Μερική απασχόληση στον Ιδιωτικό ΤομέαΝ. 2639/98 άρθρο

Ρύθμιση εργασιακών σχέσεων

Παράγραφος 1
Με τη διάταξη του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου υιοθετείται η αρχή της ελεύθερης προσφυγής στη μερική απασχόληση με κοινή συμφωνία των μερών και προσδιορίζεται εννοιολογικά ο θεσμός της μερικής απασχόλησης ως σύστημα εργασίας και καθιερώνεται ο έγγραφος τύπος ως συστατικό στοιχείο για την κατάρτιση της σύμβασης αυτής.

Ο θεσμός της μερικής απασχόλησης ως σύστημα εργασίας χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, από το γεγονός ότι οι ώρες εργασίας κατά τις οποίες ο εργαζόμενος υποχρεούται, αλλά και δικαιούται να παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη σε ημερήσια ή εβδομαδιαία ή δεκαπενθήμερη ή μηνιαία βάση, στο πλαίσιο μιας σταθερής και ενιαίας σύμβασης εργασίας, είναι λιγότερες από τις κανονικές. Όπως προκύπτει από την ανωτέρω διάταξη, η μερική απασχόληση εξ’ ορισμού περιλαμβάνει αριθμό ωρών εργασίας μικρότερο από αυτόν της πλήρους απασχόλησης με βασικές χρονικές μονάδες – σημεία αναφοράς την ημέρα, την εβδομάδα, το δεκαπενθήμερο, το μήνα. Είναι συνεπώς έννοια εξαρτημένη από την πλήρη, χρονικά και ποσοτικά, απασχόληση του εργαζομένου. Ως πλήρης (κανονική) απασχόληση θεωρείται εκείνη η οποία γίνεται με βάση το ισχύον στην επιχείρηση ωράριο πλήρους απασχολήσεως, το οποίο μπορεί να είναι είτε νόμιμο ωράριο εργασίας, είτε να προκύπτει από άλλες πηγές(όπως από συλλογική σύμβαση εργασίας ή απόφαση διαιτησίας ή κανονισμό εργασίας ή επιχειρησιακή συνήθεια, ή ατομική σύμβαση εργασίας κλπ.) για συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων στην επιχείρηση, έστω και αν υπολείπεται του νόμιμου ωραρίου, με την προϋπόθεση όμως ότι σε κάθε περίπτωση, οι εργαζόμενοι να αμείβονται με πλήρεις αποδοχές. Και αυτό γιατί το νόμιμο ωράριο δεν αποτελεί το μοναδικό και αποκλειστικό κριτήριο προσδιορισμού της έννοιας της πλήρους (κανονικής) απασχόλησης. Έτσι αν για παράδειγμα σε μια επιχείρηση ισχύει μικρότερο ωράριο από το νόμιμο, με πλήρεις όμως αποδοχές, η μερική απασχόληση συνδέεται με το μικρότερο αυτό ωράριο.

Ειδική εξαίρεση από τις χρονικές μονάδες – σημεία αναφοράς της μερικής απασχόλησης που αντιστοιχούν στο δεκαπενθήμερο ή και στο μηνιαίο χρόνο εργασίας, κάνει ο νομοθέτης για τις εποχικές ξενοδοχειακές και επισιτιστικές επιχειρήσεις. Έτσι, οι έγγραφες ατομικές συμφωνίες μεταξύ των ανωτέρω κατηγοριών επιχειρήσεων και των εργαζομένων σ’ αυτές, με τις οποίες καθιερώνεται σύστημα εργασίας μερικής απασχόλησης, θα έχουν χρονικό πλαίσιο αναφοράς μόνο τον ημερήσιο ή τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας. Το σύστημα μερικής απασχόλησης, που ρυθμίζεται από την ανωτέρω διάταξη, είναι σύστημα συμβατικής μερικής απασχόλησης, γιατί η εφαρμογή του επιβάλλεται μόνον κατόπιν σχετικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου. Ο συμβατικός δε χαρακτήρας του ενισχύεται και από την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, που θεωρεί άκυρη την καταγγελία της σχέσης εργασίας λόγω μη αποδοχής, από τον ήδη πλήρως απασχολούμενο στην επιχείρηση μισθωτό, εργοδοτικής πρότασης για μερική απασχόληση.

Η ανωτέρω διάταξη δίνει τη δυνατότητα να συμφωνηθεί οποτεδήποτε η μερική απασχόληση. Μπορεί δηλαδή η σχετική συμφωνία ως ρήτρα – όρος της σύμβασης εργασίας – να γίνει είτε κατά την κατάρτιση της οικείας σύμβασης εργασίας είτε και κατά τη διάρκειά της. Η συμφωνία για μερική απασχόληση μπορεί να εφαρμοσθεί σε σύμβαση εργασίας είτε ορισμένης είτε αόριστης χρονικής διάρκειας. Για τη σύναψη, όμως, μιας τέτοιας συμφωνίας απαιτείται ως συστατικό στοιχείο αυτής ο έγγραφος τύπος. Με τη ρύθμιση αυτή δεν είναι επιτρεπτή η σιωπηρή συμφωνία περί μερικής απασχόλησης.

Στο έγγραφο της συμφωνίας αυτής πρέπει να περιλαμβάνονται, πέραν των άλλων, κατά ρητή διάταξη των πρώτων εδαφίων της παραγράφου 3, και τα κύρια στοιχεία της σύμβασης μερικής απασχόλησης(χρόνος απασχόλησης, τρόπος κατανομής αυτών, περίοδος εργασίας, τρόπος αμοιβής κλπ.). Σε περίπτωση που η συμφωνία περί μερικής απασχόλησης δεν περιβληθεί το απαιτούμενο έγγραφο (συστατικό) τύπο είναι άκυρη. Η ακυρότητα δεν πλήττει τη σύμβαση εργασίας συνολικά, αλλά μόνο την εν λόγω ρήτρα. Η έλλειψη, δηλαδή, εγγράφου τύπου πλήττει τη σύμβαση ως σύμβαση μερικής απασχόλησης με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι υπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης (Εφ. Αθ. 5328/97/ – Εφ. Πατρών1071/97 ΑΠ. 157/89 – 114/64).

Με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου αυτής επιδιώκεται η δημιουργία ενός μηχανισμού ελέγχου των συμφωνιών για μερική απασχόληση, που επιτυγχάνεται με την υποχρέωση του εργοδότη να γνωστοποιεί τη συμφωνία αυτή μέσα σε χρονικό διάστημα 15 ημερών από την κατάρτισή της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας. Σε περίπτωση που η σχετική συμφωνία δεν γνωστοποιηθεί στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, τεκμαίρεται ότι καλύπτει σχέση εργασίας με πλήρη απασχόληση. Ο εργοδότης, όμως, μπορεί να ανταποδείξει ότι η σύμβαση εργασίας αφορά μερική και όχι πλήρη απασχόληση, αφού το τεκμήριο που εισάγεται με την ανωτέρω διάταξη είναι μαχητό.

Παράγραφος 4 (Aπασχόληση Κυριακής-Αργίας–Nύχτας)
Με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, προβλέπεται ότι οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση και οι εργαζόμενοι με κάθε μορφή απασχόλησης δικαιούνται, σε περίπτωση απασχόλησής τους κατά την Κυριακή ή άλλη ημέρα αργίας, καθώς και σε περίπτωση απασχόλησής τους κατά τις νυκτερινές ώρες, να λάβουν τη νόμιμη για το λόγο αυτό προσαύξηση που ορίζεται στις κείμενες διατάξεις(Ν.Δ.3755/57 – Υ.Α 8900/46 – 25825/51 – 18310/46). Διασφαλίζεται συνεπώς, κατά τρόπο σαφή και ρητό η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ πλήρως και μερικώς απασχολουμένων όσον αφορά στην καταβολή πρόσθετης αμοιβής (προσαύξησης) για εργασία κατά τις συγκεκριμένες ημέρες και ώρες.

Παράγραφος 5 (Kατανομή χρόνου εργασίας)
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής θεσπίζεται δικλείδα ασφαλείας υπέρ του εργαζομένου με μερική
απασχόληση, όσον αφορά στην κατανομή του συμφωνηθέντος χρόνου εργασίας μέσα στα πλαίσια του 24/ώρου (εργάσιμες ημέρες). Πρόκειται για σημαντική προστατευτική διάταξη, καθώς επιβάλλεται η παροχή της συμφωνημένης εργασίας να είναι συνεχόμενη και να παρέχεται μια φορά σε κάθε εργάσιμη ημέρα. Κατ’ ακολουθία, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καθορίσει συνεχές και όχι διακεκομμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας.

Παράγραφος 6 (Ένταξη σε εργασία πλήρους απασχόλησης)
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής λαμβάνεται μέριμνα, ώστε η άρνηση ενός εργαζομένου να ενταχθεί από εργασία πλήρους απασχόλησης σε εργασία με μερική απασχόληση, να μη συνιστά από μόνη της δικαιολογία για τη λύση της σύμβασης εργασίας. Προβλέπεται, λοιπόν, από την παρούσα διάταξη ότι είναι άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας λόγω του ότι ο ήδη εργαζόμενος στην επιχείρηση με σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης δεν αποδέχεται πρόταση του εργοδότη να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Είναι προφανές ότι με τη ρύθμιση αυτή δεν παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να ενεργοποιήσει και να χρησιμοποιήσει το μηχανισμό της τροποποιητικής καταγγελίας (δηλαδή να απολύεται ο εργαζόμενος που δεν αποδέχεται τους νέους δυσμενέστερους όρους που προτείνει ο εργοδότης) για να μετατραπεί η σύμβαση εργασίας πλήρους απασχόλησης σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης. Επομένως, είναι άκυρη και η τροποποιητική καταγγελία που ο εργοδότης απευθύνει κατά του εργαζομένου με μερική απασχόληση, που δεν αποδέχεται πρότασή του για δυσμενέστερη μεταβολή του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης εργασίας.

Παράγραφος 7 (Υπολογισμός αποδοχών)
Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, για τον υπολογισμό των αποδοχών των μισθωτών εκείνων που απασχολούνται κατά το σύστημα της μερικής απασχόλησης, λαμβάνονται ως βάση υπολογισμού οι νόμιμες αποδοχές των απασχολουμένων στην ίδια εργασία κατά πλήρες ωράριο. Ειδικότερα οι μερικώς απασχολούμενοι αμείβονται κατ’ αναλογία των ωρών που εργάζονται σε σύγκριση (σχέση) με τις αποδοχές των πλήρως απασχολουμένων. Εν προκειμένω, λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό, τόσο ο νόμιμος βασικός μισθός ή το ημερομίσθιο όσο και τα προβλεπόμενα πρόσθετα επιδόματα (ποσοστιαία ή δραχμικά). Για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής ως νόμιμες αποδοχές νοούνται οι προβλεπόμενες είτε από τον Νόμο είτε από Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας ή Διαιτητικές Αποφάσεις ή ΚΥΑ, οι οποίες καταρτίζονται σύμφωνα με τον Ν.1876/90

“Ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις” είτε από Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις κατά τον Α.Ν.435/68 “Περί του καθορισμού ελάχιστων ορίων μισθών και λοιπών όρων εργασίας τινών μισθωτών”.
Στην παράγραφο 7 του άρθρου 2 του Ν.2639/98 προστίθεται με το Ν.2874/2000 εδάφιο, με το οποίο καθορίζεται η κατά 7,5% προσαύξηση των αποδοχών των μερικώς απασχολουμένων για λιγότερες από τέσσερις (4) ώρες ημερησίως, εφόσον αυτοί αμείβονται με τα κατώτατα όρια αποδοχών που προβλέπονται από τις Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.

Παράγραφος 8 (ετήσιες άδειες)
Σύμφωνα με την παράγραφο αυτή, οι μερικώς απασχολούμενοι δικαιούνται ετήσια άδεια με αποδοχές και επίδομα αδείας, βάσει των αποδοχών που θα ελάμβαναν, εάν εργάζονταν κατά το χρόνο της άδειάς τους. Για τη διάρκεια της άδειας εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 Α.Ν.539/45, όπως ισχύουν κάθε φορά και συμπληρώθηκαν προσφάτως.

Παράγραφος 9 (Άρνηση πρόσθετης εργασίας)
Είναι γεγονός ότι ο εργαζόμενος με μερική απασχόληση εργάζεται λιγότερο σε σχέση με τους συναδέλφους του που έχουν πλήρη απασχόληση. Είναι φυσικό, λοιπόν, να δέχεται συχνά την πίεση για την πραγματοποίηση πρόσθετων ωρών εργασίας, χωρίς όμως να αμείβεται “υπερωριακώς” αφού μια τέτοια πρόσθετη εργασία του δεν υπερβαίνει, κατά βάση, τα όρια του νόμιμου ωραρίου. Γίνεται, εξάλλου, δεκτό ότι ο θεσμός της μερικής απασχόλησης υιοθετείται όχι μόνον γιατί ανταποκρίνεται σε πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων που επιβάλλουν τη μεγαλύτερη ευελιξία στην οργάνωση και τη λειτουργία του παραγωγικού μηχανισμού τους και τη μεγαλύτερη ευκαμψία στη χρήση του εργατικού τους δυναμικού, αλλά και γιατί ανταποκρίνεται καλύτερα στις ατομικές, οικογενειακές, επαγγελματικές και λοιπές επιθυμίες, ανάγκες και δραστηριότητες ενός ορισμένου αριθμού εργαζομένων. Τη βασική αυτή αρχή και φιλοσοφία, που διέπει τη μερική απασχόληση, αποδέχεται ο νομοθέτης με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα του εργαζομένου με μερική απασχόληση να αρνηθεί την παροχή εργασίας πέραν της συμφωνημένης, αν έχει και άλλη απασχόληση ή βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις. Επιβάλλονται συνεπώς, ορισμένα όρια στην υποχρέωση του εργαζομένου με μερική απασχόληση να παρέχει εργασία επιπλέον της συμφωνημένης. Έτσι, ο εργαζόμενος της κατηγορίας αυτής δεν υποχρεούται να αποδεχθεί να αυξηθεί εκτάκτως ο εργάσιμος χρόνος του, όταν έχει και άλλη απασχόληση ή βαρύνεται με οικογενειακές υποχρεώσεις.

Περαιτέρω και επειδή ο νομοθέτης αφενός δεν διευκρινίζει το είδος της “άλλης απασχόλησης” του εργαζομένου με μερική απασχόληση, εάν δηλαδή πρέπει να είναι επίσης μισθωτή εργασία ή όχι και αφετέρου δεν δίνει κανένα ειδικότερο και συγκεκριμένο περιεχόμενο στην έννοια της επιβάρυνσης με οικογενειακές υποχρεώσεις, είναι αναγκαίες ορισμένες διευκρινίσεις ως προς τη φύση και την έκταση των ανωτέρω προϋποθέσεων με τη συνδρομή των οποίων δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να αξιώσει την παροχή πρόσθετης εργασίας. Ως “άλλη απασχόληση” μπορεί να θεωρηθεί οποιαδήποτε άλλη απασχόληση του εργαζομένου ακόμη και όταν έχει τη μορφή της μη εξαρτημένης εργασίας, η ύπαρξη της οποίας αποτέλεσε ενδεχομένως τη βάση για να εργασθεί με καθεστώς μερικής απασχόλησης. Ως οικογενειακές υποχρεώσεις που βαρύνουν τον εργαζόμενο με μερική απασχόληση θεωρούνται κατ’ αρχήν οι υποχρεώσεις αυτoύ προς εξαρτώμενα από αυτόν παιδιά ή άλλα μέλη της οικογένειας που έχουν ανάγκη τις φροντίδες του ή της υποστήριξής του, αλλά επίσης και κάθε άλλη υποχρέωση η οποία κατά τα συναλλακτικά ήθη θεωρείται ως οικογενειακή υποχρέωση.

Παράγραφος 10 (Πρόσληψη σε θέση πλήρους απασχόλησης)
Με τη διάταξη της παρούσας παραγράφου, αναγνωρίζεται στον εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης δικαίωμα προτεραιότητας για πρόσληψη σε θέση εργασίας πλήρους απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, υπό την απαραίτητη κατά τον νόμο προϋπόθεση ότι προσφέρεται να εργασθεί με “ίσους όρους”. Το δικαίωμα αυτό προτεραιότητας προϋποθέτει δηλαδή ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει “προσφορά εργασίας με ίσους όρους από μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας”. Αυτό σημαίνει ότι αν οι υποψήφιοι για πρόσληψη είναι περισσότεροι από τις προσφερόμενες θέσεις, τότε προτεραιότητα για πρόσληψη έχουν οι εργαζόμενοι με σύμβαση εργασίας μερικής απασχόλησης στην ίδια επιχείρηση, εφόσον παρέχουν εργασία με ίσους όρους.

Ο νομοθέτης δεν καθόρισε τον τρόπο και τη διαδικασία υλοποίησης του δικαιώματος προτεραιότητας για κάλυψη θέσης εργασίας πλήρους απασχόλησης από τον ενδιαφερόμενο, όταν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Βασικά, το δικαίωμα προτεραιότητας, που αναγνωρίζεται στον εργαζόμενο με μερική απασχόληση, είναι δικαίωμα για κατάρτιση σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης σε ορισμένη θέση, σε περίπτωση που θα επιθυμούσε να αυξήσει τον όγκο της εργασίας που επέλεξε σε δεδομένη στιγμή και να απασχοληθεί μεταγενέστερα με πλήρες ωράριο. Ασκείται λοιπόν με δήλωση βούλησης προς τον εργοδότη, όταν ο τελευταίος εκφράσει τη βούλησή του για προσφορά εργασίας πλήρους απασχόλησης στην επιχείρησή του. Αυτό σημαίνει ότι η δήλωση βούλησης του εργοδότη συνιστά πρόταση για κατάρτιση σύμβασης εργασίας πλήρους απασχόλησης που απευθύνεται εκ του νόμου και στον εργαζόμενο με μερική απασχόληση, η δε αντίστοιχη δήλωση του εργαζομένου αποτελεί την αποδοχή της πρότασης του εργοδότη που πρέπει να γίνει μόλις περιέλθει σε γνώση του η πρόταση του εργοδότη. Συνεπώς, η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται από την στιγμή που ασκείται το δικαίωμα πρόσληψης κατά προτεραιότητα από τον μερικώς απασχολούμενο, εφόσον βέβαια συντρέχει η προϋπόθεση της προσφοράς εργασίας με ίσους όρους.

Παράγραφος 11 (Επαγγελματική κατάρτιση-Εκπαίδευση)
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής εξασφαλίζεται η πρόσβαση των εργαζομένων με μερική απασχόληση στα συστήματα επαγγελματικής κατάρτισης και εκπαίδευσης που πραγματοποιούνται στα πλαίσια της επιχείρησης και μάλιστα με όρους και συνθήκες ανάλογες με αυτές που ισχύουν και εφαρμόζονται για τους εργαζομένους με σχέση εργασίας πλήρους απασχόλησης και αορίστου χρόνου. Έτσι, επιτυγχάνεται η αξιοποίηση των δυνατοτήτων εκπαίδευσης, κατάρτισης και επαγγελματικής επιμόρφωσης των εργαζομένων με μερική απασχόληση, ώστε να βελτιώσουν τις ικανότητές τους και να αυξήσουν τις ευκαιρίες σταδιοδρόμησης τους προς αμοιβαίο όφελος εργοδοτών και εργαζομένων, κατά τρόπο που θα συνέβαλλε στην ανάπτυξη της επιχείρησης. Με την ίδια διάταξη λαμβάνεται μέριμνα, ώστε οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση να έχουν πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχει η επιχείρηση (βρεφονηπιακοί σταθμοί, φαγητό το μεσημέρι, κατασκηνώσεις, εκδρομές, συνεστιάσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις κτλ). Παρέχονται λοιπόν στους εργαζόμενους με μερική απασχόληση οι ίδιες κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στη διάθεση των άλλων εργαζομένων στην επιχείρηση και διασφαλίζεται έτσι και στον τομέα των κοινωνικών παροχών η αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ εργαζομένων της ίδιας επιχείρησης, ανεξάρτητα από το αν η απασχόλησή τους καλύπτει πλήρως ή μερικώς τον εργάσιμο χρόνο.

Παράγραφος 12 (Ενημέρωση εκπροσώπων εργαζομένων)
Η διάταξη της παραγράφου αυτής θεσπίζει την υποχρέωση της εργοδοτικής πλευράς να ενημερώνει τους εκπροσώπους των εργαζομένων για τον αριθμό των απασχολουμένων με μερική απασχόληση σε σχέση με την εξέλιξη του συνόλου των εργαζομένων στην επιχείρηση, καθώς και για την προοπτική προσφοράς θέσεων εργασίας με πλήρη απασχόληση.
Έτσι, διασφαλίζεται η αρχή της ενημέρωσης των αντιπροσωπευτικών οργάνων των εργαζομένων, τα οποία αποκτούν, αφενός μεν σαφή γνώση της ποσοτικής και ποιοτικής διάστασης της χρήσης της μερικής απασχόλησης, αφετέρου δε έγκαιρη ενημέρωση για την ύπαρξη θέσεων εργασίας με πλήρη απασχόληση στην επιχείρηση. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι μεταβάσεις από την εργασία μερικής απασχόλησης σ’ αυτήν της πλήρους και βελτιώνεται η διαφάνεια της πολιτικής της απασχόλησης που ακολουθεί η επιχείρηση.
Πρέπει, επίσης, να υπενθυμίσουμε και την δυνατότητα των συμβαλλομένων μερών στις από 8-6-1993 Εθν. Γεν. Συλ. Εργασίας να ζητήσουν από τον Ο.Α.Ε.Δ. την τήρηση και δημοσιοποίηση καταστάσεων για ζητούμενες θέσεις μερικής απασχόλησης. Το μέτρο αυτό συμβάλλει στην προώθηση της μερικής απασχόλησης, καθόσον η ζήτηση θέσεων μερικής απασχόλησης αποκτά ευρεία δημοσιότητα, ξεπερνώντας τα στενά όρια των επιχειρήσεων.

Παράγραφος 13 (Επιχειρησιακές Σ.Σ.Ε.)
Με επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας επιτρέπεται η συμπλήρωση ή τροποποίηση των ρυθμίσεων των προηγούμενων παραγράφων. Έτσι παρέχεται η ευχέρεια στους κοινωνικούς εταίρους να χρησιμοποιούν τη μερική απασχόληση στη συγκεκριμένη επιχείρηση κατά τρόπο που να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες της επιχείρησης και στις ανάγκες του προσωπικού της.

Παράγραφος 14 (Εφαρμογή Εργατικής Νομοθεσίας)
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής παύει πλέον να υφίσταται οποιαδήποτε αμφισβήτηση για την υπαγωγή των εργαζομένων με μερική απασχόληση στις λοιπές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, αφού ρητώς διαλαμβάνεται σ’ αυτή ότι “κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για τους μερικώς απασχολούμενους όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας” .
Με την ευρύτητα της διατύπωσής της η διάταξη αυτή καλύπτει, για παράδειγμα, το δικαίωμα του εργαζομένου με μερική απασχόληση, συντρεχουσών και των λοιπών προϋποθέσεων, να απαιτήσει από τον εργοδότη του αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας. Επίσης, του νόμου μη ορίζοντος διαφορετικά, ο εργαζόμενος με μερική απασχόληση απολαμβάνει των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις των Ν.1264/82, 1767/88 κτλ.

Νομολονιακές διευκρινίσεις
Συμπληρωματικά, σας γνωρίζουμε ότι αν από Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α προβλέπεται πλήρης απασχόληση και ο εργοδότης δεν παρέχει εργασία για πλήρες νόμιμο ωράριο στους εργαζόμενους, οι απασχολούμενοι – εργαζόμενοι δικαιούνται να αξιώσουν την καταβολή ολόκληρου του μισθού ή ημερομισθίου, εκτός αν έχει συμφωνηθεί μερική απασχόληση με ανάλογη μείωση των αποδοχών. (ΑΠ415/86, 316/93, Εφετ. Αθηνών 6831/98). Γονείς που έχουν ανάπηρα ή προβληματικά παιδιά, αν εργάζονται σε επιχειρήσεις που απασχολούν 50 άτομα και άνω, έχουν δικαίωμα σύμφωνα με το Ν.1483/94, άρθρο 8, να ζητήσουν από την επιχείρηση τη μείωση του ωραρίου εργασίας κατά μία ώρα την ημέρα. Στην περίπτωση μερικής απασχόλησης η ασφάλιση στο ΙΚΑ είναι υποχρεωτική για τον εργοδότη, με την παρατήρηση ότι το ύψος των εισφορών περιορίζεται μόνο στο ποσό της μειωμένης αμοιβής και αντιμετωπίζεται ως προς τον αριθμό των ημερών εργασίας στην ασφάλιση, διαφορετικά, από τους λοιπούς εργαζόμενους – ασφαλιζόμενους, σύμφωνα με τον
Α.Ν.1846/51 άρθ. 2, παράγρ. 1 και του Ν.4476/65 άρθ. 2, παράγρ. 1.

Επίσης, σύμφωνα με την 1770/2002 Απόφαση του Αρείου Πάγου:
Για την κατάρτιση της σύμβασης μερικής απασχόλησης απαιτείται κατά νόμο έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συ στατικός, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την ακυρότητα του συγκεκριμένου όρου της σύμβασης, που αφορά τη μερική απασχόληση, η ακυρότητα δε αυτή είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως.
– Αν με την σύμβαση μερικής απασχόλησης συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχόλησης , ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφόσον η ρήτρα της μερικής απασχόλησης είναι έγκυρη, δηλαδή έγινε εγγράφως, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατρέπεται εγκύρως σε μερικής απασχόλησης. Αν όμως η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, επειδή δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, δεν μετατρέπει την πλήρη απασχόληση σε μερική.
– Αν όμως συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική, με ταυτόχρονη λύση της σύμβασης πλήρους απασχόλησης, εφόσον η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε, χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απ’ αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας της σύμβασης μερικής απασχόλησης θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας.