Νόμος 1177 ΦΕΚ Α΄179/10.7.1981
Περί κυρώσεως της συναφθείσης εις Γενεύην την 30 Μαρτίου 1979 Διεθνούς Συμφωνίας του Ελαιολάδου του έτους 1979.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής απεφασίσαμεν

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και έχει ισχύν νόμου η σνναφθείσα εις Γενεύην την 30 Μαρτίου 1979 Διεθνής Συμφωνία του Ελαιολάδου του έτους 1979 της οποίας το κείμενον, εις το πρωτότυπον εις την Γαλλικήν και εις μετάφρασιν εις την ελληνικήν γλώσσαν, έχει ως εξής:
ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1979
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ
Εχοντα υπ` όψιν ότι η καλλιέργεια του ελαιοδένδρου:
Είναι μία καλλιέργεια απαραίτητος δια την διατήρησιν και την συντήρησιν των εδαφών η οποία καθιστά δυνατήν την αξιοποίησιν εδαφών μη επιδεχομένων την φύτευσιν άλλων καλλιεργειών, και η οποία καλλιέργεια έστω και υπό συνθήκας εντατικής εκμεταλλεύσεως αι οποίαι αντιπροσωπεύουν το βασικόν στοιχείον της σημερινής παραγωγής, αντιδρά ευνοϊκώς, εις οιανδήποτε καλλιεργητικήν βελτίωσιν,
Είναι μία πολυετής καρποφόρος καλλιέργεια η οποία επιτρέπει να καταστούν αποδοτικαί αι χορηγούμεναι επενδύσεις δια την εν λόγω καλλιέργειαν δια των καταλλήλων τεχνικών μεθόδων, τας οποίας αι ελαιοπαραγωγικαί χώραι και ιδία αι υπό ανάπτυξιν χώραι δέον να δύνανται να διαθέτουν,
Υπογραμμίζοντα ότι εκ της καλλιεργείας ταύτης εξαρτάται η ύπαρξις και το βιοτικόν επίπεδον εκατομμυρίων οικογενειών αι οποίαι εξαρτώνται απολύτως εκ των μέτρων τα οποία λαμβάνονται δια την διατήρησιν και την ανάπτυξιν της καταναλώσεως των προϊόντων τούτων τόσον εις αυτάς ταύτας τας παραγωγικάς χώρας όσον και ιδίως εις τας καταναλωτικάς μη παραγωγικάς χώρας,
Εχοντα υπ` όψιν ότι το ελαιόλαδον ουσιώδες βασικόν προϊόν εις τας περιοχάς εις τας οποίας η εν λόγω καλλιέργεια έχει εγκατασταθή,
Εχοντα υπ` όψιν ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικόν της αγοράς ελαιολάδου είναι η μη κανονικότης των εσοδειών και του εφοδιασμού της αγοράς, η οποία ερμηνεύεται δια των διακυμάνσεων της αξίας της παραγωγής δια της ασταθείας των τιμών και των εσόδων, της εξαγωγής καθώς επίσης και δια σημαντικών αποκλίσεων των εισοδημάτων των παραγωγών,
Εχοντα υπ` όψιν ότι εκ τούτου προκύπτουν ειδικαί δυσχέρειαι αι οποίαι είναι δυνατόν να προκαλέσουν σοβαράς ζημίας εις τα συμφέροντα των παραγωγών και των καταναλωτών και να διακυβεύουν τας γενικάς πολιτικάς της οικονομικής αναπτύξεως των χωρών εις τας περιοχάς όπου έχει εγκατασταθεί η καλλιέργεια της ελαίας,
Υπογραμμίζοντα προς τούτο, την πολύ μεγάλην σημασίαν της παραγωγής ταύτης εις την οικονομίαν πολλών χωρών και κυρίως των εν αναπτύξει ελαιοπαραγωγικών χωρών,
Εχοντα υπ` όψιν ότι τα προς λήψιν μέτρα, λαμβανομένων υπ` όψιν των πολύ ιδιαιτέρων συνθηκών της καλλιεργείας της ελαίας και της αγοράς του ελαιολάδου, υπερβαίνουν τα εθνικά πλαίσια και ότι μία διεθνής δράσις είναι απαραίτητος,
Εκτιμώντα ότι η Διεθνής Συμφωνία του ελαιολάδου του έτους 1963 ως αύτη παρετάθη και ετροποποιήθη δια των διαδοχικών πρωτοκόλλων της 30ής Μαρτίου 1967, 7ης Μαρτίου 1969, 23ης Μαρτίου 1973 και 7ης Απριλίου 1978, μετά των τεθεισών εν ισχύι τροποποιήσεων την 1ην Νοεμβρίου 1971 δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 38 αυτής (το σύνολο των εγγράφων τούτων θα καλήται κατωτέρω “Διεθνής Συμφωνία του ελαιολάδου του έτους 1963”),
Θεωρούντα ότι η Συμφωνία αύτη λήγει αρχικώς την 31ην Δεκεμβρίου 1979,
Κρίνοντα ότι είναι απαραίτητον να συνεχισθή και να αναπτυχθή το αναληφθέν έργον εν τω πλαισίω της εν λόγω Συμφωνίας, και ότι είναι ευκτέον να συναφθή μία νέα συμφωνία,
Τα Μέλη της παρούσης Συμφωνίας συνωμολόγησαν τα κατωτέρω:
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ
Γενικοί Αντικειμενικοί Σκοποί.
Άρθρον πρώτον.
Οι αντικειμενικοί σκοποί της παρούσης Συμφωνίας οι οποίοι λαμβάνουν υπ` όψιν τας διατάξεις της υπ` αριθ. 93 (ΙV) αποφάσεως της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών δια το Εμπόριον και την Ανάπτυξιν, είναι οι ακόλουθοι:
α) Προώθησις της διεθνούς συνεργασίας όσον αφορά εις τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζει γενικώς η παγκόσμιος ελαϊκή οικονομία.
β) Προώθησις της ερεύνης – αναπτύξεως και ενθάρρυνσις δια την λήψιν όλων των μέσων τα οποία θα επιτρέπουν την εφαρμογήν τεχνικών μεθόδων ανταποκρινομένων εις τα προβλήματα τα οποία παρουσιάζει το ελαιόλαδον, και, γενικώτερον ο τομεύς της ελαιοκομίας εις το πεδίον της παραγωγής και μεταποιήσεως, και προαγουσών τον εκσυγχρονισμόν της καλλιεργείας της ελαίας και της βιομηχανίας ελαιολάδου μέσω του τεχνικού και επιστημονικού προγραμματισμού, δια να διευκολυνθούν αι εφαρμογαί της τεχνολογίας, να βελτιωθή η καλλιέργεια της ελαίας και η ποιότης της λαμβανομένης παραγωγής εκ της καλλιεργείας ταύτης, και τέλος δια να μειωθή το κόστος παραγωγής των παραγομένων προϊόντων και να βελτιωθή τοιουτοτρόπως η θέσις του ελαιολάδου εν συνόλω της αγοράς των φυτικών ρευστών βρωσίμων ελαίων.
γ) Διευκόλυνσις της μελέτης και της εφαρμογής μέτρων με σκοπόν την ανάπτυξιν των διεθνών συναλλαγών του ελαιολάδου, ίνα αυξηθούν οι πόροι των παραγωγικών χωρών και ιδιαιτέρως των παραγωγικών εν αναπτύξει χωρών εκ των εξαγωγών των και καταστή δυνατή η επίσπευσις της οικονομικής αναπτύξεως και της κοινωνικής προόδου αυτών, λαμβανομένων υπ` όψιν των συμφερόντων των καταναλωτών.
δ) Διευκόλυνσις της μελέτης και της εφαρμογής μέτρων με σκοπόν την πραγματοποίησιν ισορροπίας μεταξύ της παραγωγής και της καταναλώσεως δια της θεσπίσεως αναγκαίων διατάξεων, και κυρίως διατάξεων καταλλήλων δια την αύξησιν της καταναλώσεως.
ε) Μείωσις των δυσχερειών αι οποίαι οφείλονται εις τας διακυμάνσεις των διαθεσίμων εις την αγοράν ποσοτήτων, κυρίως προς:
ι) αποφυγήν των υπερβολικών διακυμάνσεων των τιμών, αι οποίαι θα πρέπει να ευρίσκωνται εις επίπεδα ικανοποιητικά και δίκαια δια τους παραγωγούς και δίκαια δια τους καταναλωτάς,
ιι) εξασφάλισιν συνθηκών επιτρεπουσών την αρμονικήν ανάπτυξιν της παραγωγής, της καταναλώσεως και των διεθνών συναλλαγών, λαμβανομένων υπ` όψιν των μεταξύ αυτών, σχέσεων.
στ) Πρόληψις και, εις τυχούσα περίπτωσιν καταπολέμησις παντός αθεμίτου ανταγωνισμού, εις το διεθνές εμπόριον ελαιολάδου και εξασφάλισις της παραδόσεως του εμπορεύματος, το οποίον να πληροί όλους τους όρους των συναφθέντων συμβολαίων.
ζ) Προώθησις του συντονισμού των πολιτικών εις τον τομέα παραγωγής και εμπορίας του ελαιολάδου και της οργανώσεως της αγοράς του προϊόντος τούτου.
η) Βελτίωσις της δυνατότητος εισόδου εις τας αγοράς και της εξασφαλίσεως των εφοδιασμών καθώς επίσης και των διαρθρώσεων των αγορών και των συστημάτων εμπορίας, διανομής και μεταφοράς.
θ) Βελτίωσις των τρόπων ενημερώσεως και διαβουλεύσεων δια να επιτευχθή, μεταξύ άλλων, μεγαλυτέρα σαφήνεια της αγοράς του ελαιολάδου.
ι) Μελέτη και διευκόλυνσις της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων, όσον αφορά εις τα λοιπά προϊόντα του δένδρου της ελαίας.
κ) Μελέτη της καταστάσεως της βιομηχανίας ελαιολάδου εν συσχετισμώ προς το περιβάλλον και σύστασις εις τυχούσας περίπτωσιν των καταλλήλων λύσεων, συμφώνως προς τας συστάσεις της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών δια το Περιβάλλον, του έτους 1972, δια την αποκατάστασιν ενδεχομένων ζημιών.
λ) Συνέχισις δια της αναπτύξεως του αναληφθέντος έργου εν τω πλαισίω προγενεστέρων Διεθνών Συμφωνιών του ελαιολάδου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΙ
Μέλη.
Άρθρον 2.
Εκαστον Συμβαλλόμενον Μέρος αποτελεί εν μόνον Μέλος του Συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΙΙ
Ορισμοί.
Άρθρον 3.
1. Κατά τους όρους της παρούσης Συμφωνίας:
α) “Ως Συμβούλιον” νοείται το Διεθνές Συμβούλιον ελαιολάδου το αναφερόμενον εις το άρθρον 27.
β) “Ως ελαιοκομική περίοδος” νοείται η περίοδος από 1ην Νοεμβρίου εκάστου έτους μέχρι 31ην Οκτωβρίου του επομένου έτους.
γ) “Ως μέλος κυρίως παραγωγικόν, νοείται εν Μέλος του οποίου η παραγωγή ελαιολάδου ήτο, κατά τας ελαιοκομικάς περιόδους 1972/73 – 1977/78 περιλαμβανομένων, μεγαλυτέρα των εισαγωγών του κατά τα ημερολογιακά έτη 1973 – 1978 περιλαμβανομένων.
δ) “Ως Μέλος κυρίως εισαγωγικόν” νοείται εν Μέλος του οποίου η παραγωγή ελαιολάδου ήτο, κατά τας ελαιοκομικάς περιόδους 1972/73 – 1977/78 περιλαμβανομένων, μικροτέρα των εισαγωγών του κατά τα ημερολογιακά έτη 1973 – 1978 περιλαμβανομένων ή το οποίον ουδεμία παραγωγή ελαιολάδον εσημείωσεν κατά τας ιδίας ταύτας περιόδους.
ε) “Ως Μέλος” νοείται εν Συμβαλλόμενον μέρος της παρούσης Συμφωνίας.
2. Πάσα μνεία, εντός της παρούσης Συμφωνίας “Κυβερνήσεως” ή “Κυβερνήσεων” ισχύει επίσης δια την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα (καλουμένην κατωτέρω η Κοινότης), καθώς και δια πάντα διακυβερνητικόν οργανισμόν ο οποίος είναι αρμόδιος δια διαπραγματεύσεις, σύναψιν και εφαρμογήν διεθνών Συμφωνιών επί των βασικών προϊόντων.
Συνεπώς, πάσαν μεία, εντός της παρούσης Συμφωνίας, της “υπογραφής” ή της “καταθέσεως” των εγγράφων επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως ή ενός εγγράφου προσχωρήσεως ή μιας “ανακοινώσεως περί προσωρινής, εφαρμογής” υπό Κυβερνήσεώς τινος θεωρείται, εις την περίπτωσιν της Κοινότητος, ότι ισχύει επίσης δια την υπογραφήν ή δια την ανακοίνωσιν περί προσωρινής εφαρμογής, εξ ονόματος της Κοινότητος, υπό της αρμοδίας αρχής αυτής, καθώς και δια την κατάθεσιν του απαιτουμένου εγγράφου συμφώνως προς την θεσμικήν διαδικασίαν της Κοινότητος, δια την σύναψιν μιας διεθνούς Συμφωνίας. Η μνεία αυτή ισχύει, εις περίπτωσιν διακυβερνητικού τινός οργανισμού ο οποίος είναι αρμόδιος δια διαπραγματεύσεις, σύναψιν και εφαρμογήν διεθνών συμφωνιών επί των βασικών προϊόντων, δια την υπογραφήν ή την ανακοίνωσιν περί προσωρινής εφαρμογής εξ ονόματος του ενδιαφερομένου διακυβερνητικού οργανισμού, υπό της αρμοδίας αρχής αυτού, καθώς και δια την κατάθεσιν του απαιτουμένου εγγράφου, συμφώνως προς την θεσμικήν διαδικασίαν αυτού, δια την σύναψιν μιας διεθνούς συμφωνίας.
3. Παρά τας διατάξεις των εδαφίων (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η Κοινότης θεωρείται συγχρόνως ως “Μέλος κυρίως παραγωγικόν” και ως “Μέλος κυρίως εισαγωγικόν”.
4. Εάν διακυβερνητικός τις οργανισμός, εκτός της Κοινότητος, έχων αρμοδιότητα δια διαπραγματεύσεις, σύναψιν και εφαρμογήν διεθνών συμφωνιών επί των βασικών προϊόντων, ήθελεν αντιμετωπίσει περίπτωσιν να καταστή Συμβαλλόμενον Μέρος, αι συνθήκες συμφώνως προς τας οποίας θα έπρεπε να λάβη χώρα, η συμμετοχή του εις την παρούσαν Συμφωνίαν θα καθορισθούν δια κοινής Συμφωνίας μεταξύ του Συμβουλίου και τον εν λόγω διακυβερνητικού οργανισμού προ της ενάρξεως της διαδικασίας την οποίαν θα υποχρεούται να αναλάβη ούτος δια να καταστή Συμβαλλόμενον Μέρος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙV
Γενικαί Υποχρεώσεις
Άρθρον 4.
Τα Μέλη υποχρεούνται να μη λαμβάνουν ουδέν μέτρον αντίθετον προς τας συμβατικάς υποχρεώσεις τας απορρεούσας, εκ των διατάξεων της παρούσης Συμφωνίας και προς τους γενικούς αντικειμενικούς σκοπούς τους οριζομένους εις το άρθρον πρώτον.
Άρθρον 5.
Τα Μέλη τόσον τα παραγωγικά όσον και τα καταναλωτικά υποχρεούνται να λαμβάνουν παν κατάλληλον μέτρον με σκοπόν την διευκόλυνσιν των συναλλαγών, την ενθάρρυνσιν της καταναλώσεως ελαιολάδου και την εξασφάλισιν της κανονικής αναπτύξεως της διεθνούς εμπορίας του ελαιολάδου. Τα Μέλη υποχρεούνται προς τούτο να συμμορφούνται, προς τας βασικάς αρχάς, τους κανόνας, και τας κατευθυντηρίους γραμμάς αι οποίαι είναι αποδεκταί εντός των αρμοδιοτήτων των διεθνών πλαισίων. Τα Μέλη υποχρεούνται επίσης να λαμβάνουν μέτρα αποσκοπούντα εις την διευκόλυνσιν της διαθέσεως του ελαιολάδου εις ανταγωνιστικάς τιμάς εις το στάδιον της καταναλώσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται ο καθορισμός ενισχύσεων και η προσέγγισις των τιμών των ελαιολάδων προς τας τιμάς των άλλων βρωσίμων φυτικών ελαίων, δια να αναπτυχθή η κατανάλωσις ελαιολάδου.
Άρθρον 6.
Τα Μέλη δηλώνουν ότι προκειμένου να ανέλθη το βιοτικόν επίπεδον των πληθυσμών θα καταβάλλουν προσπαθείας δια την διατήρησιν δικαίων κανόνων εργασίας εις πάσαν ελαιοκομικήν δροστηριότητα ή απορρέουσαν δραστηριότητα εκ της ελαιοκαλλιεργείας.
Άρθρον 7.
Τα Μέλη υποχρεούνται να θέτουν εις την διάθεσιν και να παρέχουν όλα τα στατιστικά στοιχεία, τας πληροφορίας και τα αναγκαία έγγραφα εις το Συμβούλιον δια να δύναται τούτο να εκπληροί τας λειτουργίας αι οποίαι του έχουν ανατεθή δια της παρούσης Συμφωνίας και κυρίως παν στοιχείον, το οποίον έχει ανάγκην δια την κατάρτισιν του ισολογισμού ελαιολάδου και να λαμβάνη γνώσιν της εθνικής ελαϊκής πολιτικής των Μελών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ V
Τεχνικά Μέτρα.
Άρθρον 8.
1. Δια την πραγματοποίησιν των γενικών αντικειμενικών σκοπών οι οποίοι καθορίζονται εις το πρώτον άρθρον και αφορούν εις τας τεχνικάς βελτιώσεις της ελαιοκομικής παραγωγής. Το Συμβούλιον επιφορτίζεται να διευκολύνη και να προωθή τας σχετικάς ενεργείας και συναφή προγράμματα.
2. Το Συμβούλιον αναλαμβάνει κυρίως την υποχρέωσιν:
α) να συγκεντρώνη τας τεχνικάς πληροφορίας και να διαβιβάζη ταύτας εις άπαντα τα Κράτη – Μέλη,
β) να προωθή τον συντονισμόν των δραστηριοτήτων, τεχνικών βελτιώσεων μεταξύ των διαφόρων Μελών, καθώς, επίσης και των ενεργειών αι οποίαι εμπίπτουν εις τα πλαίσια των Περιφερειακών και Τοπικών Προγραμματισμών,
γ) να επιροηθή τον εθνικόν προγραμματισμόν δια τας τεχνικάς ελαιοκομικάς βελτιώσεις, καθώς επίσης και δια την έρευναν, την εφαρμογήν της ερεύνης, την διάδοσιν των κτηθεισών γνώσεων, τον πειραματισμόν ή τας αποδεικτικάς εργασίας ιδιαιτέρως εις τας εν αναπτύξει ελαιοπαραγωγικάς χώρας,
δ) να εκπονή τας απαραιτήτους μελέτας επί της οικονομικής αποδοτικότητος η οποία δύναται να αναμένηται εκ της εφαρμογής της ερεύνης.
ε) να προωθή τας καταλλήλους ενεργείας δια την εκπαίδευσιν στελεχών ή εξειδικευμένου προσωπικού.
στ) να οργανώνη ή να διευκολύνη διεθνείς συναντήσεις.
ζ) να διευκολύνη την διάδοσιν της τεχνολογίας των πλέον προηγμένων χωρών αναφορικώς με τας τεχνικάς ελαιοκομικάς μεθόδους εις τας υπό ανάπτυξιν ελαιοπαραγωγικάς χώρας.
η) να ενθαρρύνη την διμερή ή πολυμερή συνεργασίαν η οποία δύναται να βοηθήση το Συμβούλιον εις την επίτευξιν των αντικειμενικών σκοπών της παρούσης Συμφωνίας.
Άρθρον 9.
1. Το Συμβούλιον προς υποστήριξιν των μέτρων βελτιώσεως των τεχνικών μεθόδων ελαιοκομίας, θα περιλάβη εις τον Διοικητικόν Προϋπολογισμόν αυτού ειδικόν κεφάλαιον εξ ενός ανωτάτου ετησίου ποσού 100.000 δολλαρίων Η.Π.Α., δια το οποίον εννοείται ότι τα χρησιμοποιούμενα ποσά ειδικού τούτου κεφαλαίου κατά την διάρκειαν μιας οικονομικής χρήσεως θα δύνανται να μεταφερθούν εις τας επομένας οικονομικάς χρήσεις και δεν θα δύνανται, εν ουδεμιά περιπτώσει, να μεταφερθούν εις έτερα κεφάλαια του Διοικητικού Προϋπολογισμού.
2. Επίσης, το Συμβούλιον θα επιδιώκη, εν τω πλαισίω της αναπτύξεως της διεθνούς συνεργασίας, να εξασφαλίζη οικονομικήν υποστήριξιν ή και απαραίτητον τεχνικήν βοήθειαν δυναμένας να παρασχεθούν εκ διεθνών περιφερειακών ή εθνικών ειδικευμένων Οργανισμών, Οικονομικών Οργανισμών ή ετέρων.
3. Αι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου θα εφαρμόζωνται, εφ` όσον υφίσταται τοιαύτη περίπτωσις, με την διεθνή οικονομικήν υποστήριξιν, παρεχομένην εις τας δραστηριότητας ή τα προγράμματα βελτιώσεως των ελαιοκομικών τεχνικών μεθόδων, υποκείμενα εις την αρμοδιότητα τον Συμβουλίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VΙ
Ονομασία και ορισμοί των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων, ενδείξεις και ονομασίαι προελεύσεως.
Άρθρον 10.
1. Η ονομασία “ελαιόλαδον” αφορά το έλαιον το προερχόμενον αποκλειστικώς εκ του ελαιοκάρπου, εξαιρουμένων των ελαίων, των παραγομένων δια διαλυτικών ή δια μεθόδων εστεροποιήσεως και παντός μίγματος μετ` ελαίων άλλης φύσεως.
2. Τα Μέλη υποχρεούνται να καταργήσουν, τόσον εις το εσωτερικόν εμπόριον όσον και εις το διεθνές εμπόριον, εντός της ταχυτέρας προθεσμίας και το βραδύτερον προ της εκπνοής της πσρούσης Συμφωνίας, πάσαν χρησιμοποίησιν της ονομασίας “ελαιόλαδον” μόνης ή εν συνδνασμώ μεθ` ετέρων λέξεων, η οποία δεν είναι σύμφωνος προς το παρόν άρθρον.
3. Η ονομασία “ελαιόλαδον” χρησιμοποιουμένη μόνη δεν δύναται εν ουδεμιά περιπτώσει να δίδεται δια τα έλαια των ελαιοπυρήνων (πυρηνέλαια).
Άρθρον 11.
1. Αι οναμασίαι των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων διαφόρων ποιοτήτων αναγράφονται κατωτέρω μετά του αντιστοίχου ορισμού δι` εκάστην ονομασίαν:
Α. Παρθένον ελαιόλαδον: έλαιον παραγόμενον, αποκλειστικώς εκ του καρπού του ελαιοδένδρου δια μηχανικών μεθόδων ή δι` ετέρων φυσικών μεθόδων, υπό συνθήκας, κυρίως θερμικάς, αι οποίαι δεν επιφέρονν αλλοίωσιν του ελαίου και το οποίον δεν έχει υποβληθή εις ουδεμίαν επεξεργασίαν εκτός της πλύσεως, της μεταγγίσεως, της φυγοκεντρήσεως και της διηθήσεως, εξαιρουμένων των παραγομένων ελαίων δια διαλυτικών ή δια μεθόδων εστεροποιήσεως και παντός μίγματος μετ` ελαίων άλλης φύσεως. Το παρθένον ελαιόλαδον κατατάσσεται εις τας κατωτέρω ονομασίας:
α) Παρθένον ελαιόλαδον (1) κατάλληλον δια κατανάλωσιν εις οιονδήποτε κατάστασιν ευρίσκεται:
ι) Παρθένον ελαιόλαδον εξαιρετικόν (ΕΧΤRA): ελαιόλαδον τελείως ανεπιλήπτου γεύσεως του οποίου η οξύτης εκφραζομένη εις ελαϊκόν οξύ είναι το πολύ 1% (1 γραμμάριον ανά 100 γραμμάρια).
ιι) Παρθένον ελαιόλαδον άριστον (FΙΝΕ): παρθένον ελαιόλαδον το οποίον πληροί τους όρους του παρθένου εξαιρετικού (ΕΧΤRΑ) ελαιολάδου εκτός της οξύτητος, εκφραζομένης εις ελαϊκόν οξύ, η οποία πρέπει να είναι το πολύ 1,5% (1,5 γραμμ. ανά 100 γραμμάρια).
ιιι) Παρθένον ελαιόλαδον ημιάριστον (SΕΜΙ-FΙΝΕ) ή επίσης παρθένον ελαιόλαδον συνήθες (COURANTE): Παρθένον ελαιόλαδον καλής γεύσεως, του οποίου η οξύτης εκφραζομένη εις ελαϊκόν οξύ πρέπει να είναι το πολύ 3% (3 γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια) με περιθώριον ανοχής 10% επί της εκπεφρασμένης οξύτητος.
β) Παρθένον ελαιόλαδον μη κατάλληλον διά κατανάλωσιν εις οίαν κατάστασιν ευρίσκεται:
Παρθένον ελαιόλαδον μειονεκτικόν (LΑΜΡΑΝΤΕ): ελαιόλαδον ελαττωματικής γεύσεως ή του οποίου η οξύτης εκφραζομένη εις ελαϊκόν οξύ είναι μεγαλυτέρα του 3,3% (των 3,3 γραμμαρίων ανά 100 γραμμάρια).
Β. Ανακαθαρισμένον ραφιναρισμένον (RΑFΙΝΕΕ) ελαιόλαδον: ελαιόλαδον παραγόμενον δι` ανακαθαρισμού (ραφιναρίσματος) των παρθένων ελαιολάδων.
Γ. Ελαιόλαδον ή επίσης αγνόν ελαιόλαδον (PURΕ): έλαιον αποτελούμενον εκ μίγματος παρθένου και ανακαθαρισμένου (ραφιναρισμένου) ελαιολάδου.
Δ. Πυρηνέλαιον: ακατέργαστον έλαιον, παραγόμενον κατόπιν επεξεργασίας των ελαιοπυρήνων με διαλυτικά και προοριζόμενον δια περαιτέρω ανακαθαρισμού (ραφιναρίσματος) δια ανθρώπινην κατανάλωσιν ή δια τεχνικάς χρήσεις. Το πυρηνέλαιον κατατάσσετσι εις τας κάτωθι ονομασίας:
α) Ανακαθαρισμένον (ραφιναρισμένον) πυρηνέλαιον: έλαιον προοριζόμενον δια διατροφήν, παραγόμενον δια του ανακαθαρισμού (ραφιναρίσματος) του ακατεργάστου πυρηνελαίου.
(Σημειώσεις: το μίγμα ανακαθαρισμένου (ραφιναρισμένου) πυρηνελαίου και παρθένου ελαιολάδου, προοριζόμενον συνήθως δι` εσωτερικήν κατανάλωσιν ενίων παραγωγικών χωρών – ονομάζεται “ανακαθαρισμένον (ραφιναρισμένον) πυρηνέλαιον και ελαιόλαδον” το μίγμα τούτο δεν δύναται, εν ουδεμιά περιπτώσει, να ονομάζεται απλώς “ελαιόλαδον” και επί των μέσων συσκευασίας πρέπει να αναφέρεται υποχρεωτικώς η ένδειξις “ανακαθαρισμένον (ραφιναρισμένον) πυρηνέλαιον και ελαιόλαδον”).
β) Πυρηνέλαιον δια τεχνικάς χρήσεις: παν έτερον ακατέργαστον πυρηνέλαιον.
Το Συμβούλιον αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να εκπονήση και να παρουσιάση προ της λήξεως του δευτέρου έτους από της ενάρξεως ισχύος της παρούσης Συμφωνίας, μίαν εμπεριστατωμένην μελέτην περί της αγοράς των πυρηνελαίων συμπεριλαμβανομένων των μιγμάτων των ελαίων τούτων μετά ελαιολάδου, κυρίως τας επιπτώσεις της εμπορίας των εν λόγω προϊόντων επί του συνόλου του ελαϊκής οικονομίας.
2. Εκάστη των προαναφερθεισών ονομασιών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων διαφόρων ποιοτήτων, πρέπει να ανταποκρίνεται εις τα κριτήρια ποιότητος τα καθοριζόμενα συμφώνως προς τας συστάσεις αι οποίαι μνημονεύονται εν τη παραγράφω 2 του άρθρου 28, σχετικώς με τούς κανόνας δια τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου.
3. Αι οριζόμεναι ονομασίαι εις την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου είναι υποχρεωτικαί δια το διεθνες εμπόριον και πρέπει να χρησιμοποιώνται δι` εκάστην ποιότητα ελαιολάδου και πυρηνελαίου και να εμφανίζωνται δια λίαν ευαναγνώστων χαρακτήρων εφ` όλων των συσκευασιών.
4. Το Συμβούλιον θα καθορίση προκειμένου δια τα κριτήρια ποιότητος ως αναγράφεται εν τη παραγράφω 2 του άρθρου 28, ενιαίους κανόνας οι οποίοι θα εφαρμόζωνται κατά τας συναλλαγάς εις το διεθνές εμπόριον. Εως ότου συντελεσθή ο εν λόγω καθορισμός, γίνεται παραπομπή εις τους χρησιμοποιουμένους συνήθως κανόνας κατά τα εν λόγω συναλλαγάς, κυρίως εις τους συνιστωμένους υπό του Συμβουλίου κανόνας εντός των πλαισίων των δραστηριοτήτων αυτού.
Άρθρον 12.
1. Τα Μέλη αναλαμβάνονν την υποχρέωσιν να λάβουν, εντός της ταχυτέρας προθεσμίας και το βραδύτερον, προ της εκπνοής της παρούσης Συμφωνίας, όλα τα μέτρα τα οποία, υπό την προσήκουσαν μορφήν της οικείας νομοθεσίας αυτών, εξασφαλίζουν την εφαρμογήν των βασικών αρχών και διατάξεων των αναγραφομένων εις τα άρθρα 11 και 13 και θα καταβάλλουν προσπάθειαν δια την εφαρμογήν αυτών εις το εξωτερικόν εμπόριόν των.
2. Τα Μέλη υποχρεούνται ιδία να απαγορεύουν και να κολάζουν την χρησιμοποίησιν εντός των εδαφών των δια το διεθνές εμπόριον, των ενδείξεων και των ονομασιών προελεύσεως και των ονομασιών ελαιολάδων και πυρηνελαίων αι οποίαι είναι αντίθετοι προς τας εν λόγω βασικάς αρχάς. Η υποχρέωσις αύτη αφορά απάσας τας μνείας τας τιθεμένας επί συσκευασιών, των τιμολογίων, των φορτωτικών και εμπορικών εγγράφων ή των χρησιμοποιουμένων εις τας διαφημίσεις, τα εμπορικά σήματα, τας καταχωριζομένας ονομασίας και τας εικονογραφήσεις τας ανεφερομένσς εις το διεθνές εμπόριον ελαιολάδων και πυρηνελαίων εφ` όσον αι μνείαι αύται θα ηδύναντο να αποτελέσουν ψευδείς ενδείξεις ή να προκαλέσουν σύγχυσιν όσον αφορά εις την παραγωγήν, την προέλευσιν ή την ποιότητα των ελαιολάδων και πυρηνελαίων.
Άρθρον 13.
1. Αι ενδείξεις προελεύσεως, οσάκις δίδονται, δεν δύνανται να εφαρμόζωνται ειμή μόνον εις παρθένα ελαιόλαδα τα οποία παράγονται και προέρχονται αποκλειστικώς από την αναφερομένην χώραν, περιοχήν ή τοποθεσίαν. Αι ονομασίαι προελεύσεως οσάκις δίδονται δεν δύνανται να εφαρμόζωνται ειμή μόνον δια τα παρθένα εξαιρετικά (ΕΧΤRΑ) ελαιόλαδα τα οποία παράγονται και προέρχονται αποκλειστικώς από την αναφερομένην χώραν, περιοχήν ή τοποθεσίαν. Επί πλέον, αι ενδείξεις προελεύσεως και αι ονομασίαι προελεύσεως δεν δύνανται να χρησιμοποιώνται ειμή μόνον συμφώνως προς τους προβλεπομένονς υπό του δικαίου όρους της χώρας προελεύσεως.
2. Τα μίγματα παρθένου και ανακαθαρισμένου (ραφιναρισμένου) ελαιολάδου δύνανται να αποτελέσουν τύπους των οποίων τα χαρακτηριστικά δύνανται να καθορίζωνται από κοινού μεταξύ των αγοραστών και πωλητών.
Οιοσδήποτε και αν είναι ο τόπος παραγωγής τούτων, δεν δύνανται να φέρουν ειμή μόνον την ένδειξιν προελεύσεως της χώρας εξαγωγής. Εν τούτοις, όταν τα έλαια έχουν συσκευασθή και εξαχθή από την χώραν η οποία προμηθεύει τα παρθένα εξαιρετικά (ΕΧΤRΑ) ελαιόλαδα τα οποία συνθέτουν το μίγμα, δύνανται να λάβουν την ονομασίαν προελεύσεως τον παρθένου ελαιολάδου το οποίον συμμετέχει εις την σύνθεσιν του εν λόγω μίγματος. Οσάκις γίνεται χρήσις της ειδικής ονομασίας (RIVIERA), κοινώς γνωστής εις το διεθνές εμπόριον ελαιολάδου δια μίγματος παρθένου εξαιρετικού (ΕΧΤRA), ελαιολάδου και ανακαθαρισμένου (ραφιναρισμένου) ελαιολάδου, της ονομασίας ταύτης πρέπει να προηγείται υποχρεωτικώς η λέξις “τύπος”. Η λέξις “τύπος” πρέπει να αναγράφεται επί παντός μέσου συσκευασίας, δια τυπογραφικών χαρακτήρων των αυτών διαστάσεων και της αυτής εμφανίσεως με την λέξιν “RIVIERA”.
Άρθρον 14.
1. Αι αμφισβητήσεις επί των ενδείξεων προελεύσεως και των ονομασιών προελεύσεως αι οποίαι εγείρονται εκ της ερμηνείας ή των δυσχερειών εφαρμογής των όρων του παρόντος κεφαλαίου και δεν θα ηδύναντο να επιλυθούν δι` απ` ευθείας διαπραγματεύσεων θα εξετάζωνται υπό του Συμβουλίου.
2. Το Συμβούλιον καταβάλλει προσπαθείας συμβιβασμού, κατότιν γνώμης υπό της Συμβουλευτικής Εκτελεστικής Επιτροπής προβλεπομένης εν τη παραγράφω 1 του άρθρου 40 και κατόπιν διαβουλεύσεως της Διεθνούς Οργανώσεως Πνευματικής Ιδιοκτησίας, της Διεθνούς Ομοσπονδίας ελαιοπαραγωγών, μιας ανεγνωρισμένης επαγγελματικής οργανώσεως, ενός κυρίως εισαγωγικού Μέλους εάν θεωρηθή τούτο αναγκαίον και του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου και των ειδικών Διεθνών Ιδρυμάτων αναλυτικής χημείας. Εις περίπτωσιν αποτυχίας και αφού θα έχουν εξαντλήσει όλα τα μέσα δια την επίτευξιν συμφωνίας, τα ενδιαφερόμενα Μέλη, έχουν το δικαίωμα ως τελικήν ένστασιν να προσφύγουν εις το Διεθνές Δικαστήριον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VΙΙ.
Διεθνής διαφήμησις υπέρ της καταναλώσεως ελαιολάδου. Προγράμματα διαφημίσεως.
Άρθρον 15.
1. Τα μέλη τα οποία συνεισφέρονν εις το αναφερόμενον εις την παράγραφον 3 τον παρόντος άρθρου Ταμείον Διαφημίσεως υποχρεούνται να αναλαμβάνουν από κοινού γενικήν δραστηριότητα διαφημίσεως υπέρ του ελαιολάδου προς διατήρησιν και αύξησιν της καταναλώσεως τον είδους τούτου διατροφής εν τω κόσμω χρησιμοποιούντα την ονομασίαν “ελαιόλαδον” ως αύτη ορίζεται εις το άρθρον 10.
2. Η εν λόγω δραστηριότης έχει χαρακτήρα διαφημιστικόν και εκπαιδευτικόν και αναφέρεται εις τα οργανοληπτικά και χημικά χαρακτηριστικά και, εν ανάγκη, εις τας θρεπτικάς, θεραπευτικάς και λοιπάς ιδιότητας του ελαιολάδου, εξαιρουμένης πάσης ενδείξεως όσον αφορά την ποιότητα, την καταγωγήν και την προέλευσιν.
3. Οι πόροι του Ταμείου Διαφημίσεως χρησιμοποιούνται λαμβανομένων υπ` όψιν των κάτωθι κριτηρίων:
α) σημασία της καταναλώσεως δια την διατήρησιν και, εάν είναι δυνατόν, την ανάπτυξιν των ήδη υπαρχόντων κέντρων καταναλώσεως,
β) δημιουργία νέων κέντρων καταναλώσεως του ελαιολάδου,
γ) αποδοτικότης διατεθέντων χρημάτων δια την διαφήμισιν.
Άρθρον 16.
Τα δυνάμει του άρθρου 15 αναλαμβανόμενα γενικά και επί μέρους προγράμματα διαφημίσεως τα οποία αποφασίζονται υπό του Συμβουλίου, αναλόγως των πόρων οι οποίοι έχουν τεθή εις την διάθεσιν αυτού, προς τον σκοπόν τούτον και αναλόγως προς τας κατωτέρω απόψεις και γνώμας:
α) Προσανατολισμός κατά προτεραιότητα δίδεται δια τας διαφημιστικάς δραστηριότητας εις τας κυρίως καταναλωτικάς χώρας και τας χώρας εις τας οποίας η κατανάλωσις ελαιολάδου παρουσιάζει δυνατότητα να αυξηθή,
β) συμβουλαί από τους καταλλήλους οργανισμούς και ιδρύματα.
Άρθρον 17.
Το Συμβούλιον είναι επιφορτισμένον με την διαχείρισιν των πόρων των προοριζομένων δια την κοινήν διαφήμισιν, καταρτίζει έκαστον έτος, ως παράρτημα του οικείου αυτού Προϋπολογισμού προσωρινήν κατάστασιν προβλέπουσαν τα έσοδα και τα έξοδα τα προοριζόμενα δια την διαφήμισιν ταύτην.
Άρθρον 18.
Ταμείον προπαγάνδας.
1. Τα κυρίως παραγωγικά Μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν να θέτουν εις την διάθεσιν τον Συμβουλίου, δι` έκαστον ημερολογιακόν έτος, δια την κοινήν διαφήμισιν ποσόν ίσον προς 300.000 δολλάρια Η.Π.Α. και πληρωτέον εις το νόμισμα τούτο. Ει τούτοις, το Συμβούλιον δύναται να αποφασίση κατά ποίαν αναλογίαν έκαστον Μέλος θα δύναται να καταβάλη την συνεισφοράν αυτού εις έτερα ελευθέρως μετατρεπόμενα νομίσματα. Το ανωτέρω ποσόν των 300.000 δολλαρίων δύναται να αυξηθή υπό του Συμβουλίου, χωρίς εν τούτοις να υπερβαίνη τα 500.000 δολλάρια, υπό τον όρον, εφ` ενός, ότι η συνεισφορά ουδενός Μέλους δεν αυξάνεται άνευ της συγκαταθέσεως αυτού, και, αφ` ετέρου, ότι πάσα τροποποίησις των συντελεστών των αναφερομένων εις την παράγραφον 3 του παρόντος άρθρου, η οποία δύναται να λάβη χώραν με την ευκαιρίαν ταύτην, απαιτεί ομόφωνον απόφασιν των κυρίως παραγωγικών μελών. Το ανωτέρω ποσόν των 300.000 δολλαρίων δύναται να μειωθή εάν η συνολική παραγωγή των Μελών αντιπροσωπεύη ποσοστόν ολιγώτερον του 80% της παγκοσμίου παραγωγής ελαιολάδου κατά την περίοδον συγκρίσεως την αναφερομένην εις τα εδάφια (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3. Εις την περίπτωσιν ταύτην, το ποσόν των 300.000 δολλαρίων ορίζεται εις ποσόν ανάλογον προς το κλάσμα το οποίον αντιπροσωπεύει το ποσόν των παραγωγών των κυρίως παραγωγικών Μελών, εν σχέσει με την παγκόσμιον παραγωγήν.
2. Κατόπιν ειδικής συμφωνίας με το Συμβούλιον, τα κυρίως εισαγωγικά Μέλη δύνανται να καταβάλουν συνεισφοράς εις το Ταμείον Διαφημίσεως. Αι συνεισφοραί αύται προστίΘενται εις το ποσόν του Ταμείου Διαφημίσεως το οποίον καθορίζεται κατ` εφαρμογήν της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.
3. Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παραγράφου 4 τον παρόντος άρθρου, τα κυρίως παραγωγικά Μέλη συνεισφέρουν εις το Ταμείον Διαφημίσεως αναλόγως της σημασίας αυτών εις την Διεθνή ελαϊκήν οικονομίαν, συμφώνως προς καθοριζόμενον συντελεστήν δι` έκαστον εξ αυτών συναρτήσει της μέσης παραγωγής, των κατά μέσον όρον καθαρών εξαγωγών ή εισαγωγών ελαιολάδου εκάστου των Μελών, κατά τας ελαιοκομικάς περιόδους και τα ημερολογιακά έτη τα αναφερόμενα εις τα εδάφια (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 κατ` αναλογίαν 20% δια την παραγωγήν και 80% δια τας καθαράς εξαγωγάς ή εισαγωγάς.
4. Δια την Κοινότητα, αι καθαραί εξαγωγαί ή εισαγωγαί ελαιολάδου κατά τα ημερολογιακά έτη τα αναφερόμενα εις τα εδάφια (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3 καθορίζονται κατόπιν αφαιρέσεως των ενδοκοινοτικών συναλλαγών.
5. Αι συνεισφοραί εις το Ταμείον Διαφημίσεως οφείλονται δι` ολόκληρον το ημερολογιακόν έτος. Η ετησία συνεισφορά εκάστου κυρίως παραγωγικού Μέλους είναι απαιτητή την πρώτην φοράν αφ` ης καθίσταται τούτο προσωρινόν ή οριστικόν μέλος και ακολούθως την πρώτην Ιανουαρίου εκάστου έτους.
6. Δια την είσπραξιν των συνεισφορών εις το Ταμείον Διαφημίσεως και εις περίπτωσιν καθυστερήσεως της καταβολής των συνεισφορών τούτων εφαρμόζονται αι διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 38.
7. Κατά την λήξιν της παρούσης Συμφωνίας, εκτός παρατάσεως, συνεχίσεως ή ανανεώσεως ταύτης τα μη ενδεχομένως χρησιμοποιηθέντα δια την διαφήμησιν ποσά θα τίθενται εις την διάθεσιν των Μελών κατ` αναλογίαν του συνόλου των συνεισφορών αυτών εις την διαφήμισιν κατά την διάρκειαν της Διεθνούς Συμφωνίας του 1956 τον ελαιολάδου, της Διεθνούς Συμφωνίας του 1963 του ελαιολάδου και της παρούσης Συμφωνίας.
8. α) Εις απάσας τας αποφάσεις τας σχετικάς με την διαφήμισιν έκαστον κυρίως παραγωγικόν Μέλος διαθέτει αριθμόν ψήφων ανάλογον με την συνεισφοράν αυτού εις το Ταμείον Διαφημίσεως συμφώνως προς το παρόν άρθρον. Εκαστον κλάσμα ψήφου προκύπτον εκ της εφαρμογής του συντελεστού του καθοριζομένου συμφώνως προς τας διατάξεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου υπολογίζεται ως μία ψήφος.
β) Οταν εν Μέλος συνάπτη κατ` εφαρμογήν της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ειδικήν συμφωνίαν μετά του Συμβουλίου δια την καταβολήν συνεισφοράς εις το Ταμείον Διαφημίσεως αποκτά αριθμόν ψήφων ανάλογον προς την συνεισφοράν αυτού, υπό τον όρον ότι η συμφωνία αύτη αφορά την περίοδον η οποία απομένει μέχρι της εκπνοής της παρούσης Συμφωνίας.
γ) Αι σχετικαί με την διαφήμισιν αποφάσεις λαμβάνονται δια πλειοψηφίας των τεσσάρων πέμπτων των ψήφων των παρεχομένων υπό των Μελών τα οποία συνεισφέρουν εις το ταμείον Προπαγάνδας και εις τας οποίας περιλαμβάνονται αι ψήφοι της πλειοψηφίας των Μελών αυτών τα οποία έχουν δικαίωμα ψήφου.
Άρθρον 19.
Η τεχνική εκτέλεσις των προγραμμάτων διαφημίσεως δύναται να ανατίθεται υπό του Συμβουλίου εις εξειδικευμένους οργανισμούς της εκλογής του, αντιπροσωπευτικούς των ελαιοκομικών δραστηριοτήτων και μεταξύ άλλων εις την Διεθνή Ομοσπονδίαν ελαιοπαραγωγών.
Άρθρον 20.
Το Συμβούλιον δύναται να λαμβάνη δωρεάς Κυβερνήσεων ή εξ άλλων προελεύσεων δια την κοινήν διαφήμισιν. Οι ενδεχόμενοι ούτοι πόροι προστίθενται εις το συνολικόν ποσόν του Ταμείου Διαφημίσεως ως προσδιορίζεται δυνάμει του άρθρου 18.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ VΙΙΙ
Οικονομικά μέτρα.
Άρθρον 21.
1. Εν τω πλαισίω των γενικών αντικειμενικών σκοπών των οριζομένων εν τω πρώτω άρθρω, το Συμβούλιον, δια να συμβάλη εις την ρύθμισιν της αγοράς του ελαιολάδου και δια να θεραπεύση όλας τας ασταθείας μεταξύ της διεθνούς προσφοράς και ζητήσεως, αι οποίαι προέρχονται εκ της μη κανονικότητος των εσοδειών ή εξ ετέρων αιτίων, προβαίνει, εις την αρχήν εκάστης ελαιοκομικής περιόδου εις λεπτομερή εξέτασιν των ισολογισμών ελαιολάδου και εις συνολικήν εκτίμησιν των πηγών και των αναγκών εις ελαιόλαδον, βάσει των παρασχεθεισών πληροφοριών υφ` εκάστου Μέλους, συμφώνως προς το άρθρον 7, των πληροφοριών αι οποίαι δύνανται να τω παρασχεθώσιν υπό των Κυβερνήσεων Κρατών μη Μελών της παρούσης Συμφωνίας ενδιαφερομένων δια το διεθνές εμπόριον ελαιολάδου και παντός ετέρου καταλλήλου στατιστικού στοιχείου τα οποία θα ηδύνατο να έχη εις την διάθεσίν του.
2. Εκαστον έτος, την 31ην Μαϊου το βραδύτερον, το Συμβούλιον, λαμβάνον υπ` όψιν όλας τας πληροφορίας τας οποίας έχει εις την διάθεσίν του, την ημερομηνίαν αυτήν προβαίνει εις νέαν εξέτασιν της καταστάσεως της αγοράς και εις νέαν συνολικήν εκτίμησιν των πηγών και των αναγκών εις ελαιόλαδον και δύναται δε να προτείνη εις τα Μέλη τα μέτρα τα οποία κρίνει κατάλληλα.
3. Συνίσταται Οικονομική Επιτροπή η οποία συνεδριάζει κανονικώς δι` ανταλλαγήν απόψεων επί της διεθνούς καταστάσεως της αγοράς του ελαιολάδου προς αναζήτησιν λύσεων επί των δυσχερειών αι οποίαι θα ηδύνατο να διαταράξουν το διεθνές εμπόριον του ελαιολάδου.
Άρθρον 22.
1. Το Συμβούλιον επιφορτίζεται να εκνονή μελέτας δια να υποβάλη εις τα Μέλη συστάσεις (προς τον σκοπόν) ίνα επιτευχθή ισορροπία μεταξύ της παραγωγής και της καταναλώσεως και γενικώτερον, ρύθμισις μακροπροθέσμως της αγοράς του ελαιολάδου δια της εφαρμογής καταλλήλων μέτρων, μεταξύ των οποίων, εκείνα τα οποία ευνοούν την διάθεσιν του ελαιολάδου εις ανταγωνιστικάς τιμάς εις το στάδιον της καταναλώσεως ίνα προσεγγίσουν αι τιμαί ελαιολάδου προς τας τιμάς ετέρων βρωσίμων φυτικών ελαίων, κυρίως δια της χορηγήσεως οικονομικών ενισχύσεων.
2. Δια τοιαύτην ρύθμισιν, το Συμβούλιον αναλαμβάνει επίσης την υποχρέωσιν να επιφέρη τας αναγκαίας λύσεις εις τα προβλήματα τα οποία δύνανται να ανακύψουν κατά την εξέλιξιν της διεθνούς αγοράς ελαιολάδου δια των καταλλήλων τρόπων λαμβανομένων υπ` όψιν των ασταθειών της αγοράς αι οποίαι προέρχονται εκ των διακυμάνσεων της παραγωγής ή εξ άλλων αιτίων.
Άρθρον 23.
Οταν το Κοινόν Ταμείον το προβλεπόμενον δια της αποφάσεως 93 (ΙV) της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών δια το Εμπόριον και την Ανάπτυξιν, και του οποίου τα βασικά στοιχεία διατυπούνται εις την απόφασιν 1 (ΙΙΙ) την οιοθετηθείσαν την 19ην Μαρτίου 1979 υπό της Διασκέψεως της διαπραγματεύσεως, των Ηνωμένων Εθνών, περί συστάσεως Κοινού Ταμείου, θα δυνηθή να λειτουργήση εν τω πλαισίω του ολοκληρωμένου προγράμματος δια τα βασικά προϊόντα, το Συμβούλιον θα εξετάση συμφώνως προς τας αποφάσεις αυτάς, τα μέτρα τα οποία θα ηδύνατο να λάβη δια να χρησιμοποιήση πλήρως τας προσφερομένας οικονομικάς δυνατότητας υπό του εν λόγω Ταμείου και θα δύναται να προβή εις τας καταλλήλους συστάσεις επί του αντικειμένου αυτού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΧ.
Ετερα προϊόντα του ελαιοδένδρου.
Άρθρον 24.
1. Εν τω πλαισίω των γενικών αντικειμενικών σκοπών των οριζομένων εν τω πρώτω άρθρω, το Συμβούλιον ζητεί την στενήν συνεργασίαν όλων των Μελών αυτού δια την ανακοίνωσιν των απαραιτήτων στοιχείων, όσον αφορά εις τας επιτραπεζίους ελαίας και τα λοιπά προϊόντα του ελαιοδένδρου.
2. Το Συμβούλιον προβαίνει, κατά την έναρξιν εκάστης ελαιοκομικής περιόδου εις λεπτομερή εξέτασιν ποσοτικήν και ποιοτικήν των ισολογισμών των βρωσίμων ελαιών, βάσει των ανωτέρω στοιχείων, εκείνων τα οποία είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν εις τούτο υπό των Κυβερνήσεων Κρατών μη Μελών της παρούσης Συμφωνίας, ενδιαφερομένων δια το διεθνές εμπόριον των βρωσίμων ελαιών και παντός ετέρου στατιστικού υλικού το οποίον θα ηδύνατο να έχη εις την διάθεσιν του επί του θέματος τούτου.
3. Εκαστον έτος, την 31ην Μαϊου το βραδύτερον, το Συμβούλιον λαμβάνον υπ` όψιν παν στοιχείον το οποίον έχει εις την διάθεσίν του κατά την ημερομηνίαν ταύτην, προβαίνει εις νέαν εξέτασιν της καταστάσεως της αγοράς και εις καθολικήν εκτίμησιν των πηγών και των αναγκών εις βρωσίμους ελαίας, δύναται δε να προτείνη εις τα Μέλη τα μέτρα τα οποία κρίνει ενδεδειγμένα.
Άρθρον 25.
Το Συμβούλιον θα συνεχίση τας καταλλήλους μελέτας όσον αφορά εις:
α) Την υιοθέτησιν και την εφαρμογήν ενός διεθνούς τύπου συμβολαίου δια τας αγοραπωλησίας των βρωσίμων ελαιών.
β) Τας διατάξεις δια τον συμβιβασμόν δια τας ενδεχομένας αμφισβητήσεις κατά τας διεθνείς συναλλαγάς των βρωσίμων ελαιών.
γ) Την υιοθέτησιν ενιαίων κανόνων ποιότητος προς εφαρμογήν εις τας βρωσίμους ελαίας.
δ) Την βιολογικήν αξίαν των βρωσίμων ελαιών δια της εξάρσεως των ποιοτικών ιδιοτήτων τας οποίας έχουν.
Άρθρον 26.
1. Το Συμβούλιον αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να προωθή τας μελέτας των αγορών αι οποίαι κρίνονται ενδεδειγμέναι ίνα ενθαρρύνουν την αύξησιν της καταναλώσεως βρωσίμων ελαιών. Το Συμβούλιον θα αποστείλη ταύτας εις τα Μέλη εφ` όσον κρίνουν ταύτας αναγκαίας.
2. Προς τούτο, το Συμβούλιον θα καταβάλλη προσπαθείας ίνα διευκολύνη τας υπό διαφόρους μορφάς ενισχύσεις, ως και τας περιλαμβανομένας εις το οικονομικόν πρόγραμμα, εις άπαντα τα Μέλη ή εις εκείνα εξ αυτών τα οποία ενδεχομένως έχουν ανάγκη τούτων, αι οποίαι δύνανται να παρασχεθούν υπό των διεθνών ή άλλων ειδικών οργανισμών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Χ.
Διοίκησις.
Άρθρον 27.
Διεθνές Συμβούλιον ελαιολάδου.
Το Διεθνές Συμβούλιον ελαιολάδου ειναι επιφορτισμένον με την διατήρησιν και την λειτουργίαν της παρούσης Συμφωνίας.
Άρθρον 28.
Καθήκοντα του Συμβουλίου.
1. Το Συμβούλιον εν τω πλαισίω των λειτουργιών αίτινες του ανατίθενται επί τη βάσει των όρων της παρούσης Συμφωνίας:
α) Ασκεί πάσαν αρμοδιότητα και δέον να εκπληροί ή να εποπτεύη δια την πραγματοποίησιν των λειτουργιών αι οποίαι είναι αναγκαίαι δια την εφαρμογήν των επιτακτικών διατάξεων της παρούσης Συμφωνίας, καθώς επίσης, και, γενικώτερον δια την διατήρησιν και λειτουργίαν της Συμφωνίας.
β) Επιφορτίζεται να προωθή πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την αρμονικήν ανάπτυξιν της διεθνούς ελαϊκής οικονομίας δια παντός μέσου και ενθαρρύνσεως εν τη εξουσία του εις τους τομείς της παραγωγής, της καταναλώσεως και των διεθνών συναλλαγών, λαμβανομένης υπ` όψιν της μεταξύ αυτών σχέσεως.
2. Το Συμβούλιον εξετάζει τα μέσα δια να εξασφαλίση την ανάπτυξιν των διεθνών συναλλαγών και την αύξησιν της καταναλώσεως ελαιολάδου. Είναι κυρίως επιφορτισμένον να προβαίνη εις πάσαν ενδεδειγμένην σύστασιν προς τα Μέλη όσον αφορά εις:
α) Την υιοθέτησιν και την εφαμογήν διεθνούς τύπου συμβολαίου δια τας συναλλαγάς των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων.
β) Την σύστασιν και λειτουργίαν γραφείου συνδιαλλαγής και διεθνούς διαιτησίας δια τας ενδεχομένας αμφισβητήσεις κατά τας συναλλαγάς των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων.
γ) Την ενοποίησιν των σχετικών κανόνων με τα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου και του πυρηνελαίου.
δ) Την ενοποίησιν των μεθόδων αναλύσεως.
3. Το Συμβούλιον λαμβάνει πάντα τα κατάλληλα μέτρα τα αποβλέποντα εις την σύνταξιν κώδικος θεμιτών και παγίων εθίμων τον διεθνούς εμπορίου ελαιολάδου και πυρηνελαίου, κυρίως όσον αφορά εις τα περιθώρια ανοχής (περιθώρια ποσοστού ξένων υλών, ύδατος κ.λ.π.).
4. Το Συμβούλιον λαμβάνει πάντα τα μέτρα τα οποία κρίνει χρήσιμα δια την καταστολήν του αθεμίτου συναγωνισμού επί διεθνούς πεδίου ως και εκ μέρους Κρατών τα οποία δεν συμμετέχουν της παρούσης Συμφωνίας ή των υπηκόων των Κρατών αυτών.
5. Το Συμβούλιον δύναται επίσης να αναλαμβάνη μελέτας επί των αναφερομένων αντικειμένων εις το εδάφιον (β) της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Επί πλέον το Συμβούλιον είναι εξουσιοδοτημένον όπως αναλαμβάνη ή αναθέτη την εκτέλεσιν άλλων εργασιών, ιδία την αναζήτησιν λεπτομερών πληροφοριών αναφερομένων εις ειδικήν βοήθειαν, υπό διαφόρους μορφάς εις τας δραστηριότητας ελαιοπαραγωγής ώστε να δυνηθή να διατυπώση απάσας τας υποδείξεις και συστάσεις τας οποίας κρίνει προσφόρους δια την επίτευξιν των γενικών αντικειμενικών σκοπών των απαριθμουμένων εν τω πρώτω άρθρω.
Απασαι αι μελέται και εργασίαι αύται δέον ιδία να αναφέρωνται εις τον κατά το δυνατόν μεγαλύτερον αριθμόν χωρών, ή ομάδων χωρών και να λαμβάνουν υπ` όψιν τας γενικάς, κοινωνικάς και οικονομικάς συνθήκας των ενδιαφερομένων χωρών.
6. Το Συμβούλιον καταρτίζει τας διαδικασίας συμφώνως προς τας οποίας τα Μέλη, πληροφορούν εις τούτο τα συμπεράσματα εις τα οποία κατέληξαν, η εξέτασις των συστάσεων και των υποδείξεων αι οποίαι αναφέρονται εν τω παρόντι άρθρω ή απορρέουν εκ της εφαρμογής της παρούσης Συμφωνίας.
Άρθρον 29.
1. Το Συμβούλιον καταρτίζει εσωτερικόν κανονισμόν σύμφωνον προς τας διατάξεις της παρούσης Συμφωνίας.
Τηρεί και ενημερώνει τα βιβλία και τα στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία εις τούτο δια την εκπλήρωσιν των υπό της παρούσης Συμφωνίας ανατιθεμένων αυτώ λειτουργειών καθώς επίσης και παν έτερον κατά την κρίσιν του στοιχείον ή βιβλίον. Εν περιπτώσει ασυμφωνίας μεταξύ του ούτω δεκτού γενομένου εσωτερικού κανονισμού και των διατάξεων της παρούσης Συμφωνίας υπερισχύει η Συμφωνία.
2. Το Συμβούλιον καταρτίζει, προετοιμάζει και δημοσιεύει απάσας τας εκθέσεις, μελέτας, γραφικάς παραστάσεις, αναλύσεις ή έτερα έντυπα τα οποία δύναται να κρίνη χρήσιμα και απαραίτητα.
3. Το Συμβούλιον δημοσιεύει άπαξ τουλάχιστον κατ` έτος έκθεσιν περί των δραστηριοτήτων αυτού και επί των λειτουργιών της παρούσης Συμφωνίας.
4. Το Συμβούλιον δύναται να διορίζη ειδικάς επιτροπάς τας οποίας κρίνει χρησίμους δια την βοήθειάν του εν τη εκπληρώσει των δια την άσκησιν ανατιθεμένων λειτουργιών δια της παρούσης Συμφωνίας.
5. Το Συμβούλιον ασκεί πάσαν άλλην αναγκαίαν λειτουργίαν δια την εκτέλεσιν των διατάξεων της παρούσης Συμφωνίας.
Άρθρον 30.
Σύνθεσις του Συμβουλίου.
1. Εκαστον Μέλος έχει το δικαίωμα ψήφου. Εχει το δικαίωμα να αντιπροσωπεύηται εις το Συμβούλιον δι` ενός αντιπροσώπου και δύναται να ορίζη αναπληρωτάς.
Ο αντιπρόσωπος και οι αναπληρωταί δύνανται να συνοδεύωνται κατά τας συσκέψεις του Συμβουλίου υπό τόσων συμβούλων όσους έκαστον Μέλος κρίνει αναγκαίον.
2. Το Συμβούλιον εκλέγει, μεταξύ των μελών, των αντιπροσωπειών ένα πρόεδρον ο οποίος δεν έχει το δικαίωμα ψήφου, και εκτελεί τα καθήκοντά του επί μίαν ελαιοκομικήν περίοδον.
Εις ην περίπτωσιν ο Πρόεδρος είναι αντιπρόσωπος έχων δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα τούτο εκτελεί έτερον μέλος της αντιπροσωπείας αυτού. Ο Πρόεδρος δεν αμείβεται.
3. Το Συμβούλιον εκλέγει, επίσης, μεταξύ των Μελών των αντιπροσωπειών τον αντιπρόεδρον.
Εάν ο Αντιπρόεδρος είναι αντιπρόσωπος έχων δικαίωμα ψήφου, εκτελεί το δικαίωμα τούτο εκτός της περιπτώσεως καθ` ην αναλαμβάνει καθήκοντα Προέδρου, οπότε μεταβιβάζει το δικαίωμα τούτο εις έτερον μέλος της αντιπροσωπείας αυτού.
Ο Αντιπρόεδρος ασκεί τα καθήκοντα αυτού επί μίαν ελαιοκομικήν περίοδον και δεν αμείβεται.
Άρθρον 31.
Συνεδριάσεις του Συμβουλίου
1. Το Συμβούλιον έχει την έδραν τον εν Μαδρίτη εκτός εάν αποφασίζη διαφοροτρόπως.
Συνεδριάζει εις Μαδρίτην εκτός εάν αποφασίζη, κατ` εξαίρεσιν να πραγματοποιήση ειδικήν σύνοδον εις έτερον τόπον.
Εάν Μέλος τις προσκαλεί το Συμβούλιον να συνεδριάση εκτός της έδρας και ληφθή απόφασις σύμφωνος με την πρόσκλησιν ταύτην, το Μέλος τούτο αναλαμβάνει τας συμπληρωματικάς δαπάνας αι οποίαι θα προκύψουν, εκ της συνεδριάσεως αυτής εις τον προϋπολογισμόν του Συμβουλίου.
2. Το Συμβούλιον συνέρχεται τουλάχιστον δις του έτους λαμβανομένων υπ` όψιν ιδία των διατάξεων του άρθρου 21.
3. Το Συμβούλιον δύναται να συνέλθη εις οιανδήποτε στιγμήν οσάκις ο Πρόεδρος θελήσει τούτο.
Ο Πρόεδρος συγκαλεί, επίσης, το Συμβούλιον οσάκις ζητήσωσι τούτο:
α) Πέντε Μέλη ή
β) Εν ή περισσότερα Μέλη κατέχοντα τουλάχιστον το 10 τοις 100 του συνόλου των ψήφων.
4. Αι προσκλήσεις δια τας συνόδους περί ων η παράγραφος 2 του παρόντος άρθρου, δέον να αποστέλλωνται τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας προ της ημερομηνίας της πρώτης συνεδριάσεως εκάστης συνόδου. Αι προσκλήσεις δια τας συνόδους περί ων η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου δέον να αποστέλλωνται δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρας προ της ημερομηνίας της πρώτης συνεδριάσεως εκάστης συνόδου.
Άρθρον 32.
1. Η απαιτουμένη απαρτία δι` εκάστην συνεδρίασιν του Συμβουλίου συνίσταται εις την παρουσίαν των αντιπροσωπειών της πλειονότητος των Μελών των κατεχόντων τουλάχιστον τα δύο τρίτα του σύνολου των ψήφων.
2. Εάν δεν υπάρχει απαρτία η συνεδρίασις του Συμβουλίου γίνεται 24 ώρας βραδύτερον και η απαιτουμένη απαρτία συνίσταται εις την παρουσίαν αντιπροσώπων της πλειονότητος των Μελών των κατεχόντων τουλάχιστον το 50% του συνόλου των ψήφων.
Άρθρον 33.
Το Συμβούλιον δύναται να λαμβάνη αποφάσεις, άνευ συνεδριάσεων δι` ανταλλαγής αλληλογραφίας, μεταξύ του Προέδρου και των Μελών υπό την επιφύλαξιν, ότι ουδέν Μέλος θα φέρη αντίρρησιν εις την διαδικασίαν ταύτην. Πάσα απόφασις τοιουτοτρόπως λαμβανομένη ανακοινούται το δυνατόν ταχύτερον εις άπαντα τα μέλη και καταχωρείται εις τα πρακτικά της επομένης συνεδριάσεως του Συμβουλίου.
Άρθρον 34.
1. Ο παρεχόμενος αριθμός ψήφων εις έκαστον Μέλος καθορίζεται δια την διάρκειαν της παρούσης Συμφωνίας συμφώνως πρός τον τύπον η = Ρ + Ι + 5, χωρίς ο αριθμός ούτος να δύναται να υπερβή τους 450.
Εις τον τύπον τούτον:
η Παριστά τον αριθμόν των παρεχομένων ψήφων κατά Μέλος.
Ρ Παριστά εις χιλιάδας μετρικούς τόννους τον μέσον όρον ετησίως της παραγωγής ελαιολάδου, κατά τας ελαιοκομικάς περιόδους 1972/73-1977/78, το κλάσμα χιλιάδος μετρικών τόννων άνω του ακεραίου αριθμού δεν υπολογίζεται.
Ι Παριστά εις χιλιάδας μετρικούς τόννους τον μέσον ετήσιον όρον των καθαρών εισαγωγών ελαιολάδου κατά τα ημερολογιακά έτη 1973-1978, το κλάσμα χιλιάδος μετρικών τόννων άνω του ακεραίου αριθμού δεν υπολογίζεται.
5 Παριστά τον αριθμόν βασικών ψήφων παρεχομένων εις έκαστον Μέλος, ανήκον εις εκάστην ομάδα Μελών.
2. Παρά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου η Κοινότης συμφώνως προς την παράγραφον 3 του άρθρου 3, θεωρείται συγχρόνως ως Μέλος κυρίως παραγωγικόν και ως Μέλος κυρίως εισαγωγικόν, ο αριθμός ψήφων ο οποίος της παρέχεται εις εκάστην των δύο ομάδων Μελών καθορίζεται:
αφ` ενός, ως Μέλος κυρίως παραγωγικόν, συμφώνως προς τον τύπον: η = Ρ + 5
αφ` ετέρου, ως Μέλος εισαγωγικόν, συμφώνως προς τον τύπον η = 1 + 5, δοθέντος ότι το Ι υπολογίζεται κατόπιν αφαιρέσεως των ενδοκοινοτικών συναλλαγών, χωρίς να δύναται ο αριθμός των ψήφων ο οποίος παρέχεται εις την Κοινότητα να υπερβή τους 450 εις την μίαν ή την άλλην ομάδα Μελών.
Άρθρον 35.
Αποφάσεις του Συμβουλίου.
1. Εκτός αντιθέτου διατάξεις προς την παρούσαν Συμφωνίαν και υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων αι οποίαι δυνανταί να λάβουν χώραν συμφώνως προς την παράγραφον 5 του άρθρου 47 αι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται δια πλειοψηφίας τεσσάρων πέμπτων των παρεχομένων ψήφων εις τας οποίας περιλαμβάνονται αι ψήφοι της πλειονότητος των Μελών τα οποία έχουν δικαίωμα ψήφου. Αι ψήφοι των Μελών τα οποία απέχουν της ψηφοφορίας δεν υπολογίζονται.
2. Παν Μέλος δύναται να εξουσιοδοτήση τον έχοντα δικαίωμα ψήφου αντιπρόσωπον ετέρου Μέλους, δια ν` αντιπροσωπεύη τα συμφέροντα αυτού και να ασκή το δικαίωμα ψήφου αυτού εις μίαν ή περισσοτέρας συνεδριάσεις του Συμβουλίου. Επιβεβαίωσις της εξουσιοδοτήσεως ταύτης δέον να υποβάλληται εις το Συμβούλιον, θεωρουμένης παρ` αυτού ικανοποιητικής.
3. Ο έχων δικαίωμα ψήφου αντιπρόσωπος ενός Μέλους δεν δύναται εκτός των εξουσιών, και του δικαιώματος ψήφου, τα οποία έχει, να αντιπροσωπεύη τα συμφέροντα και να ασκή το δικαίωμα ψήφου, παρά μόνον ενός ετέρου Μέλους.
Άρθρον 36.
Γραμματεία.
1. Το Συμβούλιον έχει γραμματείαν αποτελουμένην εξ ενός διευθυντού και του αναγκαίου προσωπικού δια την εκτέλεσιν των εργασιών του Συμβουλίου και των επιτροπών αυτού. Το Συμβούλιον ορίζει τον Διευθυντήν και καθορίζει τας αρμοδιότητας αυτού.
Τα μέλη του προσωπικού διορίζονται συμφώνως προς τους κανόνας τους οποίους καταρτίζει το Συμβούλιον, λαμβάνον υπ` όψη τους κανόνας οι οποίοι εφαρμόζονται δια το προσωπικόν παρομοίων διακυβερνητικών οργανισμών. Απαγορεύεται εις το προσωπικόν να ασκή καθήκοντα εκτός της οργανώσεως ή να δέχεται ετέρας υπηρεσίας.
2. Καθορίζεται ως όρος δια την πρόσληψιν του Διευθυντού και του προσωπικού της Γραμματείας να μην έχουν ούτοι ουδέν εμπορικόν ή οικονομικόν τι ενδιαφέρον άμεσον ή έμμεσον εις οιονδήποτε εκ των διαφόρων κλάδων δραστηριοτήτων της ελαιοπαραγωγής εκτός εάν απαρνηθούν τα συμφέροντά των ταύτα.
3. Το έργον του Διευθυντού και των μελών της γραμματείας έχει χαρακτήρα αποκλειστιλώς διεθνή. Εν τη εκπληρώσει των καθηκόντων αυτών δεν πρέπει να ζητούν ή να δέχωνται οδηγίας εξ ουδεμιάς Κυβερνήσεως ή αρχής – ξένης προς την Οργάνωσιν. Οφείλουν να απέχουν πάσης ενεργείας ασυμβιβάστου προς την θέσιν των ως λειτουργών διεινούς Οργανώσεως.
4. Τα Μέλη οφείλουν να σέβωνται τον διεθνή χαρακτήρα του έργου των μελών της Γραμματείας και δεν πρέπει, να επιδιώκουν να επηρεάζουν ταύτα κατά την εκτέλεσιν των καθηκόντων των.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙ
Προνόμια και ατέλειαι.
Άρθρον 37.
1. Εις την επικράτειαν εκάστου Μέλους, και καθ` όσον επιτρέπει η Νομοθεσία του Μέλους αυτού, το Συμβούλιον απολαμβάνει της απαιτουμένης νομικής ικανότητος δια την άσκησιν των λειτουργιών τας οποίας του αναθέτει η παρούσα Συμφωνία.
2. Η Κυβέρνησις του Κράτους ένθα ευρίσκεται η έδρρα του Συμβουλίου καθ` ο μέτρον επιτρέπει η νομοθεσία αυτού απαλλάσσει των φόρων τα κεφάλαια του Συμβουλίου και τας αμοιβάς τας καταβαλλομένας υπό του Συμβουλίου εις το προσωπικόν αυτού.
3. Το Συμβούλιον, ο Διευθυντής και το προσωπικόν της Γραυματείας απολαμβάνουν των προβλεπομένων υπό της Συμφωνίας προνομίων, απαλλαγών και διευκολύνσεων σχετικώς με την έδραν του Συμβουλίου, η οποία συνήφθη μεταξύ του Συμβουλίου και της Κυβερνήσεως του Κράτους ένθα ευρίσκεται η έδρα αυτού.
4. Το Συμβούλιον δύναται να συνάπτη μεθ` ενός ή περισσοτέρων Μελών συμφωνίας εγκρινομένας παρ` αυτού περί των προνομίων και απαλλαγών οι οποίαι είναι απαραίτητοι δια την καλήν εφαρμογήν της παρούσης Συμφωνίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙΙ
Οικονομικά μέτρα.
Άρθρον 38.
1. Τα έξοδα των αντιπροσωπειών εν τω Συμβουλίω, εξαιρέσει εκείνων του Προέδρου άτινα αναλαμβάνονται υπό του Συμβουλίου, βαρύνουν τα ενδιαφερόμενα Μέλη. Η εισφορά εις τον προϋπολογισμόν Διοικήσεως εκάστου Μέλους, δι` έκαστον ημερολογιακόν έτος, είναι ανάλογος του αριθμού των ψήφων τας οποίας έχει το Μέλος όταν εγκρίνεται ο προϋπολογισμός δι` αυτό το ημερολογιακόν έτος.
2. Το Συμβούλιον κατά την διάρκειαν της πρώτης συνεδριάσεως αυτού θα ψηφίση τον προϋπολογισμόν Διοικήσεως δια το πρώτον ημερολογιακόν έτος και θα καθορίση το ύψος της καταβλητέας εισφοράς υφ` εκάστου Μέλους. Εν συνεχεία καθ` έκαστον έτος, κατά την σύνοδον του φθινοπώρου, το Συμβούλιον ψηφίζει τον προϋπολογισμόν Διοικήσεως αυτού, δια το επόμενον ημερολογιακόν έτος και καθορίζει το ύψος της καταβλητέας εισφοράς υφ` εκάστου μέλους, δια το εν λόγω ημερολογιακόν έτος.
3. Η αρχιχή εισφορά παντός Μέλους το οποίον καθίσταται Συμβαλλόμενον Μέρος της παρούσης Συμφωνίας μετά την έναρξιν ισχύος ταύτης καθορίζεται υπό του Συμβουλίου επί τη βάσει του αριθμού των ανεγνωρισμένων ψήφων εις το Μέλος τούτο και του κλάσματος του έτους το οποίον υπολείπεται μέχρι του τέλους αυτού. Εν τούτοις αι καθορισθείσαι εισφοραί δια τα λοιπά Μέλη διά το τρέχον ημερολογιακόν έτος, δεν μεταβάλλονται.
4. Αι εισφοραί αι προβλεπόμεναι εις το παρόν άρθρον είναι απαιτηταί ευθύς μετά την έγκρισιν αυτών υπό του Συμβουλίου δια το ημερολογικόν έτος δι` ο έχουν καθορισθή. Αύται καθορίζονται εις δολλάρια ΗΠΑ και καταβάλλονται εις το νόμισμα τούτο, ή εις έτερον ισοδύναμον νόμισμα ελευθέρως μετατρέψιμον.
5. Εάν εν Μέλος, δεν καταβάλλη εξ ολοκλήρου την εισφοράν αυτού, εις τον προϋπολογισμόν Διοικήσεως εντός προθεσμίας εξ μηνών, από της ενάρξεως της οικονομικής χρήσεως, ο Διευθυντής καλεί τούτο να καταβάλη ταύτην το ταχύτερον δυνατόν. Εάν το εν λόγω Μέλος δεν τακτοποιήση την εισφοράν αυτού εντός τριών μηνών από της προαναφερθείσης προθεσμίας στερείται προσωρινώς, μέχρι της καταβολής ολοκλήρου της εισφοράς του δικαιώματος ψήφου αυτού κατά τας συνόδους του Συμβουλίου και τας Συνεδριάσεις των επιτροπών καθώς επίσης και να συμμετέχη εις εκλογήν αξιωμάτων Συμβουλίου και Επιτροπών αυτού. Εν τούτοις, το Μέλος τούτο ουδενός των άλλων δικαιωμάτων αυτού στερείται, ουδέ απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του αι οποίαι απορρέουν εκ της παρούσης Συμφωνίας εκτός εάν διαφοροτρόπως το Συμβούλιον αποφασίζη. Ουδεμία απόφασις δύναται να απαλλάξη τούτο των απορρεουσών οικονομικών υποχρεώσεων εκ της Συμφωνίας.
6. Παν Μέλος του οποίου η συμμετοχή εις την παρούσαν Συμφωνίαν διακόπτεται, λόγω αποχωρήσεως αυτού, αποκλεισμού ή ετέρου λόγου κατά την διάρκειαν της Συμφωνίας, υποχρεούται να εξοφλήση τας καταβλετέάς οφειλάς του προς το Συμβούλιον, και να τηρήση πάσαν υποχρέωσιν την οποίαν θα είχεν αναλάβει, προ της ημερομηνίας, αφ` ης τίθεται εν ισχυϊ η διακοπή της συμμετοχής τούτου εις την παρούσαν Συμφωνίαν. Το μέλος τούτο δεν δύναται να έχη απαιτήσεις έπι ουδενός μέρους του προϊόντος της ρευστοποιήσεως του πιστωτικού υπολοίπου του Συμβουλίου κατά την λήξιν της Συμφωνίας.
7. Το Συμβούλιον μετά την εαρινήν σύνοδον δημοσιεύει βεβαιωμένην κατάστασιν των εσόδων και εξόδων αυτού, του προηγουμένου ημερολογιακού έτους.
8. Εν περιπτώσει διαλύσεως και προ αυτής, το Συμβούλιον λαμβάνει τα αναγκάια μέτρα προς τακτοποίησιν του παθητικού αυτού, την κατάθεσιν προς φύλαξιν των αρχείων του και δια την χρησιμοποίησιν του υπάρχοντος πιστωτικού υπολοίπου κατά την χρονολογίαν εκπνοής του υπάρχοντος πιστωτικού υπολοίπου κατά την χρονολογίαν εκπνοής της παρούσης Συμφωνίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙΙΙ
Συνεργασία μεθ` ετέρων Οργανισμών και αποδοχή παρατηρητών.
Άρθρον 39.
1. Το Συμβούλιον λαμβάνει άπαντα τα κατάλληλα μέτρα δια να συμβουλεύηται ή συνεργάζηται, μετά των Ηνωμένων Εθνών και των οργάνων αυτών ιδιαιτέρως μετά της Διασκέψεως των Ηνωμένων Εθνών δια το εμπόριον και την Ανάπτυξιν (Gnuced), μετά της Οργανώσεως των Ηνωμένων Εθνών δια τας τροφάς και την Γεωργίαν (FΑΟ) και μετ` άλλων εξειδικευμένων Ιδρυμάτων των Ηνωμένων Εθνών και διακυβερνητικών Οργανώσεων εφ` όσον παρίστατσι ανάγκη. Δύναται επίσης να λαμβάνη παν μέτρον το οποίον κρίνει ενδεδειγμένον προς συνεργασίαν αυτού, μετά των οργανώσεων των Κρατικών ή μη Κρατικών Ιδρυμάτων. Δύναται επίσης να προσκαλή πάσαν Οργάνωσιν αναφερομένην εν τω παρόντι άρθρω ίνα παρακολουθή οιανδήποτε των συσκέψεων αυτού, υπό την ιδιότητα του παρατηρητού.
2. Το Συμβούλιον, λαμβανομένου υπ` όψιν του ιδιαιτέρου ρόλου τον οποίον έχει η GNUCED εις το Διεθνές εμπόριον βασικών προϊοντων, τηρεί, ταύτην δεόντως ενήμερον δια τας δραστηριότητας και τα προγράμματα εργασίας αυτού. Ωσαύτως ενημερώνει την F.Α.Ο.
3. Το Συμβούλιον δύναται επίσης να προσκαλή παν μέλος των Ηνωμένων Εθνών ή εν εκ των εξειδικευμένων ιδρυμάτων αυτών, ή το Διεθνές Γραφείον Ατομικής Ενεργείας μη συμβαλλόμενον μέρος της παρούσης Συμφωνίας ίνα παρίσταται εις οιανδήποτε των συσκέψεων αυτού, υπό την ιδιότητα του παρατηρητού.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΧΙV
Διαφωνίαι και ενστάσεις.
Άρθρον 40.
1. Πάσα διαφωνία εκτός των αμφισβητήσεων των αναφερομένων εν τω άρθρω 14 σχετική με την ερμηνείαν ή την εφαρμογήν της παρούσης Συμφωνίας ήτις δεν ρυθμίζεται δια της οδού των διαπραγματεύσεων παραπέμπεται τη αιτήσει μέλους διαδίκου εν τη διαφορά εις το Συμβούλιον, προς λήψιν αποφάσεως, κατόπιν γνώμης εν περιπτώσει ανάγκης Συμβουλευτικής Επιτροπής, της οποίας η σύνθεσις θα ορισθή υπό του εσωτερικού Κανονισμού του ειρημένου Συμβουλίου.
2. Η ητιολογημένη γνώμη της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υποβάλλεται εις το Συμβούλιον, όπερ λύει εις πάσαν περίπτωσιν την διαφοράν, λαμβάνον υπ` όψιν του όλα τα χρησιμά στοιχεία πληροφοριών.
3. Η αίτησις καθ` ην Μέλος δεν εξεπλήρωσε τας υποχρεώσεις, αίτινες απορρέουν εκ της παρούσης Συμφωνίας παραπέμπεται κατόπιν αιτήσεως του Μέλους του διατυπώσαντος την αιτίασιν εις το Συμβούλιον το οποίον αποφασίζει εν προκειμένω κατόπιν διαβουλεύσεως των ενδιαφερομένων Μελών και κατόπιν γνώμης εν περιπτώσει ανάγκης της Συμβουλευτικής Επιτροπής περί ης προβλέπεται η παράγαφος 1 του παρόντος άρθρου.
4. Παν Μέλος δύναται, κατόπιν ψήφου του Συμβουλίου, να θεωρηθή ένοχον αθετήσεως της παρούσης Συμφωνίας.
5. Εάν το Συμβούλιον διαπιτώση ότι Μέλος κατέστη ένοχον αθετήσεως τινός της παρούσης Συμφωνίας, δύναται να επιβάλη εις το Μέλος τούτο κυρώσεις, εξικνουμένας από της απλής προειδοποιήσεως περί της προσωρινής αναστολής του δικαιώματος ψήφου του εν λόγω Μέλους, μέχρις ότου το Μέλος τούτο εκπληρώσει τας υποχρεώσεις αυτού ή ακόμη και μέχρι του αποκλεισμού του Μέλους τούτου εκ της Συμφωνίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧV
Τελικαί διατάξεις.
Άρθρον 41.
Συμμετοχή εις την Συμφωνίαν.
1. Η Κυβέρνησις παντός Κράτους προσκληθέντος εις την Διάσκεψιν των Ηνωμένων Εθνών δια το ελαιόλαδον 1979, δύναται να καταστή Συμβαλλόμενον Μέρος της παρούσης Συμφωνίας, συμφώνως προς την συνταγματικήν ή θεσμικήν διαδικασίαν ταύτης:
α) Δια της υπογραφής ταύτης ή
β) Δια της επικυρώσεως αποδοχής ή εγκρίσεως ταύτης μετά την υπογραφήν ταύτης υπό την επιφύλαξιν επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως ή
γ) Δια της προσχωρήσεως εις ταύτην.
2. Πάσα Κυβέρνησις υπογράφουσα την παρούσαν Συμφωνίαν δηλοί εάν, συμφώνως και προς την Συνταγματικήν ή Θεσμικήν διαδικασίαν της η υπογραφή ταύτης υπόκειται ή όχι εις επικύρωσιν, αποδοχήν ή έγκρισιν.
Άρθρον 42.
Υπογραφή.
Η παρούσα Συμφωνία θα παραμείνη ανοικτή προς υπογραφήν εις Μαδρίτην, παρά τη Κυβερνήσει της Ισπανίας, καλουμένη εφεξής “Θεματοφύλαξ”, από 1ης Ιουλίου μέχρι 16ης Νοεμβρίου 1979 συμπεριλαμβανομένης.
Άρθρον 43.
Επικύρωσις, αποδοχή ή έγκρισις.
1. Εάν απαιτήται επικύρωσις, αποδοχή ή έγκρισις το αντίστοιχον έγγραφον δέον όπως κατατεθή εις τον θεματοφύλακα το βραδύτερον μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1979 εννοουμένου ότι το Συμβούλιον, θα δύναται να παρέχη μίαν ή περισσοτέρας παραστάσεις της προθεσμίας εις πάσαν υπογράψασαν Κυβέρνησιν, η οποία δεν θα έχει καταθέση το εν λόγω έγγραφον κατά την ημερομηνίαν ταύτην.
2. Η επικύρωσις, η αποδοχή ή η έγκρισις τίθεται εν ισχύϊ από της ημερομηνίας καταθέσεως του εν λόγω εγγράφου ή από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της παρούσης Συμφωνίας, εάν αύτη είναι μεταγενεστέρα της άλλης.
Άρθρον 44.
Προσχώρησις.
1. Η Κυβέρνησις παντός μη υπογράψαντος Κράτους, δύναται να προσχωρήση εις την παρούσαν Συμφωνίαν.
2. Η προσχώρησις πραγματοποιείται δια της καταθέσεως του εγγράφου προσχωρήσεως εις τον θεματοφύλακα, και τίθεται εν ισχύϊ από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της παρούσης Συμφωνίας εάν αύτη είναι μεταγενεστέρα της άλλης.
3. Πάσα μη υπογράψασα Κυβέρνησις η οποία γίνεται αποδεκτή να προσχωρήση εις την παρούσαν συμφωνίαν, δυνάμει της παραγράφου 1 τον παρόντος άρθρου, οφείλει να γνωστοποιήση εις τον θεματοφύλακα ότι αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να ακολουθήση εντός των ταχυτέρων δυνατών προθεσμιών, την απαιτουμένην συνταγματικήν ή θεσμικήν διαδικασίαν της, δια την προσχώρησιν ταύτης εις την παρούσαν Συμφωνίαν.
Άρθρον 45.
Ανακοίνωσις προσωρινής εφαρμογής.
1. Πάσα υπογράψασα Κυβέρνησις, της οποίας η υπογραφή υπόκειται εις επικύρωσιν, αποδοχήν ή έγκρισιν ή πάσα μη υπογράψασα Κυβέρνησις, έχουσα προβή εις την προβλεπομένην υπό της παραγράφου 3 του άρθρου 44 ανακοίνωσιν οφείλει, ανά πάσαν στιγμήν, να γνωστοποιήση εις την θεματοφύλακα, ότι θα εφαρμόζη προσωρινώς την παρούσαν Συμφωνίαν είτε όταν αύτη θα τεθή εν ισχύϊ συμφώνως προς το άρθρον 46, είτε εάν αύτη έχει ήδη τεθή εν ισχύϊ εις μίαν οριζομένην εν τη ανακοινώσει ημερομηνίαν. Εάν δεν αναφέρεται ορισμένη ημερομηνία εν τη ανακοινώσει περί προσωρινής εφαρμογής της Συμφωνίας η ανακοίνωσις αύτη ισχύει από της ημερομηνίας καθ` ην αύτη πραγματοποιείται ή από της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της παρούσης Συμφωνίας, εάν αύτη είναι μεταγενεστέρα της άλλης.
2. Καθ` όλην την διάρκειαν της περιόδου καθ` ην η παρούσα Συμφωνία είναι εν ισχύϊ είτε προσωρινώς, είτε οριστικώς, μία Κυβέρνησις υπογράψασα ή μία Κυβέρνησις μη υπογράψασα η οποία έχει προβή εις την προβλεπομένην υπό της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ανακοίνωσιν καθίσταται προσωρινόν Μέλος, μεθ` όλων των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων Μέλους, μέχρι της ημερομηνίας καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως, αποδοχής εγκρίσεως ή προσχωρήσεως.
Άρθρον 46.
Εναρξις ισχύος
1. Η παρούσα Συμφωνία θα τεθή εν ισχύϊ οριστικώς την 1ην Ιανουαρίου 1980 ή εις οιανδήποτε ημερομηνίαν κατά τους δώδεκα επομένους μήνας από της ημερομηνίας ταύτης μεταξύ των Κυβερνήσεων αι οποίαι θα έχουν υπογράψη ταύτην και εις περιπτώσεις καθ` ας η Σννταγματική ή Θεσμική διαδικασία των το απαιτεί, θα έχουν επικυρώσει, αποδεχθή, ή εγκρίνη ταύτην ή αι οποίαι θα έχουν προσχωρήσει εις ταύτην, εάν εις τας Κυβερνήσεις αυτάς συμπεριλαμβάνωνται αι Κυβερνήσεις εξ χωρών αντιπροσωπεύουσαι εν συνόλω τουλάχιστον το 60% της παγκοσμίου παραγωγής ελαιολάδου κατά την περίοδον αναφοράς την προβλεπομένην υπό των εδαφίων (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3. Εάν η παρούσα Συμφωνία δεν έχει τεθή εν ισχύϊ, οριστικώς, συμφώνως προς τα οριζόμενα ανωτέρω αύτη θα τεθή εν ισχύϊ ανά πάσαν στιγμήν μετά την έναρξιν προσωρινής ισχύος όταν αι καθοριζόμεναι εις την παρούσαν παράγραφον προϋποθέσεις, ως προς τον αριθμόν Κυβερνήσεων και την ποσοστιαίαν αναλογίαν επί της πσγκοσμίου παραγωγής ελαιολάδου θα έχουν συμπληρωθή δια της καταθέσεως των εγγράφων επικυρώσεως, αποδοχής, εγκρίσεως ή προσχωρήσεως.
2. Η παρούσα Συμφωνία θα τεθή εν ισχύϊ προσωρινώς την 1ην Ιανουαρίου 1980 ή ετέραν ημερομηνίαν κατά τους επομένους δώδεκα μήνας από της ημερομηνίας ταύτης μεταξύ των Κυβερνήσεων αι οποίαι θα έχουν υπογράψει ταύτην και εις περίπτωσιν κατά την οποίαν η Συνταγματική ή Θεσμική διαδικασία το απαιτεί, θα έχουν επικυρώσει, αποδεχθή ή εγκρίνει ταύτην, ή αι οποίαι θα έχουν προσχωρήσει εις ταύτην ή θα έχουν ανακοινώσει ότι θα εφαρμόζουν ταύτην προσωρινώς, εάν μεταξύ αυτών περιλαμβάνωνται αι Κυβερνήσεις εξ χωρών αντιπροσωπεύουσαι εν συνόλω τουλάχιστον 60% της παγκοσμίου παραγωγής ελαιολάδου κατά την περίοδον αναφοράς την αναφερομένην εις τα εδάφια (γ) και (δ) της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
3. Εάν, κατά την 1ην Ιανουαρίου 1980, η παρούσα Συμφωνία δεν έχει τεθή εν ισχύϊ είτε προσωρινώς είτε οριστικώς, συμφώνως προς τους αναφερομένους εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, όρους αλλά έχει λάβει, όμως, επαρκή αριθμόν υπογραφών δια να δύναται να τεθή εν ισχυϊ μετά επικύρωσιν, αποδοχήν ή έγκρισιν, η Διεθνής Συμφωνία ελαιολάδου του έτους 1963 θα παραμείνη εν ισχυϊ πέραν της 1ης Ιανουαρίου 1980 μέχρι της χρονολογίας ενάρξεως ισχύος προσωρινώς ή οριστικώς της παρούσης Συμφωνίας, υπό την προϋπόθεσιν ότι ή διάρκεια της εν λόγω παρατάσεως δεν δύναται να υπερβή τους δώδεκα μήνας.
4. Εάν, την 1ην Ιανουαρίου η παρούσα Συμφωνία δεν έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενον αριθμόν υπογραφών ίνα δύναται να τεθή εν ισχύι μετά επικύρωσιν, αποδοχήν ή έγκρισιν, ή εάν, την 31ην Δεκεμβρίου 1980, η παρούσα Συμφωνία δεν έχει τεθή εν ισχύϊ είτε προσωρινώς είτε οριστικώς, συμφώνως προς τα οριζόμενα εις τας παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου αι Κυβερνήσεις αίτινες θα έχουν υπογράψει ταύτην και, εις περίπτωσιν καθ` ην η Συνταγματική ή Θεσμική διαδικασία των το απαιτεί, θα εχουν επικυρώσει, αποδεχθή, ή εγκρίνει ταύτην ή θα έχουν προσχωρήσει εις ταύτην ή θα έχουν δηλώση ότι θα εφαρμόζουν προσωρινώς ταύτην, θα δύνανται να αποφασίσουν δια κοινής συμφωνίας ότι η παρούσα Συμφωνία θα τεθή εν ισχύϊ, εν όλω ή εν μέρει, εις ότι τους αφορά, ή θα δύνανται να λάβουν οιανδήποτε άλλην απόφασιν την οποίαν θα κρίνουν ότι απαιτούν αι περιστάσεις.
Άρθρον 47.
1. Το Συμβούλιον δύναται να συστήση εις τα Μέλη τροποποίησιν της παρούσης Συμφωνίας.
2. Το Συμβούλιον καθορίζει την προθεσμίαν εντός της οποίας έκαστον Μέλος δέον να γνωστοποιήση εις την θεματόφύλακα ότι αποδέχεται ή μη την τροποποίησιν.
3. Εάν, κατά την ημερομηνίαν λήξεως της οριζομένης προθεσμίας συμφώνως προς την παράγραφον 2 του παρόντος άρθρου, γίνη αποδεκτή η τροποποίησις υπό Μελών τα οποία έχουν ομού τουλάχιστον τα τέσσερα πέμπτα του συνολικού αριθμού των ψήφων των Μελών τα οποία έχουν δικαίωμα ψήφου και περιλαμβάνουν τουλάχιστον τα τρία τέταρτα των ειρημένων Μελών, η εν λόγω τροποποίησις τίθεται εν ισχύϊ από της ημερομηνίας ταύτης, ή εις μεταγενεστέραν χρονολογίαν την οποίαν θα καθορίση το Συμβούλιον. Εις αντίθετον περίπτωσιν, θεωρείται ότι αποσύρεται η τροποποίησις.
4. Παν Μέλος επ` ονόματι του οποίου δεν εγένετο ανακοίνωσις αποδοχής μιας τροποποιήσεως κατά την ημερομηνίαν κατά την οποίαν αύτη τίθεται εν ισχύϊ, παύει, από της ημερομηνίας ταύτης, να συμμετέχη εις την παρούσαν Συμφωνίαν εκτός εάν το εν λόγω Μέλος αποδείξη εις το Συμβούλιον ότι δεν ηδυνήθη να προβή εις την αποδοχήν της τροποποιήσεως εντός του απαιτουμένου χρόνου λόγω δυσχερειών τας οποίας συνήντησε, ίνα ολοκληρώση την συνταγματικήν ή θεσμικήν διαδικασίαν του και το Συμβούλιον αποφασίσει να παρατείνη την προθεσμίαν αποδοχής της τροποποιήσεως δια το εν λόγω Μέλος. Το Μέλος τούτο δεν δεσμεύεται όσον αφορά την τροποποίησιν μέχρις ότου να γνωστοποιήση εις την θεματοφύλακα, την αποδοχήν της εν λόγω τροποποιήσεως.
5. Παν μέλος το οποίον, κατά την διάρκειαν της παρούσης Συμφωνίας καθίσταται Κράτος – Μέλος της Κοινότητος ή παντός ετέρου διακυβερνητικού οργανισμού αναφερομένου εν τη παραγράφω 2 του άρθρου 3, οφείλει να πληροφορή το Συμβούλιον περί τούτου ευθύς ως ληφθή απόφασις επί του θέματος τούτου και, πάντως προ της ημερομηνίας εφαρμογής της προσχωρήσεως αυτού εις την εν λόγω Κοινότητα ή εις τον εν λόγω διακυβερνητικόν οργανισμόν. Το Συμβούλιον εξετάζει το θέμα κατά την αμέσως επομένην συνεδρίασιν αυτού προκειμένου να διαπραγματευθή, μετά του, Μέλους τούτου, και της Κοινότητος ή του διακυβερνητικού οργανισμού, τας καταλλήλους προσαρμογάς αι οποίαι απορρέουν εκ των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 και του εδαφίου γ) της παραγράφου 8 του άρθρου 18, του άρθρου 34 και της παραγράφου 1 του άρθρου 35. Το Συμβούλιον δύναται, εις τοιαύτην περίπτωσιν, να συστήση τροποποίησιν συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.
Άρθρον 48.
Αποχώρησις.
1. Εάν εν Μέλος θεωρή ότι θίγονται τα συμφέροντα αυτού εκ του γεγονότος ότι μία υπογράψασα Κυβέρνησις της οποίας η υπογραφή υπόκειται εις επικύρωσιν, αποδοχήν ή έγκρισιν και η οποία δεν έχει προβή εις ανακοίνωσιν προσωρινής εφαρμογής της Συμφωνίας, δεν προβαίνει εις την κατάθεσιν του οργάνου επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως ή ακόμη εκ του γεγονότος της λειτουργίας της Συμφωνίας επιλαμβάνεται προς τούτο το Συμβούλιον, το οποίον εξετάζει το θέμα κατά την πρώτην σύνοδόν του, ήτις έπεται της ανακοινώσεως εις την οποίαν προβαίνει το εν λόγω Μέλος επί του θέματος τούτου.
Εάν, μετά την εξέτασιν ταυ θέματος υπό του Συμβουλίου, το περί ου πρόκειται Μέλος εξακολουθή να θεωρή ότι ζημιούνται τα συμφέροντά του, δύναται να αποχωρήση της παρούσης Συμφωνίας τη υποβολή εγγράφου γνωστοποιήσεως περί της αποχωρήσεώς του εις την θεματοφύλακα.
2. Παρά τας διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, παν Μέλος δύναται να αποχωρήση της παρούσης Συμφωνίας εις οιονδήποτε χρόνον μετά την έναρξιν ισχύος ταύτης, δια της υποβολής εγγράφου ανακοινώσεως περί της αποχωρήσεως εις την θεματοφύλακα.
3. Η πραγματοποιουμένη αποχώρησις δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθεται εν ισχύϊ εις το τέλος του ημερολογιακού έτους κατά το οποίον εγένετο υπό του Μέλους η ανακοίνωσις εις την θεματοφύλακα.
Άρθρον 49.
Διάρκεια, παράτασις, συνέχισις ή ανανέωσις και εκπνοή.
1. Η παρούσα Συμφωνία θα παραμείνη εν ισχύϊ μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1984, εκτός εάν παραταθή ή συνεχισθή κατ` εφαρμογήν των παραγράφων 2 και 4 του παρόντσς άρθρου.
2. Το Συμβούλιον προ της λήξεως του έτους 1984 θα δύναται δι` ομοφώνου αποφάσεως των Μελών, να παρατείνη την παρούσαν Συμφωνίαν δια περίοδον μη υπερβαίνουσαν τα δύο ημερολογιακά έτη.
Το Συμβούλιον θα ανανοινώση την εν λόγω παράτασιν εις την θεματοφύλακα η οποία θα πληροφορήση περί τούτου τον Γενικόν Γραμματέα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
3. Προ της εκπνοής της παρούσης Συμφωνίας κατά την προβλεπομένην χρονολογίαν εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου ή εν περιπτώσει παρατάσεως, κατά την ημερομηνίαν την οριζομένην εκ των διατάξεων της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιον θα απευθύνη εις τα Μέλη κατά τον χρόνον τον οποίον κρίνει εύθετον τας συστάσεις αυτού δια την συνέχισιν ή την ανανέωσιν της παρούσης Συμφωνίας.
4. Εάν, προ της λήξεως της παρούσης Συμφωνίας έχει διαπραγματευθή μία νέα συμφωνία ή ένα νέον πρωτόκολλον δια την συνέχισιν της παρούσης Συμφωνίας και εάν η νέα αύτη συμφωνία ή το νέον τούτο πρωτόκολλον έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενον αριθμόν υπογραφών ίνα δύναται να τεθή εν ισχύϊ μετά την κατάθεσιν των εγγράφων επικυρώσεως, αποδοχής ή εγκρίσεως, ή ανακοινώσεων προσωρινής εφαρμογής, αλλά η ειρημένη νέα συμφωνία ή το είρημένον πρωτόκολλον δεν έχει τεθή εν ισχύϊ προσωρινώς ή οριστικώς, η παρούσα Συμφωνία θα παραμείνη εν ισχύϊ πέραν της ημερομηνίας εκπνοής αυτής, μέχρις ενάρξεως ισχύος της νέας συμφωνίας ή του νέου πρωτοκόλλου, χωρίς όμως η διάρκεια της εν λόγω παρατάσεως να δύναται να υπερβή τους δώδεκα μήνας.
5. Με την λήξιν της παρούσης Συμφωνίας εκτός περιπτώσεως παρατάσεως, συνεχίσεως ή ανανεώσεως ταύτης θα γίνη εκκαθάρισις των λογαριασμών τους οποίους έχει αναλάβει το Συμβούλιον και ρευστοποίησις των κεφαλαίων τα οποία διαχειρίζεται συμφώνως προς τους όρους τους οποίους θα ορίση το Συμβούλιον κατά τας διατάξεις της παρούσης Συμφωνίας. Δια την εφαρμογήν των διατάξεων αυτών και των άλλων όρων σχετικών με την εκκαθάρισιν το Συμβούλιον θα συνεχίση την αποστολήν τούτου καθ` όσον χρόνον είναι αναγκαίον και θα ασκή τας αρμοδιότητας και τα καθήκοντα τα οποία έχουν ανατεθή εις τούτο δια της παρούσης Συμφωνίας, καθ` ο μέτρον είναι αναγκαίον ίνα φέρη εις πέραν το καθήκον αυτού.
Άρθρον 50.
Αυθεντικά κείμενα της παρούσης Συμφωνίας.
Τα κείμενα της παρούσης Συμφωνίας εις τας, Αγγλικήν, Αραβικήν, Ισπανικήν, Γαλλικήν και Ιταλικήν, γλώσσας είναι εξ ίσου αυθεντικά τα δε πρωτότυπα αυτών έχουν κατατεθή παρά τη Ισπανική Κυβερνήσει.
Εις πίστωσιν τούτων οι κάτωθι υπογεγραμμένοι δεόντως εξουσιοδοτημένοι δια τον σκοπόν αυτόν υπό της Κυβερνήσεως αυτών υπέγραψαν την παρούσαν Συμφωνίαν κατά τας έναντι των υπογραφών των ημερομηνίας.
Εγένετο εν Γενεύη τη 30η Μαρτίου χίλια εννεακόσια εβδομήκοντα εννέα (1979).

1. Επιτρέπεται η χρησιμοποίησις του χαρακτηρισμού “φυσικόν” δια παν παρθένον ελαιόλαδον κατάλληλον δια κατανάλωσιν εις οίαν κατάστασιν ευρίσκεται.

Άρθρον δεύτερον
Προς αντιμετώπισιν των δαπανών συμμετοχής της Ελλάδος εις την δια του παρόντος νόμου κυρουμένην Διεθνή Συμφωνίαν του Ελαιολάδου του έτους 1979 αναγράφεται κατ` έτος εις τον προϋπολογισμόν εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας, υπό “ίδιον Κωδικόν αριθμόν, η αναγκαία πίστωσις αρχής γενομένης, από του έτους 1981.

Άρθρον τρίτον
Η ισχύς τον παρόντος νόμου άρχεται από της δημοσιεύσεώς του δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως.

Ο παρών νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ΄Ημών σήμερον κυρωθείς , δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

Εν Αθήναις τη 09 Ιουλίου 1981

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ