ΝΕΑ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ Α.Φ.Μ ΕΡΓΟΔΟΤΩΝ ΜΕ ΚΥΡΙΑ ΟΦΕΙΛΗ 1.000 10.000 ΕΥΡΩ

(Αριθ. Πρωτ. Γ99/288/22.9.2003)Σας αποστέλλονται εκ νέου οι καταστάσεις με οφειλέτες (κύρια οφειλή 1.000 10.000 Ευρώ) του Υποκαταστήματός σας για τους οποίους λείπει ο Α.Φ.Μ., προκειμένου να επιστραφούν συμπληρωμένες το αργότερο μέχρι την 30092003.
Την ίδια ημερομηνία θα πρέπει να επιστραφούν ικανοποιητικά συμπληρωμένες και οι καταστάσεις των οφειλετών με υπόλοιπο οφειλής άνω των 10.000 Ευρώ, οι οποίες σας απεστάλησαν προς συμπλήρωση με το υπ’ αριθμ. Γ99/1/261/18072003 Έγγραφο της Διεύθυνσης Ασφάλισης Εσόδων και έπρεπε να επιστραφούν μέχρι 31107/2003.
Δεδομένου ότι κατά τις προηγούμενες δράσεις συμπλήρωσης Α.Φ.Μ των οφειλετών, η ανταπόκριση του Υποκαταστήματός σας υστερεί εξαιρετικά και χωρίς προφανή αιτία σε σχέση με τα υπόλοιπα Υποκαταστήματα, η παρούσα αποτελεί την τελευταία προειδοποίηση για την συμμόρφωσή σας στις κατευθύνσεις της Διοίκησης.
Επισημαίνεται ότι μέχρι σήμερα μη ικανοποιητική σας ανταπόκριση δυσκολεύει τις προσπάθειες της Διοίκησης για αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών και εκσυγχρονισμού του Ιδρύματος και διολισθαίνει την επέκταση της Υπηρεσίας Χορήγησης Ασφαλιστικής Ενημερότητας σε Αναπόγραφους Νομικά Πρόσωπα και σε Απογεγραμμένους Εργοδότες.
ΝΟΜΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 3232/2004
Θέματα κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις.
(ΦΕΚ 48 τ. Α΄/12.2.2004)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Άρθρο 1
Διατάξεις περί Διαδοχικής ασφάλισης
1. Οι ασφαλιστικοί φορείς κύριας ασφάλισης που κρίνονται απονέμοντες οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν.Δ. 4202/ 1961, όπως αυτές ισχύουν, υπολογίζουν και το τμήμα της σύνταξης που αναλογεί στους συμμετέχοντες. Ο υπολογισμός των τμηματικών ποσών του απονέμοντος και των συμμετεχόντων γίνεται ως εξής:
α. Ο απονέμων οργανισμός υπολογίζει με τα αρμόδια όργανά του το ποσό της σύνταξης που κατά την νομοθεσία που τον διέπει αντιστοιχεί στο σύνολο του χρόνου που πραγματοποιήθηκε διαδοχικά και προσδιορίζει του μήνα που αναλογεί στο χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή του.
β. Ο ίδιος οργανισμός υπολογίζει και το ποσό της σύνταξης του συμμετέχοντα που σύμφωνα με τη νομοθεσία του αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισής του σε ποσοστό επί τοις εκατό των συνταξίμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται από τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, για κάθε έτος ασφάλισης και μέχρι 35 έτη ασφάλισης.
γ. Τα ποσοστά καθορίζονται σε 2% για Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., Ο.Γ.Α. και Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.Σ.Α.), σε 2,85% για το Ο.Α.Ε.Ε.Ε. (Τ.Α.Ε.), σε 3% για το Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.Ε. Β.Ε.) και σε 2,286% για το Δημόσιο και τους λοιπούς φορείς ασφάλισης μισθωτών και αυτοτελώς απασχολουμένων.
δ. Τα προσδιοριζόμενα τμήματα σύνταξης σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι κατώτερα του τμήματος του κατώτατου ορίου σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης ή του ποσού που προκύπτει από τον υπολογισμό με βάση το χρόνο και μόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, εφόσον με το χρόνο αυτό θεμελιώνεται αυτοτελές συνταξιοδοτικό δικαίωμα με τις διατάξεις των οργανισμών αυτών χωρίς αναγωγή στα κατώτατα όρια σύνταξης.
ε. Το άθροισμα των τμημάτων της σύνταξης αποτελεί το συνολικό ποσό σύνταξης που καταβάλλεται στο δικαιούχο από τον απονέμοντα τη σύνταξη οργανισμό και θα αυξάνεται με το ίδιο ποσοστό που θα αυξάνονται οι συντάξεις του οργανισμού αυτού. Αν το ποσό αυτό είναι μικρότερο του κατώτατου ορίου σύνταξης του απονέμοντα οργανισμού, τότε καταβάλλεται στο συνταξιούχο το κατώτερο όριο σύνταξης αυτού.
2. α. Όταν οι συνυπολογιζόμενοι χρόνοι διαδοχικής ασφάλισης έχουν διανυθεί σε φορείς ασφάλισης μισθωτών, οι συντάξιμες αποδοχές του χρόνου διακοπής της ασφάλισης, οι οποίες προβλέπονται από τη νομοθεσία κάθε συμμετέχοντα οργανισμού, όπως ισχύουν, αναπροσαρμόζονται από τον απονέμοντα οργανισμό με βάση τον μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από τη διακοπή της ασφάλισης μέχρι το προηγούμενο έτος του χρόνου υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.
β. Οι συμμετέχοντες οργανισμοί μισθωτών υποχρεούνται να διαβιβάζουν στον απονέμοντα οργανισμό βεβαίωση για το χρόνο που διανύθηκε στην ασφάλισή τους, τις συντάξιμες αποδοχές των χρονικών περιόδων που προβλέπονται από τις νομοθεσίες τους, το εκάστοτε ισχύον ανώτατο όριο αποδοχών, καθώς επίσης και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο, όπου αυτό προβλέπεται. Η βεβαίωση αυτή αποτελεί εκτελεστή πράξη της διοίκησης και υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα.
γ. Όταν συμμετέχοντες οργανισμοί είναι οργανισμοί αυτοτελώς απασχολουμένων, γνωστοποιούν στον απονέμοντα τις κατηγορίες στις οποίες ασφαλίστηκε ο ασφαλισμένος και τις αντίστοιχες χρονικές περιόδους που κατέβαλε εισφορές, όπως αυτές ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης και υπολογίζεται η μέση τιμή των εισφορών αυτών ανάλογα με το χρόνο που διανύθηκε σε κάθε κατηγορία. Το ποσό αυτό μετατρέπεται σε αποδοχές βάσει των εισφορών εργοδότη και ασφαλισμένου για τον κλάδο κύριας σύνταξης του Ι.Κ.Α. που ισχύουν κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του στο φορέα αυτό. Όταν ο χρόνος ασφάλισης διακόπτεται μέχρι και την προηγούμενη της1/3/1976, το ποσοστό ασφαλίστρου καθορίζεται ενιαία σε 12,75%. Σε περίπτωση που η σύνταξη υπολογίζεται με βάση μισθό Δημοσίου Λειτουργού ή βασικό ποσό, η αναπροσαρμογή γίνεται βάσει των ποσών που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Επίσης γνωστοποιούν και τα ποσά σύνταξης που σύμφωνα με τη νομοθεσία τους αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο σύνταξης.
3. Όταν συμμετέχων φορέας είναι φορέας αυτοτελώς απασχολουμένων, ο ασφαλισμένος δύναται με αίτησή του να ζητήσει τον υπολογισμό της σύνταξής του και με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν. 1405/1983, όπως ισχύουν. Μετά τον επανυπολογισμό της σύνταξης και εφόσον προκύπτει διαφορά υπέρ του ασφαλισμένου, η διαφορά αυτή καταβάλλεται αναδρομικά από την ημερομηνία συνταξιοδότησής του.
4. Το τμήμα του ποσού της σύνταξης που αναλογεί στο συμμετέχοντα και υπολογίζεται σύμφωνα με τα ανωτέρω, καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 1405/ 1983, όπως ισχύει, και τα οποία προστέθηκαν με το άρθρο 69 του ν. 2084/ 1992.
Το ανωτέρω τμηματικό ποσό δύναται κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου να καταβληθεί ταυτόχρονα με αυτό του απονέμοντα, μειωμένο κατά 3% για κάθε χρόνο που υπολείπεται μέχρι τη συμπλήρωση των προβλεπομένων από τις διατάξεις του άρθρου 69 του ν. 2084/1992 ορίων ηλικίας.
5. Αν ο απονέμων φορέας μισθωτών είναι προηγούμενος του τελευταίου οργανισμού, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπ’ όψη για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του κάθε οργανισμού αναπροσαρμοσμένες με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο, για το οποίο ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/2000), κατά περίπτωση.
6. Χρόνος ασφάλισης ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη συνταξιοδότηση είναι ο χρόνος που υπολογίζεται για την απονομή της σύνταξης σύμφωνα με τη νομοθεσία του οργανισμού στον οποίο διανύθηκε και εφόσον έχουν καταβληθεί οι ασφαλιστικές εισφορές, που αντιστοιχούν στο χρόνο αυτόν μαζί με τα τυχόν πρόσθετα τέλη ή έχει ρυθμισθεί με διάταξη νόμου η καταβολή τους σε δόσεις μέχρι και την ημέρα πριν από την έκδοση της απόφασης συνταξιοδότησης του οργανισμού, ο οποίος απονέμει τη σύνταξη.
7. Σε περίπτωση που έχει ρυθμιστεί η καταβολή οφειλομένων εισφορών και των πρόσθετων τελών σε δόσεις, όπως ορίζεται από γενικές ή ειδικές διατάξεις του οικείου φορέα, ο οργανισμός που απονέμει τη σύνταξη παρακρατεί κάθε μήνα τμήμα αυτής, ίσο με το ποσό κάθε δόσης και το συνολικό ποσό των οφειλόμενων εισφορών και πρόσθετων τελών εκπίπτει από το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως προσδιορίζεται το τμήμα της σύνταξης σύμφωνα με τα ανωτέρω.
8. Στο συνολικό ποσό της σύνταξης διαδοχικά ασφαλισμένων του Ο.Γ.Α. και ανεξάρτητα αν ο Ο.Γ.Α. είναι απονέμων ή συμμετέχων οργανισμός προστίθεται το ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής που προβλέπεται από τον 4169/1961 και το ν.δ. 4575/1966 (ΦΕΚ 227 Α’), όπως ισχύουν. Η παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3050/2002 και το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 13 του ν. 2458/ 1997 καταργείται. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης με δυνατότητα του ασφαλισμένου να ζητήσει με νεότερη αίτηση την κρίση του δικαιώματός του με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.
9. Όταν συμμετέχων φορέας είναι ο Ο.A.E.E. (Τ.Ε.Β.Ε.), το ποσό της σύνταξης προσαυξάνεται και με το τμήμα του βασικού ποσού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του.
10. α. Για κάθε διαδοχικά ασφαλιζόμενο πρόσωπο τηρείται Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης σε κύριους και επικουρικούς φορείς, με εξαίρεση το Δημόσιο, το οποίο τηρεί πιστοποιητικό υπηρεσιακών μεταβολών.
Σε περίπτωση διακοπής της ασφάλισης λόγω αλλαγής ασφαλιστικού φορέα, ο ασφαλισμένος υποβάλλει αίτηση για σύνταξη Δελτίου Ασφάλισης στον πρώτο οργανισμό, στον οποίο και γνωστοποιεί το νέο φορέα ασφάλισής του.
Το καθ’ ύλην αρμόδιο όργανο του ασφαλιστικού οργανισμού υποχρεούται μέσα σε δύο (2) μήνες από την υποβολή της αίτησης να συντάξει το παραπάνω Δελτίο, το οποίο επέχει θέση απόφασης υποκείμενης σε όλα τα κατά το νόμο προβλεπόμενα ένδικα μέσα.
Το Δελτίο με ευθύνη του ασφαλιστικού οργανισμού αποστέλλεται στο νέο οργανισμό ασφάλισης και στον ενδιαφερόμενο, ο οποίος υποχρεούται να τηρεί αυτό μέχρι τη συνταξιοδότησή του.
Η διαδικασία αυτή ακολουθείται σε κάθε περίπτωση αλλαγής ασφαλιστικού φορέα ή βεβαίωσης επιπλέον χρόνου ασφάλισης από προηγούμενο φορέα.
Σε κάθε νέο φορέα αποστέλλεται το σύνολο των Δελτίων των προηγούμενων φορέων.
Ο ενδιαφερόμενος υποχρεούται να επιμελείται και ο ίδιος για την αποστολή του Δελτίου του από τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και να τηρεί επικυρωμένο αντίγραφο.
Με υπουργική απόφαση, μετά από γνώμη των Δ.Σ. των Ι.Κ.Α.,Ο.A.E.E., Ο.Γ.Α. και Ν.Α.Τ., καθορίζεται ο τρόπος τήρησης του Δελτίου σε έγγραφη ή ηλεκτρονική μορφή ή και τα δύο, ο τύπος, τα ατομικά και ασφαλιστικά στοιχεία και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια που κρίνεται αναγκαία για την υλοποίηση των ανωτέρω.
β. Οι ασφαλισμένοι φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης που, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση περισσοτέρων του ενός φορέων ασφάλισης, υποχρεούνται εντός έξι (6) μηνών από την ισχύ της διάταξης αυτής να ζητήσουν από τους προηγούμενους ασφαλιστικούς τους φορείς τη σύνταξη των αντίστοιχων δελτίων χρόνου ασφάλισης και την αποστολή τους στον τελευταίο ασφαλιστικό οργανισμό, το οποίο θα συμπληρώνεται και τηρείται σε κάθε επόμενη αλλαγή φορέα.
γ. Στις περιπτώσεις που στον τελευταίο φορέα διαπιστώνεται η έλλειψη των όρων της κρίσης του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και διαβιβάζεται η αίτηση στους προηγούμενους φορείς, από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο διαβίβασης της αίτησης, στο Δελτίο Διαδοχικής Ασφάλισης αναγράφονται, εκτός του χρόνου ασφάλισης, οι αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξίμων αποδοχών και τα ποσά που αντιστοιχούν στο αυτοτελές δικαίωμα και στο κατώτατο όριο σύνταξης.
Η ίδια διαδικασία ακολουθείται και από τους λοιπούς φορείς, όταν διαπιστώνεται ότι δεν είναι αρμόδιοι για την απονομή της σύνταξης.
Όλα τα αναγραφόμενα στοιχεία λαμβάνονται υπόψη από τον απονέμοντα οργανισμό για τον υπολογισμό των ποσών της σύνταξης.
11. Για την εφαρμογή του άρθρου αυτού και όπου απαιτείται, εκπονείται από τη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων ειδική μηχανογραφική εφαρμογή. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ανατίθεται η εκπόνηση της ειδικής μηχανογραφικής εφαρμογής σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.
Με την ίδια ανωτέρω υπουργική απόφαση δύναται να ρυθμίζονται συναφή θέματα και λεπτομέρειες αναγκαίες για την ενιαία εφαρμογή της μηχανογραφικής εφαρμογής στους ασφαλιστικούς οργανισμούς.
12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 1405/ 1983, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του ν. 1539/ 1985, το άρθρο 15 του ν. 1902/1990 και το άρθρο 18 του ν. 2079/1992, παύουν να ισχύουν για τους φορείς κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου αυτού.
Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/1961, όπως αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 1405/1983, εξακολουθούν να εφαρμόζονται:
α. Σε ασφαλισμένους οι οποίοι μέχρι και την 31.12.1978 είχαν υπαχθεί διαδοχικά στην ασφάλιση δύο ή περισσοτέρων οργανισμών που ασφαλίζουν μισθωτούς ή αυτοτελώς απασχολουμένους και
β. Σε ασφαλισμένους που ασφαλίστηκαν μεν διαδοχικά για πρώτη φορά από 1.1.1979 και μετά, από φορέα ασφάλισης μισθωτών σε άλλο φορέα ασφάλισης μισθωτών, παρέμειναν όμως απασχολούμενοι στον ίδιο εργοδότη, με την επιφύλαξη της παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2556/ 1997.
Αν ο απονέμων οργανισμός είναι προηγούμενος του τελευταίου, ο υπολογισμός του ποσού της σύνταξης πραγματοποιείται βάσει των αποδοχών του ασφαλισμένου που λαμβάνονται υπόψη για την απονομή της σύνταξης, σύμφωνα με τη νομοθεσία του, αναπροσαρμοσμένες με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, με εξαίρεση το Δημόσιο για το οποίο, ως προς την αναπροσαρμογή των συντάξιμων αποδοχών, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 9 και 34 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά περίπτωση.
13. Για τους Οργανισμούς Επικουρικής Ασφάλισης, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.δ. 4202/1961 και του άρθρου 11 του ν. 1405/ 1983, όπως αυτές ισχύουν.
Οι αποδοχές επί των οποίων θα υπολογίζεται η σύνταξη θα είναι αυτές που λαμβάνει ο ασφαλισμένος κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του, αναπροσαρμοσμένες σύμφωνα με το μέσο ετήσιο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
14. Εκκρεμείς αιτήσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας κρίνονται με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησης. Είναι δυνατή η επανυποβολή νέας αίτησης για να κριθεί το δικαίωμα συνταξιοδότησης με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από τον επόμενο μήνα της υποβολής της νέας αίτησης.
15. Οι διατάξεις των παρ. 1,2,3 και 4 του άρθρου 2 του ν.δ. 4202/1961, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 9 του ν. 1405/1983 και αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 14 του ν. 1902/1990, ισχύουν για το Ν.Α.Τ., Οίκο Ναύτου και γενικά για τους εργαζόμενους επί πλοίων. Εκκρεμείς περιπτώσεις θα επανεξεταστούν σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του ν. 4202/1961 όπως ισχύουν. Τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού.
Άρθρο 2
Συμμετοχή των οργανισμών στη δαπάνη συνταξιοδότησης
1. Η συμμετοχή στη δαπάνη της συνταξιοδότησης για τους συμμετέχοντες φορείς γίνεται ως εξής:
α. Το τμήμα σύνταξης που αναλογεί στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στο συμμετέχοντα φορέα, όπως αυτό προσδιορίσθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, πολλαπλασιάζεται επί τον αριθμό των καταβαλλομένων συντάξεων ετησίως και το ποσό που προκύπτει πολλαπλασιάζεται επί έναν αναλογιστικό συντελεστή, ο οποίος εκφράζει το εφάπαξ ποσό που ισούται με την παρούσα αξία σύνταξης μιας νομισματικής μονάδας, που καταβάλλεται εφ’ όρου ζωής στον ασφαλισμένο και στους δικαιούχους του, η δε τιμή του καθορίζεται από την ηλικία του ασφαλισμένου και την αιτία συνταξιοδότησης. Σε περίπτωση χορήγησης κατωτάτων ορίων σύνταξης, το ποσό της σύνταξης επιμερίζεται ανάλογα με το ποσό του τμήματος σύνταξης που έχει υπολογισθεί για κάθε φορέα.
Ο συντελεστής του προηγούμενου εδαφίου προκύπτει από τους πίνακες 1 έως και 7 του άρθρου 3 του νόμου αυτού.
Ο ανωτέρω αναλογιστικός συντελεστής μπορεί να μεταβάλλεται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
β. Ο παραπάνω τρόπος διακανονισμού δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των μη οριστικών συντάξεων αναπηρίας. Στην περίπτωση αυτή το ποσό της συμμετοχής καθορίζεται από το γινόμενο της σύνταξης αναπηρίας που αντιστοιχεί στο συμμετέχοντα φορέα και των μηνών καταβολής αυτής στους οποίους προστίθενται και οι μήνες που αντιστοιχούν στα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας. Στην περίπτωση προσωρινών συντάξεων αναπηρίας δεν μεταφέρεται ο χρόνος στον απονέμοντα φορέα, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου αυτού.
2. Εντός του πρώτου τριμήνου κάθε έτους υπολογίζονται από καθέναν ασφαλιστικό οργανισμό τα ποσά που οφείλουν να του καταβάλλουν οι άλλοι οργανισμοί σύμφωνα με τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου.
Η διαφορά των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων είναι το ποσό που οφείλει να καταβάλει ο κάθε οργανισμός.
3. Το ποσό συμμετοχής στη δαπάνη συνταξιοδότησης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις προηγούμενες παραγράφους 1 και 2, αποδίδεται από τον υπόχρεο ασφαλιστικό οργανισμό στους οργανισμούς στους οποίους οφείλεται είτε εφάπαξ είτε σε δόσεις, η τελευταία των οποίων θα είναι μέχρι το τέλος του έτους εντός του οποίου γνωστοποιείται η οφειλή. Σε περίπτωση καθυστέρησης της απόδοσης του ποσού της συμμετοχής ή δόσης αυτού, τα καθυστερούμενα ποσά επιβαρύνονται με πρόσθετα τέλη ίσα προς αυτά που επιβάλλονται από τον οργανισμό στον οποίον οφείλονται τα καθυστερούμενα σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής ασφαλιστικών εισφορών και εισπράττονται σύμφωνα με τα οριζόμενα από τη νομοθεσία του οργανισμού αυτού για την αναγκαστική είσπραξη των καθυστερούμενων ασφαλιστικών εισφορών.
4. Μετά τον ανωτέρω διακανονισμό παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον οργανισμό που απονέμει τη σύνταξη.
Ο ασφαλισμένος των παραπάνω οργανισμών θεωρείται οριστικά συνταξιούχος του οργανισμού που απονέμει τη σύνταξη από την ημέρα που αρχίζει η καταβολή της σύνταξής του.
Από την ίδια μέρα παύει κάθε υποχρέωση των οργανισμών που συμμετέχουν στη δαπάνη της συνταξιοδότησης προς τον ασφαλισμένο τους και δεν είναι πλέον δυνατή η αποδέσμευση του χρόνου που διανύθηκε στην ασφάλιση των οργανισμών αυτών.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 825/ 1978 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3029/2002, ο χρόνος ασφάλισης όλων των οργανισμών, ο οποίος λήφθηκε υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, λογίζεται για τον εφεξής χρόνο ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού που απένειμε τη σύνταξη.
Στις περιπτώσεις υπολογισμού της σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1405/ 1983, ο απονέμων οργανισμός κατανέμει το ποσό της σύνταξης, η οποία έχει υπολογισθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του και το συνολικό χρόνο ασφάλισης, μεταξύ των οργανισμών στους οποίους ασφαλίστηκε διαδοχικά ο ασφαλισμένος, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης που έχει διανυθεί στον καθένα. Στη συνέχεια, γνωστοποιεί στο συμμετέχον τα φορέα το τμήμα σύνταξης που του αναλογεί και ο διακανονισμός των οφειλόμενων ποσών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου αυτού.
(Οι αναλογούντες Συντελεστές παραλείπονται)
5. Η ισχύς των παραγράφων 1, 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.1.2004.
Άρθρο 4
1. Ο/η διαζευγμένος/η, σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/ της πρώην συζύγου από το Δημόσιο, τους φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και το Ν.Α.Τ., εφόσον πληροί αθροιστικά τις εξής πρoϋπoθέσεις:
α. Να έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας ή να είναι ανίκανος/η για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω. Η ανικανότητα στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του/ της πρώην συζύγου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής,
β. Ο/η πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλε διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων,
γ. 15 έτη εγγάμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση,
δ. Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη,
ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το ποσό των εκάστοτε καταβαλλομένων από τον Ο.Γ.Α. ετήσιων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες,
στ. Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος.
2. Το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/η καθορίζεται ως εξής:
α. Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 70% στο χήρο ή χήρα και 30% στο/η διαζευγμένο/η. Εάν ο έγγαμος βίος είχε διαρκέσει 25 έτη και άνω, το ποσό της σύνταξης του/της χήρας επιμερίζεται κατά 60% στο χήρο ή χήρα και κατά 40% στο διαζευγμένο/η. Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρα/ο, ο/η διαζευμένος/η δικαιούται το αυτό ποσοστό του/της διαζευγμένου/ης ήτοι 30% ή 40% αντίστοιχα, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα.
β. Σε περίπτωση περισσότερων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.
3. Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης και διακόπτεται σε περίπτωση τέλεσης νέου γάμου μετά τη συνταξιοδότηση.
4. Εάν η διάζευξη έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ο ασφαλιστικός κίνδυνος επαληθεύθηκε μετά την έναρξη ισχύος αυτού, ως προς τη συνταξιοδότηση του/ της διαζευγμένου/ης εφαρμόζονται, αντίστοιχα, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.

5. Εάν η διάζευξη και ο ασφαλιστικός κίνδυνος επαληθεύθηκε πριν την ισχύ των διατάξεων του νόμου αυτού, ο/η διαζευγμένος/η δικαιούται συντάξεως μόνο σε περίπτωση που η σύνταξη του/της πρώην συζύγου δεν έχει μεταβιβασθεί σε χήρο/α σύζυγο ή τέκνα του.
6. Οι διατάξεις περί κατωτάτου ορίου και Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΑΣ) δεν έχουν εφαρμογή για συντάξεις που κανονίζονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.
7. Το συνολικό ετήσιο ατομικό εισόδημα αποδεικνύεται από το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος και αφορά εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους. Σε περίπτωση μη υποχρέωσης υποβολής φορολογικής δήλωσης το εν λόγω εισόδημα αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 η οποία θεωρείται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ο έλεγχος των εισοδηματικών κριτηρίων διενεργείται ανά διετία.
8. Οι ανωτέρω συνταξιοδοτηθέντες καλύπτονται για παροχές ασθένειας από τον ασφαλιστικό οργανισμό του/ της πρώην συζύγου, εφόσον δεν καλύπτονται άμεσα ή έμμεσα από οιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό. Από το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης παρακρατείται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα εισφορά συνταξιούχου.
Άρθρο 5
Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων ατόμων με αναπηρίες
1. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 (ΦΕΚ 164 Α΄) εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι πάσχουν από αιμορροφιλία τύπου Α΄ ή Β΄, καθώς και στους μεταμοσχευόμενους από συμπαγή όργανα (καρδιά πνεύμονες ήπαρ και πάγκρεας), που βρίσκονται σε συνεχή ανοσοκαταστολή, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
2. Στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (ΦΕΚ 68 Α’), όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, υπάγονται και οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, που:
α. πάσχουν από μυασθένειαμυοπάθεια με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω,
β. έχουν ακρωτηριασμό κατά τα τέσσερα άκρα, από τον αστράγαλο και πάνω για τα δύο κάτω άκρα και από τον καρπό και πάνω για τα δύο άνω άκρα ή έχουν υψηλό μηριαίο ακρωτηριασμό των δύο κάτω άκρων ή πλήρη ακρωτηριασμό των δύο άνω άκρων ή αντίστοιχο ακρωτηριασμό του ενός κάτω άκρου και του ενός άνω άκρου, που δεν επιδέχονται εφαρμογής τεχνητού μέλους και
γ. έχουν φωκομέλεια που επιφέρει τον ίδιο βαθμό κινητικής αναπηρίας με την παραπάνω περίπτωση β’ της παραγράφου αυτής,
δ. πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας που επιφέρει παραπληγία τετραπληγία με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω,
ε. έχουν πλήρη ακρωτηριασμό του ενός άνω ή κάτω άκρου με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, που δεν επιδέχεται εφαρμογής τεχνητού μέλους,
Το ύψος του επιδόματος στην περίπτωση αυτή καθορίζεται στο δεκαπλάσιο του κατώτατου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως ισχύει κάθε φορά.
3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 2 του ν, 3075/2002 (ΦΕΚ 297 Α’) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε, ως εξής:
“2. Οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 612/1977 εφαρμόζονται και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. οι οποίοι πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση η περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού, εφόσον για τις περιπτώσεις αυτές συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%. Η σύνταξη που καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου καθίσταται οριστική με την προϋπόθεση ότι ο συνολικός χρόνος ασφάλισης που απαιτείται για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος έχει διανυθεί κατά το χρόνο που ο ασφαλισμένος βρίσκεται στο τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Για τους ασφαλισμένους που ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης για θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος έχει διανυθεί κατά το χρόνο που ο ασφαλισμένος βρισκόταν πριν το τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η σύνταξη του προηγούμενου εδαφίου καθίσταται οριστική έξι έτη μετά τη συνταξιοδότηση του δικαιούχου και εφόσον στο διάστημα της εξαετίας αυτής έχει εξετασθεί τουλάχιστον δύο φορές από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές.”
4. Μητέρες αναπήρων τέκνων με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω καθώς και σύζυγοι αναπήρων με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, εφόσον έχουν διανύσει τουλάχιστον δεκαετή έγγαμο βίο, ασφαλισμένοι σε φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 7.500 ημερών εργασίας ή 25 ετών ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση.
Για τη συμπλήρωση του παραπάνω χρόνου δεν συνυπολογίζεται ο προβλεπόμενος από την παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 1 Α’).
Το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος, που καταβάλλεται κάθε φορά από τον οικείο ασφαλιστικό φορέα.
5. α. Παιδιά ορφανά και από τους δύο γονείς που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που πράγματι ελάμβανε ο θανών γονέας ή προκειμένου περί ασφαλισμένου, το ποσό που εδικαιούτο να λάβει ο θανών, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εργάζονται ή δεν ασκούν κάποιο επάγγελμα ή δεν παίρνουν σύνταξη από δική τους εργασία. Το ανωτέρω ποσό δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο του κατώτατου ορίου σύνταξης γήρατος ή βαριάς αναπηρίας και, επί θανάτου συνταξιούχου που ελάμβανε μειωμένη σύνταξη από οποιαδήποτε αιτία, του κατώτατου ορίου σύνταξης λόγω θανάτου. Το ποσό της ανωτέρω σύνταξης κατανέμεται ισομερώς αν υφίστανται περισσότερα του ενός παιδιά με τις ανωτέρω αναπηρίες. Αν τα παιδιά που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής δικαιούνται κύρια σύνταξη και από τον έτερο θανόντα γονέα ή έλκουν δικαίωμα περισσότερων της μιας κύριων συντάξεων από τον ένα θανόντα γονέα λαμβάνουν το πλήρες ποσό της μεγαλύτερης σε ύψος σύνταξης και τα ποσά της δεύτερης ή των λοιπών κύριων συντάξεων κατανέμονται κατά τα ποσοστά που προβλέπονται από τις καταστατικές διατάξεις του οικείου φορέα για τα δικαιοδόχα πρόσωπα.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή στην περίπτωση που οι ως άνω αναπηρίες έχουν επέλθει πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας ή του 24ου σε περίπτωση σπουδών σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές.
β. Αν εκτός των αναπήρων παιδιών που αναφέρονται στην περίπτωση α’ υπάρχουν και υγιή προστατευόμενα παιδιά σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου φορέα, το πλήρες ποσό της κύριας σύνταξης του θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου κατανέμεται στα μεν υγιή παιδιά κατά τα ποσοστά που προβλέπονται από τη νομοθεσία του οικείου φορέα, στα δε ανάπηρα παιδιά της παραγράφου αυτής προσαυξημένο κατά 20%. Σε καμία περίπτωση το χορηγούμενο σε όλα τα παιδιά ποσό σύνταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει το πλήρες ποσό σύνταξης που εδικαιούτο ο θανών, ούτε να υπολείπεται του ποσού που ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄. Αν τα ποσά που προκύπτουν με βάση τον ανωτέρω υπολογισμό υπερβαίνουν το πλήρες ποσό σύνταξης του θανόντος ή το κατώτατο όριο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α΄, τα αντίστοιχα ποσοστά των δικαιοδόχων παιδιών μειώνονται ισομερώς.
Μετά τη διακοπή της σύνταξης των υγιών παιδιών, το ποσό που αναλογεί στα τελευταία καταβάλλεται στο ανάπηρο παιδί ή επιμερίζεται ισομερώς αν τα ανάπηρα είναι περισσότερα του ενός.
γ. Αν εκτός από τα πρόσωπα που αναφέρονται στις περιπτώσεις α’ και β’ υπάρχει επιζών σύζυγος ή διαζευγμένος που είναι δικαιούχος, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ο επιμερισμός του ποσού της κύριας σύνταξης γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου φορέα.
δ. Οι ρυθμίσεις των ανωτέρω περιπτώσεων ισχύουν για παιδιά ασφαλισμένων και συνταξιούχων ανεξάρτητα από το χρόνο υπαγωγής τους στην ασφάλιση. Διατάξεις που ρυθμίζουν διαφορετικά τον τρόπο συνταξιοδότησης των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό προσώπων δεν ισχύουν.
6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 13 του ν. 997/1979 (ΦΕΚ 287 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
“3. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του ν. 825/1978, όπως ισχύουν κάθε φορά, δεν εφαρμόζονται για τους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α.Ε.ΤΑΜ., οι οποίοι λαμβάνουν και άλλη σύνταξη ως ανάπηροι και θύματα πολεμικής ή ειρηνικής περιόδου κατά την εκτέλεση της στρατιωτικής τους υπηρεσίας.”
Άρθρο 6
Ασφάλιση συγγραφέων
1. Στην ασφάλιση του κλάδου σύνταξης και ασθένειας του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.A.E.E.) υπάγονται οι θεατρικοί συγγραφείς, ποιητές και πεζογράφοι, που χαρακτηρίζονται ως έχοντες την ανωτέρω ιδιότητα, από ειδική επιτροπή του Υπουργείου Πολιτισμού, η οποία συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού μέσα σε τρεις μήνες από της εκδόσεως του π.δ/τος της παρ. 7 του άρθρου αυτού.
Όσοι εκ των υπαγομένων στην ασφάλιση του ανωτέρω οργανισμού ασφαλίζονται και σε άλλον Ασφαλιστικό Οργανισμό Κύριας Ασφάλισης λόγω της ασκήσεως άλλου επαγγέλματος εξαιρούνται αυτοδίκαια της ανωτέρω ασφάλισης. Οι συνταξιούχοι μπορούν να συνεχίζουν τη συγγραφική τους δραστηριότητα και μετά τη συνταξιοδότηση χωρίς υποχρέωση ασφάλισης.
2. Τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου κατατάσσονται υποχρεωτικά στην 1η ασφαλιστική κατηγορία του Ο.Α.Ε.Ε. και καταβάλλουν εισφορά κλάδου σύνταξης ίση με το ένα δεύτερο (1/2) του ποσού της εισφοράς αυτής, όπως προβλέπεται κάθε φορά. Το υπόλοιπο ένα δεύτερο (1/2) του ποσού καλύπτεται από επιμερισμένη εργοδοτική εισφορά. Το ύψος της εισφοράς αυτής ορίζεται σε ποσοστό 0,5% επί της χονδρικής τιμής πώλησης οποιουδήποτε βιβλίου Ελληνικών Εκδοτικών Οίκων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων εγκατεστημένων στην Ελλάδα, καθώς και στα συγγραφικά δικαιώματα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Πολιτισμού και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αυξάνεται η επιμερισμένη εργοδοτική εισφορά.
Για τον κλάδο ασθένειας καταβάλλεται ολόκληρη η εισφορά.
3. Συνιστάται στον Ο.Α.Ε.Ε. ειδικός λογαριασμός κλάδου σύνταξης συγγραφέων με σκοπό τη συγκέντρωση και παρακολούθηση της κατά τα ανωτέρω επιμερισμένης εργοδοτικής εισφοράς.
Μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε έτους ο ειδικός λογαριασμός αποδίδει στον κλάδο σύνταξης του Ο.Α.Ε.Ε. τις εισφορές αυτές, που αντιστοιχούν στο προηγούμενο έτος.
4. Ο ασφαλισμένος και για όσο χρόνο διαρκεί η ασφάλισή του στον Ο.Α.Ε.Ε. παραμένει στην ίδια ασφαλιστική κατηγορία. Δύναται όμως με αίτησή του να επιλέξει οποιαδήποτε άλλη ανώτερη της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας καταβάλλοντας ο ίδιος την επιπλέον διαφορά μεταξύ του ποσού της κατηγορίας που επέλεξε και του ποσού που αντιστοιχεί στο ένα δεύτερο (1/2) της 1ης ασφαλιστικής κατηγορίας, όπως ισχύει κάθε φορά.
Σε κάθε περίπτωση η μετάταξη από κατηγορία σε κατηγορία θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους.
5. Η κατώτατη καταβαλλόμενη σύνταξη στους ασφαλισμένους αυτούς είναι η εκάστοτε προβλεπόμενη από τον ΟΑΕΕ. Στους συνταξιούχους αυτούς καταβάλλεται και το επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης, σύμφωνα με τους όρους και προϋποθέσεις που προβλέπονται από το άρθρο 24 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α’), όπως ισχύει.
6. Οι ήδη ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ. δύνανται να παραμείνουν στην ασφάλιση αυτού, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.000 ημέρες ασφάλισης σ’ αυτό και στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. όσοι έχουν 1.500 ημέρες ασφάλισης στην ασφάλισή του, με αίτηση που υποβάλλεται εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού και ενός έτους από την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ο.Α.Ε.Ε. αντιστοίχως.
Ο χρόνος που διανύθηκε στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και για τον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές συνυπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης του ν. 4202/1961, όπως ισχύει.
Χρόνος άσκησης του επαγγέλματος για τον οποίο δεν έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές στο Ι.Κ.Α.Ε.Τ.Α.Μ. από τη δημοσίευση του άρθρου 4 του ν. 1296/1982 (12.10.1982) αναγνωρίζεται, ύστερα από αίτηση που υποβάλλεται μέσα σε δύο έτη από την ισχύ του νόμου αυτού, ως συντάξιμος στον Ο.Α.Ε,Ε. με τη συμπλήρωση του 65ου έτους. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν δύναται να είναι μεγαλύτερο του ελλείποντος για τη συμπλήρωση των 15 συνταξίμων ετών. Για την εξαγορά του ως άνω αναγνωριζόμενου χρόνου καταβάλλεται εισφορά, η οποία προσδιορίζεται μετά από αναλογιστική μελέτη. Το ποσό αυτό επιμερίζεται και επιβαρύνει κατά το 1/3 τον ίδιο, το 1/3 το Υπουργείο Πολιτισμού και κατά 1/3 τον ειδικό λογαριασμό κλάδου σύνταξης συγγραφέων του Ο.Α.Ε.Ε..
7. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός έτους από την ισχύ του νόμου, ύστερα από πρόταση των Υπουργών Πολιτισμού και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται τα κριτήρια, όπως ο αριθμός των βιβλίων ή αντιτύπων, το είδος και κατηγορία βιβλίων, συναφείς προς το βιβλίο δραστηριότητες, το ετήσιο εισόδημα δηλούμενο στη Δ.Ο.Υ. από την πώληση και διάθεση βιβλίων, βάσει των οποίων προσδιορίζεται η ιδιότητα των αναφερόμενων κατηγοριών επαγγελμάτων του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του παρόντος άρθρου. Το προεδρικό διάταγμα εκδίδεται μετά από γνώμη ειδικής επιτροπής, που συγκροτείται με κοινή υπουργική απόφαση των ανωτέρω υπουργών. Η επιτροπή συγκροτείται μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και εκδίδει το πόρισμά της εντός δύο μηνών από τη συγκρότησή της.
8. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται ο τρόπος απόδοσης, ο υπεύθυνος απόδοσης της επιμερισμένης εργοδοτικής εισφοράς της παρ. 2 εδαφ. β’ του παρόντος, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίηση των διατάξεων αυτών.
9.α. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Ο.Α.Ε.Ε.: α) το λογαριασμό διαχειρίζεται ο Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.Ε.Β.Ε.), β) οι ασφαλισμένοι εντάσσονται στην Ε’ ασφαλιστική κατηγορία και εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις ασφάλισης και παροχών του Ο.Α.Ε.Ε. (Τ.ΕΒ.Ε.).
β. Η έναρξη ασφάλισης των ανωτέρω προσώπων ορίζεται δύο μήνες μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της απόφασης της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Άρθρο 7
Υπαγωγή στην ασφάλιση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.) Πόροι
1. Θεωρούνται κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4169/1961 (ΦΕΚ 81 Α’) και του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του ν. 3050/2002 (ΦΕΚ 214 Α’) όπως ισχύουν κάθε φορά και ασφαλίζονται στον Ο.Γ.Α.:
α) Οι ανειδίκευτοι εργάτες που απασχολούνται στην ζωϊκή παραγωγή, αποκλειστικά και μόνον με την περιποίηση, εκτροφή και φροντίδα σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής αυτών και του αριθμού των απασχολουμένων, καθώς και σε συνεταιρισμούς.
β) Η ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται και σε ανειδίκευτους εργάτες που απασχολούνται αποκλειστικά και μόνο με τη σπορά, φύτευση, περιποίηση, φροντίδα και συλλογή προϊόντων γης σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις φυτικής παραγωγής, καθώς επίσης και σε ανθοκομικές εκμεταλλεύσεις και φυτώρια.
γ) Οι αλιεργάτες που απασχολούνται στην παράκτια και μέση αλιεία, θεωρούνται κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ.1 και 2 του ν. 3050/2002, όπως ισχύει και ασφαλίζονται στον Ο.Γ.Α..
Για τα δύο πρώτα έτη εφαρμογής του νόμου αυτού, ελλείψει φορολογικής δήλωσης. υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986, η οποία κατατίθεται στην αρμόδια Δ.Ο.Υ και θεωρείται από τα κατά νόμο αρμόδια όργανα.
2. Για όσους από τις κατηγορίες της παραγράφου 1 ασφαλισθούν στον Ο.Γ.Α. ως κατώτατη υποχρεωτική ασφαλιστική κατηγορία ορίζεται η 5η του άρθρου 4 του ν. 2458/1997, όπως ισχύει
3. Οι ήδη ασφαλισμένοι στο Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. δύνανται να παραμείνουν στην ασφάλιση αυτού, εφόσον έχουν πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3.000 ημέρες ασφάλισης στο Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., με αίτηση που υποβάλλεται στο Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και στον Ο.Γ.Α. εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος του άρθρου αυτού.
Όσοι υπαχθούν στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. και έχουν 1.500 ημέρες ασφάλισης στην επικουρική ασφάλιση Ε.Τ.Ε.Α.Μ., μπορεί να συνεχίσουν προαιρετικά την επικουρική τους ασφάλιση με αίτησή τους, που υποβάλλεται στο Ε.Τ.ΕΑΜ. εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενός (1) έτους από την υπαγωγή τους στην ασφάλιση στον Ο.ΓΑ, καταβάλλοντες οι ίδιοι τις ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζομένου και οι οποίες υπολογίζονται με βάση την ασφαλιστική κλάση στην οποία εντάσσονται οι αποδοχές την ημερομηνία διακοπής της ασφάλισής τους στο Ι.Κ.Α. Ε.ΤΑΜ., όπως αυτή αναπροσαρμόζεται
4. Οι αγρεργάτες που είναι ασφαλισμένοι στον Ο.Γ.Α. και που απασχολούνται παραλλήλως σε παραγωγούς αγροτικών προϊόντων ως λιανοπωλητές σε λαϊκές αγορές εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ι.Κ.Α. Ε.ΤΑΜ. για την απασχόλησή τους αυτή.
5. Κάθε επιχείρηση ή εκμετάλλευση της παρ.1 του άρθρου αυτού που απασχολεί άτομα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. με βάση τη διάταξη της παραγράφου αυτής υποχρεούται να υποβάλλει στον Ο.Γ.Α. κάθε έτος Βεβαίωση Απασχόλησης, στην οποία αναφέρεται το προσωπικό που απασχολεί με το αντικείμενο της παρ. 1 του άρθρου αυτού. Για κάθε νέα απασχόληση εντός του τρέχοντος έτους υποβάλλεται στον Ο.Γ.Α. Βεβαίωση Απασχόλησης μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την έναρξη αυτής. Αν δεν υποβληθεί η Ανωτέρω Βεβαίωση επιβάλλεται πρόστιμο για καθέναν απασχολούμενο ποσό τριακόσια ευρώ.
Για τις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις που απασχολούν προσωπικό σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, υπόχρεος για την καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, για όσο χρονικό διάστημα απασχολείται στην επιχείρηση ή εκμετάλλευση αυτή το εν λόγω προσωπικό.
Οι ασφαλιστικές εισφορές επιβαρύνουν τις εν λόγω επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της παραγράφου 1.
Αν οι ανωτέρω δεν απασχολούνται σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της παραγράφου 1 και ασκούν αυτοτελές επάγγελμα αγρότη, υπόχρεοι για την καταβολή των προβλεπόμενων εισφορών είναι οι ίδιοι.
Οι διατάξεις του άρθρου 14 του π.δ. 78/1998 (ΦΕΚ 72 Α’) εφαρμόζονται και στην περίπτωση μη καταβολής των εισφορών από τους ανωτέρω υπόχρεους.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Γ.Α., ορίζονται τα υπόχρεα πρόσωπα, ο τύπος, η μορφή, το περιεχόμενο της Βεβαίωσης Απασχόλησης, τα συνοδευτικά έγγραφα αυτής, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα απαραίτητο για την υλοποίηση του άρθρου αυτού.
6. Οι αλλοδαποί εργαζόμενοι που προσκαλούνται να ασχοληθούν στη αγροτική οικονομία ή σε επιχειρήσεις ή σε εκμεταλλεύσεις της παρ.1 του άρθρου αυτού ασφαλίζονται στον Ο.Γ.Α. με την είσοδό τους στη χώρα. Ο προσκαλών με την αποστολή της πρόσκλησης υποχρεούται να ενημερώσει συγχρόνως τον Ο.Γ.Α. για τον αριθμότων μετακαλούμενων αλλοδαπών, τα ατομικά στοιχεία τους, το χρονικό διάστημα απασχόλησής τους, καθώς και το είδος της απασχόλησης στην αγροτική οικονομία. Με την είσοδό τους στη χώρα ο προσκαλών υποχρεούται σε υποβολή Βεβαίωσης Απασχόλησης στον Ο.Γ.Α. εντός δέκα ημερών από την είσοδο και στην καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών για το σύνολο του χρόνου μετάκλησης. Ως κατώτατη ασφαλιστική κατηγορία όσων απασχολούνται σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, ορίζεται η 5η. Αν δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα η Βεβαίωση Απασχόλησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 53 του ν. 2910/2001 (ΦΕΚ 91 Α’).
Με τη σύνταξη από τον Ο.Γ.Α. του Ειδικού Δελτίου Απογραφής του άρθρου 7 του π.δ. 78/1998 και την προκαταβολή των ασφαλιστικών εισφορών δύναται να εκδίδεται και να χορηγείται στους ασφαλισμένους της κατηγορίας αυτής Κάρτα Υγείας αντί του βιβλιαρίου υγείας που προβλέπεται από το άρθρο 8 του Κανονισμού Νοσοκομειακής Περίθαλψης Ασφαλισμένων του Ο.ΓΑ, η διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να υπερβαίνει εκείνη της άδειας παραμονής.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Γ.Α., καθορίζονται ο τρόπος και η διαδικασία χορήγησης των παροχών υγείας στους ανωτέρω.
7. Στους ασφαλισμένους του Ο.Γ.Α. κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων χορηγείται η συνταξιοδοτική παροχή του άρθρου 5 παρ.1 του ν. 4169/ 1961 (ΦΕΚ 81 Α’) και του άρθρου 12 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’). Η παροχή αυτή χορηγείται και σε όσους έκαναν χρήση της επιλογής με κοινή δήλωση, που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 2 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’) μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997.
Τα πρόσωπα της παρ. 7 του άρθρου αυτού δικαιούνται και τη συνταξιοδοτική παροχή του ν.δ. 4575/1966 (ΦΕΚ 227 Α’), καθώς και του ν. 1745/1987 (ΦΕΚ 234 Α’), εφόσον πληρούν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις.
Το δικαίωμα της επιλογής καταργείται και η υπαγωγή στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών καθίσταται υποχρεωτική και για τους δύο συζύγους.
8.α) Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εντός των ορίων της εισοδηματικής πολιτικής, όπως καθορίζεται εκάστοτε με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, καθώς και των οικονομικών δυνατοτήτων του Ο.Γ.Α., αναπροσαρμόζονται τα ποσά των συντάξεων Ο.Γ.Α. ( ν. 4169/1961), τα ποσά των συντάξεων του Κλάδου Πρόσθετης Ασφάλισης (ν. 1745/1987) και τα ποσά των συντάξεων του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης (ν. 2458/1997).
β) Οι διατάξεις του άρθρου 9 παρ.6 και του άρθρου 12 παρ.6 του ν. 2458/ 1997 καταργούνται από της δημοσιεύσεως του παρόντος.
γ) Η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 12 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’) αύξηση των ποσών των μηνιαίων βασικών συντάξεων που καταβάλλονται από τον Ο.Γ.Α. ( ν. 4169/1961) ορίζεται από της 1ης Ιανουαρίου 2003 σε 14,67 ευρώ.
9. Oι διατάξεις του ν. 1358/1983 (ΦΕΚ 64 Α’) όπως ισχύουν, έχουν εφαρμογή και για τους ασφαλισμένους και τους συνταξιούχους του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών (ν. 2458/ 1997, ΦΕΚ 64 Α’).
α) Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών καταβάλλουν για κάθε μήνα αναγνώρισης εισφορά ίση με το άθροισμα της μηνιαίας εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, όπως ισχύει κάθε φορά υπολογιζόμενο επί του ποσού της 7ης ασφαλιστικής κατηγορίας του Κλάδου που ισχύει κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης.
β) Οι συνταξιούχοι του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών καταβάλλουν για κάθε μήνα αναγνώρισης εισφορά ίση με το άθροισμα της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη επί του ποσού της 7ης Ασφαλιστικής Κατηγορίας που ισχύει κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση.
10, Η παράγραφος 1 του άρθρου 9 του ν. 2458/1997 τροποποιείται και συμπληρώνεται ως εξής:
” Η μηνιαία σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας συνίσταται σε ποσοστό 2% επί των κατά το άρθρο 4 του νόμου αυτού ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν υπαχθεί για κάθε έτος ασφάλισης, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο έναρξης της συνταξιοδότησης. Για τον υπολογισμό της σύνταξης χρόνος ασφάλισης μεγαλύτερος των έξι μηνών θεωρείται πλήρες έτος”.
11. Οι απασχολούμενοι στην αγροτική οικονομία ασφαλισμένοι του O.Γ.Α., που έχουν ενταχθεί στα επενδυτικά προγράμματα για την αγροτική ανάπτυξη (όπως αγροτουρισμός, αγροβιοτεχνία) στο πλαίσιο του Καν. Ε. Ε. 950/1997 (L 142/2.6.1997) και χρηματοδοτούνται για το σκοπό αυτόν, εξαιρούνται από την ασφάλιση του O.A.E.E. για όσο χρόνο διαρκεί η επιδότησή τους και συνεχίζουν να ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον O.Γ.Α. κατατασσόμενοι τουλάχιστον στην 5η ασφαλιστική κατηγορία του άρθρου 4 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 214 Α’), όπως ισχύει.
Μετά τη λήξη της ως άνω επιδότησης, η ασφαλιστική τους περίπτωση επανεξετάζεται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις,
12. Το άρθρο 3 του ν. 2458/1997 (ΦΕΚ 15 Α’) αντικαθίσταται ως εξής:
” Πόροι του Κλάδου είναι:
1.α) Η μηνιαία ατομική εισφορά των αυτοτελώς απασχολούμενων αγροτών που ορίζεται σε ποσοστό 7% επί των ποσών των ασφαλιστικών κατηγοριών της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 2458/ 1997.
β) Η μηνιαία ατομική εισφορά των ανειδίκευτων εργατών που απασχολούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ, 1 και 6 του άρθρου αυτού και υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α. ορίζεται σε ποσοστό 7% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν υπαχθεί οι ασφαλισμένοι, με κατώτατη την 5η ασφαλιστική κατηγορία της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997.
2. Για όσους ασφαλίζονται στον Ο.Γ.Α. σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 και 6 του άρθρου αυτού, καταβάλλεται μηνιαία εργοδοτική εισφορά, η οποία υπολογίζεται σε ποσοστό 7% επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν υπαχθεί οι ασφαλισμένοι, με κατώτατη την 5η ασφαλιστική κατηγορία της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997.
3. Οι ανωτέρω κατηγορίες καταβάλουν εισφορές ασθένειας και Λ.Α.Ε..
4.α) Η κρατική μηνιαία εισφορά για τους αυτοτελώς απασχολούμενους ορίζεται σε ποσοστό 14% και υπολογίζεται επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν καταταγεί οι ασφαλισμένοι.
β) Η κρατική μηνιαία εισφορά για τους απασχολούμενους ανειδίκευτους εργάτες που υπάγονται στην ασφάλιση του Ο.Γ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 και 6 του άρθρου αυτού, ορίζεται σε ποσοστό 7% και υπολογίζεται επί του ποσού των ασφαλιστικών κατηγοριών στις οποίες έχουν υπαχθεί οι ασφαλισμένοι, με κατώτατη την 5η ασφαλιστική κατηγορία της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 2458/1997.
Τα ποσά της ανωτέρω α’ και β’ κρατικής εισφοράς αποδίδονται στον Κλάδο απολογιστικά εντός του τριμήνου από τη λήξη κάθε ημερολογιακού έτους.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ορίζεται ο τρόπος απόδοσης της εισφοράς του κράτους.
5. Η απόδοση των κεφαλαίων και αποθεματικών του Κλάδου, καθώς και κάθε πρόσοδος από οποιαδήποτε αιτία”.
13, Η ισχύς του άρθρου αυτού αρχίζει από 1.1. 2004.
14. Η εφαρμογή της παρ.12 αρχίζει από 1.7.2004.
Άρθρο 8
Ρύθμιση οφειλόμενων εισφορών
1. Οι καθυστερούμενες, μέχρι το τέλος του προηγούμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ασφαλιστικές εισφορές προς το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, το Ταμείο Ασφάλισης Ιδιοκτητών Συντακτών και Υπαλλήλων Τύπου, το Ταμείο Ασφάλισης Τεχνικών Τύπου Αθηνών, το Ταμείο Συντάξεων Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων Αθηνών, το Ταμείο Συντάξεων Εφημεριδοπωλών και Υπαλλήλων Πρακτορείων Θεσσαλονίκης, το Ταμείο Ασφάλισης Ξενοδοχοϋπαλλήλων και για όλους τους κλάδους ασφάλισής τους, μαζί με τα πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις εξοφλούνται, μετά από απόφαση του Δ.Σ του οικείου φορέα:
α) εφάπαξ με έκπτωση σε ποσοστό 80% επί των προσθέτων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων, ή
β) σε ογδόντα ισόποσες μηνιαίες δόσεις με έκπτωση σε ποσοστό 50% επί των προσθέτων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων και με την προϋπόθεση προκαταβολής ίσης με το 10% της οφειλής.
Τα ποσά έκπτωσης που προκύπτουν αφαιρούνται από τις τελευταίες δόσεις.
Το ποσό της κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των εκατόν πενήντα ευρώ.
Η αίτηση υποβάλλεται μέχρι το τέλος του τρίτου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Αν το οφειλόμενο ποσό, εξοφληθεί εφάπαξ, η καταβολή γίνεται μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης.
Αν το οφειλόμενο ποσό ρυθμιστεί σε δόσεις, η πρώτη δόση και η προκαταβολή καταβάλλονται μέχρι το τέλος του δεύτερου μήνα από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης.
Αν καταβληθεί εκπρόθεσμα μία από τις οφειλόμενες δόσεις, το ποσό αυτής προσαυξάνεται με τα προβλεπόμενα κάθε φορά πρόσθετα τέλη.
Αν δεν καταβληθεί εφάπαξ η οφειλή μέσα στην ανωτέρω οριζόμενη προθεσμία ή δεν καταβληθούν εμπρόθεσμα έξι δόσεις συνολικά, καθώς και αν δεν καταβάλλονται εμπρόθεσμα οι τρέχουσες εισφορές, απόλλυται το δικαίωμα της ρύθμισης σύμφωνα με την παράγραφο αυτή και η εξόφληση διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 2676/1999 (ΦΕΚ1 Α΄), εφόσον το προβλεπόμενο από αυτές δικαίωμα εξακολουθεί να υφίσταται
Στη ρύθμιση αυτή μπορούν να υπαχθούν και όσοι έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους στα προαναφερόμενα ταμεία, με τις διατάξεις του άρθρου 61 του ν. 2676/1999.
Οι διατάξεις των παραγράφων 7 έως και 12 του άρθρου 61 του ν. 2676/ 1999 έχουν εφαρμογή και στην παρούσα ρύθμιση.
2. Οι ασφαλιστικές εισφορές προς το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., τους οργανισμούς, ταμεία και λογαριασμούς των οποίων οι εισφορές εισπράττονται ή συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και προς τους φορείς Επικουρικής Ασφάλισης που δεν έχουν καταβληθεί από τις επιχειρήσεις των Ναυπηγοεπισκευαστικών Ζωνών και αφορούνχρονική περίοδο απασχόλησης μέχρι και το τέλος του προηγούμενου μήνα από τη έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, εξοφλούνται σε εκατόν είκοσι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς υποχρέωση προκαταβολής. Τα ποσά των πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων, δικαστικών εξόδων, εξόδων και δικαιωμάτων εκτέλεσης κ.λπ. που αναλογούν στις παραπάνω εισφορές διαγράφονται.
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή πρέπει να καταβάλλονται οι τρέχουσες εισφορές μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες και να υποβληθεί σχετική αίτηση, καθώς και να προσκομιστούν όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά για έλεγχο στο αρμόδιο Υποκατάστημα ΙΚΑ Ε.Τ.Α.Μ.μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Στην παρούσα ρύθμιση υπάγονται και όσες επιχειρήσεις της Ναυπηγοεπισκευαστικής Ζώνης έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις, για το μέρος της οφειλής που δεν έχει ακόμη καταβληθεί.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
3. Οι εισφορές που δεν έχουν καταβληθεί μέχρι την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οφείλονται από επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένους που επλήγησαν από τις πλημμύρες lουλίου και Αυγούστου 2002 και έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα στις περιοχές Καλλιθέας, Μοσχάτου, Αγίου Ιωάννη Ρέντη και στο 3ο δημοτικό διαμέρισμα Πειραιά, εξοφλούνται σε σαράντα οκτώ ισόποσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς υποχρέωση προκαταβολής. Τα ποσά των προσθέτων τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων, δικαστικών εξόδων, εξόδων και δικαιωμάτων εκτέλεσης κ.λπ. που αναλογούν στις παραπάνω εισφορές διαγράφονται
Για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή πρέπει να καταβάλλονται οι τρέχουσες εισφορές μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες και να υποβληθεί αίτηση μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Στη ρύθμιση αυτή υπάγονται και όσες επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένοι έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα στις ανωτέρω περιοχές και έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις για το μέρος της οφειλής που δεν έχει ακόμη καταβληθεί.
Οι ρυθμίσεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για τις οφειλές της αυτής ως άνω χρονικής περιόδου των επιχειρήσεων, εργοδοτών ή ασφαλισμένων που επλήγησαν από τις πλημμύρες της 24ης 26ης Ιανουαρίου 2003 και έχουν και έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα στους Δήμους Μαραθώνος, Ν. Μάκρης και στις Κοινότητες Αγ. Κωνσταντίνου, Καλάμου, Κουβαρά, Μαλακάσης, Μαρκοπούλου, Ωρωπού, Ν. Παλατίων, Σκάλας Ωρωπού και Ωρωπού της Νομαρχίας Ανατολικής Αττικής.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
4. Η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών προς όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που οφείλονται από επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένους που έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα στις περιοχές του νομού Λευκάδας, στα διοικητικά όρια των Δήμων Κεκροπίας και Ανακτορίου του Νομού Αιτωλοακαρνανίας, καθώς και στα διοικητικά όρια του Δήμου Πρεβέζης του Νομού Πρεβέζης, αναστέλλεται για έξι μήνες, λόγω των σεισμών της 14ης Αυγούστου 2003, με αφετηρία την πρώτη ημέρα του μήνα έναρξης ισχύος του νόμου αυτού. Για το διάστημα αυτό δεν υπολογίζονται πρόσθετα τέλη και άλλες προσαυξήσεις.
Οι εισφορές που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, καθώς και οι καθυστερούμενες ασφαλιστικές εισφορές προς τους ανωτέρω οργανισμούς, μέχρι την τελευταία ημέρα του προηγούμενου μήνα της έναρξης ισχύος του παρόντος, που οφείλονται από τις ανωτέρω επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένους προς τους προαναφερόμενους ασφαλιστικούς φορείς, εξοφλούνται σε σαράντα οκτώ ισόποσες μηνιαίες δόσεις, με αφετηρία την πρώτη του επόμενου μήνα εκείνου κατά τον οποίο έληξε η εξάμηνη αναστολή. Τα ποσά των πρόσθετων τελών, προσαυξήσεων, λοιπών επιβαρύνσεων, δικαστικών εξόδων και δικαιωμάτων εκτέλεσης που αναλογούν στις παραπάνω εισφορές διαγράφονται.
Στη ρύθμιση αυτή υπάγονται και όσες επιχειρήσεις, εργοδότες ή ασφαλισμένοι έχουν επαγγελματική εγκατάσταση ή δραστηριότητα στις ανωτέρω περιοχές και έχουν ρυθμίσει τις οφειλές τους με άλλες διατάξεις, για το μέρος της οφειλής που δεν έχει ακόμη καταβληθεί.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
5. Η καταβολή των τρεχουσών ασφαλιστικών εισφορών της Εταιρείας “Επαγγελματική Κατάρτιση Α.Ε.” προς το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ., τους Οργανισμούς, Ταμεία και Λογαριασμούς των οποίων οι εισφορές εισπράττονται ή συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και προς τους φορείς επικουρικής ασφάλισης αναστέλλεται για τέσσερις μήνες με αφετηρία την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Για το διάστημα αυτό δεν υπολογίζονται πρόσθετα τέλη και λοιπές προσαυξήσεις.
Οι εισφορές που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, καθώς και όσες οφείλονται από την ίδια ως άνω Εταιρεία προς τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης και τους φορείς του προηγούμενου εδαφίου και αφορούν χρονική περίοδο απασχόλησης μέχρι και το τέλος του προηγούμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού εξοφλούνται σε εκατόν είκοσι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, χωρίς υποχρέωση προκαταβολής. Τα ποσά των προσθέτων τελών, προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων που αναλογούν στις παραπάνω εισφορές, καθώς και τα ποσά των αυτοτελών προστίμων λόγω παράβασης των υποχρεώσεων των σχετικών με την υποβολή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης, όπως και τα ποσά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων, δικαστικών εξόδων, εξόδων και δικαιωμάτων εκτέλεσης κ.λπ. διαγράφονται.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη λήξη της τετράμηνης αναστολής του πρώτου εδαφίου.
Προϋπόθεση για την υπαγωγή στη ρύθμιση είναι η ορθή υποβολή όλων των ΑΠ.Δ. των χρονικών περιόδων απασχόλησης, οι εισφορές των οποίων ρυθμίζονται με την παράγραφο αυτή, μέχρι και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα λήξης της τετράμηνης αναστολής που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της διάταξης αυτής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΦΟΡΕΩΝ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Άρθρο 9
Βελτίωση συστήματος Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης
1. Το άρθρο 2 και οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 3 του ν. 2972/2001 (ΦΕΚ 291 Α’) καταργούνται από τη δημοσίευση της τροποποίησης του Κανονισμού Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.
2. Στο τέλος του άρθρου 5 του ν. 2972/2001 προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
” 4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν μέχρι 31.12.2003.”
3. Η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του ν. 2972/2001, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 3050/ 2002 (ΦΕΚ 214 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
” α. Να απογράφονται στο Μητρώο εργοδοτών του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. με την έναρξη της απασχόλησης των ατόμων αυτών και να γνωστοποιούν με υπεύθυνη δήλωσή τους στις αρμόδιες υπηρεσίες τις μεταβολές των στοιχείων τους που έχουν καταχωριστεί σ’ αυτό.
Υποχρέωση γνωστοποίησης υπάρχει για την αλλαγή της επωνυμίας, της νομικής μορφής, των κατά νόμο υπευθύνων, των στοιχείων τους, του τόπου κατοικίας ή διαμονής τους, καθώς και για λοιπές περιπτώσεις που καθορίζονται με τον Κανονισμό Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Α. Π.Δ.. Με τον ίδιο Κανονισμό ορίζονται ο χρόνος υποβολής, ο τύπος και η διαδικασία τροποποίησης και γνωστοποίησης των μεταβολών, καθώς και ο τύπος, η μορφή και το περιεχόμενο του εντύπου της απογραφής.
Στους εργοδότες που παραβαίνουν την υποχρέωση γνωστοποίησης μεταβολών επιβάλλεται πρόστιμο που ανέρχεται σε ποσό τριακοσίων ευρώ, αν δεν γνωστοποιήσουν εμπρόθεσμα την αλλαγή στην επωνυμία της επιχείρησης και την αλλαγή των κατά νόμο υπευθύνων και σε ποσό εκατόν πενήντα ευρώ, αν δεν γνωστοποιήσουν τις λοιπές μεταβολές που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, καθώς και όσες καθορίζονται με τον Κανονισμό.
Αν διαπιστωθεί ότι έχουν συντελεστεί περισσότερες της μιας παραβάσεις, για τις οποίες υφίσταται υποχρέωση γνωστοποίησης μέσα στην ίδια προθεσμία, επιβάλλεται ένα πρόστιμο και αν αυτά είναι διαφορετικά επιβάλλεται το μεγαλύτερο.”
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής αρχίζουν να εφαρμόζονται από την ημερομηνία δημοσίευσης της τροποποίησης του Κανονισμού Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Αναλυτικής Περιοδικής Δήλωσης.
4. Οι παράγραφοι 1 έως 4 του άρθρου 7 του ν. 2972/2001 αντικαθίστανται ως εξής:
“1. Στους εργοδότες που:
α. δεν απογράφονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6 ή δεν υποβάλλουν Α.Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 45% επί του ποσού των εισφορών που αντιστοιχούν στην Α. Π.Δ. ή στις ΑΠ.Δ. που είχαν υποχρέωση να υποβάλουν.
β. υποβάλλουν εκπρόθεσμα την Α. Π.Δ., επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού των εισφορών που δηλώνεται σε αυτή, εκτός αν η εκπρόθεσμη υποβολή γίνεται πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις για την υποβολή της επόμενης κατά περίπτωση ΑΠΔ, που το ποσοστό της πρόσθετης επιβάρυνσης ανέρχεται σε 10%.
γ. υποβάλλουν την ΑΠ.Δ. με ανακριβή στοιχεία απασχόλησης ασφάλισης, επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση εισφορών που ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του ποσού της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ των εισφορών που δηλώθηκαν και των εισφορών που υπολογίζονται από την υπηρεσία.
Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιβολής πρόσθετης επιβάρυνσης εισφορών για περισσότερες της μιας παραβάσεις που αφορούν Α.Π.Δ. ίδιας χρονικής περιόδου, επιβάλλεται ένα ποσοστό επιβάρυνσης και αν αυτά είναι διαφορετικά επιβάλλεται το μεγαλύτερο.
2. Εκπρόθεσμη θεωρείται η Α.Π.Δ. που υποβάλλεται μετά τη λήξη της προθεσμίας που κατά περίπτωση ορίζεται με τον Κανονισμό Διαδικασιών Ασφάλισης για την εφαρμογή της Α.Π.Δ.
3. Ανακριβής θεωρείται η Α.Π.Δ., στην οποία προκύπτει διαφορά μεταξύ των εισφορών που δηλώνονται από τον εργοδότη και των εισφορών που προκύπτουν κατά τον έλεγχο, από διαφορά ημερών εργασίας, αποδοχών ή κλάδου ασφάλισης και λοιπών στοιχείων που προσδιορίζουν την ορθή υπαγωγή στην ασφάλιση. Ως ανακριβής θεωρείται η Α.Π.Δ. που δεν περιλαμβάνει εργαζόμενο ή εργαζομένους, καθώς και η Α.Π.Δ. των εργοδοτών που εκτελούν ιδιωτικά οικοδομικά και τεχνικά έργα, σε βάρος των οποίων καταλογίζονται εισφορές με βάση τους συντελεστές που προβλέπονται στο άρθρο 38 του Κανονισμού Ασφάλισης Ι.Κ.Α. εκτός από τις περιπτώσεις που δηλώθηκε εμπρόθεσμα η αποπεράτωση του έργου.
Τα ποσοστά των πρόσθετων επιβαρύνσεων που προβλέπονται από το άρθρο αυτό επιβάλλονται και για παραβάσεις Α.Π.Δ. που καταλογίζονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και αφορούν προγενέστερες μισθολογικές περιόδους.
4. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων έχουν εφαρμογή για κάθε τύπο Α.Π.Δ..”
5. Η περίπτωση ζ’ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α. ν. 1846/1951 καταργείται.
6. Η παράγραφος 1 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 του ν. 2972/ 2001, αντικαθίσταται ως εξής:
“Ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του I.Κ.Α Ε.ΤΑΜ., οι οποίες δεν καταβάλλονται εμπροθέσμως, επιβαρύνονται με πρόσθετο τέλος από την επόμενη ημέρα εκείνης κατά την οποία έληξε η κατά νόμο προθεσμία καταβολής τους. Ως ασφαλιστικές εισφορές νοούνται και οι εισφορές υπέρ του Ειδικού Λογαριασμού Δώρων Εργατοτεχνιτών Οικοδόμων (Ε.Λ.Δ.Ε.Ο.), καθώς και οι εισφορές που συνεισπράττονται από το Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ..
Κάθε φορά που εισπράττονται απαιτήσεις από τις παραπάνω αιτίες, συνεισπράττεται υποχρεωτικά και η προσαύξηση λόγω εκπρόθεσμης καταβολής που αναλογεί στο καταβαλλόμενο ποσό.
Το ποσοστό του πρόσθετου τέλους ορίζεται σε 3% για τον πρώτο μήνα καθυστέρησης και 1% για κάθε επόμενο μήνα και μέχρι 120% συνολικά.
Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, ως μήνας θεωρείται ο ημερολογιακός μήνας.
Με απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων μπορεί να καθορίζονται τα ποσοστά πρόσθετων τελών, καθώς και το ανώτατο όριο αυτών.”
Στις διατάξεις της παραγράφου αυτής υπάγονται όλες οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές, ανεξάρτητα από τις μισθολογικές περιόδους στις οποίες ανάγονται.
Άρθρο 10
Ειδικό Βιβλίο Νεοπροσλαμ6ανόμενου Προσωπικού
Η περίπτωση στ’ της παραγράφου 9 του άρθρου 26 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α’), που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α’), αντικαθίσταται ως εξής:
“στ. αα) Να καταχωρίζουν στο Ειδικό Βιβλίο Καταχώρισης Νεοπροσλαμβανόμενου Προσωπικού τους μισθωτούς που απασχολούνται σ’ αυτούς και υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ. Ε.Τ.Α.Μ. αμέσως μετά την πρόσληψη και πριν αυτά αναλάβουν εργασία.
Δεν απαιτείται καταχώριση στο παραπάνω βιβλίο των απασχολούμενων που είχαν καταχωρισθεί στα μισθολόγια μέχρι 31.3.1998 και εξακολούθησαν να απασχολούνται μετά την παραπάνω ημερομηνία.
ββ. Οι καταχωρίσεις στο Ειδικό Βιβλίο γίνονται χειρογράφως χωρίς κενά διαστήματα, παραπομπές ή ξέσματα. Λανθασμένη εγγραφή διαγράφεται χωρίς να χρησιμοποιείται χημικό διορθωτικό ή άλλο υλικό διαγραφής. Η εκ νέου εγγραφή με τα πλήρη και ορθά στοιχεία γίνεται στην αμέσως επόμενη οριζόντια γραμμή.
γγ. Αν δεν επιδεικνύεται στα αρμόδια ελεγκτικά όργανα του Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ. και του Σ.Ε.Π.Ε. το Ειδικό Βιβλίο, ως μη καταχωρισμένα θεωρούνται όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται απασχολούμενα κατά τον έλεγχο.
δδ. Αν κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ή δηλωθεί απώλεια του Ειδικού Βιβλίου, η οποία δεν οφείλεται σε λόγους ανωτέρας βίας, ως μη καταχωρισμένοι θεωρούνται όλοι οι απασχολούμενοι που περιλαμβάνονται στην τελευταία Αναλυτική Περιοδική Δήλωση που υποβλήθηκε. Σε περίπτωση απώλειας φύλλου του ειδικού βιβλίου ως μη καταχωρισμένοι θεωρούνται όλοι οι απασχολούμενοι κατά τη στιγμή της διαπίστωσης, εκτός εκείνων οι οποίοι είναι καταχωρισμένοι σε επόμενο ή προηγούμενο φύλλο.
εε. Επιβάλλεται πρόστιμο σε βάρος του εργοδότη: Σε όσους δεν τηρούν το Ειδικό Βιβλίο, όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση ββ΄ .
Για κάθε απασχολούμενο που βρίσκεται από τα ανωτέρω αρμόδια όργανα να απασχολείται και δεν είναι καταχωρισμένος, όπως ορίζεται στην υποπερίπτωση αα’ .
Αν δεν επιδειχθεί το Ειδικό Βιβλίο στα Ελεγκτικά όργανα, όπως ορίζεται από την υποπερίπτωση γγ’ .
Αν απωλεσθεί το Ειδικό Βιβλίο ή φύλλο αυτού, όπως ορίζεται από την υποπερίπτωση δδ ‘ .
στστ. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ύστερα από πρόταση του I.K.A. Ε.Τ.Α.Μ., προσδιορίζεται το ύψος του προστίμου για κάθε ακαταχώριστο εργαζόμενο, το είδος του εντύπου καταχώρισης, η υπηρεσία, το όργανο και η διαδικασία εκτύπωσης, θεώρησης, χορήγησης, ελέγχου, τήρησης, ανάληψης της δαπάνης και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια που αφορά τη διαδικασία εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Το πρόστιμο δεν μπορεί να ξεπερνά κατ’ ά