Αρείου Πάγου 759/2003 (Τμ. Β )Οι μεταταγέντες κατά τον νόμον με απόφαση της εργοδοτικής εταιρείας και με ατομικές διοικητικές πράξεις έχουν έννομο συμφέρον να ασκήσουν αναίρεση, μολονότι προσέφυγαν και στο διοικητικό δικαστήριο.

Αρείου Πάγου 759/2003 (Τμ. Β )

Εισηγητής: ΧΡ. ΜΠΑΛΝΤΑΣ

Δικηγόροι: Χ. Ρουμελιώτης, Γ. Λεβέντης, Ευ. Δοξάκης, Ι. Τσάνιος

Θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως είναι να υπάρχει στον αναιρεσείοντα έννομο συμφέρον. Τέτοιο έχει, κατ αρχήν, ο ηττηθείς διάδικος και επομένως και εκείνος, του οποίου απορρίφθηκε η αγωγή. Μπορεί, όμως, το έννομο συμφέρον του διαδίκου για την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέ-σου να ελλείψει, είτε από λόγους που σχετίζονται με την συμπεριφορά του, είτε από λόγους ανεξαρτήτους της θελήσεώς του. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν με την ένδικη αγωγή τους, η οποία απορρίφθηκε από την προσβαλλομένη απόφαση, την ακύρωση της αναφερομένης αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, ανώνυμης εταιρείας, με την οποία εντάχθηκαν στο πλεονάζον προσωπικό της για την μεταφορά τους, κατά τις διατάξεις του Ν. 2687/ 99, σε θέσεις εργασίας ιδιωτικού δι-καίου του δημοσίου τομέα. Ακολούθησε η έκδοση και δημοσίευση των ατομικών διοικητικών αποφάσεων μετατάξεώς τους (Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων που προβλέπονται από τον εν λόγω νόμο), οι οποίες προσβλήθηκαν με αιτήσεις ακυρώσεως των ενδιαφερομένων αναιρεσειόντων ενώπιον του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου. Εν όψει τούτων, δεν εξέλιπε το έννομο συμφέρον των αναιρεσειόντων για την άσκηση του προκειμένου ένδικου μέσου, αφού θεμέλιο των ρηθεισών διοικητικών πράξεων είναι η περί αυτών, ως πλεονάζοντος προσωπικού, απόφαση του Δ.Σ. της πρώτης των αναιρεσιβλήτων, η κρίση περί του κύρους ή μη της οποίας υπόκειται στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων. Συνεπώς τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τους αναιρεσιβλήτους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΩΣ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ

Για τις ζημίες που προκλήθηκαν από υπέρβαση ή κατάχρηση της υπηρεσιακής αρμοδιότητος του προστηθέντος μισθωτού, ευθύνεται και ο προστήσας εργοδότης. Τραυματισμός μισθωτού από άλ-λον μισθωτό του ίδιου εργοδότη.

Αρείου Πάγου 957/2003 (Τμ. Β1)

Εισηγητής: Δ. ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ

Δικηγόροι: Δ. Ρεδιάδησ, Σ. Λύρας

Από τα άρθρα 84, 86, 105 και 106 του ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 και 922 ΑΚ, συνάγεται ότι ο πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής (προστήσας) ευθύνεται όταν η αδικοπραξία μέλους του πληρώματος (προστηθέντος) δεν είναι άσχετη ή ξένη με την εκτέλεση της υπηρεσίας που του έχει ανατεθεί, αλλά βρίσκεται σε εσωτερική αιτιώδη σχέση με την υπηρεσία αυτή, υπό την έννοια ότι η αδικοπραξία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς την πρόστηση ή ότι η τελευταία υπήρξε το αναγκαίο μέσο για την τέλεση της αδικοπραξίας. Συνακόλουθα, ευθύνεται ο προστήσας και για τις ζημίες που προήλθαν από κατάχρηση η υπέρβαση της υπηρεσίας του προστηθέντος. Αντιθέτως, δεν ευθύνεται ο προστήσας όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος οφείλεται σε προσωπικούς λόγους του δράστη, άσχετους με την υπηρεσία που του έχει ανατεθεί, αφού η ύπαρξη των λόγων αυτών διακόπτει την αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στη βλαπτική πράξη του προστηθέντος και την άσκηση ή την κατάχρηση της υπηρεσίας του. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση που υπάρχει μεν τοπικός ή χρονικός σύνδεσμος της επιβλαβούς συμπεριφοράς του προστηθέντος με την υπηρεσία του, δηλαδή η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε με την ευκαιρία της υπηρεσίας, οφείλεται όμως σε αίτια ανεξάρτητα από αυτή και συγκεκριμένα σε προσωπικό πταίσμα του προστηθέντος, τον κίνδυνο του οποίου δεν μπορεί να φέρει ο προστήσας.

(….) Το Εφετείο δέχθηκε ότι το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του προστηθέντος στην υπηρεσία της υπό της πρώτης εναγομένης πέμπτου εναγομένου – ναύκληρου, ότι ο ενάγων δεν τυγχάνει συνυπαίτιος του τραυματισμού του κατά ποσοστό 95% (ΑΚ 300), ότι η προαναφερθείσα επιθετική ενέργεια του πέμπτου εναγομένου, που δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη, μετά την εξύβριση αυτού υπό του ενάγοντος, δεν ήταν επιβαλλομένη ενέργεια προς αποτροπήν παρούσας και άδικης επίθεσης εναντίον του (ΑΚ 284), ότι η ένδικη αγωγή δεν ασκήθηκε καταχρηστικά (ΑΚ 281) και ότι ο πέμπτος εναγόμενος, ως ναύκληρος, που είχε προστηθεί στην υπηρεσία της πρώτης εναγομένης (ήδη αναιρεσείουσας), πλοιοκτήτριας του πλοίου, κτύπησε και τραυμάτισε τον ενάγοντα – ναύτη (ήδη αναιρεσίβλητο), μέλος επίσης του πληρώματος του πλοίου, γιατί, ενώ του είχε πει να ετοιμασθεί και να αναλάβει εργασία στο κατάστρωμα του πλοίου, αυτός καθυστέρησε, επειδή είχε μεταβεί στην τραπεζαρία του πληρώματος για να προγευματίσει και ότι η βλαπτική συμπεριφορά του πέμπτου εναγομένου δεν εκδηλώθηκε απλώς με την ευκαιρία της υπηρεσίας του με την ειδικότητα του ναυκλήρου στο παραπάνω πλοίο, αλλά εκδηλώθηκε εξ αιτίας αυτής, οφειλομένη σε αίτια άμεσα σχετιζόμενα με αυτήν και αποτελούσα κατάργηση αυτής, με αποτέλεσμα να υφίσταται παράλληλη από την πρόστηση ευθύνη των τεσσάρων πρώτων εναγομένων. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 84 Κωδ. Ιδιωτ. Ναυτ. Δ. (ΚΙ ΝΔ), 16 Κωδ. Ν. 551/15, όπως ήδη ισχύει, 914 και 922 ΑΚ, διέλαβε δε στην απόφασή του πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων.