Εμπορική μίσθωση, αποζημίωση για αποκατάσταση της άϋλης εμπορικής αξίας επί λήξεως της μισθώσεως λόγω συμπληρώσεως 12ετίας. Αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ. Υποχρέωση εκμισθωτή καταβολής προς αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας ποσού ίσου προς το μίσθωμα 12 μηνών στον μισθωτή σε περίπτωση λήξεως της μισθώσεως λόγω συμπληρώσεως δωδεκαετίας (άρθρο 60 §§1 και 2 π.δ. 34/1995) . δυνατότητα αυξήσεως της αποζημίωσης από το δικαστήριο έως το ποσό των 16 μισθωμάτων ύστερα από σχετικό αίτημα του μισθωτή, το οποίο πρέπει να υποβληθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο δικαστήριο . απαράδεκτο το αίτημα σε περίπτωση υποβολής του με τις προτάσεις ύστερα από τη συζήτηση της υποθέσεως. Αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ.

Αριθ. 753/2000 Τμ. Δ΄Πρόεδρος ο κ. Κ. ΠΑΠΑΜΚΗΣ, αντιπρόεδρος

Εισηγητής ο κ. Δ. ΒΟΥΡΒΑΧΗΣ, αρεοπαγίτης Δικηγόρος ο κ. Μ. Παπαζήσης,

Σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 και 2 του π.δ. 34/1995, (όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης), σε περίπτωση απόδοσης του μισθίου λόγω λήξης της μίσθωσης, σύμφωνα με τις §§ 10 έως 14 του άρθρου 58 και σε περίπτωση λήξης της μίσθωσης λόγω συμπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκμισθωτής οφείλει στο μισθωτή για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας ποσό ίσο με το καταβαλλόμενο κατά το χρόνο της λήξης μίσθωμα δώδεκα (12) μηνών. Το δικαστήριο. Εκτιμώντας τις ειδικές συνθήκες μπορεί ύστερα από αίτηση του μισθωτή να αυξήσει το ποσό της προηγουμένης παραγράφου έως το ισόποσο δεκαέξι (16) μηνιαίων μισθωμάτων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποζημίωση για αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας καθορίζεται κατ’ αποκοπήν σε δώδεκα μηνιαία μισθώματα. Το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του μισθωτή, και εκτιμώντας τις ειδικές συνθήκες που τυχόν συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση να αυξήσει την πιο πάνω αποζημίωση κατ’ ανώτατο όριο μέχρι του ποσού των δεκαέξι (16) μηνιαίων μισθωμάτων. Η αίτηση αυτή του μισθωτή πρέπει να υποβληθεί κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου συζήτηση της υποθέσεως, καθώς και με αυτοτελή αγωγή ή με ανταγωγή. Εξάλλου, κατά την ειδική διαδικασία εκδικάσεως των διαφορών για παράδοση ή απόδοση του μισθίου (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ), οι διάδικοι, σύμφωνα με το άρθρο 649 §1 ΚΠολΔ δεν έχουν την υποχρέωση να καταθέσουν προτάσεις, εκτός αν το δικαστήριο το διατάξει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι διάδικοι σε περίπτωση που υποβάλουν προτάσεις, παρότι δεν έχουν υποχρέωση, δεν αποκλείεται μεν να προτείνουν με αυτές οποιοδήποτε αυτοτελή ισχυρισμό ή αίτημα, πρέπει όμως να καταθέσουν τις προτάσεις κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και να γίνει μάλιστα σχετική μνεία στα πρακτικά της κατάθεσης αυτής. ΄Ετσι πραγματικοί ισχυρισμοί ή αιτήματα που προβάλλονται μετά τη συζήτηση της αγωγής και την αποδεικτική διαδικασία που τερματίζεται σε μια δικάσιμο, είναι απαράδεκτοι. Κατά συνέπεια το αίτημα του μισθωτή για αύξηση της αποζημίωσης προς αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας του μισθίου, το οποίο δεν προβλήθηκε κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, αλλά προβλήθηκε για πρώτη φορά με τις προτάσεις που κατατέθηκαν μετά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα κατωτέρω αναφερόμενα διαδικαστικά έγγραφα, η εκτίμηση των οποίων ελέγχεται από τον ΄Αρειο Πάγο (ΚΠολΔ 561 §2), ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσίβλητος κατά τη συζήτηση της ένδικης αγωγής της αναιρεσείουσας, με την οποία ζητείται η απόδοση του περιγραφόμενου σ’ αυτή μισθίου λόγω λήξεως της μίσθωσης (άρθρο 58 του π.δ. 34/ 1995) πρόβαλε αίτημα αύξησης της αποζημίωσης για την αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας στο ισόποσο δεκαέξι (16) μηνιαίων μισθωμάτων. Το αίτημα αυτό, όπως προκύπτει από τα από 18 Μαρτίου 1998 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Μον. Πρ Βέρ), και τις προτάσεις του εναγομένου ενώπιον του ανωτέρω δικαστηρίου, δεν υποβλήθηκε με προφορική δήλωση του εναγομένου κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, αλλά διατυπώθηκε αορίστως στις προαναφερόμενες προτάσεις, οι οποίες, όπως προκύπτει από αυτές και από την επισημείωση της αρμόδιας γραμματέα, κατατέθηκαν στις 23 Μαρτίου 1998, δηλαδή μετά την περάτωση της συζητήσεως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την 70/Ι Απ/1998 απόφασή του απέρριψε το ως άνω αίτημα για επαύξηση της αποζημίωσης ως κατ’ ουσία αβάσιμο. Ακολούθως το Εφετείο κρίνοντας επί σχετικού λόγου της έφεσης του εναγομένου με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε ως βάσιμο το αίτημα αυτό και επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο για την αιτία αυτή αποζημίωση ίση με το ποσό 16 μηνιαίων μισθωμάτων. Από τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 591 §1 εδ. Β’, 647, 649, 256 §1 στοιχ. δ’, 237 §3, 269 § 1 και 527 του ΚΠολΔ, που δεν επιτρέπουν, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπουν τα άρθρα 269 § 2 και 527 αριθμοί 1 έως 3 του ίδιου Κώδικα, τη βραδεία προβολή και μάλιστα μετά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο του πιο πάνω αυτοτελούς αιτήματος, το Εφετείο που έκρινε παραδεκτό το ως άνω αίτημα του εναγομένου που προβλήθηκε μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς να δέχεται τη συνδρομή κάποιας από τις προμνημονευθείσες εξαιρέσεις και συνάμα σιωπηρώς απέρριψε τον προβληθέντα με τις προτάσεις σχετικό περί τον ως άνω απαραδέκτου ισχυρισμό της εφεσίβλητης (ήδη αναιρεσείουσας), παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο, υποπίπτοντας έτσι στην πλημμέλεια του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Συνεπώς, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πιο πάνω αιτίαση, να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη που αφορά τον προσδιορισμό του ποσού αποζημίωσης για αποκατάσταση της άυλης εμπορικής αξίας του μισθίου, του οποίου διατάχθηκε η απόδοση. (Αναιρεί εν μέρει την 915/99 ΕφΘ).