Λογιστικός χειρισμός προεξοφλήματος από προεξόφληση των εκχωρουμένων σε τράπεζα απαιτήσεων με σύμβαση FACTORING.

ΣΧΕΤΙΚΑ: Επιστολή της εταιρείας «ΝΟΤΟS COM. ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ ΑΕΒΕ» της 2-8-2004.

Α. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΦΟΥ
Κύριοι,

Σας γνωρίζουμε ότι η εταιρεία μας εκχωρεί σε Τράπεζες με σύμβαση factoring απαιτήσεις της που προέκυψαν από την πώληση, με δόσεις, εμπορευμάτων με χρήση χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών.
Οι Τράπεζες τιμολογούν και εισπράττουν το προεξόφλημα (τόκο + προμήθεια) είτε την στιγμή της προεξόφλησης της απαίτησης είτε κάθε τρίμηνο ανάλογα με την λήξη των προεξοφλημένων δόσεων.
Επειδή θεωρούμε ότι η πώληση με δόσεις μέσω χρεωστικών ή πιστωτικών καρτών αποτελεί οπωσδήποτε μια παροχή προς τους πελάτες και σύγχρονο τρόπο προώθησης των πωλήσεων είναι αυτονόητο ότι και η αντίστοιχη δαπάνη που γίνεται για την πραγματοποίηση των πωλήσεων πρέπει να βαρύνει την συγκεκριμένη χρήση.
Στην προκειμένη περίπτωση η δαπάνη που αναφέρουμε είναι ασφαλώς το προεξόφλημα (τόκος + προμήθεια) που μας χρεώνουν οι Τράπεζες κατά την προεξόφληση των απαιτήσεων μας είτε ολόκληρο κατά την στιγμή της προεξόφλησης είτε ανά τρίμηνο ανάλογα με την λήξη των δόσεων.
Θεωρούμε λοιπόν σωστό και σύμφωνα με την βασική λογιστική αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων, το προεξόφλημα των τραπεζών να βαρύνει την χρήση στην οποία πραγματοποιούνται και οι αντίστοιχες πωλήσεις και να μην κατανέμεται και στις επόμενες χρήσεις ανάλογα με την λήξη των προεξοφλημένων δόσεων.
Εξ άλλου, είναι φανερό ότι θα μπορούσε να χορηγηθεί έκπτωση στο πελάτη αντί των δόσεων μέσω πιστωτικών καρτών και ασφαλώς αυτή η έκπτωση θα βάρυνε το αποτέλεσμα αυτής της συγκεκριμένης χρήσης.
Παρακαλούμε να έχουμε την δική σας άποψη στο συγκεκριμένο θέμα.

Β. Η ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΣΛΟΤ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΞΗΣ.

α) Σύμφωνα με την βασική αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων σε κάθε διαχειριστική χρήση ή περίοδο πρέπει να καταλογίζονται ή να καταχωρούνται ΜΟΝΟ τα ΕΣΟΔΑ και τα ΕΞΟΔΑ που την αφορούν, έτσι ώστε από την μεταξύ τους σύγκριση να προσδιορίζεται το ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ που προκύπτει και αφορά την συγκεκριμένη Διαχειριστική χρήση ή περίοδο.
β) Στην περίπτωση σας οι τόκοι και οι προμήθειες, δηλαδή το προεξόφλημα, που εισπράττουν οι Τράπεζες κατά την προεξόφληση των εν ενεχυριαζομένων ή εκχωρουμένων απαιτήσεων κατά των πελατών σας, υπολογίζεται με βάση το χρόνο που μεσολαβεί από τότε που η Τράπεζα σας καταβάλλει την αξία των εκχωρουμένων απαιτήσεων και του χρόνου κατά τον οποίο αυτές οι απαιτήσεις θα εισπραχθούν. Εφ’ όσον η χρονική αυτή περίοδος βρίσκεται μέσα στην ίδια διαχειριστική χρήση ουδέν πρόβλημα δημιουργείται, ολόκληρο το ποσό των τόκων και προμηθειών – το προεξόφλημα-που καταβάλλεται στην Τράπεζα βαρύνει τη συγκεκριμένη διαχειριστική χρήση.
Όταν όμως η χρονική περίοδος που μεσολαβεί, μεταξύ του χρονικού σημείου χρηματοδότησης της αξίας των εκχωρουμένων απαιτήσεων και του χρόνου είσπραξής των, κατανέμεται σε δύο χρήσεις, π.χ. 3 μήνες σε μία χρήση και 3 μήνες σε άλλη χρήση, πρέπει να γίνει ανάλογη κατανομή του προεξοφλήματος που προκαταβάλλεται, μεταξύ των δύο χρήσεων .

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ:

Έστω προεξοφλημένο ποσό απαιτήσεων πελατών ΕΥΡΩ 100.000

Έστω χρόνος προεξοφλήσεως 1/10/2003

Έστω χρόνος Εισπράξεως των απαιτήσεων 31/3/2004

Έστω Προεξόφλημα (τόκος + προμήθειες) που καταβάλλονται

την 1/10/2003 ΕΥΡΩ 4.000

Το ποσό των 4.000 ευρώ (τόκος + προμήθεια) θα επιβαρύνει κατά ½ ή 2.000 ευρώ τη χρήση 2003 και κατά ½ ή 2.000 ευρώ τη χρήση 2004.
γ) Όταν δεν γίνεται προεξόφληση της απαίτησης αλλά ενεχυρίασή της στην ΤΡΑΠΕΖΑ, έναντι της οποίας η Τράπεζα καταβάλλει στην επιχείρηση το όλον ή μέρος της αξίας των εκχωρούντων απαιτήσεων, π.χ. το 90%, και οι απαιτήσεις αυτές εισπράττονται τον επόμενο χρόνο, οι Τράπεζες στο τέλος της χρήσεως, θα υπολογίσουν τον τόκο επί του χορηγηθέντος στην επιχείρηση ποσού έναντι της αξίας των ενεχυριασμένων απαιτήσεων για το χρονικό διάστημα από τότε που το χορήγησαν μέχρι το τέλος της χρήσεως. Ο τόκος αυτός βαρύνει τη χρήση μέσα στην οποία λογίσθηκε από την Τράπεζα. Κατά την επόμενη Διαχειριστική χρήση και για το χρονικό διάστημα μέχρι να εισπραχθούν οι ενεχυριασμένες απαιτήσεις η Τράπεζα θα λογίσει τον ανάλογο τόκο, ο οποίος θα επιβαρύνει την επόμενη αυτή χρήση. Οι λογισμένοι τόκοι εισπράττονται από την Τράπεζα ή κατά το χρόνο του λογισμού τους ή στο τέλος της περιόδου όταν θα έχουν εισπραχθεί οι ενεχυριασμένες απαιτήσεις των πελατών.
Όσον αφορά την εξομείωση του τόκου προθεσμιακής πληρωμής των τιμολογημένων εσόδων με την δυνατότητα παροχής αναλόγου εκπτώσεως έναντι πληρωμής τοις μετρητοίς παρά την λογικοφάνειά της δεν υιοθετείται από το Λογιστικό Σχέδιο σύμφωνα με το οποίο η έκπτωση των πωλήσεων αποτελεί μειωτικό στοιχείο του εσόδου και συνεπώς λογίζεται και επιβαρύνει εξ ολοκλήρου τη χρήση κατά την οποία χορηγείται η οποία κατά κανόνα ταυτίζεται χρονικά με την τιμολόγηση των εσόδων.

‘’Η διατυπούμενη γνώμη του ΣΛΟΤ δεν αποτελεί ερμηνεία εφαρμογής οποιουδήποτε Διεθνούς Λογιστικού Προτύπου ή Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (Αναφοράς ).’’