ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣΠρόεδρος: Φ. Στεργιόπουλος, (Αντιπρόεδρος Σ.τ.Ε.)

Εισηγήτρια: Ε. Γαλανού,

(Σύμβουλος Επικρατείας)

Δικαστικοί πληρεξούσιοι: Γ. Καμπίτσης, (Δικηγόρος),

Γ. Βαμβακίδης (Πάρεδρος Ν.Σ.Κ.)

Επειδή, με τα άρθρα 19 – 36 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ Α 43) είχε επιβληθεί φόρος ακίνητης περιουσίας από το οικ. έτος 1982 για τη συνολική αξία της περιουσίας που ανήκε σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και απετελείτο από ακίνητα που ευρίσκοντο στην Ελλάδα ή εμπράγματα δικαιώματα σ αυτά πλην της υποθήκης. Με το άρθρο 21 παρ. 2 του νόμου αυτού προβλεπόταν απαλλαγή από τον εν λόγω φόρο μεταξύ άλλων και των ημεδαπών νομικών προσώπων που δεν έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Περαιτέρω, με το άρθρο 27 του Ν. 2065/1992 (ΦΕΚ Α 113) καταργήθηκαν από το οικ. έτος 1993 οι διατάξεις των άρθρων 19 έως και 36 του Ν. 1249/1982. Στη συνέχεια, με το Ν. 2459/1997 (ΦΕΚ Α 17) προβλέφθηκε από το οικ. έτος 1997 και για κάθε επόμενο έτος η φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για την ακίνητη περιουσία του που βρίσκεται στην Ελλάδα. Στο άρθρο 23 του τελευταίου αυτού νόμου ορίζεται, ότι απαλλάσσονται από το φόρο, μεταξύ άλλων, και “τα κτίσματα των ακινήτων που ιδιοχρησιμοποιούνται από νομικά πρόσωπα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και κοινωφελή ιδρύματα” (περ. δ ), “Τα σωματεία, οι ενώσεις ή ομοσπονδίες, που έχουν νόμιμα συσταθεί και αναγνωρισθεί από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και οι ανώνυμες εταιρείες ποδοσφαίρου, για τα ακίνητα και τις εγκαταστάσεις που τους ανήκουν και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους δραστηριοτήτων” (περ. ιδ ) και “Η Τράπεζα της Ελλάδος, η Αρχαιολογική Εταιρεία….” (περ. κα ).

Εξάλλου, στο άρθρο 25 παρ. 2 του ως άνω Ν. 2459/1997 ορίζεται ότι “Α-πό τη συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας μετά την αφαίρεση των χρεών της προηγουμένης παραγράφου, παραμένει αφορολόγητο ποσό δραχμών εξήντα εκατομμυρίων (60.000. 000) για τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα. Ειδικά, για τα ημεδαπά και τα ξένα με τον όρο της αμοιβαιότητας νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς κοινωφελείς, θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς και εκπαιδευτικούς, καθώς και για τα ημεδαπά κοινωφελή ιδρύματα, το αφορολόγητο ποσό ορίζεται σε δραχμές εκατόν πενήντα εκατομμύρια (150.000. 000)…. Μετά τον υπολογισμό των παραπάνω αφορολόγητων ορίων, το υπόλοιπο υποβάλλεται σε φόρο: α) ….. β) Για τα νομικά πρόσωπα με πάγιο συντελεστή 0,7%. Ειδικά για τα νομικά πρόσωπα του δεύτερου εδαφίου αυτής της παραγράφου ο πάγιος συντελεστής ορίζεται σε 0,35%”.

Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι “Οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους”. Περαιτέρω, στο άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι “Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος”.

Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο συντακτικός νομοθέτης επιτάσσοντας τη συνεισφορά των πολιτών στα δημόσια βάρη ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα παρέχει ταυτόχρονα ευρεία ευχέρεια στο νομοθέτη εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες να φορολογεί ή να μη φορολογεί ορισμένη κατηγορία περιουσιακών στοιχείων (όπως κινητά ή ακίνητα). Συνεπώς, η φορολόγηση με το Ν. 2459/1997 της ακίνητης μόνο περιουσίας και όχι και της κινητής δεν καθιστά το νόμο αυτό αντίθετο στο άρθρο 4 παρ. 2 (που ορίζει ότι “ Ελληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις”) και παρ. 5 του Συντάγματος.

Εξάλλου, που θεσπίζει απαλλαγή από ορισμένη φορολογία ορισμένης κατηγορίας προσώπων κατά παρέκκλιση από την ανωτέρω συνταγματική επιταγή της συνεισφοράς όλων στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και δεν είναι καταρχήν επιτρεπτό να επεκτείνεται, είτε κατ επίκληση της αρχής της ισότητας είτε με τη συναγωγή γενικού κανόνα, σε άλλες περιπτώσεις οι οποίες τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες και τις οποίες αντιμετώπισε κατ άλλο τρόπο ο νομοθέτης.

Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 21 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

“2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος. 3. Το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων”.

Περαιτέρω, στο άρθρο 109 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής:

“1. Δεν επιτρέπεται η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων διαθήκης, κωδικέλου ή δωρεάς, ως προς τις διατάξεις τους υπέρ του Δημοσίου ή υπέρ κοινωφελούς σκοπού. 2. Κατ εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλείφθηκε ή δωρήθηκε στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής ή ο διαθέτης ή στην ευρύτερή της περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η θέληση του διαθέτει ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με την μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει.”.

Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 2 και 3 και 109 του Συντάγματος δεν συνάγεται ότι επί των κοινωφελών ιδρυμάτων που έχουν συσταθεί με διαθήκη, κωδίκελλο ή δωρεά υπέρ κοινωφελούς σκοπού και επί των κοινωφελών νομικών προσώπων που έχουν ως σκοπό την περίθαλψη απόρων ασθενών και ηλικιωμένων δεν μπορεί να επιβληθεί φορολογική επιβάρυνση εν γένει, ούτε ότι ο λόγω της φορολογίας περιορισμός των οικονομικών μέσων προς εκπλήρωση των κοινωφελών αυτών σκοπών αντιβαίνει προς τις ανωτέρω διατάξεις. Συνεπώς, είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτός ο περιορισμός των διατιθέμενων προς εκπλήρωση των κοινωφελών σκοπών οικονομικών μέσων των κοινωφελών νομικών προσώπων (περιλαμβανομένων των κοινωφελών ιδρυμάτων των συσταθέντων με διαθήκη, κωδίκελλο ή δωρεά) που επέρχεται με την επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας με τις ως άνω διατάξεις του Ν. 2459/1997 που συνιστά γενικό μέτρο το οποίο επιβαρύνει όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στη χώρα, δεδομένου μάλιστα ότι ταυτόχρονα με την επιβολή αυτή θεσπίζεται για τα νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και τα κοινωφελή ιδρύματα αυξημένο σε σχέση με τα λοιπά πρόσωπα αφορολόγητο όριο (150.000.000 δρχ.) και μειωμένος σε σχέση με τα λοιπά πρόσωπα πάγιος συντελεστής (0,35) καθώς και απαλλαγή από το φόρο για τα κτίσματα των ακινήτων των που ιδιοχρησιμοποιούνται από τα εν λόγω νομικά πρόσωπα.

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση το αναιρεσείων φιλανθρωπικό σωματείο υπέβαλε για το έτος 1997 δήλωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, με την οποία διατύπωσε επιφύλαξη του άρθρου 5 του Ν.Δ. 3629/1956, σύμφωνα με την οποία η αξία της ακίνητης περιουσίας του δεν υπόκειται σε φόρο μεγάλης ακίνητης περιουσίας γιατί οι διατάξεις του άρθρου 22 του Ν. 2459/1997 είναι αντίθετες στα άρθρα 4 παρ. 5, 21 παρ. 2 και 3 και 109 του Συντάγματος. Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε με σιωπηρή αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΚΑ Αθηνών.

Το διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ήδη αναιρεσείοντος ότι οι ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2459/1997 παραβιάζουν την καθιερούμενη από το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχή της ισότητας και της ίσης φορολογικής μεταχείρισης. Η απόρριψη αυτή έγινε με την αιτιολογία ότι αφενός μεν η θέσπιση του ανωτέρω φόρου και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία των κοινωφελών εν γένει ιδρυμάτων υπήρξε ενιαία χωρίς διακρίσεις, δεδομένου ότι ούτε το αναιρεσείων επικαλείται συγκεκριμένη περίπτωση άλλου κοινωφελούς ιδρύματος για το οποίο έχει θεσπισθεί διαφορετική ρύθμιση, αφετέρου δε οι απαλλαγές που ορίζονται στο άρθρο 23 του εν λόγω νόμου είναι συνταγματικά επιτρεπτές γιατί τα απαλλασσόμενα πρόσωπα τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με τα κοινωφελή εν γένει ιδρύματα.

Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο έκρινεν ότι η φορολογική επιβάρυνση των κοινωφελών ιδρυμάτων με μεγάλη ακίνητη περιουσία τα οποία κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, διαθέτουν αυξημένη φοροδοτική ικανότητα, προς το σκοπό της συμβολής στην κοινή προσπάθεια αντιμετώπισης των κρατικών δαπανών προβλέφθηκε με αυξημένο αφορολόγητο όριο (150. 000.000 δρχ.) και με χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή (0,35%) σε σχέση με τα λοιπά νομικά πρόσωπα και ότι, επομένως, η επιβολή του ένδικου φόρου είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και συνταγματικά ανεκτή.

Στη συνέχεια, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί αντιθέσεως των ανωτέρω διατάξεων στις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 2 και 3 και 109 του Συντάγματος με την αιτιολογία ότι η επιβολή του ένδικου φόρου που είναι ανάλογος της φοροδοτικής ικανότητας του αναιρεσείοντος σε συνδυασμό και με την πρόβλεψη για αυξημένο αφορολόγητο όριο και πολύ χαμηλό πάγιο φορολογικό συντελεστή δεν καθιστούν δυσχερή τη λειτουργία του και ανέφικτη την επίτευξη του σκοπού του.

Τέλος, το Διοικητικό Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραβάσεως των αρχών του Κοινοτικού Δικαίου με την αιτιολογία ότι με τη φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας του αναιρεσείοντος δεν παραβιάσθηκαν ούτε αρχές του Συντάγματος ούτε του Κοινοτικού δικαίου.

Επειδή, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η προεκτεθείσα κρίση του διοικητικού εφετείου είναι μη νόμιμη, διότι η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που επιβλήθηκε με το Ν. 2459/ 1997 είναι αντισυνταγματική και παραβιάζει την αρχή της ισότητας αφενός μεν διότι ο εν λόγω φόρος επιβλήθηκε επί της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και όχι και επί της μεγάλης κινητής περιουσίας, αφετέρου δε διότι στο άρθρο 23 του νόμου αυτού προβλέπονται απαλλαγές από τον ανωτέρω φόρο υπέρ άλλων νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, όπως τα σωματεία, οι ενώσεις και ομοσπονδίες που έχουν αναγνωρισθεί από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, οι ανώνυμες ποδοσφαιρικές εταιρείες, η Αρχαιολογική Εταιρεία και η Τράπεζα της Ελλάδας χωρίς να υπάρχει καμία δικαιολογία γι αυτή τη διαφορετική μεταχείριση.

Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ως προς μεν το πρώτο σκέλος διότι, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο συντακτικός νομοθέτης παρέχει ευρεία ευχέρεια στο νομοθέτη εκτιμώντας τις εκάστοτε κρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες να φορολογεί τη μεγάλη ακίνητη περιουσία ή τη μεγάλη κινητή περιουσία, ως προς δε το δεύτερο σκέλος διότι, για τα σωματεία, τις ενώσεις και ομοσπονδίες που έχουν νόμιμα συσταθεί και αναγνωρισθεί από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού και τις ανώνυμες εταιρείες ποδοσφαίρου προβλέπεται απαλλαγή για τα ακίνητα και τις εγκαταστάσεις που τους ανήκουν και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την πραγματοποίηση των αθλητικών τους δραστηριοτήτων, δηλαδή απαλλαγή παρόμοια με εκείνην που προβλέπεται για τα κτίσματα των ακινήτων που ιδιοχρησιμοποιούνται από νομικά πρόσωπα, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και κοινωφελή ιδρύματα, ενώ εξάλλου η απαλλαγή που θεσπίζεται για την Τράπεζα της Ελλάδας και την Αρχαιολογική Εταιρεία αποτελεί παρέκκλιση από το γενικό κανόνα της επιβολής του εν λόγω φόρου σε όλα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την ακίνητη περιουσία τους που βρίσκεται στην Ελλάδα και επομένως έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και δεν είναι καταρχήν επιτρεπτό, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, να επεκταθεί, είτε κατ επίκληση της αρχής της ισότητας είτε με τη συναγωγή γενικού κανόνα δικαίου σε άλλες περιπτώσεις για τις οποίες προέβλεψε διαφορετική ρύθμιση ο νομοθέτης και οι οποίες τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως η περίπτωση εκμισθουμένων ακινήτων από μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα.

Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι μη νομίμως και χωρίς άλλη αιτιολογία άλλως χωρίς επαρκή αιτιολογία έκρινε το διοικητικό εφετείο ότι η επιβάρυνση του αναιρεσείοντος με τον επίδικο φόρο δεν αντιβαίνει στα άρθρα 21 παρ. 2 και 3 και 109 παρ. 1 του Συντάγματος τούτο δε διότι το διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι το αναιρεσείον έχει την ικανότητα να επωμισθεί την οικονομική επιβάρυνση από τη φορολογία της ακίνητης περιουσίας του χωρίς να εξετάσει ότι οι υποχρεώσεις του ισοσταθμίζουν τα εισοδήματά του, αφού λόγω του φιλανθρωπικού και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα του δεν υπάρχει ενεργητικό πλεόνασμα από τη δραστηριότητά του.

Συναφώς προβάλλεται ότι με την προσφυγή του και το υπόμνημα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου και με την έφεση το ήδη αναιρεσείον σωματείο είχε ισχυρισθεί ότι με την επιβολή του επίμαχου φόρου καθίσταται αδύνατη η εκπλήρωση του σκοπού του, διότι η επιβάρυνσή του ανέρχεται σε 73.000 δρχ. το μήνα κατά περιθαλπόμενο πρόσωπο και ως εκ του ισχυρισμού αυτού είχε προσκομίσει στο δικαστήριο τον ισολογισμό του του έτους 1996 και είχε ζητήσει να διαταχθούν αποδείξεις αποδείξεις και με μάρτυρες και ότι επομένως κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας δεν έλαβε υπόψη το διοικητικό εφετείο το ανωτέρω ισχυρισμό και δεν έλαβε υπόψη τον προσκομισθέντα ισολογισμό ούτε διέταξε αποδείξεις σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό.

Ο λόγος όμως αυτός αναιρέσεως κατά το μέρος που προβάλλεται μ αυτόν παράβαση νόμου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα σε προηγούμενη σκέψη, η κατά τις διατάξεις του Ν. 2459/1997 επιβολή φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας με ταυτόχρονη καθιέρωση των ανωτέρω αφορολογήτου ορίου, παγίου συντελεστή και απαλλαγής ως προς τα ιδιοχρησιμοποιούμενα κτίσματα των μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων και των κοινωφελών ιδρυμάτων και ο συνεπεία της φορολογικής αυτής επιβάρυνσης περιορισμός των οικονομικών μέσων των προσώπων αυτών προς εκπλήρωση των κοινωφελών σκοπών τους δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 2 και 3 και 109 του Συντάγματος.

Περαιτέρω, ο υπό κρίση λόγος, κατά το μέρος που μ αυτόν προβάλλεται ανεπάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω μη απάντησης στον ανωτέρω ισχυρισμό και παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας λόγω μη εξετάσεως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων και προταθέντων μαρτύρων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το ζήτημα της αντιθέσεως της ανωτέρω ρυθμίσεως με τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά προς τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις λόγω του περιορισμού που συνεπάγεται των οικονομικών μέσων του αναιρεσείοντος δεν είναι πραγματικό αλλά νομικό και επομένως δεν έχρηζεν ειδικής απαντήσεως ως μη ουσιώδους ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ο αναφερόμενος στα συγκεκριμένα έξοδα αυτού κατά την ένδικη περίοδο συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να ταχθούν αποδείξεις σχετικά με το ζήτημα αυτό.

Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω με την κρινόμενη αίτηση ότι η επιβολή του ένδικου φόρου με τις διατάξεις του Ν. 2459/1997 αντιβαίνει και στο κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης και ανθρώπινα δικαιώματα που καθιερώνονται στα Συ-ντάγματα και στη νομοθεσία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή σε σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Ο ισχυρισμός όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, προεχόντως, διότι οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου δεν εφαρμόζονται σε καταστάσεις που δεν έχουν κανένα επαρκές συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το κοινοτικό δίκαιο, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση της επιβολής φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας σε βάρος ημεδαπού νομικού προσώπου μη κερδοσκοπικού που δεν έχει κανένα συνδετικό στοιχείο με οποιαδήποτε από τις καταστάσεις που ρυθμίζει το κοινοτικό δίκαιο. Ειδικότερα, κατά τη γνώμη του Προέδρου του Τμήματος και του Συμβούλου Δ. Κωστόπουλου, ο ανώτερος ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και διότι οι ανωτέρω κοινοτικές αρχές περιλαμβάνονται και στις διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος στις οποίες δεν αντίκειται η επίμαχη ρύθμιση της φορολόγησης της μεγάλης ακίνητης περιουσίας των ανωτέρω προσώπων.

Επειδή, προβάλλεται τέλος με το από 6.6.2001 εμπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημα του αναιρεσείοντος ότι η επίδικη ρύθμιση της επιβολής φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης “δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών” που υπογράφηκε στις 4.11.1950 και κυρώθηκε με το άρθρο 1 του Ν.Δ. 53/1974 (Α 256). Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι προβάλλεται με υπόμνημα με το οποίο δεν επιτρέπεται η προβολή αυτοτελώς λόγων αναιρέσεως, αλλά μόνο ανάπτυξη ή διευκρίνιση λόγω που έχουν προβληθεί με το αναιρετήριο ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων.