Ν.Δ. 53 ΦΕΚ Α΄256/20.9.1974
Περί κυρώσεως της εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσης συμβάσεως “δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, ως και του προσθέτου εις αυτήν πρωτοκόλλου των Παρισίων της 20ης Μαρτίου 1952.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Προτάσσει του Ημετέρου Υπουργικού Συμβουλίου , απεφασίσαμεν και διατάσσομεν :

Άρθρον πρώτον
Κυρούται και κτάται ισχύν νόμου η εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 υπογραφείσα υπο την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης σύμβασις “δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, ως και το πρόσθετον εις αυτή πρωτόκολλον των Παρισίων της 20ης Μαρτίου 1952.
Επί του άρθρου 2 του ως άνω Πρωτοκόλλου διατυπούται, συμφώνως προς το άρθρον 64 της συμβάσεως της Ρωμης, η ακόλουθος επιφύλαξις: Η εις το τέλος της δευτέρας παραγράφου του άρθρου τουτου λέξις “φιλοσοφικάς” θα έχη εφαρμογήν συμφώνως προς τα εν Ελλάδι σχετικώς ισχύοντα.
Τα κείμενα των ως άνω διεθνών πράξεων έπονται εν πρωτοτύπω εις την Γαλλικήν γλώσσαν και εν μεταφράσει εις την Ελληνικήν:
Σ Υ Μ Β Α Σ Ι Σ
Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Αι συμβαλλόμεναι κυβερνήσεις, μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Εχουσαι υπ` όψιν την παγκοσμιον δήλωσιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ήν διεκήρυξεν η γενικη συνέλευσις των Ηνωμένων Εθνών την 10ην Δεκεμβρίου 1948.
Εχουσαι υπ` όψιν ότι η δήλωσις αύτη τείνει εις την εξασφάλισιν της αναγνωρίσεως και την παγκόσμιον και αποτελεσματικήν εφαρμογήν των δικαιωμάτων άτινα αναφέρωνται εις αύτην.
Εχουσαι υπ` όψιν ότι ο σκοπός του συμβουλίου της Ευρώπης είναι η πραγματοποίησις στενωτέρας ενότητος μεταξύ των μελών αυτής, και ότι εν των μέσων προς επίτευξιν του σκοπού τουτου είναι η προάσπισις και η ανάπτυξις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Επιβεβαιούσαι την βαθείαν αυτών προσήλωσιν εις τας θεμελιώδεις ταύτας ελευθερίας αίτινες αποτελούσι αυτό τούτο το βάθρον της δικαιοσύνης και της ειρήνης εν τω κόσμω και των οποιων η διατήρησις στηρίζεται ουσιαστικώς επι πολιτικού καθεστώτος αληθώς δημοκρατικού αφ` ενός και αφ` ετέρου, επι κοινής αντιλήψεως και κοινού σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου τα οποια διεκδικούν.
Αποφασισμέναι όπως, ως κυβερνήσεις ευρωπαϊκών κρατών εμπνεόμεναι υπο κοινών ιδεωδών και έχουσαι κοινήν κληρονομίαν πολιτικών παραδόσεων και ιδεωδών σεβασμού της ελευθερίας και του επικρατεστέρου του δικαίου, λάβωσι τα πρώτα κατάλληλα μέτρα όπως διασφαλίσωσι την συλλογικήν εγγύησιν ωρισμένων, εκ των αναφερομένων εν τη παγκοσμίω δηλώσει, δικαιωμάτων.
Συνεφώνησαν τα ακόλουθα:

Αρθρον 1.
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζουν, εις όλα τα εξαρτώμενα εκ της δικαιοδοσίας των πρόσωπα, τα καθοριζόμενα εις το πρώτον μέρος της παρουσης συμβάσεως δικαιώματα και ελευθερίας.

Μ Ε Ρ Ο Σ Ι
“Δικαιώματα και Ελευθερίες”
Αρθρον 2.
1. Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπο του νόμου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειμή εις εκτέλεσιν θανατικης ποινής εκδιδομένης υπο δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπο του νόμου δια της ποινής ταύτης.
2. Ο θανατος δεν θεωρείται ως επιβαλλόμενος κατα παράβασιν του άρθρου τουτου, εις άς περιπτώσεις θα επήρχετο συνεπεία χρήσεως βίας καταστάσης απολύτως αναγκαίας:
α) δια την υπεράσπισιν οιουδήποτε προσώπου κατα παρανόμου βίας.
β) δια την πραγματοποίησιν νομίμου συλλήψεως ή προς παρεμπόδισιν αποδράσεως προσωπου νομίμως κρατουμένου.
γ) δια την καταστολήν, συμφώνως τω νόμω, στάσεως ή ανταρσίας.

Αρθρον 3.
Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ουτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικάς.

Αρθρον 4.
1. Ουδείς δύναται να κρατηθή εις δουλείαν ή ειλωτείαν.
2. Ουδείς δύναται να υποχρεωθή εις αναγκαστικήν ή υποχρεωτικήν εργασίαν.
3. Δεν θεωρείται ως “αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία” υπο την έννοιαν του παρόντος άρθρου:
α) πάσα εργασία ζητουμένη παρα προσώπου κρατουμένου συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 5 της παρουσης συμβάσεως ή κατα την διάρκειαν της υπο όρους απολύσεως του.
β) πάσα υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, εις την περίπτωσιν των εχόντων αντιρρήσεις συνειδήσεως εις τας χώρας όπου τουτο αναγνωρίζεται ως νόμιμον, πάσα άλλη υπηρεσία εις αντικατάστασιν της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας.
γ) πάσα υπηρεσία ζητουμένη εις περίπτωσιν κρίσεων ή θεομηνιών, αι οποίαι απειλούν την ζωήν ή την ευδαιμονίαν του συνόλου.
δ) πάσα εργασία ή υπηρεσία απαρτίζουσα μέρος των τακτικών υποχρεώσεων του πολίτου.

Αρθρον 5.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή εις ελευθερίας του ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:
α) εάν κρατήται κανονικώς κατόπιν καταδίκης υπο αρμοδίου δικαστηρίου.
β) εάν υποβληθη εις κανονικήν σύλληψιν ή κράτησιν λόγω ανυποταγής εις νόμιμον διαταγήν δικατηρίου, ή εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζομένης υπο του νόμου.
γ) εάν συνελήφθη και κρατήται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλογου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή απο του να διαπράξη αδικημα ή δραπετεύση μετα την διάπραξιν τουτου.
δ) εάν πρόκειται περι νομίμου κρατήσεως ανηλικου, αποφασισθείσης δια την επιτήρησιν της ανατροφής του, ή την νόμιμον κράτησιν του ίνα παραπεμφθή ενώπιον της αρμοδίας αρχής.
ε) εάν πρόκειται περι νομίμου κρατήσεως ατόμων δυναμένων να μεταδώσωσι μεταδοτικήν ασθένειαν, φρενοβλαβούς, αλκοολισμού, τοξικομανους ή αλήτου.
στ) εάν πρόκειται περί νομίμου συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου επί σκοπώ όπως εμποδισθή υπο του να εισέλθη παρανόμως εν τη χώρα ή εναντίον του οποιου εκκρεμεί διαδικασία απελάσεως ή εκδόσεως.
2. Παν συλληφθέν πρόσωπον δέον να πληροφορήται κατα το δυνατόν συντομώτερον και εις γλώσσαν την οποιαν εννοεί, τους λόγους της συλλήψ0εως του ως και πάσα διατυπουμένην εναντίον του κατηγορίαν.
3. Παν πρόσωπον συλληφθέν ή κρατηθέν, υπο τας προβλεπομένας εν παραγράφω Ιγ του παρόντος άρθρου συνθήκας οφείλει να παραπεμφθή συντόμως ενώπιον δικαστού ή ετέρου δικαστικού λειτουργού νομίμως εντεταλμένου όπως εκτελή δικαστικά καθήκοντα, έχει δε το δικαίωμα να δικασθή εντός λογικής προθεσμίας ή απολυθή κατα την διαδικασίαν. Η απολυσις δύναται να εξαρτηθή από εγγύησιν εξασφαλίζουσαν την παράστασιν του ενδιαφερομένου εις την δικάσιμον.
4. Παν πρόσωπον στερούμενον της ελευθερίας του συνεπεία συλλήψεως ή κρατήσεως έχει δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ίνα τουτο αποφασίση εντός βραχείας προθεσμίας επι του νομίμου της κρατήσεως του και διατάξη την απόλυσιν του εν περιπτώσει παρανόμου κρατησεως.
5. Παν προσωπον θύμα συλλήψεως ή κρατήσεως υπο συνθήκας αντιθέτους προς τας ανωτέρω διατάξεις, έχει δικαίωμα επανορθώσεως.

Αρθρον 6.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπο ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποιον θα αποφασίση είτε επι των αμφισβητήσεων επι των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επι του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως είς την αίθουσαν των συνεδριάσεων δυναται να απαγορευθή εις τον τόπον και το κοινόν καθ` όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλέιας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τουτο ενδείκνυται υπο των συμφερόντων των ανηλικων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπο του δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπο ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.
2. Παν πρόσωπον κατηγορουμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του.
3. Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:
α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποιαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας.
β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας ανάγκας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεως του.
γ) οπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισιν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν ή δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον να τω παρασχεθή τοιουτος δωρεάν, όταν τουτο ενδείκνυται υπο του συμφέροντος της δικαιοσύνης.
δ) να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπο τους αυτους όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.
ε) να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις την δικαστήριον γλώσσαν.

Αρθρον 7.
1. Ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ` ήν στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρυτέρα ποινή απο εκείνην η οποια επεβάλλετο κατα την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος.
2. Το παρόν άρθρον δεν σκοπεί να επηρεάση την δικην και τιμωρίαν ατόμων ενόχων δια πράξεις ή παραλέιψεις αι οποίαι καθ` ήν στιγμήν διεπράχθησαν, ήσαν εγκληματικαί συμφώνως προς τας αναγνωριζομένας υπο των πολιτισμένων εθνών γενικάς αρχάς δικαίου.

Αρθρον 8.
1. Παν πρόσωπον δικαιουται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικης και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξη επέμβασις δημοσίας αρχης εν τη ασκήσει του δικαιώματος τουτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπο του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικην κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημέριαν της χωρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.

Αρθρον 9.
1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τουτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ` ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών.
2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπο του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων.

Αρθρον 10.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν εκφράσεως. Το δικαίωμα τουτο περιλαμβάνει την ελευθερίαν γνώμης ως και την ελευθερίαν λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, άνευ επεμβάσεως δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων. Το παρόν άρθρον δεν κωλύει τα κράτη από του να υποβάλωσι τας επιχειρήσεις ραδιοφωνίας κινηματογράφου ή τηλεοράσεως εις κανονισμούς εκδόσεως αδειων λειτουργίας.
2. Η άσκησις των ελευθεριών τουτων, συνεπαγομένων καθήκοντα και ευθύνας δύναται να υπαχθή εις ωρισμενας διατυπωσεις, όρους, περιορισμούς ή κυρώσεις, προβλεπομένους υπο του νόμου και αποτελόυντας αναγκαια μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την εθνικήν ασφάλειαν, την εδαφικήν ακεραιότητα ή δημοσίαν ασφάλειαν την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν το εγκλήματος, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, της προστασίαν της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, την παρεμπόδισιν της κοινολογήσεως εμπιστευτικών πληροφοριών ή την διασφάλισιν του κύρους και αμεροληψίας της δικαστικής εξουσίας.

Αρθρον 11.
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ` άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του.
2. Η άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους περιορισμούς περαν των υπο του νόμου προβλεπομένων και αποτελόυντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν την προάσπισιν της τάξεως και πρόληψιν του εγκλήματος την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορέυει την επιβολην νομιμών περιορισμών εις την άσκησιν των δικαιωμάτων τουτων υπο μέλων των ενόπλων δυνάμεων της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους.

Αρθρον 12.
Αμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τουτο εθνικούς νομους.

Αρθρον 13.
Παν πρόσωπον του οποιου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρουση συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπο προσώπων ενεργουντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων των.
Αρθρον 14.
Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλης, χρώματος γλώσσης θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.

Αρθρον 15.
1. Εν περιπτώσει πολέμου ή ετέρου δημοσίου κινδύνου απειλουντος την ζωήν του έθνους έκαστον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος δυναται να λάβη μέτρα κατα παράβασιν των υπο της παρούσης συμβάσεως προβλεπομένων υποχρεώσεων, εν τω απαιτουμένω υπο της καταστάσεως απολύτως αναγκαίω ορίω και υπο τον όρον όπως τα μέτρα ταύτα μη αντιτίθενται εις τας άλλας υποχρεώσεις τας απορρεούσας εκ του διεθνούς δικαιου.
2. Η προηγουμένη διάταξις ουδεμίαν επιτρέπει παράβασιν του άρθρου 2, ειμή δια την περίπτωσιν θανάτου συνεπεία κανονικών πολεμικών πράξεων, ή των άρθρων 3, 4, (παραγρ. 1 και 7).
3. Τα ασκούντα το δικαίωμα τουτο της παραβάσεως υψηλά συμβαλλόμενα μέρη τηρουν τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης πληρως ενήμερον των ληφθέντων μέτρων ως και των αιτίων τα οποία τα προεκάλησαν. Οφείλουν ωσαύτως να πληροφορήσωσι τον γενικόν γραμματέα του συμβουλίου της Ευρώπης περι της ημερομηνίας κατα την οποιαν τα μέτρα ταύτα έπαυσαν ισχύοντα και αι διατάξεις της συμβάσεως ετέθησαν εκ νέου εν πληρει ισχύϊ.

Αρθρον 16.
Ουδεμία διάταξις των άρθρων 10, 11, 14 δύναται να θεωρηθή ως απαγορέυουσα εις τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη να επιβάλλωσι περιορισμούς εις την πολιτική δραστηριότητα των ξένων.

Αρθρον 17.
Ουδεμία διάταξις της παρουσης συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως επαγομένη δι` έν κράτος, μίαν ομάδα ή έν άτομον οιονδήποτε δικαίωμα όπως επιδοθή εις δραστηριότηα ή εκτελέση πράξεις σκοπούσας εις την καταστροφήν των δικαιωμάτων ή ελευθεριών, των αναγνωρισθέντων εν τη παρούση συμβάσει, ή εις περιορισμούς των δικαιωμάτων και ελευθεριών τούτων μεταλυτέρων των προβλεπομένων εν τη ρηθείση Συμβάσει.

Αρθρον 18.
Οι επιτρεπόμενοι κατα τας διατάξεις της παρούσης Συμβάσεως περιορισμοί των ειρημένων δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν επιτρέπεται να εφαρμοσθούν ειμή προς τον σκοπόν δια τον οποίον καθιερώθησαν.

“Τίτλος ΙΙ – Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Αρθρο 19 – Σύσταση του Δικαστηρίου
Προκειμένου να διασφαλισθεί ο σεβασμός των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη από την παρούσα Σύμβαση και τα Πρωτόκολλα αυτής, συστήνεται Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εφεξής αποκαλούμενο “το Δικαστήριο”.
Το Δικαστήριο λειτουργεί σε μόνιμη βάση.

Αρθρο 20 – Αριθμός δικαστών
Το Δικαστήριο απαρτίζεται από αριθμό δικαστών ίσο προς εκείνο των Υψηλών Συμβαλλόμενων Μερών.

Αρθρο 21 – `Οροι άσκησης των καθηκόντων
1. Οι δικαστές πρέπει να χαίρουν της υψηλότερης ηθικής εκτίμησης και να συγκεντρώνουν τα απαιτούμενα προσόντα για την άσκηση υψηλών δικαστικών καθηκόντων ή να είναι αναγνωρισμένης αυθεντίας νομομαθείς.
2. Οι δικαστές μετέχουν της συνθέσεως του Δικαστηρίου υπό την ατομική τους ιδιότητα.
3. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους οι δικαστές δεν μπορούν να ασκούν καμία δραστηριότητα ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις περί ανεξαρτησίας, αμεροληψίας ή της υποχρέωσης να τελούν υπό τη διάθεση του Δικαστηρίου όπως αρμόζει σε δραστηριότητα πλήρους απασχόλησης. Ζητήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της παραγρόφου αυτής διευθετούνται απά το Δικαστήριο.

Αρθρο 22 – Εκλογή δικαστών
1. Οι δικαστές εκλέγονται από την Κοινοβουλευτική Συνέλευση για κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος, με πλειοψηφία των ψηφιζόντων, επί τη βάσει καταλόγου τριών υποψηφίων που υποβάλλονται από το Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος.
2. Η ίδια διαδικασία ακολουθείται γιά τη συμπλήρωση της συνθέσεως του Δικαστηρίου σε περίπτωση προσχώρησης νέων υψηλών Συμβαλλόμενων Μερών και για την πλήρωση των κενών θέσεων.

Αρθρο 23 – Διάρκεια θητείας
1. Οι δικαστές εκλέγονται για περίοδο έξι (6) ετών. Είναι επανεκλέξιμοι. Πάντως, η θητεία του ημίσεος των δικαστών που διορίζονται κατά την πρώτη εκλογή λήγει με τη συμπλήρωση τριετίας.
2. Οι δικαστές των οποίων η θητεία λήγει στο τέλος της αρχικής περιόδου των τριών (3) ετών ορίζονται με κλήρωση, που πραγματοποιείται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης αμέσως μετά από την εκλογή τους.
3. Για το σκοπό διασφάλισης, στο μέτρο του δυνατού, της ανανέωσης της θητείας του ημίσεος των δικαστών ανά τριετία, η Κοινοβουλευτική Συνέλευοη μπορεί, προτού προβεί σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκλογή, να αποφασίσει ότι μία ή περισσότερες θητείες των προς εκλογή δικαστών θα έχουν διάρκεια άλλη από εκείνη των έξι (6) ετών, χωρίς να μπορεί ωστόσο αυτή να υπερβαίνει τα εννέα (9) έτη ή να είναι μικρότερη από τρία (3) έτη.
4. Στην περίπτωση που υπάρχει ανάγκη καθορισμού περισσότερων θητειών και όπου η Κοινοβουλευτική Συνέλευση εφαρμόζει την προηγούμενη παράγραφο, η κατανομή των θητειών γίνεται σύμφωνα με κλήρωση που πραγματοποιεί ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης αμέσως μετά την εκλογή.
5. Ο δικαστής που εκλέγεται σε αντικατάσταση δικαστή του οποίου η θητεία δεν έχει λήξει συμπληρώνει το υπόλοιπο της θητείας του προκατόχου του.
6. Η θητεία των δικαστών λήγει μόλις συμπληρώσουν το 70ό έτος.
7. Οι δικαστές παραμένουν εν ενεργεία μέχρι να αντικατασταθούν. Συνεχίζουν πάντως να χειρίζονται τις υποθέσεις που έχουν ήδη αναλάβει.

Αρθρο 24 – Ανάκληση
Ενας δικαστής δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του παρά μόνον εάν οι λοιποί δικαστές αποφασίσουν, με πλειοψηφία των δύο τρίτων, ότι έπαυσε να πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις.

Αρθρον 25.
Αρθρο 25 – Γραμματεία και ελεγκτές λογαριασμών
Το Δικαστήριο διαθέτει μία Γραμματεία, της οποίας τα καθήκοντα και η οργάνωση ορίζονται από τον κανονισμό του Δικαστηρίου. Επικουρείται από τους ελεγκτές λογαριασμών.

Αρθρο 26 – Ολομέλεια του Δικαστηρίου
Η Ολομέλεια του Δικαστηρίου:
α. εκλέγει, για διάρκεια τριών (3) ετών, τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου και έναν ή δύο Αντιπροέδρους. Είναι επανεκλέξιμοι,
β. συστήνει Τμήματα για ορισμένο χρονικό διάστημα,
γ. εκλέγει τους Προέδρους των Τμημάτων του Δικαστηρίου, που είναι επανεκλέξιμοι,
δ. υιοθετεί τον κανονισμό ταυ Δικαστηρίου και
ε. εκλέγει το Γραμματέα και έναν ή περισσότερους βοηθούς γραμματείς.

Αρθρο 27 – Επιτροπές, Τμήματα και Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως
1. Για την εξέταση των υποθέσεων που παραπέμπονται ενώπιόν του, το Δικαστήριο συνεδριάζει σε Επιτροπές από τρεις δικαστές, σε Τμήματα από επτά δικαστές και σε ένα Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης από δεκαεπτά δικαστές. Τα Τμήματα του Δικαστηρίου συγκροτούν τις Επιτροπές για ορισμένο χρονικό διάστημα.
2. Ο δικαστής που εκλέγεται για ένα διάδικο κράτος είναι αυτοδίκαια μέλος του Τμήματος και του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως, σε περίπτωση απουσίας του δικαστή αυτού ή οσάκις δεν είναι σε θέση να μετάσχει της συνθέσεως το εν λόγω διάδικο κράτος ορίζει πρόσωπο που παρίσταται ως δικαστής.
3. Συμμετέχουν επίσης στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, οι Αντιπρόεδροι, οι Πρόεδροι των Τμημάτων και άλλοι δικαστές που ορίζονται σύμφωνα με τον κανονισμό του Δικαστηρίου.`Οταν η υπόθεση παραπέμπεται στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, δυνάμει του άρθρου 43, κανένας δικαστής του Τμήματος που εξέδωσε την απόφαση δεν μπορεί να συμμετέχει, πλην του Προέδρου του Τμήματος και του δικαστή που συμμετείχε για το διάδικο κράτος.

Αρθρο 28 – Δηλώσεις περί του απαραδέκτου από τις Επιτροπές
Μία Επιτροπή μπορεί, ομόφωνα, να κηρύξει ως απαράδεκτη ή να διαγράψει απά το πινάκιο μία ατομική προσφυγή. που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 34, οσάκις μία τέτοια απόφαση μπορεί να ληφθεί χωρίς συμπληρωματική εξέταση. Η απόφαση είναι οριστική
Αρθρο 29 – Αποφάσεις των Τμημάτων περί του παραδεκτού και της ουσίας
1. Εάν καμία απόφαση δεν ελήφθη δυνάμει του άρθρου 28, το Τμήμα αποφαίνεται επί του παραδεκτού και της ουσίας των ατομικών προσφυγών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 34.
2. Το Τμήμα κρίνει επί του παραδεκτού και της ουσίας των προσφυγών κρατών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 33.
3. Η απόφαση περί του παραδεκτού λαμβάνεται ξεχωριστά, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίοει διαφορετικά σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Αρθρο 30 – Παραίτηση υπέρ του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως
Εόν η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον ενός Τμήματος εγείρει σοβαρό ζήτημα ως προς την ερμηνεία της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της ή εάν η επίλυση ενός ζητήματος μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου, το Τμήμα μπορεί, εφόσον δεν έχει ακόμα εκδώσει απόφαση να παραιτηθεί υπέρ του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως, εφόσον δεν αντιτίθεται ένας από τους διαδίκους
Αρθρο 31 – Αρμοδιότητες του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως
Το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως: α) αποφαίνεται επί των προσφυγών που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 33 ή του άρθρου 34, οσάκις η υπόθεση παρεπέμφθη σε αυτό από το Τμήμα δυνάμει του άρθρου 30 ή οσάκις η υπόθεση παρεπέμφθη σε αυτό δυνάμει του άρθρου 43 και β) εξετάζει αιτήσεις για γνωμοδοτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 47.

Αρθρα 32 – Δικαιοδοσία του Δικαστηρίου
1. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου επεκτείνεται εφ` όλων των θεμάτων που αφορούν την ερμηνεία και την εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, που του υποβάλλονται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 33, 34 και 47.
2. Σε περίπτωση αμφισβήτησης όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, αποφασίζει το Δικαστήριο.

Αρθρο 33 – Διακρατικές υποθέσεις
Κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να προσφεύγει στο Δικαστήριο για κάθε παραβίαση των διατάξεων της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της, που θεωρεί ότι μπορεί να καταλογισθεί σε ένα άλλο Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος.

Αρθρο 34 – Ατομικές προσφυγές
Το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί της εξέτασης προσφυγής που υποβάλλεται από κάθε φυσικό πρόσωπο, μη κυβερνητικό οργανισμό ή ομάδα ατόμων, που ισχυρίζεται ότι είναι θύμα παραβίασης, από ένα από τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη, των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται στη Σύμβαση ή στα Πρωτόκολλά της.
Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μην παρεμποδίζουν με κανένα μέτρο την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος αυτού.

Αρθρο 35 – Προϋποθέσεις παραδεκτού
1. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιληφθεί προσφυγής παρά μόνο αφού εξαντληθούν τα εσωτερικά ένδικα μέσα, όπως αυτά νοούνται σύμφωνα με τις γενικώς παραδεδεγμένες αρχές του δικαίου και εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από της ημερομηνίας της τελεσιδικίας της εσωτερικής απόφασης.
2. Το Δικαστήριο δεν θα επιληφθεί καμίας ατομικής προσφυγής που υποβάλλεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 34, εφόσον αυτή:
α. είναι ανώνυμη ή
β. είναι ουσιαστικά όμοια με προσφυγή που έχει προηγουμένως εξετασθεί από το Δικαστήριο ή έχει ήδη υποβληθεί σε άλλη διεθνή διαδικασία που διερευνό ή επιλύει διαφορές και εφόσον δεν περιέχει νέα στοιχεία.
3. Το Δικαστήριο κηρύττει απαράδεκτη κόθε ατομική προσφυγή που υποβάλλεται κατ. εφαρμογή του άρθρου 34, οσάκις εκτιμά ότι η προσφυγή είναι ασυμβίβαστη προς τις διατάξεις της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, εκδήλως αβάσιμη ή καταχρηστική.
4. Το Δικαστήριο απορρίπτει κάθε προσφυγή που θεωρεί απαράδεκτη κατ` εφαρμογή του παρόντος άρθρου. Μπορεί να πράξει καθ` όμοιο τρόπο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Αρθρο 36 – Παρέμβαση τρίτου
1. Σε κάθε υπόθεση ενώπιον Τμήματος ή του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως, το Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος του οποίου υπήκοος είναι ο αιτών, έχει το δικαίωμα να υποβάλλει παρατηρήσεις και να λάβει μέρος στις ακροαματικές διαδικασίες.
2. Στα πλαίσια της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να καλέσει κάθε Υψηλό Συμβαλλόμενο Μέρος που δεν είναι διάδικο ή κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο πλην του αιτούντος, να υποβάλουν εγγράφως παρατηρήσεις ή να λάβουν μέρος στις ακροαματικές διαδικασίες.

Αρθρο 37 – Διαγραφή
1. Ανά πάσα στιγμή της διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει τη διαγραφή της προσφυγής από το πινάκιο, οσάκις οι περιστάσεις του επιτρέπουν να συμπεράνει: α) ότι ο αιτών δεν επιθυμεί πλέον την εκδίκασή της, β) ή ότι η διαφορά διευθετήθηκε, ή γ) ότι για οποιονδήποτε άλλο λόγο του οποίου την ύπαρξη διαπιστώνει το Δικαστήριο, δεν αιτιολογείται πλέον η περαιτέρω εξέταση της προσφυγής.
Πάντως, το Δικαστήριο προβαίνει στην εξέταση της προσφυγής εάν τούτο απαιτείται από το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου που εγγυάται η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της.
2. Το Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την επανεγγραφή μιας προσφυγής στο πινάκιο, εφόσον εκτιμά ότι τούτα αιτιολογείται από τις περιστάσεις.

Αρ8ρο 38 – Κατ` αντιμωλία εξέταση της υπόθεσης και διαδικασία φιλικού διακανονισμού
1. Εάν το Δικαστήριο κηρύξει μία προσφυγή παραδεκτή, τούτο.
α. προβαίνει στην κατ` αντιμωλία εξέταση της υπόθεσης με τους εκπροσώπους των διαδίκων και εάν χρειάζεται διενεργεί έρευνα, για την αποτελεσματική διεξαγωγή της οποίας τα ενδιαφερόμενα κράτη πάρέχουν όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις,
β. τίθεται στη διάθεση των ενδιαφερομένων προκειμένου να επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός της υπόθεσης βάσει του σεβαομού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτό αναγνωρίζονται από τη Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της.
2. Η διαδικασία που περιγράφεται στην παράγραφο 1.β είναι απόρρητη.

Αρθρο 39 – Επίτευξη φιλικού διακανονισμού
Σε περίπτωση φιλικού διακανονισμού, το Δικαστήριο διαγράφει την υπόθεση από το πινάκιο με απόφαση που περιορίζεται σε μία σύντομη έκθεση των γεγονότων και της λύσης που υιοθετήθηκε.

Αρθρο 40 – Δημόσια συνεδρίαση και πρόσβαση στα έγγραφα
1. Η συνεδρίαση είναι δημόσια, εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά λόγω εξαιρετικών συνθηκών.
2. Το κοινό έχει πρόσβαση στα έγγραφα που κατατίθενται στη Γραμματεία, εκτός αν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφασίσει διαφορετικά.

Αρθρο 41 – Δίκαιη ικανοποίηση
Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση.

Αρθρον 42.
Αρθρο 42 – Αποφάσεις των Τμημάτων
Οι αποφάσεις των Τμημάτων καθίστανται οριστικές σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 2.

Αρθρο 43 – Παραπομπή ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης
1. Εντός τρίμηνης προθεσμίας από της εκδόσεως αποφάσεως του Τμήματος, κάθε διάδικος μπορεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης.
2. Συμβούλιο των πέντε δικαστών του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης δέχεται την αίτηση, εάν η υπόθεση θέτει σοβαρό ζήτημα όσον αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της ή ακόμα ένα σοβαρό ζήτημα γενικής φύσης.
3. Εάν τα Συμβούλιο δεχθεί την αίτηση, το Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης εκδίδει απόφαση επί της υποθέσεως.
Αρθρο 44 – Οριστικές αποφάσεις
1. Η απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης είναι οριστική.
2. Η απόφαση του Τμήματος καθίσταται οριστική:
α. οσάκις οι διάδικοι δηλώνουν ότι δεν θα ζητήσουν την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως ή
β. τρεις (3) μήνες μετά την ημερομηνία της απόφασης εάν δεν ζητήθηκε η παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως ή
γ. οσάκις το Συμβούλιο του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως απορρίπτει τη σχετική με την παραπομπή αίτηση που συντάασεται κατ` εφαρμογή του άρθρου 43.

Αρθρο 45 – Αιτιολογία αποφάσεων
1. Οι δικαστικές αποφάσεις, καθώς επίσης και οι αποφάσεις που κηρύσσουν τις αιτήσεις παραδεκτές ή απαράδεκτες, είναι αιτιολογημένες.
2. Εάν η δικαστική απόφαση δεν εκφράζει εν όλω ή εν μέρει την ομόφωνη γνώμη των δικαστών, κάθε δικαστής έχει δικαίωμα να επισυνάψει έκθεση της προσωπικής του γνώμης.

Αρθρο 46 – Υποχρεωτική ισχύς και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων
1. Τα Υψηλά Συμβάλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις οριστικές αποφάσεις του Δικαστηρίου επί των διαφορών στις οποίες είναι διάδικοι.
2. Η οριστική απόφαση του Δικαστηρίου διαβιβάζεται στην Επιτροπή των Υπουργών που εποπτεύει την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης.
Αρθρο 47 – Γνωμοδοτήσεις
1. Το Δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση της Επιτροπής των Υπουργών, να εκδίδει γνωμοδοτήσεις για νομικά θέματα που αφορούν στην ερμηνεία της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της.
2. Οι γνωμοδοτήσεις αυτές δεν μπορούν να αναφέρονται ούτε σε θέματα σχετικά με το περιεχόμενο ή την έκταση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών που ορίζονται στον τίτλο Ι της Σύμβασης και στα Πρωτόκολλα, ούτε στα λοιπά θέματα τα οποία το Δικαστήριο ή η Επιτροπή των Υπουργών πρέπει ενδεχομένως να εξετάσουν λόγω υποβολής προσφυγής κατά τη Σύμβαση.
3. Η απόφαση της Επιτροπής των Υπουργών να ζητήσει από το Δικαστήριο γνωμοδότηση λαμβάνεται με πλειοψηφία των εκπροσώπων που έχουν το δικαίωμα να μετέχουν στην Επιτροπή.

Αρ8ρο 48 – Αρμοδιότητα για έκδοση γνωμοδοτήσεων του Δικαστηρίου
Το Δικαστήριο κρίνει κατά πόσον η αίτηση για παροχή γνωμοδότησης, η οποία υποβάλλεται από την Επιτροπή των Υπουργών, υπάγεται στην αρμοδιότητά του σύμφωνα με τα άρθρο 47.

Αρθρο 49 – Αιτιολογία των γνωμοδοτήσεων
1. Η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου είναι αιτιολογημένη.
2. Εάν η γνωμοδότηση δεν εκφράζει εν όλω ή εν μέρει την ομόφωνη γνώμη των δικαστών, κάθε δικαστής έχει δικαίωμα να επισυνάψει έκθεση με την προσωπική του γνώμη.
3. Η γνωμοδότηση του Δικαστηρίου διαβιβάζεται στην Επιτροπή των Υπουργών.

Αρθρο 50 – Εξοδα λειτουργίας ταυ Δικαστηρίου
Τα έξοδα λειτουργίας του Δικαστηρίου βαρύνουν το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Αρθρο 51 –
Οι δικαστές απολαμβάνουν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, των προνομίων και ασυλιών που προβλέπονται στο άρθρο 40 του καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης και στις συμφωνίες που έχουν συναφθεί δυνάμει του άρθρου αυτού. ”

Μ Ε Ρ Ο Σ III
Διάφορες Διατάξεις Αρθρον 52 (57).
Η Κυβέρνησις παντός συμβαλλομένου μέρους θα έχη την υποχρέωσιν οπως παράσχη κατόπιν αιτήσεως του Γενικού Γραμματέως του Συμβουλίου της Ευρώπης τας απαιτουμένας εξηγήσεις επι του τρόπου κατα τον οποίον το εσωτερικόν αυτού δίκαιον εφασφαλίζει την αποτελεσματικήν εφαρμογήν οιασδήποτε εκ των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως.
Αρθρον (60) 53.
Προστασία των αναγνωρισμένων δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Ουδεμία των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως δύναται να ερμηνευθή ως περιορίζουσα ή αναιρούσα τα δικαιώματα του ανθρώπου και θεμελιώδεις ελευθερίας τα οποία τυχόν αναγνωρίζονται συμφώνως προς τους νόμους οιουδήποτε των συμβαλλομένων μερών ή προς πάσαν άλλην σύμβασιν την οποίαν ταύτα έχουν υπογραψει.
1
Αρθρον (61) 54.
Ουδεμία των διατάξεων της παρούσης Συμβάσεως επηρεάζει την χορηγηθείσαν τη Επιτροπή Υπουργών υπο του καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης, εξουσίαν.

Αρθρον (62). 55
Εξουσίες της Επιτροπής Υπουργών.
Τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη αμοιβαίως παραιτούνται του δικαιώματος, εξαιρέσει προκειμένου περί ειδικής συμφωνίας, ή δηλώσεις, μεταξύ αυτών υπαρχούσας, επι τω σκοπώ υποβολης, δυνάμει αιτήσεως, διαφοράς δημιουργηθείσης εκ της ερμηνείας ή εφαρμογής της παρουσης Συμβάσεως, εις τρόπον διακανονισμού διάφορον του εν τη παρούση Συμβάσει προβλεπομένου.

Αρθρον (63) 56.
1. Παν Κράτος δύναται κατα την στιγμήν της επικυρώσεως ή ανα πάσαν ακολουθούσαν στιγμήν, να δηλώση δια κοινοποιήσεως απευθυνομένης εις τον Γενικόν Γραμματέα του συμβουλίου της Ευρώπης, ότι η παρούσα σύμβασις θα έχη εφαρμογήν “με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου”, “εις όλα τα εδάφη ή εις έν οιονδήποτε των εδαφών ων έχει την διεθνή εκπροσώπησιν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 11 του κυρώθηκε με τον Ν.2400/1996 (Α 96).
2. Η Σύμβασις θα έχη εφαρμογήν ως προς το έδαφος ή τα εδάφη άτινα θα καθορίζωνται εις την κοινοποίησιν απο της τριακοστής ημέρας ήτις θα έπεται της ημερομηνίας καθ` ήν ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου Ευρώπης θα έχη λάβη την κοινοποίησιν.
3. Εις τα ρηθέντα εδάφη αι διατάξεις της παρουσης συμβάσεως θα εφαρμόζωνται υπ` όψιν των τοπικών αναγκών.
4. Παν κράτος προβάν εις δήλωσιν συμφώνως προς την πρώτην παράγραφον του άρθρου τούτου δύναται, ανα πάσαν ακολουθούσαν στιγμήν, να δηλωση εν σχέσει προς έν ή πλείονα των αναφερομένων εις την δήλωσιν ταύτην εδαφών ότι δέχεται την αρμοδιότητα “του Δικαστηρίου” να επιλαμβάνηται των αιτήσεων φυσικών προσώπων, μη κυβερνητικών οργανώσεων ή ομάδων ατόμων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 34 της Σύμβασης”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 11 του κυρώθηκε με τον Ν.2400/1996 (Α 96).

Αρθρον (64).
1. Παν κράτος, δύναται, κατα την στιγμήν της υπογραφής της παρούσης Συμβάσεως ή της καταθέσεως του οργάνου επικυρώσεως αυτής, να διατυπώση επιφύλαξιν ως προς ειδικήν τινα διάταξιν της συμβάσεως, εφ` όσον νόμος τις ισχύων κατα την στιγμήν εκείνην επι του εδάφους του είναι ασύμφωνος προς την ρηθείσαν διάταξιν. Αι επιφυλάξεις γενικής φύσεως δεν επιτρέπονται κατα τας διατάξεις του παρόντος άρθρου.
2. Πάσα επιφύλαξις διατυπουμένη συμφώνως προς το παρόν άρθρον συνεπάγεται βραχείαν έκθεσιν του σχετικού νόμου.

Αρθρον 58.
Καταγγελία 1. Υψηλόν τι συμβαλλόμενον μέρος δεν δικαιούται να καταγγείλη τη παρουσαν Σύμβασιν ειμή μετά την λήξιν πενταετίας απο της ενάρξεως της ισχύος της συμβάσεως σχετικώς προς αυτό, και κατόπιν προειδοποιήσεως έξ μηνών, διδομένης δια κοινοποιήσεως απευθυνομένης προς τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ο οποιος ειδοποιεί σχετικώς τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη.
2. Η καταγγελία αύτη δεν δύναται να έχη ως αποτέλεσμα να απαλλάξη το ενδιαφερόμενον υψηλόν συμβαλλόμενον μέρος των περιλαμβανομένων εν τη παρουση συμβάσει υποχρεώσεων αναφορικώς προς πάσαν πράξιν δυναμένην να αποτελέση παραβίασιν των υποχρεώσεων τουτων και λαβούσαν χώραν προ της ημερομηνίας κατα την οποίαν η καταγγελία θα ετίθετο εν εφαρμογή.
3. Υπό την αυτήν επιφύλαξιν, παν συμβαλλόμενον μέρος, το οποίον θα έπαυε να αποτελή μέρος της παρουσης συμβάσεως.
4. Η Σύμβασις δύναται να καταγγελθή συμφώνως προς τας διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων, εν σχέσει προς εδάφη εις τα οποια εδηλώθη ότι εφαρμόζεται κατα “το άρθρο 56”.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 11 του κυρώθηκε με τον Ν.2400/1996 (Α 96).
Αρθρον 66 -Υπογραφή και επικύρωση
1. Η παρούσα Σύμβασις θα είναι ανοικτή εις την υπογραφήν των κρατών μελών του συμβουλίου της Ευρώπης, θα υποβληθή δε εις κύρωσιν. Αι κυρώσεις θα κατατεθώσι εις την Γενικήν Γραμματείαν του Συμβουλίου της Ευρωπης.
2. Η παρουσα Σύμβασις θα τεθή εν ισχύι μετα την κατάθεσιν δέκα οργάνων κυρώσεως.
3. Σχετικώς προς παν μέρος το οποιον ήθελε την κυρώση μεταγενεστέρως, η Σύμβασις θα τεθή εν ισχύϊ άμα τη καταθέσει του οργάνου επικυρώσεως.
4. Ο Γενικός Γραμματεύς του Συμβουλίου Ευρώπης θα κοινοποιήση προς άπαντα τα μέλη του Συμβουλίου Ευρώπης την έναρξιν της ισχύος της συμβάσεως, τα ονόματα των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών άτινα θα την έχωσι επικυρώσει, ως και την κατάθεσιν παντός οργάνου επικυρώσεως λαμβάνουσαν χώραν μεταγενεστέρως.
Εγένετο εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 εις Γαλλικήν και Αγγλικήν, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, και εις έν μονον αντίτυπον όπερ, θέλει κατατεθεί εις τα αρχεία του Συμβουλίου Ευρώπης.
Ο Γενικός Γραμματεύς θέλει αποστείλει κεκυρωμένα αντίγραφα προς άπαντας τους συμβαλλομένους.

Αρθρον 61.

Αρθρον 65.
Αρθρο ΠΡΟΣΘ.ΠΡ/ΛΛΟ Σύνδεση με Νομολογία και Αρθρογραφία 881
Π Ρ Ο Σ Θ Ε Τ Ο Ν Π Ρ Ω Τ Ο Κ Ο Λ Λ Ο Ν
Εις σύμβασιν περι προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.
Αι Συμβαλλόμεναι Κυβερνήσεις, Μέλη του Συμβουλίου Ευρώπης,
αποφασισμένοι όπως λάβωσι τα ενδεικνυόμενα μέτρα προς διασφάλισιν της συλλογικής εγγυήσεως δικαιωμάτων και ελευθεριών πέραν των ήδη αναφερομένων εις το Κεφάλαιον Ι της Συμβάσεως περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, ήτις υπεγράφη εν Ρώμη την 4ην Νοεμβρίου 1950 (κατωτέρω κατονομαζομένης “η Σύμβασις”).
Συνεφώνησαν τα ακόλουθα:
Αρθρον 1. – Προστασία της ιδιοκτησίας.
Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπο τους προβλεπομένους, υπο του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολης φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.
Αρθρο 2 – Δικαίωμα στην εκπαίδευση.
Ουδείς δύναται να στερηθή του δικαιώματος όπως εκπαιδευθή. Παν Κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ` αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονεών όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν ταύτην συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις.
Αρθρο 3 – Δικαίωμα για ελεύθερες εκλογές
Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως διενεργώσι, κατα λογικά διαστήματα, ελευθέρας μυστικάς εκλογάς, υπο συνθήκας επιτρεπουσας την ελευθέραν έκφρασιν της λαϊκης θελήσεως ως προς την εκλογήν του νομοθετικου σώματος.
Αρθρο 4 Παν Υψηλόν Συμβαλλόμενον μέρος δύναται κατα την στιγμήν της υπογραφής ή της επικυρώσεως του παροντος πρωτοκόλλου ή καθ` οιανδήποτε στιγμήν ακολούθως να κοινοποιήση εις τον Γενικόν Γραμματέα του Συμβουλίου Ευρώπης δήλωσιν εμφαίνουσαν εν τινι μέτρω αναλαμβάνει υποχρεώσεις ως προς την εφαρμογήν των διατάξεων του παροντος Πρωτοκόλλου επι ωρισμένων εδαφών καθοριζομένων εις την ρηθείσαν δήλωσιν και των οποιων έχει τουτο την διεθνή εκπροσώπησιν.
Εκαστον Υψηλόν Συμβαλλόμενον Κράτος όπερ ήθελε κοινοποιήσει δήλωσιν, δυνάμει της προηγουμένης παραγράφου, δύναται, από καιρού εις καιρόν, να κοινοποιή νέας δηλώσεις τροποποιούσας το περιεχόμενον πάσης άλλης προηγουμένης δηλώσεως αυτού ή θετούσης τέρμα εις την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Πρωτοκόλλου επι εδάφους τινος.
Πάσα δήλωσις γενομένη συμφώνως προς το παρόν άρθρον θα θεωρήται ως γενομένη συμφώνως προς την παράγραφον 1 του άρθρου 56 της Συμβάσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Πρωτοκόλλου 11 του κυρώθηκε με τον Ν.2400/1996 (Α 96).
Αρθρο 5 – Σχέσεις με τη Σύμβαση.
Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη θέλουσι θεωρή τα άρθρα 1, 2, 3, και 4 του παρόντος πρωτοκόλλου ως άρθρα πρόσθετα εις την Σύμβασιν και άπασαι αι διατάξεις της Συμβάσεως θα εφαρμόζωνται αναλόγως.
Αρθρο 6 Υπογραφή και επικύρωση.
Το παρόν Πρωτόκολλον είναι ανοικτόν εις την υπογραφην των μελών του Συμβουλίου Ευρώπης άτινα έχουσι υπογράψει την Σύμβασιν, τούτο θέλει κυρωθή ομού μετα την Συμβάσεως ή μετα την κύρωσιν αυτής και θέλει ισχύει μετα την κατάθεσιν δέκα οργάνων επικυρώσεως.
Το Πρωτόκολλον θέλει ισχύει δια πάντα συμβαλλόμενον όστις ήθελε επικυρώσει τούτο μεταγενεστέρως, απο της ημερομηνίας της καταθέσεως υπ` αυτού του οργάνου επικυρώσεως.
Τα όργανα επικυρώσεως θέλουσι κατατίθεσθαι παρα τω Γενικώ Γραμματεί του Συμβουλίου Ευρώπης όστις θα κοινοποιή προς άπαντα τα μέλη τα ονόματα των επικυρούντων αυτό.
Εγένετο εν Παρισίοις, την 20ην Μαρτίου 1952, εις την γαλλικήν και αγγλικήν αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, εις έν μονον αντίτυπον κατατιθέμενον εις τα αρχεία του Συμβουλίου Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματεύς θέλει αποστείλει κεκυρωμένα αντίγραφα αυτών εις εκάστην των Συμβαλλομένων Κυβερνήσεων.
Κατα την στιγμήν της υπογραφής του παρόντος Πρωτοκόλλου, η Ελληνική Κυβέρνησις, δυνάμει του άρθρου 64 της ρηθείσης Συμβάσεως, προβαίνει εις την διατύπωσιν της ακολούθου επιφυλάξεως ως προς το άρθρον 2 του Πρωτοκόλλου: Η λέξις “φιλοσοφικάς” ήτις ευρίσκεται εις το τέλος της δευτέρας παραγράφου του άρθρου 2 θα έχη εν Ελλάδι εφαρμογήν συμφώνως προς τας σχετικάς διατάξεις της εσωτερικής αυτής νομοθεσίας.

Άρθρον δεύτερον
Η ισχύς της κυρουμένης Συμβάσεως και του Προσθέτου εις αυτήν Πρωτοκόλλου άρχεται, συμφώνως τη παραγράφω 3 του άρθρου 66 αυτής, από της υπό της Ελλάδος καταθέσεως του εγγράφου επικυρώσεως.

Εν Αθήναις τη 14 Σεπτεμβρίου 1974

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΑΤΙΑΣ

ΦΑΙΔΩΝ ΓΚΙΖΙΚΗΣ

ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ