικής διατάξεως.

Άρθρο 9
Η πλήρωσις των υφισταμένων κατά την δημοσίευσιν του παρόντος κενών οργανικών θέσεων εις το Υπουργείον Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος του Κλάδου Χειριστών Φωτοτοπογραφικών Οργάνων δύναται να γίνη δι` επιλογής και μετά γνώμην του αρμοδίου υπηρεσιακού Συμβουλίου μεταξύ των υπηρετούντων την 31.12.1976, διενεργουμένης μεταξύ των υπηρετούντων επί σχέσει ιδιωτικού δικαίου Χειριστών Φωτοτοπογραφικών Οργάνων του Υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος εχόντων τα προσόντα τα προβλεπόμενα, πλην του ορίου ηλικίας, υπό του άρθρου 126 του Π. Δ/τος 910/1977 “περί Οργανισμού του Υπουργείου Δημοσίων Εργων”, λαμβανομένης υπ` όψιν, μεταξύ των άλλων προσόντων και της σειράς αρχαιότητος.

Άρθρο 10
Εις το τέλος της παραγρ. 2 του άρθρου 62 του Ν. 947/1979 προστίθενται τα ακόλουθα εδάφια:
“Αρξάμεναιδιαδικασίαι επεκτάσεως εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων ή εγκρίσεως νέων τοιούτων, εφ` ων μέχρι της ενάρξεως ισχύος του παρόντος έχει ληφθή θετική γνωμοδότησις του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων ή έχει ληφθή απόφασις και έχει υποβληθή σχετικά πλήρης, κατά τα οριζόμενα υπό του Ν.Δ. 17.7.1923 “περί σχεδίων πόλεων.. κλπ.”, πρότασις του οικείου Δημοτικού ή κοινοτικού Συμβουλίου, δύναται να συνεχισθούν και ολοκληρωθούν δια το σύνολον ή μέρος της προτεινομένης περιοχής κατά την διαδικασίαν του ως άνω Ν.Δ. της 17.7.1923 και υπό τους περιορισμούς όρους και υποχρεώσεις της ισχυούσης νομοθεσιάς κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος. Αι ως άνω διαδικασίαι εφαρμόζονται αποκλειστικώς και μόνον υπό την προϋπόθεσιν ότι πρόκειται περί πυκνοδομημένων περιοχών κυρίας κατοικίας και υπό την προυπόθεσιν ότι εναρμονίζονται απολύτως προς τα βασικά σημεία, τους στόχους και τας κατευθύνσεις των περί αυτών εγκεκριμένων ρυθμιστικών και χωροταξικών σχεδίων ή τας σχετικάς αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, κατά την περί των προϋποθέσεων τούτων απόφασιν του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος εκδιδομένην μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων.
Εις τας κατά τας διατάξεις των προστιθεμένων εδαφίων εντασσομένας εις το σχέδιονπεριοχαί επιβάλλεται χρηματική εισφορά κατά τας ακολούθους διακρίσεις:
Δια το τμήμα ιδιοκτησίας εμβαδού μέχρι και 200 τ.μ. 1% επί της αξίας αυτών.
Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 200 τ.μ. έως και 1.000 τ.μ. 15% της αξίας αυτών.
Δια το τμήμα ιδιοκτησία πλέον των 1.000 τ.μ. έως και 5.000 τ.μ. 20% της αξίας αυτών. Δια το τμήμα ιδιοκτησίας πλέον των 5.000 τ.μ. 25% της αξίας αυτών.
Δια τον προσδιορισμόν της αξίας των ιδιοκτησιών εφαρμόζονται αναλόγως αι διατάξεις του άρθρ. 21 του παρόντος. Ως ιδιοκτησία δια την εφαρμογήν των προστιθεμένων εδαφίων νοείται το σύνολον των ιδιοκτησιών εκάστου ιδιοκτήτου αι οποίαι περιλαμβάνονται εντός του εγκρινομένου κατά τα άνω σχεδίου.
Η ως άνω εισφορά καταβάλλεται προς τους Δήμους ή τας Κοινότητας εις δώδεκα (12) τριμηνιαίας δόσεις και διατίθεται δι` έργα και απαλλοτριώσεις υπέρ της εισερχομένης εις το σχέδιον περιοχής.
Δια Π. Δ/τος, εκδιδομένου προτάσει του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος μετά γνώμην του Συμβουλίου Δημοσίων Εργων, καθορίζονται τα κριτήρια χαρακτηρισμού περιοχής τινος ως πυκνώς δομημένης.
Αι διατάξεις των προστιθεμένων εδαφίων δύνανται να εφαρμοσθούν και επί περιοχών, αι οποίαιεκηρύχθησαν ως οικιστικαί βάσει του παρόντος νόμου. Τα σχετικά διατάγματα εις τας ως άνω περιπτώσεις ανακαλούνται”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 38 παρ. 9 του Ν.1337/1983, ΦΕΚ Α 33.

Άρθρο 11
Αι διατάξεις της παραγρ. 3 του τρίτου άρθρου του Ν. 1190/1981 “περί κυρώσεως της από 26.3.1981 Πράξεως Νομοθετικού Περιεχομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας “περί αποκαταστάσεως ζημιών εκ των σεισμών 1981″ και ρυθμίσεως ετέρων συναφών θεμάτων” εφαρμόζονται αναλόγως και επί των συμβάσεων έργου αρμοδιότητος του Υπουργείου Χωροτάξιας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, αίτινες έχουν υπογραφή από 1.1.1980 μέχρις ενάρξεως ισχύος του παρόντος.

Άρθρο 12
Σύστασις Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξοδών.
Συνιστάται παρά τω Υπουργείω Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος Υπηρεσίαν Εντελλομένων Εξόδων, αποτελούσα Υπηρεσίαν του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών.

Άρθρο 13
Διάρθρωσις – Αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξόδων παρά τω Υπουργείω Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.

1. Η συνιστωμένη Υπηρεσία, επιπέδου Διευθύνσεως, διΆρθρούται εις τρία τμήματα:
α) Τμήμα Α`: Εκκαθαρίσεως Δαπανών Τακτικού Προϋπολογισμού.
β) Τμήμα Β`: Εκκαθαρίσεως Δαπανών Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων.
γ) Τμήμα Γ`: Λογιστικόν.

2. Η αρμοδιότης της Υπηρεσίας Εντελλομένων Εξόδων παρά τω Υπουργείω Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος, ανάγεται εις τα κάτωθι θέματα, κατανεμόμενα μεταξύ των Τμημάτων αυτής ως έπεται:
α) Τμήμα Α`: Εκκαθαρίσεως Δαπανών Τακτικού Προϋπολογισμού, εις ο υπάγονται αι αρμοδιότητες της παρ. 1 υπό στοιχεία γ, δ, ε, στ, θ και ιγ του άρθρου 170 του Π.Δ. 636/1977, όσον αφορά τας δαπάνας του τακτικού προϋπολογισμού.
β) Τμήμα Β`: Εκκαθαρίσεως Δαπανών Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, εις ο υπάγονται αι αρμοδιότητες της παρ. 1 υπό στοιχεία γ, δ και ε του άρθρου 170 του Π.Δ. 636/1977, όσον αφορά τας δαπάνας του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων.
γ) Τμήμα Γ`: Λογιστικόν εις ο υπάγονται αι αρμοδιότητες της παρ. 1 υπό στοιχεία α, β, ζ, η, ι, ια, ιβ και ιδ του άρθρου 170 του Π.Δ. 636/1977, ως και αι αρμοδιότητες της παρ. 2 του αυτού άρθρου, όσον αφορά τας δαπάνας του Υπουργείου.

Άρθρο 14
Αύξησις οργανικών θέσεων.
Προς επάνδρωσιν της Υπηρεσιας Εντελλομένων Εξόδων παρά τω Υπουργείω Χωροταξίας Οικισμού και Περιβάλλοντος συνιστώνται αι κάτωθι θέσεις κατά Κλάδον και βαθμόν, προστιθέμεναι εις τας υφισταμένας οργανικάς θέσεις των αντιστοίχων Κλάδων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών:
Κλάδος ΑΤ1 – Δημοσιονομικός. Μία (1) θέσις επί βαθμοίς 3ω – 2ω. Τρεις (3) θέσεις επί βαθμοίς 5ω – 4ω.
Εννέα (9) θέσεις επί βαθμοίς 8ω – 6ω.
Κλάδος ΜΕ1 – Δημοσιονομικός. Εξ (6) θέσεις επί βαθμοίς 10ω – 6ω.

Άρθρο 15
Σχέδια πόλεων, εγκριθέντα και εφαρμοσθέντα δια της εκδόσεως αδείας οικοδομής ή εκτελέσεως έργων υποδομής άκυρα ή κριθέντα ακυρωτέα δια τυπικούς λόγους δια δικαστικών αποφάσεων, δύνανται να επανεγκριθούν, τηρουμένων των διαδικασιών και προϋποθέσεων των ισχυουσών κατά την εγκρισίν των.
Η επανέγκριση των σχεδίων αυτών, καθώς και τυχόν αναθεωρήσεων ή τροποποιήσεών τους που ακυρώθηκαν για την αιτία αυτή, γίνεται με την τήρηση των διαδικασιών και των προϋποθέσεων που ίσχυαν κατά την αρχική έγκρισή τους, με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Εργων. Για τις περιπτώσεις αυτές η εφαρμογή της παραγράφου 12 του άρθρου 43 του ν. 1337/1983 (ΦΕΚ 33 Α) γίνεται εφόσον προταθεί από τον οικείο Ο.Τ.Α..
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 31 του Ν. 3164/2003 “Μητρώα Μελετητών, ανάθεση και εκπόνηση μελετών και παροχή συναφών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α΄ 176/02.07.2003).

Άρθρο 16
Επί ακυρώσεως οικοδομικής αδείας κατόπιν δικαστικής αποφάσεως ή ανακλήσεως οίκοθεν υπό της εκδούσης ταύτην Αρχής ή μη εκτελέσεως μέχρι 25.5.1979 εκδοθείσης αδείας, δι` ήνκατεβλήθη το υπό του άρθρου 7 του Ν.Δ. 1370/1973 ή το υπό του άρθρου 1 του Ν.Δ. 333/1974 προβλεπόμενονέκτακτον τέλος, τούτο επιστρέφεται ως αχρεωστήτως καταβληθέν.

Άρθρο 17
Εις τας περιοχάς των νομών αι οποίαι έχουν πληγή εκ των σεισμών και έχουν χαρακτηρισθή σεισμοπαθείς αι άδειαι οικοδομών ισχύουν μεν επί τρία έτη, αλλά εις περίπτωσιν τροποποιήσεως των όρων δομήσεως της περιοχής, λαμβάνονται πάντοτε υπ` όψιν οι όροι δομήσεως του νομικού καθεστώτος, το οποίον ίσχυε κατά την έκδοσιν των αδειών.

Άρθρο 18
Η παράγρ. 2 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 761/1970 αντικαθίσταται ως ακολούθως: “2. Εφεξής βεβαιούμεναι εις τα Δημόσια Ταμεία οφειλαί εκ της ανωτέρω αιτίας καταβάλλονται εις τεσσαράκοντα (40) ίσας τριμηνιαίας δόσεις”.

Άρθρο 19
Τα ρυμοτομικά διαγράμματα του οικοδομικού Συν/σμού “Ο ΦΟΙΝΙΞ” δύνανται να κυρωθούν κατά την διαδικασίαν του Ν.Δ. της 17.7.1923 και κατά παρέκκλισιν του Ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας”, υπογραφόμενα μόνον υπό του Υπουργού Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος.

Άρθρο 20
Η ισχύς του παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεως αύτου δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Παραγγέλλομεν να δημοσιευθή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως το κείμενο του παρόντος και να εκτελεσθή ως νόμος του Κράτους.

Αθήναι, 05 Οκτωβρίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ